ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 16ης Ιουνίου 2016 ( *1 )

«Προδικαστική παραπομπή — Δικαστική συνεργασία σε αστικές υποθέσεις — Κανονισμός (EK) 44/2001 — Ειδικές δωσιδικίες — Άρθρο 5, σημείο 3 — Αδικοπραξίες ή οιονεί αδικοπραξίες — Ζημιογόνο γεγονός — Αμέλεια του δικηγόρου κατά τη σύνταξη της συμβάσεως — Τόπος όπου συνέβη το ζημιογόνο γεγονός»

Στην υπόθεση C‑12/15,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Hoge Raad der Nederlanden (Ανώτατο Δικαστήριο, Κάτω Χώρες) με απόφαση της 9ης Ιανουαρίου 2015, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 14 Ιανουαρίου 2015, στο πλαίσιο της δίκης

Universal Music International Holding BV

κατά

Michael Tétreault Schilling,

Irwin Schwartz,

Jozef Brož,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους M. Ilešič, πρόεδρο τμήματος, C. Toader (εισηγήτρια), A. Rosas, A. Prechal και E. Jarašiūnas, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: M. Szpunar

γραμματέας: M. Ferreira, κύρια υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 25ης Νοεμβρίου 2015,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

η Universal Music International Holding BV, εκπροσωπούμενη από τους C. Kroes και S. Janssen, advocaten,

ο Michael Tétreault Schilling, εκπροσωπούμενος από τους A. Knigge, P. Α. Fruytier και L. Parret, advocaten,

ο Josef Brož, εκπροσωπούμενος από τους F. Vermeulen και B. Schim, advocaten,

η Ελληνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις A. Δημητρακοπούλου, Σ. Λέκκου και Σ. Παπαϊωάννου,

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους M. Wilderspin και G. Wils,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 10ης Μαρτίου 2016,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 5, σημείο 3, του κανονισμού (ΕΚ) 44/2001 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 2000, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ 2001, L 12, σ. 1).

2

Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ, αφενός, της Universal Music International Holding BV (στο εξής: Universal Music), με έδρα τις Κάτω Χώρες, και, αφετέρου, των Michael Schilling, Irwin Schwartz και Josef Brož, απάντων δικηγόρων, κατοίκων αντιστοίχως Ρουμανίας, Καναδά και Τσεχικής Δημοκρατίας, με αντικείμενο την επιδειχθείσα εκ μέρους του J. Brož αμέλεια κατά τη σύνταξη συμβάσεως σχετικά με δικαίωμα εξαγοράς μετοχών.

Το νομικό πλαίσιο

Η Σύμβαση των Βρυξελλών

3

Το άρθρο 5 της Συμβάσεως της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ 1982, L 388, σ. 7), όπως τροποποιήθηκε με τις διαδοχικές Συμβάσεις για την προσχώρηση των νέων κρατών μελών στην εν λόγω Σύμβαση (στο εξής: Σύμβαση των Βρυξελλών), έχει ως εξής:

«Πρόσωπο που έχει την κατοικία του στο έδαφος συμβαλλόμενου κράτους μπορεί να εναχθεί σε άλλο συμβαλλόμενο κράτος:

[...]

3)

ως προς τις ενοχές εξ αδικοπραξίας ή οιονεί αδικοπραξίας, ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου όπου συνέβη το ζημιογόνο γεγονός·

[...]».

Ο κανονισμός 44/2001

4

Οι αιτιολογικές σκέψεις 11, 12, 15 και 19 του κανονισμού 44/2001 έχουν ως εξής:

«(11)

Οι κανόνες δικαιοδοσίας πρέπει να παρουσιάζουν υψηλό βαθμό προβλεψιμότητας και να βασίζονται στην αρχή της γενικής δωσιδικίας της κατοικίας του εναγομένου και η δωσιδικία αυτή πρέπει να ισχύει πάντοτε, εκτός από μερικές συγκεκριμένες περιπτώσεις όπου το επίδικο αντικείμενο ή η αυτονομία των μερών δικαιολογεί άλλο συνδετικό παράγοντα. Η κατοικία των νομικών προσώπων πρέπει να καθορίζεται αυτοτελώς ώστε να αυξάνεται η διαφάνεια των κοινών κανόνων και να αποφεύγονται οι συγκρούσεις δικαιοδοσίας.

(12)

Η δωσιδικία της κατοικίας του εναγομένου πρέπει να συμπληρωθεί από εναλλακτικές δωσιδικίες που θα ισχύουν λόγω του στενού συνδέσμου μεταξύ του δικαστηρίου και της διαφοράς ή για τη διευκόλυνση του έργου της δικαιοσύνης.

[...]

(15)

Για λόγους αρμονικής απονομής της δικαιοσύνης θα πρέπει να ελαχιστοποιηθεί η πιθανότητα παράλληλης εκδίκασης μιας υπόθεσης και να αποφεύγεται η έκδοση ασυμβιβάστων αποφάσεων σε δύο κράτη μέλη.

[...]

(19)

Πρέπει να διασφαλισθεί η [αναγκαία] συνέχεια μεταξύ της Σύμβασης των Βρυξελλών και του ανά χείρας κανονισμού και για αυτό τον σκοπό πρέπει να προβλεφθούν μεταβατικές διατάξεις. Η ίδια ανάγκη συνέχειας ισχύει και όσον αφορά την ερμηνεία των διατάξεων της Σύμβασης των Βρυξελλών από το Δικαστήριο [της Ευρωπαϊκής Ένωσης] και το Πρωτόκολλο [της 3ης Ιουνίου 1971 για την ερμηνεία από το Δικαστήριο της Συμβάσεως των Βρυξελλών] πρέπει επίσης να εξακολουθήσει να εφαρμόζεται στις διαδικασίες που εκκρεμούν ακόμη κατά την ημερομηνία έναρξης ισχύος του κανονισμού.»

5

Το άρθρο 2, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού, περί γενικής δωσιδικίας των δικαστηρίων του κράτους μέλους της κατοικίας του εναγομένου, ορίζει:

«Με την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος κανονισμού, τα πρόσωπα που έχουν την κατοικία τους στο έδαφος κράτους μέλους ενάγονται ενώπιον των δικαστηρίων αυτού του κράτους μέλους, ανεξάρτητα από την ιθαγένειά τους.»

6

Το άρθρο 5 του ίδιου κανονισμού ορίζει τα εξής:

«Πρόσωπο που έχει την κατοικία του σε κράτος μέλος μπορεί να εναχθεί σε άλλο κράτος μέλος:

[...]

3)

ως προς ενοχές εξ αδικοπραξίας ή οιονεί αδικοπραξίας, ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου όπου συνέβη ή ενδέχεται να συμβεί το ζημιογόνο γεγονός·

[...]».

Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

7

Η Universal Music είναι δισκογραφική εταιρία και μέλος του ομίλου Universal Music Group. Η Universal Music International Ltd. είναι αδελφή εταιρία της Universal Music και επίσης μέλος του ιδίου ομίλου.

8

Το 1998, η Universal Music International Ltd συμφώνησε με Τσέχους αντισυμβαλλομένους, μεταξύ δε άλλων με τη δισκογραφική εταιρία B&M spol. s.r.o. (στο εξής: B&M) και τους μετόχους της, ότι μία ή περισσότερες εταιρίες του ομίλου Universal Music Group, που θα προσδιορίζονταν αργότερα, θα αγόραζαν το 70 % των μετοχών της B&M. Τα μέρη συμφώνησαν επίσης ότι διαρκούντος του έτους 2003 ο αγοραστής θα αγόραζε τις υπόλοιπες μετοχές σε τιμή που θα καθοριζόταν κατά το χρονικό σημείο της αγοράς αυτής. Είχε ήδη δοθεί προκαταβολή επί του τιμήματος της πωλήσεως. Η συμφωνία και τα πιο σημαντικά σημεία του προταθέντος αυτού διακανονισμού περιελήφθησαν σε επιστολή δηλώσεως προθέσεων η οποία καθόριζε ως σκοπό την επίτευξη τιμής πωλήσεως ίσης προς το πενταπλάσιο του μέσου ετησίου κέρδους της B&M.

9

Τα μέρη διεξήγαγαν στη συνέχεια διαπραγματεύσεις για τη σύναψη συμβάσεως για την πώληση και παράδοση του 70 % των μετοχών της B&M, καθώς και συμβάσεως για το δικαίωμα εξαγοράς μετοχών για το εναπομένον 30 % των μετοχών (στο εξής: σύμβαση για το δικαίωμα εξαγοράς μετοχών).

10

Κατόπιν αιτήματος της νομικής υπηρεσίας της Universal Music Group, η σύμβαση για το δικαίωμα εξαγοράς μετοχών καταρτίσθηκε από το τσεχικό δικηγορικό γραφείο Burns Schwartz International. Διάφορα σχέδια της εν λόγω συμβάσεως αντηλλάγησαν μεταξύ του δικηγορικού αυτού γραφείου, της νομικής υπηρεσίας της Universal Music Group και των μετόχων της B&M.

11

Κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων αυτών, η Universal Music ορίστηκε ως αγοραστής βάσει της συμβάσεως για το δικαίωμα εξαγοράς μετοχών. Αυτή υπεγράφη στις 5 Νοεμβρίου 1998 από τη Universal Music, την B&M και τους μέτοχους τους.

12

Κατά το αιτούν δικαστήριο, από την εν λόγω σύμβαση συνάγεται ότι τροποποίηση προταθείσα από τη νομική υπηρεσία της Universal Music Group δεν μεταφέρθηκε ολόκληρη στο κείμενο της συμφωνίας από τον J. Brož, συνεργάτη του γραφείου Burns Schwartz International, πράγμα που είχε ως συνέπεια τον πενταπλασιασμό της τιμής πωλήσεως σε σχέση με την αρχικώς επιδιωχθείσα τιμή πωλήσεως και τον εν συνεχεία πολλαπλασιασμό της επί τον αριθμό των μετόχων.

13

Τον Αύγουστο του 2003, η Universal Music, προκειμένου να εκπληρώσει τη συμβατική υποχρέωσή της να αγοράσει τις εναπομείνασες μετοχές, υπολόγισε την τιμή τους σύμφωνα με τον τύπο υπολογισμού που είχε προβλέψει, κατέληξε δε στο ποσό των 10180281 τσεχικών κορωνών (CZK) (περίπου 313770 ευρώ). Επικαλούμενοι τον τρόπο υπολογισμού που είχε προβλεφθεί στη σύμβαση, οι μέτοχοι της B&M αξίωσαν ποσό 1003605620 CZK (περίπου 30932520 ευρώ).

14

Η διαφορά ήχθη ενώπιον επιτροπής διαιτησίας στην Τσεχική Δημοκρατία, τα δε μέρη κατέληξαν σε διακανονισμό στις 31 Ιανουαρίου 2005. Σε εκτέλεση αυτού του διακανονισμού, η Universal Music κατέβαλε το ποσό των 2654280,03 ευρώ (στο εξής: ποσό του διακανονισμού) για το 30 % των εναπομεινασών μετοχών με έμβασμα από τραπεζικό λογαριασμό που διατηρούσε στις Κάτω Χώρες. Η μεταφορά πραγματοποιήθηκε σε πίστωση λογαριασμού τον οποίο οι μέτοχοι της B&M διατηρούσαν στην Τσεχική Δημοκρατία.

15

Η Universal Music άσκησε αγωγή ενώπιον του rechtbank Utrecht (πρωτοδικείου της Ουτρέχτης, Κάτω Χώρες), δυνάμει του άρθρου 5, σημείο 3, του κανονισμού 44/2001, με αίτημα να υποχρεωθούν αλληλεγγύως και εις ολόκληρον οι M. T. Schilling και I. Schwartz, ως πρώην συνεργάτες του δικηγορικού γραφείου Burns Schwartz International, καθώς και ο J. Brož, στην καταβολή ποσού ύψους 2767861,25 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων, για τη ζημία που υποστηρίζει ότι υπέστη λόγω της αμέλειας αυτού του τελευταίου κατά τη σύνταξη του κειμένου της συμβάσεως για το δικαίωμα εξαγοράς μετοχών. Υποστηρίζει ότι η ζημία επήλθε λόγω της οφειλόμενης στην αμέλεια αυτή διαφοράς μεταξύ, αφενός, της αρχικώς προβλεφθείσας τιμής πωλήσεως και, αφετέρου, του ποσού του διακανονισμού και των εξόδων στα οποία η Universal Music έπρεπε να υποβληθεί στο πλαίσιο της διαιτησίας.

16

Προς στήριξη της αγωγής της, η Universal Music διατείνεται ότι υπέστη ζημία στο Baarn (Κάτω Χώρες), όπου εδρεύει.

17

Με απόφαση της 27ης Μαΐου 2009, το rechtbank Utrecht (πρωτοδικείο της Ουτρέχτης) απεφάνθη ότι στερείται δικαιοδοσίας να εκδικάσει την αχθείσα ενώπιόν του διαφορά για τον λόγο ότι ο τόπος όπου η προβαλλόμενη από τη Universal Music ζημία, την οποία χαρακτήρισε ως «άμεση ζημία αμιγώς περιουσιακού χαρακτήρα» που επήλθε στο Baarn, δεν μπορούσε να θεωρηθεί ως ο τόπος όπου συνέβη «το ζημιογόνο γεγονός», κατά την έννοια του άρθρου 5, σημείο 3, του κανονισμού 44/2001, ελλείψει επαρκών συνδετικών στοιχείων βάσει των οποίων θα μπορούσε να θεμελιωθεί η διεθνής δικαιοδοσία του ολλανδικού δικαστηρίου.

18

Κατόπιν εφέσεως που άσκησε ενώπιόν του η Universal Music, το Gerechtshof Arnhem-Leeuwarden (εφετείο του Arnhem-Leeuwarden, Κάτω Χώρες) επικύρωσε, με απόφαση της 15ης Ιανουαρίου 2013, την πρωτόδικη απόφαση. Το δικαστήριο αυτό έκρινε ότι δεν υφίστατο εν προκειμένω το ιδιαιτέρως στενό συνδετικό στοιχείο μεταξύ της αγωγής και του επιληφθέντος δικαστηρίου που αποτελεί κριτήριο για την εφαρμογή του άρθρου 5, σημείο 3, του κανονισμού 44/2001. Επομένως, το γεγονός και μόνον ότι εταιρία εγκατεστημένη στις Κάτω Χώρες έπρεπε να καταβάλει το ποσό του διακανονισμού δεν αρκούσε προκειμένου να θεμελιωθεί η διεθνής δικαιοδοσία των ολλανδικών δικαστηρίων.

19

Η Universal Music άσκησε κατά της αποφάσεως του Gerechtshof Arnhem-Leeuwarden (εφετείου του Arnhem-Leeuwarden) αναίρεση ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου. Οι M. T. Schilling και J. Brož άσκησαν, ο κάθε ένας χωριστά, ανταναίρεση.

20

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Hoge Raad der Nederlanden (Ανώτατο Ακυρωτικό του Βασιλείου των Κάτω Χωρών) αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να θέσει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)

Πρέπει το άρθρο 5, [σημείο] 3, του κανονισμού 44/2001 […] να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι ως “τόπος όπου συνέβη το ζημιογόνο γεγονός” δύναται να θεωρηθεί ο τόπος σε κράτος μέλος όπου επήλθε η ζημία, αν η ζημία αυτή συνίσταται αποκλειστικά σε περιουσιακή ζημία η οποία απορρέει ευθέως από παράνομη πράξη τελεσθείσα σε άλλο κράτος μέλος;

2)

Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα:

α)

Βάσει ποιου κριτηρίου ή από ποια σκοπιά πρέπει το εθνικό δικαστήριο, κατά την εξέταση της διεθνούς δικαιοδοσίας του δυνάμει του άρθρου 5, [σημείο] 3, του κανονισμού 44/2001, να καθορίσει αν στη συγκεκριμένη περίπτωση πρόκειται για περιουσιακή ζημία απορρέουσα ευθέως από παράνομη συμπεριφορά (“αρχική περιουσιακή ζημία” ή “άμεση περιουσιακή ζημία”), ή για περιουσιακή ζημία απορρέουσα από επελθούσα αλλού αρχική ζημία ή για ζημία αποτελούσα το επακόλουθο ζημίας επελθούσας αλλού (“επακόλουθη ζημία” ή “έμμεση περιουσιακή ζημία”);

β)

Βάσει ποιου κριτηρίου ή από ποια σκοπιά πρέπει το εθνικό δικαστήριο, κατά την εξέταση της διεθνούς δικαιοδοσίας του δυνάμει του άρθρου 5, [σημείο] 3, του κανονισμού 44/2001, να καθορίσει τον τόπο όπου, στη συγκεκριμένη περίπτωση, επήλθε ή θεωρείται ότι επήλθε η —άμεση ή έμμεση— περιουσιακή ζημία;

3)

Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα, πρέπει ο κανονισμός 44/2001 να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι το εθνικό δικαστήριο, το οποίο πρέπει να εξετάσει αν στη συγκεκριμένη περίπτωση έχει διεθνή δικαιοδοσία βάσει του κανονισμού αυτού, οφείλει να στηρίξει την κρίση του στους σχετικούς ισχυρισμούς του ενάγοντος ή του αιτούντος ή υπό την έννοια ότι το εν λόγω δικαστήριο οφείλει επίσης να λάβει υπόψη όσα ο εναγόμενος ή ο καθού προέβαλε για να αμφισβητήσει τους πιο πάνω ισχυρισμούς;»

Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

Επί του πρώτου ερωτήματος

21

Με το πρώτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ερωτά αν το άρθρο 5, σημείο 3, του κανονισμού 44/2001 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι ως «τόπος όπου συνέβη το ζημιογόνο γεγονός» μπορεί να θεωρηθεί ο κείμενος σε κράτος μέλος τόπος στον οποίον επήλθε η ζημία, οσάκις η ζημία αυτή συνίσταται αποκλειστικώς σε περιουσιακή απώλεια η οποία απορρέει άμεσα από παράνομη πράξη τελεσθείσα σε άλλο κράτος μέλος.

22

Προκειμένου να απαντηθεί το ερώτημα αυτό, πρέπει να υπομνησθεί ότι, καθόσον ο κανονισμός 44/2001 αντικατέστησε τη Σύμβαση των Βρυξελλών, η ερμηνεία που έχει δοθεί από το Δικαστήριο όσον αφορά τις διατάξεις της Συμβάσεως αυτής ισχύει και για τις διατάξεις του εν λόγω κανονισμού, όταν οι διατάξεις των πράξεων αυτών της Ένωσης παρουσιάζουν αντιστοιχία (αποφάσεις της 16ης Ιουλίου 2009, Zuid-Chemie, C-189/08, EU:C:2009:475, σκέψη 18, καθώς και της 10ης Σεπτεμβρίου 2015, Holterman Ferho Exploitatie κ.λπ., C-47/14, EU:C:2015:574, σκέψη 38).

23

Πρέπει να τονιστεί ότι οι κρίσιμες στην παρούσα υπόθεση διατάξεις του κανονισμού 44/2001 έχουν σχεδόν πανομοιότυπη διατύπωση με αυτήν της Συμβάσεως των Βρυξελλών. Λαμβανομένης υπόψη της αντιστοιχίας αυτής, πρέπει, σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη 19 του κανονισμού 44/2001, να διασφαλιστεί η συνέχεια στην ερμηνεία των δύο αυτών πράξεων (απόφαση της 16ης Ιουλίου 2009, Zuid-Chemie, C189/08, EU:C:2009:475, σκέψη 19).

24

Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, η έννοια της «ενοχής εξ αδικοπραξίας ή οιονεί αδικοπραξίας» του άρθρου 5, σημείο 3, του κανονισμού 44/2001 περιλαμβάνει κάθε αξίωση περί αναγνωρίσεως της ευθύνης του εναγομένου η οποία δεν απορρέει «εκ συμβάσεως» κατά την έννοια του άρθρου 5, σημείο 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού αυτού (απόφαση της 28ης Ιανουαρίου 2015, Kolassa, C‑375/13, EU:C:2015:37, σκέψη 44). Συναφώς, ελλείψει στοιχείων στην αίτηση προδικαστικής αποφάσεως από τα οποία να συνάγεται η ύπαρξη συμβατικής σχέσεως μεταξύ των διαδίκων της κύριας δίκης, πράγμα που εντούτοις εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να διαπιστώσει, το Δικαστήριο πρέπει να περιορίσει την ανάλυσή του στο άρθρο 5, σημείο 3, του κανονισμού 44/2001 το οποίο αφορούν τα ερωτήματα που έθεσε το αιτούν δικαστήριο.

25

Όπως υπενθύμισε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 27 των προτάσεών του, οι ειδικές δωσιδικίες του τίτλου ΙΙ, τμήμα 2, του κανονισμού 44/2001, στις οποίες περιλαμβάνεται και αυτή του άρθρου 5, σημείο 3, του εν λόγω κανονισμού, προβλέπονται μόνον κατά παρέκκλιση από τον γενικό κανόνα του άρθρου 2, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού, που απονέμει αρμοδιότητα στα δικαστήρια του κράτους μέλους κατοικίας του εναγομένου. Στο μέτρο που η δικαιοδοσία των δικαστηρίων του τόπου όπου συνέβη το ζημιογόνο γεγονός συνιστά κανόνα περί ειδικής βάσεως διεθνούς δικαιοδοσίας, ο κανόνας αυτός χρήζει αυτοτελούς και στενής ερμηνείας με αποτέλεσμα να μην επιτρέπεται ερμηνεία βαίνουσα πέραν των περιπτώσεων που ρητώς προβλέπει ο εν λόγω κανονισμός (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 5ης Ιουνίου 2014, Coty Germany, C-360/12, EU:C:2014:1318, σκέψεις 43 έως 45, καθώς και της 10ης Σεπτεμβρίου 2015, Holterman Ferho Exploitatie κ.λπ., C-47/14, EU:C:2015:574, σκέψη 72 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

26

Κατά πάγια νομολογία, ο κανόνας περί ειδικής βάσεως διεθνούς δικαιοδοσίας του άρθρου 5, σημείο 3, του εν λόγω κανονισμού στηρίζεται στην ύπαρξη ιδιαιτέρως στενού συνδέσμου μεταξύ της διαφοράς και των δικαστηρίων του τόπου όπου συνέβη ή ενδέχεται να συμβεί το ζημιογόνο γεγονός, βάσει του οποίου δικαιολογείται η διεθνής δικαιοδοσία των δικαστηρίων αυτών για λόγους εύρυθμης λειτουργίας της δικαιοσύνης και αποτελεσματικής οργανώσεως της δίκης (αποφάσεις της 5ης Ιουνίου 2014, Coty Germany, C-360/12, EU:C:2014:1318, σκέψη 47, καθώς και της 10ης Σεπτεμβρίου 2015, Holterman Ferho Exploitatie κ.λπ., C‑47/14, EU:C:2015:574, σκέψη 73 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

27

Όσον αφορά τις ενοχές εξ αδικοπραξίας ή οιονεί αδικοπραξίας, το δικαστήριο του τόπου όπου συνέβη ή ενδέχεται να συμβεί το ζημιογόνο γεγονός είναι συνήθως το πλέον κατάλληλο να αποφανθεί, ιδίως για λόγους εγγύτητας προς τη διαφορά και ευχέρειας συλλογής των αποδείξεων (αποφάσεις της 21ης Μαΐου 2015, CDC Hydrogen Peroxide, C‑352/13, EU:C:2015:335, σκέψη 40, καθώς και της 10ης Σεπτεμβρίου 2015, Holterman Ferho Exploitatie κ.λπ., C‑47/14, EU:C:2015:574, σκέψη 74).

28

Όσον αφορά την έννοια «του τόπου στον οποίο συνέβη ή ενδέχεται να συμβεί το ζημιογόνο γεγονός» κατά το άρθρο 5, σημείο 3, του κανονισμού 44/2001, πρέπει να υπομνησθεί ότι η φράση αυτή αφορά τόσο τον τόπο επελεύσεως της ζημίας όσο και τον τόπο όπου συνέβη το γενεσιουργό της ζημίας γεγονός, οπότε ο εναγόμενος μπορεί να εναχθεί, κατ’ επιλογήν του ενάγοντος, ενώπιον του δικαστηρίου του ενός ή του άλλου εκ των δύο αυτών τόπων (βλ., σε υπόθεση ρυπάνσεως, απόφαση της 30ής Νοεμβρίου 1976, Bier, 21/76, EU:C:1976:166, σκέψεις 24 και 25· σε υπόθεση παραποιήσεως σήματος, απόφαση της 5ης Ιουνίου 2014, Coty Germany, C-360/12, EU:C:2014:1318, σκέψη 46, καθώς και, σε υπόθεση συμβάσεως διευθυντή εταιρίας, απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2015, Holterman Ferho Exploitatie κ.λπ., C‑47/14, EU:C:2015:574, σκέψη 72).

29

Μολονότι οι διάδικοι της κύριας δίκης δεν αμφισβητούν ότι η Τσεχική Δημοκρατία είναι ο τόπος του γενεσιουργού γεγονότος, εντούτοις ερίζουν όσον αφορά τον καθορισμό του τόπου όπου επήλθε η ζημία.

30

Πράγματι, από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως προκύπτει ότι η σύμβαση που συνήφθη στις 5 Νοεμβρίου 1998 μεταξύ της B&M και των μετόχων της, αφενός, και της Universal Music, αφετέρου, αποτέλεσε αντικείμενο διαπραγματεύσεως και υπεγράφη στην Τσεχική Δημοκρατία. Τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των συμβαλλομένων καθορίστηκαν σε αυτό το κράτος μέλος, περιλαμβανομένης της υποχρεώσεως της Universal Music να καταβάλει ένα υψηλότερο ποσό από αυτό που είχε αρχικώς προβλεφθεί για το 30 % των εναπομεινασών μετοχών. Αυτή η συμβατική υποχρέωση, την οποία τα συμβαλλόμενα μέρη δεν είχαν την πρόθεση να συνομολογήσουν, γεννήθηκε στην Τσεχική Δημοκρατία.

31

Η ζημία που υπέστη η Universal Music συνεπεία της διαφοράς μεταξύ της προβλεφθείσας τιμής πωλήσεως και της αναγραφείσας στη σύμβαση αυτή τιμής κατέστη βεβαία κατά τον διακανονισμό στον οποίον κατέλεξαν οι αντισυμβαλλόμενοι ενώπιον της επιτροπής διαιτησίας, στην Τσεχική Δημοκρατία, στις 31 Ιανουαρίου 2005, ημερομηνία κατά την οποία καθορίστηκε η πραγματική τιμή πωλήσεως. Έκτοτε κατέστη μη αντιστρέψιμη η βαρύνουσα την περιουσία της Universal Music υποχρέωση καταβολής.

32

Ως εκ τούτου, η απώλεια περιουσιακών στοιχείων έλαβε χώρα στην Τσεχική Δημοκρατία, καθώς εκεί επήλθε η ζημία. Το γεγονός και μόνον ότι, εις εκτέλεσιν του διακανονισμού που είχε συνάψει ενώπιον της επιτροπής διαιτησίας στην Τσεχική Δημοκρατία, η Universal Music κατέβαλε το ποσό του διακανονισμού με έμβασμα από τραπεζικό λογαριασμό που διατηρεί στις Κάτω Χώρες δεν δύναται να αναιρέσει το συμπέρασμα αυτό.

33

Η λύση που απορρέει από τις γενόμενες στις σκέψεις 30 έως 32 της παρούσας αποφάσεως διαπιστώσεις ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της προβλεψιμότητας και της βεβαιότητας που θέτει ο κανονισμός 44/2001, δεδομένου ότι η αναγνώριση της διεθνούς δικαιοδοσίας των τσεχικών δικαστηρίων δικαιολογείται για λόγους εύρυθμης λειτουργίας της δικαιοσύνης και αποτελεσματικής οργανώσεως της δίκης.

34

Πρέπει να υπομνησθεί συναφώς ότι η έκφραση «τόπος όπου συνέβη το ζημιογόνο γεγονός» δεν δύναται να ερμηνεύεται με τέτοια ευρύτητα ώστε να καταλαμβάνει κάθε τόπο στον οποίο θα μπορούσαν να γίνουν αισθητές οι επιζήμιες συνέπειες ενός γεγονότος που έχει ήδη προκαλέσει ζημία η οποία επήλθε, στην πράξη, σε άλλον τόπο (απόφαση της 19ης Σεπτεμβρίου 1995, Marinari, C‑364/93, EU:C:1995:289, σκέψη 14).

35

Στη γραμμή αυτής της νομολογίας, το Δικαστήριο διευκρίνισε επίσης ότι η εν λόγω φράση δεν αφορά τον τόπο κατοικίας του ενάγοντος όπου βρίσκεται το επίκεντρο της περιουσίας του για τον λόγο και μόνον ότι ο ενάγων υπέστη στον τόπο αυτόν οικονομική ζημία συνεπεία της σημειωθείσας εντός άλλου κράτους μέλους απώλειας ορισμένων περιουσιακών στοιχείων του (απόφαση της 10ης Ιουνίου 2004, Kronhofer, C‑168/02, EU:C:2004:364, σκέψη 21).

36

Βεβαίως, στη σκέψη 55 της αποφάσεως της 28ης Ιανουαρίου 2015, Kolassa (C‑375/13, EU:C:2015:37), το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι τα δικαστήρια του τόπου κατοικίας του ενάγοντος ήταν αρμόδια βάσει του τόπου επελεύσεως της ζημίας, όταν η εν λόγω ζημία επέρχεται άμεσα στον τραπεζικό λογαριασμό του ενάγοντος σε τράπεζα εδρεύουσα στην περιφέρεια δικαιοδοσίας των δικαστηρίων αυτών.

37

Ωστόσο, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 44 και 45 των προτάσεών του στην υπό κρίση υπόθεση, η διαπίστωση αυτή εντάσσεται στην ιδιαίτερη συνάφεια της υποθέσεως επί της οποίας εξεδόθη η εν λόγω απόφαση, χαρακτηριστικό της οποίας ήταν η ύπαρξη περιστάσεων που συνηγορούσαν υπέρ της απονομής διεθνούς δικαιοδοσίας στα εν λόγω δικαστήρια.

38

Ως εκ τούτου, μια αμιγώς οικονομική ζημία που επέρχεται άμεσα στον τραπεζικό λογαριασμό του ενάγοντος δεν μπορεί, αυτή και μόνο, να χαρακτηριστεί ως «κρίσιμο συνδετικό στοιχείο» δυνάμει του άρθρου 5, σημείο 3, του κανονισμού 44/2001. Συναφώς, πρέπει επίσης να τονιστεί ότι δεν αποκλείεται μια εταιρία, όπως η Universal Music, να είχε την επιλογή μεταξύ πλειόνων τραπεζικών λογαριασμών από τους οποίους θα μπορούσε να εξοφλήσει το ποσό του διακανονισμού, οπότε ο τόπος στον οποίο βρίσκεται ο λογαριασμός αυτός δεν συνιστά κατ’ ανάγκην αξιόπιστο κριτήριο συνδέσεως.

39

Μόνο στην περίπτωση κατά την οποία υπέρ της απονομής διεθνούς δικαιοδοσίας στο δικαστήριο του τόπου επελεύσεως μιας αμιγώς οικονομικής ζημίας συνηγορούν και οι λοιπές ιδιαίτερες περιστάσεις της υποθέσεως θα μπορούσε δικαιολογημένως μια τέτοια ζημία να παράσχει στον ενάγοντα τη δυνατότητα ασκήσεως αγωγής ενώπιον του δικαστηρίου αυτού.

40

Κατόπιν των προεκτεθέντων εκτιμήσεων, στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 5, σημείο 3, του κανονισμού 44/2001 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι, σε μια περίπτωση όπως αυτή της κύριας δίκης, ως «τόπος όπου συνέβη το ζημιογόνο γεγονός» δεν μπορεί να θεωρηθεί, ελλείψει άλλων σημείων συνδέσεως, ο κείμενος σε κράτος μέλος τόπος όπου συνέβη η ζημία, οσάκις η ζημία αυτή συνίσταται αποκλειστικώς σε οικονομική απώλεια επελθούσα άμεσα στον τραπεζικό λογαριασμό του ενάγοντος και απορρέουσα άμεσα από παράνομη πράξη διαπραχθείσα σε άλλο κράτος μέλος.

41

Λαμβανομένης υπόψη της δοθείσας στο πρώτο ερώτημα απαντήσεως, παρέλκει η απάντηση στο δεύτερο ερώτημα.

Επί του τρίτου ερωτήματος

42

Με το τρίτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ερωτά κατ’ ουσίαν εάν, προκειμένου να καθορίσει τη δικαιοδοσία του δυνάμει των διατάξεων του κανονισμού 44/2001, το δικαστήριο που επιλαμβάνεται διαφοράς πρέπει να εκτιμήσει όλα τα στοιχεία που διαθέτει, συμπεριλαμβανομένων τυχόν αντιρρήσεων που προβάλλει ο εναγόμενος.

43

Όπως τόνισε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 52 των προτάσεών του, μολονότι το αιτούν δικαστήριο έθεσε το ερώτημα αυτό μόνο για την περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα, εντούτοις πρέπει να δοθεί απάντηση, δεδομένου ότι αφορά τη γενική εκτίμηση της διεθνούς δικαιοδοσίας και όχι μόνον το ζήτημα εάν η περιουσιακή ζημία αρκεί προκειμένου να θεμελιωθεί η διεθνής δικαιοδοσία.

44

Όσον αφορά συγκεκριμένα το άρθρο 5, σημείο 3, του κανονισμού 44/2001, το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει ότι, κατά το στάδιο ελέγχου της διεθνούς δικαιοδοσίας, το επιληφθέν δικαστήριο δεν εκτιμά ούτε το παραδεκτό ούτε το βάσιμο της αγωγής βάσει των κανόνων του εθνικού δικαίου, αλλά εντοπίζει μόνον τα συνδετικά στοιχεία με το κράτος στο οποίο εδρεύει που δικαιολογούν τη δικαιοδοσία του δυνάμει της διατάξεως αυτής. Έτσι, το δικαστήριο αυτό μπορεί, προκειμένου να ελέγξει απλώς εάν έχει δικαιοδοσία δυνάμει της διατάξεως αυτής, να θεωρήσει ως αποδεδειγμένους τους ισχυρισμούς που προβάλλει ο ενάγων ως προς τις προϋποθέσεις στοιχειοθετήσεως της αδικοπρακτικής ή οιονεί αδικοπρακτικής ευθύνης (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 25ης Οκτωβρίου 2012, Folien Fischer και Fofitec, C133/11, EU:C:2012:664, σκέψη 50, καθώς και της 28ης Ιανουαρίου 2015, Kolassa, C‑375/13, EU:C:2015:37, σκέψη 62 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

45

Καίτοι το επιληφθέν εθνικό δικαστήριο δεν υποχρεούται, σε περίπτωση αμφισβητήσεως εκ μέρους του εναγομένου των ισχυρισμών του ενάγοντος, να προβεί σε διεξαγωγή αποδεικτικής διαδικασίας κατά το στάδιο προσδιορισμού της δικαιοδοσίας του, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι τόσο ο σκοπός της εύρυθμης λειτουργίας της δικαιοσύνης, τον οποίο επιδιώκει ο κανονισμός 44/2001, όσο και ο δέων σεβασμός της ανεξαρτησίας του δικαστή κατά την άσκηση των καθηκόντων του επιβάλλουν να έχει το επιληφθέν δικαστήριο τη δυνατότητα εξετάσεως της διεθνούς δικαιοδοσίας του υπό το πρίσμα όλων των στοιχείων που έχει στη διάθεσή του, συμπεριλαμβανομένων τυχόν αντιρρήσεων που προβάλλει ο εναγόμενος (απόφαση της 28 Ιανουαρίου 2015, Kolassa, C‑375/13, EU:C:2015:37, σκέψη 64).

46

Κατόπιν των προεκτεθέντων, στο τρίτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι, στο πλαίσιο του καθορισμού της δικαιοδοσίας του βάσει του κανονισμού 44/2001, το επιληφθέν της διαφοράς δικαστήριο πρέπει να εκτιμά όλα τα στοιχεία που διαθέτει, συμπεριλαμβανομένων τυχόν αντιρρήσεων που προβάλλει ο εναγόμενος.

Επί των δικαστικών εξόδων

47

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σε αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) αποφαίνεται:

 

1)

Το άρθρο 5, σημείο 3, του κανονισμού (ΕΚ) 44/2001 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 2000, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι, σε περίπτωση όπως αυτή της κύριας δίκης, ως «τόπος όπου συνέβη το ζημιογόνο γεγονός» δεν μπορεί να θεωρηθεί, ελλείψει άλλων σημείων συνδέσεως, ο κείμενος σε κράτος μέλος τόπος όπου συνέβη η ζημία, οσάκις η ζημία αυτή συνίσταται αποκλειστικώς σε οικονομική απώλεια επελθούσα άμεσα στον τραπεζικό λογαριασμό του ενάγοντος και απορρέουσα άμεσα από παράνομη πράξη διαπραχθείσα σε άλλο κράτος μέλος.

 

2)

Στο πλαίσιο του καθορισμού της δικαιοδοσίας του βάσει του κανονισμού 44/2001, το επιληφθέν της διαφοράς δικαστήριο πρέπει να εκτιμά όλα τα στοιχεία που διαθέτει, συμπεριλαμβανομένων τυχόν αντιρρήσεων που προβάλλει ο εναγόμενος.

 

(υπογραφές)


( *1 ) * Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική.