ΕΚΘΕΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠ' ΑΚΡΟΑΤΗΡΙΟΥ ΣΥΖΗΤΗΣΗ

στην υπόθεση C- 11 5/88 ( *1 )

Ι — Πραγματικά περιστατικά, διαδικασία και νομικό πλαίσιο της διαφοράς

Α — Περιστατικά

1. Η εξέλιξη της διαδικασίας της κύριας δίκης

Ο Hans-Heinz Reichert και η σύζυγός του Ingeborg Kockler, γερμανοί υπήκοοι και κάτοικοι της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, στο Schwalbach, είναι ιδιοκτήτες ακινήτων κειμένων στην Antibes (Γαλλία, Alpes-Maritimes) της περιοχής του Montjoyeux. Το ζεύγος Reichert θέλησε να δωρίσει την ψιλή κυριότητα των εν λόγω ακινήτων στον υιό τους Mario Peter Antonio Reichert, γερμανικής επίσης ιθαγενείας και κάτοικο Schwalbach στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας. Η δωρεά συστάθηκε με συμβολαιογραφικό έγγραφο συμβολαιογράφου του Creutzwald (Γαλλία, διοικητικό διαμέρισμα του Moselle ).

Η εταιρία Dresdner Bank, με έδρα τη Φραγκφούρτη (Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας), προσέβαλε την κατ' αυτόν τον τρόπο συναφθείσα δωρεά ενώπιον του tribunal de grande instance του Grasse ( Γαλλία, Alpes-Maritimes), δικαστήριο στην περιφέρεια του οποίου κείνται τα επίμαχα ακίνητα, με την καλούμενη « παυλιανή » αγωγή του άρθρου 1167 του γαλλικού αστικού κώδικα.

Η εταιρία Dresdner Bank άσκησε την ενώπιον του tribunal de grande instance του Grasse αγωγή της στηριζόμενη στο άρθρο 16, παράγραφος 1, της Συμβάσεως της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, στο οποίο ορίζεται ότι έχουν αποκλειστική αρμοδιότητα, « σε υποθέσεις εμπράγματων δικαιωμάτων επί ακινήτων και μισθώσεων ακινήτων, τα δικαστήρια του συμβαλλόμενου κράτους της τοποθεσίας του ακινήτου ».

Με απόφαση της 20ής Φεβρουαρίου 1987, το tribunal de grande instance του Grasse έκρινε εαυτό αρμόδιο βάσει της διατάξεως αυτής. Ωστόσο, το ζεύγος Reichert άσκησε κατά της αποφάσεως αυτής έφεση, για έλλειψη δικαιοδοσίας, ενώπιον του cour d'appel της Aix-en-Provence, το οποίο υπέβαλε στο Δικαστήριο προδικαστικό ερώτημα σχετικά με την ερμηνεία του άρθρου 16, παράγραφος 1.

2. Η διαφορά όπως παρουσιάζεται ενώπιον τον cour d'appel της Aix-en-Provence

Ενώπιον του cour d'appel της Aix-en-Provence, το ζεύγος Reichert υποστηρίζει, όπως είχε ήδη πράξει και ενώπιον του tribunal de grande instance του Grasse, ότι οι διατάξεις του άρθρου 16, παράγραφος 1, της Συμβάσεως της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 δεν εφαρμόζονται επί της αγωγής που άσκησε κατ' αυτών η εταιρία Dresdner Bank, διότι η αγωγή αυτή δεν αποτελεί αγωγή « σε υποθέσεις εμπράγματων δικαιωμάτων», αλλά αγωγή η οποία, ως εκ της φύσεως της, είναι ενοχική. Επικουρικώς, και για την περίπτωση που θα γινόταν δεκτό ότι η δυσχέρεια σχετικά με την αρμοδιότητα θα μπορούσε να ρυθμιστεί κατ' εφαρμογήν των διατάξεων του άρθρου 5, παράγραφος 3, της Συμβάσεως, κατά το οποίο ένα πρόσωπο μπορεί, ως προς ενοχές εξ αδικοπραξίας ή οιονεί αδικοπραξίας, να εναχθεί «ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου όπου συνέβη το ζημιογόνο γεγονός », το ζεύγος Reichert υποστηρίζει ότι, βάσει του ανωτέρω άρθρου, ως αρμόδιο δικαστήριο πρέπει να αναγνωριστεί το tribunal της Metz, στην περιφέρεια του οποίου καταρτίστηκε η σχετική συμβολαιογραφική πράξη.

Εξάλλου, η εταιρία Dresdner Bank εμμένει στην αρχική της ερμηνεία ως προς το άρθρο 16, παράγραφος 1, της Συμβάσεως, απαντώντας, όσον αφορά το πεδίο του άρθρου 5, παράγραφος 3, ότι αν γινόταν δεκτό το κριτήριο αυτό αρμοδιότητας, αρμόδιο δικαστήριο είναι, επίσης, το tribunal του Grasse, εφόσον στην περιφέρεια του δικαστηρίου αυτού συνέβη το ζημιογόνο γεγονός, δηλαδή η έξοδος του ακινήτου από την περιουσία του ζεύγους Reichert.

Β — Το νομικό πλαίσιο της διαφοράς

Κατά το άρθρο 2 της Συμβάσεως των Βρυξελλών « με την επιφύλαξη των διατάξεων της παρούσας Συμβάσεως, τα πρόσωπα που έχουν την κατοικία τους στο έδαφος συμβαλλόμενου κράτους ενάγονται ενώπιον των δικαστηρίων του κράτους αυτού ανεξάρτητα από την ιθαγένεια τους ». Ωστόσο, το τμήμα V του τίτλου II προβλέπει άλλες περιπτώσεις αποκλειστικών δικαιοδοσιών που μπορεί να είναι διαφορετικές. Ειδικότερα, το άρθρο 16, παράγραφος 1, ορίζει ότι έχουν αποκλειστική διεθνή δικαιοδοσία, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η κατοικία « σε υποθέσεις εμπράγματων δικαιωμάτων επί ακινήτων και μισθώσεων ακινήτων, τα δικαστήρια του συμβαλλόμενου κράτους της τοποθεσίας του ακινήτου ». Το άρθρο 5, παράγραφος 3, της Συμβάσεως, το οποίο παραθέτουν τόσο οι εναγόμενοι όσο και η ενάγουσα της κύριας δίκης, προβλέπει ότι «πρόσωπο που έχει την κατοικία του στο έδαφος συμβαλλόμενου κράτους μπορεί να εναχθεί σε άλλο συμβαλλόμενο κράτος... 3. ως προς ενοχές εξ αδικοπραξίας ή οιονεί αδικοπραξίας, ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου όπου συνέβη το ζημιογόνο γεγονός ... ».

Υπό τις συνθήκες ακριβώς αυτές, το cour ď appel της Aix-en-Provence υπέβαλε στο Δικαστήριο το εξής προδικαστικό ερώτημα:

« Με το να ορίζεται στη Σύμβαση των Βρυξελλών ότι επί υποθέσεων εμπραγμάτων δικαιωμάτων επί ακινήτων κάι μισθώσεων ακινήτων τα δικαστήρια του συμβαλλόμενου κράτους της τοποθεσίας του ακινήτου έχουν αποκλειστική διεθνή δικαιοδοσία, επιδιώχθηκε η θέσπιση κανόνα περί διεθνούς δικαιοδοσίας χωρίς καμιά αναφορά στη διάκριση των αγωγών σε ενοχικές, εμπράγματες και μικτές, και χωρίς να έχει ληφθεί υπόψη κανένα άλλο στοιχείο εκτός από το περιεχόμενο του δικαιώματος, δηλαδή τη φύση των εμπλεκομένων δικαιωμάτων, ο δε κατ' αυτόν τον τρόπο θεσπισμένος κανόνας περί διεθνούς δικαιοδοσίας επιτρέπει στο δανειστή, που προσβάλλει τις προς καταδολίευση των δικαιωμάτων του συναπτόμενες δικαιοπραξίες του οφειλέτη του, εν προκειμένω τη δωρεά εμπράγματων δικαιωμάτων επί ακινήτων, να ασκήσει τη σχετική αγωγή ενώπιον δικαστηρίου του συμβαλλόμενου κράτους της τοποθεσίας του ακινήτου; »

Η απόφαση του cour d'appel της Aix-en-Provence πρωτοκολλήθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου στις 11 Απριλίου 1988.

Σύμφωνα με το άρθρο 20 του πρωτοκόλλου περί του οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητος, γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν η γαλλική κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον Régis de Gouttes, επικουρούμενο από τον Géraud de Bergues, η γερμανική κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον Christof Böhmer, η βρετανική κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την J. Α. Gensmantel του Treasury Solicitor's Department, επικουρούμενη από τον C. L. Carpenter του Lord Chancellor's Department, η ιταλική κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον Oscar Fiumara, avvocato dello Stato, και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον Γεώργιο Κρεμλή, μέλος της νομικής της υπηρεσίας, επικουρούμενο από τον Giorgio Cherubini, ιταλό δημόσιο υπάλληλο αποσπασμένο στην Επιτροπή στο πλαίσιο του συστήματος ανταλλαγών με εθνικούς δημοσίους υπαλλήλους.

Το Δικαστήριο, κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή και μετ' ακρόαση του γενικού εισαγγελέα, αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία χωρίς προηγούμενη διεξαγωγή αποδείξεων.

Κατ' εφαρμογήν του άρθρου 95, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού διαδικασίας, το Δικαστήριο, με απόφαση της 8ης Μαΐου 1989, ανέθεσε την υπόθεση στο πέμπτο τμήμα.

II — Περίληψη των παρατηρήσεων που κατατέθηκαν στο Δικαστήριο

Α —

Καταρχάς, πρέπει να σημειωθεί ότι η κυβέρνηση της Γαλλικής Δημοκρατίας προτείνει να χωριστεί σε δυο σκέλη το υποβληθέν ερώτημα και να αναδιατυπωθεί ως εξής:

« 1)

Πρέπει η έννοια “ υποθέσεις εμπραγμάτων δικαιωμάτων επί ακινήτων” του άρθρου 16, παράγραφος 1, της Συμβάσεως των Βρυξελλών της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 να ερμηνευθεί σύμφωνα με το δίκαιο των συμβαλλόμενων κρατών ή σύμφωνα με τις αρχές και τους σκοπούς της Συμβάσεως;

2)

Καλύπτει η έννοια της αγωγής “ σε υποθέσεις εμπραγμάτων δικαιωμάτων επί ακινήτων”, κατά το άρθρο 16, παράγραφος 1, της προαναφερθείσας Σύμβασης, την παυλιανή αγωγή που ασκείται από δανειστή προς διάρρηξη δωρεάς ακινήτου συναφθείσας από τους οφειλέτες του; »

Οι διάφορες παρατηρήσεις που κατέθεσε η ανωτέρω κυβέρνηση, ακολουθούν, και αυτές, το σχήμα αυτό.

Η γαλλική και γερμανική κυβέρνηση τονίζουν ότι επιβάλλεται αυτόνομη ερμηνεία της έννοιας «υποθέσεις εμπράγματων δικαιω-. μάτων επί ακινήτων » του άρθρου 16, παράγραφος 1, της Συμβάσεως. Η γαλλική κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι αυτό έχει ήδη γίνει από το Δικαστήριο με την απόφαση του της 15ης Ιανουαρίου 1985, Rosier κατά Rottwinkel (241/83, Συλλογή 1985, σ. 99), σε σχέση με την έννοια « μισθώσεις ακινήτων » του ίδιου κειμένου. Η ερμηνεία αυτή επιβάλλεται καθόσον μάλιστα η έννοια του εμπράγματου δικαιώματος δεν είναι η ίδια στα διάφορα κράτη μέλη.

Και η γερμανική κυβέρνηση τάσσεται υπέρ της αυτόνομης ερμηνείας της έννοιας αυτής, δεδομένου ότι το Δικαστήριο συχνά δέχεται αυτόνομη ερμηνεία των ουσιαστικού δικαίου εννοιών της Συμβάσεως, θέση που επιβάλλεται ακόμα περισσότερο αφού πρόκειται για δικονομικής φύσεως διατάξεις.

Εξάλλου, η Επιτροπή διατείνεται ότι χρήσιμο είναι να αναγνωριστεί αυτόνομος χαρακτηρισμός αυτής ταύτης της εννοίας της παυλιανής αγωγής. Ωστόσο κάτι τέτοιο αποβαίνει εξαιρετικά δυσχερές, εφόσον η έννοια αυτή δεν είναι γνωστή σε όλα τα κράτη, ενώ υφίσταται αντι-γνωμία, ακόμα και στη Γαλλία, ως προς τη φύση της. Υπό τις συνθήκες αυτές, τίθεται το ερώτημα αν η αγωγή αυτή, όπως νοείται στο γαλλικό δίκαιο, εμπίπτει, όταν αφορά ακίνητα, στο πεδίο των « εμπράγματων δικαιωμάτων επί ακινήτων» κατά την έννοια του άρθρου 16, παράγραφος 1.

Β —

Τόσο οι διάφορες κυβερνήσεις που κατέθεσαν γραπτές παρατηρήσεις όσο και η Επιτροπή φρονούν ότι η αγωγή της εταιρίας Dresdner Bank κατά του ζεύγους Reichert δεν εμπίπτει στο πεδίο των εμπράγματων δικαιωμάτων επί ακινήτων, κατά την έννοια του άρθρου 16, παράγραφος 1. Οι προβληθέντες λόγοι μπορούν να καταταγούν σε τρεις κατηγορίες.

α)

Προβάλλεται καταρχάς ο ισχυρισμός ότι η παυλιανή αγωγή δεν εντάσσεται στο πλαίσιο του άρθρου 16, παράγραφος 1, της Συμβάσεως διότι, ενώ αποσκοπεί στη διάρρηξη εκποιη-τικής δικαιοπραξίας επί ακινήτου, δεν έχει το χαρακτήρα εμπράγματης αγωγής. Η θέση αυτή υποστηρίζεται από τις κυβερνήσεις της Γαλλίας, της Ιταλίας, της Γερμανίας, του Ηνωμένου Βασιλείου καθώς και από την Επιτροπή.

Η γαλλική κυβέρνηση φρονεί ότι η έννοια των ακινήτων είναι αυτή που πρέπει να ληφθεί ως βάση για τον προσδιορισμό της εννοίας των εμπράγματων δικαιωμάτων επί ακινήτων. Πρόκειται, λοιπόν, για δικαίωμα που παρέχει άμεσα προνόμια επί ενός ακινήτου, όπως αυτά της απαλλοτριώσεως ή της απολαύσεως αυτού. Όμως, η παυλιανή αγωγή δεν απονέμει στο δανειστή κανένα δικαίωμα επί ακινήτου, διότι σκοπεί αποκλειστικά στο να κηρυχθεί ως μη ισχύουσα έναντι αυτού δικαιοπραξία συναφθείσα προς καταδολίευση των δικαιωμάτων του. Το γεγονός ότι η αγωγή αφορά πράξη μεταβιβάσεως εμπράγματων δικαιωμάτων επί ακινήτων δεν ασκεί επιρροή όσον αφορά το κριτήριο της αρμοδιότητας.

Κατά την ιταλική κυβέρνηση, για να γίνει δεκτή σύμφωνα με το άρθρο 16, παράγραφος 1, η αρμοδιότητα, πρέπει «η διαφορά να μπορεί, πραγματικά και κυριολεκτικά, να θεωρηθεί ως αφορώσα εμπράγματα δικαιώματα επί ακινήτων ».

Εξάλλου, η κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου επισημαίνει ότι η παυλιανή αγωγή μπορεί κάλλιστα να αφορά και άλλα εκτός των σχετικών με το ακίνητο δικαιώματα. Το γεγονός ότι η βαλλόμενη πράξη αφορά ακίνητο είναι συμπτωματικό, ενώ το διακυβευόμενο συμφέρον είναι, πρωτίστως, το δικαίωμα του δανειστή να μην αποψιλωθεί των περιουσιακών του στοιχείων.

Η γερμανική κυβέρνηση φρονεί επίσης ότι, για να μπορεί να τύχει εφαρμογής το άρθρο 16, παράγραφος 1, δεν αρκεί μια αγωγή να αφορά εμπράγματο δικαίωμα επί ακινήτου, αλλά πρέπει το εμπράγματο αυτό δικαίωμα να αποτελεί την καθαυτό αιτία της αγωγής.

Η Επιτροπή συμμερίζεται τις αντιλήψεις αυτές.

β )

Οι κυβερνήσεις της Ιταλίας, της Γερμανίας, νου Ηνωμένου Βασιλείου και η Επιτροπή παρατηρούν ότι η ratio legis του άρθρου 16, παράγραφος 1, δεν υφίσταται όσον αφορά την παυλιανή αγωγή. Στηριζόμενες στην έκθεση της επιτροπής εμπειρογνωμόνων που κατάρτισαν τη Σύμβαση (έκθεση Jenard, JO C 59 της 5.3.1979, σ. 1 ) και στην έκθεση της ομάδας εργασίας που εκπόνησε το σχέδιο Συμβάσεως σχετικά με την προσχώρηση του Βασιλείου της Δανίας, της Ιρλανδίας και του Ηνωμένου Βασιλείου (έκθεση Schlosser, JO C 59 της 5.3.1979, σ. 71), ισχυρίζονται ότι ο λόγος υπάρξεως του προβλεπόμενου στο άρθρο 16, παράγραφος 1, κανόνα είναι το συμφέρον της ορθής απονομής της δικαιοσύνης εφόσον οι σχετικές με εμπράγματα δικαιώματα αμφισβητήσεις συνεπάγονται συχνά ελέγχους, έρευνες και πραγματογνωμοσύνες που πρέπει να γίνονται επί τόπου. Επιπλέον, στον τομέα αυτόν ισχύουν συχνά συναλλακτικά ήθη που δεν είναι, γενικώς, γνωστά παρά μόνο στα δικαστήρια της τοποθεσίας του ακινήτου. Άλλωστε, το εφαρμοστέο επί των ακινήτων δίκαιο είναι πάντοτε το δίκαιο της τοποθεσίας τους.

Εξάλλου, οι ανωτέρω κυβερνήσεις τονίζουν επίσης, όπως αναφέρεται στην προαναφερθείσα έκθεση Schlosser, ότι διάφορες αγωγές, όπως οι σχετικές με την ακύρωση, την υπαναχώρηση από σύμβαση ή τη λύση συμβάσεως αφορώσας εμπράγματο δικαίωμα επί ακινήτου, δεν εμπίπτουν στο άρθρο 16, παράγραφος 1.

Όλα αυτά δεν συνηγορούν υπέρ της συνδέσεως της παυλιανής αγωγής με τα κριτήρια αρμοδιότητας της εν λόγω διατάξεως, δεδομένου ότι η παυλιανή αγωγή αποτελεί ενοχική αγωγή της οποίας η δομή είναι κοινή στις περισσότερες από τις οικείες έννομες τάξεις.

γ)

Οι κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου όπως και η κυβέρνηση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας εμμένουν επί της ανάγκης στενής ερμηνείας του άρθρου 16, παράγραφος 1, διότι, αφενός, το άρθρο αυτό αποτελεί εξαίρεση από τη γενική αρχή του άρθρου 2, κατά την οποία τα πρόσωπα πρέπει, κανονικώς, να ενάγονται ενώπιον των δικαστηρίων του κράτους της κατοικίας τους και, αφετέρου, θεσπίζει αποκλειστική αρμοδιότητα.

Εξάλλου, η κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου ισχυρίζεται ότι η θέση αυτή είναι η ίδια με αυτήν που υιοθέτησε το Δικαστήριο, τόσο με την απόφαση του της 14ης Δεκεμβρίου 1987, Sanders κατά Van der Putte ( 73/77, Rec. 1987, σ. 2383 ), όσο και με την προαναφερθείσα απόφαση του της 15ης Ιανουαρίου 1985, Rosier κατά Rottwinkel.

Η κυβέρνηση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας φρονεί ότι εξαιρετικά ευρεία ερμηνεία του άρθρου 16, παράγραφος 1, θα ήταν αντίθετη προς τα συμφέροντα των εναγομένων.

Γ —

Η Επιτροπή προβάλλει ορισμένα επιχειρήματα όσον αφορά την ενδεχόμενη εφαρμογή του άρθρου 5, παράγραφος 3, της Συμβάσεως, κατά το οποίο ένα πρόσωπο μπορεί επίσης να εναχθεί « ως προς ενοχές εξ αδικοπραξίας ή οιονεί αδικοπραξίας, ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου όπου συνέβη το ζημιογόνο γεγονός ». Το εν λόγω κοινοτικό όργανο ισχυρίζεται ότι το στοιχείο του δόλου είναι κοινό στα διάφορα δίκαια όπου είναι γνωστή η παυλιανή αγωγή. Επομένως, φρονεί ότι είναι, ενδεχομένως, δυνατή η θεμελίωση της αρμοδιότητας στο άρθρο 5, παράγραφος 3, υπό τη διττή προϋπόθεση ότι υφίσταται βλαπτική πρόθεση και ζημία. Ετσι, είναι νοητή, κατά την Επιτροπή, αυτόνομη ερμηνεία της Συμβάσεως κατά την οποία η παυλιανή αγωγή εμπίπτει στο πεδίο των ενοχών εξ αδικοπραξίας ή οιονεί αδικοπραξίας.

Η Επιτροπή διερωτάται επίσης αν θα μπορούσε να ληφθεί ως βάση το άρθρο 24 της Συμβάσεως το οποίο αφορά τα ασφαλιστικά μέτρα, εφόσον από ορισμένη μερίδα νομικών υποστηρίζεται ότι η παυλιανή αγωγή αποτελεί μέρος της κατηγορίας των ασφαλιστικών μέτρων.

F. Grévisse

εισηγητής δικαστής


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ ( πέμπτο τμήμα )

της 10ης Ιανουαρίου 1990 ( *1 )

Στην υπόθεση C-115/88,

που έχει ως αντικείμενο αίτηση του cour d'appel της Aix-en-Provence προς το Δικαστήριο με την οποία το αιτούν δικαστήριο ζητεί, δυνάμει του πρωτοκόλλου της 3ης Ιουνίου 1971 για την ερμηνεία από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της Συμβάσεως της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιόν του μεταξύ

Mario Ρ. Α. Reichert, Hans-Heinz Reichert και Ingeborg Kockler

και

Dresdner Bank

την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία του άρθρου 16, παράγραφος 1, της Συμβάσεως των Βρυξελλών της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από τους Sir Gordon Slynn, πρόεδρο τμήματος, Μ. Zuleeg, R. Joliét, J. C. Moitinho de Almeida και F. Grévisse, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: J. Mischo

γραμματέας: J. Α. Pompe, βοηθός γραμματέας

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

η Dresdner Bank, εκπροσωπούμενη από το δικηγόρο Jestaedt,

η γαλλική κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον Régis de Gouttes, επικουρούμενο από τον Géraud de Bergues,

η γερμανική κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον G Böhmer,

η βρετανική κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την J. Α. Gensmantel του Treasury Solicitor's Department, επικουρούμενη από τον G L. Carpenter του Lord Chancellor's Department,

η ιταλική κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον Ο. Fiumara, avvocato dello Stato,

η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον Τ. Κρεμλή, μέλος της νομικής της υπηρεσίας, επικουρούμενο από τον G. Cherubini, ιταλό δημόσιο υπάλληλο αποσπασμένο στην Επιτροπή στο πλαίσιο του συστήματος ανταλλαγών με εθνικούς δημοσίους υπαλλήλους,

έχοντας υπόψη την έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση και κατόπιν της προφορικής διαδικασίας της 7ης Νοεμβρίου 1989,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 22ας Νοεμβρίου 1989,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Με απόφαση της 18ης Νοεμβρίου 1987 που περιήλθε στο Δικαστήριο στις 11 Απριλίου 1988, το cour d' appel της Aix-en-Provence υπέβαλε, δυνάμει του πρωτοκόλλου της 3ης Ιουνίου 1971 για την ερμηνεία από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της Συμβάσεως της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (στο εξής: η Σύμβαση), προδικαστικό ερώτημα σχετικά με την ερμηνεία του άρθρου 16, παράγραφος 1, της Συμβάσεως αυτής.

2

Το ερώτημα αυτό ανέκυψε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ, αφενός, του ζεύγους Reichert και του υιού τους Mario Peter Antonio Reichert και, αφετέρου, της εταιρίας Dresdner Bank.

3

Το ζεύγος Reichert που κατοικεί στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας είναι ιδιοκτήτης ακινήτων κειμένων στην περιοχή της Antibes [ Γαλλία, departement ( διοικητικό διαμέρισμα ) των Alpes-Maritimes ], των οποίων παραχώρησαν την ψιλή κυριότητα στον υιό τους Mario Reichert με συμβόλαιο καταρτισθέν στο Creutzwald (Γαλλία, departement του Moselle). Η δωρεά αυτή προσβλήθηκε από την εταιρία Dresdner Bank, δανειστή του ζεύγους Reichert, ενώπιον του tribunal de grande instance του Grasse, στην περιφέρεια του οποίου κείνται τα επίδικα ακίνητα, βάσει του άρθρου 1167 του γαλλικού αστικού κώδικα, κατά το οποίο οι δανειστές δικαιούνται, « να προσβάλλουν, ιδίω ονόματι, τις δικαιοπραξίες που συνάπτονται από τον οφειλέτη τους προς καταδολίευση των δικαιωμάτων τους ». Έτσι, με το άρθρο αυτό επιτρέπεται η άσκηση της καλούμενης παυλιανής αγωγής.

4

Παρά τις σχετικές αντιρρήσεις του ζεύγους Reichert, το tribunal de grande instance του Grasse, με απόφαση της 20ής Φεβρουαρίου 1987, κηρύχθηκε αρμόδιο βάσει της παραγράφου 1 του άρθρου 16 της Συμβάσεως, δυνάμει του οποίου έχουν αποκλειστική διεθνή δικαιοδοσία, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η κατοικία, « σε υποθέσεις εμπράγματων δικαιωμάτων επί ακινήτων... τα δικαστήρια του συμβαλλόμενου κράτους της τοποθεσίας του ακινήτου ».

5

Το ζεύγος Reichert άσκησε κατά της αποφάσεως αυτής έφεση, λόγω ελλείψεως δικαιοδοσίας, ενώπιον του cour ď appel της Aix-en-Provence, το οποίο αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το εξής ερώτημα:

« Με το να ορίζεται στη Σύμβαση των Βρυξελλών ότι επί υποθέσεων εμπραγμάτων δικαιωμάτων επί ακινήτων και μισθώσεων ακινήτων τα δικαστήρια του συμβαλλόμενου κράτους της τοποθεσίας του ακινήτου έχουν αποκλειστική διεθνή δικαιοδοσία, επιδιώχθηκε η θέσπιση κανόνα περί διεθνούς δικαιοδοσίας χωρίς καμιά αναφορά στη διάκριση των αγωγών σε ενοχικές, εμπράγματες και μικτές, και χωρίς να έχει ληφθεί υπόψη κανένα άλλο στοιχείο εκτός από το περιεχόμενο του δικαιώματος, δηλαδή τη φύση των εμπλεκομένων δικαιωμάτων, ο δε κατ' αυτόν τον τρόπο θεσπισμένος κανόνας περί διεθνούς δικαιοδοσίας επιτρέπει στο δανειστή, που προσβάλλει τις προς καταδολίευση των δικαιωμάτων του συναπτόμενες δικαιοπραξίες του οφειλέτη του, εν προκειμένω τη δωρεά εμπράγματων δικαιωμάτων επί ακινήτων, να ασκήσει τη σχετική αγωγή ενώπιον δικαστηρίου του συμβαλλόμενου κράτους της τοποθεσίας του ακινήτου; »

6

Στην έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση αναπτύσσονται διεξοδικώς τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως της κύριας δίκης, η εξέλιξη της διαδικασίας και οι παρατηρήσεις που κατατέθηκαν στο Δικαστήριο. Τα στοιχεία αυτά της δικογραφίας δεν επαναλαμβάνονται κατωτέρω παρά μόνον καθόσον απαιτείται για τη συλλογιστική του Δικαστηρίου.

7

Όπως προκύπτει από το ίδιο το κείμενο του υποβληθέντος προδικαστικού ερωτήματος καθώς και από το σκεπτικό της αποφάσεως του cour ď appel της Aix-en-Provence, το εν λόγω δικαστήριο ερωτά αν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 16, παρά γρaφος 1, της Συμβάσεως η περίπτωση κατά την οποία, μέσω αγωγής προβλεπόμενης από εθνικό δίκαιο, εν προκειμένω της παυλιανής αγωγής του γαλλικού δικαίου, ένας δανειστής προσβάλλει δωρεά ακινήτου την οποία θεωρεί ως συναφθείσα από τον οφειλέτη του προς καταδολίευση των δικαιωμάτων του.

8

Καταρχάς, προκύπτει ότι, για τη διασφάλιση, στο μέτρο του δυνατού, της ισότητας και της ομοιομορφίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που απορρέουν από τη Σύμβαση για τα συμβαλλόμενα κράτη και τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα, πρέπει να καθοριστεί, κατά τρόπο αυτοτελή, στο πλαίσιο του κοινοτικού δικαίου, η έννοια της εκφράσεως « σε υποθέσεις εμπραγμάτων δικαιωμάτων επί ακινήτων », πράγμα που το δικαστήριο έπραξε, άλλωστε, όσον αφορά άλλες περιπτώσεις αποκλειστικής αρμοδιότητας που προβλέπονται από το άρθρο 16 με τις αποφάσεις του της 14ης Δεκεμβρίου 1977, Sander κατά Van der Putte (73/77, Rec. 1977, σ. 2383, έννοια της « μισθώσεως ακινήτων», άρθρο 16, παράγραφος 1), και της 15ης Νοεμβρίου 1983, Duijnstee κατά Lodewijk Goderbauer (288/82, Συλλογή 1983, σ. 3663, έννοια της ειδικής διαφοράς όσον αφορά « θέματα καταχωρίσεως ή κύρους διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας », άρθρο 16, παράγραφος 4 ).

9

Περαιτέρω, πρέπει να τονιστεί ότι, όπως έχει ήδη κρίνει το Δικαστήριο, το άρθρο 16 δεν πρέπει να ερμηνεύεται ευρύτερα απ' όσο απαιτεί ο σκοπός του, εφόσον κάτι τέτοιο έχει ως αποτέλεσμα να στερούνται οι διάδικοι της επιλογής δικαστηρίου, η οποία, διαφορετικά, θα ήταν δική τους και, σε ορισμένες περιπτώσεις, να υπάγονται σε δικαστήριο που δεν είναι το δικαστήριο της κατοικίας κανενός απ' αυτούς ( προαναφερθείσα απόφαση της 14ης Δεκεμβρίου 1977, Sanders κατά Van der Putte).

10

Από την άποψη αυτή, πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι ο ουσιώδης λόγος της αποκλειστικής αρμοδιότητας των δικαστηρίων του συμβαλλόμενου κράτους της τοποθεσίας του ακινήτου είναι το γεγονός ότι το δικαστήριο της τοποθεσίας είναι περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο σε θέση, ενόψει της γειτνιάσεως, να έχει αμεσότερη γνώση της πραγματικής καταστάσεως και να εφαρμόζει τους κανόνες και τα συναλλακτικά ήθη που είναι, γενικώς, οι του κράτους της τοποθεσίας ( η προαναφερθείσα απόφαση της 14ης Δεκεμβρίου 1977, Sanders κατά Van der Putte, καθώς και η απόφαση της 15ης Ιανουαρίου 1985, Rosier κατά Rottwinkel, 241/83, Συλλογή 1985, σ. 99 ).

11

Υπό τις συνθήκες αυτές, το άρθρο 16, παράγραφος 1, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι δεν περιλαμβάνεται στην αποκλειστική διεθνή δικαιοδοσία των δικαστηρίων του συμβαλλόμενου κράτους της τοποθεσίας του ακινήτου το σύνολο των αγωγών που αφορούν εμπράγματα δικαιώματα επί ακινήτου αλλά μόνον οι αγωγές οι οποίες και εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της Σύμβασης και είναι μεταξύ αυτών με τις οποίες επιδιώκεται ο καθορισμός της εκτάσεως, της υφής της κυριότητας και της νομής ακινήτων ή της υπάρξεως άλλων εμπράγματων δικαιωμάτων επ' αυτών καθώς - και η εξασφάλιση στους δικαιούχους της προστασίας των προνομιών που συνδέονται με τον τίτλο τους.

12

Η καλούμενη παυλιανή αγωγή θεμελιώνεται στο ενοχικό δικαίωμα, προσωπικό δικαίωμα του δανειστή έναντι του οφειλέτη του, και έχει ως αντικείμενο την προστασία του δικαιώματος κατασχέσεως που μπορεί να έχει ο πρώτος επί της περιουσίας του δευτέρου. Εφόσον η αγωγή αυτή ευδοκιμήσει, έχει ως συνέπεια να μην ισχύει, αποκλειστικά έναντι του δανειστή, εκποιητική δικαιοπραξία συναφθείσα από τον οφειλέτη προς καταδολίευση των δικαιωμάτων του. Επιπλέον, η εξέταση της δεν απαιτεί την εκτίμηση πραγματικών περιστατικών ούτε την εφαρμογή των κανόνων και συναλλακτικών ηθών του τόπου της τοποθεσίας του ακινήτου που μπορούν να δικαιολογήσουν τη διεθνή δικαιοδοσία του δικαστηρίου του κράτους της τοποθεσίας του ακινήτου.

13

Τέλος, καίτοι οι ισχύοντες σε ορισμένα κράτη μέλη κανόνες όσον αφορά την επί των ακινήτων δημοσιότητα επιβάλλουν τη δημοσίευση των αγωγών με τις οποίες επιδιώκεται η ανάκληση ή η μη ισχύς έναντι τρίτων των αποτελεσμάτων πράξεων αφορωσών δικαιώματα υποκείμενα σ' αυτό το είδος δημοσιότητας καθώς και τη δημοσίευση των δικαστικών αποφάσεων που εκδίδονται επί των αγωγών αυτών, το γεγονός αυτό δεν αρκεί, από μόνο του, για να δικαιολογήσει την αποκλειστική διεθνή δικαιοδοσία των δικαστηρίων του συμβαλλόμενου κράτους όπου κείται το αποτελούν το αντικείμενο των δικαιωμάτων αυτών ακίνητο. Πράγματι, η νομική προστασία των τρίτων, που αποτελεί το γενεσιουργό λόγο τέτοιων κανόνων εθνικού δικαίου, μπορεί να διασφαλίζεται, εφόσον παρίσταται ανάγκη, με τη δημοσίευση, όπως και όπου αυτή προβλέπεται από τη νομοθεσία του συμβαλλόμενου κράτους της τοποθεσίας του ακινήτου.

14

Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η αγωγή αυτή, που ασκείται από δανειστή προς διάρρηξη συμβάσεως πωλήσεως ακινήτου συναφθείσας από τον οφειλέτη του ή προς διάρρηξη δωρεάς γενομένης από τον τελευταίο, δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 16, παράγραφος 1.

15

Επομένως, στο υποβληθέν από το cour d' appel της Aix-en-Provence προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η αγωγή δανειστή με την οποία επιδιώκεται όπως μη ισχύουν έναντι αυτού τα αποτελέσματα εκποιητικής δικαιοπραξίας αφο-ρώσας εμπράγματο δικαίωμα επί ακινήτου, η οποία, όπως ο ίδιος ο δανειστής ισχυρίζεται, συνάφθηκε από τον οφειλέτη του προς καταδολίευση των δικαιωμάτων του, δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής, του άρθρου 16, παράγραφος 1, της Συμβάσεως.

Επί των δικαστικών εξόδων

16

Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν οι κυβερνήσεις της Γαλλικής Δημοκρατίας, της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, του Ηνωμένου Βασιλείου, της Ιταλικής Δημοκρατίας και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, που κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η διαδικασία έχει έναντι των διαδίκων της κύριας δίκης το χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

 

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

κρίνοντας επί του ερωτήματος που του υπέβαλε με απόφαση της 18ης Νοεμβρίου 1987 το cour ď appel της Aix-en-Provence, αποφαίνεται:

 

Η αγωγή δανειστή με την οποία επιδιώκεται όπως μη ισχύουν έναντι αυτού τα αποτελέσματα εκποιητικής δικαιοπραξίας αφορώσας εμπράγματο δικαίωμα επί ακινήτου, η οποία, όπως ο ίδιος ο δανειστής ισχυρίζεται, συνάφθηκε από τον οφειλέτη του προς καταδολίευση των δικαιωμάτων του, δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 16, παράγραφος 1, της Συμβάσεως.

 

Slynn

Zuleeg

Joliét

Moitinho de Almeida

Grévisse

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 10 Ιανουαρίου 1990.

Ο γραμματέας

J.-G. Giraud

Ο πρόεδρος του πέμπτου τμήματος

G. Slynn


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.