ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα)

της 14ης Ιουλίου 2022 ( *1 )

«Προδικαστική παραπομπή – Κοινή γεωργική πολιτική – Κανονισμός (ΕΕ) 1307/2013 – Καθεστώτα άμεσης στήριξης – Κοινοί κανόνες – Άρθρο 30, παράγραφος 6, και άρθρο 50, παράγραφος 2 – Αίτηση χορήγησης δικαιωμάτων ενίσχυσης από το εθνικό απόθεμα για τους γεωργούς νεαρής ηλικίας – Εθνική διοικητική αρχή που έδωσε εσφαλμένες πληροφορίες σχετικά με τον χαρακτηρισμό ενός προσώπου ως “γεωργού νεαρής ηλικίας” – Αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης – Προσφυγή-αγωγή αποζημίωσης λόγω μη τήρησης της αρχής του εθνικού δικαίου περί προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης»

Στην υπόθεση C‑36/21,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το College van Beroep voor het bedrijfsleven (διοικητικό εφετείο αρμόδιο επί οικονομικών υποθέσεων, Κάτω Χώρες) με απόφαση της 22ας Δεκεμβρίου 2020, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 22 Ιανουαρίου 2021, στο πλαίσιο της δίκης

Sense Visuele Communicatie en Handel vof, που ενεργεί επίσης με την επωνυμία De Scharrelderij,

κατά

Minister van Landbouw, Natuur en Voedselkwaliteit,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),

συγκείμενο από τους K. Jürimäe (εισηγήτρια), πρόεδρο τμήματος, N. Jääskinen, M. Safjan, N. Piçarra και M. Gavalec, δικαστές,

γενική εισαγγελέας: L. Medina

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

η Sense Visuele Communicatie en Handel vof, που ενεργεί επίσης με την επωνυμία De Scharrelderij, εκπροσωπούμενη από τον P. Heida καθώς και την L. Rensema,

η Ολλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις Κ. Bulterman και C.S. Schillemans,

η Ισπανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον J. Rodríguez de la Rúa Puig,

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους A. Sauka και C. Zois,

αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις της κατά τη συνεδρίαση της 24ης Φεβρουαρίου 2022,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Η υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία των γενικών αρχών του δικαίου της Ένωσης, ειδικότερα δε της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.

2

Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ της Sense Visuele Communicatie en Handel vof, που ενεργεί επίσης με την επωνυμία De Scharrelderij (στο εξής: Sense), και του Minister van Landbouw, Natuur en Voedselkwaliteit (Υπουργού Γεωργίας, Φυσικού Περιβάλλοντος και Ποιότητας των Τροφίμων, Κάτω Χώρες) (στο εξής: Υπουργός) σχετικά με την αποκατάσταση ζημίας που φέρεται να προκλήθηκε λόγω εσφαλμένων πληροφοριών που ανακοίνωσε στη Sense η Rijksdienst voor Ondernemend Nederland (κρατική υπηρεσία για επιχειρηματίες, Κάτω Χώρες) (στο εξής: RVO) σχετικά με την εφαρμογή των διατάξεων του κανονισμού (ΕΕ) 1307/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Δεκεμβρίου 2013, περί θεσπίσεως κανόνων για άμεσες ενισχύσεις στους γεωργούς βάσει καθεστώτων στήριξης στο πλαίσιο της κοινής γεωργικής πολιτικής και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 637/2008 και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 73/2009 του Συμβουλίου (ΕΕ 2013, L 347, σ. 608).

Το νομικό πλαίσιο

Το δίκαιο της Ένωσης

3

Το άρθρο 30, παράγραφοι 1, 4, 6 και 11, του κανονισμού 1307/2013 ορίζει τα ακόλουθα:

«1.   Κάθε κράτος μέλος δημιουργεί εθνικό απόθεμα. Για τον σκοπό αυτό, κατά το πρώτο έτος εφαρμογής του καθεστώτος βασικής ενίσχυσης, τα κράτη μέλη προβαίνουν σε γραμμική ποσοστιαία μείωση του ανώτατου ορίου του καθεστώτος βασικής ενίσχυσης σε εθνικό επίπεδο.

[…]

4.   Τα κράτη μέλη χορηγούν δικαιώματα ενίσχυσης από το εθνικό τους απόθεμα ή τα περιφερειακά τους αποθέματα σύμφωνα με αντικειμενικά κριτήρια και κατά τρόπο ώστε να διασφαλίζεται η ίση μεταχείριση των γεωργών και να αποφεύγονται οι στρεβλώσεις της αγοράς και του ανταγωνισμού.

[…]

6.   Τα κράτη μέλη χρησιμοποιούν το εθνικό τους απόθεμα ή τα περιφερειακά τους αποθέματα για τη χορήγηση δικαιωμάτων ενίσχυσης, κατά προτεραιότητα, σε γεωργούς νεαρής ηλικίας και σε γεωργούς που αρχίζουν τη γεωργική τους δραστηριότητα.

[…]

11.   Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

α)

ως “γεωργοί νεαρής ηλικίας” νοούνται οι γεωργοί οι οποίοι πληρούν τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 50 παράγραφος 2 και, κατά περίπτωση, τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 50 παράγραφοι 3 και 11·

[…]».

4

Κατά το άρθρο 50, παράγραφος 2, του ίδιου κανονισμού:

«Για τους σκοπούς του παρόντος κεφαλαίου, ως “γεωργοί νεαρής ηλικίας” νοούνται τα φυσικά πρόσωπα:

α)

που δημιουργούν για πρώτη φορά γεωργική εκμετάλλευση ως επικεφαλής της εκμετάλλευσης ή τα οποία έχουν ήδη εγκατασταθεί κατά τη διάρκεια των πέντε ετών που προηγούνται της πρώτης υποβολής αίτησης για το καθεστώς βασικής ενίσχυσης ή το καθεστώς ενιαίας στρεμματικής ενίσχυσης όπως προβλέπεται στο άρθρο [72] παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1306/2013 [του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Δεκεμβρίου 2013, σχετικά με τη χρηματοδότηση, τη διαχείριση και την παρακολούθηση της κοινής γεωργικής πολιτικής και την κατάργηση των κανονισμών (ΕΟΚ) αριθ. 352/78, (ΕΚ) αριθ. 165/94, (ΕΚ) αριθ. 2799/98, (ΕΚ) αριθ. 814/2000, (ΕΚ) αριθ. 1290/2005 και (ΕΚ) αριθ. 485/2008 του Συμβουλίου (ΕΕ 2013, L 347, σ. 549)]· και

β)

που είναι ηλικίας έως 40 ετών κατά το έτος υποβολής της αίτησης που προβλέπεται στο στοιχείο α).»

Το ολλανδικό δίκαιο

5

Το άρθρο 2.1 της Uitvoeringsregeling rechtstreekse betalingen GLB (υπουργικής απόφασης για την εκτέλεση της ΚΓΠ όσον αφορά τις άμεσες ενισχύσεις και την πολλαπλή συμμόρφωση), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης, όριζε τα εξής:

«1.   Κατόπιν αιτήσεως του γεωργού, ο Υπουργός του χορηγεί δικαιώματα ενίσχυσης σύμφωνα με […] το άρθρο 30, παράγραφος 4, του [κανονισμού 1307/2013].

2.   Ο Υπουργός χορηγεί άμεσες ενισχύσεις όσον αφορά:

a.

το καθεστώς βασικής ενίσχυσης σύμφωνα με το άρθρο 32 του [κανονισμού 1307/2013]·

b.

την ενίσχυση για γεωργούς που εφαρμόζουν γεωργικές πρακτικές επωφελείς για το κλίμα και το περιβάλλον·

c.

την ενίσχυση για γεωργούς νεαρής ηλικίας·

[…]».

6

Το άρθρο 4.2 της ως άνω υπουργικής απόφασης, όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης, όριζε τα εξής:

«1.   Ο γεωργός που προβάλλει αξιώσεις για άμεσες ενισχύσεις κατά την έννοια του άρθρου 2.1, παράγραφος 2, χρησιμοποιεί, για την αίτηση δικαιωμάτων ενίσχυσης καθώς και την ενεργοποίηση των δικαιωμάτων ενίσχυσης και για την αίτηση πληρωμών, ενιαία αίτηση.

[…]

3.   Με την επιφύλαξη της εφαρμογής του άρθρου 12, πρώτο εδάφιο, του [κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 640/2014 της Επιτροπής, της 11ης Μαρτίου 2014, για τη συμπλήρωση του κανονισμού [1306/2013] όσον αφορά το ολοκληρωμένο σύστημα διαχείρισης και ελέγχου και τους όρους απόρριψης ή ανάκτησης πληρωμών καθώς και τις διοικητικές κυρώσεις που εφαρμόζονται στις άμεσες ενισχύσεις, τη στήριξη της αγροτικής ανάπτυξης και την πολλαπλή συμμόρφωση (ΕΕ 2014, L 181, σ. 48)], η ενιαία αίτηση υποβάλλεται στον Υπουργό κατά την περίοδο [που περιλαμβάνεται] μεταξύ της 1ης Μαρτίου και της 15ης Μαΐου.»

Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

7

Η Sense, ομόρρυθμη εταιρία αποτελούμενη από δύο εταίρους, τους A και B, διατηρεί από το 2017 χοιροτροφική μονάδα. Στις 21 Ιανουαρίου 2018 η Α συμπλήρωσε το 41ο έτος της ηλικίας της.

8

Η Sense απευθύνθηκε στην RVO, την υπηρεσία που είναι επιφορτισμένη με την εφαρμογή της κοινής γεωργικής πολιτικής στις Κάτω Χώρες, ζητώντας πληροφορίες σχετικά με τη δυνατότητα απόκτησης δικαιωμάτων ενίσχυσης από το Nationale reserve voor Jonge landbouwers (απόθεμα για γεωργούς νεαρής ηλικίας, Κάτω Χώρες) (στο εξής: εθνικό απόθεμα). Σε τηλεφωνικές συνομιλίες που πραγματοποιήθηκαν στις 15 Μαρτίου 2018, στις 5 Απριλίου 2018 και στις 9 Ιανουαρίου 2019, συνεργάτες της RVO επισήμαναν στην Α ότι μπορούσε να αποκτήσει δικαιώματα ενίσχυσης από το ως άνω εθνικό απόθεμα, διότι σε κάποια χρονική στιγμή εντός του 2018 είχε ηλικία κάτω των 41 ετών. Η πληροφορία αυτή επιβεβαιώθηκε με ηλεκτρονικό μήνυμα που απέστειλε συνεργάτης της RVO στη Sense στις 15 Ιανουαρίου 2019.

9

Στις 5 Απριλίου 2018 η Sense υπέβαλε ενιαία δήλωση, με την οποία ζήτησε, αφενός, τη χορήγηση δικαιωμάτων ενίσχυσης από το εθνικό απόθεμα, με την αιτιολογία ότι η Α ήταν γεωργός νεαρής ηλικίας, και, αφετέρου, την καταβολή των δικαιωμάτων ενίσχυσης, της ενίσχυσης οικολογικού προσανατολισμού και της πρόσθετης ενίσχυσης γεωργών νεαρής ηλικίας.

10

Με αποφάσεις της 2ας και της 4ης Ιανουαρίου 2019, ο Υπουργός απέρριψε τις αιτήσεις αυτές.

11

Η Sense υπέβαλε διοικητικές ενστάσεις κατά των ως άνω αποφάσεων, οι οποίες απορρίφθηκαν με απόφαση του Υπουργού της 22ας Μαρτίου 2019. Κατά τον Υπουργό, η Sense δεν είχε δικαίωμα να λάβει δικαιώματα ενίσχυσης από το εθνικό απόθεμα. Δεδομένου ότι η Α ήταν άνω των 40 ετών κατά τη διάρκεια του 2018, δεν πληρούσε την προϋπόθεση ηλικίας που προβλέπει το άρθρο 50, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1307/2013. Καθόσον δεν διέθετε δικαιώματα ενίσχυσης στις 15 Μαΐου 2018, η Sense δεν μπορούσε να επιτύχει την καταβολή των δικαιωμάτων ενίσχυσης, της ενίσχυσης οικολογικού προσανατολισμού και της πρόσθετης ενίσχυσης γεωργών νεαρής ηλικίας.

12

Η Sense άσκησε προσφυγή-αγωγή ενώπιον του College van Beroep voor het bedrijfsleven (διοικητικού εφετείου αρμόδιου επί οικονομικών υποθέσεων, Κάτω Χώρες), το οποίο είναι το αιτούν δικαστήριο, με αίτημα την ακύρωση της απόφασης της 22ας Μαρτίου 2019 και την καταβολή αποζημίωσης για την οικονομική ζημία που ισχυρίζεται ότι υπέστη.

13

Το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης αφορά όχι τη χορήγηση δικαιωμάτων ενίσχυσης από το εθνικό απόθεμα, αλλά το ζήτημα αν ο Υπουργός, αρνούμενος να αποζημιώσει τη Sense, ενήργησε κατά παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.

14

Συναφώς, είναι αναμφισβήτητο ότι το 2018 η Sense δεν μπορούσε να λάβει δικαιώματα ενίσχυσης από το εθνικό απόθεμα, στο μέτρο που η A, δηλωθείσα ως γεωργός νεαρής ηλικίας, δεν πληρούσε την προϋπόθεση ηλικίας του άρθρου 50, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1307/2013.

15

Τούτου λεχθέντος, το αιτούν δικαστήριο είναι της γνώμης ότι οι πληροφορίες που παρέσχε η RVO στη Sense κατά τις τηλεφωνικές συνομιλίες της 15ης Μαρτίου και της 5ης Απριλίου 2018 μπορούσαν ευλόγως να της δημιουργήσουν την πεποίθηση ότι είχε τη δυνατότητα να λάβει τέτοια δικαιώματα παρά το γεγονός ότι η A είχε συμπληρώσει το 41ο έτος της ηλικίας της κατά τη διάρκεια του 2018. Συγκεκριμένα, στηριζόμενη στις πληροφορίες αυτές, η Sense ζήτησε τη χορήγηση δικαιωμάτων ενίσχυσης από το εθνικό απόθεμα για το έτος 2018 και παραιτήθηκε από την αγορά δικαιωμάτων ενίσχυσης. Ως εκ τούτου, στερήθηκε την καταβολή της βασικής ενίσχυσης και της ενίσχυσης οικολογικού προσανατολισμού για το έτος 2018, ενώ οι ενισχύσεις αυτές θα μπορούσαν να της έχουν χορηγηθεί αν είχε αγοράσει δικαιώματα ενίσχυσης. Επομένως, η Sense υπέστη ζημία αντίστοιχη προς την απώλεια των εν λόγω ενισχύσεων, αφαιρουμένου του κόστους αγοράς των δικαιωμάτων ενίσχυσης.

16

Το αιτούν δικαστήριο υπογραμμίζει ότι, λαμβανομένου υπόψη ότι η χορήγηση των δικαιωμάτων ενίσχυσης και η καταβολή των άμεσων ενισχύσεων εμπίπτουν στην άμεση εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης, πρέπει να εφαρμοστεί η αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης που αναγνωρίζεται από το δίκαιο της Ένωσης. Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου όμως, επίκληση της αρχής αυτής δεν χωρεί έναντι σαφούς διάταξης του δικαίου της Ένωσης. Δεδομένου ότι το άρθρο 50, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1307/2013 αποτελεί σαφή διάταξη, η συμπεριφορά των συνεργατών της RVO δεν μπορούσε να δημιουργήσει στη Sense δικαιολογημένη εμπιστοσύνη ότι θα τύγχανε μεταχείρισης αντίθετης προς το δίκαιο της Ένωσης.

17

Το εν λόγω δικαστήριο συνάγει από τη νομολογία του Δικαστηρίου ότι, όταν, στο πλαίσιο της εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης, τα κράτη μέλη οφείλουν να τηρούν την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης που αναγνωρίζεται από το δίκαιο της Ένωσης, δεν υπάρχει καμία δυνατότητα να εφαρμοστεί επιπλέον η αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης που αναγνωρίζεται από το εθνικό δίκαιο. Ως εκ τούτου, η Sense δεν μπορεί να επικαλεστεί την αρχή αυτή προκειμένου να επιτύχει τη χορήγηση των δικαιωμάτων ενίσχυσης από το εθνικό απόθεμα.

18

Αντιθέτως, τίθεται το ζήτημα αν η εν λόγω νομολογία συνεπάγεται επίσης ότι η Sense δεν μπορεί να επικαλεστεί την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης που αναγνωρίζεται από το εθνικό δίκαιο ούτε για να λάβει αποζημίωση προς αποκατάσταση της ζημίας που προκλήθηκε από το γεγονός ότι, συνεπεία των εσφαλμένων πληροφοριών που της παρασχέθηκαν, ζήτησε τη χορήγηση δικαιωμάτων ενίσχυσης από το εθνικό απόθεμα αντί να αγοράσει δικαιώματα ενίσχυσης. Κατά το αιτούν δικαστήριο, το Δικαστήριο δεν έχει ακόμη αποφανθεί επί του ζητήματος αυτού.

19

Υπό τις συνθήκες αυτές, το College van Beroep voor het bedrijfsleven (διοικητικό εφετείο αρμόδιο επί οικονομικών υποθέσεων) αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Απαγορεύει το δίκαιο της Ένωσης να εκτιμάται με βάση την εθνικού δικαίου αρχή περί προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης το ζήτημα αν εθνικός διοικητικός φορέας δημιούργησε εμπιστοσύνη η οποία αντιβαίνει σε διάταξη του δικαίου της Ένωσης και ως εκ τούτου ενήργησε παρανόμως μη αποκαθιστώντας, κατά παραβίαση του εθνικού δικαίου, τη ζημία που υπέστη εκ του λόγου αυτού ο ενδιαφερόμενος, εφόσον ο τελευταίος δεν μπορεί να επικαλεστεί λυσιτελώς την αρχή του δικαίου της Ένωσης περί προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης λόγω της ύπαρξης σαφούς διάταξης του δικαίου της Ένωσης;»

Επί του παραδεκτού της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως

20

Η Sense αμφισβητεί το παραδεκτό της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως. Αφενός, διερωτάται, κατ’ ουσίαν, ως προς τη λυσιτέλεια των παραπομπών του αιτούντος δικαστηρίου στην αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, δεδομένου ότι, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, είναι αναμφισβήτητο ότι δεν μπορεί να αντλήσει κανένα δικαίωμα από εμπιστοσύνη που δημιούργησε η εθνική διοικητική αρχή κατά παραβίαση του δικαίου της Ένωσης. Αφετέρου, παρατηρεί ότι το αιτούν δικαστήριο παραλείπει κάθε αναφορά στην αρχή της αναλογικότητας, βάσει της οποίας θα μπορούσε, ωστόσο, να θεμελιωθεί αποκατάσταση της προβαλλόμενης ζημίας.

21

Από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι, στο πλαίσιο της συνεργασίας μεταξύ του Δικαστηρίου και των εθνικών δικαστηρίων, όπως αυτή καθιερώνεται στο άρθρο 267 ΣΛΕΕ, ο εθνικός δικαστής, ο οποίος έχει επιληφθεί της διαφοράς και φέρει την ευθύνη για τη δικαστική απόφαση που πρόκειται να εκδοθεί, είναι αποκλειστικώς αρμόδιος να εκτιμήσει, με γνώμονα τις ιδιαιτερότητες της υπόθεσης, τόσο αν η προδικαστική απόφαση είναι αναγκαία για την έκδοση της δικής του αποφάσεως όσο και αν τα ερωτήματα που υποβάλλει στο Δικαστήριο είναι λυσιτελή. Κατά συνέπεια, εφόσον τα υποβληθέντα ερωτήματα αφορούν την ερμηνεία ή το κύρος κανόνα του δικαίου της Ένωσης, το Δικαστήριο υποχρεούται κατ’ αρχήν να απαντήσει (πρβλ. αποφάσεις της 1ης Οκτωβρίου 2019, Blaise κ.λπ., C‑616/17, EU:C:2019:800, σκέψη 34 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 16ης Οκτωβρίου 2019, Agrárminiszter, C‑490/18, EU:C:2019:863, σκέψη 20 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

22

Από τα ανωτέρω έπεται ότι τα σχετικά με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ερωτήματα που υπέβαλε το εθνικό δικαστήριο, εντός του πραγματικού και κανονιστικού πλαισίου το οποίο αυτό προσδιορίζει με δική του ευθύνη και την ακρίβεια του οποίου δεν οφείλει να ελέγξει το Δικαστήριο, θεωρούνται κατά τεκμήριο λυσιτελή. Το Δικαστήριο μπορεί να απορρίψει αίτηση εθνικού δικαστηρίου για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως μόνον όταν είναι πρόδηλο ότι η ζητούμενη ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ουδεμία σχέση έχει με το υποστατό ή το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, όταν το πρόβλημα είναι υποθετικής φύσεως ή ακόμη όταν το Δικαστήριο δεν έχει στη διάθεσή του τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που του είναι αναγκαία για να δώσει χρήσιμη απάντηση στα υποβληθέντα ερωτήματα (πρβλ. αποφάσεις της1ης Οκτωβρίου 2019, Blaise κ.λπ., C‑616/17, EU:C:2019:800, σκέψη 35 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 16ης Οκτωβρίου 2019, Agrárminiszter, C‑490/18, EU:C:2019:863, σκέψη 21 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

23

Εν προκειμένω, από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως προκύπτει ότι το αιτούν δικαστήριο διερωτάται ως προς την ερμηνεία των γενικών αρχών του δικαίου της Ένωσης, και ειδικότερα της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, προκειμένου να κρίνει αν η αρχή αυτή αντιτίθεται στην εκ μέρους ιδιώτη επίκληση αποκλειστικά και μόνον της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης που αναγνωρίζεται από το εθνικό δίκαιο.

24

Επομένως, η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως είναι παραδεκτή.

Επί του προδικαστικού ερωτήματος

25

Με το ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το δίκαιο της Ένωσης και, ειδικότερα, η αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης έχουν την έννοια ότι αποκλείουν τη δυνατότητα του διοικούμενου να επιτύχει, δυνάμει της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης που αναγνωρίζεται από το εθνικό δίκαιο και βάσει μόνον του εθνικού δικαίου, να του καταβληθεί αποζημίωση λόγω ζημίας οφειλόμενης στην εκ μέρους εθνικής αρχής εσφαλμένη ερμηνεία σαφούς διάταξης του δικαίου της Ένωσης.

26

Πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης αποτελεί μέρος της έννομης τάξης της Ένωσης και δεσμεύει κάθε εθνική αρχή επιφορτισμένη με την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης (πρβλ. αποφάσεις της 26ης Απριλίου 1988, Krücken, 316/86, EU:C:1988:201, σκέψη 22, και της 7ης Αυγούστου 2018, Ministru kabinets, C‑120/17, EU:C:2018:638, σκέψη 48).

27

Επομένως, κατά την εφαρμογή των διατάξεων του κανονισμού 1307/2013, οι εθνικές αρχές οφείλουν να τηρούν την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.

28

Ωστόσο, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, επίκληση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης δεν χωρεί έναντι σαφούς διάταξης του δικαίου της Ένωσης, η δε αντίθετη προς το δίκαιο της Ένωσης συμπεριφορά εθνικής αρχής επιφορτισμένης με την εφαρμογή του δικαίου αυτού δεν μπορεί να θεμελιώσει την ύπαρξη δικαιολογημένης εμπιστοσύνης εκ μέρους του επιχειρηματία ότι θα τύχει μεταχείρισης αντίθετης προς το δίκαιο της Ένωσης (αποφάσεις της 26ης Απριλίου 1988, Krücken, 316/86, EU:C:1988:201, σκέψη 24, της 20ής Ιουνίου 2013, Agroferm, C‑568/11, EU:C:2013:407, σκέψη 52 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, καθώς και της 20ής Δεκεμβρίου 2017, Erzeugerorganisation Tiefkühlgemüse, C‑516/16, EU:C:2017:1011, σκέψη 69).

29

Επομένως, ο διοικούμενος δεν μπορεί να επικαλεστεί την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του δικαίου της Ένωσης ή αντίστοιχή της του εθνικού δικαίου προκειμένου να του χορηγηθεί πλεονέκτημα αντίθετο προς σαφή διάταξη του δικαίου της Ένωσης.

30

Πράγματι, η επίκληση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης που αναγνωρίζεται από το εθνικό δίκαιο για την απόκτηση πλεονεκτήματος αντίθετου προς το δίκαιο της Ένωσης θα μπορούσε, όπως επισήμανε η γενική εισαγγελέας στα σημεία 27 έως 30 των προτάσεών της, να υπονομεύσει την υπεροχή, την αποτελεσματικότητα και την ομοιόμορφη εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης στο σύνολο των κρατών μελών, να προκαλέσει στρεβλώσεις του ανταγωνισμού μεταξύ των κρατών μελών εντός της εσωτερικής αγοράς και, στην περίπτωση χρηματοδότησης του εν λόγω πλεονεκτήματος από τον προϋπολογισμό της Ένωσης, να βλάψει τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης.

31

Εν προκειμένω, από τις διευκρινίσεις που παρέσχε το αιτούν δικαστήριο προκύπτει ότι η Sense ζήτησε, για το έτος 2018, τη χορήγηση δικαιωμάτων ενίσχυσης από το εθνικό απόθεμα στους «γεωργούς νεαρής ηλικίας», κατά την έννοια του άρθρου 50, παράγραφος 2, του κανονισμού 1307/2013.

32

Η διάταξη αυτή εξαρτά τον χαρακτηρισμό ενός γεωργού ως «γεωργού νεαρής ηλικίας», μεταξύ άλλων, από προϋπόθεση ηλικίας σύμφωνα με την οποία ο χαρακτηρισμός αυτός επιφυλάσσεται στα φυσικά πρόσωπα «που είναι ηλικίας έως 40 ετών κατά το έτος» της πρώτης υποβολής αίτησης στο πλαίσιο του καθεστώτος βασικής ενίσχυσης ή του καθεστώτος ενιαίας στρεμματικής ενίσχυσης.

33

Επομένως, από το γράμμα της εν λόγω διάταξης προκύπτει με απόλυτη σαφήνεια ότι η εν λόγω προϋπόθεση ηλικίας απαιτεί ο ενδιαφερόμενος να μην έχει συμπληρώσει το 41ο έτος της ηλικίας του σε καμία χρονική στιγμή του έτους της πρώτης αίτησης.

34

Ως εκ τούτου, και όπως εξάλλου συμφωνούν το αιτούν δικαστήριο, οι διάδικοι της κύριας δίκης και οι ενδιαφερόμενοι που κατέθεσαν παρατηρήσεις ενώπιον του Δικαστηρίου, το άρθρο 50, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1307/2013, καθόσον θέτει προϋπόθεση ηλικίας, συνιστά σαφή διάταξη του δικαίου της Ένωσης, κατά την έννοια της νομολογίας που υπομνήσθηκε στη σκέψη 28 της παρούσας απόφασης.

35

Επομένως, ένας γεωργός ο οποίος δεν πληροί την προϋπόθεση ηλικίας του άρθρου 50, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1307/2013 δεν μπορεί να επικαλεστεί την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης έναντι της διάταξης αυτής, με σκοπό τη χορήγηση δικαιωμάτων ενίσχυσης από το εθνικό απόθεμα και τη χορήγηση ενισχύσεων βάσει των δικαιωμάτων αυτών.

36

Αντιθέτως, το δίκαιο της Ένωσης δεν αποκλείει τη δυνατότητα του εν λόγω γεωργού να ασκήσει προσφυγή-αγωγή αποζημίωσης αποκλειστικά βάσει του εθνικού δικαίου, με αίτημα όχι τη χορήγηση πλεονεκτήματος αντίθετου προς το δίκαιο της Ένωσης, αλλά την αποκατάσταση της ζημίας την οποία ο ως άνω ισχυρίζεται ότι του προκάλεσε η εθνική αρχή που είναι επιφορτισμένη με την εφαρμογή των διατάξεων του κανονισμού 1307/2013 κατά παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης που αναγνωρίζεται από το εθνικό δίκαιο, εφόσον η εθνική αυτή αρχή του παρέσχε εσφαλμένες πληροφορίες ως προς την ερμηνεία των συγκεκριμένων διατάξεων (βλ., κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις της 27ης Σεπτεμβρίου 1988, Αστερίς κ.λπ., 106/87 έως 120/87, EU:C:1988:457, σκέψεις 19 και 20, καθώς και της 16ης Ιουλίου 1992, Belovo, C‑187/91, EU:C:1992:333, σκέψη 20).

37

Πράγματι, ενώ οι προϋποθέσεις για τη χορήγηση στους γεωργούς νεαρής ηλικίας δικαιωμάτων ενίσχυσης από το εθνικό απόθεμα και τη χορήγηση ενισχύσεων βάσει των εν λόγω δικαιωμάτων ενίσχυσης διέπονται από τις διατάξεις του κανονισμού 1307/2013, μια τέτοια προσφυγή-αγωγή αποζημίωσης έχει την αποκλειστική της βάση στο εθνικό δίκαιο του οικείου κράτους μέλους.

38

Δεν μπορεί, προφανώς, να θεωρηθεί αντίθετο προς το δίκαιο της Ένωσης το γεγονός ότι το εθνικό δίκαιο, όσον αφορά την αποκατάσταση ζημίας προκληθείσας από συμπεριφορά καταλογιστέα στην εθνική αρχή που είναι επιφορτισμένη με την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης, ενδέχεται να λαμβάνει υπόψη την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης που αναγνωρίζεται από το εθνικό δίκαιο.

39

Τούτου δοθέντος, η αρχή κατά την οποία η εφαρμογή του εθνικού δικαίου δεν πρέπει να θίγει την εφαρμογή και την αποτελεσματικότητα του δικαίου της Ένωσης επιτάσσει να λαμβάνεται πλήρως υπόψη το συμφέρον της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά την εφαρμογή της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης που αναγνωρίζεται από το εθνικό δίκαιο (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 13ης Μαρτίου 2008, Vereniging Nationaal Overlegorgaan Sociale Werkvoorziening κ.λπ., C‑383/06 έως C‑385/06, EU:C:2008:165, σκέψη 55 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

40

Τούτο συνεπάγεται, όπως εξέθεσε κατ’ ουσίαν η γενική εισαγγελέας στα σημεία 36 έως 44 των προτάσεών της, ότι η αποζημίωση που μπορεί να επιδικαστεί με την ευδοκίμηση μιας τέτοιας προσφυγής-αγωγής στηριζόμενης στο εθνικό δίκαιο δεν πρέπει να ισοδυναμεί με χορήγηση πλεονεκτήματος αντίθετου προς το δίκαιο της Ένωσης, ότι δεν μπορεί να επιβαρύνει τον προϋπολογισμό της Ένωσης και ότι δεν πρέπει να είναι ικανή να προκαλέσει στρεβλώσεις του ανταγωνισμού μεταξύ των κρατών μελών.

41

Υπό την επιφύλαξη της εκτίμησης του αιτούντος δικαστηρίου σχετικά με τις ως άνω προϋποθέσεις για τις ανάγκες της διαφοράς της κύριας δίκης, πρέπει να επισημανθεί ότι οι εν λόγω προϋποθέσεις φαίνεται να πληρούνται στην περίπτωση προσφυγής-αγωγής αποζημίωσης με την οποία, υπό τις περιστάσεις που εκτίθενται στη σκέψη 36 της παρούσας απόφασης, ζητείται αποκλειστικώς και μόνον η αποκατάσταση ζημίας αντίστοιχης, κατ’ ουσίαν, προς το ποσό των άμεσων ενισχύσεων που θα μπορούσαν να έχουν χορηγηθεί σε γεωργό εάν αυτός είχε αγοράσει δικαιώματα ενίσχυσης, αφαιρουμένου του κόστους αγοράς των εν λόγω δικαιωμάτων ενίσχυσης, ενώ ο γεωργός δεν προέβη σε τέτοια αγορά λόγω εσφαλμένων πληροφοριών που του παρέσχε η αρμόδια εθνική αρχή.

42

Επιπλέον, όπως υπογραμμίζουν η Ολλανδική Κυβέρνηση και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και όπως εξέθεσε η γενική εισαγγελέας στο σημείο 39 των προτάσεών της, προσφυγές-αγωγές αποζημίωσης που ασκούνται βάσει του εθνικού δικαίου και βασίζονται στην παράνομη συμπεριφορά μιας εθνικής αρχής επιβαρύνουν αποκλειστικά τον εθνικό προϋπολογισμό. Συνεπώς, μια τέτοια προσφυγή-αγωγή δεν δύναται να έχει δυσμενείς επιπτώσεις στα κονδύλια του προϋπολογισμού της Ένωσης ή να επηρεάσει τα οικονομικά της συμφέροντα.

43

Επομένως, μια τέτοια προσφυγή-αγωγή μπορεί να πληροί τις τρεις προϋποθέσεις που μνημονεύονται στη σκέψη 40 της παρούσας απόφασης, δεδομένου ότι δεν μπορεί να καταλήξει ούτε στη χορήγηση των δικαιωμάτων ενίσχυσης από το εθνικό απόθεμα βάσει του κανονισμού 1307/2013 ούτε στη χορήγηση ενίσχυσης κατ’ εφαρμογήν του κανονισμού αυτού, ούτε άλλωστε θίγει με οποιονδήποτε άλλον τρόπο τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης.

44

Υπό το πρίσμα του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, στο υποβληθέν ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το δίκαιο της Ένωσης και, ειδικότερα, η αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης έχουν την έννοια ότι δεν αποκλείουν τη δυνατότητα του διοικούμενου να επιτύχει, δυνάμει της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης που αναγνωρίζεται από το εθνικό δίκαιο και βάσει μόνον του εθνικού δικαίου, να του καταβληθεί αποζημίωση λόγω ζημίας οφειλόμενης στην εκ μέρους εθνικής αρχής εσφαλμένη ερμηνεία σαφούς διάταξης του δικαίου της Ένωσης, υπό τον όρο ότι η αποζημίωση αυτή δεν ισοδυναμεί με χορήγηση πλεονεκτήματος αντίθετου προς το δίκαιο της Ένωσης, δεν επιβαρύνει τον προϋπολογισμό της Ένωσης και δεν είναι ικανή να προκαλέσει στρεβλώσεις του ανταγωνισμού μεταξύ των κρατών μελών.

Επί των δικαστικών εξόδων

45

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους των κύριων δικών τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) αποφαίνεται:

 

Το δίκαιο της Ένωσης και, ειδικότερα, η αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης έχουν την έννοια ότι δεν αποκλείουν τη δυνατότητα του διοικούμενου να επιτύχει, δυνάμει της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης που αναγνωρίζεται από το εθνικό δίκαιο και βάσει μόνον του εθνικού δικαίου, να του καταβληθεί αποζημίωση λόγω ζημίας οφειλόμενης στην εκ μέρους εθνικής αρχής εσφαλμένη ερμηνεία σαφούς διάταξης του δικαίου της Ένωσης, υπό τον όρο ότι η αποζημίωση αυτή δεν ισοδυναμεί με χορήγηση πλεονεκτήματος αντίθετου προς το δίκαιο της Ένωσης, δεν επιβαρύνει τον προϋπολογισμό της Ένωσης και δεν είναι ικανή να προκαλέσει στρεβλώσεις του ανταγωνισμού μεταξύ των κρατών μελών.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική.