ΈΚΘΕΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠ' ΑΚΡΟΑΤΗΡΊΟΥ ΣΥΖΉΤΗΣΗ

στην υπόθεση C-10/90 ( *1 )

Ι — Κανονιστικό πλαίσιο, πραγματικά περιστατικά και διαδικασία

α) Εφαρμοζόμενες εθνικές και κοινοτικές διατάξεις

1.

Το άρθρο 75, παράγραφος 1, του Reichsknappschaftsgesetz (γερμανικού νόμου για το κρατικό ταμείο ασφαλίσεως εργατών ορυχείων, στο εξής: RKG) προβλέπει ότι:

« Αν υπάρχει σώρευση συντάξεως εργάτη ορυχείου με σύνταξη λόγω ατυχήματος, καταβαλλομένη βάσει του εκ του νόμου ασφαλιστικού συστήματος κατά των ατυχημάτων, η σύνταξη του κρατικού ταμείου ασφαλίσεως εργατών ορυχείων αναστέλλεται στο μέτρο που αθροιζόμενες η σύνταξη αυτή, χωρίς επίδομα λόγω συντηρουμένου τέκνου και χωρίς συμπληρωματική παροχή, και η σύνταξη λόγω ατυχήματος, χωρίς επίδομα συντηρουμένου τέκνου, υπερβαίνουν το 95 ο/ο του ετησίου εισοδήματος που χρησιμεύει ως βάση υπολογισμού της παροχής αυτής και το 95 ο/ο της βάσεως που καθορίζει τον υπολογισμό της. Αν η σύνταξη λόγω ατυχήματος καταβάλλεται από το εκ του νόμου σύστημα ασφαλίσεως κατά των ατυχημάτων λόγω πνευμονοκονιάσεως που παρέχει δικαίωμα αποζημιώσεως, κατά τα άρθρα 27 a ή 27 b του παραρτήματος της πέμπτης κανονιστικής αποφάσεως της 26ης Ιουλίου 1952 περί επεκτάσεως της ασφαλίσεως κατά των ατυχημάτων στις επαγγελματικές νόσους ( BGBl. Ι, σ. 395 ), λόγω μειώσεως της δυνατότητας βιοπορισμού τουλάχιστον κατά 60 0/0, παρέχεται κάθε μήνα στον δικαιούχο, επί του υπερβάλλοντος ποσού, για κάθε εκατοστό μειώσεως της ικανότητας βιοπορισμού, ένα χιλιοστό του μεγίστου ποσού που αναφέρεται στο άρθρο 54, παράγραφος 1, τελευταίο εδάφιο. Η αναστολή της συντάξεως κατά το πρώτο εδάφιο περιορίζεται στο ποσό που υπερβαίνει το ποσό της αθροίσεως της συντάξεως λόγω ατυχήματος που καταβάλλεται δυνάμει του εκ του νόμου συστήματος ασφαλίσεως κατά των ατυχημάτων και της συντάξεως που καταβάλλεται από το κρατικό ταμείο ασφαλίσεως εργατών ορυχείων που πρέπει να καταβάλλεται μόνο βάσει των συνταξιοδοτικών ασφαλιστικών συστημάτων, χωρίς εφαρμογή των διατάξεων περί αναστολής. »

2.

Κατά το άρθρο 76 a του RKG,

« 1)

οι διατάξεις περί της σωρεύσεως συντάξεως και παροχής καταβαλλομένης δυνάμει του εκ του νόμου συστήματος ασφαλίσεως κατά των ατυχημάτων εφαρμόζονται και όταν, κατόπιν εργατικού ατυχήματος ή επαγγελματικής νόσου, καταβάλλεται σύνταξη λόγω ατυχήματος από οργανισμό που εδρεύει εκτός του εδάφους εφαρμογής του παρόντος νόμου·

2)

για τη σύνταξη λόγω ατυχήματος που καταβάλλεται από οργανισμό ευρισκόμενο εκτός του εδάφους εφαρμογής του παρόντος νόμου δεν χρειάζεται να προσδιοριστεί το ετήσιο εισόδημα. Σε περίπτωση συντάξεως καταβαλλομένης σε χήρα ή χήρο, το ποσό της συντάξεως προσαυξημένο κατά τα δύο τρίτα θεωρείται ως πλήρης σύνταξη ».

3.

Το άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού ( ΕΟΚ) 1408/71 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας [όπως κωδικοποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 2001/83 του Συμβουλίου, της 2ας Ιουνίου 1983 (ΕΕ L 230, σ. 6)], ορίζει ότι:

« τα πρόσωπα που κατοικούν στο έδαφος ενός από τα κράτη μέλη, και για τα οποία ισχύουν οι διατάξεις του παρόντος κανονισμού, υπόκεινται στις υποχρεώσεις και απολαύουν των δικαιωμάτων που απορρέουν από τη νομοθεσία κάθε κράτους μέλους υπό τους ιδίους όρους με τους υπηκόους του, υπό την επιφύλαξη ειδικών διατάξεων του παρόντος κανονισμού ».

β) Περίληψη των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης και διαδικασία ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων

1.

Η Maria Masgio, Ιταλίδα υπήκοος, ήταν παντρεμένη με συμπατριώτη της ο οποίος εργάστηκε, από το 1948 έως το 1952, σε βελγικά ορυχεία και ελάμβανε, από το 1972, σύνταξη λόγω πνευμονοκονιάσεως, καταβαλλομένη από τον αρμόδιο για τις επαγγελματικές νόσους βελγικό ασφαλιστικό οργανισμό. Η σύνταξη αυτή καταβλήθηκε από το 1977 βάσει μειώσεως της ικανότητας βιοπορισμού κατά 56 0/0 και, από 1ης Δεκεμβρίου 1983, μειώσεως κατά 59 %. Από 1ης Φεβρουαρίου 1983 ο σύζυγος της Masgio ελάμβανε επίσης βελγική σύνταξη γήρατος, πράγμα που, σύμφωνα με τις βελγικές νομοθετικές διατάξεις, επέφερε μείωση της συντάξεως του λόγω ατυχήματος.

2.

Βάσει των ασφαλιστικών περιόδων που διάνυσε ο σύζυγος της Masgio στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας μεταξύ 1938 και 1983, το Bundesknappschaft (ομοσπονδιακό ταμείο ασφαλίσεως εργατών ορυχείων, στο εξής: ταμείο) του κοινοποίησε, στις 14 Ιουνίου 1983, ότι καταρχάς συμφωνεί για την καταβολή συντάξεως γήρατος βάσει του γερμανικού ασφαλιστικού συστήματος για τους εργάτες ορυχείων. Το ταμείο καθόρισε το ποσό της συντάξεως αυτής με απόφαση της 6ης Φεβρουαρίου 1984. Για τον υπολογισμό της αναστολής των παροχών, το ταμείο στηρίχθηκε στο ακαθάριστο ποσό της βελγικής συντάξεως λόγω ατυχήματος, χωρίς να λάβει υπόψη το ετήσιο εισόδημα που χρησιμεύει ως βάση για την παροχή αυτή.

3.

Το ταμείο απέρριψε, με απόφαση της 30ής Μαΐου 1984, την ένσταση που υπέβαλε ο σύζυγος της Masgio κατά της αποφάσεως αυτής, στηριζόμενος στο ότι θα έπρεπε να ληφθεί υπόψη το καθαρό ποσό της βελγικής συντάξεως λόγω ατυχήματος και όχι το ακαθάριστο ποσό.

4.

Με διορθωτικές αποφάσεις της 13ης Δεκεμβρίου 1984 και 11ης Οκτωβρίου 1985, το ταμείο υπολόγισε εκ νέου το ποσό που έπρεπε να αποτελέσει αντικείμενο αναστολής, στηριζόμενο στη βελγική σύνταξη λόγω ατυχήματος όπως αυτή είχε μειωθεί, και, κατά συνέπεια, αύξησε την καταβαλλόμενη βάσει του γερμανικού ασφαλιστικού συστήματος για τους εργάτες ορυχείων σύνταξη.

5.

Δεδομένου ότι η ένσταση του κατά της αποφάσεως του ταμείου της 6ης Φεβρουαρίου 1984 δεν ευδοκίμησε, ο σύζυγος της Masgio άσκησε, ενώπιον του Sozialgericht Duisburg, προσφυγή κατά της αποφάσεως περί καθορισμού της συντάξεως δυνάμει του γερμανικού ασφαλιστικού συστήματος για τους εργάτες ορυχείων, απεβίωσε όμως κατά τη διάρκεια της διαδικασίας. Η Masgio συνέχισε τη διαδικασία ως χήρα του προσφεύγοντος ασφαλισμένου.

6.

Με απόφαση της 10ης Απριλίου 1986, το Sozialgericht Duisburg υποχρέωσε το ταμείο να μεταβάλει τις αποφάσεις του υπολογίζοντας την καταβαλλόμενη στον σύζυγο της Masgio σύνταξη βάσει του γερμανικού ασφαλιστικού συστήματος για τους εργάτες ορυχείων χωρίς να λάβει υπόψη τη βελγική σύνταξη λόγω ατυχήματος και να καταβάλει στη Masgio, ως ειδικό διάδοχο, τις αντίστοιχες παροχές.

7.

Κατόπιν της εφέσεως που άσκησε το ταμείο, το Landessozialgericht του ομόσπονδου κράτους της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας ακύρωσε την απόφαση αυτή και απέρριψε την προσφυγή με απόφαση της 4ης Ιουνίου 1987.

Το δικαστήριο αυτό θεώρησε ότι ορθώς το ταμείο εφάρμοσε τις διατάξεις του άρθρου 75 σε συνδυασμό με το άρθρο 76 a του RKG και ότι αυτοί οι κανόνες περί αναστολής των παροχών δεν συγκρούονται με κοινοτικές διατάξεις υπέρτερης τάξεως.

Συγκεκριμένα το άρθρο 12, παράγραφος 2, του προαναφερθέντος κανονισμού 1408/71, που εφαρμόζεται μόνο στις παροχές που καταβάλλονται βάσει του κανονισμού αυτού, και όχι σ' αυτές που καταβάλλονται, όπως στην προκειμένη περίπτωση, δυνάμει μόνο του εθνικού δικαίου, δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να προβλέπουν την αναστολή παροχής καταβαλλομένης δυνάμει του εθνικού μόνο δικαίου όταν υπάρχει σώρευση με άλλη παροχή που καταβάλλεται δυνάμει του δικαίου άλλου κράτους μέλους.

Ο κανόνας του άρθρου 76 a, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του RKG δεν προσκρούει στο δικαίωμα της ελεύθερης κυκλοφορίας των προσώπων που εξασφαλίζει η Συνθήκη ΕΟΚ, διότι δεν φαίνεται να θίγει το δικαίωμα εισόδου και παραμονής των εργαζομένων ή το δικαίωμα τους να έχουν πρόσβαση στην αγορά εργασίας. Πράγματι, τα μειονεκτήματα που μπορεί να προκύψουν από το καθεστώς των παροχών κοινωνικής ασφαλίσεως δεν συνιστούν αντικειμενικά κρίσιμο κριτήριο επιλογής του τόπου απασχολήσεως. Κατά το Landessozialgericht, το άρθρο αυτό του RKG δεν θίγει, εξάλλου, έμμεσα το δικαίωμα της ελεύθερης κυκλοφορίας, επειδή δεν εξαναγκάζει οικονομικά τους εργαζομένους να αποφύγουν τις αλλοδαπές αγορές εργασίας. Το άρθρο 75, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του RKG καθορίζει όριο για την αναστολή της συντάξεως, εξασφαλίζοντας έτσι ότι οι συντάξεις θα επιτελούν τη λειτουργία τους αντικαθιστώντας τους μισθούς και ότι ένας ασφαλισμένος ουδέποτε θα εισπράττει παροχή μικρότερη από αυτή την οποία εδικαιούτο βάσει του εκ του νόμου ασφαλιστικού συστήματος, χωρίς εφαρμογή των κανόνων περί αναστολής.

Εξάλλου, το γερμανικό δίκαιο δεν παραβαίνει την απαγόρευση των διακρίσεων που προβλέπει η Συνθήκη ΕΟΚ και η οποία απαγορεύει μόνο τις διακρίσεις λόγω ιθαγενείας. Το άρθρο όμως 76 a, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του RKG εφαρμόζεται ομοίως, ανεξαρτήτως ιθαγενείας, σε όλους τους δικαιούχους συντάξεως εργάτη ορυχείων που δικαιούνται σύνταξη λόγω ατυχήματος καταβαλλόμενη από οργανισμό που εδρεύει εκτός της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας.

Τέλος, λαμβανομένης υπόψη της ευρείας εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτει ο νομοθέτης ως προς τη χορήγηση παροχών δυνάμει των δημοσίων ασφαλιστικών συστημάτων, δεν θίγεται ούτε η γενική αρχή της ισότητας που καθιερώνει το άρθρο 3 του γερμανικού Συντάγματος. Κατά το Landessozialgericht, ιδιαίτερη μεταχείριση των δικαιούχων αλλοδαπών συντάξεων λόγω ατυχήματος δικαιολογείται αντικειμενικά από το γεγονός ότι, στις περιπτώσεις αυτές, είναι συχνά αδύνατον να καθοριστεί το ετήσιο εισόδημα.

8.

Στην αίτηση της αναιρέσεως, την οποία επέτρεψε το Landessozialgericht, η Masgio υποστηρίζει ότι το άρθρο 76 a, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του RKG δεν συμβιβάζεται με τα άρθρα 48 έως 51 της Συνθήκης ΕΟΚ, το άρθρο 3 του προαναφερθέντος κανονισμού 1408/71, καθώς και το άρθρο 3 του γερμανικού Συντάγματος.

Με την αίτηση της αναιρέσεως η Masgio υποστήριξε ότι κατά την εφαρμογή των κανόνων περί αναστολής οι αλλοδαπές συντάξεις λόγω ατυχήματος πρέπει να εξομοιώνονται με τις συντάξεις λόγω ατυχήματος που προβλέπει το εθνικό δίκαιο, οπότε πρέπει, και στην περίπτωση των αλλοδαπών συντάξεων λόγω ατυχήματος, να καθορίζεται το ετήσιο εισόδημα για να υπολογιστεί το όριο των παροχών που δεν οδηγούν σε αναστολή. Πράγματι, το ετήσιο εισόδημα είναι, κατά κανόνα, ανώτερο της ατομικής βάσεως υπολογισμού της συντάξεως, οπότε η έλλειψη καθορισμού του ετησίου εισοδήματος έχει ως συνέπεια ότι οι αλλοδαπές συντάξεις λόγω ατυχήματος επιφέρουν μεγαλύτερη αναστολή της συντάξεως των εργατών ορυχείων απ' ό,τι οι γερμανικές συντάξεις λόγω ατυχήματος. Με τον τρόπο αυτό, η χορήγηση αλλοδαπής συντάξεως λόγω ατυχήματος μπορεί να οδηγήσει σε πλήρη αναστολή της γερμανικής συντάξεως του εργάτη ορυχείων, ενώ, στην περίπτωση γερμανικών συντάξεων λόγω ατυχήματος, αποκλείεται η περίπτωση αυτή. Οι διατάξεις του άρθρου 76 a, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του RKG συνεπάγονται επομένως διάκριση σε βάρος των διακινουμένων εργαζομένων που λαμβάνουν σύνταξη λόγω ατυχήματος από άλλα κράτη μέλη. Πράγματι, το κοινοτικό δίκαιο δεν απαγορεύει μόνο τις εμφανείς διακρίσεις λόγω ιθαγενείας, αλλά και όλες τις συγκεκαλυμμένες μορφές διακρίσεων που οδηγούν στην πράξη στο ίδιο αποτέλεσμα, διά της εφαρμογής άλλων κριτηρίων διακρίσεως. Το γεγονός ότι, στην περίπτωση των αλλοδαπών συντάξεων λόγω ατυχήματος, ελλείπουν συχνά στοιχεία για το ετήσιο εισόδημα δεν δικαιολογεί τη διάκριση αυτή, διότι θα ήταν εύκολο να υπολογιστεί ένα πλασματικό ετήσιο εισόδημα, με μετατροπή του ποσού της παροχής σε γερμανικό νόμισμα. Για τον υπολογισμό αυτό, το ετήσιο εισόδημα πρέπει, στην προκειμένη περίπτωση, να υπολογιστεί βάσει της ακαθάριστης βελγικής συντάξεως λόγω ατυχήματος, χωρίς περικοπές.

9.

Το ταμείο, αντίθετα, υποστήριξε την ορθότητα της προσβαλλομένης αποφάσεως και ζήτησε την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως.

10.

Το Bundessozialgericht θεώρησε ότι η εφαρμογή των γερμανικών κανόνων περί αναστολής σε περίπτωση εισπράξεως αλλοδαπής συντάξεως λόγω ατυχήματος δεν προσκρούει, καταρχήν, σε νομικά εμπόδια, διότι το άρθρο 76 a, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του RKG δεν είναι αντίθετο στην αρχή της ίσης μεταχειρίσεως που προβλέπει το γερμανικό συνταγματικό δίκαιο.

11.

Εντούτοις, κατά το Bundessozialgericht, το καθεστώς αυτό μπορεί μερικές φορές, όπως στην προκειμένη περίπτωση, να έχει δυσμενή αποτελέσματα για τους ασφαλισμένους που εισπράττουν αλλοδαπή σύνταξη λόγω ατυχήματος. Πρέπει επομένως να εξακριβωθεί αν οι γερμανικές διατάξεις περί του τρόπου υπολογισμού της αναστολής συμβιβάζονται με τους κοινοτικούς κανόνες υπέρτερης τάξεως, και ιδίως με την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως που καθιερώνουν τα άρθρα 7 και 48 έως 51 της Συνθήκης ΕΟΚ και το άρθρο 3 του προαναφερθέντος κανονισμού 1408/71.

Σχετικά πρέπει, αφενός, να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι ο εργάτης ορυχείων που λαμβάνει γερμανική σύνταξη και συγχρόνως σύνταξη λόγω ατυχήματος από άλλο κράτος μέλος μπορεί, με ορισμένους τρόπους υπολογισμού, να βρεθεί σε μειονεκτική θέση σε σχέση με τον ασφαλισμένο που λαμβάνει τις δύο παροχές από γερμανικό ασφαλιστικό οργανισμό, έτσι ώστε μπορεί να εμποδιστεί η ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων. Αφετέρου όμως μπορεί να θεωρηθεί ότι ο κανόνας του άρθρου 76 a, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του RKG δεν αποτελεί αντικειμενικά καθοριστικό κριτήριο επιλογής του τόπου απασχολήσεως και ότι η αναστολή δεν οδηγεί ποτέ στη χορήγηση στους ασφαλισμένους ποσών συνολικά μικρότερων από όσα θα καταβάλλονταν βάσει μόνο της εκ του νόμου συνταξιοδοτικής ασφαλίσεως, χωρίς εφαρμογή των διατάξεων περί αναστολής. Εξάλλου οι διατάξεις αυτές αφορούν όλους τους διακινούμενους εργαζομένους, ανεξαρτήτως ιθαγενείας.

Το εθνικό δικαστήριο προσέθεσε ότι, αν το κοινοτικό δίκαιο υπερισχύσει, στην προκειμένη περίπτωση, της εφαρμογής του άρθρου 76 a, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του RKG, το άρθρο 75, παράγραφος 1, του RKG θα εφαρμοστεί χωρίς περιορισμούς, ακόμη και στην περίπτωση εισπράξεως αλλοδαπής συντάξεως λόγω ατυχήματος, και στην περίπτωση αυτή θα πρέπει να ληφθεί υπόψη το ετήσιο εισόδημα που αποτελεί τη βάση υπολογισμού της αλλοδαπής συντάξεως λόγω ατυχήματος. Στην περίπτωση αυτή θα πρέπει να ακυρωθεί η απόφαση του Landessozialgericht και, δεδομένου ότι δεν καθορίστηκε το ετήσιο εισόδημα, να παραπεμφθεί η υπόθεση στο δικαστήριο αυτό για νέο καθορισμό των πραγματικών περιστατικών.

12.

Το Bundessozialgericht, θεωρώντας ότι η διαφορά γεννούσε ζήτημα ερμηνείας του κοινοτικού δικαίου αποφάσισε, με Διάταξη της 14ης Νοεμβρίου 1989, κατ' εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, να αναστείλει τη διαδικασία μέχρις ότου το Δικαστήριο εκδώσει προδικαστική απόφαση επί του ακολούθου ερωτήματος:

«Οδηγεί η εφαρμογή και η ερμηνεία του άρθρου 7 και των άρθρων 48 έως 51 της Συνθήκης ΕΟΚ, καθώς και του άρθρου 3 του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 στο ότι οι ασφαλισμένοι, οι οποίοι λαμβάνουν συγχρόνως σύνταξη βάσει διατάξεων του εσωτερικού δικαίου και παροχές στα πλαίσια υποχρεωτικής ασφαλίσεως κατά ατυχημάτων από ασφαλιστικό οργανισμό άλλου κράτους μέλους, δεν πρέπει να τυγχάνουν, κατά τον υπολογισμό του ποσού κατά το οποίο αναστέλλεται βάσει των εθνικών διατάξεων (εν προκειμένω, του άρθρου 76 a σε συνδυασμό με το άρθρο 75 του RKG ) η χορήγηση της συντάξεως, δυσμενέστερης μεταχειρίσεως απ' ό,τι οι ασφαλισμένοι οι οποίοι εισπράττουν και τις δύο αυτές παροχές βάσει διατάξεων του εσωτερικού δικαίου; »

γ) Η οιαδικαοία ενώπιον tov Δικαστηρίου

1.

Η Διάταξη του Bundessozialgericht πρωτοκολλήθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 18 Ιανουαρίου 1990.

2.

Κατά το άρθρο 20 tou Πρωτοκόλλου περί του Οργανισμού του Δικαστηρίου της ΕΟΚ, γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν στις 6 Απριλίου 1990 η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τη Μαρία Πατάκια, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας, επικουρούμενη από τον Bernd Schulte, του Max-Planck-Institut für ausländisches und internationales Sozialrecht του Μονάχου, στις 20 Απριλίου 1990 η Κυβέρνηση του Βασιλείου του Βελγίου, εκπροσωπούμενη από τον Philippe Busquin, του Υπουργείου Κοινωνικής Προνοίας, και στις 23 Απριλίου 1990 η Maria Masgio, εκπροσωπούμενη από τους Kurt Leingärtner και Gert Siller, που εργάζονται στην ομοσπονδιακή νομική υπηρεσία του Deutscher Gewerkschaftsbund, Kassel.

3.

Το Δικαστήριο, κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία χωρίς προηγούμενη διεξαγωγή αποδείξεων.

4.

Κατ' εφαρμογή του άρθρου 75, παράγραφοι I και 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, το Δικαστήριο, με απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 1990, ανέθεσε την εκδίκαση της υποθέσεως στο δεύτερο τμήμα.

II — Γραπτές παρατηρήσεις που κατατέθηκαν στο Δικαστήριο

1.

Η Maria Masgio παρατηρεί καταρχάς ότι ορθώς το αιτούν δικαστήριο δέχθηκε ως αφετηρία την άποψη ότι η έλλειψη καθορισμού ετησίου εισοδήματος στην περίπτωση εισπράξεως αλλοδαπής συντάξεως λόγω ατυχήματος για τον υπολογισμό του ανωτάτου ορίου αναστολής των παροχών μπορεί να καταστήσει τη θέση των ενδιαφερομένων ασφαλισμένων δυσμενέστερη σε σχέση με τους ασφαλισμένους που λαμβάνουν σύνταξη λόγω ατυχήματος δυνάμει της εθνικής νομοθεσίας. Η θέση αυτή είναι τόσο δυσμενέστερη όσο σημαντικότερες είναι οι συνέπειες του ατυχήματος και μεγαλύτερο το ποσό της αλλοδαπής συντάξεως λόγω ατυχήματος.

Η Masgio προσθέτει ότι ο γερμανικός νόμος της 20ής Δεκεμβρίου 1982 ( BGBl. Ι, σ. 1875 ) προέβλεψε τη λήψη υπόψη των αλλοδαπών συντάξεων λόγω ατυχήματος κατά την εφαρμογή των εθνικών διατάξεων περί αναστολής. Εντούτοις, το προηγούμενο νομοθετικό καθεστώς δεν εμπόδιζε τους γερμανικούς ασφαλιστικούς οργανισμούς να επεκτείνουν τις ρήτρες περί αναστολής και στις αλλοδαπές συντάξεις λόγω ατυχήματος στηριζόμενοι για τον σκοπό αυτό στις διατάξεις του άρθρου 12 του προαναφερθέντος κανονισμού 1408/71. Τόσο όμως το Bundessozialgericht όσο και το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων είναι αντίθετα στην άποψη αυτή που υποστηρίζουν οι γερμανικοί ασφαλιστικοί οργανισμοί.

Κατά την άποψη της Masgio ο αποκλεισμός του καθορισμού του ετησίου εισοδήματος για τις αλλοδαπές συντάξεις λόγω ατυχήματος ¿εν δικαιολογείται από το γεγονός ότι δεν μπορεί, για τις συντάξεις αυτές, να καθοριστεί ετήσιο εισόδημα. Πράγματι, η νομοθεσία της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας εξελίχθηκε πρόσφατα όσον αφορά τις συντάξεις λόγω ατυχήματος και τις συντάξεις λόγω γήρατος και το νέο άρθρο 93, παράγραφος 4, τρίτο και τέταρτο εδάφιο, του βιβλίου VI του Sozialgesetzbuch ( Κώδικα Κοινωνικής Ασφαλίσεως) θεωρεί, όσον αφορά τις αλλοδαπές συντάξεις λόγω ατυχήματος, ως ετήσιο εισόδημα το μηνιαίο ποσό της συντάξεως λόγω εργατικού ατυχήματος ή επαγγελματικής νόσου, πολλαπλασιαζόμενο επί 18. Εάν η σύνταξη χορηγείτο για μείωση της ικανότητας προς βιοπορισμό μικρότερη από 100 ο/ο, ως βάση έπρεπε να λαμβάνεται το ποσό της συντάξεως σε περίπτωση μειώσεως της ικανότητας προς βιοπορισμό κατά 100 ο/ο. Σύμφωνα με αυτό τον κανόνα, η αλλοδαπή σύνταξη λόγω ατυχήματος αντιμετωπίζεται σαν να εχορηγείτο από εθνικό ασφαλιστικό οργανισμό. Βάσει όμως αυτής της νέας διατάξεως δεν θα μπορούσε, στην προκειμένη περίπτωση, να ανασταλεί η γερμανική σύνταξη εργάτη ορυχείων αν η βελγική σύνταξη λόγω ατυχήματος, που χορηγήθηκε στον Masgio, εθεωρείτο ως εθνική σύνταξη λόγω ατυχήματος, ενώ, με την απόφαση του της 6ης Φεβρουαρίου 1984, το ταμείο ανέστειλε τη γερμανική σύνταξη μέχρι ποσού 821,89 γερμανικών μάρκων ( DM ) μηνιαίως εξαιτίας της συντάξεως λόγω ατυχήματος που καταβαλλόταν από τον βελγικό οργανισμό.

Η Masgio υπογραμμίζει ότι το νέο αυτό σύστημα περί καθορισμού του ετησίου εισοδήματος βάσει αλλοδαπής συντάξεως λόγω ατυχήματος δεν εφαρμόζεται εντούτοις στην προκειμένη περίπτωση. Πράγματι ο μεταβατικός κανόνας του άρθρου 311, παράγραφος 7, του βιβλίου VI του Sozialgesetzbuch προβλέπει ρητώς ότι, όσον αφορά τις συντάξεις για τις οποίες είχε ήδη γεννηθεί δικαίωμα στις 31 Δεκεμβρίου 1991, δεν χωρεί καθορισμός ετησίου εισοδήματος για τις αλλοδαπές συντάξεις. Έτσι το ετήσιο εισόδημα υπολογίζεται βάσει των αλλοδαπών συντάξεων λόγω ατυχήματος μόνο για τα δικαιώματα προς παροχή που γεννήθηκαν μετά τις 31 Δεκεμβρίου 1991. Επομένως, το ερώτημα που υπέβαλε το εθνικό δικαστήριο παραμένει σημαντικό για την επίλυση της διαφοράς της κυρίας δίκης.

Κατά τα λοιπά η Masgio υποστηρίζει ότι, λόγω των διατάξεων του άρθρου 76 a, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του RKG, οι διακινούμενοι εργαζόμενοι που λαμβάνουν αλλοδαπή σύνταξη λόγω ατυχήματος υφίστανται δυσμενή διάκριση σε σχέση με τους ημεδαπούς ασφαλισμένους που λαμβάνουν σύνταξη λόγω ατυχήματος καταβαλλόμενη από γερμανικό οργανισμό. Πράγματι, οι εργαζόμενοι, που απασχολήθηκαν αποκλειστικώς στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και, επομένως, μπορούσαν να αποκτήσουν δικαίωμα παροχών συντάξεως λόγω γήρατος ή συντάξεως λόγω ατυχήματος μόνο δυνάμει του γερμανικού δικαίου, έχουν, κατά την εφαρμογή της ρήτρας περί αναστολής, τη δυνατότητα υπολογισμού στηριζόμενου στο ετήσιο εισόδημα, πράγμα που στις περισσότερες περιπτώσεις είναι ευνοϊκό για τους ενδιαφερομένους. Αντίθετα, οι εργαζόμενοι που άσκησαν το δικαίωμα τους ελεύθερης κυκλοφορίας και λαμβάνουν, σε άλλο κράτος μέλος της Κοινότητας, σύνταξη λόγω εργατικού ατυχήματος ή επαγγελματικής νόσου τυγχάνουν, σε περίπτωση εφαρμογής των γερμανικών διατάξεων περί αναστολής, δυσμενούς μεταχειρίσεως σε σχέση με τους ημεδαπούς, στο μέτρο που, για τους εργαζομένους αυτούς, δεν χωρεί καθορισμός του ετησίου εισοδήματος για την εφαρμογή της αναστολής. Κατά την άποψη της Masgio, η κατάσταση αυτή αποτελεί τουλάχιστον συγκεκαλυμμένη διάκριση κατά την έννοια της νομολογίας του Δικαστηρίου, σύμφωνα με την οποία ο κανόνας της ίσης μεταχειρίσεως δεν απαγορεύει μόνο τις εμφανείς δυσμενείς διακρίσεις που στηρίζονται στην ιθαγένεια, αλλά και όλες τις συγκεκαλυμμένες μορφές δυσμενούς διακρίσεως, οι οποίες, με την εφαρμογή άλλων κριτηρίων διακρίσεως, καταλήγουν στην πράξη στο ίδιο αποτέλεσμα (απόφαση της 7ης Ιουνίου 1988, 20/85, Roviello, Συλλογή 1988, σ. 2805 ).

Εξάλλου, από επιστολή της 3ης Μαρτίου 1989, που απηύθυνε η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στο Deutscher Gewerkschaftsbund, προκύπτει ότι οι γερμανικές αρχές, γνωρίζοντας προφανώς το γεγονός ότι η εφαρμοζόμενη στην περίπτωση της διαφοράς της κυρίας δίκης ρήτρα περί αναστολής ήταν ασυμβίβαστη προς το κοινοτικό δίκαιο, δήλωσαν ότι, στο πλαίσιο της μεταρρυθμίσεως του συστήματος των συντάξεων λόγω ατυχήματος και των συντάξεων λόγω γήρατος, προβλεπόταν η καθιέρωση συστήματος εφαρμοζομένου κατά τον ίδιο τρόπο στις γερμανικές και τις αλλοδαπές συντάξεις λόγω ατυχήματος. Η Masgio υποστηρίζει σχετικά ότι το άρθρο 93, παράγραφος 4, του βιβλίου VI του Sozialgesetzbuch, όπως προκύπτει από τον νέο νόμο περί μεταρρυθμίσεως του συστήματος των συντάξεων λόγω ατυχήματος και των συντάξεων λόγω γήρατος, δεν δημιουργεί πλέον δυσμενείς διακρίσεις, αυτό όμως δεν συμβαίνει στην περίπτωση της μεταβατικής διατάξεως του άρθρου 311, παράγραφος 7, του βιβλίου VI του Sozialgesetzbuch, η οποία παύει να δημιουργεί διακρίσεις μόνο για τα δικαιώματα προς παροχή που γεννήθηκαν μετά τις 31 Δεκεμβρίου 1991.

Συνοπτικά η Masgio προτείνει να δοθεί η ακόλουθη απάντηση στο ερώτημα που υπέβαλε το εθνικό δικαστήριο:

« Από την εφαρμογή και την ερμηνεία του άρθρου 7 και των άρθρων 48 έως 51 της Συνθήκης ΕΟΚ, καθώς και του άρθρου 3 του κανονισμού ( ΕΟΚ) 1408/71, προκύπτει ότι οι ασφαλισμένοι, οι οποίοι λαμβάνουν συγχρόνως σύνταξη βάσει διατάξεων του εσωτερικού δικαίου και παροχές στα πλαίσια της υποχρεωτικής ασφαλίσεως κατά ατυχημάτων από ασφαλιστικό οργανισμό άλλου κράτους μέλους, δεν πρέπει να τυγχάνουν, κατά τον υπολογισμό του ποσού κατά το οποίο αναστέλλεται βάσει των εθνικών διατάξεων (εν προκειμένω, του άρθρου 76 a σε συνδυασμό με το άρθρο 75 του RKG ) η χορήγηση της συντάξεως, δυσμενέστερης μεταχειρίσεως από ό,τι οι ασφαλισμένοι οι οποίοι εισπράττουν και τις δύο αυτές παροχές βάσει διατάξεων του εσωτερικού δικαίου. »

2.

Η Κυβέρνηση τον ΒασιΑείου τον Βελγίου υποστηρίζει ότι από τις διατάξεις των άρθρων 75 και 76 a του RKG προκύπτει ότι σε περίπτωση σωρεύσεως γερμανικών παροχών λόγω εργατικού ατυχήματος ή επαγγελματικής νόσου με γερμανική σύνταξη εργάτη ορυχείων ο δικαιούχος της συντάξεως μπορεί να επιλέξει, κατά τον καθορισμό του μεγίστου ποσού που μπορεί να φθάσει η σώρευση αυτή, μεταξύ της βάσεως εκκαθαρίσεως της συντάξεως και του ετησίου εισοδήματος που χρησιμεύει ως βάση υπολογισμού των παροχών λόγω εργατικού ατυχήματος ή επαγγελματικής νόσου, ενώ οι συνταξιούχοι, για τους οποίους υπάρχει σώρευση βελγικών· παροχών λόγω εργατικού ατυχήματος ή επαγγελματικής νόσου και γερμανικής συντάξεως εργάτη ορυχείων, δεν έχουν αυτή τη δυνατότητα επιλογής. Όμως το σύστημα αυτό μπορεί να έχει δυσμενείς συνέπειες γι' αυτή την τελευταία κατηγορία προσώπων, δεδομένου ότι το ποσό μέχρι του οποίου επιτρέπεται η σώρευση είναι γενικώς κατώτερο, και αποτελεί επομένως εμπόδιο για την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων. Οι διακινούμενοι εργαζόμενοι που υπήρξαν θύματα εργατικού ατυχήματος ή επαγγελματικής νόσου στο Βέλγιο χάνουν έτσι το προαναφερθέν δικαίωμα επιλογής, αντίθετα προς τους συναδέλφους τους που συνεχίζουν να εργάζονται στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας. Η εν λόγω γερμανική νομοθεσία δημιουργεί επομένως δυσμενείς διακρίσεις.

3.

Η Επιτροπή αναφέρει καταρχάς ότι οι διατάξεις του άρθρου 76 a θεσπίστηκαν με τον Haushaltsbegleitgesetz ( νόμο περί προϋπολογισμού) της 20ής Δεκεμβρίου 1982. Από της θέσεως του νόμου αυτού σε ισχύ, την 1η Ιανουαρίου 1983, οι διατάξεις των άρθρων 75 και 76 a του RKG εφαρμόζονται και στις αλλοδαπές συντάξεις λόγω ατυχήματος. Ανάλογο σύστημα προβλεπόταν εξάλλου για τη συνταξιοδοτική ασφάλιση των εργατών (άρθρο 1279 a του Reichsversicherungsordnung, γερμανικού Κώδικα Κοινωνικής Ασφαλίσεως ) και των υπαλλήλων ( άρθρο 56 a του Angestelltenversicherungsgesetz, νόμου περί'της κοινωνικής ασφαλίσεως των υπαλλήλων ). Οι προαναφερθείσες διατάξεις αποτελούν ειδική ρύθμιση για τους δικαιούχους αλλοδαπών συντάξεων λόγω ατυχήματος, στο μέτρο που δεν θα λαμβάνεται υπόψη, κατά τον καθορισμό του μεγίστου ποσού της συντάξεως, το ετήσιο εισόδημα που χρησιμεύει ως βάση για την αλλοδαπή σύνταξη λόγω ατυχήματος.

Κατά την άποψη της Επιτροπής, η ρύθμιση αυτή μπορεί να είναι δυσμενής για τους ενδιαφερομένους, στην περίπτωση που το ετήσιο εισόδημα, υπολογιζόμενο κατά το γερμανικό δίκαιο, θα ήταν ανώτερο της προσωπικής βάσεως υπολογισμού της συντάξεως. Αν εχρη-σιμοποιείτο ως βάση ο υπολογισμός του ετησίου εισοδήματος, το ποσό που αποτελεί το ανώτατο όριο θα ήταν ανώτερο και, αντίστοιχα, η αναστολή θα ήταν μικρότερη. Ως αιτιολογία της αποφάσεως περί μη λήψεως υπόψη του ετησίου εισοδήματος που χρησιμεύει ως βάση για τον υπολογισμό της αλλοδαπής συντάξεως λόγω ατυχήματος προβάλλεται το γεγονός ότι συχνά είναι δύσκολος ο καθορισμός αυτού του ετησίου εισοδήματος.

Ως προ το ζήτημα αν το κοινοτικό δίκαιο επιβάλλει να λαμβάνεται υπόψη το πλασματικό ετήσιο εισόδημα που υπολογίζεται βάσει του γερμανικού δικαίου, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, του προαναφερθέντος κανονισμού 1408/71, απαγορεύεται κάθε διαφορετική μεταχείριση, άμεση ή έμμεση, μεταξύ των υπηκόων κράτους μέλους και υπηκόων των λοιπών κρατών μελών.

Η απαγόρευση αυτή ανταποκρίνεται στον γενικό σκοπό των διατάξεων της Συνθήκης ΕΟΚ περί ίσης μεταχειρίσεως, που είναι η εξασφάλιση της ελεύθερης κυκλοφορίας των προσώπων με την κατάργηση κάθε διακρίσεως όσον αφορά την απασχόληση, τον μισθό και τις συνθήκες εργασίας. Δεν επιτρέπονται, επομένως, παρά μόνο οι άνισες μεταχειρίσεις που οφείλονται σε διαφορές των εννόμων τάξεων των κρατών μελών, στο μέτρο που εφαρμόζονται βάσει αντικειμενικών κριτηρίων και ανεξαρτήτως της ιθαγενείας των ενδιαφερομένων.

Επομένως, οι διατάξεις του άρθρου 3 του προαναφερθέντος κανονισμού 1408/71 αποτελούν συγκεκριμένη έκφραση της απαγορεύσεως των διακρίσεων που προβλέπει το άρθρο 48, παράγραφος 2, της Συνθήκης ΕΟΚ, η οποία αποτελεί, με τη σειρά της, ειδική ρύθμιση σε σχέση με τη γενική απαγόρευση διακρίσεων του άρθρου 7, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΟΚ. Η απαγόρευση διακρίσεων, που ανήκει στις θεμελιώδεις αρχές του κοινοτικού δικαίου, αφορά τόσο τα κοινοτικά όργανα όσο και τα κράτη μέλη.

Υπό τις συνθήκες αυτές, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, απαγορεύονται όχι μόνο οι άμεσες άνισες μεταχειρίσεις που στηρίζονται στην ιθαγένεια, αλλά και κάθε έμμεση άνιση μεταχείριση που δεν στηρίζεται στην ιθαγένεια, αλλά στην πράξη καταλήγει στο ίδιο αποτέλεσμα, υπό τη μορφή συγκεκαλυμμένης άνισης μεταχειρίσεως ( απόφαση της 15ης Ιανουαρίου 1986, 41/84, Pinna, Συλλογή 1986, σ. 1 απόφαση της 7ης Ιουνίου 1988, Roviello, που προαναφέρθηκε ).

Όσον αφορά, ειδικότερα, το άρθρο 76 a, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του RKG, η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι οι αλλοδαπές συντάξεις λόγω ατυχήματος πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για τη σύνταξη των εργατών ορυχείων κατά τρόπο ώστε ο αρμόδιος γερμανικός οργανισμός, αντίθετα από ότι προβλέπει η ρύθμιση περί καταλογισμού των γερμανικών συντάξεων λόγω ατυχήματος, να μην πρέπει να καθορίσει ετήσιο εισόδημα για την καταβαλλόμενη από αλλοδαπό οργανισμό παροχή. Από αυτό προκύπτει ότι σε περίπτωση σωρεύσεως με αλλοδαπή σύνταξη λόγω ατυχήματος, η σύνταξη που καταβάλλεται από το γερμανικό ασφαλιστικό σύστημα αναστέλλεται εφόσον υπερβαίνει το καθοριστικό ποσοστό της προσωπικής βάσεως εκκαθαρίσεως του συνταξιοδοτικού συστήματος, ενώ σε περίπτωση σωρεύσεως με γερμανική σύνταξη λόγω ατυχήματος η συνέπεια αυτή επέρχεται μόνο αν η σύνταξη λόγω γήρατος και η σύνταξη λόγω ατυχήματος, αθροιζόμενες, υπερβαίνουν το ποσοστό της προσωπικής βάσεως εκκαθαρίσεως της συντάξεως και το ποσοστό του ετησίου εισοδήματος που χρησιμεύει ως βάση υπολογισμού της συντάξεως λόγω ατυχήματος. Κατά συνέπεια, οι δικαιούχοι εθνικών συντάξεων λόγω ατυχήματος και οι δικαιούχοι αλλοδαπών συντάξεων δεν τυγχάνουν της ιδίας μεταχειρίσεως, στο μέτρο που η σύνταξη αναστέλλεται νωρίτερα για τους δεύτερους.

Η Επιτροπή προσθέτει ότι το γεγονός ότι η εν λόγω γερμανική νομοθεσία δεν λαμβάνει υπόψη το ετήσιο εισόδημα για τον καταλογισμό των αλλοδαπών συντάξεων λόγω ατυχήματος αποτελεί έμμεση διάκριση στο μέτρο που, ακόμη και εάν η ρύθμιση αυτή εφαρμόζεται ανεξαρτήτως ιθαγενείας των ενδιαφερομένων, και επομένως υπό τις ίδιες συνθήκες για τους Γερμανούς και αλλοδαπούς δικαιούχους αλλοδαπών συντάξεων λόγω ατυχήματος, εντούτοις θίγει κυρίως τους δικαιούχους παροχών που έκαναν χρήση του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας, δεδομένου ότι αυτά τα πρόσωπα θα λαμβάνουν συχνότερα παροχές από διάφορα κράτη μέλη, και επομένως και αλλοδαπές συντάξεις λόγω ατυχήματος. Τα πρόσωπα όμως αυτά βρίσκονται σε μειονεκτική θέση όσον αφορά το δίκαιο κοινωνικής ασφαλίσεως, διότι για τα πρόσωπα αυτά η αναστολή της συντάξεως του γερμανικού ασφαλιστικού συστήματος για τους εργάτες ορυχείων μπορεί να επέλθει νωρίτερα από ότι στην περίπτωση των προσώπων που εργάστηκαν πάντοτε στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και επομένως λαμβάνουν σύνταξη εργάτη ορυχείων και σύνταξη λόγω ατυχήματος στη χώρα αυτή.

Κατά την άποψη της Επιτροπής, αυτή η άνιση μεταχείριση δεν δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους, και συγκεκριμένα από τις προβαλλόμενες δυσκολίες καθορισμού του ετησίου εισοδήματος στην περίπτωση των αλλοδαπών συντάξεων λόγω ατυχήματος. Πράγματι, αφενός, το νέο άρθρο 93, παράγραφος 4, του βιβλίου VI του Sozialgesetzbuch προβλέπει ότι, σε περίπτωση εισπράξεως αλλοδαπής συντάξεως λόγω ατυχήματος, το ποσό που αποτελεί το ανώτατο όριο πρέπει να υπολογίζεται βάσει πλασματικού ετησίου εισοδήματος, πράγμα που αποδεικνύει ότι είναι δυνατός ο καθορισμός ετησίου εισοδήματος για τις αλλοδαπές συντάξεις λόγω ατυχήματος. Αφετέρου, οι πρακτικές δυσκολίες γενικής τάξεως δεν δικαιολογούν την άνιση μεταχείριση μεταξύ ημεδαπών εργαζομένων και διακινουμένων εργαζομένων. Η Επιτροπή προσθέτει ότι ούτε οι καθυστερήσεις κατά τη διαδικασία και οι ασάφειες κατά τον καθορισμό των αναγκαίων παραγόντων υπολογισμού ούτε η σπανιότητα των διακρίσεων που διαπιστώθηκαν και η μικρή σημασία των μειονεκτημάτων που υφίστανται οι ενδιαφερόμενοι δεν δικαιολογούν την εξαίρεση από την απαγόρευση των διακρίσεων.

Η Επιτροπή καταλήγει προτείνοντας να δοθεί η ακόλουθη απάντηση στο ερώτημα που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο:

« Το άρθρο 7 και τα άρθρα 48 έως 51 της Συνθήκης ΕΟΚ, καθώς και το άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 έχουν την έννοια ότι οι διακινούμενοι εργαζόμενοι που λαμβάνουν συγχρόνως σύνταξη βάσει ασφαλιστικού συστήματος που διέπεται από διατάξεις εσωτερικού δικαίου ενός κράτους μέλους και σύνταξη βάσει ασφαλιστικού συστήματος κατά των ατυχημάτων άλλου κράτους μέλους δεν πρέπει να τυγχάνουν, κατά τον υπολογισμό του ποσού κατά το οποίο αναστέλλεται, βάσει των εθνικών διατάξεων, η χορήγηση της συντάξεως τους, δυσμενέστερης μεταχειρίσεως από ό,τι οι ασφαλισμένοι οι οποίοι εισπράττουν και τις δύο αυτές παροχές βάσει ασφαλιστικών συστημάτων που διέπονται από εθνικές διατάξεις ενός μόνο κράτους μέλους. »

F. Α. Schockweiler

εισηγητής δικαστής


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 7ης Μαρτίου 1991 ( *1 )

Στην υπόθεση C-10/90,

που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Bundessozialgericht προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ

Maria Masgio

και

Bundesknappschaft,

η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία των άρθρων 7 και 48 έως 51 της Συνθήκης ΕΟΚ, καθώς και του άρθρου 3 του κανονισμού ( ΕΟΚ) 1408/71 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας, όπως κωδικοποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 2001/83 του Συμβουλίου, της 2ας Ιουνίου 1983 (ΕΕ L 230, σ. 6),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους Τ. F. O'Higgins, πρόεδρο τμήματος, G. F. Mancini και F. Α. Schockweiler, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: Μ. Darmon

γραμματέας: V. Di Bucci, υπάλληλος διοικήσεως,

λαμβάνοντας υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

η Maria Masgio, εκπροσωπούμενη από τους Kurt Leingärtner και Gert Siller, που εργάζονται στην ομοσπονδιακή νομική υπηρεσία του Deutscher Gewerkschaftsbund, Kassel ( Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας ),

η Κυβέρνηση του Βασιλείου του Βελγίου, εκπροσωπούμενη από τον Philippe Busquin, του Υπουργείου Κοινωνικής Προνοίας,

η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τη Μαρία Πατάκια, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας, επικουρούμενη από τον Bernd Schulte, του Max-Planck-Institut für ausländisches und internationales Sozialrecht, Μόναχο ( Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας ),

λαμβάνοντας υπόψη την έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση,

αφού άκουσε τις προφορικές παρατηρήσεις της Masgio και της Επιτροπής κατά τη συνεδρίαση της 14ης Νοεμβρίου 1990,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 15ης Ιανουαρίου 1991,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Με Διάταξη της 14ης Νοεμβρίου 1989, που περιήλθε στο Δικαστήριο στις 18 Ιανουαρίου 1990, το Bundessozialgericht υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, προδικαστικό ερώτημα ως προς την ερμηνεία των άρθρων 7 και 48 έως 51 της Συνθήκης, καθώς και του άρθρου 3 του κανονισμού ( ΕΟΚ) 1408/71 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας, όπως κωδικοποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 2001/83 του Συμβουλίου, της 2ας Ιουνίου 1983 ( ΕΕ L 230, σ. 6 ).

2

Το ερώτημα αυτό ανέκυψε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ της Maria Masgio, που διαδέχθηκε τον σύζυγο της στα δικαιώματα του στη διαδικασία της κύριας δίκης, και του Bundesknappschaft (ομοσπονδιακό ταμείο ασφαλίσεως εργατών ορυχείων, στο εξής: ταμείο ) σχετικά με τη μέθοδο υπολογισμού της συντάξεως γήρατος που οφείλεται στον Masgio δυνάμει του γερμανικού ασφαλιστικού συστήματος για τους εργάτες ορυχείων.

3

Από τη δικογραφία που διαβίβασε στο Δικαστήριο το εθνικό δικαστήριο προκύπτει ότι η Masgio είναι χήρα Ιταλού υπηκόου που εργάστηκε σε ορυχεία στο Βέλγιο και στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας. Από το 1972 ο Masgio ελάμβανε σύνταξη λόγω πνευμονοκονιάσεως, καταβαλλόμενη από τον αρμόδιο βελγικό οργανισμό. Σύμφωνα με τη βελγική νομοθεσία η σύνταξη αυτή μειώθηκε το 1983, διότι ο ενδιαφερόμενος έλαβε, από την ημερομηνία αυτή, βελγική σύνταξη γήρατος.

4

Το 1983 το ταμείο αναγνώρισε στον Masgio δικαίωμα συντάξεως γήρατος βάσει του γερμανικού ασφαλιστικού συστήματος για τους εργάτες ορυχείων. Η περίπτωση των εργατών ορυχείων που λαμβάνουν συγχρόνως τέτοια σύνταξη και σύνταξη λόγω ατυχήματος διέπεται από τα άρθρα 75, παράγραφος 1, και 76 a του Reichsknappschaftsgesetz ( γερμανικού νόμου για το κρατικό ταμείο ασφαλίσεως εργατών ορυχείων, στο eftçrRKG).

5

Το άρθρο 75, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του RKG προβλέπει ότι

« αν υπάρχει σώρευση συντάξεως εργάτη ορυχείου με σύνταξη λόγω ατυχήματος, καταβαλλομένη βάσει του εκ του νόμου ασφαλιστικού συστήματος κατά των ατυχημάτων, η σύνταξη του κρατικού ταμείου ασφαλίσεως εργατών ορυχείων αναστέλλεται στο μέτρο που αθροιζόμενες η σύνταξη αυτή (... ) και η σύνταξη λόγω ατυχήματος (... ) υπερβαίνουν το 95 % του ετησίου εισοδήματος που χρησιμεύει ως βάση υπολογισμού της παροχής αυτής και το 95 % της βάσεως που καθορίζει τον υπολογισμό της ».

6

Κατά το άρθρο 76 a του RKG:

«1)

Οι διατάξεις περί της σωρεύσεως συντάξεως και παροχής καταβαλλομένης δυνάμει του εκ του νόμου συστήματος ασφαλίσεως κατά των ατυχημάτων εφαρμόζονται και όταν, κατόπιν εργατικού ατυχήματος ή επαγγελματικής νόσου, καταβάλλεται σύνταξη λόγω ατυχήματος από οργανισμό που εδρεύει εκτός του εδάφους εφαρμογής του παρόντος νόμου.

2)

Για τη σύνταξη λόγω ατυχήματος που καταβάλλεται από οργανισμό ευρισκόμενο εκτός του εδάφους εφαρμογής του παρόντος νόμου δεν χρειάζεται να προσδιοριστεί το ετήσιο εισόδημα (... ) »

7

Κατ' εφαρμογή του άρθρου 76 a του RKG, το ταμείο καθόρισε το ποσό της συντάξεως γήρατος που οφείλεται στον Masgio στηριζόμενο, για τον υπολογισμό του τμήματος των παροχών που πρέπει ν' αποτελέσει αντικείμενο αναστολής, στο ακαθάριστο ποσό της βελγικής συντάξεως λόγω ατυχήματος, χωρίς να λάβει υπόψη το ετήσιο εισόδημα που χρησιμεύει ως βάση για τον υπολογισμό της παροχής αυτής.

8

Προς υποστήριξη της προσφυγής που ασκήθηκε κατά αυτής της μεθόδου υπολογισμού της συντάξεως γήρατος, που οφείλεται δυνάμει του γερμανικού ασφαλιστικού συστήματος για τους εργάτες ορυχείων, ο Masgio και, μετά τον θάνατο του, η Masgio υποστήριξαν ότι το άρθρο 76 a, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του RKG δεν συμβιβάζεται προς τα άρθρα 48 έως 51 της Συνθήκης και το άρθρο 3 του κανονισμού 1408/71, που προαναφέρθηκε. Υποστήριξαν σχετικά ότι για την εφαρμογή των κανόνων περί αναστολής οι συντάξεις λόγω ατυχήματος που εισπράττονται σε άλλο κράτος μέλος πρέπει να εξομοιώνονται με τις συντάξεις λόγω ατυχήματος που προβλέπει το γερμανικό δίκαιο, οπότε πρέπει κάθε φορά να καθορίζεται το ετήσιο εισόδημα για τον υπολογισμό του ανωτάτου ορίου των παροχών που δεν οδηγούν σε αναστολή. Πράγματι, το ετήσιο εισόδημα είναι, γενικώς, ανώτερο από τη βάση εκκαθαρίσεως της συντάξεως και, επομένως, ο μη καθορισμός του ετησίου εισοδήματος θα είχε ως συνέπεια να επιφέρουν οι αλλοδαπές συντάξεις λόγω ατυχήματος αναστολή μεγαλυτέρου τμήματος της συντάξεως των εργατών ορυχείων απ' ό,τι οι συντάξεις που καταβάλλονται από γερμανικό οργανισμό. Με τον τρόπο αυτό, οι διακινούμενοι εργαζόμενοι, που λαμβάνουν σύνταξη δυνάμει του γερμανικού ασφαλιστικού συστήματος για τους εργάτες ορυχείων και σύνταξη λόγω ατυχήματος καταβαλλόμενη από οργανισμό άλλου κράτους μέλους, θα υφίσταντο δυσμενή διάκριση σε σχέση με τους εργαζομένους που λαμβάνουν και τις δύο παροχές από γερμανικό οργανισμό.

9

Το Bundessozialgericht, θεωρώντας ότι η διαφορά γεννά ζήτημα ερμηνείας του κοινοτικού δικαίου, ανέστειλε τη διαδικασία και υπέβαλε στο Δικαστήριο το ακόλουθο ερώτημα:

« Οδηγεί η εφαρμογή και η ερμηνεία του άρθρου 7 και των άρθρων 48 έως 51 της Συνθήκης ΕΟΚ, καθώς και του άρθρου 3 του κανονισμού ( ΕΟΚ) 1408/71 στο ότι οι ασφαλισμένοι, οι οποίοι λαμβάνουν συγχρόνως σύνταξη βάσει διατάξεων του εσωτερικού δικαίου και παροχές στα πλαίσια υποχρεωτικής ασφαλίσεως κατά ατυχημάτων από ασφαλιστικό οργανισμό άλλου κράτους μέλους, δεν πρέπει να τυγχάνουν, κατά τον υπολογισμό του ποσού κατά το οποίο αναστέλλεται βάσει των εθνικών διατάξεων ( εν προκειμένω, του άρθρου 76 a σε συνδυασμό με το άρθρο 75 του RKG ) η χορήγηση της συντάξεως, δυσμενέστερης μεταχειρίσεως απ' ό,τι οι ασφαλισμένοι οι οποίοι εισπράττουν και τις δύο αυτές παροχές βάσει διατάξεων του εσωτερικού δικαίου; »

10

Στην έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση αναπτύσσονται διεξοδικώς τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς της κυρίας δίκης, η εξέλιξη της διαδικασίας, καθώς και οι γραπτές παρατηρήσεις που κατατέθηκαν στο Δικαστήριο. Τα στοιχεία αυτά της δικογραφίας δεν επαναλαμβάνονται κατωτέρω παρά μόνο καθόσον απαιτείται για τη συλλογιστική του Δικαστηρίου.

11

Με το ερώτημα του, το εθνικό δικαστήριο ερωτά, κατ' ουσίαν, αν τα άρθρα 7 και 48 έως 51 της Συνθήκης, καθώς και το άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71, που προαναφέρθηκε, έχουν την έννοια ότι εμποδίζουν να τυγχάνουν οι διακινούμενοι εργαζόμενοι, που λαμβάνουν σύνταξη γήρατος προβλεπομένη από τη νομοθεσία κράτους μέλους και παροχές δυνάμει ασφαλίσεως ατυχημάτων καταβαλλόμενες από τον οργανισμό άλλου κράτους μέλους, δυσμενέστερης μεταχειρίσεως, κατά τον υπολογισμό του ποσού κατά το οποίο αναστέλλεται βάσει των εθνικών διατάξεων του πρώτου κράτους η χορήγηση της συντάξεως, σε σχέση με τους εργαζομένους που, μη έχοντας κάνει χρήση του δικαιώματος της ελεύθερης κυκλοφορίας, λαμβάνουν και τις δύο παροχές βάσει της νομοθεσίας του ιδίου κράτους μέλους.

12

Για να δοθεί απάντηση στο ερώτημα αυτό,πρέπει καταρχάς να υπενθυμιστεί ότι, σύμφωνα με τη νομολογία ( βλ. απόφαση της 30ής Μαΐου 1989, 305/87, Επιτροπή κατά Ελλάδος, Συλλογή 1989, σ. 1461, σκέψεις 12 και 13 ), η γενική αρχή του άρθρου 7, πρώτο εδάφιο, της Συνθήκης, περί απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ιθαγενείας, εφαρμόζεται αυτοτελώς μόνο σε περιπτώσεις διεπόμενες από το κοινοτικό δίκαιο, για τις οποίες η Συνθήκη δεν προβλέπει ειδική απαγόρευση των διακρίσεων.

13

Πρέπει όμως να παρατηρηθεί ότι η γενική αρχή περί απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ιθαγενείας, θεσπιζόμενη και στο άρθρο 7 της Συνθήκης, υλοποιήθηκε και συγκεκριμενοποιήθηκε, όσον αφορά τους μισθωτούς εργαζομένους, με τα άρθρα 48 έως 51 της Συνθήκης, καθώς και με τις πράξεις των κοινοτικών οργάνων που εκδόθηκαν βάσει των διατάξεων αυτών, ιδίως με τον προαναφερθέντα κανονισμό 1408/71.

14

Πράγματι, αφενός, το άρθρο 48, παράγραφος 2, της Συνθήκης προβλέπει ότι η ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων:

« συνεπάγεται την κατάργηση κάθε διακρίσεως λόγω ιθαγενείας μεταξύ των εργαζομένων των κρατών μελών, όσον αφορά την απασχόληση, την αμοιβή και τους άλλους όρους εργασίας ».

15

Αφετέρου, κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, του προαναφερθέντος κανονισμού 1408/71:

« τα πρόσωπα που κατοικούν στο έδαφος ενός από τα κράτη μέλη, και για τα οποία ισχύουν οι διατάξεις του παρόντος κανονισμού, υπόκεινται στις υποχρεώσεις και απολαύουν των δικαιωμάτων που απορρέουν από τη νομοθεσία κάθε κράτους μέλους υπό τους ιδίους όρους με τους υπηκόους του, υπό την επιφύλαξη ειδικών διατάξεων του παρόντος κανονισμού ».

16

Πρέπει σχετικά να υπογραμμιστεί ότι οι διατάξεις αυτές πρέπει να ερμηνεύονται υπό το πρίσμα του στόχου τους, συνισταμένου στο να συμβάλουν, ιδίως στον τομέα της κοινωνικής ασφαλίσεως, στην εγκαθίδρυση μιας όσον είναι δυνατό πληρέστερης εφαρμογής της ελεύθερης κυκλοφορίας των διακινουμένων εργαζομένων, αρχής που αποτελεί ένα από τα θεμέλια της Κοινότητας ( βλ., για παράδειγμα, την απόφαση της 12ης Οκτωβρίου 1978, 10/78, Belbouab, Sig. 1978, σ. 1915, σκέψη 5˙ απόφαση της 25ης Φεβρουαρίου 1986, 284/84, Sprayt, Συλλογή 1986, σ. 685, σκέψη 18˙απόφαση της 2ας Μαΐου 1990, C-293/88, Winter-Lutzins, Συλλογή 1990, σ. I-1623, σκέψη 13 ).

17

Υπό το ίδιο πρίσμα, το Δικαστήριο έκρινε ήδη ότι τα άρθρα 48 έως 51 της Συνθήκης, καθώς και οι κοινοτικές πράξεις που εκδόθηκαν για την εφαρμογή τους, και ιδίως ο προαναφερθείς κανονισμός 1408/71, έχουν ως σκοπό να αποφεύγεται να τίθεται ο εργαζόμενος ο οποίος, κάνοντας χρήση του δικαιώματος της ελεύθερης κυκλοφορίας, απασχολήθηκε σε περισσότερα από ένα κράτη μέλη σε μειονεκτικότερη θέση σε σχέση με τον εργαζόμενο που παρέμεινε, καθόλη τη σταδιοδρομία του, σε ένα κράτος μέλος ( βλ., σχετικά, τις αποφάσεις της 5ης Μαΐου 1977, 104/76, Jansen, Sig. 1977, σ. 829, σκέψη 12, και της 10ης Μαρτίου 1983, 232/82, Baccini, Συλλογή 1983, σ. 583, σκέψη 17).

18

Το Δικαστήριο δέχθηκε ειδικότερα (βλ., για παράδειγμα, την απόφαση της 21ης Οκτωβρίου 1975, 24/75, Petroni, Sig. 1975, σ. 1149, σκέψη 13˙απόφαση της 9ης Ιουλίου 1980, 807/79, Gravina, Sig. 1980, σ. 2205, σκέψη 6˙ απόφαση της 25ης Φεβρουαρίου 1986, Sprayt, που προαναφέρθηκε, σκέψη 19˙απόφαση της 2ας Μαΐου 1990, Winter-Lutzins, που προαναφέρθηκε, σκέψη 14) ότι ο στόχος των άρθρων 48 έως 51 της Συνθήκης δεν επιτυγχάνεται αν οι διακινούμενοι εργαζόμενοι, ασκώντας το δικαίωμα τους της ελεύθερης κυκλοφορίας, αναγκάζονται να χάσουν τα πλεονεκτήματα στον τομέα της κοινωνικής ασφαλίσεως που τους αναγνωρίζει η νομοθεσία κράτους μέλους. Πράγματι, η συνέπεια αυτή θα μπορούσε να αποθαρρύνει τους κοινοτικούς εργαζομένους να ασκούν το δικαίωμα της ελεύθερης κυκλοφορίας και θα συνιστούσε, ως εκ τούτου, εμπόδιο στην ελευθερία αυτή (βλ. τις αποφάσεις της 22ας Φεβρουαρίου 1990, C-228/88, Bronzino, Συλλογή 1990, σ. I-531, σκέψη 12, και C-12/89, Gatto, Συλλογή 1990, σ. I-557, σκέψη 12).

19

Όσον όμως αφορά μια διάταξη όπως η υπό κρίση ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, πρέπει να παρατηρηθεί ότι, παρόλον ότι εφαρμόζεται ανεξαρτήτως της ιθαγενείας των οικείων εργαζομένων, μπορεί να θέσει, από πλευράς κοινωνικής ασφαλίσεως, τους διακινούμενους εργαζομένους σε δυσμενέστερη θέση σε σχέση με τους εργαζομένους που άσκησαν τη δραστηριότητα τους σε ένα μόνο κράτος μέλος.

20

Πράγματι, μια ρύθμιση σαν αυτή της υποθέσεως της κύριας δίκης προβλέπει ότι, στην περίπτωση σωρεύσεως συντάξεως λόγω ατυχήματος που καταβάλλεται εντός ενός κράτους μέλους και συντάξεως γήρατος που οφείλεται εντός του ιδίου κράτους, ο οργανισμός του κράτους αυτού που είναι επιφορτισμένος να καθορίσει το ποσό της συντάξεως που αναστέλλεται, πρέπει να λάβει υπόψη το ετήσιο εισόδημα που χρησιμεύει ως βάση για τον υπολογισμό της συντάξεως λόγω ατυχήματος και τη βάση εκκαθαρίσεως της συντάξεως γήρατος και να εφαρμόσει εκείνο από τα δύο όρια που επιφέρει τη μικρότερη μείωση της συντάξεως. Αντίθετα, βάσει μιας τέτοιας ρυθμίσεως, σε περίπτωση σωρεύσεως συντάξεως γήρατος οφειλομένης εντός κράτους μέλους και συντάξεως λόγω ατυχήματος καταβαλλομένης εντός άλλου κράτους μέλους, ο οργανισμός του πρώτου κράτους δεν μπορεί να στηριχθεί, για τον καθορισμό του τμήματος της συντάξεως που πρέπει να ανασταλεί, παρά μόνο στη βάση εκκαθαρίσεως της συντάξεως.

21

Από αυτό προκύπτει ότι ο εργαζόμενος που άσκησε τη δραστηριότητα του μόνο στο κράτος μέλος που προβλέπει ρύθμιση όμοια με την προκειμένη, και λαμβάνει στο κράτος αυτό συγχρόνως σύνταξη λόγω ατυχήματος και σύνταξη γήρατος, έχει, για τον καθορισμό του τμήματος της οφειλομένης στο κράτος αυτό συντάξεως που πρέπει να ανασταλεί, δικαίωμα επιλογής που δεν παρέχεται στον διακινούμενο εργαζόμενο ο οποίος, εκτός της συντάξεως την οποία δικαιούται βάσει της νομοθεσίας αυτού του κράτους μέλους, λαμβάνει επίσης σύνταξη λόγω ατυχήματος από οργανισμό άλλου κράτους μέλους.

22

Κατά τη διαδικασία της κύριας δίκης έγινε δεκτό ότι ο υπολογισμός που στηρίζεται στη βάση εκκαθαρίσεως της συντάξεως μπορεί να επιφέρει την αναστολή μεγαλυτέρου τμήματος της συντάξεως γήρατος απ' ό,τι ο υπολογισμός που στηρίζεται στο ετήσιο εισόδημα.

23

Υπό τις συνθήκες αυτές, διάταξη σαν αυτή στην οποία αναφέρεται το αιτούν δικαστήριο, η οποία μεταχειρίζεται δυσμενέστερα τους κοινοτικούς εργαζομένους που άσκησαν το δικαίωμα της ελεύθερης κυκλοφορίας απ' ό,τι αυτούς που δεν άσκησαν το δικαίωμα αυτό, μπορεί να εμποδίσει την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων.

24

Όσον αφορά το επιχείρημα που προβλήθηκε κατά τη διαδικασία της κυρίας δίκης, ότι η διαφορετική μεταχείριση στην οποία οδηγεί η εφαρμογή της ρυθμίσεως την οποία εξετάζει το εθνικό δικαστήριο δικαιολογείται από πρακτικές δυσκολίες που συνίστανται στο γεγονός ότι, στην περίπτωση συντάξεων λόγω ατυχήματος που εισπράττονται σε άλλο κράτος μέλος, ο οργανισμός που υπολογίζει το ποσό των παροχών που αναστέλλεται δεν είναι συχνά σε θέση να γνωρίζει το ετήσιο εισόδημα, αρκεί να παρατηρηθεί ότι το άρθρο 48, παράγραφος 3, της Συνθήκης δέχεται, για την άσκηση του δικαιώματος της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων, μόνο τους περιορισμούς που δικαιολογούνται από λόγους δημοσίας τάξεως, δημοσίας ασφαλείας και δημοσίας υγείας. Επομένως, πλην των περιπτώσεων αυτών που προβλέπονται ρητά στη Συνθήκη, δεν δικαιολογείται κανένα εμπόδιο στην ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων.

25

Από τα προηγούμενα προκύπτει ότι στο ερώτημα που υπέβαλε το εθνικό δικαστήριο πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι τα άρθρα 7 και 48 έως 51 της Συνθήκης ΕΟΚ, καθώς και το άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71, που προαναφέρθηκε, έχουν την έννοια ότι εμποδίζουν να τυγχάνει ο διακινούμενος εργαζόμενος, που λαμβάνει σύνταξη γήρατος προβλεπομένη από τη νομοθεσία ενός κράτους μέλους και παροχές στο πλαίσιο ασφαλίσεως κατά ατυχημάτων καταβαλλόμενες από ασφαλιστικό οργανισμό άλλου κράτους μέλους, λιγότερο ευνοϊκής μεταχειρίσεως, κατά τον υπολογισμό του τμήματος των παροχών που πρέπει να αναστέλλεται βάσει των εθνικών διατάξεων του πρώτου κράτους, απ' ό,τι ο εργαζόμενος που, μη έχοντας κάνει χρήση του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας, λαμβάνει τις δύο παροχές δυνάμει της νομοθεσίας του ιδίου κράτους μέλους.

Επί των δικαστικών εξόδων

26

Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η Κυβέρνηση του Βασιλείου του Βελγίου και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, που κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος, που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

 

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

κρίνοντας επί του ερωτήματος που του υπέβαλε, με Διάταξη της 14ης Νοεμβρίου 1989, το Bundessozialgericht, αποφαίνεται:

 

Το άρθρα 7 και 48 έως 51 της Συνθήκης ΕΟΚ, καθώς και το άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας, όπως κωδικοποιήθηκε με τον κανονισμό ( ΕΟΚ ) 2001/83 του Συμβουλίου, της 2ας Ιουνίου 1983, έχουν την έννοια ότι εμποδίζουν να τυγχάνει ο διακινούμενος εργαζόμενος, που λαμβάνει σύνταξη γήρατος προβλεπομένη από τη νομοθεσία ενός κράτους μέλους και παροχές στο πλαίσιο ασφαλίσεως κατά ατυχημάτων καταβαλλόμενες από ασφαλιστικό οργανισμό άλλου κράτους μέλους, λιγότερο ευνοϊκής μεταχειρίσεως, κατά τον υπολογισμό του τμήματος των παροχών που πρέπει να αναστέλλεται βάσει των εθνικών διατάξεων του πρώτου κράτους, απ' ό,τι ο εργαζόμενος που, μη έχοντας κάνει χρήση του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας, λαμβάνει τις δύο παροχές δυνάμει της νομοθεσίας του ιδίου κράτους μέλους.

 

O'Higgins

Mancini

Schockweiler

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 7 Μαρτίου 1991.

Ο Γραμματέας

J.-G. Giraud

Ο Πρόεδρος του δευτέρου τμήματος

T. F.O'Higgins


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.