ΔΙΆΤΑΞΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ

της 4ης Οκτωβρίου 1991 ( *1 )

Στην υπόθεση 117/91,

Jean-Marc Bosman, εκπροσωπούμενος από τους J.-L. Dupont, L. Misson και M.-A. Lucas, δικηγόρους Λιέγης, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον δικηγόρο Ε. Korn, 21, rue de Nassau,

προσφεύγων-ενάγων,

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπουμένης από τους Jean-Claude Séché, νομικό σύμβουλο, Enrico Traversa, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας, και Θ. Μαργέλλο, maître de conférences στο Πανεπιστήμιο της Πικαρδίας, αποσπασμένο στην Επιτροπή, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον Roberto Hayder, εκπρόσωπο της Νομικής Υπηρεσίας, Centre Wagner, Kirchberg,

καθής-εναγομένης,

που έχει ως αντικείμενο προσφυγή-αγωγή με αίτημα την ακύρωση της αποφάσεως που φέρεται ότι έλαβε η Επιτροπή στις 17 Απριλίου 1991, η οποία αφορά συμφωνία μεταξύ της ιδίας και της Ευρωπαϊκής Ενώσεως Ομοσπονδιών Ποδοσφαίρου, καθώς και την καταβολή αποζημιώσεως για τη ζημία που προκλήθηκε εξαιτίας της αποφάσεως αυτής,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

συγκείμενο από τους Ο. Due, Πρόεδρο, G. F. Mancini, Τ. F. O'Higgins, J. C. Moitinho de Almeida, G. C. Rodríguez Iglesias και M. Diez de Velasco, προέδρους τμήματος, Sir Gordon Slynn, Κ. Ν. Κακούρη, R. Joliét, F. Α. Schockweiler, F. Grévisse, M. Zuleeg και P. J. G. Kapteyn, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: C Ο. Lenz

γραμματέας: J.-G. Giraud

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα,

εκδίδει την ακόλουθη

Διάταξη

1

Με δικόγραφο που κατέθεσε στις 23 Απριλίου 1991 στη Γραμματεία του Δικαστηρίου ο Jean-Marc Bosman, επαγγελματίας ποδοσφαιριστής, ζήτησε, δυνάμει του άρθρου 173, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΟΚ, την ακύρωση αποφάσεως της Επιτροπής της 17ης Απριλίου 1991, αφορώσας συμφωνία μεταξύ της Επιτροπής και της Ευρωπαϊκής Ενώσεως Ομοσπονδιών Ποδοσφαίρου ( στο εξής: UEFA ) σχετικά με τις ρήτρες ιθαγενείας που ισχύουν στα εθνικά πρωταθλήματα, καθώς και με το σύστημα των ποσών μετεγγραφής που καταβάλλονται στους επαγγελματίες παίκτες όταν μετεγγράφονται από μία ομάδα σε άλλη, όπως έχει η εν λόγω συμφωνία στο ανακοινωθέν τύπου της Επιτροπής ΙΡ( 91 )316 της 18ης Απριλίου 1991. Επί πλέον, δυνάμει των άρθρων 178 και 215, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΟΚ, ο προσφεύγων-ενάγων ζήτησε την αποκατάσταση της ζημίας που του προκάλεσε η απόφαση αυτή.

2

Από το ανακοινωθέν τύπου, το οποίο επικαλείται ο προσφεύγων-ενάγων, προκύπτει ότι κατόπιν των συνομιλιών που διεξήχθηκαν, ύστερα από σχετική εντολή της Επιτροπής, μεταξύ του αντιπροέδρου της Martin Bangemann και της UEFA, η Επιτροπή δέχθηκε να τροποποιήσει τους κανονισμούς της, ώστε από την περίοδο 1992/1993 να επιρέπεται σε τρεις τουλάχιστον αλλοδαπούς παίκτες, καθώς και σε δύο αλλοδαπούς παίκτες που μετέσχαν σε αγώνες αδιαλείπτως στο οικείο κράτος επί πέντε έτη, τρία από τα οποία σε ομάδα νέων, να παίζουν σε αγώνες πρώτης κατηγορίας των εθνικών πρωταθλημάτων αυτό δε το σύστημα πρόκειται να επεκταθεί και στις άλλες κατηγορίες στις οποίες μετέχουν επαγγελματίες ποδοσφαιριστές το αργότερο μέχρι το τέλος της περιόδου 1996/1997. Σ' αυτό το ανακοινωθέν τύπου αναφερόταν ακόμα ότι είχε γίνει ένα πρώτο βήμα στον τομέα των συμβατικών σχέσεων μεταξύ ομάδων και επαγγελματιών παικτών όσον αφορά τις μετεγγραφές, δεδομένου ότι σ' αυτό το στάδιο των διαπραγματεύσεων είχε επιτευχθεί συμφωνία σχετικά με την αποδοχή της αρχής της ελευθερίας κάθε παίκτη να παίζει για άλλη ομάδα μετά τη λήξη του συμβολαίου του, ανεξάρτητα από τις συνήθεις διαπραγματεύσεις μεταξύ της ομάδας από την οποία μετεγγράφεται ο παίκτης και εκείνης προς την οποία γίνεται η μετεγγραφή περί της αποζημιώσεως που πρέπει να καταβληθεί στην ομάδα από την οποία αποχωρεί ο παίκτης. Τέλος, το ανακοινωθέν αυτό ανέφερε ότι για το ζήτημα της καταρτίσεως ενός προτύπου συμβολαίου μεταξύ ομάδων και επαγγελματιών παικτών θα χρειαστούν πιο λεπτομερείς συνομιλίες με όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη.

3

Με χωριστό δικόγραφο, το οποίο κατέθεσε επίσης στις 23 Απριλίου 1991, ο προσφεύγων υπέβαλε αίτηση λήψεως ασφαλιστικών μέτρων, δυνάμει των άρθρων 185 και 186 της Συνθήκης ΕΟΚ. Με Διάταξη της 27ης Ιουνίου 1991 ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου απέρριψε την αίτηση αυτή.

4

Η Επιτροπή προέβαλε, με χωριστό δικόγραφο που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 28 Μαΐου 1991, ένσταση απαραδέκτου βάσει του άρθρου 91, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ζητώντας από το Δικαστήριο να εκδώσει απόφαση επί της ενστάσεως χωρίς να προχωρήσει στη συζήτηση επί της ουσίας.

5

Την 1η Ιουλίου 1991 ο Bosman κατέθεσε τις παρατηρήσεις του επί της ενστάσεως απαραδέκτου, σύμφωνα με το άρθρο 91, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας.

6

Κατ' εφαρμογή του άρθρου 91, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, το Δικαστήριο, εκτιμώντας ότι έχει επαρκή στοιχεία από τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσαν οι διάδικοι, αποφάσισε να εκδώσει την απόφαση του χωρίς διεξαγωγή προφορικής διαδικασίας.

Επί του ακυρωτικού αιτήματος

7

Προς στήριξη της ενστάσεως της όσον αφορά το απαράδεκτο του αιτήματος ακυρώσεως η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι η εν λόγω προσφυγή στρέφεται κατά ανυπόστατης πράξεως ή, τουλάχιστον, κατά πράξεως που δεν μπορεί να έχει έννομα αποτελέσματα. Η προσβαλλόμενη πράξη αποτελεί προσωρινή και ανεπίσημη συμφωνία, με την οποία διαπιστώνεται η πρόοδος που έγινε με στόχο την πλήρη φιλελευθεροποίηση των κανονισμών των εθνικών ομοσπονδιών ποδοσφαίρου και της UEFA.

8

Η Επιτροπή σημειώνει ιδίως ότι η προσβαλλόμενη πράξη δεν έχει το περιεχόμενο που της αποδίδει ο προσφεύγων. Δεν μπορεί να θεωρηθεί ως σιωπηρή « απόφαση » επί της καταγγελίας που υπέβαλε ο προσφεύγων, μεταξύ άλλων, κατά της UEFA όσον αφορά την παράβαση των άρθρων 85 και 86 της Συνθήκης, διότι η σχετική με αυτή την καταγγελία διαδικασία εκκρεμεί ακόμα. Επίσης, δεδομένου ότι η UEFA δεν κοινοποίησε καμία συμφωνία, η προσβαλλόμενη πράξη δεν είναι απόφαση περί εξαιρέσεως βάσει του άρθρου 85, παράγραφος 3, της Συνθήκης, ούτε αρνητική πιστοποίηση χορηγούμενη βάσει του άρθρου 2 του κανονισμού 17 του Συμβουλίου, της 6ης Φεβρουαρίου 1962, πρώτου κανονισμού εφαρμογής των άρθρων 85 και 86 της Συνθήκης ( ΕΕ ειδ. έκδ. 08/001, σ. 25).

9

Ακόμα και αν υποτεθεί ότι πρόκειται για « απόφαση », η Επιτροπή διατείνεται ότι δεν απευθύνεται στον προσφεύγοντα, ούτε τον αφορά ατομικά, τον επηρεάζει δε μόνο λόγω της αντικειμενικής του ιδιότητας ως επαγγελματία ποδοσφαιριστή.

10

Αντίθετα ο Bosman ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη πράξη παράγει δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα ικανά να επηρεάσουν τα συμφέροντα του, καθόσον μεταβάλλει τη νομική του κατάσταση. Η πράξη αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ανυπόστατη ιδίως λόγω του τεκμηρίου νομιμότητας των κοινοτικών πράξεων. Επίσης, δεν πρόκειται ούτε για ανεπίσημη συμφωνία, δεδομένου ότι επηρεάζει τη νομική κατάσταση τρίτων, ούτε για προπαρασκευαστική πράξη, διότι από το ίδιο το κείμενο της συμφωνίας μεταξύ της Επιτροπής και της UEFA προκύπτει ο οριστικός της χαρακτήρας.

11

Ειδικότερα ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη πράξη μπορεί να θεωρηθεί είτε ως πράξη εφαρμογής των περί ανταγωνισμού κανόνων της Συνθήκης, περιλαμβάνουσα σιωπηρή απόρριψη της καταγγελίας που ο Bosman υπέβαλε στην Επιτροπή στις 20 Νοεμβρίου 1990 σχετικά με το ασυμβίβαστο προς το άρθρο 85 των ρητρών ιθαγενείας και των μηχανισμών μετεγγραφών των ποδοσφαιριστών, είτε ως απόφαση περί εξαιρέσεως εκδιδόμενη βάσει του άρθρου 85, παράγραφος 3, της Συνθήκης, είτε ακόμα αρνητική πιστοποίηση χορηγούμενη βάσει του άρθρου 2 του προαναφερθέντος κανονισμού 17. Και αν ακόμα δεν αποτελεί τέτοια πράξη, θα μπορούσε να πρόκειται για πράξη η οποία ισχυροποιεί τα αποτελέσματα συμπράξεως αντίθετης προς το άρθρο 85 της Συνθήκης, για ανακοίνωση σχετική με το άρθρο 48 της Συνθήκης ή ακόμα για πράξη με την οποία η Επιτροπή απεμπολεί την εξουσία που έχει δυνάμει του άρθρου 169 της Συνθήκης.

12

Τέλος ο Bosman ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη πράξη τον αφορά άμεσα υπό την έννοια του άρθρου 173 της Συνθήκης, δεδομένου ότι δεν προϋποθέτει τη λήψη κανενός μέτρου προς εκτέλεση της εκ μέρους των κρατών μελών. Επίσης, η πράξη αυτή τον αφορά ατομικά, καθόσον αποτελεί απάντηση στην καταγγελία που ο ίδιος υπέβαλε στην Επιτροπή και στα πληροφοριακά στοιχεία τα οποία είχε παράσχει σχετικά με την αντίθεση του προς μία συμφωνία. Η Επιτροπή αποφάσισε να επαναλάβει τις διαπραγματεύσεις με την UEFA ύστερα από αγωγή που άσκησε ο Bosman ενώπιον των βελγικών δικαστηρίων, η δε διευθέτηση της προσωπικής του περιπτώσεως αποτέλεσε αντικείμενο ειδικού όρου στη σχετική συμφωνία. Ο Bosman είναι ο μόνος παίκτης της Κοινότητας που αντιδικεί με την αθλητική ομοσπονδία στην οποία υπάγεται, υπάρχει δε κίνδυνος η απόφαση της Επιτροπής να επηρεάσει την έκβαση της ανωτέρω δίκης. Τέλος, η περίπτωσή του εξατομικεύεται λόγω του ειδικού χαρακτήρα και του ύψους της ζημίας που υπέστη.

13

Προς εκτίμηση του παραδεκτού της παρούσας προσφυγής το Δικαστήριο πρέπει να εξετάσει καταρχάς τη φύση της προσβαλόμενης πράξεως. Πράγματι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, συνιστά πράξη ή απόφαση κατά της οποίας μπορεί να ασκηθεί προσφυγή ακυρώσεως μόνο το μέτρο του οποίου τα έννομα αποτελέσματα είναι δεσμευτικά και ικανά να επηρεάσουν τα συμφέροντα του προσφεύγοντος, μεταβάλλοντας κατά τρόπο σαφή τη νομική του θέση ( βλ. ιδίως την απόφαση της 11ης Νοεμβρίου 1981, 60/81, IBM κατά Επιτροπής, Συλλογή 1981, σ. 2639 ).

14

Η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι τέτοια πράξη. Από το ίδιο το κείμενο του ανακοινωθέντος τύπου που επικαλείται ο προσφεύγων και από τα άλλα έγγραφα τα οποία ο Bosman προσκόμισε στη δικογραφία προκύπτει ότι, μετά τις διαπραγματεύσεις μεταξύ του αντιπροέδρου της Επιτροπής και της UEFA σχετικά με την κατάσταση των επαγγελματιών ποδοσφαιριστών στην Κοινότητα, η Επιτροπή περιορίστηκε απλώς, αφενός μεν, στο να σημειώσει τις τροποποιήσεις που η UEFA πρότεινε να επιφέρει στους κανονισμούς της για να διευκολύνει τη διακίνηση των παικτών εντός της Κοινότητας, αφετέρου δε, στο να ανακοινώσει τα σχέδια της όσον αφορά το ζήτημα των μετεγγραφών των παικτών. Επομένως, δεν έλαβε μονομερώς απόφαση παράγουσα έννομα αποτελέσματα έναντι τρίτων, ούτε συνήψε με την UEFA σύμβαση ή συμφωνία οποιασδήποτε φύσεως που να μπορεί να υποβληθεί στον έλεγχο του Δικαστηρίου.

15

Από τις σκέψεις αυτές προκύπτει ότι η προσβαλλόμενη πράξη δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο προσφυγής ακυρώσεως και ότι η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη.

Επί του αιτήματος αποζημιώσεως

16

Η Επιτροπή διατείνεται ότι η αγωγή αποζημιώσεως είναι απαράδεκτη, διότι, αφενός, η εν λόγω ανεπίσημη συμφωνία δεν οριστικοποιήθηκε ακόμα και ότι, εν πάση περιπτώσει, στερείται εννόμων αποτελεσμάτων αφετέρου, η ζημία την οποία ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι υπέστη είναι καθαρά υποθετική.

17

Αντίθετα, o Bosman υποστηρίζει ότι η αγωγή είναι παραδεκτή, δεδομένου ότι η πράξη της Επιτροπής παράγει έννομα αποτελέσματα και η ζημία του είναι πραγματική και ενεστώσα.

18

Συναφώς, πρέπει να σημειωθεί ότι ο Bosman διατείνεται ότι υπέστη πολλές διαφορετικές ζημίες, οι οποίες πρέπει να εξεταστούν χωριστά. Επομένως, πρέπει να εξεταστεί το παραδεκτό των σχετικών με την αγωγή αποζημιώσεως αιτημάτων όσον αφορά τις διάφορες ζημίες τις οποίες επικαλείται.

19

Καταρχάς ο Bosman ισχυρίζεται ότι, εξαιτίας των ενεργειών της Επιτροπής, μπορεί να απορριφθεί η αγωγή που έχει ασκήσει ενώπιον των βελγικών δικαστηρίων ή να ανατραπεί η ισορροπία της σχετικής διαφοράς, υπάρχει δε κίνδυνος να χάσει την τωρινή εργασία του και να περιοριστεί η αγορά εργασίας στην οποία θα μπορούσε να προσφέρει τις υπηρεσίες του. Οι εν λόγω ζημίες απορρέουν από πταίσμα στο οποίο υπέπεσε η Επιτροπή λόγω της εκδόσεως της κατ' αυτόν παράνομης αποφάσεως της 17ης Απριλίου 1991, κατά της οποίας έχει στραφεί ασκώντας παράλληλα προσφυγή ακυρώσεως.

20

Όπως όμως διαπιστώθηκε προηγουμένως, η πράξη αυτή δεν παράγει κανένα έννομο αποτέλεσμα. Από τη νομολογία του Δικαστηρίου [βλ. τη Διάταξη της 13ης Ιουνίου 1991, C-50/90, Sunzest ( Europe ) και Sunzest ( Netherlands ) κατά Επιτροπής, Συλλογή 1991, σ. I-2917 ] προκύπτει ότι η αγωγή αποζημιώσεως με την οποία ζητείται αποκατάσταση της ζημίας που απορρέει, κατά τον προσφεύγοντα, μόνο από το παράνομο πράξεως κοινοτικού οργάνου είναι απαράδεκτη εάν η εν λόγω πράξη στερείται εννόμων αποτελεσμάτων.

21

Κατά συνέπεια, το αίτημα που βασίζεται στο άρθρο 215, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης είναι απαράδεκτο και πρέπει να απορριφθεί.

22

Επομένως, πρέπει να εφαρμοστεί το άρθρο 91, παράγραφος 4, του Κανονισμού Διαδικασίας και να κηρυχθεί απαράδεκτη η προσφυγή-αγωγή στο σύνολό της.

Επι των δικαστικών εξόδων

23

Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα. Εφόσον ο προσφεύγων ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα.

 

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

διατάσσει:

 

1)

Απορρίπτει την προσφυγή-αγωγή ως απαράδεκτη.

 

2)

Καταδικάζει τον προσφεύγοντα στα δικαστικά έξοδα.

 

Λουξεμβούργο, 4 Οκτωβρίου 1991.

Ο Γραμματέας

J.-G. Giraud

Ο Πρόεδρος

Ο. Due


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.