Υπόθεση C-353/04

Nowaco Germany GmbH

κατά

Hauptzollamt Hamburg-Jonas

(αίτηση του Bundesfinanzhof για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)

«Κανονισμοί (ΕΟΚ) 1538/91 και 3665/87 — Κοινοτικός τελωνειακός κώδικας — Επιστροφές λόγω εξαγωγής — Προϋποθέσεις χορηγήσεως — Ποιότητα υγιής, ανόθευτη και σύμφωνη με τα συναλλακτικά ήθη — Τελωνειακό καθεστώς — Διασάφηση εξαγωγής — Φυσικός έλεγχος — Δείγμα — Ανεκτός αριθμός ελαττωματικών μονάδων — Ομοιόμορφη ποιότητα — Δικαιώματα και υποχρεώσεις του εξαγωγέα και της τελωνειακής αρχής — Κρέας πουλερικών»

Περίληψη της αποφάσεως

1.        Γεωργία — Κοινή οργάνωση των αγορών — Επιστροφές λόγω εξαγωγής — Προϋποθέσεις χορηγήσεως

(Κανονισμοί της Επιτροπής 3665/87, άρθρο 13, και 1538/91, άρθρα 6 και 7)

2.        Γεωργία — Κοινή οργάνωση των αγορών — Επιστροφές λόγω εξαγωγής — Προϋποθέσεις χορηγήσεως

(Κανονισμοί του Συμβουλίου 386/90 και 2913/92, άρθρα 1 και 70· κανονισμοί της Επιτροπής 1538/91 και 2221/95)

3.        Γεωργία — Κοινή οργάνωση των αγορών — Επιστροφές λόγω εξαγωγής — Προϋποθέσεις χορηγήσεως

(Κανονισμός 2913/92 του Συμβουλίου, άρθρο 70 § 1, εδ. 1· κανονισμός 1538/91 της Επιτροπής, άρθρο 7 §§ 3 έως 5)

4.        Γεωργία — Κοινή οργάνωση των αγορών — Επιστροφές λόγω εξαγωγής — Προϋποθέσεις χορηγήσεως

(Κανονισμός 2913/92 του Συμβουλίου, άρθρο 70)

1.        Προς καθορισμό της «υγιούς, ανόθευτης και σύμφωνης με τα συναλλακτικά ήθη ποιότητας» ενός εμπορεύματος για το οποίο ζητείται επιστροφή λόγω εξαγωγής, έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του κανονισμού 1538/91, για τον καθορισμό λεπτομερών κανόνων ενόψει της εφαρμογής του κανονισμού 1906/90, οι οποίες θεσπίζουν ελάχιστα ποιοτικά πρότυπα και περιθώρια ανοχής, ιδίως δε τα άρθρα 6 και 7 του εν λόγω κανονισμού.

(βλ. σκέψη 39, διατακτ. 1)

2.        Το άρθρο 70 του κανονισμού 2913/92, περί θεσπίσεως κοινοτικού τελωνειακού κώδικα, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 82/97, το οποίο αφορά τον μερικό έλεγχο των εμπορευμάτων που αποτελούν αντικείμενο της αυτής διασάφησης, έχει εφαρμογή, υπό την επιφύλαξη της κανονικότητας του ελέγχου τον οποίο προβλέπει, προκειμένου να καθοριστεί κατά πόσον ένα εμπόρευμα για το οποίο ζητείται επιστροφή λόγω εξαγωγής είναι «υγιούς, ανόθευτης και σύμφωνης με τα συναλλακτικά ήθη ποιότητας».

Πράγματι, το άρθρο 70 είναι μία από τις γενικές τελωνειακές διατάξεις που εφαρμόζονται σε όλες τις διασαφήσεις εξαγωγής που αφορούν εμπορεύματα που αποτελούν αντικείμενο επιστροφής, υπό την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεων. Καμία ιδιαίτερη διάταξη της εφαρμοστέας ειδικής κανονιστικής ρυθμίσεως όσον αφορά τον έλεγχο κατά την εξαγωγή γεωργικών εμπορευμάτων για την οποία μπορεί να ζητηθεί επιστροφή δεν αποκλείει την εφαρμογή του εν λόγω άρθρου 70 του τελωνειακού κώδικα.

(βλ. σκέψεις 47-53, διατακτ. 2, στοιχείο α΄)

3.        Το πλάσμα δικαίου περί ομοιόμορφης ποιότητας που προβλέπει το άρθρο 70, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 2913/92, περί θεσπίσεως κοινοτικού τελωνειακού κώδικα, όπως έχει τροποποιηθεί με τον κανονισμό 82/97, δεν έχει εφαρμογή όταν το μέγεθος του ληφθέντος δείγματος είναι ανεπαρκές κατά το άρθρο 7 του κανονισμού 1538/91, για τον καθορισμό λεπτομερών κανόνων ενόψει της εφαρμογής του κανονισμού 1906/90 σχετικά με ορισμένους κανόνες εμπορίας για το κρέας πουλερικών.

Πράγματι, το άρθρο 70, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του τελωνειακού κώδικα αποτελεί γενική διάταξη η οποία προβλέπει ότι, όταν η εξέταση πραγματοποιείται σε μέρος μόνον των εμπορευμάτων που αποτελούν αντικείμενο της μιας και της αυτής διασαφήσεως, τα αποτελέσματα της εξετάσεως αυτής ισχύουν για όλα τα εμπορεύματα της διασαφήσεως αυτής. Αυτό το πλάσμα δικαίου περί ομοιόμορφης ποιότητας δεν εφαρμόζεται μόνο στους ελέγχους που διενεργούνται βάσει της τελωνειακής νομοθεσίας, αλλά ισχύει και για τους ελέγχους που πραγματοποιούνται σύμφωνα με την κανονιστική ρύθμιση που αφορά το καθεστώς των επιστροφών λόγω εξαγωγής για τα γεωργικά προϊόντα και με εκείνη που αφορά τα πρότυπα εμπορίας για τα πουλερικά. Το άρθρο 7, παράγραφοι 3 έως 5, του κανονισμού 1538/91 καθορίζει τον ανεκτό αριθμό ελαττωματικών μονάδων σε σχέση προς το μέγεθος της παρτίδας και το μέγεθος του δείγματος. Αν δεν ληφθεί ο ελάχιστος αριθμός δειγμάτων, είναι αδύνατο να εξακριβωθεί κατά πόσον τηρήθηκαν αυτά τα περιθώρια ανοχής.

(βλ. σκέψεις 55-57, 59, διατακτ. 2, στοιχείο β΄)

4.        Σε περίπτωση που ελήφθησαν πλείονα δείγματα από την ενιαίως διασαφηθείσα εξαγωγή και κατά τον έλεγχο ενός τμήματος των δειγμάτων διαπιστώθηκε ότι το εμπόρευμα έχει ανόθευτη και σύμφωνη με τα συναλλακτικά ήθη ποιότητα, ενώ σε άλλο τμήμα των δειγμάτων διαπιστώθηκε ότι το εμπόρευμα δεν έχει αυτήν την ποιότητα, στις εθνικές διοικητικές και δικαστικές αρχές εναπόκειται να εξακριβώσουν τα πραγματικά περιστατικά λαμβάνοντας υπόψη όλα τα αποδεικτικά στοιχεία. Οι αποδείξεις αυτές μπορούν να περιλαμβάνουν τα διαθέσιμα δείγματα, αλλά επίσης και άλλα στοιχεία, ιδίως πρακτικά καταρτισθέντα σύμφωνα με την κοινοτική νομοθεσία από τον αρμόδιο υπάλληλο που διενέργησε τον φυσικό έλεγχο. Στην περίπτωση που τα περιστατικά δεν μπορούν να αποδειχθούν κατά τρόπον ώστε να μπορούν να καθορίσουν το δικαίωμα επί επιστροφής, στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να εκτιμήσει τη συμπεριφορά του εξαγωγέα και τη συμπεριφορά της τελωνειακής αρχής, καθορίζοντας σε ποιο βαθμό καθένας τους άσκησε ή δεν άσκησε τα δικαιώματά του και εκπλήρωσε ή δεν εκπλήρωσε τις υποχρεώσεις του, και να αντλήσει τις προσήκουσες συνέπειες ως προς το δικαίωμα επί επιστροφής λόγω εξαγωγής.

(βλ. σκέψεις 24, 68, διατακτ. 3)




ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 7ης Σεπτεμβρίου 2006 (*)

«Κανονισμοί (ΕΟΚ) 1538/91 και 3665/87 – Κοινοτικός τελωνειακός κώδικας – Επιστροφές λόγω εξαγωγής – Προϋποθέσεις χορηγήσεως – Ποιότητα υγιής, ανόθευτη και σύμφωνη με τα συναλλακτικά ήθη – Τελωνειακό καθεστώς – Διασάφηση εξαγωγής – Φυσικός έλεγχος – Δείγμα – Ανεκτός αριθμός ελαττωματικών μονάδων – Ομοιόμορφη ποιότητα – Δικαιώματα και υποχρεώσεις του εξαγωγέα και της τελωνειακής αρχής – Κρέας πουλερικών»

Στην υπόθεση C-353/04,

με αντικείμενο αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 234 ΕΚ, που υπέβαλε το Bundesfinanzhof (Γερμανία) με απόφαση της 22ας Ιουλίου 2004, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 16 Αυγούστου 2004, στο πλαίσιο της διαδικασίας

Nowaco Germany GmbH

κατά

Hauptzollamt Hamburg-Jonas,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους P. Jann, πρόεδρο τμήματος, J. N. Cunha Rodrigues, E. Juhász (εισηγητή), M. Ilešič και E. Levits, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: P. Léger

γραμματέας: B. Fülöp, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 20ής Οκτωβρίου 2005,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        η Nowaco Germany GmbH, εκπροσωπούμενη από τους C. Bittner και U. Schrömbges, Rechtsanwälte,

–        το Hauptzollamt Hamburg-Jonas, εκπροσωπούμενο από την S. Plenter,

–        η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους J. Schieferer και F. Erlbacher,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 23ης Φεβρουαρίου 2006,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία των διατάξεων του κανονισμού (ΕΟΚ) 2913/92 του Συμβουλίου, της 12ης Οκτωβρίου 1992, περί θεσπίσεως κοινοτικού τελωνειακού κώδικα (ΕΕ L 302, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 82/97 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1996 (ΕΕ 1997, L 17, σ. 1, στο εξής: τελωνειακός κώδικας), καθώς και του κανονισμού (ΕΟΚ) 1538/91 της Επιτροπής, της 5ης Ιουνίου 1991, για τον καθορισμό λεπτομερών κανόνων ενόψει της εφαρμογής του κανονισμού (ΕΟΚ) 1906/90 του Συμβουλίου σχετικά με ορισμένους κανόνες εμπορίας για το κρέας πουλερικών (ΕΕ L 143, σ. 11), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 1000/96 της Επιτροπής, της 4ης Ιουνίου 1996 (ΕΕ L 134, σ. 9, στο εξής: κανονισμός 1538/91).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ της Nowaco Germany GmbH (στο εξής: Nowaco) και του Hauptzollamt Hamburg-Jonas (κεντρικού τελωνείου Hamburg-Jonas, στο εξής: Hauptzollamt) σχετικά με τα δικαιώματα επί επιστροφών λόγω εξαγωγής και το ύψος των δικαιωμάτων αυτών.

 Το κοινοτικό νομικό πλαίσιο

3        Η ένατη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού (ΕΟΚ) 3665/87 της Επιτροπής, της 27ης Νοεμβρίου 1987, για κοινές λεπτομέρειες εφαρμογής του καθεστώτος των επιστροφών κατά την εξαγωγή για τα γεωργικά προϊόντα (ΕΕ L 351, σ. 1), αναφέρει τα ακόλουθα:

«[…] πρέπει τα προϊόντα να είναι τέτοιας ποιότητας ώστε να μπορούν να καταστούν εμπορεύσιμα υπό ομαλές συνθήκες».

4        Το άρθρο 3, παράγραφοι 4 έως 6, του ίδιου κανονισμού ορίζει τα εξής:

«4.      Η ημέρα της εξαγωγής είναι καθοριστική για τον προσδιορισμό της ποσότητας, της φύσης και των χαρακτηριστικών του εξαγομένου προϊόντος.

5.      Το έγγραφο που χρησιμοποιείται κατά την εξαγωγή για τη χορήγηση επιστροφής πρέπει να περιλαμβάνει όλα τα αναγκαία στοιχεία για τον υπολογισμό του ποσού της επιστροφής και ιδίως:

α)      την ονομασία των προϊόντων σύμφωνα με την ονοματολογία που χρησιμοποιείται για τις επιστροφές,

β)      την καθαρή μάζα αυτών των προϊόντων ή, κατά περίπτωση, την ποσότητα εκφρασμένη στη μονάδα μετρήσεως που πρέπει να ληφθεί υπόψη για τον υπολογισμό της επιστροφής,

γ)      εφόσον αυτό χρειασθεί για τον υπολογισμό της επιστροφής, τη σύνθεση των εν λόγω προϊόντων ή μια αναφορά σ’ αυτή τη σύνθεση.

Στην περίπτωση που το έγγραφο που αναφέρεται στην παρούσα παράγραφο είναι η διασάφηση εξαγωγής, αυτή πρέπει επίσης να περιλαμβάνει τις εν λόγω ενδείξεις καθώς και τη μνεία “κώδικας επιστροφής”.

6.      Τη στιγμή της αποδοχής αυτής ή της πράξεως αυτής τα προϊόντα τίθενται υπό τελωνειακό έλεγχο μέχρις ότου εγκαταλείψουν το τελωνειακό έδαφος της Κοινότητας.»

5        Σύμφωνα με το άρθρο 13 του εν λόγω κανονισμού, «[κ]αμία επιστροφή δεν χορηγείται όταν τα προϊόντα δεν είναι ποιότητας υγιούς, ανόθευτης και σύμφωνης με τα συναλλακτικά ήθη και, αν τα προϊόντα αυτά προορίζονται για ανθρώπινη διατροφή, όταν η χρησιμοποίησή τους γι’ αυτόν το σκοπό αποκλείεται ή μειώνεται αισθητά λόγω των χαρακτηριστικών ή της καταστάσεώς τους.»

6        Το άρθρο 1 του τελωνειακού κώδικα έχει ως εξής:

«Η τελωνειακή νομοθεσία θα συνίσταται στον παρόντα κώδικα και στις διατάξεις που θεσπίζονται για την εφαρμογή του σε κοινοτικό ή σε εθνικό επίπεδο. Ο κώδικας θα εφαρμόζεται, με την επιφύλαξη των ειδικών κανόνων που θεσπίζονται σε άλλους τομείς:

–        στις συναλλαγές της Ευρωπαϊκής Κοινότητας με τις τρίτες χώρες,

[…]»

7        Δυνάμει του άρθρου 4, σημείο 16, στοιχείο θ΄, η εξαγωγή συνιστά τελωνειακό καθεστώς.

8        Το άρθρο 69 του κώδικα αυτού ορίζει τα ακόλουθα:

«1.      Η μεταφορά των εμπορευμάτων στο χώρο όπου πραγματοποιείται η εξέτασή τους, καθώς και, κατά περίπτωση, η δειγματοληψία και οι απαιτούμενες εργασίες για την εξέταση ή τη δειγματοληψία αυτή εκτελούνται από τον διασαφιστή ή με ευθύνη του. Τα έξοδα που προκύπτουν βαρύνουν τον διασαφιστή.

2.      Ο διασαφιστής έχει το δικαίωμα να παρίσταται κατά την εξέταση των εμπορευμάτων, καθώς και, κατά περίπτωση, κατά τη δειγματοληψία. Όταν το κρίνουν σκόπιμο, οι τελωνειακές αρχές απαιτούν από το διασαφιστή να παρίσταται ή να εκπροσωπείται κατά την εξέταση των εμπορευμάτων ή τη δειγματοληψία, για να τους παρέχει την αναγκαία βοήθεια για τη διευκόλυνση της εξέτασης ή δειγματοληψίας.

3.      Εφόσον γίνεται σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις, η δειγματοληψία από τις τελωνειακές αρχές δεν συνεπάγεται αποζημίωση εκ μέρους της διοίκησης, τα έξοδα όμως της ανάλυσης ή του ελέγχου βαρύνουν τη διοίκηση.»

9        Το άρθρο 70 του τελωνειακού κώδικα προβλέπει τα εξής:

«1.      Όταν η εξέταση πραγματοποιείται σε ένα μέρος των εμπορευμάτων που αποτελούν αντικείμενο της αυτής διασάφησης, τα αποτελέσματα της μερικής εξέτασης ισχύουν για όλα τα εμπορεύματα της διασάφησης αυτής.

Ωστόσο, ο διασαφιστής μπορεί να ζητήσει πρόσθετη εξέταση των εμπορευμάτων, εφόσον κρίνει ότι τα αποτελέσματα της μερικής εξέτασης δεν ισχύουν για τα υπόλοιπα εμπορεύματα που διασαφήθηκαν.

2.      Για την εφαρμογή της παραγράφου 1, όταν ένα έντυπο διασάφησης περιέχει πολλά είδη, θεωρείται ότι τα στοιχεία για το κάθε είδος αποτελούν ξεχωριστή διασάφηση.»

10      Το άρθρο 71 του τελωνεικού κώδικα έχει ως εξής:

«1.      Τα αποτελέσματα της επαλήθευσης της διασάφησης αποτελούν τη βάση για την εφαρμογή των διατάξεων που διέπουν το τελωνειακό καθεστώς στο οποίο έχουν υπαχθεί τα εμπορεύματα.

2.      Όταν δεν πραγματοποιείται η επαλήθευση της διασάφησης, η εφαρμογή των διατάξεων που αναφέρει η παράγραφος 1 βασίζεται στα στοιχεία της διασάφησης.»

11      Το άρθρο 247 του κανονισμού (ΕΟΚ) 2454/93 της Επιτροπής, της 2ας Ιουλίου 1993, για τον καθορισμό ορισμένων διατάξεων εφαρμογής του κανονισμού 2913/92 (ΕΕ L 253, σ. 1, στο εξής: εκτελεστικός κανονισμός του τελωνειακού κώδικα), ορίζει τα εξής:

«1.      Όταν οι τελωνειακές αρχές προβαίνουν στον έλεγχο της διασάφησης καθώς και των συνημμένων εγγράφων, ή στην εξέταση των εμπορευμάτων, αναγράφουν τουλάχιστον επί του αντιτύπου της διασάφησης που προορίζεται γι’ αυτές ή επί ενός συνημμένου σ’ αυτή εγγράφου τα στοιχεία που αποτέλεσαν αντικείμενο αυτού του ελέγχου ή της εξέτασης, καθώς και τα αποτελέσματά τους. Σε περίπτωση μερικής εξέτασης των εμπορευμάτων αναφέρονται ομοίως τα στοιχεία της παρτίδας που εξετάστηκε.

Κατά περίπτωση, οι τελωνειακές αρχές αναφέρουν ομοίως στη διασάφηση την απουσία του διασαφιστή ή του αντιπροσώπου του.

2.      Αν το αποτέλεσμα του ελέγχου της διασάφησης και των συνημμένων σ’ αυτή εγγράφων ή της εξέτασης των εμπορευμάτων δεν συμφωνεί με τη διασάφηση, οι τελωνειακές αρχές αναφέρουν, τουλάχιστον επί του αντιτύπου της διασάφησης που προορίζεται για τις εν λόγω αρχές ή επί του συνημμένου σ’ αυτή εγγράφου, τα στοιχεία που πρέπει να ληφθούν υπόψη για τη δασμολόγηση των σχετικών εμπορευμάτων και, κατά περίπτωση, για τον υπολογισμό των επιστροφών και άλλων ποσών κατά την εξαγωγή, καθώς και για την εφαρμογή των άλλων διατάξεων που διέπουν το τελωνειακό καθεστώς στο οποίο έχουν υπαχθεί τα εμπορεύματα.

3.      Οι διαπιστώσεις των τελωνειακών αρχών πρέπει να αναφέρουν, ενδεχομένως, τα στοιχεία εξακρίβωσης της ταυτότητας που λήφθηκαν υπόψη.

Πρέπει, επιπλέον, να φέρουν ημερομηνία και να αναφέρουν τις αναγκαίες πληροφορίες βάσει των οποίων θα εξακριβώνεται η ταυτότητα του υπαλλήλου που τις συνέταξε.

4.      Οι τελωνειακές αρχές έχουν την ευχέρεια να μην αναγράφουν τίποτε στη διασάφηση ή στο συνημμένο σε αυτήν έγγραφο που αναφέρεται στην παράγραφο 1, εφόσον δεν πραγματοποιούν έλεγχο της διασάφησης ή εξέταση των εμπορευμάτων.»

12      Σύμφωνα με τα άρθρα 2 και 3 του κανονισμού (ΕΟΚ) 386/90 του Συμβουλίου, της 12ης Φεβρουαρίου 1990, για τον έλεγχο κατά την εξαγωγή γεωργικών προϊόντων που τυγχάνουν επιστροφών ή άλλων ποσών (ΕΕ L 42, σ. 6), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 163/94 του Συμβουλίου, της 24ης Ιανουαρίου 1994 (ΕΕ L 24, σ. 2, στο εξής: κανονισμός 386/90), τα κράτη μέλη προβαίνουν σε φυσικό έλεγχο των εμπορευμάτων κατά τη συμπλήρωση των τελωνειακών διατυπώσεων εξαγωγής και πριν από τη χορήγηση της άδειας εξαγωγής των εμπορευμάτων, που εκδίδεται βάσει των παραστατικών που υποβάλλονται με τη διασάφηση εξαγωγής, καθώς και στον έλεγχο των εγγράφων του φακέλου της αιτήσεως πληρωμής. Σύμφωνα με τον ίδιο κανονισμό, με την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεων που απαιτούν διεξοδικότερο έλεγχο, ο φυσικός έλεγχος πρέπει να πραγματοποιείται δειγματοληπτικά και με συχνό και αιφνίδιο τρόπο. Εν πάση περιπτώσει, πρέπει να καλύπτει αντιπροσωπευτική επιλογή της τάξεως του 5 % τουλάχιστον των διασαφήσεων εξαγωγής που αποτελούν το αντικείμενο αιτήσεως χορηγήσεως επιστροφών λόγω εξαγωγής. Ειδικές διατάξεις καθορίζουν τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να επιτυγχάνεται ο έλεγχος του εν λόγω ποσοστού του 5 %.

13      Η όγδοη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού (ΕΚ) 2221/95 της Επιτροπής, της 20ής Σεπτεμβρίου 1995, για τις λεπτομέρειες εφαρμογής του κανονισμού 386/90 (ΕΕ L 224, σ. 13), αναφέρει τα ακόλουθα:

«Έχοντας υπόψη […] ότι […] [ο τελωνειακός κώδικας] […] εφαρμόζ[εται] κυρίως στις εξαγωγές όλων των βιομηχανικών ή γεωργικών προϊόντων· ότι, στην περίπτωση γεωργικών προϊόντων που τυγχάνουν επιστροφών κατά την εξαγωγή, μπορεί να αποδειχθεί αναγκαίο να ληφθούν ειδικά μέτρα».

14      Το άρθρο 5 του κανονισμού αυτού ορίζει τα ακόλουθα:

«1.      Με τον όρο “φυσικός έλεγχος” κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο α΄, του κανονισμού (ΕΟΚ) 386/90, νοείται η επιβεβαίωση της αντιστοιχίας μεταξύ διασάφησης εξαγωγής, συμπεριλαμβανομένων των εγγράφων τα οποία προσκομίζονται κατά την υποβολή της, και εμπορεύματος, όσον αφορά την ποσότητα, τη φύση και τα χαρακτηριστικά του.

[…]

Το τελωνείο εξαγωγής φροντίζει ώστε να τηρείται το άρθρο 13 του κανονισμού (ΕΟΚ) 3665/87.

[…]

4.      Εάν το ύψος της επιστροφής εξαρτάται από την περιεκτικότητα, το τελωνείο εξαγωγής πραγματοποιεί, στο πλαίσιο του φυσικού ελέγχου, δειγματοληψία, λαμβάνοντας δείγματα αντιπροσωπευτικά, για να διενεργηθεί ανάλυση των συστατικών στο αρμόδιο εργαστήριο.»

15      Το άρθρο 7, παράγραφοι 1 και 2, του ίδιου κανονισμού προβλέπει τα εξής:

«1.      Κάθε τελωνείο εξαγωγής λαμβάνει μέτρα τα οποία επιτρέπουν την ανά πάσα στιγμή διαπίστωση του κατά πόσον το ποσοστό ελέγχου του 5 % έχει καλυφθεί.

Τα μέτρα αυτά επιτρέπουν να διαπιστώνεται κατά τομέα:

–        ο αριθμός των διασαφήσεων εξαγωγής που λαμβάνονται υπόψη για τον φυσικό έλεγχο

και

–        ο αριθμός των φυσικών ελέγχων που έχουν διενεργηθεί.

2.      Κάθε φυσικός έλεγχος πρέπει να αποτελεί αντικείμενο λεπτομερούς πρακτικού που συντάσσεται από τον αρμόδιο υπάλληλο, ο οποίος πραγματοποίησε τον έλεγχο.

Το πρακτικό αναγράφει την ημερομηνία και το όνομα του αρμόδιου υπαλλήλου. Πρέπει να αρχειοθετείται στο τελωνείο εξαγωγής ή σε άλλο τελωνείο επί τριετεία μετά από το έτος εξαγωγής και με τέτοιο τρόπο ώστε να μπορεί κανείς εύκολα να το συμβουλευθεί.»

16      Το άρθρο 1, παράγραφος 3, πρώτη περίπτωση, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1906/90 του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 1990, σχετικά με ορισμένους κανόνες εμπορίας για το κρέας πουλερικών (ΕΕ L 173, σ. 1), ορίζει τα εξής:

«Οι διατάξεις του παρόντος κανονισμού δεν εφαρμόζονται:

–        στο κρέας πουλερικών που προορίζεται για εξαγωγή από την Κοινότητα».

17      Το άρθρο 6 του κανονισμού 1538/91 προβλέπει τα ακόλουθα:

«1.      Τα σφάγια πουλερικών και τα τεμάχια πουλερικών στα οποία αναφέρεται ο παρών κανονισμός πρέπει να ανταποκρίνονται στις ακόλουθες ελάχιστες απαιτήσεις ώστε να ταξινομούνται στις κατηγορίες Α και Β:

[…]

–                 χωρίς εξέχοντα σπασμένα κόκαλα,

[…]»

18      Το άρθρο 7, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού προβλέπει ότι οι αποφάσεις που αποτελούν συνέπεια μη συμμορφώσεως προς το άρθρο 6 λαμβάνονται μόνον εφόσον αφορούν ολόκληρη την παρτίδα η οποία έχει ελεγχθεί σύμφωνα με τις διατάξεις του εν λόγω άρθρου 7. Κατά το άρθρο 7, παράγραφος 3, του ίδιου κανονισμού, το δείγμα επιλέγεται τυχαία από κάθε παρτίδα. Σύμφωνα με τον πίνακα της παραγράφου αυτής, για παρτίδα 501 έως 3 200 μονάδων, το μέγεθος του δείγματος είναι 50 μονάδες, ενώ για παρτίδες άνω των 3 200 μονάδων είναι 80 μονάδες. Δυνάμει της παραγράφου 4 του άρθρου 7, κατά τον έλεγχο κρέατος πουλερικών της κατηγορίας Α, ο ανεκτός αριθμός ελαττωματικών μονάδων είναι, αντίστοιχα, 7 και 10 μονάδες για τις εν λόγω παρτίδες. Αν το διαπιστωθέν ελάττωμα οφείλεται στις αιτίες που απαριθμούνται στο άρθρο 6, παράγραφος 1, όπως τα «εξέχοντα σπασμένα κόκαλα», ο ανεκτός αριθμός μειώνεται στις 3 και 4 μονάδες αντιστοίχως. Όσον αφορά το κρέας πουλερικών της κατηγορίας Β, σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 5, ο συνολικός ανεκτός αριθμός ελαττωματικών μονάδων διπλασιάζεται.

 Τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

19      Τον Δεκέμβριο του 1997 και τον Φεβρουάριο του 1998 η Nowaco διασάφησε προς εξαγωγή δύο αποστολές κατεψυγμένων κοτόπουλων που αποτελούνταν, αντίστοιχα, από 2 647 και 2 750 χαρτοκιβώτια (συνολικά 43 996 κιλά). Στο πλαίσιο του ελέγχου των εμπορευμάτων, το Zollamt (γερμανική τελωνειακή υπηρεσία) προέβη στη λήψη δείγματος και εφεδρικού δείγματος.

20      Διαπιστώθηκε ότι, όσον αφορά τα δύο δείγματα που είχαν ληφθεί το 1997, σε ορισμένα κοτόπουλα υπήρχαν εξέχοντα σπασμένα κόκαλα ποδιού. Στην περίπτωση της αποστολής που διασαφήθηκε τον Φεβρουάριο του 1998, μόνο στο πρώτο δείγμα υπήρχαν εξέχοντα σπασμένα κόκαλα της αριστερής φτερούγας, ενώ το εφεδρικό δείγμα δεν εμφάνιζε ελαττώματα.

21      Το Hauptzollamt αποφάσισε, ως εκ τούτου, ότι δεν οφειλόταν επιστροφή λόγω εξαγωγής για τις δύο αποστολές. Το Finanzgericht, κρίνοντας επί προσφυγής της Nowaco κατά της αποφάσεως αυτής, υποχρέωσε το Hauptzollamt, όσον αφορά την αποστολή του Φεβρουαρίου 1998, να χορηγήσει στην προσφεύγουσα το ήμισυ της οφειλομένης επιστροφής λόγω εξαγωγής. Το Finanzgericht απέρριψε την προσφυγή κατά τα λοιπά, θεωρώντας ότι τα εμπορεύματα δεν ήταν ποιότητας υγιούς, ανόθευτης και σύμφωνης με τα συναλλακτικά ήθη, καθόσον δεν τηρούσαν τους κανόνες εμπορίας που είχαν καθοριστεί με τον κανονισμό 1538/91 και σύμφωνα με τους οποίους, για να μπορούν να ταξινομηθούν στις κατηγορίες Α και Β, τα σφάγια και τα τεμάχια πουλερικών πρέπει τουλάχιστον να μην έχουν εξέχοντα σπασμένα κόκαλα.

22      Κατά το Finanzgericht, το Hauptzollamt δεν έπρεπε να αρνηθεί τη χορήγηση επιστροφής λόγω εξαγωγής για ολόκληρη της αποστολή που διασαφήθηκε τον Φεβρουάριο του 1998. Συγκεκριμένα, έκρινε ότι η έκταση εφαρμογής του πλάσματος δικαίου του άρθρου 70, παράγραφος 1, του τελωνειακού κώδικα έπρεπε να τροποποιηθεί στον βαθμό που η αποστολή αυτή περιελάμβανε κατά 50 % προϊόντα διασαφηθέντα από την προσφεύγουσα τα οποία ήταν υγιούς, ανόθευτης και σύμφωνης με τα συναλλακτικά ήθη ποιότητας.

23      Αμφότεροι οι διάδικοι της κύριας δίκης άσκησαν «Revision» ενώπιον του Bundesfinanzhof κατά της αποφάσεως του Finanzgericht. Η Nowaco υποστηρίζει ότι δικαιούται το σύνολο της επιστροφής λόγω εξαγωγής τόσο για την αποστολή του Δεκεμβρίου 1997 όσο και για την αποστολή του Φεβρουαρίου 1998. Το Hauptzollamt υποστηρίζει ότι, όσον αφορά την τελευταία αυτή αποστολή, το Finanzgericht όφειλε να ορίσει στο 48,1 % την ποσότητα για την οποία μπορούσε να χορηγηθεί επιστροφή, βάσει της αναλογίας μεταξύ του βάρους του πρώτου δείγματος και του βάρους του εφεδρικού δείγματος.

24      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Bundesfinanzhof αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Προκειμένου να διαπιστωθεί αν η ποιότητα ενός εμπορεύματος για το οποίο έχει υποβληθεί αίτηση επιστροφής λόγω εξαγωγής είναι ανόθευτη και σύμφωνη με τα συναλλακτικά ήθη, μπορεί να τύχει εφαρμογής ο κανονισμός (ΕΟΚ) 1538/91 της Επιτροπής, της 5ης Ιουνίου 1991, για τον καθορισμό λεπτομερών κανόνων ενόψει της εφαρμογής του κανονισμού (ΕΟΚ) 1906/90 του Συμβουλίου, σχετικά με ορισμένους κανόνες εμπορίας για το κρέας πουλερικών;

2)      Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα:

α)      Εφαρμόζεται το άρθρο 70 του κανονισμού (ΕΟΚ) 2913/92 του Συμβουλίου, της 12ης Οκτωβρίου 1992, περί θεσπίσεως κοινοτικού τελωνειακού κώδικα, προκειμένου να διαπιστωθεί αν ένα εμπόρευμα, για το οποίο έχει υποβληθεί αίτηση επιστροφής λόγω εξαγωγής, έχει ανόθευτη και σύμφωνη με τα συναλλακτικά ήθη ποιότητα;

β)      Εφαρμόζεται το πλάσμα δικαίου σχετικά με την ομοιόμορφη ποιότητα των εμπορευμάτων που θεσπίζει το άρθρο 70, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, του κανονισμού (ΕΟΚ) 2913/92 και στην περίπτωση που το εμπόρευμα έχει εξεταστεί με ένα μόνο δειγματοληπτικό έλεγχο, μολονότι οι σχετικές διατάξεις του κοινοτικού δικαίου ανέχονται εντός ορισμένων ποσοτικών ορίων την ύπαρξη ελαττωμάτων στο εμπόρευμα και, ως εκ τούτου, απαιτούν και, επίσης, ρητώς επιτάσσουν τη διενέργεια ενός ορισμένου ελάχιστου αριθμού δειγματοληπτικών ελέγχων προς διαπίστωση της τηρήσεως αυτών των ορίων ανοχής;

3)      Σε περίπτωση που δοθεί καταφατική απάντηση στα υποερωτήματα α΄ και β΄ του δευτέρου ερωτήματος:

Ποιες συνέπειες παράγει το προαναφερθέν πλάσμα δικαίου ως προς την ποιότητα του εμπορεύματος στην περίπτωση που ελήφθησαν πλείονα δείγματα από την ενιαίως διασαφηθείσα εξαγωγή και κατά τον έλεγχο ενός τμήματος των δειγμάτων διαπιστώθηκε ότι το εμπόρευμα έχει ανόθευτη και σύμφωνη με τα συναλλακτικά ήθη ποιότητα, ενώ σε άλλο τμήμα των δειγμάτων διαπιστώθηκε ότι το εμπόρευμα δεν έχει ανόθευτη και σύμφωνη με τα συναλλακτικά ήθη ποιότητα;»

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

 Επί του πρώτου ερωτήματος

25      Με την απόφαση περί παραπομπής, το Bundesfinanzhof διερωτάται ως προς τη δυνατότητα εφαρμογής του κανονισμού 1538/91 προς καθορισμό της «υγιούς, ανόθευτης και σύμφωνης με τα συναλλακτικά ήθη ποιότητας» ενός εμπορεύματος, όπως το επίδικο στη διαφορά της κύριας δίκης, λόγω της εξαιρέσεως την οποία προβλέπει το άρθρο 1, παράγραφος 3, του κανονισμού 1906/90. Εν πάση περιπτώσει, το Bundesfinanzhof θεωρεί ότι, σε περίπτωση εφαρμογής του κανονισμού 1538/91, πρέπει να ληφθεί υπόψη όχι μόνον το άρθρο 6 του κανονισμού αυτού, αλλά και το άρθρο 7 το οποίο καθορίζει τα όρια ανοχής. Επιπλέον, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν ο κανονισμός αυτός, σε περίπτωση που έχει εφαρμογή, επιτρέπει αποκλίσεις από τα όρια ανοχής για τα μη προσυσκευασμένα εμπορεύματα.

26      Όσον αφορά τη δυνατότητα εφαρμογής του κανονισμού 1538/91, πρέπει να υπομνησθεί ότι σκοπός του είναι ο καθορισμός των λεπτομερειών εφαρμογής του κανονισμού 1906/90, το άρθρο 1, παράγραφος 3, πρώτη περίπτωση, του οποίου προβλέπει ρητώς ότι δεν έχει εφαρμογή στο κρέας πουλερικών που προορίζεται για εξαγωγή εκτός Κοινότητας. Η Nowaco συνάγει εξ αυτού ότι οι κανόνες εμπορίας των συνδυασμένων διατάξεων των κανονισμών 1538/91 και 1906/90 δεν θεσπίζουν προϋπόθεση «υγιούς, ανόθευτης και σύμφωνης με τα συναλλακτικά ήθη ποιότητας».

27      Το Δικαστήριο έχει κρίνει, στο πλαίσιο του κανονισμού 1041/67/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 21ης Δεκεμβρίου 1967, για τους λεπτομερείς τρόπους εφαρμογής των επιστροφών κατά την εξαγωγή στον τομέα των προϊόντων που υπάγονται σε καθεστώς ενιαίας τιμής (ABl. 1967, 314, σ. 9), ότι η απαίτηση της «υγιούς, ανόθευτης και σύμφωνης με τα συναλλακτικά ήθη ποιότητας» αποτελεί γενική και αντικειμενική προϋπόθεση για τη χορήγηση επιστροφών και ότι ένα προϊόν που δεν μπορεί να διατεθεί στο εμπόριο στο έδαφος της Κοινότητας «υπό κανονικές συνθήκες» δεν πληροί αυτές τις απαιτήσεις ποιότητας (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις της 9ης Οκτωβρίου 1973, 12/73, Muras, Συλλογή τόμος 1972-1973, σ. 653, σκέψη 12· της 26ης Μαΐου 2005, C-409/03, SEPA, Συλλογή 2005, σ. Ι-4321, σκέψη 22, και της 1ης Δεκεμβρίου 2005, C‑309/04, Fleisch‑Winter, Συλλογή 2005, σ. Ι-10349, σκέψη 20).

28      Το Δικαστήριο έχει κρίνει επίσης ότι το γεγονός ότι το συνιστάμενο στη δυνατότητα διαθέσεως στην αγορά «υπό κανονικές συνθήκες» χαρακτηριστικό του προϊόντος αποτελεί εγγενές στοιχείο της έννοιας της «υγιούς, ανόθευτης και σύμφωνης με τα συναλλακτικά ήθη ποιότητας» προκύπτει σαφώς από τη ρύθμιση σχετικά με τις επιστροφές λόγω εξαγωγής για τα γεωργικά προϊόντα, στον βαθμό που, από τον κανονισμό 1041/67 και μετά, όλοι οι σχετικοί κανονισμοί επανέλαβαν, ως προϋπόθεση για να μπορεί να χορηγηθεί για ένα προϊόν επιστροφή λόγω εξαγωγής, τόσο την έννοια της «υγιούς, ανόθευτης και σύμφωνης με τα συναλλακτικά ήθη ποιότητας» όσο και το κριτήριο της δυνατότητας διαθέσεως στο εμπόριο του προϊόντος «υπό κανονικές συνθήκες». Όσον αφορά τον κανονισμό 3665/87, η ένατη αιτιολογική του σκέψη αναφέρει την απαίτηση αυτή (προμνησθείσες αποφάσεις SEPA, σκέψεις 23 και 26, και Fleisch Winter, σκέψη 21).

29      Ο κανονισμός 3665/87 αντικαταστάθηκε, από 1ης Ιουλίου 1999, από τον κανονισμό (ΕΚ) 800/1999 της Επιτροπής, της 15ης Απριλίου 1999, για τις κοινές λεπτομέρειες εφαρμογής του καθεστώτος των πιστοποιητικών εξαγωγής για τα γεωργικά προϊόντα (ΕΕ L 102, σ. 11), το άρθρο 21, παράγραφος 1, πρώτο και δεύτερο εδάφιο, του οποίου προβλέπει ότι καμία επιστροφή δεν χορηγείται όταν τα προϊόντα δεν είναι «υγιούς, ανόθευτης και σύμφωνης με τα συναλλακτικά ήθη ποιότητας» κατά την ημερομηνία αποδοχής της διασαφήσεως εξαγωγής και ότι τα προϊόντα πληρούν την απαίτηση αυτή «εφόσον μπορούν να διατεθούν στο εμπόριο στην Κοινότητα υπό κανονικές συνθήκες». Το Δικαστήριο έκρινε ότι η διάταξη αυτή επιβεβαίωσε μια υφιστάμενη νομική κατάσταση (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, προμνησθείσα απόφαση SEPA, σκέψη 27).

30      ΕπομΕπομένως, όπως ορθώς υπογράμμισε ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 32 και 33 των προτάσεών του, το άρθρο 13 του κανονισμού 3665/87 έχει την έννοια ότι, για να μπορεί να θεωρηθεί ως «υγιούς, ανόθευτης και σύμφωνης με τα συναλλακτικά ήθη ποιότητας» και να παρέχει έτσι δικαίωμα επί επιστροφών λόγω εξαγωγής, ένα προϊόν που εξάγεται από την Κοινότητα προς τρίτη χώρα πρέπει να μπορεί να διατεθεί στο εμπόριο εντός της Κοινότητας «υπό κανονικές συνθήκες» και ότι το προϊόν αυτό πρέπει, συνεπώς, να ανταποκρίνεται στα ποιοτικά πρότυπα που ισχύουν για τη διάθεσή του, για ανθρώπινη κατανάλωση, στην αγορά εντός της Κοινότητας.

31      Κατά το άρθρο 6 του κανονισμού 1538/91, για να μπορούν να ταξινομηθούν στην κατηγορία Α ή Β και, ως εκ τούτου, να διατεθούν στην κοινοτική αγορά για ανθρώπινη κατανάλωση, τα σφάγια πουλερικών και τα τεμάχια πουλερικών πρέπει να ανταποκρίνονται σε διάφορες ποιοτικές απαιτήσεις και, μεταξύ άλλων, να μην έχουν εξέχοντα σπασμένα κόκαλα. Σύμφωνα με το άρθρο 7 του ίδιου κανονισμού, η ύπαρξη εξεχόντων σπασμένων κοκάλων είναι ανεκτή αν ο αριθμός των ελαττωματικών προϊόντων δεν υπερβαίνει ένα ανώτατο όριο που καθορίζεται αναλόγως του μεγέθους της παρτίδας. Στην περίπτωση αυτή, μια παρτίδα κρέατος πουλερικών, η οποία περιέχει προϊόντα με εξέχοντα σπασμένα κόκαλα σε αριθμό που δεν υπερβαίνει το προβλεπόμενο περιθώριο ανοχής, μπορεί να διατεθεί χωρίς περιορισμό στην αγορά εντός της Κοινότητας.

32      Είναι αναμφισβήτητο ότι οι εν λόγω διατάξεις, προβλέποντας τις ελάχιστες προϋποθέσεις για να μπορεί το κρέας πουλερικών να θεωρηθεί ως εμπορεύσιμο εντός της Κοινότητας «υπό κανονικές συνθήκες», αποτελούν τα ποιοτικά πρότυπα στα οποία το κρέας αυτό πρέπει να ανταποκρίνεται για να θεωρηθεί ως «υγιούς, ανόθευτης και σύμφωνης με τα συναλλακτικά ήθη ποιότητας» κατά το άρθρο 13 του κανονισμού 3665/87.

33      Επομένως, η «υγιής, ανόθευτη και σύμφωνη με τα συναλλακτικά ήθη ποιότητα» ενός κρέατος πουλερικών που αποτελεί αντικείμενο εξαγωγής πρέπει να εκτιμάται με βάση τις απαιτήσεις της κοινοτικής νομοθεσίας, μέρος της οποίας αποτελούν τα άρθρα 6 και 7 του κανονισμού 1538/91. Εξάλλου, η Nowaco καταλήγει, επικουρικώς, στην ίδια διαπίστωση υποστηρίζοντας ότι, στον βαθμό που τα πρότυπα εμπορίας που προβλέπονται για την κατηγορία Β τηρούνται, το κρέας πουλερικών που αποτελεί αντικείμενο επιστροφής λόγω εξαγωγής είναι «υγιούς, ανόθευτης και σύμφωνης με τα συναλλακτικά ήθη ποιότητας» κατά την έννοια του άρθρου 13 του κανονισμού 3665/87.

34      Όσον αφορά το άρθρο 7 του κανονισμού 1538/91, πρέπει να τονιστεί ότι το άρθρο αυτό συμπληρώνει το άρθρο 6 του ίδιου κανονισμού και ότι βάσει των διατάξεων των δύο αυτών άρθρων μπορεί να εκτιμηθεί κατά πόσον μια παρτίδα κρέατος πουλερικών, όπως οι επίδικες στην κύρια δίκη, λαμβανομένων υπόψη των τυχόν εξεχόντων σπασμένων κοκάλων που εντοπίστηκαν στα σφάγια των εν λόγω παρτίδων, μπορεί να διατεθεί στην αγορά της Κοινότητας «υπό κανονικές συνθήκες».

35      Το άρθρο 1, παράγραφος 3, πρώτη περίπτωση, του κανονισμού 1906/90, που ορίζει ότι ο κανονισμός δεν εφαρμόζεται στο κρέας πουλερικών που προορίζεται για εξαγωγή εκτός Κοινότητας, δεν αντίκειται στο συμπέρασμα που περιέχεται στη σκέψη 33, πρώτη περίοδος, της παρούσας αποφάσεως. Η διάταξη αυτή πρέπει να ερμηνεύεται υπό το φως του σκοπού του κανονισμού αυτού, ο οποίος συνίσταται στην καθιέρωση κανόνων εμπορίας στο εσωτερικό της Κοινότητας. Έτσι, ούτε ο εν λόγω κανονισμός ούτε ο κανονισμός περί των λεπτομερειών εφαρμογής του θεσπίζουν, αυτά καθαυτά, κριτήρια εξαγωγιμότητας. Ακόμα και αν ένα προϊόν δεν ανταποκρίνεται στα ποιοτικά πρότυπα που καθορίζουν τα άρθρα 6 και 7 του κανονισμού 1538/91 ως κριτήρια δυνατότητας διαθέσεως στην κοινοτική αγορά υπό κανονικές συνθήκες, το προϊόν αυτό μπορεί καταρχήν να εξαχθεί.

36      Οι κανόνες που περιέχονται στα άρθρα 6 και 7 του κανονισμού 1538/91 δεν έχουν εφαρμογή στις πράξεις εξαγωγής αυτές καθαυτές, δηλαδή στις συναλλαγές στο πλαίσιο των οποίων οι κοινοτικοί επιχειρηματίες συνάπτουν συμβατική σχέση με επιχειρηματίες τρίτων χωρών. Χρησιμεύουν μόνον προς καθορισμό του δικαιώματος επί της χρηματικής επιδοτήσεως που χορηγεί η Κοινότητα. Υπό την έννοια αυτή, πρόκειται για εσωτερική πράξη της Κοινότητας, καθόσον διενεργείται μεταξύ του κοινοτικού επιχειρηματία και των εθνικών αρχών του κράτους μέλους και δεν εμπλέκονται σ’ αυτήν φυσικά ή νομικά πρόσωπα από τρίτες χώρες.

37      Μια ερμηνεία που θα επέτρεπε την επιδότηση των εξαγωγών προϊόντων τα οποία δεν πληρούν τις προϋποθέσεις διαθέσεως στο εμπόριο εντός της Κοινότητας θα εμφάνιζε ανακόλουθο το κοινοτικό σύστημα επιστροφών λόγω εξαγωγής, όπως παρατήρησε το Δικαστήριο με τη σκέψη 31 της προμνησθείσας αποφάσεως SEPA.

38      Εξάλλου, πρέπει να διευκρινιστεί ότι, όπως επισημαίνει η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στο σημείο 23 των γραπτών παρατηρήσεών της, οι ελάχιστες προϋποθέσεις που προβλέπει το άρθρο 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 1538/91 (όπως, μεταξύ άλλων, η απουσία ξένου σώματος ή ξένης οσμής και η απουσία ορατών κηλίδων αίματος) αποτελούν απαιτήσεις που αφορούν άμεσα την ποιότητα των προϊόντων, ενώ, για την εφαρμογή του άρθρου 13 του κανονισμού 3665/87, δεν μπορεί να γίνει επίκληση άλλων διατάξεων του ίδιου κανονισμού που δεν αφορούν την ποιότητα αυτή (π.χ. οι διατάξεις περί της ονομασίας και της επισημάνσεως των προϊόντων) και οι οποίες αποσκοπούν στην πληροφόρηση του καταναλωτή και των επιχειρηματιών.

39      Συνεπώς, στο πρώτο ερώτημα προσήκει η απάντηση ότι, προς καθορισμό της «υγιούς, ανόθευτης και σύμφωνης με τα συναλλακτικά ήθη ποιότητας» ενός εμπορεύματος για το οποίο ζητείται επιστροφή λόγω εξαγωγής, έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του κανονισμού 1538/91 οι οποίες θεσπίζουν ελάχιστα ποιοτικά πρότυπα και περιθώρια ανοχής, ιδίως δε τα άρθρα 6 και 7 του εν λόγω κανονισμού.

40      Πρέπει να προστεθεί ότι η απάντηση που πρέπει να δοθεί στο άλλο ερώτημα του Bundesfinanzhof, δηλαδή στο αν ο κανονισμός επιτρέπει αποκλίσεις ανοχής για τα μη προσυσκευασμένα εμπορεύματα, δεν επηρεάζει την απάντηση που δόθηκε με τη σκέψη 39 της παρούσας αποφάσεως.

41      Πρέπει να παρατηρηθεί, καταρχάς, ότι αυτή η αβεβαιότητα πηγάζει ουσιαστικά από αποκλίσεις μεταξύ των διαφόρων γλωσσικών αποδόσεων του άρθρου 7 του κανονισμού 1538/91. Πράγματι, το γερμανικό κείμενο της διατάξεως αυτής, το οποίο περιέχει τον όρο «Fertigpackung» («προσυσκευασία»), έρχεται σε αντίθεση προς τις λοιπές γλωσσικές αποδόσεις αυτής της διατάξεως, μεταξύ άλλων την ισπανική απόδοση («unidad»), τη δανική («emne»), την ελληνική («μονάδα»), την αγγλική («unit»), τη γαλλική («unité»), την ιταλική («unità»), την ολλανδική («produkt»), την πορτογαλική («unidade»), τη φινλανδική («yksiköt») και τη σουηδική («enhet»). Σε μια τέτοια περίπτωση, κατά πάγια νομολογία, η ανάγκη ομοιόμορφης ερμηνείας του κοινοτικού δικαίου δεν επιτρέπει να λαμβάνεται μεμονωμένα υπόψη το κείμενο μιας διατάξεως, αλλά, αντιθέτως, απαιτεί να ερμηνεύεται υπό το πρίσμα της αποδόσεώς του στις άλλες επίσημες γλώσσες (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, αποφάσεις της 12ης Ιουλίου 1979, 9/79, Koschniske, Συλλογή τόμος 1979/ΙΙ, σ. 321, σκέψη 6· της 2ας Απριλίου 1998, C‑296/95, EMU Tabac κ.λπ., Συλλογή 1998, σ. I‑1605, σκέψη 36, και της 9ης Μαρτίου 2006, C‑174/05, Zuid‑Hollandse Milieufederatie και Natuur en Milieu, η οποία δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 20).

42      Εκτός από τη σύγκριση του κειμένου των διαφόρων γλωσσικών αποδόσεων του κανονισμού 1538/91, και η ανάλυση της δομής και το ιστορικό του κανονισμού αυτού καταδεικνύουν ότι πρέπει να ληφθεί υπόψη ο όρος «μονάδα» ο οποίος περιέχεται στον πίνακα της παραγράφου 3 του άρθρου 7 του κανονισμού αυτού. Υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 8 του κανονισμού 1538/91 είναι εκείνο που αφορά τις προσυσκευασίες και ότι η γερμανική απόδοση του άρθρου 7 του ίδιου κανονισμού, προτού τροποποιηθεί από το άρθρο 1, σημείο 4, του κανονισμού (ΕΟΚ) 2891/93 της Επιτροπής, της 21ης Οκτωβρίου 1993 (ΕΕ L 263, σ. 12), δεν περιείχε μνεία σχετικά με τις προσυσκευασίες. Είναι βέβαιο ότι η τροποποίηση αυτή αφορούσε μόνον τα μέτρα ανοχής και όχι τα προϊόντα που αφορούσε η διάταξη αυτή.

43      Δεύτερον, ακόμα και αν υποτεθεί ότι το άρθρο 7 του κανονισμού 1538/91 πρέπει να αναγνωσθεί ως περιέχον τον όρο «προσυσκευασία» αντί του όρου «μονάδα», δηλαδή να προκριθεί μια διατύπωση σύμφωνα με την οποία τα καθοριζόμενα περιθώρια ανοχής προβλέπονται για τις προσυσκευασίες, πρέπει να γίνει δεκτή η ανάλυση του αιτούντος δικαστηρίου, καθώς και η θέση την οποία διατυπώνει ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 45 και 46 των προτάσεών του, που θεωρούν ότι αυτά τα περιθώρια ανοχής πρέπει να εφαρμόζονται κατ’ αναλογίαν και στα μη προσυσκευασμένα προϊόντα. Πράγματι, αν τέτοια περιθώρια ανοχής προβλέπονται όταν το κρέας πουλερικών προορίζεται για τους καταναλωτές, δηλαδή για τους αγοραστές που πρέπει να τυγχάνουν της μεγαλύτερης προστασίας, φαίνεται λογικό να ισχύουν και όταν το ίδιο αυτό κρέας πωλείται σε μεσάζοντες.

 Επί του δευτέρου ερωτήματος

 Επί του υποερωτήματος α΄ του δευτέρου ερωτήματος

44      Καταρχάς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, σύμφωνα με το οικείο άρθρο 1, πρώτη περίπτωση, ο τελωνειακός κώδικας εφαρμόζεται στις συναλλαγές της Κοινότητας με τις τρίτες χώρες, με την επιφύλαξη των ειδικών κανόνων που θεσπίζονται σε άλλους τομείς. Οι διατάξεις του κώδικα αυτού, μαζί με τις διατάξεις του εκτελεστικού κανονισμού του εν λόγω κώδικα, αποτελούν το γενικό κανονιστικό πλαίσιο πολλών τομέων και δραστηριοτήτων που αφορούν οι συναλλαγές μεταξύ της Κοινότητας και των τρίτων χωρών.

45      Εξάλλου, σύμφωνα με τον ορισμό που περιέχεται στο άρθρο 4, σημείο 16, του ίδιου κώδικα, ως «τελωνειακά καθεστώτα» νοούνται η θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία, η διαμετακόμιση, η τελωνειακή αποταμίευση, η τελειοποίηση προς επανεξαγωγή, η μεταποίηση υπό τελωνειακό έλεγχο, η προσωρινή εισδοχή, η τελειοποίηση προς επανεισαγωγή και η εξαγωγή. Συνεπώς, η τελευταία συνιστά τελωνειακό καθεστώς ή, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, τελωνειακή διαδικασία.

46      Τέλος, όσον αφορά τη διάρθρωση του τελωνειακού κώδικα, πρέπει να τονιστεί ότι το άρθρο 70 περιλαμβάνεται στο τμήμα 1 (Υπαγωγή των εμπορευμάτων σε τελωνειακό καθεστώς) του κεφαλαίου 2 (Τελωνειακά καθεστώτα) του τίτλου IV (Τελωνειακοί προορισμοί), ενώ οι κανονιστικές διατάξεις που διέπουν κάθε ένα από τα τελωνειακά καθεστώτα βρίσκονται στα λοιπά τμήματα του ίδιου κεφαλαίου.

47      Επομένως, το άρθρο 70 είναι μία από τις γενικές τελωνειακές διατάξεις που εφαρμόζονται σε όλες τις διασαφήσεις εξαγωγής που αφορούν εμπορεύματα που αποτελούν αντικείμενο επιστροφής, υπό την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεων.

48      Πρέπει, συνεπώς, να εξεταστεί αν η ειδική κανονιστική ρύθμιση που έχει εφαρμογή στην υπόθεση της κύριας δίκης περιέχει τέτοιες διατάξεις.

49      Πρώτον, από τις διατάξεις του κανονισμού 3665/87 δεν προκύπτει ότι το άρθρο 70 του τελωνειακού κώδικα δεν πρέπει να εφαρμόζεται στο καθεστώς των επιστροφών λόγω εξαγωγής για τα γεωργικά προϊόντα. Αντιθέτως, από το άρθρο 3, παράγραφος 6, του εν λόγω κανονισμού, σύμφωνα με το οποίο κατά τον χρόνο της διασαφήσεως εξαγωγής, ή κάθε άλλης πράξεως έχουσας τα ίδια έννομα αποτελέσματα, τα προϊόντα τίθενται υπό τελωνειακό έλεγχο μέχρις ότου εγκαταλείψουν το τελωνειακό έδαφος της Κοινότητας, προκύπτει ότι οι διατάξεις του τελωνειακού κώδικα έχουν εφαρμογή.

50      Δεύτερον, όσον αφορά τον έλεγχο κατά την εξαγωγή γεωργικών προϊόντων που παρέχουν δικαίωμα επιστροφής, ο κανονισμός 386/90 απλώς συμπληρώνει τις γενικές τελωνειακές διατάξεις, προβλέποντας, στα άρθρα 2 και 3, μεταξύ άλλων, ότι πρέπει να διενεργείται φυσικός έλεγχος των εμπορευμάτων κατά τη συμπλήρωση των τελωνειακών διατυπώσεων εξαγωγής και πριν από τη χορήγηση της άδειας εξαγωγής των εμπορευμάτων και ότι ο φυσικός έλεγχος πρέπει να πραγματοποιείται δειγματοληπτικά και με συχνό και αιφνίδιο τρόπο.

51      Ούτε προκύπτει από τον κανονισμό 2221/95, για τις λεπτομέρειες εφαρμογής του κανονισμού 386/90, ότι αποκλείει την εφαρμογή του άρθρου 70 του τελωνειακού κώδικα. Είναι αληθές ότι η όγδοη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 2221/95 αναφέρει ότι, στην περίπτωση γεωργικών προϊόντων που τυγχάνουν επιστροφών κατά την εξαγωγή, μπορεί να αποδειχθεί αναγκαίο να ληφθούν ειδικά μέτρα. Ωστόσο, καμία από τις διατάξεις του κανονισμού αυτού, έστω και αν μπορούν να θεωρηθούν ως ειδικές διατάξεις, δεν συνεπάγεται τη μη εφαρμογή του τελωνειακού κώδικα.

52      Τρίτον, όπως καταδείχθηκε στη σκέψη 39 της παρούσας αποφάσεως, ορισμένες διατάξεις του κανονισμού 1538/91 επίσης έχουν εφαρμογή προς καθορισμό της «υγιούς, ανόθευτης και σύμφωνης με τα συναλλακτικά ήθη ποιότητας» ενός εμπορεύματος για το οποίο ζητείται επιστροφή λόγω εξαγωγής. Και αυτές οι διατάξεις αποτελούν ειδικούς κανόνες κατά την έννοια του άρθρου 1 του τελωνειακού κώδικα. Ούτε οι διατάξεις αυτές αποκλείουν την εφαρμογή του άρθρου 70 του ίδιου κώδικα, αλλ’ αποτελούν λεπτομερείς κανόνες εφαρμογής του.

53      Βάσει των εκτιμήσεων αυτών, στο υποερώτημα α΄ του δευτέρου ερωτήματος προσήκει η απάντηση ότι, υπό περιστάσεις όπως αυτές της υποθέσεως της κύριας δίκης, το άρθρο 70 του τελωνειακού κώδικα έχει εφαρμογή, υπό την επιφύλαξη της κανονικότητας του ελέγχου τον οποίο προβλέπει, προκειμένου να καθοριστεί κατά πόσον ένα εμπόρευμα για το οποίο ζητείται επιστροφή λόγω εξαγωγής είναι «υγιούς, ανόθευτης και σύμφωνης με τα συναλλακτικά ήθη ποιότητας».

 Επί του υποερωτήματος β΄ του δευτέρου ερωτήματος

54      Με το ερώτημα αυτό, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, αν το πλάσμα δικαίου περί ομοιόμορφης ποιότητας που προβλέπεται στο άρθρο 70, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του τελωνειακού κώδικα έχει εφαρμογή και όταν το μέγεθος του ληφθέντος δείγματος δεν είναι επαρκές κατά το άρθρο 7 του κανονισμού 1538/91 και δεν είναι, ως εκ τούτου, δυνατόν να διαπιστωθεί αν υπήρξε ή όχι υπέρβαση των περιθωρίων ανοχής που προβλέπει η διάταξη αυτή.

55      Το άρθρο 70, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του τελωνειακού κώδικα αποτελεί γενική διάταξη η οποία προβλέπει ότι, όταν η εξέταση πραγματοποιείται σε μέρος μόνον των εμπορευμάτων που αποτελούν αντικείμενο της μιας και της αυτής διασαφήσεως, τα αποτελέσματα της εξετάσεως αυτής ισχύουν για όλα τα εμπορεύματα της διασαφήσεως αυτής.

56      Αυτό το πλάσμα δικαίου περί ομοιόμορφης ποιότητας δεν εφαρμόζεται μόνο στους ελέγχους που διενεργούνται βάσει της τελωνειακής νομοθεσίας, αλλά ισχύει, όπως προκύπτει και από την απάντηση που δόθηκε στο υποερώτημα α΄ του δευτέρου ερωτήματος, και για τους ελέγχους που πραγματοποιούνται σύμφωνα με την κανονιστική ρύθμιση που αφορά το καθεστώς των επιστροφών λόγω εξαγωγής για τα γεωργικά προϊόντα και με εκείνη που αφορά τα πρότυπα εμπορίας για τα πουλερικά. Για την εφαρμογή αυτού του πλάσματος δικαίου περί ομοιόμορφης ποιότητας, είναι απαραίτητο οι συνθήκες και ο τρόπος διεξαγωγής του ελέγχου να ανταποκρίνονται στα κριτήρια που καθορίζουν οι ρυθμίσεις αυτές.

57      Το άρθρο 7, παράγραφοι 3 έως 5, του κανονισμού 1538/91 καθορίζει τον ανεκτό αριθμό ελαττωματικών μονάδων σε σχέση προς το μέγεθος της παρτίδας και το μέγεθος του δείγματος. Αν δεν ληφθεί ο ελάχιστος αριθμός δειγμάτων, είναι αδύνατο να εξακριβωθεί κατά πόσον τηρήθηκαν αυτά τα περιθώρια ανοχής.

58      Επομένως, στην περίπτωση κατά την οποία δεν είναι δυνατόν να εξακριβωθεί η τήρηση αυτών των περιθωρίων ανοχής λόγω του ανεπαρκούς μεγέθους του ληφθέντος δείγματος, τα αποτελέσματα της εξετάσεως αυτή του δείγματος δεν μπορούν να θεωρηθούν αντιπροσωπευτικά για το σύνολο της παρτίδας και, ως εκ τούτου, δεν μπορούν να ισχύσουν για την παρτίδα αυτή.

59      Υπό τις συνθήκες αυτές, στο υποερώτημα β΄ του δευτέρου ερωτήματος προσήκει η απάντηση ότι το πλάσμα δικαίου περί ομοιόμορφης ποιότητας που προβλέπει το άρθρο 70, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του τελωνειακού κώδικα δεν έχει εφαρμογή όταν το μέγεθος του ληφθέντος δείγματος είναι ανεπαρκές κατά το άρθρο 7 του κανονισμού 1538/91.

60      Κατόπιν της απαντήσεως του Δικαστηρίου στο υποερώτημα β΄ του δευτέρου ερωτήματος, παρέλκει η απάντηση στο τρίτο ερώτημα.

61      Ωστόσο, επιβάλλεται να υπομνησθεί ότι στο Δικαστήριο εναπόκειται να παράσχει στο εθνικό δικαστήριο όλα τα στοιχεία ερμηνείας του κοινοτικού δικαίου που μπορεί να του είναι χρήσιμα για την εκδίκαση της υποθέσεως της οποίας έχει επιληφθεί, ασχέτως αν έκανε σχετική μνεία κατά τη διατύπωση των ερωτημάτων του (βλ., μεταξύ άλλων, υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις της 12ης Δεκεμβρίου 1990, C-241/89, SARPP, Συλλογή 1990, σ. I-4695, σκέψη 8· της 2ας Φεβρουαρίου 1994, C-315/92, Verband Sozialer Wettbewerb, γνωστή ως «Clinique», Συλλογή 1994, σ. I-317, σκέψη 7· της 4ης Μαρτίου 1999, C-87/97, Consorzio per la tutela del formaggio Gorgonzola, Συλλογή 1999, σ. I-1301, σκέψη 16, και της 7ης Σεπτεμβρίου 2004, C-456/02, Trojani, Συλλογή 2004, σ. I‑7573, σκέψη 38).

62      Στο πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως, πρέπει ειδικότερα να εξεταστούν τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις καθώς και η ευθύνη τόσο του εξαγωγέα όσο και των εθνικών τελωνειακών αρχών όσον αφορά τους ελέγχους των προϊόντων που εξάγονται με κοινοτική ενίσχυση.

63      Η κοινοτική νομοθεσία προβλέπει ένα είδος συνεργασίας μεταξύ του εξαγωγέα και της εθνικής τελωνειακής αρχής για τη σωστή διενέργεια του ελέγχου της πράξεως εξαγωγής για την οποία χορηγούνται επιστροφές.

64      Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του τελωνειακού κώδικα, ο διασαφητής έχει το δικαίωμα να παρίσταται κατά την εξέταση των εμπορευμάτων, καθώς και, κατά περίπτωση, κατά τη δειγματοληψία. Το άρθρο 70, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του ίδιου κώδικα προβλέπει ότι ο διασαφητής μπορεί να ζητήσει πρόσθετη εξέταση των εμπορευμάτων όταν θεωρεί ότι τα αποτελέσματα της μερικής εξετάσεως δεν ισχύουν για τα υπόλοιπα εμπορεύματα που διασαφήθηκαν.

65      Στη σκέψη 35 της προμνησθείσας αποφάσεως Fleisch-Winter, το Δικαστήριο έκρινε ότι, στον βαθμό που ο εξαγωγέας, υποβάλλοντας αίτηση περί επιστροφής, βεβαιώνει πάντοτε ρητώς ή σιωπηρώς την ύπαρξη «υγιούς, ανόθευτης και σύμφωνης με τα συναλλακτικά ήθη ποιότητας», οφείλει να αποδείξει, σύμφωνα με τους περί αποδείξεως κανόνες του εθνικού δικαίου, ότι η προϋπόθεση αυτή όντως πληρούται σε περίπτωση που οι εθνικές αρχές αμφισβητήσουν τη διασάφηση. Στην υπόθεση της κύριας δίκης, ακόμα και αν το μέγεθος του ληφθέντος δείγματος ήταν ανεπαρκές, το αποτέλεσμα του τελωνειακού ελέγχου και οι αποφάσεις του Hauptzollamt καταδεικνύουν ότι οι εθνικές τελωνειακές αρχές αμφισβητούσαν τη διασάφηση του εξαγωγέα.

66      Αντιστρόφως, η κοινοτική νομοθεσία θεσπίζει ειδικές υποχρεώσεις και για τις εν λόγω αρχές. Ειδικότερα, το άρθρο 5, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, του κανονισμού 2221/95 ορίζει ότι το τελωνείο εξαγωγής φροντίζει ώστε να τηρείται η προϋπόθεση της «υγιούς, ανόθευτης και σύμφωνης με τα συναλλακτικά ήθη ποιότητας» του προϊόντος για το οποίο χορηγείται επιστροφή λόγω εξαγωγής. Ούτε υπάρχει αμφιβολία ότι οι εθνικές τελωνειακές αρχές οφείλουν να εφαρμόζουν αυτεπαγγέλτως τη σχετική κοινοτική νομοθεσία, συμπεριλαμβανομένων των κανόνων περί δειγματοληψίας.

67      Είναι αληθές ότι ούτε ο κανονισμός 386/90 ούτε ο κανονισμός 2221/95 επιβάλλουν τον φυσικό έλεγχο κάθε παρτίδας· όμως, αν διενεργηθεί φυσικός έλεγχος σε μια παρτίδα, ο έλεγχος αυτός πρέπει να πραγματοποιηθεί σύμφωνα με την κοινοτική νομοθεσία, συμπεριλαμβανομένων των κανόνων περί δειγματοληψίας.

68      Πρέπει, συνεπώς, να διαπιστωθεί ότι, υπό περιστάσεις όπως αυτές της υποθέσεως της κύριας δίκης, στις εθνικές διοικητικές και δικαστικές αρχές εναπόκειται να εξακριβώσουν τα πραγματικά περιστατικά λαμβάνοντας υπόψη όλα τα αποδεικτικά στοιχεία. Οι αποδείξεις αυτές μπορούν να περιλαμβάνουν τα διαθέσιμα δείγματα, αλλά επίσης και άλλα στοιχεία, ιδίως πρακτικά καταρτισθέντα σύμφωνα με την κοινοτική νομοθεσία από τον αρμόδιο υπάλληλο που διενέργησε τον φυσικό έλεγχο. Στην περίπτωση που τα περιστατικά δεν μπορούν να αποδειχθούν κατά τρόπον ώστε να μπορούν να καθορίσουν το δικαίωμα επί επιστροφής, στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να εκτιμήσει τη συμπεριφορά του εξαγωγέα και τη συμπεριφορά της τελωνειακής αρχής, καθορίζοντας σε ποιο βαθμό καθένας τους άσκησε ή δεν άσκησε τα δικαιώματά του και εκπλήρωσε ή δεν εκπλήρωσε τις υποχρεώσεις του, και να αντλήσει τις προσήκουσες συνέπειες ως προς το δικαίωμα επί επιστροφής λόγω εξαγωγής.

 Επί των δικαστικών εξόδων

69      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) αποφαίνεται:

1)      Προς καθορισμό της «υγιούς, ανόθευτης και σύμφωνης με τα συναλλακτικά ήθη ποιότητας» ενός εμπορεύματος για το οποίο ζητείται επιστροφή λόγω εξαγωγής, έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του κανονισμού (ΕΟΚ) 1538/91 της Επιτροπής, της 5ης Ιουνίου 1991, για τον καθορισμό λεπτομερών κανόνων ενόψει της εφαρμογής του κανονισμού 1906/90, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 1000/96 της Επιτροπής, της 4ης Ιουνίου 1996, οι οποίες θεσπίζουν ελάχιστα ποιοτικά πρότυπα και περιθώρια ανοχής, ιδίως δε τα άρθρα 6 και 7 του εν λόγω κανονισμού.

2)      α)     Υπό περιστάσεις όπως αυτές της υποθέσεως της κύριας δίκης, το άρθρο 70 του κανονισμού (ΕΟΚ) 2913/92 του Συμβουλίου, της 12ης Οκτωβρίου 1992, περί θεσπίσεως κοινοτικού τελωνειακού κώδικα, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 82/97 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1996, έχει εφαρμογή, υπό την επιφύλαξη της κανονικότητας του ελέγχου τον οποίο προβλέπει, προκειμένου να καθοριστεί κατά πόσον ένα εμπόρευμα για το οποίο ζητείται επιστροφή λόγω εξαγωγής είναι «υγιούς, ανόθευτης και σύμφωνης με τα συναλλακτικά ήθη ποιότητας».

         β)     Το πλάσμα δικαίου περί ομοιόμορφης ποιότητας που προβλέπει το άρθρο 70, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 2913/92, όπως έχει τροποποιηθεί με τον κανονισμό 82/97, δεν έχει εφαρμογή όταν το μέγεθος του ληφθέντος δείγματος είναι ανεπαρκές κατά το άρθρο 7 του κανονισμού 1538/91.

3)      Υπό περιστάσεις όπως αυτές της υποθέσεως της κύριας δίκης, στις εθνικές διοικητικές και δικαστικές αρχές εναπόκειται να εξακριβώσουν τα πραγματικά περιστατικά λαμβάνοντας υπόψη όλα τα αποδεικτικά στοιχεία. Οι αποδείξεις αυτές μπορούν να περιλαμβάνουν τα διαθέσιμα δείγματα, αλλά επίσης και άλλα στοιχεία, ιδίως πρακτικά καταρτισθέντα σύμφωνα με την κοινοτική νομοθεσία από τον αρμόδιο υπάλληλο που διενέργησε τον φυσικό έλεγχο. Στην περίπτωση που τα περιστατικά δεν μπορούν να αποδειχθούν κατά τρόπον ώστε να μπορούν να καθορίσουν το δικαίωμα επί επιστροφής, στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να εκτιμήσει τη συμπεριφορά του εξαγωγέα και τη συμπεριφορά της τελωνειακής αρχής, καθορίζοντας σε ποιο βαθμό καθένας τους άσκησε ή δεν άσκησε τα δικαιώματά του και εκπλήρωσε ή δεν εκπλήρωσε τις υποχρεώσεις του, και να αντλήσει τις προσήκουσες συνέπειες ως προς το δικαίωμα επί επιστροφής λόγω εξαγωγής.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.