61986J0292

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΕΚΤΟ ΤΜΗΜΑ) ΤΗΣ 19ΗΣ ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 1988. - CLAUDE GULLUNG ΚΑΤΑ CONSEIL DE L'ORDRE DES AVOCATS DU BARREAU DE COLMAR ΚΑΙ CONSEIL DE L'ORDRE DES AVOCATS DU BARREAU DE SAVERNE. - ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ ΤΟΥ COUR D'APPEL ΤΟΥ COLMAR - ΓΑΛΛΙΑ. - ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΣ ΚΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΠΑΡΟΧΗ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΔΙΚΗΓΟΡΟΥΣ. - ΥΠΟΘΕΣΗ 292/86.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1988 σελίδα 00111
Σουηδική ειδική έκδοση σελίδα 00291
Φινλανδική ειδική έκδοση σελίδα 00293


Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό

Λέξεις κλειδιά


++++

1 . Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών - Κοινοτικοί κανόνες - Προσωπικό πεδίο εφαρμογής - Υπήκοος δύο κρατών μελών εγκατεστημένος στο ένα κράτος και επικαλούμενος την ελευθερία παροχής υπηρεσιών στο άλλο κράτος - Περιλαμβάνεται - Δικηγόροι - Οδηγία 77/249

( Οδηγία του Συμβουλίου 77/249 )

2 . Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών - Δικηγόροι - Οδηγία 77/249 - Πεδίο εφαρμογής - Δικηγόρος επικαλούμενος την ελευθερία παροχής υπηρεσιών σε κράτος μέλος όπου του απαγορεύθηκε η είσοδος στο επάγγελμα για λόγους που αναφέρονται στην τήρηση των κανόνων δεοντολογίας - Αποκλείεται

( Οδηγία του Συμβουλίου 77/249 )

3 . Ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων - Ελευθερία εγκαταστάσεως - Δικηγόροι - Είσοδος στο επάγγελμα - Προϋπόθεση εγγραφής σε δικηγορικό σύλλογο - Επιτρέπεται

( Συνθήκη ΕΟΚ, άρθρο 52, παράγραφος 2 )

Περίληψη


1 . Η ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων, η ελευθερία εγκαταστάσεως και η ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, θεμελιώδεις στο κοινοτικό σύστημα, δεν θα υλοποιούνταν πλήρως αν ένα κράτος μέλος μπορούσε να αρνηθεί το ευεργέτημα των διατάξεων του κοινοτικού δικαίου σε εκείνους από τους υπηκόους του οι οποίοι, εγκατεστημένοι σε κράτος μέλος του οποίου έχουν επίσης την ιθαγένεια, κάνουν χρήση των δυνατοτήτων που προσφέρει το κοινοτικό δίκαιο για να ασκούν, στο έδαφος του πρώτου κράτους, τις δραστηριότητές τους, υπό μορφή παροχής υπηρεσιών . Επομένως, ο υπήκοος δύο κρατών μελών, αφού αποκτήσει την ιδιότητα του δικηγόρου σε ένα από τα κράτη αυτά, μπορεί να επικαλεστεί στο έδαφος του άλλου κράτους τις διατάξεις της οδηγίας 77/49, όταν συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής που καθορίζονται από αυτήν .

2 . Η οδηγία 77/249 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι δεν μπορεί να γίνει επίκληση των διατάξεών της από δικηγόρο, εγκατεστημένο σε κράτος μέλος, προκειμένου να παρέχει ελεύθερα τις υπηρεσίες του στο έδαφος άλλου κράτους μέλους όταν, στο τελευταίο αυτό κράτος μέλος, του απαγορεύθηκε η είσοδος στο δικηγορικό επάγγελμα για λόγους που αναφέρονται στην αξιοπρέπεια, την εντιμότητα και το ήθος .

3 . Το άρθρο 52 της Συνθήκης πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι κράτος μέλος, η νομοθεσία του οποίου επιβάλλει στους δικηγόρους να εγγράφονται σε δικηγορικό σύλλογο, μπορεί να απαιτεί την ίδια προϋπόθεση από τους δικηγόρους άλλων κρατών μελών που απολαύουν του διασφαλιζόμενου από τη Συνθήκη δικαιώματος εγκαταστάσεως για να εγκατασταθούν ως δικηγόροι στο έδαφος του πρώτου κράτους μέλους .

Διάδικοι


Στην υπόθεση 292/86,

που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Cour d' appel του Colmar προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης, με την οποία το παραπέμπον δικαστήριο ζητεί, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιόν του μεταξύ

Claude Gullung, κατοίκου Μυλούζης,

και

Conseil de l' ordre des avocats du barreau του Colmar,

και

Conseil de l' ordre des avocats du barreau της Saverne,

παρεμβαίνοντες :

Syndicat des avocats de France,

Confederation syndicale des avocats,

Conference des batonniers και

Federation nationale des unions de jeunes avocats,

την έκδοση προδικαστικής απόφασης ως προς την ερμηνεία του άρθρου 52 της Συνθήκης ΕΟΚ και της οδηγίας 77/249 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1977 ( ΕΕ ειδ . έκδ . 06/001, σ . 249 ),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ( έκτο τμήμα )

συγκείμενο από τους O . Due, πρόεδρο τμήματος, G . C . Rodriguez Iglesias, T . Koopmans, K . Bahlmann και Τ . F . O' Higgins, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας : M . Darmon

γραμματέας : D . Louterman, υπάλληλος διοικήσεως

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που κατέθεσαν :

- ο C . Gullung, προσφεύγων της κύριας δίκης, αυτοπροσώπως, εκπροσωπούμενος κατά την έγγραφη διαδικασία και από τον πρόεδρο του δικηγορικού συλλόγου Μυλούζης J.-C . Tschirhart, δικηγόρο,

- το conseil de l' ordre des avocats du barreau του Colmar και το conseil de l' ordre des avocats du barreau της Saverne, καθών στην κύρια δίκη, εκπροσωπούμενα από τον πρόεδρο του δικηγορικού συλλόγου F . Perrad, δικηγόρο Colmar,

- το Syndicat des avocats de France, παρεμβαίνον στην κύρια δίκη, εκπροσωπούμενο από τον M . Welschinger, δικηγόρο Colmar,

- η Conference des batonniers, παρεμβαίνουσα στην κύρια δίκη, εκπροσωπούμενη από τον M . Veroone, δικηγόρο Λίλλης,

- η Confederation syndicale des avocats, παρεμβαίνουσα στην κύρια δίκη, εκπροσωπούμενη επίσης από τον M . Veroone, δικηγόρο Λίλλης,

- η Federation nationale des unions de jeunes avocats, παρεμβαίνουσα στην κύρια δίκη, εκπροσωπούμενη από τον πρόεδρο του δικηγορικού συλλόγου F . Perrad, δικηγόρο Colmar, και τον R . Milchior, δικηγόρο Παρισιού,

- η κυβέρνηση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, εκπροσωπούμενη από τους A . Dittrich, Oberregierungsrat στο ομοσπονδιακό Υπουργείο Οικονομικών, και τον H.-W . Neyl, Regierungsdirektor στο ομοσπονδιακό Υπουργείο Δικαιοσύνης,

- η κυβέρνηση της Ελληνικής Δημοκρατίας, εκπροσωπούμενη κατά την έγγραφη διαδικασία από τον Σ . Ε . Περράκη, νομικό σύμβουλο στο Υπουργείο Εξωτερικών, και κατά την προφορική διαδικασία από τον Σ . Ζησιμόπουλο,

- η κυβέρνηση του Βασιλείου της Ισπανίας, εκπροσωπούμενη κατά την έγγραφη διαδικασία από τον F . Javier Conde de Saro, του ισπανικού Υπουργείου Εξωτερικών, και κατά την προφορική διαδικασία από τον Garcia-Valdecasas Fernandez,

- η κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, εκπροσωπούμενη κατά την έγγραφη διαδικασία από τον H . R . L . Purse, του Treasury Solicitor' s Department, και κατά την προφορική διαδικασία από τον Mummery,

- η κυβέρνηση της Γαλλικής Δημοκρατίας, εκπροσωπούμενη κατά την έγγραφη διαδικασία από τους G . Guillaume και Ph . Pouzoulet, του Υπουργείου Εξωτερικών, και κατά την προφορική διαδικασία από τον R . de Gouttes,

- η κυβέρνηση του Βασιλείου των Κάτω Χωρών, εκπροσωπούμενη κατά την προφορική διαδικασία από τον M . Fierstra,

- η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από το νομικό της σύμβουλο J . Amphoux,

έχοντας υπόψη την έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση και κατόπιν της προφορικής διαδικασίας της 23ης Σεπτεμβρίου 1987,

αφού άκουσε το γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 18ης Νοεμβρίου 1987,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Σκεπτικό της απόφασης


1 Με απόφαση της 17ης Νοεμβρίου 1986, που περιήλθε στο Δικαστήριο στις 25 Νοεμβρίου 1986, το Cour d' appel του Colmar υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, δύο προδικαστικά ερωτήματα ως προς την ερμηνεία των άρθρων 52 και 59 της Συνθήκης και των διατάξεων της οδηγίας 77/249 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1977, περί διευκολύνσεως της πραγματικής ασκήσεως της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών από δικηγόρους ( ΕΕ ειδ . έκδ . 06/001, σ . 249 ).

2 Τα ερωτήματα αυτά ανέκυψαν στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ, αφενός, του conseil de l' ordre des avocats du barreau του Colmar και του conseil de l' ordre des avocats du barreau της Saverne και, αφετέρου, του Gullung, νομικού γαλλικής και γερμανικής ιθαγένειας και δικηγόρου εγγεγραμμένου στο δικηγορικό σύλλογο του Offenburg της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, ο οποίος επικαλείται τις ελευθερίες που διασφαλίζονται με τις διατάξεις της Συνθήκης ΕΟΚ προκειμένου να ασκεί το επάγγελμά του στη Γαλλία, μολονότι δεν επιτράπηκε η εγγραφή του σε δικηγορικό σύλλογο στη χώρα αυτή για λόγους ήθους .

3 Ο Gullung είχε ασκήσει τα καθήκοντα συμβολαιογράφου στο Hirsingue της Γαλλίας, από το Σεπτέμβριο του 1947 μέχρι το Μάρτιο του 1966, οπότε υπέβαλε την παραίτησή του κατόπιν των πειθαρχικών κυρώσεων που του επιβλήθηκαν από το Chambre de discipline des notaires ( πειθαρχικό συμβούλιο των συμβολαιογράφων ) της περιφέρειας του 'Ανω Ρήνου . Από τότε ζήτησε αρχικά την εγγραφή του στον πίνακα των νομικών συμβούλων της Μασσαλίας και, εν συνεχεία, την εγγραφή του ως δικηγόρου στο δικηγορικό σύλλογο Μυλούζης . Οι δύο αυτές αιτήσεις απορρίφθηκαν λόγω του ότι ο ενδιαφερόμενος δεν συγκέντρωνε τις προϋποθέσεις ήθους που απαιτούνται για τους δικηγόρους, προϋποθέσεις οι οποίες, δυνάμει της γαλλικής νομοθεσίας, πρέπει επίσης να συντρέχουν στα πρόσωπα που εγγράφονται στον πίνακα των νομικών συμβούλων . Κατά των δύο απορριπτικών αποφάσεων ασκήθηκαν διάφορες προσφυγές χωρίς καμιά να ευδοκιμήσει, καθόσον τα οικεία δικαστήρια, από τις προσαπτόμενες στον ενδιαφερόμενο παραβάσεις των κανόνων δεοντολογίας κατά την άσκηση του επαγγέλματος του συμβολαιογράφου, συνήγαγαν ότι αυτός δεν παρείχε τις απαραίτητες για την άσκηση του επαγγέλματος του δικηγόρου εγγυήσεις αξιοπρέπειας, ήθους και εντιμότητας .

4 Μετά την εγγραφή του στο δικηγορικό σύλλογο του Offenburg, κοινοποιήθηκε στον Gullung, ο οποίος διατηρούσε παραλλήλως γραφείο παροχής νομικών συμβουλών στη Μυλούζη, απόφαση του διοικητικού συμβουλίου του δικηγορικού συλλόγου ( ordre des avocats ) της Μυλούζης, με την οποία απαγορεύτηκε σε όλους τους δικηγόρους του εν λόγω δικηγορικού συλλόγου "να παρέχουν τη συνδρομή τους υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπει η κοινοτική νομοθεσία και το διάταγμα της 22ας Μαρτίου 1979", γαλλικό διάταγμα περί εφαρμογής της προαναφερθείσας οδηγίας 77/249, "σε κάθε δικηγόρο ο οποίος δεν συγκεντρώνει τις απαιτούμενες προϋποθέσεις ήθους, και ιδίως στον Claude Gullung, και αυτό επί ποινή πειθαρχικών κυρώσεων ".

5 Ταυτόσημες αποφάσεις είχαν ληφθεί από τα διοικητικά συμβούλια των δικηγορικών συλλόγων του Colmar και της Saverne, αφού ο Claude Gullung είχε παραστεί σε συνεδρίαση του συμβουλίου εφετών του Cour d' appel του Colmar ως συνήγορος πολιτικής αγωγής, από κοινού με ένα δικηγόρο παρ' εφέταις .

6 Η διαφορά στην κύρια δίκη αφορά τις προσφυγές που άσκησε ο Gullung κατά των δύο αυτών αποφάσεων . Προς στήριξη των προσφυγών αυτών, επικαλέστηκε τις διατάξεις της οδηγίας 77/249 που διασφαλίζουν την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών από τους δικηγόρους οι οποίοι είναι εγκατεστημένοι σε άλλα κράτη μέλη, καθώς και τις διατάξεις της Συνθήκης περί του δικαιώματος εγκαταστάσεως, που έχουν ως αποτέλεσμα να είναι δυνατή η εγκατάσταση υπό την ιδιότητα του δικηγόρου χωρίς υποχρέωση εγγραφής σε δικηγορικό σύλλογο .

7 Το Cour d' appel του Colmar, επιλαμβανόμενο των δύο αυτών προσφυγών, ανέστειλε τη διαδικασία και υπέβαλε στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα :

"1 ) Μπορεί ένας υπήκοος δύο κρατών μελών της Κοινότητας λόγω διπλής ιθαγενείας, αφού αποκτήσει την ιδιότητα του δικηγόρου σε ένα από τα δύο αυτά κράτη, να επικαλεστεί την οδηγία του Συμβουλίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 22ας Μαρτίου 1977 "περί διευκολύνσεως της πραγματικής ασκήσεως της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών από δικηγόρους", για την ελεύθερη παροχή των υπηρεσιών του στο έδαφος του άλλου κράτους όπου του απαγορεύτηκε η είσοδος στο δικηγορικό επάγγελμα από δικαστήρια του τελευταίου αυτού κράτους, για λόγους που αναφέρονται στην αξιοπρέπεια, την εντιμότητα και το ήθος; Γενικότερα, ενόψει των προηγουμένων, περιορίζεται η οδηγία της 22ας Μαρτίου 1977 από την εσωτερική δημόσια τάξη;

2 ) Προϋποθέτει η εγκατάσταση, κατ' εφαρμογή του άρθρου 52 της Συνθήκης της Ρώμης, ενός δικηγόρου, υπηκόου κράτους μέλους της Κοινότητας, στο έδαφος άλλου κράτους, την εγγραφή του εν λόγω δικηγόρου σε δικηγορικό σύλλογο της χώρας υποδοχής, όταν η εγγραφή αυτή απαιτείται από τη νομοθεσία της χώρας αυτής;

Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως, μπορεί δικηγόρος, υπήκοος κράτους της Κοινότητας εγκατεστημένος σε άλλο κράτος, χωρίς πάντως να είναι εγγεγραμμένος σε δικηγορικό σύλλογο του τελευταίου αυτού κράτους, να επικαλεστεί την παραπάνω οδηγία της 22ας Μαρτίου 1977 περί της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών;"

8 Στην έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση αναπτύσσεται διεξοδικώς το ιστορικό της διαφοράς και συνοψίζονται οι γραπτές παρατηρήσεις που κατατέθηκαν στο Δικαστήριο . Τα στοιχεία αυτά του φακέλου δεν επαναλαμβάνονται πιο κάτω παρά μόνο καθόσον απαιτείται για να σχηματίσει κρίση το Δικαστήριο .

9 Το μεν πρώτο προδικαστικό ερώτημα αφορά την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών από τους δικηγόρους, το δε δεύτερο το δικαίωμά τους εγκαταστάσεως . Επιπροσθέτως, με το πρώτο ερώτημα τίθεται το παρεμπίπτον ζήτημα της διπλής ιθαγένειας, ζήτημα που πρέπει να εξεταστεί κατά προτεραιότητα .

Η διπλή ιθαγένεια

10 Το πρόβλημα που τίθεται με τη διπλή ιθαγένεια έγκειται στο αν ο υπήκοος δύο κρατών μελών, ο οποίος απέκτησε την ιδιότητα του δικηγόρου σε ένα από τα κράτη αυτά, μπορεί να επικαλεστεί στο έδαφος του άλλου κράτους τις διατάξεις της οδηγίας 77/249 .

11 Πρέπει να υπομνηστεί ότι το Δικαστήριο έκρινε με την απόφασή του της 7ης Φεβρουαρίου 1979 ( Knoors, 115/78, Rec . 1979, σ . 399 ), σχετικά με οδηγία στο τομέα του δικαιώματος εγκαταστάσεως, ότι μπορεί να γίνει επίκληση της οδηγίας από τους υπηκόους όλων των κρατών μελών οι οποίοι συγκεντρώνουν τις προϋποθέσεις εφαρμογής που καθορίζει η οδηγία, ακόμη και έναντι του κράτους μέλους του οποίου είναι υπήκοοι . Η ίδια συλλογιστική ισχύει και για οδηγία στον τομέα της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών .

12 Η ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων, η ελευθερία εγκαταστάσεως και η ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, θεμελιώδεις στο κοινοτικό σύστημα, δεν θα υλοποιούνταν πλήρως αν ένα κράτος μέλος μπορούσε να αρνηθεί το ευεργέτημα των διατάξεων του κοινοτικού δικαίου σε εκείνους από τους υπηκόους του οι οποίοι, εγκατεστημένοι σε κράτος μέλος του οποίου έχουν επίσης την ιθαγένεια, κάνουν χρήση των δυνατοτήτων που προσφέρει το κοινοτικό δίκαιο για να ασκούν, στο έδαφος του πρώτου κράτους, τις δραστηριότητές τους υπό μορφή παροχής υπηρεσιών .

13 Πρέπει, επομένως, να γίνει δεκτό ότι ο υπήκοος δύο κρατών μελών, αφού αποκτήσει την ιδιότητα του δικηγόρου σε ένα από τα κράτη αυτά, μπορεί να επικαλεστεί στο έδαφος του άλλου κράτους τις διατάξεις της οδηγίας 77/49, όταν συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής που καθορίζονται από αυτήν .

Η παροχή υπηρεσιών

14 Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα ερωτάται ειδικότερα αν δικηγόρος εγκατεστημένος σε κράτος μέλος μπορεί να επικαλεστεί τις διατάξεις της οδηγίας 77/249, προκειμένου να ασκεί, στο έδαφος άλλου κράτους μέλους, τις δραστηριότητές του υπό μορφή παροχής υπηρεσιών, όταν στο τελευταίο αυτό κράτος μέλος του απαγορεύτηκε η είσοδος στο δικηγορικό επάγγελμα για λόγους που αναφέρονται στην αξιοπρέπεια, την εντιμότητα και το ήθος . Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, το εθνικό δικαστήριο ζητεί να πληροφορηθεί αν η δημόσια τάξη εμποδίζει την εφαρμογή της οδηγίας .

15 Η οδηγία 77/249 έχει ως σκοπό να διευκολύνει την πραγματική άσκηση του δικαιώματος ελεύθερης παροχής υπηρεσιών από τους δικηγόρους . Προς το σκοπό αυτό, επιβάλλει στα κράτη μέλη να αναγνωρίζουν ως δικηγόρο, για την άσκηση των δραστηριοτήτων αυτών, κάθε εγκατεστημένο σε άλλο κράτος μέλος πρόσωπο με την ιδιότητα του δικηγόρου, υπό μία από τις ονομασίες του άρθρου 1, παράγραφος 2, μεταξύ των οποίων η ονομασία "Rechtsanwalt" στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας .

16 Πάντως, το άρθρο 4, παράγραφος 1, ορίζει ότι οι δραστηριότητες οι σχετικές με την εκπροσώπηση και την υπεράσπιση πελάτη ενώπιον των δικαστικών ή των δημοσίων αρχών ασκούνται σε κάθε κράτος μέλος υποδοχής σύμφωνα με τους όρους που προβλέπονται για τους δικηγόρους οι οποίοι είναι εγκατεστημένοι σ' αυτό το κράτος, αποκλειομένου οποιουδήποτε όρου κατοικίας ή εγγραφής σε επαγγελματική οργάνωση του κράτους αυτού . Στην παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου ορίζεται ότι, κατά την παροχή των υπηρεσιών, ο δικηγόρος τηρεί τους επαγγελματικούς κανόνες του κράτους μέλους υποδοχής, παράλληλα με τις υποχρεώσεις οι οποίες του επιβάλλονται στο κράτος μέλος προελεύσεως .

17 'Οσον αφορά τις άλλες δραστηριότητες του παρέχοντος υπηρεσίες, η παράγραφος 4 του άρθρου 4 ορίζει ότι ο δικηγόρος εξακολουθεί να υπόκειται στους επαγγελματικούς όρους και κανόνες του κράτους μέλους προελεύσεως, υπό την επιφύλαξη πάντως της τηρήσεως των κανόνων οι οποίοι διέπουν το επάγγελμα στο κράτος μέλος υποδοχής, υπό τη διπλή προϋπόθεση ότι, αφενός, οι κανόνες αυτοί μπορούν να τηρούνται από δικηγόρο που δεν είναι εγκατεστημένος στο κράτος υποδοχής και, αφετέρου, δικαιολογούνται αντικειμενικά προκειμένου να εξασφαλίζεται η ορθή άσκηση των δραστηριοτήτων του δικηγόρου, η επαγγελματική αξιοπρέπεια και η τήρηση των κανόνων περί ασυμβιβάστου .

18 Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι οι δικηγόροι που παρέχουν υπηρεσίες υποχρεούνται να τηρούν τους κανόνες δεοντολογίας που ισχύουν στο κράτος μέλος υποδοχής .

19 Η ερμηνεία αυτή επιρρωννύεται από το περιεχόμενο του άρθρου 7, παράγραφος 2, της οδηγίας, το οποίο ορίζει ότι, "σε περίπτωση μη συμμορφώσεως προς τις υποχρεώσεις που ισχύουν στο κράτος μέλος υποδοχής", η αρμόδια αρχή αυτού του κράτους μέλους καθορίζει, "σύμφωνα με τους δικούς της ουσιαστικούς και δικονομικούς κανόνες", τις συνέπειες της συμπεριφοράς αυτής . Η αρχή αυτή οφείλει να ενημερώσει σχετικά την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προελεύσεως .

20 Κατά τη διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου, τονίστηκε το γεγονός ότι οι προαναφερόμενες διατάξεις της οδηγίας φαίνεται να επιβάλλουν την τήρηση των κανόνων δεοντολογίας κατά την παροχή υπηρεσιών, ενώ το υποβληθέν από το εθνικό δικαστήριο ερώτημα αφορά παράβαση των κανόνων αυτών, προηγηθείσα της παροχής υπηρεσιών .

21 Ωστόσο, το επιχείρημα αυτό δεν είναι πειστικό . Επιβάλλοντας την τήρηση των κανόνων δεοντολογίας του κράτους μέλους υποδοχής, η οδηγία προϋποθέτει την ικανότητα του παρέχοντος υπηρεσίες να τηρεί τους κανόνες αυτούς . Αν η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής έχει ήδη διαπιστώσει, στο πλαίσιο διαδικασιών σχετικών με την είσοδο στο δικηγορικό επάγγελμα, ότι παρόμοια ικανότητα ελλείπει, καθόσον για το λόγο αυτόν απαγορεύτηκε στον ενδιαφερόμενο η είσοδος στο επάγγελμα αυτό, πρέπει να θεωρηθεί ότι αυτός δεν συγκεντρώνει αυτές καθαυτές τις προϋποθέσεις που θέτει η οδηγία για την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών .

22 Από αυτό έπεται ότι η οδηγία 77/249 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι δεν μπορεί να γίνει επίκληση των διατάξεών της από δικηγόρο, εγκατεστημένο σε κράτος μέλος, προκειμένου να παρέχει τις υπηρεσίες του στο έδαφος άλλου κράτους μέλους, όταν, στο τελευταίο αυτό κράτος μέλος, του απαγορεύτηκε η είσοδος στο δικηγορικό επάγγελμα για λόγους που αναφέρονται στην αξιοπρέπεια, την εντιμότητα και το ήθος .

23 Ενόψει της απαντήσεως αυτής, δεν χρειάζεται να εξεταστεί το ερώτημα ως προς τη δυνατότητα επικλήσεως της εννοίας της δημοσίας τάξεως προκειμένου να μη χορηγηθεί το ευεργέτημα της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών σε δικηγόρο εγκατεστημένο σε άλλο κράτος μέλος, ο οποίος δεν έγινε δεκτός σε δικηγορικό σύλλογο του κράτους μέλους υποδοχής λόγω μη τηρήσεως των κανόνων δεοντολογίας .

Το δικαίωμα εγκαταστάσεως

24 Το δεύτερο ερώτημα που υπέβαλε το εθνικό δικαστήριο αφορά την ερμηνεία του άρθρου 52 της Συνθήκης . Ειδικότερα, αφορά το ζήτημα αν η εγκατάσταση δικηγόρου στο έδαφος άλλου κράτους μέλους, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, προϋποθέτει την εγγραφή του εν λόγω δικηγόρου σε δικηγορικό σύλλογο του κράτους μέλους υποδοχής, όταν η εγγραφή αυτή απαιτείται από τη νομοθεσία αυτού του κράτους μέλους . Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως, το εθνικό δικαστήριο υποβάλλει ακόμη ένα ερώτημα ως προς την εφαρμογή της οδηγίας 77/249 έναντι του μη εγγεγραμμένου δικηγόρου .

25 Καταρχήν, πρέπει να διασαφηνιστεί το περιεχόμενο του υποβληθέντος ερωτήματος, ενόψει ιδίως της συζητήσεως που διεξήχθη ενώπιον του Δικαστηρίου .

26 Η Επιτροπή επισήμανε ότι η κατάσταση πραγμάτων που οδήγησε στη διαφορά της κύριας δίκης μπορεί να φαίνεται επαμφοτερίζουσα, καθόσον πρόσωπο εγκατεστημένο στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας ως "Rechtsanwalt" ( δικηγόρος ) άνοιξε επίσης γραφείο "jurisconsulte" ( νομικών συμβουλών ) στο γαλλικό έδαφος επομένως, θα μπορούσε να τεθεί το ερώτημα αν το πρόσωπο αυτό ήταν ήδη "εγκατεστημένο" στο γαλλικό έδαφος για την άσκηση των δραστηριοτήτων του, οπότε οι διατάξεις περί του δικαιώματος εγκαταστάσεως θα μπορούσαν να έχουν εφαρμογή στην περίπτωσή του . Πάντως, δεν εναπόκειται στο Δικαστήριο να επιλύσει τη διαφορά, της οποίας έχει επιληφθεί το εθνικό δικαστήριο, και το υποβληθέν από το τελευταίο ερώτημα αφορά μόνο την κατάσταση όπου δικηγόρος εγκατεστημένος σε κράτος μέλος προτίθεται να εγκατασταθεί σε άλλο κράτος μέλος στο οποίο, για την άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος, απαιτείται η εγγραφή σε δικηγορικό σύλλογο .

27 Εξάλλου, με τις παρατηρήσεις τους κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση, τα δύο διοικητικά συμβούλια των δικηγορικών συλλόγων και η βρετανική κυβέρνηση συζήτησαν το ζήτημα αν δικηγόρος εγκατεστημένος σε κράτος μέλος μπορεί να εγκατασταθεί στο έδαφος άλλου κράτους μέλους, στο οποίο απαιτείται η εγγραφή των δικηγόρων σε δικηγορικό σύλλογο, χωρίς να είναι εγγεγραμμένος σε δικηγορικό σύλλογο, όταν εμφανίζεται ως δικηγόρος κατά την έννοια της νομοθεσίας του κράτους μέλους προελεύσεως, για παράδειγμα στη Γαλλία ως γερμανός "Rechtsanwalt" ή βρετανός "solicitor ". Ούτε αυτό το ζήτημα περιλαμβάνεται στο υποβληθέν ερώτημα το οποίο, σύμφωνα με την ίδια του τη διατύπωση, αφορά την περίπτωση κατά την οποία ένας νομικός, ο οποίος είναι δικηγόρος κατά την έννοια της νομοθεσίας του κράτους μέλους όπου είναι εγκατεστημένος, προτίθεται να εγκατασταθεί σε άλλο κράτος μέλος ως δικηγόρος κατά την έννοια της νομοθεσίας του τελευταίου αυτού κράτους μέλους .

28 Προκειμένου να δοθεί απάντηση στο ερώτημα όπως αυτό διασαφηνίστηκε, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι, δυνάμει του άρθρου 52, δεύτερη παράγραφος, της Συνθήκης, η ελευθερία εγκαταστάσεως περιλαμβάνει την ανάληψη και την άσκηση μη μισθωτών δραστηριοτήτων "σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που ορίζονται από τη νομοθεσία της χώρας εγκαταστάσεως για τους δικούς της υπηκόους ". Από τον κανόνα αυτόν προκύπτει ότι, ελλείψει ειδικών κοινοτικών κανόνων στον τομέα αυτόν, όπως έκρινε το Δικαστήριο με την απόφασή του της 12ης Ιουλίου 1984 ( Klopp, 107/83, Συλλογή 1984, σ . 2971 ), κάθε κράτος μέλος είναι ελεύθερο να ρυθμίζει την άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος στο έδαφός του .

29 Πρέπει να προστεθεί ότι η υποχρέωση εγγραφής των δικηγόρων σε δικηγορικό σύλλογο, την οποία επιβάλλουν ορισμένα κράτη μέλη, πρέπει να θεωρείται ως νόμιμη κατά το κοινοτικό δίκαιο, υπό την προϋπόθεση πάντως ότι παρέχεται η δυνατότητα τέτοιας εγγραφής στους υπηκόους όλων των κρατών μελών αδιακρίτως . Πράγματι, η υποχρέωση αυτή αποσκοπεί, ιδίως, στην εξασφάλιση του ήθους και την τήρηση των αρχών δεοντολογίας, καθώς και τον πειθαρχικό έλεγχο της δραστηριότητας των δικηγόρων επομένως, επιδιώκει σκοπό άξιο προστασίας .

30 Από τα προηγούμενα προκύπτει ότι τα κράτη μέλη, η νομοθεσία των οποίων επιβάλλει την υποχρέωση να εγγράφονται σε δικηγορικό σύλλογο όσοι επιθυμούν να εγκατασταθούν στο έδαφος των κρατών αυτών ως δικηγόροι κατά την έννοια της εθνικής νομοθεσίας των κρατών αυτών, μπορούν να προβλέπουν την ίδια απαίτηση για τους προερχόμενους από άλλα κράτη μέλη δικηγόρους, οι οποίοι επικαλούνται το προβλεπόμενο στη Συνθήκη δικαίωμα εγκαταστάσεως προκειμένου να τους αναγνωριστεί η ίδια αυτή ιδιότητα .

31 Στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα πρέπει, επομένως, να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 52 της Συνθήκης πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι κράτος μέλος, η νομοθεσία του οποίου επιβάλλει στους δικηγόρους να εγγράφονται σε δικηγορικό σύλλογο, μπορεί να απαιτεί την ίδια προϋπόθεση από τους δικηγόρους άλλων κρατών μελών που απολαύουν του διασφαλιζόμενου από τη Συνθήκη δικαιώματος εγκαταστάσεως για να εγκατασταθούν ως δικηγόροι στο έδαφος του πρώτου κράτους μέλους .

32 Δεδομένης της απαντήσεως αυτής, το ερώτημα που υπέβαλε επικουρικώς το εθνικό δικαστήριο έχασε το αντικείμενό του .

Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


Επί των δικαστικών εξόδων

33 Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η κυβέρνηση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, η ελληνική κυβέρνηση, η ισπανική κυβέρνηση, η κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, η γαλλική κυβέρνηση, η κυβέρνηση των Κάτω Χωρών και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, που υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται . Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης το χαρακτήρα παρεμπίπτοντος, που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων .

Διατακτικό


Για τους λόγους αυτούς

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ( έκτο τμήμα ),

κρίνοντας επί των ερωτημάτων που υπέβαλε το Cour d' appel του Colmar με απόφαση της 17ης Νοεμβρίου 1986, αποφαίνεται :

1 ) Ο υπήκοος δύο κρατών μελών, αφού αποκτήσει την ιδιότητα του δικηγόρου σε ένα από τα κράτη αυτά, μπορεί να επικαλεστεί στο έδαφος του άλλου κράτους τις διατάξεις της οδηγίας 77/249, περί διευκολύνσεως της πραγματικής ασκήσεως της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών από δικηγόρους, όταν συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής που καθορίζονται με την οδηγία .

2 ) Η οδηγία 77/249 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι δεν μπορεί να γίνει επίκληση των διατάξεών της από δικηγόρο, εγκατεστημένο σε κράτος μέλος, προκειμένου να παρέχει ελεύθερα τις υπηρεσίες του στο έδαφος άλλου κράτους μέλους όταν, στο τελευταίο αυτό κράτος μέλος, του απαγορεύθηκε η είσοδος στο δικηγορικό επάγγελμα για λόγους που αναφέρονται στην αξιοπρέπεια, την εντιμότητα και το ήθος .

3 ) Το άρθρο 52 της Συνθήκης πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι κράτος μέλος, η νομοθεσία του οποίου επιβάλλει στους δικηγόρους να εγγράφονται σε δικηγορικό σύλλογο, μπορεί να απαιτεί την ίδια προϋπόθεση από τους δικηγόρους άλλων κρατών μελών που απολαύουν του διασφαλιζόμενου από τη Συνθήκη δικαιώματος εγκαταστάσεως για να εγκατασταθούν ως δικηγόροι στο έδαφος του πρώτου κράτους μέλους .