ΠΡΟΤΆΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΫ ΕΙΣΑΓΓΕΛΈΑ

G. FEDERICO MANCINI

που αναπτύχθηκαν στις3 Ιουλίου 1984 ( 1 )

Κύριε πρόεδρε,

Κύριοι δικασνές,

1. 

Αντικείμενο των προδικαστικών αυτών υποθέσεων είναι η ερμηνεία των άρθρων 92 και 93 της Συνθήκης ΕΟΚ που αφορούν τις κρατικές ενισχύσεις προς τις επιχειρήσεις. Πρόκειται κυρίως για τον καθορισμό ορισμένων όψεων της διαδικασίας ad hoc την οποία, κατά τους κανόνες αυτούς, πρέπει να εφαρμόζουν η Επιτροπή, τα κράτη μέλη και οι ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις για να διενεργούν ή να επιτρέπουν τη διενέργεια κατάλληλων προληπτικών ελέγχων στα εθνικά μέτρα παρέμβασης.

Τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης 91/83. Στις 30 Ιανουαρίου 1981, η αρμόδια εφορία εταιριών του Άμστερνταμ διαπίστωσε ότι η εταιρία περιορισμένης ευθύνης Heineken Brouwerijen, με έδρα το Zoeterwoude (Κάτω Χώρες), όφειλε για την περίοδο 1977/78 φόρο 44240451 ολλανδικών φιορινιών. Κατά της αποφάσεως αυτής, η εταιρία άσκησε ενώπιον του Gerechtshof του Άμστερνταμ προσφυγή με δικόγραφο που κατέθεσε στις 25 Μαρτίου 1981. Η πράξη βεβαιώσεως φόρου — υποστηρίζει — δεν λαμβάνει υπόψη το γεγονός ότι κατά την περίοδο, στην οποία αναφέρεται ο φόρος, η εταιρία Heineken είχε πραγματοποιήσει επενδύσεις σε νέα κτίρια ύψους 32287582 φιορινιων: για το λόγο αυτό δικαιούται εισφορά, υπό τη μορφή φορολογικής μειώσεως, 9617994 φιορινιών, ίση με το 25 ° ο του συνολικού ποσού των νέων επενδύσεων, αντί του κατώτερου ποσού που της είχε αναγνωρίσει η εφορία (11 % του ποσού αυτού). Το Gerechtshof, θεωρώντας ότι ήταν αναγκαία η υποβολή αίτησης για έκδοση προδικαστικής απόφασης κατ' εφαρμογή του άρ9ρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, ανέβαλε, με Διάταξη της 13ης Απριλίου 1983, την έκδοση οριστικής απόφασης και υπέβαλε στο Δικαστήριο να ακόλουθα ερωτήματα:

«1.

Το “Wet Selectieve Investeringsregeling” (νόμοι περί εκλεκτικής ρυθμίσεως των επενδύσεων), οι τροποποιήσεις αυτού του νόμου ως προς τα αποτελέσματά του σε συνδυασμό με τις διατάξεις του “Wet Investeringsrekening” (νόμου περί λογιστικών στοιχείων, όσον αφορά τις επενδύσεις), η διαφοροποιημένη φορολογία που περιελήφθη στο άρ9ρο 36 του τελευταίου αυτού νόμου ή τα πραγματικά αποτελέσματα συνδυαζομενων των νόμων αυτών μπορούν, λαμβανόμενα χωριστά ή μαζί, να θεωρηθούν ως ενίσχυση ή ως ενισχύσεις, όπως εκτίθεται στο ιστορικό της απόφασης αυτής;

2.

Το άρθρο 93, παράγραφος 3, της Συνθήκης πρέπει να ερμηνευτεί υπό την έννοια ότι κάθε ενδιαφερόμενο πρόσωπο πρέπει να έχει τη δυνατότητα να γνωρίζει αμέσως και σαφώς τη γνωστοποίηση ενός κράτους μέλους προς την Επιτροπή περί της προθέσεως θεσπίσεως ή τροποποιήσεως των ενισχύσεων:

3.

Μία τέτοια γνωστοποίηση πρέπει επίσης να αναφέρει και τις τροποποιήσεις που επιφέρονται στο σχέδιο νόμου κατά τη διάρκεια των κοινοβουλευτικών συζητήσεων;

4.

Όταν μία τροποποίηση που επέρχεται σε μία νέα ενίσχυση υπό θέσπιση δεν κοινοποιείται στην Επιτροπή ενώ της έχει κοινοποιηθεί το σχέδιο ενισχύσεως, το οποίο τροποποιείται, η απαγόρευση περί εφαρμογής που προβλέπεται στο άρθρο 93, παράγραφος 3, τελευταία φράση, της Συνθήκης, πρέπει να θεωρείται ότι εφαρμόζεται και, σε καταφατική περίπτωση, η απαγόρευση αυτή εφαρμόζεται μόνο ως προς το μέρος ενισχύσεως που θεσπίστηκε με την τροποποίηση αυτή;»

Έρχομαι στην υπόθεση 127/83. Στις 3 Ιουνίου 1981, η εφορία της Ουτρέχτης διαπίστωσε ότι η ίδια εταιρία Heineken Brouwerijen όφειλε φόρο 165000 φιορινιων. Κατά της αποφάσεως αυτής, η εταιρία Heineken άσκησε ενώπιον του Gerechtshof του Άμστερνταμ προσφυγή, ισχυριζόμενη ότι ο εν λόγω φόρος πλήττει τις επενδύσεις που πραγματοποίησε (επέκταση τριών εγκαταστάσεων για την επεξεργασία του ύδατος) περισσότερο δραστικά από ό,τι άλλες ανάλογες επενδύσεις λόγω της περιοχής, στην οποία πραγματοποιήθηκαν και είναι επομένως ασυμβίβαστες με τα άρθρα 92 και 93 της Συνθήκης ΕΟΚ. Όπως στην υπόθεση 91/83, το Gerechtshof, με Διάταξη της 13ης Απριλίου 1983, ανέβαλε την έκδοση οριστικής απόφασης και υπέβαλε στο Δικαστήριό μας τα ερωτήματα που παρέθεσα πιο πάνω.

Με Διάταξη της 1ης Φεβρουαρίου 1982, το Δικαστήριο αποφάσισε τη συνεκδίκαση των δύο υποθέσεων όσον αφορά την προφορική διαδικασία και την έκδοση της απόφασης, λαμβανομένου υπόψη ότι και οι δύο υποθέσεις ενδιαφέρουν τους ίδιους διαδίκους και αφορούν το ίδιο θέμα.

2. 

Για τη σωστή κατανόηση του περιεχομένου και της λογικής σειράς των τεσσάρων ερωτημάτων, είναι απαραίτητο να αναφερθεί η εθνική ρύθμιση που έχει σχέση με τις δύο υποθέσεις και που πρέπει να ληφθεί υπόψη κατά την ερμηνεία των κοινοτικών κανόνων, στους οποίους αναφέρεται το παραπέμπον δικαστήριο.

Οι αστικές περιοχές της Δυτικής Ολλανδίας, γνωστές ως «Randstad-Nederland», πάσχουν από πληθυσμιακή συμφόρηση και υπερβιομηχανοποίηση. Για να ευνοήσει την αποσυμφόρηση, η ολλανδική κυβέρνηση κατέθεσε το 1972 νομοσχέδιο (Wet Selectieve Investeringsregeling ή SIR), με το οποίο επεβάλλετο φόρος στο μεγαλύτερο μέρος των νέων επενδύσεων στις ζώνες αυτές. Οι κανόνες του νομοσχεδίου ψηφίστηκαν το 1974, αλλά δύο έτη μετά ανεστάλη η εφαρμογή τους. Κατόπιν, το 1977, η ίδια κυβέρνηση κατέθεσε δεύτερο νομοσχέδιο (Wet Investeringsrekening ή WIR), το οποίο προέβλεπε κρατικές εισφορές υπέρ των επενδύσεων υπό τη μορφή φορολογικών μειώσεων. Οι εισφορές αυτές περιελάμβαναν μια βασική πριμοδότηση, χορηγούμενη σε κάθε είδος επένδυσης και εκλεκτικές πριμοδοτήσεις, μεταξύ των οποίων μια «γενική περιφερειακή πριμοδότηση» (PRG) χορηγούμενη μόνο στις επενδύσεις που πραγματοποιούνταν εκτός Randstad.

Ο μηχανισμός των εκλεκτικών πριμοδοτήσεων και ιδίως του PRG θεωρήθηκε ως ασυμβίβαστος με το άρθρο 92 από την Επιτροπή (προς την οποία η ολλανδική κυβέρνηση είχε ανακοινώσει το νομοσχέδιο WIR δυνάμει του άρθρου 93 της Συνθήκης ΕΟΚ): ιδίως, όπως ανέφερε, διότι κατέληγε σε περιφερειακή ενίσχυση, η οποία, για το λόγο αυτό, θα έπρεπε να είχε περιοριστεί τοπικώς στις περιοχές που είχε καθορίσει η Επιτροπή στο πλαίσιο της πολιτικής της. Κατόπιν αυτών των παρατηρήσεων, η κυβέρνηση τροποποίησε τους κανόνες του WIR περιλαμβάνοντας στη βασική πριμοδότηση τις φορολογικές ελαφρύνσεις που είχαν προβλεφθεί ως εκλεκτικές πριμοδοτήσεις' με τον τρόπο αυτό, γενίκευε τα μέτρα ενίσχυσης και υπερπηδούσε έτσι το εμπόδιο που παρουσίαζε το άρθρο 92.

Κατά τη διάρκεια των κοινοβουλευτικών εργασιών για την ψήφιση του WIR, επανεξετάστηκε το σύστημα φορολογίας που είχε θεσπιστεί το 1974 (SIR) και το οποίο είχε κατόπιν ανασταλεί το 1976. Στο νομοσχέδιο WIR εισήχθησαν, κατά συνέπεια, ορισμένες τροποποιήσεις του SIR που απέβλεπαν στο συντονισμό των δύο συστημάτων παρέμβασης, ιδίως το ποσό των ενισχύσεων που καταβάλλονταν υπό τη μορφή φορολογικής μείωσης διαφοροποιήθηκε, έστω και προσωρινά, προβλέποντας μικρότερη αναλογία για τις επενδύσεις που πραγματοποιούνταν στο Randstad και μεγαλύτερη για τις επενδύσεις σε άλλες περιοχές (άρθρο 36).

Οι υποθέσεις στις κύριες δίκες προκλήθηκαν ακριβώς από τα συνδυασμένα αποτελέσματα των δύο συστημάτων, του SIR και του WIR. Πράγματι, κατά την προσφεύγουσα εταιρία, η διαφοροποιημένη μείωση του ποσού αποτελεί ενίσχυση των επιχειρήσεων που επενδύουν εκτός Randstad δεν είναι επομένως διαφορετική από εκείνες που προέβλεπε το νομοσχέδιο WIR και που η Επιτροπή θεώρησε ότι αντέβαιναν στο άρθρο 92.

3. 

Τα τέσσερα ερωτήματα αφορούν την ερμηνεία των άρθρων 92 και 93 της Συνθήκης ΕΟΚ. Με το πρώτο, ιδίως, σας ζητείται να αποφανθείτε αν μια σειρά μέτρων που θεσπίστηκαν στις Κάτω Χώρες, όσον αφορά τις βιομηχανικές εγκαταστάσεις, εμπίπτουν στην έννοια της «ενίσχυσης», όπως συνάγεται από το άρθρο 92. Τα άλλα τρία, αντιθέτως, αφορούν την ειδική διαδικασία που προβλέπεται από το άρθρο 93 για να εκτιμηθεί αν οι κρατικές ενισχύσεις συμβιβάζονται με την Κοινή Αγορά.

Ευθύς εξαρχής λέγω ότι, κατά τη γνώμη μου, η σειρά των ερωτημάτων πρέπει να αντιστραφεί: πράγματι, η χρησιμότητα της απόφασης επί του ερωτήματος που αφορά την έννοια της ενίσχυσης εξαρτάται από τη λύση που 9α δώσετε στα προβλήματα ερμηνείας ως προς τη διαδικασία του άρθρου 93. Η προσέγγιση αυτή υπαγορεύεται από τη νομολογία σας. Έχετε πολλές φορές ασχοληθεί με το θέμα των ορίων, μέσα στα οποία οι ιδιώτες μπορούν να αμφισβητήσουν ενώπιον των εθνικών τους δικαστηρίων τη νομιμότητα των κρατικών ενισχύσεων είναι δε, κατά η γνώμη μου, ιδιαίτερα σημαντική η θέση που λάβατε με τις αποφάσεις της 22ας Μαρτίου 1977, στις υποθέσεις 78/76, Steinike και Weinlig κατά Γερμανίας (Race. 1977, σ. 595) και 74/76, Iannelli κατά Meroni (Racc. 1977, σ. 557). Ένας νόμος στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία είχε επιβάλει στους εισαγωγείς εσπεριδοειδών, οι οποίοι χρησιμοποιούσαν τα φρούτα αυτά για την παραγωγή ποτών, να καταβάλλουν σε ειδικό οργανισμό εισφορά, προορισμός της οποίας ήταν η προώθηση των πωλήσεων και των εξαγωγών των γερμανικών γεωργικών προϊόντων. Σας ζητήθηκε να αποφανθείτε αν ένα γερμανικό διοικητικό δικαστήριο μπορούσε να κρίνει κατά πόσο το μέτρο αυτό ήταν σύμφωνο με την Κοινή Αγορά.

Η απάντησή σας είναι γνωστή. «Η κρίση περί του αν κρατική ενίσχυση συμβιβάζεται ... — παρατηρήσατε — εγείρει προβλήματα, τα οποία συνεπάγονται την εξέταση και την εκτίμηση πραγματικών και οικονομικών περιστάσεων (όχι μόνο) πολύπλόκων, (αλλά και) ευμετάβολων» για τον λόγο αυτό ακριβώς η Συνθήκη «προέβλεψε στο άρθρο 93 ειδική διαδικασία, η οποία ρυθμίζει τη διαρκή εξέταση και τον έλεγχο των ενισχύσεων από την Επιτροπή». Από αυτό έπεται ότι εναπόκειται στην Επιτροπή να διαπιστώσει το ασυμβίβαστο μιας ενίσχυσης, υπό τον έλεγχο, βεβαίως, του Δικαστηρίου' και ότι, κατά συνέπεια, οι ιδιώτες δεν μπορούν, κατά κανόνα και δυνάμει μόνο του άρθρου 92, να φέρουν το ζήτημα στα εθνικά δικαστήρια (σκέψεις 9 και 10 της απόφασης Steinike). Ο δικαστής δεν μπορεί επομένως — καταλήξατε — να αποφανθεί επί των αιτημάτων που αφορούν τη διαπίστωση του ασυμβίβαστου παρά μόνο σε εξαιρετικές και σαφώς προσδιορισμένες περιπτώσεις: όταν πχ. η ενίσχυση αποτέλεσε «το αντικείμενο απόφασης της Επιτροπής, η οποία υποχρέωνε το κράτος ... να την καταργήσει ή να την τροποποιήσει», ή όταν έχει θεσπιστεί χωρίς να τηρηθεί η διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 93, παράγραφος 3 (σκέψη 15).

Η λύση αυτή είναι προφανώς συνετή. Πράγματι, η Επιτροπή, λόγω των αρμοδιοτήτων και των μέσων της, είναι πολύ περισσότερο από τα εθνικά δικαστήρια σε θέση να διενεργήσει τη δύσκολη έρευνα που απαιτεί η διαπίστωση του ασυμβίβαστου ενίσχυσης' αντιθέτως, ο δικαστής είναι απολύτως σε θέση να αποφανθεί αν η ενίσχυση εξακολουθεί παρά τη θέληση της Επιτροπής να υφίσταται ή αν Θεσπίστηκε χωρίς να τηρηθούν οι όροι διαδικασίας. Επομένως, μπορεί ο καθένας να αντιληφθεί τι συνεπάγεται αυτό στην παρούσα υπόθεση: δεν χρειάζεται να δώσετε απάντηση στο πρώτο ερώτημα παρά μόνο αν διαπιστώσετε ότι το ολλανδικό κράτος παρέβη τις υποχρεώσεις που επιβάλλονται από το άρθρο 93 και, ιδίως, τις υποχρεώσεις που απορρέουν από την παράγραφο 3 του

άρθρου αυτού. Υπενθυμίζεται ότι, σύμφωνα με τον κανόνα αυτό, τα σχέδια «που αποβλέπουν να θεσπίσουν ή να τροποποιήσουν τις ενισχύσεις» πρέπει να κοινοποιούνται στην Επιτροπή εγκαίρως ώστε να μπορεί να διατυπώσει τις παρατηρήσεις της και, αν κρίνει ότι το σχέδιο δεν συμβιβάζεται με την Κοινή Αγορά, να κινήσει αμελλητί τη διαδικασία αμφισβήτησης που προβλέπει η παράγραφος 2 του ίδιου άρθρου.

4. 

Ας αρχίσουμε επομένως από το δεύτερο ερώτημα. Ο δικαστής σας ερωτά αν κάθε ενδιαφερόμενος πρέπει να γνωρίζει αμέσως και σαφώς το σχέδιο ενίσχυσης που γνωστοποιεί το κράτος στην Επιτροπή. Είναι σκόπιμο να παρατηρηθεί σχετικά ότι η υποχρέωση του κράτους προς γνωστοποίηση είναι σύμφωνη με τη διαδικασία που θεσπίζεται από το άρθρο 93, παράγραφος 2: ανταποκρίνεται στην ανάγκη να διαθέτει η Επιτροπή αρκετά νωρίς όλες τις απαραίτητες πληροφορίες για να εκτιμήσει αν τα υπό θέσπιση μέτρα ενίσχυσης συμβιβάζονται με την Κοινή Αγορά και για να επιβάλει, αν κρίνει ότι δεν συμβιβάζονται, την κατάργηση ή την τροποποίηση τους. Όμως, στο πλαίσιο αυτής της διαδικασίας, προστατεύονται οι επιχειρηματίες, τους οποίους αφορούν τα μέτρα αυτά. Η προστασία αυτή εξασφαλίζεται με το άρθρο 93, παράγραφος 2, εδάφιο 1, το οποίο απαιτεί να τους καλέσει η Επιτροπή να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους πριν προβεί στην εξέταση των ενισχύσεων επομένως, κατά τη διάρκεια της εξέτασης αυτής και για τη λήψη της απόφασης που ακολουθεί, τα συμφέροντα τους λαμβάνονται προσηκόντως υπόψη.

Υπό τις περιστάσεις αυτές, είναι αδύνατο να θεωρηθεί ότι το άρθρο 93 επιβάλλει στα κράτη την υποχρέωση να ενημερώνουν όχι μόνο την Επιτροπή αλλά και όλους τους ενδιαφερόμενους επιχειρηματίες για τις ενισχύσεις που προτίθενται να θεσπίσουν. Κατά της απόψεως αυτής συνηγορεί αυτό, το οποίο ελέχθη προηγουμένως για την κατάλληλη προστασία που παρέχεται στους επιχειρηματίες αυτούς και ακόμα περισσότερο το άτοπο των πρακτικών συνεπειών αυτής της άποψης. Πράγματι, πώς θα μπορούσαν τα κράτη να καταστήσουν λεπτομερώς γνωστά τα δεδομένα που προϋποθέτει αυτή η άποψη χωρίς να καταστήσουν επισφαλή την κατά τον κατάλληλο χρόνο εξέλιξη του νομοθετικού έργου γενικώς και των παρεμβάσεων οικονομικής πολιτικής ειδικότερα; Πιστεύω ότι δεν μπορεί να προστεθεί τίποτε άλλο για να καταδειχθεί ότι οφείλετε να απαντήσετε αρνητικά στο δεύτερο ερώτημα.

5. 

Με το τρίτο ερώτημα, το ολλανδικό δικαστήριο ερωτά αν η υποχρέωση γνωστοποίησης προς την Επιτροπή των σχεδίων που αποβλέπουν στη θέσπιση ή στην τροποποίηση ενισχύσεων, η οποία επιβάλλεται στα κράτη από την παράγραφο 3 του άρθρου 93, περιλαμβάνει επίσης και τις τροποποιήσεις που επιφέρονται στα ίδια αυτά σχέδια κατά τη διάρκεια της κοινοβουλευτικής διαδικασίας. Η απάντηση σας δεν μπορεί παρά να είναι καταφατική·αλλά, κατά τη γνώμη μου, με μια επιφύλαξη που υπαγορεύεται από τις ουσιαστικές απαιτήσεις, στην τήρηση των οποίων αποβλέπει ο κανόνας αυτός. Όπως έχετε και οι ίδιοι αποφανθεί, ο κανόνας αυτός θεσπίστηκε για να είναι η Επιτροπή σε θέση να εκτιμά αν τα σχεδιαζόμενα μέτρα συμβιβάζονται με την Κοινή Αγορά. Όμως, ένας αντικειμενικός σκοπός του είδους αυτού δεν επιτρέπει να επιβληθεί στα κράτη απόλυτη και πλήρης υποχρέωση γνωστοποίησης. Με άλλες λέξεις, πρέπει να γνωστοποιούνται οι τροποποιήσεις, οι οποίες, λόγω των επιπτώσεων που έχουν στη ζωή των επιχειρήσεων ή στις σχέσεις ανταγωνισμού, μπορούν να επηρεάσουν τη γνώμη της Επιτροπής: και όχι οι άλλες, εκείνες δηλαδή που είναι καθαρά τυπικές ή δεν παρουσιάζουν κίνδυνο για τον ελεύθερο ανταγωνισμό.

Το παραπέμπον δικαστήριο σας υποβάλλει το ερώτημα αυτό εκλαμβάνοντας, όπως συνάγεται σαφώς από τις Διατάξεις παραπομπής, ότι το ολλανδικό κράτος δεν γνωστοποίησε στην Επιτροπή τις τροποποιήσεις που επήλθαν στο νομοσχέδιο WIR κατά τη διάρκεια των κοινοβουλευτικών εργασιών, ότι αποσιώπησε, ειδικότερα, την επαναφορά του μηχανισμού επιβολής φόρου που προβλέπει το SIR και τη διαφοροποίηση του ποσού των ενισχύσεων για τις νέες εγκαταστάσεις. Πάντως, η ίδια η Επιτροπή απέκλεισε την εκδοχή αυτή πράγματι, απαντώντας στις ερωτήσεις που της απευθύνατε, δήλωσε ότι οι ολλανδικές αρχές της γνωστοποίησαν τόσο την επαναφορά του μηχανισμού SIR όσο και τη διαφοροποιημένη μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης των νέων εγκαταστάσεων. Εφόσον δε αυτές ήταν οι μόνες τροποποιήσεις, οι οποίες ήταν δυνατό να βαρύνουν για τη γνώμη που εκφέρει η Επιτροπή ως προς το συμβιβάσιμο των μέτρων με την Κοινή Αγορά, δεν νομίζω ότι στην προκειμένη περίπτωση εμφανίζεται να υπάρχει παραβίαση της υποχρέωσης προς γνωστοποίηση από το ολλανδικό κράτος.

6. 

Το τέταρτο ερώτημα συνδέεται στενά με το προηγούμενο και διαρθρώνεται σε δύο επί μέρους ερωτήματα. Το πρώτο αφορά την απαγόρευση θέσης σε εφαρμογή των σχεδιαζομένων μέτρων πριν η Επιτροπή εξαντλήσει τη διαδικασία που αναφέρεται στην παράγραφο 2 του άρθρου 93. Μπορεί να λεχθεί — ερωτά ο δικαστής — ότι η απαγόρευση αυτή ισχύει ακόμα και ως προς τα σχέδια που έχουν κανονικά γνωστοποιηθεί στην αρχική τους διατύπωση, αλλά τροποποιήθηκαν εκ των υστέρων χωρίς να ενημερωθεί η Επιτροπή για τις τροποποιήσεις αυτές;

Λυτό το επιμέρους ερώτημα επιβάλλει τον καθορισμό της έκτασης εφαρμογής του άρθρου 93, παράγραφος 3. Όπως έχω πολλές φορές αναφέρει, ο κανόνας αυτός επιβάλλει στα κράτη να γνωστοποιούν στην Επιτροπή τα σχέδια ενισχύσεων για να της καθιστούν δυνατό να διατυπώνει παρατηρήσεις για το αν συμβιβάζονται με τη λειτουργία της Κοινής Αγοράς. Μου φαίνεται προφανές ότι η υποχρέωση μη εφαρμογής των σχεδιαζομένων παρεμβάσεων ισχύει ήδη κατά την προκαταρκτική αυτή φάση και καθόλο το διάστημα που χρειάζεται η Επιτροπή για να διατυπώσει τις παρατηρήσεις της και — αφού τις ανακοινώσει — για να αποφασίσει αν πρέπει να κινήσει τη διαδικασία που προβλέπεται στην παράγραφο 2. Όταν ο χρόνος αυτός παρέλθει χωρίς να έχουν διατυπωθεί αντιρρήσεις εκ μέρους της Επιτροπής, η απαγόρευση αυτή καθίσταται ανίσχυρη και το κράτος μέλος πρέπει να θεωρείται ελεύθερο να εκτελέσει το σχέδιό του.

Quid iuris, στη συνέχεια, όταν το ίδιο κράτος επιφέρει τροποποιήσεις στο αρχικό σχέδιο χωρίς να ενημερώσει την Επιτροπή; Πιστεύω ότι η εν λόγω απαγόρευση ισχύει και στην περίπτωση αυτή. Αν δεν ήταν έτσι, το κράτος που δεν εκπληρώνει την υποχρέωση του θα βρισκόταν σε πλεονεκτική θέση: το αποτέλεσμα αυτό είναι πολύ παράδοξο ώστε να θεωρηθεί πειστικό.

Ως προς τη φάση που οδηγεί στην έκδοση της τελικής απόφασης της Επιτροπής, αρκεί η διαπίστωση ότι το καθήκον μη εφαρμογής του σχεδίου προβλέπεται ρητώς από το άρθρο 93, παράγραφος 3, τελευταία φράση. Μπορεί αλήθεια να παρατηρηθεί ότι ο κανόνας αυτός επιβάλλει τη γνωστοποίηση κατά την αρχή της διαδικασίας' να συναχθεί δε από αυτό — όπως, φαντάζομαι, συνήγαγε ο ολλανδός δικαστής — ότι ελλείψει γνωστοποιήσεως δεν υφίσταται η υποχρέωση αποχής από την εφαρμογή. Το επιχείρημα όμως είναι σαθρό. Πράγματι, είναι βέβαιο ότι η Επιτροπή μπορεί να κινήσει τη διαδικασία αμφισβήτησης, ακόμα και όταν το σχέδιο δεν της έχει γνωστοποιηθεί, βασιζόμενη σε δεδομένα που συγκέντρωσε με άλλους τρόπους' αυτό αρκεί, κατά τη γνώμη μου για να θεωρηθεί ότι η έλλειψη γνωστοποίησης δεν επηρεάζει την απαγόρευση θέσεως σε εφαρμογή των σχεδιαζόμενων μέτρων.

Στο δεύτερο επί μέρους ερώτημα του τετάρτου ερωτήματος αναπτύσσονται αυτά τα σημεία. Το παραπέμπον δικαστήριο ερωτά αν η εν λόγω απαγόρευση — αν γίνει δεκτό ότι ισχύει επίσης και στην περίπτωση, κατά την οποία δεν έχουν γνωστοποιηθεί οι τροποποιήσεις — αφορά ολόκληρη την ενίσχυση ή μόνο το μέρος που θεσπίζεται με την τροποποίηση. Αμφιβάλλω αν μπορεί να δοθεί σαφής απάντηση. Εδώ, στην πραγματικότητα, έχουν αποφασιστική σημασία οι συγκεκριμένες περιστάσεις και ειδικότερα οι επιπτώσεις που μπορεί να έχει ο συνδυασμός αρχικού μέτρου και τροποποίησης στη λειτουργία της Κοινής Αγοράς. Αν ενδεχομένως ο συνδυασμός αυτός αντιβαίνει στη Συνθήκη, μου φαίνεται προφανές ότι η εφαρμογή ολόκληρης της ενίσχυσης πρέπει να παραμείνει σε αναστολή. Είναι όμως δυνατό να μην υπάρχει αυτή η αντίθεση, διότι το μέτρο που σχεδιάστηκε αρχικά δεν έχει επιπτώσεις στην Κοινή Αγορά και διότι ο κανόνας που εισάγει η τροποποίηση είναι αυτόνομος σε σχέση με το αρχικό σχέδιο στην περίπτωση αυτή μόνο η εφαρμογή της τροποποίησης που δεν έχει γνωστοποιηθεί μπορεί να ανασταλεί.

7. 

Έρχομαι τέλος στο πρώτο ερώτημα. Το Gerechtshof σας ερωτά αν ορισμένες ολλανδικές νομοθετικές διατάξεις λαμβανομένων υπόψη των αποτελεσμάτων που παράγει η συνδυασμένη εφαρμογή τους, πρέπει να θεωρηθούν ως «ενισχύσεις» υπό την έννοια του άρθρου 92 της Συνθήκης ΕΟΚ.

Όπως υπενθύμισα στην αρχή, κατά τη νομολογία σας δεν επιτρέπεται στα εθνικά δικαστήρια να αποφαίνονται αν ένα μέτρο ενίσχυσης συμβιβάζεται με τη Συνθήκη παρά μόνο στην περίπτωση, κατά την οποία έχει θεσπιστεί χωρίς να τηρηθεί η ειδική διαδικασία του άρθρου 93. Από την άλλη πλευρά, οι απαντήσεις που έδωσα στα ερωτήματα 2, 3 και 4 επιτρέπουν να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο να διέπραξε το ολλανδικό κράτος παράβαση διαδικασίας θεσπίζοντας τα επίμαχα μέτρα. Από αυτό έπεται ότι λείπουν οι προϋποθέσεις που θα επέτρεπαν στο παραπέμπον δικαστήριο να κρίνει τη συμφωνία των κανόνων αυτών με τη Συνθήκη' για το λόγο δε αυτό είναι περιττό να αποφανθεί το Δικαστήριο επί του ερωτήματος που του υποβλήθηκε.

8. 

Για όλους τους παραπάνω λόγους, προτείνω να δοθούν οι ακόλουθες απαντήσεις σε τρία από τα τέσσερα ερωτήματα που διατύπωσε το Gerechtshof του Άμστερνταμ με δύο παράλληλες Διατάξεις, και οι δύο της 13ης Απριλίου 1983, στις υποθέσεις που εκκρεμούν μεταξύ της εταιρίας περιορισμένης ευθύνης Heineken Brouwerijen και των αντίστοιχων εφοριών εταιριών του Άμστερνταμ και της Ουτρέχτης:

α)

Επί τον δευτέρου ερωτήματος: το άρθρο 93, παράγραφος 3, της Συνθήκης ΕΟΚ έχει την έννοια ότι η γνωστοποίηση προς την Επιτροπή από το κράτος μέλος των σχεδίων που αποβλέπουν στη θέσπιση ή την τροποποίηση ενισχύσεων δεν απαιτείται να ανακοινώνεται σε κάθε ενδιαφερόμενο. Πράγματι, η υποχρέωση αυτή βαρύνει την Επιτροπή και γεννάται, όταν αυτή κινεί τη διαδικασία αμφισβήτησης που αναφέρεται στην παράγραφο 2 του άρ3ρου 93.

6)

Επί τον τρίνον ερωτήματος: το άρθρο 93, παράγραφος 3, της Συνθήκης έχει την έννοια ότι η υποχρέωση που έχουν τα κράτη μέλη να ανακοινώνουν στην Επιτροπή τα σχέδια που αποβλέπουν στη θέσπιση ή την τροποποίηση των ενισχύσεων εκτείνεται επίσης και στις τροποποιήσεις που επιφέρονται στα σχέδια κατά τη διάρκεια της διαδικασίας ψηφίσεως τους από το εθνικό κοινοβούλιο.

γ)

Επί τον τέταρτον ερωτήματος: το άρθρο 93, παράγραφος 3, της Συνθήκης ΕΟΚ έχει την έννοια ότι η απαγόρευση θέσης σε εφαρμογή των σχεδιαζόμενων σχεδίων ισχύει επίσης και για τις τροποποιήσεις των σχεδίων που είχαν αρχικά διαβιβαστεί στην Επιτροπή, ανεξάρτητα από το αν οι ίδιες οι εν λόγω τροποποιήσεις έχουν ανακοινωθεί. Η απαγόρευση εκτείνεται στο σύνολο της ενίσχυσης αν ο συνδυασμός του αρχικού σχεδίου και των μεταγενέστερων τροποποιήσεων είναι δυνατό να έχει επιπτώσεις στη λειτουργία της Κοινής Αγοράς.

Προτείνω, τέλος, να μη δοθεί απάντηση στο πρώτο ερώτημα. Οι λύσεις που προτείνονται στα προβλήματα ερμηνείας που θέτουν τα άλλα ερωτήματα καθιστούν πράγματι περιττή την έκδοση απόφασης επί του ερωτήματος αυτού.


( 1 ) Μετάφραση από τα ιταλικά.