61992J0019

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΗΣ 31ΗΣ ΜΑΡΤΙΟΥ 1993. - DIETER KRAUS ΚΑΤΑ LAND BADEN-WUERTTEMBERG. - ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ: VERWALTUNGSGERICHT STUTTGART - ΓΕΡΜΑΝΙΑ. - ΧΡΗΣΗ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟΥ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΟΥ ΤΙΤΛΟΥ - ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ ΚΡΑΤΟΥΣ ΜΕΛΟΥΣ ΑΠΑΙΤΟΥΣΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗ ΧΡΗΣΗ ΤΩΝ ΤΙΤΛΩΝ ΠΟΥ ΑΠΟΚΤΗΘΗΚΑΝ ΣΕ ΑΛΛΟ ΚΡΑΤΟΣ ΜΕΛΟΣ. - ΥΠΟΘΕΣΗ C-19/92.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1993 σελίδα I-01663
Σουηδική ειδική έκδοση σελίδα I-00167
Φινλανδική ειδική έκδοση σελίδα I-00177


Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό

Λέξεις κλειδιά


++++

1. Ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων * Εργαζόμενοι * Ελευθερία εγκαταστάσεως * Διατάξεις της Συνθήκης * Προσωπικό πεδίο εφαρμογής * Υπήκοος κράτους μέλους που απέκτησε μεταπτυχιακό πανεπιστημιακό τίτλο σε άλλο κράτος μέλος

(Συνθήκη ΕΟΚ, άρθρα 48 και 52)

2. Ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων * Εργαζόμενοι * Ελευθερία εγκαταστάσεως * Ρύθμιση από κράτος μέλος, ελλείψει ειδικής κοινοτικής ρυθμίσεως, αφορώσα τη χρησιμοποίηση από υπηκόους του μεταπτυχιακών πανεπιστημιακών τίτλων που απέκτησαν σε άλλο κράτος μέλος * Επιτρέπεται * Προϋποθέσεις

(Συνθήκη ΕΟΚ, άρθρα 48 και 52)

Περίληψη


1. Η περίπτωση κοινοτικού υπηκόου, κατόχου πανεπιστημιακού μεταπτυχιακού τίτλου ο οποίος, αποκτηθείς σε άλλο κράτος μέλος, διευκολύνει την πρόσβαση σε ορισμένο επάγγελμα ή, τουλάχιστον, την άσκηση ορισμένης οικονομικής δραστηριότητας, διέπεται από το κοινοτικό δίκαιο, ακόμη και στο επίπεδο των σχέσεων του εν λόγω προσώπου με το κράτος μέλος του οποίου είναι υπήκοος.

Πράγματι, η ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων και το δικαίωμα εγκαταστάσεως, που κατοχυρώνουν τα άρθρα 48 και 52 της Συνθήκης, συνιστούν θεμελιώδεις ελευθερίες στο σύστημα της Κοινότητας, που δεν θα πραγματώνονταν πλήρως αν τα κράτη μέλη μπορούσαν να αρνούνται τα ευεργετικά αποτελέσματα των διατάξεων του κοινοτικού δικαίου στους υπηκόους τους που έχουν κάνει χρήση των δυνατοτήτων που προβλέπονται από το εν λόγω δίκαιο και έχουν αποκτήσει, χάρη στις δυνατότητες αυτές, επαγγελματικά προσόντα σε κράτος μέλος διαφορετικό του κράτους της ιθαγενείας τους.

2. Λαμβανομένου υπόψη ότι η ανάγκη να προστατευθεί ένα όχι κατ' ανάγκη ενημερωμένο κοινό από την καταχρηστική χρήση πανεπιστημιακών τίτλων που δεν χορηγούνται σύμφωνα με τους κανόνες που έχουν θεσπισθεί για τον σκοπό αυτό στο κράτος όπου ο κάτοχος του πτυχίου σκοπεύει να το χρησιμοποιήσει συνιστά θεμιτό συμφέρον που δικαιολογεί περιορισμό, εκ μέρους του οικείου κράτους μέλους, των θεμελιωδών ελευθεριών που εξασφαλίζει η Συνθήκη και των οποίων έκανε χρήση υπήκοός του μεταβαίνων σε άλλο κράτος μέλος προς συμπλήρωση της εκπαιδεύσεώς του και δεδομένου ότι δεν έχουν εναρμονισθεί οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες ο κάτοχος μεταπτυχιακού πανεπιστημιακού τίτλου δικαιούται να τον χρησιμοποιεί σε κράτη μέλη εκτός αυτού όπου τον απέκτησε, τα άρθρα 48 και 52 της Συνθήκης έχουν την έννοια ότι δεν αντιτίθενται στην εκ μέρους κράτους μέλους απαγόρευση προς τους υπηκόους του, που απέκτησαν μεταπτυχιακό πανεπιστημιακό τίτλο σε άλλο κράτος μέλος, να τον χρησιμοποιούν χωρίς διοικητική άδεια στο έδαφός του.

Η διοικητική διαδικασία στην οποία πρέπει να υποβληθεί ο ενδιαφερόμενος για τον σκοπό αυτό πρέπει να έχει ως μοναδικό σκοπό τον έλεγχο του αν ο μεταπτυχιακός πανεπιστημιακός τίτλος έχει χορηγηθεί νομότυπα, πρέπει να είναι εύκολα προσιτή και να μην εξαρτάται από την καταβολή υπερβολικά υψηλών διοικητικών τελών κάθε αρνητική απόφαση επί αιτήσεως για χορήγηση αδείας πρέπει να μπορεί να προσβληθεί δικαστικώς, ο ενδιαφερόμενος πρέπει να μπορεί να λάβει γνώση των λόγων που δικαιολογούν την εν λόγω απόφαση, οι δε προβλεπόμενες κυρώσεις σε περίπτωση μη τηρήσεως της διαδικασίας δεν πρέπει να είναι δυσανάλογες προς τη βαρύτητα της παραβάσεως.

Διάδικοι


Στην υπόθεση C-19/92,

που έχει ως αντικείμενο αίτηση τoυ Verwaltungsgericht Stuttgart (Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας) προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ

Dieter Kraus

και

Land Baden-Wuerttemberg,

η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία του άρθρου 48 της Συνθήκης ΕΟΚ ή πάσης άλλης σχετικής διατάξεως του κοινοτικού δικαίου,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

συγκείμενο από τους O. Due, Πρόεδρο, Κ. Ν. Κακούρη, M. Zuleeg και J. L. Murray, προέδρους τμήματος, G. F. Mancini, F. A. Schockweiler, J. C. Moitinho de Almeida, F. Grevisse και Diez de Velasco, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: W. Van Gerven

γραμματέας: H. A. Ruehl, κύριος υπάλληλος διοικήσεως,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

* το Land Baden-Wuerttemberg, εκπροσωπούμενο από τον E. Schoembs, Regierungsdirektor στο Υπουργείο Επιστημών και Τεχνών του Land Baden-Wuerttemberg,

* η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους H. Etienne, κύριο νομικό σύμβουλο, και E. Lasnet, νομικό σύμβουλο,

έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,

αφού άκουσε τις προφορικές παρατηρήσεις του Dieter Kraus, παρισταμένου αυτοπροσώπως, του Land Baden-Wuerttemberg, της Kυβερνήσεως του Ηνωμένου Βασιλείου, εκπροσωπουμένης από τη S. Cochrane του Treasury Solicitor' s Department, επικουρούμενη από τον R. Plender, QC, δικηγόρο Αγγλίας και Ουαλλίας, καθώς και της Επιτροπής, κατά τη συνεδρίαση της 20ής Νοεμβρίου 1992,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 13ης Ιανουαρίου 1993,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Σκεπτικό της απόφασης


1 Με διάταξη της 19ης Δεκεμβρίου 1991, που περιήλθε στο Δικαστήριο στις 24 Ιανουαρίου 1992, το Verwaltungsgericht Stuttgart (Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας) υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, προδικαστικό ερώτημα σχετικό με την ερμηνεία ιδίως του άρθρου 48 της εν λόγω Συνθήκης, προκειμένου να εκτιμήσει κατά πόσο συμβιβάζεται προς το κοινοτικό δίκαιο νομοθεσία κράτους μέλους η οποία εξαρτά από προηγούμενη άδεια τη χρησιμοποίηση στο έδαφός του και από τους υπηκόους του πανεπιστημιακού τίτλου τρίτου κύκλου αποκτηθέντος σε άλλο κράτος μέλος.

2 Το εν λόγω ερώτημα ανέκυψε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ του Dieter Kraus, Γερμανού υπηκόου, και του Land Baden-Wuerttemberg, εκπροσωπουμένου από το Υπουργείο Επιστημών και Τεχνών, αφορώσης την άρνηση του εν λόγω υπουργείου να δεχθεί ότι η χρησιμοποίηση του πανεπιστημιακού τίτλου τρίτου κύκλου που ο Kraus είχε αποκτήσει στο Ηνωμένο Βασίλειο δεν υπάγεται στο καθεστώς προηγουμένης αδείας που ισχύει στο πλαίσιο της γερμανικής νομοθεσίας.

3 Από τον φάκελο της δικογραφίας που διαβιβάστηκε στο Δικαστήριο προκύπτει ότι ο γερμανικός νόμος της 7ης Ιουνίου 1939 περί χρησιμοποιήσεως των πανεπιστημιακών τίτλων (Reιchsgesetzblatt 1939 Ι, σ. 985) προβλέπει ότι οι κάτοχοι πανεπιστημιακών διπλωμάτων, που έχουν χορηγηθεί από ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα του γερμανικού κράτους, μπορούν να χρησιμοποιούν τους εν λόγω τίτλους στο γερμανικό έδαφος χωρίς ειδική άδεια.

4 Αντίθετα, οι Γερμανοί υπήκοοι που έχουν αποκτήσει πανεπιστημιακό τίτλο αλλοδαπού ανωτάτου εκπαιδευτικού ιδρύματος υποχρεούνται, για να μπορούν να κάνουν χρήση του εν λόγω τίτλου στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, να ζητούν την άδεια του αρμοδίου υπουργείου του οικείου Land. Η απαίτηση ατομικής αδείας ισχύει και για τους αλλοδαπούς, συμπεριλαμβανομένων των υπηκόων κρατών μελών της Κοινότητας, εκτός αν τα εν λόγω πρόσωπα διαμένουν στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας στο πλαίσιο επίσημης αποστολής ή επί προσωρινής βάσεως, για περίοδο μη υπερβαίνουσα τους τρεις μήνες και για μη επαγγελματικούς σκοπούς, οπότε αρκεί να δικαιούνται να χρησιμοποιήσουν τους πανεπιστημιακούς τίτλους τους σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους καταγωγής τους.

5 Η εν λόγω άδεια μπορεί να έχει γενικό και όχι ατομικό χαρακτήρα προκειμένου για πανεπιστημιακούς τίτλους χορηγουμένους από ορισμένα αλλοδαπά εκπαιδευτικά ιδρύματα ωστόσο, τα αρμόδια επί του θέματος γερμανικά Laender έχουν κάνει χρήση της δυνατότητας αυτής μόνον ως προς τους τίτλους που χορηγούνται από τα γαλλικά και ολλανδικά ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα.

6 Η αίτηση παροχής αδείας για τη χρησιμοποίηση πανεπιστημιακών τίτλων στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας πρέπει να υποβάλλεται επί ειδικού εντύπου και να συνοδεύεται από μια σειρά εγγράφων. Επιπλέον, στο Land Baden-Wuerttemberg, ο αιτών υποχρεούται σε καταβολή διοικητικού τέλους 130 γερμανικών μάρκων.

7 Ο γερμανικός ποινικός κώδικας τιμωρεί με φυλάκιση μέχρι ενός έτους ή με πρόστιμο παν πρόσωπο που χρησιμοποιεί, χωρίς σχετική άδεια, πανεπιστημιακούς τίτλους αποκτηθέντες στην αλλοδαπή.

8 Ο Dieter Kraus σπούδασε νομικά στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και, το 1986, πέρασε με επιτυχία την πρώτη φάση των εξετάσεων για το πτυχίο της νομικής. Το 1988, στο πλαίσιο μεταπτυχιακών σπουδών στο Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου (Ηνωμένο Βασίλειο), κατέστη διπλματούχος "Μasters of Laws (LL.M.)". Αφού εργάστηκε προσωρινά ως επιμελητής στο Πανεπιστήμιο του Tuebingen (Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας), εργάστηκε στο Land Baden-Wuerttemberg ως ασκούμενος προκειμένου να συμμετάσχει στον δεύτερο κύκλο εξετάσεων για την αναγνώριση από το κράτος επαγγελματικής επαρκείας για νομικούς.

9 Το 1989, ο Dieter Kraus υπέβαλε στο Υπουργείο Επιστημών και Τεχνών του Land Baden-Wuerttemberg αντίγραφο του πτυχίου του από το Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου ζητώντας από το εν λόγω υπουργείο να του επιβεβαιώσει ότι μετά την εν λόγω κοινοποίηση τίποτε δεν θα κώλυε τη χρησιμοποίηση του εν λόγω πτυχίου στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας.

10 Το υπουργείο του απάντησε ότι η αίτησή του δεν μπορούσε να γίνει δεκτή παρά μόνο εάν ζητούσε επισήμως τη σχετική άδεια που προβλέπεται από τη γερμανική νομοθεσία, χρησιμοποιώντας το κατάλληλο έντυπο και επισυνάπτοντας επίσημο ακριβές αντίγραφο του πτυχίου. Ο Dieter Kraus απέστειλε κατόπιν αυτού κεκυρωμένο ακριβές αντίγραφο του πτυχίου του από το Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου, αρνούμενος ωστόσο να υποβάλει επίσημα αίτηση για την παροχή αδείας, ισχυριζόμενος ότι η επιβολή της υποχρεώσεως λήψεως της εν λόγω αδείας ως προϋπόθεση για τη χρησιμοποίηση πανεπιστημιακού τίτλου αποκτηθέντος σε άλλο κράτος μέλος συνιστούσε παρεμπόδιση της ελεύθερης διακινήσεως των προσώπων καθώς και διάκριση που απαγορεύονται δυνάμει της Συνθήκης ΕΟΚ, καθότι ανάλογη άδεια δεν απαιτούνταν για τη χρησιμοποίηση πτυχίου χορηγηθέντος από γερμανικό εκπαιδευτικό ίδρυμα.

11 Υπό τις συνθήκες αυτές, ο Dieter Kraus άσκησε προσφυγή ενώπιον του Verwaltungsgericht Stuttgart, το οποίο υπέβαλε στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

"Αντίκειται στο άρθρο 48 της Συνθήκης ΕΟΚ ή σε οποιαδήποτε άλλη σχετική διάταξη του κοινοτικού δικαίου η εκ μέρους κράτους μέλους των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων απαγόρευση, προς τους υπηκόους του, υπό την απειλή ποινικών κυρώσεων, να χρησιμοποιούν στο έδαφός του, χωρίς προηγούμενη χορήγηση από τη διοίκηση σχετικής αδείας, πανεπιστημιακό τίτλο, στην πρωτότυπη μορφή του, αποκτηθέντα κατόπιν μεταπτυχιακών σπουδών σε άλλο κράτος μέλος και ο οποίος, μολονότι δεν συνιστά προϋπόθεση προσβάσεως σε ορισμένο επάγγελμα, αποτελεί προσόν για την άσκησή του;"

12 Στην έκθεση ακροατηρίου εκτίθενται διεξοδικά τα πραγματικά περιστατικά της κυρίας δίκης, τα της διεξαγωγής της διαδικασίας καθώς και οι παρατηρήσεις που υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο. Τα στοιχεία αυτά της δικογραφίας δεν επαναλαμβάνονται στη συνέχεια παρά μόνον καθόσον τούτο απαιτείται για τη συλλογιστική του Δικαστηρίου.

13 Από τη διαβιβασθείσα στο Δικαστήριο δικογραφία προκύπτει ότι το προδικαστικό ερώτημα του εθνικού δικαστηρίου αφορά κατ' ουσία το ζήτημα αν τα άρθρα 48 και 52 της Συνθήκης έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται στην εκ μέρους κράτους μέλους απαγόρευση σε υπήκοό του, κάτοχο πανεπιστημιακού μεταπτυχιακού τίτλου αποκτηθέντος σε άλλο κράτος μέλος, να χρησιμοποιήσει τον εν λόγω τίτλο στο έδαφός του χωρίς να έχει λάβει προηγουμένως σχετική διοικητική άδεια.

14 Προκειμένου να δοθεί απάντηση στο εν λόγω ερώτημα, πρέπει να εξεταστεί, καταρχάς, αν σε μια τέτοια περίπτωση, τίθεται ζήτημα εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου.

15 Επισημαίνεται σχετικώς ότι, μολονότι οι διατάξεις της Συνθήκης σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων δεν εφαρμόζονται προκειμένου περί καταστάσεων περιοριζομένων σε αμιγώς εθνικό πλαίσιο, το Δικαστήριο έχει ήδη κρίνει (βλ. αποφάσεις της 7ης Φεβρουαρίου 1979, 115/78, Knoors, Συλλογή τόμος 1979/Ι, σ. 169, σκέψη 24, και της 3ης Οκτωβρίου 1990, C-61/89, Bouchoucha, Συλλογή 1990, σ. Ι-3551, σκέψη 13) ότι το άρθρο 52 της Συνθήκης δεν μπορεί να ερμηνεύεται κατά τρόπο που να αποκλείονται από τις ευεργετικές διατάξεις του κοινοτικού δικαίου οι υπήκοοι συγκεκριμένου κράτους μέλους, όταν αυτοί, επειδή είχαν συνήθη διαμονή στο έδαφος άλλου κράτους μέλους και απέκτησαν εκεί επαγγελματικά προσόντα που αναγνωρίζονται από τις διατάξεις του κοινοτικού δικαίου, βρίσκονται, έναντι του κράτους καταγωγής τους, σε κατάσταση παρόμοια με αυτή όλων εκείνων που απολαύουν των δικαιωμάτων και ευκαιριών που εξασφαλίζει η Συνθήκη.

16 Η ίδια συλλογιστική ισχύει και σε σχέση με το άρθρο 48 της Συνθήκης. Στην προαναφερθείσα απόφαση Knoors (σκέψη 20), το Δικαστήριο έκρινε πράγματι ότι η ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων και το δικαίωμα εγκαταστάσεως, που εξασφαλίζονται από τα άρθρα 48 και 52 της Συνθήκης, συνιστούν θεμελιώδεις ελευθερίες στο σύστημα της Κοινότητας που δεν θα πραγματώνονταν πλήρως αν τα κράτη μέλη μπορούσαν να αρνούνται τα ευεργετικά αποτελέσματα των διατάξεων του κοινοτικού δικαίου στους υπηκόους τους που έχουν κάνει χρήση των ευκολιών που προβλέπονται από το εν λόγω δίκαιο και οι οποίοι έχουν αποκτήσει, χάρη στις τελευταίες, επαγγελματικά προσόντα σε κράτος μέλος άλλο από αυτό του οποίου είναι υπήκοοι.

17 Η ίδια λογική ισχύει ωστόσο στην περίπτωση που υπήκοος ορισμένου κράτους μέλους έχει αποκτήσει σε άλλο κράτος μέλος συμπληρωματικό επαγγελματικό τίτλο των βασικών του σπουδών του οποίου προτίθεται να κάνει χρήση μετά την επιστροφή του στο κράτος καταγωγής του.

18 Πράγματι, ένας μεταπτυχιακός πανεπιστημιακός τίτλος δεν αποτελεί μεν κατά κανόνα προϋπόθεση ασκήσεως μισθωτής ή ανεξάρτητης επαγγελματικής δραστηριότητας πλην όμως συνιστά για τον κάτοχό του πλεονέκτημα τόσο για την πρόσβαση όσο και για την επιτυχία σε ένα τέτοιο επάγγελμα.

19 Καθόσον αποδεικνύει την ύπαρξη ενός επιπλέον επαγγελματικού προσόντος και βεβαιώνει, κατά συνέπεια, την καταλληλότητα του κατόχου του για ορισμένη θέση, καθώς και, ενδεχομένως, τη γνώση της γλώσσας του κράτους χορηγήσεως, ένας πανεπιστημιακός τίτλος σαν τον επίδικο εν προκειμένω είναι δυνατόν να διευκολύνει την πρόσβαση σε ορισμένο επάγγελμα, αυξάνοντας τις πιθανότητες του κατόχου του για διορισμό έναντι υποψηφίων που δεν έχουν να παρουσιάσουν κανένα συμπληρωματικό προσόν πέραν των βασικών σπουδών που απαιτούνται για την κατάληψη της οικείας θέσεως.

20 Σε ορισμένες περιπτώσεις, η κατοχή μεταπτυχιακού πανεπιστημιακού τίτλου αποκτηθέντος σε άλλο κράτος μέλος μπορεί ακόμη και να αποτελεί προϋπόθεση της προσβάσεως σε ορισμένα επαγγέλματα, εφόσον αυτά προϋποθέτουν ειδικές γνώσεις σαν αυτές που κατοχυρώνει το εν λόγω πτυχίο. Αυτό μπορεί να ισχύει προκειμένου για μεταπτυχιακό τίτλο νομικών σπουδών που απαιτείται, παραδείγματος χάρη, για την πρόσβαση σε ακαδημαϊκή σταδιοδρομία στον χώρο του διεθνούς ή του συγκριτικού δικαίου.

21 Εξάλλου, ο κάτοχος πτυχίου όπως αυτό το οποίο αφορά η κυρία υπόθεση ενδέχεται να βρεθεί σε προνομιακή θέση κατά την άσκηση της επαγγελματικής του δραστηριότητας, καθόσον η κατοχή του εν λόγω διπλώματος μπορεί να του εξασφαλίσει υψηλότερη αμοιβή ή ταχύτερη προαγωγή ή ακόμη να καταστήσει δυνατή γι' αυτόν, στη διάρκεια της σταδιοδρομίας του, την πρόσβαση σε ορισμένες ειδικές θέσεις που επιφυλάσσονται μόνο σε πρόσωπα με ιδιαίτερα υψηλού επιπέδου προσόντα.

22 Επίσης, η εγκατάσταση του ενδιαφερομένου ως ανεξαρτήτου εργαζομένου και, σε κάθε περίπτωση, η άσκηση αντίστοιχης επαγγελματικής δραστηριότητας διευκολύνονται σημαντικά από τη δυνατότητα επιδείξεως πανεπιστημιακών τίτλων αποκτηθέντων στο εξωτερικό οι οποίοι συμπληρώνουν τα εθνικά πτυχία τα οποία αποτελούν προϋπόθεση προσβάσεως στο επάγγελμα.

23 Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι η περίπτωση κοινοτικού υπηκόου, κατόχου πανεπιστημιακού μεταπτυχιακού τίτλου ο οποίος, αποκτηθείς σε άλλο κράτος μέλος, διευκολύνει την πρόσβαση σε ορισμένο επάγγελμα ή, τουλάχιστον, την άσκηση ορισμένης οικονομικής δραστηριότητας διέπεται από το κοινοτικό δίκαιο, ακόμη και στο επίπεδο των σχέσεων του εν λόγω προσώπου με το κράτος μέλος του οποίου είναι υπήκοος.

24 Διαπιστώνεται ωστόσο ότι, μολονότι το υποβληθέν στο Δικαστήριο ερώτημα εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της Συνθήκης, δεν καλύπτεται, στην παρούσα φάση εξελίξεως του κοινοτικού δικαίου, από καμία ειδική ρύθμιση.

25 Ειδικότερα, η οδηγία 89/48/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1988, σχετικά με ένα γενικό σύστημα αναγνώρισης των διπλωμάτων τριτοβάθμιας εκπαιδεύσεως που πιστοποιούν επαγγελματική εκπαίδευση ελάχιστης διάρκειας τριών ετών (ΕΕ 1989, L 19, σ. 16), δεν αφορά πανεπιστημιακό τίτλο που αποκτήθηκε μετά από ένα μόνο έτος σπουδών, όπως είναι αυτός στον οποίο αναφέρεται το εθνικό δικαστήριο.

26 Αντίθετα, η οδηγία 92/51/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 18ης Ιουνίου 1992, σχετικά με ένα δεύτερο γενικό σύστημα αναγνωρίσεως της επαγγελματικής εκπαιδεύσεως, το οποίο συμπληρώνει την οδηγία 89/48/ΕΟΚ (ΕΕ L 209, σ. 25), επεκτείνει το σύστημα αναγνωρίσεως στους τίτλους οι οποίοι κατοχυρώνουν σπουδές διαρκείας τουλάχιστον ενός έτους. Ωστόσο, η εν λόγω οδηγία εκδόθηκε μετά από τα πραγματικά περιστατικά της κυρίας δίκης και η προθεσμία μεταφοράς της στο εθνικό δίκαιο δεν έχει εκπνεύσει ακόμη.

27 Ελλείψει εναρμονίσεως των προϋποθέσεων υπό τις οποίες ο κάτοχος πανεπιστημιακού μεταπτυχιακού τίτλου δικαιούται να τον επικαλεσθεί σε κράτη μέλη εκτός του κράτους χορηγήσεώς του, τα κράτη μέλη εξακολουθούν καταρχήν να είναι αρμόδια για τον καθορισμό των ειδικών όρων στους οποίους υπόκειται η χρησιμοποίηση ενός τέτοιου τίτλου στο έδαφός τους.

28 Πρέπει, ωστόσο, στο πλαίσιο αυτό να τονισθεί ότι το κοινοτικό δίκαιο θέτει όρια στην άσκηση της εν λόγω αρμοδιότητας των κρατών μελών, καθόσον οι οικείες εθνικές διατάξεις δεν επιτρέπεται να συνιστούν εμπόδιο στην πραγματική άσκηση των θεμελιωδών ελευθεριών που κατοχυρώνουν τα άρθρα 48 και 52 της Συνθήκης (βλ., σχετικώς, απόφαση της 15ης Οκτωβρίου 1987, 222/86, Heylens κ.λπ., Συλλογή 1987, σ. 4097, σκέψη 11).

29 Όπως έχει δεχθεί το Δικαστήριο (βλ., ιδίως, απόφαση της 7ης Ιουλίου 1976, Watson και Belmann, 118/75, Συλλογή τόμος 1976, σ. 425, σκέψη 16 προαναφερθείσα απόφαση Heylens και λοιποί, σκέψη 8 απόφαση της 7ης Ιουλίου 1992, Singh, C-370/90, Συλλογή 1992, σ. Ι-4265, σκέψη 15), οι διατάξεις των άρθρων 48 και 52 της Συνθήκης θέτουν σε εφαρμογή μια θεμελιώδη αρχή που καθιερώνεται στο άρθρο 3, στοιχείο γ', της Συνθήκης, όπου ορίζεται ότι η δράση της Κοινότητας, κατά την έννοια του άρθρου 2, περιλαμβάνει την εξάλειψη, μεταξύ των κρατών μελών, των εμποδίων στην ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων.

30 Τοποθετώντας στο τέλος της μεταβατικής περιόδου την υλοποίηση της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων και της ελεύθερης εγκαταστάσεως, τα άρθρα 48 και 52 επιβάλλουν μια συγκεκριμένη υποχρέωση αποτελέσματος η εκπλήρωση της οποίας έπρεπε να διευκολυνθεί, αλλά όχι να εξαρτηθεί από τη θέσπιση κοινοτικών διατάξεων. Το γεγονός ότι τέτοιες διατάξεις δεν έχουν ακόμη θεσπισθεί δεν παρέχει στα κράτη μέλη το δικαίωμα να αρνούνται σε πρόσωπα διεπόμενα από το κοινοτικό δίκαιο την πραγματική άσκηση των ελευθεριών που εξασφαλίζει η Συνθήκη.

31 Επιπλέον, τα κράτη μέλη υποχρεούνται, σύμφωνα με το άρθρο 5 της Συνθήκης, να λαμβάνουν κάθε γενικό ή ειδικό μέτρο ικανό να εξασφαλίσει την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που απορρέουν από τη Συνθήκη και να απέχουν από κάθε μέτρο που δύναται να παρεμποδίσει την πραγματοποίηση των σκοπών της εν λόγω Συνθήκης.

32 Κατά συνέπεια, τα άρθρα 48 και 52 αντιτίθενται σε οιοδήποτε εθνικό μέτρο, σχετικό με τις προϋποθέσεις χρησιμοποιήσεως συμπληρωματικού πανεπιστημιακού τίτλου αποκτηθέντος σε άλλο κράτος μέλος, το οποίο, ακόμη και αν εφαρμόζεται άνευ διακρίσεων λόγω ιθαγενείας, ενδέχεται να παρακωλύσει ή να καταστήσει λιγότερο ελκυστική την άσκηση, από τους υπηκόους των κρατών μελών της Κοινότητας, συμπεριλαμβανομένων των υπηκόων του κράτους μέλους που το έχει θεσπίσει, των θεμελιωδών ελευθεριών που εξασφαλίζονται από τη Συνθήκη. Το ζήτημα έχει άλλως μόνο στην περίπτωση κατά την οποία το εν λόγω μέτρο επιδιώκει θεμιτό σκοπό συμβιβαζόμενο με τη Συνθήκη και δικαιολογείται από επιτακτικούς λόγους γενικού συμφέροντος (βλ. σχετικώς απόφαση της 28ης Απριλίου 1977, 71/76, Thieffry, Συλλογή τόμος 1977, σ. 229, σκέψεις 12 και 15). Ακόμα όμως και στην περίπτωση αυτή θα πρέπει η εφαρμογή της οικείας εθνικής ρυθμίσεως να είναι κατάλληλη για την επίτευξη του επιδιωκομένου σκοπού και να μην είναι δεσμευτική πέραν του βαθμού που αυτό είναι αναγκαίο για την επίτευξη του σκοπού αυτού (βλ. απόφαση της 20ής Μαΐου 1992, C-106/91, Ramrath, Συλλογή 1992, σ. Ι-3351, σκέψεις 29 και 39).

33 Επ' αυτού πρέπει να διαπιστωθεί, καταρχάς, ότι, όπως υπογράμμισε το Land Baden-Wuerttemberg στις παρατηρήσεις του, οι εθνικές ρυθμίσεις σαν αυτήν που περιγράφεται από το εθνικό δικαστήριο αποσκοπούν στην προστασία του κοινού κατά της απατηλής χρησιμοποιήσεως πανεπιστημιακών τίτλων αποκτηθέντων εκτός του εδάφους του οικείου κράτους μέλους.

34 Πρέπει κατόπιν να διαπιστωθεί ότι το κοινοτικό δίκαιο δεν απαγορεύει σε κράτος μέλος να θεσπίζει, ελλείψει εναρμονίσεως, μέτρα που σκοπό έχουν να αποτρέψουν την καταχρηστική και αντίθετη προς το θεμιτό συμφέρον του εν λόγω κράτους εκμετάλλευση των δυνατοτήτων που δημιουργούνται δυνάμει της Συνθήκης (βλ. απόφαση Knoors, προαναφερθείσα, σκέψη 25).

35 Η ανάγκη δε προστασίας ενός όχι κατ' ανάγκη ενημερωμένου κοινού από την καταχρηστική χρησιμοποίηση πανεπιστημιακών τίτλων που δεν χορηγούνται σύμφωνα με τους προβλεπόμενους για τον σκοπό αυτό στο κράτος όπου ο κάτοχος του διπλώματος σκοπεύει να το επικαλεσθεί κανόνες συνιστά θεμιτό συμφέρον που δικαιολογεί περιορισμό εκ μέρους του εν λόγω κράτους μέλους των θεμελιωδών ελευθεριών που εξασφαλίζονται από τη Συνθήκη.

36 Κατά συνέπεια, η θέσπιση από ορισμένο κράτος μέλος διαδικασίας χορηγήσεως διοικητικών αδειών, που αποτελεί προϋπόθεση της χρησιμοποιήσεως πανεπιστημιακών μεταπτυχιακών τίτλων αποκτηθέντων σε άλλο κράτος μέλος και η πρόβλεψη ποινικών κυρώσεων σε περίπτωση μη τηρήσεως της εν λόγω διαδικασίας δεν προσκρούει, αυτή καθαυτή, στις επιταγές του κοινοτικού δικαίου.

37 Ωστόσο, για να τηρούνται οι επιταγές του κοινοτικού δικαίου όσον αφορά τον σεβασμό της αρχής της αναλογικότητας, οι εθνικές ρυθμίσεις του είδους αυτού πρέπει να πληρούν ορισμένες προϋποθέσεις.

38 Συγκεκριμένα, η διαδικασία χορηγήσεως αδείας πρέπει, καταρχάς, να έχει ως μοναδικό σκοπό την εξακρίβωση του αν ο μεταπτυχιακός πανεπιστημιακός τίτλος που έχει αποκτηθεί σε άλλο κράτος μέλος έχει χορηγηθεί νομότυπα, κατόπιν πραγματικών σπουδών, από αρμόδιο για τον σκοπό αυτό πανεπιστημιακό ίδρυμα.

39 Επιπλέον, η διαδικασία παροχής αδείας πρέπει να είναι προσιτή σε όλους τους ενδιαφερομένους και δεν επιτρέπεται, ιδίως, να εξαρτάται από την καταβολή υπέρμετρων διοικητικών τελών.

40 Περαιτέρω, ο έλεγχος του πανεπιστημιακού τίτλου, στον οποίον αναφέρεται η σκέψη 38 της παρούσας αποφάσεως, πρέπει να διενεργείται από τις εθνικές αρχές κατά διαδικασία που είναι σύμφωνη με τις επιταγές του κοινοτικού δικαίου σχετικά με την πραγματική προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων που παρέχει η Συνθήκη στους υπηκόους των κρατών μελών. Κατά συνέπεια, κάθε απόφαση περί μη χορηγήσεως αδείας που λαμβάνεται από την αρμόδια αρχή πρέπει να είναι δυνατόν να προσβληθεί με ένδικο βοήθημα επιτρέπον τον έλεγχο της νομιμότητάς της σε σχέση με το κοινοτικό δίκαιο, ο δε ενδιαφερόμενος πρέπει να μπορεί να λάβει γνώση των λόγων που δικαιολογούν τη ληφθείσα απόφαση (βλ. απόφαση Heylens κ.λπ., προαναφερθείσα, σκέψεις 14 έως 17, και απόφαση της 7ης Μαΐου 1991, Βλασσοπούλου, C-340/89, Συλλογή 1991, σ. Ι-2357, σκέψη 22).

41 Τέλος, οι εθνικές αρχές δικαιούνται μεν να επιβάλλουν κυρώσεις σε περίπτωση μη τηρήσεως της διαδικασίας παροχής αδείας πλην όμως οι κυρώσεις αυτές δεν επιτρέπεται να είναι δυσανάλογες προς τη φύση της παραβάσεως. Στο πλαίσιο αυτό, εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να κρίνει αν οι προβλεπόμενες από τη νομοθεσία του οικείου κράτους μέλους κυρώσεις είναι τόσο βαριές ώστε να καθίστανται εμπόδιο στην άσκηση των θεμελιωδών ελευθεριών που εξασφαλίζει η Συνθήκη (βλ. απόφαση της 14ης Ιουλίου 1977, Sagulo, 8/77, Συλλογή τόμος 1977, σ. 441, σκέψεις 12 και 13).

42 Από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων προκύπτει ότι στο υποβληθέν από το εθνικό δικαστήριο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι τα άρθρα 48 και 52 της Συνθήκης έχουν την έννοια ότι δεν αντιτίθενται στην εκ μέρους κράτους μέλους απαγόρευση, σε υπήκοό του, κάτοχο μεταπτυχιακού πανεπιστημιακού τίτλου αποκτηθέντος σε άλλο κράτος μέλος, της χρησιμοποιήσεως του τίτλου αυτού στο έδαφός του χωρίς σχετική διοικητική άδεια, εφόσον η διαδικασία παροχής της αδείας έχει ως μόνο σκοπό τον έλεγχο του αν ο μεταπτυχιακός πανεπιστημιακός τίτλος έχει χορηγηθεί νομότυπα, εφόσον η διαδικασία είναι εύκολα προσιτή και δεν εξαρτάται από την καταβολή υπερβολικά υψηλών διοικητικών τελών, εφόσον κάθε αρνητική απόφαση είναι δυνατόν να προσβληθεί δικαστικώς, εφόσον ο ενδιαφερόμενος μπορεί να λάβει γνώση των λόγων που οδήγησαν στην απόφαση αυτή και εφόσον οι κυρώσεις που προβλέπονται σε περίπτωση μη τηρήσεως της διαδικασίας χορηγήσεως της αδείας δεν είναι δυσανάλογες προς τη βαρύτητα της παραβάσεως.

Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


Επί των δικαστικών εξόδων

43 Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, που υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

Διατακτικό


Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

κρίνοντας επί των ερωτημάτων που του υπέβαλε το Verwaltungsgericht Stuttgart, με διάταξη της 19ης Δεκεμβρίου 1991, αποφαίνεται:

Tα άρθρα 48 και 52 της Συνθήκης έχουν την έννοια ότι δεν αντιτίθενται στην εκ μέρους κράτους μέλους απαγόρευση, σε υπήκοό του, κάτοχο μεταπτυχιακού πανεπιστημιακού τίτλου αποκτηθέντος σε άλλο κράτος μέλος, της χρησιμοποιήσεως του τίτλου αυτού στο έδαφός του χωρίς σχετική διοικητική άδεια, εφόσον η διαδικασία παροχής της αδείας έχει ως μόνο σκοπό τον έλεγχο του αν ο μεταπτυχιακός πανεπιστημιακός τίτλος έχει χορηγηθεί νομότυπα, εφόσον η διαδικασία είναι εύκολα προσιτή και δεν εξαρτάται από την καταβολή υπερβολικά υψηλών διοικητικών τελών, εφόσον κάθε αρνητική απόφαση είναι δυνατόν να προσβληθεί δικαστικώς, εφόσον ο ενδιαφερόμενος μπορεί να λάβει γνώση των λόγων που οδήγησαν στην απόφαση αυτή και εφόσον οι κυρώσεις που προβλέπονται σε περίπτωση μη τηρήσεως της διαδικασίας χορηγήσεως της αδείας δεν είναι δυσανάλογες προς τη βαρύτητα της παραβάσεως.