ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 30ής Ιουνίου 2016 ( *1 )

«Προδικαστική παραπομπή — Κανονισμός (ΕΚ) 543/2008 — Γεωργία — Κοινή οργάνωση των αγορών — Κανόνες εμπορίας — Νωπό, προσυσκευασμένο κρέας πουλερικών — Υποχρέωση αναγραφής στην προσυσκευασία ή σε ετικέτα αναπόσπαστα συνδεδεμένη με αυτή της συνολικής τιμής και της τιμής ανά μονάδα βάρους — Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης — Άρθρο 16 — Επιχειρηματική ελευθερία — Αναλογικότητα — Άρθρο 40, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ — Απαγόρευση των διακρίσεων»

Στην υπόθεση C‑134/15,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Sächsisches Oberverwaltungsgericht (διοικητικό εφετείο του ομόσπονδου κράτους της Σαξονίας, Γερμανία) με απόφαση της 24ης Φεβρουαρίου 2015, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 19 Μαρτίου 2015, στο πλαίσιο της δίκης

Lidl GmbH & Co. KG

κατά

Freistaat Sachsen,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους M. Ilešič, πρόεδρο τμήματος, C. Toader (εισηγήτρια), A. Rosas, A. Prechal και E. Jarašiūnas, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: M. Bobek

γραμματέας: K. Malacek, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 13ης Ιανουαρίου 2016,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

η Lidl GmbH & Co. KG, εκπροσωπούμενη από τους A. Pitzer και M. Grube, Rechtsanwälte,

το Freistaat Sachsen, εκπροσωπούμενο από την I. Gruhne,

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον B. Schima και την K. Skelly,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 16ης Μαρτίου 2016,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά το κύρος του άρθρου 5, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, του κανονισμού (ΕΚ) 543/2008 της Επιτροπής, της 16ης Ιουνίου 2008, για τον καθορισμό λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) 1234/2007 του Συμβουλίου σχετικά με τους κανόνες εμπορίας για το κρέας πουλερικών (ΕΕ 2008, L 157, σ. 46).

2

Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Lidl GmbH & Co. KG, επιχειρήσεως λιανικής πωλήσεως, και του Freistaat Sachsen (ομόσπονδου κράτους της Σαξονίας, Γερμανία) με αντικείμενο την προβλεπόμενη στην εν λόγω διάταξη, κατά τη λιανική πώληση νωπού προσυσκευασμένου κρέατος πουλερικών, υποχρέωση αναγραφής στην προσυσκευασία ή σε ετικέτα αναπόσπαστα συνδεδεμένη με αυτή της συνολικής τιμής και της τιμής ανά μονάδα βάρους (στο εξής: υποχρέωση επισημάνσεως).

Το νομικό πλαίσιο

Το δίκαιο της Ένωσης

3

Το άρθρο 39 ΣΛΕΕ καθορίζει τους σκοπούς που επιδιώκει η κοινή γεωργική πολιτική. Κατά το άρθρο 41, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ, για να επιτευχθούν οι σκοποί αυτοί είναι δυνατό να προβλεφθούν ιδίως κοινά μέτρα για την προώθηση της καταναλώσεως ορισμένων προϊόντων.

4

Το άρθρο 2 του κανονισμού (ΕΟΚ) 2777/75 του Συμβουλίου, της 29ης Οκτωβρίου 1975, περί κοινής οργανώσεως αγοράς στον τομέα του κρέατος πουλερικών (ΕΕ ειδ. έκδ. 03/014, σ. 71), προέβλεπε τη δυνατότητα λήψεως κοινοτικών μέτρων με σκοπό ιδίως την προαγωγή της εμπορίας ορισμένων προϊόντων ή τη βελτίωση της ποιότητάς τους. Οι κανόνες εμπορίας ήταν δυνατό να αφορούν, ιδίως, τη συσκευασία, την παρουσίαση και τη σήμανση.

5

Ο κανονισμός (ΕΟΚ) 1906/90 του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 1990, σχετικά με ορισμένους κανόνες εμπορίας για το κρέας πουλερικών (ΕΕ 1990, L 173, σ. 1), θέσπισε ειδικούς κανόνες για την επισήμανση, μεταξύ των οποίων και την ισχύουσα, κατά τη λιανική πώληση νωπού προσυσκευασμένου κρέατος πουλερικών, υποχρέωση αναγραφής στην προσυσκευασία ή σε ετικέτα αναπόσπαστα συνδεδεμένη με αυτή της συνολικής τιμής και της τιμής ανά μονάδα βάρους.

6

Η δεύτερη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού αυτού είχε ως εξής:

«[Εκτιμώντας] ότι οι κανόνες αυτοί μπορεί να συμβάλουν στη βελτίωση της ποιότητας του κρέατος πουλερικών και να διευκολύνουν επομένως την πώληση του κρέατος αυτού· ότι οι παραγωγοί, οι εμπορευόμενοι και οι καταναλωτές έχουν επομένως συμφέρον να εφαρμόζονται κανόνες εμπορίας για το κρέας πουλερικών που θεωρείται κατάλληλο για την ανθρώπινη κατανάλωση».

7

Το άρθρο 5, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, του εν λόγω κανονισμού ορίζει τα εξής:

«Στην περίπτωση προσυσκευασμένου κρέατος πουλερικών, πρέπει επίσης να αναγράφονται στην προσυσκευασία του κρέατος, ή στην ετικέτα του και αναπόσπαστα συνδεδεμένα με αυτή τα ακόλουθα στοιχεία:

[…]

β)

στην περίπτωση του νωπού κρέατος πουλερικών, η συνολική τιμή και η τιμή ανά μονάδα βάρους στη λιανική πώληση».

8

Ο κανονισμός 2777/75 καταργήθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) 1234/2007 του Συμβουλίου, της 22ας Οκτωβρίου 2007, για τη θέσπιση κοινής οργάνωσης των γεωργικών αγορών και ειδικών διατάξεων για ορισμένα γεωργικά προϊόντα («Ενιαίος κανονισμός ΚΟΑ») (ΕΕ 2007, L 299, σ. 1). Ο εν λόγω δεύτερος κανονισμός συγχωνεύει σε ενιαίο πλαίσιο τις 21 κοινές οργανώσεις των αγορών διαφόρων προϊόντων ή ομάδων προϊόντων. Όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη του 7, «η απλούστευση» που επιτυγχάνεται «δεν πρέπει να έχει ως αποτέλεσμα να τεθούν υπό αμφισβήτηση οι πολιτικές αποφάσεις που έχουν ληφθεί επί σειρά ετών στο πλαίσιο της [κοινής γεωργικής πολιτικής]». Η αιτιολογική σκέψη 10 του κανονισμού αυτού υπογραμμίζει τον σκοπό της σταθεροποιήσεως των αγορών και της διασφαλίσεως δίκαιου βιοτικού επιπέδου για τον γεωργικό πληθυσμό, με διάφορα μέτρα παρεμβάσεως, λαμβανομένων παραλλήλως υπόψη των διαφορετικών αναγκών καθενός από τους τομείς αυτούς και της μεταξύ τους αλληλεξαρτήσεως.

9

Όσον αφορά το κρέας πουλερικών, το άρθρο 121, στοιχείο εʹ, σημείο iv, του κανονισμού 1234/2007 παρέχει στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή τη δυνατότητα να θεσπίζει τους «κανόνες για περαιτέρω ενδείξεις που πρέπει να αναγράφονται στα συνοδευτικά εμπορικά έγγραφα, την επισήμανση, την παρουσίαση και τη διαφήμιση του κρέατος πουλερικών που προορίζεται για τον τελικό καταναλωτή και την ονομασία με την οποία πωλείται το προϊόν κατά την έννοια του σημείου 1 του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/13/ΕΚ [του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαρτίου 2000, για προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με την επισήμανση, την παρουσίαση και τη διαφήμιση των τροφίμων (ΕΕ 2000, L 109, σ. 29)]».

10

Κατά τις αιτιολογικές σκέψεις 1 έως 3 του κανονισμού 543/2008, στο μέτρο που «[ο]ρισμένες διατάξεις και υποχρεώσεις που προβλέπονται στον κανονισμό [1906/90] δεν περιελήφθησαν στον κανονισμό [1234/2007]», θεσπίστηκαν αντίστοιχες διατάξεις στο πλαίσιο του κανονισμού 543/2008 «προκειμένου να καταστεί δυνατή η συνέχιση και η εύρυθμη λειτουργία της κοινής οργάνωσης αγοράς και ιδίως των κανόνων εμπορίας».

11

Η αιτιολογική σκέψη 10 του κανονισμού 543/2008 έχει ως εξής:

«Για να παρέχεται στους καταναλωτές επαρκής, σαφής και αντικειμενική πληροφόρηση σχετικά με τα εν λόγω προϊόντα που τίθενται προς πώληση και για να διασφαλίζεται η ελεύθερη κυκλοφορία τους στην Κοινότητα, είναι σκόπιμο να εξασφαλιστεί ότι οι κανόνες εμπορίας για το κρέας πουλερικών λαμβάνουν υπόψη, στο μέτρο του δυνατού, τις διατάξεις της οδηγίας 76/211/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 20ής Ιανουαρίου 1976, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, των αναφερομένων στην προπαρασκευή σε μάζα ή όγκο ορισμένων προϊόντων σε προσυσκευασία [(ΕΕ ειδ. έκδ. 13/003, σ. 195)].»

12

Το άρθρο 5, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, του κανονισμού αυτού έχει πανομοιότυπη διατύπωση με το άρθρο 5, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1906/90.

13

Παρά το γεγονός ότι και ο κανονισμός 1234/2007 καταργήθηκε από τον κανονισμό (ΕΕ) 1308/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Δεκεμβρίου 2013, για τη θέσπιση κοινής οργάνωσης των αγορών γεωργικών προϊόντων και την κατάργηση των κανονισμών (ΕΟΚ) 922/72, (ΕΟΚ) 234/79, (ΕΚ) 1037/2001 και (ΕΚ) 1234/2007 του Συμβουλίου (ΕΕ 2013, L 347, σ. 671), οι διατάξεις του που αφορούν τους κανόνες εμπορίας προϊόντων όπως τα αυγά και το κρέας πουλερικών εξακολουθούν να ισχύουν έως την ημερομηνία ενάρξεως της εφαρμογής των αντίστοιχων κανόνων εμπορίας που θα καθοριστούν σύμφωνα με τις κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 230, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 1308/2013.

Το γερμανικό δίκαιο

14

Το άρθρο 3, παράγραφος 2, σημείο 6, της Verordnung über Vermarktungsnormen für Geflügelfleisch (κανονιστικής πράξεως σχετικά με τους κανόνες εμπορίας για το κρέας πουλερικών), της 22ας Μαρτίου 2013 (BGBl. 2013 I, σ. 624), προβλέπει τα εξής:

«Aπαγορεύεται […] η κατοχή προς πώληση, η έκθεση, η παράδοση, η πώληση ή η κατ’ άλλον τρόπο διάθεση στο εμπόριο κρέατος πουλερικών χωρίς την ορθή και πλήρη αναγραφή των αναφερομένων στο άρθρο 5, παράγραφος 4, του [κανονισμού 543/2008] ενδείξεων.»

15

Το άρθρο 9, παράγραφος 3, σημείο 1, της εν λόγω κανονιστικής πράξεως ορίζει τα ακόλουθα:

«Ενεργεί παρανόμως κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 1, σημείο 3, του Handelsklassengesetz (νόμου περί εμπορικών κατηγοριών), όποιος κατέχει με σκοπό την πώληση, προσφέρει προς πώληση, εκθέτει, παραδίδει, πωλεί ή διαθέτει κατ’ άλλον τρόπο στο εμπόριο σφάγια πουλερικών, κρέας πουλερικών ή τεμάχιο σφαγίων, κατά παράβαση του άρθρου 3 της [παρούσας] κανονιστικής πράξεως.»

Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

16

Η Lidl είναι επιχείρηση λιανικής πωλήσεως, η οποία εκμεταλλεύεται σε ολόκληρη τη Γερμανία εκπτωτικά καταστήματα τροφίμων. Σε ορισμένα καταστήματά της στην περιοχή Lampertswalde προσφέρει, μεταξύ άλλων, προς πώληση νωπό προσυσκευασμένο κρέας πουλερικών. Κατά την απόφαση περί παραπομπής, η τιμή του προϊόντος αυτού δεν δηλώνεται ευθέως στη συσκευασία του ή σε ετικέτα αναπόσπαστα συνδεδεμένη με αυτή, αλλά αναγράφεται σε ετικέτες οι οποίες είναι αναρτημένες στα ράφια.

17

Το Sächsische Landesanstalt für Landwirtschaft (Γραφείο γεωργίας του ομόσπονδου κράτους της Σαξονίας, Γερμανία), νυν Sächsisches Landesamt für Umwelt, Landwirtschaft und Geologie (Γραφείο περιβάλλοντος, γεωργίας και γεωλογίας του ομόσπονδου κράτους της Σαξονίας, Γερμανία), διαπίστωσε την πρακτική αυτή σχετικά με την επισήμανση των τιμών κατόπιν διαφόρων ελέγχων. Έκρινε δε ότι η πρακτική αυτή αντέβαινε στις ισχύουσες κατά την ημερομηνία διεξαγωγής των ελέγχων διατάξεις του άρθρου 5, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1906/90.

18

Στις 30 Απριλίου 2007, η Lidl άσκησε ενώπιον του Verwaltungsgericht Dresden (διοικητικού πρωτοδικείου Δρέσδης, Γερμανία) προσφυγή με αίτημα να αναγνωριστεί ότι η πρακτική της όσον αφορά την επισήμανση των τιμών ήταν νόμιμη και δεν αντέβαινε στις διατάξεις του άρθρου 5, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 543/2008, του οποίου το περιεχόμενο είναι πανομοιότυπο με εκείνο του άρθρου 5, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1906/90. Υποστήριξε, κατ’ ουσίαν, ότι οι διατάξεις αυτές είναι «ανίσχυρες» διότι συνιστούν δυσανάλογη επέμβαση στην ελευθερία ασκήσεως επαγγελματικής δραστηριότητας, κατά την έννοια του άρθρου 15, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης) σε συνδυασμό με το άρθρο 6, παράγραφος 1, ΣΕΕ.

19

Με απόφαση της 10ης Νοεμβρίου 2010, το Verwaltungsgericht Dresden (διοικητικό πρωτοδικείο Δρέσδης) απέρριψε την προσφυγή ως αβάσιμη.

20

Η Lidl άσκησε έφεση κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του Sächsisches Oberverwaltungsgericht (διοικητικού εφετείου του ομόσπονδου κράτους της Σαξονίας, Γερμανία). Το δικαστήριο αυτό εκτιμά ότι το άρθρο 5, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 543/2008 εφαρμόζεται στην περίπτωση της εφεσείουσας στην υπόθεση της κύριας δίκης και ότι η έκβαση της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιόν του εξαρτάται από το κύρος της διατάξεως αυτής. Συναφώς, διατυπώνει αμφιβολίες όσον αφορά το κύρος της ανωτέρω διατάξεως υπό το πρίσμα του άρθρου 15, παράγραφος 1, και του άρθρου 16 του Χάρτη καθώς και του άρθρου 40, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ.

21

Κατά την άποψη του αιτούντος δικαστηρίου, η υποχρέωση επισημάνσεως δεν συνιστά δυσανάλογη και ανεπίτρεπτη επέμβαση στην ελευθερία ασκήσεως οικονομικής δραστηριότητας και στην επιχειρηματική ελευθερία της εφεσείουσας στην υπόθεση της κύριας δίκης, στο μέτρο που διαφυλάσσεται η ουσία των εν λόγω δικαιωμάτων και ελευθεριών. Συγκεκριμένα, η εμπορία του νωπού προσυσκευασμένου κρέατος πουλερικών δεν απαγορεύεται από το άρθρο 5, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 543/2008, που περιέχει τις διατάξεις περί αναγραφής της τιμής των προϊόντων αυτών. Επίσης, η υποχρέωση αυτή εξυπηρετεί, κατά την άποψή του, σκοπό γενικού συμφέροντος και δη την προστασία των καταναλωτών.

22

Εντούτοις, το αιτούν δικαστήριο αμφιβάλλει σχετικά με το αν η υποχρέωση επισημάνσεως που απορρέει από τη διάταξη αυτή είναι σύμφωνη προς την αρχή της αναλογικότητας, στο μέτρο που, αφενός, δεν προβλέπεται για άλλα προσυσκευασμένα προϊόντα όπως το βόειο, χοιρινό, πρόβειο ή αίγειο κρέας και, αφετέρου, συνεπάγεται πρόσθετα οικονομικά και οργανωτικά βάρη που περιορίζουν τον ανταγωνισμό.

23

Λαμβανομένης υπόψη της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται εάν δικαιολογείται η διαφορετική μεταχείριση μεταξύ του νωπού κρέατος πουλερικών και των άλλων νωπών κρεάτων που προορίζονται για ανθρώπινη κατανάλωση, λόγω του ότι δεν υφίσταται ανάλογη υποχρέωση επισημάνσεως για τα άλλα νωπά κρέατα.

24

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Sächsisches Oberverwaltungsgericht (διοικητικό εφετείο του ομόσπονδου κράτους της Σαξονίας) αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)

Είναι το άρθρο 5, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, του [κανονισμού 543/2008] συμβατό με το άρθρο 6, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, ΣΕΕ σε συνδυασμό με το άρθρο 15, παράγραφος 1, και το άρθρο 16 του Χάρτη;

2)

Είναι το άρθρο 5, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 543/2008 συμβατό με το άρθρο 40, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ;»

Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

Επί του πρώτου ερωτήματος

25

Με το πρώτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσία, να διευκρινιστεί εάν το άρθρο 5, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 543/2008, το οποίο προβλέπει την υποχρέωση επισημάνσεως, είναι ισχυρό υπό το πρίσμα του άρθρου 15, παράγραφος 1, και του άρθρου 16 του Χάρτη.

26

Κατ’ αρχάς πρέπει να επισημανθεί ότι, μολονότι βεβαίως το αιτούν δικαστήριο και οι διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης εκτιμούν ότι πρέπει να εξεταστεί το κύρος της υποχρεώσεως επισημάνσεως υπό το πρίσμα του άρθρου 15, παράγραφος 1, και του άρθρου 16 του Χάρτη που αφορούν το μεν πρώτο την ελευθερία του επαγγέλματος και το δικαίωμα προς εργασία, το δε δεύτερο την επιχειρηματική ελευθερία, επιβάλλεται εντούτοις η διαπίστωση ότι η υποχρέωση επισημάνσεως δεν περιορίζει την ευχέρεια που διαθέτει κάθε πρόσωπο «να ασκεί το επάγγελμα, το οποίο επιλέγει [...] ελεύθερα», κατά την έννοια του άρθρου 15 του Χάρτη. Αντιθέτως, ενδέχεται να περιορίζει την επιχειρηματική ελευθερία που αναγνωρίζει το άρθρο 16 του Χάρτη.

27

Στο δικαίωμα επιχειρηματικής ελευθερίας περιλαμβάνεται, μεταξύ άλλων, το δικαίωμα κάθε επιχειρήσεως να διαθέτει ελεύθερα, εντός των ορίων της ευθύνης που υπέχει για τις πράξεις της, τους οικονομικούς, τεχνικούς και δημοσιονομικούς πόρους της (απόφαση της 27ης Μαρτίου 2014, UPC Telekabel Wien,C‑314/12, EU:C:2014:192, σκέψη 49).

28

Το Δικαστήριο έχει επίσης κρίνει ότι η προστασία που παρέχει το άρθρο 16 του Χάρτη περιλαμβάνει την ελευθερία ασκήσεως οικονομικής ή εμπορικής δραστηριότητας, την ελευθερία συνάψεως συμβάσεων και τον ελεύθερο ανταγωνισμό, όπως προκύπτει από τις σχετικές με το άρθρο αυτό διευκρινίσεις, οι οποίες πρέπει, κατά το άρθρο 6, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, ΣΕΕ και το άρθρο 52, παράγραφος 7, του Χάρτη, να λαμβάνονται υπόψη για την ερμηνεία της προστασίας αυτής (αποφάσεις της 22ας Ιανουαρίου 2013, Sky Österreich,C‑283/11, EU:C:2013:28, σκέψη 42, και της 17ης Οκτωβρίου 2013, Schaible,C‑101/12, EU:C:2013:661, σκέψη 25).

29

Η προβλεπόμενη στο άρθρο 5, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 543/2008 υποχρέωση επισημάνσεως ενδέχεται να περιορίζει την άσκηση αυτής της επιχειρηματικής ελευθερίας, καθόσον η εν λόγω υποχρέωση επιβάλλει στον υποκείμενο σ’ αυτήν περιορισμούς στην ελεύθερη χρήση των πόρων που διαθέτει, επειδή τον υποχρεώνει να λάβει μέτρα τα οποία μπορεί να αντιπροσωπεύουν ορισμένο κόστος γι’ αυτόν και να έχουν αντίκτυπο στην οργάνωση των δραστηριοτήτων του (βλ., συναφώς, απόφαση της 27ης Μαρτίου 2014, UPC Telekabel Wien,C‑314/12, EU:C:2014:192, σκέψη 50).

30

Ωστόσο, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, η επιχειρηματική ελευθερία δεν συνιστά απόλυτο προνόμιο, αλλά πρέπει να λαμβάνεται υπόψη σε σχέση με τη λειτουργία της εντός του κοινωνικού πλαισίου (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 6ης Σεπτεμβρίου 2012, Deutsches Weintor,C‑544/10, EU:C:2012:526, σκέψη 54, καθώς και της 22ας Ιανουαρίου 2013, Sky Österreich,C‑283/11, EU:C:2013:28, σκέψη 45 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

31

Είναι, συνεπώς, δυνατό να περιοριστεί η άσκηση της ελευθερίας αυτής, υπό την προϋπόθεση ότι, σύμφωνα με το άρθρο 52, παράγραφος 1, του Χάρτη, αφενός, οι περιορισμοί αυτοί προβλέπονται από τον νόμο και σέβονται το βασικό περιεχόμενο της εν λόγω ελευθερίας και, αφετέρου, τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας, είναι αναγκαίοι και ανταποκρίνονται πράγματι σε σκοπούς γενικού συμφέροντος που αναγνωρίζει η Ευρωπαϊκή Ένωση ή στην ανάγκη προστασίας των δικαιωμάτων και ελευθεριών των τρίτων.

32

Το αιτούν δικαστήριο, αν και επισημαίνει ότι η υποχρέωση επισημάνσεως, ως περιορισμός της ασκήσεως του δικαιώματος που κατοχυρώνει το άρθρο 16 του Χάρτη, προβλέπεται από τον νόμο και εκτιμά ότι η εν λόγω υποχρέωση σέβεται το βασικό περιεχόμενο του δικαιώματος αυτού και ανταποκρίνεται πράγματι στους σκοπούς γενικού συμφέροντος που αναγνωρίζει η Ένωση, δηλαδή στην προστασία των καταναλωτών, διατηρεί εντούτοις αμφιβολίες σχετικά με τον αναλογικό χαρακτήρα ενός τέτοιου μέτρου.

33

Συναφώς, κατά πάγια νομολογία, η αρχή της αναλογικότητας απαιτεί να μην υπερβαίνουν οι πράξεις των οργάνων της Ένωσης τα όρια του κατάλληλου και αναγκαίου μέτρου για την επίτευξη των θεμιτών σκοπών που επιδιώκει η σχετική ρύθμιση, εξυπακουομένου ότι όταν υφίσταται δυνατότητα επιλογής μεταξύ περισσότερων του ενός κατάλληλων μέτρων πρέπει να επιλέγεται το λιγότερο επαχθές και ότι τα μειονεκτήματα που προκαλούνται δεν πρέπει να είναι υπέρμετρα σε σχέση με τους επιδιωκόμενους σκοπούς (βλ. αποφάσεις της 12ης Ιουλίου 2001, Jippes κ.λπ.,C‑189/01, EU:C:2001:420, σκέψη 81, και της 22ας Ιανουαρίου 2013, Sky Österreich,C‑283/11, EU:C:2013:28, σκέψη 50).

34

Επιπροσθέτως, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η επιχειρηματική ελευθερία μπορεί να υπόκειται σε ευρύ φάσμα παρεμβάσεων της δημόσιας αρχής δυνάμενων να θέτουν, προς το γενικό συμφέρον, περιορισμούς στην άσκηση της οικονομικής δραστηριότητας (απόφαση της 22ας Ιανουαρίου 2013, Sky Österreich,C‑283/11, EU:C:2013:28, σκέψη 46).

35

Εν προκειμένω, όσον αφορά, πρώτον, τους σκοπούς της επίμαχης κανονιστικής ρυθμίσεως της Ένωσης, όπως προκύπτει από τη δεύτερη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 1906/90, οι κανόνες εμπορίας του κρέατος πουλερικών συμβάλλουν στη βελτίωση της ποιότητας του κρέατος αυτού και διευκολύνουν την πώλησή του προς το συμφέρον των παραγωγών, των εμπορευομένων και των καταναλωτών. Περαιτέρω, η τέταρτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού αυτού υπογραμμίζει το συμφέρον των καταναλωτών να έχουν ευρύτερη πληροφόρηση ιδίως με την επισήμανση, τη διαφήμιση και το περιεχόμενο των ενδείξεων που αφορούν τη χρησιμοποιούμενη μέθοδο ψύξεως και τον τύπο εκτροφής από τον οποίο προέρχονται τα πουλερικά.

36

Οι σκοποί αυτοί προβλέπονται και στον κανονισμό 543/2008, ο οποίος στην αιτιολογική σκέψη του 10 τονίζει την ανάγκη να παρέχεται στους καταναλωτές επαρκής, σαφής και αντικειμενική πληροφόρηση σχετικά με τα προϊόντα που τίθενται προς πώληση.

37

Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι οι κύριοι σκοποί της επίμαχης κανονιστικής ρυθμίσεως της Ένωσης αφορούν τόσο τη βελτίωση του εισοδήματος των παραγωγών και των εμπορευομένων που δραστηριοποιούνται στον τομέα του κρέατος πουλερικών, συμπεριλαμβανομένου του νωπού κρέατος πουλερικών, όσο και την προστασία των καταναλωτών και συνιστούν σκοπούς γενικού συμφέροντος τους οποίους αναγνωρίζει το πρωτογενές δίκαιο της Ένωσης.

38

Όσον αφορά, δεύτερον, το ζήτημα αν η υποχρέωση επισημάνσεως είναι ικανή να διασφαλίσει την επίτευξη των επιδιωκόμενων σκοπών, ο νομοθέτης έκρινε ότι η υποχρέωση αυτή, αφενός, μπορεί να διασφαλίσει την αξιόπιστη πληροφόρηση του καταναλωτή χάρη στην ένδειξη που αναγράφεται στη συσκευασία και, αφετέρου, δύναται να τον παρακινήσει να αγοράσει το κρέας πουλερικών, γεγονός το οποίο βελτιώνει τις προοπτικές εμπορίας του προϊόντος αυτού και, συνεπώς, το εισόδημα των παραγωγών.

39

Όσον αφορά την αναγκαιότητα της εν λόγω ρυθμίσεως, ο νομοθέτης της Ένωσης μπορούσε δικαιολογημένα να κρίνει ότι ρύθμιση η οποία προβλέπει μόνον την αναγραφή της τιμής στο ράφι δεν καθιστά δυνατή την επίτευξη των επιδιωκόμενων σκοπών με εξίσου αποτελεσματικό τρόπο, όπως το άρθρο 5, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 543/2008, καθόσον μόνον η ένδειξη της συνολικής τιμής και της τιμής ανά μονάδα βάρους διασφαλίζει την επαρκή πληροφόρηση του καταναλωτή στην περίπτωση προϊόντων των οποίων οι μονάδες συσκευασίας ενδέχεται να μην έχουν το ίδιο βάρος. Η υποχρέωση αυτή δεν φαίνεται, εξάλλου, δυσανάλογη προς τους επιδιωκόμενους σκοπούς, στο μέτρο που η προβλεπόμενη στο άρθρο 5, παράγραφος 4, του κανονισμού 543/2008 ένδειξη της συνολικής τιμής και της τιμής ανά μονάδα βάρους είναι μόνον ένα από τα στοιχεία που πρέπει να αναγράφονται στην προσυσκευασία ή σε ετικέτα αναπόσπαστα συνδεδεμένη με αυτή κατ’ εφαρμογήν της διατάξεως αυτής.

40

Κατά συνέπεια, η επέμβαση στην επιχειρηματική ελευθερία της εφεσείουσας στην υπόθεση της κύριας δίκης τελεί, εν προκειμένω, σε αναλογία προς τους επιδιωκόμενους σκοπούς.

41

Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι από την εξέταση του πρώτου ερωτήματος δεν προέκυψε κανένα στοιχείο δυνάμενο να θίξει το κύρος του άρθρου 5, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 543/2008 υπό το πρίσμα της επιχειρηματικής ελευθερίας που προβλέπει το άρθρο 16 του Χάρτη.

Επί του δευτέρου ερωτήματος

42

Με το δεύτερο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί εάν το άρθρο 5, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 543/2008 είναι ισχυρό υπό το πρίσμα της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων που προβλέπει το άρθρο 40, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ.

43

Το ερώτημα αυτό τίθεται κατόπιν της διαπιστώσεως του αιτούντος δικαστηρίου ότι για άλλες κατηγορίες νωπών κρεάτων που προορίζονται για ανθρώπινη κατανάλωση, όπως το βόειο, το χοιρινό, το πρόβειο και το αίγειο κρέας, δεν υφίσταται παρόμοια υποχρέωση όσον αφορά την επισήμανση της τιμής.

44

Συναφώς πρέπει να υπομνησθεί ότι η αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων συγκαταλέγεται στις γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης, έκφραση της οποίας αποτελεί, στον τομέα της γεωργίας, το άρθρο 40, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ (βλ. απόφαση της 14ης Μαρτίου 2013, Agrargenossenschaft Neuzelle,C‑545/11, EU:C:2013:169, σκέψη 41 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Από το γράμμα του εν λόγω άρθρου προκύπτει ότι η διάταξη αυτή απαγορεύει κάθε διάκριση μεταξύ των παραγωγών και των καταναλωτών της Ένωσης.

45

Από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η αρχή αυτή δεν ισχύει μόνο για τους παραγωγούς και τους καταναλωτές, αλλά και για τις άλλες κατηγορίες επιχειρηματιών που υπάγονται σε κοινή οργάνωση αγορών, όπως οι εμπορευόμενοι νωπό κρέας πουλερικών ή άλλου είδους νωπό κρέας (βλ., συναφώς, απόφαση της 5ης Οκτωβρίου 1994, Γερμανία κατά Συμβουλίου,C‑280/93, EU:C:1994:367, σκέψη 68).

46

Η αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων επιβάλλει να μην αντιμετωπίζονται κατά διαφορετικό τρόπο παρόμοιες καταστάσεις ούτε καθ’ όμοιο τρόπο διαφορετικές καταστάσεις, εκτός εάν μια τέτοιου είδους αντιμετώπιση δικαιολογείται αντικειμενικώς (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 6ης Δεκεμβρίου 2005, ABNA κ.λπ.,C‑453/03, C‑11/04, C‑12/04 και C‑194/04, EU:C:2005:741, σκέψη 63, καθώς και της 14ης Μαρτίου 2013, Agrargenossenschaft Neuzelle,C‑545/11, EU:C:2013:169, σκέψη 42).

47

Όσον αφορά την έκταση του ελέγχου της τηρήσεως αυτής της αρχής πρέπει να υπομνησθεί ότι ο νομοθέτης της Ένωσης έχει στον τομέα της γεωργίας ευρεία διακριτική ευχέρεια. Κατά συνέπεια, ο έλεγχος του δικαστή πρέπει να περιορίζεται στην εξακρίβωση του αν το σχετικό μέτρο ενέχει πρόδηλη πλάνη ή κατάχρηση εξουσίας ή αν η αρχή που το θέσπισε υπερέβη προδήλως τα όρια της διακριτικής της ευχέρειας (απόφαση της 14ης Μαρτίου 2013, Agrargenossenschaft Neuzelle,C‑545/11, EU:C:2013:169, σκέψη 43).

48

Εν προκειμένω τα προϊόντα, ως προς τα οποία το αιτούν δικαστήριο διερωτάται μήπως η επίμαχη ρύθμιση εισάγει διακρίσεις, ανήκουν σε διαφορετικούς γεωργικούς τομείς.

49

Συναφώς, το άρθρο 40, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ προβλέπει τη δυνατότητα χρήσεως διαφορετικών μηχανισμών για την επίτευξη των σκοπών του άρθρου 39 ΣΛΕΕ. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τον κανονισμό 1234/2007, κάθε κοινή οργάνωση αγοράς έχει τα δικά της ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Εξ αυτού προκύπτει ότι η σύγκριση των τεχνικών μηχανισμών που χρησιμοποιούνται για την κανονιστική ρύθμιση των διαφόρων τομέων της αγοράς δεν μπορεί να αποτελέσει έγκυρη βάση για να στοιχειοθετηθεί η αιτίαση ότι εισάγονται διακρίσεις μεταξύ ανόμοιων προϊόντων υποκείμενων σε διαφορετικούς κανόνες (βλ., συναφώς, απόφαση της 28ης Οκτωβρίου 1982, Lion κ.λπ.,292/81 και 293/81, EU:C:1982:375, σκέψη 24).

50

Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι από την εξέταση του δευτέρου ερωτήματος δεν προέκυψε κανένα στοιχείο δυνάμενο να θίξει το κύρος του άρθρου 5, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 543/2008 υπό το πρίσμα της προβλεπόμενης στο άρθρο 40, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων.

Επί των δικαστικών εξόδων

51

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) αποφαίνεται:

 

1)

Από την εξέταση του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος δεν προέκυψε κανένα στοιχείο δυνάμενο να θίξει το κύρος του άρθρου 5, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, του κανονισμού (ΕΚ) 543/2008 της Επιτροπής, της 16ης Ιουνίου 2008, για τον καθορισμό λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) 1234/2007 του Συμβουλίου σχετικά με τους κανόνες εμπορίας για το κρέας πουλερικών, υπό το πρίσμα της επιχειρηματικής ελευθερίας που προβλέπει το άρθρο 16 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

 

2)

Από την εξέταση του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος δεν προέκυψε κανένα στοιχείο δυνάμενο να θίξει το κύρος του άρθρου 5, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 543/2008 υπό το πρίσμα της προβλεπόμενης στο άρθρο 40, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.