EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62001CC0192

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Mischo της 12ης Δεκεμβρίου 2002.
Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Βασιλείου της Δανίας.
Παράβαση κράτους μέλους - .ρθρα 28 ΕΚ και 30 ΕΚ - Απαγόρευση διαθέσεως στο εμπόριο τροφίμων στα οποία έχουν προστεθεί βιταμίνες και ανόργανα στοιχεία - Δικαιολόγηση - Δημόσια υγεία - Διατροφική ανάγκη.
Υπόθεση C-192/01.

European Court Reports 2003 I-09693

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2002:760

ΠΡΟΤΆΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΫ ΕΙΣΑΓΓΕΛΈΑ

JEAN MISCHO

της 12ης Δεκεμβρίου 2002 ( 1 )

1. 

Η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ζητεί από το Δικαστήριο να αναγνωρίσει ότι το Βασίλειο της Δανίας, εφαρμόζοντας διοικητική πρακτική σύμφωνα με την οποία εμπλουτισμένα τρόφιμα, νομίμως παραγόμενα ή διατιθέμενα στην αγορά σε άλλα κράτη μέλη, δεν μπορούν να διατεθούν στην αγορά της Δανίας, παρά μόνον εάν αποδειχθεί ότι ο εμπλουτισμός σε διατροφικά στοιχεία ανταποκρίνεται σε κάποια ανάγκη του δανικού πληθυσμού, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 28 ΕΚ.

Ι — Νομικό πλαίσιο

2.

Το άρθρο 14 του lov no 471 om fødevarer m.m. (δανικού νόμου περί τροφίμων), της 1ης Ιουλίου 1998, ο οποίος αντικατέστησε τον νόμο 310, της 6ης Ιουνίου 1973, μη τροποποιώντας πάντως το νομικό καθεστώς όσον αφορά τα πρόσθετα, προβλέπει ότι:

«Ως πρόσθετο τροφίμων νοείται στον παρόντα νόμο κάθε ουσία που, χωρίς να είναι η ίδια τρόφιμο ή σύνηθες συστατικό συνθέτων τροφίμων, προορίζεται να προστεθεί σε τρόφιμα, προκειμένου να μεταβάλει τη διατροφική αξία, τη διάρκεια του χρόνου διατηρήσεως, τη σύσταση, το χρώμα, τη γεύση ή το άρωμα ή για άλλους, βιοτεχνολογικούς ή μη, σκοπούς.»

3.

Δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 1, του ως άνω νόμου, μπορούν να χρησιμοποιούνται ή να πωλούνται ως πρόσθετα μόνον οι ουσίες που έχουν εγκριθεί από τον υπουργό Διατροφής.

4.

Σύμφωνα με το άρθρο 15, παράγραφος 2, του νόμου αυτού, ο υπουργός μπορεί να θεσπίσει κανόνες σχετικούς με τους όρους χρησιμοποιήσεως των προσθέτων, ιδίως τον σκοπό, τις ποσότητες και τα προϊόντα με τα οποία συνδέονται, καθώς και κανόνες σχετικούς με την ταυτότητα και την καθαρότητα των προσθέτων.

5.

Δυνάμει του άρθρου 16, παράγραφος 1, του ίδιου νόμου, ο υπουργός μπορεί να θεσπίσει κανόνες που να προβλέπουν τη δυνατότητα χρησιμοποιήσεως ορισμένων ομάδων προσθέτων (ήτοι, βακτηριοκαλλιερ-γειών, ευρώτος και ζυμώσεως, ενζύμων και διατροφικών στοιχείων) μετά την εκπνοή της τεθείσας από τον υπουργό προθεσμίας, με δυνατότητα παρατάσεως έως έξι μηνών από της δηλώσεως στο υπουργείο. Ο υπουργός μπορεί, πριν την εκπνοή της προθεσμίας αυτής, να απαγορεύσει τη χρησιμοποίηση της ουσίας που αποτελεί το αντικείμενο της δηλώσεως.

6.

Ο bekendtgørelse no 282 om tilsætningsstoffer til fødevarer (δανικό διάταγμα περί προσθέτων προοριζομένων για τα τρόφιμα), της 19ης Απριλίου 2000, προβλέπει την υποχρέωση δηλώσεως τους στο γραφείο για θέματα κτηνιατρικής και διατροφής έξι μήνες προ της χρησιμοποιήσεως τους.

7.

Η δανική πρακτική εξαρτά την έγκριση της προσθήκης βιταμινών και ανόργανων στοιχείων, των μόνων που εξετάζονται στην παρούσα υπόθεση, από ένα ή περισσότερα κριτήρια που καθορίζονται σύμφωνα με τις γενικές αρχές που διέπουν την πρόσθεση διατροφικών στοιχείων στα τρόφιμα, που περιλαμβάνονται στον Codex Alimentarius, ο οποίος καταρτίστηκε από διεθνή επιτροπή υπό την αιγίδα του FAO (Οργανισμού των Ηνωμένων Εθνών για τη Διατροφή και τη Γεωργία) και της ΠΟΥ (Παγκόσμιας Οργανώσεως Υγείας) το 1963.

8.

Η προσθήκη βιταμινών και ανόργανων στοιχείων μπορεί να πραγματοποιείται νομίμως μόνο στις εξής περιπτώσεις:

όταν η προσθήκη του προσθέτου γίνεται προς θεραπεία (ή προς πρόληψη) μιας καταστάσεως στην οποία σημαντικό μέρος του πληθυσμού λαμβάνει ανεπαρκή ποσότητα του εν λόγω διατροφικού στοιχείου (για παράδειγμα, η προσθήκη ιωδίου στο αλάτι),

όταν η προσθήκη του προσθέτου έχει ως σκοπό να αναπληρώσει την απώλεια της διατροφικής αξίας ενός προϊόντος, η οποία επήλθε κατά τη βιομηχανική επεξεργασία (για παράδειγμα, η πρόσθεση βιταμίνης C στον χυμό φρούτων),

όταν η προσθήκη σχετίζεται με νέα τρόφιμα ή ανάλογα προϊόντα, που μπορούν να χρησιμοποιηθούν με τον ίδιο τρόπο και αντί ενός παραδοσιακού προϊόντος (για παράδειγμα, η πρόσθεση βιταμίνης Α στη μαργαρίνη, που είναι υποκατάστατο του βουτύρου),

όταν η προσθήκη γίνεται σε τρόφιμα που συνιστούν καθεαυτό γεύμα ή που προορίζονται για ειδική διατροφή (για παράδειγμα, τα υποκατάστατα του μητρικού γάλακτος, τα τρόφιμα για παιδιά ή τα προϊόντα για δίαιτες αδυνατίσματος).

II — Τα πραγματικά περιστατικά και η προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία

9.

Το 1998η Επιτροπή επελήφθη καταγγελίας κατά των εμποδίων στην εμπορία του αναψυκτικού ποτού Ocean Spray Cranberry. Το δανικό γραφείο για κτηνιατρικά και διατροφικά θέματα είχε αρνηθεί οτον καταγγέλλοντα την έγκριση διαθέσεως στην αγορά. Το προϊόν περιείχε πρόσθετη βιταμίνη C.

10.

Στις 4 Νοεμβρίου 1999 η Επιτροπή απηύθυνε στις δανικές αρχές έγγραφο οχλήσεως με το οποίο εφιστούσε την προσοχή στο γεγονός ότι η διοικητική πρακτική που ακολουθούσαν οι δανικές αρχές όσον αφορά τα πρόσθετα τροφίμων αποτελούσε αδικαιολόγητο εμπόδιο στις συναλλαγές κατά την έννοια των άρθρων 28 ΕΚ έως 30 ΕΚ.

11.

Το ζήτημα αυτό εξετάστηκε κατά τη διάρκεια συναντήσεως με τις δανικές αρχές στις 5 Μαρτίου 1999. Από τη συζήτηση προέκυψε ότι το γραφείο για θέματα κτηνιατρικής και διατροφής είχε πράγματι αρνηθεί να εγκρίνει τη διάθεση στο εμπόριο του ποτού Ocean Spray Cranberry, λόγω ανεπαρκούς σημάνσεως. Στη συγκεκριμένη περίπτωση η Επιτροπή έκρινε ότι η θέση των δανικών αρχών δεν αντέβαινε στο κοινοτικό δίκαιο.

12.

Παρά την απουσία συγκεκριμένης περιπτώσεως στην οποία το Βασίλειο της Δανίας να έχει αρνηθεί τη διάθεση στην αγορά τροφίμου νομίμως διατιθεμένου σε άλλο κράτος μέλος, η Επιτροπή προέβη στην αποστολή εγγράφου οχλήσεως αμφισβητώντας τη γενική διοικητική πρακτική που ακολουθούν οι δανικές αρχές στο θέμα της προσθήκης θρεπτικών στοιχείων στα τρόφιμα. Σύμφωνα με την Επιτροπή, είναι γεγονός αδιαμφισβήτητο ότι το γραφείο για θέματα κτηνιατρικής και διατροφής ερμηνεύει τις διατάξεις αυτές απαγορεύουσες την προσθήκη θρεπτικών στοιχείων και ιδίως των βιταμινών και των ανόργανων στοιχείων στα τρόφιμα, εκτός εάν υπάρχει διατροφική ανάγκη για τις ουσίες αυτές στη Δανία.

13.

Με την από 22 Δεκεμβρίου 1999 απάντηση τους στο έγγραφο οχλήσεως, οι δανικές αρχές επισήμαναν ότι, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, ιδίως με την απόφαση της 14ης Ιουλίου 1983, Sandoz ( 2 ), οι βιταμίνες παρουσιάζουν την ιδιαιτερότητα ότι έχουν ιδιότητες που καθιστούν αδύνατη την πρόβλεψη ή τον έλεγχο των ποσοτήτων που απορροφά ο καταναλωτής από άλλα τρόφιμα και ότι ο βαθμός βλαπτικότητάς τους δεν μπορεί να καθοριστεί επαρκώς με βεβαιότητα, γεγονός που οδηγεί στο αποτέλεσμα η υπερβολική κατανάλωση τους ή η κατανάλωση για μακρό χρονικό διάστημα να ενέχει κινδύνους για την υγεία ή την πιθανότητα ανεπιθύμητων αποτελεσμάτων. Σύμφωνα με τις δανικές αρχές, το Δικαστήριο έχει αποφανθεί σαφώς ότι τα κράτη μέλη, όταν απαγορεύουν την προσθήκη βιταμινών, δεν υποχρεούνται να αποδείξουν συγκεκριμένο κίνδυνο που να συνδέεται με το προϊόν αυτό, δεδομένου ότι κάτι τέτοιο είναι αδύνατο υπό τις παρούσες συνθήκες. Καταλήγουν ότι, προκειμένου τα κράτη μέλη να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας, αρκεί να αποδεικνύουν ότι ο εμπλουτισμός των τροφίμων δεν ανταποκρίνεται σε πραγματική ανάγκη.

14.

Στις 12 Σεπτεμβρίου 2000, η Επιτροπή απηύθυνε στο Βασίλειο της Δανίας αιτιολογημένη γνώμη, με την οποία παρατηρούσε ότι το Βασίλειο της Δανίας, εφαρμόζοντας διοικητική πρακτική που προβλέπει ότι εμπλουτισμένα τρόφιμα που παράγονται και διατίθενται νόμίμως στο εμπόριο άλλων κρατών μελών δεν μπορούν να διατεθούν στο εμπόριο της Δανίας, παρά μόνον αν αποδειχθεί óτι ο εμπλουτισμός αυτός σε θρεπτικά στοιχεία ανταποκρίνεται σε ανάγκη του δανικού πληθυσμού, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 28 ΕΚ. Η Επιτροπή επισήμανε ιδιαίτερα στην αιτιολογημένη γνώμη ότι «η απαγόρευση διαθέσεως στην αγορά ενός προϊόντος δεν δικαιολογείται παρά μόνον εάν συμβιβάζεται με την ανάγκη προστασίας της δημόσιας υγείας και δεν αρκεί μόνον η επίκληση του σκοπού αυτού ως δικαιολογία. Το βάρος αποδείξεως έχει το κράτος μέλος, το οποίο πρέπει να αποδείξει ότι υπάρχει πραγματικός κίνδυνος για την υγεία σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση και, παρότι είναι ευκταίο να μην ενθαρρύνεται η κατανάλωση εμπλουτισμένων προϊόντων, παρά μόνον εάν παρουσιάζουν θρεπτική αξία, αυτό δεν σημαίνει ότι η δημόσια υγεία απειλείται αν τα στοιχεία αυτά προστίθενται στα τρόφιμα, ακόμη και αν δεν υπάρχει διατροφική ανάγκη. Με άλλα λόγια, δεν αρκεί για το σεβασμό της αρχής της αναλογικότητας να αποδεικνύουν τα κράτη μέλη την απουσία πραγματικής ανάγκης εμπλουτισμού σε θρεπτικές αξίες στον πληθυσμό τους.»

15.

Εφαρμόζοντας τις αρχές αυτές στη δανική διοικητική πρακτική, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η άρνηση του γραφείου για θέματα κτηνιατρικής και διατροφής με την αιτιολογία ότι η προσθήκη βιταμινών δεν ανταποκρίνεται σε καμία διατροφική ανάγκη συνιστά αδικαιολόγητο εμπόδιο στις συναλλαγές κατά την έννοια του άρθρου 28 ΕΚ, 29 ΕΚ και 30 ΕΚ. Σύμφωνα με την Επιτροπή, οι δανικές αρχές έπρεπε να αποδείξουν ότι το προϊόν συνιστούσε πραγματική απειλή για τη δημόσια υγεία αν διετίθετο στο εμπόριο και την κατανάλωση στη δανική αγορά. Αυτό σημαίνει, κατά την άποψη της Επιτροπής, ότι οι δανικές αρχές έπρεπε να αναφέρουν τα επιστημονικά δεδομένα στα οποία στήριξαν την άρνηση τους, καθώς και τους λόγους για τους οποίους η περιεκτικότητα σε βιταμίνες και ανόργανα στοιχεία των εν λόγω προϊόντων συνιστούσε απειλή για τη δημόσια υγεία.

16.

Οι δανικές αρχές απάντησαν στην αιτιολογημένη γνώμη με την από 6 Νοεμβρίου 2000 επιστολή τους. Επισήμαναν ότι το Δικαστήριο έχει αποφανθεί σαφώς ότι τα κράτη μέλη, όταν απαγορεύουν την προσθήκη βιταμινών, δεν υποχρεούνται να αποδείξουν συγκεκριμένο κίνδυνο που να συνδέεται με το προϊόν αυτό, δεδομένου ότι κάτι τέτοιο είναι αδύνατο υπό τις παρούσες συνθήκες. Καταλήγουν ότι, προκειμένου τα κράτη μέλη να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας, αρκεί να αποδεικνύουν ότι ο εμπλουτισμός των τροφίμων δεν ανταποκρίνεται σε πραγματική ανάγκη. Σύμφωνα με τις δανικές αρχές, η επιστημονική αβεβαιότητα που υπήρχε κατά τον χρόνο εκδόσεως της προπαρατεθείσας αποφάσεως Sandoz δεν έχει εκλείψει. Αντιθέτως, εξακολουθούν να εμφανίζονται νέες πληροφορίες και αποδείξεις σχετικά με τη βλαπτικότητα της καταναλώσεως βιταμινών και ανόργανων στοιχείων σε αυξημένες δόσεις σε σχέση με μια κανονική διατροφική δίαιτα. Σε αυτήν ακριβώς την επιστημονική αβεβαιότητα, σε σχέση με τις συνέπειες την προσθήκης βιταμινών και ανόργανων στοιχείων βασίζονται οι δανικές διατάξεις, οι οποίες, σύμφωνα με τις δανικές αρχές δεν αντίκεινται στην αρχή της προλήψεως που απορρέει από την ανακοίνωση της Επιτροπής της 2ας Φεβρουαρίου 2000 [COM(2000) 1]. Τέλος, οι δανικές αρχές επισημαίνουν ότι είναι αδύνατη η εφαρμογή λιγότερο δραστικών μέτρων, όπως η σήμανση, λόγω της ανεπαρκούς γνώσεως της πραγματικής συνθέσεως της διατροφής των ανθρώπων, και ότι η σήμανση θα μπορούσε, επιπλέον, να έχει το αρνητικό αποτέλεσμα της ενθαρρύνσεως του καταναλωτή να αγοράσει το προϊόν.

ΙΙΙ — Οι προτάσεις των διαδίκων

17.

Το δικόγραφο της Επιτροπής κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 4 Μαΐου 2001.

18.

Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:

«—

να αναγνωρίσει, δυνάμει του άρθρου 226 ΕΚ, ότι το Βασίλειο της Δανίας, εφαρμόζοντας διοικητική πρακτική, σύμφωνα με την οποία εμπλουτισμένα τρόφιμα, νομίμως παραγόμενα ή διατιθέμενα στην αγορά σε άλλα κράτη μέλη, δεν μπορούν να διατεθούν στην αγορά της Δανίας, παρά μόνον εάν αποδειχθεί ότι ο εμπλουτισμός σε διατροφικά στοιχεία ανταποκρίνεται σε κάποια ανάγκη του δανικού πληθυσμού, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 28 ΕΚ,

να καταδικάσει το Βασίλειο της Δανίας στα δικαστικά έξοδα.»

19.

Το Βασίλειο της Δανίας ζητεί από το Δικαστήριο:

να απορρίψει την προσφυγή,

να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

IV — Εξέταση

Α — Επί της υπάρξεως εμποδίου στην ελεύθερη κυκλοφορία

20.

Οι διάδικοι δεν αμφισβητούν ότι η πρακτική, η οποία βασίζεται στον δανικό νόμο περί τροφίμων, συνιστά εμπόδιο στην ελεύθερη κυκλοφορία.

21.

Συναφώς, η Επιτροπή ορθώς αναφέρει ότι η απαγόρευση του εμπλουτισμού με βιταμίνες αφορά τις απαιτήσεις που αναφέρονται στη «σύνθεση» του προϊόντος και αποτελεί, επομένως, εμπόδιο στις ενδοκοινοτικές συναλλαγές ( 3 ).

22.

Ομοίως, η Δανική Κυβέρνηση, σχετικο-ποιώντας τη σημασία των συνεπειών της πρακτικής της στην ελεύθερη κυκλοφορία, αναγνωρίζει ότι η πρακτική «συνιστά [...] εμπόδιο στην πώληση προϊόντων στα οποία έχουν προστεθεί θρεπτικά στοιχεία που δεν δικαιολογούνται από διατροφικής απόψεως.»

23.

Συνεπώς, το κεντρικό ζήτημα στην παρούσα υπόθεση, επί του οποίου διαφωνούν οι διάδικοι, είναι αν το εμπόδιο αυτό δικαιολογείται από κάποια από τις εξαιρέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 30 ΕΚ και, πιο συγκεκριμένα, από την «προστασία της υγείας και της ζωής των ανθρώπων».

Β — Επί της δικαιολογήσεως τον εμποδίου στην ελεύθερη κυκλοφορία

1. Σύνοψη των παρατηρήσεων των διαδίκων

24.

Κατά τη διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου, οι διάδικοι συγκεκριμενοποίησαν περαιτέρω τη θέση τους ως εξής.

25.

Η Επιτροπή φρονεί ότι η επίδικη δανική πρακτική λαμβάνει ως κριτήριο μόνον τις διατροφικές ανάγκες σε ένα πρόσθετο, ενώ, κατά τη δική της άποψη, το κριτήριο αυτό δεν συνιστά δικαιολογητικό λόγο κατά το άρθρο 30 ΕΚ.

26.

Αναφερόμενη στην απόφαση του Δικαστηρίου μας της 14ης Ιουλίου 1994, Van der Veldt ( 4 ), και στην απόφαση του Δικαστηρίου Ευρωπαϊκής Ζώνης Ελευθέρων Συναλλαγών (στο εξής: Δικαστήριο ΕΖΕΣ) της 5ης Απριλίου 2001, Όργανο Επιτηρήσεως της ΕΖΕΣ κατά Νορβηγίας ( 5 ), η Επιτροπή επισημαίνει ότι το κράτος μέλος πρέπει να είναι σε θέση να αποδείξει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση ότι ο περιορισμός των συναλλαγών είναι αναγκαίος για την προστασία της δημόσιας υγείας.

27.

Κατά την άποψη της Επιτροπής, η απαγόρευση εμπλουτισμού σε βιταμίνες προϋποθέτει ότι το κράτος μέλος πραγματοποιεί πλήρη ανάλυση των κινδύνων ως προς τις συνέπειες που έχει για την υγεία η προσθήκη ορισμένων βιταμινών σε συγκεκριμένα τρόφιμα. Το γεγονός ότι υπάρχει κίνδυνος που συνδέεται με την απορρόφηση ορισμένων βιταμινών, όπως οι Α, Β ή Β6, δεν δικαιολογεί γενική απαγόρευση του εμπλουτισμού των τροφίμων σε άλλες περιπτώσεις από αυτές που αναφέρει ο Codex Alimentarius.

28.

Σύμφωνα με τη Δανική Κυβέρνηση, η δανική απαγόρευση δικαιολογείται ακριβώς από το γεγονός ότι υπάρχει πιθανός κίνδυνος για την υγεία, στο μέτρο που προστίθενται στα τρόφιμα θρεπτικά στοιχεία χωρίς να υπάρχει ανάλογη «διατροφική ανάγκη» του πληθυσμού. Η διατροφική ανάγκη χρησιμοποιείται ως κριτήριο καθορισμού του αποδεκτού, από την άποψη της δημόσιας υγείας, της προσθήκης βιταμινών και ανόργανων στοιχείων.

29.

Συναφώς, η Δανική Κυβέρνηση αναφέρεται σε μακρά σειρά επιστημονικών μελετών για την προσθήκη βιταμινών και ανόργανων στοιχείων στα τρόφιμα, οι οποίες, κατά την άποψη της, αποδεικνύουν το βλαπτικό αποτέλεσμα όχι μόνον των βιταμινών και των ανόργανων στοιχείων σε μεγάλες δόσεις, αλλά και του συνδυασμού βιταμινών και ανόργανων στοιχείων σε σχετικά χαμηλές δόσεις. Υπογραμμίζει και πάλι ότι η επίδικη πρακτική της εμπνέεται απευθείας από τον Codex Alimentarius.

30.

Η Δανική Κυβέρνηση αναφέρεται ακόμη στη σκέψη 19 της προπαρατεθείσας αποφάσεως Sandoz, από την οποία προκύπτει, κατά τη γνώμη της, ότι τα κράτη μέλη δεν υποχρεούνται να αποδεικνύουν την ύπαρξη συγκεκριμένου κινδύνου από ορισμένο προϊόν.

31.

Συγκεκριμένα, η Δανική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι «στη σκέψη 19, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι, στην περίπτωση που τα κράτη μέλη διατηρούν την απαγόρευση της προσθήκης βιταμινών, δεν υποχρεούνται να αποδείξουν την ύπαρξη συγκεκριμένου κινδύνου από ορισμένο προϊόν, δεδομένου ότι κάτι τέτοιο θα ήταν αδύνατο υπό τις παρούσες επιστημονικές συνθήκες.»

32.

Εξάλλου, αναφερόμενη στην απόφαση της 16ης Ιουλίου 1992, Επιτροπή κατά Γαλλίας ( 6 ), η Δανική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι μια εθνική αρχή μπορεί να αρνηθεί τη χρησιμοποίηση ενός προσθέτου αν δεν υπάρχει πραγματική βιοτεχνολογική ή διατροφική ανάγκη που να συνηγορεί υπέρ της προσθήκης του συγκεκριμένου προσθέτου.

2. Εκτίμηση

α) Εισαγωγή

33.

Η παρούσα υπόθεση, λοιπόν, θέτει το ζήτημα σε ποιο βαθμό ένα κράτος μέλος μπορεί να στηριχθεί στην απουσία διατροφικής ανάγκης για να δικαιολογήσει ένα εμπόδιο στην ελεύθερη κυκλοφορία.

34.

Από μέρους μου, είχα την ευκαιρία να εξετάσω το ζήτημα αυτό στις προτάσεις μου της 16ης Μαΐου 2002, Greenham και Abel ( 7 ).

35.

Μεταξύ δύο ακραίων θέσεων που είναι, αφ' ενός η θέση ότι η απουσία διατροφικής ανάγκης μπορεί να δικαιολογήσει ένα εμπόδιο στην ελεύθερη κυκλοφορία, ανεξαρτήτως της προστασίας της υγείας — θέση που θα μπορούσαμε να συναγάγουμε από μια κυριολεκτική ανάγνωση της προπαρατε-θείσας αποφάσεως Επιτροπή κατά Γαλλίας — και αφ' ετέρου, η θέση που αποκλείει από τη συζήτηση τη διατροφική ανάγκη, διατηρώντας ως μοναδικό κριτήριο τον συγκεκριμένο κίνδυνο για την υγεία που θα ενείχε η κατανάλωση του εν λόγω τροφίμου, εκφράστηκα στις προπαρατε-θείσες προτάσεις μου υπέρ μιας μέσης λύσεως, που απορρέει, κατά τη γνώμη μου, από την προπαρατεθείσα απόφαση Sandoz, σύμφωνα με την οποία η διατροφική ανάγκη παίζει ρόλο στο πλαίσιο της επιστημονικής αβεβαιότητας ως προς τη βλαπτικότητα του εν λόγω τροφίμου.

36.

Δεδομένου ότι η Δανική Κυβέρνηση αναφέρεται ακριβώς στην προπαρατεθείσα απόφαση Sandoz, για να δικαιολογήσει την πρακτική της, προτείνω να εξεταστεί κατ' αρχάς αυτή υπό το πρίσμα της εν λόγω νομολογίας.

37.

Επειδή, όμως, η Επιτροπή υπογραμμίζει τη σημασία μιας αναλύσεως των κινδύνων, ώστε να μπορεί το κράτος μέλος να επικαλεστεί την εξαίρεση της προστασίας της υγείας, θα εξετάσω ακολούθως τις συνέπειες μιας τέτοιας προσεγγίσεως για την παρούσα υπόθεση.

β) Ανάλυση υπό το πρίσμα της προπαρατε-θείσας αποφάσεως Sandoz

38.

Δεδομένης της σημασίας της προπαρα-τεθείσας αποφάσεως Sandoz για την παρούσα υπόθεση, θεωρώ σκόπιμο να παραθέσω εκτενώς τις σκέψεις 16 έως 20 της αποφάσεως αυτής:

«16

Όπως εδέχθη το Δικαστήριο με την απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 1981 (Frans-Nederlandse Maatschappij voor Biologische Producten, 272/80, Συλλογή, σ. 3277), κατά το μέτρο που υπάρχουν αβεβαιότητες στη σημερινή κατάσταση της επιστημονικής έρευνας, απόκειται στα κράτη μέλη, ελλείψει εναρμονίσεως, να αποφασίσουν σε ποια έκταση προτίθενται να εξασφαλίσουν την προστασία της υγείας και της ζωής των ανθρώπων, λαμβάνοντας, όμως, υπόψη τις απαιτήσεις της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων στο εσωτερικό της Κοινότητας.

17

Οι αρχές αυτές ισχύουν επίσης για ουσίες όπως οι βιταμίνες που, κατά γενικό κανόνα, δεν είναι καθαυτές επιβλαβείς, αλλά μπορούν να παράγουν ιδιαίτερα επιβλαβή αποτελέσματα μόνο σε περίπτωση υπερβολικής καταναλώσεως τους με το σύνολο της τροφής, της οποίας η σύσταση δεν είναι δυνατό να προβλεφθεί και να ελεγχθεί. Δεδομένου ότι υπάρχουν αβεβαιότητες συναφώς με την επιστημονική εκτίμηση, η εθνική ρύθμιση που απαγορεύει, εκτός αν χορηγηθεί προηγουμένως άδεια, τη διάθεση στο εμπόριο των ειδών διατροφής στα οποία έχουν προστεθεί βιταμίνες δικαιολογείται καταρχήν, κατά την έννοια του άρθρου 36 της Συνθήκης, για λόγους προστασίας της ανθρώπινης υγείας.

18

Πάντως, η αρχή της αναλογικότητας που αποτελεί τη βάση της τελευταίας φράσης του άρθρου 36 της Συνθήκης απαιτεί η δυνατότητα των κρατών μελών να απαγορεύουν τις εισαγωγές των εν λόγω προϊόντων που προέρχονται από άλλα κράτη μέλη να περιορίζεται σε ό,τι είναι αναγκαίο για την επίτευξη των νόμιμα επιδιωκόμενων στόχων προστασίας της υγείας. Επομένως, η εθνική κανονιστική ρύθμιση που προβλέπει μια τέτοια απαγόρευση δικαιολογείται μόνο αν οι άδειες διαθέσεως στο εμπόριο χορηγούνται όταν συμβιβάζονται με τις ανάγκες προστασίας της υγείας.

19

Μια τέτοια εκτίμηση είναι, εντούτοις, δύσκολη προκειμένου για πρόσθετες ουσίες όπως οι βιταμίνες, που χαρακτηρίζονται από τις ανωτέρω αναφερόμενες ιδιότητες, οι οποίες αποκλείουν τη δυνατότητα προβλέψεως και ελέγχου των ποσοτήτων που λαμβάνονται με το σύνολο της τροφής και των οποίων ο βαθμός βλαπτικότητας δεν μπορεί να καθοριστεί με επαρκή βεβαιότητα. Πάντως, αν, λαμβάνοντας υπόψη το σημερινό στάδιο εναρμονίσεως των εθνικών νομοθεσιών στο κοινοτικό επίπεδο, πρέπει να αφεθεί στα κράτη μέλη ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως, τα κράτη αυτά οφείλουν, για να τηρήσουν την αρχή της αναλογικότητας, να επιτρέπουν τη διάθεση στο εμπόριο όταν η προσθήκη βιταμινών σε είδη διατροφής ανταποκρίνεται σε πραγματική ανάγκη, ιδίως από άποψη τεχνολογίας και διατροφής.

20

Στο πρώτο ερώτημα πρέπει, συνεπώς, να δοθεί η απάντηση ότι το κοινοτικό δίκαιο δεν εμποδίζει την εφαρμογή εθνικής κανονιστικής ρυθμίσεως, η οποία απαγορεύει, εκτός αν προηγουμένως χορηγηθεί άδεια, τη διάθεση στο εμπόριο ειδών διατροφής, τα οποία έχουν νόμιμα διατεθεί στο εμπόριο σε άλλο κράτος μέλος και στα οποία έχουν προστεθεί βιταμίνες, αρκεί η διάθεση στο εμπόριο να επιτρέπεται όταν η προσθήκη βιταμινών ανταποκρίνεται σε πραγμτική ανάγκη, ιδίως από άποψη τεχνολογίας ή διατροφής.»

39.

Οι διάδικοι ερμηνεύουν κατά διαφορετικό τρόπο την τελευταία αυτή σκέψη 20 της προπαρατεθείσας αποφάσεως Sandoz.

40.

Σύμφωνα με τη Δανική Κυβέρνηση, «διακρίνεται στην απόφαση αυτή [...] μια παρατήρηση, σύμφωνα με την οποία, για να τηρηθεί η αρχή της αναλογικότητας, αρκεί να μην εγκρίνεται η διάθεση στο εμπόριο, παρά μόνον υπό την προϋπόθεση ότι η προσθήκη ανταποκρίνεται σε πραγματική ανάγκη εμπλουτισμού της διατροφής.»

41.

Αντιθέτως, σύμφωνα με την Επιτροπή, «η ερμηνεία που δίνει η Δανική Κυβέρνηση στην απόφαση Sandoz βασίζεται σε a contrario εσφαλμένο συμπέρασμα της σκέψεως 20 της αποφάσεως. [...] [Η απόφαση αυτή] αναγνωρίζει απλώς ότι η απαγόρευση διαθέσεως στο εμπόριο τροφίμων στα οποία έχουν προστεθεί βιταμίνες είναι αντίθετη προς την αρχή της αναλογικότητας, στον βαθμό που η προσθήκη ανταποκρίνεται σε διατροφική ανάγκη.»

42.

Δεν μπορώ να συμμεριστώ την ερμηνεία αυτή που δίνει η Επιτροπή στην προπαρα-τεθείσα απόφαση Sandoz.

43.

Αφ' ενός, είναι αλήθεια ότι η διατροφική ανάγκη, ανεξάρτητα από τη δημόσια υγεία, δεν θα μπορούσε ποτέ να είναι κριτήριο που να δικαιολογεί απαγόρευση στην ελεύθερη κυκλοφορία.

44.

Πράγματι, υπενθυμίζοντας, στη σκέψη 18 της προπαρατεθείσας αποφάσεως Sandoz, ότι «[...] [μια] εθνική κανονιστική ρύθμιση που προβλέπει μια τέτοια απαγόρευση δικαιολογείται μόνο αν οι άδειες διαθέσεως στο εμπόριο χορηγούνται όταν συμβιβάζονται με τις ανάγκες προστασίας της υγείας», το Δικαστήριο υποδηλώνει σαφώς ότι η εξέταση του εντάσσεται στο πλαίσιο της προστασίας της δημόσιας υγείας ( 8 ).

45.

Αφ' ετέρου, το Δικαστήριο, αφού αναγνωρίζει, στη σκέψη 19, επιστημονική αβεβαιότητα ως προς τη βλαπτικότητα των εν λόγω προσθέτων και σημειώνει, συγκεκριμένα, ότι δεν αποκλείεται κίνδυνος για την υγεία ( 9 ), αλλά και ότι ο βαθμός επικινδυνότητας δεν μπορεί να προσδιοριστεί με αρκετή βεβαιότητα, εισάγει, στη σκέψη 20, τη διατροφική ανάγκη ως εξαίρεση στο δικαίωμα των κρατών μελών να απαγορεύον την εισαγωγή εμπλουτισμένων τροφίμων.

46.

Προκύπτει, έτσι, από τον συνδυασμό των σκέψεων 19 και 20 ότι το κριτήριο της διατροφικής ανάγκης δεν λαμβάνεται υπόψη παρά μόνο σε ένα πλαίσιο επιστημονικής αβεβαιότητας σχετικά με τον κίνδυνο που ενέχει ένα πρόσθετο για την υγεία.

47.

Αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Επιτροπή, είμαι της απόψεως ότι από τη στιγμή που αναγνωρίστηκε η επιστημονική αυτή αβεβαιότητα, η προπαρατεθείσα απόφαση Sandoz επιτρέπει, πράγματι, στα κράτη μέλη να απαγορεύουν τα τρόφιμα στα οποία προστέθηκε το εν λόγω πρόσθετο, εκτός εάν η προσθήκη αυτού ανταποκρίνεται σε διατροφική ανάγκη.

48.

Πράγματι, θεωρώ ότι δεν είναι δυνατή διαφορετική ανάγνωση της σκέψεως 20, που συμπίπτει απόλυτα με το σημείο 1 του διατακτικού της προπαρατεθείσας αποφάσεως Sandoz, στην οποία κρίθηκε ότι «[...] το κοινοτικό δίκαιο δεν εμποδίζει την εφαρμογή εθνική κανονιστικής ρυθμίσεως η οποία απαγορεύει [...] τη διάθεση στο εμπόριο ειδών διατροφής [...] στα οποία έχουν προστεθεί βιταμίνες, αρκεί η διάθεση στο εμπόριο να επιτρέπεται όταν η προσθήκη βιταμινών ανταποκρίνεται σε πραγματική ανάγκη, ιδίως από άποψη τεχνολογίας ή διατροφής 1 ( 10 ).»

49.

Με άλλα λόγια, εάν το πρόσθετο καλύπτει διατροφική ή τεχνολογική ανάγκη, η απαγόρευση της ελεύθερης κυκλοφορίας δεν δικαιολογείται. Αντιθέτως, αν δεν καλύπτει τέτοια ανάγκη, το κράτος μέλος έχει δικαίωμα να ακολουθήσει την ασφαλέστερη οδό και να απαγορεύσει τη διάθεση στο εμπόριο του τροφίμου που περιέχει το πρόσθετο αυτό ( 11 ), και τούτο δυνάμει της ευρείας διακριτικής ευχέρειας που του αναγνωρίζει το Δικαστήριο στις περιπτώσεις που υπάρχει επιστημονική αβεβαιότητα.

50.

Το κριτήριο αυτό της διατροφικής ανάγκης δεν είναι, επομένως, κριτήριο που αντικαθιστά το της προστασίας της υγείας. Πράγματι, αυτό που έκανε το Δικαστήριο στην προπαρατεθείσα απόφαση Sandoz ήταν να προσδιορίσει, στις σκέψεις 19 και 20, τον τρόπο με τον οποίο η δικαιολόγηση της προστασίας της υγείας, στη σκέψη 18, μπορεί να γίνει αντιληπτή σε περίπτωση επιστημονικής αβεβαιότητας σχετικά με τον κίνδυνο ενός προσθέτου για την υγεία. Υπ' αυτή την έννοια, φρονώ ότι η απόφαση αυτή συνιστά εφαρμογή της αρχής της προλήψεως πριν ακόμη αυτή καθιερςυθεί ( 12 ).

51.

Αποτελεί η επίδικη δανική πρακτική, που απαγορεύει την πρόσθεση βιταμινών και ανόργανων στοιχείων στα τρόφιμα, εκτός εάν αποδεικνύεται διατροφική ανάγκη, ορθή εφαρμογή των κριθέντων από το Δικαστήριο στην προπαρατεθείσα απόφαση Sandoz;

52.

Είμαι της απόψεως ότι ναι.

53.

Είναι αλήθεια ότι στην προπαρατεθείσα απόφαση Sandoz το Δικαστήριο δεν έκρινε άπαξ και διά παντός ότι υπάρχει επιστημονική αβεβαιότητα ως προς τον κίνδυνο που ενέχει για την υγεία η προσθήκη βιταμινών στα τρόφιμα.

54.

Η Δανική Κυβέρνηση αναφέρεται, όμως, σε μακρά σειρά επιστημονικών μελετών επί της προσθήκης βιταμινών και ανόργανων στοιχείων στα τρόφιμα, οι οποίες, κατ' αυτήν, αποδεικνύουν το βλαπτικό τους αποτέλεσμα όχι μόνο σε μεγάλες δόσεις, αλλά και σε περίπτωση συνδυασμού βιταμινών και ανόργανων στοιχείων σε δόσεις σχετικά μικρές.

55.

Πράγματι, από λεπτομερείς εξηγήσεις της Δανικής Κυβερνήσεως προκύπτει ότι η πρόοδος που σημειώθηκε τα τελευταία είκοσι χρόνια δεν οδήγησε από την αβεβαιότητα στη βεβαιότητα, αλλά μάλλον προς την αντίθετη κατεύθυνση: όλο και περισσότερες επιστημονικές έρευνες αναδεικνύουν αρνητικές συνέπειες άγνιοστες έως τώρα, τόσο των υπερβολικών δόσεων όσο και του συνδυασμού θρεπτικών στοιχείων σε σχετικά μικρές δόσεις.

56.

Η Επιτροπή από την πλευρά της δεν αμφισβητεί τις μελέτες στις οποίες αναφέρεται η Δανική Κυβέρνηση. Περιορίζεται να επισημάνει ότι δεν γνωρίζει κανένα επιστημονικό δεδομένο που να επιτρέπει να θεωρηθεί ότι η υπερβολική κατανάλωση βιταμίνης C ενέχει αφ' εαυτής κίνδυνο για τη δημόσια υγεία. Η Δανική Κυβέρνηση, όμως, απαντά, αναφερόμενη σε επιστημονικές μελέτες, ότι μία από τις συνέπειες της βιταμίνης C, η διευκόλυνση της απορροφήσεως του σιδήρου στον πεπτικό σωλήνα, ενέχει κίνδυνο για τα άτομα που παρουσιάζουν υψηλή συγκέντρωση σιδήρου, η οποία, με τη σειρά της συνδέεται με αυξημένο κίνδυνο καρδιαγγειακών παθήσεων και καρκίνου.

57.

Όταν, όμως, ρωτήθηκε κατά την επ' ακροατηρίου διαδικασία εάν η επιστημονική αβεβαιότητα ως προς τη βλαπτικότητα της προσθήκης βιταμινών στα τρόφιμα, όπως διαπιστώθηκε από το Δικαστήριο προ είκοσι περίπου ετών, εξακολουθεί και σήμερα, η Επιτροπή απάντησε ότι η πρόοδος στην έρευνα από τις αρχές της δεκαετίας '80 επέτρεψε τον καθορισμό ορίων ασφαλείας για τις βιταμίνες και τα ανόργανα στοιχεία.

58.

Η Δανική Κυβέρνηση, όμως, αμφισβητεί την άποψη αυτή. Σύμφωνα με αυτήν, «[...] δεν είναι δυνατό να υποστηριχθεί [...] ότι η ανάλυση του κινδύνου επιτρέπει τον καθορισμό “ανώτατων ορίων ασφαλείας” για τα θρεπτικά στοιχεία. Το ζήτημα των βλαβερών για την υγεία συνεπειών [της προσθήκης] βιταμινών και, συγκεκριμένα, το ζήτημα της αλληλεπιδράσεως [των βιταμινών και των ανόργανων στοιχείων] δεν έχει [...] διευκρινιστεί επαρκώς από την επιστημονική έρευνα. Ο προσδιορισμός τιμών ανώτατων ορίων δεν βασίζεται, επομένως, σε επαρκώς ασφαλή επιστημονικά δεδομένα.»

59.

Συναφώς, πρέπει να αναγνωριστεί ότι, κατά τα δεκαεννέα έτη που παρήλθαν από την προπαρατεθείσα απόφαση Sandoz, η Κοινότητα δεν κατόρθωσε να θέσει ανώτατα όρια ασφαλείας για τις βιταμίνες και τα ανόργανα στοιχεία.

60.

Αυτό επιβεβαιώνεται από την οδηγία 2002/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 10ης Ιουνίου 2002, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών περί των συμπληρωμάτων διατροφής ( 13 ). Πράγματι, μόνο σήμερα, η οδηγία αυτή, με το άρθρο της 5, παράγραφος 1, αναθέτει στην Επιτροπή να καθορίσει, σύμφωνα με τη διαδικασία της νομοθετικής επιτροπής, τις μέγιστες ποσότητες ανόργανων στοιχείων και βιταμινών που μπορούν να περιέχονται στα συμπληρώματα διατροφής, λαμβανομένων υπόψη των εξής στοιχείων:

«α)

των ανώτερων ασφαλών επιπέδων βιταμινών και ανόργανοον στοιχείων που καθορίζονται κατόπιν επιστημονικής αξιολόγησης των κινδύνων στηριζόμενης σε επιστημονικά δεδομένα γενικής αποδοχής, λαμβάνοντας υπόψη, ενδεχομένως, τους διαφορετικούς βαθμούς ευαισθησίας των διαφόρων ομάδων καταναλωτών·

β)

των προσλαμβανόμενων ποσοτήτων βιταμινών και ανόργανων στοιχείων από άλλες διαιτητικές πηγές.»

61.

Η οδηγία 2002/46 είναι επίσης ενδιαφέρουσα και από δύο άλλες απόψεις.

62.

Πρώτον, ο κοινοτικός νομοθέτης επιβεβαιώνει την εκτίμηση σύμφωνα με την οποία οι βιταμίνες και τα ανόργανα στοιχεία μπορούν να έχουν βλαπτικές συνέπειες.

63.

Πράγματι, στην τρίτη σκέψη της αιτιολογικής εκθέσεως της οδηγίας 2002/46, μπορούμε να διαβάσουμε τα εξής:

«Οι υπερβολικές προσλήψεις βιταμινών και ανόργανων στοιχείων ενδέχεται να έχουν ως αποτέλεσμα την εμφάνιση επιβλαβών ενεργειών και, ως εκ τούτον, απαιτείται, κατά περίπτωση, η θέσπιση μέγιστων επιπέδων ασφαλείας για τις ουσίες αυτές στα συμπληρώματα διατροφής. Τα επίπεδα αυτά θα πρέπει να εξασφαλίζουν ότι η κανονική χρήση των προϊόντων σύμφωνα με τις οδηγίες χρήσεως του παρασκευαστή είναι ασφαλής για τον καταναλωτή ( 14 ).»

64.

Δεύτερον, ο κοινοτικός νομοθέτης εισάγει ο ίδιος την έννοια της διατροφικής ανάγκης στη συζήτηση για την προσθήκη βιταμινών και ανόργανων στοιχείων στα τρόφιμα, λαμβάνοντας τη θέση ότι ο μέσος καταναλωτής δεν χρειάζεται επιπλέον πρόσληψη βιταμινών και ανόργανων στοιχείων και ότι η ανάγκη αυτή υπάρχει μόνο για ορισμένες ομάδες πληθυσμού.

65.

Στην τρίτη και τέταρτη σκέψη της οδηγίας 2002/46 μπορούμε, συγκεκριμένα, να διαβάσουμε τα εξής:

«Μια επαρκής και ποικίλη δίαιτα θα μπορούσε, κάτω από φυσιολογικές συνθήκες, να προσφέρει στον άνθρωπο όλα τα αναγκαία θρεπτικά συστατικά για την καλή ανάπτυξη του και για τη διατήρηση μιας υγιούς ζωής, σε ποσότητες που έχουν καθορισθεί και συνιστώνται από γενικής αποδοχής επιστημονικά δεδομένα. Ωστόσο, από έρευνες προκύπτει ότι η ιδεώδης αυτή κατάσταση δεν επιτυγχάνεται για όλα τα θρεπτικά συστατικά ούτε για όλες τις πληθυσμιακές ομάδες στην Κοινότητα.

Οι καταναλωτές, λόγω του τρόπου ζωής τους ή για άλλους λόγους, είναι δυνατόν να επιλέγουν τη συμπλήρωση της πρόσληψης ορισμένων θρεπτικών συστατικών με συμπληρώματα διατροφής ( 15 ).»

66.

Ο κοινοτικός νομοθέτης φαίνεται, λοιπόν, να εκκινεί από την αφετηρία ότι, στην περίπτωση που η διατροφή του πληθυσμού ή μέρους αυτού πρέπει να εμπλουτισθεί, αυτό πρέπει να γίνει μέσω προσδιορίσιμων διατροφικών συμπληρωμάτων και όχι μέσω «συνηθισμένων» ειδών διατροφής.

67.

Τέλος, πρέπει να σημειωθεί ότι η δανική πρακτική βασίζεται στις «γενικές αρχές που διέπουν την προσθήκη θρεπτικών στοιχείων στα τρόφιμα» που υιοθετήθηκαν από την Επιτροπή του Codex Alimentarius το 1987 και που τροποποιήθηκαν το 1989 και το 1991 ( 16 ).

68.

Πάντως, αφ' ενός, το Δικαστήριο έδινε πάντα μεγάλη σημασία στα «αποτελέσματα [...] των εργασιών της κοινοτικής επιστημονικής επιτροπής ανθρώπινης διατροφής και της επιτροπής του Codex Alimentarius της FAO ( 17 )» στο πλαίσιο μιας εφαρμογής του άρθρου 30 ΕΚ.

69.

Αφ' ετέρου, είναι προφανές ότι οι προαναφερθείσες γενικές αρχές, των οποίων η υιοθέτηση είναι μεταγενέστερη της προ-παρατεθείσας αποφάσεως Sandoz, θίγουν το θέμα του εμπλουτισμού των τροφίμων για λόγους προστασίας της υγείας με μεγάλη διστακτικότητα, αφού φθάνουν στο σημείο να δηλώνουν ότι ο εμπλουτισμός πρέπει να γίνεται με ευθύνη των εθνικών αρχών.

70.

Η εισαγωγή των γενικών αρχών μας διδάσκει, πράγματι, ότι αυτές έχουν σκοπό μεταξύ άλλων, την «αποφυγή της αυθαίρετης προσθήκης βασικών θρεπτικών στοιχείων στα τρόφιμα και, κατά συνέπεια, τον περιορισμό των κινδύνων που προκύπτουν για την υγεία από την προσθήκη υπερβολικών ποσοτήτων των ως άνω στοιχείων, ή ακόμη από την έλλειψη ή τη μη ισορροπημένη πρόσληψη. Αυτό θα συμβάλει επίσης στο να αποφευχθούν πρακτικές που μπορούν να παραπλανήσουν ή να εξαπατήσουν τον καταναλωτή ( 18 ). »

71.

Στο μέρος που διαλαμβάνει τους ορισμούς μπορούμε στη συνέχεια να διαβάσουμε τα εξής:

«2.5

Εμπλουτισμός: η πρόσθεση σε ένα τρόφιμο ενός ή περισσότερων ουσιωδών θρεπτικών στοιχείων που συνήθως περιλαμβάνονται ή δεν περιλαμβάνονται στο τρόφιμο αυτό, με σκοπό την πρόληψη ή την αποκατάσταση αποδεδειγμένης ελλείψεως σε ένα ή περισσότερα θρεπτικά στοιχεία του πληθυσμού ή συγκεκριμένων ομάδων του πληθυσμού ( 19 ).»

72.

Σύμφωνα με το τμήμα 3, «βασικές αρχές»:

«3.1

[ο]υσιώδη θρεπτικά στοιχεία μπορούν να προστεθούν στα τρόφιμα με σκοπό:

3.1.1

την αποκατάσταση,

3.1.2

τη θρεπτική εξισορρόπηση ενός υποκατάστατου τροφίμου,

3.1.3

τον εμπλουτισμό,

3.1.4

τη διασφάλιση της επαρκούς περιεκτικότητας σε θρεπτικά στοιχεία ενός συγκεκριμένου τροφίμου.

3.2

Το ουσιώδες θρεπτικό στοιχείο πρέπει να υπάρχει σε συγκέντρωση που δεν θα συνεπάγεται απορρόφηση υπερβολικής ή αμελητέας ποσότητας του προστεθειμένου στοιχείου, λανβανομένης υπ' όψη της προσλήψεως του από άλλες πηγές στη διατροφή.

[...]» ( 20 )

73.

Το τμήμα 6, επιγραφόμενο «προσθήκη θρεπτικών στοιχείων με σκοπό τον εμπλουτισμό», είναι διατυπωμένο ως εξής:

«6.1

Ο εμπλουτισμός των τροφίμων υπόκειται στον έλεγχο των εθνικών αρχών, δεδομένου ότι ο τύπος και οι ποσότητες των προστιθέμενων ουσιωδών θρεπτικών στοιχείων και τα εμπλουτιζόμενα τρόφιμα εξαρτώνται από τα προς επίλυση προβλήματα διατροφής, τα χαρακτηριστικά του πληθυσμού στον οποίο απευθύνονται και τις διατροφικές συνήθειες της περιοχής.

6.2

Κατά τα προγράμματα εμπλουτισμού πρέπει να πληρούνται οι κάτωθι όροι:

6.2.1

Η ανάγκη αυξήσεως της δόσεως ενός ουσιώδους θρεπτικού στοιχείου σε μία ή περισσότερες ομάδες του πληθυσμού πρέπει να είναι αποδεδειγμένη. Ως δικαιολογητικά στοιχεία μπορούν να χρησιμοποιούνται κλινικά ή υποκλινικά συμπτώματα ελλείψεως, μετρήσεις που δείχνουν χαμαλό βαθμό προσλήψεως ή που βεβαιώνουν τις ελλείψεις, οι οποίες μπορούν να επιφέρουν αλλαγές στις διατροφικές συνήθειες.

6.2.2

Το επιλεγμένο τρόφιμο που φέρει το ή τα ουσιώδη θρεπτικά στοιχεία πρέπει να καταναλώνεται από τον πληθυσμό που είναι εκτεθειμένος στον κίνδυνο της ελλείψεως.

6.2.3

Η δόση από το τρόφιμο που έχει επιλεγεί ως φορέας πρέπει να είναι σταθερή και ομοιόμορφη και τα ανώτατα και κατώτατα όρια των δόσεων πρέπει να είναι γνωστά.

[...]» ( 21 )

74.

Έχοντας υπ' όψη τα προηγούμενα, είμαι της γνώμης ότι δεν υπάρχει λόγος να θεωρήσουμε ότι η προσθήκη βιταμινών στα συνήθη τρόφιμα είναι ασφαλέστερη από επιστημονικής απόψεως απ' ό,τι ήταν πριν από είκοσι χρόνια, όταν το Δικαστήριο εξέδωσε την προπαρατεθείσα απόφαση Sandoz.

75.

Το ίδιο ισχύει και για τα ανόργανα στοιχεία, τα οποία δεν αποτέλεσαν αντικείμενο της ως άνω αποφάσεως, αλλά για τα οποία η Επιτροπή δεν ισχυρίζεται ότι θα έπρεπε να έχουν διαφορετική μεταχείριση και σχετικά με τα οποία δεν αμφισβητεί τις επιστημονικές εξηγήσεις της Δανικής Κυβερνήσεως. Εξάλλου, και ο κοινοτικός νομοθέτης στην οδηγία 2002/46 αντιμετωπίζει τα ανόργανα στοιχεία με τον ίδιο τρόπο όπως τις βιταμίνες ( 22 ).

76.

Ενώπιον της καταστάσεως αυτής, για την οποία η Δανική Κυβέρνηση αποδεικνύει, κατά την άποψη μου, επαρκώς ότι δεν διαφέρει αισθητά από εκείνη που αποτέλεσε τη βάση για την προπαρατεθείσα απόφαση Sandoz, νομίζω ότι η ως άνω κυβέρνηση, επαληθεύοντας αν η απορρόφηση βιταμινών ή ανόργανων στοιχείων που περιέχονται σε συγκεκριμένο τρόφιμο επιδιώκει να καλύψει μια διατροφική ανάγκη, ευθυγραμμίζεται απολύτως με τη νομολογία του Δικαστηρίου.

77.

Οι ανωτέρω σκέψεις θα ήταν ίσως αρκετές για να οδηγήσουν στην απόρριψη της προσφυγής της Επιτροπής.

γ) Εξέταση του προβλήματος από την άποψη της αναλύσεως των κινδύνων

78.

Εντούτοις, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι η προσέγγιση του Δικαστηρίου στην προπαρατεθείσα απόφαση Sandoz είναι πλέον παρωχημένη.

79.

Φρονεί, πράγματι, ότι «η απόφαση του Δικαστηρίου [ΕΖΕΣ, προπαρατεθείσα] πρέπει να θεωρηθεί ως στοιχείο της εξελίξεως του δικαίου. Έχουν παρέλθει σχεδόν είκοσι χρόνια από την απόφαση επί της υποθέσεως 174/82, Sandoz, και οι χρησιμοποιούμενες για τον προσδιορισμό των κινδύνων μέθοδοι έχουν προοδεύσει σημαντικά. Το γεγονός ότι η ανάλυση κινδύνου έχει καταστεί εργαλείο προσδιορισμού συγκεκριμένων κινδύνων για την υγεία συνεπάγεται ότι μπορούν να λαμβάνονται σχετικά με την υγεία γενικές αποφάσεις, και ιδίως ενδεχόμενες απαγορεύσεις, επί βάσεως αντικειμενικής και εμπεριστατωμένης, η οποία λαμβάνει υπόψη τις συγκεκριμένες περιστάσεις κάθε περιπτώσεως. Η απόφαση του Δικαστηρίου [ΕΖΕΣ, προπαρατεθείσα] εκφράζει την εξέλιξη αυτή.» ( 23 )

80.

Η Δανική Κυβέρνηση, όμως, παρατηρεί με το υπόμνημά της ανταπαντήσεως «ότι διαφωνεί [με την προπαρατεθείσα απόφαση του Δικαστηρίου ΕΖΕΣ], η οποία δεν μπορούμε να πούμε ότι συμφωνεί με τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου.»

81.

Προκύπτει, λοιπόν, ότι καθένας από τους διαδίκους επέλεξε τη δική του προσέγγιση για να υπερασπιστεί τη θέση του — η Δανική Κυβέρνηση την προσέγγιση που ακολούθησε η προπαρατεθείσα απόφαση Sandoz και η Επιτροπή την προσέγγιση που ακολούθησε η προπαρατεθείσα απόφαση του Δικαστηρίου ΕΖΕΣ — και ότι κατά την άποψή τους οι δύο αυτές θέσεις είναι ασυμβίβαστες μεταξύ τους.

82.

Είναι, όμως, πράγματι ασυμβίβαστες;

83.

Έχω ήδη επισημάνει επικαλούμενος τους συγγραφείς, ότι κατ' εμέ η προπαρατεθείσα απόφαση Sandoz αποτελεί εφαρμογή της αδχής τις προλήψεως πριν ακόμη αυτή καθιερωθεί ( 24 ). Άλλοι σχολιαστές τοποθετούν την προπαρατεθείσα απόφαση Sandoz σε ένα πλαίσιο αναλύσεως κινδύνου ( 25 ).

84.

Το ζήτημα χρήζει, εντούτοις, βαθύτερης εξετάσεως που πρέπει να αρχίσει από την κατανόηση της ακριβούς εννοίας της αναλύσεως κινδύνου.

85.

Συναφώς, θα λάβω ως αφετηρία την προπαρατεθείσα απόφαση του Δικαστηρίου ΕΖΕΣ, από την οποία προκύπτει, κατά την Επιτροπή, ότι «[η] απαγόρευση του εμπλουτισμού σε βιταμίνες προϋποθέτει ότι το κράτος μέλος πραγματοποιεί πλήρη ανάλυση κινδύνου των συνεπειών για την υγεία της προσθήκης ορισμένων βιταμινών σε τρόφιμα ( 26 )».

86.

Στη βάση της αποφάσεως αυτής βρισκόταν η άρνηση εκ μέρους των νορβηγικών αρχών να επιτρέψουν τη διάθεση στο εμπόριο νιφάδων αραβοσίτου (corn flakes) εμπλουτισμένων με ορισμένες βιταμίνες και με σίδηρο. Η άρνηση αυτή βασιζόταν στην απουσία διατροφικής ανάγκης στον νορβηγικό πληθυσμό που να υπαγορεύει τέτοιον εμπλουτισμό.

87.

Το Δικαστήριο ΕΖΕΣ δέχτηκε παράβαση των προβλεπομένων στο άρθρο 11 της συμφωνίας για τον Ενιαίο Ευρωπαϊκό Χώρο για δύο λόγους:

το Βασίλειο της Νορβηγίας επέδειξε ασυνέπεια στη συμπεριφορά του, διότι, παρότι απαγόρευσε τη διάθεση στο εμπόριο των εμπλουτισμένων με σίδηρο νιφάδων αραβοσίτου, δέχθηκε την ελεύθερη πώληση στη χώρα είδους τυριού στο οποίο είχε προστεθεί σημαντική ποσότητα σιδήρου ( 27

δεν είχε γίνει κατά το διοικητικό στάδιο μία «συνολική εκτίμηση του κινδύνου» («comprehensive risk assessment») που θα μπορούσε να ενέχει η προσθήκη σιδήρου στα τρόφιμα ( 28 ).

88.

Ο πρώτος από τους δύο ως άνω λόγους δεν ασκεί προφανώς επιρροή στην παρούσα απόφαση, δεδομένου ότι τα πραγματικά περιστατικά δεν είναι τα ίδια. Όσον αφορά τον δεύτερο, είναι σκόπιμο να γίνει πλέον κατανοητή η έννοια της «συνολικής εκτιμήσεως του κινδύνου» και, συγκεκριμένα, η σχέση της έννοιας αυτής με την έννοια της «αναλύσεως του κινδύνου».

89.

Η ανάλυση του κινδύνου αποτελεί, πράγματι, στις μέρες μας, μία τάση πανταχού παρούσα. Η Δανική Κυβέρνηση μας υπενθυμίζει ότι αποτελείται από τρία στάδια: την εκτίμηση του κινδύνου, τη διαχείριση του κινδύνου και τη γνωστοποίηση του κινδύνου. Στην από 30 Απριλίου 1997 ανακοίνωση της για την υγεία των καταναλωτών και την ασφάλεια των τροφίμων ( 29 ), η Επιτροπή την όρισε ως «μα συστηματική διαδικασία που περιλαμβάνει την επιστημονική αξιολόγηση των κινδύνων και την πιθανότητα εμφάνισης τους μέσα σε ένα δεδομένο πλαίσιο (αξιολόγηση του κινδύνου), την αξιολόγηση όλων των μέτρων που συμβάλλουν στη μείωση του κινδύνου σε ένα αποδεκτό επίπεδο (διαχείριση του κινδύνου) και την ενημέρωση όλων των ενδιαφερομένων πλευρών, αρμόδιους για τη λήψη αποφάσεων, επιθεωρητές, καταναλωτές και παραγωγούς, προκειμένου να εξηγήσει τους λόγους και να δικαιολογήσει τα διοικητικά προτεινόμενα μέτρα (ενημέρωση για τον κίνδυνο)».

90.

Συναντάμε και πάλι εκτενείς αναφορές στην ανάλυση του κινδύνου, για παράδειγμα, στην ανακοίνωση της Επιτροπής της 2ας Φεβρουαρίου 2000, για την αρχή της προφύλαξης ( 30 )· την κοινή θέση (ΕΚ) 2/2002 της 17ης Σεπτεμβρίου 2001 που εξέδωσε το Συμβούλιο, αποφασίζοντας σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 251 της ιδρυτικής Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, εν όψει της θεσπίσεως ενός κανονισμού (ΕΚ) του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου που έθετε τις γενικές αρχές και διατάξεις της νομοθεσίας περί διατροφής, συστήνοντας την Ευρωπαϊκή Αρχή Τροφίμων και καθορίζοντας διαδικασίες σχετικές με την ασφάλεια των ειδών διατροφής ( 31 )· σε διεθνές επίπεδο, στο πρωτόκολλο της Καρθαγένης για την πρόληψη των βιοτεχνολογικών κινδύνων, σχετικό με τη σύμβαση περί βιοποικιλότητας ( 32 ), που εγκρίθηκε από το Συμβούλιο εν ονόματι της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, με την απόφαση 2002/628/ΕΚ ( 33 )· καθώς και, εντελώς πρόσφατα, στις αποφάσεις το Δικαστηρίου της 11 Σεπτεμβρίου 2002, Pfizer Animal Health κατά Συμβουλίου ( 34 ), και Alpharma κατά Συμβουλίου ( 35 ).

91.

Τα δύο στάδια αναλύσειος του κινδύνου που μας ενδιαφέρουν στο πλαίσιο της παρούσας υποθέσεως είναι η εκτίμηση του κινδύνου και η διαχείριση του κινδύνου.

92.

Τα δύο αυτά στάδια, παρότι το μεταξύ τους όριο δεν είναι πάντα εύκολο να τεθεί ( 36 ), καταδεικνύουν μία διπλή απαίτηση: αφ' ενός, την της εισαγωγής της επιστήμης στην πολιτική και, αφ' ετέρου, την της διατηρήσεως της αυτονομίας της πολιτικής σε σχέση με την επιστήμη ( 37 ).

93.

Το Πρωτοδικείο έχει εξετάσει λεπτομερώς τα δύο αυτά στάδια στις προπαρατε-θείσες αποφάσεις του Püzer Animal Health κατά Συμβουλίου και Alpharma κατά Συμβουλίου.

94.

Όσον αφορά το «επιστημονικό» στάδιο, δηλαδή την αξιολόγηση του κινδύνου καθαυτήν, το Πρωτοδικείο κρίνει ότι «[η] επιστημονική αξιολόγηση των κινδύνων ορίζεται κοινώς, τόσο σε διεθνές επίπεδο [...], όσο και σε κοινοτικό επίπεδο [...], ως μια επιστημονική διαδικασία για τον καθορισμό και τον χαρακτηρισμό ενός κινδύνου, για την αξιολόγηση της εκθέσεως στον κίνδυνο και τον χαρακτηρισμό του κινδύνου» ( 38 ) και ότι «πρέπει, στο πλαίσιο των ισχυουσών διατάξεων, να ανατεθεί από την αρμόδια δημόσια αρχή σε εμπειρογνώμονες, οι οποίοι θα παράσχουν, μετά την ολοκλήρωση αυτής της επιστημονικής διαδικασίας, επιστημονικές γνωμοδοτήσεις στην αρχή αυτή ( 39 ).»

95.

Όσον αφορά το «πολιτικό» στάδιο, δηλαδή τον καθορισμό επιτρεπτού βαθμού επικινδυνότητας, το Πρωτοδικείο υπενθυμίζει ότι:

«[...] απόκειται στα κοινοτικά όργανα να καθορίσουν το επίπεδο προστασίας που θεωρούν κατάλληλο για την κοινωνία. Ως εκ τούτου, οφείλουν [...] να καθορίσουν τον βαθμό επικινδυνότητας — δηλαδή το κρίσιμο όριο πιθανότητας αρνητικών επιδράσεων για την υγεία του ανθρώπου και τη σοβαρότητα αυτών των εν δυνάμει επιδράσεων — που θεωρούν αποδεκτό για την κοινωνία και σε περίπτωση υπερβάσεως του οποίου επιβάλλεται η λήψη προληπτικών μέτρων, προς το συμφέρον της προστασίας της υγείας του ανθρώπου, παρά την υφιστάμενη επιστημονική αβεβαιότητα (βλ., υπ' αυτή την έννοια, απόφαση του Δικαστηρίου της 11ης Ιουλίου 2000, C-473/98, Toolex, Συλλογή 2000, σ. Ι-5681, σκέψη 45). Ο καθορισμός του βαθμού επικινδυνότητας που κρίνεται αποδεκτός συνεπάγεται, επομένως, για τα κοινοτικά όργανα τον καθορισμό των πολιτικών στόχων που επιδιώκονται στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων που τους παρέχει η Συνθήκη.

Καίτοι τα κοινοτικά όργανα δεν μπορούν να υιοθετήσουν μια καθαρά υποθετική προσέγγιση του κινδύνου και να κατευθύνουν τις αποφάσεις τους προς ένα επίπεδο “μηδενικού κινδύνου” [...], οφείλουν εντούτοις, δυνάμει του άρθρου 129, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της Συνθήκης, να διασφαλίσουν υψηλό επίπεδο προστασίας της υγείας του ανθρώπου, το οποίο, για να συνάδει προς τη διάταξη αυτή, δεν πρέπει κατ' ανάγκη να είναι το υψηλότερο δυνατό από τεχνική άποψη (απόφαση του Δικαστηρίου της 14ης Ιουλίου 1998, C-284/95, Safety Hi-Tech, Συλλογή 1998, σ. Ι-4301, σκέψη 49) ( 40 )».

96.

Παρότι η κρίση αυτή του Πρωτοδικείου αφορά τα κοινοτικά όργανα, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι εφαρμόζεται εξίσου και στην περίπτωση των κρατών μελών.

97.

Πράγματι, κατά πάγια νομολογία, στον βαθμό που στην παρούσα κατάσταση της επιστημονικής έρευνας παραμένει η αβεβαιότητα ως προς τη βλαπτικότητα των προσθέτων τροφίμων, απόκειται στα κράτη μέλη, ελλείψει πλήρους εναρμονίσεως, να αποφασίσουν το επίπεδο στο οποίο κρίνουν ότι διασφαλίζεται η προστασία της υγείας και της ζωής των ανθρώπων, έχοντας υπ' όψη τις απαιτήσεις της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων στο εσωτερικό της Κοινότητας ( 41 ).

98.

Εξάλλου, εντελώς πρόσφατα το Δικαστήριο έκρινε, στη σκέψη 47 της αποφάσεως της 24ης Οκτωβρίου 2002, Hahn ( 42 ), ότι «[...] η εφαρμογή εθνικών διατάξεων που προβλέπουν μηδενικό ποσοστό ανοχής για την παρουσία listeria monocytogenes στα αλιευτικά προϊόντα που δεν έχουν υποστεί χημική επεξεργασία δεν αντίκειται ούτε στην οδηγία 91/493 ή στην απόφαση 94/356 ούτε στα άρθρα 28 ΕΚ ή 30 ΕΚ», επιβεβαιώνοντας έτσι ότι τα κράτη μέλη διαθέτουν πράγματι μεγάλα περιθώρια διακριτικής ευχέρειας στον καθορισμό του επιπέδου προστασίας της υγείας.

99.

Σε αυτό το «πολιτικό» στάδιο καθορισμού του αποδεκτού βαθμού επικινδυνότητας υπεισέρχεται ουσιαστικά η αρχή της προλήψεως ( 43 ).

100.

Σχετικά με την αρχή αυτή, το Πρωτοδικείο, αφού αναφέρθηκε ( 44 ) ιδίως στις αποφάσεις της 5ης Μαΐου 1998, National Framers' Union κ.λπ. ( 45 ), και Ηνωμένο Βασίλειο κατά Επιτροπής ( 46 ), σης οποίες το Δικαστήριο έκρινε ότι «[...] πρέπει να γίνει δεκτό ότι, οσάκις υφίστανται αμφιβολίες ως προς τη συνδρομή ή τη σημασία κινδύνων για την υγεία των ατόμων, τα κοινοτικά όργανα μπορούν να λαμβάνουν μέτρα προστασίας, χωρίς να οφείλουν να αναμένουν να αποδειχθεί πλήρως το υπαρκτό και η σοβαρότητα των εν λόγω κινδύνων ( 47 )», έκρινε τα ακόλουθα:

«[...] [Σ]το πλαίσιο της εφαρμογής της αρχής της προφυλάξεως, το οποίο εξ ορισμού ανταποκρίνεται σε πλαίσιο επιστημονικής αβεβαιότητας, δεν μπορεί να προσδοκάται ότι από την αξιολόγηση των κινδύνων θα προκύψουν οπωσδήποτε για τα κοινοτικά όργανα πειστικές επιστημονικές αποδείξεις ως προς το υποστατό και τη σοβαρότητα των δυνατών αρνητικών επιδράσεων σε περίπτωση επελεύσεως αυτού του κινδύνου (βλ., σ' αυτό το πλαίσιο, προπαρατεθείσα στη σκέψη 115 απόφαση Mondiet, σκέψεις 29 έως 31, και προπαρατεθείσα στη σκέψη 115 απόφαση Ισπανία κατά Συμβουλίου, σκέψη 31).

Εντούτοις, από την προπαρατεθείσα στη σκέψη 139 νομολογία προκύπτει επίσης ότι ένα προλητικό μέτρο δεν μπορεί να αιτιολογείται λυσιτελώς με μια καθαρά υποθετική προσέγγιση του κινδύνου, η οποία στηρίζεται σε απλές επιστημονικές υποθέσεις που δεν έχουν ακόμη εξετασθεί (βλ., υπ' αυτή την έννοια, και την προπαρατεθείσα στη σκέψη 115 απόφαση ΕΖΕΣ-Εποπτική Αρχή κατά Νορβηγίας, ιδίως σκέψεις 36 έως 38).

Αντιθέτως, από την αρχή της προφυλάξεως, όπως ερμηνεύθηκε από τον κοινοτικό δικαστή, προκύπτει ότι ένα προληπτικό μέτρο μπορεί να ληφθεί μόνον αν ο κίνδυνος, χωρίς η ύπαρξη και η σημασία του να έχουν αποδειχτεί “πλήρως” με πειστικά επιστημονικά στοιχεία, στηρίζεται προφανώς σε διαθέσιμα κατά τον χρόνο λήψεως του συγκεκριμένου μέτρου επιστημονικά στοιχεία ( 48 )».

101.

Το απόσπασμα αυτό των αποφάσεων του Δικαστηρίου εκφράζει όλη την ένταση που συνεπάγεται μία εφαρμογή της αρχής της προλήψεως: αφ' ενός, ένα μέτρο δεν πρέπει να βασίζεται σε κίνδυνο αποκλειστικά υποθετικό, αφ' ετέρου, δεν μπορούμε να περιμένουμε μέχρις ότου ο κίνδυνος αυτός καταστεί βέβαιος ( 49 ). Σε ορισμένες περιπτώσεις, δεν μπορεί να υπάρξει απόλυτη βεβαιότητα παρά μόνον όταν ο κίνδυνος υλοποιηθεί και τότε είναι ίσως πολύ αργά για να γίνει ο,τιδήποτε.

102.

Φρονώ, επομένως, ότι ένας πιθανός κίνδυνος για τη δημόσια υγεία αρκεί, προκειμένου ένα κράτος μέλος να λάβει μέτρα βάσει του άρθρου 30 ΕΚ, δυνάμει της αρχής της προλήψεως. Εξάλλου, όσο μεγαλύτερη είναι η επιστημονική αβεβαιότητα, τόσο ευρύτερο είναι το περιθώριο διακριτικής ευχέρειας των κρατών μελών, στα οποία επαφίεται η προστασία της δημόσιας υγείας.

103.

Καθίσταται, υπό το πρίσμα των ως άνω σκέψεων επί της έννοιας της «αναλύσεως του κινδύνου», η προπαρατεθείσα απόφαση Sandoz παρωχημένη;

104.

Φρονώ πως όχι.

105.

Όσον αφορά το ζήτημα της αξιολογήσεως του κινδύνου, παρατηρείται ότι το Δικαστήριο ακολούθησε τις εξηγήσεις των διαδίκων για τον κίνδυνο που ενέχει η υπερβολική κατανάλωση βιταμινών.

106.

Συναφώς, έκρινε, στη σκέψη 12 της προπαρατεθείσας αποφάσεως Sandoz, ότι:

«Δεν αμφισβητείται από τους διαδίκους που κατέθεσαν παρατηρήσεις ότι η συσσώρευση βιταμινών, που περιέχονται σε είδη διατροφής όπως τα επίμαχα, πολύ απέχει από το να φθάνει το κρίσιμο όριο βλαπτικότητας, ώστε ακόμη και η υπερβολική κατανάλωση των εν λόγω ειδών δεν μπορεί αυτή και μόνη να συνεπάγεται κινδύνους για τη δημόσια υγεία. Πάντως, ένας τέτοιος κίνδυνος δεν μπορεί να αποκλειστεί στο μέτρο που ο καταναλωτής λαμβάνει επιπλέον, με άλλα τρόφιμα, ποσότητες βιταμινών που δεν είναι δυνατό να ελεγγβούν και να προβλεφθούν ( 50 ).»

107.

Υπήρχε, επομένως, ένας πιθανός κίνδυνος συνδεόμενος με την υπερβολική κατανάλωση βιταμινών. Ο βαθμός της επικινδυνότητας αυτής δεν ήταν βέβαιος, καθώς προκύπτει από τη σκέψη 19 της προπαρατεθείσας αποφάσεως Sandoz. Εντούτοις, το Δικαστήριο δέχτηκε, στη σκέψη 20, την απαγόρευση της διαθέσεως στο εμπόριο ειδών διατροφής, νομίμως διατιθεμένων σε άλλο κράτος μέλος, στα οποία είχε προστεθεί βιταμίνη, εξαρτώντας την απαγόρευση αυτή από την απουσία σχετικής διατροφικής ανάγκης.

108.

Το κριτήριο αυτό της διατροφικής ανάγκης είναι απολύτως κατανοητό και δικαιολογημένο σε ένα πλαίσιο αναλύσεως του κινδύνου και, ειδικότερα, σε αυτό της διαχειρίσεως του κινδύνου.

109.

Πράγματι, όταν αποδειχθεί η πιθανότητα του κινδύνου, η διατροφική ανάγκη υπεισέρχεται ως κριτήριο που χρησιμοποιείται από τα κράτη μέλη κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους για τον καθορισμό του επιτρεπτού βαθμού επικινδυνότητας.

110.

Το κριτήριο αυτό, εξάλλου, είναι ιδιαιτέρως κατάλληλο από την άποψη αυτή, από τη στιγμή που οι δύο διάδικοι στην παρούσα υπόθεση συμφωνούν ότι η ύπαρξη διατροφικής ανάγκης για προσθήκη βιταμινών μπορεί να αποτελέσει ένδειξη ότι το προϊόν δεν παρουσιάζει κινδύνους για τη δημόσια υγεία.

111.

Θεωρώ ότι η άποψη να αναχθεί η διατροφική ανάγκη σε κριτήριο διαχειρίσεως του κινδύνου ενισχύεται και από την κοινή θέση 2/2002. Στο άρθρο της 6, παράγραφος 3, μπορούμε, πράγματι, να διαβάσουμε τα εξής:

«Η διαχείριση του κινδύνου λαμβάνει υπόψη τα αποτελέσματα της αξιολόγησης του κινδύνου και ιδίως τις γνώμες της αρχής που αναφέρεται στο άρθρο 22, άλλους παράγοντες, όπως αρμόζει στο εκάστοτε θέμα, καθώς και την αρχή της προφύλαξης όπου συντρέχουν οι όροι του άρθρου 7, παράγραφος 1 ( 51 ).»

112.

Ακόμη και αν θεωρηθεί ότι το κριτήριο της διατροφικής ανάγκης δεν λαμβάνεται πλέον υπ' όψη λόγω της αρχής της προλήψεως, θα έπρεπε τουλάχιστον να λαμβάνεται υπ' όψη ως «άλλος παράγων, όπως αρμόζει στο θέμα».

113.

Συνεπώς, είμαι της γνώμης ότι είναι καθ' όλα δυνατός ο συμβιβασμός της προσεγγίσεως που ακολούθησε το Δικαστήριο στην προπαρατεθείσα απόφαση Sandoz με αυτήν που προκύπτει από την εφαρμογή της αναλύσεως του κινδύνου.

114.

Η Επιτροπή απαντά, όμως, ότι «[η] αξιολόγηση από τα κράτη μέλη του κινδύνου για τη δημόσια υγεία πρέπει να βασίζεται σε συγκεκριμένες επιστημονικές αποδείξεις του κινδύνου που ενέχει η προσθήκη κάθε είδους βιταμίνης ξεχωριστά» ( 52 ). Συναφώς, αναφέρθηκε κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση στις προτάσεις του γενικού εισαγγελέως Geelhoed της 16ης Μαΐου 2002, Επιτροπή κατά Γερμανίας και Επιτροπή κατά Αυστρίας ( 53 ).

115.

Οι προτάσεις αυτές αφορούν ένα διαφορετικό ζήτημα, το αν, δηλαδή, όλα τα βιταμινούχα σκευάσματα που περιέχουν τη συνιστώμενη ημερήσια δόση επί τρία μπορούν να θεωρηθούν αυτομάτως ως φάρμακα.

116.

Συμμερίζομαι τη σχετική άποψη του γενικού εισαγγελέα Geelhoed, δηλαδή το ότι, κατ' αρχήν, πρέπει να εξετάζεται το θέμα κατά περίπτωση, αλλά και το ότι μπορούμε επίσης «να φανταστούμε καταστάσεις στις οποίες γενικές κανονιστικές ρυθμίσεις θα μπορούσαν να γίνουν δεκτές όσον αφορά ορισμένες ομάδες ή κατηγορίες προϊόντων. Αυτό θα συνέβαινε ιδίως στην περίπτωση που τα προϊόντα που ανήκουν σε μία τέτοια κατηγορία ή σε μία τέτοια ομάδα ενέχουν τους ίδιους ή σημαντικά όμοιους κινδύνους για τη δημόσια υγεία. Στην περίπτωση αυτή, μία αξιολόγηση κατά ομάδες ή κατά κατηγορίες είναι αποδεκτή και παρουσιάζει το πλεονέκτημα της μεγαλύτερης διαφάνειας, καθώς και λιγότερα μειονεκτήματα στην εφαρμογή ή τη χρήση, με σταδιακά περιοριζόμενες συνέπειες στην ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων ( 54 ).»

117.

Όσον αφορά την παρούσα υπόθεση, κανένα από τα στοιχεία του φακέλου δεν οδηγεί στο συμπέρασμα ότι το Βασίλειο της Δανίας δεν εξετάζει το θέμα κατά περίπτωση. Απεναντίας, προκύπτει ότι οι αρμόδιες αρχές εξετάζουν σε κάθε τρόφιμο του οποίου ζητείται η διάθεση στο εμπόριο ποιες βιταμίνες περιέχει και σε ποια ποσότητα.

118.

Η Επιτροπή υποστηρίζει, πάντως, ότι, πέραν της δόσεως που ανταποκρίνεται στη διατροφική ανάγκη του μέσου καταναλωτή, το κράτος μέλος πρέπει να καθορίζει ανώτατα όρια ασφαλείας για κάθε βιταμίνη ή ανόργανο στοιχείο.

119.

Δεν δίνει, βέβαια, περισσότερες σχετικές εξηγήσεις, αλλά παραπέμπει απλώς στην οδηγία 2002/46 του Συμβουλίου του περασμένου Ιουλίου, αναφέροντάς την «ως παράδειγμα μιας τέτοιας διαδικασίας».

120.

Εντούτοις, όπως είδαμε ανωτέρω, η οδηγία αυτή αναθέτει απλώς στην Επιτροπή να καθορίσει τέτοιου είδους όρια στα προϊόντα που είναι γνωστά ως «διατροφικά συμπληρώματα».

121.

Η Επιτροπή πρέπει, επομένως, να αποδείξει ότι η κρίση του Δικαστηρίου στη σκέιρη 36 της αποφάσεως της 30ής Νοεμβρίου 1983 Van Bennekom ( 55 ), σύμφωνα με την οποία «η επιστημονική έρευνα δεν έχει ακόμη προχωρήσει αρκετά, ώστε να μπορεί να προσδιορίσει με βεβαιότητα τις κρίσιμες ποσότητες και συμπυκνώσεις και τις ακριβείς συνέπειες» των βιταμινών και των ανόργανων στοιχείων, έχει χάσει πλέον την αξία της.

122.

Εκτιμώ, πάντως, ότι, εν αναμονή, τα κράτη μέλη δεν είναι υποχρεωμένα να προβούν το καθένα χωριστά στον καθορισμό αυτόν (και, επομένως, να θεσπίσουν, κατά κάποιον τρόπο, το τέλος της επιστημονικής αβεβαιότητας), ούτε σε ό,τι αφορά τα διατροφικά συμπληρώματα, τα οποία αφορά αποκλειστικά η οδηγία 2002/46, ούτε σε ό,τι αφορά τα «κανονικά» είδη τροφίμων, στα πλαίσια της παρούσας υποθέσεως.

123.

Τα κράτη μέλη δεν είναι επίσης υποχρεωμένα να επιτρέπουν τη διάθεση στο εμπόριο ενός εμπλουτισμένου τροφίμου αποκλειστικά και μόνον επειδή ένα άλλο κράτος μέλος εκτίμησε ότι μπόρεσε ήδη να προβεί στον καθορισμό αυτόν ( 56 ). Πράγματι, εν απουσία εναρμονίσεως των νομοθεσιών, κάθε κράτος μέλος έχει δικαίωμα να αποφασίσει για τον βαθμό στον οποίο θέλει να προστατεύσει την ανθρώπινη υγεία.

124.

Επομένως, δεν υπάρχει λόγος που να απαγορεύει σε ένα κράτος μέλος, σε περίπτωση πιθανού κινδύνου του οποίου ο βαθμός δεν μπορεί να καθοριστεί με βεβαιότητα, να αποφασίσει να διαφυλάξει, ως προς τα όρια ασφαλείας, το επίπεδο της διατροφικής ανάγκης των κατοίκων του, που θα προέκυπτε από τις διατροφικές τους συνήθειες και που θα είναι αυτό στο οποίο δεν υπάρχει καμιά ένδειξη κινδύνου.

125.

Βέβαια, η Επιτροπή εκτιμά ότι «[η] απαγόρευση διαθέσεως στο εμπόριο ειδών διατροφής στα οποία έχουν προστεθεί βιταμίνες αντίκειται στην αρχή της αναλογικότητας, όπως έχει καθιερωθεί από τη νομολογία του Δικαστηρίου ( 57 )». Συναφώς, αναφέρεται στη σκέψη 28 της προπαρατεθείσας αποφάσεως του Δικαστηρίου ΕΖΕΣ.

126.

Το Δικαστήριο ΕΖΕΣ έκρινε, πράγματι, στη σκέψη 28 της αποφάσεως του ότι «[...] [η] απλή διαπίστωση από μια εθνική αρχή της απουσίας διατροφικής ανάγκης δεν μπορεί να δικαιολογήσει απαγόρευση των εισαγωγών, το πιο περιοριστικό μέτρο, ενός προϊόντος ελεύθερα διατιθέμενου σε άλλο κράτος [του Ενιαίου Ευρωπαϊκού Χώρου].»

127.

Πάντως, το Δικαστήριο ΕΖΕΣ δεν παρέλειψε να επισημάνει προηγουμένως ότι:

«Η επιταγή της διαφυλάξεως της δημόσιας υγείας αναγνωρίστηκε ως πρωταρχικού ενδιαφέροντος και το επίπεδο προστασίας που επελέγη από τα συμβαλλόμενα μέρη δεν είναι αμφισβητήσιμο. Είναι, πάντως, σκόπιμο να γίνεται σεβαστή η αρχή της αναλογικότητας.

Στο πλαίσιο αυτό το ζήτημα της διατροφικής ανάγκης στην οποία θα ανταποκρίνονταν τα διατροφικά συμπληρώματα για έναν ορισμένο πληθυσμό μπορεί να ληφθεί νπ' όψη με κατάλληλο τρόπο [...] ( 58 )».

128.

Κατά την αντίληψη μου, τα αποσπάσματα αυτά της αποφάσεως του Δικαστηρίου ΕΖΕΣ έχουν την έννοια ότι η απουσία διατροφικής ανάγκης μπορεί να ληφθεί μεν υπ' όψη, αλλά δεν μπορεί αφ' εαυτής να δικαιολογήσει απαγόρευση εισαγωγών, ανεξαρτήτως οποιασδήποτε θεωρήσεως σχετικής με τον κίνδυνο για την υγεία.

129.

Υπ' αυτή την έννοια, δεν βλέπω αντίθεση προς την προσέγγιση του Δικαστηρίου στην προπαρατεθείσα απόφαση Sandoz.

130.

Πράγματι, στην υπόθεση αυτή το Δικαστήριο διαπίστωσε πρώτα την ύπαρξη κινδύνου για την υγεία, του οποίου η ένταση δεν μπορούσε να καθοριστεί με βεβαιότητα. Κατέληξε ότι μία απαγόρευση διαθέσεως στο εμπόριο ήταν δικαιολογημένη, εκτός αν μπορούσε να αποδειχθεί η ύπαρξη διατροφικής ανάγκης. Η διατροφική ανάγκη συνιστά επομένως κριτήριο διαχειρίσεως του διαπιστωμένου κινδύνου, αλλά όχι αυτόνομο κριτήριο για την απαγόρευση διαθέσεως στο εμπόριο.

131.

Επί του ίδιου ζητήματος της αναλογικότητας, η Επιτροπή εκτιμά ακόμη ότι η σωστή επισήμανση των τροφίμων προσφέρει μία εναλλακτική λύση περισσότερο ανάλογη του επιδιωκόμενου σκοπού από αυτήν της θέσεως εμποδίων στην κυκλοφορία των σχετικών προϊόντων.

132.

Συναφώς, θυμίζω κατ' αρχάς ότι στην προπαρατεθείσα απόφαση Sandoz το Δικαστήριο δεν δέχτηκε τη λύση αυτή, διότι δεν θεώρησε την απαγόρευση της ελεύθερης κυκλοφορίας ως δυσανάλογο μέτρο. Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει, εξάλλου να λαμβάνεται υπ' όψη «[...] ότι, κατά [...] πάγια νομολογία, μεταξύ των αγαθών ή συμφερόντων που προστατεύει το άρθρο 36 της Συνθήκης, την πρώτη θέση κατέχουν η υγεία και η ζωή των ανθρώπων [...] ( 59 ).»

133.

Ακολούθως, μία απλή αναφορά της περιεκτικότητας σε βιταμίνες ενός τροφίμου δεν είναι απαραιτήτως αρκετή. Όπως παρατήρησε η Δανική Κυβέρνηση, μία τέτοια ένδειξη θα γινόταν αντιληπτή από τον μέσο καταναλωτή μάλλον ως προτροπή να αγοράσει, δεδομένου ότι σήμερα οι περισσότεροι καταναλωτές πιστεύουν ακόμη ότι η προσθήκη βιταμινών σε τρόφιμο είναι ευεργετική για την υγεία.

134.

Η Επιτροπή φαίνεται να δέχεται ότι η αναφορά στη συσκευασία της περιεκτικότητας του περιεχομένου σε βιταμίνες θα μπορούσε να συνοδεύεται από προειδοποίηση.

135.

Κατά την άποψη μου, μία τέτοια προειδοποίηση θα έπρεπε να έχει την εξής διατύπωση: «Προσοχή, η κατανάλωση του τροφίμου αυτού μπορεί να προκαλέσει βλάβη στην υγεία σας αν η κανονική διατροφή σας περιλαμβάνει ήδη όλες τις βιταμίνες και τα ανόργανα στοιχεία που χρειάζεται ο οργανισμός σας. Ο κίνδυνος αυτός είναι ακόμη μεγαλύτερος αν καταναλώνετε και άλλα εμπλουτισμένα σε βιταμίνες και ανόργανα στοιχεία τρόφιμα.»

136.

Γίνεται, όμως, αμέσως αντιληπτό ότι μία τέτοια προειδοποίηση μάλλον σύγχυση θα προκαλούσε. Εξάλλου, ο μέσος καταναλωτής, ακόμη και αν είναι επαρκώς πληροφορημένος, θα δυσκολευόταν ιδιαιτέρως να αξιολογήσει το σύνολο των βιταμινών και των ανόργανων στοιχείων που ήδη προσλαμβάνει.

137.

Η Επιτροπή εφιστά επίσης την προσοχή στο γεγονός ότι βιταμινούχα δισκία που περιέχουν βιταμίνες σε συμπυκνωμένες ποσότητες, ιδίως διάφορα είδη βιταμίνης Β, διατίθενται ελεύθερα προς πώληση στη Δανία σε μεγάλα πολυκαταστήματα και άλλα σημεία πωλήσεως.

138.

Κατά την άποψη μου, όμως, ορθώς απαντά η Δανική Κυβέρνηση ότι η πώληση βιταμινών στα πολυκαταστήματα είναι κατάσταση τελείως διαφορετική που δεν πρέπει να συγχέουμε με την πώληση βασικών τροφίμων.

139.

Πράγματι, τα συμπληρώματα διατροφής και τα βιταμινούχα παρασκευάσματα δεν θεωρούνται από τους καταναλωτές τρόφιμα και δεν καταναλώνονται ως τέτοια. Πρόκειται για προϊόντα τα οποία επιλέγει ενεργά ο καταναλωτής, λαμβανομένου υπ' όψη του υποτιθέμενου αποτελέσματός τους. Τα προϊόντα αυτά είναι ένα χρήσιμο εργαλείο για την προσέλκυση των ομάδων πληθυσμού που έχουν συγκεκριμένες διατροφικές ανάγκες, ή που τρέφονται λίγο ή δύσκολα, και που, κατά συνέπεια, δεν λαμβάνουν τη δόση τους σε θρεπτικά στοιχεία μέσω της καθημερινής τους διατροφής.

140.

Δεν θα θεωρούσα, λοιπόν, μια ενδεχόμενη απαγόρευση της διαθέσεως στο εμπόριο, που θα μπορούσε να συνεπάγεται η επίδικη δανική πρακτική, δυσανάλογη προς τον σκοπό της προστασίας της υγείας που η πρακτική αυτή επιδιώκει.

141.

Εν πάση περιπτώσει, η Επιτροπή δεν ισχυρίστηκε ότι το Βασίλειο της Δανίας απέρριψε αίτηση για έγκριση της διαθέσεως στο εμπόριο συγκεκριμένου προϊόντος, ενώ η άρνηση αυτή δεν δικαιολογείται από την προστασία της υγείας ( 60 ).

142.

Για όλους αυτούς τους λόγους, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι η πρακτική της Δανικής Κυβερνήσεως που συνίσταται στη μη χορήγηση άδειας διαθέσεως στην αγορά κανονικού τροφίμου εμπλουτιμένου με βιταμίνες ή με ανόργανα στοιχεία, ακόμη και αν εμπίπτει σε κάποια από τις κατηγορίες για τις οποίες ο Codex Alimentarius προβλέπει τέτοιον εμπλουτισμό, ακόμη και αν ο βαθμός εμπλουτισμού δικαιολογείται από τις διατροφικές ανάγκες του πληθυσμού του, δικαιολογείται από την ανάγκη προστασίας της δημόσιας υγείας κατά την έννοια του άρθρου 30 ΕΚ και βρίσκεται σε αναλογία με τον σκοπό αυτόν.

143.

Η πρακτική αυτή ανταποκρίνεται στις προϋποθέσεις που τέθηκαν από την προπα-ρατεθείσα απόφαση Sandoz, προϋποθέσεις που είναι, κατά την άποψη μου, σύμφωνες με αυτές που απορρέουν από την εφαρμογή της θεωρίας της αναλύσεως του κινδύνου.

144.

Η Δανική Κυβέρνηση απέδειξε επαρκώς ότι η κατάσταση που αποτέλεσε τη βάση της ως άνω αποφάσεως και που χαρακτηριζόταν από επιστημονική αβεβαιότητα σε σχέση με τον κίνδυνο που ενέχει για την υγεία η προσθήκη βιταμινών στα τρόφιμα εξακολουθεί να υφίσταται. Η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι το σκεπτικό που ακολούθησε το Δικαστήριο στην απόφαση αυτή ήταν εσφαλμένο ή ότι δεν έχει πλέον σήμερα εφαρμογή.

145.

Τέλος, το γεγονός ότι άλλα κράτη μέλη εφαρμόζουν λιγότερο αυστηρή πολιτική δεν μπορεί να θέσει σε αμφισβήτηση την ισχύ του σκεπτικού αυτού. Πράγματι, οι κανόνες που διέπουν την ελεύθερη διακίνηση των εμπορευμάτων δεν πρέπει να οδηγούν σε εξίσωση προς τα κάτω του επιπέδου προστασίας της υγείας στην Κοινότητα.

V — Πρόταση

146.

Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω σκέψεων, προτείνω στο Δικαστήριο τα ακόλουθα:

να απορρίψει την προσφυγή·

να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.


( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.

( 2 ) Υπόθεοη 174/82. Συλλογή 1983. ο. 2445.

( 3 ) Βλ., ιδίως, τις αποφάοεις της 24ης Νοεμβρίου 1993. C-267/91 και C-268/01, Keck ζω Mithoūard (Συλλογή 1993. σ. Ι-6097, σκέψη 15). και της 16ης Νοεμβρίου 2000. C-217/99. Επιτοοπή κατά Βελγίου (Συλλογή 2000, σ. Ι-10251. σκέψη 16).

( 4 ) Υπόθεση C-17/93, Συλλογή 1994, σ. Ι-3537, σκέψεις 17 έως 21.

( 5 ) Ε-3/00. EFTA Court Repon 2000-2001. σ. 73, σ-σέψεις 35 και 36.

( 6 ) Υπόθεση C-344/90. Συλλογή 1992. ο. Ι-4719.

( 7 ) Υπόθεση C-95/01. απόςχίοη της 5ης Φεβρουαριου 2004. δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη οτη Συλλογή).

( 8 ) Ο γενικός εισαγγελέας Gulmann προέβη στην ίδια ανάγνωση της προπαρατεθείσας αποφάσεως Sandoz στις προτάσεις του της 8ης Απριλίου 1992 στην προπαρατεθείσα υπόθεση Επιτροπή κατά Γαλλίας: «Επιπλέον, μπορεί να επισημανθεί ότι το Δικαστήριο σε καμία από τις αποφάσεις του δεν αποδέχθηκε μα απαγόρευση των εισαγωγών αποκλειστικά λόγω του ότι δεν υφίστατο ανάγκη τεχνολογικής φύσως και ότι στις αποφάσεις αποδίδεται σταθερά, για αυτονόητους λόγους, μεγάλη σημασία στο ζήτημα της υπάρξεως κινδύνου για την υγεία» (σημείο 11).

( 9 ) Βλ. συναφώς, σκέψη 12 της προπαρατεθείσας αποφάσεως Sandoz: «[...] ένας τέτοιος κίνδυνος δεν μπορεί να αποκλειστεί στο μέτρο που ο καταναλωτής λαμβάνει επιπλέον, με άλλα τρόφιμα, ποσοτητες βιταμινών που δεν είναι δυνατόν να ελεγχθούν και να προβλεφθούν.»

( 10 ) Η υπογράμμιση δική μου.

( 11 ) Βλ. με αυτή την έννοια και Noiville. C, και Sadeleer. Ν.: «La gestion des risques écologiques et sanitaires à l'épreuve des chiffres. Le droit entre enjeux scientifiques et politiques». Revue du Droit de l'Union Européenne. 2001. σ. 389, 436. υποσημείωση 171.

( 12 ) BL επίσης Alemanno. Α.. «Le principe de précaution en droit communautaire. Stratégie de gestion des risques ou risque d' atteinte au Marché intérieur». Revue du Droit de l'Union Européenne, 2001, σ. 917. 940: «Πα πρώτη potili το Δικαστήριο φαίνεται να αναγνωρίζει, παρότι στο obiter dictum δεν αναφέρεται ρητώς στην αρχή της προλήψεως, τη δυνατότητα στα κράτη μέλη να υιοθετούν μέτρα σε κατάσταση επιστημονικής αβεβαιότητας».

( 13 ) EEL 183. ο. 51.

( 14 ) Η υπογράμμιση δική μου.

( 15 ) Η υπογράμμιση δική μου.

( 16 ) CAC/GL 09-1987 (τροποποιήθηκε το 1989 zw το 1991).

( 17 ) Αποφάσεις της 10ης Δεκεμβρίου 1985, 247/84. Motte (Συλλογή 1985. ο.3887.οκεψη 24)· της 6ης Μαΐου 1986. 304/84. Muller κ.λπ. (Συλλογή 1986, α 1511, σκέψη 24)· της 14ης Μαρτίου 1987. 178/84. Ειτιτροπή κατά Γερμανίας, η λεγόμενη «Νόμος της καθαρότητας για το ξύτο» (Συλλογή 1987. ο. 1227. σκέψη 44)· της 13ης Δεκεμβρίου 1990. C42/90. Bellon (Συλλογή 1990. σ. Ι-4863. σκέψη 14), και της 4ης Ιουνίου 1992, C-13/91 και C-113/91, Debus (Συλλογή 1992. ο.Ι-3617. σκέψη 17).

( 18 ) Η υπογράμμιση οική μου.

( 19 ) Η υπογράμμιση δική μου.

( 20 ) Η υπογράμμιση οική μου.

( 21 ) Η υπογράμμιση οική μου.

( 22 ) Βλ.. ιδίως, την προπαρατεθείσα δέλατη τρίτη οκέψη της αιτιολογικής εκθέσεως.

( 23 ) Η υπογράμμιση δική μου.

( 24 ) Βλ. ανωτέπω, οημείο 50.

( 25 ) Nuiville. G. και Sadeker. Ν., όπ.π., σ. 435.

( 26 ) Υπογραμμισμένο στο πρωτότυπο.

( 27 ) Βλ. σημείο 41 της προπαρατεθείσας αποφάσεως του Δικαστηρίου ΕΖΕΣ

( 28 ) Βλ. σημείο 42 της προπαρατεθείοας αποφάσεως ΕΖΕΣ

( 29 ) COM(97) 183 τελικό. Βλ. σ. 20.

( 30 ) COM(2000) 1 τελικό. Β/.., ιδίοις, σημείο 5.

( 31 ) ΕΕ 2002. C 4. ο. 18. Β/.. άρθρο 6.

( 32 ) Βλ. άρθρα 15 και 16.

( 33 ) Απόφαση της 25ης Ιουνίου 2002. σ/ετικά με τη σύναψη. εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας. του πρωτοκόλλου της Καρθαγένης για τη βιοασφάλεια (ΕΕ L 201. σ. 48).

( 34 ) Υπόθεση Τ-13/99 (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή).

( 35 ) Υπόθεση Τ-70/99 (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή).

( 36 ) Έτσι, αν ο καθορισμός του επιπέδου του κινδύνου που κρίνεται ανεπίτρεπτο θεωρείται από το Δικαστήριο ως μέρος του σταδίου της αξιολσγήεως του κινόύνου (βλ. προπαρατεθείσες αποφάσεις Pfizer Anima) Health κατά Συμβουλίου, σκέψη 149, και Alpharma κατά Συμβουλίου, σκέψη 162). κάποιοι σχολιαστές τον θεωρούν μέρος του σταδίου της διαχειρίσεως του κινδύνου (βλ Noiville, C, και Sadeleer. Ν., όπ.π., α. 400, και Alemanno. Α., όπ.π., σ 936). Βλ επίσης Sadeleer, Ν., «Le statut juridique du principe de précaution en droit communautaire: du slogan à la règle». Cahiers de droit européen, 2001, σ. 91, 105: «[...] ο διαχωρισμός που επικαλείται η Επιτροπή μεταξύ της αξιολσ/ήσεως κίνδυνων, το risk assessment στο διεθνές ιδιόλεκτο, και η πολιτική απόφαση που την ακολουθεί, το risk management, αμβλύνεται λόγω της συνεχούς αλληλεπιδράσεως μεταξύ των γεγονότων και των αξιών, της φύσεως και του πολιτισμού, της επιστήμης και της πολιτικής.»

( 37 ) Βλ επίσης Alemanno, Α., όπ.π., σ. 937.

( 38 ) Προπαρατεθείσες αποφάσεις Pfizer Animal Health κατά Συμβουλίου, σκέψη 156. και Alpharma κατά Συμβουλίου, σκέψη 169.

( 39 ) Προπαρατεθείσες αποφάσεις Pfizer Animal Health κατά Συμβουλίου, σκέψη 157, και Alpharma κατά Συμβουλίου, σκέψη 170.

( 40 ) Προπαρατεθείσες αποφάσεις Pfizer Animal Health κατά Συμβουλίου, σκέψη 151 και 152, και Alpharma κατά Συμβουλίου. σ/έψη 164 και 165. Η υπογράμμιση δική μου.

( 41 ) Β/- ιοίως προπσρατεθείαα απόφαση Sandoz, σκέψη 16. προπαρατεθείσα απόφαση Debus, σκέψη 13. αποφάσεις της 27η: Ιουνίου 1996.C-293W4. Brandsma (Συλλογή 19%. α Ι-3159. σκέψη 11), και τη: 17ης Σεπτεμβρίου 1998. C-400/96. Harpegnies (Συλλογή 1998'. σ. Ι-5121, σκέψη 33).

( 42 ) C-121/00 (δεν έχει δημιχτιευθεί ακόμη στη Συλλογή).

( 43 ) Σύμφωνα με την προπιιρατεθείσα ανακοίνωση τη; Επιτροπής για την αρχή της προλήψεοκ. σκέψη 3. «όταν υπάρχουν δυνητικοί κίνδυνοι για το ότι ουνητικοί κίνουνοι θα μπορούσαν να πλήξουν το περι-βιχλλον. την υγεία του ανθρώπου, των ξώων ή των φυτών, αλλά τα διαθέσιμα δεδομένα οεν επιτρέπουν λεπτομερή αξιολόγηση των κινδύνων uirtwv. έχει γίνει πολιτικώς δεκτή η αρχή της προφύλαξης ως στρατηγική όκιχΐιοιαηζ των κινδύτων σε πολλούς τομείς» (η υπογράμμιση δική μου).

( 44 ) Προπαρατεθείσες αποφάσεις Pfizer Animal Health κατά Συμβουλίου, σκέψη 139. και Alpharma κατά Συμβουλίου, σκέψη 152.

( 45 ) Υπόθεση C-157/96. Συλλογή 1996. σ. Ι-2211.

( 46 ) Υπόθεση C-180/96. Συλλογή 1996. σ. Ι-2265.

( 47 ) Προπαρατεθείσε; αποφάσεις National Farmere' Union κ.λπ, σκέψη 63, και Ηνωμένο Βασίλειο κατά Επιτροπής, σκέψη 99.

( 48 ) Προπαρατεθείοες αποφάσεις Pfizer Anima] Health κατά Συμβουλίου. σκέψει; 142 και 144. και Alpharma κατά Συμβουλίου, σκέψεκ 155 και 157.

( 49 ) Βλ. επίσης Salmon, Ν., «A European perspective on the precautionary principle, food safety and the free trade imperative of the WTO», European Law Review, 2002, σ. 138. όπου αναφέρονται τα παρακάτω: «Risk is measured not only by positive knowledge of a quantifiable likelihood, but also by the degree of uncertainty or lack of knowledge about a possible hazard [...]. On the continuum between a merely speculative risk and a conclusively demonstrated one lies a vast stretch of undemonstrated, unquantified but scientifically plausible risks. Within that zone, the risk of harm is real so long as safety is unproven» («Ο κίνδυνος δεν μετράται αποκλειστικά με τη δυνατότητα γνώσεως ενός μετρήσιμου βαθμού πιθανότητας, αλλά και με τον βαθμό αβεβαιότητας ή ελλείψεως γνώσεως σχετικά με έναν πιθανό κίνδυνο [...]. Η διαδρομή από τον εντελώς υποθετικό μέχρι τον αποδεδαγμενο κίνδυνο περνά από ένα ευρύ φάσμα κινδύνων πιθανυ'ιν επιστημονικώς, αλλά οι οποίοι δεν έχουν αποδειχθεί ή δεν κατέστη δυνατό να μετρηθούν [...]. Στη ζώνη αυτή, ενόσω δεν υπάρχουν αποδείξεις για τη μη βλαπτικάτητα, ο κίνδυνος ζημίας είναι πραγματικός.»

( 50 ) Η υπογράμμιση δική μου.

( 51 ) Η υπογράμμιση δική μου.

( 52 ) Η υπογράμμιση οική μου.

( 53 ) Υποθέσεις C-387/99 και C-150/00, απόφαση της 29ης Απριλίου 2004, δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή.

( 54 ) Σημείο 63 των προπαρατεθεθσών προτάσεων.

( 55 ) Υπόβεοη 227/82, Συλλογή 1983. ο. 3883.

( 56 ) Βλ. προπαρατεθείοα απόφαση Van Bennekom. σκέψη 38.

( 57 ) Υπογραμμιομένυ στο προπότυπο.

( 58 ) Σκέψεις 27 και 28 τηςπροπαρατεθείοας αποφάσεως του Δικαστηρίου ΕΖΕΣ Η υπογράμμιση δική μου.

( 59 ) Απότιση της 11ης Noεμβρίου 1994. C-320/93. Ortscheit (Σνλλογή 1994. σ. Ι-5243. σκεψη 16).

( 60 ) Η Επιτροπή δεν υποστήριξε, βεβαίως, ποτέ ότι το Βασίλειο της Δανίας αποσκοπούσε στην προστασία των εμπλουτισμένων τροφίμων που παράγονται στο έδαφός της από τον ανταγωνισμό των τροφίμων παραγωγής ή προελεύσεως από άλλα κράτη μέλη.

Top