EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62007CJ0068

Απόφαση του Δικαστηρίου (τρίτο τμήμα) της 29ης Νοεμβρίου 2007.
Kerstin Sundelind Lopez κατά Miguel Enrique Lopez Lizazo.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Högsta domstolen - Σουηδία.
Κανονισμός (ΕΚ) 2201/2003 - Άρθρα 3, 6 και 7 - Διεθνής δικαιοδοσία - Αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε γαμικές διαφορές και διαφορές γονικής μέριμνας - Διεθνής δικαιοδοσία σε υποθέσεις διαζυγίου - Εναγόμενος υπήκοος τρίτου κράτους και διαμένων σε τρίτο κράτος - Εθνικοί κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας που προβλέπουν υπέρμετρη βάση διεθνούς δικαιοδοσίας των εθνικών δικαστηρίων.
Υπόθεση C-68/07.

European Court Reports 2007 I-10403

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2007:740

Υπόθεση C-68/07

Kerstin Sundelind Lopez

κατά

Miguel Enrique Lopez Lizazo

(αίτηση του Högsta domstolen για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)

«Κανονισμός (ΕΚ) 2201/2003 — Άρθρα 3, 6 και 7 — Διεθνής δικαιοδοσία — Αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε γαμικές διαφορές και διαφορές γονικής μέριμνας — Διεθνής δικαιοδοσία σε υποθέσεις διαζυγίου — Εναγόμενος υπήκοος τρίτου κράτους και διαμένων σε τρίτο κράτος — Εθνικοί κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας που προβλέπουν υπέρμετρη βάση διεθνούς δικαιοδοσίας των εθνικών δικαστηρίων»

Απόφαση του Δικαστηρίου (τρίτο τμήμα) της 29ης Νοεμβρίου 2007 

Περίληψη της αποφάσεως

Δικαστική συνεργασία σε αστικές υποθέσεις — Διεθνής δικαιοδοσία, αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε γαμικές διαφορές και διαφορές γονικής μέριμνας — Κανονισμός 2201/2003 — Διεθνής δικαιοδοσία σε υποθέσεις διαζυγίου

(Κανονισμός 2201/2003 του Συμβουλίου, άρθρα 3 § 1, στοιχείο α΄, 6, 7 § 1, και 17)

Τα άρθρα 6 και 7 του κανονισμού 2201/2003, για τη διεθνή δικαιοδοσία και την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε γαμικές διαφορές και διαφορές γονικής μέριμνας, πρέπει να ερμηνεύονται υπό την έννοια ότι, στο πλαίσιο δίκης διαζυγίου, στην περίπτωση κατά την οποία ο εναγόμενος δεν έχει συνήθη διαμονή σε κράτος μέλος και δεν είναι υπήκοος κράτους μέλους, τα δικαστήρια ενός κράτους μέλους δεν μπορούν να θεμελιώσουν τη δικαιοδοσία τους στο εθνικό τους δίκαιο για να αποφανθούν επί της αγωγής αυτής, αν δικαστήρια άλλου κράτους μέλους έχουν δικαιοδοσία δυνάμει του άρθρου 3 του εν λόγω κανονισμού.

Ειδικότερα, κατά τη σαφή διατύπωση του άρθρου 7, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού, η δικαιοδοσία ρυθμίζεται, σε κάθε κράτος μέλος, από το εθνικό δίκαιο μόνον εφόσον κανένα δικαστήριο κράτους μέλους δεν έχει δικαιοδοσία βάσει των άρθρων 3 έως 5 αυτού. Επιπλέον, κατά το άρθρο 17 του κανονισμού, ένα δικαστήριο κράτους μέλους, εφόσον επιλαμβάνεται υποθέσεως για την οποία δεν έχει δικαιοδοσία βάσει του κανονισμού, οφείλει να διαπιστώσει αυτεπαγγέλτως την έλλειψη δικαιοδοσίας του στην περίπτωση κατά την οποία δικαστήριο άλλου κράτους μέλους έχει δικαιοδοσία δυνάμει του κανονισμού αυτού.

Η ερμηνεία αυτή δεν μπορεί να αμφισβητηθεί βάσει του άρθρου 6 του κανονισμού, δεδομένου ότι η εφαρμογή των άρθρων 7, παράγραφος 1, και 17 αυτού δεν εξαρτάται από το ποια ιδιότητα έχει ο εναγόμενος, αλλά μόνον από το αν δικαστήριο κράτους μέλους έχει δικαιοδοσία δυνάμει των άρθρων 3 έως 5 του κανονισμού, ο οποίος σκοπεί στη θέσπιση ενιαίων κανόνων άρσεως συγκρούσεως σε υποθέσεις διαζυγίου προκειμένου να διασφαλισθεί η ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων στον ευρύτερο δυνατό βαθμό. Ως εκ τούτου, ο κανονισμός εφαρμόζεται και έναντι υπηκόων τρίτων κρατών οι οποίοι συνδέονται με επαρκώς ισχυρό σύνδεσμο με το έδαφος ενός κράτους μέλους, σύμφωνα με τα κριτήρια διεθνούς δικαιοδοσίας που προβλέπει ο κανονισμός, τα οποία βασίζονται στην αρχή ότι πρέπει να υπάρχει ένας πραγματικός σύνδεσμος μεταξύ του ενδιαφερόμενου διαδίκου και του κράτους μέλους που ασκεί τη δικαιοδοσία.

(βλ. σκέψεις 18-19, 21, 25-26, 28 και διατακτ.)







ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα)

της 29ης Νοεμβρίου 2007 (*)

«Κανονισμός (ΕΚ) 2201/2003 – Άρθρα 3, 6 και 7 – Διεθνής δικαιοδοσία – Αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε γαμικές διαφορές και διαφορές γονικής μέριμνας – Διεθνής δικαιοδοσία σε υποθέσεις διαζυγίου – Εναγόμενος υπήκοος τρίτου κράτους και διαμένων σε τρίτο κράτος – Εθνικοί κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας που προβλέπουν υπέρμετρη βάση διεθνούς δικαιοδοσίας των εθνικών δικαστηρίων»

Στην υπόθεση C‑68/07,

με αντικείμενο αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει των άρθρων 68 EK και 234 ΕΚ, που υπέβαλε το Högsta domstolen (Σουηδία) με απόφαση της 7ης Φεβρουαρίου 2007, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 12 Φεβρουαρίου 2007, στο πλαίσιο της δίκης

Kerstin Sundelind Lopez

κατά

Miguel Enrique Lopez Lizazo,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),

συγκείμενο από τους A. Rosas, πρόεδρο τμήματος, J. N. Cunha Rodrigues, J. Klučka, A. Ó Caoimh (εισηγητή) και A. Arabadjiev, δικαστές,

γενική εισαγγελέας: E. Sharpston

γραμματέας: R. Grass,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–       η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον M. Lumma,

–       η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον I. M. Braguglia, επικουρούμενο από τη W. Ferrante, avvocato dello Stato,

–       η Φινλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τη J. Himmanen,

–       η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον M. Wilderspin και την P. Dejmek,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1       Η αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία των άρθρων 3, 6 και 7 του κανονισμού (ΕΚ) 2201/2003 του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2003, για τη διεθνή δικαιοδοσία και την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε γαμικές διαφορές και διαφορές γονικής μέριμνας ο οποίος καταργεί τον κανονισμό (ΕΚ) 1347/2000 (ΕΕ L 338, σ. 1), όπως έχει τροποποιηθεί με τον κανονισμό (ΕΚ) 2116/2004 του Συμβουλίου, της 2ας Δεκεμβρίου 2004, όσον αφορά τις συνθήκες που έχουν συναφθεί με την Αγία Έδρα (ΕΕ L 367, σ. 1, στο εξής: κανονισμός 2201/2003).

2       Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο εκδικάσεως αγωγής διαζυγίου της K. Sundelind Lopez κατά του M. E. Lopez Lizazo.

 Το νομικό πλαίσιο

 Η κοινοτική νομοθεσία

3       Η τέταρτη, η όγδοη και η ενδέκατη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού (ΕΚ) 1347/2000 του Συμβουλίου, της 29ης Μαΐου 2000, περί της διεθνούς δικαιοδοσίας, αναγνώρισης και εκτέλεσης αποφάσεων σε γαμικές διαφορές και διαφορές γονικής μέριμνας έναντι των κοινών τέκνων των συζύγων (ΕΕ L 160, σ. 19), τον οποίο κατήργησε, από 1ης Μαρτίου 2005, ο κανονισμός 2201/2003, έχουν ως εξής:

«(4)      Οι διαφορές ορισμένων εθνικών κανόνων δικαιοδοσίας και εκτέλεσης δυσχεραίνουν την ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων, καθώς και την καλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. Συντρέχουν, συνεπώς, λόγοι για τη θέσπιση διατάξεων που επιτρέπουν την ενοποίηση των κανόνων σύγκρουσης δικαιοδοσίας σε γαμικές διαφορές και διαφορές γονικής μέριμνας, με σκοπό την απλούστευση των διατυπώσεων για την ταχεία και αυτόματη αναγνώριση των αποφάσεων και την εκτέλεσή τους.

[…]

(8)      Ο παρών κανονισμός πρέπει να προβλέπει συνεκτικά και ομοιόμορφα μέτρα, που να επιτρέπουν μια όσο το δυνατόν ευρύτερη κυκλοφορία των προσώπων. Είναι ως εκ τούτου αναγκαίο να εφαρμόζεται επίσης έναντι υπηκόων τρίτων κρατών οι οποίοι συνδέονται με επαρκώς ισχυρούς δεσμούς με το έδαφος ενός κράτους μέλους, σύμφωνα με τα κριτήρια διεθνούς δικαιοδοσίας που προβλέπει ο κανονισμός.

[…]

(12)      Τα επιλεγέντα στον παρόντα κανονισμό κριτήρια προσδιορισμού της δικαιοδοσίας βασίζονται στην αρχή ότι πρέπει να υπάρχει ένας πραγματικός σύνδεσμος μεταξύ του ενδιαφερόμενου διαδίκου και του κράτους μέλους που ασκεί τη δικαιοδοσία. Η απόφαση να συμπεριληφθούν ορισμένα κριτήρια οφείλεται στο γεγονός ότι αυτά υφίστανται σε διάφορες εσωτερικές έννομες τάξεις και ότι γίνονται δεκτά από τα άλλα κράτη μέλη.»

4       Το άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 2201/2003, που φέρει την επικεφαλίδα «Γενική δικαιοδοσία», ορίζει τα εξής:

«1.      Δικαιοδοσία για θέματα διαζυγίου, δικαστικού χωρισμού και ακύρωσης γάμου έχουν τα δικαστήρια του κράτους μέλους:

α)      στο έδαφος του οποίου ευρίσκεται:

–       η συνήθης διαμονή των συζύγων, ή

–       η τελευταία συνήθης διαμονή των συζύγων εφόσον ένας εκ των συζύγων έχει ακόμα αυτή τη διαμονή, ή

–       η συνήθης διαμονή του εναγομένου, ή

–       σε περίπτωση κοινής αιτήσεως, η συνήθης διαμονή του ενός ή του άλλου των συζύγων, ή

–       η συνήθης διαμονή του ενάγοντος εάν είχε αυτή τη διαμονή επί τουλάχιστον ένα χρόνο αμέσως πριν από την έγερση της αγωγής, ή

–       η συνήθης διαμονή του ενάγοντος εάν είχε αυτή τη διαμονή επί τουλάχιστον έξι μήνες αμέσως πριν από την έγερση της αγωγής και εάν είναι είτε υπήκοος του εν λόγω κράτους μέλους ή, στην περίπτωση του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ιρλανδίας, έχει εκεί “domicile”·

β)      της ιθαγένειας των δύο συζύγων ή, στην περίπτωση του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ιρλανδίας, του “domicile” των δύο συζύγων.»

5       Τα άρθρα 4 και 5 του εν λόγω κανονισμού καθορίζουν τους κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας που αφορούν, αντιστοίχως, την ανταγωγή και τη μετατροπή του δικαστικού χωρισμού σε διαζύγιο.

6       Το άρθρο 6 του ίδιου κανονισμού, που φέρει την επικεφαλίδα «Αποκλειστική δικαιοδοσία βάσει των άρθρων 3, 4 και 5», ορίζει τα ακόλουθα:

«Σύζυγος που:

α)      έχει τη συνήθη διαμονή του στο έδαφος κράτους μέλους ή

β)      είναι υπήκοος κράτους μέλους, ή, στην περίπτωση του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ιρλανδίας, έχει “domicile” στο έδαφος ενός εκ των δύο αυτών κρατών μελών,

μπορεί να εναχθεί σε άλλο κράτος μέλος μόνο δυνάμει των άρθρων 3, 4 και 5.»

7       Το άρθρο 7 του κανονισμού 2201/2003, που φέρει την επικεφαλίδα «Επικουρικές δικαιοδοτικές βάσεις», ορίζει τα ακόλουθα:

«1.      Εφόσον κανένα δικαστήριο κράτους μέλους δεν έχει δικαιοδοσία βάσει των άρθρων 3, 4 και 5, η δικαιοδοσία ρυθμίζεται, σε κάθε κράτος μέλος, από το δίκαιο αυτού του κράτους.

2.      Κάθε υπήκοος κράτους μέλους που έχει συνήθη διαμονή στο έδαφος άλλου κράτους μέλους μπορεί να επικαλείται, όπως οι ημεδαποί, τους κανόνες δικαιοδοσίας που εφαρμόζονται στο εν λόγω κράτος κατά εναγομένου που δεν έχει συνήθη διαμονή σε ένα κράτος μέλος και ή δεν είναι υπήκοος κράτους μέλους ή, στην περίπτωση του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ιρλανδίας, δεν έχει “domicile” στο έδαφος ενός εκ των δύο αυτών κρατών μελών.»

8       Το άρθρο 17 του εν λόγω κανονισμού, που φέρει την επικεφαλίδα «Έρευνα της δικαιοδοσίας», προβλέπει τα ακόλουθα:

«Δικαστήριο κράτους μέλους διαπιστώνει αυτεπαγγέλτως την έλλειψη δικαιοδοσίας του εφόσον επιλαμβάνεται υπόθεσης για την οποία δεν έχει δικαιοδοσία βάσει του παρόντος κανονισμού και για την οποία δικαστήριο άλλου κράτους μέλους έχει δικαιοδοσία δυνάμει του παρόντος κανονισμού.»

 Η εθνική νομοθεσία

9       Ο νόμος για τις έννομες σχέσεις διεθνούς χαρακτήρα που αφορούν τον γάμο και την επιτροπεία [Lag (1904:26 σ. 1) om vissa internationella rättsförhållande rörande äktenskap och förmynderskap, SFS 2005, αριθ. 431] ορίζει, με το άρθρο 2, παράγραφος 2, του κεφαλαίου 3 αυτού, ότι ένα σουηδικό δικαστήριο μπορεί να επιληφθεί γαμικής διαφοράς εφόσον ο ο ενάγων είναι Σουηδός υπήκοος και έχει τη συνήθη διαμονή του ή έχει διαμείνει στη Σουηδία σε οποιαδήποτε χρονικό σημείο αφότου συμπλήρωσε το δέκατο όγδοο έτος της ηλικίας του.

 Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

10     Η K. Sundelind Lopez, Σουηδή υπήκοος, είναι παντρεμένη με τον M. E. Lopez Lizazo, Κουβανό υπήκοο. Κατά τη διάρκεια της συμβιώσεώς τους, οι σύζυγοι διέμεναν στη Γαλλία. Τώρα η K. Sundelind Lopez εξακολουθεί να διαμένει στη Γαλλία, ενώ ο σύζυγός της διαμένει στην Κούβα.

11     H K. Sundelind Lopez, στηριζόμενη στη σουηδική ρύθμιση, άσκησε αγωγή διαζυγίου ενώπιον του Stockholms tingsrätt (Πρωτοδικείου της Στοκχόλμης). Η αγωγή της απορρίφθηκε με απόφαση της 2ας Δεκεμβρίου 2005, με την αιτιολογία ότι, δυνάμει του άρθρου 3 του κανονισμού 2201/2003, μόνον τα γαλλικά δικαστήρια έχουν δικαιοδοσία και ότι, ως εκ τούτου, το άρθρο 7 του κανονισμού αυτού εμποδίζει την εφαρμογή των σουηδικών κανόνων δικαιοδοσίας.

12     Με απόφαση της 7ης Μαρτίου 2006, το Svea hovrätt (Εφετείο της Svea) απέρριψε την έφεση κατά της αποφάσεως αυτής.

13     H K. Sundelind Lopez άσκησε αναίρεση κατά της αποφάσεως αυτής ενώπον του Högsta domstolen (Ανωτάτου Δικαστηρίου). Με την αναίρεσή της, υποστηρίζει ότι, συνεπεία του άρθρου 6 του κανονισμού 2201/2003, το οποίο κατοχυρώνει, εφόσον ο εναγόμενος έχει τη συνήθη διαμονή του σε κράτος μέλος ή είναι υπήκοος κράτους μέλους, την αποκλειστικότητα της δικαιοδοσίας των δικαστηρίων των κρατών μελών δυνάμει των άρθρων 3 έως 5 του κανονισμού αυτού, η αποκλειστική δικαιοδοσία των δικαστηρίων αυτών δεν ισχύει στις περιπτώσεις κατά τις οποίες ο εναγόμενος δεν διαθέτει καμία από τις ιδιότητες αυτές. Επομένως, το εθνικό δίκαιο είναι πρόσφορο, εν προκειμένω, να θεμελιώσει δικαιοδοσία των σουηδικών δικαστηρίων.

14     Με την απόφασή του περί παραπομπής, το Högsta domstolen επισημαίνει ότι, εν προκειμένω, τα σουηδικά δικαστήρια, σε αντίθεση προς τα γαλλικά δικαστήρια, μπορούν να θεμελιώσουν τη δικαιοδοσία τους όχι στο άρθρο 3 του κανονισμού 2201/2003, αλλά μόνο στο εθνικό τους δίκαιο. Η ερμηνεία του άρθρου 7 του κανονισμού ασκεί επομένως άμεση επιρροή στην έκβαση της υποθέσεως της κύριας δίκης. Το Δικαστήριο όμως δεν έχει ερμηνεύσει ακόμη τις διατάξεις αυτές.

15     Υπό τις περιστάσεις αυτές, το Högsta domstolen αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Εφόσον ο εναγόμενος σε υπόθεση διαζυγίου δεν έχει συνήθη διαμονή σε κράτος μέλος ή δεν είναι υπήκοος κράτους μέλους, μπορεί η αγωγή να εκδικασθεί από δικαστήριο κράτους μέλους το οποίο δεν έχει δικαιοδοσία δυνάμει του άρθρου 3 του κανονισμού [2201/2003], ακόμη και αν δικαστήριο άλλου κράτους μέλους μπορεί να έχει τέτοια δικαιοδοσία δυνάμει ενός εκ των κανόνων περί απονομής δικαιοδοσίας του εν λόγω άρθρου 3;»

 Επί του προδικαστικού ερωτήματος

16     Με το προδικαστικό ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, αν τα άρθρα 6 και 7 του κανονισμού 2201/2003 πρέπει να ερμηνεύονται υπό την έννοια ότι, εφόσον, στο πλαίσιο δίκης διαζυγίου, ο εναγόμενος δεν έχει συνήθη διαμονή σε κράτος μέλος και δεν είναι υπήκοος κράτους μέλους, τα δικαστήρια ενός κράτους μέλους μπορούν να θεμελιώσουν τη δικαιοδοσία τους στο εθνικό τους δίκαιο προκειμένου να αποφανθούν επί της αγωγής αυτής, ακόμη και αν τα δικαστήρια άλλου κράτους μέλους έχουν δικαιοδοσία δυνάμει του άρθρου 3 του εν λόγω κανονισμού.

17     Στην υπόθεση της κύριας δίκης, δεν αμφισβητείται ότι, σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, του κανονισμού 2201/2003, τα γαλλικά δικαστήρια έχουν, δυνάμει του εν λόγω κανονισμού, δικαιοδοσία να αποφανθούν επί της αγωγής της K. Sundelind Lopez είτε βάσει της δεύτερης περιπτώσεως της διατάξεως αυτής, ως δικαστήρια του τόπου της τελευταίας συνήθους διαμονής των συζύγων, καθόσον η K. Sundelind Lopez έχει ακόμη τη διαμονή της στη Γαλλία, είτε βάσει της πέμπτης περιπτώσεως της ίδιας διατάξεως ως δικαστήρια του τόπου της συνήθους διαμονής της, δεδομένου ότι είχε τη διαμονή της στη Γαλλία επί τουλάχιστον ένα έτος αμέσως προτού ασκήσει την αγωγή της διαζυγίου.

18     Κατά τη σαφή διατύπωση του άρθρου 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 2201/2003, μόνον εφόσον κανένα δικαστήριο κράτους μέλους δεν έχει δικαιοδοσία βάσει των άρθρων 3 έως 5 του εν λόγω κανονισμού αυτή ρυθμίζεται, σε κάθε κράτος μέλος, από το εθνικό δίκαιο.

19     Επιπλέον, κατά το άρθρο 17 του κανονισμού 2201/2003, η διατύπωση του οποίου είναι επίσης απολύτως σαφής, ένα δικαστήριο κράτους μέλους, εφόσον επιλαμβάνεται υποθέσεως για την οποία δεν έχει δικαιοδοσία βάσει του εν λόγω κανονισμού, οφείλει να διαπιστώσει αυτεπαγγέλτως την έλλειψη δικαιοδοσίας του στην περίπτωση κατά την οποία δικαστήριο άλλου κράτους μέλους έχει δικαιοδοσία δυνάμει του κανονισμού αυτού.

20     Ως εκ τούτου, αφ’ ής στιγμής τα γαλλικά δικαστήρια έχουν δικαιοδοσία να αποφανθούν επί της αγωγής της κύριας δίκης βάσει των κριτηρίων του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, του κανονισμού 2201/2003, τα σουηδικά δικαστήρια δεν μπορούν να βεβαιώσουν τη δικαιοδοσία τους να αποφανθούν επί της αγωγής αυτής στηριζόμενα στους κανόνες του εθνικού τους δικαίου, δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού, αλλά οφείλουν, σύμφωνα με το άρθρο 17 αυτού, να διαπιστώσουν αυτεπαγγέλτως την έλλειψη δικαιοδοσίας τους υπέρ των γαλλικών δικαστηρίων.

21     Σε αντίθεση προς τα υποστηριζόμενα από την Ιταλική Κυβέρνηση, η ερμηνεία αυτή δεν μπορεί να αμφισβητηθεί βάσει του άρθρου 6 του κανονισμού 2201/2003.

22     Ασφαλώς, η διάταξη αυτή, η οποία προβλέπει ότι ο εναγόμενος ο οποίος έχει τη συνήθη διαμονή του σε κράτος μέλος ή είναι υπήκοος κράτους μέλους μπορεί, δεδομένου του αποκλειστικού χαρακτήρα των δικαιοδοσιών που καθορίζουν τα άρθρα 3 έως 5 του κανονισμού 2201/2003, να εναχθεί σε άλλο κράτος μέλος μόνο δυνάμει των διατάξεων αυτών και, ως εκ τούτου, κατ’ αποκλεισμό των κανόνων δικαιοδοσίας του εθνικού δικαίου, δεν απαγορεύει, αντιστρόφως, να εναχθεί σε κράτος μέλος, δυνάμει των κανόνων δικαιοδοσίας του εθνικού δικαίου του κράτους αυτού, ο εναγόμενος ο οποίος ούτε έχει συνήθη διαμονή σε κράτος μέλος ούτε είναι υπήκοος κράτους μέλους.

23     Σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 2201/2003, τούτο είναι δυνατόν εφόσον κανένα δικαστήριο κράτους μέλους δεν έχει δικαιοδοσία βάσει των άρθρων 3 έως 5 αυτού, ενώ το άρθρο 7, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού προβλέπει, στην περίπτωση αυτή, ότι, αν ο ενάγων είναι υπήκοος κράτους μέλους και έχει τη συνήθη διαμονή του στο έδαφος άλλου κράτους μέλους, μπορεί να επικαλεστεί, όπως οι υπήκοοι του τελευταίου αυτού κράτους, κατά ενός τέτοιου εναγομένου τους εθνικούς κανόνες δικαιοδοσίας που εφαρμόζονται στο κράτος αυτό.

24     Ωστόσο, από τη διάταξη αυτή δεν μπορεί να συναχθεί ότι το άρθρο 6 του κανονισμού 2201/2003 θεσπίζει γενικό κανόνα σύμφωνα με τον οποίο ο καθορισμός της δικαιοδοσίας των δικαστηρίων ενός κράτους μέλους για θέματα διαζυγίου ως προς εναγόμενο ο οποίος δεν έχει συνήθη διαμονή σε κράτος μέλος και δεν είναι υπήκοος κράτους μέλους ρυθμίζεται, σε κάθε περίπτωση, από το εθνικό δίκαιο, ακόμη και όταν δικαστήριο κράτους μέλους έχει δικαιοδοσία δυνάμει των άρθρων 3 έως 5 του εν λόγω κανονισμού.

25     Πράγματι, μια τέτοια ερμηνεία θα κατέληγε στο να αγνοήσει τη σαφή διατύπωση των άρθρων 7, παράγραφος 1, και 17 του κανονισμού 2201/2003, η εφαρμογή των οποίων δεν εξαρτάται, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 18 έως 20 της παρούσας αποφάσεως, από το ποια ιδιότητα έχει ο εναγόμενος, αλλά μόνον από το αν δικαστήριο κράτους μέλους έχει δικαιοδοσία δυνάμει των άρθρων 3 έως 5 του κανονισμού 2201/2003.

26     Επιπλέον, η ερμηνεία αυτή θα ήταν αντίθετη προς τον σκοπό που επιδιώκει ο κανονισμός αυτός. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από την τέταρτη και την όγδοη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 1347/2000, τις διατάξεις του οποίου σχετικά με τη δικαιοδοσία για θέματα διαζυγίου επαναλαμβάνει, κατ’ ουσίαν, ο κανονισμός 2201/2003, ο κανονισμός αυτός σκοπεί στη θέσπιση ενιαίων κανόνων άρσεως συγκρούσεως σε υποθέσεις διαζυγίου προκειμένου να διασφαλισθεί η ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων στον ευρύτερο δυνατό βαθμό. Επομένως, ο κανονισμός 2201/2003 εφαρμόζεται και έναντι υπηκόων τρίτων κρατών οι οποίοι συνδέονται με επαρκώς ισχυρό σύνδεσμο με το έδαφος ενός κράτους μέλους, σύμφωνα με τα κριτήρια διεθνούς δικαιοδοσίας που προβλέπει ο εν λόγω κανονισμός, τα οποία, βάσει της δωδέκατης αιτιολογικής σκέψεως του κανονισμού 1347/2000, βασίζονται στην αρχή ότι πρέπει να υπάρχει ένας πραγματικός σύνδεσμος μεταξύ του ενδιαφερόμενου διαδίκου και του κράτους μέλους που ασκεί τη δικαιοδοσία.

27     Στην υπόθεση της κύριας δίκης, από την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, του κανονισμού 2201/2003 προκύπτει ότι τέτοιος σύνδεσμος υπάρχει με τη Γαλλία και όχι με τη Σουηδία.

28     Επομένως, στο υποβληθέν ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι τα άρθρα 6 και 7 του κανονισμού 2201/2003 πρέπει να ερμηνεύονται υπό την έννοια ότι, στο πλαίσιο δίκης διαζυγίου, στην περίπτωση κατά την οποία ο εναγόμενος δεν έχει συνήθη διαμονή σε κράτος μέλος και δεν είναι υπήκοος κράτους μέλους, τα δικαστήρια ενός κράτους μέλους δεν μπορούν να θεμελιώσουν τη δικαιοδοσία τους στο εθνικό τους δίκαιο για να αποφανθούν επί της αγωγής αυτής, αν δικαστήρια άλλου κράτους μέλους έχουν δικαιοδοσία δυνάμει του άρθρου 3 του εν λόγω κανονισμού.

 Επί των δικαστικών εξόδων

29     Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) αποφαίνεται:

Τα άρθρα 6 και 7 του κανονισμού (ΕΚ) 2201/2003 του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2003, για τη διεθνή δικαιοδοσία και την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε γαμικές διαφορές και διαφορές γονικής μέριμνας ο οποίος καταργεί τον κανονισμό (ΕΚ) 1347/2000, όπως έχει τροποποιηθεί με τον κανονισμό (ΕΚ) 2116/2004 του Συμβουλίου, της 2ας Δεκεμβρίου 2004, όσον αφορά τις συνθήκες που έχουν συναφθεί με την Αγία Έδρα, πρέπει να ερμηνεύονται υπό την έννοια ότι, στο πλαίσιο δίκης διαζυγίου, στην περίπτωση κατά την οποία ο εναγόμενος δεν έχει συνήθη διαμονή σε κράτος μέλος και δεν είναι υπήκοος κράτους μέλους, τα δικαστήρια ενός κράτους μέλους δεν μπορούν να θεμελιώσουν τη δικαιοδοσία τους στο εθνικό τους δίκαιο για να αποφανθούν επί της αγωγής αυτής, αν δικαστήρια άλλου κράτους μέλους έχουν δικαιοδοσία δυνάμει του άρθρου 3 του εν λόγω κανονισμού.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η σουηδική.

Top