Υπόθεση C-240/01

Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

κατά

Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας

«Παράβαση κράτους μέλους – Ειδικοί φόροι καταναλώσεως επί των πετρελαιοειδών – Οδηγία 92/81/ΕΟΚ – Πετρελαιοειδή που χρησιμοποιούνται ως καύσιμα θερμάνσεως»

Περίληψη της αποφάσεως

Φορολογικές διατάξεις – Εναρμόνιση των νομοθεσιών – Διαρθρώσεις των ειδικών φόρων καταναλώσεως που επιβάλλονται στα πετρελαιοειδή – Οδηγία 92/81 – Πετρελαιοειδή που υπόκεινται σε ειδικό φόρο καταναλώσεως – Πετρελαιοειδή που «χρησιμοποιούνται ως καύσιμα θερμάνσεως» – Έννοια – Αυτοτελής ερμηνεία – Έννοια στην οποία εμπίπτουν όλες οι περιπτώσεις καταναλώσεως πετρελαιοειδών – Εθνική ρύθμιση η οποία δεν επιβάλλει ειδικούς φόρους καταναλώσεως επί όλων των πετρελαιοειδών τα οποία εμπίπτουν στην ως άνω έννοια – Παράβαση

(Οδηγία 92/81 του Συμβουλίου, άρθρο 2 §2, πρώτη περίοδος)

Δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 2, πρώτη περίοδος, της οδηγίας 92/81, για την εναρμόνιση των διαρθρώσεων των ειδικών φόρων κατανάλωσης που επιβάλλονται στα πετρελαιοειδή, τα πετρελαιοειδή που δεν μνημονεύονται στην οδηγία 92/82 υπόκεινται σε ειδικό φόρο κατανάλωσης εάν «[…] χρησιμοποιούνται ως καύσιμα θέρμανσης ή ως καύσιμα κινητήρων».

Συναφώς, από το γεγονός ότι ο κοινοτικός νομοθέτης δεν έδωσε ορισμό των ως άνω χρήσεων δεν μπορεί να συναχθεί ότι ο εν λόγω νομοθέτης σκόπευε να αφήσει στα κράτη μέλη την πρωτοβουλία να ορίσουν τις χρήσεις αυτές. Συγκεκριμένα, ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα ενείχε τον κίνδυνο να δοθούν αποκλίνοντες ορισμοί, πράγμα που θα έπληττε τον ομοιόμορφο καθορισμό της γενεσιουργού αιτίας του ειδικού φόρου κατανάλωσης, στον οποίο προβαίνει το επίμαχο άρθρο. Επομένως, η εν λόγω έκφραση «χρησιμοποιούνται ως καύσιμα θερμάνσεως» πρέπει να ερμηνευθεί αυτοτελώς.

Όσον αφορά την ως άνω ερμηνεία, από την οικονομία της οδηγίας 92/81 και από τον σκοπό που επιδιώκει ο ειδικός φόρος κατανάλωσης επί των πετρελαιοειδών ως φόρος κατανάλωσης προκύπτει ότι η επίμαχη έκφραση δεν αφορά μόνον τις περιπτώσεις κατά τις οποίες η παραχθείσα με την καύση του πετρελαιοειδούς θερμική ενέργεια χρησιμοποιείται με σκοπό την παροχή θερμάνσεως, αλλά περιλαμβάνει επίσης τις περιπτώσεις κατά τις οποίες η κατ’ αυτόν τον τρόπο παραχθείσα θερμική ενέργεια χρησιμοποιείται για άλλους σκοπούς και, επομένως, αφορά όλες τις περιπτώσεις κατά τις οποίες τα πετρελαιοειδή καίονται και η παραχθείσα κατ’ αυτόν τον τρόπο θερμική ενέργεια χρησιμεύει στην παροχή θερμάνσεως, ανεξαρτήτως του σκοπού της θερμάνσεως, συμπεριλαμβανομένου εκείνου του μετασχηματισμού ή της καταστροφής του υλικού που απορροφά την ως άνω θερμική ενέργεια κατά τη διάρκεια μιας χημικής ή βιομηχανικής διεργασίας. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, τα πετρελαιοειδή καταναλώνονται και, ως εκ τούτου, πρέπει να υπόκεινται σε ειδικό φόρο κατανάλωσης.

Κατά συνέπεια, ένα κράτος μέλος το οποίο, στην εθνική νομοθεσία του, ορίζει την ως άνω έννοια κατά περιοριστικό τρόπο που έχει ως αποτέλεσμα να αποκλείει από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης τις περιπτώσεις στις οποίες η καύση του πετρελαιοειδούς συμπίπτει, στο πλαίσιο μιας ομογενούς διαδικασίας, με τον μετασχηματισμό ή την καταστροφή του υλικού που απορροφά τη θερμική ενέργεια που απελευθερώνεται με την καύση και το οποίο, ενεργώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο, δεν επιβάλλει ειδικούς φόρους κατανάλωσης επί όλων των πετρελαιοειδών που προορίζονται να χρησιμοποιηθούν ως καύσιμα θερμάνσεως παραβαίνει τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 2, παράγραφος 2,  πρώτη περίοδος, της οδηγίας 92/81.

(βλ. σκέψεις 45-46, 50, 52, 56-58 και διατακτ.)




ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα)
της 29ης Απριλίου 2004(1)

Παράβαση κράτους μέλους – Ειδικοί φόροι καταναλώσεως επί των πετρελαιοειδών – Οδηγία 92/81/ΕΟΚ – Πετρελαιοειδή που χρησιμοποιούνται ως καύσιμα θερμάνσεως

Στην υπόθεση C-240/01,

Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους E. Traversa και K. Gross, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

προσφεύγουσα,

κατά

Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, εκπροσωπουμένης από τους W.-D. Plessing και M. Lumma,

καθής,

που έχει ως αντικείμενο να αναγνωρισθεί ότι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, εφαρμόζοντας το άρθρο 4, παράγραφος 1, σημείο 2, στοιχείο b, του Mineralölsteuergesetz (νόμου περί του φόρου επί των πετρελαιοειδών), της 21ης Δεκεμβρίου 1992 (BGBl. I, σ. 2185, ber. 1993 I, σ. 169), παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 2, παράγραφος 2, της οδηγίας 92/81/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Οκτωβρίου 1992, για την εναρμόνιση των διαρθρώσεων των ειδικών φόρων κατανάλωσης που επιβάλλονται στα πετρελαιοειδή (EE L 316, σ. 12), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 94/74/ΕΚ του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1994 (EE L 365, σ. 46), καθόσον το εν λόγω κράτος μέλος δεν επέβαλε ειδικούς φόρους καταναλώσεως επί όλων των πετρελαιοειδών τα οποία προορίζονται να χρησιμοποιηθούν ως καύσιμα θερμάνσεως,



ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),,



συγκείμενο από τους Β. Σκουρή (εισηγητή), προεδρεύοντα του έκτου τμήματος, J. N. Cunha Rodrigues, J.-P. Puissochet, R. Schintgen και F. Macken, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: L. A. Geelhoed
γραμματέας: M.-F. Contet, κύρια υπάλληλος διοικήσεως,

αφού άκουσε τις αγορεύσεις των διαδίκων κατά τη συνεδρίαση της 27ης Φεβρουαρίου 2003,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 8ης Μαΐου 2003,

εκδίδει την ακόλουθη



Απόφαση



1
Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 21 Ιουνίου 2001, η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων άσκησε, δυνάμει του άρθρου 226 ΕΚ, προσφυγή με αντικείμενο να αναγνωρισθεί ότι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, εφαρμόζοντας το άρθρο 4, παράγραφος 1, σημείο 2, στοιχείο b, του Mineralölsteuergesetz (νόμου περί του φόρου επί των πετρελαιοειδών), της 21ης Δεκεμβρίου 1992 (BGBl. I, σ. 2185, ber. 1993 I, σ. 169, στο εξής: MinöStG), παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 2, παράγραφος 2, της οδηγίας 92/81/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Οκτωβρίου 1992, για την εναρμόνιση των διαρθρώσεων των ειδικών φόρων κατανάλωσης που επιβάλλονται στα πετρελαιοειδή (EE L 316, σ. 12), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 94/74/ΕΚ του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1994 (EE L 365, σ. 46, στο εξής: οδηγία 92/81), καθόσον το εν λόγω κράτος μέλος δεν επέβαλε ειδικούς φόρους καταναλώσεως επί όλων των πετρελαιοειδών τα οποία προορίζονται να χρησιμοποιηθούν ως καύσιμα θερμάνσεως.


Το νομικό πλαίσιο

Η κοινοτική ρύθμιση

2
Στην τέταρτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 92/12/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 25ης Φεβρουαρίου 1992, σχετικά με το γενικό καθεστώς, την κατοχή, την κυκλοφορία και τους ελέγχους των προϊόντων που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης (EE L 76, σ. 1), διευκρινίζεται ότι «προκειμένου να διασφαλισθεί η εγκαθίδρυση και η λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, το απαιτητό των ειδικών φόρων κατανάλωσης πρέπει να είναι ίδιο σε όλα τα κράτη μέλη».

3
Σύμφωνα με το άρθρο 1, παράγραφος 1, της ίδιας οδηγίας, αυτή «καθορίζει το καθεστώς των προϊόντων που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης και άλλους έμμεσους φόρους που επιβάλλονται άμεσα ή έμμεσα στην κατανάλωση προϊόντων, εκτός του ΦΠΑ και των φόρων που επιβάλλονται από την Ευρωπαϊκή Κοινότητα». Σύμφωνα με το άρθρο 1, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας, «[ο]ι ειδικές διατάξεις που αφορούν τους συντελεστές και τις διαρθρώσεις των προϊόντων που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης περιλαμβάνονται στις ειδικές οδηγίες».

4
Το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 92/12 προβλέπει τα εξής:

«Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται, σε κοινοτικό επίπεδο, στα ακόλουθα προϊόντα όπως ορίζονται στις σχετικές οδηγίες:

τα ορυκτέλαια,

[...]».

5
Οι ειδικές οδηγίες, στις οποίες αναφέρεται το άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας 92/12 και οι οποίες έχουν εκδοθεί στον τομέα των πετρελαιοειδών, είναι η οδηγία 92/81 και η οδηγία 92/82/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Οκτωβρίου 1992, για την προσέγγιση των συντελεστών των ειδικών φόρων κατανάλωσης στα πετρελαιοειδή (ΕΕ L 316, σ. 19), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 94/74 (στο εξής: οδηγία 92/82).

6
Σύμφωνα με την τρίτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 92/81, «για την ορθή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς είναι σημαντικό να δοθούν κοινοί ορισμοί για όλα τα πετρελαιοειδή προϊόντα, τα οποία θα υπόκεινται στο γενικό σύστημα παρακολούθησης των ειδικών φόρων κατανάλωσης».

7
Το άρθρο 1, παράγραφοι 1 και 2, της ίδιας οδηγίας προβλέπει τα εξής:

«1. Τα κράτη μέλη επιβάλλουν στα πετρελαιοειδή ειδικό φόρο κατανάλωσης σύμφωνα με την παρούσα οδηγία.

2. Τα κράτη μέλη καθορίζουν τους συντελεστές τους σύμφωνα με την οδηγία 92/82/ΕΟΚ για την προσέγγιση των συντελεστών των ειδικών φόρων κατανάλωσης στα πετρελαιοειδή.»

8
Το άρθρο 2, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας έχει ως εξής:

«Τα πετρελαιοειδή, εκτός από εκείνα για τα οποία ορίζεται ένα συγκεκριμένο επίπεδο φόρου στην οδηγία 92/82/ΕΟΚ, υπόκεινται σε ειδικό φόρο κατανάλωσης εάν προορίζονται να χρησιμοποιηθούν, προσφέρονται προς πώληση ή χρησιμοποιούνται ως καύσιμα θέρμανσης ή ως καύσιμα κινητήρων. Ο συντελεστής του επιβλητέου φόρου καθορίζεται, ανάλογα με τη χρήση, με βάση τον συντελεστή για το ισοδύναμο καύσιμο θέρμανσης ή καύσιμο κινητήρων.»

9
Το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο δ΄, της οδηγίας 92/81 προβλέπει τα εξής:

«Εκτός από τις γενικές διατάξεις της οδηγίας 92/12/ΕΟΚ σχετικά με τις απαλλασσόμενες χρήσεις των προϊόντων που υπόκεινται στον ειδικό φόρο κατανάλωσης και με την επιφύλαξη τυχόν άλλων κοινοτικών διατάξεων, τα κράτη μέλη απαλλάσσουν τα κατωτέρω προϊόντα από τον εναρμονισμένο ειδικό φόρο κατανάλωσης, υπό τους όρους τους οποίους αυτά καθορίζουν, προκειμένου να εξασφαλίσουν την ορθή και καθαρή εφαρμογή των απαλλαγών αυτών και να προλάβουν τη φοροδιαφυγή, τη φοροαποφυγή ή τις καταχρήσεις:

[...]

δ)
τα πετρελαιοειδή που εγχέονται στις υψικάμινους με σκοπό να διευκολυνθεί η χημική διεργασία αναγωγής, σε συνδυασμό με το κωκ που χρησιμοποιείται ως κύριο καύσιμο.»

10
Σύμφωνα με τη δέκατη όγδοη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 94/74, «θα πρέπει να παραχωρηθεί υποχρεωτική απαλλαγή σε κοινοτικό επίπεδο για τα πετρελαιοειδή που εγχέονται στις υψικάμινους με σκοπό τη διευκόλυνση της διεργασίας χημικής αναγωγής, προκειμένου να αποτρέπονται στρεβλώσεις ανταγωνισμού που προκύπτουν από διαφορετικά φορολογικά καθεστώτα μεταξύ των κρατών μελών».

Η εθνική νομοθεσία

11
Το άρθρο 4 του MinöStG, που τιτλοφορείται «Απαλλαγές, ορισμοί», προβλέπει τα εξής:

«1) Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 12, τα πετρελαιοειδή μπορούν να χρησιμοποιούνται ατελώς

[...]

2. για άλλους σκοπούς, εκτός από

a) τη χρησιμοποίησή τους ως καυσίμων κινητήρων ή την παραγωγή καυσίμων κινητήρων,

b) τη χρησιμοποίησή τους ως καυσίμων θερμάνσεως, [“Verheizen”]

c) τη μετάδοση κίνησης αεριοστροβίλου·

[...]»

12
Η εφαρμογή του άρθρου 4, παράγραφος 1, σημείο 2, του MinöStG καθορίζεται στην εγκύκλιο της 2ας Φεβρουαρίου 1998 (III A 1 - V 0355 - 10/97, που δημοσιεύθηκε στη Vorschriftensammlung Bundesfinanzverwaltung, της 6ης Φεβρουαρίου 1998, N 08 98, αριθ. 70, στο εξής: εγκύκλιος), η οποία διευκρινίζει συναφώς τα εξής:

«Φόροι επί των πετρελαιοειδών και οριοθέτηση της χρησιμοποιήσεώς τους ως καυσίμων θερμάνσεως και για άλλους σκοπούς, κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 1, σημείο 2, του νόμου περί του φόρου επί των πετρελαιοειδών

[...]

II. Σχετικά με την έννοια της “χρησιμοποιήσεως [πετρελαιοειδών] ως καυσίμων θερμάνσεως”

Εκκινώντας από την αντίληψη αυτή, το Bundesfinanzhof διευκρίνισε την έννοια της “χρησιμοποιήσεως ως καυσίμων θερμάνσεως” σε πολλές αποφάσεις και διατύπωσε σταδιακά τις ακόλουθες αρχές:

Η χρησιμοποίηση πετρελαιοειδών ως καυσίμων θερμάνσεως συνιστά παραγωγή θερμικής ενέργειας.

Η χρησιμοποίηση πετρελαιοειδών ως καυσίμων θερμάνσεως συνιστά εκούσια χρησιμοποίηση της θερμαντικής αξίας ενός υλικού, δηλαδή καύση (πλήρη ή μερική) πετρελαιοειδούς για την παραγωγή θερμότητας, η οποία μεταβιβάζεται (πλήρως ή μερικώς) σε άλλο υλικό· στην περίπτωση αυτή, η παραγωγή θερμότητας και η μεταβίβαση της θερμότητας αυτής, πλην άλλων σκοπών χρησιμοποιήσεως του πετρελαιοειδούς, δεν πρέπει να έχουν μόνο δευτερεύουσα σημασία.

Το υλικό στο οποίο μεταβιβάζεται η θερμότητα πρέπει να αποκτά την ιδιότητα μιας νέας πηγής ενέργειας ή θερμότητας (θερμαντικό μέσο).

Η συγκεκριμένη χρησιμοποίηση της νέας πηγής θερμότητας ως θερμαντικού μέσου δικαιολογεί το συμπέρασμα ότι το πετρελαιοειδές που χρησίμευσε στην παραγωγή της εν λόγω πηγής θερμότητας χρησιμοποιήθηκε ως καύσιμο θερμάνσεως.

Επομένως, όταν εκτιμάται αν υφίσταται χρησιμοποίηση του πετρελαιοειδούς ως καυσίμου θερμάνσεως, κρίσιμο στοιχείο είναι η μεταβίβαση θερμότητας. Ως πηγές θερμότητας (θερμαντικά μέσα) θεωρούνται, μεταξύ άλλων, τα εξής: το ζεστό νερό και ο ατμός (όπως στην περίπτωση της θερμάνσεως χώρων), ο θερμός αέρας περιβάλλοντος, τα καυσαέρια, οι λέβητες, τα χιτώνια, κ.λπ.

III. Σχετικά με την έννοια “για άλλους σκοπούς”

Όσον αφορά την ενεργειακή χρησιμοποίηση των πετρελαιοειδών, από τη νομολογία του Bundesfinanzhof προκύπτει ότι το ενδεχόμενο της χρησιμοποιήσεως των πετρελαιοειδών ως καυσίμων θερμάνσεως μπορεί να αποκλεισθεί μόνον στις ακόλουθες περιπτώσεις:

Άμεση επαφή της φλόγας με το προς επεξεργασία ή μεταποίηση προοριζόμενο υλικό ή με το προς καταστροφή προοριζόμενο υλικό (προκύπτει a contrario από τις διευκρινίσεις που παρασχέθηκαν ανωτέρω). Παραδείγματα: περίκαυση υφαντικών ινών, εξολόθρευση ζιζανίων με φωτιά, χρήση καυστήρα οξυγόνου, θέρμανση μετάλλων για κατεργασία, θέρμανση του πισσόχαρτου προκειμένου να καταστεί περισσότερο εύχρηστο, κ.λπ.

Το υλικό που απορροφά την ενέργεια της καύσεως εκτίθεται το ίδιο στη θερμότητα για την παραγωγή ορισμένου προϊόντος με διαφορετική δομή, με αποτέλεσμα την ουσιώδη μεταβολή της δομής του ως άνω υλικού.

Ως ουσιώδης μεταβολή νοείται το γεγονός ότι τα συστατικά του χρησιμοποιηθέντος πετρελαιοειδούς εισέρχονται, τουλάχιστον εν μέρει, στο προϊόν, όπως στην περίπτωση της παραγωγής αιθάλης με θερμική πυρόλυση ή στην περίπτωση της απότομης ψύξης του χάλυβα με τσιμέντωση. Στις περιπτώσεις αυτές, χρησιμοποιούνται επίσης πετρελαιοειδή, τουλάχιστον εν μέρει, ως πρώτη ύλη και η μοριακή δομή των εν λόγω πετρελαιοειδών υφίσταται χημική μεταβολή. Ως καθοριστική ένδειξη της παρουσίας μιας τέτοιας διαδικασίας, μπορεί να αναφερθεί, παραδείγματος χάρη, το γεγονός ότι η χρησιμοποίηση διαφορετικού πετρελαιοειδούς ή διαφορετικών πηγών ενέργειας, όπως ο άνθρακας ή ο ηλεκτρισμός, δεν επιτρέπει την υλοποίηση του σκοπού της παραγωγής.

Δεν υφίσταται χρησιμοποίηση της θερμαντικής ισχύος των πετρελαιοειδών αποσκοπούσα στην παραγωγή θερμότητας όταν κύριο αντικείμενο είναι η εξάλειψη επιβλαβών καυσαερίων με ολική καύση και όταν, προς τούτο, τροφοδοτείται μια φλόγα με το πετρελαιοειδές ή όταν το πετρελαιοειδές αναμειγνύεται σε θάλαμο καύσεως με τα προοριζόμενα για εξάλειψη καυσαέρια και υφίσταται ολική καύση.

Οι περιπτώσεις αυτές παρουσιάζουν ένα κοινό σημείο, υπό την έννοια ότι η καύση του πετρελαιοειδούς συμπίπτει, στο πλαίσιο μιας ομογενούς διαδικασίας, με τον μετασχηματισμό ή την καταστροφή του υλικού που απορροφά τη θερμική ενέργεια. Η μεταβίβαση της απορροφηθείσας ενέργειας ή η μεταφορά της σε άλλο υλικό είναι αδύνατη.

[...]»


Η διαδικασία προ της ασκήσεως της προσφυγής

13
Με έγγραφο οχλήσεως της 26ης Μαΐου 1999, η Επιτροπή ενημέρωσε την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, σύμφωνα με το άρθρο 226 ΕΚ, ότι η ερμηνεία που προσέδωσε η εγκύκλιος στη χρησιμοποίηση των πετρελαιοειδών ως καυσίμων θερμάνσεως δεν ήταν, κατά τη γνώμη της, συμβατή με το άρθρο 2, παράγραφος 2, πρώτη περίοδος, της οδηγίας 92/81.

14
Με έγγραφο της 13ης Οκτωβρίου 1999, η Γερμανική Κυβέρνηση απάντησε στο ως άνω έγγραφο οχλήσεως προβάλλοντας ότι, ελλείψει ρητού ορισμού της έννοιας της «χρησιμοποιήσεως [πετρελαιοειδών] ως καυσίμων θερμάνσεως» στο άρθρο 2, παράγραφος 2, πρώτη περίοδος, της οδηγίας 92/81, εναπόκειται στα κράτη μέλη να διευκρινίσουν την ερμηνεία που πρέπει να προσδοθεί στην έννοια αυτή. Στο γερμανικό δίκαιο, η εγκύκλιος δέχθηκε την ερμηνεία που προέκρινε η νομολογία του Bundesfinanzhof. Η εν λόγω ερμηνεία απομακρύνεται από την κατά κυριολεξία σημασία της έννοιας της «χρησιμοποιήσεως ως καυσίμων θερμάνσεως» καθώς και από την επικρατούσα επί μακρόν διοικητική πρακτική. Περαιτέρω, η Γερμανική Κυβέρνηση ζήτησε από την Επιτροπή να εξετάσει κατά σφαιρικό τρόπο το πρόβλημα που ανέκυψε, λαμβάνοντας υπόψη τις πρακτικές των κρατών μελών, προκειμένου να καταλήξει σε μια σαφή κοινή λύση.

15
Στις 13 Μαρτίου 2000, η Επιτροπή διατύπωσε αιτιολογημένη γνώμη, με την οποία κάλεσε την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας να λάβει τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να συμμορφωθεί προς την εν λόγω γνώμη εντός προθεσμίας δύο μηνών από την κοινοποίησή της. Στην ως άνω αιτιολογημένη γνώμη, η Επιτροπή επανέλαβε τα επιχειρήματα που είχε προβάλει με το έγγραφο οχλήσεως, προσθέτοντας ότι το γεγονός ότι άλλα κράτη μέλη έχουν προσδώσει τη δική τους ερμηνεία στην έννοια της «χρησιμοποιήσεως ως καυσίμων θερμάνσεως» δεν επιτρέπει στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας να εμμείνει στην αντίληψή της, που συνιστά παράβαση του κοινοτικού δικαίου.

16
Δεδομένου ότι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας δεν έλαβε, εντός της ταχθείσας προθεσμίας, τα μέτρα που θα καθιστούσαν δυνατή την άρση της παραβάσεως του κοινοτικού δικαίου που περιγράφεται στην αιτιολογημένη γνώμη, η Επιτροπή άσκησε την παρούσα προσφυγή.


Επί της προσφυγής

Επιχειρήματα των διαδίκων

17
Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, εφαρμόζοντας το άρθρο 4, παράγραφος 1, σημείο 2, στοιχείο b, του MinöStG κατά την έννοια που εκτίθεται στην εγκύκλιο , παραβαίνει το άρθρο 2, παράγραφος 2, της οδηγίας 92/81, καθόσον το εν λόγω κράτος μέλος δεν επιβάλλει ειδικούς φόρους καταναλώσεως επί όλων των πετρελαιοειδών τα οποία προορίζονται να χρησιμοποιηθούν ως καύσιμα θερμάνσεως.

18
Ειδικότερα, σύμφωνα με την εγκύκλιο, ως «χρησιμοποίηση πετρελαιοειδών ως καυσίμων θερμάνσεως» πρέπει να νοείται μόνον η έμμεση χρησιμοποίηση της πηγής ενέργειας την οποία συνιστά το πετρελαιοειδές, με τη βοήθεια μιας πηγής θερμότητας, ως θερμαντικού μέσου. Αντιθέτως, από τα παραδείγματα που μνημονεύονται στο σημείο III της εγκυκλίου προκύπτει ότι η άμεση χρησιμοποίηση της θερμικής ενέργειας του πετρελαιοειδούς ως εναύσματος ή προς διατήρηση βιομηχανικών διεργασιών δεν συνιστά «χρησιμοποίηση ως καυσίμων θερμάνσεως», πράγμα που αντιβαίνει στο άρθρο 2, παράγραφος 2, της οδηγίας 92/81.

19
Έστω και αν η τελευταία διάταξη δεν περιέχει ρητό ορισμό της εκφράσεως «χρησιμοποιούνται ως καύσιμα θερμάνσεως», από τον σκοπό της εναρμονίσεως των οδηγιών περί ειδικών φόρων καταναλώσεως προκύπτει ότι η εν λόγω έκφραση πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο αυτοτελούς ερμηνείας εμπίπτουσας στο κοινοτικό δίκαιο. Η τρίτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 92/81 συνηγορεί υπέρ μιας τέτοιας αυτοτελούς ερμηνείας.

20
Από τη διατύπωση της οδηγίας 92/81 δεν μπορεί να συναχθεί ότι η ως άνω έκφραση επιδέχεται περιοριστική ερμηνεία. Το ίδιο ισχύει όσον αφορά τη συνήθη ερμηνεία της έννοιας «Verheizen» που περιλαμβάνεται στο άρθρο 4, παράγραφος 1, σημείο 2, στοιχείο b, του MinöStG. Τα πετρελαιοειδή πάντοτε «χρησιμοποιούνται» όταν καίονται και η παραγόμενη κατ’ αυτόν τον τρόπο θερμότητα χρησιμοποιείται για την παροχή θερμάνσεως, ανεξαρτήτως του σκοπού της εν λόγω θερμάνσεως.

21
Ο σκοπός του ειδικού φόρου καταναλώσεως επί των πετρελαιοειδών, ως φόρου καταναλώσεως, συνηγορεί επίσης υπέρ μιας ευρείας ερμηνείας της εκφράσεως «χρησιμοποιούνται ως καύσιμα θερμάνσεως», που ενσωματώνει κάθε μορφή άμεσης ή έμμεσης καταναλώσεως των πετρελαιοειδών.

22
Ομοίως, η ως άνω ερμηνεία προκύπτει από την οικονομία της οδηγίας 92/81. Το γεγονός ότι ο κοινοτικός νομοθέτης προέβλεψε απαλλαγή από τον εναρμονισμένο ειδικό φόρο καταναλώσεως για τη συγκεκριμένη περίπτωση που περιγράφεται στο άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο δ΄, της εν λόγω οδηγίας καταδεικνύει σαφώς ότι ο ως άνω νομοθέτης θεωρεί ότι το άρθρο 2, παράγραφος 2, πρώτη περίοδος, της οδηγίας 92/81 περιλαμβάνει όλες τις χρήσεις πετρελαιοειδών για την παραγωγή θερμικής ενέργειας. Η θέσπιση της διατάξεως του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο δ΄, της οδηγίας 92/81 θα ήταν κενή περιεχομένου αν η έκφραση «χρησιμοποιούνται ως καύσιμα θερμάνσεως» έπρεπε να νοηθεί κατά τη σημασία που της προσδίδεται στην εγκύκλιο.

23
Ωστόσο, η προβλεπόμενη στην τελευταία διάταξη παρέκκλιση δεν μπορεί να δικαιολογήσει όλες τις παρεκκλίσεις από την υποχρέωση επιβολής φορολογίας που προβλέπονται στο σημείο III της εγκυκλίου. Συγκεκριμένα, οι απαλλαγές από τον φόρο, ως παρεκκλίσεις από τη γενική αρχή της φορολογήσεως, πρέπει να ερμηνεύονται στενά (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, όσον αφορά τον ΦΠΑ, την απόφαση της 15ης Ιουνίου 1989, 348/87, Stichting Uitvoering Financiële Acties, Συλλογή 1989, σ. 1737, σκέψεις 12 και 13).

24
Η Γερμανική Κυβέρνηση αμφισβητεί την προσαπτόμενη παράβαση. Κατά την εν λόγω κυβέρνηση, η Επιτροπή εσφαλμένως θεωρεί ότι οι όροι «καίω» («Verbrennen») και «χρησιμοποιώ ως καύσιμο θερμάνσεως» («Verheizen») είναι ανάλογοι.

25
Οι όροι «προορίζονται», «προσφέρονται προς πώληση» ή «χρησιμοποιούνται», που περιλαμβάνονται στο άρθρο 2, παράγραφος 2, πρώτη περίοδος, της οδηγίας 92/81, υπογραμμίζουν την ανάγκη μιας υποκειμενικής και συγκεκριμένης διαθέσεως του πετρελαιοειδούς από τον τελικό χρήστη ή τον έμπορο, ήτοι την πρόθεση να χρησιμοποιηθεί το πετρελαιοειδές για να «θερμάνει» («heizen») μια τρίτη ουσία. Όταν δεν συντρέχει το εν λόγω υποκειμενικό στοιχείο της διαθέσεως, δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί ότι το πετρελαιοειδές χρησιμοποιείται ως καύσιμο θερμάνσεως, ακόμη και όταν θερμαίνονται άλλα υλικά λόγω της θερμότητας που απελευθερώνεται κατά τη διάρκεια μιας διεργασίας καύσεως. Πρόκειται για την ερμηνεία η οποία συνάγεται από τη νομολογία του Bundesfinanzhof και η οποία υιοθετήθηκε στο σημείο II, δεύτερη περίπτωση, της εγκυκλίου.

26
Όσον αφορά τη χρησιμοποίηση της θερμικής ενέργειας του πετρελαιοειδούς για τη λειτουργία και τη διατήρηση βιομηχανικών διεργασιών, η Γερμανική Κυβέρνηση υποστηρίζει, σε αντίθεση με ό,τι υποστηρίζει η Επιτροπή, ότι μόνον οι περιπτώσεις που μνημονεύονται στο σημείο III της εγκυκλίου δεν θεωρούνται ότι αποτελούν «χρησιμοποίηση ως καυσίμων θερμάνσεως» και, ως εκ τούτου, δεν υπόκεινται στην επιβολή ειδικών φόρων καταναλώσεως. Εκτός των περιπτώσεων αυτών, δεν υφίσταται απαλλαγή από τον ειδικό φόρο καταναλώσεως.

27
Η τρίτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 92/81 δεν απαιτεί ομοιόμορφη ερμηνεία όλων των νομικών εννοιών που χρησιμοποιούνται στην οδηγία. Αντιθέτως, η εν λόγω αιτιολογική σκέψη περιορίζεται να λάβει υπόψη το άρθρο 3, παράγραφος 1, πρώτη περίπτωση, της οδηγίας 92/12, σύμφωνα με το οποίο ο ορισμός της έννοιας των «πετρελαιοειδών» περιλαμβάνεται στη σχετική οδηγία, ήτοι στην οδηγία 92/81. Ο ως άνω ορισμός προκύπτει από το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 92/81, το οποίο απαριθμεί τα προϊόντα που θεωρούνται ως πετρελαιοειδή κατά την έννοια της οδηγίας 92/81.

28
Αν ο κοινοτικός νομοθέτης επιθυμούσε να προσδώσει στην τρίτη αιτιολογική σκέψη της τελευταίας οδηγίας νόημα αντίστοιχο με εκείνο που της προσδίδει η Επιτροπή, θα είχε ορίσει ο ίδιος την έννοια της «χρησιμοποιήσεως ως καυσίμων θερμάνσεως» στην οδηγία αυτή. Το γεγονός ότι δεν ενήργησε κατ’ αυτόν τον τρόπο συνηγορεί υπέρ του ισχυρισμού ότι η έννοια αυτή πρέπει να ορισθεί στο πλαίσιο του εσωτερικού δικαίου.

29
Η ερμηνεία που προέκρινε η Επιτροπή προϋποθέτει πλήρη εναρμόνιση στον τομέα της φορολογήσεως των πετρελαιοειδών, όπως εκείνη που υφίσταται ως προς το καθεστώς του φόρου κύκλου εργασιών. Πάντως, από τη διατύπωση της οδηγίας 92/12 προκύπτει ότι δεν έχει προβλεφθεί τέτοια εναρμόνιση ως προς τους φόρους επί των πετρελαιοειδών.

30
Επιπλέον, η αναγκαιότητα πλήρων και αυτοτελών ορισμών στο επίπεδο της Κοινότητας στηρίζεται, στον τομέα του φόρου κύκλου εργασιών, στις ανάγκες χρηματοδοτήσεως της Κοινότητας και στη δίκαιη κατανομή των οικονομικών επιβαρύνσεων μεταξύ των κρατών μελών. Αντιθέτως, οι οδηγίες περί φορολογήσεως των πετρελαιοειδών δεν επιτελούν τέτοιες λειτουργίες.

31
Το ιστορικό της οδηγίας 92/81 καταδεικνύει ότι ο επιδιωκόμενος σκοπός ήταν μόνον η δημιουργία επαρκούς συντονισμού προκειμένου να διασφαλιστεί ότι ανάλογα προϊόντα φορολογούνται εν γένει κατά τον ίδιο τρόπο και ότι οι διαφορές, λόγω φορολογήσεως, μεταξύ των τιμών των ως άνω προϊόντων δεν ενθαρρύνουν δόλιες ή εικονικές αγορές. Έτσι, δόθηκε στα κράτη μέλη σημαντικό περιθώριο ελιγμών, έστω και αν τούτο είχε ως τίμημα τη διατήρηση διαφορετικών προϋποθέσεων στον τομέα του ανταγωνισμού σε εθνικό επίπεδο.

32
Η εκ μέρους της Επιτροπής επίκληση της εξαιρέσεως που προβλέπει το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο δ΄, της οδηγίας 92/81 είναι απρόσφορη. Κατά τη Γερμανική Κυβέρνηση, στη συγκεκριμένη περίπτωση, μέρος του πετρελαιοειδούς χρησιμοποιείται επίσης ως καύσιμο θερμάνσεως. Επομένως, για την αποσαφήνιση της εν λόγω συγκεκριμένης περιπτώσεως είναι αναγκαία μια ρύθμιση, λαμβανομένης υπόψη της ερμηνείας της έννοιας της «καύσεως» που γίνεται δεκτή στο γερμανικό δίκαιο.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

33
Προκειμένου να αποφανθεί το Δικαστήριο επί της προσφυγής, επιβάλλεται, κατ’ αρχάς, να καθοριστεί αν η έκφραση «χρησιμοποιούνται ως καύσιμα θερμάνσεως» που περιλαμβάνεται στο άρθρο 2, παράγραφος 2, πρώτη περίοδος, της οδηγίας 92/81 πρέπει να ερμηνευθεί αυτοτελώς ή αν ο ορισμός της εμπίπτει, όπως υποστηρίζει η Γερμανική Κυβέρνηση, στην αρμοδιότητα των κρατών μελών.

34
Προκειμένου να αποφανθεί το Δικαστήριο επί του ως άνω ζητήματος, πρέπει να ληφθεί υπόψη ο σκοπός και το εύρος της εναρμονίσεως που επιτυγχάνεται με τις οδηγίες περί των ειδικών φόρων καταναλώσεως επί των πετρελαιοειδών.

35
Συναφώς, πρέπει να επισημανθεί ότι οι οδηγίες 92/12, 92/81 και 94/74 εκδόθηκαν και οι τρεις βάσει του άρθρου 99 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 93 ΕΚ). Η εν λόγω διάταξη εξουσιοδοτεί το Συμβούλιο να προβαίνει στην εναρμόνιση των εθνικών νομοθεσιών περί, μεταξύ άλλων, των ειδικών φόρων καταναλώσεως, στον βαθμό που η εναρμόνιση αυτή είναι αναγκαία για να εξασφαλισθεί η εγκαθίδρυση και η λειτουργία της εσωτερικής αγοράς.

36
Η πρώτη και η τέταρτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 92/12 αναφέρουν ότι η εγκαθίδρυση και η λειτουργία της εσωτερικής αγοράς προϋποθέτουν την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που υπόκεινται σε ειδικό φόρο κατανάλωσης, και ότι, προς τούτο, το απαιτητό των ειδικών φόρων κατανάλωσης πρέπει να είναι ίδιο σε όλα τα κράτη μέλη.

37
Η πέμπτη και η έκτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 92/81 διευκρινίζουν ότι είναι αναγκαίο να θεσπιστούν ορισμένες υποχρεωτικές εξαιρέσεις σε κοινοτικό επίπεδο και ότι ενδείκνυται να επιτραπεί στα κράτη μέλη η προαιρετική εφαρμογή ορισμένων άλλων εξαιρέσεων, όταν αυτό δεν προκαλεί στρεβλώσεις του ανταγωνισμού.

38
Τέλος, σύμφωνα με τη δέκατη όγδοη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 94/74, θα πρέπει να παραχωρηθεί υποχρεωτική απαλλαγή σε κοινοτικό επίπεδο για τα πετρελαιοειδή που εγχέονται στις υψικάμινους με σκοπό τη διευκόλυνση της διεργασίας χημικής αναγωγής, προκειμένου να αποτρέπονται στρεβλώσεις του ανταγωνισμού που προκύπτουν από διαφορετικά φορολογικά καθεστώτα μεταξύ των κρατών μελών.

39
Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι ο σκοπός των τριών αυτών οδηγιών είναι η διασφάλιση της ελεύθερης κυκλοφορίας των πετρελαιοειδών στην εσωτερική αγορά, καθώς και η αποφυγή των στρεβλώσεων του ανταγωνισμού που θα μπορούσαν να προκύψουν από τις διαφορετικές διαρθρώσεις των ειδικών φόρων καταναλώσεως.

40
Ούτως εχόντων των πραγμάτων, η εναρμόνιση που έχει σήμερα επιτευχθεί είναι μερική μόνον (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, απόφαση της 24ης Φεβρουαρίου 2000, C‑434/97, Επιτροπή κατά Γαλλίας, Συλλογή 2000, σ. I‑1129, σκέψη 17).

41
Ωστόσο, η ανωτέρω μερική εναρμόνιση δεν συνεπάγεται κατ’ ανάγκην ότι ο ορισμός των εννοιών που χρησιμοποιούνται στην οδηγία 92/81 εμπίπτει στην αρμοδιότητα των κρατών μελών. Τα πάντα εξαρτώνται από το ζήτημα αν οι σχετικές έννοιες αφορούν έναν ήδη εναρμονισμένο τομέα ή όχι.

42
Στο πλαίσιο αυτό, η τρίτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 92/81 αναφέρει ότι για την ορθή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς είναι σημαντικό να δοθούν κοινοί ορισμοί για όλα τα πετρελαιοειδή προϊόντα, τα οποία θα υπόκεινται στο γενικό σύστημα παρακολούθησης των ειδικών φόρων κατανάλωσης. Η τέταρτη αιτιολογική σκέψη της ίδιας οδηγίας εκθέτει ότι είναι σκόπιμο οι εν λόγω ορισμοί να βασίζονται σε εκείνους της συνδυασμένης ονοματολογίας.

43
Έτσι, στο άρθρο 2, παράγραφος 1, της ως άνω οδηγίας καθορίζονται τα πετρελαιοειδή επί των οποίων εφαρμόζεται η εν λόγω οδηγία με παραπομπή σε κωδικούς της Συνδυασμένης Ονοματολογίας. Εξάλλου, στην παράγραφο 2 του ιδίου άρθρου διευκρινίζεται ότι τα πετρελαιοειδή υπόκεινται σε ειδικό φόρο κατανάλωσης εάν προορίζονται να χρησιμοποιηθούν, προσφέρονται προς πώληση ή χρησιμοποιούνται ως καύσιμα θέρμανσης ή ως καύσιμα κινητήρων.

44
Ενεργώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο, ο νομοθέτης καθόρισε σε κοινοτικό επίπεδο και κατά ομοιόμορφο τρόπο τις χρήσεις των πετρελαιοειδών οι οποίες δίδουν λαβή για την επιβολή ειδικού φόρου καταναλώσεως και οι οποίες, ως εκ τούτου, αποτελούν τη γενεσιουργό αιτία του εν λόγω φόρου. Πράττοντας τούτο, ο νομοθέτης σκόπευε να αποκλείσει το ενδεχόμενο οι περιπτώσεις στις οποίες τα πετρελαιοειδή υπόκεινται σε ειδικό φόρο καταναλώσεως να ποικίλλουν από το ένα κράτος μέλος στο άλλο ανάλογα με τη χρησιμοποίηση των εν λόγω πετρελαιοειδών, πράγμα που θα μπορούσε να προκαλέσει στρεβλώσεις του ανταγωνισμού στο ενδοκοινοτικό εμπόριο, στρεβλώσεις στην καταπολέμηση των οποίων αποσκοπεί ακριβώς το κοινοτικό σύστημα εναρμονίσεως (βλ. σκέψη 39 της παρούσας αποφάσεως).

45
Υπό τις συνθήκες αυτές, από το γεγονός ότι ο κοινοτικός νομοθέτης δεν έδωσε ορισμό των χρήσεων που μνημονεύονται στο εν λόγω άρθρο 2, παράγραφος 2, δεν μπορεί να συναχθεί ότι ο ως άνω νομοθέτης σκόπευε να αφήσει στα κράτη μέλη την πρωτοβουλία να ορίσουν τις εν λόγω χρήσεις, όπως υποστηρίζει η Γερμανική Κυβέρνηση. Συγκεκριμένα, ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα ενείχε τον κίνδυνο να δοθούν αποκλίνοντες ορισμοί, πράγμα που θα έπληττε τον ομοιόμορφο καθορισμό της γενεσιουργού αιτίας του ειδικού φόρου καταναλώσεως, στον οποίο προβαίνει το ίδιο άρθρο.

46
Επομένως, η έκφραση «χρησιμοποιούνται ως καύσιμα θερμάνσεως» που περιλαμβάνεται στο άρθρο 2, παράγραφος 2, πρώτη περίοδος, της οδηγίας 92/81 πρέπει να ερμηνευθεί αυτοτελώς.

47
Πρέπει ακόμη να καθοριστεί αν η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, ερμηνεύοντας την έννοια της «χρησιμοποιήσεως ως καυσίμων θερμάνσεως» που περιλαμβάνεται στο άρθρο 4, παράγραφος 1, σημείο 2, στοιχείο b, του MinöStG κατά το πνεύμα της εγκυκλίου, παρέβη το άρθρο 2, παράγραφος 2, πρώτη περίοδος, της οδηγίας 92/81.

48
Σύμφωνα με την εγκύκλιο, ως «χρησιμοποίηση πετρελαιοειδών ως καυσίμων θερμάνσεως» νοείται μόνον η εκούσια χρησιμοποίηση της θερμαντικής αξίας ενός υλικού, ήτοι η πλήρης ή μερική καύση πετρελαιοειδούς για την παραγωγή θερμότητας, η οποία μεταβιβάζεται πλήρως ή μερικώς σε άλλο υλικό, το οποίο πρέπει να αποκτά την ιδιότητα μιας νέας πηγής ενέργειας ή θερμότητας. Η συγκεκριμένη χρησιμοποίηση της νέας πηγής θερμότητας ως θερμαντικού μέσου δικαιολογεί το συμπέρασμα ότι το πετρελαιοειδές που χρησίμευσε στην παραγωγή της εν λόγω πηγής θερμότητας χρησιμοποιήθηκε ως καύσιμο θερμάνσεως. Αντιθέτως, όταν η καύση του πετρελαιοειδούς συμπίπτει, στο πλαίσιο μιας ομογενούς διαδικασίας, με τον μετασχηματισμό ή την καταστροφή του υλικού που απορροφά τη θερμική ενέργεια η οποία απελευθερώνεται με την καύση, το πετρελαιοειδές, κατά την εγκύκλιο, δεν χρησιμοποιείται ως καύσιμο θερμάνσεως, αλλά για άλλους σκοπούς και, ως εκ τούτου, δεν πρέπει να υπόκειται σε ειδικό φόρο καταναλώσεως.

49
Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι τα πετρελαιοειδή χρησιμοποιούνται πάντοτε ως καύσιμα θερμάνσεως κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 2, πρώτη περίοδος, της οδηγίας 92/81, όταν καίονται και η παραγόμενη κατ’ αυτόν τον τρόπο θερμότητα χρησιμοποιείται για την παροχή θερμάνσεως, ανεξαρτήτως του σκοπού της εν λόγω θερμάνσεως.

50
Προκειμένου να αποφανθεί το Δικαστήριο επί της διαφοράς μεταξύ των διαδίκων, πρέπει να ληφθεί υπόψη η οικονομία της οδηγίας 92/81 και ο σκοπός που επιδιώκει ο ειδικός φόρος καταναλώσεως επί των πετρελαιοειδών ως φόρος καταναλώσεως.

51
Όσον αφορά, κατ’ αρχάς, την οικονομία της εν λόγω οδηγίας, πρέπει να επισημανθεί ότι το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο δ΄, της ως άνω οδηγίας προβλέπει μια υποχρεωτική απαλλαγή από τον ειδικό φόρο καταναλώσεως, η οποία αφορά ειδικώς τα πετρελαιοειδή που εγχέονται στις υψικάμινους με σκοπό να διευκολυνθεί η χημική διεργασία αναγωγής, σε συνδυασμό με το κωκ που χρησιμοποιείται ως κύριο καύσιμο.

52
Η ως άνω απαλλαγή, η οποία εισήχθη με το άρθρο 2, σημείο 4, της οδηγίας 94/74, καταδεικνύει ότι, κατά τον κοινοτικό νομοθέτη, η έκφραση «χρησιμοποιούνται ως καύσιμα θερμάνσεως», η οποία περιλαμβάνεται στο άρθρο 2, παράγραφος 2, πρώτη περίοδος, της οδηγίας 92/81, δεν αφορά μόνον τις περιπτώσεις κατά τις οποίες η παραχθείσα με την καύση του πετρελαιοειδούς θερμική ενέργεια χρησιμοποιείται με σκοπό την παροχή θερμάνσεως, κατά την έννοια που προσδίδει η εγκύκλιος στον όρο αυτό, αλλά περιλαμβάνει επίσης τις περιπτώσεις κατά τις οποίες η κατ’ αυτόν τον τρόπο παραχθείσα θερμική ενέργεια χρησιμοποιείται για άλλους σκοπούς. Πράγματι, δεν θα υφίστατο ανάγκη να εισαχθεί η ως άνω απαλλαγή εάν η περίπτωση που προβλέπει δεν ενέπιπτε εκ προοιμίου στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 2, παράγραφος 2, πρώτη περίοδος, της οδηγίας 92/81, λόγω του ότι το πετρελαιοειδές που χρησίμευσε στη διευκόλυνση της χημικής διεργασίας αναγωγής δεν χρησιμοποιήθηκε ως καύσιμο θερμάνσεως.

53
Ωστόσο, η Γερμανική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι, κατά την ερμηνεία της έννοιας της «καύσεως» που γίνεται δεκτή στην εγκύκλιο, μέρος του πετρελαιοειδούς χρησιμοποιείται ως καύσιμο θερμάνσεως στις περιπτώσεις που τα πετρελαιοειδή εγχέονται στις υψικάμινους προκειμένου να επιταχυνθεί η χημική διεργασία αναγωγής. Κατά συνέπεια, είναι αναγκαία μια ρύθμιση που να διασαφηνίζει τη συγκεκριμένη αυτή περίπτωση.

54
Όπως επεσήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 62 των προτάσεών του, είναι ενδεικτικό ότι ο κοινοτικός νομοθέτης δεν αρκέστηκε να περιορίσει το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 2, παράγραφος 2, πρώτη περίοδος, της οδηγίας 92/81, αλλά, θεσπίζοντας την επίμαχη απαλλαγή, εισήγαγε μια ρητή παρέκκλιση από την αρχή της φορολογήσεως που καθιερώνει η εν λόγω διάταξη. Από νομοτεχνική άποψη, παρόμοια λύση χρησιμοποιείται όταν η προβλεπόμενη από την παρέκκλιση περίπτωση εμπίπτει, κατ’ αρχήν, στον βασικό κανόνα και όχι όταν πρόκειται για αποσαφήνιση του τελευταίου. Επιπλέον, έστω και αν υποτεθεί ότι ο κοινοτικός νομοθέτης, θεσπίζοντας την επίμαχη απαλλαγή, επιθυμούσε να παράσχει μια «αποσαφήνιση», δεν αμφισβητείται ότι το άρθρο 8, παράγραφος 1, της οδηγίας 92/81 δεν καλύπτει τις χρήσεις των πετρελαιοειδών που, δυνάμει του σημείου III της εγκυκλίου, δεν πρέπει να υπόκεινται σε ειδικό φόρο καταναλώσεως.

55
Επομένως, το επιχείρημα που προέβαλε η Γερμανική Κυβέρνηση δεν είναι ικανό να κλονίσει τη διαπίστωση που εκτίθεται στη σκέψη 52 της παρούσας αποφάσεως.

56
Εν συνεχεία, όπως υποστήριξε η Επιτροπή, ο σκοπός του ειδικού φόρου καταναλώσεως επί των πετρελαιοειδών ως φόρου καταναλώσεως συνηγορεί υπέρ της ερμηνείας σύμφωνα με την οποία η έκφραση «χρησιμοποιούνται ως καύσιμα θερμάνσεως», που περιλαμβάνεται στο άρθρο 2, παράγραφος 2, πρώτη περίοδος, της οδηγίας 92/81, αφορά όλες τις περιπτώσεις κατά τις οποίες τα πετρελαιοειδή καίονται και η παραχθείσα κατ’ αυτόν τον τρόπο θερμική ενέργεια χρησιμεύει στην παροχή θερμάνσεως, ανεξαρτήτως του σκοπού της θερμάνσεως, συμπεριλαμβανομένου εκείνου του μετασχηματισμού ή της καταστροφής του υλικού που απορροφά την ως άνω θερμική ενέργεια κατά τη διάρκεια μιας χημικής ή βιομηχανικής διεργασίας. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, τα πετρελαιοειδή καταναλώνονται και, ως εκ τούτου, πρέπει να υπόκεινται σε ειδικό φόρο καταναλώσεως.

57
Στην εγκύκλιο, η αντίστοιχη έννοια της «χρησιμοποιήσεως ως καυσίμων θερμάνσεως», η οποία επαναλαμβάνεται στο άρθρο 4, παράγραφος 1, σημείο 2, στοιχείο b, του MinöStG, ορίζεται κατά περιοριστικό τρόπο που έχει ως αποτέλεσμα να αποκλείει από τον ειδικό φόρο καταναλώσεως τις περιπτώσεις που προβλέπονται στο σημείο III της εν λόγω εγκυκλίου, στις οποίες η καύση του πετρελαιοειδούς συμπίπτει, στο πλαίσιο μιας ομογενούς διαδικασίας, με τον μετασχηματισμό ή την καταστροφή του υλικού που απορροφά τη θερμική ενέργεια η οποία απελευθερώνεται με την καύση, ενώ οι ως άνω περιπτώσεις εμπίπτουν στο άρθρο 2, παράγραφος 2, πρώτη περίοδος, της οδηγίας 92/81. Ενεργώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας παρέβη την ως άνω διάταξη της οδηγίας 92/81.

58
Κατά συνέπεια, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, εφαρμόζοντας το άρθρο 4, παράγραφος 1, σημείο 2, στοιχείο b, του MinöStG, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 2, παράγραφος 2, πρώτη περίοδος, της οδηγίας 92/81, καθόσον το εν λόγω κράτος μέλος δεν επέβαλε ειδικούς φόρους καταναλώσεως επί όλων των πετρελαιοειδών τα οποία προορίζονται να χρησιμοποιηθούν ως καύσιμα θερμάνσεως.


Επί των δικαστικών εξόδων

59
Σύμφωνα με το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η Επιτροπή ζήτησε την καταδίκη της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, η οποία ηττήθηκε, το κράτος αυτό πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)
Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, εφαρμόζοντας το άρθρο 4, παράγραφος 1, σημείο 2, στοιχείο b, του Mineralölsteuergesetz (νόμου περί του φόρου επί των πετρελαιοειδών), της 21ης Δεκεμβρίου 1992, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 2, παράγραφος 2, πρώτη περίοδος, της οδηγίας 92/81/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Οκτωβρίου 1992, για την εναρμόνιση των διαρθρώσεων των ειδικών φόρων κατανάλωσης που επιβάλλονται στα πετρελαιοειδή, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 94/74/ΕΚ του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1994, καθόσον το εν λόγω κράτος μέλος δεν επέβαλε ειδικούς φόρους καταναλώσεως επί όλων των πετρελαιοειδών τα οποία προορίζονται να χρησιμοποιηθούν ως καύσιμα θερμάνσεως.

2)
Καταδικάζει την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας στα δικαστικά έξοδα.

Σκουρής

Cunha Rodrigues

Puissochet

Schintgen

Macken

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 29 Απριλίου 2004.

Ο Γραμματέας

Ο Πρόεδρος

R. Grass

Β. Σκουρής


1
Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.