ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

PAOLO MENGOZZI

της 24ης Ιανουαρίου 2008 ( 1 )

Υπόθεση C-206/06

Essent Netwerk Noord BV κ.λπ.

κατά

Aluminium Delfzijl BV κ.λπ.

«Εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας — Εθνική νομοθεσία επιτρέπουσα την είσπραξη προσαυξήσεως στην τιμή της μεταφοράς της ηλεκτρικής ενέργειας υπέρ οριζομένης από τον νόμο εταιρίας η οποία οφείλει να καταβάλει τις λανθάνουσες δαπάνες — Φορολογικές επιβαρύνσεις αποτελέσματος ισοδυνάμου προς δασμούς — Εσωτερικοί φόροι συνεπαγόμενοι διακρίσεις — Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη μέλη»

1. 

Με απόφαση της 19ης Απριλίου 2006 το Rechtbank Groningen (Κάτω Χώρες) υπέβαλε στο Δικαστήριο σύμφωνα με το άρθρο 234 ΕΚ δύο προδικαστικά ερωτήματα, το πρώτο από τα οποία αφορά την ερμηνεία των άρθρων 25 ΕΚ και 90 ΕΚ και το δεύτερο την ερμηνεία του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ.

2. 

Τα ερωτήματα αυτά τίθενται στο πλαίσιο της εκδικάσεως αγωγής που άσκησε η Essent Netwerk Noord BV (στο εξής: Essent) κατά της Aluminium Delfzijl BV (στο εξής: Aldel) με αίτημα να της καταβληθεί ποσό υπολογιζόμενο βάσει της ποσότητας ηλεκτρικής ενέργειας που μεταφέρθηκε από την ενάγουσα στην εναγόμενη, το οποίο επιβαλλόταν βάσει νομοθετικής διατάξεως για την κάλυψη των μη ανακτήσιμων δαπανών που πραγματοποίησαν οι εθνικές επιχειρήσεις παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας κατά τον χρόνο προ της ενάρξεως της διαδικασίας ελευθερώσεως της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας στις Κάτω Χώρες.

I — Νομικό και ρυθμιστικό πλαίσιο

Α — Κοινοτικό δίκαιο

3.

Το άρθρο 25 ΕΚ ορίζει:

«Οι εισαγωγικοί και εξαγωγικοί δασμοί ή φορολογικές επιβαρύνσεις ισοδυνάμου αποτελέσματος απαγορεύονται μεταξύ των κρατών μελών. Η απαγόρευση αυτή ισχύει και για τους δασμούς ταμιευτικού χαρακτήρα.»

4.

Σύμφωνα με το άρθρο 90 ΕΚ:

«Κανένα κράτος μέλος δεν επιβάλλει άμεσα ή έμμεσα στα προϊόντα άλλων κρατών μελών εσωτερικούς φόρους οποιασδήποτε φύσεως, ανωτέρους από εκείνους που επιβαρύνουν άμεσα ή έμμεσα τα ομοειδή εθνικά προϊόντα.

Κανένα κράτος μέλος δεν επιβάλλει στα προϊόντα των άλλων κρατών μελών εσωτερικούς φόρους, η φύση των οποίων οδηγεί έμμεσα στην προστασία άλλων προϊόντων.»

Β — Εθνική ρύθμιση

5.

Μέχρι την έναρξη ισχύος, την 1η Αυγούστου 1998, του Elektriciteitswet 1998 (νόμου περί ηλεκτρικής ενέργειας του 1998), με τον οποίο εγκαινιάστηκε η διαδικασία ελευθερώσεως του τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας κατ’ εφαρμογήν της οδηγίας 96/92/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1996, σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας ( 2 ), την προσφορά ηλεκτρικής ενέργειας στις Κάτω Χώρες διείπαν οι διατάξεις του Elektriciteitswet 1989.

6.

Κατά την κρίσιμη για την παρούσα υπόθεση περίοδο, μεταξύ 1ης Αυγούστου και 31ης Δεκεμβρίου 2000, η παραγωγή, εισαγωγή και μεταφορά ηλεκτρικής ενέργειας εξασφαλιζόταν από τέσσερις επιχειρήσεις παραγωγής (στο εξής: ΕΠΗΕ) ( 3 ) και από την κοινή θυγατρική τους, NV Samenwerkende elektriciteitsproductiebedrijven (στο εξής: SEP) ( 4 ). Σύμφωνα με την απόφαση περί παραπομπής, μέχρι το 1999, όλες οι ΕΠΗΕ βρίσκονταν υπό τον έλεγχο δημοτικών και επαρχιακών φορέων, ενώ κατά την περίοδο αναφοράς μόνον η EPZ παρέμεινε εμμέσως υπό τον έλεγχο του Δημοσίου μέσω των μετόχων της, Essent και Delta ( 5 ). Οι ΕΠΗΕ και η SEP λειτουργούσαν από κοινού στο πλαίσιο «συμφωνίας συνεργασίας» ( 6 ).

7.

Υπό το κράτος του Elektriciteitswet 1989, η SEP, μεμονωμένα ή από κοινού με τις ΕΠΗΕ, προέβησαν σε ορισμένες μακροπρόθεσμες επενδύσεις επιβληθείσες από τις δημόσιες αρχές στο πλαίσιο επιλογών ενεργειακής και/ή περιβαλλοντικής πολιτικής, μεταξύ των οποίων, ιδίως, στη σύναψη συμβάσεων στο πλαίσιο σχεδίων αστικής θερμάνσεως και στην ανέγερση πειραματικών εγκαταστάσεων αεριοποιήσεως άνθρακα (Demkolec). Οι επενδύσεις αυτές είχαν ως αποτέλεσμα τις αποκαλούμενες μη πραγματοποιηθείσες με κριτήρια ελεύθερης αγοράς δαπάνες («stranded costs», στο εξής: μη ανακτήσιμες δαπάνες).

8.

Ενόψει της επερχόμενης ελευθερώσεως και προκειμένου να καταστεί δυνατή η επιστροφή των δαπανών αυτών στον τομέα της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, η SEP και οι ΕΠΗΕ συνήψαν στις 21 Ιανουαρίου 1997 με τις επιχειρήσεις διανομής της ηλεκτρικής ενέργειας ( 7 ) πρωτόκολλο συμφωνίας για το χρονικό διάστημα 1997-2000 (στο εξής: πρωτόκολλο). Με το πρωτόκολλο αυτό οι επιχειρήσεις διανομής ανέλαβαν να καταβάλλουν ετησίως στη SEP 400 εκατομμύρια ολλανδικά φιορίνια (NLG) για την κάλυψη των μη ανακτήσιμων δαπανών, ποσό το οποίο θα κατανεμόταν ανάλογα με την ποσότητα ενέργειας που παρείχε η SEP σε κάθε επιχείρηση. Η καταβολή των ποσών αυτών θα έπρεπε να χρηματοδοτηθεί μέσω αυξήσεως του τιμολογίου που εφάρμοζαν οι επιχειρήσεις διανομής σε ορισμένες κατηγορίες χρηστών (μικρομεσαίους και μεγάλους «συνήθεις πελάτες»).

9.

Το άρθρο 97 του Elektriciteitswet 1998 επέβαλλε την τήρηση του πρωτοκόλλου μέχρι την 1η Ιανουαρίου 2001, ημερομηνία κατά την οποία προβλεπόταν να ολοκληρωθεί η διαδικασία ελευθερώσεως της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας στις Κάτω Χώρες.

10.

Για το 2000, εντούτοις, λόγω της ενάρξεως ισχύος νέων τιμολογιακών ρυθμίσεων που επέβαλλαν στις επιχειρήσεις διανομής να τιμολογούν χωριστά το αντίτιμο της παροχής και το αντίτιμο της μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας, οι επιχειρήσεις διανομής δεν μπόρεσαν να μετακυλίσουν στους τελικούς καταναλωτές τα ποσά τα οποία υποχρεούνταν δυνάμει του πρωτοκόλλου να καταβάλουν στη SEP για την κάλυψη των μη ανακτήσιμων δαπανών.

11.

Υπ’ αυτές τις συνθήκες, στις 21 Δεκεμβρίου 2000 εκδόθηκε ο Overgangswet Elektriciteitsproductiesector (μεταβατικός νόμος περί ρυθμίσεως του τομέα της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, στο εξής: OEPS). Το άρθρο 9 του OEPS, το οποίο αφορά το προδικαστικό ερώτημα που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο, ορίζει τα εξής:

«1.   Κάθε αγοραστής, που δεν είναι προστατευόμενος αγοραστής, οφείλει, εκτός από την εκ συμβάσεως οφειλή του προς τον διαχειριστή του δικτύου της περιοχής εντός της οποίας είναι εγκατεστημένος, στον εν λόγω διαχειριστή του δικτύου ποσό 0,0117 NLG ανά kWh, υπολογιζόμενο επί της συνολικής ποσότητας ηλεκτρικής ενέργειας που έχει μεταφέρει ο διαχειριστής του δικτύου στη σύνδεσή του κατά το χρονικό διάστημα από την 1η Αυγούστου 2000 έως τις 31 Δεκεμβρίου 2000.

2.   Κάθε προστατευόμενος αγοραστής οφείλει, εκτός από την εκ συμβάσεως οφειλή του προς τον κάτοχο άδειας της περιοχής εντός της οποίας είναι εγκατεστημένος, στον εν λόγω κάτοχο άδειας ποσό 0,0117 NLG ανά kWh, υπολογιζόμενο επί της συνολικής ποσότητας ηλεκτρικής ενέργειας που του έχει παραδώσει ο κάτοχος άδειας κατά το χρονικό διάστημα από την 1η Αυγούστου 2000 έως τις 31 Δεκεμβρίου 2000.

[…]

4.   Το προϊόν των οφειλομένων από τον αγοραστή βάσει της πρώτης ή της δεύτερης παραγράφου ποσών καταβάλλεται αντιστοίχως από τον διαχειριστή του δικτύου ή τον κάτοχο άδειας στην καθορισθείσα εταιρία ( 8 ) πριν από την 1η Ιουλίου 2001.

5.   Η καθορισθείσα εταιρία υποβάλλει δήλωση στον καθ’ ύλην αρμόδιο υπουργό για το ύψος του κατά την τέταρτη παράγραφο προϊόντος και επισυνάπτει βεβαίωση λογιστή, κατά το άρθρο 393, παράγραφος 1, του Βιβλίου 2, του Burgerlijk Wetboek για την ορθότητα της δηλώσεως. Αν το συνολικό προϊόν υπερβαίνει τα 400 εκατομμύρια NLG, η καθορισθείσα εταιρία καταβάλλει το πλεόνασμα στον οικείο υπουργό, ο οποίος το διαθέτει για την κάλυψη των δαπανών, κατά την έννοια του άρθρου 7.»

12.

Σύμφωνα με το άρθρο 25 του OEPS, οι προεκτεθείσες διατάξεις τέθηκαν σε ισχύ στις 29 Δεκεμβρίου 2000 και εφαρμόστηκαν αναδρομικώς από την 1η Αυγούστου 2000. Όπως αναφέρει το αιτούν δικαστήριο, το άρθρο 9 του OEPS δεν ανακοινώθηκε χωριστά στην Επιτροπή. Εντούτοις, με επιστολή της 30ής Αυγούστου 2000, οι αρχές των Κάτω Χωρών διαβίβασαν στην Επιτροπή το πλήρες κείμενο του σχεδίου του OEPS, συμπεριλαμβανομένου του άρθρου 9.

13.

Κρίνω χρήσιμο να υπενθυμίσω και τις συνθήκες υπό τις οποίες καταρτίστηκαν τα άρθρα 6 έως 8 του OEPS, μολονότι τα άρθρα αυτά δεν ασκούν άμεση επιρροή επί της διαφοράς της κυρίας δίκης.

14.

Στο κείμενο του σχεδίου του OEPS, τα άρθρα αυτά καθόριζαν τη διαδικασία χρηματοδοτήσεως για την κάλυψη των μη ανακτήσιμων δαπανών κατά τον μετά την 1η Ιανουαρίου 2001 χρόνο. Σύμφωνα με την προβλεπόμενη διαδικασία, η κυβέρνηση θα όριζε κατ’ έτος προσαύξηση επιβαλλόμενη σε όλους τους πελάτες, εξαιρουμένων των διαχειριστών του δικτύου, και υπολογιζόμενη ως ποσοστό του ποσού που όφειλαν για τη μεταφορά ηλεκτρικής ενέργειας και συναφείς υπηρεσίες. Τα άρθρα αυτά ανακοινώθηκαν στην Επιτροπή, αρχικά στις 20 Φεβρουαρίου 1998, σύμφωνα με το άρθρο 24 της οδηγίας 96/92, και στη συνέχεια στις 16 Οκτωβρίου 1998, σύμφωνα με τα άρθρα 87 ΕΚ και 88 ΕΚ. Με απόφαση της 8ης Ιουλίου 1999, η Επιτροπή ενημέρωσε την Κυβέρνηση των Κάτω Χωρών ότι οι ανακοινωθείσες διατάξεις δεν περιείχαν μέτρα υπό την έννοια του άρθρου 24 της προαναφερθείσας οδηγίας, αλλά έπρεπε να εξεταστούν βάσει του άρθρου 87, παράγραφος 3, στοιχείο γ’, ΕΚ.

15.

Στις 30 Αυγούστου 2000, οι Κάτω Χώρες ενημέρωσαν την Επιτροπή ότι είχαν επιφέρει ορισμένες τροποποιήσεις στις εν λόγω διατάξεις. Με την ευκαιρία αυτή διαβιβάστηκε στην Επιτροπή, όπως προαναφέρθηκε, το πλήρες κείμενο του OEPS που περιλάμβανε τις εν λόγω τροποποιήσεις. Στη συνέχεια, τα άρθρα 6 έως 8 του OEPS τροποποιήθηκαν και ο μηχανισμός τον οποίο προέβλεπαν αντικαταστάθηκε από σύστημα χρηματοδοτήσεως από δημόσιους πόρους (ισχύοντα άρθρα 7 και 8 του OEPS). Με απόφαση της 25ης Ιουλίου 2001, η Επιτροπή ενέκρινε τα νέα μέτρα βάσει του άρθρου 87, παράγραφος 3, στοιχείο γ’, ΕΚ.

II — Πραγματικά περιστατικά και προδικαστικά ερωτήματα

16.

Τον Δεκέμβριο του 1996, η SEP, μια από τις ΕΠΗΕ (η EPON) και η εταιρία διανομής Edon ( 9 ), κάνοντας χρήση της δυνατότητας συνάψεως μεμονωμένων συμβάσεων παροχής με μεγάλους πελάτες του βιομηχανικού τομέα, την οποία προέβλεπε το άρθρο 32 του Elektriciteitswet 1989 υπέρ της καθορισθείσας εταιρίας, συνήψαν με την Aldel, εναγομένη στην κύρια δίκη, «συμφωνία διαθέσεως ηλεκτρικής ισχύος, παραδόσεως ηλεκτρικής ενέργειας και «load management» [διαχειρίσεως ηλεκτρικού φορτίου]». Η συμφωνία αυτή καθόριζε ενιαία τιμή για τις διάφορες προσφερόμενες υπηρεσίες, η οποία δεν περιελάμβανε τις μη ανακτήσιμες δαπάνες.

17.

Από 1ης Ιανουαρίου 2000 τη μεταφορά ηλεκτρικής ενέργειας προς την Aldel ανέλαβε, υπό την ιδιότητα του διαχειριστή του τοπικού δικτύου ( 10 ), η Essent, ενάγουσα στην κύρια δίκη, η οποία προήλθε από τον διαχωρισμό των δραστηριοτήτων της εταιρίας διανομής Edon. Η Essent δεν είχε μετάσχει στην προαναφερθείσα συμφωνία παροχής. Τόσο η Essent όσο και η Aldel είναι εγκατεστημένες στις Κάτω Χώρες.

18.

Κατά την περίοδο μεταξύ 1ης Αυγούστου και 31ης Δεκεμβρίου 2000, η Essent μετέφερε 717413761 kWh ηλεκτρικής ενέργειας στη σύνδεση της Aldel. Για τις υπηρεσίες που παρασχέθηκαν στην Aldel κατά την εν λόγω περίοδο, η Essent εξέδωσε τιμολόγιο, το συνολικό ύψος του οποίου περιελάμβανε την προβλεπόμενη από το άρθρο 9 του OEPS προσαύξηση.

19.

Κατόπιν της αρνήσεως της Aldel να καταβάλει το ποσό που αντιστοιχούσε στην εν λόγω προσαύξηση, η Essent άσκησε αγωγή ενώπιον του Rechtbank Groeningen, προς απόκρουση της οποίας η Aldel προέβαλε το επιχείρημα ότι το άρθρο 9 του OEPS δεν συνάδει με το κοινοτικό δίκαιο ( 11 ).

20.

Το επιληφθέν δικαστήριο έκρινε απαραίτητο για την επίλυση της διαφοράς να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)

Έχουν τα άρθρα 25 ΕΚ και 90 ΕΚ την έννοια ότι αντίκεινται σε νομοθετική διάταξη, βάσει της οποίας οι ημεδαποί αγοραστές ηλεκτρικής ενέργειας οφείλουν στον διαχειριστή τους δικτύου, κατά τη διάρκεια μιας μεταβατικής περιόδου (31 Αυγούστου 2000 έως 31 Δεκεμβρίου 2000), προσαύξηση τιμολογίου για τις ποσότητες ηλεκτρικής ενέργειας που μεταφέρθηκαν για τις δικές τους ανάγκες, όταν η προσαύξηση αυτή πρέπει να μεταβιβάζεται από τον διαχειριστή δικτύου σε προς τούτο ορισθείσα από τον νομοθέτη εταιρία για την κάλυψη των μη συναδουσών με τα κριτήρια της αγοράς δαπανών, που προκύπτουν από δεσμεύσεις που ανέλαβε ή από επενδύσεις που πραγματοποίησε η εταιρία αυτή πριν από την ελευθέρωση της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, και όταν η εταιρία αυτή

είναι από κοινού θυγατρική επιχείρηση των τεσσάρων εγχωρίων επιχειρήσεων παραγωγής,

κατά το οικείο χρονικό διάστημα (2000), είναι η μοναδική υπεύθυνη για τις μη συνάδουσες με τα κριτήρια της αγοράς δαπάνες που προέκυψαν κατά το έτος αυτό,

έχει αναμφισβήτητα ανάγκη ποσών 400 εκατομμυρίων NLG (181512086,40 ευρώ) για να καλύψει τις δαπάνες αυτές κατά το εν λόγω έτος, και

εφόσον τα έσοδα από την προσαύξηση αυτή στο τιμολόγιο υπερβαίνει το προαναφερθέν ποσό οφείλει να μεταβιβάσει το πλεόνασμα στον οικείο υπουργό;

2.

Πληροί το καθεστώς που περιγράφηκε στο πρώτο ερώτημα τις προϋποθέσεις του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ;»

III — Διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

21.

Η Essent, η Aldel, η NEA (πρώην SEP), η Κυβέρνηση των Κάτω Χωρών και η Επιτροπή υπέβαλαν παρατηρήσεις σύμφωνα με το άρθρο 23 του Οργανισμού του Δικαστηρίου και αγόρευσαν κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 10ης Μαΐου 2007.

22.

Το Δικαστήριο κάλεσε την Essent, την Aldel, τη NEA, την Κυβέρνηση των Κάτω Χωρών και την Επιτροπή να απαντήσουν σε ορισμένες γραπτές ερωτήσεις πριν την επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

IV — Νομική ανάλυση

Α — Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος

1. Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

23.

Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα το αιτούν δικαστήριο ζητεί να πληροφορηθεί αν η επιβολή προσαυξήσεως στο τιμολόγιο ανάλογης με αυτή που προβλέπει το άρθρο 9 του OEPS προσκρούει στα άρθρα 25 ΕΚ και 90 ΕΚ.

24.

Κατ’ αρχάς, πρέπει να παρατηρηθεί ότι από την απόφαση περί παραπομπής δεν καθίσταται σαφής η λυσιτέλεια του εν λόγω ερωτήματος για την επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης. Πράγματι, από τις πληροφορίες που διαβιβάστηκαν στο Δικαστήριο δεν προκύπτει αν και σε ποιο βαθμό η ηλεκτρική ενέργεια που μεταφέρθηκε προς την Aldel μεταξύ 1ης Αυγούστου και 31ης Δεκεμβρίου 2000 είχε εισαχθεί από άλλα κράτη μέλη.

25.

Σημειωτέον ότι, αν η επίδικη προσαύξηση τιμολογίου κηρυχθεί παράνομη ως αντίθετη προς τα άρθρα 25 ΕΚ ή 90 ΕΚ, αυτό θα αφορά αποκλειστικά τα ποσά που εισπράχθηκαν επί της εισαχθείσας ηλεκτρικής ενέργειας. Με άλλα λόγια, η κήρυξη του παρανόμου θα επιτρέψει στην Aldel να αντικρούσει μόνον την είσπραξη των επιβαρύνσεων που πλήττουν το εν λόγω προϊόν και μόνο στο μέτρο κατά το οποίο θα διαπιστωθεί ότι προσκρούουν στις διατάξεις της Συνθήκης.

26.

Κατά συνέπεια, αν η ενέργεια που μεταφέρθηκε στη σύνδεση της Aldel ήταν αποκλειστικά εγχώρια, η απάντηση που θα δώσει το Δικαστήριο στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα δεν θα ασκήσει καμία επιρροή στο αν θα γίνουν δεκτές ή θα απορριφθούν οι αξιώσεις τις οποίες προβάλλει η Essent έναντι της Aldel στην κύρια δίκη ( 12 ).

27.

Κατά πάγια νομολογία, στο πλαίσιο της διαδικασίας συνεργασίας μεταξύ των εθνικών δικαστηρίων και του Δικαστηρίου που προβλέπει το άρθρο 234 ΕΚ, απόκειται στο εθνικό δικαστήριο που έχει επιληφθεί διαφοράς να εκτιμήσει τόσο την αναγκαιότητα μιας προδικαστικής αποφάσεως για την έκδοση της δικής του αποφάσεως όσο και τη λυσιτέλεια των ερωτημάτων που υποβάλλει στο Δικαστήριο. Εντούτοις, το Δικαστήριο μπορεί να αρνηθεί να απαντήσει σε προδικαστικό ερώτημα εθνικού δικαστηρίου στην περίπτωση, μεταξύ άλλων, που προκύπτει προδήλως ότι η ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου την οποία ζητεί το εθνικό δικαστήριο δεν έχει καμία σχέση με το υποστατό ή το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης ( 13 ).

28.

Επειδή αυτό δεν συμβαίνει εν προκειμένω, προτείνω στο Δικαστήριο να εξετάσει το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, μολονότι η χρησιμότητα της απαντήσεως που θα δοθεί θα εξαρτηθεί από περαιτέρω διαπιστώσεις στις οποίες θα πρέπει να προβεί το εθνικό δικαστήριο.

2. Αξιολόγηση

α) Συνοπτική παρουσίαση της νομολογίας

29.

Στο σύστημα της Συνθήκης, τα άρθρα 25 ΕΚ και 90 ΕΚ, τα οποία θεσπίζουν, αντιστοίχως, την απαγόρευση επιβολής δασμών και φορολογικών επιβαρύνσεων ισοδυνάμου αποτελέσματος και εσωτερικών φόρων που εισάγουν δυσμενείς διακρίσεις, σκοπούν, συμπληρωματικώς, την απαγόρευση κάθε εθνικού φορολογικού μηχανισμού που είναι ικανός να εισαγάγει διάκριση εις βάρος προϊόντων που προέρχονται από ή προορίζονται για άλλα κράτη μέλη παρεμποδίζοντας την ελεύθερη κυκλοφορία τους στο εσωτερικό της Κοινότητας υπό φυσιολογικούς όρους ανταγωνισμού.

30.

Μολονότι η νομολογία του Δικαστηρίου αναγνωρίζει κατ’ αρχήν τη συμπληρωματικότητα των δύο αυτών διατάξεων ( 14 ), έχει διατηρήσει την τυπική διάκριση μεταξύ των δύο απαγορεύσεων την οποία εισάγει η Συνθήκη και έχει διευκρινίσει επανειλημμένα ότι τα άρθρα 25 ΕΚ και 90 ΕΚ δεν μπορούν να εφαρμοστούν σωρευτικώς ( 15 ). Για τον λόγο αυτό, η νομιμότητα εθνικού φορολογικού καθεστώτος που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του πρώτου άρθρου δεν μπορεί να αξιολογηθεί και με βάση το δεύτερο ( 16 ).

31.

Σύμφωνα με τη νομολογία, το κριτήριο διακρίσεως μεταξύ επιβαρύνσεων ισοδυνάμου αποτελέσματος και εσωτερικών φόρων έγκειται στο ότι οι πρώτες επιβάλλονται μόνο σε εισαγόμενα ή εξαγόμενα προϊόντα και όχι σε ομοειδή ή ανταγωνιστικά εγχώρια προϊόντα, ενώ οι δεύτεροι βαρύνουν και τις δύο κατηγορίες προϊόντων.

32.

Βάσει του ορισμού τον οποίο δέχεται η νομολογία του Δικαστηρίου, επιβάρυνση ισοδυνάμου αποτελέσματος υπό την έννοια του άρθρου 25 ΕΚ συνιστά κάθε χρηματική επιβάρυνση, έστω και ελάχιστη, ανεξάρτητα από την ονομασία και τη δομή της, που επιβάλλεται μονομερώς σε εγχώρια ή αλλοδαπά εμπορεύματα λόγω του γεγονότος ότι διέρχονται τα σύνορα, έστω και αν δεν εισπράττεται υπέρ του κράτους, δεν ενέχει δυσμενή διάκριση, δεν έχει προστατευτική επίπτωση και το προϊόν στο οποίο επιβάλλεται δεν είναι ανταγωνιστικό εγχώριου προϊόντος ( 17 ). Όπως έχει κρίνει το Δικαστήριο, μια τέτοια επιβάρυνση που πλήττει ειδικά το εισαγόμενο, και όχι το ομοειδές εγχώριο προϊόν, μεταβάλλοντας την τιμή του, έχει το ίδιο περιοριστικό αποτέλεσμα στην κυκλοφορία των εμπορευμάτων που θα είχε και ένας δασμός ( 18 ).

33.

Αντιθέτως, τα τέλη που εμπίπτουν σε ένα γενικό σύστημα εσωτερικής φορολογίας και επιβάλλονται συστηματικώς και βάσει των ίδιων κριτηρίων τόσο στα εγχώρια όσο και στα εισαγόμενα προϊόντα εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 90 ΕΚ ( 19 ).

34.

Το Δικαστήριο έχει, εντούτοις, διευκρινίσει ότι, για τον νομικό χαρακτηρισμό και τη νομική αξιολόγηση επιβαρύνσεων που πλήττουν αδιακρίτως εγχώρια και εισαγόμενα προϊόντα, ενδέχεται να είναι αναγκαίο να ληφθεί υπόψη ο προορισμός του προϊόντος της επιβαρύνσεως διότι, σε συνάρτηση ακριβώς με τον προορισμό αυτόν, επιβαρύνσεις που είναι τυπικά ουδέτερες όσον αφορά τη δομή και τον τρόπο εισπράξεώς τους, μπορούν να ασκήσουν εν τοις πράγμασι διαφορετική οικονομική επίπτωση στις δύο κατηγορίες προϊόντων.

35.

Πράγματι, εφόσον το προϊόν επιβαρύνσεως που επιβάλλεται τόσο στα εισαγόμενα όσο και στα εγχώρια προϊόντα προορίζεται για τη χρηματοδότηση δραστηριοτήτων που αποβαίνουν ειδικά προς όφελος των εγχωρίων προϊόντων, η επιβάρυνση του εγχωρίου προϊόντος αντισταθμίζεται, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, από τα επιτυγχανόμενα οφέλη, ενώ η επιβάρυνση που πλήττει το εισαγόμενο προϊόν αποτελεί καθαρό βάρος ( 20 ).

36.

Για τους λόγους αυτούς, οσάκις χρειάζεται να εξεταστεί η συμβατότητα οιονεί επιβαρύνσεως με τα άρθρα 25 ΕΚ και 90 ΕΚ, πρέπει κατά πάγια νομολογία να αξιολογείται σε ποιο βαθμό οι επιβαρύνσεις που πλήττουν το εγχώριο προϊόν αντισταθμίζονται από πλεονεκτήματα χρηματοδοτούμενα από το προϊόν της.

37.

Αν η επιβάρυνση αντισταθμίζεται εξ ολοκλήρου, αυτή συνιστά επιβάρυνση ισοδυνάμου αποτελέσματος, διότι πλήττει εν τοις πράγμασι αποκλειστικά το εισαγόμενο προϊόν, και θα πρέπει να θεωρηθεί εξ ολοκλήρου παράνομη. Αν, αντιθέτως, η αντιστάθμιση είναι μερική μόνο, η επιβάρυνση πρέπει να χαρακτηριστεί εσωτερικός φόρος ενέχων δυσμενή διάκριση, εφόσον επιβαρύνει το εισαγόμενο προϊόν σε μεγαλύτερο βαθμό απ’ ό,τι το εγχώριο, και συνεπώς θα πρέπει να μειωθεί αναλογικώς ( 21 ).

38.

Κατά πάγια, εξάλλου, νομολογία, η αξιολόγηση αυτή απόκειται στο εθνικό δικαστήριο, το μόνο που διαθέτει όλα τα πραγματικά και άλλα στοιχεία για να την πραγματοποιήσει ( 22 ). Προς τον σκοπό αυτό, το εθνικό δικαστήριο θα πρέπει ιδίως να εξακριβώσει ότι υπάρχει ταυτότητα μεταξύ φορολογούμενου και ευνοούμενου εγχώριου προϊόντος ( 23 ). Θα πρέπει επίσης να εξακριβώσει ότι υπάρχει, κατά τη διάρκεια μιας περιόδου αναφοράς, χρηματική ισοδυναμία μεταξύ του ύψους της επιβαρύνσεως που επιβάλλεται στα εγχώρια προϊόντα και των πλεονεκτημάτων των οποίων απολαύουν αποκλειστικώς τα προϊόντα αυτά. Συναφώς, το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει ότι η εξακρίβωση αυτή δεν επηρεάζεται από άλλες παραμέτρους εκτός της χρηματικής ισοδυναμίας —όπως η φύση, η σπουδαιότητα ή ο απαραίτητος χαρακτήρας των εν λόγω πλεονεκτημάτων— οι οποίες δεν θεωρούνται επαρκώς αντικειμενικές προκειμένου να εκτιμηθεί το συμβιβαστό ενός εθνικού φορολογικού μέτρου προς τις διατάξεις της Συνθήκης ( 24 ).

39.

Ολοκληρώνοντας τη σύντομη αυτή ανασκόπηση της νομολογίας, κρίνω σκόπιμο να επισημάνω, όπως έχουν κάνει κατά το παρελθόν διάφοροι γενικοί εισαγγελείς, ότι η προπαρατεθείσα νομολογία, η οποία απαιτεί από το εθνικό δικαστήριο αξιολογήσεις οικονομικού χαρακτήρα, συχνά πολύπλοκες και αβέβαιες, παρουσιάζει αναμφισβήτητες δυσχέρειες εφαρμογής ( 25 ), μολονότι είναι σαφής ως προς τα ουσιαστικά στοιχεία της ( 26 ). Απέναντι σε αυτές τις δυσχέρειες, δεν πρέπει να λησμονείται ότι, όταν πρόκειται να αξιολογηθεί βάσει του κοινοτικού δικαίου η νομιμότητα οιονεί επιβαρύνσεως, το προϊόν της οποίας χρησιμεύει για τη χρηματοδότηση κρατικού συστήματος κινήτρων υπέρ της εγχώριας παραγωγής, η προσφυγή στις απαγορεύσεις των άρθρων 25 ΕΚ και 90 ΕΚ μπορεί να θεωρηθεί απλώς εναλλακτική λύση αντί της εφαρμογής των διατάξεων της Συνθήκης περί κρατικών ενισχύσεων ( 27 ).

β) Αποτελεί η προσαύξηση που θεσπίζει το άρθρο 9, παράγραφος 1, του OEPS επιβάρυνση ισοδυνάμου αποτελέσματος υπό την έννοια του άρθρου 25 ΕΚ ή εσωτερικό φόρο ενέχοντα δυσμενή διάκριση υπό την έννοια του άρθρου 90 ΕΚ;

40.

Κατ’ αρχάς, πρέπει να εξεταστούν ορισμένα από τα επιχειρήματα που πρόβαλε η SEP και η Κυβέρνηση των Κάτω Χωρών και που φαίνεται να οδηγούν σε αμφισβήτηση της ίδιας της φύσεως της επίδικης προσαυξήσεως. Ειδικότερα, κατά την άποψη της SEP, το άρθρο 9 του ΟEPS δεν είναι τίποτε περισσότερο από ένα μέσο δια του οποίου οι εταιρίες διανομής μπόρεσαν να μετακυλίσουν στους πελάτες τους τις εισφορές που είχαν αναγκαστεί να καταβάλουν στις εταιρίες παραγωγής βάσει του πρωτοκόλλου. Αλλά και οι Κάτω Χώρες υπογραμμίζουν ότι η εν λόγω προσαύξηση θεμελιώνεται στο πρωτόκολλο και επιμένουν ότι αποτελεί στοιχείο του αντιτίμου που οφείλεται για τις υπηρεσίες μεταφοράς.

41.

Δεν νομίζω ότι τα επιχειρήματα αυτά επιτρέπουν να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι η εν λόγω προσαύξηση, μολονότι παρουσιάζει χαρακτηριστικά που τη διαφοροποιούν από μια κλασική επιβάρυνση, δεν μπορεί να υπαχθεί στην έννοια της φορολογικής επιβαρύνσεως ισοδυνάμου αποτελέσματος του άρθρου 25 ΕΚ ή στην έννοια του εσωτερικού φόρου του άρθρου 90 ΕΚ.

42.

Πρώτον, όπως προαναφέρθηκε, η νομολογία έχει προσδώσει στην έννοια της φορολογικής επιβαρύνσεως ισοδυνάμου αποτελέσματος ιδιαίτερα ευρύ περιεχόμενο. Από τον ορισμό της προκύπτει ότι η ουσία της εν λόγω νομικής έννοιας έγκειται στις επιπτώσεις τις οποίες έχει μια συγκεκριμένη χρηματική επιβάρυνση για το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών. Αντιθέτως, οι τυπικές πτυχές, όπως η ονομασία, το ποσό, η δομή, ο τρόπος εισπράξεως, ο προορισμός, ο δικαιούχος του προϊόντος της επιβαρύνσεως και οι επιδιωκόμενοι στόχοι, ουδεμία επιρροή ασκούν στον χαρακτηρισμό της ως επιβαρύνσεως ισοδυνάμου αποτελέσματος, υπό την προϋπόθεση να έχει νομικά υποχρεωτικό χαρακτήρα («μονομερώς επιβαλλόμενη») ( 28 ). Εν προκειμένω, ο υποχρεωτικός χαρακτήρας της επιβαρύνσεως που οφείλει κάθε χρήστης ο οποίος πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 9, παράγραφος 1, του OEPS δεν τίθεται εν αμφιβόλω, εφόσον γίνεται δεκτό ότι ο χρήστης υποχρεούται να προσφύγει στις υπηρεσίες του διαχειριστή του δικτύου του τόπου στον οποίο είναι εγκατεστημένος.

43.

Εξίσου ευρεία είναι και η έννοια του εσωτερικού φόρου σύμφωνα με το άρθρο 90 ΕΚ ( 29 ).

44.

Δεύτερον, το Δικαστήριο έχει εκτιμήσει, βάσει των άρθρων 25 και 90 ΕΚ, χρηματικές επιβαρύνσεις που παρουσιάζονταν ως στοιχεία τιμολογίου ή νομοθετικά καθορισμένης τιμής ( 30 ).

45.

Προκαταρκτικώς πάντα, θα πρέπει να εξεταστεί το επιχείρημα που προβάλλει η SEP ότι το άρθρο 25 ΕΚ δεν τυγχάνει εφαρμογής διότι η επίμαχη προσαύξηση αφορά το τιμολόγιο μεταφοράς και όχι την τιμή της ηλεκτρικής ενέργειας. Η SEP παρατηρεί επίσης ότι η υπηρεσία αυτή παρέχεται από ολλανδούς διαχειριστές δικτύου στο έδαφος των Κάτω Χωρών.

46.

Ως γνωστόν, το άρθρο 25 ΕΚ αφορά αποκλειστικά τις επιβαρύνσεις που πλήττουν εμπορεύματα. Συνεπώς, αν ακολουθηθεί η άποψη της SEP, η εφαρμογή της διατάξεως αυτής θα αποκλειστεί για τον απλό λόγο ότι δεν υπάρχει πληττόμενο προϊόν.

47.

Συναφώς, πρέπει να υπενθυμιστεί ιδίως ότι το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι η ηλεκτρική ενέργεια συνιστά εμπόρευμα κατά την έννοια των διατάξεων της Συνθήκης περί ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων ( 31 ). Αποφαινόμενο επί προσφυγής λόγω παραβάσεως του άρθρου 31 ΕΚ, το Δικαστήριο έχει επίσης διευκρινίσει ότι «οι αναγκαίες υπηρεσίες για την εισαγωγή ή την εξαγωγή ηλεκτρικού ρεύματος και για τη μεταφορά ή τη διανομή του συνιστούν μόνον τα μέσα παροχής στον καταναλωτή ενός εμπορεύματος υπό την έννοια της Συνθήκης» ( 32 ), αναγνωρίζοντας, εντούτοις, τον παρακολουθηματικό χαρακτήρα των εν λόγω υπηρεσιών σε σχέση με το αντικείμενο της παροχής.

48.

Πρέπει να υπενθυμιστεί επίσης ότι στην έννοια της επιβαρύνσεως ισοδυνάμου αποτελέσματος μπορεί να υπαχθεί κάθε επιβάρυνση που επιβάλλεται στα εγχώρια ή αλλοδαπά εμπορεύματα λόγω της διελεύσεώς τους από τα σύνορα, ανεξαρτήτως του τρόπου εισπράξεώς της. Τις προϋποθέσεις αυτές πληροί και ένα τέλος το γενεσιουργό γεγονός του οποίου δεν είναι η εισαγωγή ή η εξαγωγή αγαθού, αλλά η παροχή υπηρεσίας που είναι αναγκαία ή συνδέεται με τη διενέργεια των εν λόγω πράξεων ( 33 ), εφόσον είναι ικανή να επηρεάσει την κυκλοφορία του αγαθού στο εσωτερικό της Κοινότητας. Είναι κατά τη γνώμη μου προφανές ότι μια επιβάρυνση που εισπράττεται επί της παροχής υπηρεσιών μεταφοράς και προσδιορίζεται σε συνάρτηση με την ποσότητα του μεταφερόμενου αγαθού, επιβαρύνοντάς το εμμέσως, μπορεί κατ’ αρχήν να επηρεάσει την κυκλοφορία του αγαθού.

49.

Το Δικαστήριο έχει αποφανθεί σχετικά με ανάλογο ζήτημα, μολονότι αναφέρθηκε αποκλειστικά στο άρθρο 90 ΕΚ. Με την απόφαση Schöttle ( 34 ), την οποία επικαλείται η Επιτροπή με τις παρατηρήσεις της, το Δικαστήριο έδωσε απάντηση σε μερικά ερωτήματα αφορώντα την ερμηνεία της εν λόγω διατάξεως σε σχέση με επιβάρυνση επί της οδικής μεταφοράς εμπορευμάτων την οποία επέβαλλε η Γερμανία. Απορρίπτοντας την επιχειρηματολογία της Γερμανικής Κυβερνήσεως, η οποία υποστήριζε ότι το εν λόγω τέλος δεν ενέπιπτε στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 90 ΕΚ, διότι δεν επιβαλλόταν στο προϊόν καθεαυτό, το Δικαστήριο έκρινε ότι μια επιβάρυνση όπως η εξεταζόμενη, «η οποία επιβάλλεται στις διεθνείς οδικές μεταφορές εμπορευμάτων ανάλογα με την απόσταση που διανύουν στο εθνικό έδαφος και με το βάρος των μεταφερομένων εμπορευμάτων» ( 35 ), έπρεπε να χαρακτηριστεί «εθνικός φόρος που βαρύνει, έστω και εμμέσως, τα μεταφερόμενα προϊόντα» ( 36 ). Πράγματι, το Δικαστήριο έκρινε ότι «εφόσον ένας φόρος αυτού του είδους μετακυλίεται αμέσως στο κόστος του εγχώριου και του εισαγομένου προϊόντος, θα πρέπει σύμφωνα με το άρθρο 9[0] να επιβάλλεται κατά τρόπον ώστε να μην προκαλεί διακρίσεις εις βάρος των εισαγομένων προϊόντων» ( 37 ).

50.

Για τους προεκτεθέντες λόγους δεν φρονώ ότι η αξιολόγηση της νομιμότητας της επίμαχης επιβαρύνσεως σύμφωνα με το άρθρο 25 ΕΚ πρέπει να αποκλειστεί εκ μόνου του λόγου ότι το γενεσιουργό γεγονός της είναι υπηρεσία (μεταφοράς) που είναι απαραίτητη για τη διάθεση του σχετικού εμπορεύματος στην αγορά.

51.

Κατόπιν αυτών των διευκρινίσεων, πρέπει να εξεταστούν τα χαρακτηριστικά της επίμαχης προσαυξήσεως τιμολογίου προκειμένου να αξιολογηθεί αν εμπίπτει στην απαγόρευση του άρθρου 25 ΕΚ ή στην απαγόρευση του άρθρου 90 ΕΚ.

52.

Δεν αμφισβητείται ότι η εν λόγω επιβάρυνση επιβάλλεται αδιακρίτως στην παραγόμενη στις Κάτω Χώρες και στην εισαγόμενη ηλεκτρική ενέργεια, ενώ εισπράττεται με τον ίδιο τρόπο και στις δύο περιπτώσεις. Συνεπώς, η φαινομενική ουδετερότητα της επιβαρύνσεως φαίνεται να αποκλείει την εφαρμογή του άρθρου 25 ΕΚ και να συνηγορεί υπέρ της εκτιμήσεώς της βάσει του άρθρου 90 ΕΚ.

53.

Εντούτοις, σύμφωνα με την προπαρατεθείσα νομολογία ( 38 ), πριν καταλήξει κανείς σε αυτό το συμπέρασμα, πρέπει να εξακριβώσει αν η ουδετερότητα αυτή παύει να υπάρχει λόγω του προορισμού των εισπραττομένων ποσών. Πράγματι, αν η επιβάρυνση που πλήττει το εγχώριο προϊόν αντισταθμίζεται ολοσχερώς από τα πλεονεκτήματα των οποίων επωφελείται ενδεχομένως λόγω της χορηγήσεως του προϊόντος της επίμαχης προσαυξήσεως, είναι εφαρμοστέο το άρθρο 25 ΕΚ και όχι το άρθρο 90 ΕΚ, διότι, ασχέτως των φαινομένων, η προσαύξηση αυτή στην πραγματικότητα πλήττει αποκλειστικά το εισαγόμενο προϊόν.

54.

Μολονότι κατά πάγια νομολογία η εξακρίβωση αυτή απόκειται στο εθνικό δικαστήριο, κρίνω σκόπιμο να παράσχει το Δικαστήριο, εντός των ορίων αρμοδιότητάς του, κάποιες ενδείξεις επί της ουσίας, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη τα επιχειρήματα που προέβαλαν οι διάδικοι στο πλαίσιο της κύριας δίκης.

55.

Σε αυτή την οπτική εντάσσονται οι παρατηρήσεις που ακολουθούν.

56.

Από την επίμαχη εθνική ρύθμιση και από τη διάταξη περί παραπομπής προκύπτει ότι οι διαχειριστές του δικτύου ήσαν υποχρεωμένοι να καταβάλλουν στη SEP τα ποσά που εισέπρατταν κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 9, παράγραφος 1, του OEPS. Τα εν λόγω ποσά, όπως και τα ποσά που εισπράττονταν κατ’ εφαρμογήν της παραγράφου 2 του ίδιου άρθρου, έπρεπε να χρησιμοποιούνται, μέχρι ύψους 400 εκατομμυρίων NLG, για την κάλυψη των μη ανακτήσιμων δαπανών του 2000, ενώ τυχόν υπόλοιπο θα καταβαλλόταν από τη SEP στον Υπουργό Οικονομίας για τη χρηματοδότηση των μη ανακτήσιμων δαπανών του άρθρου 7 του OEPS για τα μετά το 2000 έτη (άρθρο 9, παράγραφος 5, in fine).

57.

Βάσει του μηχανισμού αυτού, το σύνολο των εισπραττομένων ποσών ήταν δεσμευμένο για την κάλυψη των μη ανακτήσιμων δαπανών και έπρεπε να καταβάλλεται στη SEP κατ’ εφαρμογήν, αντιστοίχως, του άρθρου 9, παράγραφος 4, του OEPS ή, για τα ποσά που θα υπερέβαιναν τα 400 εκατομμύρια NLG, του άρθρου 7 του OEPS.

58.

Εφόσον κριθεί ότι οι καταβολές που προέβλεπαν οι εν λόγω διατάξεις έγιναν πράγματι και ότι τα σχετικά ποσά χρησιμοποιήθηκαν όντως καθ’ ολοκληρία υπέρ των εγχώριων επιχειρήσεων παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας —έτσι ώστε να υπάρχει χρηματική ισοδυναμία μεταξύ επιβαρύνσεων και πλεονεκτημάτων— θα ήταν λογικό να εξαχθεί το συμπέρασμα ( 39 ), το οποίο εξάγει και η Επιτροπή στις παρατηρήσεις της, ότι η οικονομική επίπτωση της επίμαχης προσαυξήσεως επί της εγχώριας ηλεκτρικής ενέργειας εξουδετερώθηκε πλήρως.

59.

Εντούτοις, πριν μπορέσει να εξαγάγει ένα τέτοιο συμπέρασμα, το αιτούν δικαστήριο θα πρέπει να εξακριβώσει αν: i) τα ποσά που προήλθαν από την επίμαχη προσαύξηση προορίζονται πράγματι να χρησιμοποιηθούν κατά τρόπο που προκαλεί συγκεκριμένο πλεονέκτημα υπέρ του εγχώριου προϊόντος και ii) αν υπάρχει ταυτότητα μεταξύ «φορολογούμενου και ευνοούμενου εγχώριου προϊόντος».

60.

Όσον αφορά το ζήτημα (i), το αιτούν δικαστήριο θα πρέπει να εξακριβώσει αν και σε ποιο βαθμό οι επίμαχες μη ανακτήσιμες δαπάνες, αν δεν υπήρχε η κάλυψη την οποία εξασφάλιζε το προϊόν της προσαυξήσεως τιμολογίου ή κάποια άλλη δημόσια παρέμβαση, θα βάρυναν, αμέσως ή εμμέσως, τον ισολογισμό των ΕΠΗΕ.

61.

Δεδομένου ότι το αιτούν δικαστήριο φαίνεται να λαμβάνει ως σημείο εκκινήσεως την υπόθεση ότι υπεύθυνη για τις δαπάνες αυτές ήταν αποκλειστικά η SEP ( 40 ), η εξακρίβωση αυτή προϋποθέτει αναγκαστικά τη συνεκτίμηση των χρηματοδοτικών μηχανισμών μέσω των οποίων πραγματοποιούνταν, μέσω της SEP, η ρυθμιζόμενη συνεργασία μεταξύ των τεσσάρων ΕΠΗΕ κατά την περίοδο την οποία αφορούσαν οι εν λόγω δαπάνες ( 41 ).

62.

Δεν αποκλείεται, εξάλλου, κατά την εκτίμησή του, το αιτούν δικαστήριο να πρέπει να συνεκτιμήσει και το πρωτόκολλο, προκειμένου να εξακριβώσει υπό ποίους όρους προβλέφθηκε η ουσιαστική μετακύλιση των μη ανακτήσιμων δαπανών στις εταιρίες διανομής (δηλαδή στις εταιρίες που ήταν υπεύθυνες για την είσπραξη της επίμαχης προσαυξήσεως) ( 42 ). Συναφώς, πρέπει να επισημανθεί ότι, όπως υποστηρίζει η SEP, η Essent είχε εξοφλήσει τα ποσά που της όφειλε βάσει του πρωτοκόλλου για το 2000 πριν την έναρξη ισχύος του άρθρου 9 του OEPS. Φαίνεται δηλαδή ότι αυτός που επωφελούνταν κατά κύριο λόγο από την προσαύξηση την οποία προέβλεπαν οι διατάξεις του εν λόγω άρθρου ήταν ο τομέας της διανομής ( 43 ), εφόσον επιτρεπόταν στις μεμονωμένες εταιρίες να ανακτήσουν από τους καταναλωτές τα ποσά που είχαν καταβάλει ή όφειλαν ακόμα στη SEP. Συνεπώς, στο αιτούν δικαστήριο απόκειται να αξιολογήσει αν οι εν λόγω εταιρίες ήσαν υποχρεωμένες να καταβάλουν τα ποσά που προέβλεπε το πρωτόκολλο, ακόμα και στην περίπτωση που δεν μπορούσαν να τα μετακυλίσουν.

63.

Εφόσον από την εξακρίβωση αυτή, η οποία, αν κρίνει κανείς από τις απαντήσεις που έδωσαν οι διάδικοι στις γραπτές ερωτήσεις του Δικαστηρίου, δεν προμηνύεται ευχερής, προκύψει ότι, κατά την περίοδο μεταξύ 1ης Αυγούστου και 31ης Δεκεμβρίου 2000, οι ΕΠΗΕ ήσαν, απευθείας ή μέσω της οικονομικής συμμετοχής τους στη SEP, κυρίως ή επικουρικώς, υπεύθυνες για τις επίμαχες μη ανακτήσιμες δαπάνες, θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι πληρούται η απαίτηση της υπάρξεως συγκεκριμένου πλεονεκτήματος υπέρ της εγχώριας παραγωγής προκειμένου να μπορεί να θεωρηθεί ότι πληρούται το κριτήριο της αντισταθμίσεως. Αντιθέτως, δεν νομίζω ότι το γεγονός και μόνον ότι τα ποσά τα οποία προέβλεπαν τα άρθρα 9, παράγραφος 4, και 7 του OEPS κατέληξαν στη SEP, και όχι στις ΕΠΗΕ, μπορεί να αποκλείσει ριζικά, όπως υποστηρίζει η Κυβέρνηση των Κάτω Χωρών και η SEP, την ύπαρξη ενός τέτοιου πλεονεκτήματος, ακόμα και αν ήταν δυνατόν να διαπιστωθεί ότι τα καταβληθέντα ποσά χρησιμοποιήθηκαν πράγματι καθ’ ολοκληρία για την κάλυψη δαπανών που βάρυναν αμέσως ή εμμέσως τις ΕΠΗΕ.

64.

Η Κυβέρνηση των Κάτω Χωρών αμφισβητεί επίσης την ύπαρξη πλεονεκτήματος υπέρ του εγχώριου προϊόντος βασιζόμενη στην επισήμανση ότι τα ποσά τα οποία, σύμφωνα με το άρθρο 9, παράγραφος 4, του OEPS, έπρεπε να καταβληθούν στη SEP δεν επέφεραν μείωση της τιμής της παραγόμενης στο εσωτερικό της χώρας ηλεκτρικής ενέργειας.

65.

Συναφώς, αρκεί να επισημανθεί ότι, σύμφωνα με τη νομολογία, δεν απαιτείται το προϊόν της επιβαρύνσεως να χρησιμοποιείται προς κάλυψη των δαπανών παραγωγής· η χρηματική επιβάρυνση που προκύπτει για το εγχώριο προϊόν μπορεί κάλλιστα να αντισταθμιστεί μέσω της χρηματοδοτήσεως, για παράδειγμα, δραστηριοτήτων προωθήσεως ή έρευνας οι οποίες, μολονότι ευνοούν το εγχώριο προϊόν, δεν αποτελούν πλεονεκτήματα δυνάμενα να έχουν άμεση επίπτωση επί των τιμών πωλήσεως.

66.

Όσον αφορά το ζήτημα που προεκτέθηκε στο σημείο 59, υπό ii), απόκειται κατ’ αρχάς στο αιτούν δικαστήριο να εκτιμήσει αν ο τρόπος εισπράξεως της επίμαχης προσαυξήσεως, και ιδίως το γεγονός ότι η προσαύξηση δεν καταβάλλεται από τις επιχειρήσεις παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, αλλά βαρύνει τους τελικούς καταναλωτές, αποκλείει την απαραίτητη ταυτότητα μεταξύ φορολογουμένου και ευνοουμένου εγχώριου προϊόντος. Σύμφωνα με την Essent και την Κυβέρνηση των Κάτω Χωρών, το γεγονός αυτό αποκλείει τη δυνατότητα αντισταθμίσεως υπό την έννοια την οποία απαιτεί η νομολογία του Δικαστηρίου.

67.

Η άποψη αυτή δεν φαίνεται να στερείται παντελώς βάσεως.

68.

Πράγματι, είναι αληθές ότι μια προσαύξηση στο τιμολόγιο ή μια προσαύξηση της τιμής που επιβάλλεται στον τελικό καταναλωτή μπορεί, σε ένα σύστημα ανοικτό στον ανταγωνισμό, να καταλήγει σε επιβάρυνση του προϊόντος το οποίο πλήττεται, αμέσως ή εμμέσως, στον βαθμό που επηρεάζεται το κόστος αγοράς του. Εντούτοις, τίθεται το ερώτημα αν μια τέτοια επιβάρυνση μπορεί να συνεκτιμηθεί προκειμένου να κριθεί αν υπάρχει αντιστάθμιση κατά την έννοια της προπαρατεθείσας νομολογίας, δεδομένου ότι, όπως προαναφέρθηκε, η κρίση αυτή βασίζεται σε σύγκριση μεταξύ καταβαλλόμενου ποσού και πλεονεκτημάτων με όρους καθαρά χρηματικούς.

69.

Ευλόγως επίσης τίθεται το ερώτημα αν, λαμβανομένου υπόψη ότι η επίδικη προσαύξηση επιβάλλεται στον καταναλωτή, εντάσσεται στο τιμολόγιο μεταφοράς, και όχι στην τιμή της ηλεκτρικής ενέργειας, και επιβάλλεται κατά τρόπο που δεν ενέχει δυσμενείς διακρίσεις, μπορεί να θεωρηθεί in concreto ότι το εισαγόμενο προϊόν πλήττεται από οικονομική επιβάρυνση ή ότι η κυκλοφορία του εν λόγω προϊόντος αλλοιώνεται καθ’ οποιονδήποτε τρόπο ή ότι το προϊόν αυτό υφίσταται, λόγω της επιβολής της εν λόγω προσαυξήσεως, πραγματικό ανταγωνιστικό μειονέκτημα διαφορετικό από εκείνο που προκαλείται λόγω του ότι το προϊόν της προσαυξήσεως προορίζεται για τη χρηματοδότηση παρεμβάσεων υπέρ των εθνικών επιχειρήσεων παραγωγής (το οποίο προσκρούει στις διατάξεις της Συνθήκης περί κρατικών ενισχύσεων).

70.

Εντούτοις, η άποψη της Essent και της Κυβερνήσεως των Κάτω Χωρών δεν φαίνεται να συνάδει με τη νομολογία, η οποία απαιτεί ταυτότητα όχι μεταξύ υποχρέων στην καταβολή του τέλους και ευνοουμένων από τις δραστηριότητες που χρηματοδοτούνται με το προϊόν του, αλλά αποκλειστικά και μόνο μεταξύ (εγχωρίου) φορολογουμένου και ευνοουμένου προϊόντος, έτσι ώστε να αποκλείεται η δυνατότητα αντισταθμίσεως αν το προϊόν της επιβαρύνσεως χρησιμοποιείται προς όφελος παραγωγικής δραστηριότητας διαφορετικής από τη φορολογούμενη. Εφόσον συνεπώς υπάρχει η εν λόγω ταυτότητα προϊόντων, ουδεμία επιρροή ασκεί το ότι η επίμαχη επιβάρυνση εισπράττεται επί της παραγωγής (και της εισαγωγής) ή επί της καταναλώσεως αγαθού.

71.

Εξάλλου, δεν νομίζω ότι η κατάσταση στην οποία ο καταναλωτής είναι υποκείμενος στην επιβάρυνση και η κατάσταση στην οποία η επιβάρυνση που εισπράττεται από τον παραγωγό και τον εισαγωγέα μετακυλίεται στον καταναλωτή μέσω αυξήσεως της τιμής πωλήσεως του φορολογουμένου αγαθού, διαφέρουν πολύ από οικονομική άποψη, διότι και στις δύο περιπτώσεις τις οικονομικές επιβαρύνσεις που προκύπτουν, λόγω της φορολογίας, φέρουν πρόσωπα διαφορετικά από τον παραγωγό και τον εισαγωγέα. Στη δεύτερη όμως περίπτωση, η νομολογία δέχεται ότι υπάρχει ενδεχόμενο αντισταθμίσεως ( 44 ).

72.

Αν μετά την εξέταση στην οποία θα προβεί, το αιτούν δικαστήριο καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το προϊόν της επίμαχης προσαυξήσεως προορίζεται συγκεκριμένα για τη χρηματοδότηση δαπανών που βαρύνουν, αμέσως ή εμμέσως, την εγχώρια ηλεκτρική ενέργεια και ότι το γεγονός αυτό επέτρεψε στους παραγωγούς εγχώριας ηλεκτρικής ενέργειας να αντισταθμίσουν βάρη τα οποία πράγματι φέρουν λόγω της επιβολής της εν λόγω προσαυξήσεως, θα πρέπει να εκτιμήσει αν η αντιστάθμιση ήταν πλήρης, όπως υποδηλώνει το γράμμα του άρθρου 9 του OEPS, ή απλώς μερική. Στην πρώτη περίπτωση, η επίμαχη προσαύξηση θα χαρακτηριστεί επιβάρυνση ισοδυνάμου αποτελέσματος υπό την έννοια του άρθρου 25 ΕΚ, ενώ στη δεύτερη εσωτερικός φόρος ενέχων δυσμενείς διακρίσεις σύμφωνα με το άρθρο 90 ΕΚ.

73.

Εάν όμως το αιτούν δικαστήριο καταλήξει στο συμπέρασμα ότι δεν υπήρξε αντιστάθμιση, δεν θα είναι εφαρμοστέο κανένα από τα δύο αυτά άρθρα, δεδομένου ότι η επίμαχη προσαύξηση εφαρμόζεται αδιακρίτως στο εγχώριο και στο εισαγόμενο προϊόν κατά τρόπο που δεν ενέχει δυσμενείς διακρίσεις.

γ) Συμπέρασμα σχετικά με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα

74.

Βάσει του συνόλου των προεκτεθεισών σκέψεων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα ως εξής:

«Προσαύξηση στο τιμολόγιο ανάλογη με την επίμαχη στην κύρια δίκη, που εισπράττεται αδιακρίτως και υπό τις ίδιες προϋποθέσεις επί της μεταφοράς τόσο της εγχώριας όσο και της εισαγόμενης ηλεκτρικής ενέργειας αποτελεί επιβάρυνση ισοδυνάμου αποτελέσματος προς δασμό απαγορευόμενη από το άρθρο 25 ΕΚ, εφόσον το προϊόν της προορίζεται για τη χρηματοδότηση δραστηριοτήτων από τις οποίες επωφελείται αποκλειστικά το εγχώριο προϊόν και τα πλεονεκτήματα που προκύπτουν από αυτήν αντισταθμίζουν πλήρως την επιβάρυνση που το πλήττει. Αν τα πλεονεκτήματα αυτά αντισταθμίζουν μόνον εν μέρει την επιβάρυνση που πλήττει το εν λόγω προϊόν, η προσαύξηση συνιστά εσωτερικό φόρο ενέχοντα δυσμενείς διακρίσεις και απαγορεύεται από το άρθρο 90 ΕΚ.

Στο εθνικό δικαστήριο απόκειται να διενεργήσει τις αναγκαίες διαπιστώσεις προκειμένου να προβεί στον νομικό χαρακτηρισμό επίμαχης επιβάρυνσης. Στο πλαίσιο αυτό, το εθνικό δικαστήριο θα εξετάσει αν και σε ποιο βαθμό οι δαπάνες για την κάλυψη των οποίων προορίζεται το προϊόν της επίμαχης προσαυξήσεως στο τιμολόγιο βαρύνουν αμέσως ή εμμέσως τις εγχώριες επιχειρήσεις παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας.»

Β — Επί του δεύτερου προδικαστικού ερωτήματος

1. Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

75.

Με το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα το εθνικό δικαστήριο ζητεί να πληροφορηθεί αν το καθεστώς που θέσπισε το άρθρο 9, παράγραφος 1, του OEPS συνιστά κρατική ενίσχυση υπό την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ.

76.

Συναφώς θα πρέπει να υπενθυμιστεί ότι το εθνικό δικαστήριο μπορεί να χρειαστεί να ερμηνεύσει την κατά το άρθρο 87, παράγραφος 1, ΕΚ έννοια της ενισχύσεως, κατ’ εφαρμογήν του άμεσου αποτελέσματος το οποίο αναγνωρίζει η νομολογία στο άρθρο 88, παράγραφος 3, τελευταία περίοδος, ΕΚ ( 45 ). Πράγματι, κατά πάγια νομολογία, είναι έργο των εθνικών δικαστηρίων να διαφυλάσσουν τα δικαιώματα των υποκειμένων δικαίου στις περιπτώσεις κατά τις οποίες οι εθνικές αρχές παραβλέπουν την απαγόρευση εφαρμογής ενισχύσεων, την οποία προβλέπει η εν λόγω διάταξη ( 46 ).

77.

Ως προς τα μέτρα τα οποία μπορούν ή πρέπει να ληφθούν προς εξασφάλιση αυτής της δικαστικής προστασίας, το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι «τα εθνικά δικαστήρια οφείλουν να αντλούν όλες τις συνέπειες μιας τέτοιας παραλείψεως συμμορφώσεως, την οποία επικαλούνται οι πολίτες, σύμφωνα με τα εθνικά δικονομικά μέσα, όσον αφορά τόσο το κύρος των πράξεων εφαρμογής των μέτρων ενισχύσεως όσο και την ανάκτηση των χρηματικών ενισχύσεων που χορηγήθηκαν κατά παράβαση του άρθρου 88, παράγραφος 3, ΕΚ» ( 47 ).

78.

Μολονότι το αιτούν δικαστήριο δεν υπέβαλε σχετικό ερώτημα, είναι χρήσιμο να υπενθυμιστεί ότι, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, η εξέταση ενός μέτρου ενισχύσεως δεν μπορεί να διαχωριστεί από τα αποτελέσματα του τρόπου χρηματοδοτήσεώς του στην περίπτωση που αυτός αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του μέτρου ( 48 ). Πράγματι, ο τρόπος χρηματοδοτήσεως μιας ενισχύσεως μπορεί να την καθιστά ασυμβίβαστη με την κοινή αγορά, ακόμα και αν ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις άλλων διατάξεων της Συνθήκης, και ιδίως των άρθρων 25 ΕΚ και 90 ΕΚ ( 49 ).

79.

Με την απόφαση Van Calster κ.λπ., το Δικαστήριο διευκρίνισε επίσης ότι, σε ανάλογες περιπτώσεις, «προκειμένου να εξασφαλιστεί η πρακτική αποτελεσματικότητα της υποχρέωσης κοινοποίησης καθώς και η εκ μέρους της Επιτροπής δέουσα και πλήρης εξέταση μιας κρατικής ενίσχυσης, το κράτος μέλος οφείλει, στο πλαίσιο της υποχρέωσης αυτής, να κοινοποιήσει όχι μόνο το σχέδιο της κατά κυριολεξία ενίσχυσης, αλλά και τον τρόπο χρηματοδότησης εφόσον αυτός αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα του μελετωμένου μέτρου» ( 50 ). Επίσης, σύμφωνα με το Δικαστήριο, «[δ]εδομένου ότι η υποχρέωση κοινοποιήσεως καλύπτει και τον τρόπο χρηματοδοτήσεως της ενίσχυσης, οι συνέπειες που απορρέουν από την εκ μέρους των εθνικών αρχών παράβαση του άρθρου [88, παράγραφος 3, τελευταία περίοδος, ΕΚ], πρέπει να ισχύουν και γι’ αυτή την πτυχή του μέτρου ενίσχυσης» ( 51 ). Κατά συνέπεια, «οσάκις ένα μέτρο ενισχύσεως, ο τρόπος χρηματοδοτήσεως του οποίου αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του, εφαρμόστηκε κατά παράβαση της υποχρεώσεως κοινοποιήσεως, τα εθνικά δικαστήρια υποχρεούνται, κατ’ αρχήν, να διατάξουν την επιστροφή των φόρων ή εισφορών που εισπράχθηκαν ειδικά για τη χρηματοδότηση της ενισχύσεως αυτής» ( 52 ).

80.

Με την απόφαση Streekgewest, το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι, «για να θεωρηθεί ότι ένας φόρος αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του μέτρου ενισχύσεως, πρέπει να υφίσταται αναγκαστική σχέση μεταξύ του φόρου και της ενισχύσεως βάσει της συναφούς εθνικής νομοθεσίας, υπό την έννοια ότι το προϊόν του φόρου πρέπει να προορίζεται απαραίτητα για τη χρηματοδότηση της ενισχύσεως» και να επηρεάζει άμεσα το μέγεθός της και, κατά συνέπεια, την εκτίμηση περί του αν συμβιβάζεται η ενίσχυση αυτή με την κοινή αγορά ( 53 ).

81.

Εν προκειμένω, η επίμαχη προσαύξηση εισπράττεται ειδικά και αποκλειστικά προκειμένου να μπορέσει η SEP και/ή οι ΕΠΗΕ να καλύψουν τις μη ανακτήσιμες δαπάνες που τους επιρρίφθηκαν. Φρονώ συνεπώς ότι υφίσταται ο δεσμός του προορισμού, τον οποίο απαιτεί το Δικαστήριο, μεταξύ του προϊόντος της επιβαρύνσεως και της χρηματοδοτήσεως του δημόσιου μέτρου, για το οποίο απόκειται στο αιτούν δικαστήριο να κρίνει αν συνιστά κρατική ενίσχυση.

82.

Βάσει της προπαρατεθείσας νομολογίας, οι αξιώσεις τις οποίες προβάλλει η Essent έναντι της Aldel δυνάμει του άρθρου 9, παράγραφος 1, του OEPS μπορούν να απορριφθούν αν διαπιστωθεί ότι το καθεστώς που θεσπίζει το εν λόγω άρθρο συνιστά μέτρο ενισχύσεως υπό την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ και ότι το εν λόγω μέτρο δεν κοινοποιήθηκε στην Επιτροπή.

83.

Στη συνέχεια, θα εξετάσω διαδοχικά τις δύο αυτές πτυχές.

2. Συνιστά η παράγραφος 1 σε συνδυασμό με την παράγραφο 4 του άρθρου 9 του OEPS μέτρο ενισχύσεως υπό την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ;

84.

Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, για να κριθεί αν ένα δημόσιο μέτρο συνιστά κρατική ενίσχυση, πρέπει να διαπιστωθεί αν πληρούνται σωρευτικώς τέσσερις προϋποθέσεις, και συγκεκριμένα: ύπαρξη πλεονεκτήματος για μια επιχείρηση, επιλεκτική εφαρμογή του μέτρου, χρηματοδότηση του μέτρου από το κράτος ή με κρατικούς πόρους, καθώς και επίδραση του μέτρου στο μεταξύ κρατών μελών εμπόριο και εξ αυτής απορρέουσα νόθευση του ανταγωνισμού ( 54 ).

85.

Σε σχέση με την πρώτη και τη δεύτερη από τις προϋποθέσεις αυτές, θεωρώ προφανές ότι το επίμαχο μέτρο συνιστά πλεονέκτημα υπέρ της SEP και/ή των ΕΠΗΕ και ότι το πλεονέκτημα αυτό, το οποίο περιορίζεται στον τομέα της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, έχει επιλεκτικό χαρακτήρα.

86.

Το γεγονός, το οποίο επισημαίνει η Κυβέρνηση των Κάτω Χωρών, ότι οι διαχειριστές του δικτύου υποχρεούνταν, δυνάμει του πρωτοκόλλου, να συμβάλλουν στην κάλυψη των μη ανακτήσιμων δαπανών, δεν έχει κατά τη γνώμη μου αποφασιστική σημασία. Πράγματι, το άρθρο 9 του OEPS γεννά έννομη υποχρέωση των υποκειμένων δικαίου, στα οποία έχει ανατεθεί να εισπράττουν την προσαύξηση, να καταβάλλουν το προϊόν της στη SEP, η οποία είναι αυτόνομη και ανεξάρτητη από την υποχρέωση που ενδεχομένως τα βαρύνει σύμφωνα με το πρωτόκολλο ( 55 ). Εξάλλου, ο μηχανισμός τον οποίο προβλέπει το άρθρο 9 του OEPS επιτρέπει στη SEP να υπολογίζει σε μεγαλύτερη ασφάλεια των καταβολών, οι οποίες πραγματοποιούνται με κεφάλαια προερχόμενα από την είσπραξη οιονεί φορολογικών επιβαρύνσεων και περιορίζει, ή ακόμα και αποκλείει, το ενδεχόμενο μη εκπληρώσεως ή αδυναμίας εκπληρώσεως εκ μέρους των υποκειμένων δικαίου που δεσμεύονται από το πρωτόκολλο ( 56 ).

87.

Εντούτοις, αν διαπιστωθεί ότι, τη στιγμή κατά την οποία πραγματοποιήθηκαν οι πληρωμές που προβλέπει το άρθρο 9, παράγραφος 4, του OEPS, η SEP είχε ήδη λάβει, εν όλω ή εν μέρει, στο πλαίσιο της εκτελέσεως του πρωτοκόλλου, τα 400 εκατομμύρια NLG που προβλέπει η παράγραφος 5 του ίδιου άρθρου ( 57 ), το πλεονέκτημα που γεννάται υπέρ της SEP και/ή των ΕΠΗΕ από το εξεταζόμενο καθεστώς θα μειωνόταν αντιστοίχως, μέχρι ενδεχομένως να αντιστοιχεί απλώς στο εναπομένον ποσό ( 58 ).

88.

Στο αιτούν δικαστήριο απόκειται να προβεί στις αναγκαίες διαπιστώσεις.

89.

Φρονώ, εξάλλου, ότι μπορεί να θεωρηθεί ότι πληρούται η τέταρτη προϋπόθεση που αφορά τις επιπτώσεις του επίδικου μέτρου στον ανταγωνισμό και την επίδρασή του στο μεταξύ κρατών μελών εμπόριο. Συναφώς, θα περιοριστώ να παρατηρήσω ότι η προσέγγιση την οποία ακολουθεί το Δικαστήριο για το θέμα είναι εξαιρετικά ευρεία. Πράγματι, κατά πάγια νομολογία, «απαιτείται να εξετασθεί μόνον αν η χορηγούμενη ενίσχυση δύναται να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών και να νοθεύσει τον ανταγωνισμό και όχι αν η ενίσχυση αυτή έχει πραγματικές επιπτώσεις στο ενδοκοινοτικό εμπόριο και νοθεύει όντως τον ανταγωνισμό» ( 59 ). Ειδικότερα, όταν μια ενίσχυση χορηγούμενη από κράτος μέλος ενισχύει τη θέση μιας επιχειρήσεως σε σχέση με άλλες ανταγωνιστικές επιχειρήσεις στο ενδοκοινοτικό εμπόριο, πρέπει να θεωρείται ότι το εμπόριο αυτό επηρεάζεται από την εν λόγω ενίσχυση ( 60 ).

90.

Η SEP, στον βαθμό που δεν ήταν ευθέως αναμεμειγμένη στη δραστηριότητα παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, ασχολούνταν, ως κοινή θυγατρική των τεσσάρων ΕΠΗΕ, με τη διάθεση στην αγορά της ενέργειας που παρήγαν οι ΕΠΗΕ και της ενέργειας που εισήγε η ίδια. Ενεργούσε, τυπικώς τουλάχιστον, στο πλαίσιο του ανταγωνισμού στην αγορά εισαγωγής ηλεκτρικής ενέργειας για μη δημόσια χρήση ( 61 ), διαχειριζόταν τις εγκαταστάσεις αεριοποιήσεως άνθρακα Demkolec και δραστηριοποιούνταν στον τομέα της αστικής θερμάνσεως. Όσον αφορά την επίπτωση του επίμαχου μέτρου στο ενδοκοινοτικό εμπόριο, από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η δραστηριότητα της SEP δεν περιοριζόταν μόνο στο εθνικό πλαίσιο, αλλά ότι συμμετείχε στο διασυνοριακό εμπόριο.

91.

Στο αιτούν δικαστήριο απόκειται να προβεί στις αναγκαίες διαπιστώσεις ( 62 ).

92.

Περισσότερο πολύπλοκο είναι το ζήτημα του κατά πόσον πληρούται η προϋπόθεση χρηματοδοτήσεως του μέτρου από εθνικούς πόρους. Το ζήτημα αυτό συζητήθηκε ευρέως, τόσο ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου όσο και ενώπιον του Δικαστηρίου. Θα εξετάσω συνεπώς αν πληρούται η εν λόγω προϋπόθεση.

93.

Στο πλαίσιο της εξετάσεως αυτής, ηθελημένα δεν θα ασχοληθώ με την ουσία της συζητήσεως, την οποία έχουν τροφοδοτήσει, μεταξύ άλλων, μερικές παλαιότερες αποφάσεις του Δικαστηρίου ( 63 ), σχετικά με την αναγκαιότητα της υπάρξεως δημόσιας χρηματοδοτήσεως προκειμένου ένα κρατικό μέτρο να χαρακτηριστεί ενίσχυση υπό την έννοια του άρθρου 87 ΕΚ. Συναφώς, θα επισημάνω απλώς ότι, μετά την απόφαση Sloman Neptun ( 64 ), το Δικαστήριο έχει επανειλημμένα και χωρίς δισταγμούς επιβεβαιώσει την αρχή ότι μια ενίσχυση πρέπει να χρηματοδοτείται αμέσως ή εμμέσως από κρατικούς πόρους ( 65 ), πράγμα που οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η απαίτηση αυτή αποτελεί ένα από τα συστατικά στοιχεία της έννοιας της ενισχύσεως.

94.

Η αρχή αυτή επιβεβαιώθηκε ( 66 ) με την απόφαση PreussenElektra ( 67 ), με την οποία το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν συνιστά κρατική ενίσχυση υπό την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ κανονιστική ρύθμιση κράτους μέλους η οποία, αφενός, υποχρεώνει τις ιδιωτικές επιχειρήσεις παροχής ηλεκτρικής ενέργειας να αγοράζουν την ηλεκτρική ενέργεια που παράγεται από ανανεώσιμες πηγές σε ελάχιστες τιμές υψηλότερες από την πραγματική οικονομική αξία αυτού του είδους ηλεκτρικής ενέργειας και, αφετέρου, κατανέμει το οικονομικό βάρος που προκύπτει από την υποχρέωση αυτή μεταξύ των εν λόγω επιχειρήσεων παροχής ηλεκτρικής ενέργειας και των ιδιωτικών επιχειρήσεων εκμεταλλεύσεως δικτύων ηλεκτρικής ενέργειας σε προηγούμενο στάδιο της παραγωγής. Όπως έκρινε το Δικαστήριο, εφόσον δεν υπάρχει άμεση ή έμμεση μεταφορά κρατικών πόρων, το γεγονός ότι η εν λόγω ρύθμιση απονέμει αναμφισβήτητο πλεονέκτημα σε επιχειρήσεις που παράγουν ηλεκτρική ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές και ότι το πλεονέκτημα αυτό αποτελεί συνέπεια της παρεμβάσεως των δημόσιων αρχών δεν μπορεί να προσδώσει στο σχετικό μέτρο τον χαρακτήρα κρατικής ενισχύσεως ( 68 ).

95.

Πιο πρόσφατα, με την απόφαση Pearle κ.λπ. ( 69 ), το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν αποτελούν μέτρα ενισχύσεως κανονισμοί που εκδόθηκαν από επαγγελματική οργάνωση δημοσίου δικαίου για τη χρηματοδότηση διαφημιστικής εκστρατείας, η οποία οργανώθηκε υπέρ των μελών της οργανώσεως αυτής και αποφασίστηκε από αυτά, μέσω πόρων που καταβλήθηκαν από τα μέλη αυτά και διατέθηκαν υποχρεωτικά για τη χρηματοδότηση της εκστρατείας, εφόσον έχει αποδειχθεί ότι η χρηματοδότηση αυτή έγινε μέσω πόρων σχετικά με τους οποίους η επαγγελματική οργάνωση ουδέποτε είχε εξουσία ελεύθερης διαθέσεως. Το Δικαστήριο απέδωσε ιδιαίτερη σημασία στο ότι οι δαπάνες που βάρυναν τον δημόσιο φορέα σε σχέση με τη διαφημιστική εκστρατεία καλύφθηκαν εξ ολοκλήρου από εισφορές που επιβλήθηκαν στις επιχειρήσεις οι οποίες επωφελήθηκαν από την εκστρατεία. Κατά συνέπεια, σύμφωνα με το Δικαστήριο, η παρέμβαση του εν λόγω φορέα «δεν είχε σκοπό να δημιουργήσει ένα πλεονέκτημα που αποτελούσε πρόσθετη επιβάρυνση του κράτους ή του φορέα αυτού» ( 70 ), ο οποίος «χρησίμευσε μόνον ως μέσο για την είσπραξη και τη διάθεση πόρων που δημιουργήθηκαν για έναν αμιγώς εμπορικό σκοπό που είχε προκαθοριστεί από τον σχετικό επαγγελματικό κύκλο και ουδόλως εντασσόταν σε κάποια πολιτική των ολλανδικών αρχών» ( 71 ).

96.

Η εκτίμηση του κατά πόσον το μέτρο που θεσπίστηκε υπέρ της SEP με την επίμαχη εθνική κανονιστική ρύθμιση πληροί την προϋπόθεση της χρηματοδοτήσεως μέσω κρατικών πόρων πρέπει να γίνει κυρίως με αναφορά στις αρχές που διατύπωσε και στις λύσεις που ακολούθησε το Δικαστήριο με τις δύο αυτές αποφάσεις. Ειδικότερα, οι Κάτω Χώρες υποστηρίζουν ότι η εκτίμηση αυτή δεν μπορεί να οδηγήσει σε αρνητική απάντηση, ακριβώς λόγω των αρχών που έχει επιβεβαιώσει το Δικαστήριο με τις προπαρατεθείσες αποφάσεις.

97.

Συναφώς, παρατηρώ κατ’ αρχάς ότι η απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση PreussenElektra έχει ιδιαίτερα σημαντικό αντίκτυπο στις αγορές που βρίσκονται σε στάδιο απορρυθμίσεως και στις οποίες, όπως συμβαίνει ιδίως στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, οι μη ανακτήσιμες δαπάνες που προκαλούνται από την ελευθέρωση είναι ιδιαίτερα σημαντικές. Σε αυτό το πλαίσιο, οι εξουσίες ελέγχου της Επιτροπής επί των εθνικών μέτρων στηρίξεως των επιχειρήσεων που επιβαρύνονται με αυτές τις δαπάνες μειώνονται σημαντικά λόγω της αυστηρής εφαρμογής των προϋποθέσεων που συνδέονται με τη χρηματοδότηση μέσω κρατικών πόρων, λαμβανομένου ιδίως υπόψη ότι τα μέτρα αυτά συνήθως σχεδιάζονται κατά τρόπον ώστε να μετακυλίουν το οικονομικό βάρος της ενσωματώσεως των εν λόγω δαπανών στους τελικούς καταναλωτές, πολλές φορές μέσω της θεσπίσεως οιονεί φορολογικών επιβαρύνσεων ( 72 ). Δημιουργείται συνεπώς ο κίνδυνος κρατικά μέτρα ικανά να επηρεάσουν, ακόμα και αισθητά, τα αποτελέσματα των διαδικασιών ελευθερώσεως που ακολουθούνται στα κράτη μέλη να διαφεύγουν εν τοις πράγμασι του ελέγχου βάσει των κοινοτικών διατάξεων περί ενισχύσεων και να απαλλάσσονται από την αυστηρή πλαισίωση στην οποία υπόκεινται τα μέτρα επί των οποίων ασκείται έλεγχος, κατ’ εφαρμογήν των κατευθυντηρίων γραμμών για την εξέταση των κρατικών ενισχύσεων που χορηγούνται για μη ανακτήσιμες δαπάνες, τις οποίες έχει εκδώσει η Επιτροπή ( 73 ).

98.

Αυτός είναι κυρίως ο λόγος για τον οποίο φρονώ ότι η λύση την οποία ακολούθησε το Δικαστήριο με την απόφαση PreussenElektra δεν πρέπει να επεκταθεί πέρα από τα ειδικά πραγματικά περιστατικά που οδήγησαν στην έκδοση της αποφάσεως αυτής.

99.

Ένα από τα στοιχεία τα οποία το Δικαστήριο έδειξε ότι θεωρεί ουσιώδη για την έκδοση αποφάσεως στην υπόθεση PreussenElektra είναι ο ιδιωτικός χαρακτήρας των υποκειμένων δικαίου τα οποία έπλητταν οι επιβαρύνσεις που επέβαλε ο Stromeinspeisungsgesetz. Η κρισιμότητα αυτού του στοιχείου προκύπτει σαφώς από το διατακτικό της αποφάσεως, αλλά και από τις σκέψεις 55 και 56, με τις οποίες το Δικαστήριο, έχοντας υπόψη τα δεδομένα που είχε προσκομίσει η Γερμανική Κυβέρνηση σχετικά με τους μετόχους των εμπλεκομένων εταιριών (PreussenElektra και Schleswag), αναδιατύπωσε το προδικαστικό ερώτημα που είχε υποβάλει το Landgericht Kiel, κρίνοντας ότι σκοπός του ήταν κατ’ ουσία να διαπιστωθεί αν συνιστούν κρατικές ενισχύσεις τα βάρη τα οποία επιβάλλει η γερμανική κανονιστική ρύθμιση (υποχρέωση αγοράς σε προκαθορισμένη τιμή και ανακατανομή των σχετικών βαρών) σε ιδιωτικές επιχειρήσεις παροχής ηλεκτρικής ενέργειας και στους ιδιωτικούς διαχειριστές δικτύων σε προηγούμενο στάδιο της παραγωγής ( 74 ). Εξάλλου, ο μηχανισμός του Stromeinspeisungsgesetz δεν προέβλεπε παρέμβαση ενδιαμέσων για την είσπραξη και/ή τη διαχείριση των ποσών που προορίζονταν για την επιδότηση. Δεδομένου ότι το πλεονέκτημα του οποίου έχαιραν οι δικαιούχοι επιχειρήσεις συνίστατο στην εγγύηση πωλήσεως της ενέργειας που παρήγαν και στη διαφορά μεταξύ της οικονομικής αξίας της και της νομοθετικά καθορισμένης τιμής, η οποία ήταν ανώτερη της οικονομικής αξίας, το πλεονέκτημα αυτό παρεχόταν αυτομάτως κατά τη στιγμή της συνάψεως των συμβάσεων παροχής και της καταβολής του αντιτίμου.

100.

Βάσει των στοιχείων αυτών, είναι δυνατόν να θεωρηθεί ότι το πεδίο εφαρμογής της αποφάσεως PreussenElektra περιορίζεται στην περίπτωση επιδοτήσεως που παρέχεται από τις δημόσιες αρχές σε συγκεκριμένες επιχειρήσεις, χρηματοδοτείται αποκλειστικά μέσω της επιβολής επιβαρύνσεων σε ιδιώτες επιχειρηματίες και καταβάλλεται στους δικαιούχους απευθείας από τους επιχειρηματίες αυτούς.

101.

Αντιθέτως, η απόφαση του Δικαστηρίου δεν αφορά i) την περίπτωση στην οποία η επιδότηση χρηματοδοτείται μέσω της επιβολής επιβαρύνσεων σε δημόσιες επιχειρήσεις ή μέσω πόρων που τίθενται στη διάθεση των επιχειρήσεων αυτών και ii) την περίπτωση στην οποία οι πόροι που προορίζονται για τη χρηματοδότηση της επιδοτήσεως και προέρχονται από επιβαρύνσεις επιβληθείσες σε ιδιωτικές επιχειρήσεις (για παράδειγμα, οιονεί φορολογικές επιβαρύνσεις) διέρχονται μέσω επιχειρήσεων ή οργανισμών που ενεργούν ως ενδιάμεσοι, πριν χορηγηθούν στους δικαιούχους.

102.

Στις περιπτώσεις αυτές, η επιδότηση ενδέχεται να συνιστά ενίσχυση υπό την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, εφόσον χρηματοδοτείται από κρατικούς πόρους. Σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, η προϋπόθεση αυτή πληρούται όταν οι χρησιμοποιούμενοι πόροι υπόκεινται στον άμεσο ή έμμεσο έλεγχο του κράτους. Με την απόφαση Ladbroke Racing ( 75 ) και, πιο πρόσφατα, με την απόφαση Stardust ( 76 ), το Δικαστήριο επιβεβαίωσε ρητώς ότι η έννοια των κρατικών πόρων σύμφωνα με το άρθρο 87, παράγραφος 1, ΕΚ «περιλαμβάνει όλα τα χρηματικά μέσα τα οποία ο δημόσιος τομέας μπορεί όντως να χρησιμοποιεί προς υποστήριξη επιχειρήσεων, χωρίς να ασκεί επιρροή το ότι τα μέσα αυτά ανήκουν ή όχι διαρκώς στην περιουσία του εν λόγω τομέα». Κατά συνέπεια, «έστω και αν τα ποσά που αντιστοιχούν [στο εν λόγω μέτρο] δεν είναι διαρκώς στην κατοχή του δημόσιου Ταμείου, το γεγονός ότι παραμένουν διαρκώς υπό δημόσιο έλεγχο και συνεπώς στη διάθεση των αρμόδιων εθνικών αρχών αρκεί για να χαρακτηρισθούν ως κρατικοί πόροι» ( 77 ).

103.

Όσον αφορά ειδικότερα την προαναφερθείσα στο σημείο 101, υπό i), περίπτωση μέτρου που επιδοτείται μέσω της επιβολής επιβαρύνσεων σε δημόσιες επιχειρήσεις ή μέσω προσφυγής σε κεφάλαια προερχόμενα από αυτές, το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει με την προαναφερθείσα απόφαση Stardust ότι τα κεφάλαια αυτά πρέπει να θεωρούνται δημόσιοι πόροι εφόσον το Δημόσιο έχει τη δυνατότητα, «ασκώντας αποφασιστική επιρροή επί των επιχειρήσεων αυτών, να κατευθύνει τη χρησιμοποίηση των πόρων τους προς τη χρηματοδότηση π.χ. […] ειδικών [παρεμβάσεων] σε άλλες επιχειρήσεις» ( 78 ). Προς τον σκοπό αυτό δεν είναι απαραίτητο να αποδειχθεί ότι πραγματοποιήθηκε μεταφορά εκ μέρους του Δημοσίου προς τις επιχειρήσεις αυτές ειδικών επιχορηγήσεων για τη χρηματοδότηση του μέτρου ενισχύσεως.

104.

Ο δημόσιος χαρακτήρας ενός οργανισμού δεν σημαίνει, εντούτοις, ότι οι πόροι που τίθενται στη διάθεσή του πρέπει να χαρακτηρίζονται αυτομάτως «κρατικοί» υπό την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ. Πράγματι, όπως προαναφέρθηκε ( 79 ), ο χαρακτηρισμός αυτός ενδέχεται να αποκλείεται, για παράδειγμα, αν ο οργανισμός αυτός ενεργεί «μόνον ως μέσο για την είσπραξη και τη διάθεση πόρων που δημιουργήθηκαν» και η παρέμβασή του δεν είχε σκοπό «να δημιουργήσει ένα πλεονέκτημα που αποτελούσε πρόσθετη επιβάρυνση του κράτους».

105.

Εξάλλου, για να μπορεί ένα μέτρο το οποίο υλοποιείται από δημόσια επιχείρηση να θεωρηθεί ενίσχυση υπό την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, είναι απαραίτητο να μπορεί να αποδοθεί στο Δημόσιο υπό την έννοια ότι είναι αποτέλεσμα ενέργειας της δημόσιας εξουσίας ( 80 ).

106.

Όσον αφορά, αντιθέτως, την περίπτωση που προαναφέρθηκε στο σημείο 101, υπό ii), στην οποία τα κεφάλαια που απαιτούνται για τη χρηματοδότηση της επιδοτήσεως συγκεντρώνονται από ιδιώτες και αποδίδονται στους δικαιούχους της επιδοτήσεως από επιχειρήσεις ή οργανισμούς που ενεργούν ως ενδιάμεσοι, πρέπει να υπενθυμιστεί κατ’ αρχάς ότι, όπως προκύπτει από πάγια νομολογία, δεν πρέπει να γίνεται διάκριση μεταξύ των περιπτώσεων όπου η ενίσχυση χορηγείται απ’ ευθείας από το κράτος και εκείνων όπου η ενίσχυση χορηγείται μέσω δημόσιου ή ιδιωτικού φορέα, ο οποίος έχει οριστεί ή δημιουργηθεί από το κράτος αυτό ( 81 ).

107.

Κρίνω σκόπιμο, επίσης, να αναφερθώ ειδικότερα στη νομολογία που αφορά τα μέτρα ενισχύσεως τα οποία χρηματοδοτούνται μέσω οιονεί φορολογικών επιβαρύνσεων ή υποχρεωτικών εισφορών. Σύμφωνα με τη νομολογία αυτή, «κεφάλαια [που] τροφοδοτούνται μέσω υποχρεωτικών εισφορών επιβαλλόμενων από τον νόμο και των οποίων η διαχείριση και η κατανομή έχει ανατεθεί […] σύμφωνα με την κρατική νομοθεσία […] θεωρούνται “κρατικοί πόροι” υπό την έννοια του άρθρου [87, παράγραφος 1, ΕΚ], ακόμα και αν υπεύθυνοι για τη διαχείρισή τους είναι φορείς που διακρίνονται από τα κρατικά όργανα» ( 82 ).

108.

Μπορεί, ασφαλώς, να διατυπωθεί η αντίρρηση ότι η εν λόγω νομολογία ανατράπηκε σιωπηρώς με την απόφαση PreussenElektra, τουλάχιστον όσον αφορά την περίπτωση στην οποία ο ενδιάμεσος διαδραματίζει αποκλειστικά ρόλο εισπράκτορα της εισφοράς ή ο ρόλος του περιορίζεται σε καθαρά λογιστικό έλεγχο των κεφαλαίων που συγκεντρώνονται, αποκλειομένης της ασκήσεως κάποιου περιθωρίου διακριτικής ευχέρειας όσον αφορά τη χρησιμοποίηση και τον προορισμό των κεφαλαίων. Πράγματι, η περίπτωση αυτή είναι αντικειμενικά δύσκολο να διακριθεί από οικονομική άποψη από την περίπτωση στην οποία τα ποσά που προορίζονται για τη χρηματοδότηση του μέτρου στηρίξεως μεταβιβάζονται απευθείας από τους υπόχρεους καταβολής της στις επιχειρήσεις δικαιούχους του μέτρου ( 83 ).

109.

Φρονώ, εντούτοις, ότι η αντίρρηση αυτή μπορεί να υπερνικηθεί αν θεωρηθεί ότι η παρέμβαση ενδιαμέσου που έχει οριστεί από το Δημόσιο, ακόμα και αν είναι επιφορτισμένος απλώς και μόνο με την είσπραξη ή με καθαρά λογιστικό έλεγχο, είναι ικανή να διακόψει την ευθεία ροή των κεφαλαίων από τη σφαίρα επιρροής των υποκειμένων στη σφαίρα επιρροής των δικαιούχων, επιτρέποντας να προσδιοριστεί μια χρονική στιγμή κατά την οποία τα κεφάλαια βρίσκονται, έστω και εμμέσως, υπό τον έλεγχο του Δημοσίου, στο μέτρο που είναι δεσμευμένα όσον αφορά τον προορισμό τους, αποκτώντας έτσι χαρακτήρα δημόσιων πόρων. Θεωρώ ότι μια τέτοια ερμηνεία είναι δυνατή σε δύο τουλάχιστον περιπτώσεις, και συγκεκριμένα όταν ο ενδιάμεσος είναι δημόσιος φορέας και όταν οι υποχρεωτικές εισφορές που εισπράττονται από επιχειρήσεις ή ιδιώτες δεν καταβάλλονται σε ένα ταμείο, δημόσιο ή ιδιωτικό, το οποίο έχει συστήσει ή ορίσει το Δημόσιο προκειμένου να χορηγήσει την ενίσχυση σύμφωνα με τον νόμο, ανεξάρτητα από τον βαθμό αυτονομίας του εν λόγω ταμείου όσον αφορά τη διαχείριση και την κατανομή των εισπραττομένων ποσών.

110.

Δεν νομίζω ότι η άποψη που υποστηρίζω προσκρούει στην προπαρατεθείσα απόφαση Pearle κ.λπ. Όπως προαναφέρθηκε, στην υπόθεση εκείνη, το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν έχουν χαρακτήρα κρατικών πόρων κεφάλαια που συγκεντρώνονται από υποχρεωτικές εισφορές τις οποίες καταβάλλουν σε επαγγελματική οργάνωση τα μέλη της και η επιβολή των οποίων κατέστη δυνατή χάρη στο νομικό καθεστώς που εφαρμόζεται στην εν λόγω οργάνωση, ενώ η είσπραξή τους είχε ως στόχο τη χρηματοδότηση μιας συλλογικής διαφημιστικής εκστρατείας προς όφελος των μελών. Μεταξύ των διαφόρων στοιχείων που δέχθηκε το Δικαστήριο για να αιτιολογήσει το συμπέρασμα αυτό (το ότι τα κεφάλαια δεν είχαν αφεθεί στη διάθεση της οργανώσεως, το ότι ο ρόλος της οργανώσεως περιοριζόταν στην είσπραξη των εισφορών, το ότι το πλεονέκτημα που προέκυπτε δεν συνεπαγόταν σχετική επιβάρυνση για το Δημόσιο ή για την εμπλεκόμενη οργάνωση δημοσίου δικαίου), αποφασιστικό χαρακτήρα έχει, κατά τη γνώμη μου, στην οικονομία του σκεπτικού του Δικαστηρίου, το γεγονός ότι η πρωτοβουλία προωθήσεως της επίδικης διαφημιστικής εκστρατείας και η πρόταση σχετικά με τον τρόπο κατανομής των συναφών βαρών προήλθαν από τον ενδιαφερόμενο επαγγελματικό κλάδο και όχι από τις δημόσιες αρχές, το οποίο θεωρήθηκε ικανό να αποκλείσει ακόμα και τη δυνατότητα αναγωγής του επίμαχου μέτρου στο Δημόσιο ( 84 ).

111.

Υπό το πρίσμα των προκτεθέντων, τίθεται το ερώτημα αν οι καταβολές που πραγματοποιήθηκαν υπέρ της SEP κατ’ εφαρμογήν της παραγράφου 1, σε συνδυασμό με την παράγραφο 4, του άρθρου 9 του OEPS προϋποθέτουν χρησιμοποίηση «κρατικών πόρων» υπό την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ.

112.

Όπως προαναφέρθηκε, ο μηχανισμός που θέσπιζε η επίμαχη εθνική διάταξη προέβλεπε: επιβολή προσαυξήσεως για την υπηρεσία μεταφοράς στους καταναλωτές ηλεκτρικής ενέργειας, είσπραξη της προσαυξήσεως από τους διαχειριστές του δικτύου και μεταβίβαση του προϊόντος της προσαυξήσεως από τους διαχειριστές στην «καθορισθείσα εταιρία» (SEP), στην οποία είχε ανατεθεί ο λογιστικός έλεγχος των μεταβιβαζομένων κεφαλαίων και η υποχρέωση καταβολής στον Υπουργό Οικονομικών τυχόν υπολοίπου που υπερέβαινε τα 400 εκατομμύρια NLG. Η δίκη που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου αφορά ειδικότερα τα ποσά που οφείλει ιδιώτης χρήστης, η Aldel, κατ’ εφαρμογήν της προαναφερθείσας προσαυξήσεως, στον διαχειριστή του δικτύου της περιοχής στην οποία είναι εγκατεστημένος, στην Essent.

113.

Πρέπει να επισημανθεί, κατ’ αρχήν, ότι, απαντώντας σε γραπτή ερώτηση του Δικαστηρίου, η Essent διευκρίνισε ότι, κατά την περίοδο αναφοράς, δηλαδή μεταξύ 1ης Αυγούστου και 31ης Δεκεμβρίου 2000, το κεφάλαιό της ελεγχόταν κατά 100 % από την Essent NV, το κεφάλαιο της οποίας ανήκε κατά 100 % σε δημοτικούς και επαρχιακούς φορείς, δηλαδή βρισκόταν καθ’ ολοκληρία στα χέρια δημόσιων οργανισμών. Κατά συνέπεια, όπως ορθώς υποστηρίζει η Επιτροπή με τις παρατηρήσεις της, η Essent ήταν, κατά την περίοδο αυτή δημόσια επιχείρηση υπό την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 1, στοιχείο β’, της οδηγίας 80/723/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 25ης Ιουνίου 1980, περί της διαφάνειας των οικονομικών σχέσεων μεταξύ των κρατών μελών και των δημοσίων επιχειρήσεων ( 85 ).

114.

Σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, οι πόροι που είχαν τεθεί στη διάθεση της Essent ( 86 ) πρέπει συνεπώς να θεωρηθούν κατ’ αρχήν δημόσιοι πόροι. Όσον αφορά την ένσταση που προβάλλει η Κυβέρνηση των Κάτω Χωρών σχετικά με τον ρόλο απλού εισπράκτορα του φόρου που διαδραμάτιζε η Essent, παραπέμπω σε όσα προανέφερα στα σημεία 108 έως 110 ( 87 ).

115.

Δεύτερον, θεωρώ κρίσιμο το γεγονός ότι η SEP ήταν υποχρεωμένη να προβαίνει σε λογιστικό έλεγχο των ποσών που προέρχονταν από το προϊόν της επίδικης προσαυξήσεως, για τα οποία έπρεπε να αποδίδει λογαριασμό στον Υπουργό Οικονομικών. Κατά πάσα πιθανότητα, μόνο μετά την ολοκλήρωση του ελέγχου αυτού ετίθεντο τα αντίστοιχα ποσά στη διάθεση της SEP, η οποία έπρεπε συνεπώς να τα χρησιμοποιεί για ειδικούς σκοπούς, δηλαδή για την κάλυψη δαπανών οφειλομένων σε επενδύσεις που πραγματοποιούνταν κατόπιν επιθυμίας των δημόσιων αρχών.

116.

Εξίσου κρίσιμο, τέλος, είναι το γεγονός ότι, σύμφωνα με το άρθρο 9, παράγραφος 5, του OEPS, τα ποσά που υπερέβαιναν τα 400 εκατομμύρια NLG έπρεπε να καταβάλλονται από τη SEP στο Υπουργείο Οικονομικών.

117.

Βάσει των προεκτεθέντων, θεωρώ ότι μπορεί να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι οι καταβολές υπέρ της SEP τις οποίες προέβλεπε η παράγραφος 1, σε συνδυασμό με την παράγραφο 4, του άρθρου 9 του OEPS προϋπέθεταν τη χρησιμοποίηση «κρατικών πόρων» υπό την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ.

118.

Κατόπιν του συνόλου των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει ως εξής στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα:

«Εθνική κανονιστική ρύθμιση βάσει της οποίας το προϊόν προσαυξήσεως στο τιμολόγιο, που επιβάλλεται για μεταβατική περίοδο επί της καταναλώσεως ηλεκτρικής ενέργειας, εισπράττεται από τους διαχειριστές του δικτύου και καταβάλλεται από αυτούς σε εταιρία η οποία είναι από κοινού θυγατρική εγχώριων επιχειρήσεων παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας και υποχρεούται, δυνάμει της εν λόγω κανονιστικής ρυθμίσεως, να χρησιμοποιεί μέρος του προϊόντος της εν λόγω προσαυξήσεως προκειμένου να καλύπτει μη ανακτήσιμες δαπάνες απορρέουσες από επενδύσεις πραγματοποιηθείσες από την ίδια ή από τις επιχειρήσεις παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας πριν το άνοιγμα της αγοράς στον ανταγωνισμό και να καταβάλλει τυχόν υπόλοιπο στο Δημόσιο, και πάλι για την κάλυψη των εν λόγω δαπανών, μπορεί να συνιστά κρατική ενίσχυση υπό την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ.

Στο αιτούν δικαστήριο απόκειται να εκτιμήσει αν πληρούνται οι προϋποθέσεις εφαρμογής του εν λόγω άρθρου.»

3. Επί της τηρήσεως της υποχρεώσεως κοινοποιήσεως

119.

Μολονότι το αιτούν δικαστήριο δεν υποβάλλει προδικαστικό ερώτημα σχετικά με την ερμηνεία του άρθρου 88, παράγραφος 3, ΕΚ, διότι λαμβάνει ως σημείο εκκινήσεως την υπόθεση ότι οι Κάτω Χώρες παραβίασαν την υποχρέωση κοινοποιήσεως την οποία θεσπίζει η εν λόγω διάταξη, κρίνω εντούτοις σκόπιμο να αφιερώσω μερικές σύντομες παρατηρήσεις στην ουσία των επιχειρημάτων τα οποία πρόβαλε η Κυβέρνηση των Κάτω Χωρών για να αντικρούσει την παραβίαση που της προσάπτεται.

120.

Οι Κάτω Χώρες υποστηρίζουν ότι «γνωστοποίησαν» στην Επιτροπή, στο πλαίσιο της διαδικασίας κρατικών ενισχύσεων N 597/1998, το πλήρες κείμενο του σχεδίου του OEPS. Η γνωστοποίηση αυτή πραγματοποιήθηκε με επιστολή της 30ής Αυγούστου 2000, με την οποία οι Κάτω Χώρες επέστησαν συγκεκριμένα την προσοχή της Επιτροπής στο κείμενο του άρθρου 9 του νομοσχεδίου. Η Επιτροπή δεν αμφισβητεί ότι το πλήρες νομοσχέδιο είχε προσαρτηθεί στην επιστολή της 30ής Αυγούστου 2000. Εξάλλου, από το κείμενο της επιστολής, την οποία προσκόμισε η Κυβέρνηση των Κάτω Χωρών μετά από αίτημα του Δικαστηρίου, προκύπτει ότι η Κυβέρνηση των Κάτω Χωρών μνημονεύει ρητώς σε αυτή το άρθρο 9 του OEPS, αν και μόνο στην παράγραφο που φέρει τον τίτλο «συμπληρωματικές πληροφορίες σχετικά με το πρωτόκολλο προς τον σκοπό της εφαρμογής του άρθρου 24 της οδηγίας 92/96».

121.

Επισημαίνεται ότι η διαδικασία N 597/1998 ολοκληρώθηκε με την απόφαση της 25ης Ιουλίου 2001.

122.

Το καθεστώς όμως το οποίο θέσπισε το άρθρο 9 του OEPS άρχισε να ισχύει στις 29 Δεκεμβρίου 2000 και προέβλεπε ότι το προϊόν της προσαυξήσεως που θα εισπραττόταν σύμφωνα με την παράγραφο 1 του εν λόγω άρθρου θα έπρεπε να καταβληθεί από τους διαχειριστές του δικτύου στη SEP πριν την 1η Ιουλίου 2001 (άρθρο 9, παράγραφος 4). Συνεπώς, οι Κάτω Χώρες έθεσαν σε εφαρμογή το εν λόγω καθεστώς χωρίς να αναμείνουν την απόφαση με την οποία η Επιτροπή περάτωσε τη διαδικασία στο πλαίσιο της οποίας της κοινοποιήθηκε η διάταξη που θέσπιζε το καθεστώς αυτό.

123.

Εξάλλου, στο πλαίσιο της εφαρμογής αυτής προβλέφθηκε η είσπραξη της προσαυξήσεως του άρθρου 9, παράγραφος 1, του OEPS αναδρομικά από 1ης Αυγούστου 2000, δηλαδή από ημερομηνία προηγούμενη της επιστολής με την οποία ανακοινώθηκαν στην Επιτροπή τα μέτρα που προέβλεπε το εν λόγω άρθρο. Συναφώς, είναι χρήσιμο να επισημανθεί ότι με την προπαρατεθείσα απόφαση Van Calster το Δικαστήριο έκρινε παράνομες οιονεί φορολογικές επιβαρύνσεις που χρηματοδοτούσαν ειδικά μέτρο στηρίξεως ορισμένων κλάδων της γεωργίας, στο μέτρο που επιβλήθηκαν αναδρομικά, για χρόνο προγενέστερο της ημερομηνίας εκδόσεως της αποφάσεως της Επιτροπής, για τη συμβατότητα των εν λόγω μέτρων. Όπως αποφάνθηκε το Δικαστήριο, το οικείο κράτος, θεσπίζοντας αναδρομική ισχύ των εν λόγω επιβαρύνσεων, ενήργησε κατά παράβαση της υποχρεώσεως προηγούμενης κοινοποιήσεως της εφαρμογής της ενισχύσεως.

124.

Κατά συνέπεια, ακόμα και αν θεωρηθεί ότι η γνωστοποίηση που περιλαμβάνεται στην επιστολή της 30ής Αυγούστου 2000 συνιστά κοινοποίηση υπό την έννοια του άρθρου 88, παράγραφος 3, ΕΚ, αυτό δεν αρκεί για να θεωρηθεί ότι εκπληρώθηκε η υποχρέωση την οποία θεσπίζει η εν λόγω διάταξη.

V — Προτάσεις

125.

Κατόπιν των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να αποφανθεί ως εξής:

«1)

Προσαύξηση στο τιμολόγιο ανάλογη με την επίμαχη στην κύρια δίκη, που εισπράττεται αδιακρίτως και υπό τις ίδιες προϋποθέσεις επί της μεταφοράς τόσο της εγχώριας όσο και της εισαγόμενης ηλεκτρικής ενέργειας, αποτελεί επιβάρυνση ισοδυνάμου αποτελέσματος προς δασμό απαγορευόμενη από το άρθρο 25 ΕΚ, εφόσον το προϊόν της προορίζεται για τη χρηματοδότηση δραστηριοτήτων από τις οποίες επωφελείται αποκλειστικά το εγχώριο προϊόν και τα πλεονεκτήματα που προκύπτουν από αυτήν αντισταθμίζουν πλήρως την επιβάρυνση που το πλήττει. Αν τα πλεονεκτήματα αυτά αντισταθμίζουν μόνον εν μέρει την επιβάρυνση που πλήττει το εν λόγω προϊόν, η προσαύξηση συνιστά εσωτερικό φόρο ενέχοντα δυσμενείς διακρίσεις και απαγορεύεται από το άρθρο 90 ΕΚ.

Στο εθνικό δικαστήριο απόκειται να διενεργήσει τις αναγκαίες διαπιστώσεις προκειμένου να προβεί στον νομικό χαρακτηρισμό της επίμαχης επιβαρύνσεως. Στο πλαίσιο αυτό, το εθνικό δικαστήριο θα εξετάσει αν και σε ποιο βαθμό οι δαπάνες για την κάλυψη των οποίων προορίζεται το προϊόν της επίμαχης προσαυξήσεως στο τιμολόγιο βαρύνουν αμέσως ή εμμέσως τις εγχώριες επιχειρήσεις παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας.

2)

Εθνική κανονιστική ρύθμιση βάσει της οποίας το προϊόν προσαυξήσεως στο τιμολόγιο που επιβάλλεται για μεταβατική περίοδο επί της καταναλώσεως ηλεκτρικής ενέργειας εισπράττεται από τους διαχειριστές του δικτύου και καταβάλλεται από αυτούς σε εταιρία η οποία είναι από κοινού θυγατρική εγχώριων επιχειρήσεων παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας και υποχρεούται, δυνάμει της εν λόγω κανονιστικής ρυθμίσεως, να χρησιμοποιεί μέρος του προϊόντος της εν λόγω προσαυξήσεως προκειμένου να καλύπτει μη ανακτήσιμες δαπάνες απορρέουσες από επενδύσεις πραγματοποιηθείσες από την ίδια ή από τις επιχειρήσεις παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας πριν το άνοιγμα της αγοράς στον ανταγωνισμό και να καταβάλλει τυχόν υπόλοιπο στο Δημόσιο, και πάλι για την κάλυψη των εν λόγω δαπανών, μπορεί να συνιστά κρατική ενίσχυση υπό την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ.

Στο αιτούν δικαστήριο απόκειται να εκτιμήσει αν πληρούνται οι προϋποθέσεις εφαρμογής του εν λόγω άρθρου.»


( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η ιταλική.

( 2 ) ΕΕ L 27, σ. 20.

( 3 ) Οι τέσσερις ΕΠΗE ήταν οι εξής: NV Elektriciteits-Produktiemaatschappij Oost-en Noord-Nederland (EPON), NV Elektriciteits-Produktiemaatschappij Zuid-Nederland (EPZ), NV Elektriciteitsproduktiemaatschappij Zuid-Nederland (EZH), και NV Energieproductiebedrijf UNA (UNA).

( 4 ) Η SEP, η οποία δημιουργήθηκε τον Ιούνιο του 1949, ήταν ανώνυμη εταιρία επιφορτισμένη αρχικά με την οργάνωση της αμοιβαίας συνδρομής μεταξύ παραγωγών σε περίπτωση βλάβης μέσω της βέλτιστης χρήσεως του δικτύου εθνικών και διεθνών διασυνδέσεων (βλ. απόφαση 91/50/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 16ης Ιανουαρίου 1991, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 85 της Συνθήκης ΕΟΚ, IV/32.732-Ijsselcentrale και άλλοι). Στις 29 Δεκεμβρίου 2000, η SEP μετατράπηκε σε BV Nederlands Elektriciteit Administratiekantoor (NEA).

( 5 ) Τον Νοέμβριο του 1999, η EPON εξαγοράστηκε από τον βελγικό όμιλο Electrabel και η EZH από τη γερμανική εταιρία PreussenElektra. Πάντα το 1999, η UNA εξαγοράστηκε από την αμερικανική Reliant, ενώ το 2002 μεταβιβάστηκε στη NUON, η οποία ελέγχεται από δημοτικούς και επαρχιακούς φορείς.

( 6 ) Σύμφωνα με το άρθρο 2 του Elektriciteitswet 1989, η SEP, υπό την ιδιότητα της «καθορισθείσας εταιρίας», είχε επιφορτιστεί, από κοινού με τις ΕΠΗΕ, με τη γενικού οικονομικού συμφέροντος αποστολή να εξασφαλίζει τον εθνικό δημόσιο εφοδιασμό με ηλεκτρική ενέργεια με το χαμηλότερο δυνατό κόστος (βλ. απόφαση της 23ης Οκτωβρίου 1997, C-157/94, Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών, Συλλογή 1997, σ. Ι-5699).

( 7 ) Η Essent, εντούτοις, αμφισβητεί ότι στη συμφωνία συμμετείχαν οι εταιρίες διανομής υπό την ιδιότητά τους αυτή.

( 8 ) Πρόκειται για τη SEP.

( 9 ) Τις SEP, Epon και Edon διαδέχθηκαν στη σύμβαση, αντιστοίχως, οι NEA, Elektrabel Groep BV και Edon Groep BV.

( 10 ) Υπό την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 1, στοιχείο k, του Elektriciteitswet 1998.

( 11 ) Στο πλαίσιο της κύριας δίκης, η Essent προσεπικάλεσε ως δικονομικούς εγγυητές τη SEP και τη Saranne, ενώ η Aldel προσεπικάλεσε ως δικονομικό εγγυητή το Δημόσιο.

( 12 ) Υπό το κράτος του Elektriciteitswet 1998, η SEP, υπό την ιδιότητα της καθορισθείσας εταιρίας, διέθετε το μονοπώλιο της εισαγωγής ηλεκτρικής ενέργειας για δημόσια χρήση τάσεως άνω των 500 V (βλ. απόφαση της 27ης Απριλίου 1994, C-393/92, Almelo, Συλλογή 1994, σ. I-1477). Συνεπώς, ένας ιδιώτης χρήστης, όπως η Aldel, δικαιούνταν ήδη βάσει του εν λόγω νόμου να εισάγει ηλεκτρική ενέργεια για ίδια χρήση. Εξάλλου, την 1η Ιανουαρίου 2000, ολοκληρώθηκε το πρώτο στάδιο της ελευθερώσεως της ολλανδικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας κατ’ εφαρμογήν της οδηγίας 96/92, με το άνοιγμα στην αγορά του τμήματος που περιλάμβανε τους μεγάλους καταναλωτές. Το κατά πόσον, την περίοδο επιβολής της επίμαχης προσαυξήσεως, η Aldel διέθετε εν τοις πράγμασι τη δυνατότητα να εισάγει ηλεκτρική ενέργεια εξαρτάται από τις συμβατικές σχέσεις που τη συνέδεαν την εποχή εκείνη με τις εγχώριες επιχειρήσεις παραγωγής, αλλά και από τη συμπεριφορά των τελευταίων αυτών και της SEP στην αγορά (βλ., συναφώς, προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 4 απόφαση 91/50).

( 13 ) Βλ., ιδίως, αποφάσεις της 15ης Ιουνίου 1999, C-421/97, Tarantik (Συλλογή 1999, σ. I-3633, σκέψη 33), της 22ας Ιανουαρίου 2002, C-390/99, Canal Satélite Digital (Συλλογή 2002, σ. I-607, σκέψη 19), και της 15ης Ιουνίου 2006, C-393/04 και C-41/05, Air Liquide Industries Belgium (Συλλογή 2006, σ. I-5293, σκέψη 24).

( 14 ) Βλ., συναφώς, απόφαση της 5ης Μαΐου 1982, 15/81, Schul (Συλλογή 1982, σ. 1409, σκέψη 26)· βλ., επίσης, απόφαση της 14ης Δεκεμβρίου 1962, 2/62 και 3/62, Επιτροπή κατά Λουξεμβούργου και Βελγίου (Συλλογή τόμος 1954-1964, σ. 799).

( 15 ) Βλ., συναφώς, αποφάσεις της 8ης Ιουλίου 1965, 10/65, Deutschmann (Συλλογή τόμος 1965-1968, σ. 129, συνοπτική μετάφραση στα ελληνικά), και της 16ης Ιουνίου 1966, 57/65, Lütticke (Συλλογή τόμος 1965-1968, σ. 293), τις οποίες ακολούθησαν πολυάριθμες άλλες αποφάσεις.

( 16 ) Σε όλες πρακτικά τις περιπτώσεις στις οποίες το Δικαστήριο κλήθηκε να ερμηνεύσει τα εν λόγω άρθρα σε σχέση με συγκεκριμένη εθνική φορολογική ρύθμιση, ή να αξιολογήσει τη νομιμότητα μιας τέτοιας ρύθμισης βάσει των διατάξεων που περιέχει, θεώρησε απαραίτητο να αποφανθεί σχετικά με τη δυνατότητα να υπαχθεί ο φόρος στο πεδίο εφαρμογής του ενός ή του άλλου άρθρου. Προσέγγιση λιγότερο απόλυτης διχοτομήσεως ακολούθησε το Δικαστήριο με την απόφαση της 3ης Φεβρουαρίου 2000, C-228/98, Δούνιας (Συλλογή 2000, σ. I-577, σκέψη 50).

( 17 ) Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 1ης Ιουλίου 1969, 24/68, Επιτροπή κατά Ιταλίας (Συλλογή τόμος 1969-1971, σ. 55, σκέψη 9, συνοπτική μετάφραση στα ελληνικά) της 9ης Νοεμβρίου 1983, 158/82, Επιτροπή κατά Δανίας (Συλλογή 1983, σ. 3573, σκέψη 18), και της 17ης Σεπτεμβρίου 1997, C-347/95, UCAL (Συλλογή 1997, σ. I-4911, σκέψη 18).

( 18 ) Βλ. προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 14 απόφαση Επιτροπή κατά Λουξεμβούργου και Βελγίου, σ. 828, καθώς και αποφάσεις της 18ης Ιουνίου 1975, 94/74, IGAV κατά ENCC (Συλλογή τόμος 1975, σ. 213, σκέψη 10), και της 25ης Μαΐου 1977, 77/76, Cucchi (Συλλογή τόμος 1977, σ. 297, σκέψη 13).

( 19 ) Βλ. μεταξύ άλλων προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 17 απόφαση UCAL, σκέψη 19.

( 20 ) Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 21ης Μαΐου 1980, 73/79, Επιτροπή κατά Ιταλίας (Συλλογή τόμος 1980/ΙΙ, σ. 137, σκέψη 15), της 11ης Μαρτίου 1992, C-78/90 έως C-83/90, Compagnie commerciale de l’Ouest κ.λπ. (Συλλογή 1992, σ. I-1847, σκέψη 26), και UCAL, προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 17, σκέψη 21.

( 21 ) Βλ. αποφάσεις της 16ης Δεκεμβρίου 1992, C-17/91, Lornoy κ.λπ. (Συλλογή 1992, σ. I-6523, σκέψη 21), της 27ης Οκτωβρίου 1993, C-72/92, Scharbatke (Συλλογή 1993, σ. I-5509, σκέψη 10), Compagnie commerciale de l'Ouest κ.λπ., προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 20, σκέψη 27, και UCAL, προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 17, σκέψη 22.

( 22 ) Βλ., μεταξύ άλλων, προπαρατεθείσα σην υποσημείωση 20 απόφαση Compagnie commerciale de l’Ouest κ.λπ., σκέψη 28, και προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 21 απόφαση Lornoy κ.λπ., σκέψη 22.

( 23 ) Βλ. αποφάσεις της 25ης Μαΐου 1977, 105/76, Interzuccheri (Συλλογή τόμος 1977, σ. 1029, σκέψη 12), και Cucchi, προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 18, σκέψη 19.

( 24 ) Βλ. απόφαση της 2ας Αυγούστου 1993, C-266/91, CELBI (Συλλογή 1993, σ. I-4337, σκέψη 18).

( 25 ) Η ύπαρξη δυσχερειών αποδεικνύεται και από τον αριθμό των προδικαστικών ερωτημάτων που έχουν υποβληθεί για το θέμα, μολονότι η σχετική νομολογία δεν γεννά αμφιβολίες.

( 26 ) Αμηχανία σχετική με την πολυπλοκότητα των αξιολογήσεων που απαιτούνται προκειμένου να εξακριβωθεί ότι η αντιστάθμιση είναι πλήρης είχε εκφράσει ο γενικός εισαγγελέας Roemer με τις προτάσεις του στην υπόθεση Capolongo επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 19ης Ιουνίου 1973, 77/72, (Συλλογή τόμος 1972-1973, σ. 569 και ιδίως σ. 585). Η απόφαση αυτή περιλαμβάνει την πρώτη νομολογιακή επιβεβαίωση του κριτηρίου της αντισταθμίσεως. Μερικά χρόνια αργότερα, ο γενικός εισαγγελέας Trabucchi, με τις προτάσεις του στην υπόθεση IGAV (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 18), και ο γενικός εισαγγελέας Reischl στην υπόθεση Cucchi (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 18) πρότειναν περιοριστική εφαρμογή του εν λόγω κριτηρίου με το επιχείρημα ότι η απόφαση Capolongo αναφερόταν μόνο σε περιπτώσεις «ουσιώδους καταστρατηγήσεως του νόμου». Απερίφραστα επικριτικές παρατηρήσεις διατύπωσαν οι γενικοί εισαγγελείς Mayras (απόφαση της 28ης Μαρτίου 1979, 222/78, ICAP, Συλλογή τόμος 1979, σ. 655) και Gulmann (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 24 υπόθεση CELBI, σημείο 15). Τέλος, ο γενικός εισαγγελέας Tesauro υπογράμμισε επανειλημμένα τις δυσχέρειες εφαρμογής του κριτηρίου της αντισταθμίσεως σε συγκεκριμένες περιπτώσεις (βλ., για παράδειγμα, προτάσεις του στην προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 17 υπόθεση UCAL).

( 27 ) Βλ., συναφώς, προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Gulmann στην προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 24 υπόθεση CELBI, σημείο 15, και παλαιότερες προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Mayras στην προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 24 υπόθεση ICAP.

( 28 ) Έτσι, για παράδειγμα, στο πλαίσιο προσφυγής λόγω παραβάσεως ασκηθείσας κατά της Ιταλίας, το Δικαστήριο έκρινε ότι τιμοκατάλογος τον οποίο καθορίζει μια επαγγελματική τάξη και επιβάλλεται δια νόμου δεν αποτελεί επιβάρυνση ισοδυνάμου αποτελέσματος διότι η προσφυγή στις υπηρεσίες στις οποίες εφαρμόζεται ο τιμοκατάλογος δεν είναι υποχρεωτική· βλ. απόφαση της 9ης Φεβρουαρίου 1994, C-119/92, Επιτροπή κατά Ιταλίας (Συλλογή 1994, σ. I-393, σκέψεις 46 και 47).

( 29 ) Βλ., για παράδειγμα, απόφαση της 16ης Φεβρουαρίου 1977, 20/76, Schöttle (Συλλογή τόμος 1977, σ. 77, σκέψεις 12 και 13).

( 30 ) Βλ., μεταξύ άλλων, προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 23 απόφαση Interzuccheri, η οποία αφορούσε δύο διαφορετικές προσαυξήσεις της τιμής της ζάχαρης τις οποίες είχε επιβάλει η διυπουργική επιτροπή τιμών προκειμένου να χρηματοδοτήσει ένα εξισωτικό ταμείο για τη ζάχαρη. Εν προκειμένω, από τις παρατηρήσεις που κατέθεσε στο Δικαστήριο η SEP, προκύπτει ότι, κατά την περίοδο εφαρμογής της επίμαχης επιβαρύνσεως, το τιμολόγιο μεταφοράς της ηλεκτρικής ενέργειας καθορίζονταν από δημόσιο οργανισμό.

( 31 ) Βλ. απόφαση της 15ης Ιουλίου 1964, 6/64, Costa κατά ENEL (Συλλογή τόμος 1954-1964, σ. 1191), με την οποία διακηρύχθηκε ότι η ηλεκτρική ενέργεια μπορεί να υπαχθεί στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 31 ΕΚ περί κρατικών μονοπωλίων εμπορικού χαρακτήρα, και απόφαση της 23ης Οκτωβρίου 1997, C-158/94, Επιτροπή κατά Ιταλίας (Συλλογή 1997, σ. I-5789, σκέψη 17), και προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 12 απόφαση Almelo, σκέψη 28, με την οποία το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η ηλεκτρική ενέργεια συνιστά εμπόρευμα κατά την έννοια του άρθρου 28 ΕΚ. Με την απόφαση της 2ας Απριλίου 1998, C-213/96, Outokumpu (Συλλογή 1998, σ. I-1777) το Δικαστήριο αξιολόγησε τη συμβατότητα με τα άρθρα 25 ΕΚ και 90 ΕΚ φόρου επί της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας.

( 32 ) Βλ. προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 31 απόφαση C-158/94, Επιτροπή κατά Ιταλίας, σκέψη 18.

( 33 ) Όπως στην περίπτωση κατά την οποία η επιβάρυνση συνίσταται στο αντίτιμο για τη χορήγηση αδειών εισαγωγής ή για τη διεξαγωγή υγειονομικών ελέγχων.

( 34 ) Προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 29.

( 35 ) Σκέψη 16.

( 36 ) Διατακτικό.

( 37 ) Σκέψη 15.

( 38 ) Βλ. ανωτέρω, σημείο 35 έως 38.

( 39 ) Το συμπέρασμα αυτό φαίνεται να μπορεί να εξαχθεί ακόμα και ελλείψει στοιχείων σχετικών με το συνολικό ύψος των ποσών που εισπράττονταν λόγω της επιβολής της εν λόγω προσαυξήσεως ή σχετικά με το ποσοστό ηλεκτρικής ενέργειας που εισάγονταν από άλλα κράτη μέλη και παρεχόταν —είτε αμέσως είτε εμμέσως μέσω της SEP— κατά την περίοδο ισχύος της εν λόγω προσαυξήσεως, στους υποκείμενους σε αυτή.

( 40 ) Από την απόφαση της Επιτροπής της 25ης Ιουλίου 2001, αλλά και από την εισηγητική έκθεση του κειμένου του OEPS προκύπτει, εντούτοις, ότι οι υποχρεώσεις που απέρρεαν από τις συμβάσεις αστικής θερμάνσεως συνέχιζαν να βαρύνουν την επιχείρηση που τις ανέλαβε. Από τις απαντήσεις που δόθηκαν στα γραπτά ερωτήματα τα οποία έθεσε το Δικαστήριο φαίνεται, αντιθέτως, να προκύπτει ότι υπεύθυνη για το σύνολο των μη ανακτήσιμων δαπανών ήταν, μέχρι τα τέλη του 2000, η SEP. Από την 1η Ιανουαρίου 2001, η ευθύνη για τις υποχρεώσεις που απέρρεαν από τις συμβάσεις αστικής θερμάνσεως μεταφέρθηκε στις ΕΠΗΕ, βάσει προκαθορισμένων ποσοστών, ενώ η ευθύνη για τις δαπάνες που αφορούσαν την Demkolec συνέχισε να βαρύνει τη SEP (μέσω της NV Demkolec, θυγατρικής ανήκουσας κατά 100 % στη SEP), ιδιοκτήτρια των εγκαταστάσεων παραγωγής, μέχρι την ημερομηνία μεταβιβάσεώς της στη NUON.

( 41 ) Από τις απαντήσεις που έδωσαν οι διάδικοι στις γραπτές ερωτήσεις του Δικαστηρίου δεν φαίνεται να αμφισβητείται ότι, κατά την περίοδο αναφοράς, οι τέσσερις ΕΠΗΕ συνέχιζαν να λειτουργούν στο πλαίσιο της συμφωνίας συνεργασίας του 1986, σύμφωνα με την οποία το έργο της διαθέσεως στην αγορά του συνόλου της ηλεκτρικής ενέργειας που παρήγαν οι ΕΠΗΕ είχε ανατεθεί στη SEP. Άλλη μια συνέπεια της συμφωνίας ήταν η συγκέντρωση του κόστους παραγωγής και η κατανομή του μεταξύ των ΕΠΗΕ κατά ποσοστά που αντικατόπτριζαν τη συμμετοχή κάθε μιας τους στο κεφάλαιο της SEP. Προκύπτει επίσης ότι ο ενεργός ρόλος της SEP στον τομέα του εφοδιασμού με ηλεκτρική ενέργεια περιορίστηκε μετά τη μετατροπή της, την 1η Ιανουαρίου 2001, στη NEA, έργο της οποίας είναι αποκλειστικά η ολοκλήρωση των πράξεων που είχαν αρχίσει πριν το 2001.

( 42 ) Στις απαντήσεις που έδωσε στα γραπτά ερωτήματα που έθεσε το Δικαστήριο, η Essent υπογραμμίζει ότι, δυνάμει του πρωτοκόλλου, ο κλάδος της παραγωγής θα νομιμοποιούνταν να απαιτήσει από τον κλάδο της διανομής το ποσό των 400 εκατομμυρίων NLG για το 2000, πιθανότατα ακόμα και αν οι επιχειρήσεις διανομής δεν μπορούσαν να ανακτήσουν ανάλογα ποσά μέσω των τιμολογίων μεταφοράς ή παροχής.

( 43 ) Θα πρέπει, εντούτοις, να επισημανθεί ότι, όπως προκύπτει από τις απαντήσεις που έδωσαν οι διάδικοι στα γραπτά ερωτήματα τα οποία έθεσε το Δικαστήριο, η Essent έγινε, μετά τη συγχώνευση, μια από τους τέσσερις μετόχους της NEA (πρώην SEP) και δραστηριοποιείται επίσης στον τομέα της παραγωγής.

( 44 ) Βλ. προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 23 απόφαση Interzuccheri, σκέψη 15.

( 45 ) Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 22ας Μαρτίου 1977, 78/76, Steinike & Weinlig (Συλλογή τόμος 1977, σ. 171, σκέψη 14), και της 30ής Νοεμβρίου 1993, C-189/91, Kirsammer-Hack (Συλλογή 1993, σ. I-6185, σκέψη 14).

( 46 ) Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 21ης Νοεμβρίου 1991, C-354/90, Fédération nationale du commerce extérieur des produits alimentaires και Syndicat national des négociants et transformateurs de saumon (Συλλογή 1991, σ. I-5505, σκέψη 12), και της 16ης Δεκεμβρίου 1992, C-17/91, Lornoy κ.λπ., προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 21, σκέψη 30.

( 47 ) Βλ. προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 13 απόφαση Air Liquide, σκέψη 42, καθώς και αποφάσεις, Fédération nationale du commerce extérieur des produits alimentaires και Syndicat national des négociants et transformateurs de saumon, προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 46, σκέψη 12, και της 13ης Ιανουαρίου 2005, C-174/02, Streekgewest (Συλλογή 2005, σ. I-85, σκέψη 17).

( 48 ) Βλ. αποφάσεις της 21ης Οκτωβρίου 2003, C-261/01 και C-262/01, Van Calster κ.λπ. (Συλλογή 2003, σ. I-12249, σκέψη 49), και της 27ης Νοεμβρίου 2003, C-34/01 έως C-38/01, Enirisorse (Συλλογή 2003, σ. I-14243, σκέψη 44).

( 49 ) Βλ. προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 48 απόφαση Van Calster, σκέψη 47· με το ίδιο πνεύμα βλ. και απόφαση της 25ης Ιουνίου 1970, 47/69, Γαλλία κατά Επιτροπής (Συλλογή τόμος 1969-1971, σ. 341, σκέψη 13).

( 50 ) Βλ. προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 48 απόφαση Van Calster, σκέψη 51.

( 51 ) Όπ.π., σκέψη 52.

( 52 ) Όπ.π., σκέψη 54.

( 53 ) Βλ. προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 47 απόφαση Streekgewest, σκέψη 26· με το ίδιο πνεύμα, βλ. και αποφάσεις της 27ης Οκτωβρίου 2005, C-266/04 έως C-270/04, C-276/04 και C-321/04 έως C-325/04, Casino Francia κ.λπ. (Συλλογή 2005, σ. I-9481, σκέψη 40), και Air Liquide, προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 13, σκέψη 46.

( 54 ) Βλ., μεταξύ άλλων, προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 13 απόφαση Air Liquide Industries Belgium, σκέψη 28.

( 55 ) Μολονότι, όπως επισημαίνει η Κυβέρνηση των Κάτω Χωρών και προκύπτει και από την απόφαση περί παραπομπής, η επιβολή της υποχρεώσεως αυτής προϋποθέτει την ύπαρξη του πρωτοκόλλου συμφωνίας και η είσπραξη της προσαυξήσεως καθιστά δυνατή την εκτέλεσή του επιτρέποντας στον κλάδο της διανομής να μετακυλίσει στους καταναλωτές την επιβάρυνση που προκύπτει λόγω της προσαυξήσεως. Το άρθρο 9 του OEPS δεν προβλέπει ρητώς κάποιο μηχανισμό αντισταθμίσεως για την περίπτωση κατά την οποία η SEP θα είχε ήδη λάβει, εν όλω ή εν μέρει, τα ποσά τα οποία υποχρεούνται να της καταβάλουν οι διαχειριστές του δικτύου (ή οι προμηθευτές) βάσει του πρωτοκόλλου.

( 56 ) Ειρήσθω εν παρόδω ότι το άρθρο 97 του Elektriciteitweg κατέστησε υποχρεωτική εκ του νόμου την εκτέλεση του πρωτοκόλλου συμφωνίας. Η διάταξη αυτή, η οποία δεν φαίνεται να έχει κοινοποιηθεί στην Επιτροπή, μολονότι δεν λαμβάνεται απευθείας υπόψη από το αιτούν δικαστήριο, θα μπορούσε να συνιστά αφεαυτής μέτρο ενισχύσεως, ο τρόπος χρηματοδοτήσεως του οποίου προβλέπεται με το άρθρο 9 του OEPS.

( 57 ) Δεν είναι γνωστό αν οι διαχειριστές του δικτύου και/ή οι προμηθευτές απαλλάσσονταν των καταβολών τις οποίες προβλέπει το άρθρο 9, παράγραφος 4, του OEPS για τα ποσά που αντιστοιχούσαν στη συμμετοχή τους στις λανθάνουσες δαπάνες, εφόσον είχαν εκπληρώσει τις υποχρεώσεις τους δυνάμει του πρωτοκόλλου, ή αν έπρεπε να προβούν οπωσδήποτε στην καταβολή των ποσών, τα οποία στη συνέχεια θα τους επέστρεφε ενδεχομένως η SEP.

( 58 ) Σύμφωνα με το άρθρο 9, παράγραφος 5, του OEPS, το εναπομένον υπόλοιπο χρησιμοποιείται για την κάλυψη των μη ανακτήσιμων δαπανών.

( 59 ) Βλ,. μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 29ης Απριλίου 2004, C-372/97, Ιταλία κατά Επιτροπής (Συλλογή 2004, σ. I-3679, σκέψη 44), και Air Liquide Industries Belgium, προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 13, σκέψη 34.

( 60 ) Βλ. αποφάσεις της 15ης Δεκεμβρίου 2005, C-148/04, Unicredito Italiano (Συλλογή 2005, σ. I-11137, σκέψη 56 και παρατιθέμενη εκεί νομολογία), και Air Liquide Industries Belgium, προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 13, σκέψη 35.

( 61 ) Δυνάμει του Elekriciteitswet 1989, βλ. προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 12 απόφαση Almelo, σκέψεις 13 επ.

( 62 ) Βλ. προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 13 απόφαση Air Liquide Industries Belgium, σκέψη 37.

( 63 ) Βλ. αποφάσεις της 30ής Ιανουαρίου 1985, 290/83, Επιτροπή κατά Γαλλίας (Συλλογή 1985, σ. 439, σκέψεις 13 και 14), της 2ας Φεβρουαρίου 1988, 67/85, 68/85 και 70/85, Kwekerij van der Kooy κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 1988, σ. 219, σκέψεις 32 έως 38), και της 7ης Ιουνίου 1988, 57/86, Ελλάδα κατά Επιτροπής (Συλλογή 1988, σ. 2855, σκέψη 12). Βλ., επίσης, προτάσεις των γενικών εισαγγελέων VerLoren van Themaat στις υποθέσεις επί των οποίων εκδόθηκε η απόφαση της 13ης Οκτωβρίου 1982, 213/81 έως 215/81, Norddeutsches Vieh- und Fleischkontor Will κ.λπ. (Συλλογή 1982, σ. 3583), Slynn στην προπαρατεθείσα υπόθεση Επιτροπή κατά Ελλάδας, και Darmon στις υποθέσεις επί των οποίων εκδόθηκε η απόφαση της 17ης Μαρτίου 1993, C-72/91 και C-73/91, Sloman Neptun (Συλλογή 1993, σ. I-887).

( 64 ) Όπ.π.

( 65 ) Η διατύπωση αυτή είχε χρησιμοποιηθεί στην απόφαση της 24ης Ιανουαρίου 1978, 82/77, van Tiggele (Συλλογή τόμος 1978, σ. 15, σκέψη 25).

( 66 ) Με την ευκαιρία αυτή, η Επιτροπή κάλεσε απερίφραστα το Δικαστήριο να αναθεωρήσει τη νομολογία του, ιδίως υπό το πρίσμα των πρόσφατων εξελίξεων της κοινοτικής έννομης τάξεως.

( 67 ) Απόφαση της 13ης Μαρτίου 2001, C-379/98 (Συλλογή 2001, σ. I-2099).

( 68 ) Σκέψεις 59 και 61.

( 69 ) Απόφαση της 15ης Ιουλίου 2004, C-345/02, Pearle κ.λπ. (Συλλογή 2004, σ. I-7139).

( 70 ) Σκέψη 36.

( 71 ) Σκέψη 37.

( 72 ) Έτσι, για παράδειγμα, παραπέμποντας στην απόφαση PreussenElektra, η Επιτροπή δεν αξιολόγησε βάσει του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ την επιβολή από το Ηνωμένο Βασίλειο οιονεί φορολογικής επιβαρύνσεως (Competitive Transition Charge) που επιβάλλεται στους τελικούς καταναλωτές και καταβάλλεται απευθείας στους οργανισμούς παροχής ηλεκτρικής ενέργειας (απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2002 στη διαδικασία N 661/99).

( 73 ) Ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με τη μέθοδο για την ανάλυση των κρατικών ενισχύσεων που χορηγούνται για ορισμένες μη ανακτήσιμες δαπάνες, η οποία εκδόθηκε στις 26 Ιουλίου 2001.

( 74 ) Η αναδιατύπωση αυτή επέτρεψε στο Δικαστήριο να περιορίσει το εύρος του προδικαστικού ερωτήματος που είχε θέσει το αιτούν δικαστήριο —και το οποίο εκτεινόταν στην αξιολόγηση ολόκληρου του συστήματος μέτρων στηρίξεως της παραγωγής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές το οποίο προέβλεπε η επίμαχη κανονιστική ρύθμιση— περιστέλλοντάς το στην εξέταση μόνον των υποχρεώσεων που επιβάλλονταν στους διαδίκους της κύριας δίκης κατ’ εφαρμογήν της εν λόγω κανονιστικής ρυθμίσεως.

( 75 ) Απόφαση της 16ης Μαΐου 2000, C-83/98 P, Γαλλία κατά Ladbroke Racing και Επιτροπής (Συλλογή 2000, σ. I-3271), με την οποία μεταρρυθμίστηκε η απόφαση του Πρωτοδικείου της 27ης Ιανουαρίου 1998, T-67/94, Ladbroke Racing κατά Επιτροπής (Συλλογή 1998, σ. II-1).

( 76 ) Απόφαση της 16ης Μαΐου 2002, C-482/99, Γαλλία κατά Επιτροπής (Συλλογή 2002, σ. I-4397). Βλ. και προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Jacobs.

( 77 ) Σκέψη 50 της προπαρατεθείσας στην υποσημείωση 75 αποφάσεως Γαλλία κατά Ladbroke Racing και Επιτροπής, και σκέψη 37 της προπαρατεθείσας στην υποσημείωση 76 αποφάσεως Stardust. Η αρχή αυτή είχε διακηρυχθεί προηγουμένως από το Πρωτοδικείο με την απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 1996, T-358/94, Air France κατά Επιτροπής (Συλλογή 1996, σ. II-2109, σκέψη 67).

( 78 ) Σκέψη 38.

( 79 ) Σημείο 95.

( 80 ) Το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει τα κριτήρια βάσει των οποίων πρέπει να διαπιστώνεται αν το μέτρο μπορεί να αποδοθεί στο Δημόσιο με την προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 76 απόφαση Stardust.

( 81 ) Βλ. προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 67 απόφαση PreussenElektra, σκέψη 58, και παρατιθέμενη εκεί νομολογία.

( 82 ) Απόφαση της 2ας Ιουλίου 1974, 173/73, Ιταλία κατά Επιτροπής (Συλλογή τόμος 1974, σ. 351, σκέψη 35). Βλ. και προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 45 απόφαση Steinike.

( 83 ) Βλ., με το ίδιο πνεύμα, απόφαση της Επιτροπής της 31ης Οκτωβρίου 2001 στη διαδικασία N/6/A/2001.

( 84 ) Βλ. με το ίδιο πνεύμα και προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Ruiz-Jarabo Colomer.

( 85 ) ΕΕ ειδ. έκδ. 08/001, σ. 205.

( 86 ) Το ίδιο φαίνεται ότι ίσχυε και για τους υπόλοιπους διαχειριστές του δικτύου που ανήκαν και αυτοί σε δημόσιους φορείς.

( 87 ) Παρατηρώ επίσης ότι, μολονότι είναι αληθές ότι σύμφωνα με το άρθρο 9, παράγραφοι 1 και 4, του OEPS, η Essent ήταν επιφορτισμένη απλώς με την είσπραξη της επίδικης προσαυξήσεως και την καταβολή της στη SEP, ήταν επίσης υποχρεωμένη εκ του νόμου, δυνάμει του άρθρου 97 του Elektriciteitswet 1998, το οποίο καθιστούσε υποχρεωτική την εκτέλεση του πρωτοκόλλου συμφωνίας, να πραγματοποιεί προς τη SEP τις πληρωμές για τις οποίες ήταν υπεύθυνη λόγω της εφαρμογής του εν λόγω πρωτοκόλλου. Το προδικαστικό ερώτημα που θέτει το αιτούν δικαστήριο δεν αφορά το ενδεχόμενο να συνιστά το άρθρο 97 του Elektriciteitwet μέτρο ενισχύσεως υπό την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ. Κατά συνέπεια, δεν είναι απαραίτητο να εξεταστεί το θέμα αυτό.