62002J0012

Απόφαση του Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα) της 2ας Οκτωβρίου 2003. - Ποινική δίκη κατά Marco Grilli. - Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Bayerisches Oberstes Landesgericht - Γερμανία. - Ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων - Μέτρα ισοδυνάμου αποτελέσματος - Οδική μεταφορά προς κράτος μέλος οχήματος με κινητήρα το οποίο αγοράστηκε σε άλλο κράτος μέλος - Προσωρινές πινακίδες κυκλοφορίας - Επιβολή ποινικών κυρώσεων για την κυκλοφορία οχήματος το οποίο δεν έχει ταξινομηθεί νομίμως. - Υπόθεση C-12/02.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 2003 σελίδα 00000


Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό

Διάδικοι


Στην υπόθεση C-12/02,

που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Bayerisches Oberstes Landesgericht (Γερμανία) προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 234 ΕΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της ποινικής δίκης που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου κατά

Marco Grilli,

η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία του άρθρου 29 ΕΚ,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

(πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους M. Wathelet (εισηγητή), πρόεδρο τμήματος, P. Jann και A. Rosas, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: P. Lιger

γραμματέας: R. Grass

λαμβάνοντας υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσε:

- η Επιτροπή των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον U. Wφlker, επικουρούμενο από την B. Wδgenbaur, Rechtsanwalt,

έχοντας υπόψη την έκθεση του εισηγητή δικαστή,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 15ης Μαου 2003,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Σκεπτικό της απόφασης


1 Με διάταξη της 19ης Δεκεμβρίου 2001, που περιήλθε στο Δικαστήριο στις 16 Ιανουαρίου 2002, το Bayerisches Oberstes Landesgericht (Γερμανία) υπέβαλε, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 234 ΕΚ, ένα προδικαστικό ερώτημα σχετικά με την ερμηνεία του άρθρου 29 ΕΚ.

2 Το ερώτημα αυτό ανέκυψε στο πλαίσιο ποινικής δίκης κατόπιν ποινικής διώξεως που άσκησε η γερμανική εισαγγελική αρχή κατά του Μ. Grilli, Iταλού υπηκόου, ο οποίος κατηγορείται ότι οδηγούσε στους γερμανικούς αυτοκινητοδρόμους όχημα το οποίο είχε αγοράσει στη Γερμανία και το οποίο έφερε προσωρινές πινακίδες κυκλοφορίας τις οποίες είχαν εκδώσει οι αρχές ενός άλλου κράτους μέλους.

Το εθνικό νομικό πλαίσιο

3 Το άρθρο 22, παράγραφοι 1, σημείο 1, και 2, του Straίenverkehrgesetz (γερμανικού κώδικα κυκλοφορίας, στο εξής: StVG) προβλέπει:

«(1) Όποιος θέτει παράνομα

1. πλαστές πινακίδες σε όχημα ή στο ρυμουλκούμενο από αυτό όχημα για τα οποία δεν έχουν χορηγηθεί πινακίδες κυκλοφορίας ή δεν έχει εκδοθεί άδεια κυκλοφορίας,

2. [...]

3. [...]

τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους ή με χρηματική ποινή εφόσον η πράξη αυτή δεν τιμωρείται βαρύτερα με άλλη διάταξη.

(2) Με την ίδια ποινή φυλακίσεως και με χρηματική ποινή τιμωρείται και όποιος εν γνώσει του χρησιμοποιεί στο οδικό δίκτυο όχημα ή ρυμουλκούμενο από αυτό όχημα των οποίων οι πινακίδες κυκλοφορίας είναι πλαστές ή αλλοιωμένες με κάποιον από τους τρόπους που προβλέπει η παράγραφος 1, σημεία 1 έως 3.»

4 Το άρθρο 18, παράγραφος 1, του Straίenverkehrzulasssordnung (γερμανικής κανονιστικής ρυθμίσεως για τη χορήγηση αδείας κυκλοφορίας σε οχήματα με κινητήρα, στο εξής: StVZO) προβλέπει ότι:

«Υποχρέωση λήψεως αδείας κυκλοφορίας

(1) Τα οχήματα με κινητήρα των οποίων η μέγιστη ταχύτητα υπερβαίνει, εκ της κατασκευής τους, τα έξι χιλιόμετρα την ώρα καθώς και τα ρυμουλκούμενα από αυτά οχήματά [...] μπορούν να χρησιμοποιηθούν στο οδικό δίκτυο μόνον εφόσον έχουν δοθεί έγκριση τύπου οχήματος ή έγκριση τύπου στοιχείου ΕΚ καθώς και επίσημες πινακίδες κυκλοφορίας από τις διοικητικές αρχές (υπηρεσίες ταξινομήσεως) βάσει των οποίων επιτρέπεται η κυκλοφορία τους.»

5 Κατά το άρθρο 69 bis, παράγραφος 2, σημείο 3, του StVZO:

«(2) διαπράττει παράβαση κατά την έννοια του άρθρου 24 του κώδικα οδικής κυκλοφορίας όποιος εκ προθέσεως ή εξ αμελείας

1. [...]

2. [...]

3. χρησιμοποιεί στο οδικό δίκτυο όχημα με κινητήρα ή το ρυμουλκούμενο από αυτό όχημα χωρίς να έχει την άδεια κυκλοφορίας που απαιτεί το άρθρο 18, παράγραφος 1, ή χωρίς να έχει την έγκριση τύπου οχήματος που απαιτεί το άρθρο 18, παράγραφος 3.»

Τα πραγματικά περιστατικά

6 Ο M. Grilli μετέβη στη Γερμανία τον Αύγουστο του 2000 προκειμένου να αγοράσει αυτοκίνητο ιδιωτικής χρήσεως από πωλητή μεταχειρισμένων αυτοκινήτων με έδρα το Αμβούργο.

7 O M. Grilli έθεσε επί του οχήματος αυτού Ιταλικές προσωρινές πινακίδες κυκλοφορίας με τον αριθμό «BT-0835» («targa prova») που του είχαν χορηγήσει προηγουμένως οι ιταλικές διοικητικές αρχές. Ακολούθως, ο M. Grilli χρησιμοποίησε το όχημα αυτό στον γερμανικό αυτοκινητόδρομο με κατεύθυνση την Ιταλία.

8 Η γερμανική αστυνομία διενήργησε έλεγχο επί του οχήματος του M. Grilli πριν από τα αυστριακά σύνορα και κατέσχε τις ιταλικές προσωρινές πινακίδες κυκλοφορίας. Κατόπιν αιτήματός του εκδόθηκαν αυθημερόν γερμανικές «πινακίδες ενόψει εξαγωγής» και ο M. Grilli εξακολούθησε το ταξίδι του προς την Ιταλία.

9 Η εισαγγελική αρχή άσκησε ποινική δίωξη κατά του M. Grilli για παράνομη χρήση πινακίδων κυκλοφορίας. Υποστήριξε ότι, σύμφωνα με το άρθρο 22, παράγραφοι 1, σημείο 1, και 2, του StVG και σύμφωνα με τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 18 και 69 bis, παράγραφος 2, σημείο 3, του StVZO, είναι παράνομη η τοποθέτηση ιταλικών προσωρινών πινακίδων κυκλοφορίας σε όχημα ιδιωτικής χρήσεως το οποίο αγοράστηκε στη Γερμανία και είναι παράνομη η κυκλοφορία του με τις πινακίδες αυτές στο γερμανικό οδικό δίκτυο.

10 Το Amtsgericht Ebersberg (Γερμανία) καταδίκασε αρχικώς τον M. Grilli σε χρηματική ποινή ύψους 1 500 γερμανικών μάρκων (DEM) λόγω παράνομης χρήσεως πινακίδων κυκλοφορίας, σύμφωνα με το άρθρο 22, παράγραφοι 1, σημείο 1, και 2, του StVG.

11 Ο M. Grilli άσκησε ανακοπή επί της ανωτέρω καταδικαστικής αποφάσεως ενώπιον του Amtsgericht.

12 Αρχικώς, το Amtsgericht έκρινε ότι o M. Grilli παρέβη τις διατάξεις του άρθρου 22 του StVG καθ' ο μέτρο, βάσει της συμβάσεως για την αμοιβαία αναγνώριση των δοκιμαστικών και προσωρινών πινακίδων κυκλοφορίας μεταξύ της Ιταλίας και της Γερμανίας της 22ας Δεκεμβρίου 1993 που άρχισε να ισχύει από 1ης Ιανούαριου 1994 (Verkehrsblatt 1994, σ. 94 επ., στο εξής: σύμβαση), επιτρέπεται μόνον όπως το όχημα φέρει προσωρινές πινακίδες της εκάστοτε χώρας στην οποία αγοράστηκε και όπως κυκλοφορεί με αυτές στο έτερο συμβαλλόμενο κράτος. Εν τούτοις, το Amtsgericht έκρινε ότι η διατύπωση της συμβάσεως αυτής ήταν ασαφής και ότι, ως εκ τούτου, ο M. Grilli μπορούσε να υποθέσει ότι είχε δικαίωμα να τοποθετήσει ιταλικές προσωρινές πινακίδες κυκλοφορίας σε όχημα ιδιωτικής χρήσεως το οποίο αγόρασε στη Γερμανία.

13 Κατά συνέπεια, το Amtsgericht έκρινε ότι ο Μ. Grilli μπορούσε να επικαλεσθεί άφευκτη πλάνη ως προς την εν λόγω απαγόρευση και τον κήρυξε αθώο.

14 Η εισαγγελική αρχή άσκησε αναίρεση κατά της αθωωτικής αυτής αποφάσεως ενώπιον του Bayerisches Oberstes Landesgericht.

15 Το επιληφθέν της αιτήσεως αναιρέσεως δικαστήριο φρονεί ότι κακώς αθωώθηκε ο M. Grilli και ότι έπρεπε να καταδικασθεί σύμφωνα με το άρθρο 22, παράγραφοι 1, σημείο 1, και 2, του StVG του οποίου συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής.

16 Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το Bayerisches Oberstes Landesgericht, η σύμβαση που μνημονεύει το Amtsgericht αφορά μόνον τη μεταφορά οχημάτων προσωρινώς ταξινομηθέντων στην Ιταλία και κατευθυνομένων προς τη Γερμανία και δεν επιτρέπει, όπως εν προκειμένω, τη μεταφορά στην Ιταλία οχήματος το οποίο αγοράστηκε στη Γερμανία και το οποίο εφοδιάστηκε στη χώρα αυτή με ιταλικές προσωρινές πινακίδες κυκλοφορίας. Το Bayerisches Staatministerium fόr Wirtschaft und Verkehr (Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Μεταφορών της Βαυαρίας) είχε εξάλλου τονίσει με ανακοινωθέν Τύπου της 28ης Φεβρουαρίου 1994 ότι, ακόμη και μετά την έναρξη της ισχύος της συμβάσεως από 1ης Ιανουαρίου 1994, μπορούσαν να μεταφερθούν στην Ιταλία μόνον τα αγορασθέντα στη Γερμανία σχήματα που είχαν εφοδιασθεί με γερμανικές και όχι με προσωρινές ιταλικές πινακίδες κυκλοφορίας.

17 Τέλος, αντίθετα με το Amtsgericht, το Bayerisches Oberstes Landesgericht φρονεί ότι η ενοχή του M. Grilli δεν μπορεί να αποκλεισθεί λόγω άφευκτης πλάνης, διότι οι αυστηρές απαιτήσεις που θέτουν η νομολογία και η θεωρία όσον αφορά τον άφευκτο χαρακτήρα μιας τέτοιου είδους πλάνης δεν συντρέχουν εν προκειμένω.

18 Εντούτοις, το Bayerisches Oberstes Landesgericht φρονεί ότι ενδέχεται το άρθρο 29 ΕΚ να απαγορεύει την καταδίκη του M. Grilli στον βαθμό που σκοπός των προσωρινών πινακίδων κυκλοφορίας στις οποίες αναφέρεται η σύμβαση είναι να διευκολύνεται η εξαγωγή ή η εισαγωγή οχημάτων με κινητήρα μεταξύ των δύο κρατών μελών και επομένως, σε τελική ανάλυση, η κυκλοφορία των εμπορευμάτων εντός της Kοινότητας. Η απαγόρευση τοποθετήσεως προσωρινών ιταλικών πινακίδων κυκλοφορίας επί αγορασθέντος στη Γερμανία οχήματος και η απαγόρευση μεταφοράς του στην Ιταλία ενδέχεται επομένως να συνιστά μέτρο ισοδυνάμου αποτελέσματος στον βαθμό που ένας Γερμανός εξαγωγέας μπορεί να ταξινομήσει ευχερέστερα ένα όχημα απ' ό,τι ένας Ιταλός εισαγωγέας.

19 Οι επιφυλάξεις του Bayerisches Oberstes Landesgericht ως προς την ερμηνεία του άρθρου 29 ΕΚ επιρρωννύονται από τις σκέψεις τις οποίες διατύπωσε το Δικαστήριο στην απόφαση της 29ης Φεβρουαρίου 1996, C-193/94, Σκαναβή και Ξρυσανθακόπουλος (Συλλογή 1996, σ. I-929). Η υπόθεση αυτή αφορούσε την υποχρέωση, σε περίπτωση μεταφοράς της κατοικίας από ένα κράτος μέλος σε ένα άλλο, αντικαταστάσεως εντός ορισμένης προθεσμίας της άδειας ικανότητας οδηγήσεως την οποία εξέδωσε το κράτος μέλος καταγωγής. Ειδικότερα, το ερώτημα που υποβλήθηκε στο Δικαστήριο ήταν αν το άρθρο 52 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 43 ΕΚ) απαγορεύει να εξομοιώνεται η οδήγηση οχήματος με κινητήρα εκ μέρους προσώπου το οποίο θα μπορούσε πράγματι να αντικαταστήσει με άδεια του κράτους υποδοχής την άδεια που είχε εκδοθεί από άλλο κράτος μέλος, αλλά το οποίο δεν προέβη στην αντικατάσταση αυτή εντός της ταχθείσας προθεσμίας, προς την οδήγηση χωρίς άδεια και, για τον λόγο αυτό, να επιβάλλεται στο πρόσωπο αυτό ποινή φυλακίσεως ή χρηματική ποινή.

20 Στην σκέψη 36 της προπαρατεθείσας αποφάσεως Σκαναβή και Ξρυσανθακόπουλος, το Δικαστήριο υπενθύμισε κατ' αρχάς ότι, κατά πάγια νομολογία σχετική με τη μη τήρηση των διατυπώσεων που απαιτούνται για την αναγνώριση του δικαιώματος παραμονής προσώπου που προστατεύεται από το κοινοτικό δίκαιο, τα κράτη μέλη δεν μπορούν να επιβάλλουν δυσανάλογα επαχθείς κυρώσεις οι οποίες παρεμποδίζουν την ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων. Το Δικαστήριο έκρινε ότι, λόγω της επιπτώσεως που έχει το δικαίωμα οδηγήσεως οχήματος με κινητήρα στην ουσιαστική άσκηση των δικαιωμάτων που συνδέονται με την ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων, οι ίδιες σκέψεις ισχύουν κατ' ανάγκη και όσον αφορά την παράβαση της υποχρεώσεως αντικαταστάσεως της αδείας οδηγήσεως.

21 Με την ίδια απόφαση, το Δικαστήριο έκρινε ότι η εξομοίωση του προσώπου που παρέλειψε να προβεί στην αντικατάσταση της αδείας με πρόσωπο που οδηγεί χωρίς άδεια, η οποία συνεπάγεται την επιβολή ποινικών κυρώσεων, έστω και χρηματικής φύσεως, όπως οι κυρώσεις που προβλέπει η επίμαχη εθνική νομοθεσία, ήταν δυσανάλογη σε σχέση προς τη σοβαρότητα της εν λόγω παραβάσεως, λαμβανομένων υπόψη των συνεπειών της όσον αφορά την ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων (προπαρατεθείσα απόφαση Σκαναβή και Ξρυσανθακόπουλος, σκέψη 37).

22 Το Bayerisches Oberstes Landesgericht διερωτάται αν η επιβολή ποινικών κυρώσεων στον M. Grilli για τη συμπεριφορά του πρέπει να θεωρηθεί δυσανάλογη σε σχέση με τη σοβαρότητα της παραβάσεως κατά την έννοια της προπαρατεθείσας νομολογίας Σκαναβή και Ξρυσανθακόπουλος. Ενδεχομένως, το Bayerisches Oberstes Landesgericht φρονεί ότι, πράγματι, δεν υπάρχει, από την άποψη του κοινοτικού δικαίου, κανένας λόγος που να δικαιολογεί την επιβολή ποινικών κυρώσεων.

23 Εκτιμώντας ότι η έκβαση της διαφοράς εξαρτάται επομένως από την ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου, το Bayerisches Oberstes Landesgericht αποφάσισε να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Πρέπει να ερμηνευθεί το άρθρο 29 ΕΚ υπό την έννοια ότι αντιβαίνει στη διάταξη αυτή μια ρύθμιση του εθνικού δικαίου η οποία προβλέπει ποινικές κυρώσεις στην περίπτωση που ένας πολίτης της Ιταλικής Δημοκρατίας, στον οποίο οι αρμόδιες διοικητικές αρχές του κράτους αυτού έχουν χορηγήσει προσωρινές πινακίδες κυκλοφορίας για συγκεκριμένη διαδρομή, τοποθετήσει τις πινακίδες αυτές σε όχημα το οποίο προσφέρεται προς πώληση στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και στη συνέχεια μεταφέρει το όχημα αυτό από την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας μέσω του δημοσίου οδικού δικτύου στην Ιταλική Δημοκρατία;»

Επί της ουσίας

24 Το αιτούν δικαστήριο ερωτά κατ' ουσίαν αν αντιβαίνει στο άρθρο 29 ΕΚ ρύθμιση κράτους μέλους η οποία απαγορεύει σε υπήκοο καταγωγής άλλου κράτους μέλους επ' απειλή ποινικών κυρώσεων, όπως είναι η φυλάκιση ή επιβολή χρηματικού προστίμου, να μεταβεί στο κράτος καταγωγής του με όχημα αγορασθέν στο πρώτο κράτος μέλος επί του οποίου έχει τοποθετήσει προσωρινές πινακίδες κυκλοφορίας τις οποίες χορήγησαν οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής του για την εξαγωγή του οχήματος προς αυτό το κράτος μέλος.

25 Επιπλέον από το κεφάλαιο III της διατάξεως περί παραπομπής, όπως παρατίθεται στην σκέψη 22 της παρούσας αποφάσεως, προκύπτει ότι το αιτούν δικαστήριο διερωτάται ως προς το αν είναι δυσανάλογες οι ποινικές κυρώσεις που προβλέπει η οικεία ρύθμιση υπό το πρίσμα του άρθρου 29 ΕΚ.

26 Προκειμένου να δοθεί λυσιτελής απάντηση στο ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου, θα πρέπει επομένως να εξετασθεί, πρώτον, αν μια εθνική ρύθμιση, όπως είναι αυτή της κύριας δίκης, αποτελεί μέτρο ισοδυνάμου αποτελέσματος προς ποσοτικό περιορισμό επί των εξαγωγών, πράγμα που απαγορεύει το άρθρο 29 ΕΚ, και να ερευνηθεί, δεύτερον, αν οι ποινικές κυρώσεις που προβλέπει η εν λόγω ρύθμιση πρέπει να θεωρηθούν δυσανάλογες σε σχέση με τη σοβαρότητα της παραβάσεως κατά την έννοια της προπαρατεθείσας νομολογίας Σκαναβή και Ξρυσανθακόπουλος.

Υποβληθείσες παρατηρήσεις ενώπιον του Δικαστηρίου

27 Για την Επιτροπή, το ερώτημα πρέπει να ερμηνευθεί, παρά την διατύπωση του, υπό την έννοια ότι αφορά, κατ' αρχάς, το αν αντιβαίνουν στο άρθρο 29 ΕΚ οι διατάξεις της γερμανικής νομοθεσίας οι οποίες απαγορεύουν, για την εξαγωγή οχήματος με κινητήρα το οποίο ταξινομήθηκε στη Γερμανία, την τοποθέτηση αντίστοιχων προσωρινών πινακίδων κυκλοφορίας, οι οποίες χορηγήθηκαν προηγουμένως από τις αρμόδιες γερμανικές αρχές και, δευτερευόντως και μόνον, αν αντιβαίνουν στο άρθρο 29 ΕΚ οι διατάξεις της γερμανικής νομοθεσίας οι οποίες προβλέπουν την επιβολή ποινικών κυρώσεων σε περίπτωση παραβάσεως των εν λόγω διατάξεων, ήτοι στην περίπτωση της παράνομης χρησιμοποιήσεως πινακίδων κυκλοφορίας.

28 Βάσει αυτής της ερμηνείας του προδικαστικού ερωτήματος, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι οι εθνικές διατάξεις που διέπουν τις νόμιμες προϋποθέσεις για την κυκλοφορία ενός οχήματος με κινητήρα στη Γερμανία, προκειμένου να εξαχθεί σε άλλο κράτος μέλος, δεν παρατίθενται και/ή δεν μνημονεύονται στη διάταξη περί παραπομπής. Η Επιτροπή διερωτάται ως εκ τούτου αν και σε ποιο βαθμό το Δικαστήριο διαθέτει τα αναγκαία στοιχεία σχετικά με τις ισχύουσες διατάξεις της γερμανικής νομοθεσία προκειμένου να είναι σε θέση να αποφανθεί.

29 Κατά την Επιτροπή, δεν υπάρχουν σχετικές διατάξεις του κοινοτικού δικαίου παρά μόνον όσον αφορά ορισμένες προϋποθέσεις σχετικές με την ταξινόμηση των οχημάτων με κινητήρα οι οποίες δεν ασκούν επιρροή στην παρούσα υπόθεση.

30 Η Επιτροπή συνάγει από τα ανωτέρω ότι ο καθορισμός των νομίμων προϋποθέσεων σχετικά με τη διοικητική ταξινόμηση των οχημάτων και/ή με τη μεταφορά τους προς άλλο κράτος μέλος εξακολουθεί κατά συνέπεια να αποτελεί αρμοδιότητα του οικείου κράτους μέλους το οποίο πρέπει ωστόσο να ασκεί την αρμοδιότητα αυτή χωρίς να παραβιάζει το κοινοτικό δίκαιο.

31 Όσον αφορά την ερμηνεία του άρθρου 29 ΕΚ στο πλαίσιο της παρούσας υποθέσεως, η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι το Δικαστήριο έκρινε ότι η διάταξη αυτή έχει άμεση εφαρμογή και παρέχει, αυτή καθεαυτή, στους ιδιώτες δικαιώματα τα οποία τα εθνικά δικαστήρια υποχρεούνται να διαφυλάσσουν (βλ., π.χ., την απόφαση της 9ης Ιουνίου 1992, C-47/90, Delhaize και Le Lion, Συλλογή 1992, σ. I-3669).

32 Κατά πάγια νομολογία, το άρθρο 29 ΕΚ απαγορεύει όλα τα εθνικά μέτρα που έχουν ως σκοπό ή ως αποτέλεσμα να περιορίζουν ειδικώς το ρεύμα των εξαγωγών και να δημιουργούν διαφορά μεταχειρίσεως μεταξύ του εσωτερικού εμπορίου κράτους μέλους και του εξαγωγικού του εμπορίου, διασφαλίζοντας ιδιαίτερο πλεονέκτημα στην εθνική παραγωγή ή στην εσωτερική αγορά του ενδιαφερομένου κράτους (βλ., π.χ., την απόφαση της 23ης Μαου 2000, C-209/98, Sydhavnens Sten & Grus, Συλλογή 2000, σ. I-3743, σκέψη 34).

33 Ως εκ τούτου, η Επιτροπή προτείνει να συγκριθούν οι διατάξεις της γερμανικής νομοθεσίας που αφορούν την έκδοση αδείας κυκλοφορίας στη Γερμανία οχημάτων με κινητήρα με τις διατάξεις που διέπουν την έκδοση αδείας κυκλοφορίας στη Γερμανία οχημάτων με κινητήρα, προκειμένου να εξαχθούν σε άλλο κράτος μέλος, ούτως ώστε να διαπιστωθεί αν η βασική υποχρέωση της εκδόσεως αδείας κυκλοφορίας ισχύει κατά τον ίδιο τρόπο τόσο για την έκδοση αδείας κυκλοφορίας οχήματος με κινητήρα στη Γερμανία όσο και για την εξαγωγή οχήματος με κινητήρα από τη Γερμανία σε άλλο κράτος μέλος, οπότε στην περίπτωση αυτή η απαίτηση της εκδόσεως αδείας κυκλοφορίας δεν αποτελεί κάθ' εαυτήν ειδικό περιορισμό του ρεύματος των εξαγωγών.

34 Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η ρύθμιση αυτή διακρίνει μεταξύ, αφενός, της εκδόσεως αδείας κυκλοφορίας για οχήματα που σταθμεύουν συνήθως στη Γερμανία, είτε ενόψει της μόνιμης ταξινομήσεώς τους στη Γερμανία είτε της προσωρινής ταξινομήσεώς τους για δοκιμαστικούς σκοπούς και/ή για τη μεταφορά τους εντός των ορίων των εθνικών συνόρων, και, αφετέρου, την έκδοση αδείας κυκλοφορίας οχημάτων ενόψει της εξαγωγής τους προς άλλο κράτος μέλος. Ωστόσο, σε τελική ανάλυση, οι προϋποθέσεις για την έκδοση αδείας κυκλοφορίας που προβλέπει η ισχύουσα εθνική ρύθμιση όσον αφορά τα οχήματα που πρόκειται να εξαχθούν σε άλλο κράτος μέλος δεν είναι αυστηρότερες από τις προϋποθέσεις για την έκδοση αδείας κυκλοφορίας οχήματος που πρόκειται να παραμείνει οριστικά στη Γερμανία.

35 Ως εκ τούτου, η Επιτροπή προτείνει να δοθεί η απάντηση ότι δεν αντιβαίνει στο άρθρο 29 ΕΚ ρύθμιση όπως αυτή αποτελεί αντικείμενο της κύριας δίκης.

Απάντηση του Δικαστηρίου

36 Κατ' αρχάς, πρέπει να τονιστεί ότι στο πλαίσιο της κύριας δίκης έγινε επίκληση μιας διμερούς συμβάσεως από την οποία θα μπορούσε να συναχθεί ότι οι Γερμανοί υπήκοοι που εξάγουν προς τη Γερμανία τα αγορασθέντα στην Ιταλία οχήματα τους και οι Iταλοί υπήκοοι που εξάγουν προς την Ιταλία τα αγορασθέντα στη Γερμανία οχήματά τους δεν τυγχάνουν ίσης μεταχειρίσεως. Δεδομένου ότι δεν υποβλήθηκε κανένα ερώτημα ως προς το σημείο αυτό και δεδομένου ότι το κείμενο της συμβάσεως αυτής δεν γνωστοποιήθηκε, το Δικαστήριο εφιστά την προσοχή του εθνικού δικαστηρίου στις ενδεχόμενες επιπτώσεις της συμβάσεως αυτής επί της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων και των προσώπων. Έτσι, θα ήταν χρήσιμο να εξετασθεί αν τυχόν η σύμβαση που αποτελεί αντικείμενο της κύριας δίκης περιέχει δυσμενείς διακρίσεις, καθ' ο μέτρο επιτρέπει τη μεταφορά από την Ιταλία στη Γερμανία οχήματος εφοδιασμένου με προσωρινές πινακίδες κυκλοφορίας χορηγηθείσες από τις αρμόδιες Γερμανικές αρχές, αλλά όχι τη μεταφορά από τη Γερμανία στην Ιταλία οχήματος εφοδιασμένου με προσωρινές πινακίδες κυκλοφορίας χορηγηθείσες από τις αρμόδιες ιταλικές αρχές.

37 Όσον αφορά, πρώτον, το αν το γεγονός ότι ένα κράτος μέλος απαγορεύει σε υπήκοο άλλου κράτους μέλους να μεταβεί με μεταχειρισμένο όχημα το οποίο αγόρασε στο έδαφός του στην περίπτωση που το όχημα αυτό έχει προσωρινές πινακίδες κυκλοφορίας χορηγηθείσες, ενόψει της εξαγωγής του προς το άλλο κράτος μέλος, από τις αρμόδιες αρχές αυτού του κράτους, αποτελεί μέτρο ισοδυνάμου αποτελέσματος προς ποσοτικό περιορισμό επί των εξαγωγών, επιβάλλεται να υπομνησθεί, όπως ορθώς υποστηρίζει η Επιτροπή, ότι ουδεμία κοινοτική διάταξη υφίσταται η οποία να ρυθμίζει την έκδοση αδείας κυκλοφοράς οχημάτων είτε εν γένει είτε, ειδικότερα, για την εξαγωγή τους σε άλλο κράτος μέλος.

38 Εξάλλου, ουδεμία κοινοτική διάταξη καθορίζει τις εθνικές αρχές που είναι αρμόδιες για την ταξινόμηση των οχημάτων.

39 Ελλείψει σχετικής κοινοτικής ρυθμίσεως, τα κράτη μέλη είναι τα μόνα αρμόδια να καθορίζουν τις νόμιμες προϋποθέσεις για την έκδοση αδείας κυκλοφορίας οχημάτων, περιλαμβανομένης και της περιπτώσεως της εξαγωγής τους σε άλλο κράτος μέλος, καθώς και τις κυρώσεις σε περίπτωση παραβάσεως των προϋποθέσεων αυτών.

40 Ωστόσο, όπως τόνισε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 19 των προτάσεών του, η άσκηση της αρμοδιότητας αυτής δεν πρέπει να θίγει τις θεμελιώδεις ελευθερίες που κατοχυρώνει η Συνθήκη ΕΚ και, μεταξύ άλλων, το άρθρο 29 ΕΚ.

41 Κατά πάγια νομολογία, η διάταξη αυτή αφορά τα εθνικά μέτρα που έχουν ως σκοπό ή ως αποτέλεσμα να περιορίζουν ειδικώς το ρεύμα των εξαγωγών και να επιφυλάσσουν διαφορετική μεταχείριση μεταξύ του εσωτερικού εμπορίου ενός κράτους μέλους και του εξαγωγικού του εμπορίου, διασφαλίζοντας ιδιαίτερο πλεονέκτημα στην εθνική παραγωγή ή στην εσωτερική αγορά του ενδιαφερομένου κράτους εις βάρος της παραγωγής ή του εμπορίου άλλων κρατών μελών (απόφαση της 8ης Νοεμβρίου 1979, 15/79, Groenveld, Συλλογή τόμος 1979/II, σ. 649, σκέψη 7).

42 Πρέπει να υπομνησθεί ότι, εν αντιθέσει προς το άρθρο 28 ΕΚ το οποίο αφορά τους ποσοτικούς περιορισμούς επί των εισαγωγών καθώς και όλα τα μέτρα ισοδυνάμου αποτελέσματος προς αυτούς τους περιορισμούς, το άρθρο 29 ΕΚ απαγορεύει μόνον τα εθνικά μέτρα που προβλέπουν διαφορετική μεταχείριση μεταξύ των προϋόντων που πρόκειται να εξαχθούν και των προϋόντων τα οποία διατίθενται στο εμπόριο στο εσωτερικό του οικείου κράτους μέλους (προπαρατεθείσα απόφαση Groenveld, σκέψεις 7 και 9).

43 Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι στην υπόθεση που αποτελεί αντικείμενο της κύριας δίκης η γερμανική ρύθμιση απαιτεί όπως τα μεταχειρισμένα αυτοκίνητα που αγοράζονται επί του γερμανικού εδάφους και κυκλοφορούν στο γερμανικό οδικό δίκτυο είναι εφοδιασμένα με προσωρινές πινακίδες κυκλοφορίας από τις αρμόδιες γερμανικές αρχές, έστω και αν τα οχήματα αυτά πρόκειται να εξαχθούν σε άλλο κράτος μέλος.

44 Προκειμένου να διαπιστωθεί αν η ρύθμιση αυτή αποτελεί ποσοτικό περιορισμό επί των εξαγωγών ή μέτρο ισοδυνάμου αποτελέσματος προς έναν τέτοιου είδους περιορισμό, εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να εξετάσει αν οι όροι που προβλέπει η ρύθμιση που αποτελεί αντικείμενο της κύριας δίκης για τη χορήγηση προσωρινών πινακίδων κυκλοφορίας είναι σύμφωνοι με το κοινοτικό δίκαιο βάσει των προϋποθέσεων που έχει θέσει η νομολογία και οι οποίες παρατίθενται στις σκέψεις 41 και 42 της παρούσας αποφάσεως.

45 Επομένως, το εθνικό δικαστήριο θα πρέπει να συγκρίνει τους όρους που προβλέπει η γερμανική ρύθμιση για την έκδοση αδείας κυκλοφορίας οχήματος στη Γερμανία με τους όρους που προβλέπονται για την έκδοση αδείας κυκλοφορίας στη Γερμανία οχημάτων που πρόκειται να εξαχθούν σε άλλο κράτος μέλος. Προκειμένου να συναχθεί η ύπαρξη περιορισμού επί των εξαγωγών, θα πρέπει κατ' αρχάς να διερευνηθεί αν υπάρχει διαφορετική μεταχείριση μεταξύ της αδείας κυκλοφορίας για όχημα το οποίο πρόκειται να κυκλοφορήσει στη Γερμανία και της αδείας κυκλοφορίας για όχημα το οποίο πρόκειται να εξαχθεί και αν η διαφορετική αυτή μεταχείριση μπορεί να περιορίσει το ρεύμα των εξαγωγών. Ακολούθως, το εθνικό δικαστήριο πρέπει να ελέγξει αν η γερμανική ρύθμιση που αποτελεί αντικείμενο της κύριας δίκης επιφυλάσσει διαφορετική μεταχείριση μεταξύ του εσωτερικού εμπορίου της Γερμανίας και του εξωτερικού της εμπορίου και, ενδεχομένως, αν προκύπτει ότι η εν λόγω ρύθμιση ευνοεί το εγχώριο εμπόριο εις βάρος του εμπορίου άλλου κράτους μέλους.

46 Όπως τόνισε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 28 των προτάσεων του, μόνο στην περίπτωση που το εθνικό δικαστήριο κρίνει ότι η εθνική ρύθμιση αποτελεί μέτρο ισοδυνάμου αποτελέσματος προς ποσοτικό περιορισμό επί των εξαγωγών θα πρέπει να εξετάσει αν η εν λόγω ρύθμιση δικαιολογείται βάσει του άρθρου 30 ΕΚ, πράγμα το οποίο περιλαμβάνει επίσης την εκτίμηση της αναλογικότητας των κυρώσεων.

47 Προς τούτο, το αιτούν δικαστήριο θα πρέπει να εξετάσει μεταξύ άλλων αν η εθνική ρύθμιση που αποτελεί αντικείμενο της κύριας δίκης δικαιολογείται από λόγους δημοσίας τάξεως ή δημοσίας ασφαλείας. Σε αυτό εναπόκειται, εφόσον συντρέχει τέτοια περίπτωση, να διαπιστώσει ότι η εθνική ρύθμιση είναι αναγκαία για την επίτευξη του σκοπού αυτού και δεν συνιστά αυθαίρετη δυσμενή διάκριση ούτε συγκεκαλυμμένο περιορισμό στο εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών.

48 Κατά συνέπεια, στο πρώτο σκέλος του ερωτήματος πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι αντιβαίνει στο άρθρο 29 ΕΚ ρύθμιση κράτους μέλους η οποία απαγορεύει σε υπήκοο άλλου κράτους μέλους, επ' απειλή ποινικών κυρώσεων όπως είναι η φυλάκιση ή η επιβολή χρηματικής ποινής, να μεταβεί στο άλλο αυτό κράτος με όχημα το οποίο αγόρασε στο πρώτο κράτος μέλος και επί του οποίου έχει τοποθετήσει προσωρινές πινακίδες κυκλοφορίας τις οποίες χορήγησαν, ενόψει της εξαγωγής του οχήματος σε αυτό το άλλο κράτος μέλος, οι αρμόδιες αρχές του τελευταίου, αν η ρύθμιση αυτή ενδέχεται να περιορίζει το ρεύμα των εξαγωγών, αν προβλέπει διαφορετική μεταχείριση μεταξύ του εγχωρίου εμπορίου ενός κράτους και του εξωτερικού εμπορίου του, αν ευνοεί το εθνικό εμπόριο εις βάρος του εμπορίου άλλου κράτους μέλους, εφόσον η ρύθμιση αυτή δεν δικαιολογείται βάσει του άρθρου 30 ΕΚ. Στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να διαπιστώσει αν αυτό συμβαίνει στην υπόθεση που αποτελεί αντικείμενο της κύριας δικής.

49 Όσον αφορά, δεύτερον, την αναλογικότητα των ποινικών κυρώσεων που προβλέπει η εθνική ρύθμιση που αποτελεί αντικείμενο της κύριας δίκης, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, αν η ρύθμιση που αποτελεί αντικείμενο της κύριας δίκης δεν κριθεί αντίθετη προς το άρθρο 29 ΕΚ, το ζήτημα της αναλογικότητας δεν τίθεται. Αντιθέτως, αν η ρύθμιση αυτή κριθεί αντίθετη προς το άρθρο 29 ΕΚ, τότε οι κυρώσεις που προβλέπει δεν είναι εφαρμοστέες και, ως εκ τούτου, δεν χρειάζεται να εξετασθεί το ζήτημα της αναλογικότητάς τους σε σχέση με τη σοβαρότητα της παραβάσεως.

Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


Επί των δικαστικών εξόδων

50 Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Επιτροπή, που κατέθεσε παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

Διατακτικό


Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

(πρώτο τμήμα),

κρίνοντας επί του ερωτήματος που του υπέβαλε με διάταξη της 19ης Δεκεμβρίου 2001 το Bayerisches Oberstes Landesgericht, αποφαίνεται:

Αντιβαίνει στο άρθρο 29 ΕΚ ρύθμιση κράτους μέλους η οποία απαγορεύει σε υπήκοο άλλου κράτους μέλους, επ' απειλή ποινικών κυρώσεων όπως είναι η φυλάκιση ή η επιβολή χρηματικής ποινής, να μεταβεί στο άλλο αυτό κράτος με όχημα το οποίο αγόρασε στο πρώτο κράτος μέλος και επί του οποίου έχει τοποθετήσει προσωρινές πινακίδες κυκλοφορίας τις οποίες χορήγησαν, ενόψει της εξαγωγής του οχήματος σε αυτό το άλλο κράτος μέλος, οι αρμόδιες αρχές του τελευταίου, αν η ρύθμιση αυτή ενδέχεται να περιορίζει το ρεύμα των εξαγωγών, αν προβλέπει διαφορετική μεταχείριση μεταξύ του εγχωρίου εμπορίου ενός κράτους και του εξωτερικού εμπορίου του, αν ευνοεί το εθνικό εμπόριο εις βάρος του εμπορίου άλλου κράτους μέλους, εφόσον η ρύθμιση αυτή δεν δικαιολογείται βάση του άρθρου 30 ΕΚ. Στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να διαπιστώσει αν αυτό συμβαίνει στην υπόθεση που αποτελεί αντικείμενο της κύριας δίκης.