62001J0082

Απόφαση του Δικαστηρίου (έκτο τμήμα) της 24ης Οκτωβρίου 2002. - Aéroports de Paris κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. - Αίτηση αναιρέσεως - Ανταγωνισμός - Αεροπορικές μεταφορές - Διαχείριση αεροδρομίων - Κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως - Άνισα τέλη. - Υπόθεση C-82/01 P.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 2002 σελίδα I-09297


Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό

Λέξεις κλειδιά


1. Αναίρεση - Απαιτούμενος τύπος - ροσκόμιση όλων των συνημμένων που μνηνονεύονται στα διαδικαστικά έγγραφα - αράβαση της απαιτήσεως αυτής σε σχέση με έγγραφα τα οποία είχαν ήδη προσκομισθεί ενώπιον του ρωτοδικείου - ερίπτωση απαραδέκτου της αιτήσεως αναιρέσεως - Δεν υφίσταται

(Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου, άρθρο 37 §§ 1 και 4, και 112 §§ 1 και 2)

2. Ανταγωνισμός - Μεταφορές - Κανόνες του ανταγωνισμού - Αεροπορικές μεταφορές - Κανονισμός 3975/87 - εδίο εφαρμογής - Δραστηριότητες που αφορούν άμεσα τη δραστηριότητα των αεροπορικών μεταφορών - Υπαγωγή - Δραστηριότητα διαχειριστή αερολιμένος - Δεν εμπίπτει

(Κανονισμοί του Συμβουλίου 17 και 3975/87)

3. Αναίρεση - Λόγοι - αραμόρφωση της θεωρούμενης ως αποδεικτικού στοιχείου εθνικής νομοθεσίας - αραδεκτός λόγος

[Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 168 Α (νυν άρθρο 225 ΕΚ)· Οργανισμός ΕΚ του Δικαστηρίου, άρθρο 51, εδ. 1]

4. Ανταγωνισμός - Κοινοτικοί κανόνες - Επιχείρηση - Έννοια - Δημόσιος οργανισμός που διαχειρίζεται αερολιμενικές εγκαταστάσεις - Εμπίπτει

[Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 86 (νυν άρθρο 82 ΕΚ)]

5. Ανταγωνισμός - Δεσπόζουσα θέση - Έννοια - Δημόσιος οργανισμός που διαθέτει το νόμιμο μονοπώλιο διαχειρίσεως αερολιμενικών εγκαταστάσεων που είναι απαραίτητες για την παροχή υπηρεσιών εδάφους - Εμπίπτει

[Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 86 (νυν άρθρο 82 ΕΚ)]

6. Ανταγωνισμός - Δεσπόζουσα θέση - Κατάχρηση - Δυσμενείς διακρίσεις από τον φορέα διαχειρίσεως αεροδρομίου ως προς τις τιμές που ισχύουν μεταξύ επιχειρήσεων παροχής υπηρεσιών εδάφους σε τρίτους και επιχειρήσεων που εφαρμόζουν το σύστημα της εξυπηρετήσεως δι' ιδίων μέσων

[Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 86, εδ. 2, στοιχ. γ_ (νυν άρθρο 82, εδ. 2, στοιχ. γ_, ΕΚ)]

Περίληψη


1. Το άρθρο 112, παράγραφοι 1 και 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου σχετικά με τις προϋποθέσεις τις οποίες πρέπει να πληροί η αίτηση αναιρέσεως προβλέπει την εφαρμογή του άρθρου 37 του ιδίου κανονισμού, σύμφωνα με το οποίο κάθε διαδικαστικό έγγραφο πρέπει «να συνοδεύεται από όλα τα συνημμένα που αναφέρονται σε αυτό». Εντούτοις, η μη τήρηση της προϋποθέσεως αυτής δεν μπορεί να θεωρηθεί, σε περίπτωση που οι λοιποί διάδικοι που μετέχουν στην κατ' αναίρεση δίκη δεν έχουν υποστεί βλάβη, ότι αποτελεί πλημμέλεια η οποία καθιστά απαράδεκτη την αίτηση αναιρέσεως η οποία παραπέμπει σε έγγραφα τα οποία δεν επισυνήφθησαν σε αυτήν, αλλά τα οποία είχαν επισυναφθεί στο δικόγραφο που είχε κατατεθεί ενώπιον του ρωτοδικείου, δεδομένου ότι ουδεμία διάταξη του Κανονισμού Διαδικασίας προβλέπει ως κύρωση για τη μη τήρηση της προϋποθέσεως αυτής την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως ως απαράδεκτης.

( βλ. σκέψεις 9-12 )

2. Ο κανονισμός 3975/87 σχετικά με τον καθορισμό των λεπτομερειών εφαρμογής των κανόνων ανταγωνισμού που ισχύουν για τις επιχειρήσεις στον τομέα των αεροπορικών μεταφορών εφαρμόζεται μόνον στις δραστηριότητες οι οποίες αφορούν άμεσα την παροχή υπηρεσιών αεροπορικών μεταφορών, και οι οποίες, ως εκ τούτου, εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 17.

Οι δραστηριότητες του φορέα διαχειρίσεως αεροδρομίων, οι οποίες δεν συνίστανται στην παροχή υπηρεσιών εδάφους, αλλά στην προσφορά υπηρεσιών σε επιχειρήσεις οι οποίες παρέχουν οι ίδιες τις δικές τους υπηρεσίες εδάφους στους αερομεταφορείς, μολονότι εμπίπτουν στον τομέα των μεταφορών, δεν αποτελούν υπηρεσίες αεροπορικών μεταφορών κατά την έννοια του κανονισμού 3975/87 και, ως εκ τούτου, εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 17.

( βλ. σκέψεις 21-22, 27 )

3. αραδεκτώς προβάλλονται στο στάδιο της κατ' αναίρεση δίκης οι αιτιάσεις που αφορούν τη διαπίστωση πραγματικών περιστατικών και την εκτίμησή τους στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση οσάκις ο αναιρεσείων προβάλλει τον ισχυρισμό ότι το ρωτοδικείο προέβη σε διαπιστώσεις η ανακρίβεια των οποίων προκύπτει από τα έγγραφα της δικογραφίας ή ότι παραμόρφωσε τα αποδεικτικά στοιχεία που του υποβλήθηκαν. Επομένως, παραδεκτώς προβάλλεται η αιτίαση περί εσφαλμένης εκτιμήσεως της εθνικής νομοθεσίας οσάκις καταλογίζεται στο ρωτοδικείο ότι παραμόρφωσε το περιεχόμενο της νομοθεσίας αυτής.

( βλ. σκέψεις 56, 63 )

4. Στο πλαίσιο του δικαίου του ανταγωνισμού, η έννοια της επιχειρήσεως καλύπτει κάθε φορέα που ασκεί οικονομική δραστηριότητα, ήτοι που προσφέρει αγαθά ή παρέχει υπηρεσίες σε μια δεδομένη αγορά, ανεξαρτήτως του νομικού καθεστώτος που τον διέπει και του τρόπου χρηματοδοτήσεώς του.

Αυτό συμβαίνει στην περίπτωση ενός δημόσιου οργανισμού ο οποίος, πέραν των αμιγώς διοικητικών δραστηριοτήτων, ιδίως των καθηκόντων αστυνομεύσεως διαχειρίζεται και εκμεταλλεύεται αεροδρόμια. ράγματι, οι δραστηριότητες αυτές είναι οικονομικής φύσεως δεδομένου ότι, αφενός, συνίστανται στη διάθεση αερολιμενικών εγκαταστάσεων στις αεροπορικές εταιρίες και στους διάφορους φορείς παροχής υπηρεσιών έναντι καταβολής τελών το ύψος των οποίων καθορίζεται ελεύθερα από τον φορέα διαχειρίσεως και δεδομένου ότι, αφετέρου, οι δραστηριότητες αυτές δεν περιλαμβάνουν την άσκηση δημόσιας εξουσίας, διακρίνονται δε από τις δραστηριότητες που αφορούν την άσκηση δημόσιας εξουσίας.

( βλ. σκέψεις 75-79 )

5. Κατέχει δεσπόζουσα θέση κατά την έννοια του άρθρου 86 της Συνθήκης (νυν άρθρο 82 ΕΚ) στην αγορά των υπηρεσιών διαχειρίσεως αεροδρομίων σε μια συγκεκριμένη περιοχή, οι οποίες είναι απαραίτητες για την παροχή υπηρεσιών εδάφους, ο δημόσιος οργανισμός ο οποίος λόγω του ότι οι αεροπορικές εγκαταστάσεις του ανήκουν, είναι ο μόνος που έχει την εξουσία να επιτρέψει την πρόσβαση σε αυτές. ράγματι, ο οργανισμός αυτός, διαθέτοντας το νόμιμο μονοπώλιο της διαχειρίσεως των αεροδρομίων αυτών και, ως εκ τούτου, όντας ο μόνος που δύναται να παράσχει άδεια ασκήσεως δραστηριοτήτων με αντικείμενο την παροχή υπηρεσιών εδάφους και να καθορίζει τους όρους ασκήσεως των δραστηριοτήτων αυτών, βρίσκεται σε θέση οικονομικής ισχύος η οποία του δίνει την ευχέρεια να παρεμποδίζει τη διατήρηση αποτελεσματικού ανταγωνισμού στην αγορά παρέχοντάς του τη δυνατότητα να αναπτύσσει ανεξάρτητες συμπεριφορές.

( βλ. σκέψεις 91-92, 106-107 )

6. Δυνάμει του άρθρου 86, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο γ_, της Συνθήκης (νυν άρθρο 82, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο γ_, ΕΚ) απαγορεύεται σε μια επιχείρηση η οποία κατέχει δεσπόζουσα θέση εντός της κοινής αγοράς ή επί ενός σημαντικού τμήματός της να εφαρμόζει άνισους όρους «επί ισοδυνάμων παροχών έναντι των εμπορικώς συναλλασσομένων, με αποτέλεσμα να περιέρχονται αυτοί σε μειονεκτική θέση στον ανταγωνισμό».

αραβιάζει την απαγόρευση αυτή ο έχων το νόμιμο μονοπώλιο της διαχειρίσεως ενός αεροδρομίου δημόσιος οργανισμός ο οποίος, στις συμβάσεις τις οποίες συνάπτει με τις επιχειρήσεις που παρέχουν υπηρεσίες εδάφους και οι οποίες υποχρεούνται προς τούτο να λάβουν άδεια προσβάσεως στις αερολιμενικές εγκαταστάσεις, επιβάλλει υψηλότερα τέλη σε επιχειρήσεις που παρέχουν υπηρεσίες σε τρίτους σε σχέση με τις επιχειρήσεις που εφαρμόζουν το σύστημα της εξυπηρετήσεως δι' ιδίων μέσων, μολονότι τους παρέχει τις ίδιες υπηρεσίες. ράγματι, η διαφοροποίηση αυτή, η οποία δεν δικαιολογείται αντικειμενικώς, συνιστά δυσμενή διάκριση η οποία παρέχει τη δυνατότητα στις επιχειρήσεις οι οποίες εφαρμόζουν το σύστημα της εξυπηρετήσεως δι' ιδίων μέσων, αλλά οι οποίες παρέχουν επίσης υπηρεσίες σε τρίτους, να αποσβέσουν τις επενδύσεις τους και να προσφέρουν ευνοϊκότερους όρους στους τρίτους σε σχέση με τους ανταγωνιστές τους, είναι δυνατόν δε η διαφοροποίηση αυτή να ωθήσει ορισμένες αεροπορικές εταιρίες να προτιμήσουν την εξυπηρέτηση δι' ιδίων μέσων παρά να προσφύγουν σε τρίτους.

( βλ. σκέψεις 114-116 )

Διάδικοι


Στην υπόθεση C-82/01 P,

Aéroports de Paris, με έδρα το αρίσι (Γαλλία), εκπροσωπούμενη από τον H. Calvet, avocat , με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο

αναιρεσείουσα,

που έχει ως αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως κατά της αποφάσεως που εξέδωσε στις 12 Δεκεμβρίου 2000 το ρωτοδικείο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (τρίτο τμήμα) στην υπόθεση T-128/98, Aéroports de Paris κατά Επιτροπής (Συλλογή 2000, σ. ΙΙ-3929), και με την οποία ζητείται η εξαφάνιση της αποφάσεως αυτής,

όπου οι λοιποί διάδικοι είναι η

Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από την L. Pignataro, επικουρούμενη από τον B. Geneste, avocat, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

καθής πρωτοδίκως

και η

Alpha Flight Services SAS, με έδρα το αρίσι, εκπροσωπούμενη από τους L. Marville και A. Denantes, avocats , με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

παρεμβαίνουσα πρωτοδίκως,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),

συγκείμενο από τους C. Culmann, προεδρεύοντα του έκτου τμήματος, Β. Σκουρή, F. Macken, N. Colneric και J. N. Cunha Rodrigues (εισηγητή), δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: J. Mischo

γραμματέας: R. Grass

έχοντας υπόψη την έκθεση του εισηγητή δικαστή,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 21ης Φεβρουαρίου 2002,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Σκεπτικό της απόφασης


1 Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 17 Φεβρουαρίου 2001, η εταιρία Aéroports de Paris (στο εξής: ADP) άσκησε, δυνάμει του άρθρου 49 του Οργανισμού ΕΚ του Δικαστηρίου, αίτηση αναιρέσεως κατά της αποφάσεως που εξέδωσε στις 12 Δεκεμβρίου 2000 το ρωτοδικείο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στην υπόθεση T-128/98, Aéroports de Paris κατά Επιτροπής (Συλλογή 2000, σ. ΙΙ-3929, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση), με την οποία το ρωτοδικείο απέρριψε την προσφυγή της περί ακυρώσεως της αποφάσεως 98/513/ΕΚ της Επιτροπής, της 11ης Ιουνίου 1998, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 86 της Συνθήκης ΕΚ (IV/35.613 - Alpha Flight Services κατά Aéroports de Paris) (ΕΕ L 230, σ. 10, στο εξής: επίδικη απόφαση).

Τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς

2 Από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι:

«1 H προσφεύγουσα εταιρία, [ADP], είναι δημόσιος οργανισμός με οικονομική αυτοτέλεια που αναγνωρίζεται από το γαλλικό δίκαιο, στον οποίο έχει ανατεθεί, δυνάμει του άρθρου L.251-2 του γαλλικού code de l'aviation civile (κώδικα πολιτικής αεροπορίας) "η διαρρύθμιση, εκμετάλλευση και ανάπτυξη του συνόλου των εγκαταστάσεων πολιτικής αεροπορίας καθώς και όλων των συναφών εγκαταστάσεων που έχουν επίκεντρο την περιοχή του αρισιού και που έχουν ως σκοπό να διευκολύνουν την άφιξη και την αναχώρηση των αεροσκαφών, να κατευθύνουν την αεροναυτιλία και να διασφαλίζουν την επιβίβαση, αποβίβαση και επίγεια μεταφορά των επιβατών και των εμπορευμάτων και του ταχυδρομικού υλικού που μεταφέρονται αεροπορικώς".

2 Η ADP εκμεταλλεύεται τους αερολιμένες του Orly και του Roissy-Charles-de-Gaulle (στο εξής: Roissy-CDG).

3 Στη δεκαετία του '60, οι υπηρεσίες τροφοδοσίας (catering) στον αερολιμένα του Orly παρέχονταν από τέσσερις εταιρίες: την Pan Am, την TWA, την Air France και την Compagnie internationale des wagons-lits (στο εξής: CIWL). Οι τρεις πρώτες εξυπηρετούνταν στην πραγματικότητα, και σχεδόν αποκλειστικά στην περίπτωση της Air France, δι' ιδίων μέσων, δηλαδή εξασφάλιζαν τον ανεφοδιασμό των πτήσεών τους. Μετά τη δημιουργία του αερολιμένα του Roissy-CDG στη δεκαετία του '70, η TWA και η Pan Am μετέφεραν τις δραστηριότητά τους σ' αυτόν.

4 Εκείνη την εποχή η ACS, θυγατρική του Trust House Forte, νυν THF, διάδοχος της οποίας είναι η εταιρία Alpha Flight Services (στο εξής: AFS) άρχισε να ασκεί δραστηριότητα παροχής υπηρεσιών τροφοδοσίας στον αερολιμένα του Orly.

5 Κατόπιν προκηρύξεως διαγωνισμού από την ADP το 1988, η AFS επελέγη ως μοναδικός φορέας παροχής υπηρεσιών τροφοδοσίας στον αερολιμένα του Orly πέραν της Air France, η οποία εξασφάλιζε μόνο την εξυπηρέτησή της.

6 Οι χρηματοοικονομικοί όροι που έθεσε η ADP προέβλεπαν μόνον την περιοδική καταβολή τέλους υπολογιζόμενου βάσει του κύκλου εργασιών της εταιρίας. Η AFS πρότεινε με την προσφορά της ένα μέσο τέλος επί του κύκλου εργασιών της [...] % (κυμαινόμενο κατά [...] %) καθώς και την ανέγερση νέου κτιρίου και την εξαγορά, έναντι [...] γαλλικών φράγκων (FRF) των κτιρίων της CIWL.

7 Στις 21 Μα_ου 1992, η ADP και η AFS υπέγραψαν σύμβαση παραχωρήσεως 25ετούς διαρκείας, με ισχύ αναδρομικώς από την 1η Φεβρουαρίου 1990, βάσει της οποίας η AFS δικαιούνταν να παρέχει υπηρεσίες τροφοδοσίας στον αερολιμένα του Orly και να χρησιμοποιεί σύνολο κτιρίων εντός της περιμέτρου αυτού καθώς και ένα γήπεδο εκτάσεως [...], και να ανεγείρει εκεί, με δικές της δαπάνες, τις αναγκαίες εγκαταστάσεις για την άσκηση της δραστηριότητάς της.

8 Κατά το άρθρο 23 της συμβάσεως, το οφειλόμενο από την AFS τέλος καθορίζεται ως εξής:

i) δεν εισπράττεται κανένα τέλος που συνδέεται με τη χρήση των εγκαταστάσεων,

ii) προβλέπεται εμπορικό τέλος το οποίο υπολογίζεται κατ' αναλογία προς τον κύκλο εργασιών [συνολικός ετήσιος κύκλος εργασιών που πραγματοποιεί η AFS, αποκλείοντας τον κύκλο εργασιών που αντιστοιχεί στην προμήθεια φαγητών kascher από το Rungis (εκτός της περιμέτρου του αεροδρομίου) στις εταιρίες που παρέχουν υπηρεσίες τροφοδοσίας στο αεροδρόμιο της ADP. Ο κύκλος εργασιών που πραγματοποιείται από τις υπηρεσίες που παρέχονται από τις εγκαταστάσεις του Rungis και άμεσα σε κάθε άλλο πελάτη που είναι εγκατεστημένος στο αεροδρόμιο της ADP, είτε πρόκειται για αεροπορικές εταιρίες είτε όχι, υπόκειται στην καταβολή τέλους],

iii) τέλος, ο φορέας εκμετάλλευσης κατέβαλε αρχικά στην ADP ποσό [...] FRF πέραν της ανωτέρω προβλεπομένης εισφοράς.

9 [...], μια νέα εταιρία, η Orly Air traiteur (στο εξής: OAT), άρχισε δραστηριότητα τροφοδοσίας στον αερολιμένα του Orly. Η ΟΑΤ ανήκει κατά πλειοψηφία στον όμιλο Air France, του οποίου αποτελεί θυγατρική μέσω της θυγατρικής του Servair, που επίσης παρέχει υπηρεσίες εδάφους στον αερολιμένα του Roissy-CDG. Η OAT ανέλαβε σταδιακά τις δραστηριότητες τροφοδοσίας που μέχρι τότε ασκούσε η Air France στον αερολιμένα του Orly.

10 [...], η ADP χορήγησε στην OAT μια παραχώρηση, 25ετούς διάρκειας, [...] που αφορά τις άδειες εκμεταλλεύσεως των υπηρεσιών τροφοδοσίας στον αερολιμένα του Orly και την κατοχή ακινήτων που βρίσκονται εντός της περιμέτρου του. Η OAT μπορούσε έτσι να καταλάβει γήπεδο εκτάσεως [...] και να ανεγείρει εκεί, με δικές της δαπάνες, τις αναγκαίες εγκαταστάσεις. Το άρθρο 26 της συμβάσεως παραχωρήσεως προβλέπει, σχετικά με τους χρηματοοικονομικούς όρους, χωριστή πληρωμή για κάθε άδεια ως εξής:

- αφενός, σε αντάλλαγμα της άδειας κατοχής του γηπέδου, ο δικαιούχος δεσμεύεται να καταβάλει στην ADP ετήσιο τέλος ανάλογο της κατεχόμενης επιφάνειας [...],

- αφετέρου, σε αντάλλαγμα της χορηγηθείσας άδειας λειτουργίας, ο δικαιούχος δεσμεύεται να καταβάλει στην ADP εμπορικό τέλος που αποτελείται από:

i) ποσοστό [...] % του συνολικού κύκλου εργασιών με την Compagnie Nationale Air France και τις θυγατρικές εταιρίες του ομίλου Air France, Air Charter, Air Inter (οι συναλλαγές που πραγματοποιεί η OAT με τις θυγατρικές ή τις υποθυγατρικές της Servair, που κατέχουν άδεια εμπορικής εκμετάλλευσης με την ADP, εξαιρούνται του κύκλου εργασιών),

ii) ποσοστό [...] % του συνολικού κύκλου εργασιών με κάθε άλλη εμπορική εταιρία.

11 Στο τέλος του 1992, κατόπιν της αφίξεως της ΟΑΤ στην αγορά και μιας διαφοράς που προέκυψε μεταξύ της ADP και της AFS σχετικά με την πληρωμή που όφειλε η τελευταία, ο συντελεστής του εμπορικού τέλους της AFS μειώθηκε σε [...] %.

12 Στις 29 Δεκεμβρίου 1993, η AFS πληροφόρησε την ADP ότι κατά την άποψή της οι συντελεστές εμπορικού τέλους που εφαρμόζονται σε αυτήν και στους κύκλους εργασιών των ανταγωνιστών της στον αερολιμένα του Orly δεν ήταν ισοδύναμοι, ακόμη και αν λαμβάνονταν υπόψη οι ενδεχόμενες διαφορές των δημόσιων επιβαρύνσεων, και ότι η εν λόγω διαφορά δημιουργούσε ανισότητα μεταξύ των φορέων παροχής υπηρεσιών. Η AFS ζήτησε, κατά συνέπεια, να ευθυγραμμιστούν οι εν λόγω συντελεστές.

13 Η ADP το αρνήθηκε με την αιτιολογία ότι η προηγηθείσα μείωση του συντελεστή για την AFS είχε ως αποτέλεσμα την επιβολή ισοδύναμων τελών στους διαφόρους δικαιούχους, λαμβανομένων υπόψη των επιβαρύνσεων ακινήτων.

14 Στις 22 Ιουνίου 1995, η AFS υπέβαλε στην Επιτροπή καταγγελία κατά της ADP, για τον λόγο ότι η εν λόγω εταιρεία επέβαλε άνισα τέλη στους φορείς παροχής υπηρεσιών τροφοδοσίας κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 86 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 82 ΕΚ).

15 Την 1η Φεβρουαρίου 1996, η Επιτροπή ζήτησε, βάσει των διατάξεων του άρθρου 11 του κανονισμού 17 του Συμβουλίου, της 6ης Φεβρουαρίου 1962, πρώτου κανονισμού εφαρμογής των άρθρων 85 και 86 της Συνθήκης (ΕΕ ειδ. έκδ. 08/001, σ. 36), πληροφορίες από την ADP, προκειμένου να διευκρινιστούν η ταυτότητα των φορέων παροχής υπηρεσιών εδάφους στους οποίους η ADP έχει χορηγήσει άδεια ασκήσεως της δραστηριότητάς τους στον αερολιμένα του Orly και στον αερολιμένα του Roissy-CDG και τα εμπορικά τέλη που επιβάλλονται στους εν λόγω φορείς. Από την απάντηση της ADP προκύπτει, μεταξύ άλλων, ότι οι εν λόγω κατηγορίες υπηρεσιών στις οποίες επιβάλλεται τέλος επί του κύκλου εργασιών περιλαμβάνουν τις υπηρεσίες τροφοδοσίας, τις υπηρεσίες καθαρισμού αεροσκαφών και τις υπηρεσίες φορτίου.

16 Στις 4 Δεκεμβρίου 1996, η Επιτροπή απηύθυνε στην ADP ανακοίνωση αιτιάσεων βάσει του άρθρου 86 της Συνθήκης, με την οποία εκτιμούσε ότι τα εμπορικά τέλη που επέβαλλε υπολογίζονταν επί διαφορετικής βάσεως αναλόγως της ταυτότητας των επιχειρήσεων, χωρίς οι διαφοροποιήσεις αυτές να δικαιολογούνται αντικειμενικώς. Σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 99/63/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 25ης Ιουλίου 1963, περί των ακροάσεων που προβλέπονται στο άρθρο 19, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 17 (ΕΕ ειδ. έκδ. 1963, 08/001, σ. 37), η ADP είχε την ευκαιρία να αναπτύξει προφορικά την άποψή της κατά την ακρόαση της 16 Απριλίου 1997.

17 Στις 11 Ιουνίου 1998, η Επιτροπή εξέδωσε την [επίδικη απόφαση] η οποία ορίζει:

"Άρθρο 1

Η [ADP] παρέβη τις διατάξεις του άρθρου 86 της Συνθήκης ΕΚ χρησιμοποιώντας τη δεσπόζουσα θέση της ως φορέα εκμετάλλευσης των παρισινών αερολιμένων για να επιβάλλει, κατά τρόπο μεροληπτικό, στους παρέχοντες ή χρήστες των υπηρεσιών εδάφους που σχετίζονται με την τροφοδοσία (συμπεριλαμβανομένων των δραστηριοτήτων φόρτωσης και εκφόρτωσης τροφίμων και ποτών στο αεροσκάφος), τον καθαρισμό των αεροσκαφών και τις υπηρεσίες φορτίου, εμπορικά τέλη στους παρισινούς αερολιμένες του Orly και του Roissy-Charles de Gaulle.

Άρθρο 2

Η [ADP] καλείται να παύσει την παράβαση που αναφέρεται στο άρθρο 1 προτείνοντας στους ενδιαφερόμενους φορείς παροχής υπηρεσιών εδάφους αμερόληπτο καθεστώς εμπορικών τελών εντός δύο μηνών από την κοινοποίηση της παρούσας απόφασης."»

Η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

3 Στις 7 Αυγούστου 1998, η ADP άσκησε ενώπιον του ρωτοδικείου προσφυγή περί ακυρώσεως της επίδικης αποφάσεως.

4 Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το ρωτοδικείο απέρριψε τους διάφορους λόγους ακυρώσεως που προέβαλε η ADP και οι οποίοι στηρίζονταν, ο πρώτος, στην ύπαρξη διαδικαστικής πλημμέλειας, ο δεύτερος, σε παράβαση των δικαιωμάτων άμυνας, ο τρίτος, σε παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, ο τέταρτος, σε παράβαση του άρθρου 86 της Συνθήκης, ο πέμπτος, σε παράβαση του άρθρου 90, παράγραφος 2, της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 86, παράγραφος 2, ΕΚ), ο έκτος, σε παράβαση του άρθρου 222 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 295 ΕΚ) και, ο έβδομος, σε κατάχρηση εξουσίας.

Η αίτηση αναιρέσεως

5 Με την αίτησή της αναιρέσεως, η ADP ζητεί από το Δικαστήριο:

- να εξαφανίσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση·

- να κάνει δεκτά τα πρωτοδίκως υποβληθέντα αιτήματά της, ήτοι να ακυρώσει την επίδικη απόφαση·

- να καταδικάσει την Επιτροπή στο σύνολο των δικαστικών εξόδων στα οποία υποβλήθηκε η αναιρεσείουσα στο πλαίσιο της ενώπιον του ρωτοδικείου διαδικασίας καθώς και της παρούσας αναιρέσεως·

- να καταδικάσει την εταιρία AFS στα δικά της δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε στο πλαίσιο της ενώπιον του ρωτοδικείου διαδικασίας καθώς και, στην περίπτωση που καταθέσει υπόμνημα στο πλαίσιο της παρούσας αιτήσεως αναιρέσεως, να φέρει τα προς τούτο δικαστικά έξοδά της καθώς και τα σχετικά με την παρέμβαση αυτή έξοδα της ADP·

- επικουρικώς

- να εξαφανίσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και να παραπέμψει την υπόθεση προς εκδίκαση ενώπιον τμήματος του ρωτοδικείου με διαφορετική σύνθεση·

- να επιφυλαχθεί ως προς τα δικαστικά έξοδα και να παραπέμψει το ζήτημα του καθορισμού τους στο τμήμα του ρωτοδικείου που θα δικάσει την υπόθεση.

6 Η Επιτροπή ζητεί από το ρωτοδικείο:

- να απορρίψει ως απαράδεκτη την αίτηση αναιρέσεως λόγω παραβάσεως του άρθρου 112 του Κανονισμού Διαδικασίας·

- επικουρικώς, να απορρίψει ως απαράδεκτους και, σε κάθε περίπτωση, ως αβάσιμους τον δεύτερο, τον τρίτο, τον πέμπτο έως και τον ένατο λόγο αναιρέσεως και να απορρίψει ως αβάσιμους τον πρώτον, τον τέταρτο και τον δέκατο λόγο αναιρέσεως,

- κατά συνέπεια, να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως,

- να καταδικάσει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα.

7 Η AFS ζητεί από το Δικαστήριο:

- να απορρίψει την προσφυγή περί ακυρώσεως της επίδικης αποφάσεως που κατέθεσε η ADP,

- να καταδικάσει την ADP στο σύνολο των δικαστικών εξόδων της παρούσας διαδικασίας.

Επί του παραδεκτού

8 Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η αναίρεση είναι απαράδεκτη στο σύνολό της λόγω του ότι η ADP παραπέμπει επανειλημμένως σε έγγραφα τα οποία, ενώ είχαν επισυναφθεί στο δικόγραφο που κατατέθηκε ενώπιον του ρωτοδικείου, δεν επισυνήφθησαν στην αίτηση αναιρέσεως. Ως εκ τούτου, η ADP παρέβη τα άρθρα 112 και 37 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου.

9 Συναφώς, πρέπει να υπομνηστεί ότι το άρθρο 112, παράγραφοι 1 και 2, του Κανονισμού Διαδικασίας καθορίζει τις προϋποθέσεις τις οποίες πρέπει να πληροί η αίτηση αναιρέσεως. Η παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του άρθρου αυτού προβλέπει, μεταξύ άλλων, την εφαρμογή του άρθρου 37 του ιδίου κανονισμού, το οποίο ορίζει στην παράγραφό του 1, δεύτερο εδάφιο, ότι κάθε διαδικαστικό έγγραφο πρέπει να συνοδεύεται «από όλα τα συνημμένα που αναφέρονται σε αυτό» και, στην παράγραφό του 4, ότι «[σ]τα διαδικαστικά έγγραφα επισυνάπτεται φάκελος με τα στοιχεία και τα έγγραφα των οποίων γίνεται επίκληση συνοδευόμενος από κατάσταση των στοιχείων και εγγράφων αυτών».

10 Εντούτοις, καμία διάταξη του Κανονισμού Διαδικασίας δεν προβλέπει ως κύρωση για τη μη τήρηση των προϋποθέσεων του άρθρου 7, παράγραφοι 1 και 4, του κανονισμού αυτού την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως ως απαράδεκτης.

11 Εξάλλου, δεν προσκομίστηκε ενώπιον του Δικαστηρίου κανένα στοιχείο από το οποίο να προκύπτει ότι η Επιτροπή ή η AFS υπέστησαν ζημία λόγω του ότι τα έγγραφα στα οποία παραπέμπει η αίτηση αναιρέσεως δεν είχαν επισυναφθεί σε αυτήν, ενώ δεν αμφισβητείται ότι οι διάδικοι αυτοί είχαν λάβει γνώση των εγγράφων αυτών διότι είχαν επισυναφθεί στο δικόγραφο που κατετέθη ενώπιον του ρωτοδικείου.

12 Κατά συνέπεια, η πλημμέλεια την οποία επικαλείται η Επιτροπή δεν αρκεί για να καταστήσει την αίτηση αναιρέσεως απαράδεκτη (βλ., στο πνεύμα αυτό, την απόφαση της 24ης Οκτωβρίου 1996, C-91/95 P, Tremblay κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1996, σ. Ι-5547, σκέψη 11).

13 Για τους λόγους αυτούς, πρέπει να απορριφθεί το αίτημα της Επιτροπής με το οποίο ζητεί από το Δικαστήριο να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως στο σύνολό της ως απαράδεκτη.

Επί της ουσίας

Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως που στηρίζεται σε παράβαση των κανονισμών 17 και (ΕΟΚ) 3975/87

14 Η ADP υποστηρίζει ότι το ρωτοδικείο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο αποφαινόμενο, με τις σκέψεις 34 έως 52 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η Επιτροπή ορθώς είχε δεχθεί ότι στην προκειμένη περίπτωση εφαρμοζόταν ο κανονισμός 17 και όχι ο κανονισμός (ΕΟΚ) 3975/87 του Συμβουλίου, της 14ης Δεκεμβρίου 1987, σχετικά με τον καθορισμό των λεπτομερειών εφαρμογής των κανόνων ανταγωνισμού που ισχύουν για τις επιχειρήσεις στον τομέα των αεροπορικών μεταφορών (ΕΕ L 374, σ. 1). Κανένα σημείο του σκεπτικού της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως δεν θέτει εν αμφιβόλω την εξαίρεση του συνόλου του τομέα των μεταφορών από το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 17 και την υπαγωγή του τομέα αυτού στον κανονισμό 3975/87.

15 Η ADP στηρίζει αυτόν τον λόγο αναιρέσεως, πρώτον, στην απόφαση της 11ης Μαρτίου 1997, C-264/95 P, Επιτροπή κατά UIC (Συλλογή 1997, σ. Ι-1287), με τη σκέψη 44 της οποίας το Δικαστήριο έκρινε ότι ο κανονισμός 141 του Συμβουλίου, της 26ης Νοεμβρίου 1962, περί μη εφαρμογής του κανονισμού 17 στον τομέα των μεταφορών (ΕΕ ειδ. έκδ. 07/001, σ. 30), εξαίρεσε «το σύνολο του τομέα των μεταφορών» από το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 17. Κατά συνέπεια, ο κανονισμός 3975/87, ο οποίος αντικατέστησε τον κανονισμό 141, πρέπει να εφαρμόζεται στο σύνολο του τομέα των μεταφορών, εντός του οποίου εμπίπτει αναμφισβήτητα η δραστηριότητα της ADP.

16 Συναφώς, πρέπει να τονιστεί ότι, με τη σκέψη 44 της προαναφερθείσας αποφάσεως Επιτροπή κατά UIC, το Δικαστήριο εξέτασε το ζήτημα αν ρήτρα που απαγορεύει στα γραφεία ταξιδίων να ευνοούν, στο πλαίσιο των διαφημιστικών τους εκστρατειών, με τις προσφορές τους ή με τις συμβουλές τους προς τους πελάτες τους ανταγωνιστικούς τρόπους μεταφοράς σε σχέση με τις σιδηροδρομικές μεταφορές εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 17 ή του κανονισμού (ΕΟΚ) 1017/68 του Συμβουλίου, της 19ης Ιουλίου 1968, περί εφαρμογής των κανόνων ανταγωνισμού στους τομείς των σιδηροδρομικών, οδικών και εσωτερικών πλωτών μεταφορών (ΕΕ ειδ. έκδ. 07/001, σ. 1), του οποίου το άρθρο 1 αφορά μεταξύ άλλων τις εναρμονισμένες πρακτικές «που έχουν ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα τον καθορισμό τιμών και όρων μεταφοράς, τον περιορισμό ή τον έλεγχο της προσφοράς μεταφορών, την κατανομή των αγορών μεταφορών». Το Δικαστήριο, αφού έκρινε ότι μια τέτοια ρήτρα που αφορά τις επιμέρους λεπτομέρειες της εμπορίας μεταφορικών υπηρεσιών από τα ταξιδιωτικά πρακτορεία εμπίπτει στον κανονισμό 1017/68 και όχι στον κανονισμό 17, παρατήρησε ότι ο κανονισμός 141 είχε εξαιρέσει το σύνολο του τομέα των μεταφορών από το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 17.

17 Κατά συνέπεια, δεν μπορεί να συναχθεί από τη σκέψη 44 της προπαρατεθείσας αποφάσεως Επιτροπή κατά UIC ότι η δραστηριότητα της διαχειρίσεως ενός αεροδρομίου, όπως είναι αυτή που ασκεί η ADP, εμπίπτει κατ' ανάγκη στον τομέα των μεταφορών κατά την έννοια της ανωτέρω αποφάσεως.

18 Κατά τα λοιπά, η ίδια η διατύπωση του κανονισμού 141 επιρρωννύει την ερμηνεία ότι η δραστηριότητα που ασκεί η ADP δεν εξαιρείται από το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 17. Έτσι, αφενός, όπως τόνισε το ρωτοδικείο με τη σκέψη 56 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, η τρίτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 141 ορίζει ότι τα ειδικά χαρακτηριστικά του τομέα των μεταφορών δικαιολογούν την εξαίρεση από το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 17 μόνον των συμφωνιών, αποφάσεων και εναρμονισμένων πρακτικών «που αφορούν άμεσα την παροχή υπηρεσιών μεταφοράς». Αφετέρου, το άρθρο 1 του κανονισμού 141 εξαιρεί από το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 17 μόνον τις συμπράξεις «οι οποίες έχουν ως αντικείμενο ή αποτέλεσμα τον καθορισμό των τιμών και όρων μεταφοράς, τον περιορισμό ή τον έλεγχο της προσφοράς μεταφορών ή την κατανομή των αγορών μεταφορών».

19 Επομένως, ορθώς το ρωτοδικείο απέρριψε, με την σκέψη 52 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, την επιχειρηματολογία της ADP που στηρίζεται στην προπαρατεθείσα απόφαση Επιτροπή κατά UIC.

20 Δεύτερον, η ADP παραπονείται ότι το ρωτοδικείο, συνάγοντας ότι ο κανονισμός 3975/87 δεν εφαρμόζεται εν προκειμένω, ερμήνευσε εσφαλμένα τον κανονισμό αυτό.

21 Συναφώς, πρέπει να τονιστεί ότι ορθώς το ρωτοδικείο θεώρησε ότι ο κανονισμός 3975/87 δεν εφαρμόζεται παρά μόνον στις δραστηριότητες που αφορούν άμεσα την παροχή υπηρεσιών αεροπορικών μεταφορών, στις οποίες δεν συγκαταλέγονται οι δραστηριότητες που ασκεί η ADP.

22 Στο πλαίσιο αυτό, ορθώς το ρωτοδικείο παρέπεμψε, με τη σκέψη 41 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, στον τίτλο του κανονισμού 3975/87, ο οποίος καθορίζει τις λεπτομέρειες εφαρμογής των κανόνων ανταγωνισμού που ισχύουν «για τις επιχειρήσεις στον τομέα των αεροπορικών μεταφορών». Μολονότι είναι αληθές ότι, όπως επισημαίνει η ADP, η απόδοση στην αγγλική του τίτλου αυτού κάνει λόγο για «undertakings in the air transport sector», εντούτοις, το άρθρο 1, παράγραφος 1, του ιδίου κανονισμού, το οποίο «καθορίζει τις λεπτομέρειες εφαρμογής των άρθρων 85 και 86 της Συνθήκης στις υπηρεσίες αεροπορικών μεταφορών», επιβεβαιώνει ότι στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού αυτού εμπίπτουν μόνον οι δραστηριότητες που συνδέονται άμεσα με την παροχή υπηρεσιών που αφορούν τις αεροπορικές μεταφορές. Αυτό όμως δεν ισχύει για τις δραστηριότητες της ADP οι οποίες, όπως τονίζεται στη σκέψη 46 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, δεν συνίστανται στην παροχή υπηρεσιών εδάφους, αλλά στην προσφορά υπηρεσιών σε επιχειρήσεις οι οποίες προτείνουν αυτές οι ίδιες τις δικές τους υπηρεσίες εδάφους στους αερομεταφορείς.

23 Αντίθετα με όσα υποστηρίζει η ADP, το άρθρο 4α, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΟΚ) 3975/87, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 1284/91 του Συμβουλίου, της 14ης Μα_ου 1991 (ΕΕ L 122, σ. 2), δεν αναιρεί το συμπέρασμα αυτό. ράγματι, όπως ορθώς έκρινε το ρωτοδικείο με τη σκέψη 42 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, η ανωτέρω διάταξη αφορά μόνον τις πρακτικές που μπορούν «να θέτουν άμεσα σε κίνδυνο την υπόσταση μιας υπηρεσίας αεροπορικών μεταφορών», γεγονός που προϋποθέτει την ύπαρξη άμεσης σχέσεως με την παροχή υπηρεσιών αεροπορικών μεταφορών.

24 Ορθώς επίσης το ρωτοδικείο τόνισε, με τη σκέψη 40 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η εκτίμηση ότι ο κανονισμός 17 ισχύει και για συμπεριφορές πλην αυτών που συνδέονται άμεσα με την παροχή υπηρεσιών αεροπορικών μεταφορών επιβεβαιώνεται από την πρώτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού (ΕΟΚ) 3976/87 του Συμβουλίου, της 14ης Δεκεμβρίου 1987, για την εφαρμογή του άρθρου 85, παράγραφος 3, της Συνθήκης σε ορισμένες κατηγορίες συμφωνιών και εναρμονισμένων πρακτικών στον τομέα των αεροπορικών μεταφορών (ΕΕ L 374, σ. 9), σύμφωνα με την οποία ο κανονισμός 17 καθορίζει τις λεπτομέρειες εφαρμογής των κανόνων ανταγωνισμού στις συμφωνίες, αποφάσεις και εναρμονισμένες πρακτικές «εκτός από εκείνες που συνδέονται άμεσα με την παροχή υπηρεσιών αεροπορικών μεταφορών».

25 Έστω και αν ο κανονισμός 3976/87 αφορά την εφαρμογή του άρθρου 85, παράγραφος 3, της Συνθήκης (νυν άρθρου 81, παράγραφος 3, ΕΚ) σχετικά με ορισμένο είδος συμπράξεων, ενώ η επίδικη απόφαση αφορά την κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως, ωστόσο, οι κανονισμοί 3975/87 και 3976/87 εκδόθηκαν την ίδια ημέρα και αφορούν την εφαρμογή των κανόνων για τον ανταγωνισμό οι οποίοι διέπουν τις υπηρεσίες αεροπορικών μεταφορών, ενώ από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ότι το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 17 διαφέρει ανάλογα με το αν πρόκειται για συμπράξεις που καλύπτονται από το άρθρο 85, παράγραφος 3, της Συνθήκης ή για κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως.

26 Επομένως, το ρωτοδικείο ορθώς απέρριψε, με τη σκέψη 50 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το επιχείρημα της ADP που αντλείται από το γεγονός ότι, με την πρόταση οδηγίας 95/C 142/09 της Επιτροπής σχετικά με την πρόσβαση στην αγορά υπηρεσιών εδάφους στους αερολιμένες της Κοινότητας (ΕΕ 1995, C 142, σ. 7), η Επιτροπή τόνισε ότι οι υπηρεσίες εδάφους αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα του συστήματος αεροπορικών μεταφορών. Όπως διαπίστωσε το ρωτοδικείο, το Συμβούλιο δεν επανέλαβε την ανωτέρω εκτίμηση στην οδηγία 96/67/ΕΚ του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 1996, σχετικά με την πρόσβαση στην αγορά υπηρεσιών εδάφους στους αερολιμένες της Κοινότητας (ΕΕ L 272 σ. 36), και, εν πάση περιπτώσει, η επίδικη απόφαση δεν αφορά τις υπηρεσίες εδάφους, αλλά τις δραστηριότητες της ADP ως φορέα διαχειρίσεως των παρισινών αερολιμένων οι οποίες ασκούνται σε στάδιο προγενέστερο του σταδίου των υπηρεσιών εδάφους.

27 Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι ορθώς το ρωτοδικείο έκρινε ότι οι δραστηριότητες της ADP, μολονότι εμπίπτουν στον τομέα των μεταφορών, δεν αποτελούν υπηρεσίες αεροπορικών μεταφορών κατά την έννοια του κανονισμού 3975/87.

28 Κατά συνέπεια, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

Επί του δευτέρου λόγου αναιρέσεως που στηρίζεται σε παραβίαση από το ρωτοδικείο της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως

29 Κατά την ADP, το σκεπτικό του ρωτοδικείου είναι αντιφατικό. Αφενός, με τις σκέψεις 65 έως 67 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το ρωτοδικείο δέχθηκε ότι η επίδικη απόφαση δεν απαιτεί την επιβολή των αυτών ακριβώς τελών για τους φορείς παροχής υπηρεσιών εξυπηρετήσεως δι' ιδίων μέσων καθώς και για τους φορείς παροχής υπηρεσιών προς τρίτους, ενώ, αφετέρου, με τη σκέψη 206 της ιδίας αποφάσεως, το ρωτοδικείο απαίτησε να επιβάλλονται τα αυτά ακριβώς τέλη σε αυτές τις δύο κατηγορίες φορέων παροχής υπηρεσιών λόγω του ότι ταυτίζονται οι υπηρεσίες που παρέχει σε αυτές η ADP. Ως εκ τούτου, το ρωτοδικείο παρέβη την υποχρέωση αιτιολογήσεως, γεγονός που πρέπει να έχει ως συνέπεια την εξαφάνιση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

30 Η Επιτροπή αμφισβητεί το παραδεκτό αυτού του λόγου αναιρέσεως διότι επαναλαμβάνει απλώς τον δεύτερο και τον τρίτο λόγο ακυρώσεως που προβλήθηκαν ενώπιον του ρωτοδικείου, με τους οποίους η ADP αιτιάτο την Επιτροπή ότι παρέβη την υποχρέωση αιτιολογήσεως της επίδικης αποφάσεως διότι η Επιτροπή δεν ετήρησε την ίδια στάση στην ανακοίνωση αιτιάσεων και στην ανωτέρω απόφαση.

31 Σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 4ης Ιουλίου 2000, C-352/98 P, Bergaderm και Goupil κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. Ι-5291, σκέψη 34), η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να παραθέτει επακριβώς τα επικρινόμενα σημεία της αποφάσεως της οποίας ζητείται η αναίρεση καθώς και τα νομικά επιχειρήματα που στηρίζουν κατά τρόπο συγκεκριμένο το αίτημα αυτό. Όπως προκύπτει από τη σκέψη 29 της παρούσας αποφάσεως αυτό συμβαίνει εν προκειμένω και, ως εκ τούτου, ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως είναι παραδεκτός.

32 Ως προς το βάσιμο, πρέπει να τονιστεί ότι, με τις σκέψεις 65 έως 67 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το ρωτοδικείο διαπίστωσε ότι ούτε η επίδικη απόφαση ούτε η ανακοίνωση αιτιάσεων απαιτούσε την επιβολή των αυτών ακριβώς τελών για την παροχή υπηρεσιών εξυπηρετήσεως δι' ιδίων μέσων και την παροχή υπηρεσιών προς τρίτους και ότι η Επιτροπή απλώς αξίωσε να μην εισάγουν δυσμενείς διακρίσεις τα τέλη αυτά.

33 Η διαπίστωση αυτή δεν αντιφάσκει με το συμπέρασμα, το οποίο εκτίθεται στις σκέψεις 206 έως 210 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι εν προκειμένω οι φορείς παροχής υπηρεσιών προς τρίτους καθώς και οι φορείς παροχής υπηρεσιών εξυπηρετήσεως δι' ιδίων μέσων ελάμβαναν τις ίδιες υπηρεσίες διαχειρίσεως από την ADR ότι τα διαφορετικά τιμολόγια που ίσχυαν γι' αυτές τις δύο κατηγορίες των φορέων παροχής υπηρεσιών δεν εδικαιολογείτο.

34 ράγματι, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 65 έως 67 και 206 έως 210 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, η εκτίμηση ότι τα τέλη πρέπει να καθορίζονται κατά τρόπο που να μην εισάγει δυσμενείς διακρίσεις δεν συνεπάγεται ότι τα τέλη αυτά πρέπει να είναι οπωσδήποτε ταυτόσημα για τις δύο κατηγορίες των εν λόγω φορέων παροχής υπηρεσιών, αλλά ότι κάθε διαφορά πρέπει να δικαιολογείται αντικειμενικώς. Εν προκειμένω, με τη σκέψη 210 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το ρωτοδικείο κατέληξε ότι είναι αδικαιολόγητη η υφιστάμενη διαφορά μεταξύ των τελών που επιβάλλονται στις δύο κατηγορίες φορέων παροχής υπηρεσιών, λαμβανομένου ιδίως υπόψη του γεγονότος, το οποίο επισημαίνεται στη σκέψη 206 της ιδίας αποφάσεως, ότι οι υπηρεσίες που παρείχε η ADP σε αυτές τις δύο κατηγορίες ήσαν ακριβώς οι αυτές.

35 Δεδομένου ότι το σκεπτικό της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως δεν είναι αντιφατικό, όπως υποστηρίζει η ADP, ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

Επί του τρίτου λόγου αναιρέσεως που στηρίζεται σε προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας από το ρωτοδικείο

36 Κατά την ADP, το ρωτοδικείο προσέβαλε τα δικαιώματά της άμυνας καθ' ό μέτρο έκρινε, με τη σκέψη 126 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η δραστηριότητα της εταιρίας HRS, ενός φορέα παροχής υπηρεσιών εδάφους στους παρισινούς αερολιμένες, έπρεπε επίσης να υπόκειται στην καταβολή εμπορικού τέλους, και ότι το γεγονός ότι αυτό δεν συνέβαινε αποτελούσε περαιτέρω δυσμενή διάκριση, έστω και αν η επίδικη απόφαση δεν αναφερόταν ρητώς στην ύπαρξη τέτοιου είδους δυσμενούς διακρίσεως. Με τον τρόπο αυτό, το ρωτοδικείο διαπίστωσε την ύπαρξη παραβάσεως του δικαίου του ανταγωνισμού από την ADP κατά παράβαση των δικονομικών κανόνων που προβλέπει το κοινοτικό δίκαιο συναφώς, στον βαθμό που η αιτίαση αυτή δεν περιλαμβάνεται ούτε στην ανακοίνωση αιτιάσεων ούτε στην επίδικη απόφαση και στον βαθμό που, ως εκ τούτου, η ADP δεν ήταν σε θέση να αμυνθεί κατά της αιτιάσεως αυτής.

37 Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι ο λόγος αναιρέσεως που στηρίζεται στην προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας δεν μπορεί να προβληθεί κατά του ρωτοδικείου και ότι, επομένως, πρέπει να απορριφθεί ως προδήλως απαράδεκτος.

38 Ως προς το παραδεκτό του τρίτου λόγου αναιρέσεως, όπως ορθώς υπομιμνήσκει η ADP, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 1999, C-64/98 P, ετρίδης κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. Ι-5187, σκέψεις 31 έως 34) ότι η προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας από το ρωτοδικείο μπορεί να προβληθεί στο πλαίσιο της αιτήσεως αναιρέσεως ενώπιον του Δικαστηρίου. Συνεπώς, αυτός ο λόγος αναιρέσεως είναι παραδεκτός.

39 Ως προς το βάσιμο, πρέπει να τονιστεί ότι, με τις σκέψεις 120 έως 124 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το ρωτοδικείο διευκρίνισε τους λόγους βάσει των οποίων ήχθη στο συμπέρασμα, στη σκέψη 125 της ιδίας αποφάσεως, ότι οι δραστηριότητες της ADP δεν αποτελούν άσκηση δημόσιας εξουσίας και ότι πρόκειται για επιχειρηματικές δραστηριότητες κατά την έννοια του άρθρου 86 της Συνθήκης, έστω και αν αφορούν δημόσια πράγματα.

40 Με τη σκέψη 126 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το ρωτοδικείο προσέθεσε ότι το γεγονός, το οποίο επικαλείται η ADP προκειμένου να αποδείξει ότι τα εν λόγω τέλη είχαν αποκλειστικά τον χαρακτήρα τελών για τη χρήση δημοσίων πραγμάτων, ότι η HRS ασκεί τη δραστηριότητά της εκτός της ζώνης του αερολιμένα χωρίς να καταβάλει τέλη στην ADP δεν επηρεάζει το συμπέρασμα που εκτίθεται στη σκέψη 125 της ανωτέρω αποφάσεως, στον βαθμό που η HRS ήταν υποχρεωμένη, σε κάθε περίπτωση, να χρησιμοποιεί τις αερολιμενικές εγκαταστάσεις, δεδομένου ότι οι υπηρεσίες εδάφους παρέχονται, εξ ορισμού, εντός του αερολιμένα. Το ρωτοδικείο ορθώς έκρινε ότι το γεγονός αυτό δεν επηρεάζει τη φύση των εν λόγω τελών ή των δραστηριοτήτων για τις οποίες καταβάλλεται.

41 Η εκτίμηση, που εκτίθεται στη σκέψη 126 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι το γεγονός ότι η HRS δεν καταβάλλει τέλη συνιστά περαιτέρω δυσμενή διάκριση έχει πλεοναστικό χαρακτήρα. Ωστόσο, οι αιτιάσεις οι οποίες στρέφονται κατά των αιτιολογιών που παρατίθενται πλεοναστικώς σε απόφαση του ρωτοδικείου πρέπει να απορρίπτονται πάραυτα δεδομένου ότι οι αιτιάσεις αυτές δεν μπορούν να προκαλέσουν την αναίρεση της αποφάσεως αυτής (βλ., μεταξύ άλλων, διάταξη της 25ης Μαρτίου 1996, C-137/95 P, SPO κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1996, σ. Ι-1611, σκέψη 47).

42 Κατά συνέπεια, ο τρίτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.

Επί του τετάρτου λόγου αναιρέσεως που στηρίζεται στην παράλειψη να εξεταστεί ένας λόγος ακυρώσεως που προέβαλε η ADP

43 Κατά την ADP, η επίδικη απόφαση διαλαμβάνει ότι η διαφορετική μεταχείριση από την ADP των υπηρεσιών προς τρίτους και των υπηρεσιών εξυπηρετήσεως δι' ιδίων μέσων έχει ως συνέπεια τη δημιουργία δυσμενών διακρίσεων στην αγορά των αεροπορικών μεταφορών. Η ADP υπενθυμίζει συναφώς ότι, σύμφωνα με το σημείο 123, τελευταία περίοδος, της αιτιολογίας της επίδικης αποφάσεως, οι αεροπορικές εταιρίες που δεν έχουν υπηρεσίες εξυπηρετήσεως δι' ιδίων μέσων «είναι αναγκασμένες να προσφύγουν στις υπηρεσίες που παρέχονται σε τρίτους οι οποίες κοστίζουν περισσότερο και κατά συνέπεια υφίστανται τις συνέπειες μιας άνισης μεταχείρισης λόγω των εμπορικών τελών που εφαρμόζει η ADP».

44 Κατά την ADP, το ρωτοδικείο δεν απάντησε στο επιχείρημά της με το οποίο αμφισβητείται η ανωτέρω εκτίμηση και τονίζονται οι διαφορές μεταξύ της καταστάσεως του μεταφορέα που εφαρμόζει την εξυπηρέτηση δι' ιδίων μέσων και του μεταφορέα που προσφεύγει στις υπηρεσίες τρίτων.

45 Ευθύς εξ αρχής, πρέπει να τονιστεί ότι, αντίθετα με όσα υποστηρίζει η ADP, το ρωτοδικείο, με τη σκέψη 218 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, απάντησε στην ανωτέρω επιχειρηματολογία ως εξής:

«Τέλος, το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι δεν υφίσταται δυσμενής διάκριση στην αγορά αεροπορικών μεταφορών εφόσον στους παρισινούς αερολιμένες δεν υφίσταται κανενός είδους περιορισμός όσον αφορά την εξυπηρέτηση δι' ιδίων μέσων πρέπει επίσης να απορριφθεί. Αφενός, το επιχείρημα αυτό, ακόμη και αν θεωρηθεί βάσιμο, δεν θέτει υπό αμφισβήτηση τη δυσμενή διάκριση μεταξύ φορέων παροχής υπηρεσιών σε τρίτους και φορέων παροχής υπηρεσιών εξυπηρετήσεως δι' ιδίων μέσων. Αφετέρου, δεν είναι ακριβές στο μέτρο που, όπως τονίζεται στην αιτιολογική σκέψη 123 της επίδικης αποφάσεως, μόνον οι μεγάλες αεροπορικές εταιρίες που αντιπροσωπεύουν μεγάλο ποσοστό του όγκου μεταφορών στους αερολιμένες του αρισιού έχουν, στην πράξη, τη δυνατότητα να αναπτύξουν και να καταστήσουν αποδοτική υπηρεσία εξυπηρετήσεως δι' ιδίων μέσων, ενώ οι άλλοι είναι υποχρεωμένοι να απευθύνονται στους φορείς παροχής υπηρεσιών σε τρίτους.»

46 Εξάλλου, όπως ορθώς υποστηρίζει η Επιτροπή, αυτό το επιχείρημα, που προβλήθηκε πρωτοδίκως στηρίζεται σε εσφαλμένη βάση δεδομένου ότι θεωρεί ότι η επίδικη απόφαση αφορά την ύπαρξη δυσμενούς διακρίσεως μεταξύ των αερομεταφορέων. ράγματι, από την ίδια τη διατύπωση του άρθρου 1 της ανωτέρω αποφάσεως προκύπτει ότι «η [ADP] παρέβη τις διατάξεις του άρθρου 86 της Συνθήκης ΕΚ χρησιμοποιώντας τη δεσπόζουσα θέση της ως φορέα εκμετάλλευσης των παρισινών αερολιμένων για να επιβάλλει, κατά τρόπο μεροληπτικό, στους παρέχοντες ή χρήστες των υπηρεσιών εδάφους που σχετίζονται με την τροφοδοσία, τον καθαρισμό των αεροσκαφών και τις υπηρεσίες φορτίου, εμπορικά τέλη στους παρισινούς αερολιμένες». Κατά συνέπεια, η επίδικη απόφαση δεν έχει ως αντικείμενο την ύπαρξη δυσμενούς διακρίσεως μεταξύ των αερομεταφορέων, αλλά, όπως επίσης προκύπτει από την αιτιολογία της ανωτέρω αποφάσεως, τα διαφορετικά τιμολόγια που ισχύουν για τους χρήστες ή για τους φορείς παροχής αυτού του είδους υπηρεσιών.

47 Η εκτίμηση αυτή δεν αναιρείται από το σημείο 123, τελευταία περίοδος, της αιτιολογίας της επίδικης αποφάσεως, στο οποίο απλώς επισημαίνεται, παρεμπιπτόντως, ότι η επιβολή άνισων τελών στην αγορά των υπηρεσιών διαχειρίσεως αερολιμένων επηρεάζουν τους αερομεταφορείς που δεν εφαρμόζουν το σύστημα της εξυπηρετήσεως δι' ιδίων μέσων οι οποίοι είναι αναγκασμένοι να προσφεύγουν στις υπηρεσίες προς τρίτους που είναι ακριβότερες.

48 Υπό τις συνθήκες αυτές, ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.

Επί του πέμπτου λόγου αναιρέσεως που στηρίζεται σε παραμόρφωση των αποδεικτικών στοιχείων

49 Κατά την ADP, το ρωτοδικείο παραμόρφωσε σε μεγάλο βαθμό, με τη σκέψη 117 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, τα αποδεικτικά στοιχεία διακρίνοντας μεταξύ, αφενός, της χρήσεως γηπέδων, κτιρίων και εξοπλισμού που βρίσκονται εντός της περιμέτρου του αερολιμένα, έναντι της οποίας ο φορέας παροχής υπηρεσιών καταβάλλει τέλη χρήσεως δημοσίων πραγμάτων και, αφετέρου, των υπηρεσιών διαχειρίσεως του αερολιμένα και της άδειας για την παροχή υπηρεσιών εδάφους, έναντι των οποίων ο φορέας παροχής υπηρεσιών καταβάλλει εμπορικά τέλη.

50 Κατά την ADP, προκειμένου να αιτιολογήσει την ερμηνεία του, το ρωτοδικείο στηρίχτηκε στις συμβάσεις που συνήψε η ADP με την AFS, αφενός, και την OAT, αφετέρου, ενώ, στην πραγματικότητα, οι συμβάσεις αυτές προέβλεπαν την καταβολή ενός συνολικού τέλους έναντι της αποκλειστικής χρήσεως δημοσίων πραγμάτων.

51 ρώτον, κατά την ADP, οι φερόμενες ως «υπηρεσίες διαχειρίσεως» που παρέχει η ίδια στους φορείς παροχής υπηρεσιών σε καμία περίπτωση δεν αποτελούν αντικείμενο των εν λόγω συμβάσεων. Δεύτερον, κατά την ADP, οι συμβάσεις αυτές συνήφθησαν ρητώς υπό το καθεστώς της παροχής αδειών για την προσωρινή χρήση δημοσίων πραγμάτων. Ωστόσο, σύμφωνα με τη γαλλική νομοθεσία για τα δημόσια πράγματα, μόνον για την αποκλειστική χρήση δημοσίων πραγμάτων από τους φορείς παροχής υπηρεσιών εδάφους θα ήταν δυνατό να επιβληθούν τέλη.

52 Η ADP προσθέτει ότι, όπως σαφώς εκτέθηκε ενώπιον του ρωτοδικείου, το συνολικό ύψος των τελών που εισπράττονται για την αποκλειστική χρήση δημοσίων πραγμάτων μπορεί να καθοριστεί είτε βάσει ενός μόνον μεταβλητού ποσού είτε βάσει ενός πάγιου και ενός μεταβλητού ποσού. Στην περίπτωση αυτή, τα δύο αυτά ποσά συνδέονται αρρήκτως μεταξύ τους δεδομένου ότι αποτελούν παραμέτρους για τον καθορισμό ενός ενιαίου συνολικού τέλους.

53 Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι αυτός ο λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως προδήλως απαράδεκτος για τρεις λόγους. Κατ' αρχάς, η αναιρεσείουσα παρέλειψε να επισυνάψει ορισμένα έγγραφα στην αίτησή της αναιρέσεως. Ακολούθως, ο ανωτέρω λόγος ακυρώσεως επαναλαμβάνει απλώς το πρώτο σκέλος του τετάρτου λόγου ακυρώσεως που προέβαλε ενώπιον του ρωτοδικείου. Τέλος, οι συμβάσεις που συνήψε η ADP με την AFS, αφενός, και την ΟΑΤ, αφετέρου, δεν συνιστούν αποδεικτικά στοιχεία, αλλά απλά πραγματικά περιστατικά. Έστω και αν υποτεθεί ότι πρόκειται για αποδεικτικά στοιχεία, το Δικαστήριο δεν είναι, κατ' αρχήν, αρμόδιο να εξετάσει τα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία το ρωτοδικείο έλαβε υπόψη του κατά την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών.

54 Όσον αφορά, κατ' αρχάς, την ένσταση απαραδέκτου την οποία η Επιτροπή στηρίζει στην παράλειψη καταθέσεως, στο στάδιο της αναιρέσεως, εγγράφων που είχαν ήδη κατατεθεί κατά την ενώπιον του ρωτοδικείου διαδικασία, από τις σκέψεις 9 έως 12 της παρούσας αποφάσεως προκύπτει ότι το γεγονός αυτό δεν καθιστά απαράδεκτους τους λόγους αναιρέσεως.

55 Ακολούθως, όσον αφορά την αιτίαση σχετικά με την εκ νέου προβολή ενός λόγου που είχε ήδη προβληθεί ενώπιον του ρωτοδικείου, αρκεί η διαπίστωση ότι ο παρών λόγος αναιρέσεως παραθέτει επακριβώς τα επικρινόμενα σημεία της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως καθώς και τα νομικά επιχειρήματα που στηρίζουν κατά τρόπο συγκεκριμένο το αίτημα αναιρέσεως της αποφάσεως αυτής, σύμφωνα με τις απαιτήσεις της νομολογίας η οποία παρατίθεται στη σκέψη 31 της παρούσας αποφάσεως.

56 Τέλος, προς απάντηση της τρίτης αιτιάσεως σχετικά με το παραδεκτό του πέμπτου λόγου αναιρέσεως, πρέπει να υπομνηστεί ότι, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, παραδεκτώς προβάλλονται στο στάδιο της αναιρέσεως αιτιάσεις που στηρίζονται στη διαπίστωση πραγματικών περιστατικών και στην εκτίμησή τους στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση οσάκις ο αναιρεσείων προβάλλει τον ισχυρισμό ότι το ρωτοδικείο προέβη σε διαπιστώσεις των οποίων η ανακρίβεια του περιεχομένου προκύπτει από τα έγγραφα της δικογραφίας ή ότι παραμόρφωσε τα αποδεικτικά στοιχεία που του υποβλήθηκαν (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 15ης Ιουνίου 2000, C-237/98 P, Dorsch Consult κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. Ι-4549, σκέψεις 35 και 36). Αυτό όμως πράγματι συμβαίνει εν προκειμένω.

57 Κατά συνέπεια, ο λόγος αναιρέσεως είναι παραδεκτός.

58 Ως προς το βάσιμο, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το ρωτοδικείο δεν παραμόρφωσε στοιχεία της δικογραφίας διακρίνοντας, κατά την εκτίμηση του εν λόγω τέλους, μεταξύ του τέλους για τη χρήση δημοσίων πραγμάτων, ως ανταλλάγματος για την παραχώρηση αδείας χρήσεως δημοσίων πραγμάτων, αφενός, και του εμπορικού τέλους, ως ανταλλάγματος για τις υπηρεσίες διαχειρίσεως που παρέχει η ADP και για την παραχώρηση αδείας εκμεταλλεύσεως, αφετέρου.

59 ράγματι, όπως κατέδειξε ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 107 έως 113 των προτάσεών του σχετικά με τη σύμβαση που συνήφθη μεταξύ ADP και AFS, η διάκριση αυτή μπορεί, μεταξύ άλλων, να στηριχθεί, εκτός από τον ίδιο τον τίτλο της εν λόγω συμβάσεως, στο άρθρο 17 αυτής, το οποίο ορίζει το αντικείμενό της, καθώς και στο άρθρο 23 της ιδίας συμβάσεως, σύμφωνα με το οποίο για την παραχώρηση αδείας χρήσεως και «εκμεταλλεύσεως» καταβάλλεται στην ADP «εμπορικό» τέλος υπολογιζόμενο βάσει του κύκλου εργασιών, ενώ δεν εισπράττονται κανενός είδους τέλη «για τη χρήση δημοσίων πραγμάτων». Η ίδια διαπίστωση επιβάλλεται όσον αφορά τη σύμβαση που συνήφθη μεταξύ ADP και ΟΑΤ, η οποία διακρίνει σαφώς μεταξύ τέλους «για τη χρήση δημοσίων πραγμάτων» και «εμπορικού» τέλους.

60 Συνεπώς, το ρωτοδικείο, απορρίπτοντας τον ισχυρισμό της ADP ότι τα τέλη που της κατέβαλαν η AFS και η ΟΑΤ αντιπροσώπευαν το οικονομικό αντάλλαγμα για την αποκλειστική χρήση και μόνον δημοσίων πραγμάτων, ουδόλως παραμόρφωσε τα στοιχεία της δικογραφίας και, ως εκ τούτου, ο πέμπτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

Επί του έκτου λόγου αναιρέσεως που στηρίζεται στην παραμόρφωση του περιεχομένου της εθνικής νομοθεσίας

61 Η ADP υποστηρίζει ότι το ρωτοδικείο προδήλως παραμόρφωσε το περιεχόμενο της εθνικής νομοθεσίας αποφαινόμενο, με τη σκέψη 125 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι «οι εν λόγω δραστηριότητες της ADP είναι οικονομικής φύσεως, από τις οποίες ορισμένες εκτελούνται επί της δημόσιας ιδιοκτησίας, αλλά δεν αποτελούν, για τον λόγο αυτό, άσκηση δημόσιας εξουσίας».

62 Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι αυτός ο λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως προδήλως απαράδεκτος, πρώτον, διότι η ADP δεν επισυνήψε στην αίτηση αναιρέσεως τη δικαστική απόφαση την οποία μνημονεύει και η οποία είχε επισυναφθεί στο δικόγραφο της προσφυγής που κατατέθηκε ενώπιον του ρωτοδικείου, δεύτερον, διότι η ADP απλώς επαναλαμβάνει με τον ανωτέρω λόγο αναιρέσεως το πρώτο σκέλος του τετάρτου λόγου ακυρώσεως που προέβαλε ενώπιον του ρωτοδικείου και, τρίτον, διότι στο πλαίσιο της αναιρέσεως είναι ανέλεγκτη η εκτίμηση της εθνικής νομοθεσίας από το ρωτοδικείο.

63 Κανένας από τους ανωτέρω λόγους απαραδέκτου δεν μπορεί να γίνει δεκτός. ρώτον, από τη σκέψη 54 της παρούσας αποφάσεως προκύπτει ότι το γεγονός ότι δεν επισυνήφθη στην αίτηση αναιρέσεως ένα ήδη προσκομισθέν ενώπιον του ρωτοδικείου έγγραφο δεν καθιστά απαράδεκτους τους λόγους αναιρέσεως. Δεύτερον, ο παρών λόγος αναιρέσεως παραθέτει επακριβώς τα επικρινόμενα σημεία της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως καθώς και τα νομικά επιχειρήματα που στηρίζουν κατά τρόπο συγκεκριμένο το αίτημα αναιρέσεως της αποφάσεως αυτής, και, ως εκ τούτου, πληρούνται οι προϋποθέσεις που τάσσει η νομολογία η οποία παρατίθεται στη σκέψη 31 της παρούσας αποφάσεως. Τρίτον, από την υπομνησθείσα στην σκέψη 56 της παρούσας αποφάσεως νομολογία προκύπτει ότι αιτίαση που στηρίζεται σε εσφαλμένη εκτίμηση της εθνικής νομοθεσίας είναι παραδεκτή οσάκις, όπως εν προκειμένω, καταλογίζεται στο ρωτοδικείο ότι παραμόρφωσε το περιεχόμενο της νομοθεσίας αυτής.

64 Επομένως, ο έκτος λόγος αναιρέσεως είναι παραδεκτός.

65 Ως προς το βάσιμο, πρέπει να τονιστεί ότι το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε το ρωτοδικείο με τη σκέψη 125 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως δεν στηρίζεται στην εκτίμηση της γαλλικής νομοθεσίας, δεδομένου ότι μια τέτοιου είδους εκτίμηση επιχειρήθηκε πλεοναστικώς και μόνον στη σκέψη 129 της ιδίας αποφάσεως, αλλά προκύπτει από τον χαρακτηρισμό των εν λόγω δραστηριοτήτων της ADP υπό το πρίσμα του κοινοτικού δικαίου ο οποίος έγινε με τις σκέψεις 119 έως 124 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

66 ράγματι, βάσει του κοινοτικού δικαίου πρέπει να καθοριστεί αν οι δραστηριότητες διαχειρίσεως αερολιμενικών υποδομών που ασκεί η ADP συνιστούν επιχειρηματική δραστηριότητα κατά την έννοια του άρθρου 86 της Συνθήκης. Ως εκ τούτου, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η ADP, η αιτιολογία στη σκέψη 129 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως παρατίθεται, όπως ορθώς επισημαίνει το ρωτοδικείο, πλεοναστικώς.

67 Στο μέτρο που ο έκτος λόγος αναιρέσεως βάλλει κατά πλεοναστικώς παρατιθεμένης αιτιολογίας της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, δεν μπορεί, σύμφωνα με την υπομνησθείσα στην σκέψη 41 της παρούσας αποφάσεως νομολογίας, να οδηγήσει στην αναίρεσή της και πρέπει, συνεπώς, να απορριφθεί ως αλυσιτελής.

Επί του εβδόμου λόγου αναιρέσεως που στηρίζεται σε παραβίαση του άρθρου 86 της Συνθήκης από το ρωτοδικείο διότι χαρακτήρισε την ADP επιχείρηση

68 Με τον έβδομο λόγο αναιρέσεως, η ADP υποστηρίζει ότι το ρωτοδικείο παρέβη το άρθρο 86 της Συνθήκης χαρακτηρίζοντας την ADP, με τις σκέψεις 120 έως 126 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ως επιχείρηση κατά την έννοια της διατάξεως αυτής. Η διοίκηση δημοσίων πραγμάτων, η μόνη δραστηριότητα που είναι κρίσιμη εν προκειμένω, συνεπάγεται την άσκηση προνομίων δημόσιας εξουσίας και, ως εκ τούτου, δεν αποτελεί επιχειρηματική δραστηριότητα κατά την έννοια του άρθρου 86 της Συνθήκης.

69 Η ADP επισημαίνει συναφώς ότι, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, δεν αποτελούν επιχειρήσεις οι δημόσιοι φορείς των οποίων οι δραστηριότητες συνίστανται στην άσκηση δημόσιας εξουσίας (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 4ης Μα_ου 1988, 30/87, Bodson, Συλλογή 1988, σ. 2479). Κατ' εφαρμογήν της νομολογίας αυτής, το ρωτοδικείο έπρεπε να θεωρήσει ότι η ADP δεν αποτελεί επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 86 της Συνθήκης.

70 Η ADP υποστηρίζει εξάλλου ότι η νομολογία που παραθέτει το ρωτοδικείο στη σκέψη 123 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να θέσει εν αμφιβόλω τη διαπίστωση ότι η διοίκηση δημοσίων πραγμάτων συνεπάγεται την άσκηση δημόσιας εξουσίας και, ως εκ τούτου, δεν αποτελεί επιχειρηματική δραστηριότητα κατά την έννοια του άρθρου 86 της Συνθήκης. ράγματι, αφενός, η απόφαση της 20ής Μαρτίου 1985, 41/83, Ιταλία κατά Επιτροπής (Συλλογή 1985, σ. 873) αφορούσε υπηρεσίες τηλεπικοινωνιών που είναι άσχετες με τη διοίκηση δημοσίων πραγμάτων. Αφετέρου, η απόφαση του ρωτοδικείου της 21ης Οκτωβρίου 1997, Τ-229/94, Deutsche Bahn κατά Επιτροπής (Συλλογή 1997 σ. ΙΙ-1689), αφορούσε την προμήθεια σιδηροδρομικών μηχανών και την παροχή σιδηροδρομικών υπηρεσιών, χωρίς να εξετάζεται το αν η διοίκηση δημοσίων πραγμάτων αποτελεί οικονομική δραστηριότητα.

71 Επιπλέον, στον βαθμό που σημασία έχει μόνον να καθοριστεί αν η διοίκηση δημοσίων πραγμάτων συνεπάγεται την άσκηση δημόσιας εξουσίας, είναι αλυσιτελής η παρατήρηση του ρωτοδικείου ότι το γεγονός ότι μια δραστηριότητα μπορεί να ασκείται από ιδιωτική επιχείρηση συνιστά πρόσθετη ένδειξη για τον χαρακτηρισμό της ως επιχειρηματικής.

72 Κατά την Επιτροπή, αυτός ο λόγος αναιρέσεως επαναλαμβάνει απλώς το πρώτο σκέλος του τετάρτου λόγου ακυρώσεως που προέβαλε η ADP ενώπιον του ρωτοδικείου. Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος.

73 Εντούτοις, στον βαθμό που ο έβδομος λόγος αναιρέσεως παραθέτει επακριβώς τα επικρινόμενα σημεία της αποφάσεως της οποίας ζητείται η αναίρεση καθώς και τα νομικά επιχειρήματα που στηρίζουν κατά τρόπο συγκεκριμένο το αίτημα αυτό, ο λόγος αναιρέσεως είναι παραδεκτός.

74 Ως προς το βάσιμο, πρέπει να τονιστεί ότι, όπως ορθώς υποστήριξε η Επιτροπή, το γεγονός και μόνον ότι ένας φορέας διαθέτει, για την άσκηση ενός μέρους των δραστηριοτήτων του, προνόμια που συνδέονται με την άσκηση δημόσιας εξουσίας δεν εμποδίζει τον χαρακτηρισμό του ως επιχειρήσεως κατά την έννοια του άρθρου 86 της Συνθήκης.

75 ρέπει να υπομνηστεί συναφώς ότι, στο πλαίσιο του δικαίου του ανταγωνισμού, η έννοια της επιχειρήσεως καλύπτει κάθε φορέα που ασκεί οικονομική δραστηριότητα, ανεξάρτητα από το νομικό καθεστώς που τον διέπει και τον τρόπο χρηματοδοτήσεώς του (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 17ης Φεβρουαρίου 1993, C-159/91 και C-160/91, Poucet και Pistre, Συλλογή 1993, σ. Ι-637, σκέψη 17). ροκειμένου να καθοριστεί αν οι εν λόγω δραστηριότητες συνιστούν επιχειρηματικές δραστηριότητες κατά την έννοια του άρθρου 86 της Συνθήκης, πρέπει να αναζητηθεί η φύση των δραστηριοτήτων αυτών (βλ., μεταξύ άλλων, την απόφαση της 19ης Ιανουαρίου 1994, C-364/92, SAT Fluggesellschaft, Συλλογή 1994, σ. Ι-43, σκέψη 19).

76 Με τη σκέψη 112 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το ρωτοδικείο διέκρινε μεταξύ, αφενός, των αμιγώς διοικητικών δραστηριοτήτων της ADP, ιδίως των καθηκόντων αστυνομεύσεως, και, αφετέρου, των εν λόγω δραστηριοτήτων διαχειρίσεως και εκμεταλλεύσεως των παρισινών αερολιμένων για τις οποίες καταβάλλονται εμπορικά τέλη, το ύψος των οποίων κυμαίνεται αναλόγως του πραγματοποιούμενου κύκλου εργασιών.

77 Το ρωτοδικείο τόνισε με τη σκέψη 120 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ότι η δραστηριότητα της διαχειρήσεως των αερολιμενικών υποδομών διά της οποίας η ADP καθορίζει τους τρόπους και τους όρους ασκήσεως της δραστηριότητας των φορέων παροχής υπηρεσιών εδάφους, δεν μπορεί να θεωρηθεί δραστηριότητα αστυνομεύσεως. Εξάλλου, η ADP δεν προέβαλε κανένα επιχείρημα από το οποίο να συνάγεται ότι οι σχέσεις με τους φορείς παροχής υπηρεσιών εδάφους διέπονται από την άσκηση δημόσιας εξουσίας από την ADP ή ότι οι εν λόγω σχέσεις συνδέονται αναπόσπαστα με τις δραστηριότητες της ADP που αφορούν την άσκηση δημόσιας εξουσίας.

78 Ως εκ τούτου, ορθώς το ρωτοδικείο έκρινε, με τη σκέψη 121 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ότι συνιστά δραστηριότητα οικονομικής φύσεως η διάθεση αερολιμενικών εγκαταστάσεων στις αεροπορικές εταιρίες και στους διάφορους φορείς παροχής υπηρεσιών, έναντι καταβολής τελών το ύψος των οποίων καθορίζεται ελεύθερα από την ADP.

79 ράγματι, από πάγια νομολογία προκύπτει ότι συνιστά οικονομική δραστηριότητα κάθε δραστηριότητα προσφοράς αγαθών ή υπηρεσιών σε δεδομένη αγορά (βλ., μεταξύ άλλων, τις αποφάσεις της 18ης Ιουνίου 1998, C-35/96, Επιτροπή κατά Ιταλίας, Συλλογή 1998, σ. Ι-3851, σκέψη 36, και της 25ης Οκτωβρίου 2001, C-475/99, Ambulanz Glöckner, Συλλογή 2001, σ. Ι-8089, σκέψη 19).

80 Αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η ADP, το ρωτοδικείο ορθώς παρέπεμψε στις προπαρατεθείσες αποφάσεις Ιταλία κατά Επιτροπής και Deutsche Bahn κατά Επιτροπής οι οποίες αφορούσαν επίσης τη διάθεση υποδομών από φορείς που ήσαν επιφορτισμένοι με τη διαχείρισή τους.

81 Ως προς την προπαρατεθείσα απόφαση Bodson, πρέπει να τονιστεί ότι το Δικαστήριο ουδόλως έκρινε με την απόφαση αυτή ότι η άσκηση δημόσιας εξουσίας αντιτίθεται στην εφαρμογή του άρθρου 86 της Συνθήκης. Όσον αφορά την προπαρατεθείσα απόφαση SAT Fluggesellschaft, το Δικαστήριο διαπίστωσε με αυτήν ότι, στο σύνολό τους, οι διάφορες δραστηριότητες του οικείου φορέα, τόσο λόγω της φύσεώς τους όσο και λόγω του αντικειμένου και των κανόνων που τις διέπουν, συνδέονται με την άσκηση προνομίων που αποτελούν τυπικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα ασκήσεως δημόσιας εξουσίας και ότι καμία από τις δραστηριότητες αυτές δεν μπορεί να ασκηθεί χωριστά από τις άλλες, πράγμα το οποίο δεν συμβαίνει εν προκειμένω.

82 Επιπλέον, αντιθέτως προς την άποψη που υποστήριξε η ADP, ορθώς το ρωτοδικείο υπενθύμισε με τη σκέψη 124 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ότι, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, το γεγονός ότι μια δραστηριότητα είναι δυνατό να ασκείται από ιδιωτική επιχείρηση συνιστά πρόσθετη ένδειξη για τον χαρακτηρισμό της ως επιχειρηματικής.

83 Κατά συνέπεια, ο έβδομος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

Επί του ογδόου λόγου αναιρέσεως που στηρίζεται σε παράβαση του άρθρου 86 της Συνθήκης που αφορά τον ορισμό της αγοράς

84 Η ADP υποστηρίζει ότι, στον βαθμό που τα εν λόγω εμπορικά τέλη δεν είναι παρά το αντάλλαγμα για την αποκλειστική χρήση δημοσίων πραγμάτων, η οποία δεν είναι αναγκαία για την παροχή υπηρεσιών εδάφους, εσφαλμένως το ρωτοδικείο δέχτηκε ως οικεία αγορά την αγορά των «υπηρεσιών διαχειρίσεως των παρισινών αερολιμένων». Η παραχώρηση από την ADP αδείας προσβάσεως στην αποκλειστική ζώνη του αεροδρομίου δεν περιοριζόταν στους φορείς παροχής υπηρεσιών που χρησιμοποιούσαν κατ' αποκλειστικότητα δημόσια πράγματα και δεν συνεπαγόταν, αυτή καθ' εαυτή, την είσπραξη τελών. Από τα ανωτέρω προκύπτει, κατά την ADP, παράβαση του άρθρου 86 της Συνθήκης όσον αφορά τον ορισμό της αγοράς.

85 Η ADP υποστηρίζει συναφώς ότι το ρωτοδικείο εφάρμοσε εσφαλμένως τη νομολογία του Δικαστηρίου. Συγκεκριμένα, στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 11ης Νοεμβρίου 1986, 226/84, British Leyland κατά Επιτροπής (Συλλογή 1986, σ. 3263), ήταν αναγκαία η λήψη πιστοποιητικού καταλληλότητας για την ταξινόμηση των εισαγομένων οχημάτων, ενώ, εν προκειμένω, μολονότι εισπράττονται τέλη ως αντάλλαγμα για την αποκλειστική χρήση δημοσίων πραγμάτων, η χρήση αυτή δεν είναι αναγκαία για την άσκηση της δραστηριότητας της παροχής υπηρεσιών εδάφους, όπως φαίνεται από την περίπτωση της HRS η οποία, μολονότι ασκεί τέτοιου είδους δραστηριότητες, δεν χρησιμοποιεί δημόσια πράγματα και δεν καταβάλλει τέλη.

86 Όσον αφορά τις τροποποιήσεις που επέφερε η ADP, μετά την ανακοίνωση αιτιάσεων, στο πλαίσιο του νέου συστήματος προσβάσεως στις αερολιμενικές εγκαταστάσεις που άρχισε να ισχύει από 1ης Μαρτίου 1999, σύστημα το οποίο το ρωτοδικείο μνημονεύει στη σκέψη 127 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, οι τροποποιήσεις αυτές αποδεικνύουν ότι, κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως, για την πρόσβαση και μόνο στις αερολιμενικές εγκαταστάσεις δεν ήταν δυνατό, από νομικής απόψεως, να εισπραχθούν τέλη.

87 Η ADP υποστηρίζει ότι, σε κάθε περίπτωση, στον βαθμό που τα σχετικά τέλη εισπράττονταν ως αντάλλαγμα για την αποκλειστική χρήση δημοσίων πραγμάτων, το ρωτοδικείο παρέβη το άρθρο 86 της Συνθήκης αρνούμενο να συμπεριλάβει στον ορισμό του σχετικά με τη γεωγραφική διάσταση της οικείας αγοράς το σύνολο των επιφανειών και των κτιρίων της περιφερείας των αρισίων που είναι παρεμφερή με τα δημόσια πράγματα της ADP, βάσει των οποίων ένας φορέας παροχής υπηρεσιών εδάφους μπορεί να αναπτύξει τις δραστηριότητές του.

88 Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι αυτός ο λόγος αναιρέσεως επαναλαμβάνει απλώς το δεύτερο σκέλος του τετάρτου λόγου ακυρώσεως που προβλήθηκε ενώπιον του ρωτοδικείου. Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος.

89 Το πρώτο σκέλος του ογδόου λόγου αναιρέσεως, που αφορά τον ορισμό της αγοράς του προϊόντος, προβάλλεται παραδεκτώς. ράγματι, ως προς το σημείο αυτό η ADP παραθέτει επακριβώς τα επικρινόμενα σημεία της αποφάσεως της οποίας ζητείται η αναίρεση καθώς και τα νομικά επιχειρήματα που στηρίζουν κατά τρόπο συγκεκριμένο το αίτημα αυτό.

90 Όσον αφορά τη θεμελίωση αυτού του σκέλους του λόγου αναιρέσεως πρέπει να υπομνηστεί ότι από την εξέταση του πέμπτου λόγου αναιρέσεως προκύπτει ότι το ρωτοδικείο ορθώς διαπίστωσε ότι τα εν λόγω εμπορικά τέλη αποτελούν αντάλλαγμα για τις υπηρεσίες διαχειρίσεως αερολιμενικών εγκαταστάσεων.

91 Το ρωτοδικείο ορθώς έκρινε, με τη σκέψη 137 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η αγορά που πρέπει να ληφθεί υπόψη είναι εκείνη των υπηρεσιών διαχειρίσεως παρισινών αερολιμένων στην οποία η ADP, ως φορέας διαχειρίσεως των αερολιμένων αυτών, αντιπροσωπεύει την προσφορά στην οικεία αγορά, ενώ οι φορείς παροχής υπηρεσιών εδάφους, οι οποίοι χρειάζονται, προκειμένου να ασκήσουν τη δραστηριότητά τους, την άδεια της ADP καθώς και τις αερολιμενικές εγκαταστάσεις, αντιπροσωπεύουν τη ζήτηση στην αγορά αυτή.

92 Συναφώς, αντιθέτως προς τους ισχυρισμούς της ADP, το ρωτοδικείο ορθώς συνέκρινε τα πραγματικά περιστατικά της παρούσας υποθέσεως με αυτά της υποθέσεως επί της οποίας εκδόθηκε η προαναφερθείσα απόφαση British Leyland κατά Επιτροπής η οποία αφορούσε το μονοπώλιο που διέθετε η British Leyland plc για τη χορήγηση των αναγκαίων για την ταξινόμηση των οχημάτων του εργοστασίου της πιστοποιητικών καταλληλότητας. ράγματι, με την ανωτέρω απόφαση, το Δικαστήριο έκρινε ότι η εν λόγω αγορά ήταν αυτή της παροχής υπηρεσιών που όντως είναι απαραίτητες στους επαγγελματίες μεταπωλητές για τη διασφάλιση της κυκλοφορίας στο εμπόριο των οχημάτων που κατασκευάζει η British Leyland plc. Ομοίως, εν προκειμένω, η αγορά που πρέπει να ληφθεί υπόψη είναι αυτή της διαχειρίσεως των αερολιμενικών εγκαταστάσεων, οι οποίες είναι απαραίτητες για την παροχή των υπηρεσιών εδάφους και στις οποίες η ADP παρέχει την πρόσβαση, όπως τόνισε το ρωτοδικείο με τη σκέψη 138 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

93 Αυτός ο ορισμός της αγοράς του κρίσιμου προϊόντος δεν τίθεται εν αμφιβόλω από το γεγονός ότι ένας εκ των φορέων παροχής υπηρεσιών εδάφους, ήτοι η HRS, ασκεί τις δραστηριότητές της χωρίς να χρησιμοποιεί κατ' αποκλειστικότητα δημόσια πράγματα και χωρίς να καταβάλει τέλη. ράγματι, στην περίπτωση αυτή, η άδεια της ADP απαιτείται και για την πρόσβαση στην αγορά υπηρεσιών που παρέχει η ADP, η δε πρόσβαση αυτή είναι απαραίτητη για την παροχή των υπηρεσιών εδάφους στις αεροπορικές εταιρίες. Όπως ορθώς επισημαίνει το ρωτοδικείο στη σκέψη 139 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, δεν αμφισβητείται ότι καμία επιχείρηση δεν μπορεί να έχει πρόσβαση, και ακόμη λιγότερο να παρέχει υπηρεσίες, στον χώρο του αερολιμένα που διαχειρίζεται η ADP χωρίς την άδειά της. Εξάλλου, το γεγονός ότι δεν ζητείται η καταβολή τελών από τους φορείς παροχής υπηρεσιών οι οποίοι δεν χρειάζονται χώρους εντός της περιμέτρου του αερολιμένα δεν επηρεάζει, σε καμία περίπτωση, τον ορισμό της εν λόγω αγοράς.

94 Στον βαθμό που η ADP προσάπτει στο ρωτοδικείο ότι στηρίχθηκε, στη σκέψη 127 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, στο καθεστώς προσβάσεως στις αερολιμενικές εγκαταστάσεις που άρχισε να εφαρμόζεται από 1ης Μαρτίου 1999, αρκεί να παρατηρηθεί ότι δεν αμφισβητείται ότι η αιτιολογία αυτή παρατέθηκε πλεοναστικώς. Ως εκ τούτου, σύμφωνα με τη νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 41 της παρούσας αποφάσεως, η αιτιολογία αυτή δεν θα μπορούσε σε καμία περίπτωση να οδηγήσει στην αναίρεση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

95 Όσον αφορά το δεύτερο σκέλος του ογδόου λόγου αναιρέσεως, που αφορά τον καθορισμό της εν λόγω γεωγραφικής αγοράς, και αν ακόμη υποτεθεί ότι είναι παραδεκτό στον βαθμό που δεν επαναλαμβάνει απλώς την άποψη που ανέπτυξε η ADP ενώπιον του ρωτοδικείου και εξετάστηκε στη σκέψη 141 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, είναι σε κάθε περίπτωση αβάσιμο.

96 ράγματι, από τις σκέψεις 91 έως 93 της παρούσας αποφάσεως προκύπτει ότι η οικεία αγορά είναι αυτή των αερολιμενικών εγκαταστάσεων στις οποίες, εξ ορισμού, πρέπει να παρέχονται οι υπηρεσίες εδάφους. Ως εκ τούτου, ορθώς το ρωτοδικείο έκρινε, με τη σκέψη 141 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι κρίσιμες είναι οι προϋποθέσεις προσβάσεως στις αερολιμενικές εγκασταστάσεις τις οποίες καθορίζει η ADP, προκειμένου να είναι δυνατή η παροχή υπηρεσιών εδάφους σε αυτές και οι οποίες είναι δυνατό να παρέχονται μόνο στον χώρο του αερολιμένα και μόνο με την άδεια της ADP. Από τα ανωτέρω ορθώς το ρωτοδικείο συνήγαγε ότι τα ακίνητα της περιοχής των αρισίων δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη εφόσον δεν είναι δυνατή η παροχή των εν λόγω υπηρεσιών σε αυτά.

97 Επομένως, ο όγδοος λόγος αναιρέσεως πρέπει επίσης να απορριφθεί.

Επί του ενάτου λόγου αναιρέσεως που στηρίζεται σε παράβαση του άρθρου 86 της Συνθήκης όσον αφορά τη δεσπόζουσα θέση της ADP

98 Η ADP υποστηρίζει ότι τα δικαιώματά της επί των δημοσίων πραγμάτων είναι παρεμφερή με αυτά που πηγάζουν από το δικαίωμα της κυριότητας και ότι, αντιθέτως προς όσα υπέλαβε το ρωτοδικείο στις σκέψεις 149 και 151 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, η ADP δεν διαθέτει μεγαλύτερο βαθμό «μονοπωλίου» επί του εν λόγω χώρου απ' ότι οποιοσδήποτε κύριος επί του περιουσιακού του στοιχείου. Κατά την ADP, αυτά τα δημόσια πράγματα δεν αποτελούν αγορά κατά την έννοια του δικαίου του ανταγωνισμού.

99 Κατά την ADP, η οικεία αγορά περιλαμβάνει το σύνολο των χώρων και των ακινήτων της περιοχής των αρισίων που μπορούν να χρησιμοποιηθούν από τους φορείς παροχής υπηρεσιών εδάφους με τον ίδιο τρόπο, όπως οι χώροι και τα ακίνητα που περιλαμβάνονται στα δημόσια πράγματα που διαχειρίζεται η ADP για τη χρήση των οποίων καταβάλλονται ως αντάλλαγμα τα εν λόγω τέλη. Κατά την ADP, είναι προφανές ότι η αναιρεσείουσα δεν κατέχει δεσπόζουσα θέση στην οριζόμενη με τον τρόπο αυτό αγορά, δεδομένου ότι τα δημόσια πράγματα που διαχειρίζεται η ADP αντιπροσωπεύουν ένα εξαιρετικά μικρό τμήμα των οικείων επιφανειών και χώρων.

100 Όσον αφορά την άδεια που παραχωρούσε, την εποχή εκείνη, η ADP για την πρόσβαση στην αποκλειστική ζώνη του αερολιμένα, η ADP υπενθυμίζει ότι η ζώνη αυτή ουδόλως προοριζόταν μόνο για τους φορείς παροχής υπηρεσιών που χρησιμοποιούσαν αποκλειστικώς τα δημόσια πράγματα και ότι γι' αυτή καθ' εαυτήν την άδεια δεν καταβάλλονταν τέλη.

101 Συνεπώς, το ρωτοδικείο παρέβη το άρθρο 86 της Συνθήκης χαρακτηρίζοντας δεσπόζουσα τη θέση της ADP στην αγορά.

102 Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, στον βαθμό που αυτός ο λόγος αναιρέσεως επαναλαμβάνει το τρίτο σκέλος του τετάρτου λόγου ακυρώσεως που προβλήθηκε ενώπιον του ρωτοδικείου, πρέπει να απορριφθεί ως προδήλως απαράδεκτος.

103 Εντούτοις, στον βαθμό που η ADP παραθέτει επακριβώς τα επικρινόμενα στοιχεία της αποφάσεως της οποίας ζητείται η αναίρεση καθώς και τα νομικά επιχειρήματα που στηρίζουν κατά τρόπο συγκεκριμένο το αίτημα αυτό, ο λόγος αναιρέσεως είναι παραδεκτός.

104 Ως προς το βάσιμο, πρέπει ευθύς εξ αρχής να τονιστεί ότι από την εξέταση του ογδόου λόγου αναιρέσεως προκύπτει ότι το ρωτοδικείο ορθώς έκρινε ότι η αγορά των υπηρεσιών διαχειρίσεως των παρισινών αερολιμενικών εγκαταστάσεων είναι εν προκειμένω η οικεία αγορά.

105 Ο ισχυρισμός της ADP ότι οι εξουσίες που διαθέτει επί των δημοσίων πραγμάτων που διαχειρίζεται δεν διαφέρουν από τις εξουσίες που έχει οποιοσδήποτε κύριος επί ενός περιουσιακού του στοιχείου δεν μεταβάλει την εκτίμηση ότι η ADP κατέχει δεσπόζουσα θέση στην οικεία αγορά.

106 Εν προκειμένω, η ADP, ως έχουσα την κυριότητα των αερολιμενικών εγκαταστάσεων, είναι η μόνη που μπορεί να επιτρέψει την πρόσβαση σ' αυτές. Ως εκ τούτου, το ρωτοδικείο ορθώς έκρινε, με τη σκέψη 149 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η ADP έχει, δυνάμει του άρθρου L. 251-2 του γαλλικού κώδικα πολιτικής αεροπορίας, το νόμιμο μονοπώλιο της διαχειρίσεως των οικείων αερολιμένων και ότι μόνον αυτή μπορεί να παρέχει την άδεια ασκήσεως δραστηριοτήτων σχετικών με την παροχή υπηρεσιών εδάφους και να καθορίζει τους όρους ασκήσεως αυτών.

107 Υπό τις συνθήκες αυτές, το ρωτοδικείο ορθώς συνήγαγε, με τη σκέψη 150 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η ADP βρίσκεται σε κατάσταση οικονομικής ισχύος που της δίνει την ευχέρεια να παρεμποδίζει τη διατήρηση αποτελεσματικού ανταγωνισμού στην αγορά παρέχοντάς της τη δυνατότητα να έχει ανεξαρτησία κινήσεων.

108 Κατά συνέπεια, ο ένατος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

Επί του δέκατου λόγου αναιρέσεως που στηρίζεται στην παράβαση του άρθρου 86 της Συνθήκης όσον αφορά τη σύγκριση των τελών που καταβάλλουν η HRS και η ΟΑΤ

109 Η ADP υποστηρίζει κατ' αρχάς ότι το ρωτοδικείο, κρίνοντας ως άνισα τα τέλη που εισέπραττε από την AFS και από την ΟΑΤ, παραμόρφωσε σε μεγάλο βαθμό το περιεχόμενο της λειτουργίας των εν λόγω τελών.

110 Έτσι, το ρωτοδικείο, αρνούμενο να λάβει υπόψη του το πάγιο ποσό του τέλους κατά τη σύγκριση των καταστάσεων της AFS και της ΟΑΤ, αγνόησε το γεγονός ότι τα δύο αυτά στοιχεία του τέλους συνδέονται αναπόσπαστα μεταξύ τους διότι αμφότερα αποτελούν το ενιαίο συνολικό τέλος που καταβάλλεται ως αντάλλαγμα για την αποκλειστική χρήση δημοσίων πραγμάτων.

111 Με την ανωτέρω επιχειρηματολογία, η ADP επαναλαμβάνει την άποψή της ότι τα δύο ποσά του εν λόγω τέλους συνδέονται αναπόσπαστα και καταβάλλονται μόνον για την αποκλειστική χρήση δημοσίων πραγμάτων. Η άποψη όμως αυτή απορρίφθηκε κατά την εξέταση του πέμπτου λόγου αναιρέσεως και, ως εκ τούτου, ο δέκατος λόγος αναιρέσεως κατά το μέτρο που αφορά την προβαλλόμενη παραμόρφωση του περιεχομένου της λειτουργίας των τελών πρέπει επίσης να απορριφθεί.

112 Ακολούθως, κατά την ADP, το ρωτοδικείο παρέβη το άρθρο 86 της Συνθήκης θεωρώντας ότι για τη σύγκριση των τελών που καταβάλλουν η AFS και η ΟΑΤ στην ADP έπρεπε να ληφθεί υπόψη ο κύκλος εργασιών της ΟΑΤ στο πλαίσιο των υπηρεσιών εξυπηρετήσεως δι' ιδίων μέσων. ροκειμένου να αποδειχθεί η ύπαρξη παραβάσεως του δικαίου του ανταγωνισμού, θα έπρεπε να εξεταστεί αποκλειστικά αν τα τέλη που καταβάλλουν η AFS και η ΟΑΤ στην ADP για τη δραστηριότητα και μόνον για την οποία υπάρχει ανταγωνισμός μεταξύ αυτών των δύο εταιριών, ήτοι την παροχή υπηρεσιών σε τρίτους, συνεπάγονται ή όχι δυσμενείς διακρίσεις. Στον βαθμό όμως που τα τέλη τα οποία καταβάλλουν οι δύο αυτές επιχειρήσεις αντιστοιχούν στην πράξη στο ίδιο ποσοστό του κύκλου εργασιών των δραστηριοτήτων για τις οποίες υπάρχει ανταγωνισμός μεταξύ των επιχειρήσεων αυτών, δεν υφίσταται καμία δυσμενής διάκριση. Συνεπώς, οι εκτιμήσεις του ρωτοδικείου σχετικά με τις ενδεχόμενες επιπτώσεις του ύψους των τελών («ανύπαρκτες ή ασήμαντες») για τις υπηρεσίες εξυπηρετήσεως δι' ιδίων μέσων επί της αγοράς των υπηρεσιών προς τρίτους στερούνται σημασίας.

113 Η επιχειρηματολογία αυτή δεν μπορεί να γίνει δεκτή.

114 Όπως υπενθυμίζεται στο σημείο 84 του αιτιολογικού της επίδικης αποφάσεως, σύμφωνα με το άρθρο 86, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο γ_, της Συνθήκης, απαγορεύεται από μια επιχείρηση η οποία κατέχει δεσπόζουσα θέση εντός της κοινής αγοράς ή σημαντικού τμήματός της να εφαρμόζει άνισους όρους «επί ισοδυνάμων παροχών έναντι των εμπορικώς συναλλασσομένων, με αποτέλεσμα να περιέρχονται αυτοί σε μειονεκτική θέση στον ανταγωνισμό».

115 Το ρωτοδικείο διαπίστωσε, με τη σκέψη 206 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η ADP παρείχε τις αυτές υπηρεσίες διαχειρίσεως στους φορείς παροχής υπηρεσιών προς τρίτους και στους φορείς παροχής υπηρεσιών εξυπηρετήσεως δι' ιδίων μέσων. Από το γεγονός αυτό ορθώς το ρωτοδικείο συνήγαγε, στις σκέψεις 214 έως 216 της ιδίας αποφάσεως, ότι πρέπει να λαμβάνονται υπόψη και τα δύο είδη υπηρεσιών προκειμένου να διαπιστωθεί αν τα τέλη είναι άνισα.

116 Αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η ADP, το ρωτοδικείο καλώς εξέτασε, υπό τις συνθήκες αυτές, τις συνέπειες του ύψους του τέλους που επιβάλλεται στις υπηρεσίες εξυπηρετήσεως δι' ιδίων μέσων επί της αγοράς των υπηρεσιών προς τρίτους. Ως εκ τούτου, στη σκέψη 215 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το ρωτοδικείο διαπίστωσε ότι το γεγονός ότι τα τέλη που επιβάλλονται στις υπηρεσίες εξυπηρετήσεως δι' ιδίων μέσων είναι ανύπαρκτα ή ασήμαντα παρέχει τη δυνατότητα στους φορείς υπηρεσιών που έχουν την άδεια να παρέχουν τις δύο κατηγορίες υπηρεσιών να αποσβέσουν τις επενδύσεις τους και να μπορέσουν, κατ' αυτόν τον τρόπο, να προσφέρουν καλύτερους όρους για τις υπηρεσίες σε τρίτους. Όπως επίσης επισήμανε το ρωτοδικείο, αυτά τα ανύπαρκτα ή ασήμαντα τέλη είναι δυνατό να ωθήσουν ορισμένες αεροπορικές εταιρίες να προτιμήσουν την εξυπηρέτηση δι' ιδίων μέσων παρά να προσφύγουν στις υπηρεσίες προς τρίτους.

117 Τέλος, κατά την ADP, το ρωτοδικείο παραμόρφωσε τα αποδεικτικά στοιχεία που του υποβλήθηκαν στο μέτρο που δεν έλαβε υπόψη του το γεγονός ότι η AFS αμφισβητούσε, με την καταγγελία της, μόνον το ύψος του τέλους που επιβάλλεται στις υπηρεσίες προς τρίτους, πράγμα που αποδεικνύει ότι, και για την ίδια την AFS, μόνον το ύψος του τέλους αυτού είναι από νομικής απόψεως κρίσιμο προκειμένου να διαπιστωθεί η ύπαρξη δυσμενούς διακρίσεως μεταξύ ανταγωνιστών στην αγορά των υπηρεσιών προς τρίτους.

118 Συναφώς, αρκεί να υπομνηστεί ότι η Επιτροπή, όπως επισήμανε και η ίδια, έχει τη δυνατότητα, σε κάθε περίπτωση, να διαπιστώσει αυτεπαγγέλτως την ύπαρξη παραβάσεως των άρθρων 85 και 86 της Συνθήκης (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 12ης Ιουλίου 1979, 32/78, 36/78 έως 82/78, BMW Belgium κ.ά. κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1979/ΙΙ, σ. 177, σκέψη 18).

119 Συνεπώς, ο δέκατος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

120 Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.

Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


Επί των δικαστικών εξόδων

121 Σύμφωνα το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, το οποίο δυνάμει του άρθρου 118 του ίδιου κανονισμού τυγχάνει εφαρμογής επί της διαδικασίας της αιτήσεως αναιρέσεως, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπήρξε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Εφόσον η Επιτροπή και η AFS υπέβαλαν αίτημα να καταδικαστεί η ADP στα δικαστικά έξοδα και δεδομένου ότι η ADP ηττήθηκε, πρέπει αυτή να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού διαδικασίας.

Διατακτικό


Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα)

αποφασίζει:

1) Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως.

2) Καταδικάζει την Aéroports de Paris στα δικαστικά έξοδα.