EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61998TO0095

Order of the Court of First Instance (Second Chamber) of 12 June 2001.
Christos Gogos v Commission of the European Communities.
Case T-95/98 DEP.

European Court Reports – Staff Cases 2001 I-A-00123; II-00571

ECLI identifier: ECLI:EU:T:2001:157

ΔΙΆΤΑΞΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΊΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 12ης Ιουνίου 2001 ( *1 )

«Καθορισμός των δυναμένων να αναζητηθούν δικαστικών εξόδων»

Στην υπόθεση Τ-95/98 DEP,

Χρίστος Γκόγκος, υπάλληλος της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενος από τον Χάρη Ν. Ταγαρά, δικηγόρο, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

αιτών,

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενης από τον J. Currall, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

καΟής,

που έχει ως αντικείμενο αίτηση καθορισμού των δικαστικών εξόδων που πρέπει να αποδώσει η καΟής στον αιτούντα κατόπιν της αποφάσεως του Πρωτοδικείου της 23ης Μαρτίου 2000, Τ-95/98, Γκόγκος κατά Επιτροπής (Συλλογή Υπ.Υπ. 2000, σ. II-219),

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους Α. W. Η. Meij, Πρόεδρο, Α. Potocki και J. Pirrung, δικαστές,

γραμματέας: Η. Jung

εκδίδει την ακόλουθη

Διάταξη

Πραγματικά περιστατικά και διαδικασία

1

Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 22 Ιουνίου 1998, ο αιτών άσκησε προσφυγή με αίτημα, μεταξύ άλλων, την ακύρωση της αποφάσεως της εξεταστικής επιτροπής του εσωτερικού διαγωνισμού COM/A/17/96, που προκήρυξε η Επιτροπή, περί μη εγγραφής του ονόματος του στον πίνακα επιτυχόντων του εν λόγω διαγωνισμού και την επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω της ηθικής βλάβης που ισχυρίστηκε ότι υπέστη.

2

Με απόφαση της 23ης Μαρτίου 2000, Τ-95/98, Γκόγκος κατά Επιτροπής (Συλλογή Υπ, Υπ. 2000, σ. II-219), το Πρωτοδικείο (δεύτερο τμήμα) ακύρωσε την προσβαλλομένη απόφαση λόγω παραβιάσεως της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως και απέρριψε την προσφυγή κατά τα λοιπά. Η Επιτροπή καταδικάστηκε στα δικαστικά έξοδα.

3

Με επιστολή της 12ης Σεπτεμβρίου 2000, που απεστάλη στις 5 Οκτωβρίου 2000, ο αιτών ζήτησε από την Επιτροπή να του καταβάλει τα δικαστικά έξοδα συνολικού ποσού 1558646 βελγικών φράγκων (BEF), ειδικότερα δε 1371500 BEF για αμοιβές και 187146 BEF για έξοδα.

4

Δεδομένου ότι η Επιτροπή δεν απάντησε στην επιστολή αυτή, ο αιτών υπέβαλε, με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 12 Φεβρουαρίου 2001, αίτηση καθορισμού των δικαστικών εξόδων.

5

Με υπόμνημα που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 20 Απριλίου 2001, η Επιτροπή υπέβαλε τις παρατηρήσεις επί της αιτήσεως αυτής.

Αιτήματα των διαδίκων

6

Ο αιτών ζητεί από το Πρωτοδικείο να υποχρεώσει την Επιτροπή να του καταβάλει

ποσό 1371500 BEF για οφειλόμενες αμοιβές,

ποσό, για το ύψος του οποίου επαφίεται στην κρίση του Πρωτοδικείου, για τα οφειλόμενα έξοδα,

ποσό που θα καθορίσει το Πρωτοδικείο για τα δικαστικά έξοδα της παρούσας διαδικασίας καθορισμού των δικαστικών εξόδων,

νόμιμους τόκους προς 6 % επί των δύο πρώτων προαναφερθέντων ποσών, από 7 Οκτωβρίου 2000 ή από οποιαδήποτε μεταγενέστερη ημερομηνία κατά την οποία η Επιτροπή έλαβε την από 12 Σεπτεμβρίου 2000 επιστολή του αιτούντος.

7

Η Επιτροπή ζητεί από το Πρωτοδικείο να καθορίσει το ύιμος των δυναμένων να αναζητηθούν δικαστικών εξόδων, συμπεριλαμβανομένων των κυρίως ειπείν εξόδων, στο ύψος των 559368 BEF.

Επιχειρήματα των διαδίκων

8

Ο αιτών υποστηρίζει ότι τα έξοδα και οι αμοιβές δικηγόρου των οποίων ζητεί την απόδοοη αποτελούν το ελάχιστο αναγκαίο.

9

Όσον αφορά τις αμοιβές, αναφέρει ότι τις υπολόγισε με βάση τον αριθμό των ωρών εργασίας και παραπέμπει προς τούτο στον πίνακα των διαφόρων εργασιών που εκτελέστηκαν κατά τα δύο έτη που διήρκεσε η υπόθεση Τ-95/98, πίνακα τον οποίο προσάρτησε στην προαναφερθείσα επιστολή της 12ης Σεπτεμβρίου 2000 και στην παρούσα αίτηση καθορισμού των δικαστικών εξόδων. Υπενθυμίζει ότι ο δικηγόρος του χρειάστηκε να εκτελέσει 21 εργασίες, από την προ της ασκήσεως της προσφυγής διοικητική διαδικασία μέχρι τη μελέτη της αποφάσεως της 23ης Μαρτίου 2000, καθώς και την προετοιμασία του σημειώματος σχετικά με τις αμοιβές και τα έξοδα.

10

Ο αιτών προσθέτει ότι, πέραν της εξετάσεως των νομικών ζητημάτων, χρειάστηκαν πολλές προσπάθειες για την προετοιμασία και τη σύνταξη των παραρτημάτων στα υπομνήματα του, προκειμένου να αποδείξει την άνιση μεταχείριση που υπέστησαν οι υποψήφιοι του επίμαχου διαγωνισμού. Συναφώς, ο αιτών αναφέρει, μεταξύ άλλων, τον συγκριτικό πίνακα για όλους τους υποψηφίους τον οποίο κατάρτισε και υπέβαλε στο Πρωτοδικείο. Κατά τον αιτούντα, πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη η συμπεριφορά της Επιτροπής στο πλαίσιο της κύριας διαδικασίας (συνεχή αιτήματα παράτασης προθεσμιών, συνεχείς καταθέσεις ελλιπών εγγράφων, αιτήματα εμπιστευτικότητας κ.λπ.), η οποία προκάλεσε επιπλέον εργασία που απαίτησε, μεταξύ άλλων, την πραγματοποίηση επισκέψεων στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου για μελέτη των εγγράφων που η Επιτροπή χαρακτήρισε ως εμπιστευτικά.

11

Ο αιτών καταλήγει ότι το άθροισμα των ωρών εργασίας που παρέσχε ο νομικός του σύμβουλος ανέρχεται σε 211 ώρες. Με βάση μια ωριαία αμοιβή 6500 BEF, ο αιτών ζητεί το συνολικό ποσό των 1371500 BEF (211 ώρες x 6500 BEF/ώρα).

12

Όσον αφορά τα πραγματοποιηθέντα έξοδα, που αναλύονται σε πίνακα προσαρτημένο στην επιστολή της 12ης Σεπτεμβρίου 2000 και στην παρούσα αίτηση, ο αιτών υποστηρίζει ότι τα κυρίως ειπείν έξοδα αφορούν τις μετακινήσεις μεταξύ Αθήνας-Λουξεμβούργου του νομικού συμβούλου του. Υπενθυμίζοντας ότι δεν ανέφερε στην από 12 Σεπτεμβρίου επιστολή του παρά μόνο δύο μετακινήσεις - η πρώτη, τον Ιανουάριο του 1999, για να μελετηθούν στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου τα εμπιστευτικά έγγραφα που κατέθεσε η Επιτροπή και η δεύτερη, τον Ιανουάριο του 2000, για την προφορική διαδικασία -, ο αιτών τονίζει ότι δεν χρέωσε δύο άλλες μετακινήσεις, ήτοι μια μετακίνηση ΑΟήνα-Βρυξέλλες τον Μάρτιο του 1998 για συμμετοχή στην προ της ασκήσεως της προσφυγής διοικητική διαδικασία και τη μετακίνηση ΑΟήνα-Λουξεμβούργο, τον Δεκέμβριο του 1998, για μια πρώτη μελέτη των προαναφερθέντων εγγράφων. Ενόψει της αρνήσεως της Επιτροπής να δώσει συνέχεια στην από 12 Σεπτεμβρίου 2000 επιστολή του, ο αιτών φρονεί ότι δεν δεσμεύεται πλέον από την επιστολή αυτή. Κατά συνέπεια, ζητεί από το Πρωτοδικείο να καθορίσει τα έξοδα στο ποσό που κρίνει εύλογο, συνεκτιμώντας την αναγκαιότητα τεσσάρων ή πέντε τουλάχιστον μετακινήσεων από Αθήνα προς Βρυξέλλες/Λουξεμβούργο(αεροπορικάεισιτήρια, διαμονή, ημερήσιεςαποζημιώσεις κ.λπ.).

13

Ο αιτών ζητεί, επιπλέον, ασχέτως του ποσού που θα του επιδικάσει το Πρωτοδικείο στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας, τόκους επί του ποσού αυτού με επιτόκιο 6 %, από τη μεθεπομένη της ημερομηνίας αποστολής, στην Επιτροπή, της από 12 Σεπτεμβρίου 2000 επιστολής με την οποία ζήτησε την πληρωμή των δικαστικών εξόδων, ήτοι από τις 7 Οκτωβρίου 2000, ή από οποιαδήποτε μεταγενέστερη ημερομηνία κατά την οποία η Επιτροπή έλαβε την εν λόγω επιστολή.

14

Ο αιτών φρονεί, τέλος, ότι η Επιτροπή πρέπει να επιβαρυνθεί με τα έξοδα της παρούσας διαδικασίας καθορισμού των δικαστικών εξόδων, δεδομένου ότι δεν έδωσε καμία απάντηση στο αίτημα πληρωμής των δικαστικών εξόδων που ο αιτών τής υπέβαλε, υποχρεώνοντας τον έτσι στην κίνηση της παρούσας διαδικασίας.

15

Η Επιτροπή απαντά ότι, αφενός, πολλά στοιχεία από το αιτούμενο ποσό δεν είναι αναζητήσιμα και, αφετέρου, το υπόλοιπο ποσό δεν μπορεί να θεωρηθεί εύλογο.

16

Η Επιτροπή χαρακτηρίζει ως σαφώς μη αναζητήσιμα τα εζ-οδα που αφορούν την προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία (σημεία 2 έως 5 του πίνακα παροχής υπηρεσιών = 156000 BEF) καθώς και εκείνα που αφορούν τον μετά την έκδοση της αποφάσεως χρόνο (σημεία 20 και 21 του πίνακα παροχής υπηρεσιών = 39000 BEF). Κατά την Επιτροπή, αυτό ισχύει και για τις «ημερήσιες αποζημιώσεις» (σημείο 4 του πίνακα εξόδων) που υπολογίστηκαν σε ποσό 250000 δρχ., ήτοι 27778 BEF, πλέον των εξόδων καταλύματος (σημείο 3.2 του πίνακα εξόδων) και των ωρών εργασίας (σημεία 12 και 19 του πίνακα παροχής υπηρεσιών) που χρεώθηκαν για τον ίδιο λόγο. Κατά συνέπεια, πρέπει εν πάση περιπτώσει να αφαιρεθεί ποσό 222778 BEF.

17

Κατά την Επιτροπή, ορισμένα άλλα έξοδα δεν φαίνονται επίσης ως δυνάμενα να αναζητηθούν. 'Ετσι, οι παρατάσεις προθεσμίας που αυτή ζήτησε για την κατάθεση του υπομνήματος αντικρούσεως δεν απαίτησαν ούτε ένα λεπτό από τον χρόνο του αιτούντος επιπλέον, η φερόμενη αναζήτηση των αποδεικτικών μέσων, που έλαβε χώρα μετά την κατάθεση της προσφυγής και πριν από την επίδοση του υπομνήματος αντικρούσεως, ουδόλως ήταν απαραίτητη. Οι 15 ώρες που χρεώθηκαν για τον λόγο αυτό από τον αιτούντα (σημείο 8 του πίνακα παροχής υπηρεσιών = 97500 BEF) δεν μπορούν συνεπώς να γίνουν δεκτές. Όσον αφορά τις 3 εργάσιμες ημέρες (24 ώρες) που χρεώθηκαν για τη μετακίνηση Αθήνα-Βρυξέλλες/Λουξεμβούργο, προκειμένου να εξεταστούν στη Γραμματεία του Πρωτοδικείο τα εμπιστευτικά έγγραφα που κατέθεσε η Επιτροπή (σημείο 12 του πίνακα παροχής υπηρεσιών), η Επιτροπή δηλώνει ότι δεν μπορεί να δεχθεί παρά μόνον ένα ανώτατο όριο 16 ωρών, κατ' αναλογία με ό,τι χρεώθηκε για την ίδια την προφορική διαδικασία στο σημείο 19 του ίδιου πίνακα. Πρέπει συνεπώς να απαλειφθούν 52000 BEF (8 x 6500 BEF). Τέλος, η Επιτροπή δεν κατανοεί ποιες υπηρεσίες καλύπτει η μνεία «παρακολούθηση του φακέλου» (σημείο 16 του πίνακα παροχής υπηρεσιών) κατά την περίοδο ανάμεσα στο υπόμνημα απαντήσεως και στο υπόμνημα ανταπαντήσεως. Δεδομένου ότι δεν υπήρχε τίποτε που έπρεπε να παρακολουθηθεί κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής, πρέπει να αφαιρεθούν επιπλέον 26000 BEF. Κατά την Επιτροπή, πρέπει κατά συνέπεια να αφαιρεθεί το επιπλέον ποσό των 175500 BEF.

18

Κατά συνέπεια, το κατ' αρχήν δυνάμενο να αναζητηθεί ποσόν ανέρχεται σε 1160368 BEF. Ωστόσο, και το ποσό αυτό ουδόλως μπορεί να θεωρηθεί εύλογο.

19

Συγκεκριμένα, ακόμη και μετά την αφαίρεση των 57 ωρών που προαναφέρθηκαν, απομένουν 154 ώρες, ήτοι περίπου τέσσερις εβδομάδες εργασίας, που διατέθηκαν αποκλειστικά σε μια υπαλληλική υπόθεση. Κατά την Επιτροπή, σε μια συνήθη υπαλληλική υπόθεση, ένα συνολικό ποσό ύψους 250000 BEF περίπου, πλέον των εξόδων, μπορεί να θεωρηθεί εύλογο, με βάση δύο υπομνήματα και μια προφορική διαδικασία. Στην παρούσα υπόθεση, υπήρχαν βέβαια συμπληρωματικά υπομνήματα· επιπλέον, η υπόθεση αυτή ήταν πολυπλοκότερη ως προς τα πραγματικά περιστατικά από την πλειονότητα των υπαλληλικών υποθέσεων. Ωστόσο, σε παρεμφερείς υποθέσεις που αφορούσαν παρατυπίες κατά τη διαδικασία ενός διαγωνισμού, το Πρωτοδικείο θεώρησε ότι ήταν απολύτως επαρκές το ποσό των 690000 BEF.

20

Η Επιτροπή τονίζει, τέλος, τις συνέπειες του γεγονότος ότι ο αιτών ανέθεσε σε δικηγόρο εγκατεστημένο στην Αθήνα να υπερασπίσει στο Λουξεμβούργο τα συμφέροντα του ως υπαλλήλου υπηρετούντος στις Βρυξέλλες. Ναι μεν ο αιτών παραμένει ελεύθερος να επιλέξει τον δικηγόρο του και τη γλώσσα διαδικασίας, πλην όμως τούτο δεν σημαίνει ότι πρέπει να επιβαρύνεται ο αντίδικος, ξένος ως προς την επιλογή αυτή, με το σύνολο του κόστους που η επιλογή αυτή συνεπάγεται, όταν μάλιστα υπάρχουν δικηγόροι εγκατεστημένοι στον τόπο εργασίας της Επιτροπής που αναλαμβάνουν υπαλληλικές υποθέσεις με χαμηλότερο κόστος, η δε απασχόληση τους δεν συνεπάγεται τα ίδια έξοδα. Εν προκειμένω, η επιλογή δικηγόρου εγκατεστημένου στην Αθήνα οδήγησε σε αύξηση των ωρών εργασίας που διατέθηκαν για την υπόθεση (πέντε ημέρες για μετακινήσεις αντί για δύο περίπου ημέρες που θα χρειαζόταν ένας δικηγόρος εγκατεστημένος επιτόπου), καθώς και σε πρόσφατα έξοδα (αεροπορικά εισιτήρια κ.λπ.). Επί του τελευταίου αυτού σημείου, η Επιτροπή προσθέτει ότι, στον βαθμό που ο αιτών αναφέρει ότι πρέπει να ληφθούν υπόψη όχι δύο αλλά «τέσσερις ή πέντε» μετακινήσεις, αποκλείεται να ζητηθεί από το Πρωτοδικείο να καθορίσει ως αναζητήσιμα έξοδα ένα αόριστο ποσό («τέσσερις ή πέντε»), για το οποίο δεν προσκομίζεται κανένα σχετικό δικαιολογητικό.

Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

21

Σύμφωνα με το άρθρο 91, στοιχείο β', του Κανονισμού Διαδικασίας, θεωρούνται έξοδα που μπορούν να αναζητηθούν «τα αναγκαία έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν οι διάδικοι λόγω της δίκης, και ιδίως τα έξοδα μετακινήσεως και διαμονής και η αμοιβή των εκπροσώπων, συμβούλων ή δικηγόρων».

22

Κατά πάγια νομολογία, ελλείψει κοινοτικών διατάξεων περί τιμών, το Πρωτοδικείο οφείλει να εκτιμά ελεύθερα τα στοιχεία της υποθέσεως, λαμβάνοντας υπόιψη το αντικείμενο και τη φύση της διαφοράς, τη σημασία της από πλευράς κοινοτικού δικαίου, καθώς και τις δυσκολίες της υποθέσεως, την έκταση της εργασίας που κλήθηκαν να εκτελέσουν οι εκπρόσωποι ή σύμβουλοι στο πλαίσιο της ένδικης διαδικασίας και τα οικονομικά συμφέροντα που αντιπροσώπευε η διαφορά για τους διαδίκους [διάταξη του Δικαστηρίου της 26ης Νοεμβρίου 1985, 318/82, Leeuwarder Papierwarenfabriek κατά Επιτροπής, Συλλογή 1985, σ. 3727, σκέψεις 2 και 3, και διατάξεις του Πρωτοδικείου της 9ης Ιουνίου 1993, Τ-78/89 DEP, PPG Industries Glass κατά Επιτροπής, Συλλογή 1993, σ. ΙΙ-573, σκέψη 36, και της 8ης Μαρτίου 1995, Τ-2/93 (92), Air France κατά Επιτροπής, Συλλογή 1995, σ. ΙΙ-533, σκέψη 16].

23

Εν προκειμένω, η Επιτροπή αναγνωρίζει ότι, ως προς τα πραγματικά περιστατικά, η διαφορά Τ-95/98, μολονότι ήταν υπαλληλική υπόθεση, είχε ιδιαίτερα πολύπλοκο χαρακτήρα. Συγκεκριμένα, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η ιδιομορφία της διαφοράς συνίστατο στο ότι ο συνήγορος του αιτούντος έπρεπε να εντοπίσει στα διάφορα έγγραφα που κατέθεσε η Επιτροπή τα στοιχεία που συνιστούν άνιση μεταχείριση των υποψηφίων του επίδικου διαγωνισμού και να αποδείξει, ενώπιον του Πρωτοδικείου, την παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως εις βάρος του αιτούντος. Επιπλέον, προκειμένου να επιτύχει την προσκόμιση των εγγράφων αυτών και να υποβάλει την ανάλυση τους στο Πρωτοδικείο, χρειάστηκε να συντάξει συμπληρωματικά υπομνήματα πέραν της προσφυγής και του υπομνήματος απαντήσεως. Οι πραγματικές δυσχέρειες της υποθέσεως και η έκταση της εργασίας που απαιτήθηκε από τον συνήγορο του αιτούντος δικαιολογούν, συνεπώς, υψηλές αμοιβές.

24

Στον βαθμό που η Επιτροπή προσάπτει στον αιτούντα ότι επέλεξε δικηγόρο του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, αντί να εκπροσωπηθεί από δικηγόρο, φερόμενο ως φθηνότερο, του Δικηγορικού Συλλόγου Βρυξελλών ή Λουξεμβούργου, αρκεί να υπενθυμιστεί ότι, σύμφωνα με το άρθρο 17, τέταρτο εδάφιο, του Οργανισμού ΕΚ του Δικαστηρίου, που έχει εφαρμογή οτο Πρωτοδικείο βάσει του άρθρου 46 του εν λόγω Οργανισμού, ο αιτών μπορούσε να εκπροσωπηθεί από δικηγόρο δικαιούμενο παραστάσεως ενώπιον δικαστηρίου κράτους μέλους ή άλλου κράτους συμβαλλομένου στη Συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο. Το γεγονός όμως ότι ο αιτών, ελληνικής ιθαγενείας, επέλεξε δικηγόρο του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών για να υπερασπίσει τα συμφέροντα του ενώπιον του Πρωτοδικείου δεν μπορεί να χαρακτηριστεί, αυτό καθεαυτό, ως κατάχρηση του δικαιώματος που παρέχει η προπαρατεθείσα διάταξη. Κατά συνέπεια, ουδόλως δικαιολογείται ο καταλογισμός εις βάρος του αιτούντος του τμήματος των εξόδων που προκλήθηκαν ειδικώς από την απόσταση μεταξύ Αθηνών και Βρυξελλών/Λουξεμβούργου, ιδίως από τις αναγκαίες μετακινήσεις του συνηγόρου.

25

Όσον αφορά τα τελευταία αυτά έξοδα, πρέπει να θεωρηθούν αντικειμενικά δικαιολογημένες, υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις, τρεις μετακινήσεις Αθήνα-Βρυξέλλες/Λουξεμβούργο για την προετοιμασία της προσφυγής, για την εξέταση στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου των εμπιστευτικών εγγράφων που κατέθεσε η Επιτροπή και για τη δημόσια συνεδρίαση, αντιστοίχως.

26

Ωστόσο, όπως ορθώς τόνισε η Επιτροπή στις σκέψεις 16 και 17 ανωτέρω, τα έξοδα που ο αιτών ζήτησε να του καταβληθούν δεν μπορούν να θεωρηθούν στο σύνολο τους απαραίτητα για τους σκοπούς της ενώπιον του Πρωτοδικείου διαδικασίας.

27

'Ετσι, για τον προ της ημερομηνίας ασκήσεως της προσφυγής χρόνο, ο αιτών δεν μπορεί να αξιώνει παρά μόνον την πληρωμή των δικαστικών εξόδων στα οποία υποβλήθηκε για τις ανάγκες της συντάξεως της προσφυγής, καθόσον εκείνα στα οποία υποβλήθηκε στο πλαίσιο της προ της ασκήσεως της προσφυγής φάσεως δεν αποτελούν αναζητήσιμα έξοδα [διατάξεις του Πρωτοδικείου της 25ης Ιουνίου 1998, Τ-177/94 (92), Τ-377/94 (92) και Τ-99/95 (92), Altmann κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1998, ο. II-883, σκέψη 21, και της 5ης Ιουλίου 1993, Τ-84/91 Dépens, Mcskens κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1993, σ. II-757, σκέψη 14]. Το αυτό ισχύει αναγκαστικά και για τον χρόνο μετά την έκδοση της αποφάσεως με την οποία περατώθηκε η ενώπιον του Πρωτοδικείου διαδικασία.

28

Κατόπιν των προεκτεθέντων και λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων της υποθέσεως, η δίκαιη εκτίμηση των δυναμένων να αναζητηθούν αμοιβών και εξόδων συνεπάγεται τον καθορισμό του συνολικού ποσού τους σε 800000 BEF.

29

Δεδομένου ότι το δικαίωμα του αιτούντος επί της καταβολής του συνολικού αυτού ποσού έχει ως νομική βάση την παρούσα διάταξη, το αίτημα περί επιδικάσεως νομίμων τόκων όσον αφορά προηγούμενη χρονική περίοδο η οποία άρχισε στις 7 Οκτωβρίου 2000 πρέπει να απορριφθεί (βλ., στο πνεύμα αυτό, τη διάταξη του Πρωτοδικείου της 6ης Φεβρουαρίου 1995, Τ-460/93 DEP, Tête κ.λπ. κατά ΕΤΕπ, Συλλογή 1995, σ. ΙΙ-229, σκέψη 13, και την προπαρατεθείσα διάταξη PPG Industries Glass κατά Επιτροπής, σκέψεις 28 και 29).

30

Τέλος, δεδομένου ότι το Πρωτοδικείο, κατά τον καθορισμό των δυναμένων να αναζητηθούν εξόδων, έλαβε υπόψη όλα τα περιστατικά της υποθέσεως μέχρι τον χρόνο κατά τον οποίο αποφαίνεται επί της υπό κρίση αιτήσεως, δεν χρειάζεται να αποφανθεί χωριστά επί των εξόδων στα οποία υποβλήθηκαν οι διάδικοι για την παρούσα διαδικασία καθορισμού των δικαστικών εξόδων (προπαρατεθείσα διάταξη Tête κ.λπ. κατά ΕΤΕπ, σκέψη 14, και προπαρατεθείσα διάταξη Meskens κατά Κοινοβουλίου, σκέψη 16).

 

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ (δεύτερο τμήμα)

διατάσσει:

 

Καθορίζει σε 800000 βελγικά φράγκα το συνολικό ποσό των δικαστικών εξόδων που μπορεί να αναζητήσει ο προσφεύγων στην υπόθεση Τ-95/98.

 

Λουξεμβούργο, 12 Ιουνίου 2001.

Ο Γραμματέας

Η. Jung

Ο Πρόεδρος

Α. W. Η. Meij


( *1 ) Γλώσαα διαδικασίας: η ελληνική.

Top