EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62000CJ0442

Απόφαση του Δικαστηρίου (έκτο τμήμα) της 12ης Δεκεμβρίου 2002.
Ángel Rodríguez Caballero κατά Fondo de Garantía Salarial (Fogasa).
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Tribunal Superior de Justicia de Castilla-La Mancha - Ισπανία.
Κοινωνική πολιτική - Προστασία των μισθωτών σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη - Οδηγία 80/987/ΕΟΚ - Πεδίο εφαρμογής - .ννοια των απαιτήσεων - .ννοια της αμοιβής - Salarios de tramitacion - Πληρωμή διασφαλιζόμενη από τον οργανισμό εγγυήσεως - Πληρωμή εξαρτώμενη από την έκδοση δικαστικής αποφάσεως.
Υπόθεση C-442/00.

European Court Reports 2002 I-11915

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2002:752

62000J0442

Απόφαση του Δικαστηρίου (έκτο τμήμα) της 12ης Δεκεμβρίου 2002. - Ángel Rodríguez Caballero κατά Fondo de Garantía Salarial (Fogasa). - Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Tribunal Superior de Justicia de Castilla-La Mancha - Ισπανία. - Κοινωνική πολιτική - Προστασία των μισθωτών σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη - Οδηγία 80/987/ΕΟΚ - Πεδίο εφαρμογής - .ννοια των απαιτήσεων - .ννοια της αμοιβής - Salarios de tramitacion - Πληρωμή διασφαλιζόμενη από τον οργανισμό εγγυήσεως - Πληρωμή εξαρτώμενη από την έκδοση δικαστικής αποφάσεως. - Υπόθεση C-442/00.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 2002 σελίδα I-11915


Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό

Διάδικοι


Στην υπόθεση C-442/00,

που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Tribunal Superior de Justicia de Castilla-La-Mancha (Ισπανία) προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 234 ΕΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ

ngel Rodrνguez Caballero

και

Fondo de Garantνa Salarial (Fogasa),

η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία του άρθρου 1 της οδηγίας 80/987/EOK του Συμβουλίου, της 20ής Οκτωβρίου 1980, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με την προστασία των μισθωτών σε περίπτωση αφερεγγυότητος του εργοδότη (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/004, σ. 35),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

(έκτο τμήμα),

συγκείμενο από τους J.-P. Puissochet, πρόεδρο τμήματος, C. Gulmann, Β. Σκουρή, F. Macken και N. Colneric (εισηγητή), δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: L. A. Geelhoed

γραμματέας: R. Grass

λαμβάνοντας υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

- η Ισπανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την M. Lσpez-Monνs Gallego,

- η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, εκπροσωπούμενη από τον J. E. Collins, επικουρούμενο από την K. Smith, barrister,

- η Επιτροπή των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από την I. Martνnez del Peral,

- η Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ, εκπροσωπούμενη από τη D. Sif Tynes,

έχοντας υπόψη την έκθεση τoυ εισηγητή δικαστή,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 27ης Ιουνίου 2002,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Σκεπτικό της απόφασης


1 Με διάταξη της 27ης Οκτωβρίου 2000, που περιήλθε στο Δικαστήριο στις 30 Νοεμβρίου 2000, το Tribunal Superior de Justicia de Castilla-La- Mancha υπέβαλε, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 234 ΕΚ, τρία προδικαστικά ερωτήματα ως προς την ερμηνεία του άρθρου 1 της οδηγίας 80/987/EOK του Συμβουλίου, της 20ής Οκτωβρίου 1980, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με την προστασία των μισθωτών σε περίπτωση αφερεγγυότητος του εργοδότη (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/004, σ. 35, στο εξής: οδηγία).

2 Τα ερωτήματα αυτά ανέκυψαν στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ του Α. Rodrνguez Caballero και του Fondo de Garantνa Salarial (ταμείου εγγυήσεως των μισθών, στο εξής: Fogasa), σχετικά με την άρνηση του Fogasa να καταβάλει στον Α. Rodrνguez Caballero, βάσει της επικουρικής ευθύνης του, τους «salarios de tramitaciσn» (μισθούς καταβαλλόμενους κατά τη διάρκεια της διαδικασίας) που συμφωνήθηκαν μεταξύ του μισθωτού και του εργοδότη του στο πλαίσιο συμβιβασμού παρουσία δικαστικού οργάνου, λόγω της μη σύννομης απολύσεως του Α. Rodrνguez Caballero.

Το κανονιστικό πλαίσιο

Η κοινοτική ρύθμιση

3 Το άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας ορίζει ότι «[η] παρούσα οδηγία ισχύει για τις απαιτήσεις μισθωτών από συμβάσεις εργασίας ή από σχέσεις εργασίας κατά εργοδοτών σε κατάσταση αφερεγγυότητος κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 1».

4 Το άρθρο 2, παράγραφος 2, της οδηγίας διευκρινίζει ότι η οδηγία αυτή δεν θίγει το δικαίωμα των κρατών μελών να διατυπώνουν ορισμούς των εννοιών «μισθωτός», «εργοδότης», «αμοιβή εργασίας», «κεκτημένο δικαίωμα» και «δικαίωμα προσδοκίας».

5 Το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας προβλέπει τα εξής:

«Τα κράτη μέλη θεσπίζουν τα αναγκαία μέτρα ώστε ορισμένοι οργανισμοί εγγυήσεως να διασφαλίζουν, με την επιφύλαξη του άρθρου 4, την πληρωμή των ανεξοφλήτων απαιτήσεων των μισθωτών που προέρχονται από συμβάσεις εργασίας ή από σχέσεις εργασίας και αφορούν την αμοιβή για περίοδο πριν μία ορισμένη ημερομηνία.»

6 Σύμφωνα με το άρθρο 4 της οδηγίας, τα κράτη μέλη έχουν την ευχέρεια να περιορίζουν την κατά το άρθρο 3 υποχρέωση προς πληρωμή των οργανισμών εγγυήσεως, περιορίζοντάς την στις αμοιβές που αντιστοιχούν σε συγκεκριμένη περίοδο ή καθορίζοντας ανώτατο όριο.

7 Σύμφωνα με το άρθρο 10, στοιχείο αα, της οδηγίας, η οδηγία αυτή «δεν θίγει την ευχέρεια των κρατών μελών: [...] να λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα που αποσκοπούν στην αποτροπή καταχρήσεων».

Η ισπανική ρύθμιση

8 Σύμφωνα με το άρθρο 26, παράγραφος 1, του βασιλικού νομοθετικού διατάγματος 1/1995, της 24ης Μαρτίου 1995, περί εγκρίσεως του τροποποιηθέντος κειμένου του Estatuto de los Trabajadores (νόμου περί της νομικής καταστάσεως των εργαζομένων, BOE αριθ. 75, της 29ης Μαρτίου 1995, σ. 9654, στο εξής: νόμος περί των εργαζομένων), θεωρούνται μισθός όλα τα οικονομικά οφέλη, σε χρήμα ή σε είδος, που οι εργαζόμενοι λαμβάνουν ως αντιπαροχή για τις υπηρεσίες που παρέχουν επαγγελματικά για λογαριασμό άλλου, εφόσον τα οφέλη αυτά αμείβουν την πραγματική εργασία, ασχέτως μορφής της αμοιβής αυτής, ή τις περιόδους αναπαύσεως που εξομοιώνονται με εργασία.

9 To άρθρο 33, παράγραφος 1, του νόμου περί των εργαζομένων ορίζει τα εξής:

«1. Το Ταμείο εγγυήσεως των μισθών, αυτοτελής οργανισμός υπαγόμενος στο Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικής Ασφαλίσεως, με νομική προσωπικότητα και ικανότητα διενέργειας πράξεων για την υλοποίηση των σκοπών του, καταβάλλει στους εργαζομένους το ποσό των μισθών που τους οφείλονται σε περίπτωση αφερεγγυότητας, αναστολής πληρωμών, πτωχεύεως ή δικαστικής εξυγιάνσεως των επιχειρηματιών.

Για τους σκοπούς του προηγουμένου εδαφίου, μισθός θεωρείται το ποσό το οποίο αναγνωρίζεται ως τέτοιο στην πράξη συμβιβασμού ή στη δικαστική απόφαση, σε όλες τις περιπτώσεις που διαλαμβάνονται στο άρθρο 26, παράγραφος 1, καθώς και η πρόσθετη αποζημίωση που καταβάλλεται ως "salarios de tramitaciσn", την καταβολή της οποίας αποφασίζει ενδεχομένως η αρμόδια δικαστική αρχή, εξυπακουομένου ότι το Ταμείο δεν καταβάλλει, σε μία ή πλείονες περιπτώσεις, ποσό μεγαλύτερο από το γινόμενο που προκύπτει από τον πολλαπλασιασμό του διπλάσιου του κατώτατου διεπαγγελματικού ημερήσιου μισθού επί τον αριθμό των ημερών για τις οποίες δεν καταβλήθηκε μισθός, με ανώτατο όριο τις εκατόν είκοσι ημέρες».

10 Κατά την παράγραφο 4 του ίδιου άρθρου 33 του νόμου περί των εργαζομένων, το Ταμείο αναλαμβάνει την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που διαλαμβάνονται στις προηγούμενες παραγράφους αφού εξετάσει τον φάκελο για να ελέγξει το βάσιμο του αιτήματος.

11 To άρθρο 56, παράγραφοι 1 και 2, του νόμου περί των εργαζομένων προβλέπει τα εξής:

«1. Οσάκις η απόλυση κρίνεται μη σύννομη, ο εργοδότης, εντός προθεσμίας πέντε ημερών από την κοινοποίηση της δικαστικής αποφάσεως, μπορεί να επιλέξει μεταξύ της αναπροσλήψεως του εργαζομένου, η οποία συνοδεύεται από την καταβολή των "salarios de tramitaciσn", όπως προβλέπονται υπό το στοιχείο b της παρούσας παραγράφου, και της καταβολής των ακόλουθων ποσών, τα οποία πρέπει να καθοριστούν με τη δικαστική απόφαση:

a) αποζημίωση ισοδύναμη προς 45 ημέρες μισθού ανά έτος υπηρεσίας, διευκρινιζομένου ότι οι μικρότερες από έτος περίοδοι λαμβάνονται αναλογικά κατά τον υπολογισμό υπόψη σε μηνιαία βάση με ανώτατο όριο τους 42 μηνιαίους μισθούς·

b) ποσό ίσο προς το άθροισμα των μισθών που οφείλονται από την ημερομηνία της απολύσεως μέχρι την κοινοποίηση της δικαστικής αποφάσεως με την οποία η απόλυση κρίνεται μη σύννομη ή μέχρι την εκ μέρους του εργαζομένου εξεύρεση εργασίας, αν η πρόσληψη αυτή προηγείται της εκδόσεως της αποφάσεως ή αν ο εργοδότης αποδεικνύει την καταβολή των ποσών προκειμένου αυτά να αφαιρεθούν από τους "salarios de tramitaciσn".

Ο εργοδότης πρέπει να συνεχίσει να δηλώνει τον εργαζόμενο στα μητρώα της κοινωνικής ασφαλίσεως κατά την περίοδο που αντιστοιχεί στους μισθούς που διαλαμβάνονται στην περίπτωση b ανωτέρω.

2. Οσάκις η επιλογή μεταξύ της αναπροσλήψεως και της αποζημιώσεως βαρύνει τον εργοδότη, το ποσό που διαλαμβάνεται στην περίπτωση b της προηγουμένης παραγράφου περιορίζεται στους μισθούς που οφείλονται από την ημερομηνία της απολύσεως μέχρι την ημερομηνία του προηγουμένου συμβιβασμού αν, στη συμφωνία περί συμβιβασμού, ο εργοδότης αναγνωρίζει το μη σύννομο της απολύσεως και προσφέρει την αποζημίωση που προβλέπεται στην περίπτωση a της προηγουμένης παραγράφου, θέτοντάς την στη διάθεση του εργαζομένου στο Juzgado de lo Social εντός προθεσμίας 48 ωρών μετά τη σύναψη της συμφωνίας περί συμβιβασμού.»

12 Το άρθρο 63 του βασιλικού νομοθετικού διατάγματος 2/1995, της 7ης Απριλίου 1995, περί εγκρίσεως του τροποποιηθέντος κειμένου του Ley de Procedimiento Laboral (νόμου περί της διαδικασίας εργατικών διαφορών, BOE αριθ. 86, της 11ης Απριλίου 1995, σ. 10695, στο εξής: LPL), επιβάλλει, πριν από την έναρξη ένδικης διαδικασίας, μια διαδικασία συμβιβασμού ενώπιον διοικητικής υπηρεσίας.

13 Το άρθρο 84 του LPL επιβάλλει, μετά την αποτυχία του συμβιβασμού ενώπιον της υπηρεσίας αυτής, μια νέα διαδικασία συμβιβασμού ενώπιον του αρμόδιου δικαιοδοτικού οργάνου.

Η διαφορά της κύριας δίκης

14 Ο Α. Rodrνguez Caballero, υπεύθυνος των εξωτερικών σχέσεων της επιχειρήσεως AB Diario de Bolsillo SL, απολύθηκε από τον εργοδότη τους στις 30 Μαρτίου 1997. Η ένδικη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 84 του LPL οδήγησε σε συμφωνία, βάσει της οποίας η εν λόγω επιχείρηση, αφενός, αναγνώρισε τον μη σύννομο χαρακτήρα της απολύσεως και, αφετέρου, δέχθηκε ότι οι «salarios de tramitaciσn» τους οποίους αυτή όφειλε, ύψους 136 896 ισπανικών πεσετών (ESP), θα καταβάλλονταν από την ημερομηνία της απολύσεως μέχρι την ημέρα της συμφωνίας περί συμβιβασμού.

15 Οι εν λόγω «salarios de tramitaciσn» δεν καταβλήθηκαν από την επιχείρηση. Η μη καταβολή τους είχε ως συνέπεια την κίνηση της διαδικασίας εκτελέσεως, κατά την οποία η επιχείρηση AB Diario de Bolsillo SL κηρύχθηκε αφερέγγυα. Ο Α. Rodrνguez Caballero ζήτησε κατόπιν αυτού από το Fogasa να του καταβάλει τους «salarios de tramitaciσn», αίτημα το οποίο απορρίφθηκε με απόφαση της 30ής Απριλίου 1998 του εν λόγω Ταμείου.

16 Ο Α. Rodrνguez Caballero άσκησε προσφυγή κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του Juzgado de lo Social nΊ 2 de Albacete (Ισπανία). Με απόφαση της 16ης Απριλίου 1999, το δικαστήριο αυτό απέρριψε την προσφυγή με το αιτιολογικό ότι το άρθρο 33 του νόμου περί των εργαζομένων δεν προβλέπει θεμελίωση της επικουρικής ευθύνης του Fogasa για τους «salarios de tramitaciσn» παρά μόνον οσάκις αυτοί έχουν αναγνωρισθεί από το αρμόδιο δικαστήριο και όχι στην περίπτωση που προκύπτουν από πράξεις συμβιβασμού μεταξύ των μερών.

17 Ο Α. Rodrνguez Caballero άσκησε έφεση κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του Tribunal Superior de Justicia de Castilla-La-Mancha.

Τα προδικαστικά ερωτήματα

18 Με τη διάταξη περί παραπομπής, το Tribunal Superior de Justicia de Castilla-La-Mancha διαπιστώνει ότι, κατά το άρθρο 33 του νόμου περί των εργαζομένων, όπως έχει ερμηνευθεί ιδίως από το Tribunal Supremo (Ισπανία), το Fogasa ευθύνεται, οσάκις η απαίτηση έχει αναγνωριστεί κατά τη διαδικασία του συμβιβασμού ενώπιον δικαιοδοτικού ή διοικητικού οργάνου, μόνο για τους τακτικούς μισθούς και όχι για τους «salarios de tramitaciσn». Για να περιληφθούν στην εγγύηση του μισθού, οι τελευταίοι αυτοί μισθοί πρέπει να έχουν αναγνωριστεί με δικαστική απόφαση.

19 Ωστόσο, όσον αφορά την επικουρική παρέμβαση του Fogasa, το εν λόγω Tribunal θεωρεί ότι δεν υπάρχουν εύλογα επιχειρήματα βάσει των οποίων να μπορεί να γίνει διάκριση μεταξύ των απαιτήσεων από σχέση εργασίας που αφορούν τους «salarios de tramitaciσn» και των απαιτήσεων που αφορούν άλλους μισθούς.

20 Κατά το ισπανικό δίκαιο, για να θεμελιωθεί η ευθύνη του Fogasa έναντι των απαιτήσεων για τακτικούς μισθούς, θα αρκούσε οι απαιτήσεις αυτές να έχουν αναγνωριστεί στο πλαίσιο οποιουδήποτε είδους συμβιβασμού, ο οποίος θα είχε επιτευχθεί ενώπιον δικαιοδοτικού ή διοικητικού οργάνου.

21 Ο συμβιβασμός που επιτυγχάνεται ενώπιον δικαιοδοτικού οργάνου είναι υποχρεωτικός και πρέπει να εγκρίνεται από το όργανο αυτό το οποίο, επιπλέον, οφείλει να καλεί τα μέρη σε διαπραγμάτευση. Σε κάθε περίπτωση, ο συμβιβασμός μπορεί να προσβληθεί, ακόμα και από το Fogasa, αν αυτό θεωρεί ότι είναι αντίθετος προς τον νόμο ή προς τα συμφέροντά του.

22 Η θεμελίωση της επικουρικής ευθύνης του Fogasa προϋποθέτει, αφού επιχειρηθεί η εκτέλεση της συμφωνίας που επιτεύχθηκε βάσει συμβιβασμού, ένδικη διαδικασία συνισταμένη σε δικαστική κήρυξη προσωρινής αφερεγγυότητας της επιχειρήσεως, διαδικασία στο πλαίσιο της οποίας το Fogasa διαθέτει ειδικό δικαίωμα παρεμβάσεως για να υποβάλει κάθε παρατήρηση που κρίνει πρόσφορη.

23 Κατά το αιτούν δικαστήριο, το Fogasa μπορεί, σε κάθε περίπτωση, με αιτιολογημένη απόφαση εκδιδομένη στο πλαίσιο της διαδικασίας που κινείται κατόπιν αιτήσεως του εργαζομένου, να αρνηθεί την αιτουμένη επικουρικώς καταβολή αν θεωρεί ότι η συμφωνία περί συμβιβασμού συνιστά παράβαση του νόμου. Μπορεί επίσης να αρνηθεί την καταβολή αυτή στην περίπτωση κατά την οποία η απαίτηση από τη σχέση εργασίας έχει αναγνωριστεί με δικαστική απόφαση. Υπό τις συνθήκες αυτές, το Fogasa διαθέτει συνεπώς επαρκείς εγγυήσεις για να αποφύγει κάθε είδους απάτη.

24 Με βάση το σκεπτικό αυτό, το Tribunal Superior de Justicia de Castilla-La-Mancha αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα τρία προδικαστικά ερωτήματα:

«1) Πρέπει να θεωρηθεί μια έννοια όπως η επίμαχη στο πλαίσιο της παρούσας διαφοράς, ήτοι η έννοια των "salarios de tramitaciσn" που η επιχείρηση πρέπει να καταβάλει στον εργαζόμενο συνεπεία του μη σύννομου χαρακτήρα απολύσεως, ότι εμπίπτει στην έννοια των "απαιτήσεων μισθωτών από συμβάσεις εργασίας ή από σχέσεις εργασίας" που διαλαμβάνεται στο άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας 80/987/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 20ής Οκτωβρίου 1980, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με την προστασία των μισθωτών σε περίπτωση αφερεγγυότητος του εργοδότη;

2) Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, απορρέει από το άρθρο 1, παράγραφος 1, της προπαρατεθείσας οδηγίας 80/987 υποχρέωση σύμφωνα με την οποία οι απαιτήσεις των μισθωτών εργαζομένων πρέπει να καθορίζονται με δικαστική ή διοικητική απόφαση ή οι απαιτήσεις αυτές περιλαμβάνουν όλες τις απαιτήσεις που απορρέουν από σχέση εργασίας και αναγνωρίζονται με οποιαδήποτε άλλη νόμιμη διαδικασία δυναμένη να ελεγχθεί δικαστικώς, όπως είναι ο συμβιβασμός, ο οποίος πρέπει υποχρεωτικά να επιχειρηθεί και να επιτευχθεί ενώπιον δικαιοδοτικού οργάνου το οποίο οφείλει, αφενός, να καλέσει τα μέρη σε διαπραγμάτευση προτού κινήσει την ένδικη διαδικασία και, αφετέρου, να εγκρίνει το περιεχόμενο του συμβιβασμού και το οποίο μπορεί να απορρίψει τη σύναψη της συμφωνίας περί συμβιβασμού αν θεωρεί ότι το περιεχόμενό του συνεπάγεται σοβαρή ζημία για ένα από τα μέρη, καταστρατήγηση νόμου ή κατάχρηση δικαιώματος;

3) Αν θεωρηθεί ότι οι "salarios de tramitaciσn" που συμφωνήθηκαν βάσει συμβιβασμού επιτευχθέντος ενώπιον δικαιοδοτικού οργάνου και εγκριθέντος από το όργανο αυτό πρέπει να περιλαμβάνονται στην ως άνω έννοια των απαιτήσεων των μισθωτών εργαζομένων, μπορεί το δικαιοδοτικό όργανο εσωτερικού δικαίου που πρέπει να εκδικάσει τη διαφορά να μην εφαρμόσει τον κανόνα του εσωτερικού δικαίου που αποκλείει την εν λόγω απαίτηση από σχέση εργασίας από το πεδίο ευθύνης του κρατικού φορέα εγγυήσεως, ήτοι του Ταμείου εγγυήσεων των μισθών, και να εφαρμόσει απευθείας το άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας, στον βαθμό που θεωρεί ότι η διάταξη αυτή είναι σαφής, ακριβής και ανεπιφύλακτη;»

Επί του πρώτου και του δευτέρου ερωτήματος

25 Με το πρώτο και το δεύτερο ερώτημα, τα οποία πρέπει να συνεξεταστούν, το αιτούν δικαστήριο ερωτά κατ' ουσίαν αν και, ενδεχομένως, υπό ποιες προϋποθέσεις οι απαιτήσεις που αντιστοιχούν σε «salarios de tramitaciσn» εμπίπτουν στην έννοια των «απαιτήσεων μισθωτών από συμβάσεις εργασίας ή από σχέσεις εργασίας» που διαλαμβάνεται στο άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας.

26 Πρέπει εκ προοιμίου να τονιστεί ότι από τον συνδυασμό των άρθρων 1, παράγραφος 1, και 3, παράγραφος 1, της οδηγίας προκύπτει ότι η οδηγία αυτή αφορά τις απαιτήσεις μισθωτών από συμβάσεις εργασίας ή από σχέσεις εργασίας μόνον εφόσον οι απαιτήσεις αυτές αφορούν την αμοιβή κατά την έννοια του εν λόγω άρθρου 3, παράγραφος 1.

27 Σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 2, της οδηγίας, εναπόκειται στο εθνικό δίκαιο να διευκρινίσει τον όρο «αμοιβή» και να προσδιορίσει το περιεχόμενό του. Εν προκειμένω, η οδηγία παραπέμπει συνεπώς στο ισπανικό δίκαιο.

28 Καθορίζοντας τους μισθούς που βαρύνουν το Fogasa, το άρθρο 33 του νόμου περί των εργαζομένων περιλαμβάνει στους μισθούς, σύμφωνα με την ερμηνεία του Tribunal Supremo, πλέον του μισθού κατά την έννοια του άρθρου 26, παράγραφος 1, του νόμου περί των εργαζομένων, και τους «salarios de tramitaciσn», στον βαθμό και μόνο στον οποίο οι μισθοί αυτοί έχουν καθοριστεί με δικαστική απόφαση.

29 Ανακύπτει ωστόσο το ζήτημα αν η ευχέρεια που αναγνωρίζεται στο εθνικό δίκαιο να διευκρινίζει τις παροχές που βαρύνουν τον οργανισμό εγγυήσεως υπόκειται σε επιταγές που απορρέουν από το κοινοτικό δίκαιο και αν, διατυπώνοντας τον ορισμό της «αμοιβής», κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 2, της οδηγίας, το Βασίλειο της Ισπανίας συμμορφώθηκε με τις επιταγές αυτές.

30 Όσον αφορά την ύπαρξη των επιταγών αυτών, πρέπει να υπομνηστεί, αφενός, ότι, κατά πάγια νομολογία, τα θεμελιώδη δικαιώματα αποτελούν αναπόσπαστο μέρος των γενικών αρχών του δικαίου, την τήρηση του οποίου διασφαλίζει το Δικαστήριο, και, αφετέρου, ότι οι επιταγές που απορρέουν από την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων στην κοινοτική έννομη τάξη δεσμεύουν επίσης τα κράτη μέλη όταν εφαρμόζουν κοινοτικές ρυθμίσεις. Εν συνεχεία, τα κράτη μέλη οφείλουν, κατά το μέτρο του δυνατού, να εφαρμόζουν τις ρυθμίσεις αυτές κατά τρόπο που να μην αντιβαίνει στις προαναφερθείσες επιταγές (βλ. αποφάσεις της 24ης Μαρτίου 1994, C-2/92, Bostock, Συλλογή 1994, σ. I-955, σκέψη 16, και της 13ης Απριλίου 2000, C-292/97, Karlsson κ.λπ., Συλλογή 2000, σ. Ι-2737, σκέψη 37).

31 Εφόσον μια εθνική ρύθμιση εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου, το Δικαστήριο, εφόσον του υποβάλλεται προδικαστικό ερώτημα, πρέπει να παρέχει όλα τα ερμηνευτικά στοιχεία που είναι απαραίτητα για να μπορέσει το εθνικό δικαστήριο να εκτιμήσει αν η ρύθμιση αυτή συμβιβάζεται με τα θεμελιώδη δικαιώματα, τον σεβασμό των οποίων διασφαλίζει το Δικαστήριο (αποφάσεις της 18ης Ιουνίου 1991, C-260/89, ΕΡΤ, Συλλογή 1991, σ. Ι-2925, σκέψη 42, και της 19ης Νοεμβρίου 1998, C-85/97, SFI, Συλλογή 1998, σ. Ι-7447, σκέψη 29).

32 Μεταξύ των θεμελιωδών δικαιωμάτων συγκαταλέγεται, κυρίως, η γενική αρχή της ισότητας και της απαγορεύσεως των διακρίσεων. Η αρχή αυτή επιβάλλει να μην αντιμετωπίζονται κατά διαφορετικό τρόπο οι παρεμφερείς καταστάσεις, εκτός αν η διαφοροποίηση δικαιολογείται αντικειμενικώς (βλ., για παράδειγμα, αποφάσεις της 12ης Ιουλίου 2001, C-189/01, Jippes, Συλλογή 2001, σ. I-5689, σκέψη 129, και της 23ης Νοεμβρίου 1999, C-149/96, Πορτογαλία κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1999, σ. I-8395, σκέψη 91).

33 Τόσο όμως από το σκεπτικό της διατάξεως περί παραπομπής όσο και από τις γραπτές παρατηρήσεις της Ισπανικής Κυβερνήσεως προκύπτει ότι, κατά την ισπανική νομοθεσία, όλοι οι παράνομα απολυθέντες εργαζόμενοι τελούν στην ίδια κατάσταση, υπό την έννοια ότι έχουν δικαίωμα επί των «salarios de tramitaciσn». Ωστόσο, σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη, το άρθρο 33, παράγραφος 1, του νόμου περί των εργαζομένων επιφυλάσσει στους απολυθέντες εργαζομένους διαφορετική μεταχείριση, στον βαθμό που το δικαίωμα επί της εκ μέρους του Fogasa εξοφλήσεως των απαιτήσεων που αφορούν τους «salarios de tramitaciσn» αναγνωρίζεται μόνο για τις απαιτήσεις που έχουν καθοριστεί με δικαστική απόφαση.

34 Μια τέτοια διαφορετική μεταχείριση μπορεί να γίνει δεκτή μόνον εφόσον είναι αντικειμενικώς δικαιολογημένη.

35 Για να δικαιολογήσει την εν λόγω διαφορετική μεταχείριση, η Ισπανική Κυβέρνηση στηρίζεται ρητώς στο άρθρο 10 της οδηγίας και ισχυρίζεται ότι η επίμαχη διαφοροποίηση αποσκοπεί στην αποφυγή των καταχρήσεων.

36 Είναι γεγονός ότι το άρθρο 10 της οδηγίας επιτρέπει στα κράτη μέλη να λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα που αποσκοπούν στην αποτροπή καταχρήσεων. Ωστόσο, από τις διευκρινίσεις που περιέχει η διάταξη περί παραπομπής και από τις παρατηρήσεις της Ισπανικής Κυβερνήσεως σχετικά με τον ρόλο του Fogasa προκύπτει ότι το Ταμείο αυτό διαθέτει επαρκείς εγγυήσεις για να είναι σε θέση να αποτρέψει κάθε είδους απάτη. Το Fogasa μπορεί, μεταξύ άλλων, σε κάθε περίπτωση, με αιτιολογημένη απόφαση εκδιδόμενη στο πλαίσιο της διαδικασίας που κινείται κατόπιν αιτήσεως του εργαζομένου, να αρνηθεί την επικουρικώς αιτούμενη πληρωμή, αν θεωρεί ότι η συμφωνία περί συμβιβασμού συνιστά παράβαση του νόμου.

37 Εξάλλου, από το σκεπτικό της διατάξεως περί παραπομπής προκύπτει ότι τον συμβιβασμό, εφόσον πραγματοποιείται βάσει του άρθρου 84 του LPL, τον εποπτεύει εκ του σύνεγγυς το δικαιοδοτικό όργανο το οποίο καλείται να τον εγκρίνει.

38 Έτσι, το γεγονός ότι η εξόφληση των απαιτήσεων που αφορούν τους «salarios de tramitaciσn» διασφαλίζεται από το Fogasa μόνον εφόσον οι μισθοί αυτοί έχουν καθοριστεί με δικαστική απόφαση δεν μπορεί να θεωρηθεί αναγκαίο μέτρο για να αποφευχθούν οι καταχρήσεις κατά την έννοια του άρθρου 10 της οδηγίας.

39 Δεδομένου ότι κανένα άλλο επιχείρημα δεν προβλήθηκε για να δικαιολογηθεί η διαφορετική μεταχείριση που αναφέρθηκε στη σκέψη 33 της παρούσας αποφάσεως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι δεν διατυπώθηκαν πειστικά επιχειρήματα, βάσει των οποίων να μπορεί να δικαιολογηθεί η διαφοροποίηση μεταξύ, αφενός, των απαιτήσεων σχετικά με τακτικούς μισθούς και των απαιτήσεων για «salarios de tramitaciσn» που έχουν αναγνωριστεί με δικαστική απόφαση και, αφετέρου, των απαιτήσεων για «salarios de tramitaciσn» που έχουν αναγνωριστεί στο πλαίσιο διαδικασίας περί συμβιβασμού, προκειμένου να αποκλειστούν οι τελευταίες απαιτήσεις από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας.

40 Κατόπιν των προεκτεθέντων, στο πρώτο και στο δεύτερο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι οι απαιτήσεις που αντιστοιχούν σε «salarios de tramitaciσn» πρέπει να θεωρούνται απαιτήσεις μισθωτών από συμβάσεις εργασίας ή από σχέσεις εργασίας οι οποίες αφορούν την αμοιβή, κατά την έννοια των άρθρων 1, παράγραφος 1, και 3, παράγραφος 1, της οδηγίας, ανεξάρτητα από τη διαδικασία βάσει της οποίας οι απαιτήσεις αυτές έχουν καθοριστεί, αν, σύμφωνα με την οικεία εθνική ρύθμιση, στις απαιτήσεις αυτές, οι οποίες έχουν αναγνωριστεί με δικαστική απόφαση, θεμελιώνεται η ευθύνη του οργανισμού εγγυήσεως και αν δεν δικαιολογείται αντικειμενικώς η διαφορετική μεταχείριση πανομοιότυπων απαιτήσεων, οι οποίες έχουν καθοριστεί στο πλαίσιο διαδικασίας περί συμβιβασμού.

Επί του τρίτου ερωτήματος

41 Με το τρίτο ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ' ουσίαν, αν δικαιούται να μην εφαρμόσει εθνική ρύθμιση όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, στην περίπτωση κατά την οποία η ρύθμιση αυτή αποκλείει, κατά τρόπο συνεπαγόμενο διακρίσεις, απαιτήσεις αντιστοιχούσες σε «salarios de tramitaciσn», που δεν έχουν καθοριστεί με δικαστική απόφαση, από την έννοια της «αμοιβής» κατά το άρθρο 2, παράγραφος 2, της οδηγίας.

42 Εφόσον διαπιστώθηκε δυσμενής διάκριση αντίθετη προς το κοινοτικό δίκαιο και ενόσω δεν έχουν ληφθεί μέτρα για την αποκατάσταση της ίσης μεταχειρίσεως, η τήρηση της αρχής της ισότητας μπορεί να διασφαλιστεί μόνο με την παροχή στα άτομα της κατηγορίας που τυγχάνει δυσμενούς μεταχειρίσεως των ιδίων πλεονεκτημάτων με εκείνα που παρέχονται στα άτομα της ευνοημένης κατηγορίας.

43 Σε μια τέτοια περίπτωση, το εθνικό δικαστήριο οφείλει να μην εφαρμόζει κάθε εθνική διάταξη συνεπαγόμενη διακρίσεις, χωρίς να ζητεί ή να αναμένει την προηγούμενη εξάλειψη της διατάξεως αυτής εκ μέρους του νομοθέτη, και να εφαρμόζει στα μέλη της ομάδας που τυγχάνει δυσμενούς μεταχειρίσεως το ίδιο καθεστώς που ισχύει για τους λοιπούς εργαζομένους (βλ., όσον αφορά την ισότητα αμοιβών μεταξύ ανδρών και γυναικών εργαζομένων, αποφάσεις της 7ης Φεβρουαρίου 1991, C-184/89, Nimz, Συλλογή 1991, σ. Ι-297, σκέψεις 18 έως 20, και της 28ης Σεπτεμβρίου 1994, C-408/92, Avdel Systems, Συλλογή 1994, σ. I-4435, σκέψη 16).

44 Κατά συνέπεια, στο τρίτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το εθνικό δικαστήριο πρέπει να μην εφαρμόζει εσωτερική ρύθμιση αποκλείουσα, κατά παραβίαση της αρχής της ισότητας, από την έννοια της «αμοιβής» κατά το άρθρο 2, παράγραφος 2, της οδηγίας τις απαιτήσεις που αντιστοιχούν σε «salarios de tramitaciσn», οι οποίοι έχουν συμφωνηθεί στο πλαίσιο διαδικασίας περί συμβιβασμού επιτευχθέντος ενώπιον δικαιοδοτικού οργάνου και εγκριθέντος εκ μέρους του οργάνου αυτού· το εθνικό δικαστήριο πρέπει να εφαρμόζει στα μέλη της ομάδας την οποία αφορά η εν λόγω δυσμενής διάκριση το καθεστώς που ισχύει για τους μισθωτούς των οποίων οι απαιτήσεις του αυτού είδους εμπίπτουν, βάσει του εθνικού ορισμού της εννοίας της «αμοιβής», στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας.

Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


Επί των δικαστικών εξόδων

45 Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η Ισπανική Κυβέρνηση και η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, καθώς και η Επιτροπή και η Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ, οι οποίες κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

Διατακτικό


Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

(έκτο τμήμα)

κρίνοντας επί των ερωτημάτων που του υπέβαλε με διάταξη της 27ης Οκτωβρίου 2000 το Tribunal Superior de Justicia de Castilla-La-Mancha, αποφαίνεται:

1) Οι απαιτήσεις που αντιστοιχούν σε «salarios de tramitaciσn» πρέπει να θεωρούνται απαιτήσεις μισθωτών από συμβάσεις εργασίας ή από σχέσεις εργασίας οι οποίες αφορούν την αμοιβή, κατά την έννοια των άρθρων 1, παράγραφος 1, και 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 80/987/EOK του Συμβουλίου, της 20ής Οκτωβρίου 1980, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με την προστασία των μισθωτών σε περίπτωση αφερεγγυότητος του εργοδότη, ανεξάρτητα από τη διαδικασία βάσει της οποίας οι απαιτήσεις αυτές έχουν καθοριστεί, αν, σύμφωνα με την οικεία εθνική ρύθμιση, στις απαιτήσεις αυτές, οι οποίες έχουν αναγνωριστεί με δικαστική απόφαση, θεμελιώνεται η ευθύνη του οργανισμού εγγυήσεως και αν δεν δικαιολογείται αντικειμενικώς η διαφορετική μεταχείριση πανομοιότυπων απαιτήσεων, οι οποίες έχουν καθοριστεί στο πλαίσιο διαδικασίας περί συμβιβασμού.

2) Το εθνικό δικαστήριο πρέπει να μην εφαρμόζει εσωτερική ρύθμιση αποκλείουσα, κατά παραβίαση της αρχής της ισότητας, από την έννοια της «αμοιβής» κατά το άρθρο 2, παράγραφος 2, της οδηγίας 80/987 τις απαιτήσεις που αντιστοιχούν σε «salarios de tramitaciσn», οι οποίοι έχουν συμφωνηθεί στο πλαίσιο διαδικασίας περί συμβιβασμού επιτευχθέντος ενώπιον δικαιοδοτικού οργάνου και εγκριθέντος εκ μέρους του οργάνου αυτού· το εθνικό δικαστήριο πρέπει να εφαρμόζει στα μέλη της ομάδας την οποία αφορά η εν λόγω δυσμενής διάκριση το καθεστώς που ισχύει για τους μισθωτούς των οποίων οι απαιτήσεις του αυτού είδους εμπίπτουν, βάσει του εθνικού ορισμού της εννοίας της «αμοιβής», στο πεδίο εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας.

Top