Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-250/09 καιC-268/09

Vasil Ivanov Georgiev

κατά

Tehnicheski universitet – Sofia, filial Plovdiv

(αιτήσεις του Rayonen sad Plovdiv για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)

«Οδηγία 2000/78/ΕΚ – Άρθρο 6, παράγραφος 1 – Απαγόρευση των διακρίσεων λόγω ηλικίας – Καθηγητές τριτοβάθμιας εκπαίδευσης – Εθνική διάταξη που προβλέπει τη σύναψη συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου μετά τη συμπλήρωση του 65ου έτους της ηλικίας – Αυτοδίκαιη συνταξιοδότηση στην ηλικία των 68 ετών – Δικαιολογητικοί λόγοι για τις διαφορές στη μεταχείριση λόγω ηλικίας»

Περίληψη της αποφάσεως

Κοινωνική πολιτική – Ίση μεταχείριση στην απασχόληση και στην εργασία – Οδηγία 2000/78 – Απαγόρευση των διακρίσεων λόγω ηλικίας – Καθηγητές τριτοβάθμιας εκπαίδευσης

(Οδηγία 2000/78 του Συμβουλίου, άρθρο 6 § 1)

Η οδηγία 2000/78, για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία, και ειδικότερα το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής, έχει την έννοια ότι δεν αντιβαίνει σ’ αυτή η εθνική ρύθμιση που προβλέπει ότι οι καθηγητές τριτοβάθμιας εκπαίδευσης συνταξιοδοτούνται αυτοδικαίως, όταν συμπληρώσουν το 68ο έτος της ηλικίας τους, και ότι μετά τη συμπλήρωση του 65ου έτους μπορούν να συνεχίσουν τη δραστηριότητά τους βάσει μόνο συμβάσεων ορισμένου χρόνου που συνάπτονται για ένα έτος και μπορούν να ανανεώνονται δύο φορές κατ’ ανώτατο όριο, εφόσον η ρύθμιση αυτή εξυπηρετεί θεμιτό στόχο, αναγόμενο κυρίως στην πολιτική που εφαρμόζεται στον τομέα της απασχόλησης και της αγοράς εργασίας, όπως είναι η διασφάλιση ορισμένου ποιοτικού επιπέδου της εκπαίδευσης και η βέλτιστη κατανομή των καθηγητικών θέσεων μεταξύ των γενιών, και εφόσον παρέχει τα πρόσφορα και αναγκαία μέσα για την επίτευξη του στόχου αυτού. Στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να εξακριβώσει τη συνδρομή των προϋποθέσεων αυτών.

Σε περίπτωση διαφοράς μεταξύ δημόσιου φορέα και ιδιώτη, εφόσον μια εθνική ρύθμιση δεν πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 6, παράγραφος 1 της οδηγίας 2000/78, το εθνικό δικαστήριο είναι υποχρεωμένο να μην εφαρμόσει τη ρύθμιση αυτή.

(βλ. σκέψεις 68, 73 και διατακτ.)







ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 18ης Νοεμβρίου 2010 (*)

«Οδηγία 2000/78/ΕΚ – Άρθρο 6, παράγραφος 1 – Απαγόρευση των διακρίσεων λόγω ηλικίας – Καθηγητές τριτοβάθμιας εκπαίδευσης – Εθνική διάταξη που προβλέπει τη σύναψη συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου μετά τη συμπλήρωση του 65ου έτους της ηλικίας – Αυτοδίκαιη συνταξιοδότηση στην ηλικία των 68 ετών – Δικαιολογητικοί λόγοι για τις διαφορές στη μεταχείριση λόγω ηλικίας»

Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C‑250/09 και C‑268/09,

που έχουν ως αντικείμενο δύο αιτήσεις εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 234 ΕΚ, τις οποίες υπέβαλε το Rayonen sad Plovdiv (Βουλγαρία) με αποφάσεις της 23ης Ιουνίου 2009, που περιήλθαν στο Δικαστήριο στις 6 και 10 Ιουλίου 2009 αντίστοιχα, στο πλαίσιο των υποθέσεων

Vasil Ivanov Georgiev

κατά

Tehnicheski universitet – Sofia, filial Plovdiv,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους J. N. Cunha Rodrigues, πρόεδρο τμήματος, A. Arabadjiev, A. Rosas, A. Ó Caoimh και P. Lindh (εισηγήτρια), δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: Y. Bot

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

–        ο V. I. Georgiev, εκπροσωπούμενος από τις K. Boncheva και G. Chernicherska, advokati,

–        το Tehnicheski universitet – Sofia, filial Plovdiv, εκπροσωπούμενο από τον K. Iliev,

–        η Βουλγαρική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον T. Ivanov και την E. Petranova,

–        η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους M. Lumma και J. Möller,

–        η Σλοβακική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την B. Ricziová,

–        η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον J. Enegren και την N. Nikolova,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 2ας Σεπτεμβρίου 2010,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Οι αιτήσεις για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως αφορούν την ερμηνεία του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/78/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2000, για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία (ΕΕ L 303, σ. 16).

2        Οι αιτήσεις αυτές έχουν υποβληθεί στο πλαίσιο των ένδικων διαφορών που εκκρεμούν μεταξύ του V. I. Georgiev και του Tehnicheski universitet – Sofia, filial Plovdiv (Πολυτεχνείου Σόφιας – παράρτημα Πλόβντιβ, στο εξής: Πολυτεχνείο) και αφορούν αφενός την απασχόληση του V. I. Georgiev με σύμβαση ορισμένου χρόνου μετά τη συμπλήρωση του 65ου έτους της ηλικίας του και αφετέρου την αυτοδίκαιη συνταξιοδότησή του στην ηλικία των 68 ετών.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

 Η οδηγία 2000/78

3        Η εικοστή πέμπτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 2000/78 έχει ως εξής:

«Η απαγόρευση των διακρίσεων λόγω ηλικίας αποτελεί ουσιώδες στοιχείο για την πραγματοποίηση των στόχων που καθορίζονται στις κατευθυντήριες γραμμές για την απασχόληση και για την ενθάρρυνση της ποικιλομορφίας στην απασχόληση· εντούτοις, η διαφορετική μεταχείριση λόγω ηλικίας μπορεί να δικαιολογείται υπό ορισμένες περιστάσεις και, συνεπώς, απαιτούνται ειδικές διατάξεις οι οποίες μπορεί να διαφέρουν ανάλογα με την κατάσταση των κρατών μελών. Συνεπώς, ο διαχωρισμός μεταξύ της διαφορετικής μεταχείρισης που δικαιολογείται με βάση θεμιτούς στόχους των πολιτικών απασχόλησης, αγοράς εργασίας και επαγγελματικής κατάρτισης και των απαγορευμένων διακρίσεων είναι ουσιαστικής σημασίας.»

4        Η εν λόγω οδηγία έχει σκοπό, σύμφωνα με το άρθρο 1, τη «θέσπιση γενικού πλαισίου για την καταπολέμηση των διακρίσεων λόγω θρησκείας ή πεποιθήσεων, ειδικών αναγκών, ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισμού στον τομέα της απασχόλησης και της εργασίας, προκειμένου να υλοποιηθεί η αρχή της ίσης μεταχείρισης στα κράτη μέλη».

5        Το άρθρο 2, παράγραφοι 1 και 2, στοιχείο α΄, της ίδιας οδηγίας προβλέπει τα εξής:

«1.      Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, η αρχή της ίσης μεταχείρισης σημαίνει την απουσία άμεσης ή έμμεσης διάκρισης για έναν από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 1.

2.      Για τους σκοπούς της παραγράφου 1:

α)      συντρέχει άμεση διάκριση όταν, για έναν από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 1, ένα πρόσωπο υφίσταται μεταχείριση λιγότερο ευνοϊκή από αυτήν την οποία υφίσταται, υπέστη ή θα υφίστατο σε ανάλογη κατάσταση ένα άλλο πρόσωπο».

6        Το άρθρο 3 της οδηγίας 2000/78, που επιγράφεται «Πεδίο εφαρμογής», προβλέπει στην παράγραφο 1, στοιχείο γ΄, τα εξής:

«Εντός των ορίων των εξουσιών που απονέμονται στην Κοινότητα, η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται σε όλα τα πρόσωπα, στον δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα, συμπεριλαμβανομένων των δημόσιων φορέων, όσον αφορά:

[…]

γ)      τις εργασιακές συνθήκες και τους όρους απασχόλησης, συμπεριλαμβανομένων των απολύσεων και των αμοιβών».

7        Το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας ορίζει τα εξής:

«Κατά παρέκκλιση εκ του άρθρου 2, παράγραφος 2, τα κράτη μέλη δύνανται να προβλέπουν ότι η λόγω ηλικίας διαφορετική μεταχείριση δεν συνιστά διάκριση εφόσον δικαιολογείται στο πλαίσιο του εθνικού δικαίου αντικειμενικά και λογικά από έναν θεμιτό στόχο, ιδίως δε από θεμιτούς στόχους της πολιτικής στον τομέα της απασχόλησης, της αγοράς εργασίας και της επαγγελματικής κατάρτισης, και εφόσον τα μέσα επίτευξης του στόχου αυτού είναι πρόσφορα και αναγκαία.

Αυτή η διαφορετική μεταχείριση μπορεί ιδίως να περιλαμβάνει:

α)      την καθιέρωση ειδικών συνθηκών για την πρόσβαση στην απασχόληση και την επαγγελματική κατάρτιση, για την απασχόληση και την εργασία, συμπεριλαμβανομένων των όρων απόλυσης και αμοιβής, για τους νέους, τους ηλικιωμένους και τους εργαζομένους που συντηρούν άλλα πρόσωπα, προκειμένου να ευνοείται η επαγγελματική τους ένταξη ή να εξασφαλίζεται η προστασία τους,

β)      τον καθορισμό ελάχιστων όρων ηλικίας, επαγγελματικής εμπειρίας ή αρχαιότητας στην απασχόληση για την πρόσβαση στην απασχόληση ή σε ορισμένα πλεονεκτήματα που συνδέονται με την απασχόληση,

γ)      τον καθορισμό ανώτατου ορίου ηλικίας για την πρόσληψη, με βάση την απαιτούμενη κατάρτιση για τη συγκεκριμένη θέση εργασίας ή την ανάγκη εύλογης περιόδου απασχόλησης πριν από τη συνταξιοδότηση.»

 Η συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου

8        Η ρήτρα 5, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου, η οποία συνήφθη στις 18 Μαρτίου 1999 και αποτελεί παράρτημα της οδηγίας 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, σχετικά με τη συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP (ΕΕ L 175, σ. 43), είναι διατυπωμένη ως εξής:

«Για να αποτραπεί η κατάχρηση που μπορεί να προκύψει από τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, τα κράτη μέλη, ύστερα από διαβουλεύσεις με τους κοινωνικούς εταίρους σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, συλλογικές συμβάσεις ή πρακτική, και/ή οι κοινωνικοί εταίροι, όταν δεν υπάρχουν ισοδύναμα νομοθετικά μέτρα για την πρόληψη των καταχρήσεων, [προβλέπουν], κατά τρόπο που να λαμβάνει υπόψη τις ανάγκες ειδικών τομέων και/ή κατηγοριών εργαζομένων, ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα μέτρα:

α)      αντικειμενικούς λόγους που να δικαιολογούν την ανανέωση τέτοιων συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας,

β)      τη μέγιστη συνολική διάρκεια διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου,

γ)      τον αριθμό των ανανεώσεων τέτοιων συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας.»

 Η εθνική νομοθεσία

9        Το άρθρο 68, παράγραφος 1, σημείο 1, και παράγραφος 4, του βουλγαρικού Εργατικού Κώδικα (DV αριθ. 26, της 1ης Απριλίου 1986), όπως τροποποιήθηκε και δημοσιεύθηκε στην DV αριθ. 105, της 29ης Δεκεμβρίου 2005 (στο εξής: Εργατικός Κώδικας), προβλέπει τα εξής:

«1)      Η σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου συνάπτεται:

1.      για χρονικό διάστημα που δεν μπορεί να υπερβαίνει τα τρία έτη, εφόσον δεν έχει εκδοθεί νόμος ή πράξη του υπουργικού συμβουλίου που να προβλέπει το αντίθετο,

[…]

4)      Κατ’ εξαίρεση μπορεί να συνάπτεται σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου υπό την έννοια της παραγράφου 1, σημείο 1, διάρκειας ενός τουλάχιστον έτους, εφόσον πρόκειται για εργασίες ή δραστηριότητες που δεν έχουν προσωρινό ή εποχιακό χαρακτήρα ή σύντομη διάρκεια. Τέτοια σύμβαση εργασίας μπορεί να συνάπτεται ακόμη και για βραχύτερο χρονικό διάστημα, εφόσον το έχει ζητήσει εγγράφως ο μισθωτός. Στην περίπτωση αυτή δεν επιτρέπεται η ανανέωση της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου υπό την έννοια της παραγράφου 1, σημείο 1, με τον ίδιο μισθωτό παρά μόνο μία φορά και για χρονικό διάστημα ενός τουλάχιστον έτους.»

10      Το άρθρο 325, παράγραφος 3, του Εργατικού Κώδικα προβλέπει ότι η σύμβαση εργασίας λύεται, χωρίς σχετική προειδοποίηση, από τα συμβαλλόμενα μέρη με την παρέλευση του χρονικού διαστήματος για το οποίο έχει συναφθεί.

11      Το άρθρο 328 του Εργατικού Κώδικα προβλέπει τα εξής:

«1) Ο εργοδότης μπορεί να λύσει τη σύμβαση εργασίας με γραπτή αναγγελία προς τον μισθωτό εντός της προθεσμίας που προβλέπει το άρθρο 326, παράγραφος 2, στις εξής περιπτώσεις:

[…]

10.      Όταν έχει κατοχυρωθεί το δικαίωμα προς συνταξιοδότηση, όσον αφορά δε τους καθηγητές, υφηγητές και λέκτορες των βαθμίδων Ι και ΙΙ και τους επιστημονικούς διδάκτορες με τη συμπλήρωση του 65ου έτους ηλικίας τους,

[…]».

12      Το άρθρο 11 των μεταβατικών και τελικών διατάξεων του βουλγαρικού νόμου για την ανώτατη εκπαίδευση (DV αριθ. 112, της 27ης Δεκεμβρίου 1995), όπως τροποποιήθηκε και δημοσιεύθηκε στην DV αριθ. 74, της 23ης Δεκεμβρίου 2005, ορίζει τα εξής:

«Κατόπιν προτάσεως του τομέα και του τμήματος ή/και του παραρτήματος, η σύγκλητος μπορεί να παρατείνει τις συμβάσεις εργασίας των μελών του διδακτικού προσωπικού που έχουν συμπληρώσει το όριο ηλικίας κατά το άρθρο 328, παράγραφος 1, σημείο 10, του Εργατικού Κώδικα κατά ένα έτος κάθε φορά αλλά όχι περισσότερο από τρία έτη συνολικά για τους διδάσκοντες που έχουν θέση “καθηγητή” και όχι περισσότερο από δύο έτη για τους διδάσκοντες που έχουν θέση “υφηγητή”.»

13      Το άρθρο 7, παράγραφος 1, σημείο 6, του νόμου για την προστασία από τις διακρίσεις (DV αριθ. 86, της 30ής Σεπτεμβρίου 2003), όπως τροποποιήθηκε και δημοσιεύθηκε στην DV αριθ. 105, της 29ης Δεκεμβρίου 2005, προβλέπει ότι δεν αποτελεί διάκριση «ο καθορισμός ενός ανώτατου ορίου ηλικίας για την πρόσληψη, το οποίο οφείλεται στην ανάγκη ορισμένης κατάρτισης για τη σχετική θέση ή στην ανάγκη εύλογης διάρκειας της απασχόλησης πριν από τη συνταξιοδότηση, εφόσον ο καθορισμός του ορίου δικαιολογείται αντικειμενικά και λογικά από έναν θεμιτό στόχο και εφόσον τα μέσα επίτευξης του στόχου αυτού δεν υπερβαίνουν το αναγκαίο μέτρο».

 Οι διαφορές στις κύριες δίκες και τα προδικαστικά ερωτήματα

14      Ο V. I. Georgiev άρχισε να εργάζεται στο Πολυτεχνείο το 1985 ως λέκτορας.

15      Η σύμβαση εργασίας του λύθηκε στις 6 Φεβρουαρίου 2006, επειδή είχε συμπληρώσει το 65ο έτος της ηλικίας του, δηλαδή την ηλικία συνταξιοδότησης.

16      Η σύγκλητος του Πολυτεχνείου επέτρεψε εντούτοις στον V. I. Georgiev, δυνάμει του άρθρου 11 των μεταβατικών και τελικών διατάξεων του νόμου για την ανώτατη εκπαίδευση, να εξακολουθήσει να εργάζεται. Προς τούτο συνήφθη νέα σύμβαση εργασίας, διάρκειας ενός έτους, η οποία πρόβλεπε ότι ο ενδιαφερόμενος θα εργαζόταν ως μέλος του διδακτικού προσωπικού στη Σχολή Μηχανολογίας (στο εξής: σύμβαση).

17      Με πρόσθετη συμφωνία της 21ης Δεκεμβρίου 2006 παρατάθηκε η ισχύς της σύμβασης κατά ένα έτος.

18      Τον Ιανουάριο του 2007 ο V. I. Georgiev διορίστηκε σε θέση καθηγητή.

19      Με νέα πρόσθετη συμφωνία, της 18ης Ιανουαρίου 2008, παρατάθηκε πάλι η ισχύς της σύμβασης κατά ένα έτος.

20      Το 2009, το έτος δηλαδή κατά το οποίο ο V. I. Georgiev συμπλήρωσε το 68ο έτος της ηλικίας του, λύθηκε, με πράξη του Διευθυντή του Πολυτεχνείου, η σχέση εργασίας του με το Πολυτεχνείο, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 325, παράγραφος 3, του Εργατικού Κώδικα.

21      Ο V. I. Georgiev έχει ασκήσει δύο αγωγές ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου. Με την πρώτη, η οποία οδήγησε στην υπόθεση C‑268/09, ζητεί αφενός την ακύρωση της ρήτρας της σύμβασης ορισμένου χρόνου η οποία περιορίζει την ισχύ της σύμβασης αυτής σε ένα μόνο έτος και αφετέρου τη μετατροπή της σύμβασης αυτής σε σύμβαση αόριστου χρόνου. Η δεύτερη αγωγή, η οποία οδήγησε στην υπόθεση C‑250/09, αφορά την πράξη του διευθυντή του Πολυτεχνείου με την οποία λύθηκε η σχέση εργασίας του ενάγοντος με το Πολυτεχνείο, όταν ο ενάγων συμπλήρωσε το 68ο έτος της ηλικίας του.

22      Το εν λόγω δικαστήριο εκφράζει αμφιβολίες ως προς την ερμηνεία του άρθρου 6 της οδηγίας 2000/78 την οποία πρέπει να ακολουθήσει για την επίλυση των δυο διαφορών που έχουν υποβληθεί στην κρίση του.

23      Υπό τις συνθήκες αυτές το Rayonen sad Plovdiv αποφάσισε να αναστείλει την εκδίκαση των αγωγών και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα, από τα οποία τα δύο πρώτα είναι κοινά και στις δύο υποθέσεις, ενώ το τρίτο υποβάλλεται μόνο στην υπόθεση C‑268/09:

«1)      Απαγορεύουν οι διατάξεις της [οδηγίας 2000/78] την εφαρμογή του εθνικού νόμου που δεν επιτρέπει τη σύναψη συμβάσεων εργασίας αόριστου χρόνου με καθηγητές τριτοβάθμιας εκπαίδευσης που έχουν συμπληρώσει το 65ο έτος της ηλικίας τους; Στο πλαίσιο αυτό, και πιο συγκεκριμένα ενόψει του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας, δικαιολογούνται αντικειμενικά και λογικά από ένα θεμιτό στόχο και είναι αναλογικά τα μέτρα που προβλέπει το άρθρο 7, παράγραφος 1, σημείο 6, του βουλγαρικού νόμου για την προστασία από τις διακρίσεις, τα οποία εισάγουν όρια ηλικίας για την απασχόληση σε συγκεκριμένες θέσεις, αν ληφθεί υπόψη ότι η οδηγία έχει μεταφερθεί πλήρως στη βουλγαρική έννομη τάξη;

2)      Απαγορεύουν οι διατάξεις της [οδηγίας 2000/78] την εφαρμογή του εθνικού νόμου βάσει του οποίου οι καθηγητές τριτοβάθμιας εκπαίδευσης που έχουν συμπληρώσει το 68ο έτος της ηλικίας τους συνταξιοδοτούνται αυτοδικαίως; Με δεδομένα τα εκτεθέντα πραγματικά περιστατικά και τις εκτεθείσες περιστάσεις της υπό κρίση υπόθεσης, είναι δυνατόν, εφόσον διαπιστωθεί ότι η εφαρμοστέα εθνική νομοθεσία με την οποία μεταφέρθηκε η οδηγία στην εσωτερική έννομη τάξη είναι αντίθετη προς τις διατάξεις της [οδηγίας 2000/78], να οδηγήσει η ερμηνεία των διατάξεων του κοινοτικού δικαίου στη μη εφαρμογή της εθνικής νομοθεσίας;

3)      Αποτελεί, κατά την εθνική νομοθεσία, η συμπλήρωση ορισμένης ηλικίας τη μόνη προϋπόθεση για τη λύση της εργασιακής σχέσης αόριστου χρόνου και για τη δυνατότητα συνέχισής της ως εργασιακής σχέσης ορισμένου χρόνου μεταξύ του ίδιου εργαζόμενου και του ίδιου εργοδότη στην ίδια θέση εργασίας; Καθορίζει η εθνική νομοθεσία την ανώτατη διάρκεια και τον ανώτατο αριθμό ανανεώσεων της εργασιακής σχέσης ορισμένου χρόνου με τον ίδιο εργοδότη μετά τη μετατροπή της σύμβασης αόριστου χρόνου σε ορισμένου, μετά την παρέλευση των οποίων δεν είναι δυνατή η συνέχιση της εργασιακής σχέσης μεταξύ των συμβαλλόμενων;»

24      Με διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 14ης Σεπτεμβρίου 2009, οι υποθέσεις C‑250/09 και C‑268/09 ενώθηκαν προς διευκόλυνση της έγγραφης και της προφορικής διαδικασίας και προς έκδοση κοινής απόφασης.

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

 Επί των δύο πρώτων ερωτημάτων

25      Με τα δύο πρώτα ερωτήματα, τα οποία πρέπει να συνεξεταστούν, το αιτούν δικαστήριο θέτει κατ’ ουσία το ζήτημα αν αντιβαίνει στην οδηγία 2000/78, και ειδικότερα στο άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής, η εθνική ρύθμιση που, όπως η επίμαχη στις κύριες δίκες ρύθμιση, προβλέπει ότι οι καθηγητές τριτοβάθμιας εκπαίδευσης που έχουν συμπληρώσει το 68ο έτος της ηλικίας τους συνταξιοδοτούνται αυτοδικαίως και ότι μετά τη συμπλήρωση του 65ου έτους μπορούν να συνεχίσουν τη δραστηριότητά τους βάσει μόνο συμβάσεων ορισμένου χρόνου που συνάπτονται για ένα έτος και μπορούν να ανανεώνονται δύο φορές κατ’ ανώτατο όριο. Σε περίπτωση καταφατικής απάντησης, το αιτούν δικαστήριο θέτει το ερώτημα αν η εθνική αυτή νομοθεσία πρέπει να παραμείνει ανεφάρμοστη.

26      Τονίζεται ευθύς εξαρχής ότι, όπως προκύπτει τόσο από τον τίτλο και τις αιτιολογικές σκέψεις όσο και από το περιεχόμενο και τον σκοπό της οδηγίας 2000/78, η οδηγία αυτή επιδιώκει να θεσπίσει ένα γενικό πλαίσιο που να διασφαλίζει σε όλους ίση μεταχείριση «στην απασχόληση και την εργασία», προσφέροντάς τους επαρκή προστασία από τις διακρίσεις που οφείλονται σε έναν από τους λόγους που απαριθμούνται στο άρθρο 1 της εν λόγω οδηγίας, μεταξύ των οποίων και η ηλικία.

27      Για να δοθεί απάντηση στα δύο πρώτα ερωτήματα, πρέπει να εξακριβωθεί αν μια εθνική ρύθμιση όπως η επίμαχη στις κύριες δίκες εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2000/78, αν εισάγει διαφορετική μεταχείριση σε συνάρτηση με την ηλικία και, σε περίπτωση καταφατικής απάντησης, αν η διαφορετική αυτή μεταχείριση αντιβαίνει στην οδηγία.

28      Όσον αφορά, πρώτον, το ζήτημα αν μια εθνική ρύθμιση όπως η επίμαχη στις κύριες δίκες εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2000/78, από το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, της οδηγίας αυτής προκύπτει ότι η εν λόγω οδηγία έχει εφαρμογή, εντός των ορίων των εξουσιών που απονέμονται στην Ευρωπαϊκή Ένωση, σε όλα τα πρόσωπα, όσον αφορά τις εργασιακές συνθήκες και τους όρους απασχόλησης, συμπεριλαμβανομένων των όρων απόλυσης και αμοιβής.

29      Η διάταξη του εθνικού δικαίου που προβλέπει την αυτοδίκαιη συνταξιοδότηση των καθηγητών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης με τη συμπλήρωση του 68ου έτους της ηλικίας τους επηρεάζει τις εργασιακές συνθήκες και τους όρους απασχόλησης, κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, της οδηγίας 2000/78, καθόσον απαγορεύει στα εν λόγω πρόσωπα να ασκούν τη δραστηριότητά τους μετά τη συμπλήρωση της ηλικίας αυτής.

30      Η δε διάταξη που προβλέπει τη σύναψη συμβάσεων ορισμένου χρόνου επηρεάζει τις εργασιακές συνθήκες και τους όρους απασχόλησης, κατά την έννοια του εν λόγω άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, για τον λόγο ότι εμποδίζει τους άνω των 65 ετών καθηγητές τριτοβάθμιας εκπαίδευσης να εξακολουθήσουν να ασκούν τη δραστηριότητά τους βάσει σύμβασης αόριστου χρόνου.

31      Όσον αφορά, δεύτερον, το ζήτημα αν η επίμαχη στις κύριες δίκες εθνική ρύθμιση προβλέπει διαφορετική μεταχείριση λόγω ηλικίας, υπό την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/78, υπενθυμίζεται ότι, κατά την εν λόγω διάταξη, «η αρχή της ίσης μεταχείρισης σημαίνει την απουσία άμεσης ή έμμεσης διάκρισης για έναν από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 1» της οδηγίας αυτής. Το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, της εν λόγω οδηγίας διευκρινίζει ότι, για την εφαρμογή της παραγράφου 1 του ίδιου άρθρου, άμεση διάκριση συντρέχει όταν, για έναν από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 1 της ίδιας οδηγίας, ένα πρόσωπο υφίσταται μεταχείριση λιγότερο ευνοϊκή από αυτήν την οποία υφίσταται σε ανάλογη κατάσταση ένα άλλο πρόσωπο.

32      Η εφαρμογή νόμου που προβλέπει την αυτοδίκαιη συνταξιοδότηση των καθηγητών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης που έχουν συμπληρώσει το 68ο έτος της ηλικίας τους έχει ως συνέπεια ότι τα πρόσωπα αυτά υφίστανται, για τον λόγο ότι έχουν υπερβεί την ηλικία των 68 ετών, λιγότερο ευνοϊκή μεταχείριση από ό,τι άλλα πρόσωπα που ασκούν το ίδιο επάγγελμα. Μια τέτοια διάταξη εισάγει διαφορετική μεταχείριση λόγω ηλικίας, κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 2, στοιχείο α´, της οδηγίας 2000/78 (βλ. επ’ αυτού απόφαση της 16ης Οκτωβρίου 2007, C‑411/05, Palacios de la Villa, Συλλογή 2007, σ. I‑8531, σκέψη 51).

33      Όσον αφορά τη διάταξη του εθνικού δικαίου σχετικά με τη σύναψη συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου με τους καθηγητές που έχουν συμπληρώσει το 65ο έτος της ηλικίας τους, διαπιστώνεται ότι η επίμαχη στις κύριες δίκες εθνική ρύθμιση, επιβάλλοντας στους καθηγητές αυτούς αυτό το είδος των συμβάσεων εργασίας και εμποδίζοντάς τους να εξακολουθήσουν να ασκούν τη δραστηριότητά τους βάσει συμβάσεων αόριστου χρόνου, προβλέπει επίσης τη διαφορετική μεταχείρισή τους έναντι των νεότερων σε ηλικία καθηγητών, για τους οποίους δεν ισχύει η απαγόρευση αυτή.

34      Το επιχείρημα του Πολυτεχνείου και της Βουλγαρικής Κυβέρνησης ότι η ρύθμιση αυτή δεν είναι δυσμενής για τους οικείους καθηγητές, διότι τους επιτρέπει ενδεχομένως να εργαστούν τρία ακόμη έτη μετά τη συμπλήρωση της ηλικίας κατά την οποία είναι δυνατόν να υποχρεωθούν να συνταξιοδοτηθούν, δεν αναιρεί την ορθότητα του συμπεράσματος που συνήχθη στην αμέσως προηγούμενη σκέψη. Συγκεκριμένα, οι εργασιακές συνθήκες των καθηγητών αυτών καθίστανται αναπόφευκτα επισφαλέστερες από τις εργασιακές συνθήκες των καθηγητών ηλικίας κάτω των 65 ετών, καθόσον οι πρώτοι δεν μπορούν πλέον να συνάψουν σύμβαση εργασίας αόριστου χρόνου.

35      Τρίτον, πρέπει να εξακριβωθεί αν για τη διαφορετική μεταχείριση που προκύπτει από την εφαρμογή των διατάξεων της επίμαχης στις κύριες δίκες εθνικής ρύθμισης ισχύει κάποιος δικαιολογητικός λόγος κατά το άρθρο 6 της οδηγίας 2000/78.

36      Υπενθυμίζεται σχετικά ότι το άρθρο 6, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της εν λόγω οδηγίας προβλέπει ότι η λόγω ηλικίας διαφορετική μεταχείριση δεν συνιστά διάκριση εφόσον δικαιολογείται στο πλαίσιο του εθνικού δικαίου αντικειμενικά και λογικά από έναν θεμιτό στόχο, ιδίως δε από θεμιτούς στόχους της πολιτικής στον τομέα της απασχόλησης, της αγοράς εργασίας και της επαγγελματικής κατάρτισης, και εφόσον τα μέσα για την επίτευξη του στόχου αυτού είναι πρόσφορα και αναγκαία. Το δεύτερο εδάφιο της ίδιας παραγράφου απαριθμεί διάφορα παραδείγματα διαφορετικής μεταχείρισης που δικαιολογείται σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο.

37      Συναφώς επισημαίνεται ότι το παράδειγμα που παρατίθεται στο άρθρο 6, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο γ΄, της οδηγίας 2000/78, το οποίο έχει μεταφερθεί στη βουλγαρική έννομη τάξη με το άρθρο 7, παράγραφος 1, σημείο 6, του νόμου για την προστασία από τις διακρίσεις, στο οποίο αναφέρεται ρητά το αιτούν δικαστήριο με το πρώτο ερώτημά του, δεν είναι λυσιτελές στην προκείμενη περίπτωση. Η διαφορά που αποτελεί το αντικείμενο των κύριων δικών αφορά την εφαρμογή συμβάσεων ορισμένου χρόνου από την ηλικία των 65 ετών, δηλαδή τις εργασιακές συνθήκες μετά από ορισμένη ηλικία, και όχι την ύπαρξη ανώτατου ορίου ηλικίας για την πρόσληψη, για την οποία κάνει λόγο ο νόμος αυτός.

38      Οι επίμαχες εθνικές διατάξεις πρέπει επομένως να εξεταστούν με γνώμονα τους σκοπούς τους.

39      Η απόφαση περί παραπομπής δεν παρέχει κανένα στοιχείο επ’ αυτού και από τη δικογραφία δεν προκύπτει ότι η επίμαχη εθνική ρύθμιση αναφέρει ρητά τον σκοπό που επιδιώκει.

40      Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η εν λόγω ρύθμιση δεν επιδιώκει κανένα θεμιτό σκοπό. Όπως έχει δεχτεί το Δικαστήριο, αν η επίμαχη εθνική ρύθμιση δεν καθορίζει σαφώς τον στόχο που επιδιώκει, ο στόχος που διαπνέει το συγκεκριμένο μέτρο πρέπει να προκύπτει από άλλα στοιχεία του γενικού πλαισίου του, ενόψει της άσκησης του δικαστικού ελέγχου ως προς τη νομιμότητά του αλλά και ως προς τον πρόσφορο και αναγκαίο χαρακτήρα των μέσων που εφαρμόζονται για την επίτευξη του στόχου αυτού (βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Palacios de la Villa, σκέψη 57, και αποφάσεις της 5ης Μαρτίου 2009, C‑388/07, Age Concern England, Συλλογή 2009, σ. I‑1569, σκέψη 45, και της 12ης Ιανουαρίου 2010, C‑341/08, Petersen, που δεν έχει δημοσιευτεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 40).

41      Το Πολυτεχνείο και η Βουλγαρική Κυβέρνηση υποστηρίζουν ότι η επίμαχη εθνική ρύθμιση επιδιώκει ένα σκοπό κοινωνικής πολιτικής σχετικής με την κατάρτιση και την απασχόληση του διδακτικού προσωπικού και την εφαρμογή συγκεκριμένης πολιτικής στην αγορά εργασίας, η οποία λαμβάνει υπόψη την ιδιαίτερη κατάσταση του προσωπικού του οικείου επιστημονικού κλάδου, τις ανάγκες του οικείου πανεπιστημιακού ιδρύματος και τα επαγγελματικά προσόντα του ενδιαφερόμενου.

42      Οι άλλες κυβερνήσεις που έχουν καταθέσει παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δηλαδή η Γερμανική και η Σλοβακική Κυβέρνηση, και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων φρονούν ότι ο θεμιτός σκοπός μιας εθνικής ρύθμισης, όπως η επίμαχη στις κύριες δίκες ρύθμιση, ενδέχεται να έγκειται στην επιδίωξη αφενός της διασφάλισης ορισμένου ποιοτικού επιπέδου της εκπαίδευσης και της έρευνας, μέσω της ανανέωσης του διδακτικού προσωπικού χάρη στην πρόσληψη νεότερων σε ηλικία καθηγητών, και αφετέρου της βέλτιστης κατανομής των θέσεων χάρη στην ισόρροπη κατανομή τους μεταξύ των γενιών.

43      Διαπιστώνεται ότι το Πολυτεχνείο και η Βουλγαρική Κυβέρνηση δεν αναφέρουν σαφώς τον σκοπό της εν λόγω εθνικής ρύθμισης και αρκούνται ουσιαστικά στο επιχείρημα ότι με τη ρύθμιση αυτή επιδιώκονται στόχοι που εμπίπτουν στην κατηγορία που αναφέρεται στο άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/78. Για να εξακριβωθεί όμως αν η ρύθμιση αυτή είναι συμβατή με την οδηγία, πρέπει να καθοριστεί επακριβώς ο σκοπός τον οποίο επιδιώκει, πράγμα για το οποίο αρμόδιο είναι το εθνικό δικαστήριο.

44      Προκειμένου να δοθεί χρήσιμη απάντηση στο δικαστήριο αυτό, πρέπει να ληφθούν υπόψη οι παρατηρήσεις που διατύπωσαν το Πολυτεχνείο και η Βουλγαρική Κυβέρνηση σχετικά με τον σκοπό της επίμαχης εθνικής ρύθμισης και οι παρατηρήσεις που κατέθεσαν επ’ αυτού η Γερμανική Κυβέρνηση, η Σλοβακική Κυβέρνηση και η Επιτροπή.

45      Επ’ αυτού πρέπει να γίνει δεκτό ότι η εκπαίδευση και η απασχόληση του διδακτικού προσωπικού και η εφαρμογή συγκεκριμένης πολιτικής στην αγορά εργασίας, η οποία λαμβάνει υπόψη την ιδιαίτερη κατάσταση του προσωπικού του οικείου επιστημονικού κλάδου, τις οποίες επικαλέστηκαν το Πολυτεχνείο και η Βουλγαρική Κυβέρνηση, ενδέχεται να εκφράζουν τη βούληση βέλτιστης κατανομής των καθηγητικών θέσεων μεταξύ των γενιών, χάρη κυρίως στην πρόσληψη νεότερων σε ηλικία καθηγητών. Όσον αφορά τον τελευταίο αυτό στόχο, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η προώθηση των προσλήψεων συνιστά αναμφισβήτητα θεμιτό στόχο της κοινωνικής πολιτικής των κρατών μελών ή της πολιτικής τους στον τομέα της απασχόλησης (προπαρατεθείσα απόφαση Palacios de la Villa, σκέψη 65), και μάλιστα όταν πρόκειται για τη διευκόλυνση της πρόσβασης των νέων σε ορισμένο επάγγελμα (βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Petersen, σκέψη 68). Επομένως, η προώθηση των προσλήψεων στην ανώτατη παιδεία μέσω της προσφοράς καθηγητικών θέσεων σε νεότερα άτομα μπορεί να συνιστά τέτοιο θεμιτό στόχο.

46      Εξάλλου, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας με το σημείο 34 των προτάσεών του, η συνύπαρξη διαφορετικών γενιών διδασκόντων και ερευνητών ευνοεί την ανταλλαγή εμπειριών και την καινοτόμο δράση και συνεπώς τη βελτίωση της ποιότητας της πανεπιστημιακής διδασκαλίας και έρευνας.

47      Από τη δικογραφία πάντως δεν προκύπτει ότι οι στόχοι στους οποίους αναφέρθηκαν η Γερμανική και η Σλοβακική Κυβέρνηση και η Επιτροπή ανταποκρίνονται στους στόχους του Βούλγαρου νομοθέτη. Αμφιβολίες γεννώνται ιδιαίτερα λόγω των σχολίων που διατύπωσε ο V. I. Georgiev με τις γραπτές παρατηρήσεις του. Ο V. I. Georgiev θεωρεί ότι το Πολυτεχνείο και η Βουλγαρική Κυβέρνηση διατυπώνουν απλώς ορισμένους ισχυρισμούς και υποστηρίζει ότι η επίμαχη ρύθμιση δεν είναι προσαρμοσμένη στην πραγματικότητα της οικείας αγοράς εργασίας. Κατ’ αυτόν, ο μέσος όρος ηλικίας των καθηγητών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, των οποίων ο αριθμός δεν υπερβαίνει τους 1 000, είναι τα 58 έτη, ο λόγος δε είναι ότι οι νέοι δεν ενδιαφέρονται για τη σταδιοδρομία καθηγητή τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Επομένως, η επίμαχη ρύθμιση δεν λειτουργεί ως κίνητρο για την πρόσληψη νέων σε ηλικία ατόμων.

48      Στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται συναφώς να εξετάσει τα πραγματικά στοιχεία και να εξακριβώσει αν οι στόχοι στους οποίους αναφέρονται το Πολυτεχνείο και η Βουλγαρική Κυβέρνηση ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα.

49      Απομένει να εξεταστεί αν τα μέσα για την επίτευξη των στόχων αυτών είναι «πρόσφορα και αναγκαία» κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2000/78.

50      Στο πλαίσιο αυτό υπενθυμίζεται ότι τα κράτη μέλη έχουν ευρύ περιθώριο εκτίμησης για την επιλογή όχι μόνο του συγκεκριμένου σκοπού που προτίθενται να επιδιώκουν, μεταξύ άλλων σκοπών, στον τομέα της κοινωνικής πολιτικής και της πολιτικής απασχόλησης, αλλά και για τον καθορισμό των μέτρων επίτευξης του σκοπού αυτού (βλ. απόφαση της 22ας Νοεμβρίου 2005, C‑144/04, Mangold, Συλλογή 2005, σ. I‑9981, σκέψη 63, και προπαρατεθείσα απόφαση Palacios de la Villa, σκέψη 68).

51      Όσον αφορά, πρώτον, τον καθορισμό του ορίου ηλικίας στα 68, το Δικαστήριο έχει αποφανθεί, με τη σκέψη 70 της προπαρατεθείσας απόφασης Petersen, αφενός ότι, ανάλογα με την εξέλιξη της αγοράς εργασίας στον οικείο τομέα, δεν είναι παράλογη η εκτίμηση των αρχών ενός κράτους μέλους ότι η εφαρμογή ορίου ηλικίας, αποτέλεσμα της οποίας είναι η έξοδος των μεγαλύτερης ηλικίας ιατρών από την αγορά, θα διευκολύνει την απασχόληση των νεότερων σε ηλικία επαγγελματιών και αφετέρου ότι η ηλικία αυτή είναι αρκούντως προχωρημένη, ώστε να δικαιολογείται η λήξη της ισχύος της άδειας άσκησης της δραστηριότητας του συμβεβλημένου οδοντιάτρου.

52      Οι εκτιμήσεις αυτές ισχύουν και για την άσκηση της δραστηριότητας του καθηγητή τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Συγκεκριμένα, αφού ο αριθμός των θέσεων καθηγητών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης είναι κατά κανόνα περιορισμένος και οι θέσεις αυτές προορίζονται για όσους έχουν τα περισσότερα προσόντα στον οικείο τομέα και με δεδομένο ότι για την πρόσληψη ενός καθηγητή πρέπει να υπάρχει κενή θέση, πρέπει να γίνει δεκτό ότι είναι εύλογο να κρίνει ένα κράτος μέλος ότι ο καθορισμός ορίου ηλικίας είναι ενδεδειγμένος για την επίτευξη στόχων της πολιτικής απασχόλησης όπως αυτοί για τους οποίους γίνεται λόγος στις σκέψεις 45 και 46 της παρούσας απόφασης.

53      Στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται πάντως να εξακριβώσει, λαμβάνοντας υπόψη τις αντιρρήσεις του V. I. Georgiev που υπενθυμίστηκαν παραπάνω στη σκέψη 47 της παρούσας απόφασης, κατά πόσον η κατάσταση των καθηγητών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στη Βουλγαρία αντιστοιχεί στη γενική κατάσταση των καθηγητών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης που περιγράφηκε στην αμέσως προηγούμενη σκέψη.

54      Όσον αφορά το όριο ηλικίας που έχει καθοριστεί με την επίμαχη εθνική ρύθμιση, δηλαδή το 68ο έτος, από τη δικογραφία προκύπτει ότι υπερβαίνει κατά πέντε έτη την ηλικία στην οποία οι άνδρες μπορούν κατά κανόνα να αποκτούν κατά νόμο δικαίωμα σύνταξης και να συνταξιοδοτούνται στο οικείο κράτος μέλος. Επομένως, το όριο αυτό επιτρέπει στους καθηγητές τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, στους οποίους προσφέρεται η δυνατότητα εργασίας μέχρι το 68ο έτος της ηλικίας τους, να συνεχίσουν τη σταδιοδρομία τους για σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα. Το μέτρο αυτό δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστά υπέρμετρη προσβολή των θεμιτών προσδοκιών των εργαζομένων που συνταξιοδοτούνται υποχρεωτικά λόγω του ότι έχουν συμπληρώσει το προβλεπόμενο όριο ηλικίας, εφόσον η σχετική ρύθμιση δεν βασίζεται μόνο σε συγκεκριμένη ηλικία, αλλά λαμβάνει επίσης υπόψη το γεγονός ότι οι ενδιαφερόμενοι λαμβάνουν μετά τη λήξη της επαγγελματικής σταδιοδρομίας τους οικονομικό αντιστάθμισμα υπό τη μορφή σύνταξης, όπως αυτή που προβλέπει η επίμαχη εθνική ρύθμιση (βλ., επ’ αυτού, προπαρατεθείσα απόφαση Palacios de la Villa, σκέψη 73).

55      Κατά συνέπεια, ο καθορισμός ενός τέτοιου ορίου ηλικίας για τη λύση της σύμβασης εργασίας δεν βαίνει πέραν αυτού που είναι αναγκαίο για την επίτευξη ορισμένων στόχων της πολιτικής στον τομέα της απασχόλησης, όπως είναι αυτοί που αναφέρθηκαν στις σκέψεις 45 και 46 της παρούσας απόφασης, εφόσον η εν λόγω εθνική ρύθμιση εξυπηρετεί την επίτευξη των στόχων αυτών με συνέπεια και σύστημα.

56      Στον εθνικό δικαστή εναπόκειται να εξακριβώσει κατά πόσον το όριο ηλικίας αυτό εξυπηρετεί πράγματι την επίτευξη των στόχων αυτών με συνέπεια και σύστημα (βλ. απόφαση της 10ης Μαρτίου 2009, C‑169/07, Hartlauer, Συλλογή 2009, σ. I‑1721, σκέψη 55, και προπαρατεθείσα απόφαση Petersen, σκέψη 53). Ειδικότερα, ο δικαστής αυτός οφείλει να εξετάσει αν η επίμαχη ρύθμιση κάνει διάκριση μεταξύ αφενός των υφηγητών και καθηγητών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και αφετέρου των λοιπών μελών του διδακτικού προσωπικού της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, μη προβλέποντας, όπως ισχυρίζεται ο V. I. Georgiev, την αυτοδίκαιη συνταξιοδότηση των λοιπών αυτών μελών. Θα πρέπει δηλαδή να εξακριβώσει αν η διάκριση αυτή εξυπηρετεί ορισμένη ανάγκη σε σχέση με τους επιδιωκόμενους στόχους και τις ιδιαιτερότητες των ενδιαφερόμενων μελών του διδακτικού προσωπικού ή συνιστά, αντίθετα, μια νομοθετική ασυνέπεια που δεν ανταποκρίνεται στις προϋποθέσεις του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/78.

57      Δεύτερον, όσον αφορά τον πρόσφορο και αναγκαίο χαρακτήρα της σύναψης συμβάσεων ορισμένου χρόνου μετά τη συμπλήρωση του 65ου έτους της ηλικίας, το Δικαστήριο είχε ήδη την ευκαιρία να εξετάσει το συμβατό με την οδηγία 2000/78 ορισμένων εθνικών διατάξεων που πρόβλεπαν τη σύναψη τέτοιων συμβάσεων μετά από ορισμένη ηλικία.

58      Για παράδειγμα, το Δικαστήριο, με την προπαρατεθείσα απόφαση Mangold, το Δικαστήριο εξέτασε μια εθνική ρύθμιση που επέτρεπε στους εργοδότες να συνάπτουν συμβάσεις ορισμένου χρόνου με τους εργαζομένους που είχαν συμπληρώσει το 52ο έτος της ηλικίας τους, χωρίς να κάνει διάκριση ανάλογα με το αν οι εργαζόμενοι αυτοί ήσαν άνεργοι πριν από τη σύναψη της σύμβασης, με γνώμονα της εξέτασης αυτής τον επιδιωκόμενο στόχο, δηλαδή την υποβοήθηση της εργασιακής ένταξης των ηλικιωμένων ανέργων.

59      Με την εν λόγω απόφαση το Δικαστήριο τόνισε αφενός ότι η ρύθμιση αυτή καταλήγει σε μια κατάσταση στην οποία ενδέχεται να προτείνονται στους εργαζόμενους στους οποίους εφαρμόζεται η ρύθμιση αυτή συμβάσεις ορισμένου χρόνου, οι οποίες μπορούν να ανανεώνονται απεριόριστα, μέχρι να συμπληρώσουν την ηλικία κατά την οποία μπορούν να ασκήσουν το δικαίωμά τους να συνταξιοδοτηθούν, πράγμα που σημαίνει ότι διατρέχουν τον κίνδυνο, κατά τη διάρκεια ενός σημαντικού τμήματος της επαγγελματικής τους σταδιοδρομίας, να μην έχουν καμία σταθερότητα στην απασχόλησή τους, η οποία συνιστά, κατά το Δικαστήριο, μείζον στοιχείο της προστασίας των εργαζομένων (βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Mangold, σκέψη 64). Το Δικαστήριο δέχτηκε αφετέρου ότι η ρύθμιση αυτή, καθόσον λαμβάνει την ηλικία του οικείου εργαζομένου ως μοναδικό κριτήριο για τη σύναψη σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου, χωρίς να έχει αποδειχθεί ότι ο ίδιος ο καθορισμός ενός ανώτατου ορίου ηλικίας, ανεξάρτητα από οποιαδήποτε άλλη εκτίμηση συνδεόμενη με τη διάρθρωση της οικείας αγοράς εργασίας και από την προσωπική κατάσταση του ενδιαφερομένου, είναι αντικειμενικά αναγκαίος για την υλοποίηση του σκοπού της επαγγελματικής ένταξης των ηλικιωμένων ανέργων, πρέπει να θεωρηθεί ότι βαίνει πέραν αυτού που είναι πρόσφορο και αναγκαίο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού (προπαρατεθείσα απόφαση Mangold, σκέψη 65).

60      Επισημαίνεται ότι μια εθνική ρύθμιση όπως η επίμαχη στις κύριες δίκες διαφέρει σαφώς από τη ρύθμιση που εξετάστηκε στην προπαρατεθείσα απόφαση Mangold και είναι εκ πρώτης όψεως δικαιολογημένη κατά την έννοια της οδηγίας 2000/78.

61      Πρώτον, η σύναψη συμβάσεων ορισμένου χρόνου για ένα έτος, που μπορούν να ανανεώνονται δύο φορές κατ’ ανώτατο όριο, μπορεί, όπως και το όριο ηλικίας των 68 ετών, να εξυπηρετεί την πολιτική στον τομέα απασχόλησης που αποσκοπεί, μεταξύ άλλων, στην παροχή κινήτρων για την προαγωγή των νεότερων σε ηλικία διδασκόντων σε θέσεις καθηγητών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Συγκεκριμένα, δεδομένου ότι ο αριθμός των θέσεων καθηγητών είναι περιορισμένος, η σύναψη συμβάσεων ορισμένου χρόνου με τους καθηγητές μετά τη συμπλήρωση του 65ου έτους της ηλικίας τους συμβάλλει στην αποχώρησή τους σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα και, συνεπώς, στην πρόσληψη νεότερων σε ηλικία καθηγητών στη θέση τους. Στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται πάντως να εξακριβώσει ότι αυτό ισχύει για τους καθηγητές τριτοβάθμιας εκπαίδευσης τους οποίους αφορά η επίμαχη εθνική ρύθμιση.

62      Δεύτερον, η σύναψη των συμβάσεων αυτών δεν συναρτάται μόνο προς τη συμπλήρωση από τον εργαζόμενο ορισμένης ηλικίας.

63      Αντίθετα, όπως προκύπτει από την εθνική νομοθεσία που παρατέθηκε στις σκέψεις 11 και 12 της παρούσας απόφασης, το κρίσιμο στοιχείο συνίσταται στο γεγονός ότι ο καθηγητής έχει αποκτήσει δικαίωμα συνταξιοδότησης, πέρα από το ότι έχει συμπληρώσει ορισμένη ηλικία, η οποία άλλωστε είναι πολύ πιο προχωρημένη από ό,τι η ηλικία την οποία αφορούσε η προπαρατεθείσα απόφαση Mangold, και συγκεκριμένα το 65ο έτος αντί για το 52ο.

64      Από την εν λόγω νομοθεσία συνάγεται ότι οι καθηγητές στους οποίους προτείνεται σύμβαση ορισμένου χρόνου μπορούν να επιλέξουν είτε να αποχωρήσουν από την υπηρεσία συνταξιοδοτούμενοι είτε να εξακολουθήσουν να εργάζονται μετά τη συμπλήρωση του 65ου έτους της ηλικίας τους.

65      Εξάλλου, οι επίμαχες εν προκειμένω συμβάσεις ορισμένου χρόνου έχουν διάρκεια ενός μόνον έτους και μπορούν να ανανεώνονται δύο φορές κατ’ ανώτατο όριο, πράγμα που σημαίνει ότι ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις που θέτει η ρήτρα 5, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου με σκοπό την αποτροπή των καταχρήσεων που μπορούν να προκύπτουν από τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου.

66      Υπό τις συνθήκες αυτές πρέπει να γίνει δεκτό ότι μια εθνική ρύθμιση που προβλέπει τη σύναψη συμβάσεων ορισμένου χρόνου, όπως η επίμαχη στις κύριες δίκες, μπορεί να εξυπηρετεί τις ανάγκες τόσο των καθηγητών στους οποίους εφαρμόζεται όσο και των ιδρυμάτων της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και μπορεί να αποτελεί πρόσφορο και αναγκαίο μέσο επίτευξης των στόχων που παρατέθηκαν στις σκέψεις 45 και 46 της παρούσας απόφασης, εφόσον η ρύθμιση αυτή εξυπηρετεί την επίτευξη των στόχων αυτών με συνέπεια και σύστημα.

67      Εν πάση περιπτώσει, όπως υπενθυμίστηκε με τη σκέψη 56 της παρούσας απόφασης, στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να εξακριβώσει αν η επίμαχη εθνική ρύθμιση κάνει διάκριση μεταξύ αφενός των υφηγητών και καθηγητών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και αφετέρου των λοιπών μελών του διδακτικού προσωπικού της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, όσον αφορά τη σύναψη συμβάσεων ορισμένου ή αόριστου χρόνου μετά τη συμπλήρωση από τον ενδιαφερόμενο της ηλικίας συνταξιοδότησης. Το εθνικό δικαστήριο επίσης καλείται να εξακριβώσει ειδικότερα αν η διάκριση αυτή εξυπηρετεί ορισμένη ανάγκη σε σχέση με τους επιδιωκόμενους στόχους και τις ιδιαιτερότητες των ενδιαφερόμενων μελών του διδακτικού προσωπικού ή συνιστά, αντίθετα, μια νομοθετική ασυνέπεια που δεν ανταποκρίνεται στις προϋποθέσεις του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/78.

68      Κατά συνέπεια, στα δύο πρώτα ερωτήματα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η οδηγία 2000/78, και ειδικότερα το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής, έχει την έννοια ότι δεν αντιβαίνει σ’ αυτή η εθνική ρύθμιση που, όπως η επίμαχη στις κύριες δίκες ρύθμιση, προβλέπει ότι οι καθηγητές τριτοβάθμιας εκπαίδευσης συνταξιοδοτούνται αυτοδικαίως, όταν συμπληρώσουν το 68ο έτος της ηλικίας τους, και ότι μετά τη συμπλήρωση του 65ου έτους μπορούν να συνεχίσουν τη δραστηριότητά τους βάσει μόνο συμβάσεων ορισμένου χρόνου που συνάπτονται για ένα έτος και μπορούν να ανανεώνονται δύο φορές κατ’ ανώτατο όριο, εφόσον η ρύθμιση αυτή εξυπηρετεί θεμιτό στόχο, αναγόμενο κυρίως στην πολιτική που εφαρμόζεται στον τομέα της απασχόλησης και της αγοράς εργασίας, όπως είναι η διασφάλιση ορισμένου ποιοτικού επιπέδου της εκπαίδευσης και η βέλτιστη κατανομή των καθηγητικών θέσεων μεταξύ των γενιών, και εφόσον παρέχει τα πρόσφορα και αναγκαία μέσα για την επίτευξη του στόχου αυτού. Στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να εξακριβώσει τη συνδρομή των προϋποθέσεων αυτών.

69      Το αιτούν δικαστήριο θέτει επίσης το ερώτημα αν, σε περίπτωση μη συνδρομής των παραπάνω προϋποθέσεων, η εθνική νομοθεσία πρέπει να παραμείνει ανεφάρμοστη.

70      Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, όταν πληρούνται οι απαραίτητες προϋποθέσεις για να μπορούν οι ιδιώτες να επικαλούνται τις διατάξεις μιας οδηγίας ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων κατά του Δημοσίου, οι ιδιώτες αυτοί μπορούν να το πράττουν ανεξάρτητα από την ιδιότητα υπό την οποία ενεργεί το Δημόσιο, δηλαδή ως εργοδότης ή ως δημόσια αρχή (βλ. επ’ αυτού, μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 12ης Ιουλίου 1990, C‑188/89, Foster κ.λπ., Συλλογή 1990, σ. I‑3313, σκέψη 17, και της 5ης Φεβρουαρίου 2004, C‑157/02, Rieser Internationale Transporte, Συλλογή 2004, σ. I‑1477, σκέψη 23).

71      Από τη δικογραφία προκύπτει ότι το αιτούν δικαστήριο θεωρεί αποδεδειγμένο ότι το Πολυτεχνείο αποτελεί δημόσιο ίδρυμα έναντι του οποίου είναι δυνατή η επίκληση των διατάξεων οδηγίας που μπορούν να έχουν άμεσα αποτελέσματα (βλ. επ’ αυτού, μεταξύ άλλων, απόφαση της 7ης Σεπτεμβρίου 2006, C‑180/04, Vassallo, Συλλογή 2006, σ. I‑7251, σκέψη 26 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

72      Το Δικαστήριο πάντως έχει διασαφηνίσει τις συνέπειες που έχει για τη διαφορά μεταξύ ιδιώτη και δημόσιου φορέα το ασύμβατο της εθνικής νομοθεσίας με την απαγόρευση των διακρίσεων λόγω ηλικίας, την οποία επιβάλλουν, όσον αφορά τις εργασιακές συνθήκες και τους όρους απασχόλησης, τα άρθρα 2 και 3, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, της οδηγίας 2000/78. Το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι οι εθνικοί νόμοι που είναι αντίθετοι προς την εν λόγω οδηγία πρέπει, στην περίπτωση αυτή, να παραμένουν ανεφάρμοστοι (βλ., επ’ αυτού, προπαρατεθείσα απόφαση Petersen, σκέψη 81).

73      Κατά συνέπεια, στο αιτούν δικαστήριο πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι, σε περίπτωση διαφοράς μεταξύ δημόσιου φορέα και ιδιώτη, εφόσον η επίμαχη στις κύριες δίκες εθνική ρύθμιση δεν πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/78, το εθνικό δικαστήριο είναι υποχρεωμένο να μην εφαρμόσει την εν λόγω ρύθμιση.

 Επί του τρίτου ερωτήματος

74      Με το τρίτο ερώτημα το αιτούν δικαστήριο ζητεί από το Δικαστήριο να ερμηνεύσει την επίμαχη εθνική νομοθεσία.

75      Υπενθυμίζεται συναφώς ότι, στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, το Δικαστήριο δεν έχει αρμοδιότητα για την ερμηνεία της εθνικής νομοθεσίας, καθόσον η ερμηνεία αυτή εναπόκειται αποκλειστικά στο αιτούν δικαστήριο (βλ. απόφαση της 7ης Σεπτεμβρίου 2006, C‑53/04, Marrosu και Sardino, Συλλογή 2006, σ. I‑7213, σκέψη 54).

76      Σε ορισμένες περιπτώσεις το Δικαστήριο συνήγαγε από ερωτήματα που αφορούσαν εκ πρώτης όψεως την εθνική νομοθεσία ορισμένη προβληματική σχετική με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης, της οποίας η εξέταση από το Δικαστήριο θα μπορούσε να βοηθήσει το αιτούν δικαστήριο να επιλύσει τη διαφορά που είχε υποβληθεί στην κρίση του.

77      Στην υπόθεση C‑268/09 όμως, στο πλαίσιο της οποίας έχει υποβληθεί το τρίτο ερώτημα, δεν είναι δυνατή η συναγωγή τέτοιας προβληματικής, διαφορετικής από την προβληματική που εξετάστηκε ενόψει της απάντησης στα δύο πρώτα ερωτήματα.

78      Κατά συνέπεια, δεν χρειάζεται να δοθεί απάντηση στο τρίτο ερώτημα.

 Επί των δικαστικών εξόδων

79      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) αποφαίνεται:

Η οδηγία 2000/78/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2000, για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία, και ειδικότερα το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής, έχει την έννοια ότι δεν αντιβαίνει σ’ αυτή η εθνική ρύθμιση που, όπως η επίμαχη στις κύριες δίκες ρύθμιση, προβλέπει ότι οι καθηγητές τριτοβάθμιας εκπαίδευσης συνταξιοδοτούνται αυτοδικαίως, όταν συμπληρώσουν το 68ο έτος της ηλικίας τους, και ότι μετά τη συμπλήρωση του 65ου έτους μπορούν να συνεχίσουν τη δραστηριότητά τους βάσει μόνο συμβάσεων ορισμένου χρόνου που συνάπτονται για ένα έτος και μπορούν να ανανεώνονται δύο φορές κατ’ ανώτατο όριο, εφόσον η ρύθμιση αυτή εξυπηρετεί θεμιτό στόχο, αναγόμενο κυρίως στην πολιτική που εφαρμόζεται στον τομέα της απασχόλησης και της αγοράς εργασίας, όπως είναι η διασφάλιση ορισμένου ποιοτικού επιπέδου της εκπαίδευσης και η βέλτιστη κατανομή των καθηγητικών θέσεων μεταξύ των γενιών, και εφόσον παρέχει τα πρόσφορα και αναγκαία μέσα για την επίτευξη του στόχου αυτού. Στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να εξακριβώσει τη συνδρομή των προϋποθέσεων αυτών.

Σε περίπτωση διαφοράς μεταξύ δημόσιου φορέα και ιδιώτη, εφόσον μια εθνική ρύθμιση όπως η επίμαχη στις κύριες δίκες δεν πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 6, παράγραφος 1 της οδηγίας 2000/78, το εθνικό δικαστήριο είναι υποχρεωμένο να μην εφαρμόσει τη ρύθμιση αυτή.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η βουλγαρική.