ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα)

της 12ης Οκτωβρίου 2017 ( *1 )

«Προδικαστική παραπομπή – Δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις – Οδηγία 2010/64/ΕΕ – Άρθρο 3, παράγραφος 1 – Δικαίωμα σε διερμηνεία και μετάφραση κατά την ποινική διαδικασία – Μετάφραση “ουσιωδών εγγράφων” – Έννοια των “ουσιωδών εγγράφων” – Ποινική απόφαση εκδοθείσα κατόπιν απλοποιημένης μονομερούς διαδικασίας και καταδικάζουσα τον καθού σε πρόστιμο για ποινικό αδίκημα ήσσονος σημασίας»

Στην υπόθεση C‑278/16,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Landgericht Aachen (πλημμελειοδικείο του Άαχεν, Γερμανία) με απόφαση της 6ης Μαΐου 2016, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 19 Μαΐου 2016, στο πλαίσιο της ποινικής δίκης κατά

Frank Sleutjes,

παρισταμένης της:

Staatsanwaltschaft Aachen,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από τους J. L. da Cruz Vilaça, πρόεδρο τμήματος, A. Tizzano (εισηγητή), Αντιπρόεδρο του Δικαστηρίου, E. Levits, M. Berger και F. Biltgen, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: N. Wahl

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

ο Frank Sleutjes, εκπροσωπούμενος από τον C. Peters, Rechtsanwalt,

η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους M. Hellmann και T. Henze,

η Τσεχική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους J. Vláčil και M. Smolek,

η Ολλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις M. Bulterman και M. de Ree,

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον R. Troosters και την S. Grünheid,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 11ης Μαΐου 2017,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 3 της οδηγίας 2010/64/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Οκτωβρίου 2010, σχετικά με το δικαίωμα σε διερμηνεία και μετάφραση κατά την ποινική διαδικασία (ΕΕ 2010, L 280, σ. 1).

2

Η εν λόγω αίτηση υποβλήθηκε στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας που κινήθηκε κατά του Frank Sleutjes λόγω παράνομης εγκαταλείψεως του τόπου ατυχήματος.

Το νομικό πλαίσιο

Το δίκαιο της Ένωσης

3

Οι αιτιολογικές σκέψεις 14, 17 και 30 της οδηγίας 2010/64 έχουν ως εξής:

«(14)

Το δικαίωμα σε διερμηνεία και μετάφραση για τα πρόσωπα που δεν ομιλούν ή κατανοούν τη γλώσσα της διαδικασίας θεσπίζεται στο άρθρο 6 της [Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών που υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950], όπως αυτό έχει ερμηνευθεί με τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Η παρούσα οδηγία διευκολύνει την εφαρμογή του δικαιώματος αυτού στην πράξη. Προς τον σκοπό αυτόν, ο στόχος της παρούσας οδηγίας είναι να διασφαλίσει το δικαίωμα των υπόπτων ή κατηγορουμένων σε διερμηνεία και μετάφραση κατά την ποινική διαδικασία, ώστε να διαφυλάσσεται το δικαίωμά τους σε δίκαιη δίκη.

[…]

(17)

Η παρούσα οδηγία θα πρέπει να διασφαλίζει την ύπαρξη δωρεάν και επαρκούς γλωσσικής συνδρομής, η οποία θα επιτρέπει στους υπόπτους ή τους κατηγορουμένους που δεν ομιλούν ή δεν κατανοούν τη γλώσσα διεξαγωγής της ποινικής διαδικασίας να ασκήσουν πλήρως το δικαίωμά τους υπεράσπισης και θα διασφαλίζει τη διεξαγωγή δίκαιης δίκης.

[…]

(30)

Προκειμένου να διασφαλίζεται η διεξαγωγή δίκαιης δίκης, τα ουσιώδη έγγραφα, ή τουλάχιστον τα σχετικά χωρία των εγγράφων αυτών, απαιτείται να μεταφράζονται προς χάριν των υπόπτων ή κατηγορουμένων, σύμφωνα με την παρούσα οδηγία. Ορισμένα έγγραφα θα πρέπει να θεωρούνται πάντοτε ουσιώδη έγγραφα προς τον σκοπό αυτόν και, συνεπώς, να μεταφράζονται, όπως οποιαδήποτε απόφαση συνεπάγεται τη στέρηση της ελευθερίας ενός προσώπου, οποιοδήποτε έγγραφο απαγγελίας κατηγορίας και οποιαδήποτε δικαστική απόφαση. Εναπόκειται στις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών να αποφασίζουν, με δική τους πρωτοβουλία ή ύστερα από αίτημα των υπόπτων ή των κατηγορουμένων ή των συνηγόρων τους, ποια άλλα έγγραφα είναι ουσιώδη για τη διασφάλιση της διεξαγωγής δίκαιης δίκης και, συνεπώς, θα πρέπει επίσης να μεταφράζονται.»

4

Το άρθρο 1 της οδηγίας αυτής, το οποίο τιτλοφορείται «Αντικείμενο και πεδίο εφαρμογής», προβλέπει, στις παραγράφους 1 και 2, τα εξής:

«1.   Η παρούσα οδηγία καθορίζει κανόνες σχετικά με το δικαίωμα σε διερμηνεία και μετάφραση κατά την ποινική διαδικασία και τη διαδικασία εκτέλεσης ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης.

2.   Το δικαίωμα της παραγράφου 1 ισχύει για πρόσωπα από τη στιγμή κατά την οποία ενημερώνονται από τις αρμόδιες αρχές κράτους μέλους, με επίσημη κοινοποίηση ή με άλλο τρόπο, ότι είναι ύποπτα ή κατηγορούνται για την τέλεση αξιόποινης πράξης έως την ολοκλήρωση της διαδικασίας, που συνίσταται στον τελικό προσδιορισμό του κατά πόσον έχουν διαπράξει το αδίκημα, συμπεριλαμβανομένων, εφόσον απαιτείται, της καταδίκης και της απόφασης επί ενδεχόμενης προσφυγής.»

5

Το άρθρο 3 της εν λόγω οδηγίας, το οποίο τιτλοφορείται «Δικαίωμα μετάφρασης ουσιωδών εγγράφων», ορίζει, στις παραγράφους 1 και 2, τα εξής:

«1.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν, ώστε στους υπόπτους ή στους κατηγορουμένους που δεν κατανοούν τη γλώσσα της σχετικής ποινικής διαδικασίας να παρέχεται εντός εύλογου χρονικού διαστήματος γραπτή μετάφραση όλων των εγγράφων που είναι ουσιώδη, προκειμένου να διασφαλισθεί ότι είναι σε θέση να ασκήσουν το δικαίωμα υπεράσπισής τους και προκειμένου να διασφαλιστεί η διεξαγωγή δίκαιης δίκης.

2.   Τα ουσιώδη έγγραφα περιλαμβάνουν οποιαδήποτε απόφαση συνεπάγεται τη στέρηση της ελευθερίας ενός προσώπου, οποιοδήποτε έγγραφο απαγγελίας κατηγορίας και οποιαδήποτε δικαστική απόφαση.»

Το γερμανικό δίκαιο

Ο GVG

6

Το άρθρο 187 του Gerichtsverfassungsgesetz (νόμου περί οργανισμού δικαστηρίων, στο εξής: GVG) προβλέπει, στην παράγραφο 1, ότι, όταν ο κατηγορούμενος δεν είναι γνώστης της γερμανικής γλώσσας, πρέπει να καλείται διερμηνέας ή μεταφραστής, στο μέτρο που αυτό είναι αναγκαίο προκειμένου ο κατηγορούμενος να ασκήσει το δικαίωμα υπερασπίσεώς του.

7

Επιπλέον, το εν λόγω άρθρο 187, στην παράγραφο 2, ορίζει ότι για την άσκηση του δικαιώματος υπερασπίσεως κατηγορουμένου ο οποίος δεν είναι γνώστης της γερμανικής γλώσσας είναι κατ’ αρχήν αναγκαία η γραπτή μετάφραση των στερητικών της ελευθερίας ενταλμάτων καθώς και των κατηγορητηρίων, των αποφάσεων που εκδίδονται κατά τη συνοπτική διαδικασία και των μη αμετάκλητων αποφάσεων.

Ο StPO

8

Το άρθρο 37, παράγραφος 3, του Strafprozessordnung (κώδικα ποινικής δικονομίας, στο εξής: StPO) ορίζει ότι, όταν ο κατηγορούμενος δεν είναι γνώστης της γερμανικής γλώσσας, μόνον η «απόφαση» (Urteil) πρέπει να επιδίδεται μαζί με τη μετάφρασή της σε γλώσσα την οποία κατανοεί ο κατηγορούμενος.

9

Τα άρθρα 407 επ. του StPO ρυθμίζουν τις ποινικές αποφάσεις που εκδίδονται κατά τη συνοπτική διαδικασία (Strafbefehle).

Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

10

Στις 2 Νοεμβρίου 2015, κατόπιν αιτήσεως της Staatsanwaltschaft Aachen (Εισαγγελίας του Άαχεν, Γερμανία), το Amtsgericht Düren (πταισματοδικείο του Düren, Γερμανία) εξέδωσε, κατ’ εφαρμογή των άρθρων 407 επ. του StPO, απόφαση με τη συνοπτική διαδικασία κατά του F. Sleutjes, Ολλανδού υπηκόου, με την οποία τον καταδίκασε, μεταξύ άλλων, σε πρόστιμο λόγω παράνομης εγκαταλείψεως του τόπου ατυχήματος.

11

Αυτή η εκδοθείσα κατά τη συνοπτική διαδικασία ποινική απόφαση περιελάμβανε ενημέρωση σχετικά με τα ένδικα μέσα, επισημαίνοντας ότι η απόφαση θα καταστεί δεσμευτική και εκτελεστή μόνον εφόσον ο F. Sleutjes δεν προβάλει, εντός προθεσμίας δύο εβδομάδων από την επίδοση της αποφάσεως, αντιρρήσεις, στη γερμανική γλώσσα, ενώπιον του Amtsgericht Düren (πταισματοδικείου του Düren), εγγράφως ή με προφορική δήλωση για την οποία συντάσσεται πρακτικό στη γραμματεία του δικαστηρίου αυτού.

12

Στις 12 Νοεμβρίου 2015, η επίμαχη εκδοθείσα κατά τη συνοπτική διαδικασία ποινική απόφαση επιδόθηκε στον F. Sleutjes. Η απόφαση αυτή ήταν συντεταγμένη στη γερμανική γλώσσα και συνοδευόταν από μετάφραση στην ολλανδική γλώσσα μόνον της ενημερώσεως σχετικά με τα ένδικα μέσα.

13

Με ηλεκτρονικά μηνύματα που απέστειλε στο Amtsgericht Düren (πταισματοδικείο του Düren) στις 24 και στις 26 Νοεμβρίου 2015, ο F. Sleutjes διατύπωσε, στην ολλανδική γλώσσα, τις θέσεις του επί της εις βάρος του κατά τη συνοπτική διαδικασία εκδοθείσας αποφάσεως. Με επιστολή της 1ης Δεκεμβρίου 2015, το δικαστήριο αυτό ενημέρωσε τον κατηγορούμενο περί της υποχρεώσεως συντάξεως στη γερμανική γλώσσα όλων των εγγράφων που απευθύνονται στο δικαστήριο.

14

Παράλληλα, ο συνήγορος του F. Sleutjes προέβαλε, με τηλεομοιοτυπία της 1ης Δεκεμβρίου 2015, αντιρρήσεις και ζήτησε την επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση. Με διάταξη της 28ης Ιανουαρίου 2016, το προαναφερθέν δικαστήριο απέρριψε τις αντιρρήσεις αυτές ως απαράδεκτες, λόγω εκπρόθεσμης προβολής τους, και απέρριψε επίσης το αίτημα επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση.

15

Ο F. Sleutjes άσκησε αμέσως έφεση κατά της διατάξεως αυτής η οποία εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, ήτοι του Landgericht Aachen (πλημμελειοδικείου του Άαχεν, Γερμανία).

16

Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι τα δύο ηλεκτρονικά μηνύματα του F. Sleutjes της 24ης και της 26ης Νοεμβρίου 2015, μολονότι περιήλθαν στο Amtsgericht Düren (πταισματοδικείο του Düren) εντός της προθεσμίας προβολής αντιρρήσεων, δεν συνιστούν έγκυρη προβολή αντιρρήσεων. Συγκεκριμένα, ακόμη και αν υποτεθεί ότι το ηλεκτρονικό μήνυμα πληροί την τυπική προϋπόθεση που προβλέπει το γερμανικό δίκαιο, σύμφωνα με την οποία οι αντιρρήσεις πρέπει να προβάλλονται εγγράφως, τα μηνύματα αυτά δεν είχαν, σε κάθε περίπτωση, συνταχθεί στη γερμανική γλώσσα. Συνεπώς, για τον λόγο αυτό, δεν έπρεπε να κριθούν παραδεκτές οι αντιρρήσεις του F. Sleutjes, δεδομένου ότι αυτός είχε ενημερωθεί, στην ολλανδική γλώσσα, σχετικά με την υποχρέωση συντάξεως του ενδίκου αυτού μέσου στη γερμανική γλώσσα.

17

Ωστόσο, το αιτούν δικαστήριο υπενθυμίζει ότι, αφενός, το άρθρο 37, παράγραφος 3, του StPO προβλέπει ότι, όταν ο κατηγορούμενος δεν είναι γνώστης της γερμανικής γλώσσας, η «απόφαση» πρέπει να του επιδοθεί μαζί με τη μετάφρασή της σε γλώσσα την οποία ο ενδιαφερόμενος κατανοεί. Αφετέρου, το άρθρο 187, παράγραφος 2, του GVG ορίζει ότι είναι, κατ’ αρχήν, αναγκαία η γραπτή μετάφραση, μεταξύ άλλων, των αποφάσεων που εκδίδονται κατά τη συνοπτική διαδικασία και των μη αμετάκλητων αποφάσεων.

18

Στο πλαίσιο αυτό, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται κατά πόσον η έννοια της «αποφάσεως» (Urteil) κατά το άρθρο 37, παράγραφος 3, του StPO, ερμηνευόμενη υπό το πρίσμα του άρθρου 3 της οδηγίας 2010/64, θα έπρεπε να περιλαμβάνει και τις κατά τη συνοπτική διαδικασία εκδοθείσες ποινικές αποφάσεις (Strafbefehle). Πιθανή καταφατική απάντηση συνεπάγεται ότι η επίδοση της ποινικής αποφάσεως που εκδόθηκε κατά τη συνοπτική διαδικασία σε βάρος του F. Sleutjes ήταν άκυρη, στο μέτρο που δεν συνοδευόταν από πλήρη μετάφραση στην ολλανδική γλώσσα, με αποτέλεσμα να μην έχει καν αρχίσει να τρέχει η προθεσμία προβολής αντιρρήσεων.

19

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Landgericht Aachen (πλημμελειοδικείο του Άαχεν) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Έχει το άρθρο 3 της [οδηγίας 2010/64] την έννοια ότι ο όρος “απόφαση” (Urteil) στο άρθρο 37, παράγραφος 3, του [StPO] καλύπτει επίσης ποινικές αποφάσεις εκδοθείσες κατά τη συνοπτική διαδικασία (Strafbefehle) κατά την έννοια των άρθρων 407 επ. του [StPO];»

Επί του προδικαστικού ερωτήματος

20

Προτού δοθεί απάντηση στο προδικαστικό ερώτημα, πρέπει να επισημανθεί ότι, με τις γραπτές παρατηρήσεις της, η Γερμανική Κυβέρνηση υποστήριξε ότι, αντίθετα προς την ερμηνεία στην οποία προέβη το αιτούν δικαστήριο, οι εφαρμοστέες διατάξεις του εσωτερικού δικαίου διασφαλίζουν στον κατηγορούμενο το δικαίωμα σε μετάφραση της κατά τη συνοπτική διαδικασία εκδοθείσας ποινικής αποφάσεως και των κατά της αποφάσεως αυτής προβαλλομένων αντιρρήσεων, με αποτέλεσμα η επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης να μην εξαρτάται από την απάντηση στο υποβληθέν ερώτημα, το οποίο, κατά συνέπεια, δεν είναι λυσιτελές.

21

Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, στο πλαίσιο της συνεργασίας μεταξύ του τελευταίου και των εθνικών δικαστηρίων την οποία έχει θεσμοθετήσει το άρθρο 267 ΣΛΕΕ, εναπόκειται αποκλειστικώς στο εθνικό δικαστήριο, το οποίο έχει επιληφθεί της διαφοράς και φέρει την ευθύνη της μέλλουσας να εκδοθεί δικαστικής αποφάσεως, να εκτιμήσει, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιομορφίες της υποθέσεως, τόσο την αναγκαιότητα προδικαστικής αποφάσεως για την έκδοση της δικής του αποφάσεως όσο και τη λυσιτέλεια των ερωτημάτων που υποβάλλει στο Δικαστήριο. Συνεπώς, εφόσον τα υποβληθέντα ερωτήματα αφορούν την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης, το Δικαστήριο υποχρεούται, κατ’ αρχήν, να αποφανθεί (αποφάσεις της 6ης Σεπτεμβρίου 2016, Petruhhin, C‑182/15, EU:C:2016:630, σκέψη 19, καθώς και της 8ης Δεκεμβρίου 2016, Eurosaneamientos κ.λπ., C‑532/15 και C‑538/15, EU:C:2016:932, σκέψη 27).

22

Ως εκ τούτου, τα σχετικά με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ερωτήματα τα οποία υπέβαλε το εθνικό δικαστήριο, εντός του πραγματικού και κανονιστικού πλαισίου το οποίο αυτό προσδιορίζει με δική του ευθύνη και την ακρίβεια του οποίου δεν οφείλει να ελέγξει το Δικαστήριο, υποβάλλονται λυσιτελώς κατά τεκμήριο. Το Δικαστήριο μπορεί να απορρίψει αίτηση εθνικού δικαστηρίου για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως μόνον όταν είναι πρόδηλο ότι η ζητούμενη ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ουδεμία σχέση έχει με το υποστατό ή το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, όταν το πρόβλημα είναι υποθετικής φύσεως ή ακόμη όταν το Δικαστήριο δεν έχει στη διάθεσή του τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που του είναι αναγκαία για να δώσει χρήσιμη απάντηση στα υποβληθέντα ερωτήματα (απόφαση της 8ης Δεκεμβρίου 2016, Eurosaneamientos κ.λπ., C‑532/15 και C‑538/15, EU:C:2016:932, σκέψη 28 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

23

Ωστόσο, εν προκειμένω, από τη δικογραφία που υποβλήθηκε στο Δικαστήριο δεν προκύπτει προδήλως ότι η κατάσταση στην υπό κρίση υπόθεση αντιστοιχεί σε μία από αυτές τις περιπτώσεις. Εξάλλου, δεν απόκειται στο Δικαστήριο να επανεξετάσει την ερμηνεία του εθνικού δικαίου στην οποία προέβη το αιτούν δικαστήριο.

24

Επομένως, πρέπει να δοθεί απάντηση στο υποβληθέν ερώτημα.

25

Με το ερώτημα αυτό, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί κατά πόσον το άρθρο 3 της οδηγίας 2010/64 έχει την έννοια ότι πράξη, όπως η προβλεπόμενη από το εθνικό δίκαιο απόφαση η οποία αποσκοπεί στην επιβολή κυρώσεων για ποινικά αδικήματα ήσσονος σημασίας και εκδίδεται από δικαστή κατόπιν απλοποιημένης μονομερούς διαδικασίας, αποτελεί «ουσιώδες έγγραφο», κατά την έννοια της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού, η γραπτή μετάφραση του οποίου πρέπει, σύμφωνα με τις τυπικές προϋποθέσεις που θεσπίζει η διάταξη αυτή, να διασφαλίζεται για τους υπόπτους ή τους κατηγορουμένους που δεν κατανοούν τη γλώσσα της σχετικής διαδικασίας, ώστε αυτοί να είναι σε θέση να ασκήσουν το δικαίωμα υπερασπίσεώς τους και να διασφαλιστεί, συνεπώς, η διεξαγωγή δίκαιης δίκης.

26

Προκειμένου να δοθεί απάντηση στο εν λόγω ερώτημα, πρέπει να επισημανθεί ότι το άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας 2010/64 προβλέπει δικαίωμα σε διερμηνεία και μετάφραση συγκεκριμένα κατά την ποινική διαδικασία. Εξάλλου, το άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής διευκρινίζει ότι το εν λόγω δικαίωμα ισχύει για πρόσωπα από τη στιγμή κατά την οποία ενημερώνονται από τις αρμόδιες αρχές κράτους μέλους ότι είναι ύποπτα ή κατηγορούνται για την τέλεση αξιόποινης πράξεως έως την ολοκλήρωση της διαδικασίας, δηλαδή την τελική διαπίστωση περί του κατά πόσον έχουν διαπράξει το αδίκημα, συμπεριλαμβανομένων, ενδεχομένως, της καταδίκης και της αποφάσεως επί τυχόν ενδίκου μέσου.

27

Κατά συνέπεια, η περίπτωση προσώπου, όπως ο F. Sleutjes, που προέβαλε, κατά ποινικής αποφάσεως η οποία εκδόθηκε εις βάρος του κατά τη συνοπτική διαδικασία, κατ’ εφαρμογή των άρθρων 407 επ. του StPO, αντιρρήσεις των οποίων το παραδεκτό εξετάζεται στο πλαίσιο διαδικασίας εφέσεως, εμπίπτει προφανώς στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2010/64, με αποτέλεσμα το εν λόγω πρόσωπο να πρέπει να απολαύει του δικαιώματος σε διερμηνεία και μετάφραση που διασφαλίζει η εν λόγω οδηγία (βλ., συναφώς, απόφαση της 15ης Οκτωβρίου 2015, Covaci, C‑216/14, EU:C:2015:686, σκέψη 27).

28

Όσον αφορά το ζήτημα κατά πόσον, εν προκειμένω, το δικαίωμα αυτό αφορά την εν λόγω εκδοθείσα κατά τη συνοπτική διαδικασία ποινική απόφαση, πρέπει να υπομνησθεί ότι το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2010/64 προβλέπει το δικαίωμα των υπόπτων ή των κατηγορουμένων που δεν κατανοούν τη γλώσσα της σχετικής ποινικής διαδικασίας να λάβουν γραπτή μετάφραση όλων των «εγγράφων που είναι ουσιώδη».

29

Συναφώς, πρώτον, το άρθρο αυτό διευκρινίζει, στην παράγραφο 2, ότι τα ουσιώδη έγγραφα περιλαμβάνουν οποιαδήποτε απόφαση συνεπάγεται τη στέρηση της ελευθερίας ενός προσώπου, οποιοδήποτε έγγραφο απαγγελίας κατηγορίας και οποιαδήποτε δικαστική απόφαση.

30

Εν προκειμένω, από τη δικογραφία που υποβλήθηκε στο Δικαστήριο καθώς και από τις σκέψεις 20 και 60 της αποφάσεως της 15ης Οκτωβρίου 2015, Covaci (C‑216/14, EU:C:2015:686), προκύπτει ότι για την κατά τη συνοπτική διαδικασία εκδιδόμενη ποινική απόφαση που προβλέπει το γερμανικό δίκαιο ακολουθείται απλοποιημένη διαδικασία, σύμφωνα με την οποία, κατ’ ουσίαν, η επίδοση της αποφάσεως αυτής, αφενός, λαμβάνει χώρα μόνον αφού ο δικαστής έχει αποφανθεί επί του βασίμου της κατηγορίας και, αφετέρου, αποτελεί την πρώτη ευκαιρία που δίνεται στον κατηγορούμενο να ενημερωθεί για την σε βάρος του κατηγορία. Εξάλλου, εφόσον το πρόσωπο αυτό δεν προβάλει αντιρρήσεις εντός προθεσμίας δύο εβδομάδων από της επιδόσεως της αποφάσεως, η εν λόγω απόφαση αποκτά ισχύ δεδικασμένου και οι προβλεπόμενες ποινές καθίστανται εκτελεστές.

31

Υπό τις συνθήκες αυτές, μια τέτοια κατά τη συνοπτική διαδικασία εκδιδόμενη ποινική απόφαση αποτελεί, ταυτοχρόνως, έγγραφο απαγγελίας κατηγορίας και δικαστική απόφαση, κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 2, της οδηγίας 2010/64.

32

Δεύτερον, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 33 των προτάσεών του, τόσο από τις αιτιολογικές σκέψεις 14, 17 και 30 της οδηγίας αυτής όσο και από το ίδιο το γράμμα του άρθρου 3 της οδηγίας, και ιδίως από την παράγραφο 1 του άρθρου αυτού, προκύπτει ότι το προβλεπόμενο στο άρθρο αυτό δικαίωμα σε μετάφραση θεσπίστηκε προς τον σκοπό παροχής στους ενδιαφερομένους της δυνατότητας να ασκήσουν το δικαίωμα υπερασπίσεώς τους και προκειμένου να διασφαλιστεί η διεξαγωγή δίκαιης δίκης (απόφαση της 15ης Οκτωβρίου 2015, Covaci, C‑216/14, EU:C:2015:686, σκέψη 43).

33

Ωστόσο, όταν ποινική απόφαση εκδοθείσα κατά τη συνοπτική διαδικασία, όπως η απόφαση την οποία αφορά η υπόθεση της κύριας δίκης, απευθύνεται σε συγκεκριμένο πρόσωπο μόνον στη γλώσσα της σχετικής διαδικασίας, καίτοι το πρόσωπο αυτό δεν είναι γνώστης της συγκεκριμένης γλώσσας, το εν λόγω πρόσωπο δεν είναι σε θέση να κατανοήσει τις σε βάρος του κατηγορίες και δεν μπορεί, συνεπώς, να ασκήσει λυσιτελώς το δικαίωμα υπερασπίσεώς του, εάν δεν του παρασχεθεί μετάφραση της εν λόγω αποφάσεως σε γλώσσα την οποία κατανοεί.

34

Από το σύνολο των εκτιμήσεων που προεξετέθησαν προκύπτει ότι στο υποβληθέν ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 3 της οδηγίας 2010/64 έχει την έννοια ότι πράξη, όπως η προβλεπόμενη από το εθνικό δίκαιο απόφαση η οποία αποσκοπεί στην επιβολή κυρώσεων για ποινικά αδικήματα ήσσονος σημασίας και εκδίδεται από δικαστή κατόπιν απλοποιημένης μονομερούς διαδικασίας, αποτελεί «ουσιώδες έγγραφο», κατά την έννοια της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού, η γραπτή μετάφραση του οποίου πρέπει, σύμφωνα με τις τυπικές προϋποθέσεις που θεσπίζει η διάταξη αυτή, να διασφαλίζεται για τους υπόπτους ή τους κατηγορουμένους που δεν κατανοούν τη γλώσσα της σχετικής διαδικασίας, ώστε αυτοί να είναι σε θέση να ασκήσουν το δικαίωμα υπερασπίσεώς τους και να διασφαλιστεί, συνεπώς, η διεξαγωγή δίκαιης δίκης.

Επί των δικαστικών εξόδων

35

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πέμπτο τμήμα) αποφαίνεται:

 

Το άρθρο 3 της οδηγίας 2010/64/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Οκτωβρίου 2010, σχετικά με το δικαίωμα σε διερμηνεία και μετάφραση κατά την ποινική διαδικασία, έχει την έννοια ότι πράξη, όπως η προβλεπόμενη από το εθνικό δίκαιο απόφαση η οποία αποσκοπεί στην επιβολή κυρώσεων για ποινικά αδικήματα ήσσονος σημασίας και εκδίδεται από δικαστή κατόπιν απλοποιημένης μονομερούς διαδικασίας, αποτελεί «ουσιώδες έγγραφο», κατά την έννοια της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού, η γραπτή μετάφραση του οποίου πρέπει, σύμφωνα με τις τυπικές προϋποθέσεις που θεσπίζει η διάταξη αυτή, να διασφαλίζεται για τους υπόπτους ή τους κατηγορουμένους που δεν κατανοούν τη γλώσσα της σχετικής διαδικασίας, ώστε αυτοί να είναι σε θέση να ασκήσουν το δικαίωμα υπερασπίσεώς τους και να διασφαλιστεί, συνεπώς, η διεξαγωγή δίκαιης δίκης.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.