ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 4ης Ιουνίου 2009 ( *1 )

«Κοινοτικός τελωνειακός κώδικας — Κανονισμός (ΕΚ) 384/96 — Άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας — Κανονισμός (ΕΚ, Ευρατόμ) 2988/95 — Προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων — Μεταποίηση υπό το καθεστώς της τελειοποίησης προς επανεξαγωγή — Παράνομη πρακτική»

Στην υπόθεση C-158/08,

με αντικείμενο αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 234 ΕΚ, που υπέβαλε το Commissione tributaria regionale di Trieste (Ιταλία) με απόφαση της 13ης Μαρτίου 2008, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις , στο πλαίσιο της δίκης

Agenzia Dogane Ufficio delle Dogane di Trieste

κατά

Pometon SpA,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους C. W. A. Timmermans, πρόεδρο τμήματος, J.-C. Bonichot (εισηγητή), J. Makarczyk, P. Kūris και L. Bay Larsen, δικαστές,

γενική εισαγγελέας: V. Trstenjak

γραμματέας: B. Fülöp, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 19ης Μαρτίου 2009,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

η Pometon SpA, εκπροσωπούμενη από τους E. Volli και F. Trevisan, avocats,

η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την I. Bruni, επικουρούμενη από τον G. Albenzio, avvocato dello Stato,

η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον H. van Vliet, την E. Righini και τον S. Schønberg,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Η αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 13 του κανονισμού (ΕΚ) 384/96 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1995, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (ΕΕ 1996, L 56, σ. 1), καθώς και των άρθρων 4, 114 επ., 202, 204, 212 και 214 του κανονισμού (ΕΟΚ) 2913/92 του Συμβουλίου, της , περί θεσπίσεως κοινοτικού τελωνειακού κώδικα (ΕΕ L 302, σ. 1, στο εξής: κοινοτικός τελωνειακός κώδικας).

2

Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Agenzia Dogane Ufficio delle Dogane di Trieste (τελωνειακή υπηρεσία της Τεργέστης) και της Pometon SpA όσον αφορά την εισαγωγή ακατέργαστου μαγνησίου σε πλινθώματα κινεζικής καταγωγής και προελεύσεως, η οποία διασαφήθηκε υπό το καθεστώς της τελειοποιήσεως προς επανεξαγωγή.

Η κοινοτική νομοθεσία

3

Το άρθρο 13 του κανονισμού 384/96, ως είχε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της κύριας δίκης, όριζε:

«1.   Όταν σημειώνεται καταστρατήγηση των μέτρων που έχουν τεθεί σε ισχύ, οι δασμοί αντιντάμπινγκ που επιβάλλονται βάσει του παρόντος κανονισμού είναι δυνατό να επεκταθούν και έναντι των εισαγωγών ομοειδών προϊόντων ή μερών αυτών από τρίτες χώρες. Με τον όρο “καταστρατήγηση” νοείται κάθε μεταβολή των τρόπων διεξαγωγής εμπορικών συναλλαγών μεταξύ τρίτων χωρών και της Κοινότητας, η οποία απορρέει από μια πρακτική, διαδικασία ή εργασία, για την οποία δεν υφίσταται ικανός αποχρών λόγος ή άλλη οικονομική δικαιολογία, πλην της επιβολής του δασμού, ενώ παράλληλα υπάρχουν αποδεικτικά στοιχεία από τα οποία προκύπτει ότι εξουδετερώνονται οι επανορθωτικές συνέπειες του δασμού όσον αφορά τις τιμές ή/και τις ποσότητες του ομοειδούς προϊόντος και ότι υπάρχει ντάμπινγκ σχετικά με τις κανονικές αξίες που έχουν ήδη προσδιορισθεί για το ομοειδές προϊόν.

2.   Μια συναρμολόγηση στην Κοινότητα ή σε τρίτη χώρα γίνεται δεκτό ότι καταστρατηγεί τα ισχύοντα μέτρα όταν:

α)

η συναρμολόγηση άρχισε ή αυξήθηκε σημαντικά από την έναρξη της έρευνας αντιντάμπινγκ ή αμέσως πριν από αυτήν, και τα χρησιμοποιούμενα μέρη προέρχονται από τη χώρα που υπόκειται στα μέτρα·

β)

τα μέρη αντιπροσωπεύουν ποσοστό 60% τουλάχιστον της συνολικής αξίας των μερών του συναρμολογημένου προϊόντος, αν και σε καμία περίπτωση δεν είναι δυνατό να θεωρηθεί ότι υπάρχει καταστρατήγηση, αν η προστιθέμενη αξία των μερών που χρησιμοποιούνται κατά τη διάρκεια της διαδικασίας συναρμολόγησης ή συμπλήρωσης υπερβαίνει το 25% του κόστους κατασκευής

και

γ)

οι επανορθωτικές συνέπειες του δασμού όσον αφορά τις τιμές ή/και τις ποσότητες του συναρμολογημένου ομοειδούς προϊόντος εξουδετερώνονται και υπάρχουν αποδεικτικά στοιχεία από τα οποία προκύπτει ότι υπάρχει ντάμπινγκ σχετικά με τις κανονικές αξίες που έχουν ήδη προσδιορισθεί για το ομοειδές προϊόν.

3.   Οι έρευνες κινούνται δυνάμει του παρόντος άρθρου με πρωτοβουλία της Επιτροπής ή με αίτηση κράτους μέλους ή οποιουδήποτε ενδιαφερόμενου μέρους με βάση επαρκή αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με τα θέματα για τα οποία γίνεται λόγος στην παράγραφο 1. Η έρευνα αρχίζει, αφού ζητηθεί η γνώμη της συμβουλευτικής επιτροπής, με κανονισμό της Επιτροπής, με τον οποίον μπορεί επιπλέον να καλούνται οι τελωνειακές αρχές να υποβάλουν τις επίμαχες εισαγωγές υποχρεωτικά σε καταγραφή, σύμφωνα με το άρθρο 14, παράγραφος 5, ή να ζητήσουν τη σύσταση εγγύησης. Οι έρευνες διεξάγονται από την Επιτροπή, η οποία είναι δυνατό να επικουρείται από τις τελωνειακές αρχές, και πρέπει να ολοκληρώνονται εντός εννέα μηνών. Όταν τα πραγματικά περιστατικά, όπως αυτά έχουν εξακριβωθεί τελικώς, δικαιολογούν την επέκταση της ισχύος των μέτρων, τότε αυτή αποφασίζεται από το Συμβούλιο, κατόπιν προτάσεως της Επιτροπής και αφού ζητηθεί η γνώμη της συμβουλευτικής επιτροπής. Το Συμβούλιο εγκρίνει την πρόταση, εκτός αν αποφασίσει με απλή πλειοψηφία να την απορρίψει εντός ενός μηνός από την ημερομηνία υποβολής της πρότασης από την Επιτροπή. Η επέκταση τίθεται σε ισχύ από την ημερομηνία κατά την οποία επιβλήθηκε η υποχρέωση καταγραφής δυνάμει του άρθρου 14, παράγραφος 5, ή την ημερομηνία απαίτησης της παροχής εγγυήσεων. Κατά την εφαρμογή του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται οι συναφείς διαδικαστικές διατάξεις που προβλέπονται από τον παρόντα κανονισμό για την έναρξη και τη διεξαγωγή ερευνών.

[…]»

4

Σύμφωνα με το άρθρο 114 του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα:

«1.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 115, το καθεστώς τελειοποίησης προς επανεξαγωγή (“ενεργητικής τελειοποίησης”) επιτρέπει να χρησιμοποιούνται στο τελωνειακό έδαφος της Κοινότητας, προκειμένου να υποβληθούν σε μία ή περισσότερες εργασίες τελειοποίησης:

α)

μη κοινοτικά εμπορεύματα που πρόκειται να επανεξαχθούν εκτός του τελωνειακού εδάφους της Κοινότητας υπό μορφή παράγωγων προϊόντων, χωρίς να υπόκεινται σε εισαγωγικούς δασμούς ή σε μέτρα εμπορικής πολιτικής·

β)

εμπορεύματα που τίθενται σε ελεύθερη κυκλοφορία με επιστροφή ή διαγραφή των εισαγωγικών δασμών που αντιστοιχούν σε αυτά αν εξαχθούν από το τελωνειακό έδαφος της Κοινότητας ως παράγωγα προϊόντα.

2.   Νοούνται ως:

α)

σύστημα αναστολής: το καθεστώς της τελειοποίησης προς επανεξαγωγή με τη μορφή την οποία προβλέπει η παράγραφος 1, στοιχείο αʹ·

[…]».

5

Το άρθρο 551, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΟΚ) 2454/93 της Επιτροπής, της 2ας Ιουλίου 1993, για τον καθορισμό ορισμένων διατάξεων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΟΚ) 2913/92 του Συμβουλίου περί θεσπίσεως του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα (ΕΕ L 253, σ. 1), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της κύριας δίκης, διευκρίνιζε επιπλέον:

«Το σύστημα αναστολής παρέχεται μόνο όταν ο αιτών έχει συγκεκριμένη πρόθεση για επανεξαγωγή των κύριων παράγωγων προϊόντων εκτός του τελωνειακού εδάφους της Κοινότητας. Σ’ αυτή την περίπτωση, το σύστημα αυτό μπορεί να παρασχεθεί για όλα τα εμπορεύματα που πρόκειται να τελειοποιηθούν.»

6

Το άρθρο 4, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) 2988/95 του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 1995, σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ L 312, σ. 1), ορίζει:

«Οι πράξεις οι οποίες αποδεδειγμένως αποσκοπούν στην εξασφάλιση οφέλους αντίθετου προς τους στόχους των εκάστοτε εφαρμοστέων διατάξεων του κοινοτικού δικαίου, με την τεχνητή δημιουργία των προϋποθέσεων κτήσης αυτού του οφέλους, έχουν ως συνέπεια, ανάλογα με την περίπτωση, είτε τη μη εξασφάλιση είτε την αφαίρεση του οφέλους.»

Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

7

Σύμφωνα με την απόφαση περί παραπομπής, η Pometon SpA αγόρασε, μεταξύ του τέλους του 1998 και του 2001, από τη συνδεδεμένη εταιρία Pometon doo, που συστάθηκε το 1998 και εδρεύει στη Sezana (Σλοβενία), ακατέργαστο μαγνήσιο σε πλινθώματα κινεζικής καταγωγής και προελεύσεως, για την εισαγωγή του οποίου στην Κοινότητα θα έπρεπε να επιβληθεί δασμός αντιντάμπινγκ βάσει του κανονισμού (ΕΚ) 2402/98 του Συμβουλίου, της 3ης Νοεμβρίου 1998, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές ακατέργαστου μη κεκραμένου μαγνησίου καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας και την οριστική είσπραξη του επιβληθέντος προσωρινού δασμού (ΕΕ L 298, σ. 1). Το προϊόν αυτό εισαγόταν στο πλαίσιο συμβάσεων μεταποίησης για λογαριασμό της Pometon doo, πελάτη εγκατεστημένου σε τρίτη χώρα. Η Pometon SpA ζήτησε και πέτυχε να υπαχθεί το εμπόρευμα αυτό υπό καθεστώς τελειοποιήσεως προς επανεξαγωγή με εξάμηνη περίοδο αναστολής. Η Pometon SpA μεταποιούσε το εν λόγω εμπόρευμα σε κόκκους μαγνησίου, που δεν υπόκεινται σε δασμό αντιντάμπινγκ, και το επανεξήγε μέσω του μεθοριακού τελωνείου του Fernetti (Ιταλία).

8

Η απόφαση περί παραπομπής διευκρινίζει ότι το εμπόρευμα περί του οποίου πρόκειται στην κύρια δίκη, χωρίς να φθάνει στις εγκαταστάσεις της εταιρίας στη Σλοβενία, παρέμενε αποθηκευμένο σε πλατφόρμα στάθμευσης και επανεισήγετο στην Ιταλία ως προϊόν πωληθέν από την Pometon doo στην Pometon SpA. Σύμφωνα πάντοτε με την εν λόγω απόφαση, από τις έρευνες που διενεργήθηκαν προέκυψε ότι το 87% περίπου του προϊόντος που εξήγε η Pometon SpA επέστρεφε αμέσως στην Ιταλία και διετίθετο στην ευρωπαϊκή αγορά.

9

Με βάση τα στοιχεία αυτά, η Agenzia Dogane Ufficio delle Dogane di Trieste έκρινε ότι οι προσωρινές εισαγωγές πλινθωμάτων ακατέργαστου μαγνησίου κινεζικής προελεύσεως και καταγωγής, οι οποίες κατά δήλωση πραγματοποιούνταν υπό καθεστώς τελειοποιήσεως προς επανεξαγωγή, αποτελούσαν στην πραγματικότητα οριστικές εισαγωγές του εν λόγω προϊόντος. Κατόπιν τούτου, η Agenzia Dogane Ufficio delle Dogane di Trieste εξέδωσε συμπληρωματικές και διορθωτικές πράξεις επιβολής δασμών, κατά των οποίων η Pometon SpA άσκησε προσφυγή την οποία δέχθηκε η Commissione tributaria provinciale της Τεργέστης.

10

Η Agenzia Dogane Ufficio delle Dogane di Trieste άσκησε έφεση κατά της αποφάσεως αυτής και η Pometon SpA άσκησε αντέφεση. Υπό τις συνθήκες αυτές, η Commissione tributaria regionale di Trieste αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν της διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)

Μπορεί να γίνει δεκτό ότι το καθεστώς της τελειοποιήσεως προς επανεξαγωγή, έτσι όπως εφαρμόζεται από την Pometon SpA, παραβιάζει τις αρχές της τελωνειακής πολιτικής της Κοινότητας, και ιδίως τις αρχές της γενικής και ειδικής νομοθεσίας αντιντάμπινγκ, καθώς και τις διατάξεις του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα […]; Ειδικότερα, ερωτάται αν το άρθρο 13 του κανονισμού (ΕΚ) 384/1995 πρέπει να ερμηνευθεί ως αρχή γενικού χαρακτήρα, εφαρμοστέα ως γενική ρήτρα της κοινοτικής έννομης τάξεως που εισάγει κανόνα δικαίου ισχύοντα ευθέως και στις σχέσεις μεταξύ των εθνικών αρχών και των φορολογουμένων και όχι μόνο στο πλαίσιο της διαδικασίας επιβολής του δασμού αντιντάμπινγκ. Ερωτάται αν, για παράδειγμα, μπορεί να γίνει επίκληση της αρχής αυτής στο πλαίσιο της διενέργειας τελωνειακών ελέγχων, κατά την έννοια του άρθρου 4, εδάφιο Ι, στοιχείο 14, του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα […][;]

2)

Μπορεί το άρθρο 13 του κανονισμού (ΕΚ) 384/[96], για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ, σε συνδυασμό με τα άρθρα 114 επ. του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα […], περί της τελειοποιήσεως προς επανεξαγωγή και με τα άρθρα 202, 204, 212 και 214 περί της γενέσεως της τελωνειακής οφειλής, να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι: δεν αποκλείεται η επιβολή δασμού αντιντάμπινγκ σε εμπόρευμα σε περίπτωση προσυμφωνηθείσας εκχωρήσεως του προϊόντος από υπήκοο χώρας στην οποία δεν επιβάλλεται δασμός αντιντάμπινγκ, ο οποίος το αποκτά από χώρα στην οποία επιβάλλεται αυτό το μέτρο και χωρίς να το μεταποιήσει καθ' οιονδήποτε τρόπο, το εισάγει προσωρινώς στην Κοινότητα υπό καθεστώς τελειοποιήσεως προς επανεξαγωγή, στη συνέχεια δε το επανεισάγει μεταποιημένο, προσωρινώς μόνον και για λίγες ώρες, και το μεταπωλεί αμέσως στην ίδια εταιρεία του κοινοτικού κράτους όπου πραγματοποιήθηκε η τελειοποίηση προς επανεξαγωγή[;]

3)

[…] Εφόσον δεν υπάρχουν κοινοτικοί κανόνες περί επιβολής κυρώσεων, μπορεί το δικαστήριο του κράτους μέλους να εφαρμόσει τους κανόνες της εσωτερικής έννομης τάξεως που επιτρέπουν, εφόσον πληρούνται ορισμένες προϋποθέσεις, να κηρυχθούν άκυρες συμβάσεις αναθέσεως της τελειοποιήσεως προς επανεξαγωγή και πωλήσεως του παράγωγου προϊόντος, όπως τα άρθρα 1343 (παράνομη αιτία), 1344 (σύμβαση κατά καταστρατήγηση του νόμου) και 1345 (παράνομος λόγος) του ιταλικού αστικού κώδικα και τα άρθρα 1414 επ. του ιταλικού αστικού κώδικα περί εικονικότητας, σε περίπτωση που γίνεται δεκτό και αποδεικνύεται ότι παραβιάστηκαν οι προαναφερόμενες κοινοτικές αρχές[;]

4)

[…] Είναι η περιγραφόμενη ανωτέρω πράξη, εφόσον προσυμφωνείται προκειμένου να αποφευχθεί ο δασμός αντιντάμπινγκ, σύμφωνη με το καθεστώς της τελειοποιήσεως προς επανεξαγωγή ή παραβιάζει πράγματι τις τελωνειακές αρχές που διέπουν την επιβολή των δασμών αντιντάμπινγκ και για άλλους λόγους ή ερμηνευτικά κριτήρια τα οποία παρακαλείται να υποδείξει το Δικαστήριο[;]

5)

[…] Ισοδυναμεί η εν λόγω πράξη με οριστική εισαγωγή προϊόντος υποκείμενου σε δασμό αντιντάμπινγκ και για άλλους λόγους ή ερμηνευτικά κριτήρια τα οποία παρακαλείται να υποδείξει το Δικαστήριο[;]»

Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

Επί του παραδεκτού

11

Η Pometon SpA υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι τα υποβληθέντα ερωτήματα είναι απαράδεκτα στον βαθμό που ζητείται από το Δικαστήριο νομική γνωμοδότηση και όχι ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου, υποβάλλονται ενώπιον αναρμοδίου δικαστηρίου και το εθνικό δικαστήριο δεν παρέθεσε τους κανόνες της κοινοτικής νομοθεσίας των οποίων ζητεί την ερμηνεία ούτε τις γενικές αρχές στις οποίες αναφέρεται.

12

Τα επιχειρήματα αυτά δεν μπορούν να γίνουν δεκτά.

13

Κατά πάγια νομολογία, τα σχετικά με την ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου ερωτήματα που υπέβαλε το εθνικό δικαστήριο, εντός του πραγματικού και κανονιστικού πλαισίου που αυτό προσδιόρισε με δική του ευθύνη και την ακρίβεια του οποίου δεν οφείλει να ελέγξει το Δικαστήριο, απολαύουν τεκμηρίου λυσιτέλειας. Το Δικαστήριο μπορεί να μην αποφανθεί επί αιτήσεως εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως που υπέβαλε εθνικό δικαστήριο μόνον όταν προδήλως προκύπτει ότι η ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου που ζητεί το εθνικό δικαστήριο δεν έχει καμία σχέση με το υποστατό ή το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, όταν το πρόβλημα είναι υποθετικής φύσεως ή επίσης όταν το Δικαστήριο δεν διαθέτει τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που είναι αναγκαία προκειμένου να δώσει χρήσιμη απάντηση στα ερωτήματα που του υποβλήθηκαν (βλ., συναφώς, απόφαση της 7ης Ιουνίου 2007, C-222/05 έως C-225/05, van der Weerd κ.λπ., Συλλογή 2007, σ. I-4233, σκέψη 22 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

14

Εν προκειμένω, ουδόλως προκύπτει ότι η ζητηθείσα ερμηνεία δεν αφορά την ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου, οπότε το Δικαστήριο θα ήταν αναρμόδιο να αποφανθεί, ή ότι η ζητηθείσα ερμηνεία προδήλως δεν έχει καμία σχέση με πραγματική διαφορά ή με το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης. Επιπλέον, τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που απαιτούνται προκειμένου να δοθεί λυσιτελής απάντηση στα υποβληθέντα ερωτήματα παρατίθενται στην απόφαση περί παραπομπής. Το αιτούν δικαστήριο αναφέρει, εξάλλου, τα νομοθετικά κείμενα των οποίων ζητεί την ερμηνεία.

15

Επομένως, τα προδικαστικά ερωτήματα είναι παραδεκτά.

Επί του πρώτου και δεύτερου ερωτήματος

16

Με το πρώτο και το δεύτερο ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, το Δικαστήριο κατά πόσον είναι εφαρμοστέες οι διατάξεις του άρθρου 13 του κανονισμού 384/96 επί διαφοράς όπως αυτή που εκκρεμεί ενώπιόν του.

17

Το άρθρο 13, παράγραφος 3, του κανονισμού 384/96 προβλέπει ότι, όταν υπάρχουν επαρκή αποδεικτικά στοιχεία για την καταστρατήγηση των δασμών αντιντάμπινγκ, η απόφαση της Επιτροπής να κινήσει έρευνα εκδίδεται υπό τη μορφή κανονισμού. Αν από την έρευνα αποδειχθούν οριστικά τα πραγματικά περιστατικά που δικαιολογούν την επέκταση των δασμών αντιντάμπινγκ και έναντι των εισαγωγών ομοειδών προϊόντων ή μερών αυτών από τρίτες χώρες, η επέκταση αυτή αποφασίζεται από το Συμβούλιο που αποφαίνεται με απλή πλειοψηφία κατόπιν προτάσεως της Επιτροπής.

18

Εν προκειμένω, αρκεί η διαπίστωση ότι δεν υπήρξε κανονισμός της Επιτροπής που να αποφασίζει την έναρξη έρευνας ούτε εξάλλου απόφαση του Συμβουλίου για την επέκταση των μέτρων αντιντάμπινγκ.

19

Κατά συνέπεια, οι διατάξεις του άρθρου 13 του κανονισμού 384/96 δεν έχουν εν πάση περιπτώσει εφαρμογή στη διαφορά της κύριας δίκης, χωρίς να χρειάζεται να αποφανθεί το Δικαστήριο επί του ζητήματος αν η διατύπωση του άρθρου 13, παράγραφος 1, ως είχε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της κύριας δίκης, αφορούσε τις πράξεις που πραγματοποίησε η Pometon SpA.

20

Επομένως, στο πρώτο και στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 13 του κανονισμού 384/96 δεν έχει εφαρμογή εάν δεν υπάρχει απόφαση του Συμβουλίου, ληφθείσα κατόπιν προτάσεως της Επιτροπής, για την επέκταση της εφαρμογής των δασμών αντιντάμπινγκ και στις εισαγωγές ομοειδών προϊόντων ή μερών αυτών από τρίτες χώρες.

Επί του τρίτου, του τέταρτου και του πέμπτου ερωτήματος

21

Το τρίτο, το τέταρτο και το πέμπτο ερώτημα αφορούν κατ’ ουσίαν το κατά πόσον πρέπει να θεωρηθεί ως οριστική εισαγωγή στο τελωνειακό έδαφος της Κοινότητας η πράξη με την οποία μία εταιρία εισάγει υπό καθεστώς τελειοποίησης προς επανεξαγωγή εμπορεύματα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των δασμών αντιντάμπινγκ, τα μεταποιεί σε προϊόν στο οποίο δεν επιβάλλονται τέτοιοι δασμοί και τα επανεξάγει σε συνδεδεμένη εταιρία, εγκατεστημένη σε γειτονική τρίτη χώρα, η οποία τα επανεξάγει στην Κοινότητα ή τα πωλεί εκ νέου στην πρώτη εταιρία.

22

Δυνάμει του άρθρου 114 του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα, το καθεστώς τελειοποίησης προς επανεξαγωγή παρέχει τη δυνατότητα να χρησιμοποιούνται στο τελωνειακό έδαφος της Κοινότητας μη κοινοτικά εμπορεύματα που πρόκειται στη συνέχεια να επανεξαχθούν εκτός του εδάφους αυτού. Η χρησιμοποίησή τους συνίσταται στο να υποστούν τα εμπορεύματα αυτά εργασίες «τελειοποίησης», δηλαδή, μεταξύ άλλων, μεταποίησης. Τα επανεξαγόμενα εμπορεύματα ονομάζονται «παράγωγα προϊόντα».

23

Η επανεξαγωγή των εμπορευμάτων αυτών υπό τη μορφή παράγωγων προϊόντων εκτός του τελωνειακού εδάφους της Κοινότητας αποτελεί προϋπόθεση εφαρμογής του καθεστώτος τελειοποίησης προς επανεξαγωγή. Επομένως το καθεστώς αυτό εφαρμόζεται νομίμως μόνον εάν τα εμπορεύματα προορίζονται πράγματι για επανεξαγωγή εκτός του τελωνειακού εδάφους της Κοινότητας, όπως υπενθυμίζουν οι προαναφερθείσες διατάξεις του άρθρου 551, παράγραφος 1, του κανονισμού 2454/93, σύμφωνα με τις οποίες ο αιτών την απαλλαγή πρέπει να έχει «συγκεκριμένη πρόθεση για επανεξαγωγή» των εν λόγω εμπορευμάτων.

24

Συγκεκριμένα, η τελειοποίηση προς επανεξαγωγή, όπως προκύπτει από το σύνολο των κανόνων που συνθέτουν το νομικό καθεστώς της, έχει ως σκοπό να απαλλάξει από τελωνειακούς δασμούς μόνον εκείνα τα εμπορεύματα που έχουν εισαχθεί στο κοινοτικό τελωνειακό έδαφος προσωρινά, προκειμένου να υποστούν επεξεργασία, επιδιόρθωση ή μεταποίηση και στη συνέχεια να επανεξαχθούν, αποφεύγοντας έτσι την επιβολή δυσμενών μέτρων στην οικονομική δραστηριότητα των χωρών της Κοινότητας.

25

Επομένως, πρακτική όπως αυτή που περιγράφεται στη σκέψη 8 της παρούσας αποφάσεως, η οποία συνίσταται στην απλή έξοδο από τα σύνορα ενός εμπορεύματος, χωρίς πραγματική πρόθεση επανεξαγωγής, και στην εκ νέου εισαγωγή του λίγο αργότερα αντιβαίνει στον σκοπό του καθεστώτος τελειοποίησης προς επανεξαγωγή και θίγει την αποτελεσματικότητα των κοινοτικών κανόνων.

26

Στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται να εξακριβώσει αν τα κρίσιμα για τη διαφορά της κύριας δίκης πραγματικά περιστατικά συνιστούν μια τέτοια παράβαση.

27

Όσον αφορά τις συνέπειες της διαπίστωσης μιας τέτοιας παράβασης, το άρθρο 4, παράγραφος 3, του κανονισμού 2988/95, το οποίο έχει γενική ισχύ, ορίζει ότι «οι πράξεις οι οποίες αποδεδειγμένως αποσκοπούν στην εξασφάλιση οφέλους αντίθετου προς τους στόχους των εκάστοτε εφαρμοστέων διατάξεων του κοινοτικού δικαίου, με την τεχνητή δημιουργία των προϋποθέσεων κτήσης αυτού του οφέλους, έχουν ως συνέπεια, ανάλογα με την περίπτωση, είτε τη μη εξασφάλιση είτε την αφαίρεση του οφέλους».

28

Το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η υποχρέωση επιστροφής του οφέλους που αποκτήθηκε αδικαιολογήτως μέσω παράνομης πρακτικής δεν συνιστά παραβίαση της αρχής της νομιμότητας. Συγκεκριμένα, η υποχρέωση αυτή δεν είναι κύρωση, αλλά απλώς η συνέπεια της διαπιστώσεως ότι οι αναγκαίες προϋποθέσεις για τη λήψη του οφέλους το οποίο απορρέει από την κοινοτική ρύθμιση δημιουργήθηκαν τεχνητά, οπότε το όφελος αποκτήθηκε χωρίς νόμιμη αιτιολογία και δικαιολογείται, επομένως, η υποχρέωση αποδόσεώς του (βλ., συναφώς, απόφαση της 14ης Δεκεμβρίου 2000, C-110/99, Emsland-Stärke, Συλλογή 2000, σ. I-11569, σκέψη 56).

29

Ομοίως, ο εισαγωγέας που υπήχθη παρανόμως στο καθεστώς της τελειοποίησης προς επανεξαγωγή και απέκτησε όφελος με την τεχνητή δημιουργία των προϋποθέσεων που απαιτούνται για την εφαρμογή του υποχρεούται να καταβάλει τους σχετικούς με τα οικεία προϊόντα δασμούς πέραν των τυχόν διοικητικών κυρώσεων, αστικών ή ποινικών, που προβλέπει η εθνική νομοθεσία.

30

Στο τρίτο, στο τέταρτο και στο πέμπτο ερώτημα πρέπει επομένως να δοθεί η απάντηση ότι η πράξη που συνίσταται στην απλή έξοδο από τα σύνορα ενός εμπορεύματος που έχει μεταποιηθεί σε προϊόν που δεν υπάγεται σε δασμούς αντιντάμπινγκ, χωρίς πραγματική πρόθεση επανεξαγωγής, και στην επανεισαγωγή του λίγο αργότερα, δεν μπορεί να υπαχθεί νομίμως στο καθεστώς τελειοποίησης προς επανεξαγωγή. Ο εισαγωγέας που υπήχθη παρανόμως στο καθεστώς αυτό και απέκτησε όφελος υποχρεούται να καταβάλει τους σχετικούς με τα οικεία προϊόντα δασμούς, πέραν των τυχόν διοικητικών κυρώσεων, αστικών ή ποινικών, που προβλέπει η εθνική νομοθεσία. Στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να εκτιμήσει αν η επίμαχη στην κύρια δίκη πράξη πρέπει ή όχι, υπό το πρίσμα των προεκτεθεισών σκέψεων, να κριθεί παράνομη από πλευράς κοινοτικού δικαίου.

Επί των δικαστικών εξόδων

31

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) αποφαίνεται:

 

1)

Το άρθρο 13 του κανονισμού (ΕΚ) 384/96 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1995, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, δεν έχει εφαρμογή εάν δεν υπάρχει απόφαση του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ληφθείσα κατόπιν προτάσεως της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, για την επέκταση της εφαρμογής των δασμών αντιντάμπινγκ και στις εισαγωγές ομοειδών προϊόντων ή μερών αυτών από τρίτες χώρες.

 

2)

Η πράξη που συνίσταται στη απλή έξοδο από τα σύνορα ενός εμπορεύματος που έχει μεταποιηθεί σε προϊόν που δεν υπάγεται σε δασμούς αντιντάμπινγκ, χωρίς πραγματική πρόθεση επανεξαγωγής, και στην επανεισαγωγή του λίγο αργότερα, δεν μπορεί να υπαχθεί νομίμως στο καθεστώς τελειοποίησης προς επανεξαγωγή. Ο εισαγωγέας που υπήχθη παρανόμως στο καθεστώς αυτό και απέκτησε όφελος υποχρεούται να καταβάλει τους σχετικούς με τα οικεία προϊόντα δασμούς, πέραν των τυχόν διοικητικών κυρώσεων, αστικών ή ποινικών, που προβλέπει η εθνική νομοθεσία. Στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να εκτιμήσει αν η επίμαχη στην κύρια δίκη πράξη πρέπει ή όχι να κριθεί παράνομη από πλευράς κοινοτικού δικαίου.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική.