ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ (τέταρτο τμήμα)

της 3ης Οκτωβρίου 2013 ( *1 )

«Περιβάλλον — Οδηγία 75/442/ΕΟΚ — Κοπριά που παράγεται και αποθηκεύεται σε χοιροτροφείο προκειμένου να δοθεί σε γεωργούς οι οποίοι τη χρησιμοποιούν ως λίπασμα στις γαίες τους — Χαρακτηρισμός ως “απόρριμμα” ή ως “παραπροϊόν” — Προϋποθέσεις — Βάρος αποδείξεως — Οδηγία 91/676/ΕΟΚ — Παράλειψη μεταφοράς στην εθνική νομοθεσία — Προσωπική ευθύνη του παραγωγού όσον αφορά την τήρηση, εκ μέρους των εν λόγω γεωργών, των κανόνων της Ένωσης σχετικά με τη διαχείριση των αποβλήτων και των λιπασμάτων»

Στην υπόθεση C‑113/12,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Supreme Court (Ιρλανδία) με απόφαση της 23ης Φεβρουαρίου 2012, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο την 1η Μαρτίου 2012, στο πλαίσιο της δίκης

Donal Brady

κατά

Environmental Protection Agency,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),

συγκείμενο από τους L. Bay Larsen, πρόεδρο τμήματος, J. Malenovský, U. Lõhmus, M. Safjan και A. Prechal (εισηγήτρια), δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: P. Cruz Villalón

γραμματέας: L. Hewlett, κύρια υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 27ης Φεβρουαρίου 2013,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

ο D. Brady, εκπροσωπούμενος από τον A. Collins, SC, και την D. Gearty, solicitor,

η Environmental Protection Agency, εκπροσωπούμενη από τον A. Doyle, solicitor, και τις N. Butler, SC και S. Murray, BL,

η Γαλλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους G. de Bergues και S. Menez,

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους K. Mifsud-Bonnici, και D. Düsterhaus καθώς και από την A. Alcover San Pedro,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 16ης Μαΐου 2013,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία της οδηγίας 75/442/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 15ης Ιουλίου 1975, περί στερεών αποβλήτων (ΕΕ L 194, σ. 39), όπως έχει τροποποιηθεί με την απόφαση 96/350/ΕΚ της Επιτροπής, της 24ης Μαΐου 1996 (ΕΕ L 135, σ. 32, στο εξής: οδηγία 75/442).

2

Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του D. Brady και της Environmental Protection Agency (στο εξής: EPA), σχετικά με τους όρους υπό τους οποίους η εν λόγω υπηρεσία χορήγησε στον D. Brady άδειας επεκτάσεως χοιροτροφείου.

Το νομικό πλαίσιο

Η νομοθεσία της Ένωσης

Η οδηγία 75/442

3

Η οδηγία 75/442 καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε από την οδηγία 2006/12/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 2006, περί των στερεών αποβλήτων (ΕΕ L 114, σ. 9), η οποία επίσης καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε από την οδηγία 2008/98/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Νοεμβρίου 2008 , για τα απόβλητα και την κατάργηση ορισμένων οδηγιών (ΕΕ L 312, σ. 3). Ωστόσο, δεδομένου του χρόνου χορηγήσεως της επίμαχης στην κύρια δίκη άδειας, εφαρμοστέα είναι η οδηγία 75/442.

4

Το άρθρο 1, στοιχείο αʹ, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 75/442 όριζε:

«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας νοείται ως:

α)

απόβλητο: κάθε ουσία ή αντικείμενο που εμπίπτει στις κατηγορίες του παραρτήματος I και το οποίο ο κάτοχός του απορρίπτει ή προτίθεται ή υποχρεούται να απορρίψει».

5

Κατά το άρθρο 1, στοιχείο αʹ, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 75/442, η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων καταρτίζει «κατάλογο των αποβλήτων των κατηγοριών που περιλαμβάνει το παράρτημα Ι». Με την απόφαση 94/3/ΕΚ, της 20ής Δεκεμβρίου 1993 (ΕΕ 1994, L 5, σ. 15), η Επιτροπή κατάρτισε τον κατάλογο αυτόν (στο εξής: ευρωπαϊκός κατάλογος αποβλήτων), στον οποίον περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, «απόβλητα από πρωτογενή παραγωγή σε γεωργικές καλλιέργειες», «περιττώματα, ούρα και κόπρανα ζώων (συμπεριλαμβάνονται και φθαρμένα άχυρα), υγρά εκροής συλλεγέντα χωριστά και επεξεργαζόμενα εκτός σημείου παραγωγής».

6

Το άρθρο 1, στοιχεία βʹ και γʹ, της οδηγίας 75/442 περιελάμβανε τους ακόλουθους ορισμούς:

«β)

παραγωγός: κάθε πρόσωπο του οποίου η δραστηριότητα παρήγαγε απόβλητα […]

γ)

κάτοχος: ο παραγωγός των αποβλήτων ή το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που έχει στην κατοχή του τα απόβλητα».

7

Το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, περίπτωση iii, της εν λόγω οδηγίας όριζε:

«Εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας:

[…]

β)

εφόσον καλύπτονται ήδη από άλλη νομοθεσία:

[…]

iii)

τα πτώματα ζώων και τα ακόλουθα γεωργικά απόβλητα: περιττώματα και άλλες φυσικές και μη επικίνδυνες ουσίες που χρησιμοποιούνται στα πλαίσια της γεωργικής εκμετάλλευσης».

8

Το άρθρο 4 της οδηγίας 75/442 προέβλεπε:

«Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για να εξασφαλίσουν ότι η διάθεση ή η αξιοποίηση των αποβλήτων θα πραγματοποιείται χωρίς να τίθεται σε κίνδυνο η υγεία του ανθρώπου και χωρίς να χρησιμοποιούνται διαδικασίες ή μέθοδοι που ενδέχεται να βλάψουν το περιβάλλον, ιδίως δε:

χωρίς να δημιουργείται κίνδυνος για το νερό, τον αέρα ή το έδαφος, ούτε για την πανίδα και τη χλωρίδα,

χωρίς να προκαλούνται ενοχλήσεις από το θόρυβο ή τις οσμές,

χωρίς να βλάπτονται οι τοποθεσίες και τα τοπία που παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον.

Τα κράτη μέλη λαμβάνουν, εξάλλου, τα αναγκαία μέτρα για την απαγόρευση της εγκατάλειψης, της απόρριψης και της ανεξέλεγκτης διάθεσης των αποβλήτων.»

9

Το άρθρο 8 της οδηγίας αυτής όριζε:

«Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα προκειμένου κάθε κάτοχος αποβλήτων:

να τα παραδίδει σε ιδιωτικό ή δημόσιο φορέα συλλογής ή σε επιχείρηση που διεξάγει τις εργασίες του παραρτήματος II Α ή Β,

ή

να εξασφαλίζει ο ίδιος την αξιοποίηση ή τη διάθεσή τους σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας.»

10

Στο άρθρο 10 της οδηγίας 75/442 διευκρινίζεται ότι κάθε εγκατάσταση ή επιχείρηση που πραγματοποιεί τις εργασίες αξιοποιήσεως αποβλήτων που απαριθμούνται στο παράρτημα II B της εν λόγω οδηγίας πρέπει να διαθέτει άδεια της αρμόδιας αρχής.

11

Στις εργασίες που απαριθμούνται στο παράρτημα II B περιλαμβάνεται, στο σημείο R 10, ο «[εμπλουτισμός του] εδάφους με θετικά αποτελέσματα για τη γεωργία και το περιβάλλον».

12

Κατά το άρθρο 11, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 75/442:

«1.   […] μπορούν να απαλλάσσονται από την άδεια που προβλέπεται στο […] άρθρο 10:

[…]

β)

οι εγκαταστάσεις ή επιχειρήσεις που αξιοποιούν απόβλητα.

Η εν λόγω απαλλαγή ισχύει μόνον:

όταν οι αρμόδιες αρχές έχουν θεσπίσει γενικούς κανόνες για κάθε είδος δραστηριότητας, οι οποίοι ορίζουν το είδος και την ποσότητα αποβλήτων και τους όρους υπό τους οποίους η συγκεκριμένη δραστηριότητα μπορεί να απαλλάσσεται από την υποχρέωση της άδειας,

και

αν το είδος και οι ποσότητες αποβλήτων και οι τρόποι […] αξιοποιήσεως είναι τέτοιοι ώστε να τηρούνται οι όροι του άρθρου 4.

2.   Οι εγκαταστάσεις ή επιχειρήσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 πρέπει να εγγράφονται σε σχετικό μητρώο των αρμόδιων αρχών.»

Η οδηγία 91/676/ΕΟΚ

13

Κατά την αιτιολογική σκέψη 6 της οδηγίας 91/676/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 1991, για την προστασία των υδάτων από τη νιτρορύπανση γεωργικής προέλευσης (ΕΕ L 375, σ. 1):

«[πρέπει] να μειωθεί η ρύπανση του νερού που οφείλεται άμεσα ή έμμεσα σε νιτρικά ιόντα γεωργικής προέλευσης και να προληφθεί η περαιτέρω επιδείνωσή της, προκειμένου να προστατευθούν η ανθρώπινη υγεία, οι ζώντες πόροι και τα υδάτινα οικοσυστήματα και να εξασφαλισθούν οι άλλες θεμιτές χρήσεις του νερού· […] προς το σκοπό αυτόν, πρέπει να ληφθούν μέτρα σχετικά με την αποθήκευση όλων των αζωτούχων ενώσεων και τη διασπορά τους στο έδαφος, καθώς και με ορισμένες πρακτικές διαχείρισης του εδάφους».

14

Κατά το άρθρο 3, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 91/676:

«1.   Σύμφωνα με τα κριτήρια του παραρτήματος Ι, τα κράτη μέλη προσδιορίζουν τα ύδατα που υφίστανται ρύπανση και τα ύδατα που ενδέχεται να την υποστούν, εάν δεν αναληφθεί δράση σύμφωνα με το άρθρο 5.

2.   […] τα κράτη μέλη χαρακτηρίζουν ευπρόσβλητες ζώνες όλες τις γνωστές περιοχές ξηράς που βρίσκονται στο έδαφός τους, των οποίων τα ύδατα απορρέουν στα ύδατα έχουν προσδιοριστεί σύμφωνα με την παράγραφο 1 και οι οποίες συμβάλλουν στη ρύπανση. […]»

15

Το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της εν λόγω οδηγίας ορίζει ότι, προκειμένου να εξασφαλίσουν ένα γενικό επίπεδο προστασίας όλων των υδάτων από τη ρύπανση, τα κράτη μέλη θεσπίζουν έναν ή περισσότερους κώδικες ορθής γεωργικής πρακτικής, οι οποίοι εφαρμόζονται προαιρετικά από τους γεωργούς και περιέχουν διατάξεις που καλύπτουν τουλάχιστον τα στοιχεία του παραρτήματος ΙΙ, σημείο Α. Τα στοιχεία του εν λόγω σημείου Α αφορούν, μεταξύ άλλων, τις χρονικές περιόδους κατά τις οποίες δεν ενδείκνυται ο εμπλουτισμός του εδάφους, τις συνθήκες υπό τις οποίες πρέπει αυτός να διενεργείται, τις προϋποθέσεις εμπλουτισμού του εδάφους ανάλογα με τη φύση και την κατάσταση του εδάφους, καθώς σε συνάρτηση με την εγγύτητα σε υδάτινα ρεύματα, τη χωρητικότητα και τον τρόπο κατασκευής των δοχείων αποθήκευσης της κόπρου και των μεθόδων εμπλουτισμού.

16

Κατά το άρθρο 5, παράγραφοι 1 και 4, της οδηγίας 91/676, τα κράτη μέλη εκπονούν προγράμματα δράσεως για τις περιοχές που έχουν χαρακτηριστεί ευάλωτες, τα οποία πρέπει να περιέχουν οπωσδήποτε τα μέτρα που προβλέπονται στο παράρτημα ΙΙΙ, καθώς και τα μέτρα που περιλαμβάνονται στους κώδικες ορθής γεωργικής πρακτικής, εξαιρουμένων των μέτρων που έχουν αντικατασταθεί από τα μέτρα του εν λόγω παραρτήματος. Όπως προκύπτει από το παράρτημα αυτό, τα προβλεπόμενα μέτρα πρέπει, συνεπώς, να περιλαμβάνουν κανόνες σχετικά, μεταξύ άλλων, τις χρονικές περιόδους κατά τις οποίες απαγορεύεται η διασπορά λιπασμάτων, τη χωρητικότητα και τον τρόπο κατασκευής των δοχείων αποθήκευσης της κόπρου, τον περιορισμό της διασποράς λιπασμάτων, ούτως ώστε να εξασφαλίζεται η ισορροπημένη παρουσία αζώτου στο έδαφος, καθώς και τις μέγιστες ποσότητες υγρών περιττωμάτων που επιτρέπεται να διασπαρθούν, ανάλογα με την περιεκτικότητά τους σε άζωτο.

Η ιρλανδική νομοθεσία

17

Ο νόμος του 1996, περί διαχειρίσεως αποβλήτων (Waste Management Act, 1996, στο εξής: νόμος του 1996), θεσπίστηκε με σκοπό τη μεταφορά της οδηγίας 75/442 στην εθνική νομοθεσία. Το άρθρο 4, παράγραφος 1, αυτού του νόμου προβλέπει:

«Απόβλητο, κατά την έννοια του παρόντος νόμου, είναι κάθε ουσία ή αντικείμενο που εμπίπτει στις κατηγορίες του πρώτου παραρτήματος ή που, προς το παρόν, περιλαμβάνεται στον Ευρωπαϊκό Κατάλογο Αποβλήτων και το οποίο ο κάτοχός του αποβάλλει, σκοπεύει ή υποχρεούται να αποβάλει, οτιδήποτε δε αποβάλλεται ή αποτελεί αντικείμενο διαχείρισης ως να ήταν απόβλητο θεωρείται απόβλητο, εφόσον δεν αποδειχθεί το αντίθετο.»

18

Το άρθρο 51, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του νόμου του 1996 ορίζει:

«Με την επιφύλαξη των οριζομένων στο στοιχείο βʹ, δεν απαιτείται άδεια για την αξιοποίηση:

[...]

(iii)

περιττωμάτων ζώων ή πουλερικών υπό μορφή υγρής ή στερεής κοπριάς […]».

19

Κατά το άρθρο 52 του νόμου του 1992, περί θεσπίσεως της Υπηρεσίας Προστασίας του Περιβάλλοντος (Environmental Protection Agency Act 1992, στο εξής: νόμος του 1992):

«(1)   […] στις αρμοδιότητες της [EPA] περιλαμβάνονται:

α)

η αδειοδότηση, η ρύθμιση και ο έλεγχος δραστηριοτήτων με σκοπό την προστασία του περιβάλλοντος,

[…]

2)

Κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων της, η [EPA]:

[…]

β)

λαμβάνει υπόψη την ανάγκη επιτεύξεως υψηλού επιπέδου προστασίας του περιβάλλοντος, καθώς και την ανάγκη προωθήσεως της βιώσιμης ανάπτυξης και την ανάγκη δημιουργίας βιώσιμων διαδικασιών και μηχανισμών, με σεβασμό προς το περιβάλλον,

[…]».

20

Το αιτούν δικαστήριο εκθέτει ότι με τον νόμο του 1992 θεσπίστηκε σύστημα χορηγήσεως αδειών, το οποίο ήταν από ορισμένες απόψεις συμβατό με το σύστημα που προέβλεπε η οδηγία 96/61/ΕΚ του Συμβουλίου, της 24ης Σεπτεμβρίου 1996, σχετικά με την ολοκληρωμένη πρόληψη και έλεγχο της ρύπανσης (ΕΕ L 257, σ. 26), πλην όμως η οδηγία αυτή μεταφέρθηκε στην εσωτερική νομοθεσία μόλις το 2003 και, ως εκ τούτου, η επίμαχη στην κύρια δίκη άδεια δεν χορηγήθηκε βάσει των διατάξεων για τη μεταφορά της οδηγίας στην εσωτερική νομοθεσία.

21

Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει, εξάλλου, ότι, όταν χορηγήθηκε η προαναφερθείσα άδεια, η οδηγία 91/676 δεν είχε ακόμη μεταφερθεί στην ιρλανδική νομοθεσία και δεν υπήρχαν άλλες διατάξεις της εθνικής νομοθεσίας που να ρυθμίζουν τα της χρήσεως των περιττωμάτων ζώων ως λιπάσματος σε γεωργικές γαίες.

Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

22

Ο D. Brady διαθέτει επιχείρηση εντατικής εκτροφής χοίρων, με 2000 χοιρομητέρες περίπου.

23

Στις 9 Μαρτίου 1998, ο D. Brady υπέβαλε αίτηση για χορήγηση άδειας επεκτάσεως του χοιροτροφείου, όπου ανέφερε ότι έχει κατασκευάσει δοχεία με επαρκή χωρητικότητα για την αποθήκευση της ποσότητας κοπριάς που παράγεται ετησίως και ότι έχει συνάψει συμβάσεις με γεωργούς, οι οποίοι αναλάμβαναν την υποχρέωση να αγοράσουν την κοπριά, προκειμένου να τη χρησιμοποιήσουν ως λίπασμα στις γαίες τους.

24

Σύμφωνα με την άδεια που του χορηγήθηκε από την EPA, με απόφαση της 22ας Οκτωβρίου 1999, ο D. Brady υποχρεούται, μεταξύ άλλων, να μεριμνά ώστε οι γεωργοί στους οποίους παραδίδει την κοπριά να τη χρησιμοποιούν τηρώντας απολύτως του όρους που προβλέπει η εν λόγω άδεια.

25

Προς στήριξη της προσφυγής που άσκησε κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του High Court, ο D. Brady προέβαλε, αφενός, ότι η κοπριά που αποτελεί αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης δεν συνιστά «απόβλητο», κατά την έννοια της οδηγίας 75/442 και του νόμου του 1996, αλλά παραπροϊόν της δραστηριότητάς του, το οποίο εμπορεύεται ως λίπασμα, η δε EPA δεν είχε εξάλλου, βάσει του νόμου του 1992, την εξουσία να επιβάλει η διάθεση ή η αξιοποίηση της κοπριάς να γίνεται υπό τους όρους που προβλέπει η επίμαχη άδεια.

26

Αφετέρου, κατά τον D. Brady, η EPA δεν είχε την εξουσία να του επιβάλει, επ’ απειλή ποινικών κυρώσεων, την υποχρέωση, την οποία δεν θα μπορούσε να τηρήσει, να ελέγχει τον τρόπο με τον οποίο οι γεωργοί χρησιμοποιούν την κοπριά που τους πωλεί, δεδομένου ιδίως ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση είχε θεσπίσει ειδική ρύθμιση για τη διασπορά περιττωμάτων ζώων ως λιπάσματος, δηλαδή την οδηγία 91/676.

27

Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι ο D. Brady υποστήριξε, προς στήριξη της προσφυγής του, ότι, σύμφωνα με τους όρους σχετικά με τη διαχείριση των αποβλήτων, τους οποίους περιλαμβάνει η επίμαχη άδεια, θα ήταν υποχρεωμένος, ιδίως:

«[…]

γ)

να εξασφαλίζει ότι ο αγοραστής του λιπάσματος δεν θα διασπείρει το λίπασμα σε εδάφη που δεν βρίσκονται στην κατοχή του, στην κυριότητά του ή υπό τον έλεγχό του,

δ)

να μεριμνά ώστε τα λιπάσματα να μη διασπείρονται, χωρίς την άδεια της EPA, σε γαίες όπου αποτίθενται απόβλητα προς διασπορά, προερχόμενα από άλλη πηγή, μη περιλαμβανόμενη στο σχέδιο διαχειρίσεως,

ε)

να εκπονεί εκ των προτέρων σχέδιο διαχειρίσεως για γαίες που δεν του ανήκουν και τις εκμεταλλεύονται πρόσωπα που δεν ελέγχονται από αυτόν,

στ)

να παρακολουθεί τη χρήση του λιπάσματος από τα πρόσωπα που το έχουν αγοράσει και να τα καθοδηγεί όσον αφορά τη χρήση του λιπάσματος,

ζ)

να παρακολουθεί τα επιφανειακά ύδατα στις περιοχές όπου πρόκειται να χρησιμοποιηθεί το λίπασμα (δηλαδή σε περιοχές που δεν βρίσκονται υπό τον έλεγχο του αναιρεσείοντος),

η)

να παρακολουθεί τα φρεάτια που βρίσκονται στα εδάφη όπου το λίπασμα πρόκειται να χρησιμοποιηθεί (δηλαδή σε εδάφη που δεν βρίσκονται υπό τον έλεγχο του αναιρεσείοντος),

θ)

να τηρεί ανελλιπώς αρχείο σχετικά με τη χρήση του λιπάσματος, προς διευκόλυνση των ελέγχων που διενεργεί η EPA και για ενημερωτικούς σκοπούς, με σκοπό την υποβολή μηνιαίων εκθέσεων στην EPA. Το αρχείο πρέπει να περιέχει στοιχεία σχετικά με τη διασπορά του λιπάσματος, και συγκεκριμένα το όνομα του υπευθύνου, τις μετεωρολογικές συνθήκες και την κατάσταση του εδάφους κατά τον χρόνο της διασποράς, καθώς και τις μετεωρολογικές προβλέψεις για 24 ώρες, τις ανάγκες εμπλουτισμού και την ποσότητα λιπάσματος που χρησιμοποιήθηκε σε κάθε γεωτεμάχιο.»

28

Μετά την απόρριψη της προσφυγής του από το High Court, ο D. Brady άσκησε αναίρεση ενώπιον του Supreme Court. Προς στήριξη της αιτήσεως αναιρέσεως, προβάλλει δύο λόγους, εκ των οποίων ο πρώτος αφορά πλάνη περί το δίκαιο στην οποία υπέπεσε το High Court, δεχόμενο τον χαρακτηρισμό της κοπριάς που παράγεται στο χοιροτροφείο ως αποβλήτου, και ο δεύτερος αφορά το γεγονός ότι, ακόμη και αν η προαναφερθείσα κοπριά χαρακτηριστεί ως απόβλητο, η EPA δεν μπορούσε κατά νόμο να εξαρτήσει τη χορήγηση της άδειας από όρους διά των οποίων ο D. Brady υποχρεώνεται να ελέγχει τη διασπορά της κοπριάς από τρίτους σε γαίες που τους ανήκουν, και να αναλαμβάνει τη σχετική ευθύνη.

29

Το Supreme Court κρίνει ότι οι αποφάσεις 8ης Σεπτεμβρίου 2005, C-416/02, Επιτροπή κατά Ισπανίας (Συλλογή 2005, σ. I-7487), και C-121/03, Επιτροπή κατά Ισπανίας (Συλλογή 2005, σ. I-7569), και της 18ης Δεκεμβρίου 2007, C-194/05, Επιτροπή κατά Ιταλίας (Συλλογή 2007, σ. I-11661), C-195/05, Επιτροπή κατά Ιταλίας (Συλλογή 2007, σ. I-11699) και C-263/05, Επιτροπή κατά Ιταλίας (Συλλογή 2007, σ. I-11745), περιέχουν μεν χρήσιμες ενδείξεις συναφώς, πλην όμως παραμένει αβέβαιη η απάντηση στο ζήτημα αν η κοπριά για την οποία γίνεται λόγος στην κύρια δίκη πρέπει να χαρακτηριστεί ως απόβλητο.

30

Επισημαίνοντας ότι από τη νομολογία αυτή προκύπτει, μεταξύ άλλων, ότι η κοπριά αποτελεί απόβλητο και στην περίπτωση κατά την οποία αποθηκεύεται σε μόνιμη βάση, με συνέπεια να υπάρχει κίνδυνος ρύπανσης ανάλογος προς αυτούς που η νομοθεσία της Ένωσης σκοπεύει να αποτρέψει, το αιτούν δικαστήριο προβληματίζεται, μεταξύ άλλων, σχετικά με τα κριτήρια βάσει των οποίων μπορεί να διαπιστωθεί αν η περίπτωση αυτή συντρέχει στην υπόθεση της κύριας δίκης που εκκρεμεί ενώπιόν του.

31

Συναφώς, επισημαίνει, αφενός, ότι, δεδομένου του εποχιακού χαρακτήρα της πωλήσεως λιπασμάτων, το μεγαλύτερο μέρος της ποσότητας της κοπριάς που παράγεται από τις δραστηριότητες του αναιρεσείοντος της κύριας δίκης πρέπει να αποθηκεύεται επί μακρό χρονικό διάστημα, το οποίο, ωστόσο, κανονικά δεν υπερβαίνει τους δώδεκα μήνες που μεσολαβούν μεταξύ δύο περιόδων διασποράς. Αφετέρου, το εν λόγω δικαστήριο τονίζει ότι δεν διαθέτει στοιχεία που να εμφαίνουν εάν προκαλείται ή ενδέχεται να προκληθεί ρύπανση, αποκλειστικά και μόνο λόγω της επί μακρόν αποθηκεύσεως της κοπριάς σε εγκεκριμένες προς τούτο δεξαμενές.

32

Εξάλλου, εάν γίνει δεκτό ότι η κοπριά για την οποία γίνεται λόγος στην κύρια δίκη αποτελεί απόβλητο, τίθεται το ερώτημα εάν η νομοθεσία της Ένωσης επιτρέπει στην EPA να εξαρτά την άδεια εκμεταλλεύσεως από όρους διά των οποίων ο D. Brady εξακολουθεί εκ των πραγμάτων να υπέχει υποχρεώσεις σχετικά με την ενδεχόμενη μεταγενέστερη χρήση της κοπριάς από άλλους γεωργούς ή εάν η ευθύνη για τη χρήση της κοπριάς πρέπει να βαρύνει τους εν λόγω γεωργούς.

33

Υπό τις συνθήκες αυτές το Supreme Court αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«Δύναται ένα κράτος μέλος, βάσει της εθνικής νομοθεσίας του και ελλείψει αυθεντικής ερμηνείας του όρου “απόβλητο” στη νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, να υποχρεώνει έναν παραγωγό κοπριάς χοίρων να αποδεικνύει ότι δεν πρόκειται για απόβλητα ή πρέπει να διαπιστώνεται αν πρόκειται για απόβλητα με βάση αντικειμενικά κριτήρια, όπως αυτά που απορρέουν από τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης:

1)

Εφόσον η διαπίστωση περί του αν πρόκειται για απόβλητα πρέπει γίνεται βάσει αντικειμενικών κριτηρίων, όπως αυτά που απορρέουν από τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ποιος είναι ο βαθμός βεβαιότητας που απαιτείται όσον αφορά την αξιοποίηση της κοπριάς, την οποία ο κάτοχος της άδειας συγκεντρώνει και αποθηκεύει ή δύναται να αποθηκεύσει για διάστημα μεγαλύτερο των 12 μηνών, έως τη μεταφορά της σε άλλους χρήστες;

2)

Αν η κοπριά αποτελεί απόβλητο ή χαρακτηριστεί ως απόβλητο κατ’ εφαρμογήν πρόσφορων κριτηρίων, επιτρέπεται ένα κράτος μέλος να καταλογίζει στον παραγωγό της κοπριάς –ο οποίος δεν τη χρησιμοποιεί στη γη του, αλλά τη διαθέτει σε τρίτους γεωργούς, για να τη χρησιμοποιήσουν ως λίπασμα– προσωπική ευθύνη για τη συμμόρφωση των εν λόγω τρίτων με τη νομοθεσία της Ένωσης όσον αφορά τον έλεγχο των αποβλήτων και/ή των λιπασμάτων, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι η εκ μέρους των τρίτων χρήση της κοπριάς ως λιπάσματος δεν συνεπάγεται κίνδυνο σοβαρής περιβαλλοντικής ρυπάνσεως;

3)

Εξαιρείται η προαναφερθείσα κοπριά από την έννοια του όρου “απόβλητα”, στο άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, περίπτωση iii, της οδηγίας [75/442], όπως έχει τροποποιηθεί με την οδηγία 91/156 […], ως “καλυπτόμενη από άλλη νομοθεσία”, δηλαδή την οδηγία [91/676], σε περίπτωση που, κατά τον χρόνο χορηγήσεως της άδειας, η Ιρλανδία δεν είχε μεταφέρει στην εσωτερική νομοθεσία την οδηγία [91/676], δεν υπήρχε άλλη εθνική νομοθεσία σχετικά με τη χρήση της κοπριάς ως λιπάσματος, και δεν είχε ακόμη εκδοθεί ο κανονισμός (ΕΚ) 1744/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου [της 3ης Οκτωβρίου 2002, για τον καθορισμό υγειονομικών κανόνων σχετικά με τα ζωικά υποπροϊόντα που δεν προορίζονται για κατανάλωση από τον άνθρωπο, (ΕΕ L 273, σ. 1];»

Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

Επί του πρώτου ερωτήματος

34

Με το προκαταρκτικό ερώτημά του, καθώς και με το πρώτο ερώτημά του, τα οποία πρέπει να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, αφενός, υπό ποιες προϋποθέσεις μπορεί η κοπριά που παράγεται σε εγκατάσταση εντατικής εκτροφής χοίρων και αποθηκεύεται έως την πώλησή της σε γεωργούς, προκειμένου να χρησιμοποιηθεί από αυτούς ως λίπασμα στις γαίες τους, μπορεί να χαρακτηριστεί ως παραπροϊόν, παύοντας, ως εκ τούτου, να θεωρείται «απόβλητο», κατά την έννοια της οδηγίας 75/442, και, ειδικότερα, ποιος είναι, στο πλαίσιο αυτό, ο βαθμός βεβαιότητας που απαιτείται όσον αφορά τη σκοπούμενη χρήση της κοπριάς. Αφετέρου, το εν λόγω δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί εάν και κατά πόσον το βάρος αποδείξεως όσον αφορά τη τήρηση των προϋποθέσεων αυτών πρέπει να βαρύνει τον παραγωγό της κοπριάς.

Επί του πρώτου σκέλους του πρώτου ερωτήματος

35

Όσον αφορά τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες η κοπριά των χοίρων, την οποία ο παραγωγός αποθηκεύει έως την πώλησή της σε γεωργούς, προκειμένου να χρησιμοποιηθεί από αυτούς ως λίπασμα στις γαίες τους, μπορεί να χαρακτηριστεί ως παραπροϊόν, αντί για «απόβλητο», υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 1, στοιχείο αʹ, πρώτο εδάφιο, της εν λόγω οδηγίας, απόβλητο είναι «κάθε ουσία ή αντικείμενο που εμπίπτει στις κατηγορίες του παραρτήματος I και το οποίο ο κάτοχός του απορρίπτει ή προτίθεται […] να απορρίψει».

36

Τόσο το εν λόγω παράρτημα I όσο και η απαρίθμηση των αποβλήτων στον Ευρωπαϊκό κατάλογο αποβλήτων που καταρτίστηκε βάσει του άρθρου 1, στοιχείο αʹ, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 75/442 έχουν ενδεικτικό μόνο χαρακτήρα (βλ., ιδίως, απόφαση της 29ης Οκτωβρίου 2009, C‑188/08, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας, σκέψη 33 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

37

Επίσης, το γεγονός ότι στον ως άνω κατάλογο περιλαμβάνονται «περιττώματα, ούρα και κόπρανα ζώων (συμπεριλαμβάνονται και φθαρμένα άχυρα), υγρά εκροής συλλεγέντα χωριστά και επεξεργαζόμενα εκτός σημείου παραγωγής» δεν έχει καθοριστική σημασία για την εκτίμηση της έννοιας του αποβλήτου. Συγκεκριμένα, η γενική αυτή αναφορά στα περιττώματα κτηνοτροφικής προελεύσεως δεν λαμβάνει υπόψη τις συνθήκες χρήσεώς τους οι οποίες είναι καθοριστικής σημασίας για την εκτίμηση της έννοιας του αποβλήτου (βλ., συναφώς, απόφαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2005, C‑121/03, Επιτροπή κατά Ισπανίας, προπαρατεθείσα, σκέψη 66).

38

Κατά πάγια νομολογία, ο χαρακτηρισμός μιας ουσίας ή ενός αντικειμένου ως «αποβλήτου», κατά την έννοια της οδηγίας 75/442, προκύπτει πρωτίστως από τη συμπεριφορά του κατόχου τους και από τη σημασία του όρου «απορρίπτω», κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 1, στοιχείο αʹ, πρώτο εδάφιο, της εν λόγω οδηγίας (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 18ης Δεκεμβρίου 2007, C‑194/05, Επιτροπή κατά Ιταλίας, προπαρατεθείσα, σκέψη 32, και της 24ης Ιουνίου 2008, C-188/07, Commune de Mesquer, Συλλογή 2008, σ. I-4501, σκέψη 53).

39

Ο όρος «απορρίπτω» πρέπει να ερμηνεύεται υπό το πρίσμα όχι μόνο του ουσιώδους σκοπού της οδηγίας 75/442, ο οποίος, σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη 3 αυτής, συνίσταται στην «προστασία της ανθρώπινης υγείας και του περιβάλλοντος από τις επιβλαβείς συνέπειες της συγκεντρώσεως, της μεταφοράς, της επεξεργασίας και της αποθηκεύσεως των αποβλήτων», αλλά και υπό το πρίσμα του άρθρου 174, παράγραφος 2, ΕΚ. Το άρθρο αυτό ορίζει ότι «η πολιτική της Κοινότητας στον τομέα του περιβάλλοντος αποβλέπει σε υψηλό επίπεδο προστασίας και λαμβάνει υπόψη την ποικιλομορφία των καταστάσεων στις διάφορες περιοχές της Κοινότητας. Στηρίζεται στις αρχές της προφύλαξης και της προληπτικής δράσης […]». Κατά συνέπεια, ο όρος «απορρίπτω», συνεπώς και ο όρος «απόβλητο», κατά την έννοια της οδηγίας αυτής, δεν πρέπει να ερμηνεύονται κατά τρόπο περιοριστικό (βλ., ιδίως, προπαρατεθείσες αποφάσεις της 18ης Δεκεμβρίου 2007, C‑194/05, Επιτροπή κατά Ιταλίας, σκέψη 33 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, καθώς και Commune de Mesquer, σκέψεις 38 και 39).

40

Το Δικαστήριο έχει αποφανθεί, μεταξύ άλλων, ότι ένδειξη σχετικά με ενέργεια, πρόθεση ή υποχρέωση «απορρίψεως» ουσίας ή αντικειμένου, κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 75/442, μπορεί να αποτελεί το γεγονός ότι η χρησιμοποιούμενη ουσία αποτελεί υπόλειμμα παραγωγής ή καταναλώσεως, δηλαδή προϊόν του οποίου δεν επιδιώχθηκε η παραγωγή (βλ., ιδίως, προπαρατεθείσες αποφάσεις της 18ης Δεκεμβρίου 2007, C‑194/05, Επιτροπή κατά Ιταλίας, σκέψη 34 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, καθώς και Commune de Mesquer, σκέψη 41).

41

Ομοίως, τέτοια ένδειξη μπορεί να αποτελεί το γεγονός ότι η ουσία αυτή αποτελεί υπόλειμμα παραγωγής, του οποίου η σύνθεση δεν είναι προσαρμοσμένη στη χρήση στην οποία υποβάλλεται ή ακόμη οσάκις η χρήση αυτή πρέπει να γίνεται υπό ειδικές συνθήκες λήψεως προφυλάξεων λόγω του ότι η σύνθεσή της είναι επικίνδυνη για το περιβάλλον (βλ. αποφάσεις της 15ης Ιουνίου 2000, C-418/97 και C-419/97, ARCO Chemie Nederland κ.λπ., Συλλογή 2000, σ. I-4475, σκέψη 87, καθώς και της 18ης Απριλίου 2002, C-9/00, Palin Granit και Vehmassalon kansanterveystyön kuntayhtymän hallitus, Συλλογή 2002, σ. I-3533, σκέψη 43).

42

Από τη νομολογία προκύπτει επίσης ότι η μέθοδος επεξεργασίας ή ο τρόπος χρήσεως μιας ουσίας δεν έχουν καθοριστική σημασία όσον αφορά το αν η ουσία αυτή θα χαρακτηριστεί ως απόβλητο και ότι ο όρος «απόβλητο» δεν αποκλείει ουσίες ή αντικείμενα των οποίων η επαναχρησιμοποίηση είναι δυνατή από οικονομικής απόψεως. Το σύστημα εποπτείας κα διαχειρίσεως που θεσπίζεται με την οδηγία 75/442 όντως καλύπτει όλα τα αντικείμενα και τις ουσίες που απορρίπτει ο ιδιοκτήτης τους, ακόμη και αν έχουν εμπορική αξία και συλλέγονται για εμπορική χρήση για τους σκοπούς ανακυκλώσεως, ανακτήσεως ή επαναχρησιμοποιήσεως (προπαρατεθείσες αποφάσεις της 18ης Δεκεμβρίου 2007, C‑194/05, Επιτροπή κατά Ιταλίας, σκέψεις 36 και 37, καθώς και Commune de Mesquer, σκέψη 40).

43

Βάσει των ως άνω νομολογιακών επισημάνσεων, πρέπει να γίνει δεκτό ότι τα περιττώματα που παράγονται σε εγκατάσταση εντατικής εκτροφής χοίρων, χωρίς να αποτελούν την κυρίως επιδιωκόμενη από τον κτηνοτρόφο παραγωγή, και των οποίων η ενδεχόμενη αξιοποίηση, διά της διασποράς τους ως λιπάσματος, πρέπει, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 6 της οδηγίας 91/676 και το σύστημα της οδηγίας αυτής, να γίνεται υπό ιδιαίτερες προφυλάξεις, λόγω της ενδεχόμενης επικινδυνότητας της συνθέσεώς τους για το περιβάλλον, αποτελούν, καταρχήν, απόβλητα (βλ., κατ’ αναλογία, προπαρατεθείσες αποφάσεις της 18ης Δεκεμβρίου 2007, C‑194/05, Επιτροπή κατά Ιταλίας, σκέψη 35 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, καθώς και Commune de Mesquer, σκέψη 41).

44

Ωστόσο, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει επίσης ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, ένα αγαθό, ένα υλικό ή μια πρώτη ύλη που προκύπτει από διαδικασία παραγωγής ή εξαγωγής, χωρίς να αποτελεί το κυρίως αντικείμενο της παραγωγικής διαδικασίας, μπορεί να συνιστά όχι υπόλειμμα, αλλ’ υποπροϊόν, το οποίο η επιχείρηση δεν επιθυμεί να «απορρίψει», κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο αʹ, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 75/442, αλλά προτίθεται να εκμεταλλευθεί ή να εμπορευθεί –ακόμη και για τις ανάγκες άλλων επιχειρήσεων, εκτός αυτής που το παρήγαγε–, υπό ευνοϊκές από οικονομική άποψη συνθήκες, υπό την προϋπόθεση ότι η αξιοποίηση δεν είναι απλώς ενδεχόμενη, αλλά βέβαιη, και διενεργείται χωρίς προηγούμενη επεξεργασία στο πλαίσιο της παραγωγικής διαδικασίας (βλ., ιδίως, προπαρατεθείσες αποφάσεις της 8ης Σεπτεμβρίου 2005, C‑121/03, Επιτροπή κατά Ισπανίας, σκέψη 58, της 18ης Δεκεμβρίου 2007, C‑194/05, Επιτροπή κατά Ιταλίας, σκέψη 38, και Commune de Mesquer, σκέψη 42).

45

Όσον αφορά ειδικότερα τα περιττώματα κτηνοτροφικής προελεύσεως, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι αυτά μπορούν να μη χαρακτηριστούν ως απόβλητα, εφόσον χρησιμοποιούνται για τη λίπανση του εδάφους, στο πλαίσιο νόμιμης πρακτικής εμπλουτισμού σαφώς καθορισμένων γαιών, και αποθηκεύονται μόνον ενόψει της χρήσεώς τους αυτής (απόφαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2005, C‑121/03, Επιτροπή κατά Ισπανίας, προπαρατεθείσα, σκέψη 60).

46

Το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει, συναφώς, ότι ουδείς λόγος επιβάλλει τον περιορισμό της αναλύσεως αυτής στην κοπριά που χρησιμοποιείται ως λίπασμα σε εκτάσεις ιδιοκτησίας της γεωργικής εκμεταλλεύσεως από την οποία προέρχεται. Συγκεκριμένα, μια ουσία μπορεί να μη χαρακτηριστεί ως απόβλητο, κατά την έννοια της οδηγίας 75/442, αν είναι βέβαιο ότι θα χρησιμοποιηθεί για τις ανάγκες άλλων επιχειρήσεων εκτός αυτής που την παρήγαγε (απόφαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2005, C‑121/03, Επιτροπή κατά Ισπανίας, προπαρατεθείσα, σκέψη 61).

47

Απόκειται στα εθνικά δικαστήρια να διαπιστώνουν, λαμβανομένων υπόψη των ενδείξεων που απορρέουν από τη νομολογία του Δικαστηρίου και του συνόλου των περιστάσεων της περιπτώσεως που εξετάζουν, αν όντως υφίσταται κάποιο υποπροϊόν, μεριμνώντας, συναφώς, ώστε ο χαρακτηρισμός αυτός να αποδίδεται μόνο σε περιπτώσεις που πληρούν τις προϋποθέσεις που απαριθμούνται στη σκέψη 44 της παρούσας αποφάσεως.

48

Όσον αφορά τον απαιτούμενο βαθμό βεβαιότητας της επαναχρησιμοποιήσεως της κοπριάς που αποθηκεύεται ενόψει της διασποράς της στο έδαφος, υπενθυμίζεται, καταρχάς, ότι, όπως προκύπτει από τη νομολογία που παρατίθεται στις σκέψεις 45 και 46 της παρούσας αποφάσεως, δεν μπορεί να αποκλειστεί ο χαρακτηρισμός της κοπριάς ως υποπροϊόντος απλώς και μόνον επειδή η εν λόγω επαναχρησιμοποίηση καθίσταται, βάσει των πραγματικών περιστατικών, απολύτως βέβαιη μόνον όταν πραγματοποιηθούν οι σχετικές ενέργειες από τον τρίτο αγοραστή.

49

Συγκεκριμένα, η μελλοντική τύχη ενός αντικειμένου ή μιας ουσίας δεν αποτελεί καθεαυτή καθοριστικό στοιχείο ως προς την ενδεχόμενη φύση του ως αποβλήτου, που καθορίζεται, σύμφωνα με το άρθρο 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 75/442, σε σχέση με την πράξη ή την πρόθεση ή την υποχρέωση του κατόχου του αντικειμένου ή της ουσίας να τα απορρίψει (προπαρατεθείσα απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 2007, C‑194/05, Επιτροπή κατά Ιταλίας, σκέψεις 49 και 50 καθώς και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

50

Συναφώς, πρέπει ακόμη να διευκρινιστεί ότι, εάν το αιτούν δικαστήριο διαπιστώσει ότι η σκοπούμενη από τον D. Brady επαναχρησιμοποίηση της κοπριάς παρουσιάζει, εν προκειμένω, τον βαθμό βεβαιότητας που απαιτείται ώστε, κατά την αποθήκευσή της και έως την πραγματική παράδοσή της στους τρίτους ενδιαφερομένους, να μπορεί να χαρακτηριστεί ως υποπροϊόν, το οποίο ο ενδιαφερόμενος δεν επιδιώκει «να απορρίψει», κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο αʹ, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 75/442, αλλά να το εκμεταλλευθεί ή να το εμπορευθεί, η διαπίστωση αυτή ουδόλως προδικάζει το ενδεχόμενο η κοπριά αυτή να καταστεί απόβλητο μετά την προαναφερθείσα παράδοσή της, ιδίως σε περίπτωση που διαπιστωθεί ότι εν τέλει απορρίφθηκε στο περιβάλλον από τους ως άνω τρίτους κατά τρόπο ανεξέλεγκτο και υπό συνθήκες που επιτρέπουν τον χαρακτηρισμό της ως αποβλήτου (βλ., συναφώς, απόφαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2005, C‑121/03, Επιτροπή κατά Ισπανίας, προπαρατεθείσα, σκέψη 96).

51

Σε μια τέτοια περίπτωση, πρέπει, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, να ληφθεί υπόψη ότι αυτός ο οποίος όντως έχει στην κατοχή του τα προϊόντα αμέσως πριν αυτά καταστούν απόβλητα θεωρείται «παραγωγός» των εν λόγω προϊόντων, κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 75/442, οπότε μπορεί να χαρακτηριστεί ως «κάτοχος» αυτών, κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο γʹ, της οδηγίας αυτής (βλ., ιδίως προπαρατεθείσα απόφαση Commune de Mesquer, σκέψη 74).

52

Προκειμένου να διαπιστωθεί εάν η επαναχρησιμοποίηση της κοπριάς από άλλους γεωργούς για τον εμπλουτισμό του εδάφους, όπως την περιγράφει ο αναιρεσείων της κύριας δίκης, παρουσιάζει τον απαιτούμενο βαθμό βεβαιότητας ώστε να δικαιολογείται η αποθήκευσή της επί διάστημα μεγαλύτερο από το απαραίτητο για τη συλλογή και τη διάθεσή της, απόκειται, αντιθέτως, στο αιτούν δικαστήριο να βεβαιωθεί, όπως προκύπτει από τη νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 45 της παρούσας αποφάσεως, εάν, μεταξύ άλλων, οι γαίες των ως άνω γεωργών στις οποίες πρόκειται να επαναχρησιμοποιηθεί η κοπριά είναι σαφώς καθορισμένες. Ο σαφής καθορισμός των γαιών είναι απαραίτητος ώστε να πιστοποιείται, καταρχάς, εάν οι παραδιδόμενες ποσότητες κοπριάς όντως προορίζονται για εμπλουτισμό των γαιών των ενδιαφερομένων γεωργών.

53

Επίσης, ο παραγωγός της κοπριάς οφείλει, εφόσον επιθυμεί να την αποθηκεύσει επί χρονικό διάστημα μεγαλύτερο από αυτό που απαιτείται για τη συλλογή και τη διάθεσή της, να έχει λάβει από τους γεωργούς ρητές δεσμεύσεις ότι θα χρησιμοποιήσουν την κοπριά που θα τους παραδοθεί για τον εμπλουτισμό του εδάφους σε δεόντως καθορισμένες γαίες.

54

Όσον αφορά την προϋπόθεση που υπομνήστηκε στη σκέψη 45 της παρούσας αποφάσεως, ότι η αποθήκευση κοπριάς πρέπει να περιορίζεται στον βαθμό που απαιτείται για τον εμπλουτισμό του εδάφους, υπενθυμίζεται ότι τούτο είναι απαραίτητο δεδομένου, ειδικότερα, ότι οι εργασίες αποθήκευσης ενόψει της επαναχρησιμοποιήσεως μιας ουσίας μπορούν, λόγω της διάρκειάς τους, να συνιστούν βάρος για τον κάτοχό τους, καθώς και δυνητικά πηγή επιβλαβών συνεπειών για το περιβάλλον τις οποίες η οδηγία επιδιώκει ακριβώς να περιορίσει (βλ., συναφώς, προπαρατεθείσα απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 2007, C‑194/05, Επιτροπή κατά Ιταλίας, σκέψη 40).

55

Συναφώς, στα εθνικά δικαστήρια απόκειται, μεταξύ άλλων να διαπιστώνουν εάν οι εγκαταστάσεις αποθήκευσης που χρησιμοποιεί ο παραγωγός της κοπριάς είναι κατάλληλες ώστε να εμποδίζουν απολύτως την απορροή και τη διαρροή της ουσίας αυτής στο έδαφος και εάν διαθέτουν επαρκή χωρητικότητα για την αποθήκευση της παραγόμενης κοπριάς έως την παράδοσή της στους ενδιαφερομένους γεωργούς.

56

Εξίσου σημαντικό είναι η αποθηκευόμενη ποσότητα κοπριάς να είναι η απολύτως αναγκαία για τις σκοπούμενες εργασίες εμπλουτισμού, πράγμα που σημαίνει, αφενός, ότι οι ποσότητες που αποθηκεύονται πρέπει να είναι τέτοιες ώστε να είναι δυνατόν να αξιοποιηθούν κατά τα προεκτεθέντα στο σύνολό τους (βλ., συναφώς, προπαρατεθείσα απόφαση Palin Granit και Vehmassalon kansanterveystyön kuntayhtymän hallitus, σκέψη 40), και, αφετέρου, ότι η διάρκεια της αποθήκευσης πρέπει να περιορίζεται ανάλογα με τις ανάγκες που προκύπτουν λόγω του εποχιακού χαρακτήρα των εργασιών εμπλουτισμού του εδάφους, δηλαδή κατά το μέτρο που απαιτείται ώστε ο παραγωγός να είναι σε θέση να εκπληρώσει τις συμβατικές υποχρεώσεις του όσον αφορά την παράδοση κοπριάς προς εμπλουτισμό του εδάφους κατά την τρέχουσα και την επόμενη εποχή των εργασιών αυτών.

57

Εξάλλου, στα εθνικά δικαστήρια απόκειται επίσης να εξετάσουν, λαμβανομένων υπόψη όλων των συναφών περιστάσεων, εάν η επαναχρησιμοποίηση της κοπριάς από τους ενδιαφερομένους τρίτους, όπως έχει προγραμματιστεί από τον παραγωγό, μπορεί να του αποφέρει κάποια ωφέλεια, πέραν της απλής δυνατότητας απορρίψεως του προϊόντος, περίσταση που, εφόσον όντως συντρέχει, ενισχύει την πιθανότητα επαναχρησιμοποιήσεως (βλ., συναφώς, προπαρατεθείσες αποφάσεις της 18ης Δεκεμβρίου 2007, C‑194/05, Επιτροπή κατά Ιταλίας, σκέψη 52, καθώς και Palin Granit και Vehmassalon kansanterveystyön kuntayhtymän hallitus, σκέψη 37).

58

Όπως προκύπτει από τη νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 44 της παρούσας αποφάσεως, μόνον εάν η κοπριά που αποτελεί αντικείμενο της υποθέσεως της κύριας δίκης όντως προορίζεται για εκμετάλλευση ή εμπορία υπό ευνοϊκούς οικονομικά όρους για τον κάτοχό της θα μπορεί να γίνει δεκτό ότι η κοπριά αυτή έχει, από οικονομική απόψεως, την αξία ενός προϊόντος.

59

Μεταξύ των περιστάσεων που πρέπει ενδεχομένως να λαμβάνουν υπόψη τους τα εθνικά δικαστήρια προκειμένου να διαπιστώνουν εάν πληρούνται οι προαναφερθείσες προϋποθέσεις περιλαμβάνεται και το γεγονός ότι οι επίμαχες ουσίες αποτελούν αντικείμενο πραγματικών εμπορικών συναλλαγών και πληρούν τις προδιαγραφές των αγοραστών (βλ., συναφώς, προπαρατεθείσα απόφαση Commune de Mesquer, σκέψη 47). Συγκεκριμένα, θα ήταν ενδεχομένως χρήσιμο, στο πλαίσιο αυτό, να εξεταστούν οι συνθήκες, ιδίως οι οικονομικές, υπό τις οποίες διενεργούνται οι συναλλαγές μεταξύ του παραγωγού της κοπριάς και εκείνων που την αγοράζουν. Το ίδιο ισχύει και για τις επιβαρύνσεις που συνεπάγεται για τον κάτοχό τους η επαναχρησιμοποίηση των εν λόγω ουσιών, ιδίως όσον αφορά την αποθήκευσή τους, καθώς οι εν λόγω επιβαρύνσεις δεν πρέπει να είναι υπέρμετρες (βλ., συναφώς, προπαρατεθείσα απόφαση Commune de Mesquer, σκέψη 59).

60

Κατόπιν των προεκτεθέντων, στο πρώτο σκέλος του πρώτου ερωτήματος πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 1, στοιχείο αʹ, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 75/442 έχει την έννοια ότι κοπριά που παράγεται σε επιχείρηση εντατικής εκτροφής χοίρων και αποθηκεύεται έως ότου παραδοθεί σε γεωργούς, προκειμένου να χρησιμοποιηθεί ως λίπασμα στις γαίες τους, δεν αποτελεί «απόβλητο» κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως, αλλά υποπροϊόν, εφόσον ο εν λόγω παραγωγός σκοπεύει να την εμπορευθεί υπό συμφέροντες οικονομικούς όρους, στο πλαίσιο μεταγενέστερης διαδικασίας, υπό την προϋπόθεση ότι η επαναχρησιμοποίηση της κοπριάς δεν είναι απλώς ενδεχόμενη, αλλά βέβαιη και πραγματοποιείται χωρίς να προηγηθεί επεξεργασία και σε συνέχεια της διαδικασίας παραγωγής της. Απόκειται στα εθνικά δικαστήρια να διαπιστώσουν εάν πληρούνται τα κριτήρια αυτά, λαμβανομένων υπόψη όλων των συναφών περιστάσεων που χαρακτηρίζουν τις περιπτώσεις τις οποίες καλούνται να κρίνουν.

Επί του δεύτερου σκέλους του πρώτου ερωτήματος

61

Όσον αφορά τον προσδιορισμό του προσώπου που φέρει το βάρος αποδείξεως της πληρώσεως των κριτηρίων βάσει των οποίων μπορεί, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου που υπομνήστηκε με τη σκέψη 44 της παρούσας αποφάσεως, να γίνει δεκτό ότι μια ουσία αποτελεί υποπροϊόν και όχι «απόβλητο», κατά την έννοια της οδηγίας 75/442, τονίζεται ότι η εν λόγω οδηγία δεν περιλαμβάνει ειδικές διατάξεις για το ζήτημα αυτό. Υπό τις συνθήκες αυτές, απόκειται στο εθνικό δικαστήριο να εφαρμόσει τις διατάξεις του αντίστοιχου δικαιικού συστήματος, υπό την προϋπόθεση ότι δεν θίγεται έτσι η αποτελεσματικότητα του δικαίου της Ένωσης και, ιδίως, της οδηγίας 75/442 και ότι εξασφαλίζεται η τήρηση των υποχρεώσεων που απορρέουν από το δίκαιο αυτό (βλ., συναφώς, προπαρατεθείσες αποφάσεις ARCO Chemie Nederland κ.λπ., σκέψη 70, καθώς και της 18ης Δεκεμβρίου 2007, C‑194/05, Επιτροπή κατά Ιταλία, σκέψεις 44, 52 και 53).

62

Επομένως, η εφαρμογή των σχετικών με το βάρος αποδείξεως κανόνων της εθνικής νομοθεσίας δεν πρέπει να καθιστά υπέρμετρα δυσχερή την απόδειξη της δυνατότητας χαρακτηρισμού ορισμένων ουσιών ως υποπροϊόντων, κατ’ εφαρμογή των κριτηρίων που απορρέουν από την προπαρατεθείσα νομολογία.

63

Με την επιφύλαξη αυτή, υπενθυμίζεται ότι το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι τα θραύσματα πετρωμάτων και η άμμος που δημιουργούνται από εργασίες εμπλουτισμού μεταλλεύματος προερχομένου από την εκμετάλλευση ορυχείου δεν πρέπει να χαρακτηρίζονται ως απόβλητα, κατά την έννοια της οδηγίας 75/442, εφόσον ο κάτοχός τους τα χρησιμοποιεί νομίμως για την αναγκαία εκ νέου πλήρωση των στοών τού εν λόγω ορυχείου και παρέχει επαρκείς εγγυήσεις σχετικά με τον προσδιορισμό των ποσοτήτων και την πραγματική χρησιμοποίηση των ουσιών αυτών, και επιπλέον έχει αποφανθεί ότι η νομολογία αυτή ισχύει και για τα περιττώματα κτηνοτροφικής προελεύσεως (βλ. προπαρατεθείσα απόφαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2005, C‑121/03, Επιτροπή κατά Ισπανίας, σκέψεις 59 και 60 καθώς και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

64

Όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας με το σημείο 67 των προτάσεών του, είναι πρόδηλον ότι, κατά κανόνα, όσον αφορά την απόδειξη της προθέσεως, μόνον ο κάτοχος του αποβλήτου μπορεί να αποδείξει ότι δεν προτίθεται να απορρίψει τα προϊόντα αυτά, αλλά να καταστήσει δυνατή την επαναχρησιμοποίησή τους, υπό τις προϋποθέσεις που, κατά τη νομολογία το Δικαστηρίου, πρέπει να συντρέχουν ώστε να χαρακτηριστούν ως υποπροϊόντα.

65

Κατόπιν των προεκτεθέντων, στο δεύτερο σκέλος του πρώτου ερωτήματος πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το δίκαιο της Ένωσης δεν απαγορεύει να φέρει ο παραγωγός μιας ουσίας, όπως η κοπριά που παράγεται, αποθηκεύεται και πωλείται υπό συνθήκες όπως αυτές που περιγράφονται στην υπόθεση της κύριας δίκης, το βάρος να αποδείξει ότι πληρούνται τα κριτήρια βάσει των οποίων η κοπριά αυτή μπορεί να χαρακτηριστεί ως υποπροϊόν, υπό την προϋπόθεση ότι δεν θίγεται η αποτελεσματικότητα του δικαίου της Ένωσης και, ιδίως, της οδηγίας 75/442, και ότι εξασφαλίζεται η τήρηση των υποχρεώσεων που απορρέουν από το δίκαιο αυτό, και ειδικότερα η προϋπόθεση κατά την οποία οι διατάξεις της εν λόγω οδηγίας δεν πρέπει να εφαρμόζονται σε ουσίες οι οποίες, βάσει των κριτηρίων αυτών, πρέπει, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, να θεωρούνται υποπροϊόντα ως προς τα οποία δεν έχει εφαρμογή η οδηγία αυτή.

Επί του τρίτου ερωτήματος

66

Με το τρίτο ερώτημα, το οποίο πρέπει να εξεταστεί δεύτερο, το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσίαν να διευκρινιστεί εάν το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, περίπτωση iii, της οδηγίας 75/442 έχει την έννοια ότι τα περιττώματα κτηνοτροφικής προελεύσεως που παράγονται σε χοιροτροφείο που λειτουργεί εντός κράτους μέλους καλύπτονται «από άλλη νομοθεσία», κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως, και, ως εκ τούτου, εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 75/442, λόγω της υπάρξεως της οδηγίας 91/676, διευκρινιζομένου, εξάλλου, ότι η δεύτερη οδηγία δεν έχει ακόμη μεταφερθεί στην εσωτερική έννομη τάξη του εν λόγω κράτους μέλους.

67

Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, για να μπορούν να θεωρηθούν οι επίμαχοι κοινοτικοί ή εθνικοί κανόνες ως «άλλη νομοθεσία», κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 2, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, περίπτωση iii, πρέπει να περιλαμβάνουν συγκεκριμένες διατάξεις περί οργανώσεως της διαχειρίσεως των αποβλήτων και να διασφαλίζουν ένα επίπεδο προστασίας τουλάχιστον ισοδύναμο με εκείνο που προκύπτει από την οδηγία 75/442 (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2005, C‑121/03, Επιτροπή κατά Ισπανίας, προπαρατεθείσα, σκέψη 69 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, καθώς και απόφαση της 10ης Μαΐου 2007, C-252/05, Thames Water Utilities, Συλλογή 2007, σ. I-3883, σκέψη 34).

68

Το Δικαστήριο έχει, εξάλλου, διευκρινίσει ότι ο λόγος για τον οποίον ο νομοθέτης της Ένωσης προέβλεψε ότι, ελλείψει ειδικής κοινοτικής ρυθμίσεως και, επικουρικώς, εθνικής κανονιστικής ρυθμίσεως, εφαρμόζεται η οδηγία 75/442, έγκειται στην αποφυγή του ενδεχομένου η διαχείριση των εν λόγω αποβλήτων να μην καλύπτεται από καμία νομοθεσία σε ορισμένες περιπτώσεις (βλ. απόφαση της 11ης Σεπτεμβρίου 2003, C-114/01, AvestaPolarit Chrome, Συλλογή 2003, σ. I-8725, σκέψη 50).

69

Πάντως, χωρίς να είναι εν προκειμένω απαραίτητο να εξεταστεί εάν μια οδηγία, όπως η 91/676, εφόσον είχε μεταφερθεί στην εθνική νομοθεσία, θα αποτελούσε, «άλλη νομοθεσία», κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 75/442, αρκεί η επισήμανση ότι, εφόσον ένα κράτος μέλος δεν έχει θεσπίσει τα απαραίτητα για την εφαρμογή της εν λόγω οδηγίας μέτρα, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι η οδηγία αυτή εξασφαλίζει επίπεδο προστασίας τουλάχιστον ισοδύναμο με εκείνο που προκύπτει από την οδηγία 75/442, διότι η παράλειψη μεταφοράς στην εθνική νομοθεσία συνεπάγεται, αντιθέτως, ότι η διαχείριση των επίμαχων στην κύρια δίκη περιττωμάτων κτηνοτροφικής προελεύσεως, εφόσον δεν διέπεται από την οδηγία αυτή, δεν διέπεται από καμία νομοθεσία.

70

Επομένως, στο τρίτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, περίπτωση iii, της οδηγίας 75/442 έχει την έννοια ότι, εφόσον η οδηγία 91/676 δεν έχει μεταφερθεί στην εσωτερική νομοθεσία κράτους μέλους, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι τα περιττώματα κτηνοτροφικής προελεύσεως που παράγονται σε χοιροτροφείο που λειτουργεί στο εν λόγω κράτος μέλος «καλύπτονται από άλλη νομοθεσία» κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως, λόγω της υπάρξεως της δεύτερης οδηγίας.

Επί του δευτέρου ερωτήματος

71

Με το δεύτερο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί, εφόσον γίνει δεκτό ότι η κοπριά που παράγεται και αποθηκεύεται σε χοιροτροφείο πρέπει να χαρακτηριστεί ως «απόβλητο» κατά την έννοια της οδηγίας 75/442, εάν το δίκαιο της Ένωσης απαγορεύει στο κράτος μέλος να θεωρεί τον παραγωγό της κοπριάς ο οποίος διαθέτει την κοπριά διά της παραχωρήσεως σε άλλους γεωργούς, οι οποίοι πρόκειται να τη χρησιμοποιήσουν ως λίπασμα στις γαίες τους, προσωπικά υπεύθυνο για την τήρηση, από τους γεωργούς αυτούς, της νομοθεσίας της Ένωσης σχετικά με τη διαχείριση των αποβλήτων και των λιπασμάτων.

72

Προκαταρκτικώς, τονίζεται ότι, όπως προκύπτει από τη διατύπωση του ερωτήματος αυτού και για τους λόγους που προκύπτουν από την απόφαση περί παραπομπής, το ζήτημα αυτό ανακύπτει μόνον σε περίπτωση που τα επίμαχα στην κύρια δίκη περιττώματα κτηνοτροφικής προελεύσεως πρέπει να χαρακτηριστούν ως «απόβλητα», κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο αʹ, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 75/442.

73

Συναφώς, επισημαίνεται, καταρχάς, ότι, δεδομένης ιδίως της απαντήσεως στο τρίτο ερώτημα, σε μια τέτοια περίπτωση εφαρμοστέες στην υπόθεση της κύριας δίκης είναι οι διατάξεις της οδηγίας 75/442.

74

Πάντως, υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 8 της οδηγίας 75/442, τα κράτη μέλη πρέπει να μεριμνούν ώστε «ο κάτοχος αποβλήτων» είτε να διασφαλίζει ο ίδιος την αξιοποίηση ή τη διάθεσή τους, συμμορφούμενος προς τις διατάξεις της οδηγίας, είτε να τα παραδίδει σε ιδιωτικό ή δημόσιο φορέα περισυλλογής ή σε επιχείρηση η οποία πραγματοποιεί τις εργασίες που απαριθμούνται στα παραρτήματα ΙΙ Α ή ΙΙ Β. Οι υποχρεώσεις αυτές του κατόχου των αποβλήτων αποτελούν συμπλήρωμα της επιβαλλόμενης από το άρθρο 4 της εν λόγω οδηγίας απαγορεύσεως εγκαταλείψεως, απορρίψεως και ανεξέλεγκτης διαθέσεως των αποβλήτων (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 7ης Σεπτεμβρίου 2004, C-1/03, Van de Walle κ.λπ., Συλλογή 2004, σ. I-7613, σκέψη 56).

75

Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι ο αναιρεσείων της κύριας δίκης, ο οποίος δεν σκοπεύει να εξασφαλίσει ο ίδιος την αξιοποίηση ή τη διάθεση των αποβλήτων που παράγει, υποχρεούται, ως «κάτοχος» των εν λόγω αποβλήτων και βάσει του άρθρου 8, πρώτη περίπτωση, της οδηγίας 75/442, να τα παραδίδει σε ιδιωτικό ή δημόσιο φορέα συλλογής ή σε επιχείρηση που πραγματοποιεί τις εργασίες που προβλέπονται στα παραρτήματα II A ή II B της εν λόγω οδηγίας.

76

Ωστόσο, διαπιστώνεται, συναφώς, ότι, πρώτον, από τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στην απόφαση περί παραπομπής δεν προκύπτει ότι οι γεωργοί στους οποίους ο D. Brady σκοπεύει να διαθέσει την κοπριά δεν διενεργούν εργασίες αξιοποιήσεως κατά την έννοια του εν λόγω άρθρου 8.

77

Συγκεκριμένα, δεν προκύπτει ότι οι εν λόγω γεωργοί διαθέτουν την άδεια που απαιτείται κατά το άρθρο 10 της οδηγίας 75/442 προκειμένου να διενεργούν τέτοιες εργασίες αξιοποιήσεως. Ομοίως, από τα στοιχεία που τέθηκαν υπόψη το Δικαστηρίου δεν προκύπτει ότι οι εν λόγω γεωργοί απαλλάσσονται από την υποχρέωση να διαθέτουν τέτοια άδεια τηρουμένων των προϋποθέσεων που ορίζουν συναφώς οι διατάξεις του άρθρου 11 της εν λόγω οδηγίας.

78

Εφόσον διαπιστωθεί, ζήτημα που απόκειται στην εκτίμηση του αιτούντος δικαστηρίου, ότι οι γεωργοί στους οποίους ο D. Brady σκοπεύει να παραδώσει τα απόβλητα των οποίων είναι κάτοχος δεν διαθέτουν την άδεια που απαιτείται κατά το άρθρο 10 της οδηγίας 75/442 ούτε απαλλάσσονται, λόγω συνδρομής των προϋποθέσεων του άρθρου 11, παράγραφοι 1 και 2, αυτής, από την υποχρέωση να διαθέτουν τέτοια άδεια, έπεται ότι το άρθρο 8 της οδηγίας αυτής απαγορεύει την παράδοση των αποβλήτων και, ως εκ τούτου, δεν επιτρέπει τη χορήγηση άδειας για την πραγματοποίησή της από δημόσια αρχή, όπως είναι η EPA, ανεξαρτήτως των όρων που συνοδεύουν τη χορήγηση τέτοιας άδειας.

79

Δεύτερον, επισημαίνεται ακόμη ότι, σε περίπτωση που διαπιστωθεί ότι οι ενδιαφερόμενοι γεωργοί διαθέτουν την απαιτούμενη κατά το άρθρο 10 της οδηγίας 75/442 άδεια ή έχουν απαλλαγεί νομίμως από τη σχετική υποχρέωση και έχουν καταχωριστεί στο σχετικό μητρώο κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 11, παράγραφοι 1 και 2, αυτής, δεν επιτρέπεται να επιβληθούν στον D. Brady, όσον αφορά την παράδοση των επίμαχων αποβλήτων από αυτόν στους ενδιαφερομένους γεωργούς, όροι βάσει των οποίων αυτός να καθίσταται υπεύθυνος για την παραβίαση, από τους γεωργούς αυτούς, της νομοθεσίας της Ένωσης σχετικά με τη διαχείριση των αποβλήτων και των λιπασμάτων.

80

Συναφώς, υπενθυμίζεται, πρώτον, ότι, εφόσον πραγματοποιηθεί παράδοση των αποβλήτων κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 8 της οδηγίας 75/442, η επιχείρηση που κατέχει την προβλεπόμενη από το άρθρο 10 της οδηγίας 75/442 άδεια ή απαλλάσσεται από τη σχετική υποχρέωση δυνάμει του άρθρου 11 αυτής καθίσταται «κάτοχος» των συγκεκριμένων αποβλήτων. Ωστόσο, κατά το γράμμα του άρθρου 8 της οδηγίας 75/442 ο «κάτοχος των αποβλήτων» υποχρεούται να εξασφαλίζει την αξιοποίηση ή τη διάθεσή τους σύμφωνα με τις διατάξεις της εν λόγω οδηγίας.

81

Περαιτέρω, από το άρθρο 8 σε συνδυασμό με το άρθρο 10 της οδηγίας 75/442 και από την οικονομία των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι, εφόσον ο κάτοχος των αποβλήτων τα παραδώσει σε επιχείρηση που διαθέτει άδεια αξιοποιήσεως των αποβλήτων, χορηγηθείσα βάσει της δεύτερης εκ των διατάξεων αυτών, την ευθύνη για τις εργασίες αξιοποιήσεως φέρει αποκλειστικά η επιχείρηση αυτή και όχι προηγούμενος κάτοχος των αποβλήτων, τηρουμένων, συναφώς, των προϋποθέσεων διενέργειας των εργασιών αυτών, όπως οι προϋποθέσεις αυτές καθορίζονται από την εφαρμοστέα νομοθεσία και από την άδεια.

82

Τέλος, από το άρθρο 8 σε συνδυασμό με το άρθρο 11 της οδηγίας 75/442 και από την οικονομία των διατάξεων αυτών προκύπτει επίσης ότι, εφόσον ο κάτοχος των αποβλήτων τα παραδώσει σε επιχείρηση που απαλλάσσεται από την υποχρέωση να διαθέτει άδεια αξιοποιήσεως των αποβλήτων, σύμφωνα με το άρθρο 11, την ευθύνη για τις εργασίες αξιοποιήσεως φέρει αποκλειστικά η επιχείρηση αυτή και όχι προηγούμενος κάτοχος των αποβλήτων, τηρουμένων, συναφώς, των γενικών κανόνων και των υποχρεώσεων που επιβάλλει το άρθρο 11, καθώς και κάθε άλλη σχετική με τις εργασίες αυτές διάταξη του δικαίου της Ένωσης.

83

Κατόπιν των προεκτεθέντων, στο δεύτερο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι, εφόσον γίνει δεκτό ότι η κοπριά που παράγεται και αποθηκεύεται σε χοιροτροφείο πρέπει να χαρακτηριστεί ως «απόβλητο» κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο αʹ, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 75/442:

το άρθρο 8 της οδηγίας αυτής απαγορεύει να χορηγηθεί στον εν λόγω κάτοχο, υπό οιουσδήποτε όρους, άδεια απορρίψεως των αποβλήτων, διά της παραχωρήσεώς τους σε γεωργό ο οποίος πρόκειται να τα χρησιμοποιήσει ως λίπασμα στις γαίες του, εφόσον ο γεωργός δεν διαθέτει την απαιτούμενη κατά το άρθρο 10 της εν λόγω οδηγίας άδεια ούτε απαλλάσσεται από την υποχρέωση να διαθέτει τέτοια άδεια και την υποχρέωση εγγραφής στο σχετικό μητρώο, κατά τις διατάξεις του άρθρου 11 της οδηγίας αυτής· και

τα άρθρα 8, 10 και 11, της εν λόγω οδηγίας δεν επιτρέπουν να τίθεται ως προϋπόθεση για την παράδοση των εν λόγω αποβλήτων από τον κάτοχό τους στον γεωργό που θα τα χρησιμοποιήσει ως λίπασμα στις γαίες του και ο οποίος διαθέτει την απαιτούμενη κατά το άρθρο 10 άδεια ή έχει απαλλαγεί από τη σχετική υποχρέωση και έχει καταχωριστεί στο οικείο μητρώο κατά το άρθρο 11 το να επωμιστεί ο κάτοχος των αποβλήτων την ευθύνη για την τήρηση, από τον γεωργό, των κανόνων που διέπουν τις εργασίες αξιοποιήσεως, οι οποίες πραγματοποιούνται από τον γεωργό, βάσει της νομοθεσίας της Ένωσης περί διαχειρίσεως των αποβλήτων και των λιπασμάτων.

Επί των δικαστικών εξόδων

84

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τέταρτο τμήμα) αποφαίνεται:

 

1)

Το άρθρο 1, στοιχείο αʹ, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 75/442/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 15ης Ιουλίου 1975, περί στερεών αποβλήτων, όπως έχει τροποποιηθεί με την απόφαση 96/350/ΕΚ της Επιτροπής, της 24ης Μαΐου 1996, έχει την έννοια ότι κοπριά που παράγεται σε επιχείρηση εντατικής εκτροφής χοίρων και αποθηκεύεται έως ότου παραδοθεί σε γεωργούς, προκειμένου να χρησιμοποιηθεί ως λίπασμα στις γαίες τους, δεν αποτελεί «απόβλητο» κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως, αλλά υποπροϊόν, εφόσον ο εν λόγω παραγωγός σκοπεύει να την εμπορευθεί υπό συμφέροντες οικονομικούς όρους, στο πλαίσιο μεταγενέστερης διαδικασίας, υπό την προϋπόθεση ότι η επαναχρησιμοποίηση της κοπριάς δεν είναι απλώς ενδεχόμενη, αλλά βέβαιη και πραγματοποιείται χωρίς να προηγηθεί επεξεργασία και σε συνέχεια της διαδικασίας παραγωγής της. Απόκειται στα εθνικά δικαστήρια να διαπιστώσουν εάν πληρούνται τα κριτήρια αυτά, λαμβανομένων υπόψη όλων των συναφών περιστάσεων που χαρακτηρίζουν τις περιπτώσεις τις οποίες καλούνται να κρίνουν.

 

2)

Το δίκαιο της Ένωσης δεν απαγορεύει να φέρει ο παραγωγός μιας ουσίας, όπως η κοπριά που παράγεται, αποθηκεύεται και πωλείται υπό συνθήκες όπως αυτές που περιγράφονται στην υπόθεση της κύριας δίκης, το βάρος να αποδείξει ότι πληρούνται τα κριτήρια βάσει των οποίων η κοπριά αυτή μπορεί να χαρακτηριστεί ως υποπροϊόν, υπό την προϋπόθεση ότι δεν θίγεται η αποτελεσματικότητα του δικαίου της Ένωσης και, ιδίως, της οδηγίας 75/442, όπως έχει τροποποιηθεί με την απόφαση 96/350, και ότι εξασφαλίζεται η τήρηση των υποχρεώσεων που απορρέουν από το δίκαιο αυτό, και ειδικότερα η προϋπόθεση κατά την οποία οι διατάξεις της εν λόγω οδηγίες δεν πρέπει να εφαρμόζονται σε ουσίες οι οποίες, βάσει των κριτηρίων αυτών, πρέπει, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, να θεωρούνται υποπροϊόντα ως προς τα οποία δεν έχει εφαρμογή η οδηγία αυτή.

 

3)

Το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, περίπτωση iii, της οδηγίας 75/442, όπως έχει τροποποιηθεί με την απόφαση 96/350, έχει την έννοια ότι, εφόσον η οδηγία 91/676/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 1991, για την προστασία των υδάτων από τη νιτρορύπανση γεωργικής προέλευσης, δεν έχει μεταφερθεί στην εσωτερική νομοθεσία κράτους μέλους, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι τα περιττώματα κτηνοτροφικής προελεύσεως που παράγονται σε χοιροτροφείο που λειτουργεί στο εν λόγω κράτος μέλος «καλύπτονται από άλλη νομοθεσία» κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως, λόγω της υπάρξεως της δεύτερης οδηγίας.

 

4)

Εφόσον γίνει δεκτό ότι η κοπριά που παράγεται και αποθηκεύεται σε χοιροτροφείο πρέπει να χαρακτηριστεί ως «απόβλητο» κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο αʹ, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 75/442, 2, όπως έχει τροποποιηθεί με την απόφαση 96/350:

το άρθρο 8 της οδηγίας αυτής απαγορεύει να χορηγηθεί στον εν λόγω κάτοχο, υπό οιουσδήποτε όρους, άδεια απορρίψεως των αποβλήτων, διά της παραχωρήσεώς τους σε γεωργό ο οποίος πρόκειται να τα χρησιμοποιήσει ως λίπασμα στις γαίες του, εφόσον ο γεωργός δεν διαθέτει την απαιτούμενη κατά το άρθρο 10 της εν λόγω οδηγίας άδεια ούτε απαλλάσσεται από την υποχρέωση να διαθέτει τέτοια άδεια και την υποχρέωση εγγραφής στο σχετικό μητρώο, κατά τις διατάξεις του άρθρου 11 της οδηγίας αυτής· και

τα άρθρα 8, 10 και 11, της εν λόγω οδηγίας δεν επιτρέπουν να τίθεται ως προϋπόθεση για την παράδοση των εν λόγω αποβλήτων από τον κάτοχό τους στον γεωργό που θα τα χρησιμοποιήσει ως λίπασμα στις γαίες του και ο οποίος διαθέτει την απαιτούμενη κατά το άρθρο 10 άδεια ή έχει απαλλαγεί από τη σχετική υποχρέωση και έχει καταχωριστεί στο οικείο μητρώο κατά το άρθρο 11 το να επωμιστεί ο κάτοχος των αποβλήτων την ευθύνη για την τήρηση, από τον γεωργό, των κανόνων που διέπουν τις εργασίες αξιοποιήσεως, οι οποίες πραγματοποιούνται από τον γεωργό, βάσει της νομοθεσίας της Ένωσης περί διαχειρίσεως των αποβλήτων και των λιπασμάτων.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.