ΈΚΘΕΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠ' ΑΚΡΟΑΤΗΡΊΟΥ ΣΥΖΉΤΗΣΗ

στην υπόθεση C-362/89 ( *1 )

Ι — Περιστατικά και διαδικασία

1. Η εφαρμοοτέα κοινοτική κανονιονική ρύθμιση

Η οδηγία 77/187/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 14ης Φεβρουαρίου 1977, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, σχετικών με τη διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεων επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/002, σ. 171), εφαρμόζεται, σύμφωνα με το άρθρο 1, παράγραφος 1, « επί μεταβιβάσεων επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων σε άλλο επιχειρηματία, οι οποίες προκύπτουν από συμβατική εκχώρηση ή συγχώνευση ».

Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 3 της οδηγίας ορίζει ότι « τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις που δημιουργούνται για τον εκχωρητή από σύμβαση εργασίας ή από εργασιακή σχέση που υφίσταται κατά την ημερομηνία της μεταβιβάσεως, κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 1, μεταβιβάζονται, εξαιτίας της μεταβιβάσεως αυτής, στον εκδοχέα ».

Πρέπει ακόμη να επισημανθεί ότι κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 4 «η μεταβίβαση μιας επιχειρήσεως, εγκαταστάσεως ή τμήματος εγκαταστάσεως δεν συνιστά αυτή καθεαυτή λόγο απολύσεως για τον εκχωρητή ή τον εκδοχέα. Αυτή η διάταξη δεν εμποδίζει απολύσεις που είναι δυνατόν να επέλθουν για λόγους οικονομικούς, τεχνικούς ή οργανώσεως που προϋποθέτουν μεταβολές στο επίπεδο της απασχολήσεως ».

2. Η εθνική νομοΟεαία πον εφαρμόζεται ως προς τη διαφορά της κύριας δίκης

Δυνάμει της πρώτης παραγράφου του άρθρου 2112 του ιταλικού Αστικού Κώδικα, « σε περίπτωση μεταβιβάσεως της επιχειρήσεως, αν ο μεταβιβάσας δεν καταγγείλει εγκαίρως τη σύμβαση εργασίας, η σύμβαση αυτή εξακολουθεί να ισχύει με τον νέο κύριο, ο δε εργαζόμενος διατηρεί τα δικαιώματα που απορρέουν από την αρχαιότητα που έχει κτηθεί πριν από τη μεταβίβαση ».

Πάντως, ο κανόνας αυτός υπέστη τροποποιήσεις συνεπεία ορισμένων διατάξεων που θεσπίστηκαν με το νομοθετικό διάταγμα 835 της 9ης Δεκεμβρίου 1986, το οποίο κυρώθηκε μαζί με τις τροποποιήσεις με τον νόμο 19 της 6ης Φεβρουαρίου 1987, το άρθρο 3 του οποίου ορίζει ότι: « σε περίπτωση μεταβιβάσεως επιχειρηματικής μονάδας ή κλάδου επιχειρηματικής μονάδας πραγματοποιούμενης σε εκτέλεση προγράμματος επιχειρήσεως τελούσας υπό προσωρινή διαχείριση (... ) δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις (...) του άρθρου 2112, πρώτη παράγραφος, του Αστικού Κώδικα, ειδικά όσον αφορά το προσωπικό που δεν μεταβιβάζεται ταυτοχρόνως με την επιχείρηση (... ) ».

Η διαδικασία περί προσωρινής διαχειρίσεως των μεγάλων επιχειρήσεων που βρίσκονται σε κρίση θεσπίστηκε με το νομοθετικό διάταγμα 26 της 30ής Ιανουαρίου 1979, το οποίο κυρώθηκε μαζί με τις τροποποιήσεις με τον νόμο 95 της 3ης Απριλίου 1979. Η διαδικασία αυτή εφαρμόζεται, με εξαίρεση τις πτωχεύσεις, στις επιχειρήσεις σημαντικού μεγέθους ως προς τις οποίες η δικαστική αρχή διαπιστώνει την ύπαρξη αφερεγγυότητας ή την παύση καταβολής των μισθών επί τρεις μήνες. Η κίνηση της διαδικασίας αποφασίζεται με υπουργική απόφαση και διενεργείται από έναν ή τρεις επιτρόπους που ορίζονται και ελέγχονται από την υπουργική αρχή. Η απόφαση με την οποία κινείται η διαδικασία μπορεί να επιτρέψει, λαμβάνοντας υπόψη τα συμφέροντα των πιστωτών, τη συνέχιση των δραστηριοτήτων της επιχειρήσεως για ορισμένο χρόνο. Ο επίτροπος καταρτίζει ένα πρόγραμμα το οποίο μπορεί να προβλέπει ένα σχέδιο εξυγιάνσεως της επιχειρήσεως. Με την επιφύλαξη αντίθετων διατάξεων του νομοθετικού διατάγματος της 30ής Ιανουαρίου 1979, η διαδικασία της προσωρινής διαχειρίσεως διέπεται από τις διατάξεις της ιταλικής νομοθεσίας που αφορούν την αναγκαστική διοικητική εκκαθάριση των επιχειρήσεων.

Κατά το παραπέμπον δικαστήριο, η διαδικασία θέσεως υπό προσωρινή διαχείριση των μεγάλων επιχειρήσεων που βρίσκονται σε κρίση είναι ιδιαίτερης φύσεως σε σχέση με τα κριτήρια διαφοροποιήσεως που υφίστανται σχετικά με τις διαδικασίες που αποσκοπούν στην εκκαθάριση και αυτές με τις οποίες επιδιώκεται η διασφάλιση της περιουσίας του δανειστή και η συνέχιση των δραστηριοτήτων της επιχειρήσεως. Πράγματι, το πρώτιστο αντικείμενο αυτής της διαδικασίας συνίσταται στην εξυγίανση της επιχειρήσεως σε συνάρτηση ιδίως με τη διάσωση των θέσεων εργασίας η ρύθμιση αυτή όμως έχει διαμορφωθεί ως μία παραλλαγή της κανονικής διαδικασίας εκκαθαρίσεως, όπως η αναγκαστική διοικητική εκκαθάριση. Τα στοιχεία τα οποία, κατά τον pretore di Milano, χαρακτηρίζουν τον « συντηρητικό » σκοπό της διαδικασίας της προσωρινής διαχειρίσεως είναι τα ακόλουθα:

όπως αναφέρεται στην έκθεση σχετικά με το νομοθετικό διάταγμα 26/1979, η λειτουργία της διαδικασίας συνίσταται στη διάσωση των ουσιαστικά υγιών μερών της επιχειρήσεως ή του ομίλου επιχειρήσεων, μέσω της μεταβιβάσεως της κυριότητας, του αφερέγγυου επιχειρηματία, σε έναν νέο κύριο στον οποίο πάντως δεν μεταβιβάζονται οι οφειλές της επιχειρήσεως·

η επιχείρηση που τελεί υπό προσωρινή διαχείριση μπορεί να λαμβάνει από τα πιστωτικά ιδρύματα χρηματικά ποσά που πρέπει να αποδοθούν από το δημόσιο, το οποίο είναι εγγυητής ως προς αυτά, για την επανέναρξη των δραστηριοτήτων και την αποπεράτωση των βιομηχανικών εγκαταστάσεων, ακινήτων και εξοπλισμών

η προστασία των συμφερόντων των πιστωτών είναι λιγότερο εκτεταμένη απ' ό,τι σε άλλες διαδικασίες εκκαθαρίσεως: ειδικότερα, δεν μπορούν να παρέμβουν στις αποφάσεις σχετικά με τη συνέχιση των δραστηριοτήτων της επιχειρήσεως και δεν έχουν καμία εγγύηση ότι οι αποφάσεις αυτές θα αντιστοιχούν προς τα συμφέροντα τους·

η εκδοχή της συνεχίσεως των δραστηριοτήτων της επιχειρήσεως είναι τόσο εδραιωμένη ώστε ο νόμος δεν υιοθετεί την αντίθετη και θεωρητικά δυνατή εκδοχή και ουδόλως αναφέρεται στις συνέπειες από την αδυναμία εφαρμογής του σχεδίου εξυγιάνσεως, αφού αποφασιστεί η συνέχιση των δραστηριοτήτων.

3. Το ιανορικό της διαφοράς της κύριας οίκης

Οι ενάγοντες της κύριας δίκης είναι εργαζόμενοι της εταιρίας Ercole Marcili Elettromeccanica Generale SpA (στο εξής: EMG) η οποία βρίσκεται υπό προσωρινή διαχείριση. Από το 1985η σχέση τους εργασίας με την εταιρία έχει διακοπεί και έχουν υπαχθεί στην Cassa integrazione guadagni straordinaria (στο εξής: CIGS ) για το σύνολο του ωραρίου τους.

Η εταιρία EMG, καθώς και άλλες εταιρίες του ομίλου Marelli, υπήχθησαν στη διαδικασία προσωρινής διαχειρίσεως με απόφαση του υπουργού βιομηχανίας της 26ης Μαΐου 1981 με την οποία επιτράπηκε στην επιχείρηση να συνεχίσει τις δραστηριότητες της.

Το 1985, αφού όλες οι άλλες εταιρίες του ομίλου είχαν τακτοποιηθεί, εξακολουθούσε να υπόκειται στην εν λόγω διαδικασία μόνο η εταιρία EMG. Τον Σεπτέμβριο του 1985, η εν λόγω εταιρία μεταβιβάστηκε σε μία νέα εταιρία που ιδρύθηκε για τον σκοπό αυτό, την εταιρία Ercole Marelli Nuova Elettromeccanica Generale SpA (στο εξής: Nuova EMG), η οποία στη συνέχεια διασπάστηκε σε δύο άλλες εταιρίες, την ABB Tecnomasio SpA και την ABB Industria Sri.

Κατ' εφαρμογή της συμβάσεως μεταβιβάσεως και σύμφωνα με συμβάσεις που είχαν συναφθεί με τα συνδικάτα στις οποίες αναφέρεται αυτή η ίδια η σύμβαση, 940 εργαζόμενοι περιήλθαν στην εταιρία προς την οποία έγινε η μεταβίβαση.

Για τους 518 εργαζομένους που παρέμειναν στην παραχωρήτρια εταιρία μία από τις συμβάσεις που είχαν συναφθεί με τα συνδικάτα περιείχε, πέραν της προβλέψεως ότι θα εξακολουθούσαν να υπάγονται στο CIGS, διατάξεις για την οριστική επίλυση του προβλήματος του πλεονάζοντος προσωπικού.

Οι ενάγοντες της κύριας δίκης, οι οποίοι εξακολουθούν να εργάζονται στην υπό προσωρινή διαχείριση εταιρία EMG και των οποίων η σχέση εργασίας εξακολουθεί να βρίσκεται σε αναστολή, ζήτησαν από τον pretore di Milano να αναγνωρίσει ότι η σχέση τους εργασίας συνεχίζεται με την εταιρία προς την οποία έγινε η μεταβίβαση από την ημερομηνία της μεταβιβάσεως του βιομηχανικού συγκροτήματος στο οποίο ανήκουν.

Οι ενάγοντες προβάλλουν ότι έπρεπε να εφαρμοστεί ως προς αυτούς ο κανόνας που περιέχεται στο άρθρο 2112, πρώτη παράγραφος, του Αστικού Κώδικα και όχι η παρεκκλίνουσα διάταξη του νομοθετικού διατάγματος 835/1986.

Ενόψει των επιχειρημάτων αυτών, ο pretore di Milano θεώρησε ότι για να λύσει τη διαφορά είναι αναγκαία η ερμηνεία της προαναφερθείσας οδηγίας 77/187 του Συμβουλίου, της 14ης Φεβρουαρίου 1977.

Για τον λόγο αυτό, με Διάταξη της 23ης Οκτωβρίου 1989, αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία, μέχρις ότου το Δικαστήριο αποφανθεί επί των ακόλουθων προδικαστικών ερωτημάτων:

« 1)

Προβλέπει το άρθρο 3, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας την αυτόματη μεταβίβαση στον προς ον η μεταβίβαση των εργασιακών σχέσεων της μεταβιβαζόμενης επιχειρήσεως, οι οποίες υφίστανται κατά τον χρόνο της μεταβιβάσεως της;

2)

Έχει εφαρμογή η προαναφερθείσα οδηγία επί μεταβιβάσεων επιχειρήσεων που πραγματοποιούνται από επιχειρήσεις τελούσες υπό προσωρινή διαχείριση ; »

4. Η οιαδικαοία ενώπιον του Δικαστηρίου

Η Διάταξη του pretore di Milano περιήλθε στο Δικαστήριο στις 17 Νοεμβρίου 1989.

Σύμφωνα με το άρθρο 20 του οργανισμού περί του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, κατέθεσαν γραπτές παρατηρήσεις οι διάδικοι της κύριας δίκης, εκπροσωπούμενοι από τον Alfonso Ognibene, δικηγόρο Μιλάνου, οι εναγόμενες της κύριας δίκης, εκπροσωπούμενες από τους Giacinto Favalli και Salvatore Trifirò, δικηγόρους Μιλάνου, η Γαλλική Κυβέρνηση εκπροσωπούμενη από τον Claude Chavance, στέλεχος της κεντρικής διοικήσεως στη Διεύθυνση Νομικών Υποθέσεων του Υπουργείου Εξωτερικών, η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον Oscar Fiumara, avvocato dello Stato, και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον Giuliano Marenco, νομικό σύμβουλο, επικουρούμενο από την Karen Banks, μέλος της Νομικής της Υπηρεσίας.

Με έγγραφο προς το Δικαστήριο, της 20ής Μαΐου 1990, η Ιταλική Κυβέρνηση ζήτησε κατ' εφαρμογή του άρθρου 95 του Κανονισμού Διαδικασίας να αποφανθεί το Δικαστήριο εν ολομέλεια.

Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή και αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, το Δικαστήριο αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία χωρίς προηγούμενη διεξαγωγή αποδείξεων.

II — Σύνοψη των γραπτών παρατηρήσεων που κατατέθηκαν στο Δικαστήριο

Η Κυβέρνηση της Γαλλικής Δημοκρατίας, η Κυβέρνηση της Ιταλικής Δημοκρατίας και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων θεωρούν ότι το πρώτο προδικαστικό ερώτημα τίθεται μόνο σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο δεύτερο ερώτημα και ότι, κατά συνέπεια, πρέπει να δοθεί απάντηση σ' αυτό το ερώτημα πριν δοθεί, ενδεχομένως, απάντηση στο προηγούμενο ερώτημα.

Ενόψει των παρατηρήσεων αυτών, είναι σκόπιμο να εκτεθούν προηγουμένως οι παρατηρήσεις που αφορούν το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα.

Επί του δευτέρου ¿προδικαστικού ερωτήματος

1.

Οι ενάγοντες τ?/ς κύριας οίκης, μετά από μία κατά βάθος ανάλυση της ιταλικής νομοθεσίας και της εξελίξεως της, προβάλλουν ότι ο ιταλικός νόμος 19/87 αποσκοπεί στη διασφάλιση της συνέχειας της επιχειρήσεως και ότι όλες οι οικονομικές και δημοσιονομικές παρεμβάσεις που προβλέπονται από τον νόμο υπέρ των επιχειρήσεων που βρίσκονται σε κρίση αποβλέπουν στον ίδιο σκοπό. Η διεύθυνση της επιχειρήσεως που βρίσκεται σε κρίση αναλαμβάνεται από ένα δημόσιο όργανο, τον προσωρινό επίτροπο ο οποίος έχει ως κύριο σκοπό την εξυγίανση της διαρθρώσεως της παραγωγής και την επανένταξη της επιχειρήσεως στην αγορά.

Είναι αλήθεια, προσθέτουν οι ενάγοντες της κύριας δίκης, ότι η μέθοδος που επέλεξε ο Ιταλός νομοθέτης αποτελεί, στο μέτρο του δυνατού, αντιγραφή των συνήθων διαδικασιών πτωχεύσεως. Το γεγονός αυτό όμως στερείται σημασίας ενόψει της νομολογίας του Δικαστηρίου (αποφάσεις της 7ης Φεβρουαρίου 1985, 135/83, Abels, Συλλογή 1985, σ. 469 179/83, Industriebond, Συλλογή 1985, σ. 511 ).

Χάριν καλύτερης κατανοήσεως των αποτελεσμάτων που συνεπάγεται η εφαρμογή του νόμου 19/87, οι ενάγοντες της κύριας δίκης επιθυμούν να διευκρινίσουν στη συνέχεια την κατάσταση των εργαζομένων τους οποίους αφορά η μεταβίβαση της επιχειρήσεως. Κατά τη μεταβίβαση μεταβιβάζεται το σύνολο της επιχειρήσεως (ή ένα αυτοτελές τμήμα της). Μόνο ένα μέρος των εργαζομένων ακολουθεί τη μεταβιβαζόμενη επιχείρηση. Οι άλλοι εργαζόμενοι παραμένουν υπό την εξάρτηση του προσωρινού επιτρόπου και η σχέση τους εργασίας συνεχίζεται μόνο προκειμένου να μπορέσουν να τύχουν των ευεργετικών αποτελεσμάτων από την υπαγωγή τους στο CIGS. Δεδομένου ότι ο προσωρινός επίτροπος έχει περιορισμένα καθήκοντα για την επανένταξη της επιχειρήσεως στην αγορά μέσω, ιδίως, μεταβιβάσεως, η σχέση εργασίας των εργαζομένων που δεν παραχωρούνται συρρικνώνεται σε μία καθαρά τυπική μορφή. Δεδομένου ότι η μεταβιβαζόμενη επιχείρηση δεν υφίσταται πλέον, οι εργαζόμενοι αυτοί δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν εκ νέου σε καμία παραγωγική δραστηριότητα και απολύονται αφ' ης στιγμής δεν μπορούν πλέον να τελούν υπό το καθεστώς του CIGS. Έτσι, υφίστανται οριστική αποβολή από την επιχείρηση η οποία οφείλεται ακριβώς στη μεταβίβαση, πράγμα που αντίκειται προς τις διατάξεις της οδηγίας ( 7 Φεβρουαρίου 1985, Abels, προαναφερθείσα, σκέψη 18).

Εξάλλου, οι ενάγοντες της κύριας δίκης τονίζουν ότι η ιταλική νομοθεσία δεν ρυθμίζει τις λεπτομέρειες του τρόπου μεταφοράς των εργαζομένων, ιδίως δε δεν περιέχει καμία διάταξη ως προς τα κριτήρια επιλογής των εργαζομένων αυτών επίσης, δεν προβλέπει την προηγούμενη γνωμοδότηση των συνδικαλιστικών οργανώσεων των εργαζομένων. Η κατάσταση αυτή ωθεί τους ενάγοντες της κύριας δίκης να κάνουν δύο παρατηρήσεις. Πρώτον, η ανυπαρξία υποχρεώσεως διαπραγματεύσεων με τις συνδικαλιστικές οργανώσεις συνιστά παράβαση του άρθρου 6, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας της 14ης Φεβρουαρίου 1977 (βλ. απόφαση της 10ης Ιουλίου 1986, 235/84, Επιτροπή κατά Ιταλίας, Συλλογή 1986, σ. 2291). Δεύτερον, η επιλογή των εργαζομένων που περιέρχονται στον δεύτερο επιχειρηματία αφήνεται στη διάκριση του μεταβιβάζοντος και του αγοραστή. Οι αποκλειόμενοι εργαζόμενοι καθίστανται θύματα ενός είδους κεκαλυμμένης συλλογικής απολύσεως που δεν μπορεί να εξομοιώνεται με συλλογική απόλυση κατά το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας επειδή διαφεύγει από κάθε δυνατότητα δικαστικού ελέγχου τόσο ως προς την ανάγκη καταργήσεως του προσωπικού όσο και ως προς την επιλογή των αποκλειομένων εργαζομένων.

Έτσι, κατά τους ενάγοντες της κύριας δίκης, η ιταλική ρύθμιση αντίκειται προς την οδηγία η οποία εφαρμόζεται επίσης και στην περίπτωση κατά την οποία η μεταβιβαζόμενη επιχείρηση τελεί υπό τη διαδικασία της προσωρινής διαχειρίσεως. Αλυσιτελώς υποστηρίζει το Ιταλικό Δημόσιο ότι η ρύθμιση είναι νόμιμη για αντικειμενικούς λόγους που οφείλονται στην υφιστάμενη στη χώρα κοινωνικοοικονομική κατάσταση. Το επιχείρημα αυτό έχει ήδη απορριφθεί από το Δικαστήριο ( απόφαση της 6ης Νοεμβρίου 1985, 131/84, Επιτροπή κατά Ιταλίας, Συλλογή 1985, σ. 3531 ) σε σχέση με τη μη τήρηση της οδηγίας 75/129/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 17ης Φεβρουαρίου 1975, περί προσεγγίσεων των νομοθεσιών των κρατών μελών που αφορούν τις ομαδικές απολύσεις ( ΕΕ ειδ. έκδ. 06/002, σ. 44 ).

Τέλος, οι ενάγοντες της κύριας δίκης ζητούν από το Δικαστήριο να αποφανθεί ότι η οδηγία 77/187/ΕΟΚ ισχύει για τις μεταβιβάσεις επιχειρήσεων που πραγματοποιούνται από επιχειρήσεις που τελούν υπό τη διαδικασία της προσωρινής διαχειρίσεως δυνάμει του νόμου 95 της 3ης Απριλίου 1979.

2.

Κατά τις εναγόμενες της κύριας όίκης, η ερμηνεία που δίνεται στη διαδικασία της προσωρινής διαχειρίσεως με τη Διάταξη περί παραπομπής είναι παράλογη και εσφαλμένη.

Πράγματι, η ιταλική επιστήμη θεωρεί ομοφώνως ότι πρόκειται για μία διαδικασία πτωχεύσεως που αποσκοπεί στην εκκαθάριση. Κατά τους πλέον εξέχοντες ειδικούς στο θέμα αυτό, η εν λόγω διαδικασία έχει ως πρωταρχικό σκοπό την εκκαθάριση, η δε φύση της είναι εκκαθαριστική ή κυρίως εκκαθαριστική και, δευτερευόντως μόνο, συντηρητική. Αν η εκκαθάριση συνυπάρχει με τη θεωρούμενη ως κανονική συνέχιση των δραστηριοτήτων της επιχειρήσεως που βρίσκεται σε δυσκολίες για ένα περιορισμένο χρονικό διάστημα, αυτό συμβαίνει διότι ο σκοπός της είναι η διάσωση όχι της επιχειρήσεως αλλά του συνόλου των παραγωγικών μονάδων μέσω της μεταφοράς τους σε τρίτους. 'Ετσι, δεν επιδιώκεται η εξυγίανση της επιχειρήσεως, αλλά, ενδεχομένως και στο μέτρο που οι επιθυμητοί στόχοι επιτυγχάνονται, η διατήρηση απλώς και μόνο του συνόλου των μονάδων της επιχειρήσεως με όλα τα παραρτήματα τους.

Κατά την άποψη των εναγομένων της κύριας δίκης, η ερμηνεία αυτή του ιταλικού νόμου στηρίζεται στο ίδιο το γράμμα του, επειδή αναφέρεται ρητά στον νόμο περί πτωχεύσεων.

Επομένως, οι εναγόμενες της κύριας δίκης ζητούν από το Δικαστήριο να δώσει αρνητική απάντηση στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα.

3.

Η Κυβέρνηση νης Γαλλικής Αημοκρατίας, αναφερόμενη στην προαναφερθείσα απόφαση της 7ης Φεβρουαρίου 1985, Abels, θεωρεί ότι το Δικαστήριο, εξαιρώντας μέχρι σήμερα από το πεδίο εφαρμογής των διατάξεων της οδηγίας της 14ης Φεβρουαρίου 1987 τη μεταβίβαση επιχειρήσεως συνεπεία πτωχεύσεως, δεν έχει την πρόθεση να αφαιρέσει από αυτό τις διαδικασίες που προηγούνται της πτωχεύσεως και με τις οποίες επιδιώκεται η επανάληψη των δραστηριοτήτων, όπως το redressement judiciaire (διαδικασία ανακάμψεως με δικαστική απόφαση ) στη Γαλλία ή, καθόσον διαφαίνεται από τη Διάταξη περί παραπομπής, η θέση υπό προσωρινή διαχείριση στην Ιταλία. Η οδηγία εφαρμόζεται επομένως ως προς τη μεταβίβαση που διενεργείται στο πλαίσιο αυτής της διαδικασίας, εφόσον πραγματοποιείται μέσω συμβατικής μεταβιβάσεως ή συγχωνεύσεως.

Η Γαλλική Κυβέρνηση τονίζει ότι η εθνική της νομοθεσία συμπληρώθηκε για να εναρμονιστεί με τις διατάξεις του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας. Από την αρχή της μεταβιβάσεως στον αποκτώντα των σχέσεων εργασίας που αφορούν την μεταβιβαζόμενη επιχείρηση και υφίστανται κατά το χρονικό σημείο της μεταβιβάσεως προβλέπονται δύο εξαιρέσεις:

η μία σχετικά με την τριγωνική σχέση κατά την οποία επέρχεται μεταβολή του εργοδότη χωρίς οι διαδοχικοί εργοδότες να έχουν συνάψει σύμβαση μεταξύ τους·

η άλλη αφορά τις διαδικασίες ανακάμψεως και εκκαθαρίσεως με δικαστική απόφαση. Με το πέρας των διαδικασιών αυτών και λαμβανομένων υπόψη των απολύσεων που έχει επιτρέψει προηγουμένως το εμποροδι-κείο, ο νέος εργοδότης δεσμεύεται από τις υποχρεώσεις που υπείχε ο παλαιός εργοδότης έναντι των μισθωτών των οποίων οι συμβάσεις εργασίας εξακολουθούν να υφίστανται κατά την ημερομηνία κατά την οποία επέρχεται η μεταβίβαση της επιχειρήσεως, εφόσον υπάρχει συμφωνία μεταξύ του παλαιού και του νέου εργοδότη για τη μεταβίβαση ή τη συγχώνευση των δύο επιχειρήσεων.

Με έναν ανάλογο συλλογισμό η Γαλλική Κυβέρνηση θεωρεί ότι, καίτοι η κατάσταση κατά τον ιταλικό νόμο των εταιριών που τελούν υπό προσωρινή διαχείριση δεν έχει αυτή καθεαυτή ως συνέπεια την υπαγωγή των εταιριών αυτών στη ρύθμιση που θεσπίστηκε με την οδηγία της 14ης Φεβρουαρίου 1977, πρέπει εντούτοις να θεωρηθεί ότι στην περίπτωση κατά την οποία η νομική αυτή κατάσταση καταλήγει στη συμβατική μεταβίβαση ή τη συγχώνευση της οικείας επιχειρήσεως πρέπει να εφαρμόζονται οι διατάξεις της οδηγίας.

Η Γαλλική Κυβέρνηση προτείνει την ακόλουθη απάντηση:

« Η οδηγία 77/187 εφαρμόζεται στη μεταβίβαση επιχειρήσεως που τελεί υπό καθεστώς ανακάμψεως βάσει δικαστικής αποφάσεως ή προσωρινής διαχειρίσεως μόνο στην περίπτωση κατά την οποία η μεταβίβαση αυτή πραγματοποιείται συμβατικώς μέσω συγχωνεύσεως μεταξύ της επιχειρήσεως προς την οποία γίνεται η μεταβίβαση και της παραχω-ρούσας επιχειρήσεως. »

4.

Αφού ανέπτυξε τα κύρια χαρακτηριστικά της διαδικασίας της «προσωρινής διαχειρίσεως των μεγάλων εταιριών που βρίσκονται σε δυσκολίες », η Κυβέρνηση της ΙταΑικής /Ιημο- /r^ar/aς τονίζει ότι η νομοθεσία επιδιώκει προφανείς στόχους οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής. Πρόκειται για τη διάσωση στο μέτρο του δυνατού των υγιών μερών των επιχειρήσεων ή των ομίλων επιχειρήσεων μέσω της μεταβιβάσεως τους σε έναν νέο επιχειρηματία κατά τρόπο που να περιορίζεται η οικονομική και κοινωνική ζημία που προκαλείται από την παύση των δραστηριοτήτων σημαντικών επιχειρήσεων σε βάρος του οικείου τομέα δραστηριοτήτων, του επιπέδου απασχολήσεως, των επιχειρήσεων που λειτουργούν εργολαβικώς και, γενικότερα, του συνόλου της εθνικής οικονομίας.

Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου (προαναφερθείσες αποφάσεις της 7ης Φεβρουαρίου 1985, Abels και Industriebond), οι κανόνες που έχουν θεσπιστεί με την οδηγία της 14ης Φεβρουαρίου 1977 δεν χρειάζεται να επεκταθούν στις μεταβιβάσεις «που γίνονται στο πλαίσιο μιας πτωχευτικής διαδικασίας η οποία αποβλέπει στην εκκαθάριση, υπό τον έλεγχο της αρμόδιας δικαστικής αρχής, της περιουσίας του εκχωρητή ». Αντιθέτως, πρέπει να εφαρμόζονται στην περίπτωση μεταβιβάσεων που πραγματοποιούνται στο πλαίσιο μιας διαδικασίας στην οποία ο έλεγχος που ασκεί ο δικαστής είναι περισσότερο περιορισμένος και της οποίας το αντικείμενο είναι « πρωτίστως, η διασφάλιση της περιουσίας και, ενδεχομένως, η συνέχιση της δραστηριότητας της επιχείρησης, κατόπιν παρατάσεως της προθεσμίας πληρωμής από την ομάδα των πιστωτών, προκειμένου να εξευρεθεί διακανονισμός που να επιτρέπει την εξασφάλιση της δραστηριότητας της επιχείρησης στο μέλλον ».

Κατά την Ιταλική Κυβέρνηση, η διαδικασία της προσωρινής διαχειρίσεως πρέπει να εξομοιωθεί, (ος προς την εφαρμογή της οδηγίας, προς τις διαδικασίες πτωχεύσεως για τους ακόλουθους λόγους: η μεταβίβαση πραγματοποιείται όχι συνεπεία της ελεύθερης βουλήσεως των μερών, αλλά στο πλαίσιο και βάσει μιας διαδικασίας αναγγελίας πιστωτών ( είναι αδιάφορο αν η διαδικασία τελεί υπό τον έλεγχο της διοικητικής ή της δικαστικής αρχής). Δεν πρόκειται για μία μεταβίβαση απλώς και μόνο για την αναδιάρθρωση της επιχειρήσεως αλλά για μεταβίβαση υπαγορευόμενη από την κατάσταση αφερεγγυότητας της επιχειρήσεως. Η κίνηση της διαδικασίας αποφασίζεται σε αντικατάσταση ή κατ' αποκλεισμό της πτωχεύσεως όχι για τη διαφύλαξη της περιουσίας της επιχειρήσεως αλλά για ευρύτερα συμφέροντα οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής.

Επομένως, κατά την Ιταλική Κυβέρνηση, στο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η ακόλουθη απάντηση:

« Η οδηγία 77/187/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 14ης Φεβρουαρίου 1977, δεν επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να επεκτείνουν τους κανόνες που περιέχει στις μεταβιβάσεις επιχειρήσεων, καταστημάτων ή μερών καταστημάτων που πραγματοποιούνται στο πλαίσιο μιας διαδικασίας αναγγελίας πιστωτών όπως η διαδικασία της προσωρινής διαχειρίσεως που προβλέπεται από τον ιταλικό νόμο 95 της 3ης Απριλίου 1979. »

Η Ιταλική Κυβέρνηση παραδέχεται πάντως ότι τα κράτη μέλη έχουν τη δυνατότητα να εφαρμόζουν, αυτοτελώς, τις αρχές της οδηγίας στη νομοθεσία τους.

5.

Η Επινροπή υπενθυμίζει ότι, κατά την πριν από την άσκηση της προσφυγής διαδικασία που κατέληξε στην έκδοση, στις 10 Ιουλίου 1986, της αποφάσεως περί αναγνωρίσεως παραβάσεως εκ μέρους της Ιταλίας ( προαναφερθείσα υπόθεση 235/84), είχε παραδεχθεί ότι η ιταλική νομοθεσία μπορούσε να παρεκκλίνει από την οδηγία της 14ης Φεβρουαρίου 1977, εφόσον η παρέκκλιση αυτή περιοριζόταν αυστηρώς στις επιχειρήσεις που είχαν κηρυχθεί « σε κατάσταση κρίσεως », ότι ήταν δικαιολογημένη από την ανάγκη η διασφάλιση της απασχολήσεως να υπερισχύσει της προστασίας των κεκτημένων δικαιωμάτων των εργαζομένων έναντι του μεταβιβάζοντος την επιχείρηση και ότι συνοδευόταν από την εγγύηση που συνίστατο στην αναγκαιότητα προηγουμένης σύμφωνης γνώμης των συνδικαλιστικών οργανώσεων.

Η Επιτροπή υπενθυμίζει ακόμη ότι, στις παρατηρήσεις της επί της προαναφερθείσας αποφάσεως της 7ης Φεβρουαρίου 1985, υπόθεση Abels είχε διατυπώσει τους ίδιους συλλογισμούς, προτείνοντας να ερμηνευθεί η οδηγία κατά τρόπο ώστε να παραμείνει εκτός του πεδίου της εφαρμογής μία σχετικώς ευρεία σειρά καταστάσεων που κάλυπταν τις διαδικασίες πτωχεύσεως και τις διαδικασίες προλήψεως της πτωχεύσεως. Όμως, το Δικαστήριο υιοθέτησε τους συλλογισμούς αυτούς μόνο ως προς τις διαδικασίες πτωχεύσεως, δεχόμενο πάντως ότι η οδηγία εφαρμόζεται ως προς τις διαδικασίες αναστολής πληρωμών.

Η Επιτροπή υπενθυμίζει τέλος ότι είχε κινήσει μία διαδικασία αναγνωρίσεως παραβάσεως κατά της Ιταλίας σε σχέση με το άρθρο 3 του νόμου 19 της 6ης Φεβρουαρίου 1987, θεωρώντας ότι, στο μέτρο που η διαδικασία της προσωρινής διαχειρίσεως προβλέπει τη συνέχιση της παραγωγικής δραστηριότητας, η οδηγία εφαρμόζεται ως προς αυτή και, έτσι, είναι ασυμβίβαστη προς την οδηγία η διάταξη που επιτρέπει μερική μόνο μεταφορά των μισθωτών των οποίων η σύμβαση εξακολουθεί να ισχύει κατά την ημερομηνία της μεταβιβάσεως.

Αφού αναφέρθηκε στα στοιχεία που υπογραμμίζει το παραπέμπον δικαστήριο τα οποία καθιστούν σαφή, κατ' αυτό, τον χαρακτήρα της διαδικασίας προσωρινής διαχειρίσεως ως συντηρητικού μέτρου, η Επιτροπή δηλώνει ότι θα προσπαθήσει να προτείνει στο Δικαστήριο να δώσει μία απάντηση σε ένα ερώτημα του οποίου η δυσκολία οφείλεται στον πολύπλοκο και ασαφή χαρακτήρα αυτής της διαδικασίας.

Ορισμένα χαρακτηριστικά της διαδικασίας την προσομοιάζουν προς την πτώχευση. Έτσι, η κίνηση της προϋποθέτει δικαστική απόφαση για τη διαπίστωση της καταστάσεως αφερεγγυότητας ή της ελλείψεως καταβολής μισθών τουλάχιστον τριών μηνών η υπουργική απόφαση με την οποία αποφασίζεται η κίνηση της διαδικασίας εξομοιώνεται με την απόφαση περί αναγκαστικής διοικητικής εκκαθαρίσεως η διαδικασία αυτή διέπεται γενικώς, καταρχήν, από τους κανόνες που προβλέπονται για την αναγκαστική διοικητική εκκαθάριση η οποία αποτελεί μία διαδικασία πτωχεύσεως εκκαθαριστικής φύσεως.

Από άλλες απόψεις είναι δύσκολο να επεκταθεί στη διαδικασία της προσωρινής διαχειρίσεως η αρχή που διατύπωσε το Δικαστήριο ότι η πτώχευση αποκλείεται από το πεδίο εφαρμογής της κοινοτικής οδηγίας. Πράγματι, η κίνηση της διαδικασίας αυτής αποφασίζεται από την κυβέρνηση και η πρόοδος της τελεί υπό τον έλεγχο όχι της δικαστικής αλλά της διοικητικής αρχής' χωρίς καν να υπόκειται κατ' ανάγκη στην εκκαθάριση, η επιχείρηση αποτελεί το αντικείμενο ενός σχεδίου εξυγιάνσεως, η δε συνέχιση της εκμεταλλεύσεως της μπορεί να επιτραπεί για περίοδο τεσσάρων ετών. Στην πραγματικότητα, με την προσωρινή διαχείριση επιδιώκεται ένας διπλός σκοπός: εάν είναι δυνατό, να διατηρηθεί η επιχείρηση στη ζωή και, μόνο αν αυτό δεν είναι δυνατό, να εκκαθαριστεί, χωρίς να θιγεί η προστασία των πιστωτών.

Εξετάζοντας αυτά τα διάφορα στοιχεία και υπό το φως της προαναφερθείσας αποφάσεως της 7ης Φεβρουαρίου 1985, Abels, η Επιτροπή τονίζει ότι:

πρώτον, η σωρευτική εφαρμογή των κριτηρίων για Til μη δυνατότητα εφαρμογής της οδηγίας που αντλούνται από τον δικαστικό έλεγχο και από τον σκοπό της εκκαθαρίσεως θα έχει ως αποτέλεσμα την υπαγωγή στην οδηγία όχι μόνο της προσωρινής διαχειρίσεως αλλά επίσης και της αναγκαστικής διοικητικής εκκαθαρίσεως, δεδομένου ότι η τελευταία δεν υπόκειται σε δικαστικό αλλά σε διοικητικό έλεγχο. Όμως, η αναγκαστική διοικητική εκκαθάριση αποτελεί μία εναλλακτική ως προς την πτώχευση διαδικασία και, επομένως, πρέπει να έχει την ίδια τύχη από απόψεως πεδίου εφαρμογής της οδηγίας. Για να επιτευχθεί αυτό το αποτέλεσμα θα πρέπει να συναχθεί ότι σε περίπτωση συγκρούσεως μεταξύ των δύο κριτηρίων του δικαστικού ελέγχου και του σκοπού της εκκαθαρίσεως υπερισχύει το δεύτερο·

δεύτερον, αν εφαρμοστεί στην προσωρινή διαχείριση το κριτήριο κατά το οποίο εμπίπτουν στην οδηγία οι μεταβιβάσεις που πραγματοποιούνται στο πλαίσιο διαδικασιών με τις οποίες αποσκοπείται η διατήρηση στη ζωή της επιχειρήσεως και όχι οι μεταβιβάσεις τις οποίες συνεπάγονται οι διαδικασίες που αποσκοπούν στην εξαφάνιση της επιχειρήσεως, συνάγεται κατ' ανάγκη η αδυναμία έγκυρης λύσεως στο πρόβλημα ως προς όλα τα στάδια της διαδικασίας. Πράγματι, αφενός μεν, η διαδικασία αυτή κινείται με την ελπίδα να επιτευχθεί η εξυγίανση της επιχειρήσεως, πράγμα που σημαίνει τη δυνατότητα να επιτραπεί η προσωρινή συνέχιση των δραστηριοτήτων της, και κατ' αυτόν τον τρόπο συγγενεύει με τη διαδικασία της ελεγχόμενης διοικητικής διαχειρίσεως, η οποία προσομοιάζει, ιδίως μέσω του παγώματος των χρεών που συνεπάγεται, προς τη διαδικασία αναστολής των πληρωμών που διέπεται από την οδηγία, όπως έγινε δεκτό με την προαναφερθείσα απόφαση Abels, της 7ης Φεβρουαρίου 1985, αφετέρου δε, η συνέχιση της εξυγιάνσεως αποτελεί απλώς ενδεχόμενο στην περίπτωση της προσωρινής διαχειρίσεως, η δε έγκριση συνεχίσεως των δραστηριοτήτων της επιχειρήσεως μπορεί να μη δοθεί ή να λήξει ή να ανακληθεί.

Επομένως, κατά την Επιτροπή, πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ των δύο αυτών ενδεχομένων φάσεων της διαδικασίας:

α)

αν επιτραπεί η συνέχιση των δρατηριο-τήτων της επιχειρήσεως και καθόσον εξακολουθεί να υφίσταται, οι μεταβιβάσεις διέπονται πλήρως από τις αρχές της οδηγίας·

β)

αν, αντιθέτως, δεν επιτραπούν εξαρχής οι δραστηριότητες της επιχειρήσεως ή αν η αρχική άδεια λήξει ή ανακληθεί, η επιχείρηση διέπεται από τους κανόνες που ρυθμίζουν την αναγκαστική διοικητική εκκαθάριση, δηλαδή από μία διαδικασία παρόμοια προς την πτώχευση. Στην περίπτωση αυτή, οι μεταβιβάσεις εξέρχονται του πεδίου εφαρμογής της οδηγίας.

Στη λύση αυτή δεν μπορεί να αντιταχθεί, κατά την Επιτροπή, το επιχείρημα που αντλείται από το ότι η παρέκκλιση από την αυτόματη μεταβίβαση των συμβάσεων, με την οποία καθίσταται δυνατή η αποφυγή των απολύσεων και η διατήρηση για τους εργαζομένους του ευεργετήματος του συστήματος του CIGS, θα είναι σε τελευταία ανάλυση ευεργετική για την απασχόληση. Το επιχείρημα αυτό πρέπει να απορριφθεί για τους ακόλουθους δύο λόγους: τα κράτη μέλη δεν μπορούν να αντικαταστήσουν το σύστημα της οδηγίας με ένα άλλο, έστω και αν αυτό συνάδει περισσότερο προς τους επιδιωκόμενους σκοπούς· οι σχέσεις με τους εργαζομένους που είναι εγγεγραμμένοι στο CIGS θα μπορούσαν να μεταβιβαστούν στον υπέρ ου η μεταβίβαση ως έχουν, η μεταβίβαση δε αυτή δεν θα αποτελούσε ασφαλώς, ως προς αυτόν, οικονομικό βάρος ικανό να θίξει τη μεταβίβαση.

Η Επιτροπή προτείνει τελικά την ακόλουθη απάντηση:

« Η οδηγία 77/187/ΕΟΚ εφαρμόζεται ως προς τις μεταβιβάσεις επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων που πραγματοποιούνται στο πλαίσιο μιας διαδικασίας όπως της προσωρινής διαχειρίσεως, εφόσον επιτρέπεται η συνέχιση των δραστηριοτήτων της επιχειρήσεως. Αντιθέτως, δεν εφαρμόζεται σε περίπτωση ελλείψεως, λήξεως ή ανακλήσεως της σχετικής άδειας. »

Επί τον πρώτον προδικαστικού ερωτήματος

1.

Οι ενάγοντες της κύριας δίκης υποστηρίζουν ότι στο πρώτο ερώτημα η απάντηση δεν μπορεί να είναι παρά καταφατική.

Το Δικαστήριο έχει ήδη αποφανθεί με αυτό το πνεύμα στην απόφαση, ιδίως, της 10ης Φεβρουαρίου 1988, 324/86, Daddy's Dance Hall (Συλλογή 1988, σ. 739). Εξάλλου, ενόψει του ίδιου του γράμματος των εν λόγω διατάξεων της οδηγίας της 14ης Φεβρουαρίου 1977, δεν παρέχεται έδαφος για διαφορετική ερμηνεία, επειδή, όταν λέγεται ότι τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις που απορρέουν από μία υφιστάμενη σχέση εργασίας μεταβιβάζονται από τον πωλητή προς τον αγοραστή συνεπεία της μεταβιβάσεως, εννοείται απλώς και μόνο ότι η σχέση εργασίας συνεχίζεται χωρίς καμία διακοπή.

2.

Κατά τις εναγόμενες της κύριας δίκης, οι διατάξεις της οδηγίας της 14ης Φεβρουαρίου 1977 δεν μπορούν να τύχουν ερμηνείας που συνεπάγεται την αυτόματη μεταβίβαση, από τον μεταβιβάζοντα προς τον προς ον η μεταβίβαση, των σχέσεων εργασίας που συνδέονται με τη μεταβιβαζόμενη επιχείρηση και υφίστανται κατά το χρονικό σημείο της μεταβιβάσεως της επιχειρήσεως αυτής.

Ενόψει της νομολογίας του Δικαστηρίου (αποφάσεις της 10ης Φεβρουαρίου 1988, Daddy's Dance Hall, προαναφερθείσα, της 5ης Μαΐου 1988, 144/87 και 145/87, Berg και Besseren, Συλλογή 1988, σ. 2559· της 17ης Δεκεμβρίου 1987, 287/86, Ny Molle Kro, Συλλογή 1987, σ. 5465), ο σκοπός της οδηγίας συνίσταται στο να αποφευχθεί, συνεπεία της μεταβιβάσεως της επιχειρήσεως, το να εργάζεται ο εργαζόμενος στον προς ον η μεταβίβαση υπό συνθήκες δυσμενέστερες από αυτές που απέλαυε όταν εργαζόταν στον μεταβιβάσαντα και όχι το να επιβληθεί η αυτόματη μεταφορά στον προς ον η μεταβίβαση όλων των εργαζομένων που απασχολούνταν στον μεταβιβάζοντα.

Διαφορετική ερμηνεία της οδηγίας θα ισοδυναμούσε με παραβίαση όλων των αρχών της ελευθερίας ασκήσεως δραστηριότητας, μάλιστα δε της ατομικής ελευθερίας μέσω της επιβολής, σε όλες τις περιπτώσεις μεταβιβάσεως επιχειρήσεων, της αυτόματης μεταφοράς όλων των σχέσεων εργασίας από τον μεταβιβάζοντα στον προς ον η μεταβίβαση. Επιπλέον, θα εδημιουργείτο μία απαράδεκτη και αδικαιολόγητη επικάλυψη σε σχέση με τη συνδικαλιστική αυτονομία και τις συνδικαλιστικές συμφωνίες που αποσκοπούν, όπως στη διαφορά της κύριας δίκης, στη ρύθμιση, χάριν του γενικού συμφέροντος, των τρόπων της μεταβιβάσεως και του αριθμού του μεταφερομένου προσωπικού από μία επιχείρηση σε άλλη. Τέλος, αυτός προς τον οποίον ενδεχομένως μεταβιβάζεται η επιχείρηση θα αποθαρρύνεται να την αποκτήσει, αν θα έπρεπε να αναλάβει για λογαριασμό του όλες τις σχέσεις εργασίας: έτσι, θα υπήρχε κίνδυνος καταργήσεως όλων των θέσεων εργασίας.

Κατά συνέπεια, σύμφωνα με το ίδιο το γράμμα της οδηγίας, την αιτιολογία και τη ratio της, στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα θα πρέπει να δοθεί αρνητική απάντηση.

3.

Η Κυβέρνηση νης ΓαΑΑικής Δημοκρατίας θεωρεί ότι, κατ' εφαρμογή της οδηγίας, η μεταβίβαση στον προς ον η μεταβίβαση της σχέσεως εργασίας που συνδέεται με τη μεταβιβαζόμενη επιχείρηση και υφίσταται κατά το χρονικό σημείο της μεταβιβάσεως είναι υποχρεωτική μόνο σε περίπτωση συγχωνεύσεως επιχειρήσεων ή συμβατικής μεταβιβάσεως.

Στο γαλλικό δίκαιο, οι διατάξεις του άρθρου L 122-12 του εργατικού κώδικα που αποσκοπούν στη διασφάλιση της σταθερότητας των θέσεων εργασίας είναι δημοσίας τάξεως και δεσμεύουν τους μισθωτούς και τους διαδοχικούς ιδιοκτήτες της επιχειρήσεως.

Παρ' όλα αυτά ο μισθωτός μπορεί πριν από τη μεταβολή του εργοδότη να απολυθεί αν αυτό επιβάλλεται συνεπεία της αναδιοργανώσεως στην οποία αποφασίζει να προβεί ο μελλοντικός εργοδότης κατά τη διάρκεια της περιόδου της προσωρινής διαχειρίσεως. Κατά τη διαδικασία ανακάμψεως με δικαστική απόφαση, οι απολύσεις μπορούν να πραγματοποιούνται μόνον υπό τον έλεγχο του δικαστή.

Επομένως, κατά τη Γαλλική Κυβέρνηση, όσο η νομική κατάσταση της επιχειρήσεως που τελεί υπό προσωρινή διαχείριση δεν μεταβάλλεται, η επιχείρηση μπορεί να απολύσει τους μισθωτούς της. Αντιθέτως, από τη στιγμή της μεταβιβάσεως ή της συγχωνεύσεως της συγκεκριμένης επιχειρήσεως εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας και η μεταβίβαση των συμβάσεων εργασίας καθίσταται υποχρεωτική.

Η Γαλλική Κυβέρνηση προτείνει στο Δικαστήριο να δώσει την ακόλουθη απάντηση:

« Οι διατάξεις του άρθρου 3, παράγραφος 1, εδάφιο 1, της οδηγίας 77/187 εφαρμόζονται στην περίπτωση συμβατικής μεταβιβάσεως ή συγχωνεύσεως επιχειρήσεων που τελούν υπό προσωρινή διαχείριση. »

4.

Η Κυβέρνηση της Ιταλικής δημοκρατίας θεωρεί ότι, ενόψει της απαντήσεως που προτείνει να δοθεί στο δεύτερο ερώτημα, παρέλκει η απάντηση στο πρώτο ερώτημα.

Θεωρεί πάντως χρήσιμο να προβεί στις ακόλουθες παρατηρήσεις.

Ο κανόνας που περιέχεται στο άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας της 14ης Φεβρουαρίου 1977 πρέπει να εξεταστεί και να ερμηνευθεί σε συνδυασμό επίσης με τις διατάξεις του άρθρου 4, παράγραφος 1. Έτσι, η οδηγία δεν επιβάλλει η ίδια κατά τρόπο απόλυτο την αυτόματη μεταφορά στην υπηρεσία του προς ον η μεταβίβαση όλων των εργαζομένων που απασχολούνταν στην μεταβιβασΟείσα επιχείρηση, επειδή δεν αποκλείει το να μπορεί η μεταβίβαση της επιχειρήσεως να συνοδεύεται από απολύσεις που δικαιολογούνται από τους λόγους που απαριθμούνται σ' αυτές τις διατάξεις.

Κατά την Ιταλική Κυβέρνηση, το άρθρο 3, του νομοθετικού διατάγματος 835/86 προβλέπει την ακόλουθη ρύθμιση για τους εργαζομένους που απασχολούνται στη μεταβιβάσασα επιχείρηση: αν μεταφέρονται αυτομάτως, περιέρχονται στην υπηρεσία του προς ον η μεταβίβαση και διατηρούν τα δικαιώματα τους·αν δεν μεταφέρονται συχρόνως, επειδή πλεονάζουν για την εξυγίανση της μεταβιβαζόμενης επιχειρήσεως, παραμένουν στην υπηρεσία του μεταβιβάζοντος, οπότε εξακολουθούν να απολαύουν της ευεργετικής ρυθμίσεως του CIGS και, με τη λήξη της χορηγήσεως αυτού του ευεργετήματος, μπορούν να απολυθούν για τους ίδιους λόγους όπως αυτοί που αναφέρονται στο άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας. Έτσι, ο Ιταλός νομοθέτης θέλησε να αποτρέψει το ενδεχόμενο οι εργαζόμενοι που δεν μεταφέρονται ταυτόχρονα, στην περίπτωση που πλεονάζουν, να χάνουν την εργασία τους συνεπεία συλλογικής απολύσεως η οποία διαφορετικά θα ήταν δυνατή και εξάλλου αναπόφευκτη· εξακολουθώντας να παραμένουν στην υπηρεσία της μετα-βιβάσασας επιχειρήσεως, οι εργαζόμενοι αυτοί μπορούν να απολαύουν των κοινωνικών ωφελημάτων που προβλέπονται από την εθνική νομοθεσία στην περίπτωση επιχειρήσεων που βρίσκονται σε κρίση. Η εθνική ρύθμιση είναι επομένως ευνοϊκότερη για τους εργαζομένους απ' ό,τι η οδηγία.

Κατά την Ιταλική Κυβέρνηση, η απάντηση που πρέπει να δοθεί στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα είναι η ακόλουθη:

« Η οδηγία ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 14ης Φεβρουαρίου 1977, επιτρέπει σε κράτος μέλος να προβλέπει με κανονιστική ρύθμιση, στην περίπτωση μεταβιβάσεως επιχειρήσεως, κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας, τη μεταφορά ενός μέρους μόνο των εργαζομένων, των οποίων οι συμβάσεις εξακολουθούν να ισχύουν κατά την ημερομηνία της μεταβιβάσεως, αν ο περιορισμός αυτός επιτρέπει να αποφευχθούν ή να καθυστερήσουν απολύσεις για λόγους οικονομικούς, τεχνικούς ή οργανωτικούς που συνεπάγονται μεταβολές στο επίπεδο της απασχολήσεως. »

5.

Η Επιτροπή θεωρεί ότι, κάνοντας λόγο για « αυτόματη » μεταβίβαση στον προς ον η παραχώρηση των σχέσεων εργασίας στη μεταβιβαζόμενη επιχείρηση, το εθνικό δικαστήριο δεν αντιμετωπίζει το πρόβλημα του άμεσου αποτελέσματος της οδηγίας της 14ης Φεβρουαρίου 1977. Αυτό που ερωτά είναι αν η οδηγία προβλέπει ότι η μεταβίβαση των σχέσεων εργασίας γίνεται αυτομάτως υπό την έννοια ότι δεν παράγει εν προκειμένω αποτελέσματα ή δήλωση της ρητής βουλήσεως των μερών.

Κατά την Επιτροπή, το Δικαστήριο έχει ήδη αποφανθεί σαφώς με την προαναφερθείσα απόφαση της 10ης Φεβρουαρίου 1988, Daddy's Dance Hall, επί του χαρακτήρα δημοσίας τάξεως του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας και, επομένως, επί της αδυναμίας παραιτήσεως από τον χαρακτήρα αυτόν, καθώς και επί της αδυναμίας παραγωγής αποτελεσμάτων από τη δήλωση της αντίθετης βουλήσεως των μερών. Η κρίση αυτή επιβεβαιώθηκε με την προαναφερθείσα απόφαση της 5ης Μαΐου 1988, Berg και Besselsen.

Η Επιτροπή προσθέτει ότι η αυτοδικαία μεταβίβαση των σχέσεων εργασίας περιορίζεται στις συμβάσεις που υφίστανται κατά την ημερομηνία της μεταβιβάσεως ( αποφάσεις της 7ης Φεβρουαρίου 1985,19/83, Wendelboe, Συλλογή 1985, σ. 457 186/83, Botzen, Συλλογή 1985, σ. 519), γεγονός που εξαρτάται πρωτίστως από το εθνικό δίκαιο (προαναφερθείσα απόφαση της 7ης Φεβρουαρίου 1985, Wendelboe απόφαση της 11ης Ιουλίου 1985, 105/84, Mikkelsen, Συλλογή 1985, σ. 2639), και στους εργαζομένους που εντάσσονται στο μεταβιβαζόμενο μέρος της επιχειρήσεως ( προαναφερθείσα απόφαση της 7ης Φεβρουαρίου 1985, Botzen). Δεν φαίνεται όμως να οφείλονται στις περιστάσεις αυτές οι αμφιβολίες του αιτούντος δικαστηρίου, το οποίο αναφέρεται ρητώς στις σχέσεις εργασίας με τη μεταβιβαζόμενη επιχείρηση που υφίσταντο κατά το χρονικό σημείο της μεταβιβάσεως της επιχειρήσεως.

Κατά την Επιτροπή, στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει κατά συνέπεια να δοθεί η ακόλουθη απάντηση:

«Το άρθρο 3, παράγραφος 1, εδάφιο 1, της οδηγίας επιβάλλει τη μεταβίβαση αυτοδικαίως στον προς ον η μεταβίβαση των σχέσεων εργασίας με τη μεταβιβαζόμενη επιχείρηση που υφίσταντο κατά το χρονικό σημείο της μεταβιβάσεως της επιχειρήσεως, χωρίς να παράγει εν προκειμένω αποτελέσματα ενδεχόμενη δήλωση αντίθετης βουλήσεως των μερών. »

F. Grévisse

εισηγητής δικαστής


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική.


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ

25 Ιουλίου 1991 ( *1 )

Στην υπόθεση C-362/89,

που έχει ως αντικείμενο αίτηση του pretore di Milano προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ

Giuseppe d'Urso, Adriana Ventadori κ.λπ.

και

Ercole Marcili Elettromeccanica Generale SpA (υπό προσωρινή διαχείριση), Ercole Marcili Nuova Elettromeccanica Generale SpA (ήδη ABB Tecnomasio SpA και ABB Industria Sri ) κ.λπ.,

η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία της οδηγίας 77/187/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 14ης Φεβρουαρίου 1977, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, σχετικών με τη διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεων επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων ( ΕΕ ειδ. έκδ. 05/002, σ. 171 ),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

συγκείμενο από τους Ο. Due, Πρόεδρο, G. F. Mancini, J. C. Moitinho de Almeida, G. C. Rodrígeuz Iglesias και M. Diez de Velasco, προέδρους τμήματος, Sir Gordon Slynn, Κ. Ν. Κακούρη, R. Joliét, F. Α. Schockweiler, F. Grévisse και M. Zuleeg, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: W. Van Gerven

γραμματέας: D. Louterman, κύρια υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

οι ενάγοντες της κύριας δίκης, εκπροσωπούμενοι από τον Alfonso F. Ognibene, δικηγόρο Μιλάνου,

οι εναγόμενες της κύριας δίκης, εκπροσωπούμενες από τους Giacinto Favalli και Salvatore Trifirò, δικηγόρους Μιλάνου,

η Γαλλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον Claude Chavance, κύριο στέλεχος της κεντρικής διοικήσεως στο Υπουργείο Εξωτερικών,

η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον Oscar Fiumara, avvocato dello Stato,

η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον Giuliano Marenco, νομικό σύμβουλο, επικουρούμενο από την Karen Banks, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας,

καθώς και την έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση,

αφού άκουσε τις προφορικές παρατηρήσεις των εναγόντων της κύριας δίκης, εκπροσωπούμενων από τους Alfonso Ognibene και Sergio Galleano, δικηγόρους Μιλάνου, των εναγομένων της κύριας δίκης, της Ιταλικής Κυβερνήσεως και της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση της 18ης Απριλίου 1991,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 30ής Μαΐου 1991,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Με Διάταξη της 23ης Οκτωβρίου 1989, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 17 Νοεμβρίου του ίδιου έτους, ο pretore di Milano υπέβαλε, κατ' εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, δύο προδικαστικά ερωτήματα σχετικά με την ερμηνεία της οδηγίας 77/187/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 14ης Φεβρουαρίου 1977, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, σχετικών με τη διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεων επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων ( ΕΕ ειδ. έκδ. 05/002, σ. 171, στο εξής: οδηγία).

2

Τα ερωτήματα αυτά ανέκυψαν στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ, αφενός, των Giuseppe ďUrso, Adriana Ventadori κ.λπ. και, αφετέρου, της υπό προσωρινή διαχείριση εταιρίας Ercole Marelli Elettromeccanica Generale SpA ( στο εξής: EMG ) και της εταιρίας Ercole Marelli Nuova Elettromeccanica Generale SpA ( στο εξής: Nuova EMG ).

3

Από τα στοιχεία που παρέχονται με τη Διάταξη περί παραπομπής προκύπτει ότι η EMG υπήχθη στην αποκαλούμενη διαδικασία προσωρινής διαχειρίσεως με την από 26 Μαΐου 1981 απόφαση του Υπουργού Βιομηχανίας, ενώ της επιτράπηκε να συνεχίσει τις δραστηριότητες της. Τον Σεπτέμβριο του 1985 το σύνολο της επιχειρήσεως μεταβιβάστηκε στην εταιρία Nuova EMG, η οποία ιδρύθηκε για τον σκοπό αυτό. Κατ' εφαρμογή της σχετικής συμβάσεως μεταβιβάσεως και σύμφωνα με τις συμφωνίες που είχαν συναφθεί με τα συνδικάτα, στις οποίες αναφέρεται η σύμβαση αυτή, 940 εργαζόμενοι περιήλθαν στην προς ην η μεταβίβαση. 518 άλλοι εργαζόμενοι παρέμειναν στη μεταβιβάσασα εταιρία πάντως η σχέση εργασίας των τελευταίων αυτών εργαζομένων ανεστάλη, τη δε καταβολή των αποδοχών τους ανέλαβε η Cassa integrazione guadagni straordinaria.

4

Οι ενάγοντες της κύριας δίκης, που περιλαμβάνονται μεταξύ των εν λόγω 518 εργαζομένων, ζήτησαν από τον pretore di Milano να αναγνωρίσει ότι η σχέση τους εργασίας συνεχίστηκε με τον προς ον η μεταβίβαση, κατ' εφαρμογή του άρθρου 2112, πρώτο εδάφιο, του Codice civile, κατά το οποίο: « Σε περίπτωση μεταβιβάσεως επιχειρήσεως, αν ο μεταβιβάσας δεν καταγγείλει εγκαίρως τη σύμβαση εργασίας, η σύμβαση αυτή εξακολουθεί να ισχύει με τον νέο κύριο, ο δε εργαζόμενος διατηρεί τα δικαιώματα που απορρέουν από την αρχαιότητα που έχει κτηθεί πριν από τη μεταβίβαση. »

5

Οι εναγόμενες εταιρίες της κύριας δίκης αντικρούουν το αίτημα αυτό, επικαλούμενες διάταξη της εθνικής νομοθεσίας κατά την οποία, όσον αφορά τις επιχειρήσεις που έχουν τεθεί υπό προσωρινή διαχείριση, οι προαναφερθείσες διατάξεις του Codice civile δεν εφαρμόζονται ως προς το προσωπικό που δεν μεταβιβάστηκε ταυτόχρονα με την επιχείρηση.

6

Κρίνοντας ότι για να λυθεί η διαφορά της κύριας δίκης πρέπει να ερμηνευθεί η οδηγία, ο pretore di Milano αποφάσισε να αναστείλει' τη διαδικασία μέχρις ότου το Δικαστήριο αποφανθεί προδικαστικώς επί των ακολούθων ερωτημάτων:

«1)

Προβλέπει το άρθρο 3, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας την αυτόματη μεταβίβαση στον προς ον η μεταβίβαση των εργασιακών σχέσεων της μεταβιβαζόμενης επιχειρήσεως, οι οποίες υφίστανται κατά τον χρόνο της μεταβιβάσεως της;

2)

Έχει εφαρμογή η προαναφερθείσα οδηγία επί μεταβιβάσεων επιχειρήσεων που πραγματοποιούνται από επιχειρήσεις τελούσες υπό προσωρινή διαχείριση; »

7

Στην έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση εκτίθενται διεξοδικώς τα περιστατικά της κύριας δίκης, η εξέλιξη της διαδικασίας καθώς και οι γραπτές παρατηρήσεις που κατατέθηκαν στο Δικαστήριο. Τα στοιχεία αυτά της δικογραφίας δεν επαναλαμβάνονται πιο κάτω παρά μόνο καθόσον απαιτείται για τη συλλογιστική του Δικαστηρίου.

Επί τον πρώτου προδικαστικού ερωτήματος

8

Με το ερώτημα αυτό, το εθνικό δικαστήριο ερωτά αν το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας έχει την έννοια ότι όλες οι υφιστάμενες συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας, κατά την ημερομηνία μεταβιβάσεως μιας επιχειρήσεως, μεταξύ του μεταβιβάζοντος και των εργαζομένων που απασχολούνται στην επιχείρηση αυτή μεταβιβάζονται αυτοδικαίως στον προς ον η μεταβίβαση αποκλειστικά και μόνο συνεπεία της μεταβιβάσεως.

9

Όπως έκρινε το Δικαστήριο ( απόφαση της 5ης Μαΐου 1988, 144/87 και 145/87, Berg, Συλλογή 1988, σ. 2559, σκέψεις 12 και 13 ), η οδηγία αποβλέπει στη διασφάλιση της διατηρήσεως των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση αλλαγής του επικεφαλής της επιχειρήσεως, επιτρέποντας τους να παραμείνουν στην υπηρεσία του νέου εργοδότη υπό τις αυτές προϋποθέσεις που είχαν συμφωνηθεί με τον μεταβιβάζοντα. Οι κανόνες που εφαρμόζονται σε περίπτωση μεταβιβάσεως επιχειρήσεως ή εγκαταστάσεως σε άλλον επιχειρηματία αποβλέπουν επομένως στη διαφύλαξη, προς το συμφέρον των εργαζομένων, των υφισταμένων σχέσεων εργασίας που αποτελούν τμήμα του μεταβιβασθέντος οικονομικού συνόλου.

10

Από τη νομολογία (απόφαση της 7ης Φεβρουαρίου 1985, 186/83, Botzen, Συλλογή 1985, σ. 519, σκέψη 16) προκύπτει επίσης ότι το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας δεν περιλαμβάνει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που απορρέουν για τον μεταβιβάζοντα από σύμβαση εργασίας ή από εργασιακή σχέση που υφίσταται κατά την ημερομηνία της μεταβιβάσεως και έχει συναφθεί με τους εργαζομένους οι οποίοι ανήκουν, για την άσκηση των καθηκόντων τους, στο μεταβιβασθέν τμήμα της επιχειρήσεως ή της εγκαταστάσεως.

11

Το Δικαστήριο έχει κρίνει περαιτέρω, με την απόφαση της 10ης Φεβρουαρίου 1988324/86, Daddy' s Dance Hall (Συλλογή 1988, σ. 739, σκέψη 14), ότι οι κανόνες της οδηγίας πρέπει να θεωρηθούν ως επιτακτικού χαρακτήρα υπό την έννοια ότι δεν επιτρέπεται δυσμενής για τους εργαζομένους παρέκκλιση από τους κανόνες αυτούς. Επομένως, η άσκηση των δικαιωμάτων που παρέχονται στους εργαζομένους από την οδηγία δεν μπορεί να εξαρτάται από τη συγκατάθεση ούτε του μεταβιβάζοντος ούτε του προς ον η μεταβίβαση ούτε από τους εκπροσώπους των εργαζομένων ούτε από αυτούς τους ίδιους τους εργαζομένους, με τη μόνη επιφύλαξη, όσον αφορά τους τελευταίους, της δυνατότητας που τους παρέχεται, κατόπιν αποφάσεως που λαμβάνουν ελευθέρως, να μη συνεχίσουν μετά τη μεταβίβαση τη σχέση εργασίας με τον νέο φορέα της επιχειρήσεως ( απόφαση της 11ης Ιουλίου 1985, 105/84, Mikkelsen, Συλλογή 1985, σ. 2639, σκέψη 16).

12

Κατά συνέπεια, σε περίπτωση μεταβιβάσεως της επιχειρήσεως, η σύμβαση ή η σχέση εργασίας με το προσωπικό που ανήκει στη μεταβιβαζόμενη επιχείρηση δεν μπορεί να διατηρηθεί με τον μεταβιβάζοντα και συνεχίζεται αυτοδικαίως με τον προς ον η μεταβίβαση, εξυπακουομένου ότι, κατά τη νομολογία (απόφαση της 15ης Ιουλίου 1988, 101/87, Bork, Συλλογή 1988, σ. 3057, σκέψη 17), η ύπαρξη ή μη συμβάσεως ή σχέσεως εργασίας κατά την ημερομηνία της μεταβιβάσεως πρέπει να κρίνεται βάσει του εθνικού δικαίου.

13

Προς αντίκρουση μιας τέτοιας ερμηνείας της οδηγίας, οι εναγόμενες της κύριας δίκης και η Ιταλική Κυβέρνηση προέβαλαν ενώπιον του Δικαστηρίου τριών ειδών επιχειρήματα.

14

Πρώτον, υποστηρίχθηκε ότι αν ερμηνευόταν κατ' αυτόν τον τρόπο η οδηγία θα εθί-γετο η επιχειρηματική ελευθερία.

15

Ως προς αυτό, πρέπει να τονιστεί ότι η προσβολή της επιχειρηματικής ελευθερίας είναι συμφυής προς αυτόν τούτον τον σκοπό της οδηγίας που συνίσταται στη μεταβίβαση προς τον προς ον η μεταβίβαση, προς το συμφέρον των εργαζομένων, των υποχρεώσεων που απορρέουν από τις συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας.

16

Δεύτερον, η κατ' αυτόν τον τρόπο ερμηνεία της οδηγίας συνεπάγεται, σε περίπτωση όπως η υπό κρίση στην κύρια δίκη, αμφισβήτηση των συμφωνιών που έχουν συναφθεί με τις συνδικαλιστικές οργανώσεις και αφορούν τις λεπτομέρειες της μεταβιβάσεως και τον αριθμό των μεταφερόμενων εργαζομένων.

17

Το επιχείρημα αυτό δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη, εφόσον, όπως τονίστηκε προηγουμένως, οι κανόνες της οδηγίας ισχύουν για όλους, συμπεριλαμβανομένων των συνδικαλιστικών εκπροσώπων των εργαζομένων, οι οποίοι δεν μπορούν να παρεκκλίνουν από αυτούς μέσω συμφωνιών συναπτομένων με τον μεταβιβάζοντα ή τον προς ον η μεταβίβαση.

18

Τέλος, προβλήθηκε ότι ερμηνεία της οδηγίας που θα είχε ως αποτέλεσμα να εμποδιστεί η διατήρηση στην υπηρεσία του μεταβιβάζοντος πλεονάζοντος αριθμού εργαζομένων θα μπορούσε να είναι λιγότερο ευνοϊκή γι' αυτούς, είτε επειδή ο ενδεχόμενος ενδιαφερόμενος θα μπορούσε να αποτραπεί από την απόκτηση της επιχειρήσεως, εάν θα ήταν αναγκασμένος να διατηρήσει το πλεονάζον προσωπικό της μεταβιβαζόμενης επιχειρήσεως, είτε επειδή το προσωπικό αυτό θα απολυόταν και θα έχανε έτσι τα πλεονεκτήματα που θα μπορούσε, ενδεχομένως, να αποκομίσει από τη συνέχιση των σχέσεων του εργασίας με τον μεταβιβάζοντα.

19

Κατ' αυτής της επιχειρηματολογίας πρέπει να υπομνηστεί ότι η οδηγία, κατά το άρθρο της 4, παράγραφος 1, δεν επιτρέπει βέβαια να αποτελεί η μεταβίβαση αφεαυτής λόγο απολύσεως για τον μεταβιβάζοντα ή τον προς ον η μεταβίβαση, αλλά αντιθέτως « δεν εμποδίζει απολύσεις που είναι δυνατόν να επέλθουν για λόγους οικονομικούς, τεχνικούς ή οργανώσεως που προϋποθέτουν μεταβολές στο επίπεδο της απασχολήσεως ». Πρέπει να προστεθεί ότι η οδηγία δεν εμποδίζει επίσης να εφαρμόζονται οι διατάξεις αυτές, μετά τη μεταβίβαση, προς όφελος του προς ον η μεταβίβαση όταν, προκειμένου να αποφευχθούν στο μέτρο του δυνατού απολύσεις, μία εθνική νομοθεσία προβλέπει υπέρ του μεταβιβάζοντος διατάξεις που καθιστούν δυνατή την ελάφρυνση ή την εξάλειψη των βαρών που συνδέονται με την απασχόληση του πλεονάζοντος εργατικού δυναμικού.

20

Επομένως, στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 77/187 του Συμβουλίου, της 14ης Φεβρουαρίου 1977, έχει την έννοια ότι όλες οι συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας που υφίστανται, κατά την ημερομηνία της μεταβιβάσεως μιας επιχειρήσεως, μεταξύ του μεταβιβάζοντος και των εργαζομένων που ανήκουν στη μεταβιβαζόμενη επιχείρηση μεταβιβάζονται αυτοδικαίως στον προς ον η μεταβίβαση συνεπεία του γεγονότος και μόνο της μεταβιβάσεως.

Επί του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος

21

Από τη διατύπωση και το σκεπτικό της Διατάξεως περί παραπομπής προκύπτει ότι με το ερώτημα αυτό ο pretore di Milano ερωτά αν η οδηγία, για να επαναληφθεί το κείμενο του άρθρου 1, παράγραφος 1, «εφαρμόζεται επί μεταβιβάσεων επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων σε άλλο επιχειρηματία, οι οποίες προκύπτουν από συμβατική εκχώρηση ή συγχώνευση », όταν η συγκεκριμένη επιχείρηση διέπεται από διατάξεις όπως είναι το νομοθετικό διάταγμα 26, της 30ής Ιανουαρίου 1979, σχετικά με τα επείγοντα μέτρα για την προσωρινή διαχείριση μεγάλων επιχειρήσεων που βρίσκονται σε κρίση ( GURI αριθ. 36 της 6.2.1979 ), όπως κυρώθηκε τροποποιηθέν με τον νόμο 95, της 3ης Απριλίου 1979 ( GURI αριθ. 94 της 4.4.1979 ).

22

Προκειμένου να δοθεί απάντηση σ' αυτό το ερώτημα, πρέπει να υπομνηστούν οι διακρίσεις στις οποίες προέβη το Δικαστήριο ιδίως με την απόφαση της 7ης Φεβρουαρίου 1985, 135/83, Abels ( Συλλογή 1985, σ. 469 ), και τις οποίες, εξάλλου, συνοψίζει περιληπτικά ο pretore di Milano.

23

Το Δικαστήριο έκρινε ότι η οδηγία δεν εφαρμόζεται ως προς τις μεταβιβάσεις που επέρχονται στο πλαίσιο πτωχευτικής διαδικασίας που αποσκοπεί, υπό τον έλεγχο της αρμόδιας δικαστικής αρχής, στην εκκαθάριση των περιουσιακών στοιχείων του μεταβιβάζοντος. Το Δικαστήριο στήριξε το συμπέρασμα αυτό στην έλλειψη, στην οδηγία, ρητής διατάξεως αφορώσας την πτώχευση (σκέψη 17), στον σκοπό της οδηγίας αυτής, που συνίσταται στην αποτροπή του ενδεχομένου η αναδιάρθρωση στο εσωτερικό της κοινής αγοράς να γίνεται σε βάρος των εργαζομένων των οικείων επιχειρήσεων (σκέψη 18), και στον σοβαρό κίνδυνο επιδεινώσεως, σε γενικό επίπεδο, των όρων διαβιώσεως και εργασίας του εργατικού δυναμικού, κατ' αντίθεση προς τους κοινωνικούς στόχους της Συνθήκης ( σκέψη 23 ), σε περίπτωση που η οδηγία θα εφαρμοζόταν ως προς τις μεταβιβάσεις που πραγματοποιούνται κατά τη διάρκεια μιας πτωχευτικής διαδικασίας.

24

Με την ίδια απόφαση, το Δικαστήριο έκρινε, αντιθέτως, ότι η οδηγία έχει εφαρμογή επί διαδικασίας του είδους της « surséance van betaling » ( προσωρινή παύση πληρωμών ), παρόλο που η διαδικασία αυτή εμφανίζει ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά με τη διαδικασία της πτωχεύσεως. Το Δικαστήριο θεώρησε, πράγματι, ότι οι λόγοι που δικαιολογούν τη μη εφαρμογή της οδηγίας στην περίπτωση των πτωχευτικών διαδικασιών δεν ισχύουν όταν η εν λόγω διαδικασία συνεπάγεται δικαστικό έλεγχο πλέον περιορισμένης εκτάσεως απ' ό,τι σε περίπτωση πτωχεύσεως και όταν αποσκοπεί πρωτίστως στη διάσωση της πτωχευτικής περιουσίας και, ενδεχομένως, στη συνέχιση της δραστηριότητας της επιχειρήσεως κατόπιν παρατάσεως της προθεσμίας πληρωμής από την ομάδα των πιστωτών, προκειμένου να εξευρεθεί διακανονισμός που να επιτρέπει την εξασφάλιση της δραστηριότητας της επιχείρησης στο μέλλον ( σκέψη 28 ).

25

Πρέπει να τονιστεί ότι, καίτοι, στη σκέψη 28, η προαναφερθείσα απόφαση της 7ης Φεβρουαρίου 1985, Abels, αναφέρεται στην έκταση του ελέγχου που ασκεί ο δικαστής επί της διαδικασίας, η αναφορά αυτή, που εξηγείται από τη δυσκολία, που εκτίθεται στη σκέψη 12 της αποφάσεως αυτής, της διευκρινίσεως της έννοιας της συμβατικής μεταβιβάσεως κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 1, της οδηγίας, ενόψει των διαφορών που υφίστανται μεταξύ των νομικών συστημάτων των κρατών μελών, δεν καθιστά δυνατόν, όπως σημειώνεται εξάλλου στη σκέψη 13 της αποφάσεως, να καθοριστεί η έκταση εφαρμογής της οδηγίας βάσει μόνο της γραμματικής ερμηνείας της εν λόγω εννοίας της συμβατικής μεταβιβάσεως και, κατά συνέπεια, να προσδιοριστεί το πεδίο εφαρμογής της σε συνάρτηση με τη φύση του ελέγχου που ασκεί η διοικητική ή δικαστική αρχή επί των μεταβιβάσεων επιχειρήσεων στο πλαίσιο συγκεκριμένης διαδικασίας αναγγελίας πιστωτών.

26

Υπό το φως του συνόλου των σκέψεων που ανέπτυξε το Δικαστήριο στην υπόθεση Abels, το καθοριστικό κριτήριο που πρέπει να ληφθεί υπόψη είναι επομένως ο σκοπός που επιδιώκεται με την εν λόγω διαδικασία.

27

Ο ιταλικός νόμος της 3ης Απριλίου 1979 προβλέπει την εφαρμογή μέσω αποφάσεως της διαδικασίας προσωρινής διαχειρίσεως ως προς τις επιχειρήσεως που καθορίζει. Κατά τον νόμο αυτό, η απόφαση συνεπάγεται ή μπορεί να συνεπαχθεί δύο ειδών αποτελέσματα.

28

Αφενός, για την εφαρμογή « ως προς όλα του τα αποτελέσματα » του νόμου περί πτωχεύσεων πρέπει να εξομοιωθεί προς την απόφαση που διατάσσει την αναγκαστική διοικητική εκκαθάριση που προβλέπεται από τα άρθρα 195 επ. και από το άρθρο 237 του νόμου περί πτωχεύσεων. Από το σύνολο των τελευταίων αυτών διατάξεων προκύπτει ότι, με επιφύλαξη των ειδικών ιδιομορφιών τους, η αναγκαστική διοικητική εκκαθάριση παράγει αποτελέσματα που, κατ' ουσίαν, είναι τα της πτωχεύσεως.

29

Αφετέρου, η απόφαση που διατάσσει την εφαρμογή της διαδικασίας προσωρινής διαχειρίσεως μπορεί επίσης να διατάσσει τη συνέχιση της δραστηριότητας της επιχειρήσεως, υπό τη διεύθυνση επιτρόπου, για περίοδο της οποίας ο νόμος ορίζει τον τρόπο υπολογισμού. Κατά το άρθρο 2 του νόμου της 3ης Απριλίου 1979, στις εξουσίες του εν λόγω επιτρόπου περιλαμβάνεται η πρόβλεψη προγράμματος η εκτέλεση του οποίου θα μπορεί να εγκριθεί από την επιφορτισμένη με τον έλεγχο αρχή και το οποίο θα πρέπει να περιλαμβάνει, στο μέτρο του δυνατού και λαμβανομένων υπόψη των συμφερόντων των πιστωτών, ένα « σχέδιο εξυγιάνσεως το οποίο πρέπει να είναι εναρμονισμένο με τις βασικές γραμμές της βιομηχανικής πολιτικής με ειδική αναφορά των εγκαταστάσεων που θα αρχίσουν να επαναλειτουργούν και αυτών που πρέπει να συμπληρωθούν, καθώς και των εγκαταστάσεων και συγκροτημάτων επιχειρήσεων που θα πρέπει να μεταβιβαστούν ».

30

Από τα προεκτιθέμενα προκύπτει ότι νομοθεσία όπως ο ιταλικός νόμος περί προσωρινής διαχειρίσεως των μεγάλων επιχειρήσεων που βρίσκονται σε κατάσταση κρίσεως παρουσιάζει διαφορετικά χαρακτηριστικά ανάλογα με το αν η απόφαση με την οποία διατάσσεται η αναγκαστική διοικητική εκκαθάριση ορίζει ή όχι τη συνέχιση των δραστηριοτήτων της επιχειρήσεως.

31

Ελλείψει αποφάσεως ως προς το τελευταίο αυτό σημείο ή μετά τη λήξη της διάρκειας ισχύος της αποφάσεως που επιτρέπει τη συνέχιση των δραστηριοτήτων της επιχειρήσεως, ο σκοπός, οι συνέπειες και οι κίνδυνοι μιας διαδικασίας όπως της αναγκαστικής διοικητικής εκκαθαρίσεως προσομοιάζουν προς αυτούς που ώθησαν το Δικαστήριο να καταλήξει με την προαναφερθείσα απόφαση της 7ης Φεβρουαρίου 1985, Abels, στο συμπέρασμα ότι το άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας δεν έχει εφαρμογή στη μεταβίβαση επιχειρήσεως, εγκαταστάσεως ή τμήματος εγκαταστάσεως όταν ο μεταβιβάζων έχει κηρυχθεί σε κατάσταση πτωχεύσεως. Όπως και η πτώχευση, η διαδικασία αυτή αποσκοπεί στην εκκαθάριση των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη χάριν της ικανοποιήσεως της ομάδας των πιστωτών, οι δε μεταβιβάσεις που πραγματοποιούνται εντός του νομικού αυτού πλαισίου εξαιρούνται, κατά συνέπεια, από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας. Όπως τόνισε το Δικαστήριο στην προαναφερθείσα απόφαση της 7ης Φεβρουαρίου 1985, Abels, δεν είναι δυνατό, χωρίς αυτή την εξαίρεση, να αποκλειστεί ο σοβαρός κίνδυνος επιδεινώσεως, σε γενικό επίπεδο, των όρων διαβιώσεως και εργασίας του εργατικού δυναμικού, κατ' αντίθεση προς τους κοινωνικούς στόχους της Συνθήκης.

32

Αντιθέτως, από τις διατάξεις του ιταλικού νόμου προκύπτει ότι όταν η απόφαση με την οποία διατάσσεται η εφαρμογή της διαδικασίας προσωρινής διαχειρίσεως ορίζει επίσης τη συνέχιση των δραστηριοτήτων της επιχειρήσεως, υπό τη διεύθυνση επιτρόπου της διαδικασίας προσωρινής διαχειρίσεως, ο σκοπός της διαδικασίας αυτής συνίσταται, πρωτίστως, στη δημιουργία μιας καταστάσεως ισορροπίας για την επιχείρηση που θα της επιτρέψει να διασφαλίσει τις δραστηριότητες της για το μέλλον. Ο οικονομικός και κοινωνικός σκοπός που επιδιώκεται κατ' αυτόν τον τρόπο δεν μπορεί ούτε να εξηγήσει ούτε να δικαιολογήσει το ότι, όταν η οικεία επιχείρηση αποτελεί το αντικείμενο πλήρους ή μερικής μεταβιβάσεως, οι εργαζόμενοί της στερούνται των δικαιωμάτων που τους αναγνωρίζει η οδηγία υπό τις προϋποθέσεις που ορίζει λεπτομερώς.

33

Επ' αυτού, το εθνικό δικαστήριο τονίζει ιδίως, με τη Διάταξη του περί παραπομπής, ότι στην αιτιολογική έκθεση του νομοθετικού διατάγματος 26/1979 αναφέρεται ότι η λειτουργία της διαδικασίας συνίσταται στη διάσωση των κατά βάση υγιών τμημάτων της επιχειρήσεως, ότι η υπό προσωρινή διαχείριση επιχείρηση μπορεί να λαμβάνει πιστώσεις την απόδοση των οποίων εγγυάται το δημόσιο και οι οποίες αποσκοπούν στην επανάληψη των δραστηριοτήτων, στη συμπλήρωση βιομηχανικών εγκαταστάσεων, ακινήτων και εξοπλισμών, τέλος δε ότι στη διαδικασία προσωρινής διαχειρίσεως η προστασία των συμφερόντων των πιστωτών είναι λιγότερο εκτεταμένη απ' ό,τι σε άλλες διαδικασίες εκκαθαρίσεως και ότι, ειδικότερα, οι εν λόγω πιστωτές δεν μετέχουν στη διαδικασία λήψεως των αποφάσεων περί συνεχίσεως της λειτουργίας της επιχειρήσεως.

34

Επομένως, στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας 77/187 του Συμβουλίου, της 14ης Φεβρουαρίου 1977, δεν έχει εφαρμογή στις μεταβιβάσεις επιχειρήσεων που πραγματοποιούνται στο πλαίσιο διαδικασίας αναγγελίας πιστωτών, όπως αυτή της ιταλικής νομοθεσίας περί αναγκαστικής διοικητικής εκκαθαρίσεως, στην οποία αναφέρεται ο νόμος της 3ης Απριλίου 1979 σχετικά με την προσωρινή διαχείριση μεγάλων επιχειρήσεων που βρίσκονται σε κατάσταση κρίσεως. Αντιθέτως, οι ίδιες διατάξεις της ίδιας οδηγίας έχουν εφαρμογή όταν, εντός του πλαισίου ενός συνόλου νομοθετικών διατάξεων, όπως της προσωρινής διαχειρίσεως των μεγάλων επιχειρήσεων που βρίσκονται σε κατάσταση κρίσεως, έχει αποφασιστεί η συνέχιση της λειτουργίας της επιχειρήσεως και καθόσον διάστημα η απόφαση αυτή παραμένει σε ισχύ.

Επί των δικαστικών εξόδων

35

Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η Γαλλική και η Ιταλική Κυβέρνηση καθώς και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, που υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος, που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

 

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

κρίνοντας επί των ερωτημάτων που του υπέβαλε ο pretore di Milano με Διάταξη της 23ης Οκτωβρίου 1989, αποφαίνεται:

 

1)

Το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 77/187/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 14ης Φεβρουαρίου 1977, έχει την έννοια ότι όλες οι συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας που υφίστανται, κατά την ημερομηνία της μεταβιβάσεως μιας επιχειρήσεως, μεταξύ του μεταβιβάζοντος και των εργαζομένων που ανήκουν στη μεταβιβαζόμενη επιχείρηση μεταβιβάζονται αυτοδικαίως στον προς ον η μεταβίβαση συνεπεία του γεγονότος και μόνο της μεταβιβάσεως.

 

2)

Το άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας 77/187/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 14ης Φεβρουαρίου 1977, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, σχετικών με τη διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεων επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων, δεν έχει εφαρμογή στις μεταβιβάσεις επιχειρήσεων που πραγματοποιούνται στο πλαίσιο διαδικασίας αναγγελίας πιστωτών, όπως αυτή της ιταλικής νομοθεσίας περί αναγκαστικής διοικητικής εκκαθαρίσεως, στην οποία αναφέρεται ο νόμος της 3ης Απριλίου 1979 σχετικά με την προσωρινή διαχείριση μεγάλων επιχειρήσεων που βρίσκονται σε κατάσταση κρίσεως. Αντιθέτως, οι ίδιες διατάξεις της ίδιας οδηγίας έχουν εφαρμογή όταν, εντός του πλαισίου ενός συνόλου νομοθετικών διατάξεων, όπως της προσωρινής διαχειρίσεως των μεγάλων επιχειρήσεων που βρίσκονται σε κατάσταση κρίσεως, έχει αποφασιστεί η συνέχιση της λειτουργίας της επιχειρήσεως και καθόσον διάστημα η σχετική απόφαση παραμένει σε ισχύ.

 

Due

Mancini

Moitinho de Almeida

Rodríguez Iglesias

Diez de Velasco

Slynn

Κακούρης

Joliét

Schockweiler

Grévisse

Zuleeg

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 25 Ιουλίου 1991.

Ο Γραμματέας

J.-G. Giraud

Ο Πρόεδρος

O. Due


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική.