ΈΚΘΕΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠ' ΑΚΡΟΑΤΗΡΊΟΥ ΣΥΖΉΤΗΣΗ

στην υπόθεση C-69/88 ( *1 )

Ι — Πραγματικά περιστατικά

Α — Νομικό πλαίσιο

1.

Στο Βασίλειο των Κάτω Χωρών ο νόμος της 22ας Μαΐου 1845, περί της εισπράξεως των αμέσων εθνικών φόρων (Wet op de Invordering van's Rijks Directe Belastingen — δημοσιεύθηκε στο Staatsblad 22, στο εξής « νόμος περί της εισπράξεως » ), επιτρέπει στις φορολογικές αρχές να κατάσχουν δυνάμει του άρθρου 16 του νόμου αυτού τα κινητά που προορίζονται για τον εξοπλισμό ακινήτου, όταν τα κινητά αυτά βρίσκονται σε ακίνητο φορολογουμένου οφείλοντος φόρο.

Β — Ιστορικό της διαφοράς της κύριας δίκης

2.

Η αιτούσα της κυρίας δίκης, Η. krantz GmbH & Co. ( στο εξής « Krantz » ), με έδρα το Aachen (Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας), συνήψε σύμβαση πωλήσεως με δόσεις, περιλαμβάνουσα ρήτρα επιφυλάξεως του δικαιώματος κυριότητας, με την εταιρία J. J. Krantz & Zoon NV, με το έδρα Leyde ( Κάτω Χώρες ). Η σύμβαση αυτή είχε ως αντικείμενο την παράδοση μηχανημάτων. Η εταιρία J. J. Krantz & Zoon NV εγκατέστησε τα μηχανήματα αυτά στο εργοστάσιο της θυγατρικής της Vaalser Textielfabriek BV στο Vaals. To 1978 οι δύο αυτές εταιρίες κηρύχθηκαν σε πτώχευση. Η J. J. Krantz & Zoon NV όφειλε τότε ακόμη στην Krantz περίπου 550000 γερμανικά μάρκα (DM) από το τίμημα των μηχανημάτων.

3.

Για την είσπραξη της φορολογικής οφειλής της Vaalser Textielfabriek BV, ύψους 1448949,69 φιορινίων (HFL), ο ταμίας αμέσων φόρων του Kerdrade (στο εξής « ταμίας » ), πρώτος καθού της κυρίας δίκης, προέβη σε κατάσχεση όλων των κινητών που βρίκονταν στις εγκαταστάσεις του εργοστασίου του οφειλέτη. Μεταξύ των κατασχεθέντων περιλαμβάνονταν τα μηχανήματα που η Krantz είχε πωλήσει με δόσεις στην J. J. Krantz & Zoon NV.

4.

Η Krantz υπέβαλε ένσταση κατά της κατασχέσεως αυτής ενώπιον του εφόρου, βάσει του άρθρου 16, παράγραφος 1, του νόμου περί εισπράξεως. Η ένσταση αυτή απορρίφθηκε. Στη συνέχεια, με τη συγκατάθεση του ταμία, η Krantz ανέκτησε από τους συνδίκους την κατοχή των μηχανημάτων καταβάλλοντας περίπου 200000 HFL. Η Krantz ζητεί εν προκειμένω από το παραπέμπον δικαστήριο να αποφανθεί ότι η επιβληθείσα η κατάσχεση είναι παράνομη και να υποχρεώσει τον ( τους ) καθού ( καθών ) της κυρίας δίκης να επιστρέψουν τα 200000 HFL.

5.

Η Krantz ισχυρίστηκε ενώπιον του παραπέμποντος δικαστηρίου ότι το άρθρο 16 του νόμου περί εισπράξεως είναι ασυμβίβαστο προς το άρθρο 30 της Συνθήκης ΕΟΚ, όπως αυτό έχει ερμηνευθεί από πλευράς σκοπού και πεδίου εφαρμογής, διότι το άρθρο 16 περιορίζει την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, των υπηρεσιών και των κεφαλαίων εντός της Κοινότητας. Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, κάθε εμπορική ρύθμιση των κρατών μελών ικανή να πλήξει αμέσως ή εμμέσως, πράγματι ή δυνάμει, το ενδοκοινοτικό εμπόριο, πρέπει να θεωρείται ως μέσο ισοδυνάμου αποτελέσματος κατά το άρθρο 30. Το δικαίωμα του Δημοσίου να προβαίνει σε κατάσχεση κινητών που εξυπηρετούν την κατοικία του οφειλέτη πλήττει το εμπόριο μεταξύ των Κάτω Χωρών και των λοιπών κρατών μελών. Αν αυτές οι εξουσίες του ολλανδικού Δημοσίου ήταν παγκοίνως γνωστές στα λοιπά κράτη μέλη, οι πωλήσεις επί πιστώσει με προορισμό τις Κάτω Χώρες θα μειώνονταν σημαντικά.

6.

Το Arrondissementsrechtbank του Maastricht, θεωρώντας ότι η διαφορά θέτει ζήτημα κοινοτικού δικαίου, με διάταξη της 3ης Μαρτίου 1988, ανέστειλε τη διαδικασία και ζήτησε από το Δικαστήριο, δυνάμει του άρθρου 177 της Συνθήκης της ΕΟΚ, να αποφανθεί επί των εξής προδικαστικών ερωτημάτων:

« 1)

Πρέπει το άρθρο 16 του νόμου περί εισπράξεως των αμέσων φόρων του Βασιλείου ( Wet op de Invordering van's Rijks Directe Belastingen), της 22ας Μαΐου 1945(Staatsblad 22), να θεωρηθεί ως μέτρο ισοδυνάμου αποτελέσματος προς ποσοτικό περιορισμό επί των εισαγωγών κατά την έννοια του άρθρου 30 της Συνθήκης ΕΟΚ, σε περίπτωση που το ολλανδικό Δημόσιο επιβάλλει κατάσχεση επί κινητών τα οποία βρίσκονται στις εγκαταστάσεις φορολογουμένου, παρά το ότι το αντικείμενα αυτά προέρχονται από προμηθευτή εγκατεστημένο σε άλλο κράτος μέλος και ανήκουν σ' αυτόν κατά κυριότητα;

2)

Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως επί του πρώτου ερωτήματος είναι δυνατή, εντούτοις, η εφαρμογή του εν λόγω άρθρου 16 δυνάμει του άρθρου 36 της Συνθήκης ΕΟΚ για λόγους προστασίας των συμφερόντων που αναφέρονται σ' αυτή τη διάταξη της Συνθήκης; »

II — Διαδικασία

7.

Η διάταξη περί παραπομπής πρωτοκολλήθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου στις 7 Μαρτίου 1988.

8.

Το Δικαστήριο, με διάταξη της 13ης Ιουλίου 1988, ανέστειλε τη διαδικασία, μέχρις ότου το Εφετείο αποφανθεί επί της εφέσεως. Η απόφαση του επικύρωσε την απόφαση του Arrondissementsrechtbank του Maastricht. Το Δικαστήριο, με διάταξη της 26ης Απριλίου 1989, διέταξε τη συνέχιση της διαδικασίας.

9.

Σύμφωνα με το άρθρο 20 του πρωτοκόλλου περί του οργανισμού ΕΟΚ του Δικαστηρίου, γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν οι:

ολλανδική κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από το Υπουργείο των Εξωτερικών,

η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον René Barents, μέλος της νομικής υπηρεσίας της Επιτροπής.

10.

Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή και μετά από ακρόαση του γενικού εισαγγελέα το Δικαστήριο αποφάσισε να προχωρήσει στη προφορική διαδικασία χωρίς προηγούμενη διεξαγωγή αποδείξεων.

11.

Το Δικαστήριο, με απόφαση της 7ης Ιουνίου 1989, αποφάσισε να αναθέσει την υπόθεση στο δεύτερο τμήμα, κατ' εφαρμογή του άρθρου 95, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού διαδικασίας.

III — Περίληψη των γραπτών παρατηρήσεων που κατατέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου

12.

Η ολλανδική κυβέρνηση, καθής της κύριας δίκης, αναφέρεται, καταρχάς, στο δικαίωμα εισπράξεως και στο δικαίωμα κατασχέσεως δυνάμει του νόμου περί εισπράξεως.

Θεωρεί ότι στην πράξη το άρθρο 16, παράγραφος 3, του εν λόγω νόμου επιτρέπει στον ταμία να ικανοποιηθεί από τα κινητά που βρίσκονται στα ακίνητα του φορολογουμένου. Οι όροι « ακίνητο » και « εξοπλισμός » έχουν ευρύτατη έννοια, δεν περιλαμβάνουν όμως τα αποθέματα πρώτων και επικουρικών υλών και τελικών προϊόντων, όπως προκύπτει από σχετική εθνική εγκύκλιο. Στο έγγραφο αυτό διευκρινίζονται επίσης οι κατευθυντήριες γραμμές που ακολουθεί ο έφορος, ως κώδικα συμπεριφοράς υπέρ των τρίτων, όταν πρόκειται να αποφανθεί επί των ενστάσεων τρίτων που προβάλλουν δικαιώματα επί των κινητών που κατασχέθηκαν λόγω φορολογικής οφειλής.

Η ολλανδική κυβέρνηση θεωρεί ότι το προνόμιο του Δημοσίου προέχει του δικαιώματος ασφάλειας του πωλούντος με δόσεις, δηλαδή της Krantz. Από νομική άποψη το επίμαχο δικαίωμα κατασχέσεως συνιστά προσβολή του δικαιώματος κυριότητας των τρίτων. Η κυβέρνηση προσθέτει ότι η περιουσία του οφειλέτη ασφαλίζει τους δανειστές από κοινού κατά το μέτρο των αντιστοίχων απαιτήσεων τους, σε όλα όμως σχεδόν τα κράτη μέλη τα προνόμια και οι ασφάλειες συνιστούν εξαίρεση από τον κανόνα αυτό.

13.

Η ολλανδική κυβέρνηση θεωρεί στη συνέχεια ότι το δικαίωμα κατασχέσεως κατά το άρθρο 16, παράγραφος 3, του νόμου περί εισπράξεως δεν συνιστά εμπορική νομοθεσία, υπό την έννοια της αποφάσεως της 11ης Ιουλίου 1974, Dassonville (8/74, Rec. 1974, σ. 837 ), αλλά θεμελιώνει δικαίωμα του Δημοσίου προς είσπραξη. Αυτό αποτελεί ένδειξη για το ότι το δικαίωμα κατασχέσεως δεν συνιστά μέτρο ισοδυνάμου αποτελέσματος προς ποσοτικό περιορισμό επί των εισαγωγών.

Το δικαίωμα του Δημοσίου να επιβάλλει κατάσχεση δεν αφορά τις εισαγωγές προϊόντων προς τις Κάτω Χώρες και δεν αποβλέπει στη ρύθμιση του εμπορίου μεταξύ των κρατών μελών.

Το δικαίωμα κατασχέσεως εφαρμόζεται αδιακρίτως σε όλα τα κινητά που εξοπλίζουν το ακίνητο του φορολογουμένου, ανεξαρτήτως της προελεύσεως τους ή του τόπου εγκαταστάσεως των δικαιούχων των ασφαλειών.

Το δικαίωμα κατασχέσεως δεν συνιστά, περαιτέρω, εμπόδιο στις πωλήσεις προϊόντων προς τις Κάτω Χώρες από προμηθευτές εγκατεστημένους σε άλλα κράτη μέλη, διότι το δικαίωμα αυτό του Δημοσίου δεν εφαρμόζεται στα αποθέματα. Στην περίπτωση που το Δικαστήριο κρίνει ότι το δικαίωμα κατασχέσεως συνιστά εμπόδιο στο εμπόριο μεταξύ κρατών μελών, η ολλανδική κυβέρνηση θεωρεί ότι το εμπόδιο αυτό απορρέει από την ύπαρξη διαφορών μεταξύ των νομοθεσιών περί προνομίων και ασφαλειών στα κράτη μέλη. Η διατήρηση του προνομίου δικαιολογείται από επιτακτικές ανάγκες σχετικές με την αποτελεσματική εφαρμογή των φορολογικών νόμων. Δεν ενέχει διακρίσεις και δεν υπερβαίνει το μέτρο που είναι αναγκαίο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού, δηλαδή την προστασία του δικαιώματος εισπράξεως του Δημοσίου.

14.

Η ολλανδική κυβέρνηση προτείνει να δοθεί η εξής απάντηση στο πρώτο ερώτημα του εθνικού δικαστηρίου:

« Το άρθρο 16 του νόμου της 22ας Μαΐου 1845 ( Sibi. 22 ) περί εισπράξεως των αμέσων εθνικών φόρων δεν πρέπει να θεωρηθεί ως ποσοτικός περιορισμός επί των εισαγωγών υπό την έννοια του άρθρου 30 της Συνθήκης της ΕΟΚ, σε περίπτωση που το ολλανδικό Δημόσιο προβεί σε κατάσχεση κινητών τα οποία βρίσκονται στις εγκαταστάσεις του οφειλέτη, παρά το ότι τα αντικείμενα αυτά προέρχονται από προμηθευτή που βρίσκεται σε άλλο κράτος μέλος και ανήκουν σ' αυτόν κατά κυριότητα. »

15.

Η ολλανδική κυβέρνηση θεωρεί ότι παρέλκει η απάντηση στο δεύτερο ερώτημα του Arrondissementsrechtbank, προσθέτει όμως ότι το δικαίωμα κατασχέσεως μπορεί να δικαιολογηθεί από λόγους δημοσίας τάξεως, υπό την έννοια του άρθρου 36 της Συνθήκης ΕΟΚ.

16.

Η Επινροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων παρατηρεί ότι το επίμαχο δικαίωμα του Δημοσίου να προβεί σε κατάσχεση δεν μπορεί να θεωρηθεί άμεσος περιορισμός του εμπορίου μεταξύ κρατών μελών, διότι το άρθρο 16 του νόμου περί εισπράξεως δεν αφορά ειδικά το εμπόριο. Δεν πρόκειται ούτε για έμμεσο περιορισμό, διότι η εξουσία του Δημοσίου να προβεί σε κατάσχεση δεν συνδέεται με άλλα στάδια της οικονομικής διαδικασίας που θα μπορούσαν να έχουν επιπτώσεις στο εμπόριο μεταξύ κρατών μελών.

Από πρακτικής απόψεως δεν υφίσταται πραγματικό εμπόδιο, διότι η κατάσχεση συνιστά τυχηρόν που λαμβάνει χώρα μετά την εισαγωγή των εμπορευμάτων στις Κάτω Χώρες.

Το δικαίωμα του Δημοσίου να προβαίνει σε κατάσχεση δεν εμποδίζει ούτε δυνάμει το εμπόριο μεταξύ μελών κρατών, διότι δεν πλήττει ούτε την εισαγωγή ούτε την πώληση ούτε τη χρήση κινητών δεκτικών κατασχέσεως, ο δε εισαγωγέας παραμένει ελεύθερος να πραγματοποιήσει τις επιχειρηματικές του αποφάσεις.

17.

Η Επιτροπή προτείνει να δοθεί η εξής απάντηση στο πρώτο ερώτημα του εθνικού δικαστηρίου:

« Η αρμοδιότητα των φορολογικών αρχών να προβαίνουν σε κατασχέσεις, για την οποία δεν μπορεί να αποδειχθεί η ύπαρξη επιπτώσεων επί των εισαγωγών, δεν συνιστά μέτρο ισοδυνάμου αποτελέσματος κατά το άρθρο 30 της Συνθήκης της ΕΟΚ ».

18.

Ενόψει της απαντήσεως αυτής, η Επιτροπή θεωρεί ότι παρέλκει η απάντηση στο δεύτερο ερώτημα.

G. F. Mancini

εισηγητής Δικαστής


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική.


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 7ης Μαρτίου 1990 ( *1 )

Στην υπόθεση C-69/88,

που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Arrondissementsrechtbank του Maastricht ( Κάτω Χώρες ) προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης της ΕΟΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ της εταιρίας

H. Krantz GmbH & Co., με έδρα το Aachen ( Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας ), αφενός,

και

Ontvanger der Directe Belastingen (του ταμία αμέσων φόρων), με έδρα το Kerkrade ( Κάτω Χώρες ),

και

Ολλανδικού Δημοσίου, αφετέρου,

η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία των άρθρων 30 και 36 της Συνθήκης της ΕΟΚ,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα)

συγκείμενο από τους F. A. Schockweiler, πρόεδρο τμήματος, G. F. Mancini και T. F. O'Higgins, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: M. Darmon

γραμματέας: Α. Rühi, κύριος υπάλληλος διοικήσεως

αφού έλαβε υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

η ολλανδική κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον Ε. F. Jacobs, γενικό γραμματέα του ολλανδικού Υπουργείου Εξωτερικών,

η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον René Barents, μέλος της νομικής της υπηρεσίας,

έχοντας υπόψη την έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση, αφού άκουσε τις προφορικές παρατηρήσεις της προσφεύγουσας της κύριας δίκης εκπροσωπούμενης από τον δικηγόρο J. Ε. F. F. Ν. Duynstee, της ολλανδικής κυβερνήσεως, εκπροσωπούμενης από τον Μ. Α. Fierstva, και της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση της 7ης Νοεμβρίου 1989,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 12ης Δεκεμβρίου 1989,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Με απόφαση της 3ης Μαρτίου 1988, που περιήλθε στο Δικαστήριο στις 7 του ίδιου μήνα, το Arrondissementsrechtbank του Maastricht ( πρώτο τμήμα ), υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 177 της Συνθήκης της ΕΟΚ, δύο προδικαστικά ερωτήματα ως προς την ερμηνεία των άρθρων 30 και 36 της Συνθήκης της ΕΟΚ.

2

Τα ερωτήματα αυτά ανέκυψαν στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ της εταιρίας Η. Krantz GmbH & Co. ( στο εξής « Krantz » ), με έδρα την Aix-la-Chapelle, Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, αφενός, και του Ontvanger der Directe Belastingen ( ολλανδού ταμία αμέσων φόρων, στο εξής « ταμίας » ) και του ολλανδικού Δημοσίου, αφετέρου, σχετικά με την απόφαση του ταμία να κατάσχει, δυνάμει του άρθρου 16 του ολλανδικού νόμου της 22ας Μαΐου 1845 περί εισπράξεως των αμέσων φόρων, μηχανήματα ανήκοντα στην Krantz. Τα μηχανήματα αυτά είχαν πωληθεί με δόσεις και επιφύλαξη του δικαιώματος κυριότητας από την Krantz στην J. J. Krantz & Zoon NV, με έδρα το Leyde, Κάτω Χώρες, και εγκατασταθεί στη θυγατρική της τελευταίας εταιρία Vaalser Textielfabriek BV στο Vaals.

3

Η εταιρία J. J. Krantz & Zoon NV και η θυγατρική της κηρύχθηκαν σε πτώχευση. Προκειμένου να εισπράξει τη φορολογική οφειλή της Vaalser Textielfabriek BV, o ταμίας επέβαλε κατάσχεση, δυνάμει του άρθρου 16 του προαναφερθέντος νόμου, εφ' όλων των κινητών που βρίσκονταν στις εγκαταστάσεις της τελευταίας.

4

Η Krantz υποστήριξε ενώπιον των διαφόρων δικαστηρίων που επελήφθησαν της διαφοράς ότι το άρθρο 16 του νόμου της 22ας Μαΐου 1845 ήταν ασυμβίβαστο προς το σκοπό και την εφαρμογή του άρθρου 30 της Συνθήκης ΕΟΚ, για το λόγο ότι, άν οι εξουσίες του ταμία γίνονταν παγκοίνως γνωστές, θα μειώνονταν οι πωλήσεις με δόσεις προς τις Κάτω Χώρες

5

Θεωρώντας ότι η διαφορά έθετε ζητήματα ερμηνείας κοινοτικού δικαίου, το Arrondissementsrechtbank του Maastricht ανέστειλε τη διαδικασία και υπέβαλε στο Δικαστήριο τα εξής ερωτήματα:

«1)

Πρέπει το άρθρο 16 του νόμου περί εισπράξεως των αμέσων φόρων του Βασιλείου ( Wet op de Invordering van 's Rijks Directe Belastingen ), της 22ας Μαΐου 1845(Staatsblad 22), να θεωρηθεί ως μέτρο ισοδυνάμου αποτελέσματος προς ποσοτικό περιορισμό επί των εισαγωγών κατά την έννοια του άρθρου 30 της Συνθήκης ΕΟΚ, σε περίπτωση που το ολλανδικό Δημόσιο επιβάλλει κατάσχεση επί κινητών τα οποία βρίσκονται στις εγκαταστάσεις φορολογουμένου, παρά το ότι το αντικείμενα αυτά προέρχονται από προμηθευτή εγκατεστημένο σε άλλο κράτος μέλος και ανήκουν σ' αυτόν κατά κυριότητα;

2)

Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως επί του πρώτου ερωτήματος είναι δυνατή, εντούτοις, η εφαρμογή του εν λόγω άρθρου 16 δυνάμει του άρθρου 36 της Συνθήκης ΕΟΚ για λόγους προστασίας των συμφερόντων που αναφέρονται σ' αυτή τη διάταξη της Συνθήκης; »

6

Στην έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση αναπτύσσονται διεξοδικώς το νομικό πλαίσιο και τα πραγματικά περιστατικά της κύριας δίκης, η εξέλιξη της διαδικασίας, καθώς και οι γραπτές παρατηρήσεις που κατατέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου. Τα στοιχεία αυτά της δικογραφίας δεν επαναλαμβάνονται κατωτέρω παρά μόνον καθόσον απαιτείται για τη συλλογιστική του Δικαστηρίου.

7

Πρέπει να υπομνηστεί καταρχάς ότι το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο, στο πλαίσιο του άρθρου 177 της Συνθήκης της ΕΟΚ, να αποφαίνεται επί του συμβιβαστού εθνικών διατάξεων προς την Συνθήκη. Είναι εν τούτοις αρμόδιο να παρέχει στο εθνικό δικαστήριο όλα τα υπαγόμενα στο κοινοτικό δίκαιο ερμηνευτικά στοιχεία που μπορούν να του καταστήσουν δυνατό να εκτιμήσει αυτό το συμβιβαστό,προκειμένου να εκδώσει απόφαση επί της υποθέσεως της οποίας έχει επιληφθεί.

8

Πρέπει, επομένως, να θεωρηθεί ότι τα ερωτήματα του εθνικού δικαστηρίου αφορούν το ζήτημα αν το άρθρο 30 της Συνθήκης πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αντιτίθεται προς εθνική νομοθεσία επιτρέπουσα στον ταμία των αμέσων φόρων να κατάσχει τα κινητά που βρίσκονται στις εγκαταστάσεις φορολογουμένου, εκτός των αποθεμάτων, μολονότι τα κινητά αυτά προέρχονται από προμηθευτή εγκατεστημένο σε άλλο κράτος μέλος, στον οποίο και ανήκουν και, σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, αν η νομοθεσία αυτή δικαιολογείται βάσει του άρθρου 36 της Συνθήκης.

Επί του πρώτου ερωτήματος

9

Πρέπει να υπομνηστεί ότι κατά παγία νομολογία του Δικαστηρίου που ανάγεται στην απόφαση της 11ης Ιουλίου 1974, Dassonville (8/74, Rec. 1974, σ. 837), κάθε μέτρο ικανό να εμποδίσει αμέσως ή εμμέσως, πράγματι ή δυνάμει, το ενδοκοινοτικό εμπόριο συνιστά μέτρο ισοδυνάμου αποτελέσματος.

10

Πρέπει να παρατηρηθεί, εντούτοις, ότι η εθνική διάταξη στην οποία αναφέρεται το εθνικό δικαστήριο εφαρμόζεται αδιακρίτως σε εισαγόμενα και εγχώρια κινητά και ότι δεν έχει ως αντικείμενο τη ρύθμιση του εμπορίου με τα λοιπά κράτη μέλη.

11

Πρέπει να παρατηρηθεί, στη συνέχεια, ότι το γεγονός ότι οι υπήκοοι των άλλων κρατών μελών θα δίσταζαν να πωλήσουν με δόσεις κινητά σε αγοραστές του εν λόγω κράτους μέλους, διότι θα υπήρχε κίνδυνος κατασχέσεως των κινητών αυτών από τον ταμία, αν οι αγοραστές δεν εξοφλούσαν τις φορολογικές οφειλές τους προς το ολλανδικό Δημόσιο, έχει υπερβολικά υποθετικό και έμμεσο χαρακτήρα και, επομένως, εθνική διάταξη επιτρέπουσα μια τέτοια κατάσχεση δεν μπορεί να θεωρηθεί ικανή να εμποδίσει το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών.

12

Στο πρώτο ερώτημα προσήκει επομένως η απάντηση ότι το άρθρο 30 της Συνθήκης πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι δεν αντιτίθεται προς εθνική νομοθεσία επιτρέπουσα στον ταμία αμέσων φόρων την κατάσχεση κινητών, εκτός των αποθεμάτων που βρίσκονται σε εγκαταστάσεις φορολογουμένου, μολονότι τα κινητά αυτά προέρχονται από προμηθευτή εγκατεστημένο σε άλλο κράτος μέλος, στον οποίο και ανήκουν.

Επί του δευτέρου ερωτήματος

13

Ενόψει της απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα παρέλκει η εξέταση του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος.

Επί των δικαστικών εξόδων

14

Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η ολλανδική κυβέρνηση και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, που κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η διαδικασία έχει έναντι των διαδίκων της κυρίας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό απόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

 

Για τους λόγους αυτούς

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

κρίνοντας επί των ερωτημάτων που του υπέβαλε με διάταξη της 3ης Μαρτίου 1988 το Arrondissementsrechtbank του Maastricht, αποφαίνεται:

 

Το άρθρο 30 της Συνθήκης πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι δεν αντιτίθεται προς εθνική νομοθεσία επιτρέπουσα στον ταμία αμέσων φόρων την κατάσχεση κινητών, εκτός των αποθεμάτων που βρίσκονται σε εγκαταστάσεις φορολογουμένου, μολονότι τα κινητά αυτά προέρχονται από προμηθευτή εγκατεστημένο σε άλλο κράτος μέλος, στον οποίο και ανήκουν.

 

Schockweiler

Mancini

O'Higgins

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 7 Μαρτίου 1990.

Ο γραμματέας

J. -G. Giraud

Ο πρόεδρος του δευτέρου τμήματος

F. A. Schockweiler


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική.