Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Διατακτικό

Διάδικοι

Στην υπόθεση C-568/11,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Vestre Landsret (Δανία) με απόφαση της 9ης Νοεμβρίου 2011, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 14 Νοεμβρίου 2011, στο πλαίσιο της δίκης

Agroferm A/S

κατά

Ministeriet for Fødevarer, Landbrug og Fiskeri,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους R. Silva de Lapuerta, πρόεδρο τμήματος, Γ. Αρέστη (εισηγητή), J.-C. Bonichot, A. Arabadjev και J. L. da Cruz Vilaça, δικαστές,

γενική εισαγγελέας: J. Kokott

γραμματέας: C. Strömholm, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 22ας Νοεμβρίου 2012,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

– η Agroferm A/S, εκπροσωπούμενη από τον J. Lentz, advokat,

– η Δανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τη V. Pasternak Jørgensen, επικουρούμενη από τον J. Pinborg, advokat,

– η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τη C. Barslev και τον P. Rossi,

αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις της κατά τη συνεδρίαση της 24ης Ιανουαρίου 2013,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Σκεπτικό της απόφασης

1. Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία των κλάσεων 2309, 2922 και 3824 της συνδυασμένης ονοματολογίας που περιλαμβάνεται στο παράρτημα I του κανονισμού (ΕΟΚ) 2658/87 του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 1987, για τη δασμολογική και στατιστική ονοματολογία και το κοινό δασμολόγιο (ΕΕ L 256, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 1719/2005 της Επιτροπής, της 27ης Οκτωβρίου 2005 (ΕΕ L 286, σ. 1, στο εξής: ΣΟ), καθώς και τις αρχές του δικαίου της Ένωσης που διέπουν την ανάκτηση αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών.

2. Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Agroferm A/S (στο εξής: Agroferm) και του Ministeriet for Fødevarer, Landbrug og Fiskeri (Υπουργείο Τροφίμων, Γεωργίας και Αλιείας, στο εξής: Ministeriet), σχετικά με την απόδοση εκ μέρους της Agroferm επιστροφών στην παραγωγή για τη θειική λυσίνη οι οποίες της είχαν καταβληθεί αχρεωστήτως.

Το νομικό πλαίσιο

Το διεθνές δίκαιο

3. Το εναρμονισμένο σύστημα περιγραφής και κωδικοποιήσεως των εμπορευμάτων (στο εξής: ΕΣ) καταρτίστηκε από το Συμβούλιο Τελωνειακής Συνεργασίας, νυν Παγκόσμια Οργάνωση Τελωνείων, και θεσπίστηκε με τη διεθνή σύμβαση για το εναρμονισμένο σύστημα περιγραφής και κωδικοποιήσεως των εμπορευμάτων, η οποία συνήφθη στις Βρυξέλλες στις 14 Ιουνίου 1983 και εγκρίθηκε, μαζί με το τροποποιητικό πρωτόκολλο της 24ης Ιουνίου 1986, εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας με την απόφαση 87/369/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 7ης Απριλίου 1987 (EE L 198, σ. 1).

4. Κατά την επεξηγηματική σημείωση που αφορά το κεφάλαιο 29 του ΕΣ, ο όρος «ακαθαρσίες» αφορά μόνο τις ουσίες η παρουσία των οποίων στη συγκεκριμένη χημική ένωση οφείλεται αποκλειστικά στη διαδικασία παρασκευής. Οι ουσίες αυτές δεν θεωρούνται ακαθαρσίες επιτρεπόμενες βάσει της σημειώσεως αυτής στην περίπτωση που έχουν διατηρηθεί σκοπίμως προκειμένου το προϊόν να καταστεί πιο κατάλληλο για εξειδικευμένες χρήσεις σε σχέση με την κατά κανόνα χρήση του.

5. Κατά τις επεξηγηματικές σημειώσεις που αφορούν την κλάση 2309 του ΕΣ, η κλάση αυτή αφορά τα παρασκευάσματα που προορίζονται να χρησιμοποιηθούν για την παραγωγή «πλήρων» ζωοτροφών ή «συμπληρωμάτων ζωοτροφών». Τα παρασκευάσματα αυτά είναι, σε γενικές γραμμές, πολύπλοκα μίγματα που περιλαμβάνουν σύνολο στοιχείων, τα οποία αποκαλούνται ενίοτε «πρόσθετα», των οποίων η φύση και οι αναλογίες καθορίζονται εν όψει συγκεκριμένης ζωοτεχνικής παραγωγής. Τα στοιχεία αυτά, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται τα αμινοξέα, βελτιώνουν, ιδίως, την πέψη αλλά και, γενικότερα, την απορρόφηση των τροφών από τον οργανισμό των ζώων και διαφυλάττουν την υγεία τους.

Το δίκαιο της Ένωσης

Η δασμολογική κατάταξη

6. Η ΣΟ στηρίζεται στο ΣΕ. Το δεύτερο μέρος της ΣΟ περιλαμβάνει κατάταξη των προϊόντων σε τμήματα, κεφάλαια, κλάσεις και διακρίσεις.

7. Το κεφάλαιο 23 της ΣΟ τιτλοφορείται «Υπολείμματα και απορρίμματα των βιομηχανιών ειδών διατροφής· τροφές παρασκευασμένες για ζώα». Κατά τη σημείωση 1 του κεφαλαίου αυτού, η κλάση 2309 της ΣΟ περιλαμβάνει «τα προϊόντα των τύπων που χρησιμοποιούνται για τη διατροφή των ζώων, που δεν κατονομάζονται ούτε περιλαμβάνονται αλλού και παίρνονται από την επεξεργασία φυτικών ή ζωικών υλών που, από το γεγονός αυτό, έχασαν τα ουσιώδη χαρακτηριστικά της αρχικής ύλης, άλλα από τα φυτικά απορρίμματα, υπολείμματα και υποπροϊόντα φυτικά που προέκυψαν από την επεξεργασία αυτή». Η κλάση 2309 της ΣΟ τιτλοφορείται «Παρασκευάσματα των τύπων που χρησιμοποιούνται για τη διατροφή των ζώων».

8. Το κεφάλαιο 29 της ΣΟ τιτλοφορείται «Οργανικά χημικά προϊόντα». Κατά τη σημείωση 1, στοιχεία αʹ και βʹ, του κεφαλαίου αυτού:

«Εκτός από αντίθετες διατάξεις, οι κλάσεις του κεφαλαίου αυτού περιλαμβάνουν μόνο:

α) τις αμιγείς οργανικές ενώσεις καθορισμένης χημικής σύστασης, έστω και αν οι ενώσεις αυτές περιέχουν ή όχι ακαθαρσίες·

β) τα μείγματα ισομερών μιας και της αυτής οργανικής ένωσης (έστω και αν τα μείγματα αυτά περιέχουν ή όχι ακαθαρσίες), με εξαίρεση τα μείγματα ισομερών (άλλα από τα στερεοϊσομερή) των άκυκλων υδρογονανθράκων, κορεσμένων ή μη (κεφάλαιο 27)».

9. Η κλάση 2922 της ΣΟ τιτλοφορείται «Αμινοενώσεις με οξυγονούχες ομάδες».

10. Το κεφάλαιο 38 της ΣΟ τιτλοφορείται «Διάφορα προϊόντα των χημικών βιομηχανιών». Η κλάση 3824 της ΣΟ αφορά τα «[σ]υνδετικά παρασκευασμένα για καλούπια ή πυρήνες χυτηρίου· χημικά προϊόντα και παρασκευάσματα των χημικών ή συναφών βιομηχανιών (στα οποία περιλαμβάνονται και εκείνα που αποτελούνται από μείγματα φυσικών προϊόντων), που δεν κατονομάζονται ούτε περιλαμβάνονται αλλού».

Οι επιστροφές στην παραγωγή

– Ο κανονισμός (ΕΚ) 1260/2001

11. Το άρθρο 7, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ) 1260/2001 του Συμβουλίου, της 19ης Ιουνίου 2001, για την κοινή οργάνωση των αγορών στον τομέα της ζάχαρης (ΕΕ L 178, σ. 1), ορίζει τα εξής:

«Αποφασίζεται η χορήγηση επιστροφών στην παραγωγή για τα προϊόντα που αναφέρονται στο άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ και στʹ, για τα σιρόπια του άρθρου 1, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, καθώς και για τη χημικώς καθαρή φρουκτόζη (λεβουλόζη) που υπάγεται στον κωδικό ΣΟ 1702 50 00, ως ενδιάμεσο προϊόν, και τελούν υπό ένα από τα καθεστώτα που προβλέπονται στο άρθρο 23, παράγραφος 2 [ΕΚ], τα οποία χρησιμοποιούνται για την παρασκευή ορισμένων προϊόντων της χημικής βιομηχανίας.

[…]»

– Ο κανονισμός (ΕΚ) 1265/2001

12. Το άρθρο 1 του κανονισμού (ΕΚ) 1265/2001 της Επιτροπής, της 27ης Ιουνίου 2001, για τη θέσπιση των λεπτομερειών εφαρμογής του κανονισμού 1260/2001 σχετικά με την επιστροφή στην παραγωγή για ορισμένα προϊόντα του τομέα της ζάχαρης τα οποία χρησιμοποιούνται στη χημική βιομηχανία (EE L 178, σ. 63), ορίζει τα εξής:

«1. Προς τον σκοπό του παρόντος κανονισμού, ως “προϊόντα βάσης” νοούνται:

α) τα προϊόντα που αναφέρονται στο άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ και στʹ, του κανονισμού […] 1260/2001 και

β) τα σιρόπια ζάχαρης που αναφέρονται στο στοιχείο δʹ του κανονισμού […] 1260/2001 και υπάγονται στους κωδικούς ΣΟ ex 1702 60 95 και ex 1702 90 99, καθαρότητας τουλάχιστον 85 %

τα οποία χρησιμοποιούνται για την παρασκευή των προϊόντων της χημικής βιομηχανίας που απαριθμούνται στο παράρτημα Ι του παρόντος κανονισμού.

[...]»

13. Το άρθρο 2 του κανονισμού 1265/2001 προβλέπει τα εξής:

«1. Η επιστροφή στην παραγωγή χορηγείται από το κράτος μέλος, στο έδαφος του οποίου γίνεται η μεταποίηση των προϊόντων βάσης.

2. Το κράτος μέλος μπορεί να χορηγεί την επιστροφή μόνον εφόσον επιβεβαιώνεται από τελωνειακό ή διοικητικό έλεγχο που παρέχει ισοδύναμες εγγυήσεις ότι τα προϊόντα βάσης χρησιμοποιούνται κατά τρόπο σύμφωνο προς τον σκοπό που καθορίζεται στην αίτηση, η οποία αναφέρεται στο άρθρο 3.»

14. Κατά το άρθρο 10 του κανονισμού αυτού:

«1. Η αίτηση χορήγησης επιστροφής στην παραγωγή υποβάλλεται γραπτώς προς την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους όπου το προϊόν βάσης πρόκειται να μεταποιηθεί.

Στην αίτηση πρέπει να αναγράφονται:

[…]

γ) η δασμολογική κλάση και η περιγραφή του χημικού προϊόντος για την παρασκευή του οποίου πρέπει να χρησιμοποιηθεί το προϊόν βάσης·

[...]

3. Για τους σκοπούς εφαρμογής της παραγράφου 2:

[...]

β) το δικαίωμα επιστροφής στην παραγωγή εξαρτάται από τη χορήγηση προηγούμενης έγκρισης στον μεταποιητή από το κράτος μέλος στο έδαφος του οποίου πρέπει αυτός να μεταποιήσει το ενδιάμεσο προϊόν στο χημικό προϊόν που αναφέρεται στο παράρτημα I.

Οι εγκρίσεις που αναφέρονται στο δεύτερο εδάφιο χορηγούνται από το οικείο κράτος μέλος εφόσον ο ενδιαφερόμενος εξασφαλίζει στο τελευταίο όλες τις διευκολύνσεις που επιτρέπουν τους αναγκαίους ελέγχους.

[...]»

15. Από το παράρτημα I του κανονισμού 1265/2001 προκύπτει ότι οι επιστροφές στην παραγωγή χορηγούνται για την παρασκευή προϊόντων που εμπίπτουν στα κεφάλαια 29 (οργανικά χημικά προϊόντα) και 38 (διάφορα προϊόντα των χημικών βιομηχανιών) της ΣΟ.

Η χρηματοδότηση της κοινής γεωργικής πολιτικής

16. Το άρθρο 8 του κανονισμού (ΕΚ) 1258/1999 του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1999, περί χρηματοδοτήσεως της κοινής γεωργικής πολιτικής, όριζε τα εξής:

«1. Τα κράτη μέλη λαμβάνουν, σύμφωνα με τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές τους διατάξεις, τα αναγκαία μέτρα προκειμένου:

α) να βεβαιώνονται για την πραγματικότητα και την κανονικότητα των χρηματοδοτούμενων από το Ταμείο πράξεων·

β) να προλαμβάνουν και να διώκουν τις παρατυπίες·

γ) να ανακτούν τα απωλεσθέντα λόγω παρατυπιών ή αμελειών ποσά.

Τα κράτη μέλη ενημερώνουν την Επιτροπή για τα ληφθέντα προς τον σκοπό αυτό μέτρα, και ιδίως για την πορεία των διοικητικών και δικαστικών διαδικασιών.

2. Σε περίπτωση μη πλήρους ανάκτησης, οι οικονομικές συνέπειες των παρατυπιών ή αμελειών αναλαμβάνονται από την Κοινότητα, εκτός εκείνων που οφείλονται σε παρατυπίες ή αμέλειες καταλογιστέες σε διοικητικές αρχές ή άλλους φορείς των κρατών μελών.

Τα ανακτηθέντα ποσά καταβάλλονται στους εγκεκριμένους οργανισμούς πληρωμών οι οποίοι τα αφαιρούν από τις χρηματοδοτούμενες από το Ταμείο δαπάνες. Οι τόκοι από ανακτώμενα ή καταβληθέντα με καθυστέρηση ποσά καταβάλλονται στο Ταμείο.

[...]»

Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

17. Η Agroferm είναι δανική επιχείρηση η οποία, έως τον Ιούνιο του 2006, παρήγε θειική λυσίνη σε εργοστάσιο ευρισκόμενο στο Esbjerg (Δανία). Οι ενώσεις της λυσίνης παράγονται από ζάχαρη, η οποία είναι για αυτές το προϊόν βάσεως.

18. Η Agroferm υπέβαλε στις 19 Μαΐου 2004 αίτηση προς τις δανικές τελωνειακές αρχές, ζητώντας προηγούμενη έγκριση για τη χορήγηση επιστροφών στην παραγωγή όσον αφορά τη θειική λυσίνη. Η Agroferm εξέθεσε στην αίτησή της ότι σχεδίαζε την παρασκευή λυσίνης η οποία, κατά την άποψή της, υπαγόταν στην κλάση 2922 της ΣΟ. Κατόπιν της αποδοχής της αιτήσεώς της από τις εν λόγω αρχές, η Agroferm ελάμβανε σε τακτά χρονικά διαστήματα επιστροφές στην παραγωγή που αντιστοιχούσαν στις ποσότητες ζάχαρης που χρησιμοποιούσε για την παρασκευή θειικής λυσίνης.

19. Κατόπιν αναλύσεων που πραγματοποίησε η Force Technology, ιδιωτική επιχείρηση στην οποία έχει ανατεθεί από τις δανικές τελωνειακές αρχές η ανάλυση δειγμάτων προϊόντων για τη δασμολογική τους κατάταξη, προτάθηκε η κατάταξη του προϊόντος της Agroferm στο κεφάλαιο 23 και όχι στο κεφάλαιο 29 της ΣΟ. Σε έκθεση της 5ης Απριλίου 2006, η Force Technology ανέφερε ότι το δείγμα που αναλύθηκε είχε παραχθεί με ζύμωση και ότι το συγκεκριμένο προϊόν περιείχε θειική λυσίνη και υποπροϊόντα της ζυμώσεως. Η επιχείρηση αυτή επισήμανε ότι προϊόν με βαθμό καθαρότητας μόνο 66 % (ποσοστό θειικής λυσίνης επί της ξηράς ουσίας) δεν μπορούσε να καταταγεί στο κεφάλαιο 29 της ΣΟ.

20. Η επιτροπή τελωνειακού κώδικα, στην οποία απευθύνθηκαν οι δανικές τελωνειακές αρχές, διευκρίνισε, αφενός, ότι έπρεπε να προκρίνεται η κατά περίπτωση προσέγγιση προκειμένου να κριθεί το αποδεκτό ποσοστό ακαθαρσιών και η κατάταξη χημικών προϊόντων και, αφετέρου, ότι το επίμαχο παρασκεύασμα στην κύρια δίκη έπρεπε να καταταγεί στο κεφάλαιο 23 και όχι στο κεφάλαιο 29 της ΣΟ.

21. Με απόφαση της 10ης Αυγούστου 2006, η Direktoratet for FødevareErhverv (διεύθυνση επιχειρήσεων τροφίμων, στο εξής: Direktoratet) ενημέρωσε την Agroferm ότι, κατόπιν διαβουλεύσεων με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και την επιτροπή τελωνειακού κώδικα, είχε διαπιστωθεί ότι τα προϊόντα που παρήγε η εταιρία αυτή δεν έπρεπε να κατατάσσονται ως προϊόντα με βάση τη λυσίνη, κατά την έννοια της κλάσεως 2922 της ΣΟ, και ότι, κατά συνέπεια, η επιχείρηση αυτή δεν μπορούσε να τυγχάνει επιστροφών στην παραγωγή.

22. Η Direktoratet αποφάσισε στις 22 Νοεμβρίου 2006 ότι η Agroferm έπρεπε να επιστρέψει συνολικό ποσό περίπου 86,6 εκατομμυρίων κορωνών Δανίας, πλέον τόκων, το οποίο αντιστοιχούσε, κατά το Direktoratet, στις επιστροφές στην παραγωγή που είχαν εισπραχθεί μεταξύ Αυγούστου 2004 και Μαρτίου 2006 και για το ύψος του οποίου ερίζουν οι διάδικοι της κύριας δίκης.

23. Η Agroferm άσκησε στις 18 Δεκεμβρίου 2006 ενώπιον του Ministeriet διοικητική προσφυγή κατά των αποφάσεων του Direktoratet. Με απόφαση της 18ης Ιουλίου 2008, το Ministeriet επιβεβαίωσε στο σύνολό τους τις αποφάσεις της Direktoratet και έκρινε ότι η Agroferm δεν είχε ενεργήσει καλοπίστως ζητώντας να της χορηγηθούν επιστροφές στην παραγωγή.

24. Στις 23 Σεπτεμβρίου 2009 η Agroferm άσκησε προσφυγή ενώπιον του Retten i Esbjerg [Πρωτοδικείο του Esbjerg] το οποίο, με απόφαση της 4ης Νοεμβρίου 2009 και κατόπιν κοινού αιτήματος των διαδίκων, παρέπεμψε την υπόθεση ενώπιον του Vestre Landsret, για τον λόγο ότι η διαφορά της κύριας δίκης ήταν υπόθεση γενικότερης σημασίας, κατά την έννοια της δανικής πολιτικής δικονομίας, δεδομένου ότι αφορούσε ερμηνευτικά ζητήματα σχετικά με το δίκαιο της Ένωσης και εξεταζόταν η υποβολή αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως.

25. Υπό τις συνθήκες αυτές, το αιτούν δικαστήριο αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1) Προϊόν το οποίο παρασκευάζεται από ζάχαρη που υφίσταται ζύμωση με χρήση βακτηριδίων Corynebacterium glutamicum και το οποίο περιέχει –όπως διευκρινίζεται στο παράρτημα 1 της αποφάσεως περί παραπομπής– κατά περίπου 65 % θειική λυσίνη, καθώς και ακαθαρσίες από τη διαδικασία παρασκευής (πρώτες ύλες που δεν έχουν υποστεί μετατροπή, αντιδραστήρια που χρησιμοποιήθηκαν κατά την παρασκευή και υποπροϊόντα), κατατάσσεται στην κλάση 2309, στην κλάση 2922 ή στην κλάση 3824 της [ΣΟ];

Έχει σημασία συναφώς αν οι ακαθαρσίες έχουν διατηρηθεί σκοπίμως προκειμένου το προϊόν να είναι ιδιαίτερα κατάλληλο, ή να βελτιωθεί η καταλληλότητά του, για την παραγωγή ζωοτροφών ή αν έχουν διατηρηθεί επειδή δεν είναι αναγκαία ή σκόπιμη η αφαίρεσή τους; Ποιες είναι οι κατευθυντήριες γραμμές για την εκτίμηση του ζητήματος αυτού σε καθεμία από τις περιπτώσεις;

Έχει σημασία για την απάντηση αν είναι δυνατή η παραγωγή άλλων προϊόντων που περιέχουν λυσίνη, συμπεριλαμβανομένων προϊόντων “αμιγούς” (≥ 98 %) λυσίνης και HCl λυσίνης τα οποία έχουν μεγαλύτερη περιεκτικότητα σε λυσίνη σε σχέση με το προαναφερθέν προϊόν θειικής λυσίνης και έχει σημασία συναφώς αν η αναλογία θειικής λυσίνης και άλλων ακαθαρσιών στο προαναφερθέν προϊόν θειικής λυσίνης ανταποκρίνεται σε εκείνη που περιέχεται σε προϊόντα θειικής λυσίνης άλλων παραγωγών; Ποιες είναι οι κατευθυντήριες γραμμές για την εκτίμηση του ζητήματος αυτού σε καθεμία από τις περιπτώσεις;

2) Εάν υποτεθεί ότι, κατά την αρχή της νομιμότητας, η παραγωγή δεν ενέπιπτε στο σύστημα επιστροφών, προσκρούει στο δίκαιο της Ένωσης το ότι οι εθνικές αρχές, κατ’ εφαρμογή των εθνικών αρχών της ασφάλειας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, δεν προβαίνουν, σε υπόθεση όπως η υπό κρίση, σε αναζήτηση των ποσών επιστροφών τα οποία ο παραγωγός έλαβε καλοπίστως;

3) Εάν υποτεθεί ότι, κατά την αρχή της νομιμότητας, η παραγωγή δεν ενέπιπτε στο σύστημα επιστροφών, προσκρούει στο δίκαιο της Ένωσης η τήρηση εκ μέρους των εθνικών αρχών, κατ’ εφαρμογή των εθνικών αρχών της ασφάλειας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, σε υπόθεση όπως η υπό κρίση, δεσμεύσεων (πιστοποιητικά επιστροφής), οι οποίες είχαν ορισμένη χρονική διάρκεια και τις οποίες ο παραγωγός αποδέχθηκε καλοπίστως;»

Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

Επί του πρώτου ερωτήματος

26. Με το πρώτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν προϊόν όπως το επίμαχο στην κύρια δίκη, το οποίο περιέχει θειική λυσίνη καθώς και ακαθαρσίες από τη διαδικασία παρασκευής κατατάσσεται στην κλάση 2309, 2922 ή 3824 της ΣΟ.

27. Πρέπει να υπομνησθεί, συναφώς, η πάγια νομολογία του Δικαστηρίου κατά την οποία, χάριν της ασφάλειας δικαίου και προς διευκόλυνση των ελέγχων, το καθοριστικό κριτήριο για τη δασμολογική κατάταξη των εμπορευμάτων πρέπει γενικώς να αναζητείται στα αντικειμενικά χαρακτηριστικά και στις αντικειμενικές ιδιότητές τους, όπως ορίζονται από το γράμμα της κλάσεως της ΣΟ και των σημειώσεων του οικείου τμήματος ή κεφαλαίου (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 25ης Μαΐου 1989, 40/88, Weber, Συλλογή 1989, σ. 1395, σκέψη 13· της 18ης Ιουλίου 2007, C-142/06, Olicom, Συλλογή 2007, σ. I-6675, σκέψη 16, και της 28ης Ιουλίου 2011, C-215/10, Pacific World και FDD International, Συλλογή 2011, σ. Ι-7255, σκέψη 28).

28. Πρέπει επίσης να επισημανθεί ότι οι επεξηγηματικές σημειώσεις του ΕΣ συνιστούν σημαντικά μέσα για την εξασφάλιση ομοιόμορφης εφαρμογής του κοινού δασμολογίου και, από μόνες τους, παρέχουν αξιόπιστα στοιχεία για την ερμηνεία του (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, αποφάσεις της 19ης Μαΐου 1994, C-11/93, Siemens Nixdorf, Συλλογή 1994, σ. I-1945, σκέψη 12· της 27ης Απριλίου 2006, C-15/05, Kawasaki Motors Europe, Συλλογή 2006, σ. I-3657, σκέψη 36, και Pacific World και FDD International, προπαρατεθείσα, σκέψη 29).

29. Όσον αφορά, πρώτον, την κλάση 2922 της ΣΟ, η σημείωση 1, στοιχείο αʹ, του κεφαλαίου 29 της ΣΟ προβλέπει ότι οι κλάσεις του κεφαλαίου αυτού περιλαμβάνουν μόνο τις αμιγείς οργανικές ενώσεις καθορισμένης χημικής συστάσεως, είτε οι ενώσεις αυτές περιέχουν ακαθαρσίες είτε όχι.

30. Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι το επίμαχο στην κύρια δίκη προϊόν με βάση τη θειική λυσίνη ήταν οργανική ένωση καθορισμένης χημικής συστάσεως η οποία περιείχε κατά περίπου 65 % θειική λυσίνη και κατά 35 % κυτταρική μάζα που προκύπτει λόγω της χρησιμοποιούμενης διαδικασίας παρασκευής με ζύμωση. Επιπλέον, κατά το αιτούν δικαστήριο, η κυτταρική αυτή μάζα, η οποία περιείχε θρεπτικές ουσίες υψηλής βιολογικής αξίας, είχε σκοπίμως διατηρηθεί στο προϊόν αυτό προκειμένου να καθίσταται πιο κατάλληλο για χρήση ως πρόσθετο στις ζωοτροφές και να εμποδίζεται η απορρόφηση υγρασίας από τη λυσίνη.

31. Τίθεται, ως εκ τούτου, το ερώτημα αν αυτή η κυτταρική μάζα θεωρείται πρόσμειξη της οποίας η παρουσία, κατά τη σημείωση 1, στοιχείο αʹ, του κεφαλαίου 29 της ΣΟ, δεν θέτει εν αμφιβόλω την κατάταξη στις κλάσεις του κεφαλαίου αυτού.

32. Ως προς το σημείο αυτό, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, μολονότι η εν λόγω σημείωση 1 του κεφαλαίου 29 της ΣΟ επιτρέπει την παρουσία ακαθαρσιών, εντούτοις αυτές έχουν κατ’ ανάγκην υπολειμματικό χαρακτήρα, προκειμένου να μην θίγεται ο «αμιγής» χαρακτήρας της συγκεκριμένης οργανικής ενώσεως. Πράγματι, όπως επισήμανε η γενική εισαγγελέας στο σημείο 31 των προτάσεών της, ο λόγος για τον οποίο αυτό είναι ανεκτό συνδέεται με το γεγονός ότι δεν είναι γενικώς δυνατή από τεχνικής απόψεως η επίτευξη βαθμού καθαρότητας 100 %.

33. Επιπλέον, από τη σημείωση 1, στοιχεία στʹ και ζʹ, του κεφαλαίου 29 της ΣΟ προκύπτει ότι στις κλάσεις του κεφαλαίου αυτού είναι δυνατόν να περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, τα προϊόντα τα οποία αφορά η ως άνω σημείωση 1, στοιχείο αʹ, στα οποία έχουν προστεθεί διάφορες ουσίες που είναι απαραίτητες για τη συντήρησή τους ή τη μεταφορά τους ή οι οποίες διευκολύνουν την εξακρίβωση της ταυτότητας των προϊόντων ή για λόγους ασφάλειας, εφόσον οι προσθήκες αυτές δεν καθιστούν το προϊόν περισσότερο κατάλληλο για ειδικές χρήσεις απ’ ό,τι για τη γενική χρήση του.

34. Αν, κατά τη σημείωση 1, στοιχεία στʹ και ζʹ, του κεφαλαίου 29, για την προσθήκη άλλων ουσιών στα προϊόντα που μπορούν να καταταγούν στο εν λόγω κεφάλαιο πρέπει να τηρούνται ορισμένες απαιτήσεις, που αφορούν ιδίως λόγους ασφάλειας ή διαπιστώσεως της ταυτότητας των προϊόντων με ταυτόχρονη διατήρηση της γενικής χρήσεως του οικείου προϊόντος, τότε, κατά μείζονα λόγο, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το ίδιο ισχύει για τις ακαθαρσίες για τις οποίες γίνεται λόγος στη σημείωση 1, στοιχείο αʹ, του ίδιου κεφαλαίου.

35. Πράγματι, στην περίπτωση που ορισμένο προϊόν περιέχει ακαθαρσίες οι οποίες προκύπτουν από τη διαδικασία παρασκευής και οι οποίες το καθιστούν κατάλληλο για ειδικές χρήσεις, διαφορετικές από τη γενική του χρήση, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι είναι «αμιγές», κατά την έννοια της σημειώσεως 1, στοιχείο αʹ, του κεφαλαίου 29 της ΣΟ, εφόσον οι ακαθαρσίες αυτές είναι καθοριστικές για τη χρήση του.

36. Εξάλλου, η εκτίμηση αυτή προκύπτει επίσης από την επεξηγηματική σημείωση του κεφαλαίου 29 του ΕΣ, της οποίας έγινε μνεία στη σκέψη 4 της παρούσας αποφάσεως.

37. Εν προκειμένω, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι οι ακαθαρσίες διατηρούνται στο επίμαχο προϊόν στην κύρια δίκη μετά τη ζύμωση προκειμένου να το καταστήσουν πιο κατάλληλο, σε σχέση με τη γενική του χρήση, για ειδική χρήση, ως πρόσθετο για πλήρεις ζωοτροφές οι οποίες περιέχουν ορισμένες θρεπτικές ουσίες υψηλής βιολογικής αξίας.

38. Κατά συνέπεια, δεν ήταν δυνατή η κατάταξη στην κλάση 2922 της ΣΟ προϊόντος με βάση τη θειική λυσίνη όπως το επίμαχο στην κύρια δίκη.

39. Η κλάση 2309 της ΣΟ αφορά τα «παρασκευάσματα των τύπων που χρησιμοποιούνται για τη διατροφή των ζώων». Κατά τη σημείωση 1 του κεφαλαίου 23 της ΣΟ, η εν λόγω κλάση περιλαμβάνει τα προϊόντα των τύπων που χρησιμοποιούνται για τη διατρ οφή των ζώων, τα οποία δεν κατονομάζονται ούτε περιλαμβάνονται αλλού και λαμβάνονται από την επεξεργασία φυτικών ή ζωικών υλών και τα οποία, εξ αυτού του λόγου, έχουν χάσει τα ουσιώδη χαρακτηριστικά της αρχικής ύλης, πλην των φυτικών απορριμμάτων, υπολειμμάτων και φυτικών υποπροϊόντων που προέκυψαν από την επεξεργασία αυτή.

40. Επιπλέον, από τις επεξηγηματικές σημειώσεις του ΕΣ που είναι σχετικές με την κλάση 2309 της ΣΟ, των οποίων έγινε μνεία στη σκέψη 5 της παρούσας αποφάσεως, προκύπτει ότι η κλάση αυτή αφορά ιδίως τα πρόσθετα, των οποίων η φύση και οι αναλογίες καθορίζονται εν όψει συγκεκριμένης ζωοτεχνικής παραγωγής, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται τα αμινοξέα.

41. Πρέπει να επισημανθεί, συναφώς, ότι ο προορισμός του προϊόντος μπορεί να αποτελεί αντικειμενικό κριτήριο για την κατάταξη, εφόσον είναι συμφυής με το εν λόγω προϊόν, ο συμφυής δε αυτός χαρακτήρας πρέπει να μπορεί να εκτιμάται σε συνάρτηση με τα αντικειμενικά χαρακτηριστικά και τις αντικειμενικές ιδιότητες του προϊόντος αυτού (βλ. αποφάσεις της 15ης Φεβρουαρίου 2007, C-183/06, RUMA, Συλλογή 2007, σ. I-1559, σκέψη 36· Olicom, προπαρατεθείσα, σκέψη 18, καθώς και της 29ης Απριλίου 2010, C-123/09, Roeckl Sporthandschuhe, Συλλογή 2010, σ. I-4065, σκέψη 28).

42. Προκύπτει, όμως, από την απόφαση περί παραπομπής ότι το επίμαχο στην κύρια δίκη προϊόν με βάση τη θειική λυσίνη προοριζόταν, ως πρόσθετο, για χρήση κατά την παρασκευή ζωοτροφών. Αποτελούνταν από ορισμένο αριθμό στοιχείων, μεταξύ των οποίων και αμινοξέα, τα οποία έχουν πλεονεκτήματα, ως προς τα ζώα, σε διατροφικό επίπεδο.

43. Συνεπώς, τα αντικειμενικά χαρακτηριστικά αυτού του προϊόντος και, ειδικότερα, τα στοιχεία κυτταρικής μάζας που προκύπτουν από τη διαδικασία παρασκευής και διατηρούνταν σκοπίμως σε αυτό, το προόριζαν για χρήση ως πρόσθετο χρησιμοποιούμενο στην παρασκευή ζωοτροφών. Κατά συνέπεια, το προϊόν αυτό πληρούσε τις απαιτούμενες προϋποθέσεις για να καταταγεί στην κλάση 2309 της ΣΟ.

44. Ως προς την κλάση 3824 της ΣΟ αρκεί η επισήμανση ότι είναι επικουρικής φύσεως και εφαρμόζεται μόνο στην περίπτωση που δεν είναι δυνατή η κατάταξη του συγκεκριμένου προϊόντος σε οποιαδήποτε άλλη κλάση. Δεδομένου ότι αυτό δεν συμβαίνει εν προκειμένω, παρέλκει η εξέταση του ενδεχομένου κατατάξεως στην κλάση αυτή.

45. Κατά συνέπεια, στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η ΣΟ έχει την έννοια ότι προϊόν που περιέχει θειική λυσίνη καθώς και ακαθαρσίες που προκύπτουν από τη διαδικασία παρασκευής πρέπει να καταταγεί στην κλάση 2309 ως παρασκεύασμα των τύπων που χρησιμοποιούνται για τη διατροφή των ζώων.

Επί του δεύτερου και του τρίτου ερωτήματος

46. Με το δεύτερο και το τρίτο ερώτημά του, τα οποία αρμόζει να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν προσκρούει στο δίκαιο της Ένωσης, λαμβανομένων υπόψη των αρχών της ασφάλειας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης που πρέπει να τηρούνται βάσει του εθνικού δικαίου, αφενός, η εκ μέρους των εθνικών τελωνειακών αρχών αναζήτηση των αχρεωστήτως χορηγηθεισών επιστροφών στην παραγωγή τις οποίες ο παραγωγός εισέπραξε καλοπίστως και, αφετέρου, η εκ μέρους τους άρνηση καταβολής επιστροφών στην παραγωγή για το προϊόν αυτό, για την οποία οι αρχές αυτές είχαν δεσμευτεί έναντι του εν λόγω παραγωγού.

47. Πρέπει, εκ προοιμίου, να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, δεν δύναται να θεωρηθεί αντίθετο προς το δίκαιο της Ένωσης το γεγονός ότι το εθνικό δίκαιο περί ανακλήσεως των διοικητικών πράξεων και περί αναζητήσεως των παροχών που αχρεωστήτως καταβλήθηκαν από τη διοίκηση λαμβάνει υπόψη, παράλληλα με την αρχή της νομιμότητας, τις αρχές της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της ασφάλειας δικαίου, δεδομένου ότι οι τελευταίες αποτελούν μέρος της έννομης τάξης της Ένωσης. Οι αρχές αυτές πρέπει να τηρούνται με ιδιαίτερη αυστηρότητα όταν πρόκειται για ρύθμιση δυναμένη να έχει χρηματοοικονομικές συνέπειες (βλ. απόφαση της 13ης Μαρτίου 2008, C-383/06 έως C-385/06, Vereniging Nationaal Overlegorgaan Sociale Werkvoorziening κ.λπ., Συλλογή 2008, σ. I-1561, σκέψη 52 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

48. Πρέπει, όμως, να επισημανθεί ότι ο κανονισμός 1265/2001, δυνάμει του οποίου η Agroferm έλαβε επιστροφές στην παραγωγή για τη θειική λυσίνη, θεσπίζει τις λεπτομέρειες εφαρμογής του κανονισμού 1260/2001 που αφορά την κοινή οργάνωση των αγορών στον τομέα της ζάχαρης στο πλαίσιο της κοινής γεωργικής πολιτικής.

49. Ως εκ τούτου, η επιστροφή των ποσών που η Ένωση έχει καταβάλει αχρεωστήτως δυνάμει του εν λόγω κανονισμού 1265/2001 έχει ως νομική βάση τις διατάξεις του κανονισμού 1258/1999, περί χρηματοδοτήσεως της κοινής γεωργικής πολιτικής (βλ., κατ’ αναλογία, σχετικά με την ανάκτηση αχρεωστήτως καταβληθεισών επιχορηγήσεων στο πλαίσιο των διαρθρωτικών ταμείων, προπαρατεθείσα απόφαση Vereniging Nationaal Overlegorgaan Sociale Werkvoorziening κ.λπ., σκέψη 39).

50. Ειδικότερα, το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του δεύτερου ως άνω κανονισμού δημιουργεί υποχρέωση για τα κράτη μέλη, χωρίς να είναι αναγκαίο να προβλέπεται σχετική εξουσία από το εθνικό δίκαιο, να ανακτούν τα ποσά που χάνονται κατόπιν παρατυπιών ή αμελειών (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση της 21ης Σεπτεμβρίου 1983, 205/82 έως 215/82, Deutsche Milchkontor κ.λπ., Συλλογή 1983, σ. 2633, σκέψη 22).

51. Στο πλαίσιο αυτό, η αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης πρέπει να εφαρμοστεί σύμφωνα με τους κανόνες του δικαίου της Ένωσης (βλ., κατ’ αναλογία, προπαρατεθείσα απόφαση Vereniging Nationaal Overlegorgaan Sociale Werkvoorziening κ.λπ., σκέψη 53).

52. Επιβάλλεται, συναφώς, η επισήμανση ότι δεν χωρεί επίκληση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης έναντι ρητής διατάξεως του δικαίου της Ένωσης και ότι η αντίθετη προς το δίκαιο της Ένωσης συμπεριφορά εθνικής αρχής επιφορτισμένης με την εφαρμογή του δικαίου αυτού δεν μπορεί να θεμελιώσει την ύπαρξη δικαιολογημένης εμπιστοσύνης εκ μέρους του επιχειρηματία ότι θα τύχει μεταχειρίσεως αντίθετης προς το δίκαιο της Ένωσης [βλ. αποφάσεις της 1ης Απριλίου 1993, C-31/91 έως C-44/91, Lageder κ.λπ., Συλλογή 1993, σ. I-1761, σκέψη 35· της 16ης Μαρτίου 2006, C-94/05, Emsland-Stärke, Συλλογή 2006, σ. I-2619, σκέψη 31, και της 7ης Απριλίου 2011, C-153/10, Sony Supply Chain Solutions (Europe), Συλλογή 2011, σ. I-2775, σκέψη 47].

53. Το άρθρο 1, παράγραφος 1, του κανονισμού 1265/2001 περιλαμβάνει στα «προϊόντα βάσης» για τα οποία χορηγείται επιστροφή στην παραγωγή, μεταξύ άλλων, τη ζάχαρη που χρησιμοποιείται για την παρασκευή των προϊόντων της χημικής βιομηχανίας που απαριθμούνται στο παράρτημα I του κανονισμού αυτού. Στο παράρτημα αυτό γίνεται ρητή μνεία των προϊόντων που κατατάσσονται στα κεφάλαια 29 και 38 της ΣΟ. Προκύπτει, επιπλέον, από το άρθρο 10, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού αυτού, ότι στην αίτηση χορηγήσεως επιστροφής στην παραγωγή πρέπει να αναγράφεται η δασμολογική κλάση και η περιγραφή του χημικού προϊόντος για την παρασκευή του οποίου πρέπει να χρησιμοποιηθεί το προϊόν βάσεως.

54. Ως προς το σημείο αυτό, όπως επισήμανε η γενική εισαγγελέας στο σημείο 63 των προτάσεών της, μπορεί να θεμελιωθεί προστατευόμενη εμπιστοσύνη επιχειρηματία όσον αφορά τη χορήγηση επιστροφής στην παραγωγή μόνον εφόσον το προϊόν που παρασκευάζει εμπίπτει στην κλάση ή στο κεφάλαιο της ΣΟ που αναγράφεται στον τίτλο επιστροφής.

55. Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την απάντηση στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το επίμαχο προϊόν στην κύρια δίκη θα έπρεπε, στην πραγματικότητα, να έχει καταταγεί στην κλάση 2309 της ΣΟ, και όχι στην κλάση 2922 αυτής, όπως εσφαλμένα είχε δηλώσει ο επιχειρηματίας δικαιούχος επιστροφών στην παραγωγή.

56. Ως εκ τούτου, οι επιστροφές στην παραγωγή για το προϊόν αυτό προσέκρουαν στο δίκαιο της Ένωσης. Κατά συνέπεια, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι δανικές τελωνειακές αρχές δεν δημιούργησαν υπέρ του συγκεκριμένου επιχειρηματία, ανεξαρτήτως της καλής του πίστεως, δικαιολογημένη εμπιστοσύνη ότι θα τύχει μεταχειρίσεως αντίθετης προς το δίκαιο της Ένωσης. Αυτό ισχύει ακόμη και στην περίπτωση που, αφενός, οι επιστροφές αυτές χορηγήθηκαν επί τη βάσει προηγούμενης εγκρίσεως των εν λόγω αρχών και, αφετέρου, οι αρχές είχαν δεσμευτεί, πριν τους γίνει γνωστό το σφάλμα στο οποίο υπέπεσε ο επιχειρηματίας στη δήλωσή του, να προβούν εκ νέου στη χορήγηση επιστροφών.

57. Από τις ανωτέρω εκτιμήσεις προκύπτει ότι στο δεύτερο και το τρίτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης έχει την έννοια ότι δεν προσκρούει σε αυτήν, σε περιστάσεις όπως αυτές της κύριας δίκης, αφενός, η εκ μέρους των εθνικών τελωνειακών αρχών αναζήτηση των αχρεωστήτως χορηγηθεισών επιστροφών στην παραγωγή για τη θειική λυσίνη τις οποίες ο παραγωγός έχει ήδη εισπράξει και, αφετέρου, η εκ μέρους τους άρνηση καταβολής επιστροφών στην παραγωγή για το προϊόν αυτό, για την οποία οι αρχές αυτές έχουν δεσμευτεί έναντι του εν λόγω παραγωγού.

Επί των δικαστικών εξόδων

58. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Διατακτικό

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) αποφαίνεται:

1) Η συνδυασμένη ονοματολογία που περιλαμβάνεται στο παράρτημα I του κανονισμού (ΕΟΚ) 2658/87 του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 1987, για τη δασμολογική και στατιστική ονοματολογία και το κοινό δασμολόγιο, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 1719/2005 της Επιτροπής, της 27ης Οκτωβρίου 2005, έχει την έννοια ότι προϊόν που περιέχει θειική λυσίνη καθώς και ακαθαρσίες που προκύπτουν από τη διαδικασία παρασκευής πρέπει να καταταγεί στην κλάση 2309 ως παρασκεύασμα των τύπων που χρησιμοποιούνται για τη διατροφή των ζώων.

2) Η αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης έχει την έννοια ότι δεν προσκρούει σε αυτήν, σε περιστάσεις όπως αυτές της κύριας δίκης, αφενός, η εκ μέρους των εθνικών τελωνειακών αρχών αναζήτηση των αχρεωστήτως χορηγηθεισών επιστροφών στην παραγωγή για τη θειική λυσίνη τις οποίες ο παραγωγός έχει ήδη εισπράξει και, αφετέρου, η εκ μέρους τους άρνηση καταβολής επιστροφών στην παραγωγή για το προϊόν αυτό, για την οποία οι αρχές αυτές έχουν δεσμευτεί έναντι του εν λόγω παραγωγού.


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 20ής Ιουνίου 2013 ( *1 )

«Δασμολογική κατάταξη — Συνδυασμένη Ονοματολογία — Προϊόν με βάση τη ζάχαρη, αποτελούμενο κατά 65 % από θειική λυσίνη και από ακαθαρσίες που προκύπτουν από τη διαδικασία παρασκευής — Κανονισμός (ΕΚ) 1719/2005 — Κανονισμός (ΕΚ) 1265/2001 — Χορήγηση επιστροφών στην παραγωγή για ορισμένα προϊόντα που χρησιμοποιούνται στη χημική βιομηχανία — Αχρεωστήτως καταβληθείσες κοινοτικές ενισχύσεις — Απόδοση των καταβληθέντων — Αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης»

Στην υπόθεση C-568/11,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Vestre Landsret (Δανία) με απόφαση της 9ης Νοεμβρίου 2011, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 14 Νοεμβρίου 2011, στο πλαίσιο της δίκης

Agroferm A/S

κατά

Ministeriet for Fødevarer, Landbrug og Fiskeri,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους R. Silva de Lapuerta, πρόεδρο τμήματος, Γ. Αρέστη (εισηγητή), J.-C. Bonichot, A. Arabadjev και J. L. da Cruz Vilaça, δικαστές,

γενική εισαγγελέας: J. Kokott

γραμματέας: C. Strömholm, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 22ας Νοεμβρίου 2012,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

η Agroferm A/S, εκπροσωπούμενη από τον J. Lentz, advokat,

η Δανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τη V. Pasternak Jørgensen, επικουρούμενη από τον J. Pinborg, advokat,

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τη C. Barslev και τον P. Rossi,

αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις της κατά τη συνεδρίαση της 24ης Ιανουαρίου 2013,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία των κλάσεων 2309, 2922 και 3824 της συνδυασμένης ονοματολογίας που περιλαμβάνεται στο παράρτημα I του κανονισμού (ΕΟΚ) 2658/87 του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 1987, για τη δασμολογική και στατιστική ονοματολογία και το κοινό δασμολόγιο (ΕΕ L 256, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 1719/2005 της Επιτροπής, της 27ης Οκτωβρίου 2005 (ΕΕ L 286, σ. 1, στο εξής: ΣΟ), καθώς και τις αρχές του δικαίου της Ένωσης που διέπουν την ανάκτηση αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών.

2

Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Agroferm A/S (στο εξής: Agroferm) και του Ministeriet for Fødevarer, Landbrug og Fiskeri (Υπουργείο Τροφίμων, Γεωργίας και Αλιείας, στο εξής: Ministeriet), σχετικά με την απόδοση εκ μέρους της Agroferm επιστροφών στην παραγωγή για τη θειική λυσίνη οι οποίες της είχαν καταβληθεί αχρεωστήτως.

Το νομικό πλαίσιο

Το διεθνές δίκαιο

3

Το εναρμονισμένο σύστημα περιγραφής και κωδικοποιήσεως των εμπορευμάτων (στο εξής: ΕΣ) καταρτίστηκε από το Συμβούλιο Τελωνειακής Συνεργασίας, νυν Παγκόσμια Οργάνωση Τελωνείων, και θεσπίστηκε με τη διεθνή σύμβαση για το εναρμονισμένο σύστημα περιγραφής και κωδικοποιήσεως των εμπορευμάτων, η οποία συνήφθη στις Βρυξέλλες στις 14 Ιουνίου 1983 και εγκρίθηκε, μαζί με το τροποποιητικό πρωτόκολλο της 24ης Ιουνίου 1986, εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας με την απόφαση 87/369/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 7ης Απριλίου 1987 (EE L 198, σ. 1).

4

Κατά την επεξηγηματική σημείωση που αφορά το κεφάλαιο 29 του ΕΣ, ο όρος «ακαθαρσίες» αφορά μόνο τις ουσίες η παρουσία των οποίων στη συγκεκριμένη χημική ένωση οφείλεται αποκλειστικά στη διαδικασία παρασκευής. Οι ουσίες αυτές δεν θεωρούνται ακαθαρσίες επιτρεπόμενες βάσει της σημειώσεως αυτής στην περίπτωση που έχουν διατηρηθεί σκοπίμως προκειμένου το προϊόν να καταστεί πιο κατάλληλο για εξειδικευμένες χρήσεις σε σχέση με την κατά κανόνα χρήση του.

5

Κατά τις επεξηγηματικές σημειώσεις που αφορούν την κλάση 2309 του ΕΣ, η κλάση αυτή αφορά τα παρασκευάσματα που προορίζονται να χρησιμοποιηθούν για την παραγωγή «πλήρων» ζωοτροφών ή «συμπληρωμάτων ζωοτροφών». Τα παρασκευάσματα αυτά είναι, σε γενικές γραμμές, πολύπλοκα μίγματα που περιλαμβάνουν σύνολο στοιχείων, τα οποία αποκαλούνται ενίοτε «πρόσθετα», των οποίων η φύση και οι αναλογίες καθορίζονται εν όψει συγκεκριμένης ζωοτεχνικής παραγωγής. Τα στοιχεία αυτά, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται τα αμινοξέα, βελτιώνουν, ιδίως, την πέψη αλλά και, γενικότερα, την απορρόφηση των τροφών από τον οργανισμό των ζώων και διαφυλάττουν την υγεία τους.

Το δίκαιο της Ένωσης

Η δασμολογική κατάταξη

6

Η ΣΟ στηρίζεται στο ΣΕ. Το δεύτερο μέρος της ΣΟ περιλαμβάνει κατάταξη των προϊόντων σε τμήματα, κεφάλαια, κλάσεις και διακρίσεις.

7

Το κεφάλαιο 23 της ΣΟ τιτλοφορείται «Υπολείμματα και απορρίμματα των βιομηχανιών ειδών διατροφής· τροφές παρασκευασμένες για ζώα». Κατά τη σημείωση 1 του κεφαλαίου αυτού, η κλάση 2309 της ΣΟ περιλαμβάνει «τα προϊόντα των τύπων που χρησιμοποιούνται για τη διατροφή των ζώων, που δεν κατονομάζονται ούτε περιλαμβάνονται αλλού και παίρνονται από την επεξεργασία φυτικών ή ζωικών υλών που, από το γεγονός αυτό, έχασαν τα ουσιώδη χαρακτηριστικά της αρχικής ύλης, άλλα από τα φυτικά απορρίμματα, υπολείμματα και υποπροϊόντα φυτικά που προέκυψαν από την επεξεργασία αυτή». Η κλάση 2309 της ΣΟ τιτλοφορείται «Παρασκευάσματα των τύπων που χρησιμοποιούνται για τη διατροφή των ζώων».

8

Το κεφάλαιο 29 της ΣΟ τιτλοφορείται «Οργανικά χημικά προϊόντα». Κατά τη σημείωση 1, στοιχεία αʹ και βʹ, του κεφαλαίου αυτού:

«Εκτός από αντίθετες διατάξεις, οι κλάσεις του κεφαλαίου αυτού περιλαμβάνουν μόνο:

α)

τις αμιγείς οργανικές ενώσεις καθορισμένης χημικής σύστασης, έστω και αν οι ενώσεις αυτές περιέχουν ή όχι ακαθαρσίες·

β)

τα μείγματα ισομερών μιας και της αυτής οργανικής ένωσης (έστω και αν τα μείγματα αυτά περιέχουν ή όχι ακαθαρσίες), με εξαίρεση τα μείγματα ισομερών (άλλα από τα στερεοϊσομερή) των άκυκλων υδρογονανθράκων, κορεσμένων ή μη (κεφάλαιο 27)».

9

Η κλάση 2922 της ΣΟ τιτλοφορείται «Αμινοενώσεις με οξυγονούχες ομάδες».

10

Το κεφάλαιο 38 της ΣΟ τιτλοφορείται «Διάφορα προϊόντα των χημικών βιομηχανιών». Η κλάση 3824 της ΣΟ αφορά τα «[σ]υνδετικά παρασκευασμένα για καλούπια ή πυρήνες χυτηρίου· χημικά προϊόντα και παρασκευάσματα των χημικών ή συναφών βιομηχανιών (στα οποία περιλαμβάνονται και εκείνα που αποτελούνται από μείγματα φυσικών προϊόντων), που δεν κατονομάζονται ούτε περιλαμβάνονται αλλού».

Οι επιστροφές στην παραγωγή

– Ο κανονισμός (ΕΚ) 1260/2001

11

Το άρθρο 7, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ) 1260/2001 του Συμβουλίου, της 19ης Ιουνίου 2001, για την κοινή οργάνωση των αγορών στον τομέα της ζάχαρης (ΕΕ L 178, σ. 1), ορίζει τα εξής:

«Αποφασίζεται η χορήγηση επιστροφών στην παραγωγή για τα προϊόντα που αναφέρονται στο άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ και στʹ, για τα σιρόπια του άρθρου 1, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, καθώς και για τη χημικώς καθαρή φρουκτόζη (λεβουλόζη) που υπάγεται στον κωδικό ΣΟ 1702 50 00, ως ενδιάμεσο προϊόν, και τελούν υπό ένα από τα καθεστώτα που προβλέπονται στο άρθρο 23, παράγραφος 2 [ΕΚ], τα οποία χρησιμοποιούνται για την παρασκευή ορισμένων προϊόντων της χημικής βιομηχανίας.

[…]»

– Ο κανονισμός (ΕΚ) 1265/2001

12

Το άρθρο 1 του κανονισμού (ΕΚ) 1265/2001 της Επιτροπής, της 27ης Ιουνίου 2001, για τη θέσπιση των λεπτομερειών εφαρμογής του κανονισμού 1260/2001 σχετικά με την επιστροφή στην παραγωγή για ορισμένα προϊόντα του τομέα της ζάχαρης τα οποία χρησιμοποιούνται στη χημική βιομηχανία (EE L 178, σ. 63), ορίζει τα εξής:

«1.   Προς τον σκοπό του παρόντος κανονισμού, ως “προϊόντα βάσης” νοούνται:

α)

τα προϊόντα που αναφέρονται στο άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ και στʹ, του κανονισμού […] 1260/2001 και

β)

τα σιρόπια ζάχαρης που αναφέρονται στο στοιχείο δʹ του κανονισμού […] 1260/2001 και υπάγονται στους κωδικούς ΣΟ ex 1702 60 95 και ex 1702 90 99, καθαρότητας τουλάχιστον 85 %

τα οποία χρησιμοποιούνται για την παρασκευή των προϊόντων της χημικής βιομηχανίας που απαριθμούνται στο παράρτημα Ι του παρόντος κανονισμού.

[...]»

13

Το άρθρο 2 του κανονισμού 1265/2001 προβλέπει τα εξής:

«1.   Η επιστροφή στην παραγωγή χορηγείται από το κράτος μέλος, στο έδαφος του οποίου γίνεται η μεταποίηση των προϊόντων βάσης.

2.   Το κράτος μέλος μπορεί να χορηγεί την επιστροφή μόνον εφόσον επιβεβαιώνεται από τελωνειακό ή διοικητικό έλεγχο που παρέχει ισοδύναμες εγγυήσεις ότι τα προϊόντα βάσης χρησιμοποιούνται κατά τρόπο σύμφωνο προς τον σκοπό που καθορίζεται στην αίτηση, η οποία αναφέρεται στο άρθρο 3.»

14

Κατά το άρθρο 10 του κανονισμού αυτού:

«1.   Η αίτηση χορήγησης επιστροφής στην παραγωγή υποβάλλεται γραπτώς προς την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους όπου το προϊόν βάσης πρόκειται να μεταποιηθεί.

Στην αίτηση πρέπει να αναγράφονται:

[…]

γ)

η δασμολογική κλάση και η περιγραφή του χημικού προϊόντος για την παρασκευή του οποίου πρέπει να χρησιμοποιηθεί το προϊόν βάσης·

[...]

3.   Για τους σκοπούς εφαρμογής της παραγράφου 2:

[...]

β)

το δικαίωμα επιστροφής στην παραγωγή εξαρτάται από τη χορήγηση προηγούμενης έγκρισης στον μεταποιητή από το κράτος μέλος στο έδαφος του οποίου πρέπει αυτός να μεταποιήσει το ενδιάμεσο προϊόν στο χημικό προϊόν που αναφέρεται στο παράρτημα I.

Οι εγκρίσεις που αναφέρονται στο δεύτερο εδάφιο χορηγούνται από το οικείο κράτος μέλος εφόσον ο ενδιαφερόμενος εξασφαλίζει στο τελευταίο όλες τις διευκολύνσεις που επιτρέπουν τους αναγκαίους ελέγχους.

[...]»

15

Από το παράρτημα I του κανονισμού 1265/2001 προκύπτει ότι οι επιστροφές στην παραγωγή χορηγούνται για την παρασκευή προϊόντων που εμπίπτουν στα κεφάλαια 29 (οργανικά χημικά προϊόντα) και 38 (διάφορα προϊόντα των χημικών βιομηχανιών) της ΣΟ.

Η χρηματοδότηση της κοινής γεωργικής πολιτικής

16

Το άρθρο 8 του κανονισμού (ΕΚ) 1258/1999 του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1999, περί χρηματοδοτήσεως της κοινής γεωργικής πολιτικής, όριζε τα εξής:

«1.   Τα κράτη μέλη λαμβάνουν, σύμφωνα με τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές τους διατάξεις, τα αναγκαία μέτρα προκειμένου:

α)

να βεβαιώνονται για την πραγματικότητα και την κανονικότητα των χρηματοδοτούμενων από το Ταμείο πράξεων·

β)

να προλαμβάνουν και να διώκουν τις παρατυπίες·

γ)

να ανακτούν τα απωλεσθέντα λόγω παρατυπιών ή αμελειών ποσά.

Τα κράτη μέλη ενημερώνουν την Επιτροπή για τα ληφθέντα προς τον σκοπό αυτό μέτρα, και ιδίως για την πορεία των διοικητικών και δικαστικών διαδικασιών.

2.   Σε περίπτωση μη πλήρους ανάκτησης, οι οικονομικές συνέπειες των παρατυπιών ή αμελειών αναλαμβάνονται από την Κοινότητα, εκτός εκείνων που οφείλονται σε παρατυπίες ή αμέλειες καταλογιστέες σε διοικητικές αρχές ή άλλους φορείς των κρατών μελών.

Τα ανακτηθέντα ποσά καταβάλλονται στους εγκεκριμένους οργανισμούς πληρωμών οι οποίοι τα αφαιρούν από τις χρηματοδοτούμενες από το Ταμείο δαπάνες. Οι τόκοι από ανακτώμενα ή καταβληθέντα με καθυστέρηση ποσά καταβάλλονται στο Ταμείο.

[...]»

Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

17

Η Agroferm είναι δανική επιχείρηση η οποία, έως τον Ιούνιο του 2006, παρήγε θειική λυσίνη σε εργοστάσιο ευρισκόμενο στο Esbjerg (Δανία). Οι ενώσεις της λυσίνης παράγονται από ζάχαρη, η οποία είναι για αυτές το προϊόν βάσεως.

18

Η Agroferm υπέβαλε στις 19 Μαΐου 2004 αίτηση προς τις δανικές τελωνειακές αρχές, ζητώντας προηγούμενη έγκριση για τη χορήγηση επιστροφών στην παραγωγή όσον αφορά τη θειική λυσίνη. Η Agroferm εξέθεσε στην αίτησή της ότι σχεδίαζε την παρασκευή λυσίνης η οποία, κατά την άποψή της, υπαγόταν στην κλάση 2922 της ΣΟ. Κατόπιν της αποδοχής της αιτήσεώς της από τις εν λόγω αρχές, η Agroferm ελάμβανε σε τακτά χρονικά διαστήματα επιστροφές στην παραγωγή που αντιστοιχούσαν στις ποσότητες ζάχαρης που χρησιμοποιούσε για την παρασκευή θειικής λυσίνης.

19

Κατόπιν αναλύσεων που πραγματοποίησε η Force Technology, ιδιωτική επιχείρηση στην οποία έχει ανατεθεί από τις δανικές τελωνειακές αρχές η ανάλυση δειγμάτων προϊόντων για τη δασμολογική τους κατάταξη, προτάθηκε η κατάταξη του προϊόντος της Agroferm στο κεφάλαιο 23 και όχι στο κεφάλαιο 29 της ΣΟ. Σε έκθεση της 5ης Απριλίου 2006, η Force Technology ανέφερε ότι το δείγμα που αναλύθηκε είχε παραχθεί με ζύμωση και ότι το συγκεκριμένο προϊόν περιείχε θειική λυσίνη και υποπροϊόντα της ζυμώσεως. Η επιχείρηση αυτή επισήμανε ότι προϊόν με βαθμό καθαρότητας μόνο 66 % (ποσοστό θειικής λυσίνης επί της ξηράς ουσίας) δεν μπορούσε να καταταγεί στο κεφάλαιο 29 της ΣΟ.

20

Η επιτροπή τελωνειακού κώδικα, στην οποία απευθύνθηκαν οι δανικές τελωνειακές αρχές, διευκρίνισε, αφενός, ότι έπρεπε να προκρίνεται η κατά περίπτωση προσέγγιση προκειμένου να κριθεί το αποδεκτό ποσοστό ακαθαρσιών και η κατάταξη χημικών προϊόντων και, αφετέρου, ότι το επίμαχο παρασκεύασμα στην κύρια δίκη έπρεπε να καταταγεί στο κεφάλαιο 23 και όχι στο κεφάλαιο 29 της ΣΟ.

21

Με απόφαση της 10ης Αυγούστου 2006, η Direktoratet for FødevareErhverv (διεύθυνση επιχειρήσεων τροφίμων, στο εξής: Direktoratet) ενημέρωσε την Agroferm ότι, κατόπιν διαβουλεύσεων με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και την επιτροπή τελωνειακού κώδικα, είχε διαπιστωθεί ότι τα προϊόντα που παρήγε η εταιρία αυτή δεν έπρεπε να κατατάσσονται ως προϊόντα με βάση τη λυσίνη, κατά την έννοια της κλάσεως 2922 της ΣΟ, και ότι, κατά συνέπεια, η επιχείρηση αυτή δεν μπορούσε να τυγχάνει επιστροφών στην παραγωγή.

22

Η Direktoratet αποφάσισε στις 22 Νοεμβρίου 2006 ότι η Agroferm έπρεπε να επιστρέψει συνολικό ποσό περίπου 86,6 εκατομμυρίων κορωνών Δανίας, πλέον τόκων, το οποίο αντιστοιχούσε, κατά το Direktoratet, στις επιστροφές στην παραγωγή που είχαν εισπραχθεί μεταξύ Αυγούστου 2004 και Μαρτίου 2006 και για το ύψος του οποίου ερίζουν οι διάδικοι της κύριας δίκης.

23

Η Agroferm άσκησε στις 18 Δεκεμβρίου 2006 ενώπιον του Ministeriet διοικητική προσφυγή κατά των αποφάσεων του Direktoratet. Με απόφαση της 18ης Ιουλίου 2008, το Ministeriet επιβεβαίωσε στο σύνολό τους τις αποφάσεις της Direktoratet και έκρινε ότι η Agroferm δεν είχε ενεργήσει καλοπίστως ζητώντας να της χορηγηθούν επιστροφές στην παραγωγή.

24

Στις 23 Σεπτεμβρίου 2009 η Agroferm άσκησε προσφυγή ενώπιον του Retten i Esbjerg [Πρωτοδικείο του Esbjerg] το οποίο, με απόφαση της 4ης Νοεμβρίου 2009 και κατόπιν κοινού αιτήματος των διαδίκων, παρέπεμψε την υπόθεση ενώπιον του Vestre Landsret, για τον λόγο ότι η διαφορά της κύριας δίκης ήταν υπόθεση γενικότερης σημασίας, κατά την έννοια της δανικής πολιτικής δικονομίας, δεδομένου ότι αφορούσε ερμηνευτικά ζητήματα σχετικά με το δίκαιο της Ένωσης και εξεταζόταν η υποβολή αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως.

25

Υπό τις συνθήκες αυτές, το αιτούν δικαστήριο αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)

Προϊόν το οποίο παρασκευάζεται από ζάχαρη που υφίσταται ζύμωση με χρήση βακτηριδίων Corynebacterium glutamicum και το οποίο περιέχει –όπως διευκρινίζεται στο παράρτημα 1 της αποφάσεως περί παραπομπής– κατά περίπου 65 % θειική λυσίνη, καθώς και ακαθαρσίες από τη διαδικασία παρασκευής (πρώτες ύλες που δεν έχουν υποστεί μετατροπή, αντιδραστήρια που χρησιμοποιήθηκαν κατά την παρασκευή και υποπροϊόντα), κατατάσσεται στην κλάση 2309, στην κλάση 2922 ή στην κλάση 3824 της [ΣΟ];

Έχει σημασία συναφώς αν οι ακαθαρσίες έχουν διατηρηθεί σκοπίμως προκειμένου το προϊόν να είναι ιδιαίτερα κατάλληλο, ή να βελτιωθεί η καταλληλότητά του, για την παραγωγή ζωοτροφών ή αν έχουν διατηρηθεί επειδή δεν είναι αναγκαία ή σκόπιμη η αφαίρεσή τους; Ποιες είναι οι κατευθυντήριες γραμμές για την εκτίμηση του ζητήματος αυτού σε καθεμία από τις περιπτώσεις;

Έχει σημασία για την απάντηση αν είναι δυνατή η παραγωγή άλλων προϊόντων που περιέχουν λυσίνη, συμπεριλαμβανομένων προϊόντων “αμιγούς” (≥ 98 %) λυσίνης και HCl λυσίνης τα οποία έχουν μεγαλύτερη περιεκτικότητα σε λυσίνη σε σχέση με το προαναφερθέν προϊόν θειικής λυσίνης και έχει σημασία συναφώς αν η αναλογία θειικής λυσίνης και άλλων ακαθαρσιών στο προαναφερθέν προϊόν θειικής λυσίνης ανταποκρίνεται σε εκείνη που περιέχεται σε προϊόντα θειικής λυσίνης άλλων παραγωγών; Ποιες είναι οι κατευθυντήριες γραμμές για την εκτίμηση του ζητήματος αυτού σε καθεμία από τις περιπτώσεις;

2)

Εάν υποτεθεί ότι, κατά την αρχή της νομιμότητας, η παραγωγή δεν ενέπιπτε στο σύστημα επιστροφών, προσκρούει στο δίκαιο της Ένωσης το ότι οι εθνικές αρχές, κατ’ εφαρμογή των εθνικών αρχών της ασφάλειας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, δεν προβαίνουν, σε υπόθεση όπως η υπό κρίση, σε αναζήτηση των ποσών επιστροφών τα οποία ο παραγωγός έλαβε καλοπίστως;

3)

Εάν υποτεθεί ότι, κατά την αρχή της νομιμότητας, η παραγωγή δεν ενέπιπτε στο σύστημα επιστροφών, προσκρούει στο δίκαιο της Ένωσης η τήρηση εκ μέρους των εθνικών αρχών, κατ’ εφαρμογή των εθνικών αρχών της ασφάλειας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, σε υπόθεση όπως η υπό κρίση, δεσμεύσεων (πιστοποιητικά επιστροφής), οι οποίες είχαν ορισμένη χρονική διάρκεια και τις οποίες ο παραγωγός αποδέχθηκε καλοπίστως;»

Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

Επί του πρώτου ερωτήματος

26

Με το πρώτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν προϊόν όπως το επίμαχο στην κύρια δίκη, το οποίο περιέχει θειική λυσίνη καθώς και ακαθαρσίες από τη διαδικασία παρασκευής κατατάσσεται στην κλάση 2309, 2922 ή 3824 της ΣΟ.

27

Πρέπει να υπομνησθεί, συναφώς, η πάγια νομολογία του Δικαστηρίου κατά την οποία, χάριν της ασφάλειας δικαίου και προς διευκόλυνση των ελέγχων, το καθοριστικό κριτήριο για τη δασμολογική κατάταξη των εμπορευμάτων πρέπει γενικώς να αναζητείται στα αντικειμενικά χαρακτηριστικά και στις αντικειμενικές ιδιότητές τους, όπως ορίζονται από το γράμμα της κλάσεως της ΣΟ και των σημειώσεων του οικείου τμήματος ή κεφαλαίου (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 25ης Μαΐου 1989, 40/88, Weber, Συλλογή 1989, σ. 1395, σκέψη 13· της 18ης Ιουλίου 2007, C-142/06, Olicom, Συλλογή 2007, σ. I-6675, σκέψη 16, και της 28ης Ιουλίου 2011, C-215/10, Pacific World και FDD International, Συλλογή 2011, σ. Ι-7255, σκέψη 28).

28

Πρέπει επίσης να επισημανθεί ότι οι επεξηγηματικές σημειώσεις του ΕΣ συνιστούν σημαντικά μέσα για την εξασφάλιση ομοιόμορφης εφαρμογής του κοινού δασμολογίου και, από μόνες τους, παρέχουν αξιόπιστα στοιχεία για την ερμηνεία του (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, αποφάσεις της 19ης Μαΐου 1994, C-11/93, Siemens Nixdorf, Συλλογή 1994, σ. I-1945, σκέψη 12· της 27ης Απριλίου 2006, C-15/05, Kawasaki Motors Europe, Συλλογή 2006, σ. I-3657, σκέψη 36, και Pacific World και FDD International, προπαρατεθείσα, σκέψη 29).

29

Όσον αφορά, πρώτον, την κλάση 2922 της ΣΟ, η σημείωση 1, στοιχείο αʹ, του κεφαλαίου 29 της ΣΟ προβλέπει ότι οι κλάσεις του κεφαλαίου αυτού περιλαμβάνουν μόνο τις αμιγείς οργανικές ενώσεις καθορισμένης χημικής συστάσεως, είτε οι ενώσεις αυτές περιέχουν ακαθαρσίες είτε όχι.

30

Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι το επίμαχο στην κύρια δίκη προϊόν με βάση τη θειική λυσίνη ήταν οργανική ένωση καθορισμένης χημικής συστάσεως η οποία περιείχε κατά περίπου 65 % θειική λυσίνη και κατά 35 % κυτταρική μάζα που προκύπτει λόγω της χρησιμοποιούμενης διαδικασίας παρασκευής με ζύμωση. Επιπλέον, κατά το αιτούν δικαστήριο, η κυτταρική αυτή μάζα, η οποία περιείχε θρεπτικές ουσίες υψηλής βιολογικής αξίας, είχε σκοπίμως διατηρηθεί στο προϊόν αυτό προκειμένου να καθίσταται πιο κατάλληλο για χρήση ως πρόσθετο στις ζωοτροφές και να εμποδίζεται η απορρόφηση υγρασίας από τη λυσίνη.

31

Τίθεται, ως εκ τούτου, το ερώτημα αν αυτή η κυτταρική μάζα θεωρείται πρόσμειξη της οποίας η παρουσία, κατά τη σημείωση 1, στοιχείο αʹ, του κεφαλαίου 29 της ΣΟ, δεν θέτει εν αμφιβόλω την κατάταξη στις κλάσεις του κεφαλαίου αυτού.

32

Ως προς το σημείο αυτό, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, μολονότι η εν λόγω σημείωση 1 του κεφαλαίου 29 της ΣΟ επιτρέπει την παρουσία ακαθαρσιών, εντούτοις αυτές έχουν κατ’ ανάγκην υπολειμματικό χαρακτήρα, προκειμένου να μην θίγεται ο «αμιγής» χαρακτήρας της συγκεκριμένης οργανικής ενώσεως. Πράγματι, όπως επισήμανε η γενική εισαγγελέας στο σημείο 31 των προτάσεών της, ο λόγος για τον οποίο αυτό είναι ανεκτό συνδέεται με το γεγονός ότι δεν είναι γενικώς δυνατή από τεχνικής απόψεως η επίτευξη βαθμού καθαρότητας 100 %.

33

Επιπλέον, από τη σημείωση 1, στοιχεία στʹ και ζʹ, του κεφαλαίου 29 της ΣΟ προκύπτει ότι στις κλάσεις του κεφαλαίου αυτού είναι δυνατόν να περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, τα προϊόντα τα οποία αφορά η ως άνω σημείωση 1, στοιχείο αʹ, στα οποία έχουν προστεθεί διάφορες ουσίες που είναι απαραίτητες για τη συντήρησή τους ή τη μεταφορά τους ή οι οποίες διευκολύνουν την εξακρίβωση της ταυτότητας των προϊόντων ή για λόγους ασφάλειας, εφόσον οι προσθήκες αυτές δεν καθιστούν το προϊόν περισσότερο κατάλληλο για ειδικές χρήσεις απ’ ό,τι για τη γενική χρήση του.

34

Αν, κατά τη σημείωση 1, στοιχεία στʹ και ζʹ, του κεφαλαίου 29, για την προσθήκη άλλων ουσιών στα προϊόντα που μπορούν να καταταγούν στο εν λόγω κεφάλαιο πρέπει να τηρούνται ορισμένες απαιτήσεις, που αφορούν ιδίως λόγους ασφάλειας ή διαπιστώσεως της ταυτότητας των προϊόντων με ταυτόχρονη διατήρηση της γενικής χρήσεως του οικείου προϊόντος, τότε, κατά μείζονα λόγο, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το ίδιο ισχύει για τις ακαθαρσίες για τις οποίες γίνεται λόγος στη σημείωση 1, στοιχείο αʹ, του ίδιου κεφαλαίου.

35

Πράγματι, στην περίπτωση που ορισμένο προϊόν περιέχει ακαθαρσίες οι οποίες προκύπτουν από τη διαδικασία παρασκευής και οι οποίες το καθιστούν κατάλληλο για ειδικές χρήσεις, διαφορετικές από τη γενική του χρήση, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι είναι «αμιγές», κατά την έννοια της σημειώσεως 1, στοιχείο αʹ, του κεφαλαίου 29 της ΣΟ, εφόσον οι ακαθαρσίες αυτές είναι καθοριστικές για τη χρήση του.

36

Εξάλλου, η εκτίμηση αυτή προκύπτει επίσης από την επεξηγηματική σημείωση του κεφαλαίου 29 του ΕΣ, της οποίας έγινε μνεία στη σκέψη 4 της παρούσας αποφάσεως.

37

Εν προκειμένω, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι οι ακαθαρσίες διατηρούνται στο επίμαχο προϊόν στην κύρια δίκη μετά τη ζύμωση προκειμένου να το καταστήσουν πιο κατάλληλο, σε σχέση με τη γενική του χρήση, για ειδική χρήση, ως πρόσθετο για πλήρεις ζωοτροφές οι οποίες περιέχουν ορισμένες θρεπτικές ουσίες υψηλής βιολογικής αξίας.

38

Κατά συνέπεια, δεν ήταν δυνατή η κατάταξη στην κλάση 2922 της ΣΟ προϊόντος με βάση τη θειική λυσίνη όπως το επίμαχο στην κύρια δίκη.

39

Η κλάση 2309 της ΣΟ αφορά τα «παρασκευάσματα των τύπων που χρησιμοποιούνται για τη διατροφή των ζώων». Κατά τη σημείωση 1 του κεφαλαίου 23 της ΣΟ, η εν λόγω κλάση περιλαμβάνει τα προϊόντα των τύπων που χρησιμοποιούνται για τη διατροφή των ζώων, τα οποία δεν κατονομάζονται ούτε περιλαμβάνονται αλλού και λαμβάνονται από την επεξεργασία φυτικών ή ζωικών υλών και τα οποία, εξ αυτού του λόγου, έχουν χάσει τα ουσιώδη χαρακτηριστικά της αρχικής ύλης, πλην των φυτικών απορριμμάτων, υπολειμμάτων και φυτικών υποπροϊόντων που προέκυψαν από την επεξεργασία αυτή.

40

Επιπλέον, από τις επεξηγηματικές σημειώσεις του ΕΣ που είναι σχετικές με την κλάση 2309 της ΣΟ, των οποίων έγινε μνεία στη σκέψη 5 της παρούσας αποφάσεως, προκύπτει ότι η κλάση αυτή αφορά ιδίως τα πρόσθετα, των οποίων η φύση και οι αναλογίες καθορίζονται εν όψει συγκεκριμένης ζωοτεχνικής παραγωγής, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται τα αμινοξέα.

41

Πρέπει να επισημανθεί, συναφώς, ότι ο προορισμός του προϊόντος μπορεί να αποτελεί αντικειμενικό κριτήριο για την κατάταξη, εφόσον είναι συμφυής με το εν λόγω προϊόν, ο συμφυής δε αυτός χαρακτήρας πρέπει να μπορεί να εκτιμάται σε συνάρτηση με τα αντικειμενικά χαρακτηριστικά και τις αντικειμενικές ιδιότητες του προϊόντος αυτού (βλ. αποφάσεις της 15ης Φεβρουαρίου 2007, C-183/06, RUMA, Συλλογή 2007, σ. I-1559, σκέψη 36· Olicom, προπαρατεθείσα, σκέψη 18, καθώς και της 29ης Απριλίου 2010, C-123/09, Roeckl Sporthandschuhe, Συλλογή 2010, σ. I-4065, σκέψη 28).

42

Προκύπτει, όμως, από την απόφαση περί παραπομπής ότι το επίμαχο στην κύρια δίκη προϊόν με βάση τη θειική λυσίνη προοριζόταν, ως πρόσθετο, για χρήση κατά την παρασκευή ζωοτροφών. Αποτελούνταν από ορισμένο αριθμό στοιχείων, μεταξύ των οποίων και αμινοξέα, τα οποία έχουν πλεονεκτήματα, ως προς τα ζώα, σε διατροφικό επίπεδο.

43

Συνεπώς, τα αντικειμενικά χαρακτηριστικά αυτού του προϊόντος και, ειδικότερα, τα στοιχεία κυτταρικής μάζας που προκύπτουν από τη διαδικασία παρασκευής και διατηρούνταν σκοπίμως σε αυτό, το προόριζαν για χρήση ως πρόσθετο χρησιμοποιούμενο στην παρασκευή ζωοτροφών. Κατά συνέπεια, το προϊόν αυτό πληρούσε τις απαιτούμενες προϋποθέσεις για να καταταγεί στην κλάση 2309 της ΣΟ.

44

Ως προς την κλάση 3824 της ΣΟ αρκεί η επισήμανση ότι είναι επικουρικής φύσεως και εφαρμόζεται μόνο στην περίπτωση που δεν είναι δυνατή η κατάταξη του συγκεκριμένου προϊόντος σε οποιαδήποτε άλλη κλάση. Δεδομένου ότι αυτό δεν συμβαίνει εν προκειμένω, παρέλκει η εξέταση του ενδεχομένου κατατάξεως στην κλάση αυτή.

45

Κατά συνέπεια, στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η ΣΟ έχει την έννοια ότι προϊόν που περιέχει θειική λυσίνη καθώς και ακαθαρσίες που προκύπτουν από τη διαδικασία παρασκευής πρέπει να καταταγεί στην κλάση 2309 ως παρασκεύασμα των τύπων που χρησιμοποιούνται για τη διατροφή των ζώων.

Επί του δεύτερου και του τρίτου ερωτήματος

46

Με το δεύτερο και το τρίτο ερώτημά του, τα οποία αρμόζει να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν προσκρούει στο δίκαιο της Ένωσης, λαμβανομένων υπόψη των αρχών της ασφάλειας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης που πρέπει να τηρούνται βάσει του εθνικού δικαίου, αφενός, η εκ μέρους των εθνικών τελωνειακών αρχών αναζήτηση των αχρεωστήτως χορηγηθεισών επιστροφών στην παραγωγή τις οποίες ο παραγωγός εισέπραξε καλοπίστως και, αφετέρου, η εκ μέρους τους άρνηση καταβολής επιστροφών στην παραγωγή για το προϊόν αυτό, για την οποία οι αρχές αυτές είχαν δεσμευτεί έναντι του εν λόγω παραγωγού.

47

Πρέπει, εκ προοιμίου, να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, δεν δύναται να θεωρηθεί αντίθετο προς το δίκαιο της Ένωσης το γεγονός ότι το εθνικό δίκαιο περί ανακλήσεως των διοικητικών πράξεων και περί αναζητήσεως των παροχών που αχρεωστήτως καταβλήθηκαν από τη διοίκηση λαμβάνει υπόψη, παράλληλα με την αρχή της νομιμότητας, τις αρχές της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της ασφάλειας δικαίου, δεδομένου ότι οι τελευταίες αποτελούν μέρος της έννομης τάξης της Ένωσης. Οι αρχές αυτές πρέπει να τηρούνται με ιδιαίτερη αυστηρότητα όταν πρόκειται για ρύθμιση δυναμένη να έχει χρηματοοικονομικές συνέπειες (βλ. απόφαση της 13ης Μαρτίου 2008, C-383/06 έως C-385/06, Vereniging Nationaal Overlegorgaan Sociale Werkvoorziening κ.λπ., Συλλογή 2008, σ. I-1561, σκέψη 52 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

48

Πρέπει, όμως, να επισημανθεί ότι ο κανονισμός 1265/2001, δυνάμει του οποίου η Agroferm έλαβε επιστροφές στην παραγωγή για τη θειική λυσίνη, θεσπίζει τις λεπτομέρειες εφαρμογής του κανονισμού 1260/2001 που αφορά την κοινή οργάνωση των αγορών στον τομέα της ζάχαρης στο πλαίσιο της κοινής γεωργικής πολιτικής.

49

Ως εκ τούτου, η επιστροφή των ποσών που η Ένωση έχει καταβάλει αχρεωστήτως δυνάμει του εν λόγω κανονισμού 1265/2001 έχει ως νομική βάση τις διατάξεις του κανονισμού 1258/1999, περί χρηματοδοτήσεως της κοινής γεωργικής πολιτικής (βλ., κατ’ αναλογία, σχετικά με την ανάκτηση αχρεωστήτως καταβληθεισών επιχορηγήσεων στο πλαίσιο των διαρθρωτικών ταμείων, προπαρατεθείσα απόφαση Vereniging Nationaal Overlegorgaan Sociale Werkvoorziening κ.λπ., σκέψη 39).

50

Ειδικότερα, το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του δεύτερου ως άνω κανονισμού δημιουργεί υποχρέωση για τα κράτη μέλη, χωρίς να είναι αναγκαίο να προβλέπεται σχετική εξουσία από το εθνικό δίκαιο, να ανακτούν τα ποσά που χάνονται κατόπιν παρατυπιών ή αμελειών (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση της 21ης Σεπτεμβρίου 1983, 205/82 έως 215/82, Deutsche Milchkontor κ.λπ., Συλλογή 1983, σ. 2633, σκέψη 22).

51

Στο πλαίσιο αυτό, η αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης πρέπει να εφαρμοστεί σύμφωνα με τους κανόνες του δικαίου της Ένωσης (βλ., κατ’ αναλογία, προπαρατεθείσα απόφαση Vereniging Nationaal Overlegorgaan Sociale Werkvoorziening κ.λπ., σκέψη 53).

52

Επιβάλλεται, συναφώς, η επισήμανση ότι δεν χωρεί επίκληση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης έναντι ρητής διατάξεως του δικαίου της Ένωσης και ότι η αντίθετη προς το δίκαιο της Ένωσης συμπεριφορά εθνικής αρχής επιφορτισμένης με την εφαρμογή του δικαίου αυτού δεν μπορεί να θεμελιώσει την ύπαρξη δικαιολογημένης εμπιστοσύνης εκ μέρους του επιχειρηματία ότι θα τύχει μεταχειρίσεως αντίθετης προς το δίκαιο της Ένωσης [βλ. αποφάσεις της 1ης Απριλίου 1993, C-31/91 έως C-44/91, Lageder κ.λπ., Συλλογή 1993, σ. I-1761, σκέψη 35· της 16ης Μαρτίου 2006, C-94/05, Emsland-Stärke, Συλλογή 2006, σ. I-2619, σκέψη 31, και της 7ης Απριλίου 2011, C-153/10, Sony Supply Chain Solutions (Europe), Συλλογή 2011, σ. I-2775, σκέψη 47].

53

Το άρθρο 1, παράγραφος 1, του κανονισμού 1265/2001 περιλαμβάνει στα «προϊόντα βάσης» για τα οποία χορηγείται επιστροφή στην παραγωγή, μεταξύ άλλων, τη ζάχαρη που χρησιμοποιείται για την παρασκευή των προϊόντων της χημικής βιομηχανίας που απαριθμούνται στο παράρτημα I του κανονισμού αυτού. Στο παράρτημα αυτό γίνεται ρητή μνεία των προϊόντων που κατατάσσονται στα κεφάλαια 29 και 38 της ΣΟ. Προκύπτει, επιπλέον, από το άρθρο 10, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού αυτού, ότι στην αίτηση χορηγήσεως επιστροφής στην παραγωγή πρέπει να αναγράφεται η δασμολογική κλάση και η περιγραφή του χημικού προϊόντος για την παρασκευή του οποίου πρέπει να χρησιμοποιηθεί το προϊόν βάσεως.

54

Ως προς το σημείο αυτό, όπως επισήμανε η γενική εισαγγελέας στο σημείο 63 των προτάσεών της, μπορεί να θεμελιωθεί προστατευόμενη εμπιστοσύνη επιχειρηματία όσον αφορά τη χορήγηση επιστροφής στην παραγωγή μόνον εφόσον το προϊόν που παρασκευάζει εμπίπτει στην κλάση ή στο κεφάλαιο της ΣΟ που αναγράφεται στον τίτλο επιστροφής.

55

Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την απάντηση στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το επίμαχο προϊόν στην κύρια δίκη θα έπρεπε, στην πραγματικότητα, να έχει καταταγεί στην κλάση 2309 της ΣΟ, και όχι στην κλάση 2922 αυτής, όπως εσφαλμένα είχε δηλώσει ο επιχειρηματίας δικαιούχος επιστροφών στην παραγωγή.

56

Ως εκ τούτου, οι επιστροφές στην παραγωγή για το προϊόν αυτό προσέκρουαν στο δίκαιο της Ένωσης. Κατά συνέπεια, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι δανικές τελωνειακές αρχές δεν δημιούργησαν υπέρ του συγκεκριμένου επιχειρηματία, ανεξαρτήτως της καλής του πίστεως, δικαιολογημένη εμπιστοσύνη ότι θα τύχει μεταχειρίσεως αντίθετης προς το δίκαιο της Ένωσης. Αυτό ισχύει ακόμη και στην περίπτωση που, αφενός, οι επιστροφές αυτές χορηγήθηκαν επί τη βάσει προηγούμενης εγκρίσεως των εν λόγω αρχών και, αφετέρου, οι αρχές είχαν δεσμευτεί, πριν τους γίνει γνωστό το σφάλμα στο οποίο υπέπεσε ο επιχειρηματίας στη δήλωσή του, να προβούν εκ νέου στη χορήγηση επιστροφών.

57

Από τις ανωτέρω εκτιμήσεις προκύπτει ότι στο δεύτερο και το τρίτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης έχει την έννοια ότι δεν προσκρούει σε αυτήν, σε περιστάσεις όπως αυτές της κύριας δίκης, αφενός, η εκ μέρους των εθνικών τελωνειακών αρχών αναζήτηση των αχρεωστήτως χορηγηθεισών επιστροφών στην παραγωγή για τη θειική λυσίνη τις οποίες ο παραγωγός έχει ήδη εισπράξει και, αφετέρου, η εκ μέρους τους άρνηση καταβολής επιστροφών στην παραγωγή για το προϊόν αυτό, για την οποία οι αρχές αυτές έχουν δεσμευτεί έναντι του εν λόγω παραγωγού.

Επί των δικαστικών εξόδων

58

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) αποφαίνεται:

 

1)

Η συνδυασμένη ονοματολογία που περιλαμβάνεται στο παράρτημα I του κανονισμού (ΕΟΚ) 2658/87 του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 1987, για τη δασμολογική και στατιστική ονοματολογία και το κοινό δασμολόγιο, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 1719/2005 της Επιτροπής, της 27ης Οκτωβρίου 2005, έχει την έννοια ότι προϊόν που περιέχει θειική λυσίνη καθώς και ακαθαρσίες που προκύπτουν από τη διαδικασία παρασκευής πρέπει να καταταγεί στην κλάση 2309 ως παρασκεύασμα των τύπων που χρησιμοποιούνται για τη διατροφή των ζώων.

 

2)

Η αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης έχει την έννοια ότι δεν προσκρούει σε αυτήν, σε περιστάσεις όπως αυτές της κύριας δίκης, αφενός, η εκ μέρους των εθνικών τελωνειακών αρχών αναζήτηση των αχρεωστήτως χορηγηθεισών επιστροφών στην παραγωγή για τη θειική λυσίνη τις οποίες ο παραγωγός έχει ήδη εισπράξει και, αφετέρου, η εκ μέρους τους άρνηση καταβολής επιστροφών στην παραγωγή για το προϊόν αυτό, για την οποία οι αρχές αυτές έχουν δεσμευτεί έναντι του εν λόγω παραγωγού.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η δανική.