ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ (τέταρτο τμήμα)

της 25ης Οκτωβρίου 2012 ( *1 )

«Ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων — Άρθρο 39 ΕΚ — Υπήκοος κράτους μέλους αναζητών απασχόληση εντός άλλου κράτους μέλους — Ίση μεταχείριση — Επιδόματα αναμονής υπέρ νέων αναζητούντων για πρώτη φορά εργασία — Χορήγηση εξαρτώμενη από την προϋπόθεση της πραγματοποιήσεως τουλάχιστον έξι ετών σπουδών εντός τους κράτους υποδοχής»

Στην υπόθεση C-367/11,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, την οποία υπέβαλε το Cour de cassation (Βέλγιο) με απόφαση της 27ης Ιουνίου 2011, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 11 Ιουλίου 2011, στο πλαίσιο της δίκης

Déborah Prete

κατά

Office national de l’emploi,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),

συγκείμενο από τους L. Bay Larsen, προεδρεύοντα του τετάρτου τμήματος, J.-C. Bonichot, C. Toader, A. Prechal (εισηγήτρια) και E. Jarašiūnas, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: P. Cruz Villalón

γραμματέας: A. Calot Escobar

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

η D. Prete, εκπροσωπούμενη από την J. Oosterbosch, δικηγόρο,

η Βελγική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις L. Van den Broeck και M. Jacobs, επικουρούμενες από τον P. A. Foriers, δικηγόρο,

η Τσεχική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους M. Smolek και D. Hadroušek,

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους V. Kreuschitz και G. Rozet,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 19ης Ιουλίου 2012,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία των άρθρων 12 ΕΚ, 17 EK, 18 ΕΚ και 39 ΕΚ.

2

Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ της D. Prete και του Office national de l’emploi (στο εξής: ΟΝΕΜ) αφορώσας την απόφαση του τελευταίου να μη χορηγήσει στην ενδιαφερομένη τα προβλεπόμενα από τη βελγική νομοθεσία επιδόματα αναμονής.

Η βελγική κανονιστική ρύθμιση

3

Η βελγική κανονιστική ρύθμιση προβλέπει τη χορήγηση, υπέρ των νέων οι οποίοι περάτωσαν τις σπουδές τους και αναζητούν για πρώτη φορά εργασία, επιδομάτων σκοπούντων στη διευκόλυνσή τους προκειμένου να μεταπηδήσουν από την εκπαίδευση στην αγορά εργασίας, επιδομάτων τα οποία αποκαλούνται «επιδόματα αναμονής».

4

Το άρθρο 36, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του βασιλικού διατάγματος της 25ης Νοεμβρίου 1991, περί ανεργίας (Moniteur belge της 31ης Δεκεμβρίου 1991, σ. 29888), όπως τροποποιήθηκε με το βασιλικό διάταγμα της 11ης Φεβρουαρίου 2003 (Moniteur belge της 19ης Φεβρουαρίου 2009, σ. 8026, στο εξής: βασιλικό διάταγμα), προβλέπει:

«Για να μπορεί να τύχει των επιδομάτων αναμονής, ο νεαρός εργαζόμενος οφείλει να πληροί τις εξής προϋποθέσεις:

[...]

2ο

a)

να έχει περατώσει τον δευτεροβάθμιο κύκλο σπουδών ή το τρίτο έτος δευτεροβάθμιων σπουδών τεχνικής, καλλιτεχνικής ή επαγγελματικής καταρτίσεως σε ίδρυμα, οργανωμένο, αναγνωρισμένο ή επιδοτούμενο από μια από τις κοινότητες του Βελγίου·

b)

είτε να έχει λάβει από αρμόδια εξεταστική επιτροπή μιας από τις κοινότητες δίπλωμα ή βεβαίωση σπουδών για τις σπουδές τις οποίες γίνεται λόγος υπό α)

[…]

h)

είτε να έχει πραγματοποιήσει σπουδές ή κατάρτιση εντός άλλου κράτους του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου, εφόσον πληρούνται σωρευτικώς οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

Ο νεαρός ενδιαφερόμενος υποβάλλει έγγραφα από τα οποία προκύπτει ότι οι σπουδές ή η κατάρτισή του είναι του ιδίου ή ισοδυνάμου επιπέδου με τις παρατιθέμενες υπό τα προηγούμενα στοιχεία·

κατά τον χρόνο υποβολής της αιτήσεώς του περί λήψεως επιδομάτων, ο νεαρός ενδιαφερόμενος είναι συντηρούμενο τέκνο διακινούμενων εργαζομένων, κατά την έννοια του άρθρου [39 ΕΚ], που διαμένουν στο Βέλγιο.

[…]

j)

είτε να είναι κάτοχος τίτλου εκδοθέντος από μια από τις κοινότητες, ισότιμου με το πιστοποιητικό που αναφέρεται στο στοιχείο b ή τίτλου που να του παρέχει πρόσβαση στην ανώτερη εκπαίδευση· η υπό στοιχείο b διάταξη εφαρμόζεται μόνον όταν έχουν προηγηθεί τουλάχιστον έξι έτη σπουδών σε εκπαιδευτικό ίδρυμα, οργανωμένο, αναγνωρισμένο και επιδοτούμενο από μια από τις κοινότητες.

[…]»

Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

5

Η D. Prete, γαλλικής ιθαγενείας, ολοκλήρωσε τον δευτεροβάθμιο κύκλο σπουδών της στη Γαλλία όπου και απέκτησε τον Ιούλιο 2000 απολυτήριο επαγγελματικής καταρτίσεως σε θέματα γραμματείας. Τον Ιούνιο 2001 συνήψε γάμο με Βέλγο υπήκοο και εγκαταστάθηκε μαζί του στην πόλη Tournai (Βέλγιο).

6

Την 1η Φεβρουαρίου 2002 η D. Prete ενεγράφη στον ΟΝΕΜ ως αιτούμενη απασχόληση. Την 1η Ιουνίου 2003 υπέβαλε ενώπιον του τελευταίου αίτηση λήψεως επιδομάτων αναμονής.

7

Με απόφαση της 11ης Σεπτεμβρίου 2003, ο ONEM απέρριψε την αίτηση με το αιτιολογικό ότι η D. Prete δεν είχε πραγματοποιήσει τουλάχιστον εξαετείς σπουδές σε εκπαιδευτικό ίδρυμα κείμενο στο Βέλγιο πριν από τη λήψη του απολυτηρίου της μετά την ολοκλήρωση του δευτεροβάθμιου κύκλου σπουδών, όπως απαιτεί το άρθρο 36, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, 2o, στοιχείο c, του βασιλικού διατάγματος.

8

Η ασκηθείσα κατά της εν λόγω αποφάσεως προσφυγή της D. Prete έγινε δεκτή από το tribunal du travail de Tournai, το οποίο αναγνώρισε, με απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2008, το δικαίωμα της ενδιαφερομένης να λάβει τα επιδόματα αναμονής.

9

Κατόπιν ασκήσεως εφέσεως εκ μέρους του ΟΝΕΜ, η ανωτέρω απόφαση μεταρρυθμίστηκε, με απόφαση της 25ης Φεβρουαρίου 2010 από το cour du travail de Mons. Το εν λόγω δικαστήριο έκρινε ότι η D. Prete δεν δικαιούνταν τα επιδόματα αναμονής, διευκρινίζοντας μεταξύ άλλων συναφώς ότι η ενδιαφερομένη δεν μπορούσε να αντλήσει παρόμοιο δικαίωμα ούτε από το άρθρο 39 ΕΚ ούτε από το άρθρο 18 ΕΚ.

10

Προς στήριξη της αναιρέσεως την οποία άσκησε κατά της ανωτέρω αποφάσεως ενώπιον του Cour de cassation, η D. Prete ισχυρίστηκε μεταξύ άλλων ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει τα αναγνωριζόμενα με τα άρθρα 12 ΕΚ, 17 ΕΚ καθώς και 18 ΕΚ, ενδεχομένως δε και με το άρθρο 39 ΕΚ, υπέρ των πολιτών της Ευρωπαϊκής Ενώσεως δικαιώματα.

11

Το Cour de cassation υπογραμμίζει ότι η αναιρεσιβαλλόμενη ενώπιόν του απόφαση κρίνει ότι η τεθείσα με το άρθρο 36, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, 2ο, στοιχείο j, του βασιλικού διατάγματος προϋπόθεση θεσπίστηκε προκειμένου να διασφαλιστεί η ύπαρξη πραγματικού δεσμού μεταξύ του αιτούντος τα εν λόγω επιδόματα αναμονής και της οικείας γεωγραφικής αγοράς εργασίας. Εξάλλου, υπογραμμίζει ότι ο θεμιτός χαρακτήρας ενός τέτοιου στόχου αναγνωρίστηκε από το Δικαστήριο, ιδίως με την απόφασή του της 11ης Ιουλίου 2002, C-224/98, D’Hoop (Συλλογή 2002, σ. I-6191).

12

Με την αίτησή της αναιρέσεως, η D. Prete υποστηρίζει, πάντως, ότι, λαμβανομένου υπόψη του εξαιρετικά γενικού και απόλυτου χαρακτήρα της, η εν λόγω προϋπόθεση βαίνει πέραν του αναγκαίου μέτρου σε σχέση με τον ανωτέρω στόχο, θα έπρεπε δε, υπό τις υπό κρίση περιστάσεις, να μη ληφθεί υπόψη από το cour du travail de Mons. Το ανωτέρω δικαστήριο, στο οποίο εναπέκειτο η αρμοδιότητα να επαληθεύσει αν η εγγραφή της D. Prete στην υπηρεσία απασχολήσεως ως αιτουμένης απασχόληση, καθώς και η εγκατάστασή της στο Βέλγιο, εν συνεχεία του γάμου της με Βέλγο υπήκοο, ήσαν ικανές να στοιχειοθετήσουν την απαραίτητη σύνδεσή της με τη βελγική αγορά εργασίας, έκρινε εσφαλμένα ότι τούτο δεν συνέτρεχε εν προκειμένω και αρνήθηκε τη χορήγηση στην D. Prete των επιδομάτων αναμονής. Ο αποκλεισμός της από το πλεονέκτημα της λήψεως των ανωτέρω επιδομάτων είναι άσχετος, κατά την άποψή της, από τη μέριμνα να αποφεύγονται μετακινήσεις με αποκλειστικό σκοπό τη λήψη τέτοιων επιδομάτων και προσβάλλει το δικαίωμα της ενδιαφερομένης για σεβασμό της οικογενειακής ζωής της και την αρχή του κοινοτικού δικαίου βάσει της οποίας όλα τα κράτη μέλη υπέχουν την υποχρέωση να διασφαλίζουν βέλτιστες προϋποθέσεις εντάξεως της οικογένειας του κοινοτικού εργαζομένου.

13

Υπό τις περιστάσεις αυτές, το Cour de cassation ανέστειλε τη διαδικασία και υπέβαλε στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)

Αντιβαίνει στα άρθρα 12 [ΕΚ], 17 [ΕΚ], 18 [ΕΚ] και, επικουρικώς, στο άρθρο 39 [ΕΚ] […], εθνική κανονιστική ρύθμιση όπως το άρθρο 36, παράγραφος 1, [2o], στοιχείο j, του βελγικού βασιλικού διατάγματος της 25ης Νοεμβρίου 1991 περί ανεργίας, το οποίο εξαρτά τη χορήγηση επιδομάτων αναμονής σε νέο, πολίτη της Ένωσης, που δεν εμπίπτει στην κατά το άρθρο 39 [ΕΚ] έννοια του εργαζομένου, ο οποίος πραγματοποίησε σπουδές δευτεροβάθμιας εκπαιδεύσεως εντός της Ένωσης σε εκπαιδευτικό ίδρυμα διαφορετικό από τα οργανωμένα, επιδοτούμενα ή αναγνωρισμένα από μια από τις κοινότητες του Βελγίου ιδρύματα και είναι κάτοχος τίτλου εκδοθέντος από μια από τις κοινότητες, ισότιμου με το πιστοποιητικό σπουδών το οποίο εκδίδει ειδικό συμβούλιο της κοινότητας με την ολοκλήρωση των σπουδών στα βελγικά εκπαιδευτικά κέντρα, ή τίτλου που να του παρέχει πρόσβαση στην ανώτερη εκπαίδευση, από την προϋπόθεση να έχουν προηγηθεί τουλάχιστον έξι έτη σπουδών του σε εκπαιδευτικό ίδρυμα, οργανωμένο, αναγνωρισμένο και επιδοτούμενο από μια από τις κοινότητες, όταν η προϋπόθεση αυτή έχει αποκλειστικό και απόλυτο χαρακτήρα;

2)

Θεωρείται, σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, επαρκές στοιχείο για τη διακρίβωση του δεσμού του με τη βελγική αγορά εργασίας κατά την έννοια των άρθρων 12 [ΕΚ], 17 [ΕΚ], 18 [ΕΚ] και, επικουρικώς, του άρθρου 39 [ΕΚ], το γεγονός ότι ο νέος που περιγράφεται στο πρώτο ερώτημα και δεν ακολούθησε προηγούμενη εξαετή τουλάχιστον φοίτηση σε βελγικό εκπαιδευτικό ίδρυμα, διαμένει στο Βέλγιο με τον ή τη σύζυγό του βελγικής υπηκοότητας και έχει εγγραφεί ως αναζητών εργασία στη βελγική υπηρεσία απασχολήσεως; Κατά πόσο θα πρέπει να ληφθεί υπόψη σχετικώς η διάρκεια της διαμονής, της έγγαμης συμβιώσεως και της εγγραφής του προς αναζήτηση εργασίας;»

Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

14

Με τα δύο ερωτήματά του, τα οποία πρέπει να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ερωτά κατά βάση αν τα άρθρα 12 ΕΚ, 17 ΕΚ, 18 ΕΚ ή, επικουρικώς, και 39 ΕΚ έχουν την έννοια ότι αντιβαίνει σ’ αυτά διάταξη, όπως είναι η επίδικη στο πλαίσιο της κύριας δίκης, εξαρτώσα το δικαίωμα λήψεως των επιδομάτων αναμονής των οποίων τυγχάνουν οι αναζητούντες για πρώτη φορά απασχόληση νέοι από την προϋπόθεση ότι ο ενδιαφερόμενος πραγματοποίησε τουλάχιστον εξαετείς σπουδές εντός εκπαιδευτικού ιδρύματος του κράτους μέλους υποδοχής, υπό το φως του υπερβολικά απόλυτου χαρακτήρα μιας τέτοιας προϋποθέσεως, ιδίως καθόσον αυτή παρακωλύει οποιαδήποτε δυνατότητα χορηγήσεως των οικείων επιδομάτων σε νεαρή γυναίκα, υπήκοο άλλου κράτους μέλους, η οποία, μολονότι δεν πραγματοποίησε σπουδές σε τέτοιο ίδρυμα, τελεί στην κατάσταση εκείνη η οποία συνίσταται στο ότι συνήψε γάμο με υπήκοο του κράτους μέλους υποδοχής, κατοικεί μαζί του στο εν λόγω κράτος και είναι εγγεγραμμένη ως αιτούμενη απασχόληση σε υπηρεσία απασχολήσεως αυτού. Συναφώς, το εν λόγω δικαιοδοτικό όργανο ερωτά μεταξύ άλλων αν οι χαρακτηρίζουσες υπό την έννοια αυτή τη συγκεκριμένη κατάσταση περιστάσεις πρέπει να ληφθούν στην πραγματικότητα υπόψη προκειμένου αν ελεγχθεί η ύπαρξη πραγματικού δεσμού μεταξύ της ενδιαφερομένης και της αγοράς εργασίας του κράτους μέλους υποδοχής.

Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

15

Προκαταρκτικώς, επιβάλλεται να υπογραμμιστεί ότι η διαφορά της κύριας δίκης αφορά απόφαση της 11ης Σεπτεμβρίου 2003 με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση της D. Prete να λάβει επιδόματα αναμονής από 1ης Ιουνίου 2003.

16

Εξ αυτού έπεται ότι οι διατάξεις των Συνθηκών των οποίων πρέπει να γίνει μνεία εν προκειμένω είναι αυτές της Συνθήκης ΕΚ, όπως αυτή ίσχυε με τη Συνθήκη της Νίκαιας.

17

Πρέπει επίσης να υπογραμμιστεί ότι, με τα προδικαστικά ερωτήματά του, το αιτούν δικαστήριο αναφέρεται στα άρθρα 12 ΕΚ, 17 ΕΚ και 18 ΕΚ και, ενδεχομένως, στο άρθρο 39 ΕΚ.

18

Συναφώς, υπενθυμίζεται ευθύς εξαρχής ότι, κατά πάγια νομολογία, το άρθρο 12 ΕΚ, το οποίο θέτει τη γενική αρχή της απαγορεύσεως κάθε διακρίσεως λόγω ιθαγένειας, μπορεί να εφαρμοστεί αυτοτελώς μόνο σε καταστάσεις διεπόμενες από το δίκαιο της Ένωσης, για τις οποίες η Συνθήκη δεν προβλέπει ειδική απαγόρευση των δυσμενών διακρίσεων (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 30ής Μαΐου 1989, 305/87, Επιτροπή κατά Ελλάδας, Συλλογή 1989, σ. 1461, σκέψη 13, της 12ης Μαΐου 1998, C-336/96, Gilly, Συλλογή 1998, σ. I-2793, σκέψη 37, της 26ης Νοεμβρίου 2002, C-100/01, Oteiza Olazabal, Συλλογή 2002, σ. I-10981, σκέψη 25, και της 15ης Σεπτεμβρίου 2011, C-240/10, Schulz-Delzers και Schulz, Συλλογή 2011, σ. Ι-8531, σκέψη 29).

19

Εν προκειμένω, η αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων υλοποιήθηκε, στον τομέα της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων, με το άρθρο 39 ΕΚ, καθώς και με πράξεις του παράγωγου δικαίου, συγκεκριμένα δε με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 1612/68 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 1968, περί της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων στο εσωτερικό της Κοινότητας (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/001, σ. 33) (βλ., μεταξύ άλλων, προπαρατεθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Ελλάδας, σκέψη 12, προπαρατεθείσα απόφαση Gilly, σκέψη 38, απόφαση της 23ης Μαρτίου 2004, C-138/02, Collins, Συλλογή 2004, σ. I-2703, σκέψη 55, καθώς και προπαρατεθείσα απόφαση Schulz-Delzers και Schulz, σκέψη 29 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

20

Όσον αφορά το άρθρο 18 ΕΚ, το οποίο καθιερώνει γενικώς το δικαίωμα κάθε πολίτη της Ενώσεως να κυκλοφορεί και να διαμένει ελεύθερα στο έδαφος των κρατών μελών, κατά πάγια νομολογία, η ανωτέρω διάταξη βρίσκει ειδική έκφραση στο άρθρο 39 ΕΚ όσον αφορά την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων (βλ., μεταξύ άλλων, προπαρατεθείσες αποφάσεις Oteiza Olazabal, σκέψη 26, και Schulz-Delzers και Schulz, σκέψη 30, καθώς και απόφαση της 11ης Σεπτεμβρίου 2007, C-287/05, Hendrix, Συλλογή 2007, σ. I-6909, σκέψη 61).

Επί της εφαρμογής του άρθρου 39 ΕΚ

21

Το άρθρο 39, παράγραφος 2, ΕΚ ορίζει ότι η ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων συνεπάγεται την κατάργηση κάθε είδους δυσμενούς διακρίσεως λόγω ιθαγενείας μεταξύ των εργαζομένων των κρατών μελών, όσον αφορά την απασχόληση, τις αμοιβές και τους λοιπούς όρους εργασίας.

22

Το άρθρο 39, παράγραφος 3, ΕΚ απονέμει μεταξύ άλλων στους υπηκόους των κρατών μελών το δικαίωμα να κυκλοφορούν ελεύθερα στο έδαφος των άλλων κρατών μελών και να διαμένουν σ’ αυτά προς αναζήτηση εργασίας. Υπό την έννοια αυτή, οι υπήκοοι κράτους μέλους που αναζητούν εργασία σε άλλο κράτος μέλος εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 39 ΕΚ και ως εκ τούτου απολαύουν του προβλεπόμενου στην παράγραφο 2 της ιδίας διατάξεως δικαιώματος της ίσης μεταχειρίσεως (βλ., μεταξύ άλλων, προπαρατεθείσα απόφαση Collins, σκέψεις 56 και 57).

23

Όπως προκύπτει συναφώς από τη νομολογία του Δικαστηρίου, προκειμένου να καθοριστεί το περιεχόμενο του δικαιώματος της ίσης μεταχειρίσεως για τα αναζητούντα εργασία πρόσωπα, επιβάλλεται η ερμηνεία της εν λόγω αρχής βάσει των λοιπών διατάξεων του δικαίου της Ενώσεως, ιδίως δε του άρθρου 12 ΕΚ (προπαρατεθείσα απόφαση Collins, σκέψη 60).

24

Πράγματι, οι πολίτες της Ενώσεως οι οποίοι διαμένουν νομίμως στην επικράτεια του κράτους μέλους υποδοχής μπορούν να επικαλούνται το άρθρο 12 ΕΚ σε όλες εκείνες τις περιπτώσεις οι οποίες εμπίπτουν στο ratione materiae πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ενώσεως. Η ιδιότητα του πολίτη της Ενώσεως τείνει να αποτελέσει το βασικό καθεστώς των υπηκόων των κρατών μελών εξασφαλίζουσα στους τελούντες στην ίδια κατάσταση την αναγνώριση της ίδιας νομικής μεταχειρίσεως, ανεξαρτήτως της ιθαγενείας τους και υπό την επιφύλαξη των ρητώς προβλεπομένων συναφώς εξαιρέσεων (βλ., μεταξύ άλλων, προπαρατεθείσα Collins, σκέψη 61 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

25

Υπό την έννοια αυτή, το Δικαστήριο διευκρίνισε συναφώς ότι, λαμβανομένων υπόψη της καθιερώσεως της ιθαγενείας της Ενώσεως και της νομολογιακής ερμηνείας του δικαιώματος περί ίσης μεταχειρίσεως του οποίου απολαύουν οι πολίτες της Ενώσεως, δεν είναι πλέον εφικτό να αποκλείεται από το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 39, παράγραφος 2, ΕΚ, το οποίο αποτελεί έκφραση της θεμελιώδους αρχής της ίσης μεταχειρίσεως την οποία καθιερώνει το άρθρο 12 ΕΚ, παροχή οικονομικής φύσεως σκοπούσα στη διευκόλυνση της προσβάσεως στην εργασία εντός της αγοράς εργασίας κράτους μέλους (βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Collins, σκέψη 63, και απόφαση της 15ης Σεπτεμβρίου 2005, C-258/04, Ιωαννίδης, Συλλογή 2005, σ. I-8275, σκέψη 22).

26

Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι τα προβλεπόμενα από τη βαλλόμενη στο πλαίσιο της κύριας δίκης εθνική κανονιστική ρύθμιση δικαιώματα αναμονής αποτελούν κοινωνικές παροχές σκοπούσες στη διευκόλυνση των νέων να μεταπηδήσουν από την εκπαίδευση στην αγορά εργασίας (βλ., ιδίως, προπαρατεθείσες αποφάσεις D’Hoop, σκέψη 38, και Ιωαννίδης, σκέψη 23).

27

Δεν αμφισβητείται επίσης ότι, κατά τον χρόνο υποβολής της αιτήσεώς της για τη λήψη τέτοιων επιδομάτων, η D. Prete έφερε την ιδιότητα της υπηκόου κράτους μέλους, η οποία, αφού περάτωσε τις σπουδές της, τελούσε σε κατάσταση αναζητήσεως απασχολήσεως εντός άλλου κράτους μέλους.

28

Υπό τις περιστάσεις αυτές, η ενδιαφερομένη επικαλείται βασίμως το άρθρο 39 ΕΚ προκειμένου να υποστηρίξει ότι δεν μπορεί να αποτελεί αντικείμενο δυσμενών διακρίσεων λόγω της ιθαγενείας της, όσον αφορά τη χορήγηση των επιδομάτων αναμονής (βλ., συναφώς, προπαρατεθείσα απόφαση Ιωαννίδης, σκέψη 25).

Επί του αν συντρέχει διαφορετική μεταχείριση

29

Κατά πάγια νομολογία, ο κανόνας περί ίσης μεταχειρίσεως, ο οποίος προβλέπεται στο άρθρο 39, παράγραφος 2, ΕΚ, απαγορεύει όχι μόνον τις εμφανείς διακρίσεις λόγω ιθαγενείας αλλά και κάθε μορφή συγκεκαλυμμένης διακρίσεως, η οποία, κατ’ εφαρμογή άλλων κριτηρίων διαχωρισμού, καταλήγει στην πράξη στο ίδιο αποτέλεσμα (βλ., μεταξύ άλλων, προπαρατεθείσα απόφαση Ιωαννίδης, σκέψη 26 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

30

Η επίδικη στο πλαίσιο της κύριας δίκης κανονιστική ρύθμιση εισάγει διαφορετική μεταχείριση ανάλογα με το αν οι αναζητούντες μία πρώτη απασχόληση νέοι είναι ή όχι σε θέση να δικαιολογήσουν ότι πραγματοποίησαν τουλάχιστον εξαετείς σπουδές του δευτεροβάθμιου κύκλου σπουδών σε βελγικό εκπαιδευτικό ίδρυμα.

31

Εν προκειμένω, προϋπόθεση αναγόμενη στην ανάγκη πραγματοποιήσεως σπουδών σε εκπαιδευτικό ίδρυμα του κράτους μέλους υποδοχής καθιστά ως εκ της ιδίας της φύσεώς της ευχερέστερη την πλήρωσή της εκ μέρους των ημεδαπών και ως εκ τούτου ενέχει τον κίνδυνο να περιάγει σε δυσμενέστερη κατάσταση κατ’ αρχήν τους υπηκόους άλλων κρατών μελών (βλ., κατ’ αναλογία, προπαρατεθείσα απόφαση Ιωαννίδης, σκέψη 28).

Επί του αν δικαιολογείται η διαφορετική μεταχείριση

32

Όπως προκύπτει από τη νομολογία του Δικαστηρίου, διαφορετική μεταχείριση όπως η προπαρατεθείσα μπορεί να δικαιολογηθεί μόνον αν βασίζεται σε αντικειμενικούς λόγους, ανεξάρτητους από την ιθαγένεια των ενδιαφερόμενων προσώπων και αναλογικούς προς τον επιδιωκόμενο θεμιτώς από το εθνικό δίκαιο σκοπό (βλ., μεταξύ άλλων, προπαρατεθείσες αποφάσεις D’Hoop, σκέψη 36, Collins, σκέψη 66, και Ιωαννίδης, σκέψη 29).

33

Συναφώς, και όσον αφορά επιδόματα όπως τα επίδικα της κύριας δίκης, τα οποία έχουν ως στόχο να διευκολύνουν τη μεταπήδηση των νέων από την εκπαίδευση στην αγορά εργασίας, το Δικαστήριο αναγνώρισε ότι είναι θεμιτό η βούληση του εθνικού νομοθέτη να έγκειται στη διασφάλιση της υπάρξεως πραγματικής σχέσεως μεταξύ του αιτούντος τα εν λόγω επιδόματα και της οικείας γεωγραφικής αγοράς εργασίας (βλ., μεταξύ άλλων, προπαρατεθείσες αποφάσεις D’Hoop, σκέψη 38, Collins, σκέψεις 67 και 69, και Ιωαννίδης, σκέψη 30).

34

Ως προς την απαιτούμενη αναλογικότητα, υπενθυμίζεται ότι το Δικαστήριο έχει ήδη κρίνει ότι μία και μοναδική προϋπόθεση αφορώσα τον τόπο λήψεως του απολυτηρίου μετά την ολοκλήρωση των σπουδών της δευτεροβάθμιας εκπαιδεύσεως, όπως η προβλεπόμενη στο άρθρο 36, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, 2ο, στοιχείο a, του βασιλικού διατάγματος, έχει υπερβολικά γενικό και απόλυτο χαρακτήρα καθόσον προσδίδει αδικαιολόγητο πλεονέκτημα σε ένα στοιχείο το οποίο δεν είναι κατ’ ανάγκη αντιπροσωπευτικό του πραγματικού και αποτελεσματικού βαθμού συνδέσεως μεταξύ του αιτούντος τα επιδόματα αναμονής και της γεωγραφικής αγοράς εργασίας, αποκλειομένου οποιουδήποτε άλλου αντιπροσωπευτικού στοιχείου. Εξ αυτού, το Δικαστήριο έκρινε ότι η εν λόγω προϋπόθεση βαίνει ως εκ τούτου πέραν του αναγκαίου για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού μέτρου (βλ. προπαρατεθείσες αποφάσεις D’Hoop, σκέψη 39, και Ιωαννίδης, σκέψη 31).

35

Όπως προκύπτει από την απόφαση περί παραπομπής, προκειμένου να θεραπευθεί η ως άνω κατάσταση, εισήχθη στο άρθρο 36, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, 2ο, στοιχείο j, του βασιλικού διατάγματος η επίδικη προϋπόθεση, εναλλακτικώς προς την αφορώσα τον τόπο λήψεως του απολυτηρίου, θέτουσα ως προαπαιτούμενο το να έχουν πραγματοποιηθεί τουλάχιστον εξαετείς σπουδές εντός εκπαιδευτικού ιδρύματος οργανωμένου, επιδοτούμενου ή αναγνωρισμένου από μία από τις βελγικές κοινότητες.

36

Με τις παρατηρήσεις που υπέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου, η Βελγική Κυβέρνηση επιβεβαιώνει ότι με την επίδικη προϋπόθεση σκοπείται να διασφαλιστεί η ύπαρξη πραγματικού δεσμού μεταξύ του αιτούντος τα ανωτέρω επιδόματα και της βελγικής αγοράς εργασίας και υποστηρίζει ότι η εν λόγω προϋπόθεση πληροί τις απορρέουσες από την αρχή της αναλογικότητας επιταγές, προβάλλοντας συναφώς τον ισχυρισμό ότι μεταξύ άλλων ο απαιτούμενος βάσει αυτής αριθμός ετών σπουδών δεν υπερβαίνει ό,τι είναι αναγκαίο για την επίτευξη του συγκεκριμένου στόχου.

37

Εν προκειμένω, πάντως, δεν παρίσταται αναγκαίο το Δικαστήριο να αποφανθεί επί του αν η συγκεκριμένη προϋπόθεση παραβιάζει, ενδεχομένως, την αρχή της αναλογικότητας λόγω της ούτως απαιτούμενης διαρκείας των σπουδών.

38

Πράγματι, όπως προκύπτει από τις αφορώσες την κύρια δίκη περιστάσεις, η D. Prete δεν πραγματοποίησε κανένα έτος σπουδών στο Βέλγιο και, ανεξαρτήτως της βραχύτερης διαρκείας τους, δεν θα της αναγνωριζόταν ωσαύτως το πλεονέκτημα των επιδομάτων αναμονής αν, βάσει της επίδικης προϋποθέσεως, απαιτούνταν η ενδιαφερομένη να είναι σε θέση να δικαιολογήσει σπουδές πραγματοποιηθείσες εντός βελγικού εκπαιδευτικού ιδρύματος διαρκείας μικρότερης των έξι ετών.

39

Ομοίως, αρκεί η εκ μέρους του Δικαστηρίου εξέταση του αν η τυχόν διαπίστωση του ασυμβιβάστου της επίδικης στο πλαίσιο της κύριας δίκης εθνικής κανονιστικής ρυθμίσεως προς το άρθρο 39 ΕΚ είναι δυνατόν να απορρέει από το γεγονός ότι, προβλέποντας προϋπόθεση αναγόμενη στην ανάγκη πραγματοποιήσεως των σπουδών σε βελγικό ίδρυμα, η εν λόγω κανονιστική ρύθμιση έχει ως συνέπεια να αποκλείει τη συνεκτίμηση περιστάσεων οι οποίες, μολονότι δεν συνδέονται με τον τόπο όπου έχουν πραγματοποιηθεί οι σπουδές, θα ήσαν, πάντως, εξίσου αντιπροσωπευτικές της υπάρξεως πραγματικού δεσμού μεταξύ του ενδιαφερόμενου προσώπου και της οικείας γεωγραφικής αγοράς εργασίας.

40

Όσον αφορά συναφώς τις προσιδιάζουσες στην υπόθεση της κύριας δίκης περιστάσεις, υπενθυμίζεται ότι η υπόθεση αφορά υπήκοο κράτους μέλους διαμένουσα από διετίας περίπου στο κράτος μέλος υποδοχής κατόπιν συνάψεως γάμου με υπήκοο του τελευταίου αυτού κράτους και εγγεγραμμένη από 16 μηνών, ως αιτούμενη απασχολήσεως, σε υπηρεσία απασχολήσεως του ιδίου αυτού κράτους μέλους, ενώ παράλληλα γίνεται λόγος, όπως προκύπτει από την υποβληθείσα ενώπιον του Δικαστηρίου δικογραφία, για πραγματικά ζωηρά βήματα προς την κατεύθυνση της ανευρέσεως εκεί θέσεως εργασίας.

41

Επί των διαφόρων αυτών πτυχών, η Βελγική Κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι ο συναφής με υπήκοο του κράτους μέλους υποδοχής γάμος και η συνακόλουθη αλλαγή διαμονής στο εν λόγω κράτος μέλος συνιστούν συμβάντα της ιδιωτικής ζωής άσχετα προς την αγορά εργασίας του. Η εγγραφή ως αιτούντος απασχόληση συνιστά απλή διοικητική διατύπωση δυνάμενη να συμπληρωθεί ευχερώς. Επομένως, οι περιστάσεις αυτές δεν σημαίνουν, όσον αφορά ειδικότερα πρόσωπο το οποίο, όπως η D. Prete, εγκαθίσταται σε παραμεθόρια περιοχή του κράτους μέλους όπου έχει πραγματοποιήσει τις σπουδές του και εντός του οποίου θα ήταν ως εκ τούτου ασφαλώς καλύτερα προετοιμασμένο να προσεγγίσει την αγορά εργασίας, ότι η ενδιαφερομένη δεν έχει τη δυνατότητα να στραφεί παρά μόνον προς την αγορά εργασίας του κράτους υποδοχής.

42

Στο πλαίσιο της προβλεπόμενης στο άρθρο 267 ΣΛΕΕ κατανομής των αρμοδιοτήτων, εναπόκειται κατ’ αρχήν στο εθνικό δικαστήριο να μεριμνά για την τήρηση της αρχής της αναλογικότητας (βλ., ιδίως, απόφαση της 19ης Μαρτίου 2002, C-476/99, Lommers, Συλλογή 2002, σ. I-2891, σκέψη 40). Ομοίως, εναπόκειται στα εθνικά δικαστήρια να διαπιστώνουν, στο πλαίσιο αυτό, αν οι προσιδιάζουσες σε συγκεκριμένη περίπτωση περιστάσεις πιστοποιούν την ύπαρξη πραγματικού δεσμού με την οικεία αγορά εργασίας (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 4ης Ιουνίου 2009, C-22/08 και C-23/08, Βάτσουρας και Κουπατάντζε, Συλλογή 2009, σ. I-4585, σκέψη 41).

43

Εντούτοις, όπως προκύπτει επίσης από τη νομολογία του Δικαστηρίου, το ίδιο είναι αρμόδιο να παράσχει στο εθνικό δικαστήριο όλα τα αναγόμενα στην ερμηνεία του δικαίου της Ενώσεως ερμηνευτικά στοιχεία που μπορούν να του δώσουν τη δυνατότητα να εκτιμήσει, προκειμένου να λύσει τη διαφορά της οποίας επελήφθη, αν ένα εθνικό μέτρο είναι συμβατό προς το δίκαιο αυτό. Εν προκειμένω, το αιτούν δικαστήριο έθεσε επιπλέον διάφορα συγκεκριμένα ερωτήματα επί των οποίων πρέπει να δοθεί απάντηση (βλ. συναφώς, μεταξύ άλλων, προπαρατεθείσα απόφαση Lommers, σκέψη 40).

44

Στη συγκεκριμένη αλληλουχία επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, υπό την επιφύλαξη οριστικών εκτιμήσεων επί των πραγματικών περιστατικών, οι οποίες εναπόκεινται, όπως προϋπομνήστηκε, στα εθνικά δικαστήρια, περιστάσεις όπως οι περιγραφείσες στη σκέψη 40 της παρούσας αποφάσεως παρίστανται, όπως υπογράμμισε ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 48 και 49 των προτάσεών του, ως ευλόγως επιτρέπουσες τη στοιχειοθέτηση της υπάρξεως πραγματικού δεσμού με την αγορά εργασίας του κράτους μέλους υποδοχής, και τούτο έστω και αν η ενδιαφερομένη δεν πραγματοποίησε σπουδές σε εκπαιδευτικό ίδρυμα του κράτους αυτού.

45

Συναφώς, πρέπει καταρχάς να απορριφθεί η αναπτυχθείσα από τη Βελγική Κυβέρνηση επιχειρηματολογία ότι πρόσωπο όπως η D. Prete, αφ’ ης στιγμής διαμένει ειδικότερα εγγύς των συνόρων με το κράτος μέλος όπου πραγματοποίησε τις σπουδές της θα ήταν φυσικότερο να έχει τη δυνατότητα προσβάσεως στην αγορά εργασίας του κράτους αυτού με το οποίο διατηρεί δεσμό. Αφενός, επιβάλλεται η υπόμνηση ότι οι κτηθείσες από σπουδαστή, κατά τη διάρκεια των σπουδών του, γνώσεις δεν στοχεύουν εν γένει σε γεωγραφικώς προκαθορισμένη αγορά εργασίας (βλ., συναφώς, απόφαση της 15ης Μαρτίου 2005, C-209/03, Bidar, Συλλογή 2005, σ. I-2119, σκέψη 58). Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι περιστάσεις τις οποίες επικαλέστηκε η Βελγική Κυβέρνηση προκειμένου να δικαιολογήσει την τυχόν ύπαρξη δεσμού μεταξύ της ενδιαφερομένης και της γαλλικής αγοράς εργασίας δεν είναι εν πάση περιπτώσει ικανές να αποτρέψουν τη δημιουργία ενός ανάλογου δεσμού και με τη βελγική αγορά εργασίας υπό περιστάσεις όπως αυτές της κύριας δίκης.

46

Ακολούθως, υπενθυμίζεται συναφώς ότι, όπως προκύπτει από τη νομολογία του Δικαστηρίου, η ύπαρξη πραγματικού δεσμού με την αγορά εργασίας κράτους μέλους μπορεί να εξακριβωθεί, μεταξύ άλλων, αν διαπιστωθεί ότι το ενδιαφερόμενο πρόσωπο αναζήτησε, επί εύλογο χρονικό διάστημα, ενεργώς και ουσιαστικώς εργασία εντός του οικείου κράτους μέλους (προπαρατεθείσες αποφάσεις Collins, σκέψη 70, και Βάτσουρας και Κουπατάντζε, σκέψη 39).

47

Το Δικαστήριο αναγνώρισε επίσης ότι, ναι μεν το γεγονός της διαμονής εντός κράτους μέλους είναι επίσης ικανό να επιβεβαιώσει, ενδεχομένως, την ύπαρξη πραγματικού δεσμού με την αγορά της απασχολήσεως του κράτους μέλους υποδοχής, διευκρίνισε όμως ότι, εφόσον απαιτείται χρονικό διάστημα διαμονής προκειμένου να πληρούται η εν λόγω προϋπόθεση συνδέσμου, δεν πρέπει να υπερβαίνει ό,τι είναι αναγκαίο ώστε οι εθνικές αρχές να είναι σε θέση να εξακριβώσουν ότι ο ενδιαφερόμενος αναζητεί πράγματι απασχόληση στην αγορά εργασίας του κράτους μέλους υποδοχής (προπαρατεθείσα απόφαση Collins, σκέψη 72).

48

Τέλος, το γεγονός ότι η αναιρεσείουσα της κύριας δίκης, κάνοντας χρήση της ελευθερίας της κυκλοφορίας την οποία διασφαλίζει υπέρ των πολιτών της Ενώσεως το άρθρο 18 ΕΚ, μετακινήθηκε εντός του κράτους μέλους υποδοχής προκειμένου να εγκαταστήσει εκεί τη συζυγική κατοικία της μετά τη σύναψη γάμου με υπήκοο του εν λόγω κράτους δεν μπορεί να αγνοείται εκ περισσού για τους σκοπούς της εκτιμήσεως του αν η D. Prete εμφανίζει πραγματικό δεσμό με την αγορά εργασίας του εν λόγω κράτους μέλους.

49

Υπό τις περιστάσεις αυτές, πρέπει όντως να υπομνηστεί, αφενός, ότι, όπως ήδη έχει υπογραμμιστεί στη σκέψη 25 της παρούσας αποφάσεως, λαμβάνοντας υπόψη τη θέσπιση της ιθαγενείας της Ενώσεως και τη νομολογιακή ερμηνεία του δικαιώματος της ίσης μεταχειρίσεως του οποίου απολαύουν οι πολίτες της Ενώσεως, το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν είναι πλέον δυνατόν να αποκλείεται από το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 39, παράγραφος 2, EK παροχή οικονομικής φύσεως σκοπούσα στη διευκόλυνση της προσβάσεως στην απασχόληση εντός της αγοράς εργασίας κράτους μέλους.

50

Αφετέρου, στοιχεία προκύπτοντα από τα οικογενειακά δεδομένα του αιτούντος επιδόματα αναμονής δύνανται επίσης να συμβάλουν στην ύπαρξη πραγματικού δεσμού μεταξύ του αιτούντος και του κράτους μέλους υποδοχής (βλ., συναφώς, απόφαση της 21ης Ιουλίου 2011, C-503/09, Stewart, Συλλογή 2011, σ. Ι-6497, σκέψη 100). Συναφώς, η ύπαρξη στενών δεσμών, ιδίως προσωπικής φύσεως, οι οποίοι έχουν συναφθεί με το κράτος μέλος υποδοχής όπου η ενδιαφερομένη εγκαταστάθηκε, κατόπιν του γάμου της με υπήκοο του εν λόγω κράτους, και διαμένει έκτοτε κανονικά είναι ικανή να συμβάλει στη διαπίστωση διαρκούς δεσμού μεταξύ της ενδιαφερομένης και του νέου κράτους εγκαταστάσεώς της, συμπεριλαμβανομένης της αγοράς εργασίας αυτού (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 22ας Σεπτεμβρίου 1988, 236/87, Bergemann, Συλλογή 1988, σ. 5125, σκέψεις 20 έως 22).

51

Όπως προκύπτει από τις προηγηθείσες σκέψεις, οι προσιδιάζουσες υπό την έννοια αυτή στην υπόθεση της κύριας δίκης περιστάσεις αποτελούν γλαφυρή και συγκεκριμένη απόδειξη του ότι προϋπόθεση όπως η θεσπισθείσα με το άρθρο 36, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, 2o, στοιχείο j, του βασιλικού διατάγματος βαίνει πέραν αυτού που είναι αναγκαίο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου με το εν λόγω διάταγμα στόχου, καθ’ ο μέτρο δεν επιτρέπει να ληφθούν υπόψη άλλα εν δυνάμει αντιπροσωπευτικά του πραγματικού βαθμού συνδέσεως του αιτουμένου επιδόματα αναμονής στοιχεία με την επίδικη γεωγραφική αγορά εργασίας.

52

Υπό το φως του συνόλου των προηγηθεισών σκέψεων, προσήκουσα στα υποβληθέντα προδικαστικά ερωτήματα απάντηση είναι ότι αντιβαίνει στο άρθρο 39 ΕΚ εθνική διάταξη όπως η επίδικη στο πλαίσιο της κύριας δίκης η οποία εξαρτά το δικαίωμα λήψεως των επιδομάτων αναμονής του οποίου απολαύουν οι αναζητούντες μία πρώτη απασχόληση νέοι από την προϋπόθεση ότι ο ενδιαφερόμενος πραγματοποίησε τουλάχιστον εξαετείς σπουδές σε εκπαιδευτικό ίδρυμα του κράτους μέλους υποδοχής, καθ’ o μέτρο η εν λόγω προϋπόθεση δεν επιτρέπει να ληφθούν υπόψη άλλα αντιπροσωπευτικά στοιχεία ικανά να στοιχειοθετήσουν την ύπαρξη πραγματικού δεσμού μεταξύ του αιτούντος επιδόματα και της επίδικης γεωγραφικής αγοράς εργασίας και υπερβαίνουν ως εκ τούτου ό,τι είναι αναγκαίο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου με την ανωτέρω διάταξη στόχου, ο οποίος έγκειται στην εγγύηση της υπάρξεως ενός τέτοιου δεσμού.

Επί των δικαστικών εξόδων

53

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τέταρτο τμήμα) αποφαίνεται:

 

Αντιβαίνει στο άρθρο 39 ΕΚ εθνική διάταξη όπως η επίδικη στο πλαίσιο της κύριας δίκης η οποία εξαρτά το δικαίωμα λήψεως των επιδομάτων αναμονής του οποίου απολαύουν οι αναζητούντες μία πρώτη απασχόληση νέοι από την προϋπόθεση ότι ο ενδιαφερόμενος πραγματοποίησε τουλάχιστον εξαετείς σπουδές σε εκπαιδευτικό ίδρυμα του κράτους μέλους υποδοχής, καθ’ o μέτρο η εν λόγω προϋπόθεση δεν επιτρέπει να ληφθούν υπόψη άλλα αντιπροσωπευτικά στοιχεία ικανά να στοιχειοθετήσουν την ύπαρξη πραγματικού δεσμού μεταξύ του αιτούντος επιδόματα και της επίδικης γεωγραφικής αγοράς εργασίας και υπερβαίνουν ως εκ τούτου ό,τι είναι αναγκαίο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου με την ανωτέρω διάταξη στόχου, ο οποίος έγκειται στην εγγύηση της υπάρξεως ενός τέτοιου δεσμού.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.