EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61991CJ0121

Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 6ης Ιουλίου 1993.
CT Control (Rotterdam) BV και JCT Benelux BV κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
Προσφυγή ακυρώσεως - Απόφαση της Επιτροπής απορρίπτουσα αίτημα περί διαγραφής εισαγωγικών δασμών.
Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-121/91 και C-122/91.

European Court Reports 1993 I-03873

ECLI identifier: ECLI:EU:C:1993:285

61991J0121

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΠΕΜΠΤΟ ΤΜΗΜΑ) ΤΗΣ 6ΗΣ ΙΟΥΛΙΟΥ 1993. - CT CONTROL (ROTTERDAM) BV ΚΑΙ JCT BENELUX BV ΚΑΤΑ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ. - ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΑΚΥΡΩΣΕΩΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΕΡΙ ΑΠΟΡΡΙΨΕΩΣ ΤΗΣ ΑΙΤΗΣΕΩΣ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗΣ ΔΑΣΜΩΝ. - ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΣΘΕΙΣΕΣ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ C-121/91 ΚΑΙ C-122/92.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1993 σελίδα I-03873


Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό

Λέξεις κλειδιά


++++

1. Πράξεις των κοινοτικών οργάνων * Διαχρονική εφαρμογή * Διαδικαστικοί κανόνες * Εφαρμογή σε διαφορές που εκκρεμούν κατά την έναρξη της ισχύος τους

2. Πράξεις των κοινοτικών οργάνων * Αιτιολόγηση * Υποχρέωση * Περιεχόμενο

(Συνθήκη ΕΟΚ, άρθρο 190)

3. 'Ιδιοι πόροι των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων * Επιστροφή ή διαγραφή εισαγωγικών δασμών * 'Αρθρο 13 του κανονισμού 1430/79 * Περιεχόμενο

(Κανονισμός 1430/79 του Συμβουλίου, άρθρο 13)

4. 'Ιδιοι πόροι των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων * Απόδοση ή διαγραφή εισαγωγικών δασμών * 'Αρθρο 13 του κανονισμού 1430/79 * Απόφαση της Επιτροπής επί αιτήματος υποβληθέντος από κράτος μέλος * Διαδικασία εκδόσεως * Διαδικασία που εγγυάται τα δικαιώματα άμυνας του επιχειρηματία

(Κανονισμός 1430/79 του Συμβουλίου, άρθρο 13)

5. Προσφυγή ακυρώσεως * Απόφαση περί ακυρώσεως * Προσδιορισμός των συνεπειών σχετικά με τις υποχρεώσεις των εθνικών αρχών * Αναρμοδιότητα του Δικαστηρίου

(Συνθήκη ΕΟΚ, άρθρα 173 και 174)

Περίληψη


1. Οι διαδικαστικοί κανόνες εφαρμόζονται εφ' όλων των διαφορών που εκκρεμούν κατά το χρονικό σημείο που οι εν λόγω κανόνες τίθενται σε ισχύ, σε αντίθεση με τους ουσιαστικούς κανόνες, οι οποίοι ερμηνεύονται συνήθως ως μη αφορώντες διαμορφωθείσες προ της ενάρξεως της ισχύος τους καταστάσεις.

2. Από την αιτιολογία που απαιτείται βάσει του άρθρου 190 της Συνθήκης πρέπει να προκύπτει κατά τρόπο σαφή και αναμφισβήτητο η συλλογιστική του συντάκτη της, έτσι ώστε να παρέχεται η δυνατότητα στους ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τους λόγους που οδήγησαν στη λήψη του μέτρου και να υπερασπίζουν τα δικαιώματά τους, στο δε Δικαστήριο να ασκεί τον έλεγχό του. Ωστόσο, δεν απαιτείται να εξειδικεύει όλα τα ποικίλα ουσιώδη πραγματικά και νομικά ζητήματα. Πράγματι, το ζήτημα κατά πόσον η αιτιολογία μιας αποφάσεως είναι σύμφωνη με τις επιταγές αυτές πρέπει να κρίνεται βάσει όχι μόνο της διατυπώσεώς της αλλά και της γενικής αλληλουχίας, καθώς και του συνόλου των κανόνων δικαίου που διέπουν το σχετικό θέμα.

3. Η γενική ρήτρα κατά την οποία λαμβάνονται υπόψη ιδιαίτερες περιστάσεις, δυνάμει του άρθρου 13 του κανονισμού 1430/79, έχει ως μόνο σκοπό την απαλλαγή των επιχειρηματιών, όταν συντρέχουν ορισμένες ιδιαίτερες περιστάσεις και εφόσον δεν υπάρχει αμέλεια ή δόλος, από την υποχρέωση καταβολής των δασμών που οφείλουν και όχι να παράσχει στους επιχειρηματίες τη δυνατότητα να θέσουν υπό αμφισβήτηση την ίδια την αρχή του απαιτητού του σχετικού χρέους. Για τον λόγο αυτό δεν είναι δυνατή η επίκληση λόγων προς απόδειξη του παρανόμου αποφάσεως εθνικών αρχών, η οποία υπόκειται στον έλεγχο των εθνικών δικαστηρίων, βάσει της οποίας ο επιχειρηματίας υποχρεούται να καταβάλει δασμούς, προς αμφισβήτηση ενώπιον του κοινοτικού δικαστή της νομιμότητας αποφάσεως της Επιτροπής, με την οποία αυτή αρνείται να εφαρμόσει το ως άνω άρθρο.

4. Στο πλαίσιο του άρθρου 13 του κανονισμού 1430/79, η διαδικασία εκδόσεως από την Επιτροπή αποφάσεων περί της επιστροφής ή της διαγραφής εισαγωγικών δασμών, η οποία περιλαμβάνει διάφορα στάδια, ορισμένα από τα οποία σε εθνικό επίπεδο (υποβολή του αιτήματος από την ενδιαφερομένη επιχείρηση, πρώτος έλεγχος από την τελωνειακή αρχή), ορισμένα σε κοινοτικό επίπεδο (υποβολή του αιτήματος στην Επιτροπή, έλεγχος του φακέλου από την επιτροπή τελωνειακών απαλλαγών, διαβούλευση με ομάδα εμπειρογνωμόνων, απόφαση της Επιτροπής, κοινοποίηση στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος), παρέχει στους ενδιαφερομένους όλες τις απαραίτητες νομικές εγγυήσεις, ιδίως την προβλεπόμενη από την αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως, η οποία αποτελεί το ουσιαστικό μέρος των δικαιωμάτων άμυνας, εφόσον η διαδικασία αυτή διεξάγεται σύμφωνα προς τους ορισμούς της κοινοτικής κανονιστικής ρυθμίσεως.

5. Από το άρθρο 173 της Συνθήκης, το οποίο θεσπίζει τις προϋποθέσεις παραδεκτού των προσφυγών ακυρώσεως, προκύπτει ότι το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να ελέγχει τη νομιμότητα των πράξεων του Συμβουλίου και της Επιτροπής. Αν η προσφυγή είναι βάσιμη, το Δικαστήριο κηρύσσει, δυνάμει του άρθρου 174, άκυρη και άνευ νομίμου αποτελέσματος την προσβληθείσα πράξη, δεν έχει όμως αρμοδιότητα να αποφαίνεται επί των ενδεχομένων υποχρεώσεων των εθνικών αρχών, έστω και σε περίπτωση κατά την οποία οι αρχές αυτές ενήργησαν προς εκτέλεση της ακυρωθείσας κοινοτικής πράξεως.

Διάδικοι


Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-121/91 και C-122/91,

CT Control (Rotterdam) BV και JCT Benelux BV, εταιρίες ολλανδικού δικαίου με έδρα το Ρόττερνταμ, Κάτω Χώρες, εκπροσωπούμενες και οι δύο από τις I. G. Cath και T. H. Tanja-Van den Broek, δικηγόρους Χάγης, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον δικηγόρο Lambert H. Dupong, 14 a, rue des Bains,

προσφεύγoυσες,

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπουμένης από την Blanca Rodriguez Galindo, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας, και τη Lian Tan, Ολλανδή δημόσια υπάλληλο αποσπασμένη στην εν λόγω υπηρεσία, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον Nicola Annecchino, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας, Centre Wagner, Kirchberg,

καθής,

υποστηριζομένη από το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, εκπροσωπούμενο από τους Jaap Willem de Zwaan και Ton Henkels, βοηθούς νομικούς συμβούλους στο Υπουργείο Εξωτερικών, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο την πρεσβεία των Κάτω Χωρών, 5, rue C. M. Spoo,

παρεμβαίνον,

που έχει ως αντικείμενο, αφενός, την ακύρωση των αποφάσεων της Επιτροπής C (90) 1333 def.: REM 1/90, της 5ης Ιουλίου 1990, και C (90) 3021 def.: REM 8/90, της 18ης Δεκεμβρίου 1990 (υπόθεση C-121/91), καθώς και της αποφάσεως C (90) 3024 def.: REM 7/90, της 18ης Δεκεμβρίου 1990 (υπόθεση C-122/91), που απευθύνονται προς τις Κάτω Χώρες, με τις οποίες η Επιτροπή θεώρησε ότι η διαγραφή των εισαγωγικών δασμών δεν εδικαιολογείτο εν προκειμένω διότι οι προσφεύγουσες είχαν υποβάλει σχετικά αιτήματα στις εθνικές αρχές και, αφετέρου, να δεχθεί το Δικαστήριο ότι τα κατ' αυτόν τον τρόπο υποβαλλόμενα αιτήματα πρέπει να γίνουν δεκτά βάσει του κοινοτικού δικαίου ή ότι πρέπει να τύχουν ευνοϊκής αντιμετωπίσεως,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από τους G. C. Rodriguez Iglesias, πρόεδρο τμήματος, M. Zuleeg, R. Joliet, J. C. Moitinho de Almeida και F. Grevisse, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: C. Gulmann

γραμματέας: H. A. Ruehl, κύριος υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,

αφού άκουσε τις αγορεύσεις των διαδίκων κατά τη συνεδρίαση της 8ης Οκτωβρίου 1992,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 11ης Νοεμβρίου 1992,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Σκεπτικό της απόφασης


1 Με δικόγραφα που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 26 Απριλίου 1991, η ανώνυμη εταιρία CT Control (Rotterdam), προσφεύγουσα στην υπόθεση C-121/91, και η ανώνυμη εταιρία JCT Benelux, προσφεύγουσα στην υπόθεση C-122/91 (στο εξής: προσφεύγουσες), ζήτησαν, δυνάμει του άρθρου 173, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΟΚ, αφενός, την ακύρωση των αποφάσεων C (90) 1333 def.: REM 1/90, της 5ης Ιουλίου 1990, και C (90) 3021 def.: REM 8/90, της 18ης Δεκεμβρίου 1990 (υπόθεση C-121/91), καθώς και της αποφάσεως C (90) 3021 def.: REM 8/90, της 18ης Δεκεμβρίου 1990, (υπόθεση C-122/91), και, αφετέρου, να δεχθεί το Δικαστήριο ότι τα κατ' αυτόν τον τρόπο υποβαλλόμενα αιτήματα πρέπει να γίνουν δεκτά βάσει του κοινοτικού δικαίου ή ότι πρέπει να τύχουν ευνοϊκής αντιμετωπίσεως.

2 Λαμβάνοντας υπόψη τη συνάφεια των δύο υποθέσεων, το Δικαστήριο αποφάσισε, με διάταξη της 15ης Σεπτεμβρίου 1992, να τις ενώσει και να τις συνεκδικάσει προς διευκόλυνση της προφορικής διαδικασίας και προς έκδοση κοινής αποφάσεως. Και στις δύο υποθέσεις επετράπη, με διάταξη της 17ης Οκτωβρίου 1991, η παρέμβαση του Βασιλείου των Κάτω Χωρών υπέρ της Επιτροπής.

3 Κατά την εισαγωγή διαφόρων παρτίδων μελιού από το 1982 μέχρι το 1984 οι δύο προσφεύγουσες υπέβαλαν, ως εκτελωνιστές στις Κάτω Χώρες, μεταξύ της 17ης Δεκεμβρίου 1982 και της 5ης Οκτωβρίου 1984, πιστοποιητικά κυκλοφορίας εμπορευμάτων EUR 1, τα οποία μνημονεύονται στο άρθρο 6 του πρωτοκόλλου υπ' αριθ. 1 που συνάπτεται στη δεύτερη Σύμβαση ΑΚΕ-ΕΟΚ, υπογραφείσα στο Λομέ στις 31 Οκτωβρίου 1979 (PB 1980, L 347, σ. 73). Από τα πιστοποιητικά αυτά προκύπτει ότι το μέλι προερχόταν από κράτος ΑΚΕ, εν προκειμένω την Ιαμαϊκή. Δυνάμει της δεύτερης Συμβάσεως του Λομέ, τα εν λόγω εμπορεύματα μπορούσαν να εισάγονται χωρίς την καταβολή των συνήθων δασμών.

4 Από έρευνα της Επιτροπής σχετικά με τις εξαγωγές προς την Κοινότητα φυσικού μελιού προελεύσεως Ιαμαϊκής, που διεξήχθη από τις 29 Οκτωβρίου μέχρις τις 10 Νοεμβρίου 1984 στην Ιαμαϊκή, προέκυψε ότι μεταξύ του 1979 και του 1984 είχαν εκδοθεί παράτυπα πολλά πιστοποιητικά EUR 1. Αφού διενήργησαν δική τους έρευνα, οι αρχές της Ιαμαϊκής πληροφόρησαν στις 5 Δεκεμβρίου 1984 την Επιτροπή ότι πράγματι ορισμένα πιστοποιητικά EUR 1, μεταξύ των οποίων εκείνα που υπέβαλαν με τις δηλώσεις τους οι προσφεύγουσες, εκδόθηκαν παράτυπα και ότι είχαν για τον λόγο αυτό ανακληθεί.

5 Οι ολλανδικές τελωνειακές αρχές, βάσει αυτής της πληροφορίας την οποία η Επιτροπή τους γνωστοποίησε στις 14 Μαρτίου 1985, αποφάσισαν να αναζητήσουν εκ των υστέρων τα μη εισπραχθέντα ποσά, στις δε 25 Οκτωβρίου 1985 απέστειλαν στις προσφεύγουσες ειδοποιήσεις πληρωμής εισαγωγικών δασμών. 'Ετσι, στην CT Control (Rotterdam) BV απεστάλησαν, για το σύνολο των εισαγωγών της φυσικού μελιού προελεύσεως Ιαμαϊκής για το διάστημα από τον Δεκέμβριο του 1982 μέχρι τον Οκτώβριο του 1984, έξι συμπληρωματικές ειδοποιήσεις (υπ' αριθ. 252-257 AWDA), συνολικού ύψους 231 698,60 ολλανδικών φιορινιών (HFL), στη δε JCT Benelux BV, για εισαγωγές του εν λόγω προϊόντος τον Δεκέμβριο του 1982, μία συμπληρωματική ειδοποίηση (υπ' αριθ. 261 AWDA) ύψους 24 498,50 HFL.

6 Και οι δύο προσφεύγουσες υπέβαλαν στις αρμόδιες ολλανδικές τελωνειακές αρχές, στις 28 και τις 31 Οκτωβρίου 1985 αντίστοιχα, αίτημα προς διαγραφή των εισαγωγικών δασμών δυνάμει του άρθρου 13 του κανονισμού (ΕΟΚ) 1430/79 του Συμβουλίου, της 2ας Ιουλίου 1979, περί της επιστροφής ως αχρεωστήτως εισπραχθέντων ή της διαγραφής χρέους εισαγωγικών ή εξαγωγικών δασμών (ΕΕ ειδ. έκδ. 11/015, σ. 162).

7 Τα δύο αυτά αιτήματα απορρίφθηκαν με αποφάσεις της 10ης Απριλίου 1986 χωρίς να υποβληθούν στην Επιτροπή όπως προβλέπει το άρθρο 13 του προαναφερθέντος κανονισμού 1430/79. Αφού υπέβαλαν χωρίς επιτυχία ένσταση κατά των εν λόγω αποφάσεων, οι προσφεύγουσες άσκησαν, και οι δύο, προσφυγή ενώπιον της Tariefcommissie του 'Αμστερνταμ, η οποία ακύρωσε, με αποφάσεις της 20ής Νοεμβρίου 1989, τις αποφάσεις των τελωνειακών αρχών και διέταξε την υποβολή των αιτημάτων στην Επιτροπή.

8 Τότε οι ολλανδικές τελωνειακές αρχές διαβίβασαν τα αιτήματα στην Επιτροπή με έγγραφα της 12ης Ιανουαρίου και της 13ης Ιουλίου 1990, τα οποία περιήλθαν στην Επιτροπή στις 15 Ιανουαρίου και στις 17 Ιουλίου 1990, αντίστοιχα, και πρωτοκολλήθηκαν με τα στοιχεία REM 1/90 και 8/90 (υπόθεση 121/91), καθώς και με έγγραφο της 13ης Ιουλίου 1990, που περιήλθε στην Επιτροπή στις 17 Ιουλίου 1990 και πρωτοκολλήθηκε με τα στοιχεία REM 7/90 (υπόθεση 122/91).

9 Από το άρθρο 1 κάθε μιας από τις επίδικες αποφάσεις, τις οποίες εξέδωσε η Επιτροπή στις 5 Ιουλίου και τις 18 Δεκεμβρίου 1990, αντίστοιχα, προκύπτει ότι δεν εδικαιολογείτο διαγραφή των εισαγωγικών δασμών.

10 'Οταν πληροφορήθηκαν στις 20 Φεβρουαρίου 1991 το περιεχόμενο των αποφάσεων των ολλανδικών αρχών, οι προσφεύγουσες άσκησαν την παρούσα προσφυγή.

11 Στην έκθεση ακροατηρίου αναπτύσσονται διεξοδικώς τα πραγματικά περιστατικά και το κανονιστικό πλαίσιο της διαφοράς, η εξέλιξη της διαδικασίας, καθώς και οι λόγοι και τα επιχειρήματα των διαδίκων. Τα στοιχεία αυτά της δικογραφίας δεν επαναλαμβάνονται κατωτέρω παρά μόνον καθόσον απαιτείται για τη συλλογιστική του Δικαστηρίου.

Επί του αιτήματος ακυρώσεως

12 Προς στήριξη του αιτήματος αυτού οι προσφεύγουσες επικαλέστηκαν τέσσερις λόγους, οι οποίοι μπορούν να συνοψιστούν ως εξής:

* παράβαση των διαδικαστικών κανόνων σχετικά με την προθεσμία εντός της οποίας η Επιτροπή πρέπει να λαμβάνει τις αποφάσεις της

* ανεπαρκής αιτιολογία των επίδικων αποφάσεων

* μη τήρηση της διαδικασίας του εκ των υστέρων ελέγχου του κύρους των πιστοποιητικών EUR 1

* παραβίαση των δικαιωμάτων άμυνας.

Επί του λόγου σχετικά με την παράβαση των διαδικαστικών κανόνων σχετικά με την προθεσμία εντός της οποίας η Επιτροπή πρέπει να λαμβάνει τις αποφάσεις της

13 Πριν εξεταστεί το βάσιμο του λόγου αυτού, πρέπει να υπομνησθεί το κανονιστικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται ο λόγος αυτός.

14 'Οταν οι προσφεύγουσες υπέβαλαν στις ολλανδικές αρχές το αίτημά τους περί διαγραφής των εισαγωγικών δασμών δυνάμει του άρθρου 13 του κανονισμού 1430/79, ήτοι το 1985, οι διατάξεις εφαρμογής του άρθρου αυτού προβλέπονταν από τον κανονισμό (ΕΟΚ) 1575/80 της Επιτροπής, της 20ής Ιουνίου 1980 (ΕΕ ειδ. έκδ. 03/029, σ. 73), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 945/83 της Επιτροπής, της 21ης Απριλίου 1983, για δεύτερη τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) 1575/80 (ΕΕ L 104, σ. 14, στο εξής: κανονισμός εφαρμογής του 1980).

15 Δυνάμει του άρθρου 5, δεύτερο εδάφιο, του εν λόγω κανονισμού, η απόφαση της Επιτροπής περί της εγκρίσεως της επιστροφής ή της διαγραφής των σχετικών δασμών έπρεπε

"να ληφθεί εντός προθεσμίας τεσσάρων μηνών από την ημερομηνία λήψεως από την Επιτροπή του φακέλου που αναφέρεται στο άρθρο 3, παράγραφος 1",

δηλαδή του διαβιβαζόμενου από το οικείο κράτος μέλος φακέλου ο οποίος περιλαμβάνει όλα τα απαραίτητα στοιχεία για πλήρη έλεγχο εκ μέρους της Επιτροπής του υποβαλλόμενου από τον ενδιαφερόμενο αιτήματος επιστροφής ή διαγραφής των εισαγωγικών δασμών.

16 Το άρθρο 7 του ως άνω κανονισμού όριζε ότι

"Εάν η Επιτροπή δεν λάβει την απόφασή της μέσα στην προβλεπόμενη στο άρθρο 5 προθεσμία ή δεν κοινοποιήσει καμία απόφαση στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος μέσα στην προβλεπόμενη στο άρθρο 6 προθεσμία, η αρχή [εκδόσεως] της αποφάσεως δίνει ευνοϊκή συνέχεια στην αίτηση του ενδιαφερομένου."

17 Αντιθέτως, όταν τα αιτήματα περί μειώσεως των εισαγωγικών δασμών υποβλήθηκαν στην Επιτροπή, ήτοι στις 15 Ιανουαρίου και τις 17 Ιουλίου 1990, αυτός ο κανονισμός εφαρμογής του 1980 είχε καταργηθεί από 1ης Ιανουαρίου 1987, αντικατασταθείς από τον κανονισμό 3799/86 της Επιτροπής, της 12ης Δεκεμβρίου 1986, που περιέχει τις διατάξεις εφαρμογής των άρθρων 4α, 6α, 11α και 13 του κανονισμού (ΕΟΚ) 1430/79 (ΕΕ L 352, σ. 19, στο εξής: κανονισμός εφαρμογής του 1986). Με τα άρθρα 5 έως 10 του εν λόγω κανονισμού τροποποιήθηκαν σε ορισμένα σημεία οι ως τότε ισχύοντες διαδικαστικοί κανόνες.

18 Βάσει του άρθρου 8, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού αυτού, η απόφαση της Επιτροπής περί επιστροφής ή διαγραφής των εισαγωγικών ή εξαγωγικών δασμών έπρεπε

"να ληφθεί σε προθεσμία έξι μηνών από την ημερομηνία παραλαβής από την Επιτροπή του φακέλου που αναφέρεται στο άρθρο 6, παράγραφος 1",

δηλαδή του φακέλου περί του οποίου γίνεται λόγος στη σκέψη 15 της παρούσας αποφάσεως.

19 Στο άρθρο 10 του εν λόγω κανονισμού επαναλαμβάνεται η υποχρέωση των εθνικών αρχών να αντιμετωπίζουν ευνοϊκά τα αιτήματα των ενδιαφερομένων όταν η Επιτροπή δεν λάβει την απόφασή της εντός της προβλεπόμενης από το άρθρο 8 εξάμηνης προθεσμίας.

20 Λαμβανομένου υπόψη του κανονιστικού αυτού πλαισίου, οι προσφεύγουσες ισχυρίστηκαν ότι η Επιτροπή ήταν υποχρεωμένη να εξετάσει το αίτημά τους περί διαγραφής των δασμών με βάση τους προβλέποντες τις σχετικές προθεσμίες κανόνες, όπως αυτοί ίσχυαν στις 25 Οκτωβρίου 1985, ημερομηνία κατά την οποία οι εθνικές αρχές προχώρησαν στην εκ των υστέρων είσπραξη των δασμών, και ότι είχε στη διαθεσή της για να ενεργήσει σχετικά μόνο την τετράμηνη προθεσμία που προέβλεπε ο κανονισμός εφαρμογής του 1980. Δεδομένου ότι η Επιτροπή δεν έλαβε απόφαση εντός της προθεσμίας αυτής, οι ολλανδικές τελωνειακές αρχές όφειλαν να δεχθούν τα εν λόγω αιτήματα, κατ' εφαρμογή του άρθρου 7 του κανονισμού εφαρμογής του 1980. Επομένως, οι επίδικες αποφάσεις της Επιτροπής, που εκδόθηκαν στη συνέχεια, πρέπει να ακυρωθούν.

21 Αντίθετα, η Επιτροπή και η Ολλανδική Κυβέρνηση υποστηρίζουν ότι πρέπει να ισχύσουν εν προκειμένω οι διαδικαστικοί κανόνες του κανονισμού εφαρμογής του 1986, δεδομένου ότι τα σχετικά αιτήματα περί διαγραφής των εν λόγω εισαγωγικών δασμών υποβλήθηκαν στην Επιτροπή μόλις στις 12 Ιανουαρίου και τις 13 Ιουλίου 1990, αντίστοιχα, ήτοι μετά την 1η Ιανουαρίου 1987, ημερομηνία ενάρξεως της ισχύος αυτού του κανονισμού εφαρμογής. Εξάλλου, οι επίδικες αποφάσεις εκδόθηκαν εντός της προβλεπόμενης από τον ως άνω κανονισμό εξάμηνης προθεσμίας.

22 Πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, ενώ οι κανόνες διαδικασίας θεωρούνται γενικά ότι εφαρμόζονται επί όλων των διαφορών που εκκρεμούν κατά το χρονικό σημείο που οι εν λόγω κανόνες τίθενται σε ισχύ, δεν συμβαίνει το ίδιο με τους ουσιαστικούς κανόνες, οι οποίοι ερμηνεύονται συνήθως ως μη αφορώντες διαμορφωθείσες προ της ενάρξεως της ισχύος τους καταστάσεις (βλ. ιδίως την απόφαση της 12ης Νοεμβρίου 1981, 212/80 έως 217/80, Salumi ΙΙ, Συλλογή 1981, σ. 2735, σκέψη 9).

23 Οι εν λόγω διατάξεις εφαρμογής είναι διαδικαστικοί κανόνες που αφορούν τον εκ μέρους της Επιτροπής τρόπο εξετάσεως των αιτημάτων επιστροφής ή διαγραφής χρηματικών ποσών. Επομένως, κατ' εφαρμογή της περί των χρονικών αποτελεσμάτων των διαδικαστικών κανόνων αρχής, στην προκειμένη υπόθεση έχει εφαρμογή ο εκτελεστικός κανονισμός του 1986 και όχι, όπως διατείνονται οι προσφεύγουσες, ο εκτελεστικός κανονισμός του 1980, πράγμα το οποίο σημαίνει ότι η Επιτροπή διέθετε προθεσμία έξι μηνών προς έκδοση των επίδικων αποφάσεων, προθεσμία την οποία τήρησε.

24 Οι προσφεύγουσες, οι οποίες επικαλούνται την προαναφερθείσα απόφαση Salumi ΙΙ και την απόφαση της 27ης Μαΐου 1982, 113/81, Reichelt (Συλλογή 1982, σ. 1957), υποστηρίζουν, ωστόσο, ότι η αρχή αυτή σχετικά με τα χρονικά αποτελέσματα των διαδικαστικών κανόνων δεν έχει εφαρμογή στις παρούσες υποθέσεις, δεδομένου ότι οι οικείοι εν προκειμένω διαδικαστικοί και ουσιαστικοί κανόνες συνθέτουν ένα αδιαχώριστο σύνολο, οπότε τα χρονικά τους αποτελέσματα δεν μπορούν να εξεταστούν χωριστά.

25 Ο ισχυρισμός αυτός δεν μπορεί να γίνει δεκτός.

26 Αφενός, με τις προαναφερθείσες αποφάσεις Salumi II και Reichelt το Δικαστήριο απλώς δέχθηκε ότι το κοινοτικό σύστημα περί της εκ των υστέρων εισπράξεως εισαγωγικών ή εξαγωγικών δασμών (απόφαση Salumi ΙΙ) και το κοινοτικό σύστημα επιστροφής ή διαγραφής εισαγωγικών δασμών (απόφαση Reichelt) υποκατέστησαν, χωρίς να έχουν αναδρομική ισχύ, τα αντίστοιχα εθνικά συστήματα όσον αφορά τόσο τους εφαρμοστέους διαδικαστικούς όσο και τους ουσιαστικούς κανόνες.

27 Αφετέρου, όποιοι και αν είναι οι εφαρμοστέοι ουσιαστικοί κανόνες στην περίπτωση των αιτημάτων περί επιστροφής ή διαγραφής δασμών που υποβλήθηκαν το 1990, για την εξέταση των εν λόγω αιτημάτων η Επιτροπή δεν μπορούσε παρά να ακολουθήσει τους διαδικαστικούς κανόνες που καθόριζαν τις εξουσίες και τις υποχρεώσεις της οι οποίοι ίσχυαν μετά την έκδοση του κανονισμού εφαρμογής του 1986, δηλαδή πριν από την υποβολή των εν λόγω αιτημάτων περί επιστροφής ή διαγραφής δασμών. Εν πάση περιπτώσει, πριν από αυτή την υποβολή, οι ενδιαφερόμενες δεν είχαν αποκτήσει κανένα δικαίωμα βάσει των διατάξεων του κανονισμού εφαρμογής του 1980, ο οποίος καταργήθηκε από 1ης Ιανουαρίου 1987, ήδη προ της υποβολής των αιτημάτων τους στην Επιτροπή.

28 Από το σύνολο των σκέψεων αυτών προκύπτει ότι ο πρώτος λόγος τον οποίο επικαλούνται οι προσφεύγουσες πρέπει να απορριφθεί.

Επί του λόγου που στηρίζεται στην έλλειψη αιτιολογίας

29 Οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι οι επίδικες αποφάσεις δεν ανταποκρίνονται προς τη διαλαμβανόμενη στο άρθρο 190 της Συνθήκης υποχρέωση αιτιολογήσεως, καθόσον το περιλαμβάνον την αιτιολογία μέρος της αποφάσεως παραπέμπει απλώς στην απόφαση του Δικαστηρίου της 13ης Νοεμβρίου 1984, 98/83 και 230/83, Van Gend & Loos και Bosman κατά Επιτροπής (Συλλογή 1984, σ. 3763), χωρίς να λαμβάνει υπόψη ούτε τα ιδιαίτερα πραγματικά περιστατικά ούτε τις ειδικές περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως.

30 Συναφώς, οι προσφεύγουσες προβάλλουν τρεις ισχυρισμούς:

* δεν αναφέρονται οι λόγοι για τους οποίους πρέπει να ληφθεί υπόψη η απόφαση Van Gend & Loos και Bosman

* κακώς η αιτιολογία στηρίζεται εν προκειμένω στην απόφαση αυτή

* δεν αποδείχθηκε ότι το εισαχθέν μέλι δεν προερχόταν από την Ιαμαϊκή ή από άλλο κράτος ΑΚΕ.

31 Πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία (βλ. ιδίως την απόφαση της 11ης Ιουλίου 1990, C-323/88, Sermes, Συλλογή 1990, σ. Ι-3027, σκέψη 38), από την αιτιολογία που απαιτείται βάσει του άρθρου 190 της Συνθήκης πρέπει να προκύπτει κατά τρόπο σαφή και αναμφισβήτητο η συλλογιστική του συντάκτη της, έτσι ώστε να παρέχεται η δυνατότητα στους ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τους λόγους που οδήγησαν στη λήψη του μέτρου και να υπερασπίσουν τα δικαιώματά τους, στο δε Δικαστήριο να ασκήσει τον έλεγχό του. Ωστόσο, δεν απαιτείται να εξειδικεύει όλα τα ποικίλα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία. Πράγματι, το ζήτημα κατά πόσον η αιτιολογία μιας αποφάσεως είναι σύμφωνη με τις επιταγές αυτές πρέπει να κρίνεται όχι μόνο βάσει της διατυπώσεώς της, αλλά και της γενικής αλληλουχίας, καθώς και του συνόλου των κανόνων δικαίου που διέπουν το σχετικό θέμα (βλ. σχετικά την απόφαση της 25ης Οκτωβρίου 1984, 185/83, Rijksuniversiteit te Groningen, Συλλογή 1984, σ. 3623, σκέψη 38).

32 Η αιτιολογία των επίδικων αποφάσεων είναι σύμφωνη με τις επιταγές αυτές. Παρέχει όλα τα πραγματικά και νομικά στοιχεία τα οποία προϋποθέτει η έκδοση των αποφάσεων επί των αιτημάτων διαγραφής των δασμών. Πράγματι, στις αποφάσεις αυτές υπογραμμίζεται ότι δεν έχει αποφασιστική σημασία, όσον αφορά τη διαγραφή των δασμών, το αν η είσπραξή τους γίνεται από εκτελωνιστή (τέταρτη αιτιολογική σκέψη των επίδικων αποφάσεων), το αν ο εκτελωνιστής "ανέλαβε την ευθύνη τόσο για την πληρωμή των εισαγωγικών δασμών όσο και για το νομότυπο των εγγράφων που υπέβαλε στις τελωνειακές αρχές παράλληλα με τη δήλωση περί θέσεως των εμπορευμάτων σε ελεύθερη κυκλοφορία" (τέταρτη αιτιολογική σκέψη των επίδικων αποφάσεων) και ότι, σύμφωνα με την προαναφερθείσα απόφαση Van Gend & Loos και Bosman κατά Επιτροπής, "η λήψη ανίσχυρων πιστοποιητικών ή εγγράφων τα οποία ανακλήθηκαν στη συνέχεια από τις αρμόδιες αρχές δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ιδιαίτερη περίσταση κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΟΚ) 1430/79, δικαιολογούσα επιστροφή των οφειλόμενων κατά νόμο εισαγωγικών δασμών, δεδομένου ότι, γενικά, δεν προστατεύεται η καλή πίστη όσον αφορά το κύρος αυτών των πιστοποιητικών και την ακρίβεια του περιεχομένου τους" (έκτη αιτιολογική σκέψη των επίδικων αποφάσεων).

33 Το συμπέρασμα αυτό δεν επηρεάζεται από τους τρεις προεκτεθέντες ισχυρισμούς, τους οποίους προέβαλαν οι προσφεύγουσες προς στήριξη του λόγου που στηρίζεται στην έλλειψη αιτιολογίας των επίδικων αποφάσεων.

34 'Οσον αφορά τον πρώτο ισχυρισμό, αρκεί να λεχθεί ότι, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, στην αιτιολογία των επιδίκων αποφάσεων διευκρινίζονται οι λόγοι για τους οποίους γίνεται η παραπομπή στην απόφαση Van Gend & Loos και Bosman κατά Επιτροπής. Πράγματι, όπως διαλαμβάνεται στην έκτη αιτιολογική σκέψη των επίδικων αποφάσεων, η παραπομπή στην απόφαση αυτή του Δικαστηρίου γίνεται προς απόδειξη του ότι, όταν υφίστανται πραγματικά περιστατικά όπως εκείνα στα οποία στηρίχθηκε η έκδοση της προαναφερθείσας αποφάσεως του Δικαστηρίου, δεν πληρούται η προϋπόθεση που τίθεται από το άρθρο 13 του κανονισμού 1430/79, δηλαδή η ύπαρξη ιδιαίτερων περιστάσεων. Συνεπώς, και αυτός ο ισχυρισμός πρέπει να απορριφθεί.

35 Στο πλαίσιο του δεύτερου ισχυρισμού τους οι προσφεύγουσες διατείνονται ότι, λαμβανομένων υπόψη των σημαντικών διαφορών μεταξύ των πραγματικών περιστατικών που οδήγησαν στην έκδοση της αποφάσεως Van Gend & Loos και Bosman κατά Επιτροπής και αυτών της παρούσας υποθέσεως, στο πλαίσιο των υπό κρίση υποθέσεων δεν μπορεί να γίνει επίκληση της εν λόγω αποφάσεως προς στήριξη του επιχειρήματος ότι δεν υφίστανται ιδιαίτερες περιστάσεις, κατά την έννοια του άρθρου 13 του κανονισμού 1430/79.

36 Ο ισχυρισμός αυτός δεν μπορεί να γίνει δεκτός.

37 Η ως άνω απόφαση ερμηνεύει τον όρο "ιδιαίτερες περιστάσεις" κατά την έννοια του άρθρου 13 του κανονισμού 1430/79. Πράγματι, ορίζει ότι ο εκτελωνιστής, λόγω της ίδιας της φύσεως των καθηκόντων του, αναλαμβάνει την ευθύνη τόσο για την πληρωμή των εισαγωγικών δασμών όσο και για το νομότυπο των παραστατικών που υποβάλλει στις αρμόδιες τελωνειακές αρχές. Επομένως, το γεγονός ότι η αρμόδια τελωνειακή αρχή ανακάλεσε εκ των υστέρων τα σχετικά πιστοποιητικά δεν αποτελεί "ιδιαίτερη περίσταση", αλλά επαγγελματικό κίνδυνο κάθε εκτελωνιστή, έστω και καλόπιστου. 'Οσον αφορά το τελευταίο αυτό σημείο, από την απόφαση προκύπτει σαφώς ότι η καλή πίστη των ενδιαφερομένων σχετικά με τα αναγραφόμενα στα πιστοποιητικά καταγωγής δεν μπορεί να θεωρηθεί ως "ιδιαίτερη περίσταση".

38 Εν προκειμένω, οι προσφεύγουσες δεν αμφισβητούν ότι άσκησαν τα καθήκοντα του εκτελωνιστή, ότι ανέλαβαν την ευθύνη και για το νομότυπο των τελωνειακών εγγράφων και ότι τα πιστοποιητικά που προσκόμισαν αποδείχθηκαν εκ των υστέρων ότι ήταν άκυρα. Τα πραγματικά περιστατικά αυτά αντιστοιχούν πλήρως στις σκέψεις που οδήγησαν το Δικαστήριο, στο πλαίσιο της προαναφερθείσας αποφάσεως, στο συμπέρασμα ότι δεν υφίσταντο "ιδιαίτερες περιστάσεις" κατά την έννοια του άρθρου 13 του κανονισμού 1430/79. Επομένως, ορθά η Επιτροπή στήριξε την αιτιολογία των επίδικων αποφάσεων στην απόφαση αυτή.

39 'Οσον αφορά τον τρίτο ισχυρισμό των προσφευγουσών, ήτοι ότι με τις επίδικες αποφάσεις η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι το εισαχθέν μέλι δεν προερχόταν από την Ιαμαϊκή ή άλλο κράτος ΑΚΕ, αρκεί να υπομνησθεί ότι εναπόκειται στον εισαγωγέα και όχι στην Επιτροπή να αποδείξει ότι το εισαγόμενο εμπόρευμα προέρχεται από κράτος ΑΚΕ, προκειμένου να καταβάλει μειωμένους δασμούς. Επιπλέον, το ζήτημα αυτό αφορά τη νομιμότητα της ανακλήσεως των πιστοποιητικών καταγωγής. 'Οπως όμως δέχθηκε το Δικαστήριο με την απόφαση της 12ης Μαρτίου 1987, 244/85 και 245/85, Italgrani κατά Επιτροπής (Συλλογή 1987, σ. 1303), η ανάκληση αυτή δεν μπορεί να προβάλλεται ως επιχείρημα προς στήριξη του ισχυρισμού ότι είναι παράνομες οι αποφάσεις της Επιτροπής σχετικά με το αίτημα περί διαγραφής δασμών. Συνεπώς, και αυτός ο ισχυρισμός πρέπει να απορριφθεί.

40 Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι οι προσφεύγουσες ήταν σε θέση να γνωρίζουν τους λόγους για τους οποίους η Επιτροπή θεώρησε ότι δεν εδικαιολογείτο εν προκειμένω διαγραφή των εισαγωγικών δασμών και ότι είχαν τη δυνατότητα να υπερασπίσουν τα συμφέροντά τους εν γνώσει όλων των απαραίτητων στοιχείων.

41 Επομένως, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί η νομιμότητα των επίδικων αποφάσεων σε σχέση με την υποχρέωση αιτιολογήσεως που προβλέπει το άρθρο 190 της Συνθήκης. Συνεπώς, ο προβαλλόμενος σχετικά λόγος πρέπει να απορριφθεί.

Επί του λόγου που στηρίζεται στη μη τήρηση της διαδικασίας του εκ των υστέρων ελέγχου του κύρους των πιστοποιητικών EUR 1

42 Συναφώς, οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι δεν τηρήθηκε η διαδικασία την οποία προβλέπει το άρθρο 25 του πρωτοκόλλου υπ' αριθ. 1, που επισυνάπτεται ως παράρτημα στην προαναφερθείσα δεύτερη σύμβαση του Λομέ, όσον αφορά τη διαπίστωση της ακυρότητας των πιστοποιητικών EUR 1, και ότι, επομένως, η απόφαση των ολλανδικών αρχών να εισπράξουν εκ των υστέρων εισαγωγικούς δασμούς είναι παράνομη. Θεωρούν ότι υπό τις συνθήκες αυτές τα αιτήματα τα οποία οδήγησαν στην έκδοση των επίδικων αποφάσεων δεν έπρεπε να υποβληθούν στην Επιτροπή και ότι οι αποφάσεις αυτές πρέπει να ακυρωθούν.

43 Πρέπει να υπομνησθεί ότι οι διατάξεις του άρθρου 13 του κανονισμού 1430/79 έχουν ως μόνο σκοπό την απαλλαγή των επιχειρηματιών, όταν συντρέχουν ορισμένες ιδιαίτερες περιστάσεις και εφόσον δεν υπάρχει αμέλεια ή δόλος, από την υποχρέωση καταβολής των δασμών που οφείλουν και όχι να θέσουν υπό αμφισβήτηση την ίδια την αρχή του απαιτητού του σχετικού χρέους (βλ. συναφώς την προαναφερθείσα απόφαση Italgrani κατά Επιτροπής, σκέψη 11).

44 Επομένως, οι προσφεύγουσες θα μπορούσαν να επικαλεστούν λυσιτελώς κατά των επίδικων αποφάσεων μόνο λόγους ακυρώσεως τείνοντες προς απόδειξη του ότι συντρέχουν εν προκειμένω ιδιαίτερες περιστάσεις, καθώς και ότι δεν υπήρξε εκ μέρους τους δόλος ή αμέλεια, και όχι λόγους τείνοντες προς απόδειξη του παρανόμου των αποφάσεων των αρμόδιων εθνικών αρχών με τις οποίες υποχρεώθηκαν στην καταβολή των επίμαχων δασμών.

45 'Ομως, όπως και οι ίδιες οι προσφεύγουσες παραδέχονται, ο λόγος που στηρίζεται εν προκειμένω σε μη τήρηση της διαδικασίας του εκ των υστέρων ελέγχου του κύρους των πιστοποιητικών EUR 1 αφορά τη νομιμότητα των αποφάσεων των εθνικών αρχών να προχωρήσουν σε εκ των υστέρων είσπραξη των εισαγωγικών δασμών. Η νομιμότητα των εν λόγω αποφάσεων δεν μπορεί ωστόσο να κριθεί παρά μόνο στο πλαίσιο προσφυγής ενώπιον των αρμόδιων εθνικών δικαστηρίων.

46 Υπό τις συνθήκες αυτές, ούτε ο τρίτος λόγος μπορεί να γίνει δεκτός.

Επί του λόγου που στηρίζεται σε παραβίαση των δικαιωμάτων άμυνας

47 Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η διαδικασία που ακολουθήθηκε για την έκδοση των επίδικων αποφάσεων δεν παρέχει τις εγγυήσεις που απαιτούνται βάσει του κοινοτικού δικαίου. Παρατηρούν ότι δεν είχαν τη δυνατότητα να υποστηρίξουν την άποψή τους απευθείας ενώπιον της Επιτροπής και ότι δεν είχαν στη διάθεσή τους όλα τα στοιχεία που οδήγησαν στην έκδοση των επίδικων αποφάσεων.

48 Πρέπει να υπομνησθεί ότι, με την απόφαση της 17ης Μαρτίου 1983, 294/81, Control Data κατά Επιτροπής (Συλλογή 1983, σ. 911, σκέψη 17), και την προαναφερθείσα απόφαση Van Gend & Loos και Bosman κατά Επιτροπής (σκέψη 9), το Δικαστήριο απέρριψε αυτόν τον ισχυρισμό, που είχε προβληθεί σε υπόθεση με ίδιο νομικό πλαίσιο. Πράγματι, το Δικαστήριο έκρινε, με τις αποφάσεις αυτές, ότι η διαδικασία εκδόσεως των επίδικων αποφάσεων, η οποία περιλαμβάνει διάφορα στάδια, ορισμένα από τα οποία σε εθνικό επίπεδο (υποβολή του αιτήματος από την ενδιαφερομένη επιχείρηση, πρώτος έλεγχος από την τελωνειακή αρχή), ορισμένα σε κοινοτικό επίπεδο (υποβολή του αιτήματος στην Επιτροπή, έλεγχος του φακέλου από την επιτροπή τελωνειακών απαλλαγών, διαβούλευση με ομάδα εμπειρογνωμόνων, απόφαση της Επιτροπής, κοινοποίηση στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος), παρέχει στους ενδιαφερομένους όλες τις απαραίτητες νομικές εγγυήσεις.

49 Δεδομένου ότι η διαδικασία αυτή τηρήθηκε στην προκειμένη υπόθεση, πράγμα το οποίο δεν αμφισβητούν οι προσφεύγουσες, ο λόγος που στηρίζεται σε παραβίαση των δικαιωμάτων άμυνας είναι αβάσιμος. Πράγματι, η διαδικασία αυτή παρέσχε στις προσφεύγουσες τη δυνατότητα να εκθέσουν όλα τα επιχειρήματά τους στις ολλανδικές αρχές ο σχετικός φάκελος ήταν στη διάθεση τόσο της επιτροπής τελωνειακών απαλλαγών όσο και της Επιτροπής. Εξάλλου, οι προσφεύγουσες αναγνώρισαν ότι όλα τα επιχειρήματα που μπορούσαν να προβάλουν με σκοπό τη διαγραφή των δασμών διαλαμβάνονταν στα αιτήματά τους και ότι δεν υπήρχαν νέα στοιχεία τα οποία δεν μπόρεσαν να προσθέσουν στην επιχειρηματολογία τους. Εν πάση περιπτώσει, γνώριζαν τη διαβίβαση των αιτημάτων τους στην Επιτροπή και μπορούσαν να συμπληρώσουν, αν ήθελαν, τα περιλαμβανόμενα σ' αυτά επιχειρήματα.

50 Εντούτοις, οι προσφεύγουσες θεωρούν ότι, λαμβανομένων υπόψη, αφενός, των προσφάτων εξελίξεων της νομολογίας του Δικαστηρίου όσον αφορά τα δικαιώματα άμυνας στον τομέα του δικαίου του ανταγωνισμού και των δασμών αντιντάμπινγκ και, αφετέρου, της εφαρμογής του άρθρου 6 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, η τήρηση των δικαιωμάτων άμυνας έπρεπε να είναι αυστηρότερη σε σχέση με τις υποθέσεις που οδήγησαν στην έκδοση των προαναφερθεισών αποφάσεων Control Data και Van Gend & Loos και Bosman κατά Επιτροπής.

51 Οι ισχυρισμοί αυτοί δεν μπορούν να γίνουν δεκτοί.

52 Πράγματι, όπως ορθά παρατήρησε η Επιτροπή, πρέπει να γίνει δεκτό καταρχάς ότι οι προβλεπόμενες διαδικασίες στους τομείς του δικαίου του ανταγωνισμού ή των δασμών αντιντάμπινγκ διαφέρουν αισθητά από τη διαδικασία που ακολουθήθηκε στην παρούσα υπόθεση. Στο πλαίσιο της εν λόγω υποθέσεως, οι επιχειρηματίες υποβάλλουν οι ίδιοι το αίτημα περί διαγραφής των δασμών, ενώ στις υποθέσεις ανταγωνισμού και δασμών αντιντάμπινγκ εναπόκειται στα κοινοτικά όργανα να αναλάβουν την πρωτοβουλία κινήσεως της διαδικασίας, με σκοπό ενδεχομένως την επιβολή κυρώσεων στον επιχειρηματία που παρέβη διατάξεις της Συνθήκης. Σ' αυτή την τελευταία περίπτωση, η αρχή της εκατέρωθεν προβολής επιχειρημάτων, που αντιπροσωπεύει το ουσιαστικό μέρος των δικαιωμάτων άμυνας κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, προσλαμβάνει ιδιαίτερη σημασία. Αντίθετα, σε περιπτώσεις όπως η υπό κρίση, η αρχή αυτή θεωρείται ότι τηρείται σε κοινοτικό επίπεδο αν πληρούνται οι προϋποθέσεις που τίθενται με τις αποφάσεις Control Data και Van Gend & Loos και Bosman κατά Επιτροπής.

53 Στη συνέχεια πρέπει να σημειωθεί ότι οι προσφεύγουσες δεν προσκόμισαν κανένα στοιχείο που να αποδεικνύει ότι η αρχή της εκατέρωθεν προβολής επιχειρημάτων, όπως εξασφαλίζεται με την προβλεπόμενη για την έκδοση των επίδικων αποφάσεων διαδικασία, δεν αντιστοιχεί προς τις επιταγές του άρθρου 6 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.

54 Υπό τις συνθήκες αυτές, ο λόγος που στηρίζεται σε παραβίαση των δικαιωμάτων άμυνας και, συνεπώς, το αίτημα ακυρώσεως των επίδικων αποφάσεων πρέπει να απορριφθούν.

Επί του αιτήματος να αναγνωρισθεί ότι τα αιτήματα που υποβλήθηκαν στις εθνικές αρχές πρέπει να γίνουν δεκτά δυνάμει του κοινοτικού δικαίου ή ότι πρέπει να αντιμετωπιστούν ευνοϊκά

55 Με το αίτημα αυτό ζητείται στην ουσία να δεχθεί το Δικαστήριο ότι οι ολλανδικές τελωνειακές αρχές υποχρεούνται να κάνουν δεκτά τα αιτήματα περί διαγραφής των εισαγωγικών δασμών τα οποία υπέβαλαν οι προσφεύγουσες.

56 Από το άρθρο 173 της Συνθήκης, το οποίο καθορίζει τις προϋποθέσεις παραδεκτού των προσφυγών ακυρώσεως, προκύπτει ότι το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να ελέγχει τη νομιμότητα των πράξεων του Συμβουλίου και της Επιτροπής. Αν η προσφυγή είναι βάσιμη, το Δικαστήριο κηρύσσει βάσει του άρθρου 174 την προσβαλλόμενη πράξη άκυρη και άνευ νομίμου αποτελέσματος.

57 Συνεπώς, το Δικαστήριο δεν έχει αρμοδιότητα, στο πλαίσιο της παρούσας προσφυγής, να αποφανθεί επί των ενδεχομένων υποχρεώσεων των εθνικών αρχών, έστω και σε περίπτωση κατά την οποία απόφαση της Επιτροπής κρίθηκε άκυρη και άνευ νομίμου αποτελέσματος.

58 Επομένως, αυτό το αίτημα της προσφυγής πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο.

59 Από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων προκύπτει ότι οι προσφυγές πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμες, καθόσον με αυτές ζητείται η ακύρωση των αποφάσεων της Επιτροπής C (90) 1333 def.: REM 1/90, της 5ης Ιουλίου 1990, και C (90) 3021 def.: REM 8/90, της 18ης Δεκεμβρίου 1990, καθώς και της αποφάσεως C (90) 3024 def.: REM 7/90, της 18ης Δεκεμβρίου 1990, και ως απαράδεκτες, καθόσον με αυτές ζητείται να αναγνωρισθεί ότι τα περί διαγραφής των εισαγωγικών δασμών αιτήματα που υποβλήθηκαν στις εθνικές αρχές πρέπει να γίνουν δεκτά δυνάμει του κοινοτικού δικαίου ή ότι πρέπει να αντιμετωπιστούν ευνοϊκά.

Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


Επί των δικαστικών εξόδων

60 Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα. Επειδή οι προσφεύγουσες

ηττήθηκαν, πρέπει να καταδικαστούν στα δικαστικά έξοδα, περιλαμβανομένων εκείνων του παρεμβάντος διαδίκου που προέβαλε σχετικό αίτημα.

Διατακτικό


Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα)

αποφασίζει:

1) Απορίπτει τις προσφυγές.

2) Καταδικάζει τις προσφεύγουσες στα δικαστικά έξοδα, περιλαμβανομένων και εκείνων του παρεμβάντος διαδίκου.

Top