ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ 1/15 ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τμήμα μείζονος συνθέσεως)

της 26ης Ιουλίου 2017

Περιεχόμενα

 

I. Η αίτηση γνωμοδοτήσεως

 

II. Το νομικό πλαίσιο

 

Α. Η Σύμβαση του Σικάγου

 

Β. Το Πρωτόκολλο (αριθ. 21) για τη θέση του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ιρλανδίας όσον αφορά τον χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης

 

Γ. Το Πρωτόκολλο (αριθ. 22) για τη θέση της Δανίας

 

Δ. Η οδηγία 95/46/ΕΚ

 

Ε. Η οδηγία 2004/82/ΕΚ

 

III. Το ιστορικό της σχεδιαζομένης συμφωνίας

 

IV. Το σχέδιο αποφάσεως του Συμβουλίου για τη σύναψη της σχεδιαζομένης συμφωνίας

 

V. Η σχεδιαζόμενη συμφωνία

 

VI. Απόψεις που διατύπωσε το Κοινοβούλιο με την αίτησή του για την έκδοση γνωμοδοτήσεως

 

Α. Επί της προσήκουσας νομικής βάσεως της αποφάσεως του Συμβουλίου για τη σύναψη της σχεδιαζομένης συμφωνίας

 

Β. Επί του συμβατού χαρακτήρα της σχεδιαζομένης συμφωνίας με τις διατάξεις της Συνθήκης ΛΕΕ και του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης

 

VII. Σύνοψη των παρατηρήσεων που υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο

 

Α. Επί του παραδεκτού της αιτήσεως γνωμοδοτήσεως

 

Β. Επί της προσήκουσας νομικής βάσεως της αποφάσεως του Συμβουλίου για τη σύναψη της σχεδιαζομένης συμφωνίας

 

Γ. Επί του συμβατού χαρακτήρα της σχεδιαζομένης συμφωνίας με τις διατάξεις της Συνθήκης ΛΕΕ και του Χάρτη

 

VIII. Εκτίμηση του Δικαστηρίου

 

Α. Επί του παραδεκτού της αιτήσεως γνωμοδοτήσεως

 

Β. Επί της προσήκουσας νομικής βάσεως της αποφάσεως του Συμβουλίου για τη σύναψη της σχεδιαζομένης συμφωνίας

 

1. Επί του σκοπού και του περιεχομένου της σχεδιαζομένης συμφωνίας

 

2. Επί της προσήκουσας νομικής βάσεως υπό το πρίσμα της Συνθήκης ΛΕΕ

 

3. Επί του συμβατού χαρακτήρα των διαδικασιών που προβλέπονται στο άρθρο 16, παράγραφος 2, και στο άρθρο 87, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, ΣΛΕΕ

 

Γ. Επί του συμβατού χαρακτήρα της σχεδιαζομένης συμφωνίας με τις διατάξεις της Συνθήκης ΛΕΕ και του Χάρτη

 

1. Επί των οικείων θεμελιωδών δικαιωμάτων και της επεμβάσεως σε αυτά

 

2. Επί της δικαιολογήσεως των εκ της σχεδιαζομένης συμφωνίας επεμβάσεων

 

α) Επί του ερείσματος των διαφόρων μορφών επεξεργασίας δεδομένων PNR που προβλέπει η σχεδιαζόμενη συμφωνία

 

β) Επί του σκοπού γενικού συμφέροντος και του σεβασμού του ουσιώδους περιεχομένου των οικείων θεμελιωδών δικαιωμάτων

 

γ) Επί του πρόσφορου χαρακτήρα των μορφών επεξεργασίας δεδομένων PNR που προβλέπει η σχεδιαζόμενη συμφωνία από απόψεως του σκοπού προστασίας της δημόσιας ασφάλειας

 

δ) Επί του αναγκαίου χαρακτήρα των επεμβάσεων που συνεπάγεται η σχεδιαζόμενη συμφωνία

 

1) Επί των δεδομένων PNR που διαλαμβάνονται στη σχεδιαζόμενη συμφωνία

 

i) Επί του επαρκώς ακριβούς χαρακτήρα της σχεδιαζομένης συμφωνίας όσον αφορά τα προς διαβίβαση δεδομένα PNR

 

ii) Επί των ευαίσθητων δεδομένων

 

2) Επί της αυτοματοποιημένης επεξεργασίας των δεδομένων PNR

 

3) Επί των σκοπών των διαφόρων μορφών επεξεργασίας δεδομένων PNR

 

i) Πρόληψη, ανίχνευση, διερεύνηση και δίωξη τρομοκρατικών αξιόποινων πράξεων και σοβαρών μορφών διεθνικού εγκλήματος

 

ii) Άλλοι σκοποί

 

4) Επί των καναδικών αρχών που διαλαμβάνονται στη σχεδιαζόμενη συμφωνία

 

5) Επί των οικείων επιβατών αεροπορικών μεταφορών

 

6) Επί της διατηρήσεως και της χρήσεως των δεδομένων PNR

 

i) Επί της διατηρήσεως και της χρήσεως των δεδομένων PNR προ της αφίξεως των επιβατών αεροπορικών μεταφορών, κατά την παραμονή τους στον Καναδά και κατά την αναχώρησή τους

 

ii) Επί της διατηρήσεως και της χρήσεως των δεδομένων PNR κατόπιν της αναχωρήσεως από τον Καναδά των επιβατών αεροπορικών μεταφορών

 

7) Επί της δημοσιοποιήσεως των δεδομένων PNR

 

i) Κοινοποίηση των δεδομένων PNR σε δημόσιες αρχές

 

ii) Δημοσιοποίηση των δεδομένων PNR σε ιδιώτες

 

3. Επί των ατομικών δικαιωμάτων των επιβατών αεροπορικών μεταφορών

 

α) Επί του δικαιώματος ενημερώσεως, προσβάσεως και διορθώσεως

 

β) Επί του δικαιώματος προσφυγής

 

4. Επί της εποπτείας των εγγυήσεων περί προστασίας των δεδομένων PNR

 

IX. Απάντηση στην αίτηση γνωμοδοτήσεως

«Γνωμοδότηση δυνάμει του άρθρου 218, παράγραφος 11, ΣΛΕΕ – Σχέδιο συμφωνίας μεταξύ του Καναδά και της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Διαβίβαση δεδομένων από τις καταστάσεις με τα ονόματα των επιβατών αεροπορικών μεταφορών από την Ένωση προς τον Καναδά – Προσήκουσες νομικές βάσεις – Άρθρο 16, παράγραφος 2, άρθρο 82, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο δʹ, και άρθρο 87, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, ΣΛΕΕ – Συμβατός χαρακτήρας με τα άρθρα 7 και 8, καθώς και με το άρθρο 52, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης»

Στη διαδικασία για την έκδοση γνωμοδοτήσεως 1/15,

με αντικείμενο αίτηση γνωμοδοτήσεως δυνάμει του άρθρου 218, παράγραφος 11, ΣΛΕΕ, που υπέβαλε στις 30 Ιανουαρίου 2015 το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τμήμα μείζονος συνθέσεως)

συγκείμενο από τους K. Lenaerts, Πρόεδρο, A. Tizzano, Αντιπρόεδρο, L. Bay Larsen, T. von Danwitz (εισηγητή), J. L. da Cruz Vilaça, M. Berger, A. Prechal και Μ. Βηλαρά, προέδρους τμήματος, A. Rosas, E. Levits, D. Šváby, E. Jarašiūnas και Κ. Λυκούργο, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: P. Mengozzi

γραμματέας: V. Tourrès, διοικητικός υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 5ης Απριλίου 2016,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, εκπροσωπούμενο από τους F. Drexler, A. Caiola και D. Moore,

η Βουλγαρική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις M. Georgieva και E. Petranova,

η Εσθονική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την K. Kraavi-Käerdi,

η Ιρλανδία, εκπροσωπούμενη από τις E. Creedon και G. Hodge, καθώς και από τον A. Joyce, επικουρούμενους από τον D. Fennelly, BL, και τον C. Doyle, BL,

η Ισπανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους A. Rubio González και M. Sampol Pucurull,

η Γαλλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους G. de Bergues, D. Colas και F.-X. Bréchot,

η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, εκπροσωπούμενη από την C. Brodie και τον D. Roberston, επικουρούμενους από τον D. Beard, QC, και την S. Ford, barrister,

το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκπροσωπούμενο από τις M.‑M. Joséphidès και S. Boelaert, καθώς και από τον E. Sitbon,

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους P. Van Nuffel και D. Nardi, καθώς και από τις D. Maidani και P. Costa de Oliveira,

ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων (ΕΕΠΔ), εκπροσωπούμενος από τις A. Buchta και G. Zanfir, καθώς και από τον R. Robert,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2016,

εκδίδει την ακόλουθη

Γνωμοδότηση

I. Η αίτηση γνωμοδοτήσεως

1

Η αίτηση γνωμοδοτήσεως που υπέβαλε στο Δικαστήριο το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έχει ως εξής:

«Είναι συμβατή η συμφωνία της οποίας σχεδιάζεται η σύναψη [μεταξύ του Καναδά και της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικά με τη διαβίβαση και την επεξεργασία δεδομένων προερχομένων από τις καταστάσεις με τα ονόματα επιβατών] με τις διατάξεις των Συνθηκών (άρθρο 16 ΣΛΕΕ) και τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (άρθρα 7, 8 και 52, παράγραφος 1), όσον αφορά το δικαίωμα προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που έχουν τα φυσικά πρόσωπα;

Αποτελούν τα άρθρα 82, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο δʹ, ΣΛΕΕ και 87, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, ΣΛΕΕ την προσήκουσα νομική βάση για την πράξη του Συμβουλίου [της Ευρωπαϊκής Ένωσης] περί συνάψεως της σχεδιαζομένης συμφωνίας ή η πράξη αυτή πρέπει να έχει ως βάση το άρθρο 16 ΣΛΕΕ;»

2

Το Κοινοβούλιο διαβίβασε στο Δικαστήριο, μεταξύ άλλων εγγράφων, ως παραρτήματα συνημμένα στην αίτησή του για την έκδοση γνωμοδοτήσεως:

το σχέδιο συμφωνίας μεταξύ του Καναδά και της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικά με τη διαβίβαση και την επεξεργασία δεδομένων από τις καταστάσεις με τα ονόματα των επιβατών (στο εξής: σχεδιαζόμενη συμφωνία)·

το σχέδιο αποφάσεως του Συμβουλίου για τη σύναψη, εξ ονόματος της Ένωσης, της σχεδιαζομένης συμφωνίας μεταξύ του Καναδά και της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικά με τη διαβίβαση και την επεξεργασία δεδομένων από τις καταστάσεις με τα ονόματα των επιβατών (στο εξής: σχέδιο αποφάσεως του Συμβουλίου για τη σύναψη της σχεδιαζομένης συμφωνίας)·

την από 7 Ιουλίου 2014 επιστολή, με την οποία το Συμβούλιο ζήτησε την έγκριση του Κοινοβουλίου για το εν λόγω σχέδιο αποφάσεως.

II. Το νομικό πλαίσιο

1. Η Σύμβαση του Σικάγου

3

Η Σύμβαση για τη διεθνή πολιτική αεροπορία, η οποία υπογράφηκε στο Σικάγο στις 7 Δεκεμβρίου 1944 (Recueil des traités des Nations unies, τόμος 15, αριθ. 102, στο εξής: Σύμβαση του Σικάγου), έχει κυρωθεί από τον Καναδά, καθώς και από όλα τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία, όμως, δεν αποτελεί συμβαλλόμενο μέρος στην εν λόγω Σύμβαση.

4

Το άρθρο 13 της Συμβάσεως αυτής ορίζει τα εξής:

«Οι νόμοι και κανονισμοί ενός συμβαλλομένου Κράτους, αναφορικώς προς την είσοδον εις ή την αναχώρησιν εκ του εδάφους του επιβατών, πληρωμάτων ή φορτίου αεροσκαφών, ως λόγου χάριν, κανονισμοί αφορώντες είσοδον, ελευθεροκοινωνίας, μετανάστευσιν, διαβατήρια, τελωνεία και κάθαρισιν θα εκτελούνται υπό των ειρημένων επιβατών, πληρωμάτων ή φορτίων είτε αμέσως είτε υπό τρίτων ενεργούντων δια λογαριασμόν των, κατά την εισοδόν των, ή την αναχώρησίν των, η διαρκούσης της παραμονής των επί του εδάφους του Κράτους εκείνου.»

5

Βάσει της Συμβάσεως του Σικάγου συστάθηκε η Διεθνής Οργάνωση Πολιτικής Αεροπορίας (OACI/ICAO), σκοπός της οποίας, μεταξύ άλλων, είναι, κατά το άρθρο 44 της ιδίας αυτής Συμβάσεως, η διατύπωση των αρχών και η ανάπτυξη της τεχνικής της διεθνούς αεροναυτιλίας.

2. Το Πρωτόκολλο (αριθ. 21) για τη θέση του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ιρλανδίας όσον αφορά τον χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης

6

Το άρθρο 1 του Πρωτοκόλλου (αριθ. 21) για τη θέση του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ιρλανδίας όσον αφορά τον χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης (ΕΕ 2010, C 83, σ. 295, στο εξής: Πρωτόκολλο αριθ. 21) ορίζει τα εξής:

«Με την επιφύλαξη του άρθρου 3, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Ιρλανδία δεν συμμετέχουν στη θέσπιση από το Συμβούλιο προτεινόμενων μέτρων βάσει του τρίτου μέρους, τίτλος V, της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Για αποφάσεις του Συμβουλίου, οι οποίες πρέπει να λαμβάνονται ομόφωνα, απαιτείται ομοφωνία των μελών του Συμβουλίου, εξαιρουμένων των αντιπροσώπων των κυβερνήσεων του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ιρλανδία.

[...]»

7

Το άρθρο 3, παράγραφος 1, του εν λόγω πρωτοκόλλου έχει ως εξής:

«Το Ηνωμένο Βασίλειο ή η Ιρλανδία μπορούν, εντός τριών μηνών από την υποβολή στο Συμβούλιο πρότασης ή πρωτοβουλίας βάσει του τρίτου μέρους, τίτλος V, της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης να γνωστοποιούν γραπτώς στον Πρόεδρο του Συμβουλίου ότι επιθυμούν να συμμετάσχουν στη θέσπιση και εφαρμογή οποιωνδήποτε τέτοιων προτεινόμενων μέτρων, κατόπιν δε τούτου δικαιούνται να το πράξουν.»

3. Το Πρωτόκολλο (αριθ. 22) για τη θέση της Δανίας

8

Κατά το τρίτο, τέταρτο και πέμπτο εδάφιο του προοιμίου του Πρωτοκόλλου (αριθ. 22) για τη θέση της Δανίας (ΕΕ 2010, C 83, σ. 299, στο εξής: Πρωτόκολλο αριθ. 22), τα υψηλά συμβαλλόμενα μέρη:

«έχ[ουν] επίγνωση του γεγονότος ότι η διατήρηση στο πλαίσιο των Συνθηκών του νομικού καθεστώτος που προκύπτει από την απόφαση του Εδιμβούργου θα περιορίσει σημαντικά τη συμμετοχή της Δανίας σε σημαίνοντες τομείς συνεργασίας της Ένωσης και ότι θα ήταν προς το συμφέρον της Ένωσης να διασφαλίσει την ακεραιότητα του κεκτημένου στον τομέα της ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης·

επιθυμ[ούν], κατά συνέπεια, να θεσπίσουν νομικό πλαίσιο που θα προσφέρει τη δυνατότητα στη Δανία να συμμετέχει στη θέσπιση μέτρων που προτείνονται βάσει του τρίτου μέρους, τίτλος V, της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και επιδοκιμάζο[υν] την πρόθεση της Δανίας να επωφεληθεί αυτής της δυνατότητας όταν αυτό είναι δυνατόν σύμφωνα με τους συνταγματικούς της κανόνες·

σημειώνο[υν] ότι η Δανία δεν θα εμποδίσει τα άλλα κράτη μέλη να αναπτύξουν περαιτέρω τη συνεργασία τους όσον αφορά μέτρα που δεν δεσμεύουν τη Δανία».

9

Το άρθρο 1 του πρωτοκόλλου αυτού ορίζει τα εξής:

«Η Δανία δεν συμμετέχει στη θέσπιση, από το Συμβούλιο, μέτρων που προτείνονται βάσει του τρίτου μέρους, τίτλος V, της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Για αποφάσεις του Συμβουλίου, οι οποίες πρέπει να λαμβάνονται ομόφωνα, απαιτείται ομοφωνία των μελών του Συμβουλίου, εξαιρουμένου του αντιπροσώπου της κυβέρνησης της Δανίας.

Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, η ειδική πλειοψηφία ορίζεται βάσει του άρθρου 238, παράγραφος 3 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.»

10

Το άρθρο 2 του εν λόγω πρωτοκόλλου έχει ως ακολούθως:

«Διατάξεις του τρίτου μέρους, τίτλος V, της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μέτρα θεσπιζόμενα δυνάμει του τίτλου αυτού, διατάξεις οιασδήποτε διεθνούς συμφωνίας συναπτομένης από την Ένωση δυνάμει του τίτλου αυτού και αποφάσεις του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικά με την ερμηνεία τέτοιων διατάξεων ή μέτρων, και μέτρα τροποποιημένα ή τροποποιήσιμα δυνάμει του τίτλου αυτού δεν έχουν δεσμευτική ισχύ ούτε εφαρμόζονται όσον αφορά τη Δανία. Αυτές οι διατάξεις, μέτρα ή αποφάσεις δεν επηρεάζουν κατά κανένα τρόπο τις αρμοδιότητες, τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της Δανίας, ούτε επηρεάζουν καθ’ οιονδήποτε τρόπο το κοινοτικό κεκτημένο και το κεκτημένο της Ένωσης, ούτε αποτελούν μέρος του δικαίου της Ένωσης, όπως εφαρμόζονται στη Δανία. Συγκεκριμένα, πράξεις της Ένωσης στον τομέα της αστυνομικής συνεργασίας και της δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις οι οποίες εκδόθηκαν πριν από την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισσαβώνας και έχουν τροποποιηθεί εξακολουθούν να έχουν δεσμευτική ισχύ και να εφαρμόζονται όσον αφορά τη Δανία αμετάβλητες.»

11

Το άρθρο 2α του ιδίου αυτού πρωτοκόλλου προβλέπει τα εξής:

«Το άρθρο 2 του παρόντος Πρωτοκόλλου εφαρμόζεται επίσης όσον αφορά όσους κανόνες εκ των καθοριζομένων βάσει του άρθρου 16 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης αφορούν την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα κράτη μέλη κατά την άσκηση δραστηριοτήτων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του τρίτου μέρους, τίτλος V, κεφάλαια 4 ή 5 της εν λόγω Συνθήκης.»

4. Η οδηγία 95/46/ΕΚ

12

Το άρθρο 25 της οδηγίας 95/46 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 1995, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (ΕΕ 1995, L 281, σ. 31), έχει ως ακολούθως:

«1.   Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι η διαβίβαση προς τρίτη χώρα δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, που έχουν υποστεί επεξεργασία ή πρόκειται να υποστούν επεξεργασία μετά τη διαβίβασή τους, επιτρέπεται μόνον εάν, τηρουμένων των εθνικών διατάξεων που θεσπίζονται σύμφωνα με τις λοιπές διατάξεις της παρούσας οδηγίας, η εν λόγω τρίτη χώρα εξασφαλίζει ικανοποιητικό επίπεδο προστασίας.

2.   Η επάρκεια της προστασίας που παρέχεται από τρίτη χώρα σταθμίζεται λαμβανομένων υπόψη όλων των περιστάσεων που επηρεάζουν μια διαβίβαση ή κατηγορία διαβιβάσεων δεδομένων· ειδικότερα, εξετάζονται η φύση των δεδομένων, οι σκοποί και η διάρκειά της ή των προβλεπομένων επεξεργασιών, η χώρα προέλευσης και τελικού προορισμού, οι γενικοί ή τομεακοί κανόνες δικαίου, οι επαγγελματικοί κανόνες και τα μέτρα ασφαλείας που ισχύουν στην εν λόγω τρίτη χώρα.

[...]

6.   Η Επιτροπή μπορεί να αποφανθεί, με τη διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 31, παράγραφος 2, ότι μια τρίτη χώρα εξασφαλίζει ικανοποιητικό επίπεδο προστασίας κατά την έννοια της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου, λόγω της εσωτερικής της νομοθεσίας ή των διεθνών δεσμεύσεων που έχει αναλάβει, ιδίως κατόπιν των διαπραγματεύσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 5, ώστε να εξασφαλίζει την προστασία της ιδιωτικής ζωής και των θεμελιωδών ελευθεριών και δικαιωμάτων των προσώπων.

[...]»

5. Η οδηγία 2004/82/ΕΚ

13

Το άρθρο 3, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 2004/82/ΕΚ του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, σχετικά με την υποχρέωση των μεταφορέων να κοινοποιούν τα στοιχεία των επιβατών (ΕΕ 2004, L 261, σ. 24), ορίζει τα εξής:

«1.   Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα ώστε να θεσπίσουν την υποχρέωση των μεταφορέων να διαβιβάζουν, έπειτα από σχετική αίτηση των αρχών των αρμόδιων για την άσκηση των ελέγχων των προσώπων στα εξωτερικά σύνορα, στο τέλος του ελέγχου εισιτηρίων, πληροφοριακά στοιχεία σχετικά με τους επιβάτες που θα μεταφέρουν σε εγκεκριμένο σημείο διάβασης των συνόρων από το οποίο τα εν λόγω πρόσωπα θα εισέλθουν στο έδαφος κράτους μέλους.

2.   Στα πληροφοριακά αυτά στοιχεία περιλαμβάνονται:

ο αριθμός και το είδος του χρησιμοποιούμενου ταξιδιωτικού εγγράφου,

η ιθαγένεια,

το πλήρες ονοματεπώνυμο,

η ημερομηνία γεννήσεως,

το σημείο διάβασης των συνόρων κατά την είσοδο στο έδαφος των κρατών μελών,

ο κωδικός μεταφοράς,

η ώρα αναχώρησης και άφιξης της μεταφοράς,

ο συνολικός αριθμός των επιβατών που μεταφέρονται με τη μεταφορά αυτή,

το αρχικό σημείο επιβίβασης.»

III. Το ιστορικό της σχεδιαζομένης συμφωνίας

14

Στις 18 Ιουλίου 2005, το Συμβούλιο εξέδωσε την απόφαση 2006/230/ΕΚ σχετικά με τη σύναψη συμφωνίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Κυβερνήσεως του Καναδά για την επεξεργασία των δεδομένων API/PNR (ΕΕ 2006, L 82, σ. 14), με την οποία ενέκρινε την εν λόγω συμφωνία (στο εξής: Συμφωνία του 2006). Η συμφωνία εκείνη, σύμφωνα με το προοίμιό της, συνάφθηκε λαμβανομένης υπόψη «τη[ς] υποχρ[εώσεως] που έχει επιβάλει η κυβέρνηση του Καναδά στους αερομεταφορείς επιβατών προς τον Καναδά να διαθέτουν στις αρμόδιες καναδικές αρχές εκ των προτέρων πληροφορίες σχετικά με τους ταξιδιώτες και τις καταστάσεις με τους επιβάτες (εφεξής «API/PNR»), οι οποίες είναι συγκεντρωμένες και αποθηκευμένες στα ηλεκτρονικά τους συστήματα ελέγχου των κρατήσεων και των αναχωρήσεων».

15

Κατά το άρθρο 1, παράγραφος 1, της Συμφωνίας του 2006, σκοπός της συμφωνίας αυτής ήταν «να διασφαλιστεί ότι τα δεδομένα API/PNR των προσώπων που πραγματοποιούν τα εν λόγω ταξίδια διατίθενται με πλήρη σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών και ιδίως του δικαιώματος σεβασμού της ιδιωτικής ζωής». Βάσει του άρθρου 3, παράγραφος 1, της συμφωνίας αυτής «[τ]α Μέρη συμφωνούν ότι τα δεδομένα API/PNR των προσώπων που πραγματοποιούν τα εν λόγω ταξίδια θα υφίστανται επεξεργασία σύμφωνα με τις δεσμεύσεις που ανέλαβε η αρμόδια αρχή η οποία λαμβάνει τα δεδομένα API/PNR». Η αρμόδια αρχή για τον Καναδά ήταν, σύμφωνα με το παράρτημα I της εν λόγω συμφωνίας, η Canada Border Services Agency [Γραφείο Συνοριακών Υπηρεσιών του Καναδά] (CBSA).

16

Βάσει των δεσμεύσεων αυτών, η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων εξέδωσε, στις 6 Σεπτεμβρίου 2005, την απόφαση 2006/253/ΕΚ, σχετικά με την επαρκή προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που περιλαμβάνονται στο φάκελο PNR (Passenger Name Record) των επιβατών αεροπορικών μεταφορών ο οποίος διαβιβάζεται στο Γραφείο Συνοριακών Υπηρεσιών του Καναδά (Canada Border Services Agency) (EE 2006, L 91, σ. 49). Το άρθρο 1 της αποφάσεως αυτής όριζε ότι «[γ]ια τους σκοπούς του άρθρου 25, παράγραφος 2, της οδηγίας [95/46], το [CBSA] θεωρείται ότι παρέχει επαρκές επίπεδο προστασίας όσον αφορά τα δεδομένα PNR που διαβιβάζονται από την Κοινότητα σχετικά με πτήσεις προς τον Καναδά, σύμφωνα με τη συγγραφή υποχρεώσεων του [CBSA όσον αφορά το πρόγραμμά του περί PNR] που παρατίθεται στο παράρτημα» της εν λόγω αποφάσεως. Βάσει του άρθρου της 7, η ιδία αυτή απόφαση προέβλεπε ότι «[θα έπαυε] να ισχύει μετά την πάροδο 3 ετών και 6 μηνών από την ημερομηνία της κοινοποίησής της, εκτός εάν παραταθεί σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 31, παράγραφος 2, της οδηγίας [95/46]». Δεν υπήρξε τέτοια παράταση ισχύος.

17

Δεδομένου ότι η διάρκεια ισχύος της Συμφωνίας του 2006 συνδεόταν, σύμφωνα με το άρθρο της 5, παράγραφοι 1 και 2, με εκείνην της αποφάσεως 2006/253, η εν λόγω συμφωνία έπαυσε να ισχύει τον Σεπτέμβριο του 2009.

18

Στις 5 Μαΐου 2010, το Κοινοβούλιο υιοθέτησε ψήφισμα σχετικά με την έναρξη των διαπραγματεύσεων για συμφωνίες σχετικά με τα δεδομένα των επιβατών αεροπορικών μεταφορών (PNR) με τις ΗΠΑ, την Αυστραλία και τον Καναδά (ΕΕ 2011, C 81 E, σ. 70). Στο σημείο 7 του ψηφίσματος αυτού, το Κοινοβούλιο ζητούσε «να υιοθετηθεί μια συνεκτική προσέγγιση για τη χρήση των δεδομένων PNR για λόγους επιβολής του νόμου και ασφαλείας, με την καθιέρωση ενιαίου συνόλου αρχών που θα χρησιμεύουν ως βάση για συμφωνίες με τρίτες χώρες», καλούσε δε την «Επιτροπή να παρουσιάσει πρόταση για ένα τέτοιο ενιαίο πρότυπο, καθώς και σχέδιο διαπραγματευτικής εντολής με τις τρίτες χώρες», διατυπώνοντας συγχρόνως, στο σημείο 9 του εν λόγω ψηφίσματος, τις ελάχιστες προϋποθέσεις που έπρεπε να πληρούνται όσον αφορά τη χρήση των δεδομένων των επιβατών αεροπορικών μεταφορών στις τρίτες χώρες.

19

Στις 2 Δεκεμβρίου 2010, το Συμβούλιο εξέδωσε απόφαση, καθώς και οδηγίες διαπραγματεύσεως, εξουσιοδοτώντας την Επιτροπή να ξεκινήσει διαπραγματεύσεις, εξ ονόματος της Ένωσης, με τον Καναδά, προκειμένου να συναφθεί συμφωνία περί της διαβιβάσεως και της χρήσεως των δεδομένων από τις καταστάσεις με τα ονόματα των επιβατών (στο εξής: δεδομένα PNR), με σκοπό την πρόληψη και την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και άλλων σοβαρών μορφών διεθνικής εγκληματικότητας.

20

Η σχεδιαζόμενη συμφωνία, όπως διαμορφώθηκε κατόπιν των διαπραγματεύσεων με τον Καναδά, μονογραφήθηκε στις 6 Μαΐου 2013. Στις 18 Ιουλίου 2013, η Επιτροπή εξέδωσε πρόταση αποφάσεως του Συμβουλίου για τη σύναψη της συμφωνίας μεταξύ του Καναδά και της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικά με τη διαβίβαση και επεξεργασία δεδομένων από τις καταστάσεις με τα ονόματα των επιβατών [COM(2013) 528 τελικό, στο εξής: πρόταση αποφάσεως του Συμβουλίου για τη σύναψη της σχεδιαζομένης συμφωνίας] και πρόταση αποφάσεως του Συμβουλίου για την υπογραφή της Συμφωνίας μεταξύ του Καναδά και της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικά με τη διαβίβαση και επεξεργασία δεδομένων από τις καταστάσεις με τα ονόματα των επιβατών [COM(2013) 529 τελικό].

21

Η αιτιολογική έκθεση της προτάσεως αποφάσεως του Συμβουλίου για τη σύναψη της σχεδιαζομένης συμφωνίας περιείχε τα ακόλουθα αποσπάσματα:

«Η καναδική νομοθεσία εξουσιοδοτεί το [CBSA] να ζητ[εί] από κάθε αερομεταφορέα που εκτελεί πτήσεις μεταφοράς επιβατών προς και από τον Καναδά ηλεκτρονική πρόσβαση στα δεδομένα [PNR] πριν από την άφιξη ή την αναχώρηση του επιβάτη από τον Καναδά. Οι αιτήσεις των καναδικών αρχών έχουν ως νομική βάση το [άρθρο] 107.1 του Customs Act (Νόμου περί τελωνείων), τους κανονισμούς για τα στοιχεία επιβατών (τελωνεία), [το άρθρο] 148, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, του Immigration and Refugee Protection Act (νόμου περί μετανάστευσης και προστασίας των μεταναστών) και τον κανονισμό αριθ. 269 από τη δέσμη κανονισμών που αφορούν τη μετανάστευση και την προστασία των προσφύγων.

Η εν λόγω νομοθεσία στοχεύει στην απόκτηση, με ηλεκτρονικά μέσα, δεδομένων PNR πριν από την άφιξη μιας πτήσης και, ως εκ τούτου, ενισχύει σημαντικά την ικανότητα του [CBSA] να διενεργεί αποτελεσματική και ουσιαστική εκ των προτέρων εκτίμηση της επικινδυνότητας των επιβατών και να διευκολύνει τους καλόπιστους ταξιδιώτες, ενισχύοντας την ασφάλεια του Καναδά. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, συνεργαζόμενη με τον Καναδά για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και άλλων σοβαρών μορφών διεθνικού εγκλήματος, θεωρεί ότι η διαβίβαση δεδομένων PNR στον Καναδά ενισχύει τη διεθνή αστυνομική και δικαστική συνεργασία. Αυτό θα επιτευχθεί με την ανταλλαγή αναλυτικών πληροφοριών, που περιέχουν δεδομένα PNR τα οποία λαμβάνονται από τον Καναδά, με τις αρμόδιες αστυνομικές και δικαστικές αρχές των κρατών μελών καθώς και με την Ευρωπόλ και τη Eurojust εντός του πεδίου των αντίστοιχων εντολών τους.

[...]

Οι αερομεταφορείς έχουν υποχρέωση να παρέχουν στο [CBSA] πρόσβαση σε ορισμένα δεδομένα PNR τα οποία είναι καταχωρισμένα στα αυτοματοποιημένα συστήματα ελέγχου κρατήσεων και αναχωρήσεων του αερομεταφορέα.

Η νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την προστασία των δεδομένων δεν επιτρέπει στους ευρωπαϊκούς και λοιπούς αερομεταφορείς που εκτελούν πτήσεις από την [Ένωση] να διαβιβάζουν τα δεδομένα PNR των επιβατών τους σε τρίτες χώρες οι οποίες δεν εγγυώνται επαρκές επίπεδο προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και δεν παρέχουν κατάλληλες διασφαλίσεις. Απαιτείται λύση που θα παρέχει τη νομική βάση για τη διαβίβαση δεδομένων PNR από την Ευρωπαϊκή Ένωση στον Καναδά ως αναγνώριση της αναγκαιότητας και της σημασίας της χρήσης των δεδομένων PNR για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και άλλων σοβαρών μορφών διεθνικού εγκλήματος, παρέχοντας ασφάλεια δικαίου στους αερομεταφορείς. Επιπλέον, η λύση αυτή θα πρέπει να εφαρμοστεί με ενιαίο τρόπο σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση για να διασφαλιστούν η ασφάλεια δικαίου για τους αερομεταφορείς και ο σεβασμός των ατομικών δικαιωμάτων όσον αφορά την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα καθώς και την υλική τους ασφάλεια [τη σωματική ακεραιότητα των φυσικών προσώπων].

[...]»

22

Στις 30 Σεπτεμβρίου 2013, ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων (στο εξής: ΕΕΠΔ) εξέδωσε γνωμοδότηση επί των προτάσεων αποφάσεως. Το πλήρες κείμενο της γνωμοδοτήσεως αυτής, συνοδευόμενο από σύνοψή του, δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2014, C 51, σ. 12), είναι δε διαθέσιμο στον ιστότοπο του ΕΕΠΔ.

23

Στις 5 Δεκεμβρίου 2013, το Συμβούλιο εξέδωσε την απόφαση για την υπογραφή της συμφωνίας μεταξύ του Καναδά και της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικά με τη διαβίβαση και επεξεργασία δεδομένων από τις καταστάσεις με τα ονόματα των επιβατών. Το θεσμικό όργανο αυτό αποφάσισε αυθημερόν να ζητήσει την έγκριση του Κοινοβουλίου όσον αφορά το σχέδιο αποφάσεως για τη σύναψη της σχεδιαζομένης συμφωνίας.

24

Η σχεδιαζόμενη συμφωνία υπεγράφη στις 25 Ιουνίου 2014.

25

Με την από 7 Ιουλίου 2014 επιστολή, το Συμβούλιο ζήτησε από το Κοινοβούλιο να εγκρίνει το σχέδιο αποφάσεως του Συμβουλίου για τη σύναψη της σχεδιαζομένης συμφωνίας.

26

Στις 25 Νοεμβρίου 2014, το Κοινοβούλιο εξέδωσε το ψήφισμα περί υποβολής αιτήσεως στο Δικαστήριο για την έκδοση γνωμοδοτήσεως επί του συμβατού με τις Συνθήκες χαρακτήρα της συμφωνίας μεταξύ του Καναδά και της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη διαβίβαση και επεξεργασία δεδομένων από τις καταστάσεις με τα ονόματα των επιβατών (ΕΕ 2016, C 289, σ. 2).

IV. Το σχέδιο αποφάσεως του Συμβουλίου για τη σύναψη της σχεδιαζομένης συμφωνίας

27

Το σχέδιο αποφάσεως του Συμβουλίου για τη σύναψη της σχεδιαζομένης συμφωνίας προσδιορίζει ως νομικές βάσεις της αποφάσεως αυτής το άρθρο 82, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο δʹ, και το άρθρο 87, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, σε συνδυασμό με το άρθρο 218, παράγραφος 6, στοιχείο αʹ, ΣΛΕΕ.

28

Οι αιτιολογικές σκέψεις 5 και 6 του σχεδίου αυτού αποφάσεως έχουν ως εξής:

«(5)

Σύμφωνα με το άρθρο 3 του Πρωτοκόλλου αριθ. 21 για τη θέση του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ιρλανδίας όσον αφορά τον χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, που προσαρτάται στη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση και τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης [(ΕΕ 2010, C 83, σ. 295)], [το Ηνωμένο Βασίλειο και η Ιρλανδία] γνωστοποίησαν την επιθυμία τους να συμμετάσχουν στην έκδοση της παρούσας απόφασης.

(6)

Σύμφωνα με τα άρθρα 1 και 2 του Πρωτοκόλλου [αριθ. 22], η Δανία δεν συμμετέχει στην έκδοση της παρούσας απόφασης και δεν δεσμεύεται από τη συμφωνία ούτε υπόκειται στην εφαρμογή της.»

29

Το άρθρο 1 του εν λόγω σχεδίου αποφάσεως ορίζει:

«Η συμφωνία μεταξύ του Καναδά και της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικά με τη διαβίβαση και επεξεργασία δεδομένων από τις καταστάσεις με τα ονόματα των επιβατών εγκρίνεται εξ ονόματος της Ένωσης.

Το κείμενο της συμφωνίας επισυνάπτεται στην παρούσα απόφαση.»

V. Η σχεδιαζόμενη συμφωνία

30

Η σχεδιαζόμενη συμφωνία έχει ως εξής:

«Ο Καναδάς

και

η Ευρωπαϊκή Ένωση,

στο εξής: τα μέρη,

Επιδιώκοντας την πρόληψη, την καταπολέμηση, την καταστολή και την εξάλειψη της τρομοκρατίας και των αξιόποινων πράξεων που συνδέονται με την τρομοκρατία, καθώς και άλλων σοβαρών μορφών διεθνικού εγκλήματος, με σκοπό να προστατεύσουν τις αντίστοιχες δημοκρατικές τους κοινωνίες και τις κοινές τους αξίες για την προάσπιση της ασφάλειας και του κράτους δικαίου,

Αναγνωρίζοντας τη σημασία της πρόληψης, της καταπολέμησης, της καταστολής και της εξάλειψης της τρομοκρατίας και συναφών με την τρομοκρατία αξιόποινων πράξεων και άλλων σοβαρών μορφών διεθνικού εγκλήματος, σεβόμενα τα θεμελιώδη δικαιώματα και τις ελευθερίες και ιδίως τα δικαιώματα της ιδιωτικής ζωής και της προστασίας των δεδομένων,

Επιδιώκοντας να βελτιώσουν και να ενθαρρύνουν τη συνεργασία μεταξύ των μερών στο πνεύμα της εταιρικής σχέσης Καναδά και Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Αναγνωρίζοντας ότι η ανταλλαγή πληροφοριών αποτελεί καθοριστικό στοιχείο της καταπολέμησης της τρομοκρατίας και συναφών εγκλημάτων και άλλων σοβαρών μορφών διεθνικού εγκλήματος και ότι, σε αυτό το πλαίσιο, η χρήση δεδομένων από τις καταστάσεις με τα ονόματα των επιβατών (PNR) είναι ένα όργανο καίριας σημασίας για την επιδίωξη αυτών των στόχων,

Αναγνωρίζοντας ότι, για τους σκοπούς διασφάλισης της δημόσιας ασφάλειας και της επιβολής του νόμου, θα πρέπει να θεσπιστούν κανόνες που θα διέπουν τη διαβίβαση δεδομένων PNR από τους αερομεταφορείς προς τον Καναδά,

Αναγνωρίζοντας ότι τα μέρη έχουν κοινές αξίες όσον αφορά την προστασία των δεδομένων και της ιδιωτικής ζωής που αποτυπώνονται στο αντίστοιχο δίκαιό τους,

Λαμβάνοντας υπόψη τη δέσμευση της Ευρωπαϊκής Ένωσης σύμφωνα με το άρθρο 6 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση να σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα, το δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, όπως ορίζεται στο άρθρο 16 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τις αρχές της αναλογικότητας και της αναγκαιότητας όσον αφορά το δικαίωμα στην ιδιωτική και οικογενειακή ζωή, τον σεβασμό της ιδιωτικής ζωής και την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα δυνάμει των άρθρων 7 και 8 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, του άρθρου 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προ[άσπιση] των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών και της Σύμβασης αριθ. 108 του Συμβουλίου της Ευρώπης [η οποία υπεγράφη στο Στρασβούργο στις 28 Ιανουαρίου 1981] για την Προστασία των Προσώπων έναντι της Αυτόματης Επεξεργασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα και του πρόσθετου πρωτοκόλλου της αριθ. 181[, το οποίο υπεγράφη στο Στρασβούργο στις 8 Νοεμβρίου 2001],

Έχοντας υπόψη τις σχετικές διατάξεις του καναδικού Χάρτη Δικαιωμάτων και Ελευθεριών και της καναδικής νομοθεσίας για την προστασία της ιδιωτικής ζωής,

Σημειώνοντας τη δέσμευση της Ευρωπαϊκής Ένωσης να διασφαλίσει ότι οι αερομεταφορείς δεν εμποδίζονται να συμμορφώνονται με τον καναδικό νόμο σχετικά με τη διαβίβαση στον Καναδά δεδομένων PNR προέλευσης Ευρωπαϊκής Ένωσης κατ’ εφαρμογή της παρούσας συμφωνίας,

Αναγνωρίζοντας την επιτυχή κοινή αναθεώρηση του 2008 της συμφωνίας που συνάφθηκε το 2006 μεταξύ των μερών για τη διαβίβαση δεδομένων PNR,

Αναγνωρίζοντας ότι η παρούσα συμφωνία δεν προορίζεται να εφαρμοστεί στις εκ των προτέρων πληροφορίες για τους επιβάτες, οι οποίες συλλέγονται και διαβιβάζονται από αερομεταφορείς στον Καναδά για τους σκοπούς του συνοριακού ελέγχου,

Αναγνωρίζοντας επίσης ότι η παρούσα συμφωνία δεν εμποδίζει τον Καναδά να συνεχίσει την επεξεργασία πληροφοριών που λαμβάνει από αερομεταφορείς σε έκτακτες περιστάσεις, όταν αυτό είναι αναγκαίο για τον μετριασμό κάθε σοβαρής και άμεσης απειλής για τις αεροπορικές μεταφορές ή την εθνική ασφάλεια, στο πλαίσιο της τήρησης των αυστηρών περιορισμών που ορίζονται στο καναδικό δίκαιο και, σε κάθε περίπτωση, χωρίς υπέρβαση των προβλεπόμενων από την παρούσα συμφωνία περιορισμών,

Σημειώνοντας το συμφέρον των μερών, καθώς και των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, να ανταλλάσσουν πληροφορίες όσον αφορά τη μέθοδο διαβίβασης δεδομένων PNR, καθώς και τη δημοσιοποίηση δεδομένων PNR έξω από τον Καναδά, όπως ορίζεται στα σχετικά άρθρα της παρούσας συμφωνίας, και υπογραμμίζοντας επίσης το ενδιαφέρον της Ευρωπαϊκής Ένωσης να ρυθμιστεί το συγκεκριμένο ζήτημα στο πλαίσιο του προβλεπόμενου από την παρούσα συμφωνία μηχανισμού διαβούλευσης και εξέτασης,

Σημειώνοντας ότι τα μέρη μπορούν να εξετάσουν την αναγκαιότητα και σκοπιμότητα της σύναψης παρόμοιας συμφωνίας για την επεξεργασία δεδομένων PNR στον τομέα των θαλάσσιων μεταφορών,

Σημειώνοντας τη δέσμευση του Καναδά ότι η αρμόδια καναδική αρχή επεξεργάζεται τα δεδομένα PNR με σκοπό την πρόληψη, ανίχνευση, διερεύνηση και δίωξη τρομοκρατικών και άλλων σοβαρών διεθνικών εγκλημάτων, εφαρμόζοντας αυστηρά τις διασφαλίσεις όσον αφορά την ιδιωτική ζωή και την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, όπως ορίζεται στην παρούσα συμφωνία,

Τονίζοντας τη σημασία που έχει η ανταλλαγή δεδομένων PNR και συναφών και κατάλληλων αναλυτικών πληροφοριών που περιέχουν δεδομένα PNR που λαμβάνονται από τον Καναδά στ[ο] πλαίσι[ο] της παρούσας συμφωνίας με τις αρμόδιες αστυνομικές και δικαστικές αρχές των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Eυρωπόλ και της Eurojust, ως μέσο για την προώθηση της διεθνούς αστυνομικής και δικαστικής συνεργασίας,

Επιβεβαιώνοντας ότι η παρούσα συμφωνία δεν αποτελεί προηγούμενο για οποιαδήποτε μελλοντική συμφωνία μεταξύ του Καναδά και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ούτε μεταξύ ενός των μερών και οποιουδήποτε τρίτου μέρους σχετικά με την επεξεργασία και διαβίβαση δεδομένων PNR ή την προστασία των δεδομένων,

Έχοντας υπόψη την αμοιβαία δέσμευση των μερών για την εφαρμογή και περαιτέρω ανάπτυξη διεθνών προτύπων για την επεξεργασία δεδομένων PNR,

Συμφώνησαν τα ακόλουθα:

Γενικές Διατάξεις

Άρθρο 1

Σκοπός της συμφωνίας

Στην παρούσα συμφωνία, τα μέρη ορίζουν τους όρους για τη διαβίβαση και τη χρήση δεδομένων από καταστάσεις με τα ονόματα επιβατών (PNR) για να διασφαλίσουν την ασφάλεια και προστασία των πολιτών, καθώς και τα μέσα προστασίας των δεδομένων.

Άρθρο 2

Ορισμοί

Για τους σκοπούς της παρούσας συμφωνίας, νοούνται ως:

α)

“αερομεταφορέας”: εταιρία εμπορικών αεροπορικών μεταφορών που χρησιμοποιεί αεροσκάφη ως μέσα μεταφοράς επιβατών οι οποίοι ταξιδεύουν μεταξύ του Καναδά και της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

β)

“[δεδομένα PNR]”, τα αρχεία που δημιουργεί ένας αερομεταφορέας για κάθε ταξίδι για το οποίο πραγματοποιείται κράτηση από ή για λογαριασμό κάθε επιβάτη, τα οποία είναι αναγκαία για την επεξεργασία και τον έλεγχο των κρατήσεων. Ειδικότερα, για τους σκοπούς της παρούσας συμφωνίας, τα δεδομένα PNR περιλαμβάνουν τα στοιχεία που ορίζονται στο παράρτημα της παρούσας συμφωνίας,

γ)

“επεξεργασία”, κάθε εργασία ή σύνολο εργασιών που επιτελείται σε δεδομένα PNR με ή χωρίς τη χρήση αυτοματοποιημένων μέσων, όπως η συλλογή, η καταχώριση, η οργάνωση, η αποθήκευση, η προσαρμογή ή μεταβολή, η αναζήτηση, η ανάκτηση, η εξέταση, η χρήση, η διαβίβαση, η διάδοση, η δημοσιοποίηση ή κάθε άλλη μορφή διάθεσης, η εναρμόνιση ή ο συνδυασμός, το κλείδωμα, η κάλυψη, η διαγραφή ή η καταστροφή δεδομένων,

δ)

“καναδική αρμόδια αρχή”, η καναδική αρχή που είναι αρμόδια για την παραλαβή και επεξεργασία δεδομένων PNR βάσει της παρούσας συμφωνίας,

ε)

“ευαίσθητα δεδομένα”, οποιαδήποτε στοιχεία αποκαλύπτουν τη φυλετική ή εθνοτική καταγωγή, τα πολιτικά φρονήματα, τις θρησκευτικές ή φιλοσοφικές πεποιθήσεις, τη συμμετοχή σε συνδικαλιστικές οργανώσεις, την υγεία ή τη σεξουαλική ζωή.

Άρθρο 3

Χρήση δεδομένων PNR

1.   Ο Καναδάς διασφαλίζει ότι η καναδική αρμόδια αρχή επεξεργάζεται τα δεδομένα PNR που λαμβάνονται κατ’ εφαρμογή της παρούσας συμφωνίας αυστηρά για τους σκοπούς της πρόληψης, της ανίχνευσης, της διερεύνησης ή δίωξης τρομοκρατικών αξιόποινων πράξεων ή σοβαρού διεθνικού εγκλήματος.

2.   Για τους σκοπούς της παρούσας συμφωνίας, ο όρος “τρομοκρατική αξιόποινη πράξη” περιλαμβάνει:

α)

πράξη ή παράλειψη που διαπράττεται για πολιτικό, θρησκευτικό ή ιδεολογικό σκοπό, στόχο ή αιτία, με πρόθεση τον εκφοβισμό των πολιτών ως προς την ασφάλειά τους, συμπεριλαμβανομένης της οικονομικής τους ασφάλειας, ή με πρόθεση τον εξαναγκασμό ενός προσώπου, μιας κυβέρνησης ή εγχώριας ή διεθνούς οργάνωσης να διαπράξει ή να απέχει από τη διάπραξη μιας πράξης, και η οποία εσκεμμένα

i)

προκαλεί θάνατο ή σοβαρή σωματική βλάβη,

ii)

θέτει σε κίνδυνο τη ζωή ενός προσώπου,

iii)

προκαλεί σοβαρό κίνδυνο για την υγεία ή την ασφάλεια των πολιτών,

iv)

προκαλεί σοβαρή ζημία σε περιουσιακά στοιχεία που είναι πιθανό να επιφέρει τη βλάβη η οποία αναφέρεται στα σημεία i) έως iii) ή

v)

προκαλεί σοβαρή παρεμβολή ή σοβαρή διατάραξη μιας βασικής υπηρεσίας, εγκατάστασης ή συστήματος, εκτός εάν είναι αποτέλεσμα μιας νόμιμης ή παράνομης πράξης υποστήριξης, διαμαρτυρίας, διαφωνίας ή παύσης εργασίας, όπως η απεργία, η οποία δεν έχει την πρόθεση να προκαλέσει τη βλάβη που αναφέρεται στα στοιχεία i) έως iii), ή

β)

δραστηριότητες που συνιστούν αξιόποινη πράξη, στο πλαίσιο και σύμφωνα με τις ισχύουσες διεθνείς συμβάσεις και πρωτόκολλα σχετικά με την τρομοκρατία, ή

γ)

συνειδητή συμμετοχή ή συμβολή σε ή καθοδήγηση ενός προσώπου, ομάδας ή οργάνωσης στη διάπραξη οποιασδήποτε πράξης που αποσκοπεί στην αναβάθμιση της ικανότητας μιας τρομοκρατικής οντότητας να διευκολύνει ή να διαπράξει πράξη ή παράλειψη που περιγράφεται στα στοιχεία αʹ ή βʹ ή

δ)

διάπραξη σοβαρής αξιόποινης πράξης, όταν η πράξη ή παράλειψη που συνιστά την αξιόποινη πράξη διαπράττεται προς όφελος, υπό την καθοδήγηση ή σε συνεργασία με μια τρομοκρατική οντότητα, ή

ε)

συλλογή περιουσιακών στοιχείων, χορήγηση ή διάθεση περιουσιακών στοιχείων ή χρηματοοικονομικών ή άλλων συναφών υπηρεσιών, ή πρόσκληση ενός προσώπου, ομάδας ή οργάνωσης να τα χορηγήσει, για τον σκοπό της διάπραξης μιας πράξης ή παράλειψης που περιγράφονται στα στοιχεία αʹή βʹ ή χρήση ή κατοχή περιουσιακών στοιχείων με σκοπό τη διάπραξη μιας πράξης ή παράλειψης που περιγράφονται στα στοιχεία αʹ ή βʹ ή

στ)

απόπειρα ή απειλή διάπραξης μιας πράξης ή παράλειψη που περιγράφονται στα στοιχεία αʹ ή βʹ, συνωμοσία, διευκόλυνση, καθοδήγηση ή παροχή συμβουλών σε σχέση με πράξη ή παράλειψη που περιγράφεται στα στοιχεία αʹ ή βʹ, ή συνέργεια μετά τη διάπραξη της πράξης, ή υπόθαλψη ή απόκρυψη με σκοπό την παροχή της δυνατότητας σε μια τρομοκρατική οντότητα να διευκολύνει ή να εκτελέσει μια πράξη ή παράλειψη που περιγράφονται στα στοιχεία αʹ ή βʹ.

ζ)

Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου, με τον όρο “τρομοκρατική οντότητα” νοείται:

i)

πρόσωπο, ομάδα ή οργάνωση στους σκοπούς ή τις δραστηριότητες των οποίων περιλαμβάνονται η διευκόλυνση ή διάπραξη πράξης ή παράλειψης που περιγράφονται στα στοιχεία αʹ ή βʹ ή

ii)

πρόσωπο, ομάδα ή οργάνωση που ενεργεί συνειδητά για λογαριασμό, υπό την καθοδήγηση ή σε συνεργασία με παρόμοιο πρόσωπο, ομάδα ή οργάνωση του σημείου i).

3.   Σοβαρό διεθνικό έγκλημα είναι κάθε αξιόποινη πράξη για την οποία προβλέπεται στερητική της ελευθερίας ποινή στον Καναδά, με ανώτατη ποινή στέρησης της ελευθερίας τουλάχιστον τεσσάρων ετών ή σοβαρότερη ποινή, όπως ορίζονται από το καναδικό δίκαιο, εάν το έγκλημα έχει διεθνικό χαρακτήρα.

Για τους σκοπούς της παρούσας συμφωνίας, ένα έγκλημα θεωρείται ότι έχει διεθνικό χαρακτήρα εάν διαπράττεται:

α)

σε περισσότερες της μίας χώρες,

β)

σε μία χώρα, αλλά ένα μεγάλο μέρος της προετοιμασίας, του σχεδιασμού, της καθοδήγησης ή του ελέγχου του πραγματοποιείται σε άλλη χώρα,

γ)

σε μία χώρα, αλλά με την εμπλοκή οργανωμένης εγκληματικής ομάδας η οποία αναπτύσσει εγκληματικές δραστηριότητες σε περισσότερες της μιας χώρες,

δ)

σε μία χώρα, αλλά έχει σημαντικές επιπτώσεις και σε άλλη, ή

ε)

σε μία χώρα και ο δράστης ευρίσκεται ή προτίθεται να ταξιδέψει σε άλλη χώρα.

4.   Σε έκτακτες περιπτώσεις, η καναδική αρμόδια αρχή μπορεί να επεξεργάζεται δεδομένα PNR, εάν αυτό είναι αναγκαίο για την προστασία ζωτικών συμφερόντων ενός ατόμου, όπως:

α)

κίνδυνος θανάτου ή σοβαρής σωματικής βλάβης ή

β)

σοβαρός κίνδυνος για τη δημόσια υγεία, ιδίως σύμφωνα με τις απαιτήσεις διεθνώς αναγνωρισμένων προτύπων.

5.   Ο Καναδάς μπορεί επίσης να επεξεργάζεται δεδομένα PNR, κατά περίπτωση, με στόχο:

α)

να διασφαλίζει την εποπτεία ή τη λογοδοσία της δημόσιας διοίκησης ή

β)

να συμμορφώνεται με την κλήτευση ή ένταλμα σύλληψης που εκδίδεται από δικαστήριο, ή με διάταξη δικαστηρίου.

Άρθρο 4

Διασφάλιση της παροχής δεδομένων PNR

1.   Η Ευρωπαϊκή Ένωση διασφαλίζει ότι δεν εμποδίζονται οι αερομεταφορείς να διαβιβάζουν δεδομένα PNR στην καναδική αρμόδια αρχή, κατ’ εφαρμογή της παρούσας συμφωνίας.

2.   Ο Καναδάς δεν απαιτεί από αερομεταφορείς την παροχή στοιχείων από δεδομένα PNR τα οποία δεν έχουν συλλεγεί ήδη ή είναι στην κατοχή του αερομεταφορέα για τους σκοπούς της κράτησης θέσεων.

3.   Ο Καναδάς διαγράφει μόλις παραλάβει όλα τα δεδομένα που του διαβιβάζει ένας αερομεταφορέας, κατ’ εφαρμογή της παρούσας συμφωνίας, εάν αυτά τα στοιχεία δεδομένων δεν απαριθμούνται στο παράρτημα.

4.   Τα μέρη εξασφαλίζουν ότι οι αερομεταφορείς μπορούν να διαβιβάζουν δεδομένα PNR στην καναδική αρμόδια αρχή μέσω εξουσιοδοτημένων πρακτόρων, οι οποίοι ενεργούν για λογαριασμό και υπό την ευθύνη του αερομεταφορέα, για τους σκοπούς και σύμφωνα με τους όρους της παρούσας συμφωνίας.

Άρθρο 5

Επάρκεια

Με την επιφύλαξη της τήρησης της παρούσας συμφωνίας, η καναδική αρμόδια αρχή θεωρείται ότι παρέχει επαρκές επίπεδο προστασίας, κατά την έννοια του σχετικού δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, για την επεξεργασία και χρήση δεδομένων PNR. Αερομεταφορέας που παρέχει δεδομένα PNR στον Καναδά βάσει της παρούσας συμφωνίας θεωρείται ότι συμμορφώνεται με τις νομικές απαιτήσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη διαβίβαση δεδομένων PNR από την Ευρωπαϊκή Ένωση στον Καναδά.

Άρθρο 6

Αστυνομική και δικαστική συνεργασία

1.   Ο Καναδάς κοινοποιεί, το συντομότερο δυνατό, συναφείς και κατάλληλες αναλυτικές πληροφορίες που περιέχουν δεδομένα PNR, τα οποία λαμβάνονται βάσει της παρούσας συμφωνίας, στη Europol, τη Eurojust, εντός του πεδίου των αντίστοιχων εντολών τους, ή στην αστυνομική ή δικαστική αρχή κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ο Καναδάς εξασφαλίζει ότι τα στοιχεία αυτά κοινοποιούνται σύμφωνα με συμφωνίες και ρυθμίσεις σχετικά με την επιβολή του νόμου ή την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ του Καναδά και της Europol, της Eurojust, ή του εν λόγω κράτους μέλους.

2.   Ο Καναδάς κοινοποιεί, με αίτηση της Europol ή της Eurojust, εντός του πεδίου των αντίστοιχων εντολών τους, ή της αστυνομικής ή δικαστικής αρχής κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεδομένα PNR ή αναλυτικές πληροφορίες που περιέχουν δεδομένα PNR, τα οποία λαμβάνονται βάσει της παρούσας συμφωνίας, σε συγκεκριμένες περιπτώσεις για την πρόληψη, την ανίχνευση, τη διερεύνηση ή τη δίωξη στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης μιας τρομοκρατικής αξιόποινης πράξης ή σοβαρού διεθνικού εγκλήματος. Ο Καναδάς διαθέτει αυτές τις πληροφορίες σύμφωνα με συμφωνίες και ρυθμίσεις σχετικά με την επιβολή του νόμου, τη δικαστική συνεργασία ή την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ του Καναδά και της Europol, της Eurojust ή του εν λόγω κράτους μέλους.

Διασφαλίσεις που εφαρμόζονται στην επεξεργασία δεδομένων PNR

Άρθρο 7

Απαγόρευση διακρίσεων

Ο Καναδάς εξασφαλίζει ότι εφαρμόζονται σε όλους τους επιβάτες σε ισότιμη βάση και χωρίς παράνομη διάκριση οι εφαρμοστέες διασφαλίσεις για την επεξεργασία δεδομένων PNR.

Άρθρο 8

Χρήση ευαίσθητων δεδομένων

1.   Εάν τα δεδομένα PNR που συλλέγονται για έναν επιβάτη περιέχουν ευαίσθητα δεδομένα, ο Καναδάς διασφαλίζει ότι η καναδική αρμόδια αρχή αποκρύπτει τα ευαίσθητα δεδομένα με τη χρήση αυτοματοποιημένων συστημάτων. Ο Καναδάς διασφαλίζει ότι η καναδική αρμόδια αρχή δεν προβαίνει σε περαιτέρω επεξεργασία αυτών των δεδομένων, με εξαίρεση τις περιπτώσεις των παραγράφων 3, 4 και 5.

2.   Ο Καναδάς παρέχει στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατάλογο κωδικών και όρων που προσδιορίζουν τα ευαίσθητα δεδομένα τα οποία απαιτείται να αποκρύπτει ο Καναδάς. Ο Καναδάς παρέχει τον εν λόγω κατάλογο εντός 90 ημερών από την έναρξη της ισχύος της παρούσας συμφωνίας.

3.   Ο Καναδάς μπορεί να επεξεργάζεται ευαίσθητα δεδομένα κατά περίπτωση σε έκτακτες περιστάσεις, όταν η εν λόγω επεξεργασία είναι απολύτως αναγκαία διότι κινδυνεύει η ζωή ενός ανθρώπου ή υπάρχει κίνδυνος σοβαρής σωματικής βλάβης.

4.   Ο Καναδάς διασφαλίζει ότι η επεξεργασία των ευαίσθητων δεδομένων είναι σύμφωνη με την παράγραφο 3 αποκλειστικά βάσει αυστηρών διαδικαστικών μέτρων που περιλαμβάνουν τα ακόλουθα:

α)

η επεξεργασία ευαίσθητων δεδομένων εγκρίνεται από τον προϊστάμενο της καναδικής αρμόδιας αρχής,

β)

η επεξεργασία ευαίσθητων δεδομένων πραγματοποιείται μόνο από υπάλληλο με ειδική και ατομική εξουσιοδότηση και

γ)

μετά την άρση του απορρήτου τους, δεν πραγματοποιείται επεξεργασία ευαίσθητων δεδομένων με τη χρήση αυτοματοποιημένων συστημάτων.

5.   Ο Καναδάς διαγράφει τα ευαίσθητα δεδομένα το αργότερο εντός 15 ημερών από την ημερομηνία που τα παραλαμβάνει, εκτός εάν τα διατηρεί σύμφωνα με το άρθρο 16ʹ, παράγραφος 5.

6.   Εάν, σύμφωνα με τις παραγράφους 3, 4 και 5, η καναδική αρμόδια αρχή επεξεργαστεί ευαίσθητα δεδομένα που αφορούν πρόσωπο που είναι πολίτης κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο Καναδάς διασφαλίζει ότι η καναδική αρμόδια αρχή ενημερώνει, το συντομότερο δυνατό, τις αρχές του εν λόγω κράτους μέλους σχετικά με την επεξεργασία. Ο Καναδάς εκδίδει την εν λόγω ειδοποίηση σύμφωνα με συμφωνίες και ρυθμίσεις σχετικά με την επιβολή του νόμου ή την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ του Καναδά και του εν λόγω κράτους μέλους.

Άρθρο 9

Ασφάλεια και ακεραιότητα των δεδομένων

1.   Ο Καναδάς εφαρμόζει κανονιστικά, διαδικαστικά και τεχνικά μέτρα για την προστασία των δεδομένων PNR έναντι τυχαίας, παράνομης ή μη εξουσιοδοτημένης πρόσβασης, επεξεργασίας ή απώλειας.

2.   Ο Καναδάς εξασφαλίζει την επαλήθευση της συμμόρφωσης και την προστασία, την ασφάλεια, την εμπιστευτικότητα και την ακεραιότητα των δεδομένων. Ο Καναδάς:

α)

εφαρμόζει διαδικασίες κρυπτογράφησης, εξουσιοδότησης και τεκμηρίωσης για τα δεδομένα PNR,

β)

περιορίζει την πρόσβαση σε δεδομένα PNR σε εξουσιοδοτημένους υπαλλήλους,

γ)

διατηρεί τα δεδομένα PNR σε ασφαλές φυσικό περιβάλλον που προστατεύεται με ελέγχους πρόσβασης και

δ)

θεσπίζει μηχανισμό που διασφαλίζει ότι οι έρευνες σε δεδομένα PNR διενεργούνται κατά τρόπο σύμφωνο με το άρθρο 3.

3.   Σε περίπτωση πρόσβασης ή αποκάλυψης δεδομένων PNR ενός ατόμου χωρίς εξουσιοδότηση, ο Καναδάς λαμβάνει μέτρα ειδοποίησης αυτού του προσώπου, ώστε να περιοριστεί ο κίνδυνος πρόκλησης ζημίας και για να ληφθούν διορθωτικά μέτρα.

4.   Ο Καναδάς διασφαλίζει ότι η καναδική αρμόδια αρχή ενημερώνει άμεσα την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για κάθε σημαντικό γεγονός ή τυχαία, παράνομη ή μη εξουσιοδοτημένη πρόσβαση, επεξεργασία ή απώλεια δεδομένων PNR.

5.   Ο Καναδάς διασφαλίζει ότι κάθε παραβίαση της ασφάλειας των δεδομένων, η οποία έχει ειδικότερα ως αποτέλεσμα την τυχαία ή παράνομη καταστροφή ή την τυχαία απώλεια, αλλοίωση, μη εξουσιοδοτημένη δημοσιοποίηση ή πρόσβαση ή κάθε παράνομη μορφή επεξεργασίας, θα υπόκειται σε αποτελεσματικά και αποτρεπτικά επανορθωτικά μέτρα τα οποία θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν κυρώσεις.

Άρθρο 10

Εποπτεία

1.   Οι διασφαλίσεις της προστασίας των δεδομένων για την επεξεργασία δεδομένων PNR βάσει της παρούσας συμφωνίας θα υπόκεινται στην εποπτεία ανεξάρτητης δημόσιας αρχής ή αρχής που συγκροτείται με διοικητικά μέσα, η οποία ασκεί τα καθήκοντά της αντικειμενικά και με αποδεδειγμένο ιστορικό ανεξαρτησίας (“εποπτεύουσα αρχή”). Ο Καναδάς διασφαλίζει ότι η εποπτεύουσα αρχή διαθέτει πραγματικές εξουσίες διερεύνησης της συμμόρφωσης με τους κανόνες σχετικά με τη συλλογή, τη χρήση, τη δημοσιοποίηση, τη διατήρηση ή τη διάθεση δεδομένων PNR. Η εποπτεύουσα αρχή μπορεί να διενεργεί ελέγχους και έρευνες συμμόρφωσης, να υποβάλλει εκθέσεις πορισμάτων και συστάσεις στην καναδική αρμόδια αρχή. Ο Καναδάς διασφαλίζει ότι η εποπτεύουσα αρχή έχει την εξουσία να παραπέμπει στα αρμόδια όργανα τις παραβιάσεις του δικαίου σε σχέση με την παρούσα συμφωνία για την άσκηση δίωξης ή τη λήψη πειθαρχικών μέτρων.

2.   Ο Καναδάς διασφαλίζει ότι η εποπτεύουσα αρχή διασφαλίζει ιδίως ότι οι καταγγελίες που αφορούν τη μη συμμόρφωση με την παρούσα συμφωνία παραλαμβάνονται, διερευνώνται καθώς και ότι υπάρχει η κατάλληλη ανταπόκριση και εξασφαλίζεται η αναγκαία επανόρθωση.

Άρθρο 11

Διαφάνεια

1.   Ο Καναδάς εγγυάται ότι η καναδική αρμόδια αρχή διαθέτει τα ακόλουθα στοιχεία στον ιστότοπό της:

α)

κατάλογο νομοθετικών πράξεων που επιτρέπουν τη συλλογή δεδομένων PNR,

β)

τον λόγο της συλλογής δεδομένων PNR,

γ)

τον τρόπο προστασίας δεδομένων PNR,

δ)

τον τρόπο και την έκταση της δημοσιοποίησης δεδομένων PNR,

ε)

πληροφορίες σχετικά με την πρόσβαση, διόρθωση, αναγνώριση και αποκατάσταση και

στ)

στοιχεία επικοινωνίας για έρευνες.

2.   Τα μέρη συνεργάζονται με ενδιαφερόμενους φορείς, όπως ο κλάδος των αεροπορικών μεταφορών, για την προάσπιση της διαφάνειας, κατά προτίμηση κατά τον χρόνο των κρατήσεων, παρέχοντας τις ακόλουθες πληροφορίες στους επιβάτες:

α)

τους λόγους για τη συλλογή δεδομένων PNR,

β)

τη χρήση δεδομένων PNR,

γ)

τη διαδικασία αίτησης πρόσβασης σε δεδομένα PNR και

δ)

τη διαδικασία αίτησης για τη διόρθωση δεδομένων PNR.

Άρθρο 12

Πρόσβαση φυσικών προσώπων

1.   Ο Καναδάς διασφαλίζει ότι κάθε πρόσωπο μπορεί να έχει πρόσβαση στα δεδομένα του PNR.

2.   Ο Καναδάς εγγυάται ότι η καναδική αρμόδια αρχή, σε εύλογο χρόνο:

α)

παρέχει στον ενδιαφερόμενο αντίγραφο των δεδομένων του PNR, εάν αυτός υποβάλει γραπτή αίτηση να λάβει τα δεδομένα του PNR,

β)

απαντά εγγράφως σε κάθε αίτηση,

γ)

παρέχει στον ενδιαφερόμενο πρόσβαση στα καταχωρισμένα στοιχεία, επιβεβαιώνοντας ότι τα δεδομένα PNR του εν λόγω προσώπου έχουν δημοσιοποιηθεί, εφόσον ο ενδιαφερόμενος ζητήσει αυτή την επιβεβαίωση,

δ)

ορίζει τους νομικούς ή πραγματικούς λόγους για ενδεχόμενη άρνηση να επιτρέψει την πρόσβαση στα δεδομένα PNR του προσώπου,

ε)

ενημερώνει τον ενδιαφερόμενο, εάν δεν υπάρχουν δεδομένα PNR,

στ)

ενημερώνει τον ενδιαφερόμενο ότι μπορεί να υποβάλει καταγγελία και σχετικά με τη διαδικασία καταγγελίας.

3.   Ο Καναδάς μπορεί να προβεί σε οποιαδήποτε δημοσιοποίηση στοιχείων με την επιφύλαξη των εύλογων νομικών απαιτήσεων και περιορισμών, περιλαμβανομένων των αναγκαίων περιορισμών για την πρόληψη, ανίχνευση, διερεύνηση ή δίωξη ποινικών αδικημάτων, ή για την προστασία της δημόσιας ή της εθνικής ασφάλειας, λαμβάνοντας δεόντως υπόψη το νόμιμο συμφέρον του κάθε προσώπου.

Άρθρο 13

Διόρθωση ή επεξηγηματικό σημείωμα για πρόσωπα

1.   Ο Καναδάς διασφαλίζει ότι κάθε άτομο μπορεί να ζητήσει τη διόρθωση των δεδομένων του PNR.

2.   Ο Καναδάς διασφαλίζει ότι η καναδική αρμόδια αρχή λαμβάνει υπόψη όλες τις γραπτές αιτήσεις για διόρθωση δεδομένων και, σε εύλογο χρόνο:

α)

διορθώνει τα δεδομένα PNR και ενημερώνει τον ενδιαφερόμενο ότι η διόρθωση έχει πραγματοποιηθεί ή

β)

αρνείται εξ ολοκλήρου ή εν μέρει τη διόρθωση και:

i)

επισυνάπτει σημείωμα στα δεδομένα PNR που αποτυπώνει κάθε αιτηθείσα διόρθωση η οποία απορρίφθηκε,

ii)

ενημερώνει τον ενδιαφερόμενο ότι:

i.

η αίτηση διόρθωσης απορρίπτεται και παραθέτει τους νομικούς ή πραγματικούς λόγους της απόρριψης,

ii.

επισυνάπτεται το σημείωμα που αναφέρεται στο σημείο i) στα δεδομένα PNR,

γ)

ενημερώνει τον ενδιαφερόμενο ότι μπορεί να υποβάλει καταγγελία και για τη διαδικασία καταγγελίας.

Άρθρο 14

Διοικητική και δικαστική αποκατάσταση

1.   Ο Καναδάς εγγυάται ότι μια ανεξάρτητη δημόσια αρχή ή μια αρχή που συγκροτείται με διοικητικά μέσα, η οποία ασκεί τις λειτουργίες της με αντικειμενικό τρόπο και έχει αποδεδειγμένο ιστορικό ανεξαρτησίας, παραλαμβάνει, διερευνά και απαντά σε καταγγελίες που υποβάλλονται από ιδιώτες όσον αφορά αίτησή τους για πρόσβαση ή διόρθωση των δεδομένων τους PNR ή επισύναψη σημειώματος σε αυτά. Ο Καναδάς εγγυάται ότι η εν λόγω αρχή ενημερώνει τον καταγγέλλοντα σχετικά με τα μέσα επιδίωξης της δικαστικής αποκατάστασης που ορίζονται στην παράγραφο 2.

2.   Ο Καναδάς εγγυάται ότι κάθε πρόσωπο που πιστεύει ότι έχουν παραβιαστεί τα δικαιώματά του με απόφαση ή πράξη σε σχέση με τα δεδομένα του PNR μπορεί να ζητήσει αποτελεσματική δικαστική αποκατάσταση, σύμφωνα με το καναδικό δίκαιο, με μέσα δικαστικού ελέγχου ή άλλο μέσο προστασίας, περιλαμβανομένης της αποζημίωσης.

Άρθρο 15

Αποφάσεις βάσει αυτοματοποιημένης επεξεργασίας

Ο Καναδάς δεν λαμβάνει καμία απόφαση με σημαντικά δυσμενή επίπτωση για κάποιον επιβάτη αποκλειστικά βάσει αυτοματοποιημένης επεξεργασίας δεδομένων PNR.

Άρθρο 16

Διατήρηση δεδομένων PNR

1.   Ο Καναδάς δεν διατηρεί δεδομένα PNR για διάστημα μεγαλύτερο των πέντε ετών από την ημερομηνία που λαμβάνει τα δεδομένα PNR.

2.   Ο Καναδάς περιορίζει την πρόσβαση σε περιορισμένο αριθμό υπαλλήλων ειδικά εξουσιοδοτημένων από τον Καναδά.

3.   Ο Καναδάς αποπροσωποποιεί τα δεδομένα PNR μέσω της απόκρυψης των ονομάτων όλων των επιβατών τριάντα ημέρες μετά την παραλαβή τους από τον Καναδά.

Δύο έτη μετά την παραλαβή των δεδομένων PNR, ο Καναδάς τα αποπροσωποποιεί περαιτέρω μέσω της απόκρυψης των ακόλουθων στοιχείων:

α)

άλλων ονομάτων στον PNR, και του αριθμού ταξιδιωτών στο φάκελο PNR,

β)

όλων τα διαθέσιμων στοιχείων επικοινωνίας (και πληροφοριών για τον εντολέα),

γ)

γενικών παρατηρήσεων, περιλαμβανομένων πρόσθετων πληροφοριών (OSI), ειδικών υπηρεσιακών πληροφοριών (SSI) και των πληροφοριών από αιτήσεις ειδικών υπηρεσιών (SSR), εφόσον περιλαμβάνουν πληροφορίες που επιτρέπουν την ταυτοποίηση ενός φυσικού προσώπου, και

δ)

όλων των εκ των προτέρων πληροφοριών (API) που συλλέγονται για τους σκοπούς της κράτησης, εφόσον αυτές περιέχουν στοιχεία ικανά για την ταυτοποίηση ενός φυσικού προσώπου.

4.   Ο Καναδάς μπορεί να αναιρέσει απόκρυψη δεδομένων PNR μόνο εάν, βάσει διαθέσιμων πληροφοριών, αυτό είναι αναγκαίο για τη διενέργεια ερευνών βάσει του πεδίου εφαρμογής του άρθρου 3, με τον ακόλουθο τρόπο:

α)

σε διάστημα από 30 ημέρες έως 2 έτη μετά την αρχική παραλαβή, μόνο από ένα περιορισμένο αριθμό ειδικά εξουσιοδοτημένων υπαλλήλων, και

β)

σε διάστημα από δύο έως πέντε ετών από την αρχική παραλαβή, μόνο με προηγούμενη άδεια του προϊσταμένου της καναδικής αρμόδιας αρχής, ή ενός υψηλόβαθμου υπαλλήλου ειδικά εντεταλμένου από τον προϊστάμενο.

5.   Παρά την παράγραφο 1:

α)

ο Καναδάς μπορεί να διατηρήσει δεδομένα PNR, τα οποία είναι αναγκαία για κάθε ειδική ενέργεια, επανεξέταση, έρευνα, μέτρο επιβολής του νόμου, δικαστική διαδικασία, άσκηση δίωξης ή επιβολή της εφαρμογής ποινών, μέχρι να ολοκληρωθούν,

β)

ο Καναδάς διατηρεί τα δεδομένα PNR που αναφέρονται στο στοιχείο αʹ για πρόσθετο διάστημα δύο ετών, μόνο για να διασφαλιστεί η λογοδοσία της δημόσιας διοίκησης ή η εποπτεία σε αυτήν, ώστε να είναι δυνατό να κοινοποιηθούν στον επιβάτη, σε περίπτωση που αυτός το ζητήσει.

6.   Ο Καναδάς καταστρέφει τα δεδομένα PNR κατά τη λήξη της περιόδου διατήρησης των δεδομένων PNR.

Άρθρο 17

Τήρηση αρχείων και καταγραφή της επεξεργασίας δεδομένων PNR

Ο Καναδάς τηρεί αρχείο κάθε επεξεργασίας δεδομένων PNR και την καταγράφει. Ο Καναδάς χρησιμοποιεί αυτό το αρχείο ή αυτήν την καταγραφή μόνο:

α)

για ίδια παρακολούθηση και επαλήθευση της νομιμότητας της επεξεργασίας δεδομένων,

β)

για να διασφαλίζει την ακεραιότητα των δεδομένων,

γ)

για να διασφαλίζει την ασφάλεια της επεξεργασίας δεδομένων και

δ)

για να διασφαλίζει την εποπτεία και τη λογοδοσία της δημόσιας διοίκησης.

Άρθρο 18

Αποκάλυψη δεδομένων στο εσωτερικό του Καναδά

1.   Ο Καναδάς διασφαλίζει ότι η καναδική αρμόδια αρχή δεν κοινοποιεί δεδομένα PNR σε άλλες κυβερνητικές αρχές στον Καναδά, παρά μόνο εάν πληρούνται οι ακόλουθοι όροι:

α)

τα δεδομένα PNR αποκαλύπτονται σε κυβερνητικές αρχές οι λειτουργίες των οποίων συνδέονται άμεσα με το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 3,

β)

τα δεδομένα PNR αποκαλύπτονται μόνο κατά περίπτωση,

γ)

σε ειδικές περιστάσεις, η αποκάλυψη των στοιχείων είναι αναγκαία για τους σκοπούς που αναφέρονται στο άρθρο 3,

δ)

αποκαλύπτονται μόνο τα ελάχιστα δεδομένα PNR που είναι αναγκαία,

ε)

η παραλήπτρια κυβερνητική αρχή παρέχει προστασία ισοδύναμη με τις διασφαλίσεις που ορίζονται στην παρούσα συμφωνία και

στ)

η παραλήπτρια κυβερνητική αρχή δεν αποκαλύπτει τα δεδομένα PNR σε άλλη οντότητα, εκτός εάν η αποκάλυψη επιτρέπεται από την καναδική αρμόδια αρχή με την τήρηση των όρων που ορίζονται στην παρούσα παράγραφο.

2.   Κατά τη διαβίβαση αναλυτικών πληροφοριών που περιλαμβάνουν δεδομένα PNR τα οποία έχουν ληφθεί δυνάμει της παρούσας συμφωνίας, τηρούνται οι διασφαλίσεις που εφαρμόζονται στα δεδομένα PNR βάσει του παρόντος άρθρου.

Άρθρο 19

Αποκάλυψη στοιχείων εκτός Καναδά

1.   Ο Καναδάς διασφαλίζει ότι η καναδική αρμόδια αρχή δεν αποκαλύπτει δεδομένα PNR σε κυβερνητικές αρχές άλλων χωρών μη κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, παρά μόνο εάν πληρούνται οι ακόλουθοι όροι:

α)

τα δεδομένα PNR αποκαλύπτονται σε κυβερνητικές αρχές οι λειτουργίες των οποίων συνδέονται άμεσα με το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 3,

β)

τα δεδομένα PNR αποκαλύπτονται μόνο κατά περίπτωση,

γ)

τα δεδομένα PNR αποκαλύπτονται μόνο εάν είναι αναγκαίο για τους σκοπούς που αναφέρονται στο άρθρο 3,

δ)

αποκαλύπτονται μόνο τα ελάχιστα δεδομένα PNR που είναι αναγκαία,

ε)

η καναδική αρμόδια αρχή επαληθεύει ότι:

i)

η ξένη αρχή που παραλαμβάνει τα δεδομένα PNR εφαρμόζει πρότυπα προστασίας των δεδομένων PNR ισοδύναμα με τα οριζόμενα στην παρούσα συμφωνία, σύμφωνα με συμφωνίες και ρυθμίσεις που ενσωματώνουν τα εν λόγω πρότυπα, ή

ii)

η ξένη αρχή εφαρμόζει τα πρότυπα προστασίας δεδομένων PNR τα οποία έχει συμφωνήσει από κοινού με την Ευρωπαϊκή Ένωση.

2.   Εάν, σύμφωνα με την παράγραφο 1, η καναδική αρμόδια αρχή αποκαλύψει δεδομένα PNR ενός προσώπου το οποίο είναι πολίτης κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο Καναδάς διασφαλίζει ότι η καναδική αρμόδια αρχή ενημερώνει τις αρχές του εν λόγω κράτους μέλους σχετικά με την αποκάλυψη των στοιχείων, το συντομότερο δυνατό. Ο Καναδάς εκδίδει αυτή την ειδοποίηση, σύμφωνα με συμφωνίες και ρυθμίσεις σχετικά με την επιβολή του νόμου ή την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ του Καναδά και του εν λόγω κράτους μέλους.

3.   Κατά τη διαβίβαση αναλυτικών πληροφοριών που περιλαμβάνουν δεδομένα PNR τα οποία έχουν ληφθεί δυνάμει της παρούσας συμφωνίας, τηρούνται οι διασφαλίσεις που εφαρμόζονται στα δεδομένα PNR βάσει του παρόντος άρθρου.

Άρθρο 20

Μέθοδος διαβίβασης

Τα μέρη διασφαλίζουν ότι οι αερομεταφορείς διαβιβάζουν δεδομένα PNR στην καναδική αρμόδια αρχή αποκλειστικά με βάση τη μέθοδο προώθησης και σύμφωνα με τις ακόλουθες διαδικασίες τις οποίες πρέπει να τηρούν οι αερομεταφορείς:

α)

διαβίβαση δεδομένων PNR με ηλεκτρονικά μέσα, σύμφωνα με τις τεχνικές απαιτήσεις της καναδικής αρμόδιας αρχής ή, σε περίπτωση τεχνικής βλάβης, με κάθε άλλο κατάλληλο μέσο που διασφαλίζει το απαιτούμενο επίπεδο ασφάλειας των δεδομένων,

β)

διαβίβαση δεδομένων PNR με τη χρήση αμοιβαίως αποδεκτού μορφότυπου διαβίβασης,

γ)

διαβίβαση δεδομένων PNR με ασφαλή τρόπο, με τη χρήση κοινών πρωτοκόλλων που απαιτούνται από την καναδική αρμόδια αρχή.

Άρθρο 21

Συχνότητα διαβίβασης

1.   Ο Καναδάς διασφαλίζει ότι η καναδική αρμόδια αρχή απαιτεί από έναν αερομεταφορέα να διαβιβάζει τα δεδομένα PNR:

α)

βάσει χρονοδιαγράμματος, το νωρίτερο έως 72 ώρες πριν από την προγραμματισμένη αναχώρηση, και

β)

με ανώτατο όριο πέντε φορές για μια συγκεκριμένη πτήση.

2.   Ο Καναδάς διασφαλίζει ότι η καναδική αρμόδια αρχή ενημερώνει τους αερομεταφορείς για τους καθορισμένους χρόνους διαβιβάσεων.

3.   Σε ειδικές περιπτώσεις, όταν υπάρχει ένδειξη ότι απαιτείται πρόσθετη πρόσβαση για την αντιμετώπιση ειδικής απειλής που σχετίζεται με το πεδίο που περιγράφεται στο άρθρο 3, η καναδική αρμόδια αρχή μπορεί να ζητήσει από έναν αερομεταφορέα να υποβάλει δεδομένα PNR νωρίτερα από, κατά το ενδιάμεσο διάστημα, ή μετά τον καθορισμένο χρόνο των διαβιβάσεων. Ασκώντας αυτή τη διακριτική εξουσία του, ο Καναδάς ενεργεί προσεκτικά και αναλογικά και χρησιμοποιεί τη μέθοδο διαβίβασης που περιγράφεται στο άρθρο 20.

Εκτελεστικές και τελικές διατάξεις

Άρθρο 22

Δεδομένα PNR που λήφθηκαν πριν την έναρξη ισχύος της παρούσας συμφωνίας

Ο Καναδάς εφαρμόζει τους όρους της παρούσας συμφωνίας σε όλα τα δεδομένα PNR που έχει στην κατοχή του όταν τεθεί σε ισχύ η παρούσα συμφωνία.

Άρθρο 23

Αμοιβαιότητα

1.   Εάν η Ευρωπαϊκή Ένωση εγκρίνει καθεστώς επεξεργασίας δεδομένων PNR για την Ευρωπαϊκή Ένωση, τα μέρη πραγματοποιούν διαβούλευση για να καθορίσουν αν απαιτείται τροποποίηση της παρούσας συμφωνίας για τη διασφάλιση πλήρους αμοιβαιότητας.

2.   Οι αντίστοιχες αρχές του Καναδά και της Ευρωπαϊκής Ένωσης συνεργάζονται για να επιδιώξουν τη συνεκτικότητα των καθεστώτων τους επεξεργασίας δεδομένων PNR, κατά τρόπο που να αυξάνει την ασφάλεια των πολιτών του Καναδά, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και αλλού.

Άρθρο 24

Μη εφαρμογή παρεκκλίσεων

Η παρούσα συμφωνία δεν μπορεί να ερμηνευτεί ως παρέκκλιση από τυχόν υποχρέωση μεταξύ του Καναδά και των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή τρίτων χωρών να υποβάλουν ή να ανταποκρίνονται σε αίτηση συνδρομής βάσει πράξης αμοιβαίας συνδρομής.

[…]

Άρθρο 26

Διαβούλευση, επανεξέταση και τροποποιήσεις

   […]

2.   Τα μέρη επανεξετάζουν από κοινού την εκτέλεση της παρούσας συμφωνίας ένα έτος μετά τη θέση της σε ισχύ, στη συνέχεια σε τακτά διαστήματα και, επιπλέον, εάν το ζητήσει ένα από τα δύο μέρη και το αποφασίσουν από κοινού.

[…]

Άρθρο 28

Διάρκεια

1.   Με την επιφύλαξη της παραγράφου 2, η παρούσα συμφωνία παραμένει σε ισχύ για περίοδο επτά ετών από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος της.

2.   Κατά τη λήξη κάθε επταετούς περιόδου, η παρούσα συμφωνία ανανεώνεται αυτομάτως για άλλα επτά έτη, εκτός εάν ένα μέρος ενημερώσει το άλλο ότι προτίθεται να μην ανανεώσει την παρούσα συμφωνία. Το μέρος πρέπει να ειδοποιήσει το άλλο μέρος εγγράφως διά της διπλωματικής οδού τουλάχιστον έξι μήνες πριν τη λήξη της επταετούς περιόδου.

3.   Ο Καναδάς εξακολουθεί να εφαρμόζει τους όρους της παρούσας συμφωνίας σε όλα τα δεδομένα PNR που έχουν ληφθεί πριν την λύση της παρούσας συμφωνίας.

[...]

Παράρτημα

Στοιχεία δεδομένων [PNR] που αναφέρονται στο άρθρο 2, στοιχείο βʹ)

1.

Κωδικός εύρεσης PNR

2.

Ημερομηνία κράτησης/ έκδοσης εισιτηρίου

3.

Ημερομηνία ή ημερομηνίες σχεδιαζόμενου ταξιδιού

4.

Όνομα ή ονόματα

5.

Διαθέσιμες πληροφορίες τακτικού ταξιδιώτη και σχετικές παροχές (δωρεάν εισιτήρια, προνόμια κ.λπ.)

6.

Άλλα ονόματα στα PNR, περιλαμβανομένου του αριθμού ταξιδιωτών στα PNR

7.

Κάθε διαθέσιμο στοιχείο επικοινωνίας (και πληροφορίες για τον εντολέα)

8.

Κάθε διαθέσιμη πληροφορία πληρωμών και διακανονισμών (δεν περιλαμβάνονται άλλες λεπτομέρειες της συναλλαγής σχετικά με πιστωτική κάρτα ή λογαριασμό, που δεν συνδέονται με την ταξιδιωτική συναλλαγή)

9.

Δρομολόγιο του ταξιδιού για συγκεκριμένα PNR

10.

Ταξιδιωτικό γραφείο/ταξιδιωτικός πράκτορας

11.

Πληροφορίες για κοινό κωδικό

12.

Διαχωρισμένα/ κατανεμημένα δεδομένα ”

13.

Ταξιδιωτικό καθεστώς επιβάτη (περιλαμβάνει επιβεβαιώσεις κράτησης και κατάσταση ελέγχου εισιτηρίου)

14.

Πληροφορίες για την έκδοση εισιτηρίων, συμπεριλαμβανομένου του αριθμού εισιτηρίου, των εισιτηρίων απλής μετάβασης και της αυτοματοποιημένης τιμής εισιτηρίου

15.

Όλες οι πληροφορίες σχετικά με τις αποσκευές

16.

Πληροφορίες για τη θέση επιβατών, περιλαμβανομένου του αριθμού θέσης

17.

Γενικές παρατηρήσεις, περιλαμβανομένων των άλλων συμπληρωματικών πληροφοριών (OSI), ειδικών υπηρεσιακών πληροφοριών (SSI) και πληροφοριών από αιτήσεις ειδικών υπηρεσιών (SSR)

18.

Όλες οι εκ των προτέρων πληροφορίες για επιβάτες (ΑΡΙ) που συλλέγονται για τους σκοπούς κρατήσεων

19.

Κατά χρονική σειρά, όλες οι αλλαγές στα στοιχεία του PNR που αριθμούνται στα σημεία 1 έως 18.»

VI. Απόψεις που διατύπωσε το Κοινοβούλιο με την αίτησή του για την έκδοση γνωμοδοτήσεως

1. Επί της προσήκουσας νομικής βάσεως της αποφάσεως του Συμβουλίου για τη σύναψη της σχεδιαζομένης συμφωνίας

31

Κατά το Κοινοβούλιο, μολονότι η σχεδιαζόμενη συμφωνία επιδιώκει, σύμφωνα με το άρθρο της 1, την επίτευξη δύο σκοπών, συγκεκριμένα δε, αφενός, να εγγυηθεί την ασφάλεια και την προστασία των πολιτών και, αφετέρου, να καθορίσει τα μέσα προστασίας των δεδομένων PNR, κύριος σκοπός της, πάντως, είναι η προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Συγκεκριμένα, το δίκαιο της Ένωσης περί προστασίας των δεδομένων αυτών αντιτίθεται στη διαβίβαση δεδομένων PNR σε τρίτη χώρα η οποία δεν διασφαλίζει επαρκές επίπεδο προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Επομένως, η σχεδιαζόμενη συμφωνία αποσκοπεί στη δημιουργία μιας μορφής «αποφάσεως περί διαπιστώσεως επαρκούς προστασίας», κατά την έννοια του άρθρου 25, παράγραφος 6, της οδηγίας 95/46, προκειμένου να παράσχει νομική βάση για τη νόμιμη διαβίβαση δεδομένων PNR από την Ένωση στον Καναδά. Κατά το Κοινοβούλιο, η προσέγγιση αυτή είναι πανομοιότυπη εκείνης που υιοθετήθηκε προγενέστερα στο πλαίσιο της Συμφωνίας του 2006 και της αποφάσεως 2006/253, εκ των οποίων η δεύτερη είχε εκδοθεί βάσει του άρθρου 25, παράγραφος 6, της οδηγίας 95/46.

32

Επομένως, η επιλογή του άρθρου 82, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο δʹ, και του άρθρου 87, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, ΣΛΕΕ ως νομικών βάσεων της αποφάσεως του Συμβουλίου για τη σύναψη της σχεδιαζομένης συμφωνίας είναι, κατά το Κοινοβούλιο, εσφαλμένη. Η απόφαση αυτή θα έπρεπε να έχει ως βάση το άρθρο 16 ΣΛΕΕ, το οποίο έχει εφαρμογή σε όλους τους τομείς του δικαίου της Ένωσης, περιλαμβανομένων και αυτών που διαλαμβάνονται στον τίτλο V του τρίτου μέρους της Συνθήκης ΛΕΕ, περί χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, στοιχείο που επιβεβαιώνεται από τη Δήλωση σχετικά με την προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στον τομέα της δικαστικής συνεργασίας, η οποία προσαρτήθηκε στην τελική πράξη της διακυβερνητικής διασκέψεως που ενέκρινε τη Συνθήκη της Λισσαβώνας (ΕΕ 2010, C 83, σ. 345).

33

Το περιεχόμενο της σχεδιαζομένης συμφωνίας επιβεβαιώνει, κατά το Κοινοβούλιο, την εκτίμησή του ότι η κύρια συνιστώσα της συμφωνίας αυτής αφορά την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Συγκεκριμένα, η μεγάλη πλειονότητα των διατάξεων της σχεδιαζομένης συμφωνίας, ειδικότερα δε τα κύρια άρθρα της, δηλαδή το άρθρο 4, παράγραφος 1, και το άρθρο 5, τα οποία αποτελούν τη νομική βάση για τη νόμιμη διαβίβαση δεδομένων PNR από την Ένωση στον Καναδά, αφορούν την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Επιπλέον, η συμφωνία αυτή δεν προβλέπει διαβίβαση των δεδομένων PNR από τις ευρωπαϊκές αρχές στις καναδικές, αλλά διαβίβαση των δεδομένων αυτών από ιδιώτες, συγκεκριμένα δε από τις αεροπορικές εταιρίες, προς τις καναδικές αρχές. Επομένως, δυσχερώς μπορεί να γίνει δεκτό, κατά το Κοινοβούλιο, ότι οι διατάξεις αυτές αφορούν την αστυνομική και δικαστική συνεργασία αυτή καθεαυτή. Εξάλλου, το άρθρο 6 της σχεδιαζομένης συμφωνίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Αστυνομική και δικαστική συνεργασία» έχει δευτερεύουσα μόνο σημασία σε σχέση με τα άρθρα 4 και 5 της συμφωνίας αυτής, διότι δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής αν δεν τεθούν προηγουμένως σε εφαρμογή τα δύο αυτά άρθρα. Συγκεκριμένα, ο Καναδάς δεν μπορεί να κοινοποιεί τα επίμαχα στοιχεία χωρίς να έχει λάβει προηγουμένως τα δεδομένα PNR από τους αερομεταφορείς, οι οποίοι, με τη σειρά τους, μπορούν να διαβιβάζουν τα δεδομένα PNR στον Καναδά μόνο βάσει «αποφάσεως περί διαπιστώσεως επαρκούς προστασίας». Επίσης, το ίδιο αυτό άρθρο 6 δεν ρυθμίζει την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των οικείων αρχών, αλλά απλώς παραπέμπει σε άλλες σχετικές διεθνείς συμφωνίες.

34

Εφόσον, πάντως, το Δικαστήριο κρίνει ότι η σχεδιαζόμενη συμφωνία επιδιώκει την επίτευξη σκοπών που είναι αλληλένδετοι μεταξύ τους, το Κοινοβούλιο υποστηρίζει ότι η απόφαση του Συμβουλίου για τη σύναψη της συμφωνίας αυτής θα μπορούσε, στην περίπτωση αυτή, να στηριχθεί από κοινού στο άρθρο 16, το άρθρο 82, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο δʹ, και στο άρθρο 87, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, ΣΛΕΕ. Όσον αφορά το ενδεχόμενο εφαρμογής των πρωτοκόλλων αριθ. 21 και 22, το Κοινοβούλιο υπενθυμίζει τη νομολογία του Δικαστηρίου που διατυπώθηκε με την απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2014, Ηνωμένο Βασίλειο κατά Συμβουλίου (C-656/11, EU:C:2014:97, σκέψη 49), κατά την οποία δεν ασκεί επιρροή στη νομιμότητα της επιλογής της νομικής βάσεως πράξεως της Ένωσης ο ενδεχόμενος αντίκτυπός της ως προς την εφαρμογή ή μη των πρωτοκόλλων που προσαρτώνται στις Συνθήκες.

2. Επί του συμβατού χαρακτήρα της σχεδιαζομένης συμφωνίας με τις διατάξεις της Συνθήκης ΛΕΕ και του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης

35

Το Κοινοβούλιο υποστηρίζει ότι, λαμβανομένων υπόψη των σοβαρών αμφιβολιών που διατύπωσε ο ΕΕΠΔ, μεταξύ άλλων, στη γνωμοδότησή του της 30ής Σεπτεμβρίου 2013 και της νομολογίας που διατυπώθηκε με την απόφαση της 8ης Απριλίου 2014, Digital Rights Ireland κ.λπ. (C-293/12 και C-594/12, EU:C:2014:238), υφίσταται ασάφεια δικαίου ως προς το αν η σχεδιαζόμενη συμφωνία είναι συμβατή με το άρθρο 16 ΣΛΕΕ και με το άρθρο 7, το άρθρο 8 και το άρθρο 52, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης).

36

Κατά το Κοινοβούλιο, η διαβίβαση δεδομένων PNR από την Ένωση στον Καναδά με σκοπό την εκ μέρους των καναδικών αρχών ενδεχόμενη πρόσβαση στα δεδομένα αυτά, όπως προβλέπει η σχεδιαζόμενη συμφωνία, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των άρθρων 7 και 8 του Χάρτη. Συγκεκριμένα, τα δεδομένα αυτά, θεωρούμενα στο σύνολό τους, παρέχουν τη δυνατότητα να συνάγονται ιδιαιτέρως ακριβή συμπεράσματα όσον αφορά την ιδιωτική ζωή των προσώπων των οποίων τα δεδομένα PNR υφίστανται επεξεργασία, όπως είναι οι τόποι μόνιμης ή προσωρινής διαμονής τους, οι μετακινήσεις και οι δραστηριότητές τους. Η συμφωνία αυτή συνεπάγεται, επομένως, κατά το Κοινοβούλιο, επεμβάσεις τεράστιου εύρους και ιδιαιτέρως σοβαρές στα θεμελιώδη δικαιώματα που κατοχυρώνονται βάσει των άρθρων 7 και 8 του Χάρτη.

37

Το Κοινοβούλιο, υπενθυμίζοντας τις απαιτήσεις, αφενός, κατά το άρθρο 52, παράγραφος 1, του Χάρτη και, αφετέρου, κατά το άρθρο του 8, παράγραφος 2, φρονεί ότι εγείρεται, επομένως, το ζήτημα αν η σχεδιαζόμενη συμφωνία αποτελεί «νόμο», κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, και αν μπορεί να αποτελέσει τη βάση περιορισμών στην άσκηση των δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται με τα άρθρα 7 και 8 του Χάρτη. Μολονότι, όμως, η έννοια του όρου «νόμος» συμπίπτει με την έννοια της «νομοθετικής πράξεως», κατά τη Συνθήκη ΛΕΕ, μια διεθνής συμφωνία δεν συνιστά νομοθετική πράξη, οπότε εγείρεται το ζήτημα κατά πόσο θα ήταν καταλληλότερη η θέσπιση πράξεως εσωτερικού δικαίου, βάσει του άρθρου 16 ΣΛΕΕ, αντί της συνάψεως διεθνούς συμφωνίας, δυνάμει του άρθρου 218 ΣΛΕΕ, όπως στην περίπτωση της σχεδιαζομένης συμφωνίας.

38

Όσον αφορά την αρχή της αναλογικότητας, το Κοινοβούλιο παραπέμπει στη νομολογία του Δικαστηρίου που διατυπώθηκε με την απόφαση της 8ης Απριλίου 2014, Digital Rights Ireland κ.λπ. (C-293/12 και C-594/12, EU:C:2014:238, σκέψεις 47 και 48), φρονεί δε ότι, εν προκειμένω, η εξουσία εκτιμήσεως που διαθέτει ο νομοθέτης της Ένωσης αποδεικνύεται περιορισμένη, ενώ ο δικαστικός έλεγχος της τηρήσεως των προϋποθέσεων που απορρέουν από την αρχή αυτή πρέπει να είναι αυστηρός, κατά μείζονα λόγο επειδή αφορά επεμβάσεις στα θεμελιώδη δικαιώματα.

39

Επιπλέον, όπως συνάγεται από τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου που διατυπώθηκε με την απόφασή του της 1ης Ιουλίου 2008, Liberty κ.λπ. κατά Ηνωμένου Βασιλείου (CE:ECHR:2008:0701JUD005824300, §§ 62 και 63), και από τη νομολογία του Δικαστηρίου που διατυπώθηκε με την απόφαση της 8ης Απριλίου 2014, Digital Rights Ireland κ.λπ. (C-293/12 και C-594/12, EU:C:2014:238, σκέψη 54 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία), η σχεδιαζόμενη συμφωνία θα πρέπει, κατά το Κοινοβούλιο, να προβλέπει σαφείς και ακριβείς κανόνες διέποντες την έκταση και την εφαρμογή των οικείων μέτρων και επιβάλλοντες ελάχιστο αριθμό απαιτήσεων, έτσι ώστε τα πρόσωπα των οποίων τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα υφίστανται επεξεργασία να διαθέτουν επαρκείς εγγυήσεις για την αποτελεσματική προστασία των δεδομένων αυτών από κινδύνους καταχρήσεως και από οποιαδήποτε αθέμιτη πρόσβαση και χρήση.

40

Πρώτον, το Κοινοβούλιο διερωτάται, εν γένει, ως προς το αναγκαίο, κατά την έννοια του άρθρου 52, παράγραφος 2, δεύτερη περίοδος, του Χάρτη, της καθιερώσεως «συστήματος PNR». Συγκεκριμένα, το Συμβούλιο και η Επιτροπή δεν απέδειξαν, μέχρι τούδε, βάσει αντικειμενικών στοιχείων, ότι η σύναψη της σχεδιαζομένης συμφωνίας είναι πράγματι αναγκαία.

41

Δεύτερον, το Κοινοβούλιο προβάλλει ότι η σχεδιαζόμενη συμφωνία αφορά εν γένει το σύνολο των επιβατών αεροπορικών μεταφορών, χωρίς αυτοί να ευρίσκονται σε κατάσταση δυνάμενη να συνεπάγεται την άσκηση ποινικών διώξεων και χωρίς να απαιτείται η ύπαρξη σχέσεως μεταξύ των δεδομένων τους PNR και απειλής για τη δημόσια ασφάλεια. Πέραν αυτής της γενικής απουσίας ορίων, τα κριτήρια και οι προϋποθέσεις της συμφωνίας αυτής είναι ασαφή και δεν καθιστούν δυνατό τον περιορισμό της εκ μέρους των καναδικών αρχών επεξεργασίας των δεδομένων PNR στα απολύτως αναγκαία. Πρέπει επίσης να επισημανθεί ότι η εν λόγω συμφωνία δεν εξαρτά την πρόσβαση των καναδικών αρχών στα δεδομένα αυτά από προηγούμενο έλεγχο είτε εκ μέρους δικαιοδοτικού οργάνου είτε εκ μέρους ανεξάρτητης διοικητικής αρχής, προκειμένου η πρόσβαση αυτή και η χρήση των εν λόγω δεδομένων να περιορίζονται σε ό,τι είναι απολύτως αναγκαίο για την επίτευξη του επιδιωκομένου σκοπού, διενεργούμενο, κατόπιν αιτιολογημένης αιτήσεως προς το δικαιοδοτικό όργανο αυτό ή την αρχή αυτή υποβαλλομένης στο πλαίσιο διαδικασιών προλήψεως και διαπιστώσεως αξιόποινων πράξεως ή ασκήσεως ποινικής διώξεως.

42

Τρίτον, όσον αφορά τη χρονική διάρκεια της διατηρήσεως των δεδομένων PNR, η οποία ορίζεται πενταετής βάσει του άρθρου 16 της σχεδιαζομένης συμφωνίας, η διάρκεια αυτή ισχύει αδιακρίτως για το σύνολο των επιβατών αεροπορικών μεταφορών. Επιπλέον, το Συμβούλιο ουδόλως δικαιολόγησε, βάσει αντικειμενικών κριτηρίων, την επιλογή της χρονικής διάρκειας αυτής. Ακόμη και αν υποτεθεί ότι χρονική διάρκεια τριάμισι ετών την οποία προέβλεπε η Συμφωνία του 2006 είναι αποδεκτή, εγείρεται το ζήτημα των λόγων που επέβαλαν την επιμήκυνση της χρονικής διάρκειας αυτής στα πέντε έτη.

43

Τέλος, τέταρτον, το Κοινοβούλιο υποστηρίζει ότι η σχεδιαζόμενη συμφωνία δεν διασφαλίζει ότι τα μέτρα των οποίων η λήψη απόκειται στις καναδικές αρχές θα είναι κατάλληλα και θα πληρούν τις ουσιώδεις απαιτήσεις που θέτουν το άρθρο 8 του Χάρτη και το άρθρο 17 ΣΛΕΕ.

VII. Σύνοψη των παρατηρήσεων που υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο

44

Γραπτές παρατηρήσεις επί της υπό κρίση αιτήσεως γνωμοδοτήσεως υπέβαλαν στο Δικαστήριο η Βουλγαρική και η Εσθονική Κυβέρνηση, η Ιρλανδία, η Ισπανική και η Γαλλική Κυβέρνηση, η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, το Συμβούλιο και η Επιτροπή.

45

Επιπλέον, το Δικαστήριο έθεσε ερωτήσεις που έπρεπε να απαντηθούν γραπτώς στα κράτη μέλη και στα θεσμικά όργανα, βάσει του άρθρου 196, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, και κάλεσε επίσης τον ΕΕΠΔ, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 24, δεύτερο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, να απαντήσει σε αυτά. Ο ΕΕΠΔ διαβίβασε τις παρατηρήσεις του στο Δικαστήριο.

1. Επί του παραδεκτού της αιτήσεως γνωμοδοτήσεως

46

Η Γαλλική Κυβέρνηση και το Συμβούλιο διατηρούν αμφιβολίες ως προς το παραδεκτό του δευτέρου ερωτήματος της αιτήσεως γνωμοδοτήσεως. Συγκεκριμένα, κατά τους εν λόγω, αφενός, το Κοινοβούλιο δεν θέτει εν αμφιβόλω, υποβάλλοντας το ερώτημα αυτό, ούτε την αρμοδιότητας της Ένωσης για τη σύναψη της σχεδιαζομένης συμφωνίας ούτε την κατανομή αρμοδιοτήτων προς τούτο μεταξύ της Ένωσης και των κρατών μελών. Αφετέρου, η επίκληση, έστω εσφαλμένη, των άρθρων 82 και 87 ΣΛΕΕ δεν ασκεί καμία επιρροή επί της διαδικασίας που πρέπει να ακολουθηθεί για την έκδοση της αποφάσεως του Συμβουλίου σχετικά με τη σύναψη της σχεδιαζομένης συμφωνίας, καθόσον τόσο η εφαρμογή του άρθρου 16 ΣΛΕΕ όσο και αυτή των άρθρων 82 και 87 ΣΛΕΕ επιτάσσουν την τήρηση της συνήθους νομοθετικής διαδικασίας. Επομένως, σε αμφότερες τις περιπτώσεις, εφαρμογή έχει το άρθρο 218, παράγραφος 6, στοιχείο αʹ, σημείο v, ΣΛΕΕ, οπότε απαιτείται η έγκριση του Κοινοβουλίου.

2. Επί της προσήκουσας νομικής βάσεως της αποφάσεως του Συμβουλίου για τη σύναψη της σχεδιαζομένης συμφωνίας

47

Η Βουλγαρική και η Εσθονική Κυβέρνηση, η Ιρλανδία, η Γαλλική Κυβέρνηση, η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, το Συμβούλιο και η Επιτροπή φρονούν ότι κύριος σκοπός της σχεδιαζομένης συμφωνίας είναι να εγγυάται την ασφάλεια και προστασία των πολιτών, όπως αυτό προκύπτει, μεταξύ άλλων, από το πρώτο έως το τρίτο εδάφιο του προοιμίου της και από τα άρθρα της 1 και 3. Εάν πρέπει να γίνει δεκτό ότι σκοπός της συμφωνίας αυτής είναι και η προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τότε ο σκοπός αυτός πρέπει να θεωρηθεί παρεπόμενος σε σχέση με τον κύριο.

48

Το Συμβούλιο και η Επιτροπή προσθέτουν ότι, μολονότι κατά τη διαβίβαση των δεδομένων PNR σε τρίτες χώρες πρέπει να τηρείται ο Χάρτης, οι προβλέψεις, πάντως, της σχεδιαζομένης συμφωνίας όσον αφορά την προστασία των δεδομένων αυτών αποτελούν απλώς το μέσο διά του οποίου επιδιώκεται η επίτευξη, με τη συμφωνία αυτή, του σκοπού της καταπολεμήσεως της τρομοκρατίας και των σοβαρών μορφών διεθνικής εγκληματικότητας. Επομένως, το ότι η εν λόγω συμφωνία καθορίζει, μέσω σημαντικού αριθμού ρητρών, τους όρους και τις προϋποθέσεις της διαβιβάσεως δεδομένων PNR τηρουμένων των θεμελιωδών δικαιωμάτων και το ότι συνιστά ορισμένης μορφής «απόφαση περί διαπιστώσεως επαρκούς προστασίας» δεν αναιρεί το ότι ο κύριος σκοπός της ιδίας αυτής συμφωνίας εξακολουθεί να είναι η ασφάλεια και η προστασία των πολιτών. Το άρθρο 16 ΣΛΕΕ αποτελεί την προσήκουσα νομική βάση πράξεως μόνον οσάκις κύριος σκοπός της πράξεως αυτής είναι η προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Αντιθέτως, πράξεις αποσκοπούσες στην υλοποίηση τομεακών πολιτικών που επιβάλλουν ορισμένες μορφές επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα πρέπει, κατά τα ως άνω θεσμικά όργανα, να στηρίζονται στη νομική βάση που αντιστοιχεί στην οικεία πολιτική, πρέπει δε να τηρούν τόσο το άρθρο 8 του Χάρτη όσο και τις πράξεις της Ένωσης που έχουν εκδοθεί βάσει του άρθρου 16 ΣΛΕΕ.

49

Όσον αφορά το ενδεχόμενο σωρεύσεως του άρθρου 16, του άρθρου 82, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο δʹ, και του άρθρου 87, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, ΣΛΕΕ ως ουσιαστικών νομικών βάσεων της αποφάσεως του Συμβουλίου για τη σύναψη της σχεδιαζομένης συμφωνίας, η Γαλλική Κυβέρνηση υποστηρίζει, επικουρικώς, ότι το ενδεχόμενο αυτό μπορεί να εξετασθεί καθόσον οι νομικές βάσεις αυτές είναι συμβατές μεταξύ τους και προβλέπουν άπασες τη συνήθη νομοθετική διαδικασία. Καταρχήν, βεβαίως, λαμβανομένου υπόψη ότι η Ιρλανδία, το Ηνωμένο Βασίλειο και το Βασίλειο της Δανίας δεν μετέχουν, βάσει των πρωτοκόλλων αριθ. 21 και 22, στην έκδοση των πράξεων που υπάγονται στο τρίτο μέρος, τίτλος V, της Συνθήκης ΛΕΕ, μια πράξη δεν μπορεί να στηρίζεται ταυτόχρονα σε διατάξεις που περιλαμβάνονται στον τίτλο αυτό και σε άλλες που δεν ανήκουν στον οικείο τίτλο. Ωστόσο, σε περίπτωση θεσπίσεως, βάσει του άρθρου 16 ΣΛΕΕ, κανόνων σχετικών με την εκ μέρους των κρατών μελών επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα κατά την άσκηση δραστηριοτήτων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των κεφαλαίων 4 ή 5 του τρίτου μέρους, τίτλος V, της Συνθήκης ΛΕΕ, η Ιρλανδία, το Ηνωμένο Βασίλειο και το Βασίλειο της Δανίας δεν μετέχουν στη διαδικασία θεσπίσεως των κανόνων αυτών, δεδομένου ότι τα κράτη μέλη αυτά δεν δεσμεύονται από τους εν λόγω κανόνες, σύμφωνα με το άρθρο 6α του Πρωτοκόλλου αριθ. 21 και το άρθρο 2α του Πρωτοκόλλου αριθ. 22.

50

Κατά το Συμβούλιο, αντιθέτως, η σώρευση του άρθρου 16 ΣΛΕΕ, αφενός, και των άρθρων 82 και 87 ΣΛΕΕ, αφετέρου, δεν επιτρέπεται κατά νόμον, λαμβανομένων υπόψη των ειδικών κανόνων που διέπουν τους όρους διεξαγωγής ψηφοφορίας στο πλαίσιο του Συμβουλίου και οι οποίοι απορρέουν από τα Πρωτόκολλα αριθ. 21 και 22 όσον αφορά τη συμμετοχή, αντιστοίχως, της Ιρλανδίας και του Ηνωμένου Βασιλείου, αφενός, και του Βασιλείου της Δανίας, αφετέρου.

3. Επί του συμβατού χαρακτήρα της σχεδιαζομένης συμφωνίας με τις διατάξεις της Συνθήκης ΛΕΕ και του Χάρτη

51

Το σύνολο των κρατών μελών τα οποία υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, καθώς και το Συμβούλιο και η Επιτροπή, διατείνονται, κατ’ ουσίαν, ότι η σχεδιαζόμενη συμφωνία είναι συμβατή με τις διατάξεις της Συνθήκης ΛΕΕ και του Χάρτη.

52

Όσον αφορά την ύπαρξη επεμβάσεως στα θεμελιώδη δικαιώματα που κατοχυρώνονται με τα άρθρα 7 και 8 του Χάρτη, η Εσθονική και η Γαλλική Κυβέρνηση συντάσσονται με τη θέση που υποστήριξε το Κοινοβούλιο περί του ότι η σχεδιαζόμενη συμφωνία συνεπάγεται τέτοια επέμβαση, δεδομένου ότι υποχρεώνει την Ένωση, με το άρθρο της 4, παράγραφος 1, να μην παρακωλύει τη διαβίβαση δεδομένων PNR στην αρμόδια καναδική αρχή και προβλέπει, στο άρθρο της 3, την επεξεργασία των δεδομένων αυτών από την εν λόγω αρχή. Εντούτοις, η Γαλλική Κυβέρνηση φρονεί ότι η επέμβαση αυτή δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως ιδιαιτέρως σοβαρή, λαμβανομένου υπόψη ότι το εύρος της είναι μικρότερο εκείνης που οφείλεται στην οδηγία 2006/24/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαρτίου 2006, για τη διατήρηση δεδομένων που παράγονται ή υποβάλλονται σε επεξεργασία σε συνάρτηση με την παροχή διαθεσίμων στο κοινό υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών ή δημοσίων δικτύων επικοινωνιών και για την τροποποίηση της οδηγίας 2002/58/ΕΚ (ΕΕ 2006, L 105, σ. 54), που αποτέλεσε το αντικείμενο της υποθέσεως επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 8ης Απριλίου 2014, Digital Rights Ireland κ.λπ. (C-293/12 και C-594/12, EU:C:2014:238). Επιπλέον, με βάση τα δεδομένα PNR δεν μπορούν να συναχθούν ιδιαιτέρως ακριβή συμπεράσματα σχετικά με την ιδιωτική ζωή των επιβατών των αεροπορικών μεταφορών.

53

Το σύνολο των κρατών μελών που υπέβαλαν παρατηρήσεις, καθώς και το Συμβούλιο και η Επιτροπή φρονούν ότι με τη σχεδιαζόμενη συμφωνία επιδιώκεται η επίτευξη σκοπού γενικού συμφέροντος, συγκεκριμένα δε η καταπολέμηση της τρομοκρατίας και των σοβαρών μορφών διεθνικού εγκλήματος.

54

Όσον αφορά τις απαιτήσεις που απορρέουν από την αρχή της αναλογικότητας, το Συμβούλιο και η Επιτροπή συμφωνούν με το Κοινοβούλιο και επισημαίνουν, μεταξύ άλλων, παραπέμποντας στη νομολογία του Δικαστηρίου που διατυπώθηκε με την απόφαση της 8ης Απριλίου 2014, Digital Rights Ireland κ.λπ. (C-293/12 και C-594/12, EU:C:2014:238, σκέψη 54), και στο άρθρο 6, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 95/46, ότι η σχεδιαζόμενη συμφωνία πρέπει να προβλέπει σαφείς και ακριβείς κανόνες διέποντες την έκταση και την εφαρμογή της επίμαχης επεμβάσεως και επαρκείς εγγυήσεις που να καθιστούν δυνατή την αποτελεσματική προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από κινδύνους καταχρήσεως και από οποιαδήποτε αθέμιτη πρόσβαση και χρήση των δεδομένων αυτών.

55

Όσον αφορά, ειδικότερα, τον αναγκαίο χαρακτήρα της διαβιβάσεως δεδομένων PNR στον Καναδά, η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από το Συμβούλιο, αναγνωρίζει ότι δεν υπάρχουν ακριβή στατιστικά στοιχεία από τα οποία να συνάγεται η συμβολή των δεδομένων αυτών στην πρόληψη, την ανίχνευση, τη διερεύνηση και τη δίωξη εγκληματικών και τρομοκρατικών πράξεων. Ωστόσο, η αναγκαιότητα της χρήσεως των δεδομένων PNR επιβεβαιώνεται από στοιχεία προερχόμενα από τρίτες χώρες και από κράτη μέλη που χρησιμοποιούν ήδη τα δεδομένα αυτά για σκοπούς καταστολής. Ειδικότερα, στην αιτιολογική έκθεση της προτάσεως οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 2ας Φεβρουαρίου 2011, σχετικά με τη χρήση των δεδομένων που περιέχονται στους φακέλους επιβατών (δεδομένα PNR) για την πρόληψη, ανίχνευση, διερεύνηση και δίωξη τρομοκρατικών και άλλων σοβαρών εγκλημάτων [COM(2011) 32 τελικό], μνημονεύεται σχετικώς ότι η εμπειρία ορισμένων χωρών καταδεικνύει ότι η χρήση των δεδομένων PNR είχε ως αποτέλεσμα να σημειωθεί σημαντική πρόοδος όσον αφορά την καταπολέμηση της διακινήσεως ναρκωτικών, της εμπορίας ανθρώπων και της τρομοκρατίας, καθιστά δε δυνατή την καλύτερη κατανόηση της συνθέσεως και της λειτουργίας τρομοκρατικών και άλλων εγκληματικών δικτύων.

56

Επιπλέον, οι καναδικές αρχές έχουν παράσχει στοιχεία καταδεικνύοντα ότι τα δεδομένα PNR συνέβαλαν καθοριστικώς στον εντοπισμό δυνητικών υπόπτων για τρομοκρατικές πράξεις και σοβαρά εγκλήματα. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ενώ 28 εκατομμύρια επιβάτες ταξίδευσαν με πτήσεις μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Καναδά κατά το χρονικό διάστημα από τον Απρίλιο του 2014 έως τον Μάρτιο του 2015, τα δεδομένα αυτά κατέστησαν δυνατή τη σύλληψη 178 ατόμων και την κατάσχεση ναρκωτικών ουσιών σε 71 περιπτώσεις και υλικού παιδικής πορνογραφίας σε δύο περιπτώσεις. Τα εν λόγω δεδομένα κατέστησαν επίσης δυνατή την κίνηση ή τη συνέχιση διαδικασιών διεξαγωγής ερευνών σχετικά με την τρομοκρατία σε 169 περιπτώσεις. Τέλος, από την ανακοίνωση της Επιτροπής, της 21ης Σεπτεμβρίου 2010, σχετικά με τη γενική προσέγγιση για τις διαβιβάσεις δεδομένων από τις καταστάσεις με τα ονόματα των επιβατών (PNR) σε τρίτες χώρες [COM(2010) 492 τελικό, στο εξής: ανακοίνωση COM(2010) 492], προκύπτει ότι η Ένωση είναι υποχρεωμένη, «τόσο προς την ίδια όσο και προς τις τρίτες χώρες, να συνεργάζεται με αυτές για την αντιμετώπιση των [απειλών της τρομοκρατίας και των σοβαρών μορφών διεθνικού εγκλήματος]».

57

Η Εσθονική Κυβέρνηση, η Ιρλανδία, η Ισπανική και η Γαλλική Κυβέρνηση, η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, καθώς και το Συμβούλιο και η Επιτροπή φρονούν, κατ’ ουσίαν, ότι η σχεδιαζόμενη συμφωνία τηρεί τις απαιτήσεις που απορρέουν από την αρχή της αναλογικότητας και ότι η υπό κρίση υπόθεση διαφέρει της επίμαχης στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 8ης Απριλίου 2014, Digital Rights Ireland κ.λπ. (C-293/12 και C-594/12, EU:C:2014:238). Ο μηχανισμός τον οποίο προβλέπει η συμφωνία αυτή προσομοιάζει περισσότερο με συστηματικό έλεγχο στα εξωτερικά σύνορα ή με τους ελέγχους ασφαλείας που διενεργούνται στους αερολιμένες, παρά με διατήρηση δεδομένων όπως η διαλαμβανόμενη στην οδηγία 2006/245. Επιπλέον, η εν λόγω συμφωνία, το είδος και τα αποτελέσματα της οποίας είναι σαφώς πιο περιορισμένα από εκείνα της οδηγίας, περιέχει, αντιθέτως προς τη δεύτερη, αυστηρούς κανόνες σχετικά με τις προϋποθέσεις και τους περιορισμούς της προσβάσεως στα δεδομένα και της χρήσεώς τους, καθώς και κανόνες σχετικά με την ασφάλεια των εν λόγω δεδομένων. Τέλος, κατά τα ως άνω κράτη μέλη και θεσμικά όργανα, η ίδια αυτή συμφωνία προβλέπει την άσκηση εποπτείας εκ μέρους ανεξάρτητης αρχής όσον αφορά την τήρηση των κανόνων αυτών, την ενημέρωση των ενδιαφερομένων όσον αφορά τη διαβίβαση και επεξεργασία των δεδομένων τους, δικαίωμα προσβάσεως και διορθώσεως, καθώς και μορφές διοικητικής προσφυγής και ένδικα βοηθήματα προς διασφάλιση του σεβασμού των δικαιωμάτων των προσώπων αυτών.

58

Όσον αφορά το επιχείρημα του Κοινοβουλίου ότι η σχεδιαζόμενη συμφωνία δεν εξαρτά τη διαβίβαση των δεδομένων PNR από την ύπαρξη απειλής για τη δημόσια ασφάλεια, η Εσθονική και η Γαλλική Κυβέρνηση, η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου καθώς και η Επιτροπή υποστηρίζουν, κατ’ ουσίαν, ότι η χρήση των δεδομένων αυτών αποσκοπεί στην ταυτοποίηση προσώπων έως τώρα άγνωστων στις αρμόδιες αρχές ως ενδεχομένως επικίνδυνων για την ασφάλεια, ενώ τα πρόσωπα που είναι γνωστά από την άποψη αυτή μπορούν να εντοπισθούν με βάση τις εκ των προτέρων πληροφορίες σχετικά με τους επιβάτες αεροπορικών μεταφορών. Εάν επιτρεπόταν μόνον η διαβίβαση των δεδομένων PNR που αφορούν πρόσωπα ήδη καταχωρισμένα ως επικίνδυνα για την ασφάλεια, τότε θα ήταν αδύνατη η επίτευξη του σκοπού περί προλήψεως.

59

Όσον αφορά τους περιορισμούς της χρήσεως των δεδομένων PNR, το Συμβούλιο και η Επιτροπή υποστηρίζουν ότι η παραπομπή στο καναδικό δίκαιο, κατά το άρθρο 3, παράγραφος 3, της σχεδιαζομένης συμφωνίας δεν καθιστά δυνατό να συναχθεί ότι η συμφωνία αυτή είναι υπέρμετρα ασαφής. Τα θεσμικά όργανα αυτά επισημαίνουν συναφώς ότι είναι δυσχερές να περιλαμβάνονται σε διεθνής συμφωνία αποκλειστικώς έννοιες του δικαίου της Ένωσης. Όσον αφορά το άρθρο 3, παράγραφος 5, στοιχείο βʹ, της συμφωνίας αυτής, τα εν λόγω θεσμικά όργανα διατείνονται ότι η διάταξη αυτή αποτυπώνει την υποχρέωση που επιβάλλεται βάσει του καναδικού Συντάγματος σε όλες τις καναδικές αρχές να συμμορφώνονται προς απόφαση εκδοθείσα από δικαστική αρχή και έχουσα δεσμευτική ισχύ. Επιπλέον, η διάταξη αυτή προϋποθέτει ότι η πρόσβαση στα δεδομένα PNR θα εξετάζεται από δικαστική αρχή με γνώμονα τα κριτήρια περί αναγκαιότητας και αναλογικότητας και ότι θα αιτιολογείται στη δικαστική απόφαση. Τέλος, κατά τα ως άνω θεσμικά όργανα, οι καναδικές αρχές ουδέποτε εφήρμοσαν, στην πράξη, τη διάταξη αυτή κατόπιν της θέσεως σε ισχύ της Συμφωνίας του 2006.

60

Όσον αφορά τους περιορισμούς σχετικά με τις αρχές και τα πρόσωπα που έχουν πρόσβαση στα δεδομένα PNR, το Συμβούλιο και η Επιτροπή θεωρούν ότι η παράλειψη καθορισμού, στη σχεδιαζόμενη συμφωνία, της αρμόδιας καναδικής αρχής συνιστά διαδικαστικής φύσεως ζήτημα, χωρίς καμία επίπτωση σε ό,τι αφορά την τήρηση, με τη συμφωνία αυτή, της αρχής της αναλογικότητας. Εν πάση περιπτώσει, τον Ιούνιο του 2014, ο Καναδάς γνωστοποίησε στην Ένωση ότι αρμόδια καναδική αρχή, κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο δʹ, της εν λόγω συμφωνίας είναι το CBSA. Καθόσον, σύμφωνα με το άρθρο 16, παράγραφος 2, της σχεδιαζομένης συμφωνίας, ο Καναδάς υποχρεούται να περιορίσει την πρόσβαση στα δεδομένα PNR σε «περιορισμένο αριθμό υπαλλήλων ειδικά εξουσιοδοτημένων» προς τούτο, εξ αυτού συνάγεται ότι μόνον οι υπάλληλοι του CBSA είναι εξουσιοδοτημένοι να λαμβάνουν και να επεξεργάζονται τα δεδομένα αυτά. Πρόσθετες εγγυήσεις προβλέπονται, τέλος, στο άρθρο 9, παράγραφος 2, στοιχεία αʹ και βʹ, και στο άρθρο 9, παράγραφοι 4 και 5, της συμφωνίας αυτής.

61

Όσον αφορά το ότι η σχεδιαζόμενη συμφωνία δεν εξαρτά την πρόσβαση στα δεδομένα PNR από προηγούμενο έλεγχο δικαστικής ή ανεξάρτητης διοικητικής αρχής, η Ιρλανδία θεωρεί ότι ο έλεγχος αυτός δεν είναι απαραίτητος λαμβανομένων υπόψη των εγγυήσεων που ήδη περιέχονται στα άρθρα 11 έως 14, 16, 18 και 20 της συμφωνίας αυτής. Η Εσθονική Κυβέρνηση και η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου θεωρούν ότι δεν είναι εφικτός ο εκ των προτέρων καθορισμός των κριτηρίων που αντιστοιχούν στα δεδομένα PNR που πρέπει να αποτελέσουν το αντικείμενο επεξεργασίας, οπότε δεν μπορεί να απαιτείται κατά σύστημα η χορήγηση προηγούμενης αδείας. Μια τέτοια άδεια, επομένως, θα ήταν κατ’ ανάγκη γενικού χαρακτήρα και δεν θα παρείχε, ως εκ τούτου, καμία προστιθέμενη αξία.

62

Όσον αφορά το ζήτημα της κοινοποιήσεως των δεδομένων PNR σε άλλες αρχές, η Επιτροπή επισημαίνει ότι στα άρθρα 1, 3, 18 και 19 της σχεδιαζομένης συμφωνίας καθορίζονται επακριβώς οι σκοποί για τους οποίους είναι δυνατή η επεξεργασία των δεδομένων αυτών, καθώς και οι προϋποθέσεις δημοσιοποιήσεώς τους. Εν πάση περιπτώσει, όπως επισημαίνει το θεσμικό όργανο αυτό, κάθε κοινοποίηση δεδομένων PNR πρέπει, σύμφωνα με το άρθρο 17 της εν λόγω συμφωνίας, να καταχωρίζεται και να καταγράφεται, όπως επίσης και να ελέγχεται εκ των υστέρων από ανεξάρτητη αρχή.

63

Όσον αφορά τη χρονική διάρκεια της διατηρήσεως των δεδομένων PNR, η Εσθονική και η Γαλλική Κυβέρνηση, η Ιρλανδία και η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου υποστηρίζουν ότι η χρονική διάρκεια αυτή δεν υπερβαίνει το αυστηρώς αναγκαίο μέτρο στο συνολικό πλαίσιο της σχεδιαζομένης συμφωνίας. Δεδομένης της περίπλοκης και δυσχερούς φύσεως των ερευνών για τρομοκρατικές πράξεις και σοβαρά διεθνικά εγκλήματα, ενδέχεται να παρέλθει ορισμένο χρονικό διάστημα μεταξύ του ταξιδίου του επιβάτη που εμπλέκεται σε τέτοια περιστατικά και του χρόνου κατά τον οποίο οι αρχές καταστολής θα χρειασθούν να αποκτήσουν πρόσβαση στα δεδομένα PNR, προκειμένου να ανιχνεύσουν, να διερευνήσουν και να διώξουν τις εγκληματικές πράξεις αυτές. Η περάτωση ποινικής διαδικασίας ενδέχεται να απαιτήσει πλέον των πέντε ετών από τη διαβίβαση των δεδομένων PNR. Πρέπει, εξάλλου, να ληφθούν υπόψη οι διατάξεις του άρθρου 16 της συμφωνίας αυτής, με τις οποίες επιβάλλονται αυστηροί όροι ως προς την απόκρυψη και τη δημοσιοποίηση των δεδομένων PNR με σκοπό την περαιτέρω προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, καθώς και οι διατάξεις του άρθρου 8, παράγραφος 5, της εν λόγω συμφωνίας, οι οποίες προβλέπουν ειδικό καθεστώς για τα ευαίσθητα δεδομένα.

64

Το Συμβούλιο και η Επιτροπή προσθέτουν επίσης ότι η χρονική διάρκεια διατηρήσεως των δεδομένων PNR πρέπει, σύμφωνα με το άρθρο 6 της οδηγίας 95/46, να καθορίζεται αναλόγως του αν τα δεδομένα αυτά είναι αναγκαία για την επίτευξη των σκοπών που επιδιώκονται με τη συλλογή τους, οπότε ο αναλογικός χαρακτήρας της χρονικής διάρκειας της διατηρήσεως σε ορισμένη περίπτωση δεν μπορεί να εκτιμάται κατά αφηρημένο τρόπο. Τα θεσμικά όργανα αυτά επισημαίνουν ότι η πενταετής χρονική διάρκεια διατηρήσεως, την οποία προβλέπει η σχεδιαζόμενη συμφωνία, κρίθηκε από τα μέρη της συμφωνίας αυτής ως απολύτως αναγκαία για την επίτευξη των επιδιωκομένων με αυτή σκοπών. Προσθέτουν ότι, αντιθέτως, ενδεχόμενη διάρκεια τριών και ήμισυ ετών, όπως προέβλεπε η Συμφωνία του 2006, θα παρακώλυε, ενδεχομένως, κατά τον Καναδά, την αποτελεσματική χρησιμοποίηση των δεδομένων PNR με σκοπό την ανίχνευση περιπτώσεων αυξημένου κινδύνου όσον αφορά τρομοκρατικές ενέργειες ή το οργανωμένο έγκλημα, λαμβανομένου υπόψη του χρονοβόρου χαρακτήρα των ερευνών. Επιπλέον, η σχεδιαζόμενη συμφωνία προβλέπει, στο άρθρο της 16, παράγραφος 3, αρχική αποπροσωποποίηση των δεδομένων PNR 30 ημέρες κατόπιν της λήψεώς τους και περαιτέρω αποπροσωποποίηση μετά την πάροδο δύο ετών.

65

Όσον αφορά τον έλεγχο από ανεξάρτητη αρχή της τηρήσεως των κανόνων περί προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τον οποίο επιτάσσει το άρθρο 8, παράγραφος 3, του Χάρτη και το άρθρο 16, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, το Συμβούλιο και η Επιτροπή θεωρούν ότι η παράλειψη καθορισμού, στη σχεδιαζόμενη συμφωνία, της αρμόδιας καναδικής αρχής δεν θέτει εν αμφιβόλω την επάρκεια και καταλληλότητα των μέτρων που πρόκειται να λάβει ο Καναδάς. Τα θεσμικά όργανα αυτά επισημαίνουν επίσης ότι η ταυτότητα των αρμοδίων αρχών που διαλαμβάνονται στα άρθρα 10 και 14 της συμφωνίας αυτής έχει γνωστοποιηθεί στην Επιτροπή.

66

Όσον αφορά την τήρηση της νομολογίας του Δικαστηρίου η οποία διατυπώθηκε με την απόφαση της 9ης Μαρτίου 2010, Επιτροπή κατά Γερμανίας (C-518/07, EU:C:2010:125, σκέψη 30), και κατά την οποία η αρχή ελέγχου πρέπει να απολαύει ανεξαρτησίας που να καθιστά δυνατή την άσκηση των καθηκόντων της χωρίς αυτή να υπόκειται σε εξωτερική επιρροή, η Επιτροπή επισημαίνει ότι ο Καναδός Επίτροπος για την Προστασία της Ιδιωτικής Ζωής αποτελεί ανεξάρτητη αρχή τόσο από θεσμικής όσο και από λειτουργικής απόψεως. Η Επιτροπή προσθέτει ότι, λαμβανομένου υπόψη του ότι η καναδική νομοθεσία δεν παρέχει δικαίωμα προσβάσεως στους αλλοδαπούς που δεν διαμένουν στον Καναδά, απαιτήθηκε η πρόβλεψη, στα άρθρα 10 και 14 της σχεδιαζομένης συμφωνίας, συστάσεως «αρχής που συγκροτείται με διοικητικά μέσα» προκειμένου να διασφαλισθεί ότι όλοι οι δυνητικώς ενδιαφερόμενοι θα έχουν τη δυνατότητα ασκήσεως των δικαιωμάτων τους, περιλαμβανομένου και του δικαιώματος προσβάσεως.

VIII. Εκτίμηση του Δικαστηρίου

67

Πρέπει να υπομνησθεί, καταρχάς, ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, οι διατάξεις διεθνούς συμφωνίας που συνάπτει η Ένωση, σύμφωνα με τα άρθρα 217 και 218 ΣΛΕΕ, αποτελούν, από της θέσεώς τους σε ισχύ, αναπόσπαστο μέρος της έννομης τάξεως της Ένωσης [βλ., σχετικώς, αποφάσεις της 30ής Απριλίου 1974, Haegeman, 181/73, EU:C:1974:41, σκέψη 5, και της 11ης Μαρτίου 2015, Oberto και O’Leary, C-464/13 και C-465/13, EU:C:2015:163, σκέψη 29, γνωμοδότηση 2/13 (Προσχώρηση της Ένωσης στην ΕΣΔΑ), της 18ης Δεκεμβρίου 2014, EU:C:2014:2454, σκέψη 180]. Οι διατάξεις μιας τέτοιας συμφωνίας πρέπει, επομένως, να είναι καθ’ όλα συμβατές με τις Συνθήκες και με τις συνταγματικές αρχές που απορρέουν από αυτές.

1. Επί του παραδεκτού της αιτήσεως γνωμοδοτήσεως

68

Κατά το άρθρο 218, παράγραφος 11, ΣΛΕΕ, ένα κράτος μέλος, το Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο ή η Επιτροπή μπορεί να ζητήσει από το Δικαστήριο να γνωμοδοτήσει αν σχεδιαζόμενη συμφωνία είναι συμβατή με τις Συνθήκες.

69

Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η διάταξη αυτή αποσκοπεί στην αποτροπή των περιπλοκών οι οποίες θα ανέκυπταν από ένδικες αμφισβητήσεις σχετικές με το αν διεθνείς συμφωνίες που δεσμεύουν την Ένωση είναι συμβατές με τις Συνθήκες. Πράγματι, δικαστική απόφαση με την οποία διαπιστώνεται, ενδεχομένως, κατόπιν της συνάψεως διεθνούς συμφωνίας δεσμεύουσας την Ένωση, ότι η συμφωνία αυτή, λόγω είτε του περιεχομένου της είτε της διαδικασίας που ακολουθήθηκε για τη σύναψή της, δεν είναι συμβατή με τις διατάξεις των Συνθηκών, θα προκαλούσε, ασφαλώς, σοβαρές δυσχέρειες όχι μόνο εντός της Ένωσης, αλλά και σε επίπεδο διεθνών σχέσεων, και θα μπορούσε να βλάψει τα συμφέροντα όλων των ενδιαφερομένων, περιλαμβανομένων των τρίτων χωρών [γνωμοδότηση 2/13 (Προσχώρηση της Ένωσης στην ΕΣΔΑ), της 18ης Δεκεμβρίου 2014, EU:C:2014:2454, σκέψεις 145 και 146 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

70

Πρέπει, επομένως, να εξετάζονται στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 218, παράγραφος 11, ΣΛΕΕ, όλα τα ζητήματα που δύνανται να εγείρουν αμφιβολίες ως προς το ουσιαστικό ή το τυπικό κύρος της συμφωνίας έναντι των Συνθηκών. Η κρίση επί του συμβατού χαρακτήρα συμφωνίας με τις Συνθήκες ενδέχεται, συναφώς, να εξαρτάται, μεταξύ άλλων, όχι μόνον από τις διατάξεις που αφορούν την αρμοδιότητα, τη διαδικασία ή τη θεσμική οργάνωση της Ένωσης, αλλά και από διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου [βλ. σχετικώς, όσον αφορά το άρθρο 300, παράγραφος 6, ΕΚ, γνωμοδότηση 1/08 (Συμφωνίες για την τροποποίηση συγκεκριμένων δεσμεύσεων δυνάμει της GATS), της 30ής Νοεμβρίου 2009, EU:C:2009:739, σκέψη 108 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία]. Το αυτό ισχύει και στην περίπτωση ζητήματος σχετικού με τον συμβατό χαρακτήρα διεθνούς συμφωνίας με το άρθρο 6, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, ΣΕΕ και, κατά συνέπεια, με τις εγγυήσεις που κατοχυρώνονται βάσει του Χάρτη, δεδομένου ότι αυτός έχει το ίδιο νομικό κύρος με τις Συνθήκες.

71

Όσον αφορά το ζήτημα της προσήκουσας νομικής βάσεως της αποφάσεως του Συμβουλίου για τη σύναψη της σχεδιαζομένης συμφωνίας, πρέπει να υπομνησθεί ότι η επιλογή της προσήκουσας νομικής βάσης έχει σημασία συνταγματικού χαρακτήρα, δεδομένου ότι η Ένωση, καθόσον διαθέτει μόνο δοτές αρμοδιότητες, πρέπει να συνδέει τις πράξεις που εκδίδει με τις διατάξεις της Συνθήκης ΛΕΕ οι οποίες την εξουσιοδοτούν πράγματι προς τούτο (βλ., σχετικώς, απόφαση της 1ης Οκτωβρίου 2009, Επιτροπή κατά Συμβουλίου, C-370/07, EU:C:2009:590, σκέψη 47).

72

Επομένως, η χρήση εσφαλμένης νομικής βάσεως δύναται να καταστήσει ανίσχυρη την ίδια την πράξη περί συνάψεως και, ως εκ τούτου, να καταστήσει πλημμελή τη συναίνεση της Ένωσης να δεσμευθεί από τη συμφωνία την οποία έχει προσυπογράψει.

73

Το επιχείρημα της Γαλλικής Κυβερνήσεως και του Συμβουλίου ότι η ενδεχομένως εσφαλμένη επιλογή νομικής βάσεως στερείται, εν προκειμένω, επιπτώσεων ως προς την αρμοδιότητα της Ένωσης να συνάψει τη σχεδιαζόμενη συμφωνία, την κατανομή αρμοδιοτήτων προς τούτο μεταξύ της Ένωσης και των κρατών μελών ή τη διαδικασία εκδόσεως της πράξεως που πρέπει να ακολουθηθεί δεν μπορεί να συνεπάγεται ότι το δεύτερο ερώτημα που υποβλήθηκε με την υπό κρίση αίτηση γνωμοδοτήσεως είναι απαράδεκτο.

74

Πράγματι, λαμβανομένης υπόψη της, υπομνησθείσας στη σκέψη 69 της παρούσας γνωμοδοτήσεως, λειτουργίας της διαδικασίας την οποία προβλέπει το άρθρο 218, παράγραφος 11, ΣΛΕΕ, και η οποία συνίσταται στην αποτροπή, μέσω της εκ των προτέρων υποβολής στο Δικαστήριο αιτήσεως γνωμοδοτήσεως, ενδεχόμενων περιπλοκών τόσο εντός της Ένωσης όσο και σε διεθνές επίπεδο, οι οποίες θα ανέκυπταν λόγω της κηρύξεως ως ανίσχυρης πράξεως συνάψεως διεθνούς συμφωνίας, απλώς και μόνον ο κίνδυνος της κηρύξεως πράξεως ως ανίσχυρης αρκεί για την υπαγωγή του ζητήματος στην κρίση του Δικαστηρίου. Επιπλέον, το ζήτημα των επιπτώσεων που θα είχε στην πράξη, σε συγκεκριμένη περίπτωση, η εσφαλμένη επιλογή της νομικής βάσεως ή των νομικών βάσεων όσον αφορά το κύρος πράξεως συνάψεως διεθνούς συμφωνίας, όπως είναι η απόφαση του Συμβουλίου για τη σύναψη της σχεδιαζομένης συμφωνίας, είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την επί της ουσίας εξέταση του ζητήματος της προσήκουσας νομικής βάσεως και δεν επιδέχεται, επομένως, εκτίμηση στο πλαίσιο του παραδεκτού αιτήσεως γνωμοδοτήσεως.

75

Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, η υπό κρίση αίτηση γνωμοδοτήσεως είναι παραδεκτή στο σύνολό της.

2. Επί της προσήκουσας νομικής βάσεως της αποφάσεως του Συμβουλίου για τη σύναψη της σχεδιαζομένης συμφωνίας

76

Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η επιλογή της νομικής βάσεως πράξεως της Ένωσης, περιλαμβανομένης εκείνης που εκδίδεται ενόψει της συνάψεως διεθνούς συμφωνίας, πρέπει να στηρίζεται σε αντικειμενικά στοιχεία επιδεχόμενα δικαστικό έλεγχο, μεταξύ των οποίων καταλέγονται ο σκοπός και το περιεχόμενο της πράξεως αυτής (αποφάσεις της 6ης Μαΐου 2014, Επιτροπή κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, C-43/12, EU:C:2014:298, σκέψη 29, και της 14ης Ιουνίου 2016, Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου, C-263/14, EU:C:2016:435, σκέψη 43 και παρατιθέμενη νομολογία).

77

Αν από την εξέταση πράξεως της Ένωσης προκύπτει ότι με αυτήν επιδιώκονται δύο σκοποί ή ότι αυτή αποτελείται από δύο συστατικά στοιχεία και αν ο ένας από τους σκοπούς ή τα συστατικά στοιχεία αυτά μπορεί να χαρακτηρισθεί ως κύριος, ενώ ο άλλος έχει παρεπόμενο απλώς χαρακτήρα, η πράξη πρέπει να στηρίζεται σε μία και μόνη νομική βάση, δηλαδή σε εκείνη που επιβάλλεται από τον κύριο ή τον υπερισχύοντα σκοπό ή στοιχείο. Κατ’ εξαίρεση, εφόσον αποδεικνύεται, αντιθέτως, ότι με την πράξη επιδιώκεται η επίτευξη πλειόνων σκοπών συγχρόνως ή ότι αυτή έχει πλείονα συστατικά στοιχεία τα οποία συνδέονται άρρηκτα μεταξύ τους, χωρίς ο ένας σκοπός ή το ένα στοιχείο να έχει δευτερεύουσα σημασία σε σχέση με τον άλλο σκοπό ή το άλλο στοιχείο, με αποτέλεσμα να τυγχάνουν εφαρμογής διάφορες διατάξεις των Συνθηκών, η πράξη πρέπει να στηρίζεται στις αντίστοιχες διαφορετικές νομικές βάσεις (απόφαση της 14ης Ιουνίου 2016, Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου, C-263/14, EU:C:2016:435, σκέψη 44 και παρατιθέμενη νομολογία).

78

Πάντως, η χρήση διττής νομικής βάσεως αποκλείεται οσάκις οι διαδικασίες που προβλέπονται για καθεμία από τις νομικές αυτές βάσεις δεν είναι συμβατές μεταξύ τους (απόφαση της 6ης Νοεμβρίου 2008, Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου, C-155/07, EU:C:2008:605, σκέψη 37 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

79

Η προσήκουσα νομική βάση της αποφάσεως του Συμβουλίου για τη σύναψη της σχεδιαζομένης συμφωνίας πρέπει να καθορισθεί με γνώμονα τα προεκτεθέντα.

1. Επί του σκοπού και του περιεχομένου της σχεδιαζομένης συμφωνίας

80

Τα συμβαλλόμενα μέρη επιδιώκουν, όπως προκύπτει από το τρίτο εδάφιο του προοιμίου της σχεδιαζομένης συμφωνίας, να ενισχύσουν και να ενθαρρύνουν τη συνεργασία διά της συμφωνίας αυτής. Προς τούτο, το άρθρο 1 της εν λόγω συμφωνίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Σκοπός της συμφωνίας», ορίζει ότι «τα μέρη [καθορίζουν τις προϋποθέσεις] για τη διαβίβαση και τη χρήση δεδομένων [PNR] για να διασφαλίσουν την ασφάλεια και προστασία των πολιτών, καθώς και τα μέσα προστασίας των δεδομένων».

81

Όσον αφορά τον σκοπό που άπτεται της προστασίας και της ασφάλειας των πολιτών, κατά το ως άνω άρθρο 1, στο πρώτο εδάφιο του προοιμίου της σχεδιαζομένης συμφωνίας διευκρινίζεται, μεταξύ άλλων, ότι τα μέρη ενεργούν επιδιώκοντας την πρόληψη, την καταπολέμηση, την καταστολή και την εξάλειψη της τρομοκρατίας, των αξιόποινων πράξεων που συνδέονται με την τρομοκρατία και άλλων σοβαρών μορφών διεθνικού εγκλήματος. Υπό το πρίσμα αυτό, στο εν λόγω προοίμιο επισημαίνεται, στο δεύτερο και τέταρτο εδάφιό του, η σημασία, αφενός, της καταπολεμήσεως της τρομοκρατίας, των συνδεομένων με αυτήν αξιόποινων πράξεων και των λοιπών σοβαρών μορφών διεθνικού εγκλήματος και, αφετέρου, της χρήσεως των δεδομένων PNR και της ανταλλαγής πληροφοριών για την καταπολέμηση αυτή. Βάσει των διαπιστώσεων αυτών, στο πέμπτο εδάφιο του εν λόγω προοιμίου επισημαίνεται ότι πρέπει να θεσπισθούν κανόνες που θα διέπουν τη διαβίβαση δεδομένων PNR από τους αερομεταφορείς προς τον Καναδά, με σκοπό την προστασία της δημόσιας ασφάλειας και την επιβολή του νόμου. Τέλος, στο δέκατο έκτο εδάφιο του ιδίου αυτού προοιμίου επισημαίνεται η σημασία της ανταλλαγής δεδομένων PNR και συναφών και κατάλληλων αναλυτικών πληροφοριών που περιέχουν δεδομένα PNR τα οποία έχει λάβει ο Καναδάς από τις αρμόδιες αστυνομικές και δικαστικές αρχές των κρατών μελών της Ένωσης, από την Ευρωπόλ [Ευρωπαϊκή Αστυνομική Υπηρεσία] και τη Eurojust [Μονάδα Δικαστικής Συνεργασίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης], για την ενίσχυση της διεθνούς αστυνομικής και δικαστικής συνεργασίας.

82

Πρέπει, επομένως, να γίνει δεκτό ότι με τη σχεδιαζόμενη συμφωνία επιδιώκεται η επίτευξη του σκοπού της προστασίας της δημόσιας ασφάλειας μέσω της διαβιβάσεως δεδομένων PNR προς τον Καναδά και τη χρήση τους στο πλαίσιο της καταπολεμήσεως των τρομοκρατικών αξιόποινων πράξεων και των σοβαρών μορφών διεθνικού εγκλήματος, ακόμη και μέσω της ανταλλαγής των δεδομένων αυτών με τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών της Ένωσης, καθώς και με την Ευρωπόλ και τη Eurojust.

83

Όσον αφορά τον δεύτερο, κατά το άρθρο 1 της σχεδιαζομένης συμφωνίας, σκοπό, δηλαδή τον καθορισμό των μέσων προστασίας των δεδομένων PNR, πρέπει να επισημανθεί, αφενός, ότι στο δεύτερο, το έκτο και στο έβδομο εδάφιο του προοιμίου της συμφωνίας αυτής επισημαίνεται η ανάγκη σεβασμού, σύμφωνα με τις δεσμεύσεις της Ένωσης βάσει του άρθρου 6 ΣΕΕ, των θεμελιωδών δικαιωμάτων, ιδίως δε του δικαιώματος στην ιδιωτική ζωή και του δικαιώματος προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία κατοχυρώνονται, αντιστοίχως, με τα άρθρα 7 και 8 του Χάρτη, ενώ υπενθυμίζεται παράλληλα ότι τα συμβαλλόμενα μέρη έχουν κοινές αξίες όσον αφορά την προστασία των δεδομένων και της ιδιωτικής ζωής.

84

Αφετέρου, από τις διατάξεις του άρθρου 5 της σχεδιαζομένης συμφωνίας προκύπτει ότι οι κανόνες τους οποίους πρέπει να τηρεί η αρμόδια καναδική αρχή κατά την επεξεργασία των δεδομένων PNR θεωρείται ότι διασφαλίζουν επαρκές επίπεδο προστασίας, όπως επιτάσσει το δίκαιο της Ένωσης, όσον αφορά την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, οπότε με τη συμφωνία αυτή επιδιώκεται επίσης η επίτευξη του σκοπού της διασφαλίσεως τέτοιου επιπέδου προστασίας των εν λόγω δεδομένων.

85

Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, το άρθρο 1 της σχεδιαζομένης συμφωνίας ορίζει ρητώς τους δύο σκοπούς που επιδιώκονται με τη συμφωνία αυτή.

86

Όσον αφορά το περιεχόμενο της σχεδιαζομένης συμφωνίας, πρέπει να επισημανθεί ότι το πρώτο μέρος της, το οποίο φέρει τον τίτλο «Γενικές διατάξεις» (άρθρα 1 έως 6), περιλαμβάνει το άρθρο 5 της συμφωνίας αυτής, που προβλέπει ότι η αρμόδια καναδική αρχή, καθόσον συμμορφώνεται προς τη συμφωνία, θεωρείται ότι παρέχει επαρκές επίπεδο προστασίας, κατά την έννοια του δικαίου της Ένωσης περί προστασίας δεδομένων, κατά την επεξεργασία και χρήση των δεδομένων PNR, και ότι κάθε αερομεταφορέας που παρέχει τέτοια δεδομένα στον Καναδά, κατ’ εφαρμογήν της ιδίας αυτής συμφωνίας, θεωρείται ότι συμμορφώνεται προς τις απαιτήσεις του δικαίου της Ένωσης όσον αφορά τη διαβίβαση των δεδομένων αυτών από την Ένωση στον Καναδά. Το πρώτο αυτό μέρος περιλαμβάνει επίσης το άρθρο 4 της σχεδιαζομένης συμφωνίας, του οποίου η παράγραφος 1 προβλέπει ότι η Ένωση μεριμνά ώστε να μην παρακωλύονται οι αερομεταφορείς να διαβιβάζουν δεδομένα PNR στην αρμόδια καναδική αρχή, δεδομένου ότι αυτή, βάσει του άρθρου 2, στοιχείο δ’, της συμφωνίας, είναι αρμόδια για τη λήψη και την επεξεργασία των δεδομένων αυτών. Επιπλέον, το άρθρο 3 της εν λόγω συμφωνίας, με το οποίο καθορίζονται οι σκοποί που δικαιολογούν την επεξεργασία των δεδομένων PNR από την αρμόδια καναδική αρχή, ορίζει, στην παράγραφό του 1, ότι η επεξεργασία αυτή επιτρέπεται αποκλειστικώς για σκοπούς προλήψεως, ανιχνεύσεως, διερευνήσεως ή διώξεως τρομοκρατικών αξιόποινων πράξεων ή σοβαρών μορφών διεθνικής εγκληματικότητας, προβλέποντας παράλληλα, στις παραγράφους του 4 και 5, σαφώς οριοθετημένες εξαιρέσεις από τον κανόνα αυτό. Τέλος, κατά το άρθρο 6 της ιδίας αυτής συμφωνίας, τα δεδομένα PNR και οι περιέχουσες τέτοια δεδομένα συναφείς και κατάλληλες αναλυτικές πληροφορίες κοινοποιούνται ή καθίστανται προσβάσιμες στις αρμόδιες δικαστικές ή αστυνομικές αρχές των κρατών μελών, την Ευρωπόλ και τη Eurojust, κατά τις συμφωνίες και τις ρυθμίσεις που αφορούν την επιβολή του νόμου ή την ανταλλαγή πληροφοριών.

87

Στο δεύτερο μέρος της, το οποίο φέρει τον τίτλο «Διασφαλίσεις που εφαρμόζονται στην επεξεργασία δεδομένων PNR» (άρθρα 7 έως 21), η σχεδιαζόμενη συμφωνία ορίζει τους κανόνες και τις αρχές που διέπουν και οριοθετούν τη χρήση των δεδομένων PNR στον Καναδά εκ μέρους της αρμόδιας καναδικής αρχής, καθώς και την κοινοποίησή τους σε άλλες δημόσιες αρχές της τρίτης χώρας αυτής και σε δημόσιες αρχές άλλων τρίτων χωρών. Η σχεδιαζόμενη συμφωνία περιέχει, στο άρθρο της 7, ρήτρα περί απαγορεύσεως των διακρίσεων και, στο άρθρο της 8, ειδικό κανόνα περί ευαίσθητων δεδομένων, συνοδευόμενο από προϋποθέσεις που περιορίζουν τη χρήση των δεδομένων αυτών. Το δεύτερο αυτό μέρος προβλέπει επίσης κανόνες, οι οποίοι περιέχονται, αντιστοίχως, στα άρθρα 9 και 10 της συμφωνίας, σχετικά, αφενός, με την ασφάλεια και ακεραιότητα των δεδομένων PNR και, αφετέρου, την εποπτεία της τηρήσεως των εγγυήσεων που περιέχονται στην εν λόγω συμφωνία. Όσον αφορά τα άρθρα 11 έως 14 της ιδίας αυτής συμφωνίας, με αυτά θεσπίζεται κανόνας διαφάνειας και καθορίζονται τα δικαιώματα των προσώπων των οποίων τα δεδομένα PNR διαβιβάζονται και υφίστανται επεξεργασία, όπως είναι το δικαίωμα προσβάσεως στα δεδομένα αυτά, το δικαίωμα να ζητηθεί η διόρθωσή τους και το δικαίωμα διοικητικής ή ένδικης προσφυγής.

88

Στο δεύτερο πάντα μέρος της, η σχεδιαζόμενη συμφωνία επιτάσσει, στο άρθρο της 15, να μη λαμβάνει ο Καναδάς αποφάσεις με ουσιωδώς δυσμενείς επιπτώσεις αποκλειστικώς βάσει αυτοματοποιημένης επεξεργασίας δεδομένων PNR, προβλέπει δε, στο άρθρο της 16, κανόνες σχετικούς, μεταξύ άλλων, με τη χρονική διάρκεια διατηρήσεως των δεδομένων αυτών, την απόκρυψη και τη δημοσιοποίησή τους. Με το δεύτερο αυτό μέρος θεσπίζονται επίσης, στα άρθρα 18 και 19, κανόνες σχετικοί με την εκ μέρους της αρμόδιας καναδικής αρχής δημοσιοποίηση των εν λόγω δεδομένων, προβλέπονται δε, στα άρθρα 20 και 21, κανόνες περί της μεθόδου και της συχνότητας των διαβιβάσεων των ιδίων αυτών δεδομένων.

89

Από τις διάφορες διαπιστώσεις περί του περιεχομένου της σχεδιαζομένης συμφωνίας προκύπτει ότι αυτή αφορά ιδίως την καθιέρωση συστήματος αποτελούμενου από σύνολο κανόνων οι οποίοι θεωρείται ότι προστατεύουν τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, και τους οποίους ο Καναδάς δεσμεύεται, κατά το δέκατο πέμπτο εδάφιο του προοιμίου της συμφωνίας αυτής, να τηρεί κατά την επεξεργασία δεδομένων PNR.

90

Λαμβανομένων υπόψη τόσο των σκοπών της όσο και του περιεχομένου της, η σχεδιαζόμενη συμφωνία έχει δύο συστατικά στοιχεία, εκ των οποίων το πρώτο αφορά την ανάγκη προστασίας της δημόσιας ασφάλειας και το δεύτερο την προστασία των δεδομένων PNR.

91

Όσον αφορά το ζήτημα ποιο από τα δύο αυτά συστατικά στοιχεία είναι το υπερισχύον, πρέπει να επισημανθεί ότι, βεβαίως, η διαβίβαση δεδομένων PNR από τους αερομεταφορείς προς τον Καναδά και η χρήση των δεδομένων αυτών από την καναδική αρμόδια αρχή δικαιολογούνται, αυτές καθαυτές, μόνον από τον σκοπό που συνίσταται στην προστασία της δημόσιας ασφάλειας στην τρίτη χώρα αυτή και εντός της Ένωσης.

92

Ωστόσο, το περιεχόμενο της σχεδιαζομένης συμφωνίας αποτελείται, σε μεγάλο βαθμό, από λεπτομερείς κανόνες διασφαλίζοντες ότι η διαβίβαση των δεδομένων PNR στον Καναδά με σκοπό τη χρήση τους για την προστασία της δημόσιας ασφάλειας θα διενεργείται υπό όρους σύμφωνους με την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

93

Συναφώς, πρέπει να επισημανθεί ότι η διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, όπως είναι τα δεδομένα PNR, από την Ένωση προς τρίτη χώρα επιτρέπεται κατά νόμον μόνον εφόσον στη χώρα αυτή υφίστανται κανόνες οι οποίοι διασφαλίζουν επίπεδο προστασίας των θεμελιωδών ελευθεριών και δικαιωμάτων κατ’ ουσίαν ισοδύναμο εκείνου της προστασίας που παρέχεται εντός της Ένωσης (βλ., σχετικώς, απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2015, Schrems, C‑362/14, EU:C:2015:650, σκέψεις 68 και 74).

94

Ως εκ τούτου, τα δύο συστατικά στοιχεία της σχεδιαζομένης συμφωνίας είναι άρρηκτα συνδεδεμένα μεταξύ τους. Πρέπει, επομένως, να γίνει δεκτό ότι αμφότερα έχουν ουσιώδη σημασία.

2. Επί της προσήκουσας νομικής βάσεως υπό το πρίσμα της Συνθήκης ΛΕΕ

95

Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, η απόφαση για τη σύναψη της σχεδιαζομένης συμφωνίας συνδέεται άμεσα, πρώτον, με τον σκοπό που επιδιώκει το άρθρο 16, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ.

96

Πράγματι, η διάταξη αυτή συνιστά, με την επιφύλαξη του άρθρου 39 ΣΕΕ, προσήκουσα νομική βάση οσάκις η προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα αποτελεί έναν από τους σκοπούς ή από τα ουσιώδη συστατικά στοιχεία των κανόνων που θεσπίζει ο νομοθέτης της Ένωσης, περιλαμβανομένων και αυτών που εντάσσονται στο πλαίσιο της λήψεως μέτρων τα οποία εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων της Συνθήκης ΛΕΕ περί δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις και περί αστυνομικής συνεργασίας, όπως επιβεβαιώνουν το άρθρο 6α του Πρωτοκόλλου αριθ. 21 και το άρθρο 2α του Πρωτοκόλλου αριθ. 22, καθώς και η μνημονευθείσα στη σκέψη 32 της παρούσας γνωμοδοτήσεως δήλωση.

97

Ως εκ τούτου, η απόφαση του Συμβουλίου για τη σύναψη της σχεδιαζομένης συμφωνίας πρέπει να στηρίζεται στο άρθρο 16 ΣΛΕΕ.

98

Δεύτερον, η απόφαση αυτή πρέπει επίσης να στηρίζεται στο άρθρο 87, παράγραφος 2, στοιχείο α’, ΣΛΕΕ. Πράγματι, η διάταξη αυτή προβλέπει ότι, για τους σκοπούς του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, κατά το οποίο η Ένωση «αναπτύσσει αστυνομική συνεργασία στην οποία συμμετέχουν όλες οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών», το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο δύνανται να λαμβάνουν μέτρα που αφορούν «τη συλλογή, αποθήκευση, επεξεργασία, ανάλυση και ανταλλαγή σχετικών πληροφοριών».

99

Πρέπει, όμως, να επισημανθεί συναφώς ότι, αφενός, οι σχετικές πληροφορίες, κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 2, στοιχείο α’, ΣΛΕΕ, στους τομείς της προλήψεως ή της εξακριβώσεως αξιόποινων πράξεων και της διερευνήσεώς τους, μπορεί να περιλαμβάνουν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα και, αφετέρου, ότι οι όροι «επεξεργασία» και «ανταλλαγή» τέτοιων δεδομένων καλύπτουν τόσο τη διαβίβασή τους σε αρμόδιες σχετικώς αρχές των κρατών μελών όσο και τη χρήση τους από τις αρχές αυτές. Υπό τις συνθήκες αυτές, μέτρα περί της διαβιβάσεως δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σε αρχές αρμόδιες για την πρόληψη, την εξακρίβωση και τη διερεύνηση αξιόποινων πράξεων και περί της επεξεργασίας των δεδομένων αυτών από τις ίδιες αρχές εμπίπτουν στο πεδίο της αστυνομικής συνεργασίας, κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, στοιχείο α’, ΣΛΕΕ, και μπορούν να στηριχθούν στη διάταξη αυτή.

100

Εν προκειμένω, με τη σχεδιαζόμενη συμφωνία θεσπίζονται, ιδίως, κανόνες που διέπουν τόσο τη διαβίβαση των δεδομένων PNR στην αρμόδια καναδική αρχή όσο και τη χρήση των δεδομένων αυτών από την ίδια αρχή. Η εν λόγω αρχή, σύμφωνα με το άρθρο 2, στοιχείο δ’, σε συνδυασμό με το άρθρο 3, παράγραφος 1, της συμφωνίας αυτής, είναι αρμόδια να επεξεργάζεται τα δεδομένα PNR με σκοπό την πρόληψη, την ανίχνευση, τη διερεύνηση και τη δίωξη τρομοκρατικών αξιόποινων πράξεων ή σοβαρών μορφών διεθνικού εγκλήματος. Επιπλέον, το άρθρο 6 της εν λόγω συμφωνίας προβλέπει ότι ο Καναδάς κοινοποιεί, αφενός, το συντομότερο δυνατό, τις συναφείς και κατάλληλες αναλυτικές πληροφορίες που περιέχουν δεδομένα PNR στην Ευρωπόλ και τη Eurojust, καθώς και στις δικαστικές και αστυνομικές αρχές κράτους μέλους. Αφετέρου, το άρθρο αυτό ορίζει ότι, κατόπιν αιτήματος των εν λόγω υπηρεσιών και αρχών, ο Καναδάς κοινοποιεί, σε ιδιαίτερες περιπτώσεις, τα δεδομένα PNR ή τις αναλυτικές πληροφορίες που τα περιέχουν, με σκοπό την πρόληψη, την ανίχνευση, τη διερεύνηση και τη δίωξη, εντός της Ένωσης, τρομοκρατικής αξιόποινης πράξεως ή σοβαρού διεθνικού εγκλήματος. Όπως επισημαίνει ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 105 και 106 των προτάσεών του, η ίδια συμφωνία αφορά, επομένως, την επεξεργασία και την ανταλλαγή σχετικών πληροφοριών κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 2, στοιχείο α’, ΣΛΕΕ και συνδέεται, όπως προκύπτει μεταξύ άλλων από τη σκέψη 80 της παρούσας γνωμοδοτήσεως, και με τον σκοπό του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

101

Υπό τις συνθήκες αυτές, το ότι τα δεδομένα PNR συλλέγονται αρχικώς από αερομεταφορείς για εμπορικούς σκοπούς και όχι από αρχή αρμόδια για την πρόληψη, την εξακρίβωση και τη διερεύνηση των αξιόποινων πράξεων δεν αποκλείει, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει το Κοινοβούλιο, το ενδεχόμενο το άρθρο 87, παράγραφος 2, στοιχείο α’, ΣΛΕΕ να αποτελεί επίσης προσήκουσα νομική βάση της αποφάσεως του Συμβουλίου για τη σύναψη της σχεδιαζομένης συμφωνίας.

102

Αντιθέτως, η απόφαση αυτή δεν πρέπει να στηρίζεται στο άρθρο 82, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο δ’, ΣΛΕΕ, το οποίο προβλέπει τη δυνατότητα του Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου να λαμβάνουν μέτρα με σκοπό «τη διευκόλυνση της συνεργασίας μεταξύ των δικαστικών ή άλλων ισοδύναμων αρχών των κρατών μελών κατά την άσκηση ποινικών διώξεων και την εκτέλεση των αποφάσεων».

103

Πράγματι, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 108 των προτάσεών του, καμία από τις διατάξεις της σχεδιαζομένης συμφωνίας δεν αποσκοπεί στο να διευκολύνει τη συνεργασία αυτή. Όσον αφορά την αρμόδια καναδική αρχή, αυτή δεν αποτελεί ούτε δικαστική ούτε ισοδύναμη αρχή.

104

Υπό τις συνθήκες αυτές, λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας που μνημονεύθηκε στη σκέψη 77 της παρούσας γνωμοδοτήσεως, η απόφαση του Συμβουλίου για τη σύναψη της σχεδιαζομένης συμφωνίας θα έπρεπε να στηρίζεται τόσο στο άρθρο 16, παράγραφος 2, όσο και στο άρθρο 87, παράγραφος 2, στοιχείο α’, ΣΛΕΕ, εκτός και αν ο συνδυασμός αυτός νομικών βάσεων αποκλείεται βάσει της νομολογίας που υπομνήσθηκε στη σκέψη 78 της παρούσας γνωμοδοτήσεως.

3. Επί του συμβατού χαρακτήρα των διαδικασιών που προβλέπονται στο άρθρο 16, παράγραφος 2, και στο άρθρο 87, παράγραφος 2, στοιχείο α’, ΣΛΕΕ

105

Καταρχάς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, στο πλαίσιο της διαδικασίας συνάψεως διεθνούς συμφωνίας κατά το άρθρο 218 ΣΛΕΕ, οι ουσιαστικές νομικές βάσεις της αποφάσεως για τη σύναψη της οικείας συμφωνίας είναι αυτές που προσδιορίζουν το είδος της εφαρμοστέας διαδικασίας βάσει του άρθρου 218, παράγραφος 6, ΣΛΕΕ (απόφαση της 24ης Ιουνίου 2014, Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου, C‑658/11, EU:C:2014:2025, σκέψη 58).

106

Οι δύο εφαρμοστέες εν προκειμένω ουσιαστικές νομικές βάσεις, συγκεκριμένα δε το άρθρο 16, παράγραφος 2, και το άρθρο 87, παράγραφος 2, στοιχείο α’, ΣΛΕΕ, προβλέπουν τη χρήση της συνήθους νομοθετικής διαδικασίας, η οποία συνεπάγεται την ψηφοφορία με ειδική αυξημένη πλειοψηφία στο Συμβούλιο και την πλήρη συμμετοχή του Κοινοβουλίου. Επομένως, η από κοινού χρήση αμφοτέρων των διατάξεων αυτών δεν συνεπάγεται, καταρχήν, διαφορετικές διαδικασίες εκδόσεως αποφάσεως.

107

Ωστόσο, το Συμβούλιο διατείνεται, κατ’ ουσίαν, ότι, λόγω των διατάξεων που περιλαμβάνονται στα Πρωτόκολλα αριθ. 21 και 22, οι κανόνες περί ψηφοφορίας στο Συμβούλιο διαφέρουν αναλόγως του αν η απόφαση περί συνάψεως διεθνούς συμφωνίας στηρίζεται στο άρθρο 16, παράγραφος 2, ή στο άρθρο 87, παράγραφος 2, στοιχείο α’, ΣΛΕΕ.

108

Επισημαίνεται συναφώς ότι το Δικαστήριο έχει, βεβαίως, αποφανθεί ότι τα Πρωτόκολλα αριθ. 21 και 22 δεν δύνανται να ασκήσουν οποιασδήποτε φύσεως επιρροή επί του ζητήματος της προσήκουσας νομικής βάσεως για την έκδοση της οικείας αποφάσεως (βλ., σχετικώς, απόφαση της 22ας Οκτωβρίου 2013, Επιτροπή κατά Συμβουλίου, C-137/12, EU:C:2013:675, σκέψη 73).

109

Ωστόσο, καθόσον ενδεχόμενη διαφορά ως προς τους κανόνες ψηφοφορίας στο Συμβούλιο δύναται να συνεπάγεται ότι οι οικείες νομικές βάσεις δεν είναι συμβατές μεταξύ τους (βλ., σχετικώς, αποφάσεις της 10ης Ιανουαρίου 2006, Επιτροπή κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, C-178/03, EU:C:2006:4, σκέψη 58, και της 19ης Ιουλίου 2012, Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου, C-130/10, EU:C:2012:472, σκέψεις 47 και 48), πρέπει να εξετασθούν οι επιπτώσεις των εν λόγω πρωτοκόλλων στους κανόνες περί ψηφοφορίας στο πλαίσιο του Συμβουλίου σε περίπτωση από κοινού επικλήσεως, ως νομικών βάσεων της αποφάσεως του Συμβουλίου για τη σύναψη της σχεδιαζομένης συμφωνίας, του άρθρου 16, παράγραφος 2, και του άρθρου 87, παράγραφος 2, στοιχείο α’, ΣΛΕΕ.

110

Όσον αφορά το Πρωτόκολλο αριθ. 21, από την αιτιολογική σκέψη 5 του σχεδίου αποφάσεως του Συμβουλίου για τη σύναψη της σχεδιαζομένης συμφωνίας προκύπτει ότι η Ιρλανδία και το Ηνωμένο Βασίλειο γνωστοποίησαν την επιθυμία τους να συμμετάσχουν στην έκδοση της αποφάσεως αυτής. Επομένως, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 128 των προτάσεών του, οι διατάξεις του πρωτοκόλλου αυτού δεν ασκούν επιρροή στους κανόνες περί ψηφοφορίας στο πλαίσιο του Συμβουλίου στην περίπτωση από κοινού επικλήσεως, ως βάσεων της εν λόγω αποφάσεων, του άρθρου 16, παράγραφος 2, και του άρθρου 87, παράγραφος 2, στοιχείο α’, ΣΛΕΕ.

111

Όσον αφορά το Πρωτόκολλο αριθ. 22, αυτό έχει ως σκοπό, όπως προκύπτει από το τρίτο, το τέταρτο και το πέμπτο εδάφιο του προοιμίου του και όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 132 των προτάσεών του, τη θέσπιση νομικού πλαισίου το οποίο θα παρέχει στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να αναπτύξουν περαιτέρω τη συνεργασία τους όσον αφορά τον χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, λαμβάνοντας, χωρίς τη συμμετοχή του Βασιλείου της Δανίας, μέτρα που δεν θα δεσμεύουν το κράτος μέλος αυτό, παρέχοντας παράλληλα σε αυτό τη δυνατότητα να συμμετέχει στη λήψη μέτρων στον εν λόγω τομέα και να δεσμεύεται από αυτά υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπει το άρθρο 8 του εν λόγω πρωτοκόλλου.

112

Το άρθρο 1, πρώτο εδάφιο, του Πρωτοκόλλου αριθ. 22 ορίζει προς τούτο ότι το Βασίλειο της Δανίας δεν συμμετέχει στην εκ μέρους του Συμβουλίου θέσπιση μέτρων που προτείνονται βάσει του τρίτου μέρους, τίτλος V, της Συνθήκης ΛΕΕ. Εξάλλου, το άρθρο 2 του πρωτοκόλλου αυτού προβλέπει ότι το Βασίλειο της Δανίας δεν δεσμεύεται από τα μέτρα αυτά. Το άρθρο 2, σύμφωνα με το άρθρο 2α του εν λόγω πρωτοκόλλου, «εφαρμόζεται επίσης όσον αφορά όσους κανόνες εκ των καθοριζομένων βάσει του άρθρου 16 [ΣΛΕΕ] αφορούν την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα κράτη μέλη κατά την άσκηση δραστηριοτήτων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του τρίτου μέρους, τίτλος V, κεφάλαια 4 ή 5, της εν λόγω Συνθήκης», δηλαδή τους κανόνες εκείνους που αφορούν την αστυνομική και δικαστική συνεργασία επί ποινικών υποθέσεων.

113

Εν προκειμένω, δεδομένου ότι η απόφαση για τη σύναψη της σχεδιαζομένης συμφωνίας πρέπει να στηρίζεται τόσο στο άρθρο 16 όσο και στο άρθρο 87 ΣΛΕΕ και, ως εκ τούτου, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του τρίτου μέρους, τίτλος V, κεφάλαιο 5, της Συνθήκης ΛΕΕ, καθόσον πρέπει να στηρίζεται στο εν λόγω άρθρο 87 ΣΛΕΕ, το Βασίλειο της Δανίας δεν θα δεσμεύεται, βάσει των άρθρων 2 και 2α του Πρωτοκόλλου αριθ. 22, ούτε από τις διατάξεις της αποφάσεως αυτής ούτε, συνεπώς, από τη σχεδιαζόμενη συμφωνία. Επιπλέον, το Βασίλειο της Δανίας δεν θα συμμετάσχει, σύμφωνα με το άρθρο 1 του πρωτοκόλλου αυτού, στην έκδοση της αποφάσεως αυτής.

114

Αντιθέτως προς ό,τι, κατά τα φαινόμενα, υπονοεί το Συμβούλιο, η κρίση αυτή δεν τίθεται εν αμφιβόλω από το ότι το άρθρο 2α του Πρωτοκόλλου αριθ. 22 απλώς παραπέμπει στο άρθρο 2 του εν λόγω πρωτοκόλλου, χωρίς εντούτοις να αποκλείει ρητώς τη συμμετοχή του Βασιλείου της Δανίας στη θέσπιση κανόνων βάσει του άρθρου 16 ΣΛΕΕ, οι οποίοι διαλαμβάνονται στη διάταξη αυτή.

115

Συναφώς, από τη συστηματική ερμηνεία του πρωτοκόλλου αυτού προκύπτει ότι το άρθρο του 2 δεν επιδέχεται ερμηνεία και εφαρμογή ανεξαρτήτως του άρθρου 1 του εν λόγω πρωτοκόλλου. Πράγματι, ο κανόνας τον οποίο προβλέπει το εν λόγω άρθρο 2, περί του ότι το Βασίλειο της Δανίας δεν δεσμεύεται από τα μέτρα, τις διατάξεις και τις αποφάσεις που διαλαμβάνονται στο άρθρο αυτό, συνδέεται άρρηκτα με τον κανόνα, τον οποίο προβλέπει το εν λόγω άρθρο 1, περί του ότι το κράτος μέλος αυτό δεν συμμετέχει στη λήψη μέτρων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του τρίτου μέρους, τίτλος V, της Συνθήκης ΛΕΕ, οπότε οι δύο αυτοί κανόνες δεν νοούνται αυτοτελώς. Υπό τις συνθήκες αυτές, η εκ μέρους του άρθρου 2α παραπομπή στο άρθρο 2 του Πρωτοκόλλου αριθ. 22 πρέπει να ερμηνευθεί κατ’ ανάγκη ως αφορώσα και το άρθρο 1 του πρωτοκόλλου αυτού.

116

Επιπλέον, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 132 των προτάσεών του, το ενδεχόμενο να επιτραπεί στο Βασίλειο της Δανίας η συμμετοχή στην έκδοση πράξεως της Ένωσης έχουσας ως νομική βάση τόσο το άρθρο 16 ΣΛΕΕ όσο και κάποια από τις διατάξεις της Συνθήκης ΛΕΕ που αφορούν την αστυνομική και δικαστική συνεργασία επί ποινικών υποθέσεων, χωρίς να δεσμεύεται από την πράξη αυτή, θα αντέβαινε στον, υπομνησθέντα στη σκέψη 111 της παρούσας γνωμοδοτήσεως, σκοπό του Πρωτοκόλλου αριθ. 22.

117

Επομένως, το Πρωτόκολλο αριθ. 22 δεν συνεπάγεται, εν προκειμένω, την εφαρμογή διαφορετικών κανόνων περί ψηφοφορίας στο πλαίσιο του Συμβουλίου σε περίπτωση από κοινού επικλήσεως του άρθρου 16, παράγραφος 2, και του άρθρου 87, παράγραφος 2, στοιχείο α’, ΣΛΕΕ.

118

Υπό τις συνθήκες αυτές, στο δεύτερο ερώτημα που υποβλήθηκε με την υπό κρίση αίτηση γνωμοδοτήσεως πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η απόφαση του Συμβουλίου για τη σύναψη της σχεδιαζομένης συμφωνίας πρέπει να στηρίζεται από κοινού στο άρθρο 16, παράγραφος 2, και στο άρθρο 87, παράγραφος 2, στοιχείο α’, ΣΛΕΕ.

3. Επί του συμβατού χαρακτήρα της σχεδιαζομένης συμφωνίας με τις διατάξεις της Συνθήκης ΛΕΕ και του Χάρτη

119

Καθόσον το ζήτημα σχετικά με τον συμβατό χαρακτήρα της σχεδιαζομένης συμφωνίας με τις διατάξεις της Συνθήκης ΛΕΕ και του Χάρτη αφορά το άρθρο 16 ΣΛΕΕ και τα άρθρα 7 και 8 του Χάρτη, και με γνώμονα τις απόψεις που διατύπωσε το Κοινοβούλιο με την αίτησή του για την έκδοση γνωμοδοτήσεως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το θεσμικό όργανο αυτό ζητεί να γνωμοδοτήσει το Δικαστήριο επί του συμβατού χαρακτήρα της σχεδιαζομένης συμφωνίας ιδίως με το δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής ζωής και με το δικαίωμα προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

120

Καθόσον οι ακόλουθες εκτιμήσεις αφορούν το συμβατό χαρακτήρα της σχεδιαζομένης συμφωνίας με το δικαίωμα προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, το οποίο κατοχυρώνεται με το άρθρο 16, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ και το άρθρο 8 του Χάρτη, το Δικαστήριο θα παραπέμψει μόνο στη δεύτερη εκ των διατάξεων αυτών. Συγκεκριμένα, μολονότι, βεβαίως, αμφότερες οι διατάξεις ορίζουν ότι κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν, μόνον το άρθρο 8 του Χάρτη καθορίζει με ειδικότερο τρόπο, στην παράγραφό του 2, τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες τα δεδομένα αυτά μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο επεξεργασίας.

1. Επί των οικείων θεμελιωδών δικαιωμάτων και της επεμβάσεως σε αυτά

121

Σύμφωνα με την απαρίθμηση που περιέχεται στο παράρτημα της σχεδιαζομένης συμφωνίας, τα δεδομένα PNR που αφορά η συμφωνία αυτή περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, εκτός του ονόματος του επιβάτη ή των επιβατών αεροπορικών μεταφορών, τα αναγκαία για την κράτηση στοιχεία, όπως τις προβλεπόμενες ημερομηνίες ταξιδίου, πληροφορίες σχετικά με τα εισιτήρια, τις ομάδες ατόμων που υποβλήθηκαν σε έλεγχο εισιτηρίων με κοινό αριθμό κρατήσεως, τα στοιχεία επικοινωνίας του επιβάτη ή των επιβατών, πληροφορίες σχετικά με τα μέσα πληρωμής ή χρεώσεως, πληροφορίες σχετικά με τις αποσκευές και γενικές παρατηρήσεις σχετικά με τους επιβάτες.

122

Καθόσον τα δεδομένα PNR περιλαμβάνουν πληροφορίες που αφορούν φυσικά πρόσωπα των οποίων η ταυτότητα είναι γνωστή, δηλαδή τους επιβάτες αεροπορικών μεταφορών οι οποίοι ταξιδεύουν με πτήσεις μεταξύ της Ένωσης και του Καναδά, οι διάφοροι τρόποι επεξεργασίας της οποίας μπορούν τα δεδομένα αυτά να αποτελέσουν το αντικείμενο, κατά τη σχεδιαζόμενη συμφωνία, συγκεκριμένα δε η διαβίβασή τους από την Ένωση στον Καναδά, η πρόσβαση σε αυτά με σκοπό τη χρήση τους ή ακόμη η διατήρησή τους, θίγουν το θεμελιώδες δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής ζωής, το οποίο κατοχυρώνεται με το άρθρο 7 του Χάρτη. Πράγματι, το δικαίωμα αυτό αφορά κάθε πληροφορία σχετικά με φυσικό πρόσωπο η ταυτότητα του οποίου είναι γνωστή ή μπορεί να εξακριβωθεί (βλ., σχετικώς, αποφάσεις της 9ης Νοεμβρίου 2010, Volker und Markus Schecke και Eifert, C-92/09 και C-93/09, EU:C:2010:662, σκέψη 52, της 24ης Νοεμβρίου 2011, Asociación Nacional de Establecimientos Financieros de Crédito,C-468/10 και C-469/10, EU:C:2011:777, σκέψη 42, και της 17ης Οκτωβρίου 2013, Schwarz, C-291/12, EU:C:2013:670, σκέψη 26).

123

Επιπλέον, οι διαλαμβανόμενες στη σχεδιαζόμενη συμφωνία μορφές επεξεργασίας των δεδομένων PNR εμπίπτουν επίσης στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 8 του Χάρτη, για τον λόγο ότι αποτελούν επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα κατά την έννοια του άρθρου αυτού και πρέπει, ως εκ τούτου, κατ’ ανάγκη να πληρούν τις απαιτήσεις περί προστασίας των δεδομένων οι οποίες απορρέουν από το εν λόγω άρθρο (βλ., σχετικώς, αποφάσεις της 9ης Νοεμβρίου 2010, Volker und Markus Schecke και Eifert, C-92/09 και C-93/09, EU:C:2010:662, σκέψη 49, της 5ης Μαΐου 2011, Deutsche Telekom, C-543/09, EU:C:2011:279, σκέψη 52, και της 8ης Απριλίου 2014, Digital Rights Ireland κ.λπ., C-293/12 και C-594/12, EU:C:2014:238, σκέψη 29).

124

Όπως έχει κρίνει το Δικαστήριο, η κοινοποίηση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σε τρίτο, όπως είναι μια δημόσια αρχή, συνιστά επέμβαση στο θεμελιώδες δικαίωμα που κατοχυρώνεται με το άρθρο 7 του Χάρτη, ανεξαρτήτως της μεταγενέστερης χρήσεως των κοινοποιούμενων πληροφοριών. Το αυτό ισχύει και για τη διατήρηση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, όπως και για την πρόσβαση στα δεδομένα αυτά με σκοπό τη χρήση τους από τις δημόσιες αρχές. Συναφώς, ελάχιστη σημασία έχει αν οι σχετικές με την ιδιωτική ζωή γνωστοποιούμενες πληροφορίες είναι ή όχι ευαίσθητου χαρακτήρα ή αν οι ενδιαφερόμενοι υπέστησαν ή όχι ενδεχομένως δυσμενείς συνέπειες λόγω της επεμβάσεως αυτής (βλ., σχετικώς, αποφάσεις της 20ής Μαΐου 2003, Österreichischer Rundfunk κ.λπ., C-465/00, C-138/01 και C-139/01, EU:C:2003:294, σκέψεις 74 και 75, της 8ης Απριλίου 2014, Digital Rights Ireland κ.λπ., C-293/12 και C-594/12, EU:C:2014:238, σκέψεις 33 έως 35, και της 6ης Οκτωβρίου 2015, Schrems,C-362/14, EU:C:2015:650, σκέψη 87).

125

Επομένως, τόσο η διαβίβαση δεδομένων PNR από την Ένωση στην αρμόδια καναδική αρχή όσο και η διαπραγματευθείσα μεταξύ της Ένωσης και του Καναδά θέσπιση νομικού πλαισίου για τις προϋποθέσεις διατηρήσεως των δεδομένων αυτών, τη χρήση τους και ενδεχόμενες μεταγενέστερες διαβιβάσεις τους σε άλλες καναδικές αρχές, την Ευρωπόλ, τη Eurojust, στις δικαστικές ή αστυνομικές αρχές των κρατών μελών ή, ακόμη, σε αρχές άλλων τρίτων χωρών, που επιτρέπονται βάσει, ιδίως, των άρθρων 3, 4, 6, 8, 12, 15, 16, 18 και 19 της σχεδιαζομένης συμφωνίας, συνιστούν επεμβάσεις στο δικαίωμα που κατοχυρώνεται με το άρθρο 7 του Χάρτη.

126

Οι πράξεις αυτές συνιστούν επίσης επέμβαση στο θεμελιώδες δικαίωμα της προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που κατοχυρώνεται με το άρθρο 8 του Χάρτη, δεδομένου ότι πρόκειται για μορφές επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα (βλ., σχετικώς, αποφάσεις της 17ης Οκτωβρίου 2013, Schwarz,C-291/12, EU:C:2013:670, σκέψη 25, και της 8ης Απριλίου 2014, Digital Rights Ireland κ.λπ., C-293/12 και C-594/12, EU:C:2014:238, σκέψη 36).

127

Πρέπει να επισημανθεί, συναφώς, ότι, αφενός, η σχεδιαζόμενη συμφωνία καθιστά δυνατή τη συστηματική και συνεχή διαβίβαση των δεδομένων PNR του συνόλου των επιβατών αεροπορικών μεταφορών οι οποίοι ταξιδεύουν με πτήσεις μεταξύ της Ένωσης και του Καναδά.

128

Αφετέρου, μολονότι ορισμένα εκ των δεδομένων PNR, θεωρούμενα μεμονωμένα, δεν φαίνεται ότι μπορούν να αποκαλύψουν σημαντικές πληροφορίες για την ιδιωτική ζωή των οικείων προσώπων, εντούτοις, θεωρούμενα συνολικά, τα εν λόγω δεδομένα μπορούν, μεταξύ άλλων, να αποκαλύψουν ένα πλήρες ταξιδιωτικό δρομολόγιο, ταξιδιωτικές συνήθειες, σχέσεις μεταξύ δύο ή περισσοτέρων προσώπων και πληροφορίες σχετικά με την οικονομική κατάσταση των επιβατών αεροπορικών μεταφορών, τις διατροφικές συνήθειες ή την κατάσταση της υγείας τους, μπορούν δε ακόμη να αποκαλύπτουν ευαίσθητα δεδομένα για τους επιβάτες αυτούς, όπως ορίζονται στο άρθρο 2, στοιχείο εʹ, της σχεδιαζομένης συμφωνίας.

129

Τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα που είναι σύμφυτα με το προβλεπόμενο από τη σχεδιαζόμενη συμφωνία καθεστώς διαβιβάσεως και επεξεργασίας δεδομένων PNR επιβεβαιώνουν το υποστατό των επεμβάσεων που επιτρέπει η συμφωνία αυτή.

130

Τα εν λόγω δεδομένα πρέπει, πράγματι, να διαβιβάζονται, σύμφωνα με το άρθρο 21, παράγραφος 1, της σχεδιαζομένης συμφωνίας, πριν από την προγραμματισμένη αναχώρηση του οικείου επιβάτη αεροπορικής μεταφοράς και χρησιμεύουν κυρίως, όπως προκύπτει από τις παρατηρήσεις του Συμβουλίου, της Επιτροπής και του ΕΕΠΔ, καθώς και από το σημείο 2.1 της ανακοινώσεως COM(2010) 492, «ως εργαλείο συλλογής πληροφοριών».

131

Για τον σκοπό αυτό, όπως προκύπτει από το σημείο 2.2 της εν λόγω ανακοινώσεως και όπως επιβεβαίωσαν, μεταξύ άλλων, το Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, η Επιτροπή και ο ΕΕΠΔ με τις απαντήσεις τους στις ερωτήσεις που έθεσε το Δικαστήριο, τα διαβιβαζόμενα δεδομένα PNR προορίζονται, βάσει της σχεδιαζομένης συμφωνίας, να αναλυθούν κατά συστηματικό τρόπο πριν από την άφιξη του αεροσκάφους στον Καναδά με αυτοματοποιημένα μέσα, στηριζόμενα σε προκαθορισμένα πρότυπα και κριτήρια. Τα εν λόγω δεδομένα μπορούν επίσης να εξακριβωθούν αυτόματα διά της συγκρίσεως με άλλες βάσεις δεδομένων. Η επεξεργασία αυτών των μορφών, όμως, δύναται να παρέχει πρόσθετες πληροφορίες σχετικά με την ιδιωτική ζωή των επιβατών αεροπορικών μεταφορών.

132

Οι αναλύσεις αυτές δύνανται, επίσης, να έχουν ως αποτέλεσμα πρόσθετους ελέγχους στα σύνορα όσον αφορά τους επιβάτες αεροπορικών μεταφορών οι οποίοι ενδέχεται να είναι επικίνδυνοι για τη δημόσια ασφάλεια και, πιθανώς, βάσει των ελέγχων αυτών, στην έκδοση ατομικών αποφάσεων με δεσμευτικά για τα πρόσωπα αυτά αποτελέσματα. Επιπλέον, οι εν λόγω αναλύσεις πραγματοποιούνται χωρίς να υφίστανται λόγοι στηριζόμενοι σε περιστάσεις αφορώσες ατομικώς τα οικεία πρόσωπα, βάσει των οποίων μπορεί να γίνει δεκτό ότι τα οικεία πρόσωπα είναι ενδεχομένως επικίνδυνα για τη δημόσια ασφάλεια. Τέλος, καθόσον η χρονική διάρκεια διατηρήσεως των δεδομένων PNR δύναται, σύμφωνα με το άρθρο 16, παράγραφος 1, της σχεδιαζομένης συμφωνίας να ανέλθει έως τα πέντε έτη, η συμφωνία αυτή καθιστά δυνατή την κατοχή πληροφοριών για την ιδιωτική ζωή των επιβατών αεροπορικών μεταφορών για ιδιαιτέρως μεγάλο χρονικό διάστημα.

2. Επί της δικαιολογήσεως των εκ της σχεδιαζομένης συμφωνίας επεμβάσεων

133

Το άρθρο 7 του Χάρτη εγγυάται ότι κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα στον σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής του, της κατοικίας του και των επικοινωνιών του. Εξάλλου, βάσει του άρθρου 8, παράγραφος 1, του Χάρτη παρέχεται ρητώς σε κάθε πρόσωπο το δικαίωμα στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν.

134

Το δικαίωμα αυτό στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα επιτάσσει, μεταξύ άλλων, τη διασφάλιση της συνέχειας της υψηλού επιπέδου προστασίας των θεμελιωδών ελευθεριών και δικαιωμάτων που παρέχεται βάσει του δικαίου της Ένωσης σε περίπτωση διαβιβάσεως δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από την Ένωση προς τρίτη χώρα. Ακόμη και αν τα μέσα που χρησιμοποιούνται προς διασφάλιση του επίπεδου προστασίας αυτού μπορούν να διαφέρουν από εκείνα που εφαρμόζονται εντός της Ένωσης για να διασφαλισθεί η τήρηση των απαιτήσεων που απορρέουν από το δίκαιο της Ένωσης, τα μέσα αυτά πρέπει, πάντως, να αποδεικνύονται στην πράξη αποτελεσματικά ώστε να διασφαλίζουν προστασία κατ’ ουσίαν ισοδύναμη της παρεχομένης εντός της Ένωσης (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2015, Schrems, C‑362/14, EU:C:2015:650, σκέψεις 72 έως 74).

135

Στο πλαίσιο αυτό, επισημαίνεται επίσης ότι, κατά το τέταρτο εδάφιο του προοιμίου του Χάρτη, είναι αναγκαίο «να ενισχυθεί η προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων, υπό το πρίσμα της εξέλιξης της κοινωνίας, της κοινωνικής προόδου και των επιστημονικών και τεχνολογικών εξελίξεων».

136

Ωστόσο, τα δικαιώματα που κατοχυρώνονται με τα άρθρα 7 και 8 του Χάρτη δεν αποτελούν απόλυτα προνόμια, αλλά πρέπει να λαμβάνονται υπόψη σε σχέση με τη λειτουργία που επιτελούν ως προς το κοινωνικό σύνολο (βλ., σχετικώς, αποφάσεις της 12ης Ιουνίου 2003, Schmidberger, C-112/00, EU:C:2003:333, σκέψη 80, της 9ης Νοεμβρίου 2010, Volker und Markus Schecke και Eifert, C‑92/09 και C-93/09, EU:C:2010:662, σκέψη 48, και της 17ης Οκτωβρίου 2013, Schwarz,C-291/12, EU:C:2013:670, σκέψη 33).

137

Συναφώς, πρέπει επίσης να επισημανθεί ότι, κατά το άρθρο 8, παράγραφος 2, του Χάρτη, η επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα πρέπει, μεταξύ άλλων, να γίνεται «για καθορισμένους σκοπούς και με βάση τη συγκατάθεση του ενδιαφερομένου ή για άλλους θεμιτούς λόγους που προβλέπονται από τον νόμο».

138

Επιπλέον, κατά το άρθρο 52, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, του Χάρτη, κάθε περιορισμός στην άσκηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών που αναγνωρίζονται σε αυτόν πρέπει να προβλέπεται από τον νόμο και να σέβεται το ουσιαστικό περιεχόμενό τους. Κατά το άρθρο 52, παράγραφος 1, δεύτερη περίοδος του Χάρτη, τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας, περιορισμοί επιτρέπεται να επιβάλλονται σε αυτά τα δικαιώματα και τις ελευθερίες μόνον εφόσον είναι αναγκαίοι και ανταποκρίνονται πραγματικά σε σκοπούς γενικού συμφέροντος που αναγνωρίζει η Ένωση ή στην ανάγκη προστασίας των δικαιωμάτων και ελευθεριών των τρίτων.

139

Πρέπει να προστεθεί ότι η απαίτηση να προβλέπεται από τον νόμο κάθε περιορισμός στην άσκηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων συνεπάγεται ότι η νομική βάση που επιτρέπει την επέμβαση στα δικαιώματα αυτά πρέπει να προσδιορίζει η ίδια το περιεχόμενο του περιορισμού στην άσκηση του οικείου δικαιώματος (βλ., σχετικώς, απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 2015, WebMindLicenses, C-419/14, EU:C:2015:832, σκέψη 81).

140

Όσον αφορά την τήρηση της αρχής της αναλογικότητας, η προστασία του θεμελιώδους δικαιώματος του σεβασμού της ιδιωτικής ζωής στο επίπεδο της Ένωσης επιτάσσει, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, οι παρεκκλίσεις από την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και οι περιορισμοί της να μην υπερβαίνουν τα όρια του απολύτως αναγκαίου (αποφάσεις της 16ης Δεκεμβρίου 2008, Satakunnan Markkinapörssi και Satamedia, C-73/07, EU:C:2008:727, σκέψη 56, της 8ης Απριλίου 2014, Digital Rights Ireland κ.λπ., C-293/12 και C-594/12, EU:C:2014:238, σκέψεις 51 και 52, της 6ης Οκτωβρίου 2015, Schrems, C-362/14, EU:C:2015:650, σκέψη 92, και της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Tele2 Sverige και Watson κ.λπ., C-203/15 και C-698/15, EU:C:2016:970, σκέψεις 96 και 103).

141

Προκειμένου να πληροί την απαίτηση αυτή, η επίμαχη ρύθμιση που συνεπάγεται την επέμβαση πρέπει να προβλέπει σαφείς και ακριβείς κανόνες που να διέπουν την έκταση και την εφαρμογή του οικείου μέτρου και να επιβάλλουν έναν ελάχιστο αριθμό απαιτήσεων, έτσι ώστε τα πρόσωπα των οποίων τα δεδομένα διαβιβάζονται να έχουν επαρκείς εγγυήσεις ότι προστατεύονται αποτελεσματικά τα προσωπικού χαρακτήρα δεδομένα τους από κινδύνους καταχρήσεως. Στη ρύθμιση πρέπει ιδίως να επισημαίνονται οι περιστάσεις και οι συνθήκες υπό τις οποίες μπορεί να ληφθεί μέτρο προβλέπον την επεξεργασία τέτοιων δεδομένων, διασφαλιζομένου κατά τον τρόπο αυτό ότι η επέμβαση θα περιορίζεται στο απολύτως αναγκαίο. Η ανάγκη να παρέχονται τέτοιες εγγυήσεις είναι κατά μείζονα λόγο σημαντική οσάκις τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα υποβάλλονται σε αυτοματοποιημένη επεξεργασία. Τα προεκτεθέντα ισχύουν ιδίως σε περίπτωση κατά την οποία διακυβεύεται η προστασία της ειδικής αυτής κατηγορίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα την οποία αποτελούν τα ευαίσθητα δεδομένα (βλ., σχετικώς, αποφάσεις της 8ης Απριλίου 2014, Digital Rights Ireland κ.λπ., C-293/12 και C-594/12, EU:C:2014:238, σκέψεις 54 και 55, και της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Tele2 Sverige και Watson κ.λπ., C-203/15 και C‑698/15, EU:C:2016:970, σκέψεις 109 και 117· βλ., σχετικώς, απόφαση του ΕΔΔΑ, 4 Δεκεμβρίου 2008, S. και Marper κατά Ηνωμένου Βασιλείου, CE:ECHR:2008:1204JUD003056204, § 103).

1) Επί του ερείσματος των διαφόρων μορφών επεξεργασίας δεδομένων PNR που προβλέπει η σχεδιαζόμενη συμφωνία

142

Όσον αφορά το ζήτημα αν η διαβίβαση δεδομένων PNR στον Καναδά και οι συνακόλουθες μορφές επεξεργασίας τους στηρίζονται στη «συγκατάθεση» των επιβατών αεροπορικών μεταφορών ή σε «άλλους θεμιτούς λόγους που προβλέπονται από τον νόμο», κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 2, του Χάρτη, επισημαίνεται ότι τέτοιες μορφές επεξεργασίας δεδομένων PNR επιδιώκουν διαφορετικό σκοπό από εκείνο για τον οποίο συλλέγονται τα δεδομένα αυτά από τους αερομεταφορείς.

143

Δεν μπορεί, επομένως, να γίνει δεκτό ότι στηρίζονται στη συγκατάθεση των επιβατών αεροπορικών μεταφορών ενόψει της συλλογής των δεδομένων αυτών από τους αερομεταφορείς με σκοπό την κράτηση, οπότε απαιτείται για αυτές καθαυτές είτε η συγκατάθεση των ίδιων των επιβατών αεροπορικών μεταφορών είτε άλλος θεμιτός λόγος προβλεπόμενος από τον νόμο.

144

Δεδομένου ότι καμία διάταξη της σχεδιαζομένης συμφωνίας δεν εξαρτά τη διαβίβαση στον Καναδά δεδομένων PNR, καθώς και τις συνακόλουθες μορφές επεξεργασίας τους, από τη συγκατάθεση των ενδιαφερομένων επιβατών αεροπορικών μεταφορών, πρέπει να εξετασθεί αν η συμφωνία αυτή συνιστά άλλο θεμιτό λόγο προβλεπόμενο από τον νόμο, κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 2, του Χάρτη.

145

Πρέπει να επισημανθεί συναφώς ότι το επιχείρημα του Κοινοβουλίου ότι η σχεδιαζόμενη συμφωνία δεν εμπίπτει στην έννοια του «νόμου», κατά το άρθρο 8, παράγραφος 2, του Χάρτη, και, ως εκ τούτου, του άρθρου του 52, παράγραφος 2, καθόσον δεν αποτελεί «νομοθετική πράξη», δεν μπορεί, εν πάση περιπτώσει, να ευδοκιμήσει.

146

Πράγματι, αφενός, το άρθρο 218, παράγραφος 6, ΣΛΕΕ απηχεί, εξωτερικώς, την ισχύουσα σε εσωτερικό επίπεδο κατανομή εξουσιών μεταξύ των θεσμικών οργάνων και προβλέπει την ευθυγράμμιση της διαδικασίας λήψεως μέτρων της Ένωσης σε εσωτερικό επίπεδο με τη διαδικασία συνάψεως διεθνών συμφωνιών, προκειμένου να διασφαλισθεί ότι, ως προς ένα συγκεκριμένο τομέα, το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο διαθέτουν τις ίδιες εξουσίες, όπως επιτάσσει η θεσμική ισορροπία την οποία καθιερώνουν οι Συνθήκες (απόφαση της 24ης Ιουνίου 2014, Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου, C-658/11, EU:C:2014:2025, σκέψη 56). Επομένως, η σύναψη των διεθνών συμφωνιών που καλύπτουν τομείς ως προς τους οποίους, σε εσωτερικό επίπεδο, ισχύει η συνήθης νομοθετική διαδικασία που προβλέπει το άρθρο 218, παράγραφος 6, στοιχείο αʹ, σημείο v, ΣΛΕΕ, απαιτεί την έγκριση του Κοινοβουλίου, οπότε, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 192 των προτάσεών του, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι μια τέτοια συμφωνία αποτελεί, σε εξωτερικό επίπεδο, το ισοδύναμο αυτού που είναι σε εσωτερικό επίπεδο μια νομοθετική πράξη. Αφετέρου, ουδόλως υποστηρίχθηκε κατά την παρούσα διαδικασία ότι η σχεδιαζόμενη συμφωνία ενδέχεται να μην πληροί τις προϋποθέσεις περί προσβασιμότητας και προβλεψιμότητας οι οποίες απαιτούνται προκειμένου οι επεμβάσεις που συνεπάγεται η συμφωνία να μπορούν να χαρακτηρισθούν ως προβλεπόμενες από τον νόμο, κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 2, και του άρθρου 52, παράγραφος 1, του Χάρτη.

147

Ως εκ τούτου, η διαβίβαση δεδομένων PNR στον Καναδά στηρίζεται σε «άλλο λόγο» ο οποίος «προβλέπεται από τον νόμο», κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 2, του Χάρτη. Όσον αφορά το ζήτημα αν ο λόγος αυτός είναι θεμιτός, κατά την έννοια της τελευταίας αυτής διατάξεως, το ζήτημα αυτό συμπλέκεται, εν προκειμένω, με εκείνο του χαρακτήρα γενικού συμφέροντος τον οποίο έχει ο σκοπός που επιδιώκεται με τη σχεδιαζόμενη συμφωνία, το οποίο θα εξετασθεί στις σκέψεις 148 επ. της παρούσας γνωμοδοτήσεως.

2) Επί του σκοπού γενικού συμφέροντος και του σεβασμού του ουσιώδους περιεχομένου των οικείων θεμελιωδών δικαιωμάτων

148

Όπως διαπιστώθηκε στη σκέψη 82 της παρούσας γνωμοδοτήσεως, η σχεδιαζόμενη συμφωνία έχει ως σκοπό, ιδίως, την προστασία της δημόσιας ασφάλειας μέσω της διαβιβάσεως δεδομένων PNR στον Καναδά και της χρήσεώς τους στο πλαίσιο της καταπολεμήσεως των τρομοκρατικών αξιόποινων πράξεων και των σοβαρών μορφών διεθνικού εγκλήματος.

149

Ο σκοπός αυτός συνιστά, όπως προκύπτει από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, σκοπό γενικού συμφέροντος της Ένωσης δυνάμενο να δικαιολογήσει ακόμη και σοβαρές επεμβάσεις στα θεμελιώδη δικαιώματα που κατοχυρώνονται με τα άρθρα 7 και 8 του Χάρτη. Κατά τα λοιπά, η προστασία της δημόσιας ασφάλειας συμβάλλει επίσης στην προστασία των δικαιωμάτων και των ελευθεριών των τρίτων. Ως προς το σημείο αυτό, το άρθρο 6 του Χάρτη διακηρύσσει το δικαίωμα κάθε προσώπου όχι μόνο στην ελευθερία, αλλά και στην ασφάλεια (βλ., σχετικώς, απόφαση της 8ης Απριλίου 2014, Digital Rights Ireland κ.λπ., C-293/12 και C 594/12, EU:C:2014:238, σκέψεις 42 και 44, και απόφαση της 15ης Φεβρουαρίου 2016, J.N., C-601/15 PPU, EU:C:2016:84, σκέψη 53).

150

Όσον αφορά το ουσιώδες περιεχόμενο του θεμελιώδους δικαιώματος του σεβασμού της ιδιωτικής ζωής, κατά το άρθρο 7 του Χάρτη, μολονότι τα δεδομένα PNR δύνανται, ενδεχομένως, να αποκαλύπτουν ιδιαιτέρως ακριβείς πληροφορίες για την ιδιωτική ζωή προσώπου, το είδος των πληροφοριών αυτών αφορά μόνον ορισμένες πτυχές της ιδιωτικής ζωής, σχετιζόμενες ειδικότερα με τα αεροπορικά ταξίδια μεταξύ του Καναδά και της Ένωσης. Όσον αφορά το ουσιώδες περιεχόμενο του δικαιώματος προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, κατά το άρθρο 8 του Χάρτη, η σχεδιαζόμενη συμφωνία οριοθετεί, με το άρθρο της 3, τους σκοπούς της επεξεργασίας δεδομένων PNR και προβλέπει, στο άρθρο της 9, κανόνες που αποσκοπούν να εγγυηθούν, μεταξύ άλλων, την ασφάλεια, την εμπιστευτικότητα και την ακεραιότητα των δεδομένων αυτών, και να τα προστατεύσουν από τον κίνδυνο παράνομης προσβάσεως και επεξεργασίας.

151

Υπό τις συνθήκες αυτές, οι επεμβάσεις που συνεπάγεται η σχεδιαζόμενη συμφωνία μπορούν να δικαιολογηθούν από τον σκοπό γενικού συμφέροντος της Ένωσης και δεν δύνανται να θίξουν το ουσιώδες περιεχόμενο των θεμελιωδών δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται με τα άρθρα 7 και 8 του Χάρτη.

3) Επί του πρόσφορου χαρακτήρα των μορφών επεξεργασίας δεδομένων PNR που προβλέπει η σχεδιαζόμενη συμφωνία από απόψεως του σκοπού προστασίας της δημόσιας ασφάλειας

152

Όσον αφορά το ζήτημα αν η διαβίβαση των δεδομένων PNR στον Καναδά και η συνακόλουθη επεξεργασία τους σε αυτή την τρίτη χώρα είναι πρόσφορες για την προστασία της δημόσιας ασφάλειας, από το σημείο 2.2 της ανακοινώσεως COM(2010) 492 προκύπτει ότι η εκτίμηση περί της επικινδυνότητας των επιβατών αεροπορικών μεταφορών μέσω της αναλύσεως των δεδομένων αυτών πριν από την άφιξή τους «διευκολύνει και επιταχύνει σε μεγάλο βαθμό τους ελέγχους ασφαλείας και τους συνοριακούς ελέγχους». Επιπλέον, η Επιτροπή επισήμανε στις παρατηρήσεις της ότι, σύμφωνα με στοιχεία που παρέσχε το CBSA, η επεξεργασία των δεδομένων PNR, μεταξύ άλλων αποτελεσμάτων, κατέστησε δυνατή τη σύλληψη 178 προσώπων μεταξύ των 28 εκατομμυρίων ταξιδιωτών που ήταν επιβάτες αεροπορικών μεταφορών από την Ένωση στον Καναδά και αντιστρόφως κατά το χρονικό διάστημα από τον Απρίλιο του 2014 έως τον Μάρτιο του 2015.

153

Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η διαβίβαση δεδομένων PNR στον Καναδά και η συνακόλουθη επεξεργασία τους είναι πρόσφορες να διασφαλίσουν την επίτευξη του σκοπού που άπτεται της προστασίας της δημόσιας ασφάλειας, τον οποίο επιδιώκει η σχεδιαζόμενη συμφωνία.

4) Επί του αναγκαίου χαρακτήρα των επεμβάσεων που συνεπάγεται η σχεδιαζόμενη συμφωνία

154

Όσον αφορά τον αναγκαίο χαρακτήρα των επεμβάσεων που συνεπάγεται η σχεδιαζόμενη συμφωνία, πρέπει, σύμφωνα με τη νομολογία που υπομνήσθηκε στις σκέψεις 140 και 141 της παρούσας γνωμοδοτήσεως, να διακριβωθεί αν αυτές περιορίζονται στο απολύτως αναγκαίο και, στο πλαίσιο αυτό, αν η σχεδιαζόμενη συμφωνία προβλέπει σαφείς και ακριβείς κανόνες διέποντες το περιεχόμενο και την εφαρμογή των μέτρων που προβλέπει η συμφωνία αυτή.

1) Επί των δεδομένων PNR που διαλαμβάνονται στη σχεδιαζόμενη συμφωνία

i) Επί του επαρκώς ακριβούς χαρακτήρα της σχεδιαζομένης συμφωνίας όσον αφορά τα προς διαβίβαση δεδομένα PNR

155

Όσον αφορά τα διαλαμβανόμενα στη σχεδιαζόμενη συμφωνία δεδομένα, η συμφωνία αυτή θα έπρεπε, συνεπώς, να ορίζει κατά τρόπο σαφή και ακριβή τα δεδομένα PNR τα οποία οι αερομεταφορείς καλούνται να διαβιβάζουν στον Καναδά κατ’ εφαρμογήν της εν λόγω συμφωνίας.

156

Συναφώς, μολονότι οι 19 κατηγορίες δεδομένων PNR που απαριθμούνται στο παράρτημα της σχεδιαζομένης συμφωνίας αντιστοιχούν, κατά τις παρατηρήσεις της Επιτροπής, στο παράρτημα I των κατευθυντήριων γραμμών της Διεθνούς Οργανώσεως Πολιτικής Αεροπορίας (OACI/ICAO) περί δεδομένων PNR, πρέπει, πάντως, να επισημανθεί, όπως επισήμανε και ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 217 των προτάσεών του, ότι η κατηγορία της στήλης 5, η οποία αφορά τις «διαθέσιμες πληροφορίες τακτικού ταξιδιώτη και [τις] σχετικές παροχές (δωρεάν εισιτήρια, προνόμια κ.λπ.)», και η κατηγορία της στήλης 7, η οποία περιλαμβάνει «κάθε διαθέσιμο στοιχείο επικοινωνίας (και πληροφορίες για τον εντολέα)», δεν ορίζουν κατά τρόπο επαρκώς σαφή και ακριβή τα προς διαβίβαση δεδομένα PNR.

157

Πράγματι, όσον αφορά την κατηγορία της στήλης 5, η χρήση του όρου «κ.λπ.» δεν οριοθετεί επαρκώς το εύρος των προς διαβίβαση δεδομένων. Επίσης, οι όροι που χρησιμοποιούνται σε αυτήν δεν διευκρινίζουν αν αφορά πληροφορίες σχετικές αποκλειστικώς με το καθεστώς των επιβατών αεροπορικών μεταφορών ως προς τα προγράμματα παροχών στους τακτικούς πελάτες ή αν, αντιθέτως, αφορά το σύνολο των πληροφοριών σχετικά με τα αεροπορικά ταξίδια και τις συναλλαγές που πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο των προγραμμάτων αυτών.

158

Ομοίως, ούτε η κατηγορία της στήλης 7, κάνοντας χρήση της φράσεως «κάθε διαθέσιμο στοιχείο επικοινωνίας», καθορίζει με επαρκή ακρίβεια το εύρος των προς διαβίβαση δεδομένων. Δεν διευκρινίζει, ιδίως, το είδος των στοιχείων επικοινωνίας τα οποία αφορά ούτε αν τα στοιχεία αυτά επικοινωνίας περιλαμβάνουν επίσης, όπως μπορεί να συναχθεί από τη γραπτή απάντηση της Επιτροπής στις ερωτήσεις που έθεσε το Δικαστήριο, τα στοιχεία επικοινωνίας τρίτων οι οποίοι προέβησαν στην κράτηση θέσεως στην πτήση για λογαριασμό του επιβάτη, τρίτων μέσω των οποίων είναι δυνατή η επικοινωνία με τον επιβάτη ή, ακόμη, τρίτων που πρέπει να ενημερωθούν σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης.

159

Όσον αφορά την κατηγορία της στήλης 8, αυτή περιλαμβάνει «κάθε διαθέσιμη πληροφορία πληρωμών και διακανονισμών (δεν περιλαμβάνονται άλλες λεπτομέρειες της συναλλαγής σχετικά με πιστωτική κάρτα ή λογαριασμό, που δεν συνδέονται με την ταξιδιωτική συναλλαγή)». Βεβαίως, η κατηγορία της στήλης αυτής θα μπορούσε να φαίνεται ιδιαιτέρως ευρεία, καθόσον χρησιμοποιείται σε αυτήν η φράση «κάθε διαθέσιμη πληροφορία». Ωστόσο, όπως προκύπτει από την απάντηση της Επιτροπής στις ερωτήσεις που έθεσε το Δικαστήριο, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η κατηγορία της εν λόγω στήλης αφορά μόνον τις πληροφορίες σχετικά με τον τρόπο και τους όρους πληρωμής και διακανονισμού του εισιτηρίου αεροπορικού ταξιδίου, εξαιρουμένης κάθε άλλης πληροφορίας που δεν σχετίζεται άμεσα με την πτήση. Ερμηνευόμενη κατά τον τρόπο αυτό, η κατηγορία της στήλης 8 πρέπει να γίνει δεκτό ότι πληροί τις απαιτήσεις περί σαφήνειας και ακρίβειας.

160

Όσον αφορά την κατηγορία της στήλης 17, αυτή περιλαμβάνει τις «γενικές παρατηρήσεις, περιλαμβανομένων των άλλων συμπληρωματικών πληροφοριών (Other Supplementary Information/OSI), ειδικών υπηρεσιακών πληροφοριών (Special Service Information/SSI) και πληροφοριών από αιτήσεις ειδικών υπηρεσιών (Special Service Request/SSR)». Κατά τις εξηγήσεις που παρέσχε, μεταξύ άλλων, η Επιτροπή πρόκειται για κατηγορία αποκαλούμενη «ελευθέρου κειμένου» (free text), τείνουσα να περιλάβει «όλες τις συμπληρωματικές πληροφορίες», πέραν των απαριθμουμένων σε άλλες στήλες του παραρτήματος της σχεδιαζομένης συμφωνίας. Επομένως, μια τέτοια κατηγορία δεν παρέχει καμία ένδειξη ως προς το είδος και το εύρος των προς διαβίβαση πληροφοριών, δύναται δε, κατά τα φαινόμενα, να συμπεριλάβει ακόμη και πληροφορίες στερούμενες οποιασδήποτε σχέσεως με τον σκοπό της διαβιβάσεως των δεδομένων PNR. Επιπλέον, καθόσον οι πληροφορίες που διαλαμβάνονται στη στήλη αυτή παρέχονται απλώς χάριν παραδείγματος, όπως καταδεικνύει η χρήση της λέξεως «περιλαμβανομένων», η κατηγορία της ιδίας αυτής στήλης ουδόλως οριοθετείται ως προς το είδος και το εύρος των δυνάμενων να περιληφθούν σε αυτήν πληροφοριών. Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι η κατηγορία της στήλης 17 οριοθετείται με επαρκή σαφήνεια και ακρίβεια.

161

Όσον αφορά, τέλος, την κατηγορία της στήλης 18, σε αυτήν περιλαμβάνονται «όλες οι εκ των προτέρων πληροφορίες για επιβάτες (ΑΡΙ) που συλλέγονται για τους σκοπούς κρατήσεων». Κατά τις διευκρινίσεις που παρέσχον το Συμβούλιο και η Επιτροπή, οι πληροφορίες αυτές αντιστοιχούν στις διαλαμβανόμενες στο άρθρο 3, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/82, συγκεκριμένα δε στον αριθμό και το είδος του χρησιμοποιούμενου ταξιδιωτικού εγγράφου, την ιθαγένεια, το πλήρες ονοματεπώνυμο, την ημερομηνία γεννήσεως, το σημείο διαβάσεως των συνόρων κατά την είσοδο στο έδαφος των κρατών μελών, τον κωδικό μεταφοράς, την ώρα αναχωρήσεως και αφίξεως της μεταφοράς, τον συνολικό αριθμό των επιβατών που μεταφέρονται με αυτήν και το αρχικό σημείο επιβιβάσεως. Η κατηγορία της στήλης αυτής, υπό τον όρο ότι θα ερμηνευθεί ως περιλαμβάνουσα αποκλειστικώς τις πληροφορίες που μνημονεύονται ρητώς στο άρθρο 3, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής, μπορεί να χαρακτηρισθεί ως πληρούσα τις απαιτήσεις περί σαφήνειας και ακρίβειας.

162

Οι διατάξεις του άρθρου 4, παράγραφος 3, της σχεδιαζομένης συμφωνίας, οι οποίες προβλέπουν την υποχρέωση του Καναδά να διαγράφει κάθε διαβιβαζόμενο σε αυτόν δεδομένο PNR εφόσον δεν περιλαμβάνεται στον κατάλογο του παραρτήματος της συμφωνίας αυτής, δεν καθιστούν δυνατή την άρση της ασάφειας που ενέχουν οι στήλες 5, 7 και 17 του παραρτήματος αυτού. Πράγματι, καθόσον ο κατάλογος αυτός δεν οριοθετεί, αφεαυτού, με επαρκή σαφήνεια και ακρίβεια τα προς διαβίβαση δεδομένα PNR, οι διατάξεις αυτές δεν δύνανται να άρουν την ασάφεια ως προς τα δεδομένα PNR που πρέπει να διαβιβάζονται.

163

Υπό τις συνθήκες αυτές, όσον αφορά τα δεδομένα PNR που πρέπει να διαβιβάζονται στον Καναδά, οι κατηγορίες των στηλών 5, 7 και 17 του παραρτήματος της σχεδιαζομένης συμφωνίας δεν οριοθετούν με επαρκή σαφήνεια και ακρίβεια την έκταση της επεμβάσεως στα θεμελιώδη δικαιώματα που κατοχυρώνονται με τα άρθρα 7 και 8 του Χάρτη.

ii) Επί των ευαίσθητων δεδομένων

164

Όσον αφορά τη διαβίβαση των ευαίσθητων δεδομένων, κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο εʹ, της σχεδιαζομένης συμφωνίας, η διάταξη αυτή τα ορίζει ως το σύνολο των πληροφοριών που αποκαλύπτουν «τη φυλετική ή εθνοτική καταγωγή, τα πολιτικά φρονήματα, τις θρησκευτικές ή φιλοσοφικές πεποιθήσεις, τη συμμετοχή σε συνδικαλιστικές οργανώσεις» ή αφορούν «την υγεία ή τη σεξουαλική ζωή» ενός προσώπου. Μολονότι καμία από τις κατηγορίες των 19 στηλών που περιλαμβάνονται στο παράρτημα της συμφωνίας αυτής δεν αφορά ρητώς δεδομένα τέτοιου είδους, τα δεδομένα αυτά, εντούτοις, ενδέχεται, όπως επιβεβαίωσε, μεταξύ άλλων, η Επιτροπή στην απάντησή της στις ερωτήσεις που έθεσε το Δικαστήριο, να εμπίπτουν στην κατηγορία της στήλης 17. Επιπλέον, το γεγονός ότι τα άρθρα 8 και 16 της σχεδιαζομένης συμφωνίας προβλέπουν ειδικούς κανόνες για τη χρήση και τη διατήρηση ευαίσθητων δεδομένων συνεπάγεται κατ’ ανάγκη ότι τα συμβαλλόμενα στη συμφωνία αυτή μέρη έχουν αποδεχθεί τη δυνατότητα διαβιβάσεως τέτοιων δεδομένων στον Καναδά.

165

Πρέπει να επισημανθεί συναφώς ότι κάθε μέτρο που στηρίζεται στην παραδοχή ότι ένα ή περισσότερα εκ των χαρακτηριστικών γνωρισμάτων που μνημονεύονται στο άρθρο 2, στοιχείο εʹ, της σχεδιαζομένης συμφωνίας θα μπορούσαν, αφεαυτών και ανεξαρτήτως της ατομικής συμπεριφοράς του οικείου ταξιδιώτη, να είναι κρίσιμα για τον σκοπό της επεξεργασίας δεδομένων PNR, δηλαδή την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και των σοβαρών μορφών διεθνικού εγκλήματος, αντιβαίνει στα δικαιώματα που κατοχυρώνονται με τα άρθρα 7 και 8 του Χάρτη, ερμηνευόμενα σε συνδυασμό με το άρθρο του 21. Λαμβανομένου υπόψη του κινδύνου επεξεργασίας αντίθετης προς το άρθρο 21 του Χάρτη, για τη διαβίβαση ευαίσθητων δεδομένων στον Καναδά θα απαιτούνταν ακριβής και ιδιαιτέρως βάσιμη δικαιολόγηση, αντλούμενη από άλλους λόγους εκτός της προστασίας της δημόσιας ασφάλειας από την τρομοκρατία και το σοβαρό διεθνικό έγκλημα. Εν προκειμένω, όμως, δεν υφίσταται τέτοια δικαιολόγηση.

166

Επιπροσθέτως, πρέπει να επισημανθεί ότι ο νομοθέτης της Ένωσης απέκλεισε την επεξεργασία των ευαίσθητων δεδομένων, με το άρθρο 6, παράγραφος 4, το άρθρο 7, παράγραφος 6, και το άρθρο 13, παράγραφος 4, της οδηγίας (ΕΕ) 2016/681, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Απριλίου 2016, σχετικά με τη χρήση των δεδομένων που περιέχονται στις καταστάσεις ονομάτων επιβατών (PNR) για την πρόληψη, ανίχνευση, διερεύνηση και δίωξη τρομοκρατικών και σοβαρών εγκλημάτων (ΕΕ 2016, L 119, σ. 132).

167

Λαμβανομένων υπόψη των κρίσεων που περιέχονται στις δύο προηγούμενες σκέψεις, διαπιστώνεται ότι τα άρθρα 7, 8 και 21, καθώς και το άρθρο 52, παράγραφος 1, του Χάρτη αντιτίθενται τόσο στη διαβίβαση ευαίσθητων δεδομένων στον Καναδά όσο και στο νομικό πλαίσιο που διαπραγματεύθηκε η Ένωση με το τρίτο αυτό κράτος όσον αφορά τις προϋποθέσεις για τη χρήση και τη διατήρηση τέτοιων δεδομένων από τις αρχές του τρίτου κράτους αυτού.

2) Επί της αυτοματοποιημένης επεξεργασίας των δεδομένων PNR

168

Όπως προκύπτει από τις σκέψεις 130 έως 132 της παρούσας γνωμοδοτήσεως και όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 252 των προτάσεών του, τα διαβιβαζόμενα στον Καναδά δεδομένα PNR προορίζονται κυρίως να υποβληθούν σε αναλύσεις με αυτοματοποιημένα μέσα στηριζόμενες σε προκαθορισμένα πρότυπα και κριτήρια και σε αντιπαραβολή με διάφορες βάσεις δεδομένων.

169

Η εκτίμηση, όμως, περί της επικινδυνότητας των επιβατών αεροπορικών μεταφορών για τη δημόσια ασφάλεια διενεργείται, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 130 και 131 της παρούσας γνωμοδοτήσεως, μέσω αυτοματοποιημένων αναλύσεων των δεδομένων PNR πριν από την άφιξη των επιβατών αυτών στον Καναδά. Καθόσον οι αναλύσεις αυτές στηρίζονται σε μη εξακριβωμένα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα και σε προκαθορισμένα πρότυπα και κριτήρια, ενέχουν κατ’ ανάγκη ορισμένο ποσοστό σφάλματος, όπως δέχθηκαν, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, μεταξύ άλλων, η Γαλλική Κυβέρνηση και η Επιτροπή.

170

Όπως προκύπτει από το σημείο 30 της γνωμοδοτήσεως του ΕΕΠΔ όσον αφορά το σχέδιο πρότασης απόφασης-πλαισίου του Συμβουλίου για τη χρήση των δεδομένων των καταστάσεων με τα ονόματα των επιβατών (PNR) με σκοπό την επιβολή του νόμου (ΕΕ 2008, C 110, σ. 1), στην οποία παρέπεμψε ο ΕΕΠΔ με την απάντησή του στις ερωτήσεις που έθεσε το Δικαστήριο, το ποσοστό αυτό σφάλματος δεν είναι αμελητέο.

171

Βεβαίως, όσον αφορά τις συνέπειες αυτοματοποιημένης επεξεργασίας των δεδομένων PNR, το άρθρο 15 της σχεδιαζομένης συμφωνίας προβλέπει ότι ο Καναδάς δεν λαμβάνει «καμία απόφαση με σημαντικά δυσμενή επίπτωση για κάποιον επιβάτη αποκλειστικά βάσει αυτοματοποιημένης επεξεργασίας δεδομένων PNR». Ομοίως, το άρθρο 3 της συμφωνίας αυτής, με το οποίο καθορίζονται οι σκοποί κάθε επεξεργασίας των δεδομένων αυτών από την αρμόδια καναδική αρχή, και το άρθρο 7 της εν λόγω συμφωνίας, το οποίο περιέχει ρήτρα απαγορεύσεως των διακρίσεων, έχουν εφαρμογή σε αυτό το είδος επεξεργασίας.

172

Τούτου δοθέντος, το εύρος της επεμβάσεως που συνεπάγονται οι αυτοματοποιημένες αναλύσεις δεδομένων PNR στα δικαιώματα που κατοχυρώνονται με τα άρθρα 7 και 8 του Χάρτη εξαρτάται κατ’ ουσίαν από τα προκαθορισμένα πρότυπα και κριτήρια και από τις βάσεις δεδομένων, δηλαδή τα στοιχεία στα οποία στηρίζεται αυτό το είδος επεξεργασίας δεδομένων. Επομένως, λαμβανομένων υπόψη των κρίσεων που περιέχονται στις σκέψεις 169 και 170 της παρούσας γνωμοδοτήσεως, τα προκαθορισμένα πρότυπα και κριτήρια θα πρέπει να είναι, αφενός, ειδικά και αξιόπιστα, καθιστώντας δυνατή, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 256 των προτάσεών του, την εξαγωγή αποτελεσμάτων βάσει των οποίων θα εντοπίζονται τα άτομα που μπορεί να βαρύνονται με εύλογη υποψία συμμετοχής σε τρομοκρατικές αξιόποινες πράξεις ή σε σοβαρά διεθνικά εγκλήματα, και, αφετέρου, να μην εισάγουν διακρίσεις. Επίσης, θα έπρεπε να διευκρινισθεί ότι οι βάσεις δεδομένων προς τις οποίες αντιπαραβάλλονται τα δεδομένα PNR πρέπει να είναι αξιόπιστες και ενημερωμένες και να περιορίζονται σε βάσεις δεδομένων τις οποίες χρησιμοποιεί ο Καναδάς σχετικά με την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και των σοβαρών μορφών διεθνικού εγκλήματος.

173

Επιπλέον, καθόσον οι αυτοματοποιημένες αναλύσεις των δεδομένων PNR ενέχουν κατ’ ανάγκη, όπως διαπιστώθηκε στη σκέψη 169 της παρούσας γνωμοδοτήσεως, ορισμένο ποσοστό σφάλματος, κάθε θετικό αποτέλεσμα που εξάγεται κατόπιν αυτοματοποιημένης αναλύσεως των εν λόγω δεδομένων, πρέπει, βάσει του άρθρου 15 της σχεδιαζομένης συμφωνίας, να υποβάλλεται σε εξατομικευμένο έλεγχο με μη αυτοματοποιημένα μέσα πριν ληφθεί ατομικό μέτρο με δυσμενείς επιπτώσεις για τους οικείους επιβάτες αεροπορικών μεταφορών. Επομένως, ένα τέτοιο μέτρο δεν μπορεί, βάσει του εν λόγω άρθρου 15, να στηρίζεται με καθοριστικό τρόπο αποκλειστικώς σε αποτέλεσμα αυτοματοποιημένης επεξεργασίας δεδομένων PNR.

174

Τέλος, προκειμένου να διασφαλισθεί, στην πράξη, ότι τα προκαθορισμένα πρότυπα και κριτήρια, η χρήση τους, καθώς και οι χρησιμοποιούμενες βάσεις δεδομένων δεν ενέχουν κίνδυνο διακρίσεων και ότι περιορίζονται στο απολύτως αναγκαίο, η αξιοπιστία και ο επικαιροποιημένος χαρακτήρας των προκαθορισμένων αυτών προτύπων και κριτηρίων και των χρησιμοποιούμενων βάσεων δεδομένων θα πρέπει να αποτελέσει το αντικείμενο, λαμβανομένων υπόψη των στατιστικών στοιχείων και των πορισμάτων της διεθνούς έρευνας, της από κοινού εξετάσεως της εφαρμογής της σχεδιαζομένης συμφωνίας, την οποία προβλέπει το άρθρο της 26, παράγραφος 2.

3) Επί των σκοπών των διαφόρων μορφών επεξεργασίας δεδομένων PNR

i) Πρόληψη, ανίχνευση, διερεύνηση και δίωξη τρομοκρατικών αξιόποινων πράξεων και σοβαρών μορφών διεθνικού εγκλήματος

175

Το άρθρο 3, παράγραφος 1, της σχεδιαζομένης συμφωνίας προβλέπει ότι η επεξεργασία δεδομένων PNR από την αρμόδια καναδική αρχή επιτρέπεται αποκλειστικώς για τους σκοπούς της προλήψεως, της ανιχνεύσεως, της διερευνήσεως και της διώξεως τρομοκρατικών αξιόποινων πράξεων ή σοβαρού διεθνικού εγκλήματος.

176

Όσον αφορά τον όρο «τρομοκρατικές αξιόποινες πράξεις», το άρθρο 3, παράγραφος 2, της συμφωνίας αυτής ορίζει σαφώς και επακριβώς τόσο τις δραστηριότητες που καταλαμβάνει ο όρος αυτός όσο και τα πρόσωπα, τις ομάδες και τις οργανώσεις που δύνανται να χαρακτηρισθούν ως «τρομοκρατική οντότητα».

177

Ομοίως, όσον αφορά τον όρο «σοβαρό διεθνικό έγκλημα», το άρθρο 3, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, της σχεδιαζομένης συμφωνίας ορίζει με σαφήνεια και ακρίβεια τον βαθμό σοβαρότητας των οικείων αξιόποινων πράξεων, απαιτώντας αυτές να επισύρουν ποινή στερητική της ελευθερίας τουλάχιστον τεσσάρων ετών ή βαρύτερη. Επιπλέον, όσον αφορά το είδος των εν λόγω αξιόποινων πράξεων, η διάταξη αυτή πρέπει επίσης να χαρακτηρισθεί ως αρκούντως σαφής, δεδομένου ότι παραπέμπει σε αξιόποινες πράξεις που ορίζονται από το καναδικό δίκαιο. Τέλος, το άρθρο 3, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, της συμφωνίας αυτής καθορίζει με τρόπο σαφή και ακριβή τις διάφορες περιπτώσεις κατά τις οποίες ένα έγκλημα χαρακτηρίζεται ως διεθνικής φύσεως.

178

Υπό τις συνθήκες αυτές, το άρθρο 3, παράγραφοι 1 έως 3, της σχεδιαζομένης συμφωνίας περιέχει κανόνες σαφείς, ακριβείς και περιοριζόμενους στο απολύτως αναγκαίο.

ii) Άλλοι σκοποί

179

Το άρθρο 3, παράγραφος 4, της σχεδιαζομένης συμφωνίας επιτρέπει στην αρμόδια καναδική αρχή, σε έκτακτες περιπτώσεις, να επεξεργάζεται τα δεδομένα PNR εφόσον αυτό είναι αναγκαίο για την προστασία των ζωτικών συμφερόντων κάθε προσώπου, μεταξύ άλλων σε περίπτωση κινδύνου θανάτου ή σοβαρής σωματικής βλάβης, ή στην περίπτωση σοβαρού κινδύνου για τη δημόσια υγεία, κατ’ εφαρμογήν ιδίως διεθνώς αναγνωρισμένων κανόνων. Το άρθρο 3, παράγραφος 5, στοιχεία αʹ και βʹ, της συμφωνίας αυτής επιτρέπει επίσης στον Καναδά να επεξεργάζεται τα δεδομένα PNR «κατά περίπτωση», με σκοπό, αντιστοίχως, «να διασφαλίζει την εποπτεία ή τη λογοδοσία της δημόσιας διοίκησης» και «να συμμορφώνεται [προς] κλήτευση ή ένταλμα σύλληψης που εκδίδεται από δικαστήριο ή [προς] διάταξη δικαστηρίου».

180

Δεδομένου ότι το άρθρο 3, παράγραφος 4, της σχεδιαζομένης συμφωνίας περιορίζει στην προστασία των ζωτικών συμφερόντων προσώπου τις περιπτώσεις κατά τις οποίες η αρμόδια καναδική αρχή δύναται, για σκοπούς διαφορετικούς από τους σύμφυτους με τη σχεδιαζόμενη συμφωνία σκοπούς της καταπολεμήσεως της τρομοκρατίας και του σοβαρού διεθνικού εγκλήματος, να χρησιμοποιεί τα δεδομένα PNR που συνελέγησαν βάσει της εν λόγω συμφωνίας, η διάταξη αυτή ορίζει σαφώς και επακριβώς τις περιπτώσεις κατά τις οποίες επιτρέπεται η χρήση αυτή. Εξάλλου, καθόσον η εν λόγω διάταξη προβλέπει ότι τούτο επιτρέπεται στην αρμόδια καναδική αρχή κατ’ εξαίρεση, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η διάταξη αυτή περιέχει κανόνες περιοριζόμενους στο απολύτως αναγκαίο.

181

Αντιθέτως, η διατύπωση περί των περιπτώσεων κατά τις οποίες, βάσει του άρθρου 3, παράγραφος 5, στοιχεία αʹ και βʹ, της σχεδιαζομένης συμφωνίας, δύναται ο Καναδάς να επεξεργάζεται δεδομένα PNR, είναι υπέρμετρα αόριστη και γενική για να πληροί τις απαιτήσεις περί σαφήνειας και ακρίβειας. Οι κανόνες που θεσπίζονται με τη διάταξη αυτή δεν περιορίζονται, ως εκ τούτου, στο απολύτως αναγκαίο για την επίτευξη του σκοπού που επιδιώκεται με την εν λόγω συμφωνία.

4) Επί των καναδικών αρχών που διαλαμβάνονται στη σχεδιαζόμενη συμφωνία

182

Σύμφωνα με το άρθρο 2, στοιχείο δʹ, της σχεδιαζομένης συμφωνίας, η αρμόδια καναδική αρχή επιφορτίζεται με τη λήψη και επεξεργασία δεδομένων PNR βάσει της συμφωνίας αυτής. Κατά το άρθρο 5 της συμφωνίας, η αρχή αυτή θεωρείται ότι διασφαλίζει επαρκές επίπεδο προστασίας, κατά την έννοια του δικαίου της Ένωσης, όσον αφορά την επεξεργασία και χρήση των εν λόγω δεδομένων. Επιπλέον, όπως προκύπτει από το δέκατο πέμπτο εδάφιο του προοιμίου της εν λόγω συμφωνίας, ο Καναδάς δεσμεύεται ότι η εν λόγω αρχή συμμορφώνεται προς τις εγγυήσεις που προβλέπει η ίδια συμφωνία σχετικά με τον σεβασμό της ιδιωτικής ζωής και την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

183

Μολονότι στη σχεδιαζόμενη συμφωνία δεν προσδιορίζεται η ταυτότητα, αυτή καθαυτή, της αρμόδιας καναδικής αρχής, το άρθρο 30, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της συμφωνίας επιβάλλει στον Καναδά την υποχρέωση να γνωστοποιήσει την αρχή αυτή στην Επιτροπή πριν η εν λόγω συμφωνία τεθεί σε ισχύ. Επομένως, η σχεδιαζόμενη συμφωνία είναι αρκούντως σαφής και ακριβής ως προς την ταυτότητα της αρμόδιας καναδικής αρχής.

184

Επισημαίνεται επίσης ότι το άρθρο 18, παράγραφος 1, της εν λόγω συμφωνίας δεν προσδιορίζει την ταυτότητα των «άλλων καναδικών αρχών» στις οποίες επιτρέπεται να κοινοποιεί δεδομένα PNR, υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπει η διάταξη αυτή, η αρμόδια καναδική αρχή. Ωστόσο, από το άρθρο 18, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ, γʹ και εʹ, της σχεδιαζομένης συμφωνίας προκύπτει σαφώς ότι τα δεδομένα PNR επιτρέπεται να κοινοποιούνται μόνο σε αρχές «[τα καθήκοντα] των οποίων συνδέονται άμεσα με το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 3», οσάκις η κοινοποίηση «είναι αναγκαία για τους σκοπούς που [διαλαμβάν]ονται στο άρθρο 3» και υπό την επιφύλαξη ότι οι αρχές αυτές παρέχουν «προστασία ισοδύναμη με τις διασφαλίσεις που ορίζονται στην παρούσα συμφωνία».

185

Καθόσον πλείονες διατάξεις της σχεδιαζομένης συμφωνίας, συγκεκριμένα δε το άρθρο 3, παράγραφος 5, το άρθρο 6 παράγραφοι 1 και 2, το άρθρο 8, παράγραφοι 3 έως 5, το άρθρο 12, παράγραφος 3, το άρθρο 16 και το άρθρο 17 της συμφωνίας αυτής, ορίζουν τον «Καναδά» ως υπεύθυνη αρχή για τις διάφορες μορφές επεξεργασίας των δεδομένων PNR οι οποίες διαλαμβάνονται στις διατάξεις αυτές, η εν λόγω συμφωνία πρέπει να νοηθεί ως ορίζουσα είτε την αρμόδια καναδική αρχή είτε τις μνημονευόμενες στο άρθρο 18 της συμφωνίας. Ούτως ερμηνευόμενα, το άρθρο 3, παράγραφος 5, το άρθρο 6 παράγραφοι 1 και 2, το άρθρο 8, παράγραφοι 3 έως 5, το άρθρο 12, παράγραφος 3, το άρθρο 16 και το άρθρο 17 της σχεδιαζομένης συμφωνίας μπορούν να χαρακτηρισθούν ως πληρούντα τις απαιτήσεις περί σαφήνειας και ακρίβειας.

5) Επί των οικείων επιβατών αεροπορικών μεταφορών

186

Η σχεδιαζόμενη συμφωνία αφορά τα δεδομένα PNR του συνόλου των επιβατών αεροπορικών μεταφορών οι οποίοι ταξιδεύουν με πτήσεις μεταξύ της Ένωσης και του Καναδά. Τα δεδομένα αυτά διαβιβάζονται στον Καναδά ανεξαρτήτως οιουδήποτε αντικειμενικού στοιχείου, βάσει του οποίου θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι οι επιβάτες ενδέχεται να είναι επικίνδυνοι για τη δημόσια ασφάλεια στον Καναδά.

187

Επισημαίνεται συναφώς ότι, όπως υπομνήσθηκε στις σκέψεις 152 και 169 της παρούσας γνωμοδοτήσεως, τα δεδομένα PNR προορίζονται ιδίως να υποβληθούν σε αυτοματοποιημένη επεξεργασία. Όπως, όμως, υποστήριξαν πλείονες εκ των μετεχόντων στη διαδικασία, η επεξεργασία αυτή έχει ως σκοπό να προσδιορισθεί η ενδεχόμενη επικινδυνότητα, όσον αφορά τη δημόσια ασφάλεια, προσώπων τα οποία δεν είναι ακόμη γνωστά στις αρμόδιες υπηρεσίες και τα οποία θα μπορούσαν, λόγω της επικινδυνότητας αυτής, να υποβληθούν σε ενδελεχή έλεγχο. Συναφώς, η αυτοματοποιημένη επεξεργασία των δεδομένων αυτών, πριν από την άφιξη των επιβατών στον Καναδά, διευκολύνει και επιταχύνει τους ελέγχους ασφαλείας, ιδίως δε τους συνοριακούς. Επιπλέον, ο αποκλεισμός ορισμένων κατηγοριών προσώπων ή ορισμένων περιοχών προελεύσεως δύναται να παρακωλύσει την επίτευξη του σκοπού της αυτοματοποιημένης επεξεργασίας των δεδομένων PNR, δηλαδή την ταυτοποίηση, μέσω ελέγχου των δεδομένων αυτών, των προσώπων τα οποία, μεταξύ του συνόλου των επιβατών αεροπορικών μεταφορών, είναι ενδεχομένως επικίνδυνα για τη δημόσια ασφάλεια, ή να καταστήσει δυνατή την αποφυγή του ελέγχου αυτού.

188

Κατά τα λοιπά, σύμφωνα με το άρθρο 13 της Συμβάσεως του Σικάγου, στην οποία παρέπεμψαν ειδικότερα το Συμβούλιο και η Επιτροπή με τις απαντήσεις τους στις ερωτήσεις που έθεσε το Δικαστήριο, όλοι οι επιβάτες αεροπορικών μεταφορών πρέπει, κατά την είσοδο σε συμβαλλόμενο κράτος, κατά τη διάρκεια της παραμονής τους στο έδαφός του και κατά την αναχώρησή τους από αυτό, να τηρούν τους νόμους και τις κανονιστικές διατάξεις του κράτους αυτού όσον αφορά την είσοδο ή την αναχώρηση των επιβατών αεροπορικών μεταφορών από το έδαφός του. Όλοι οι επιβάτες αεροπορικών μεταφορών οι οποίοι επιθυμούν να εισέλθουν στον Καναδά ή να αναχωρήσουν από τη χώρα αυτή υπόκεινται, επομένως, βάσει του άρθρου αυτού, σε συνοριακούς ελέγχους, υποχρεούνται δε να τηρούν τους όρους εισόδου και εξόδου που προβλέπει το ισχύον καναδικό δίκαιο. Επιπλέον, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 152 και 187 της παρούσας γνωμοδοτήσεως, η ταυτοποίηση, μέσω δεδομένων PNR, των επιβατών που είναι ενδεχομένως επικίνδυνοι γα τη δημόσια ασφάλεια αποτελεί μέρος των συνοριακών ελέγχων. Κατά συνέπεια, καθόσον υποβάλλονται σε ελέγχους, οι επιβάτες αεροπορικών μεταφορών οι οποίοι επιθυμούν να εισέλθουν στον Καναδά και να διαμείνουν στη χώρα αυτή υπόκεινται, ως εκ της ιδίας της φύσεως του μέτρου αυτού, σε έλεγχο των δεδομένων τους PNR.

189

Υπό τις συνθήκες αυτές, η σχεδιαζόμενη συμφωνία δεν υπερβαίνει τα όρια του απολύτως αναγκαίου καθόσον επιτρέπει τη διαβίβαση των δεδομένων PNR του συνόλου των επιβατών αεροπορικών μεταφορών προς τον Καναδά.

6) Επί της διατηρήσεως και της χρήσεως των δεδομένων PNR

190

Προκειμένου να διασφαλισθεί ότι η διατήρηση των διαβιβαζόμενων δεδομένων PNR, η πρόσβαση των διαλαμβανομένων στη σχεδιαζόμενη συμφωνία καναδικών αρχών στα δεδομένα αυτά και η χρήση τους περιορίζονται στο απολύτως αναγκαίο, η σχεδιαζόμενη συμφωνία θα πρέπει, σύμφωνα με την υπομνησθείσα στη σκέψη 141 της παρούσας γνωμοδοτήσεως πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, να προβλέπει σαφείς και ακριβείς κανόνες βάσει των οποίων θα προσδιορίζονται οι περιστάσεις και οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες θα μπορούν οι αρχές αυτές να τα διατηρούν, να έχουν πρόσβαση σε αυτά και να τα χρησιμοποιούν.

191

Όσον αφορά τη διατήρηση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, πρέπει να επισημανθεί ότι η επίμαχη ρύθμιση πρέπει, ιδίως, να ανταποκρίνεται πάντοτε σε αντικειμενικά κριτήρια που να αποδεικνύουν τη σχέση μεταξύ των προς διατήρηση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και του επιδιωκομένου σκοπού (βλ., σχετικώς, αποφάσεις της 6ης Οκτωβρίου 2015, Schrems, C-362/14, EU:C:2015:650, σκέψη 93, και της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Tele2 Sverige και Watson κ.λπ., C-203/15 και C-698/15, EU:C:2016:970, σκέψη 110).

192

Όσον αφορά την εκ μέρους αρχής χρήση νομίμως διατηρούμενων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, πρέπει να υπομνησθεί ότι το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι δεν αρκεί ρύθμιση της Ένωσης να ορίζει ότι η πρόσβαση στα εν λόγω δεδομένα πρέπει να συμβάλλει στην επίτευξη κάποιου από τους σκοπούς της, αλλά πρέπει να προβλέπει επίσης τις ουσιαστικές και διαδικαστικές προϋποθέσεις που διέπουν τη χρήση αυτή (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Tele2 Sverige και Watson κ.λπ., C-203/15 και C-698/15, EU:C:2016:970, σκέψεις 117 και 118 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

193

Εν προκειμένω, όπως διαπιστώθηκε στη σκέψη 171 της παρούσας γνωμοδοτήσεως, η σχεδιαζόμενη συμφωνία οριοθετεί, στο άρθρο της 3, τους σκοπούς της χρήσεως δεδομένων PNR από την αρμόδια καναδική αρχή, προβλέπει, στο άρθρο της 7, ρήτρα απαγορεύσεως των διακρίσεων και περιέχει, στο άρθρο της 15, διάταξη περί των αποφάσεων του Καναδά οι οποίες στηρίζονται σε αυτοματοποιημένη επεξεργασία των δεδομένων αυτών.

194

Επιπλέον, το άρθρο 16, παράγραφος 1, της σχεδιαζομένης συμφωνίας προβλέπει ότι τα δεδομένα PNR επιτρέπεται να διατηρούνται από τον Καναδά για χρονικό διάστημα πέντε ετών από της λήψεώς τους και το άρθρο 16, παράγραφος 3, της συμφωνίας αυτής διευκρινίζει ότι μέρος των δεδομένων αυτών πρέπει να αποπροσωποποιείται διά της αποκρύψεως των ονομάτων 30 ημέρες ή δύο έτη μετά την ημερομηνία αυτή. Δεδομένου ότι οι διατάξεις αυτές ουδόλως διαφοροποιούνται αναλόγως των οικείων επιβατών, επιτρέπουν, επομένως, τη διατήρηση των δεδομένων PNR όλων των επιβατών αεροπορικών μεταφορών.

195

Τέλος, βάσει του άρθρου 16, παράγραφος 4, της εν λόγω συμφωνίας, χωρεί αναίρεση της αποκρύψεως δεδομένων οσάκις αυτό είναι αναγκαίο για τη διενέργεια ερευνών που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 3 της ιδίας αυτής συμφωνίας, αναίρεση αποκρύψεως η οποία αποτελεί έργο, κατά περίπτωση, είτε περιορισμένου αριθμού ειδικώς και ρητώς προς τούτο εξουσιοδοτημένων υπαλλήλων είτε κατόπιν προηγουμένης αδείας του προϊσταμένου της αρμόδιας καναδικής υπηρεσίας ή υψηλόβαθμου υπαλλήλου ειδικώς εντεταλμένου προς τούτο από τον εν λόγω προϊστάμενο.

i) Επί της διατηρήσεως και της χρήσεως των δεδομένων PNR προ της αφίξεως των επιβατών αεροπορικών μεταφορών, κατά την παραμονή τους στον Καναδά και κατά την αναχώρησή τους

196

Η σχεδιαζόμενη συμφωνία επιτρέπει, καθ’ όλο το χρονικό διάστημα διατηρήσεως, τη χρήση των δεδομένων PNR όλων των επιβατών αεροπορικών μεταφορών για τους σκοπούς που διαλαμβάνονται στο άρθρο της 3.

197

Όσον αφορά, όμως, τη διατήρηση των δεδομένων PNR και τη χρήση τους έως την αναχώρηση από τον Καναδά των επιβατών αεροπορικών μεταφορών, επισημαίνεται ότι τα δεδομένα αυτά καθιστούν, ιδίως, ευχερέστερους τους ελέγχους ασφαλείας και τους συνοριακούς ελέγχους. Η διατήρηση και η χρήση τους προς τούτο δεν δύνανται, ως εκ της φύσεώς τους, να περιορίζονται σε ένα συγκεκριμένο κύκλο επιβατών αεροπορικών μεταφορών ή να απαιτούν τη χορήγηση προηγούμενης αδείας από δικαστήριο ή ανεξάρτητη διοικητική αρχή. Επομένως και σύμφωνα με τις κρίσεις που διατυπώθηκαν με τις σκέψεις 186 έως 188 της παρούσας γνωμοδοτήσεως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, καθόσον χρόνο οι επιβάτες αεροπορικών μεταφορών βρίσκονται στον Καναδά ή όταν πρόκειται να αναχωρήσουν από την τρίτη χώρα αυτή, υφίσταται η αναγκαία σχέση μεταξύ των δεδομένων αυτών και του επιδιωκομένου με τη συμφωνία αυτή σκοπού, οπότε η συμφωνία δεν υπερβαίνει τα όρια του απολύτως αναγκαίου απλώς και μόνον επειδή επιτρέπει τη συστηματική διατήρηση και χρήση των δεδομένων PNR του συνόλου των επιβατών αυτών.

198

Ομοίως, η συστηματική χρήση των δεδομένων PNR με σκοπό τη διακρίβωση της αξιοπιστίας και της ενημερότητας των προκαθορισμένων προτύπων και κριτηρίων, βάσει των οποίων διενεργείται η αυτοματοποιημένη επεξεργασία των δεδομένων αυτών, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 174 της παρούσας γνωμοδοτήσεως, ή τον καθορισμό νέων προτύπων και κριτηρίων για την επεξεργασία αυτή, συνδέεται άμεσα με την εφαρμογή των ελέγχων που μνημονεύθηκαν στην προηγούμενη σκέψη της παρούσας γνωμοδοτήσεως και πρέπει, επομένως, να γίνει δεκτό ότι δεν βαίνει πέραν των ορίων του απολύτως αναγκαίου.

199

Επιπλέον, πρέπει να επισημανθεί ότι, κατά την παραμονή των επιβατών στον Καναδά και ανεξαρτήτως του αποτελέσματος της αυτοματοποιημένης αναλύσεως των δεδομένων PNR η οποία πραγματοποιήθηκε προ της αφίξεως των επιβατών στην τρίτη χώρα αυτή, ενδέχεται να υπάρξουν περιπτώσεις κατά τις οποίες η αρμόδια καναδική αρχή έχει στη διάθεσή της ενδείξεις, βάσει στοιχείων τα οποία συνελέγησαν κατά την παραμονή αυτή, περί του ότι η χρήση των δεδομένων των επιβατών αυτών μπορεί να αποδειχθεί αναγκαία για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και του σοβαρού διεθνικού εγκλήματος.

200

Όσον αφορά, πάντως, τη χρήση δεδομένων PNR στις περιπτώσεις που μνημονεύθηκαν στην προηγούμενη σκέψη της παρούσας γνωμοδοτήσεως, επισημαίνεται ότι, καθόσον επετράπη η είσοδος των επιβατών αυτών, κατόπιν ελέγχου των δεδομένων τους PNR, στην επικράτεια της τρίτης χώρας αυτής, χρήση των εν λόγω δεδομένων κατά τη διάρκεια της παραμονής των επιβατών αυτών στον Καναδά πρέπει να στηρίζεται σε νέες περιστάσεις δικαιολογούσες τη χρήση αυτή. Η εν λόγω χρήση απαιτεί επομένως, σύμφωνα με την προμνημονευθείσα στις σκέψεις 141 και 192 της παρούσας γνωμοδοτήσεως νομολογία, κανόνες ορίζοντες τις ουσιαστικές και διαδικαστικές προϋποθέσεις που θα διέπουν τη χρήση αυτή με σκοπό, ιδίως, την προστασία των εν λόγω δεδομένων από τον κίνδυνο καταχρήσεως. Οι κανόνες αυτοί πρέπει να στηρίζονται σε αντικειμενικά κριτήρια προκειμένου να καθορίζουν τις προϋποθέσεις και τις περιστάσεις υπό τις οποίες επιτρέπεται η χρήση των δεδομένων από τις διαλαμβανόμενες στη σχεδιαζόμενη συμφωνία καναδικές αρχές.

201

Συναφώς, οσάκις υφίστανται αντικειμενικά στοιχεία, βάσει των οποίων μπορεί να γίνει δεκτό ότι τα δεδομένα δυνάμενα PNR ενός ή περισσοτέρων επιβατών αεροπορικών μεταφορών θα μπορούσαν να συμβάλουν ουσιωδώς στην επίτευξη του σκοπού της καταπολεμήσεως των τρομοκρατικών αξιόποινων πράξεων και του σοβαρού διεθνικού εγκλήματος, η χρήση των δεδομένων αυτών δεν υπερβαίνει τα όρια του απολύτως αναγκαίου (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Tele2 Sverige και Watson κ.λπ., C-203/15 και C-698/15, EU:C:2016:970, σκέψη 119 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

202

Επιπλέον, προκειμένου να διασφαλισθεί στην πράξη η πλήρης τήρηση των προϋποθέσεων που μνημονεύθηκαν στις δύο προηγούμενες σκέψεις, είναι ουσιώδες η χρήση των διατηρούμενων δεδομένων PNR, κατά την παραμονή στον Καναδά των επιβατών αεροπορικών μεταφορών, να εξαρτάται, καταρχήν, εκτός αν πρόκειται για επείγουσες περιπτώσεις δεόντως αιτιολογημένες, από προηγούμενο έλεγχο πραγματοποιούμενο είτε από δικαστήριο είτε από ανεξάρτητη διοικητική αρχή, η δε απόφαση του δικαστηρίου αυτού ή της αρχής αυτής πρέπει να εκδίδεται κατόπιν αιτιολογημένης αιτήσεως των αρμοδίων εθνικών αρχών υποβληθείσας, ιδίως, στο πλαίσιο διαδικασιών για την πρόληψη, την ανίχνευση ή την ποινική δίωξη (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Tele2 Sverige και Watson κ.λπ., C-203/15 και C-698/15, EU:C:2016:970, σκέψη 120 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

203

Καθόσον η σχεδιαζόμενη συμφωνία δεν πληροί τις απαιτήσεις που μνημονεύθηκαν στις δύο προηγούμενες σκέψεις, δεν διασφαλίζει ότι η εκ μέρους των διαλαμβανομένων σε αυτήν καναδικών αρχών χρήση των δεδομένων PNR των επιβατών αεροπορικών μεταφορών κατά τη διάρκεια της παραμονής τους στον Καναδά θα περιορίζεται στο απολύτως αναγκαίο.

ii) Επί της διατηρήσεως και της χρήσεως των δεδομένων PNR κατόπιν της αναχωρήσεως από τον Καναδά των επιβατών αεροπορικών μεταφορών

204

Οι επιβάτες αεροπορικών μεταφορών οι οποίοι αναχώρησαν από τον Καναδά υπέστησαν, κατά κανόνα, ελέγχους κατά την είσοδο στη χώρα και την έξοδο από αυτήν. Ομοίως, τα δεδομένα τους PNR ελέγχθηκαν προ της αφίξεώς τους στον Καναδά και, ενδεχομένως, κατά την παραμονή τους στην εν λόγω τρίτη χώρα και κατά την έξοδό τους από αυτήν. Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να γίνει δεκτό ότι οι επιβάτες αυτοί δεν είναι, καταρχήν, επικίνδυνοι όσον αφορά την τρομοκρατία και το σοβαρό διεθνικό έγκλημα, καθόσον ούτε οι έλεγχοι και οι διακριβώσεις αυτές ούτε κάποια άλλη περίσταση κατέδειξαν την ύπαρξη σχετικών αντικειμενικών στοιχείων. Εν πάση περιπτώσει, το σύνολο των επιβατών αεροπορικών μεταφορών οι οποίοι ταξίδευσαν στον Καναδά δεν ενέχει, κατόπιν της αναχωρήσεως από τη χώρα αυτή, υψηλότερο κίνδυνο από ό,τι άλλα πρόσωπα που δεν έχουν μεταβεί στη χώρα αυτή κατά τη διάρκεια των πέντε τελευταίων ετών και για τα οποία ο Καναδάς δεν διαθέτει, ως εκ τούτου, δεδομένα PNR.

205

Επομένως, όσον αφορά τους επιβάτες αεροπορικών μεταφορών για τους οποίους δεν διαπιστώθηκε ότι αποτελούν τέτοιο κίνδυνο κατά την άφιξή τους στον Καναδά και έως την αναχώρησή τους από την τρίτη χώρα αυτή, δεν υφίσταται, κατόπιν της αναχωρήσεώς τους, σχέση, έστω και έμμεση, μεταξύ των δεδομένων τους PNR και του σκοπού που επιδιώκεται με τη σχεδιαζόμενη συμφωνία, η οποία θα δικαιολογούσε τη διατήρηση των δεδομένων αυτών. Οι απόψεις που προέβαλαν, μεταξύ άλλων, το Συμβούλιο και η Επιτροπή ενώπιον του Δικαστηρίου και οι οποίες αντλούνται από τη μέση διάρκεια ζωής των διεθνών δικτύων σοβαρού εγκλήματος, καθώς και από τη διάρκεια και τον σύνθετο χαρακτήρα των σχετικών με τα δίκτυα αυτά ερευνών, δεν δύνανται να δικαιολογήσουν τη διαρκή αποθήκευση των δεδομένων PNR του συνόλου των επιβατών αεροπορικών μεταφορών κατόπιν της αναχωρήσεώς τους από τον Καναδά με σκοπό ενδεχόμενη πρόσβαση στα εν λόγω δεδομένα, ανεξαρτήτως της οποιασδήποτε σχέσεως με την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και του σοβαρού διεθνικού εγκλήματος (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Tele2 Sverige και Watson κ.λπ., C-203/15 και C-698/15, EU:C:2016:970, σκέψη 119).

206

Επομένως, η διαρκής αποθήκευση των δεδομένων PNR του συνόλου των επιβατών αεροπορικών μεταφορών κατόπιν της αναχωρήσεώς τους από τον Καναδά δεν περιορίζεται στο απολύτως αναγκαίο.

207

Καθόσον, πάντως, διαπιστώνονται, σε ειδικές περιπτώσεις, αντικειμενικά στοιχεία δυνάμενα να καταδείξουν ότι ορισμένοι επιβάτες αεροπορικών μεταφορών θα μπορούσαν, ακόμη και κατόπιν της αναχωρήσεώς τους από τον Καναδά, να αποτελούν κίνδυνο με γνώμονα την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και του σοβαρού διεθνικού εγκλήματος, η αποθήκευση των δεδομένων τους PNR δύναται να επιτραπεί πέραν της παραμονής των προσώπων αυτών στον Καναδά (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Tele2 Sverige και Watson κ.λπ., C-203/15 και C-698/15, EU:C:2016:970, σκέψη 108).

208

Όσον αφορά τη χρήση των ούτως αποθηκευμένων δεδομένων PNR, αυτή θα πρέπει, σύμφωνα με τη νομολογία που μνημονεύθηκε στις σκέψεις 201 και 202 της παρούσας γνωμοδοτήσεως, να στηρίζεται σε αντικειμενικά κριτήρια προκειμένου να καθορίζονται οι περιστάσεις και οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες επιτρέπεται η πρόσβαση των διαλαμβανομένων στη σχεδιαζόμενη συμφωνία καναδικών αρχών στα δεδομένα αυτά με σκοπό τη χρήση τους. Ομοίως, η χρήση αυτή θα πρέπει, εκτός εκτάκτων περιπτώσεων δεόντως αιτιολογημένων, να εξαρτάται από προηγούμενο έλεγχο είτε δικαστηρίου είτε ανεξάρτητης διοικητικής αρχής, των οποίων η απόφαση, βάσει της οποίας επιτρέπεται η χρήση, εκδίδεται κατόπιν αιτιολογημένης αιτήσεως των αρχών αυτών, υποβληθείσας, ιδίως, στο πλαίσιο διαδικασιών για την πρόληψη, την ανίχνευση ή την ποινική δίωξη.

209

Όσον αφορά τη χρονική διάρκεια της διατηρήσεως των δεδομένων PNR των επιβατών αεροπορικών μεταφορών, η οποία μνημονεύθηκε στη σκέψη 207 της παρούσας γνωμοδοτήσεως, επισημαίνεται ότι η συνήθης διάρκεια, όπως προβλέπει το άρθρο 16, παράγραφος 1, της σχεδιαζομένης συμφωνίας, παρατάθηκε κατά ένα και ήμισυ έτος σε σχέση με εκείνην την οποία προέβλεπε η Συμφωνία του 2006. Συναφώς, πρέπει πάντως να αναγνωρισθεί, με γνώμονα μεταξύ άλλων τις απόψεις που προέβαλαν ιδίως το Συμβούλιο και η Επιτροπή και οι οποίες μνημονεύθηκαν στη σκέψη 205 της παρούσας γνωμοδοτήσεως, ότι η πενταετής χρονική διάρκεια που προβλέπει το άρθρο 16, παράγραφος 1, της συμφωνίας αυτής δεν βαίνει πέραν των ορίων του απολύτως αναγκαίου για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και του σοβαρού διεθνικού εγκλήματος.

210

Τέλος, εφόσον, αφενός, το άρθρο 9, παράγραφος 2, της σχεδιαζομένης συμφωνίας, το οποίο προβλέπει ότι ο Καναδάς διατηρεί τα δεδομένα PNR «σε ασφαλές φυσικό περιβάλλον που προστατεύεται με ελέγχους πρόσβασης», σημαίνει ότι τα δεδομένα αυτά πρέπει να διατηρούνται εντός της καναδικής επικράτειας και εφόσον, αφετέρου, το άρθρο 16, παράγραφος 6, της συμφωνίας αυτής, κατά το οποίο ο Καναδάς καταστρέφει τα δεδομένα PNR κατά τη λήξη της περιόδου διατηρήσεώς τους, πρέπει να νοηθεί ως επιβάλλον την οριστική καταστροφή των δεδομένων αυτών, πρέπει να γίνει δεκτό ότι οι εν λόγω διατάξεις της σχεδιαζομένης συμφωνίας πληρούν τις απαιτήσεις περί σαφήνειας και ακρίβειας (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Tele2 Sverige και Watson κ.λπ., C-203/15 και C-698/15, EU:C:2016:970, σκέψη 122 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

211

Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων στις σκέψεις 204 έως 206 και 208 της παρούσας γνωμοδοτήσεως, η συμφωνία αυτή δεν διασφαλίζει ότι η εκ μέρους των καναδικών αρχών διατήρηση και χρήση των δεδομένων PNR κατόπιν της αναχωρήσεως από τον Καναδά των επιβατών αεροπορικών μεταφορών περιορίζεται στο απολύτως αναγκαίο.

7) Επί της δημοσιοποιήσεως των δεδομένων PNR

i) Κοινοποίηση των δεδομένων PNR σε δημόσιες αρχές

212

Τα άρθρα 18 και 19 της σχεδιαζομένης συμφωνίας επιτρέπουν την εκ μέρους της αρμόδιας καναδικής αρχής κοινοποίηση των δεδομένων PNR σε άλλες καναδικές δημόσιες αρχές και σε δημόσιες αρχές άλλων τρίτων χωρών. Καθόσον, εν τοις πράγμασι, η κοινοποίηση παρέχει στις αρχές αυτές την πρόσβαση στα εν λόγω δεδομένα και τη δυνατότητα χρήσεώς τους, πρέπει να τηρεί τις προϋποθέσεις που διέπουν τη χρήση των εν λόγω δεδομένων, όπως αυτές υπομνήσθηκαν στις σκέψεις 200 έως 202 και 208 της παρούσας γνωμοδοτήσεως.

213

Όσον αφορά, ειδικότερα, την κοινοποίηση δεδομένων PNR στις δημόσιες αρχές άλλων τρίτων χωρών, επισημαίνεται επίσης ότι το άρθρο 19, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, της σχεδιαζομένης συμφωνίας παρέχει στην αρμόδια καναδική αρχή διακριτική ευχέρεια να εκτιμά το επίπεδο προστασίας που διασφαλίζεται εντός των χωρών αυτών.

214

Πρέπει να υπομνησθεί συναφώς ότι η διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από την Ένωση σε τρίτη χώρα επιτρέπεται μόνον εφόσον η χώρα αυτή διασφαλίζει επίπεδο προστασίας των θεμελιωδών ελευθεριών και δικαιωμάτων κατ’ ουσίαν ισοδύναμο του διασφαλιζομένου εντός της Ένωσης. Η απαίτηση αυτή ισχύει και στην περίπτωση της, διαλαμβανομένης στο άρθρο 19 της σχεδιαζομένης συμφωνίας, κοινοποιήσεως δεδομένων PNR από τον Καναδά σε τρίτες χώρες, προκειμένου να αποτραπεί το ενδεχόμενο καταστρατηγήσεως του επιπέδου προστασίας που προβλέπει η συμφωνία αυτή διά της διαβιβάσεως δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σε άλλες τρίτες χώρες και να διασφαλισθεί η συνέχεια ως προς το επίπεδο προστασίας που παρέχεται βάσει του δικαίου της Ένωσης (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2015, Schrems, C‑362/14, EU:C:2015:650, σκέψεις 72 και 73). Υπό τις συνθήκες αυτές, μια τέτοια κοινοποίηση απαιτεί την ύπαρξη είτε συμφωνίας μεταξύ της Ένωσης και της οικείας τρίτης χώρας, ισοδύναμης με την εν λόγω, είτε αποφάσεως της Επιτροπής, δυνάμει του άρθρου 25, παράγραφος 6, της οδηγίας 95/46, διαπιστώνουσας ότι η εν λόγω τρίτη χώρα διασφαλίζει επαρκή προστασία, κατά την έννοια του δικαίου της Ένωσης, και αφορώσας τις αρχές προς τις οποίες εξετάζεται να διαβιβασθούν τα δεδομένα PNR.

215

Καθόσον τα άρθρα 18 και 19 της σχεδιαζομένης συμφωνίας δεν πληρούν τις απαιτήσεις που μνημονεύθηκαν στις σκέψεις 212 έως 214 της παρούσας γνωμοδοτήσεως, η συμφωνία αυτή δεν διασφαλίζει ότι η εκ μέρους της αρμόδιας καναδικής αρχής κοινοποίηση δεδομένων PNR σε άλλες καναδικές δημόσιες αρχές και σε δημόσιες αρχές άλλων τρίτων χωρών περιορίζεται στο απολύτως αναγκαίο.

ii) Δημοσιοποίηση των δεδομένων PNR σε ιδιώτες

216

Το άρθρο 12, παράγραφος 3, της σχεδιαζομένης συμφωνίας, επιτρέπει στον Καναδά «να προβ[αίνει] σε οποιαδήποτε δημοσιοποίηση στοιχείων με την επιφύλαξη των εύλογων νομικών απαιτήσεων και περιορισμών [...], λαμβάνοντας δεόντως υπόψη το νόμιμο συμφέρον του κάθε προσώπου». Πλην όμως, ούτε το είδος της δυνάμενης να δημοσιοποιηθεί πληροφορίας ούτε η χρήση που θα επιφυλαχθεί σε αυτήν καθορίζονται με την εν λόγω συμφωνία.

217

Επιπροσθέτως, η σχεδιαζόμενη συμφωνία δεν προσδιορίζει την έννοια της φράσεως περί «εύλογων νομικών απαιτήσεων και περιορισμών» ή του όρου «νόμιμο συμφέρον του κάθε προσώπου», ούτε και επιβάλλει η δημοσιοποίηση δεδομένων PNR σε ιδιώτη να σχετίζεται με την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και του σοβαρού διεθνικού εγκλήματος ή να εξαρτάται από την άδεια δικαστικής αρχής ή ανεξάρτητης διοικητικής οντότητας. Υπό τις συνθήκες αυτές, η εν λόγω διάταξη βαίνει πέραν των ορίων του απολύτως αναγκαίου.

3. Επί των ατομικών δικαιωμάτων των επιβατών αεροπορικών μεταφορών

218

Το άρθρο 8, παράγραφος 2, δεύτερη περίοδος, του Χάρτη διασφαλίζει ότι τα πρόσωπα των οποίων συνελέγησαν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα δικαιούνται να έχουν πρόσβαση σε αυτά και να επιτυγχάνουν τη διόρθωσή τους.

219

Εξάλλου, όσον αφορά το άρθρο 7 του Χάρτη, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι το θεμελιώδες δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής ζωής, το οποίο κατοχυρώνεται με το άρθρο αυτό, προϋποθέτει ότι ο ενδιαφερόμενος βεβαιώνεται ότι η επεξεργασία των δεδομένων του προσωπικού χαρακτήρα γίνεται κατά ακριβή και νόμιμο τρόπο. Προκειμένου να προβεί στις αναγκαίες διακριβώσεις, το πρόσωπο αυτό πρέπει να έχει δικαίωμα προσβάσεως στα δεδομένα που το αφορούν και τα οποία αποτελούν αντικείμενο επεξεργασίας (βλ., σχετικώς, απόφαση της 7ης Μαΐου 2009, Rijkeboer, C-553/07, EU:C:2009:293, σκέψη 49).

220

Για να διασφαλισθεί ο σεβασμός των δικαιωμάτων αυτών, είναι σημαντικό να ενημερώνονται οι επιβάτες αεροπορικών μεταφορών για τη διαβίβαση των δεδομένων τους PNR προς τον Καναδά και για τη χρήση των δεδομένων αυτών, από τη στιγμή που η ενημέρωση αυτή δεν δύναται να θέσει σε κίνδυνο τις έρευνες τις οποίες διεξάγουν οι διαλαμβανόμενες στη σχεδιαζόμενη συμφωνία δημόσιες αρχές. Πράγματι, η ενημέρωση αυτή είναι, στην πράξη, αναγκαία, προκειμένου οι επιβάτες αεροπορικών μεταφορών να μπορούν να ασκήσουν τα δικαιώματά τους περί παροχής προσβάσεως στα δεδομένα PNR τα οποία τους αφορούν και, ενδεχομένως, ασκήσεως, σύμφωνα με το άρθρο 47, πρώτο εδάφιο, του Χάρτη, αποτελεσματικής προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Tele2 Sverige και Watson κ.λπ., C-203/15 και C-698/15, EU:C:2016:970, σκέψη 121 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

1) Επί του δικαιώματος ενημερώσεως, προσβάσεως και διορθώσεως

221

Μολονότι τα άρθρα 12 και 13 της σχεδιαζομένης συμφωνίας προβλέπουν υπέρ των επιβατών αεροπορικών μεταφορών δικαίωμα προσβάσεως στα δεδομένα τους PNR και δικαίωμα να ζητούν τη διόρθωσή τους, βάσει των διατάξεων αυτών, εντούτοις, δεν απαιτείται η ενημέρωση των εν λόγω επιβατών για τη διαβίβαση των δεδομένων τους PNR στον Καναδά και για τη χρήση τους.

222

Συναφώς, η συμφωνία αυτή απλώς προβλέπει, στο άρθρο της 11, κανόνα περί διαφάνειας, βάσει του οποίου η αρμόδια καναδική αρχή υποχρεούται να αναρτά στον ιστότοπό της ορισμένα στοιχεία γενικής φύσεως σχετικά με τη διαβίβαση των δεδομένων PNR και τη χρήση τους, χωρίς να επιβάλλεται καμία υποχρέωση προσωπικής ενημερώσεως των επιβατών αεροπορικών μεταφορών.

223

Βεβαίως, ο κανόνας αυτός περί διαφάνειας καθιστά δυνατή την επαρκή ενημέρωση των επιβατών αεροπορικών μεταφορών τόσο για τη διαβίβαση των δεδομένων τους PNR προς τον Καναδά όσο και για τη μνημονευθείσα στις σκέψεις 197 και 198 της παρούσας γνωμοδοτήσεως συστηματική χρήση των δεδομένων αυτών, για τους σκοπούς των ελέγχων ασφαλείας και των συνοριακών ελέγχων. Αντιθέτως, η γενικής φύσεως ενημέρωση αυτή των επιβατών αεροπορικών μεταφορών, την οποία προβλέπει το άρθρο 11 της σχεδιαζομένης συμφωνίας, δεν τους παρέχει τη δυνατότητα να γνωρίζουν αν τα δεδομένα τους χρησιμοποιήθηκαν, πέραν των ελέγχων αυτών, από την αρμόδια καναδική αρχή. Επομένως, στις περιπτώσεις που μνημονεύθηκαν στις σκέψεις 199 και 207 της παρούσας γνωμοδοτήσεως, κατά τις οποίες υφίστανται αντικειμενικά στοιχεία δικαιολογούντα τη χρήση αυτή και για τα οποία απαιτείται η προηγούμενη άδεια δικαστικής αρχής ή ανεξάρτητης διοικητικής οντότητας, η ατομική ενημέρωση των επιβατών αεροπορικών μεταφορών καθίσταται αναγκαία. Το αυτό ισχύει και στις περιπτώσεις κατά τις οποίες τα δεδομένα PNR των επιβατών αυτών κοινοποιούνται σε άλλες δημόσιες αρχές ή σε ιδιώτες.

224

Η ενημέρωση αυτή, πάντως, πρέπει να πραγματοποιείται, σύμφωνα με τη μνημονευθείσα στη σκέψη 220 της παρούσας γνωμοδοτήσεως νομολογία, μόνον από τη στιγμή που δεν δύναται να θέσει σε κίνδυνο τις έρευνες τις οποίες διεξάγουν οι διαλαμβανόμενες στη σχεδιαζόμενη συμφωνία δημόσιες αρχές.

225

Με την εν λόγω συμφωνία θα πρέπει, επομένως, να διευκρινίζεται ότι οι επιβάτες αεροπορικών μεταφορών των οποίων τα δεδομένα PNR χρησιμοποιήθηκαν και διατηρήθηκαν από την αρμόδια καναδική αρχή στις περιπτώσεις που μνημονεύθηκαν στις σκέψεις 199 και 207 της παρούσας γνωμοδοτήσεως, καθώς και εκείνοι των οποίων τα δεδομένα κοινοποιήθηκαν σε άλλες δημόσιες αρχές ή σε ιδιώτες, πρέπει να ενημερώνονται από την αρχή αυτή για τη συγκεκριμένη χρήση ή κοινοποίηση υπό τις προϋποθέσεις που υπομνήσθηκαν στην προηγούμενη σκέψη της παρούσας γνωμοδοτήσεως.

2) Επί του δικαιώματος προσφυγής

226

Όσον αφορά το δικαίωμα προσφυγής των επιβατών αεροπορικών μεταφορών, το άρθρο 14, παράγραφος 2, της σχεδιαζομένης συμφωνίας προβλέπει ότι ο Καναδάς μεριμνά ώστε κάθε πρόσωπο το οποίο φρονεί ότι έχουν παραβιασθεί τα δικαιώματά του με απόφαση ή μέτρο σχετικό με τα δεδομένα του PNR να διαθέτει αποτελεσματική δικαστική προσφυγή, σύμφωνα με το καναδικό δίκαιο, ή οποιοδήποτε άλλο ένδικο βοήθημα, περιλαμβανομένων και εκείνων με τα οποία μπορεί να προβληθεί αίτημα αποζημιώσεως.

227

Κατά το μέτρο που η διάταξη αυτή αφορά «κάθε πρόσωπο που [φρονεί] ότι έχουν παραβιασθεί τα δικαιώματά του», περιλαμβάνει το σύνολο των επιβατών αεροπορικών μεταφορών, ανεξαρτήτως της ιθαγένειάς τους, του τόπου διαμονής ή κατοικίας τους ή της παρουσίας τους στον Καναδά. Επιπλέον, πρέπει, όπως επισήμανε το Συμβούλιο, να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι οι επιβάτες αεροπορικών μεταφορών μπορούν να ασκήσουν προσφυγή ενώπιον δικαστηρίου, όπως επιτάσσει το άρθρο 47, πρώτο εδάφιο, του Χάρτη. Το γεγονός ότι το άρθρο 14, παράγραφος 2, της σχεδιαζομένης συμφωνίας προβλέπει ότι η «αποτελεσματική δικαστική [προσφυγή]» μπορεί να συμπληρωθεί με την άσκηση ενδίκου βοηθήματος με αίτημα αποζημιώσεως δεν έχει ως αποτέλεσμα, αντιθέτως προς ό,τι διατείνεται το Κοινοβούλιο, να στερεί από τους επιβάτες αεροπορικών μεταφορών την εν λόγω αποτελεσματική προσφυγή, αλλά μάλλον δύναται, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 324 των προτάσεών του, να ενισχύσει τη δικαστική προστασία των οικείων προσώπων.

4. Επί της εποπτείας των εγγυήσεων περί προστασίας των δεδομένων PNR

228

Κατά το άρθρο 8, παράγραφος 3, του Χάρτη, η τήρηση των απαιτήσεων που απορρέουν από το άρθρο του 8, παράγραφοι 1 και 2, υπόκειται στον έλεγχο ανεξάρτητης αρχής.

229

Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η εγγύηση περί ανεξαρτησίας αυτής της ελεγκτικής αρχής, της οποίας η σύσταση προβλέπεται και στο άρθρο 16, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, σκοπεί στη διασφάλιση της αποτελεσματικότητας και της αξιοπιστίας του ελέγχου της τηρήσεως των διατάξεων περί προστασίας των φυσικών προσώπων από την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και πρέπει να ερμηνεύεται υπό το πρίσμα του σκοπού αυτού. Η σύσταση ανεξάρτητης ελεγκτικής αρχής αποτελεί, επομένως, ουσιώδες στοιχείο του σεβασμού της προστασίας των ατόμων από την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα (αποφάσεις της 9ης Μαρτίου 2010, Επιτροπή κατά Γερμανίας, C-518/07, EU:C:2010:125, σκέψη 25, της 8ης Απριλίου 2014, Επιτροπή κατά Ουγγαρίας, C-288/12, EU:C:2014:237, σκέψη 48, και της 6ης Οκτωβρίου 2015, Schrems, C-362/14, EU:C:2015:650, σκέψη 41).

230

Εν προκειμένω, το άρθρο 10, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, της σχεδιαζομένης συμφωνίας ορίζει ότι οι εγγυήσεις περί προστασίας των δεδομένων όσον αφορά την επεξεργασία δεδομένων PNR υπόκεινται στην εποπτεία «ανεξάρτητης δημόσιας αρχής» ή «αρχής που συγκροτείται με διοικητικά μέσα [και] η οποία ασκεί τα καθήκοντά της αντικειμενικά και με αποδεδειγμένο ιστορικό ανεξαρτησίας». Καθόσον η διάταξη αυτή προβλέπει ότι η εν λόγω εποπτεία ασκείται από ανεξάρτητη αρχή, πληροί την απαίτηση του άρθρου 8, παράγραφος 3, του Χάρτη. Αντιθέτως, η εναλλακτική διατύπωσή τους επιτρέπει, κατά τα φαινόμενα, το ενδεχόμενο η εν λόγω εποπτεία να ασκείται, εν όλω ή εν μέρει, από αρχή η οποία δεν ασκεί τα καθήκοντά της κατά τρόπο πλήρως ανεξάρτητο, αλλά υπόκειται σε επιβλέπουσα αρχή, από την οποία μπορεί να λαμβάνει εντολές, και δεν βρίσκεται, επομένως, εκτός κάθε εξωτερικής επιρροής δυνάμενης να καθορίσει τις αποφάσεις της.

231

Υπό τις συνθήκες αυτές και όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 316 των προτάσεών του, το άρθρο 10 της σχεδιαζομένης συμφωνίας δεν διασφαλίζει κατά τρόπο αρκούντως σαφή και ακριβή ότι η εποπτεία της τηρήσεως των κανόνων της συμφωνίας αυτής, σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων PNR, θα ασκείται από ανεξάρτητη αρχή, κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 3, του Χάρτη.

IX. Απάντηση στην αίτηση γνωμοδοτήσεως

232

Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, διαπιστώνεται ότι:

1)

η απόφαση του Συμβουλίου για τη σύναψη της σχεδιαζομένης συμφωνίας πρέπει να στηρίζεται από κοινού στο άρθρο 16, παράγραφος 2, και στο άρθρο 87, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, ΣΛΕΕ·

2)

η σχεδιαζόμενη συμφωνία δεν είναι συμβατή με τα άρθρα 7, 8 και 21, καθώς και με το άρθρο 52, παράγραφος 1, του Χάρτη καθόσον δεν αποκλείει τη διαβίβαση ευαίσθητων δεδομένων από την Ένωση στον Καναδά και τη χρήση και διατήρηση των δεδομένων αυτών·

3)

η σχεδιαζόμενη συμφωνία πρέπει, για να είναι συμβατή με τα άρθρα 7 και 8, καθώς και με το άρθρο 52, παράγραφος 1, του Χάρτη:

α)

να καθορίζει σαφώς και επακριβώς τα δεδομένα PNR που πρόκειται να διαβιβάζονται από την Ένωση στον Καναδά·

β)

να προβλέπει ότι τα πρότυπα και κριτήρια που θα χρησιμοποιούνται στο πλαίσιο της αυτοματοποιημένης επεξεργασίας των δεδομένων PNR θα είναι ειδικά και αξιόπιστα και ότι δεν θα ενέχουν διακρίσεις· να προβλέπει ότι οι χρησιμοποιούμενες βάσεις δεδομένων θα περιορίζονται σε εκείνες των οποίων κάνει χρήση ο Καναδάς σχετικά με την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και των σοβαρών μορφών διεθνικού εγκλήματος·

γ)

να προβλέπει, εκτός των περιπτώσεων χρήσεως στο πλαίσιο διακριβώσεων σχετικών με τα προκαθορισμένα πρότυπα και κριτήρια στα οποία στηρίζεται η αυτοματοποιημένη επεξεργασία των δεδομένων PNR, ότι η εκ μέρους της αρμόδιας καναδικής αρχής χρήση των δεδομένων αυτών κατά την παραμονή στον Καναδά των επιβατών αεροπορικών μεταφορών και κατόπιν της αναχωρήσεώς τους από τη χώρα αυτή, καθώς και κάθε κοινοποίηση των εν λόγω δεδομένων σε άλλες αρχές, υπόκειται σε ουσιαστικές και διαδικαστικές προϋποθέσεις στηριζόμενες σε αντικειμενικά κριτήρια· να εξαρτά τη χρήση και κοινοποίηση αυτή, εκτός περιπτώσεων έκτακτης ανάγκης δεόντως αιτιολογημένων, από προηγούμενο έλεγχο τον οποίο θα διενεργεί είτε δικαστήριο είτε ανεξάρτητη διοικητική οντότητα, των οποίων η απόφαση, βάσει της οποίας θα επιτρέπεται η χρήση, εκδίδεται κατόπιν αιτιολογημένης αιτήσεως των αρχών αυτών, υποβληθείσας, ιδίως, στο πλαίσιο διαδικασιών για την πρόληψη, την ανίχνευση ή την ποινική δίωξη·

δ)

να περιορίζει τη διατήρηση των δεδομένων PNR κατόπιν της αναχωρήσεως των επιβατών αεροπορικών μεταφορών στα δεδομένα των επιβατών για τους οποίους υφίστανται αντικειμενικά στοιχεία βάσει των οποίων μπορεί να γίνει δεκτό ότι αποτελούν ενδεχομένως κίνδυνο με γνώμονα την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και του σοβαρού διεθνικού εγκλήματος·

ε)

να εξαρτά την εκ μέρους της αρμόδιας καναδικής αρχής κοινοποίηση των δεδομένων PNR στις δημόσιες αρχές τρίτης χώρας από την προϋπόθεση ότι υφίσταται είτε συμφωνία μεταξύ της Ένωσης και της τρίτης χώρας αυτής, ισοδύναμη με τη σχεδιαζόμενη συμφωνία, είτε απόφαση της Επιτροπής, δυνάμει του άρθρου 25, παράγραφος 6, της οδηγίας 95/46, αφορώσα τις αρχές προς τις οποίες εξετάζεται να διαβιβασθούν τα δεδομένα PNR·

στ)

να προβλέπει δικαίωμα ατομικής ενημερώσεως των επιβατών αεροπορικών μεταφορών σε περίπτωση χρήσεως των δεδομένων PNR τα οποία τους αφορούν κατά τη διάρκεια της παραμονής τους στον Καναδά και κατόπιν της αναχωρήσεώς τους από τη χώρα αυτή, καθώς και σε περίπτωση δημοσιοποιήσεως των δεδομένων αυτών από την αρμόδια καναδική αρχή σε άλλες αρχές ή σε ιδιώτες·

ζ)

να διασφαλίζει ότι η εποπτεία των κανόνων που προβλέπει η σχεδιαζόμενη συμφωνία, σχετικά με την προστασία των επιβατών αεροπορικών μεταφορών έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων PNR τα οποία τους αφορούν, θα ασκείται από ανεξάρτητη ελεγκτική αρχή.

233 Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο (τμήμα μείζονος συνθέσεως) γνωμοδοτεί ως εξής:

1)

Η απόφαση του Συμβουλίου για τη σύναψη, εξ ονόματος της Ένωσης, της Συμφωνίας μεταξύ του Καναδά και της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικά με τη διαβίβαση και επεξεργασία δεδομένων [προερχομένων] από τις καταστάσεις με τα ονόματα των επιβατών πρέπει να στηρίζεται από κοινού στο άρθρο 16, παράγραφος 2, και στο άρθρο 87, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, ΣΛΕΕ.

2)

Η Συμφωνία μεταξύ του Καναδά και της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικά με τη διαβίβαση και επεξεργασία δεδομένων [προερχομένων] από τις καταστάσεις με τα ονόματα των επιβατών δεν είναι συμβατή με τα άρθρα 7, 8 και 21, καθώς και με το άρθρο 52, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης καθόσον δεν αποκλείει τη διαβίβαση ευαίσθητων δεδομένων από την Ευρωπαϊκή Ένωση στον Καναδά και τη χρήση και διατήρηση των δεδομένων αυτών.

3)

Η Συμφωνία μεταξύ του Καναδά και της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικά με τη διαβίβαση και επεξεργασία δεδομένων [προερχομένων] από τις καταστάσεις με τα ονόματα των επιβατών πρέπει, για να είναι συμβατή με τα άρθρα 7 και 8, καθώς και με το άρθρο 52, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων:

α)

να καθορίζει σαφώς και επακριβώς τα δεδομένα από τις καταστάσεις με τα ονόματα των επιβατών που πρόκειται να διαβιβάζονται από την Ευρωπαϊκή Ένωση στον Καναδά·

β)

να προβλέπει ότι τα πρότυπα και κριτήρια που θα χρησιμοποιούνται στο πλαίσιο της αυτοματοποιημένης επεξεργασίας των δεδομένων από τις καταστάσεις με τα ονόματα των επιβατών θα είναι ειδικά και αξιόπιστα και ότι δεν θα ενέχουν διακρίσεις· να προβλέπει ότι οι χρησιμοποιούμενες βάσεις δεδομένων θα περιορίζονται σε εκείνες των οποίων κάνει χρήση ο Καναδάς σχετικά με την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και των σοβαρών μορφών διεθνικού εγκλήματος·

γ)

να προβλέπει, εκτός των περιπτώσεων χρήσεως στο πλαίσιο διακριβώσεων σχετικών με τα προκαθορισμένα πρότυπα και κριτήρια στα οποία στηρίζεται η αυτοματοποιημένη επεξεργασία των δεδομένων από τις καταστάσεις με τα ονόματα των επιβατών, ότι η εκ μέρους της αρμόδιας καναδικής αρχής χρήση των δεδομένων αυτών κατά την παραμονή στον Καναδά των επιβατών αεροπορικών μεταφορών και κατόπιν της αναχωρήσεώς τους από τη χώρα αυτή, καθώς και κάθε κοινοποίηση των εν λόγω δεδομένων σε άλλες αρχές, υπόκειται σε ουσιαστικές και διαδικαστικές προϋποθέσεις στηριζόμενες σε αντικειμενικά κριτήρια· να εξαρτά τη χρήση και κοινοποίηση αυτή, εκτός περιπτώσεων έκτακτης ανάγκης δεόντως αιτιολογημένων, από προηγούμενο έλεγχο τον οποίο θα διενεργεί είτε δικαστήριο είτε ανεξάρτητη διοικητική οντότητα, των οποίων η απόφαση, βάσει της οποίας θα επιτρέπεται η χρήση, εκδίδεται κατόπιν αιτιολογημένης αιτήσεως των αρχών αυτών, υποβληθείσας, ιδίως, στο πλαίσιο διαδικασιών για την πρόληψη, την ανίχνευση ή την ποινική δίωξη·

δ)

να περιορίζει τη διατήρηση των δεδομένων από τις καταστάσεις με τα ονόματα των επιβατών, κατόπιν της αναχωρήσεως των επιβατών αεροπορικών μεταφορών, στα δεδομένα των επιβατών για τους οποίους υφίστανται αντικειμενικά στοιχεία βάσει των οποίων μπορεί να γίνει δεκτό ότι αποτελούν ενδεχομένως κίνδυνο με γνώμονα την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και του σοβαρού διεθνικού εγκλήματος·

ε)

να εξαρτά την εκ μέρους της αρμόδιας καναδικής αρχής κοινοποίηση των δεδομένων από τις καταστάσεις με τα ονόματα των επιβατών στις δημόσιες αρχές τρίτης χώρας από την προϋπόθεση ότι υφίσταται είτε συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της τρίτης χώρας αυτής, ισοδύναμη με τη συμφωνία μεταξύ του Καναδά και της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικά με τη διαβίβαση και επεξεργασία δεδομένων [προερχομένων] από τις καταστάσεις με τα ονόματα των επιβατών, είτε απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, δυνάμει του άρθρου 25, παράγραφος 6, της οδηγίας 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 1995, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών, αφορώσα τις αρχές προς τις οποίες εξετάζεται να διαβιβασθούν τα δεδομένα που προέρχονται από τις καταστάσεις με τα ονόματα των επιβατών·

στ)

να προβλέπει δικαίωμα ατομικής ενημερώσεως των επιβατών αεροπορικών μεταφορών σε περίπτωση χρήσεως των δεδομένων που προέρχονται από τις καταστάσεις με τα ονόματα των επιβατών και τα οποία τους αφορούν κατά τη διάρκεια της παραμονής τους στον Καναδά και κατόπιν της αναχωρήσεώς τους από τη χώρα αυτή, καθώς και σε περίπτωση δημοσιοποιήσεως των δεδομένων αυτών από την αρμόδια καναδική αρχή σε άλλες αρχές ή σε ιδιώτες·

ζ)

να διασφαλίζει ότι η εποπτεία των κανόνων που προβλέπει η συμφωνία μεταξύ του Καναδά και της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικά με τη διαβίβαση και επεξεργασία δεδομένων [προερχομένων] από τις καταστάσεις με τα ονόματα των επιβατών, σχετικά με την προστασία των επιβατών αεροπορικών μεταφορών έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων από τις καταστάσεις με τα ονόματα των επιβατών τα οποία τους αφορούν, θα ασκείται από ανεξάρτητη ελεγκτική αρχή.

Lenaerts

Tizzano

Bay Larsen

von Danwitz

Da Cruz Vilaça

Berger

Prechal

Βηλαράς

Rosas

Levits

Šváby

Jarašiūnas

Λυκούργος

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στις 26 Ιουλίου 2017.

Ο Γραμματέας

A. Calot Escobar

Ο Πρόεδρος

K. Lenaerts