ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα)

της 10ης Μαρτίου 2022 ( *1 )

«Αίτηση αναιρέσεως – Κρατικές ενισχύσεις – Ενίσχυση υπέρ του γερμανικού γαλακτοκομικού τομέα – Χρηματοδότηση των ελέγχων ποιότητας του γάλακτος – Άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ – Απόφαση περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας έρευνας – Κανονισμός 659/1999 – Άρθρο 6, παράγραφος 1 – Υποχρέωση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να παραθέτει συνοπτικώς στην απόφαση αυτή τα κρίσιμα πραγματικά και νομικά στοιχεία – Περιεχόμενο – Δικαιώματα συμμετοχής των ενδιαφερομένων στη διοικητική διαδικασία – Παράβαση ουσιώδους τύπου – Συνέπειες επί της νομιμότητας της τελικής αποφάσεως»

Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C‑167/19 P και C‑171/19 P,

με αντικείμενο δύο αιτήσεις αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που ασκήθηκαν στις 22 Φεβρουαρίου 2019,

Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τις K. Herrmann και P. Němečková και τον T. Maxian Rusche,

αναιρεσείουσα στις υποθέσεις C‑167/19 P και C‑171/19 P,

όπου οι έτεροι διάδικοι είναι οι:

Freistaat Bayern, εκπροσωπούμενο από τους U. Soltész και H. Weiß, Rechtsanwälte,

προσφεύγον πρωτοδίκως στην υπόθεση C‑167/19 P,

Interessengemeinschaft privater Milchverarbeiter Bayerns eV, με έδρα το Mertingen (Γερμανία),

Genossenschaftsverband Bayern eV, με έδρα το Μόναχο (Γερμανία),

Verband der Bayerischen Privaten Milchwirtschaft eV, με έδρα το Μόναχο,

εκπροσωπούμενες από τους C. Bittner και M. N. Langhans, Rechtsanwälte,

προσφεύγουσες πρωτοδίκως στην υπόθεση C‑171/19 P,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),

συγκείμενο από τους K. Jürimäe, πρόεδρο του τρίτου τμήματος, προεδρεύουσα του τετάρτου τμήματος, S. Rodin και N. Piçarra (εισηγητή), δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: E. Tanchev

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 15ης Ιουλίου 2021,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Με τις αιτήσεις αναιρέσεως, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζητεί την αναίρεση των αποφάσεων του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 12ης Δεκεμβρίου 2018, Freistaat Bayern κατά Επιτροπής (T‑683/15, στο εξής: πρώτη αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, EU:T:2018:916), και της 12ης Δεκεμβρίου 2018, Interessengemeinschaft privater Milchverarbeiter Bayerns κ.λπ. κατά Επιτροπής (T‑722/15 έως T‑724/15, μη δημοσιευθείσα, στο εξής: δεύτερη αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, EU:T:2018:920), με τις οποίες το Γενικό Δικαστήριο δέχθηκε τις προσφυγές που είχαν ασκήσει, αντιστοίχως, το Freistaat Bayern (ομόσπονδο κράτος της Βαυαρίας, Γερμανία) (υπόθεση C‑167/19 P) και οι Interessengemeinschaft privater Milchverarbeiter Bayerns eV, Genossenschaftsverband Bayern eV και Verband der Bayerischen Privaten Milchwirtschaft eV (υπόθεση C‑171/19 P) (στο εξής: λοιπές αναιρεσίβλητες), με αίτημα τη μερική ακύρωση της αποφάσεως (ΕΕ) 2015/2432 της Επιτροπής, της 18ης Σεπτεμβρίου 2015, σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις που χορηγούνται από τη Γερμανία για ελέγχους ποιότητας του γάλακτος στο πλαίσιο του [ομοσπονδιακού γερμανικού] νόμου για το γάλα και το λίπος SA.35484 (2013/C) [πρώην SA.35484 (2012/NN)] (ΕΕ 2015, L 334, σ. 23) (στο εξής: επίμαχη απόφαση).

Το νομικό πλαίσιο

Το δίκαιο της Ένωσης

2

Ο κανονισμός (ΕΚ) 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου 93 της Συνθήκης ΕΚ (ΕΕ 1999, L 83, σ. 1), ο οποίος τυγχάνει εφαρμογής ratione temporis στην υπό κρίση διαφορά, όριζε στις αιτιολογικές σκέψεις 8 και 16 τα εξής:

«(8)

[…] σε όλες τις περιπτώσεις κατά τις οποίες, συνεπεία της προκαταρκτικής εξέτασης, η Επιτροπή δεν μπορεί να διαπιστώσει ότι η ενίσχυση είναι συμβιβάσιμη με την κοινή αγορά, θα πρέπει να κινείται η επίσημη διαδικασία έρευνας, προκειμένου να μπορεί η Επιτροπή να συγκεντρώσει όλες τις πληροφορίες που χρειάζεται για να εκτιμήσει το συμβατό της ενίσχυσης και να δίδεται η δυνατότητα στα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλλουν τις παρατηρήσεις τους· […] τα δικαιώματα των ενδιαφερομένων μερών διασφαλίζονται καλύτερα στο πλαίσιο της επίσημης διαδικασίας έρευνας που προβλέπεται βάσει του άρθρου 93, παράγραφος 2, της συνθήκης·

[…]

(16)

[…] είναι σκόπιμο να ορισθούν όλες οι δυνατότητες τις οποίες έχουν τρίτοι να υπερασπίζονται τα συμφέροντά τους στις διαδικασίες για τις κρατικές ενισχύσεις».

3

Το άρθρο 1 του κανονισμού αυτού όριζε τα ακόλουθα:

«Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, νοούνται ως:

[…]

η)

“ενδιαφερόμενο μέρος”: κάθε κράτος μέλος και κάθε πρόσωπο, επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων των οποίων τα συμφέροντα μπορεί να θιγούν από τη χορήγηση μιας ενίσχυσης, και ιδίως ο δικαιούχος της ενίσχυσης, οι ανταγωνιστικές επιχειρήσεις και οι επαγγελματικές ενώσεις.»

4

Το άρθρο 6 του εν λόγω κανονισμού, το οποίο έφερε τον τίτλο «Επίσημη διαδικασία έρευνας», προέβλεπε στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Στην απόφαση για κίνηση επίσημης διαδικασίας έρευνας, η Επιτροπή αναφέρει συνοπτικά τα σημαντικότερα πραγματικά και νομικά ζητήματα, προβαίνει σε προσωρινή εκτίμηση σχετικά με το χαρακτήρα του σχεδιαζόμενου μέτρου ως ενίσχυσης και εκθέτει τις αμφιβολίες της για το συμβατό του μέτρου με την κοινή αγορά. Η απόφαση καλεί το οικείο κράτος μέλος και τα άλλα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν παρατηρήσεις εντός ορισμένης προθεσμίας, η οποία συνήθως δεν υπερβαίνει τον ένα μήνα. Σε δεόντως δικαιολογημένες περιπτώσεις, η Επιτροπή μπορεί να παρατείνει την ταχθείσα προθεσμία.»

5

Το άρθρο 13 του ίδιου κανονισμού, το οποίο έφερε τον τίτλο «Αποφάσεις της Επιτροπής», όριζε στην παράγραφο 1 τα ακόλουθα:

«[…] Στην περίπτωση απόφασης για κίνηση επίσημης διαδικασίας έρευνας, η διαδικασία περατώνεται με απόφαση βάσει του άρθρου 7. […]»

Το γερμανικό δίκαιο

6

Το άρθρο 22, παράγραφος 1, του Gesetz über den Verkehr mit Milch, Milcherzeugnissen und Fetten 1952 (νόμου του 1952 για το γάλα και το λίπος) (BGBl. 1952 I, σ. 811), όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 397 της κανονιστικής αποφάσεως της 31ης Αυγούστου 2015 (BGBl. 2015 I, σ. 1474) (στο εξής: MFG), εξουσιοδοτεί τις κυβερνήσεις των Länder [ομόσπονδων κρατών] να θεσπίζουν, κατόπιν διαβουλεύσεως με την οικεία ένωση, η οποία αποτελείται από επιχειρήσεις του γαλακτοκομικού τομέα και από καταναλωτές που προασπίζουν από κοινού τα οικονομικά συμφέροντά τους, ή με τις οικείες επαγγελματικές οργανώσεις, εισφορές προς στήριξη του γαλακτοκομικού τομέα οι οποίες επιβάλλονται από κοινού στα γαλακτοκομεία, στις κεντρικές μονάδες συλλογής γάλακτος ή στα τυροκομεία.

7

Το άρθρο 22, παράγραφοι 2 και 2a, του MFG ορίζει ότι οι πόροι που συλλέγονται βάσει της παραγράφου 1 μπορούν να χρησιμοποιηθούν μόνο για τη χρηματοδότηση των σκοπών που προβλέπει ο συγκεκριμένος νόμος, μεταξύ των οποίων καταλέγονται η βελτίωση και η διασφάλιση της ποιότητας του γάλακτος.

8

Κατά το άρθρο 1, παράγραφος 1, της Milch-Güteverordnung (κανονιστικής αποφάσεως περί της ποιότητας του γάλακτος) της 9ης Ιουλίου 1980 (BGBl. 1980 I, σ. 878) (στο εξής: MGV), όπως τροποποιήθηκε με την κανονιστική απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 2010 (BGBl. 2010 I, σ. 2132), οι αγοραστές του παραδιδομένου γάλακτος έχουν την υποχρέωση να προβαίνουν σε ανάλυση του γάλακτος αυτού, είτε οι ίδιοι είτε μέσω τρίτων.

9

Το άρθρο 1 της Bayerische Milchumlageverordnung (κανονιστικής αποφάσεως του ομόσπονδου κράτους της Βαυαρίας περί της εισφοράς επί του γάλακτος), της 17ης Οκτωβρίου 2007 (BayGVBl. 2007, σ. 727), η οποία εκδόθηκε δυνάμει του άρθρου 22, παράγραφος 1, του MFG, προβλέπει ότι επιβάλλεται στις επιχειρήσεις εκμεταλλεύσεως γαλακτοκομείων εισφορά επί των παραδιδομένων σε αυτές ποσοτήτων νωπού γάλακτος.

10

Κατά το άρθρο 23 της Haushaltsordnung des Freistaates Bayern (κανονιστικής αποφάσεως περί των δημοσίων οικονομικών του ομόσπονδου κράτους της Βαυαρίας), της 8ης Δεκεμβρίου 1971 (BayRS 630‑1‑F), οι δαπάνες και οι πιστώσεις για αναλήψεις υποχρεώσεων που αφορούν παροχές σε εξωτερικούς ως προς την κρατική διοίκηση φορείς για την επίτευξη ορισμένων σκοπών μπορούν να εγγράφονται στον προϋπολογισμό του εν λόγω ομόσπονδου κράτους μόνον εφόσον αυτό έχει υπέρτερο συμφέρον για την επίτευξη του οικείου σκοπού, ο οποίος δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί χωρίς τις αντίστοιχες επιδοτήσεις ή, πάντως, δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί στον απαιτούμενο βαθμό.

11

Το άρθρο 44 της εν λόγω δημοσιονομικής κανονιστικής αποφάσεως του ομόσπονδου κράτους της Βαυαρίας, το οποίο περιλαμβάνεται στο μέρος της III, με τίτλο «Εφαρμογή του προϋπολογισμού», ορίζει ότι οι ανωτέρω επιδοτήσεις καταβάλλονται μόνον υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 23 του εν λόγω κανονισμού.

Το ιστορικό της διαφοράς και η επίμαχη απόφαση

12

Με έγγραφο της 17ης Ιουλίου 2013, η Επιτροπή κοινοποίησε στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας την απόφασή της να κινήσει τη διαδικασία ελέγχου του άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ (στο εξής: απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας) σχετικά με διάφορα μέτρα που είχαν τεθεί σε εφαρμογή σε πλείονα γερμανικά ομόσπονδα κράτη, βάσει της κανονιστικής αποφάσεως περί της ποιότητας του γάλακτος, με σκοπό τη στήριξη του γαλακτοκομικού τομέα. Στην αιτιολογική σκέψη 264 της εν λόγω αποφάσεως, η Επιτροπή, στηριζόμενη στην απόφαση της 21ης Οκτωβρίου 2003, van Calster κ.λπ. (C‑261/01 και C‑262/01, EU:C:2003:571), υπενθύμισε ότι, οσάκις οι κρατικές ενισχύσεις χρηματοδοτούνται μέσω φόρου υπέρ τρίτων, όπως εν προκειμένω, οφείλει να εξετάζει τόσο τις ενισχύσεις όσο και τον τρόπο χρηματοδοτήσεώς τους.

13

Η Επιτροπή διαπίστωσε ότι η επίμαχη ενίσχυση ήταν συμβατή με την εσωτερική αγορά όσον αφορά το χρονικό διάστημα από τις 28 Νοεμβρίου 2001 έως τις 31 Δεκεμβρίου 2006, ενώ διατύπωσε αμφιβολίες όσον αφορά τον συμβατό με την εσωτερική αγορά χαρακτήρα της από την 1η Ιανουαρίου 2007.

14

Με έγγραφο της 20ής Σεπτεμβρίου 2013, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας υπέβαλε τις παρατηρήσεις της επί της αποφάσεως περί κινήσεως της διαδικασίας. Η Επιτροπή έλαβε επίσης επτά έγγραφα παρατηρήσεων από τα ενδιαφερόμενα μέρη. Οι παρατηρήσεις αυτές διαβιβάσθηκαν στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, η οποία έλαβε θέση επ’ αυτών με έγγραφα της 27ης Φεβρουαρίου, της 3ης Μαρτίου και της 3ης Οκτωβρίου 2014. Με έγγραφο της 3ης Δεκεμβρίου 2014, το εν λόγω κράτος μέλος έλαβε θέση επί άλλων συμπληρωματικών παρατηρήσεων που υποβλήθηκαν στις 8 Ιουλίου 2014.

15

Η επίμαχη απόφαση, με ημερομηνία 18 Σεπτεμβρίου 2015, αφορά αποκλειστικώς και μόνον τη χρηματοδότηση των ελέγχων ποιότητας του γάλακτος που διενεργήθηκαν από την 1η Ιανουαρίου 2007 στα ομόσπονδα κράτη της Βάδης-Βυρτεμβέργης και της Βαυαρίας.

16

Κατά πρώτον, η Επιτροπή εξέτασε αν τα έσοδα εκ της εισφοράς επί του γάλακτος αποτελούσαν κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Κατά το εν λόγω θεσμικό όργανο, πρέπει να θεωρηθεί ότι τα συγκεκριμένα έσοδα, ως προς τα οποία το άρθρο 22, παράγραφος 2, σημεία 1 έως 6, του MFG ορίζει τους σκοπούς για τους οποίους μπορούν να χρησιμοποιούνται, τελούν υπό δημόσιο έλεγχο, τα δε μέτρα που χρηματοδοτούνται από τα εν λόγω έσοδα υλοποιούνται μέσω κρατικών πόρων και μπορούν να καταλογισθούν στο κράτος.

17

Κατά δεύτερον, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι τα γαλακτοκομεία του ομόσπονδου κράτους της Βαυαρίας, τα οποία αποτελούν «επιχειρήσεις», κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, έτυχαν επιλεκτικού πλεονεκτήματος μέσω της επιστροφής των δαπανών για τους ελέγχους ποιότητας του γάλακτος τους οποίους οφείλουν να διενεργούν. Στην αιτιολογική σκέψη 145 της επίμαχης αποφάσεως, η Επιτροπή επισήμανε ότι το επίμαχο μέτρο χρηματοδοτείται όχι μόνον από πόρους αντλούμενους από την εισφορά επί του γάλακτος, αλλά και από πρόσθετους πόρους προερχόμενους από τον γενικό προϋπολογισμό του εν λόγω ομόσπονδου κράτους, αποφαινόμενη ότι το όφελος που είχαν τα βαυαρικά γαλακτοκομεία από την κάλυψη του κόστους των ελέγχων ποιότητας του γάλακτος τους οποίους οφείλουν να διενεργούν δεν αντισταθμίζεται κατ’ ανάγκην από τα ποσά που είχαν καταβάλει ως εισφορά επί του γάλακτος.

18

Κατά τρίτον, όσον αφορά την ύπαρξη υφιστάμενης ενισχύσεως, η Επιτροπή υπογράμμισε ότι, εκτός του MFG, ο οποίος δεν θεσπίζει, κατά την άποψή της, το επίμαχο καθεστώς ενισχύσεων, οι γερμανικές αρχές δεν διαβίβασαν κανένα στοιχείο που να καταδεικνύει την ύπαρξη νομικής βάσεως η οποία είχε τεθεί σε ισχύ πριν από το 1958 και εξακολουθούσε να ισχύει κατά το υπό εξέταση χρονικό διάστημα.

19

Κατά τέταρτον, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι οι ενισχύσεις που προορίζονταν για τους τακτικούς ελέγχους γάλακτος δεν πληρούσαν τις προϋποθέσεις του σημείου 109 των κοινοτικών κατευθυντήριων γραμμών για τις κρατικές ενισχύσεις στον τομέα της γεωργίας και δασοκομίας 2007-2013 (ΕΕ 2006, C 319, σ. 1), ερμηνευόμενο σε συνδυασμό με το άρθρο 16, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 1857/2006 της Επιτροπής, της 15ης Δεκεμβρίου 2006, σχετικά με την εφαρμογή των άρθρων [107] και [108 ΣΛΕΕ] στις κρατικές ενισχύσεις προς μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στον τομέα της παραγωγής γεωργικών προϊόντων και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 70/2001 (ΕΕ 2006, L 358, σ. 3), στο οποίο παραπέμπει το ως άνω σημείο 109.

20

Κατά συνέπεια, η Επιτροπή αποφάσισε, με το άρθρο 1 της επίμαχης αποφάσεως, ότι η ενίσχυση που χορήγησε η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας κατά παράβαση του άρθρου 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, για τους ελέγχους ποιότητας του γάλακτος που πραγματοποιήθηκαν μεταξύ άλλων στα ομόσπονδα κράτη της Βάδης-Βυρτεμβέργης και της Βαυαρίας, υπέρ των οικείων επιχειρήσεων του γαλακτοκομικού τομέα των εν λόγω ομόσπονδων κρατών δεν είναι συμβατή με την εσωτερική αγορά από 1ης Ιανουαρίου 2007. Με τα άρθρα 2 και 4 της αποφάσεως αυτής, η Επιτροπή διέταξε την ανάκτηση της ενισχύσεως και καθόρισε τον τρόπο της συγκεκριμένης ανακτήσεως.

Η διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και οι αναιρεσιβαλλόμενες αποφάσεις

21

Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 26 Νοεμβρίου 2015 και στις 4 Δεκεμβρίου 2015, αντιστοίχως, το ομόσπονδο κράτος της Βαυαρίας και οι λοιπές αναιρεσίβλητες άσκησαν δύο προσφυγές βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, ζητώντας τη μερική ακύρωση της επίμαχης αποφάσεως.

22

Με απόφαση του προέδρου του δευτέρου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου της 16ης Φεβρουαρίου 2016, αποφασίσθηκε η συνεκδίκαση των υποθέσεων T‑722/15 έως T‑724/15 προς διευκόλυνση της έγγραφης και της προφορικής διαδικασίας. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 26ης Φεβρουαρίου 2018, ο πρόεδρος του τετάρτου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου αποφάσισε τη συνεκδίκαση των υποθέσεων αυτών προς έκδοση κοινής αποφάσεως περατώνουσας τη δίκη.

23

Ο πρώτος λόγος ακυρώσεως που προέβαλαν το ομόσπονδο κράτος της Βαυαρίας και οι λοιπές αναιρεσίβλητες αφορούσε παράβαση του άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ καθώς και του άρθρου 6, παράγραφος 1, και του άρθρου 20, παράγραφος 1, του κανονισμού 659/1999.

24

Ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως που προέβαλαν οι λοιπές αναιρεσίβλητες αφορούσε παράβαση του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, καθόσον τα έσοδα από τις εισφορές χαρακτηρίζονταν ως «κρατικοί πόροι».

25

Το πρώτο σκέλος του δευτέρου λόγου ακυρώσεως που προέβαλε το ομόσπονδο κράτος της Βαυαρίας και το πρώτο σκέλος του τρίτου λόγου ακυρώσεως που προέβαλαν οι λοιπές αναιρεσίβλητες αφορούσε την απουσία πλεονεκτήματος υπέρ των αγοραστών γάλακτος. Το δεύτερο σκέλος του δευτέρου λόγου ακυρώσεως που προέβαλε το ομόσπονδο κράτος της Βαυαρίας στηριζόταν στην απουσία επιλεκτικού χαρακτήρα του πλεονεκτήματος που έτυχαν τα βαυαρικά γαλακτοκομεία. Το δεύτερο σκέλος του τρίτου λόγου ακυρώσεως που προέβαλαν οι λοιπές αναιρεσίβλητες αφορούσε την αντιστάθμιση, διά της εισφοράς επί του γάλακτος που όφειλαν να καταβάλλουν οι βαυαρικές γαλακτοκομικές επιχειρήσεις, των κερδών τα οποία αυτές είχαν αποκομίσει.

26

Επικουρικώς, το ομόσπονδο κράτος της Βαυαρίας, με τον τρίτο λόγο ακυρώσεως, και οι λοιπές αναιρεσίβλητες, με τον πέμπτο λόγο ακυρώσεως, προέβαλαν παράβαση, εκ μέρους της Επιτροπής, της υποχρεώσεως κοινοποιήσεως, συνάγοντας εξ αυτού ότι η διατασσόμενη με την επίμαχη απόφαση ανάκτηση της ενισχύσεως ήταν παράνομη.

27

Με τον τέταρτο λόγο ακυρώσεως, ο οποίος προβλήθηκε επίσης επικουρικώς, το ομόσπονδο κράτος της Βαυαρίας και οι λοιπές αναιρεσίβλητες προσήψαν στην Επιτροπή ότι έκρινε την επίμαχη ενίσχυση μη συμβατή με την εσωτερική αγορά.

28

Επίσης επικουρικώς, το ομόσπονδο κράτος της Βαυαρίας, με τον πέμπτο λόγο ακυρώσεως, και οι λοιπές αναιρεσίβλητες, με τον έκτο λόγο ακυρώσεως, προέβαλαν παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.

29

Όσον αφορά τον λόγο με τον οποίο προβάλλεται παράβαση του άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, καθώς και του άρθρου 6, παράγραφος 1, και του άρθρου 20, παράγραφος 1, του κανονισμού 659/1999, το Γενικό Δικαστήριο υπενθύμισε, κατά πρώτον, στη σκέψη 46 της πρώτης αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, καθώς και στις σκέψεις 41 έως 43 της δεύτερης αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι τα ενδιαφερόμενα μέρη, κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο ηʹ, του κανονισμού 659/1999, έχουν δικαίωμα συμμετοχής στη διαδικασία εξετάσεως του επίμαχου μέτρου ενισχύσεως. Στη σκέψη 47 της πρώτης αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και στη σκέψη 44 της δεύτερης αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο διευκρίνισε ότι, προς τούτο, βάσει του άρθρου 6, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού, στην απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας πρέπει να παρατίθενται συνοπτικώς τα κρίσιμα πραγματικά και νομικά στοιχεία κατά τρόπο που να προσδιορίζεται επαρκώς το πλαίσιο της εξετάσεως του μέτρου ενισχύσεως, ώστε να μην καθίσταται άνευ περιεχομένου το δικαίωμα των ενδιαφερομένων να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους.

30

Κατά δεύτερον, το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε, στις σκέψεις 52 έως 58 της πρώτης αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και στις σκέψεις 47 έως 54 της δεύτερης αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, την επίμαχη απόφαση υπό το πρίσμα της αποφάσεως περί κινήσεως της διαδικασίας, προκειμένου να κρίνει αν η επίμαχη απόφαση αφορούσε τη μερική χρηματοδότηση του επίμαχου μέτρου από τους πρόσθετους πόρους που προέρχονταν από τον γενικό προϋπολογισμό του ομόσπονδου κράτους της Βαυαρίας. Διαπίστωσε ότι η Επιτροπή δεν είχε μνημονεύσει, στην απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας, τους συγκεκριμένους πόρους ως τρόπο χρηματοδοτήσεως της ενισχύσεως. Ως εκ τούτου, έκρινε ότι οι ενδιαφερόμενοι μπορούσαν βασίμως να συναγάγουν ότι η εξέταση εκ μέρους της Επιτροπής αφορούσε αποκλειστικώς τους πόρους εκ της εισφοράς επί του γάλακτος.

31

Κατά τρίτον, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε, στις σκέψεις 65 και 66 της πρώτης αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, καθώς και στις σκέψεις 62 και 63 της δεύτερης αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι ο όρος «κρατικοί πόροι» στο άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ έχει ευρύτατη έννοια και ότι, ως εκ τούτου, η Επιτροπή υποχρεούται να προσδιορίζει και να αναλύει τους διάφορους κρατικούς πόρους, οι οποίοι αποτελούν συστατικό στοιχείο του χαρακτηρισμού μέτρου ως «ενισχύσεως». Συναφώς, επισήμανε ότι ο όρος «χρηματοδοτική στήριξη» που χρησιμοποιείται στην απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας, ακόμη και αν ερμηνευθεί ως αφορών και τις δύο πηγές χρηματοδοτήσεως του επίμαχου μέτρου ενισχύσεως, δεν είναι επαρκώς σαφής. Επισήμανε επίσης ότι, μολονότι η τελική απόφαση της Επιτροπής μπορεί να εμφανίζει ορισμένες αποκλίσεις σε σχέση με την απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας, ωστόσο εν προκειμένω η υφιστάμενη απόκλιση μεταξύ των δύο αποφάσεων δεν δικαιολογείται, δεδομένου ότι η Επιτροπή αναγνώρισε ότι είχε ενημερωθεί, πριν από την έκδοση της αποφάσεως περί κινήσεως της διαδικασίας, ότι το μέτρο αυτό χρηματοδοτείται και μέσω πόρων προερχόμενων από τον γενικό προϋπολογισμό του ομόσπονδου κράτους της Βαυαρίας.

32

Επιπλέον, στις σκέψεις 67 και 68 της πρώτης αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, καθώς και στις σκέψεις 64 και 65 της δεύτερης αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο διευκρίνισε ότι η Επιτροπή αναφέρει ρητώς, στην επίμαχη απόφαση, ότι η ενίσχυση χρηματοδοτείται από πόρους προερχόμενους από τον προϋπολογισμό αυτόν. Κατά το Γενικό Δικαστήριο, τούτο καταδεικνύει ότι ο συγκεκριμένος τρόπος χρηματοδοτήσεως δεν αποτελούσε στοιχείο στερούμενο σημασίας για την εκ μέρους της Επιτροπής ανάλυση του επίμαχου μέτρου ενισχύσεως. Ως εκ τούτου, αποφάνθηκε ότι η επίμαχη απόφαση ελήφθη χωρίς να δοθεί στους ενδιαφερομένους η δυνατότητα να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους επί της χρηματοδοτήσεως που προερχόταν από πόρους του γενικού προϋπολογισμού του εν λόγω ομόσπονδου κράτους.

33

Το Γενικό Δικαστήριο συνήγαγε εκ των ανωτέρω, στις σκέψεις 69 έως 71 της πρώτης αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και στις σκέψεις 66 έως 68 της δεύτερης αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η επίμαχη απόφαση εκδόθηκε κατά τρόπο που συνιστά προσβολή του δικαιώματος των πρωτοδίκως προσφευγόντων να μετάσχουν στη διοικητική διαδικασία και, ως εκ τούτου, κατά παράβαση του άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ και του άρθρου 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 659/1999. Επιπλέον, έκρινε, βάσει της αποφάσεως της 11ης Δεκεμβρίου 2008, Επιτροπή κατά Freistaat Sachsen (C‑334/07 P, EU:C:2008:709), ότι η υποχρέωση της Επιτροπής να παρέχει στους ενδιαφερομένους, κατά το στάδιο της αποφάσεως περί κινήσεως της διαδικασίας, τη δυνατότητα να υποβάλλουν τις παρατηρήσεις τους έχει χαρακτήρα ουσιώδους τύπου, η παράβαση του οποίου συνεπάγεται την ακύρωση της πράξεως, ανεξαρτήτως αν η παράβαση αυτή προκάλεσε ζημία σε εκείνον που την προβάλλει ή του ζητήματος αν η διοικητική διαδικασία θα μπορούσε να καταλήξει σε διαφορετικό αποτέλεσμα. Επί της βάσεως αυτής, δέχθηκε τον πρώτο λόγο ακυρώσεως.

34

Στις σκέψεις 72 έως 75 της πρώτης αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και στις σκέψεις 69 έως 72 της δεύτερης αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, επαλλήλως, ότι δεν μπορεί να αποκλεισθεί ότι, εάν δεν υφίστατο η διαπιστωθείσα παράβαση, η διαδικασία θα μπορούσε να καταλήξει σε διαφορετικό αποτέλεσμα. Επισήμανε ότι η επίμαχη απόφαση δεν περιλαμβάνει χωριστή ανάλυση για καθέναν από τους δύο τρόπους χρηματοδοτήσεως του επίμαχου μέτρου ενισχύσεως, οπότε δεν μπορεί να αποκλεισθεί ότι τα επιχειρήματα σχετικά με τη χρηματοδότηση μέσω επιπλέον πόρων προερχόμενων από τον γενικό προϋπολογισμό του ομόσπονδου κράτους της Βαυαρίας θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε διαφορετικό αποτέλεσμα, εάν είχαν προβληθεί από τους πρωτοδίκως προσφεύγοντες κατά τη διάρκεια της επίσημης διαδικασίας έρευνας.

35

Χωρίς να αποφανθεί επί των λοιπών λόγων ακυρώσεως που προέβαλαν οι πρωτοδίκως προσφεύγοντες, το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε τα άρθρα 1 έως 4 της επίμαχης αποφάσεως καθόσον με αυτά η Επιτροπή αποφάσισε ότι η χορήγηση της επίμαχης κρατικής ενισχύσεως από την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας δεν είναι συμβατή με την εσωτερική αγορά όσον αφορά τους ελέγχους ποιότητας του γάλακτος που διενεργούνται στη Βαυαρία και διέταξε την ανάκτηση της εν λόγω ενίσχυσης.

Αιτήματα των διαδίκων στο πλαίσιο της αναιρετικής διαδικασίας

36

Με τις αιτήσεις αναιρέσεως, η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:

να αναιρέσει τις αναιρεσιβαλλόμενες αποφάσεις,

να κρίνει αβάσιμο τον πρώτο λόγο ακυρώσεως που προβλήθηκε με τις ασκηθείσες ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου προσφυγές,

να αναπέμψει την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο όσον αφορά τους λοιπούς λόγους ακυρώσεως, και

να καταδικάσει τους πρωτοδίκως προσφεύγοντες στα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας ή, επικουρικώς, σε περίπτωση αναπομπής στο Γενικό Δικαστήριο, να επιφυλαχθεί επί των δικαστικών εξόδων αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας.

37

Το ομόσπονδο κράτος της Βαυαρίας και οι λοιπές αναιρεσίβλητες ζητούν:

να απορριφθούν οι αιτήσεις αναιρέσεως, και

να καταδικασθεί η Επιτροπή να φέρει τα δικαστικά έξοδά της, καθώς και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν το ομόσπονδο κράτος της Βαυαρίας και οι λοιπές αναιρεσίβλητες σε αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας.

Επί των αιτήσεων αναιρέσεως

38

Η Επιτροπή προβάλλει τέσσερις λόγους αναιρέσεως προς στήριξη καθεμιάς από τις δύο αιτήσεις αναιρέσεως.

39

Με απόφαση της 1ης Απριλίου 2019, ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου διέταξε τη συνεκδίκαση των δύο αυτών αιτήσεων αναιρέσεως προς διευκόλυνση της έγγραφης και της προφορικής διαδικασίας και προς έκδοση κοινής αποφάσεως.

40

Με απόφαση του Προέδρου του Δικαστηρίου της 4ης Ιουλίου 2019, επετράπη στους διαδίκους να απαντήσουν, αφενός, επί του παραδεκτού των λόγων αναιρέσεως που προέβαλε η Επιτροπή προς στήριξη των αιτήσεών της αναιρέσεως και, αφετέρου, επί των όσων προέβαλαν για πρώτη φορά οι αναιρεσίβλητες με τα υπομνήματά τους επί των αιτήσεων αναιρέσεως.

41

Βάσει του άρθρου 61, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, την 11 Μαρτίου 2020 το Δικαστήριο διαβίβασε στους διαδίκους στις υπό κρίση υποθέσεις γραπτή ερώτηση η οποία έπρεπε να απαντηθεί επίσης γραπτώς, καλώντας τους να λάβουν θέση επί των ενδεχόμενων συνεπειών στις εν λόγω υποθέσεις της αποφάσεως της 1ης Οκτωβρίου 2020, Επιτροπή κατά Gmina Miasto Gdynia και Port Lotniczy Gdynia Kosakowo (C‑56/18 P, EU:C:2020:192). Οι διάδικοι απάντησαν στην ερώτηση αυτή εντός της ταχθείσας από το Δικαστήριο προθεσμίας.

Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλεται πλάνη περί το δίκαιο κατά την ερμηνεία και την εφαρμογή του άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ και του άρθρου 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 659/1999

Επιχειρήματα των διαδίκων

42

Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο, προσάπτοντάς της ότι δεν μνημόνευσε στην απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας, η οποία ελήφθη δυνάμει του άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ και του άρθρου 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 659/1999, το σκέλος περί των σχετικών με το επίμαχο μέτρο «εσόδων» του κωδικού του προϋπολογισμού για το επίμαχο μέτρο, δηλαδή τις πηγές χρηματοδοτήσεως της ενισχύσεως, ενώ μνημόνευσε τον σχετικό με την ενίσχυση κωδικό προϋπολογισμού όσον αφορά το σκέλος περί «δαπανών» του προϋπολογισμού του ομόσπονδου κράτους της Βαυαρίας, επέβαλε νέα τυπική προϋπόθεση η οποία στερείται παντελώς νομικής βάσεως. Προς στήριξη της απόψεώς της, η Επιτροπή επικαλείται την απόφαση της 21ης Ιουλίου 2011, Alcoa Trasformazioni κατά Επιτροπής (C‑194/09 P, EU:C:2011:497).

43

Κατά την Επιτροπή, από την απόφαση της 21ης Οκτωβρίου 2003, van Calster κ.λπ. (C‑261/01 και C‑262/01, EU:C:2003:571), προκύπτει ότι μόνον κατ’ εξαίρεση, οσάκις υφίσταται άρρηκτος δεσμός μεταξύ του εσόδου και της δαπάνης και υπάρχουν ενδείξεις από τις οποίες μπορεί να συναχθεί ότι ο τρόπος εισπράξεως του εσόδου συνιστά παράβαση διατάξεως του δικαίου της Ένωσης, πρέπει η εκ μέρους του κράτους μέλους κοινοποίηση του καθεστώτος ενισχύσεως να προσδιορίζει επίσης τον τρόπο ή την πηγή χρηματοδοτήσεως του καθεστώτος αυτού.

44

Εν προκειμένω, η χρηματοδότηση έχει μικτή προέλευση και μόνον η χρηματοδότηση μέσω της εισφοράς επί του γάλακτος μπορεί να εγείρει ζητήματα. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή φρονεί ότι δεν ήταν υποχρεωμένη να επισημάνει ρητώς, με την απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας, ότι το επίμαχο μέτρο ενισχύσεως χρηματοδοτείται μέσω πρόσθετων πόρων εκ του γενικού προϋπολογισμού του ομόσπονδου κράτους της Βαυαρίας. Είναι προφανές, κατά την αναιρεσείουσα, ότι αυτός ο τρόπος χρηματοδοτήσεως προέρχεται από κρατικούς πόρους. Βάσει, όμως, του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, η ύπαρξη ενισχύσεως καθορίζεται αποκλειστικώς από τη χρηματοδότησή της με κρατικούς πόρους, η δε ακριβής προέλευση των πόρων αυτών στερείται σημασίας προς τούτο.

45

Με το υπόμνημα απαντήσεως, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι προσδιόρισε κατά τον ίδιο τρόπο, τόσο με την απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας όσο και με την επίμαχη απόφαση, το επίμαχο μέτρο ενισχύσεως. Από την περιγραφή του γενικού προϋπολογισμού στις αποφάσεις αυτές προκύπτει σαφώς ότι το ενιαίο μέτρο ενισχύσεως περιελάμβανε δύο πηγές χρηματοδοτήσεως. Η Επιτροπή παραπέμπει συναφώς στην απόφαση της 13ης Ιουνίου 2019, Copebi (C‑505/18, EU:C:2019:500), με την οποία το Δικαστήριο επιβεβαίωσε ότι δεν είναι υποχρεωτικό οι πηγές χρηματοδοτήσεως του μέτρου ενισχύσεως να μνημονεύονται κατά γράμμα και με την παραμικρή λεπτομέρεια στην απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας.

46

Το ομόσπονδο κράτος της Βαυαρίας και οι λοιπές αναιρεσίβλητες υποστηρίζουν ότι ο πρώτος λόγος αναιρέσεως είναι απαράδεκτος καθόσον, αφενός, αποσκοπεί στην αμφισβήτηση εκτιμήσεως περί των πραγματικών περιστατικών στην οποία προέβη το Γενικό Δικαστήριο, χωρίς να προβάλλεται συναφώς παραμόρφωση του περιεχομένου τους, και, αφετέρου, συνιστά απλώς επανάληψη των προβληθέντων ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου ισχυρισμών και επιχειρημάτων. Επικουρικώς, υποστηρίζουν ότι ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

– Επί του παραδεκτού

47

Στο πλαίσιο του υπό κρίση λόγου αναιρέσεως, το Δικαστήριο οφείλει να ελέγξει εάν το Γενικό Δικαστήριο, με τις αναιρεσιβαλλόμενες αποφάσεις, ερμήνευσε ορθώς το άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ και το άρθρο 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 659/1999 στο πλαίσιο της εκτιμήσεως της νομιμότητας της επίμαχης αποφάσεως με γνώμονα τις εν λόγω διατάξεις και εάν, προς τούτο, ερμήνευσε ορθώς την απόφαση αυτή στο σύνολό της, περιλαμβανομένης της προπαρασκευαστικής της αποφάσεως, ήτοι της αποφάσεως περί κινήσεως της διαδικασίας. Μια τέτοια ερμηνεία συνιστά νομικό ζήτημα το οποίο παραδεκτώς προβάλλεται κατ’ αναίρεση (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 11ης Μαρτίου 2020, Επιτροπή κατά Gmina Miasto Gdynia και Port Lotniczy Gdynia Kosakowo, C‑56/18 P, EU:C:2020:192, σκέψη 121).

48

Εξάλλου, δεδομένου ότι οι αναιρεσίβλητες θεωρούν ότι ο πρώτος λόγος αναιρέσεως που προέβαλε η Επιτροπή συνιστά επανάληψη των επιχειρημάτων που προβλήθηκαν ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, αρκεί η υπόμνηση ότι, εφόσον διάδικος αμφισβητεί την εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου ερμηνεία ή εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης, τα νομικά ζητήματα που εξετάσθηκαν πρωτοδίκως μπορούν να συζητηθούν εκ νέου κατά την εκδίκαση αιτήσεως αναιρέσεως. Αν ένας διάδικος δεν μπορούσε να στηρίξει την αίτηση αναιρέσεως σε λόγους και επιχειρήματα που προέβαλε ήδη ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, η διαδικασία της αναιρέσεως θα καθίστατο εν μέρει άνευ αντικειμένου (απόφαση της 21ης Σεπτεμβρίου 2010, Σουηδία κ.λπ. κατά API και Επιτροπής, C‑514/07 P, C‑528/07 P και C‑532/07 P, EU:C:2010:541, σκέψη 116).

49

Ως εκ τούτου, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως είναι παραδεκτός.

– Επί της ουσίας

50

Η πλάνη περί το δίκαιο που προσάπτεται στο Γενικό Δικαστήριο, κατά την ερμηνεία και την εφαρμογή του άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ και του άρθρου 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 659/1999, αφορά, κατ’ ουσίαν, τις απαιτήσεις που απορρέουν από τις διατάξεις αυτές όσον αφορά το περιεχόμενο αποφάσεως περί κινήσεως της διαδικασίας.

51

Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί, όπως επισήμανε και το Γενικό Δικαστήριο, στις σκέψεις 46 και 61 της πρώτης αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, καθώς και στις σκέψεις 41 και 44 της δεύτερης αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι, δυνάμει του άρθρου 108 παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, η Επιτροπή οφείλει να τάσσει στους ενδιαφερομένους προθεσμία προκειμένου να υποβάλλουν τις παρατηρήσεις τους κατά το στάδιο της επίσημης διαδικασίας ελέγχου του επίμαχου μέτρου ενισχύσεως, ώστε να λάβει από αυτούς όλα τα στοιχεία που θα διαφωτίσουν τις μελλοντικές της ενέργειες στο πλαίσιο του ελέγχου αυτού.

52

Μολονότι τα εν λόγω ενδιαφερόμενα μέρη δεν μπορούν να επικαλεσθούν δικαιώματα άμυνας, έχουν, αντιθέτως, το δικαίωμα να μετάσχουν στη διοικητική διαδικασία που διεξάγει η Επιτροπή στον προσήκοντα, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων της συγκεκριμένης περιπτώσεως, βαθμό. Συναφώς, η δημοσίευση ανακοινώσεως στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης συνιστά πρόσφορο μέσο γνωστοποιήσεως αποφάσεως περί κινήσεως της διαδικασίας σε όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη, δημοσίευση η οποία παρέχει στα λοιπά κράτη μέλη και στους ενδιαφερόμενους κύκλους την εγγύηση ότι μπορούν να εκφράσουν την άποψή τους υπό την ιδιότητα αυτή (πρβλ. απόφαση της 11ης Μαρτίου 2020, Επιτροπή κατά Gmina Miasto Gdynia και Port Lotniczy Gdynia Kosakowo, C‑56/18 P, EU:C:2020:192, σκέψεις 71 και 72).

53

Προς τούτο, το άρθρο 6, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 659/1999 επιβάλλει στην Επιτροπή την υποχρέωση να «αναφέρει συνοπτικά», στην απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας, τα κρίσιμα πραγματικά και νομικά στοιχεία, να περιλαμβάνει στην απόφαση αυτή προσωρινή εκτίμηση σχετικά με τον χαρακτήρα του μέτρου αυτού ως ενισχύσεως και να εκθέτει τους λόγους για τους οποίους διατηρεί αμφιβολίες ως προς το συμβατό του εν λόγω μέτρου με την εσωτερική αγορά.

54

Ο τρόπος χρηματοδοτήσεως τέτοιου μέτρου συνιστά «κρίσιμο στοιχείο» προκειμένου να καθοριστεί αν το μέτρο δύναται να χαρακτηριστεί ως «κρατική ενίσχυση», κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Πράγματι, προκειμένου το μέτρο αυτό να δύναται να χαρακτηριστεί ως ενίσχυση, τα εξ αυτού πλεονεκτήματα πρέπει, αφενός, να έχουν παρασχεθεί άμεσα ή έμμεσα με κρατικούς πόρους και, αφετέρου, να μπορούν να καταλογιστούν στο κράτος (πρβλ. απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2013, Association Vent De Colère! κ.λπ., C‑262/12,EU:C:2013:851, σκέψεις 15 και 16 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Συναφώς, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Επιτροπή, προκειμένου να κριθεί αν συντρέχει τέτοια περίπτωση, η καταβολή ποσού στους δικαιούχους του μέτρου ενισχύσεως και ο τρόπος χρηματοδοτήσεως του μέτρου αυτού δεν μπορούν να διαχωριστούν (πρβλ. αποφάσεις της 21ης Οκτωβρίου 2003, van Calster κ.λπ., C‑261/01 και C‑262/01, EU:C:2003:571, σκέψη 49, και της 22ας Δεκεμβρίου 2008, Régie Networks, C‑333/07, EU:C:2008:764, σκέψη 89).

55

Κατά συνέπεια, ο τρόπος χρηματοδοτήσεως, καθόσον εμπίπτει στις προϋποθέσεις βάσει των οποίων μέτρο χαρακτηρίζεται ως «κρατική ενίσχυση», κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, αποτελεί κρίσιμο στοιχείο, κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 659/1999, και, όπως ορθώς επισήμανε το Γενικό Δικαστήριο, στη σκέψη 62 της πρώτης αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, καθώς και στις σκέψεις 56 και 57 της δεύτερης αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, πρέπει, ως τέτοιο, να προσδιορίζεται στην απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας.

56

Επιπλέον, παρά το ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως που διαθέτει η Επιτροπή κατά την έκδοση τέτοιας αποφάσεως (πρβλ. αποφάσεις της 21ης Ιουλίου 2011, Alcoa Trasformazioni κατά Επιτροπής, C‑194/09 P, EU:C:2011:497, σκέψη 61, και της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Επιτροπή κατά Hansestadt Lübeck, C‑524/14 P, EU:C:2016:971, σκέψη 78), η συνοπτική παράθεση των κρίσιμων πραγματικών και νομικών στοιχείων, κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 659/1999, δεν μπορεί να εξαρτάται από υποκειμενικά κριτήρια όπως το ότι, κατά την άποψη της Επιτροπής, είναι πρόδηλο ότι η χρηματοδότηση από τον γενικό προϋπολογισμό του κράτους μέλους συνιστά κρατικό πόρο.

57

Πράγματι, εάν η παράθεση των κρίσιμων πραγματικών και νομικών στοιχείων είναι ελλιπής, οι ενδιαφερόμενοι δεν θα έχουν τη δυνατότητα να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους επί των στοιχείων βάσει των οποίων η Επιτροπή κίνησε την επίσημη διαδικασία έρευνας και, κατά συνέπεια, δεν θα μπορεί να διασφαλιστεί η πρακτική αποτελεσματικότητα του άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ.

58

Η διαπίστωση αυτή δεν αναιρείται από τη νομολογία που διατυπώθηκε με την απόφαση της 13ης Ιουνίου 2019, Copebi (C‑505/18, EU:C:2019:500), από την οποία η Επιτροπή συνάγει ότι δεν υφίσταται καμία υποχρέωση να προσδιορίζει της πηγές χρηματοδοτήσεως μέτρου ενίσχυσης κατά γράμμα και με την παραμικρή λεπτομέρεια στην απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας. Πράγματι, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 68 των προτάσεών του, στην απόφαση εκείνη είχαν προσδιορισθεί οι δύο πηγές χρηματοδοτήσεως του επίμαχου μέτρου. Στις υπό κρίση υποθέσεις, όμως, προσάπτεται στην Επιτροπή ότι παρέλειψε να προσδιορίσει, με την απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας, μια πηγή χρηματοδοτήσεως προερχόμενη από τον γενικό προϋπολογισμό του ομόσπονδου κράτους της Βαυαρίας, της οποίας είχε ήδη λάβει γνώση στο συγκεκριμένο στάδιο της διαδικασίας, μολονότι το στοιχείο αυτό ελήφθη υπόψη στην επίμαχη απόφαση και χρησιμεύει ως βάση εκτιμήσεων μεταξύ των οποίων καταλέγεται και η εκτίμηση που παρατίθεται στην αιτιολογική σκέψη 145 της εν λόγω αποφάσεως και μνημονεύεται στη σκέψη 17 της παρούσας αποφάσεως.

59

Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κατά την ερμηνεία και την εφαρμογή του άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ και του άρθρου 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 659/1999, κρίνοντας, στις σκέψεις 68 και 69 της πρώτης αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, καθώς και στις σκέψεις 65 και 66 της δεύτερης αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι, λόγω της παραλείψεως της Επιτροπής να αναφέρει, στην απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας, ως κρίσιμο πραγματικό και νομικό στοιχείο κατά την έννοια της τελευταίας αυτής διατάξεως, ότι το επίμαχο μέτρο χρηματοδοτήθηκε με πόρους εκ του γενικού προϋπολογισμού του ομόσπονδου κράτους της Βαυαρίας, η επίμαχη απόφαση εκδόθηκε χωρίς η Επιτροπή να τηρήσει την υποχρέωσή της να παρέχει στα ενδιαφερόμενα μέρη τη δυνατότητα να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους επί του συγκεκριμένου στοιχείου και, κατά συνέπεια, με τρόπο που συνιστά προσβολή του δικαιώματος των ενδιαφερομένων να μετάσχουν στη διοικητική διαδικασία, όπως αυτό διασφαλίζεται με τις εν λόγω διατάξεις.

60

Ως εκ τούτου, ο τρίτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

Επί του δευτέρου λόγου αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλεται έλλειψη αιτιολογίας λόγω εσφαλμένης ερμηνείας της αποφάσεως περί κινήσεως της διαδικασίας

Επιχειρήματα των διαδίκων

61

Με τον λόγο αυτόν, ο οποίος αποτελείται από δύο σκέλη, η Επιτροπή προσάπτει, επικουρικώς, στο Γενικό Δικαστήριο ότι ερμήνευσε εσφαλμένα την απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας και ότι οι αναιρεσιβαλλόμενες αποφάσεις ενέχουν έλλειψη αιτιολογίας.

62

Με το πρώτο σκέλος του λόγου αυτού, η Επιτροπή υπενθυμίζει κατ’ αρχάς ότι στην απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας, συγκεκριμένα δε στο σημείο 2.3 και στην αιτιολογική σκέψη της 5, γίνεται λόγος, αντιστοίχως, για «ποσά προερχόμενα από τον προϋπολογισμό» και «ποσά προοριζόμενα για παροχή στήριξης». Μολονότι η τελευταία αυτή φράση αφορά τη χρηματοδότηση, μέσω πόρων προερχομένων από την εισφορά επί του γάλακτος, των μέτρων που αποτελούν το αντικείμενο της επίσημης διαδικασίας έρευνας, η Επιτροπή θεωρεί προφανές ότι η συγκεκριμένη φράση παραπέμπει επίσης σε χρηματοδότηση από τον γενικό προϋπολογισμό του ομόσπονδου κράτους της Βαυαρίας. Από την αιτιολογική σκέψη 18 της αποφάσεως περί κινήσεως της διαδικασίας προκύπτει επίσης ότι η επίμαχη χρηματοδότηση εξασφαλίζεται από πόρους εκ του προϋπολογισμού και πόρους προερχόμενους από την εισφορά επί του γάλακτος, δεδομένου ότι η τελευταία αυτή χρηματοδότηση αποτελεί αντικείμενο ειδικής εκτιμήσεως στη συγκεκριμένη απόφαση, λαμβανομένων υπόψη των αντιρρήσεων που διατύπωσε η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας κατά το στάδιο της προκαταρκτικής εξετάσεως.

63

Κατά την Επιτροπή, όμως, στη σκέψη 53 της πρώτης αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και στη σκέψη 48 της δεύτερης αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο περιορίσθηκε να εξετάσει επιλεκτικώς ένα μόνον επιμέρους τμήμα της αποφάσεως περί κινήσεως της διαδικασίας, αντί να λάβει υπόψη το σύνολο των αιτιολογικών σκέψεών της προκειμένου να αποφανθεί επί των επιχειρημάτων που προέβαλε η Επιτροπή. Κατά συνέπεια, το Γενικό Δικαστήριο, παραλείποντας να προβεί σε ανάλυση του συνόλου των προβληθέντων αμυντικών ισχυρισμών, παρέβη την υποχρέωση αιτιολογήσεως που υπέχει και υπέπεσε σε πρώτη πλάνη περί το δίκαιο.

64

Η δεύτερη περίπτωση πλάνης περί το δίκαιο την οποία προβάλλει η Επιτροπή αφορά τις σκέψεις 54 έως 57 της πρώτης αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και τις σκέψεις 49 έως 53 της δεύτερης αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, με τις οποίες το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι συνιστά πλάνη περί το δίκαιο η παράλειψη μνείας, στην απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας, των άρθρων 23 και 44 του δημοσιονομικής κανονιστικής αποφάσεως του ομόσπονδου κράτους της Βαυαρίας και, ως εκ τούτου, της χρηματοδοτήσεως του επίμαχου μέτρου με πόρους προερχόμενους από τον γενικό προϋπολογισμό του ομόσπονδου αυτού κράτους. Η Επιτροπή φρονεί, αφενός, ότι η μνεία χάριν παραδείγματος, στην αιτιολογική σκέψη 17 της αποφάσεως περί κινήσεως της διαδικασίας, των διατάξεων της δημοσιονομικής κανονιστικής αποφάσεως του ομόσπονδου κράτους της Βάδης-Βυρτεμβέργης παρείχε στο ομόσπονδο κράτος της Βαυαρίας τη δυνατότητα να συναγάγει ότι και οι πανομοιότυπες διατάξεις της δημοσιονομικής κανονιστικής αποφάσεως του ομόσπονδου κράτους της Βαυαρίας καλύπτονταν από την απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας. Επισημαίνει επίσης ότι, εν πάση περιπτώσει, είναι δεδομένο ότι ένα κράτος μέλος γνωρίζει τους δημοσιονομικούς νόμους του, οπότε η ρητή μνεία της νομοθεσίας αυτής δεν είναι αναγκαία εν προκειμένω.

65

Η τρίτη και η τέταρτη περίπτωση πλάνης περί το δίκαιο τις οποίες προσάπτει η Επιτροπή στο Γενικό Δικαστήριο αφορούν τις σκέψεις 55 και 56 της πρώτης αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, καθώς και τις σκέψεις 50 και 51 της δεύτερης αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Κατά την Επιτροπή, το Γενικό Δικαστήριο ερμήνευσε το τμήμα 3.1, ειδικότερα δε το επιμέρους τμήμα 3.3.1 και την αιτιολογική σκέψη 264 της αποφάσεως περί κινήσεως της διαδικασίας, υπό την έννοια ότι περιορίζει το στάδιο προκαταρκτικής εξετάσεως αποκλειστικώς στον τρόπο χρηματοδοτήσεως των επίμαχων μέτρων μέσω της εισφοράς επί του γάλακτος, ενώ η συγκεκριμένη απόφαση περιλαμβάνει απλώς προσωρινή εκτίμηση του χαρακτήρα των μέτρων αυτών ως ενισχύσεως. Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι εξήγησε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου ότι η ανάλυση της αποφάσεως περί κινήσεως της διαδικασίας αφορά μόνον τη χρηματοδότηση των εν λόγω μέτρων μέσω της εισφοράς επί του γάλακτος, διότι μόνον αυτός ο τρόπος χρηματοδοτήσεως μπορούσε να προκαλέσει αμφιβολίες ως προς τη χρήση κρατικών πόρων. Παραλείποντας να απαντήσει στο επιχείρημα αυτό, το Γενικό Δικαστήριο δεν εξέτασε τον προβληθέντα από την Επιτροπή αμυντικό ισχυρισμό και, επομένως, παρέβη την υποχρέωση αιτιολογήσεως που υπέχει.

66

Με το δεύτερο σκέλος του δευτέρου λόγου αναιρέσεως, η Επιτροπή προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι, στη σκέψη 62 της πρώτης αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και στη σκέψη 56 της δεύτερης αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, αποφάνθηκε ότι το περιεχόμενο του φακέλου της διοικητικής διαδικασίας πριν από την έκδοση της αποφάσεως περί κινήσεως της διαδικασίας δεν ασκεί επιρροή όσον αφορά την ερμηνεία της αποφάσεως αυτής. Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, από τα έγγραφα που αντηλλάγησαν κατά το στάδιο της προκαταρκτικής εξετάσεως, ούτε το ομόσπονδο κράτος της Βαυαρίας ούτε το Γενικό Δικαστήριο μπορούσαν να διατηρούν αμφιβολίες περί του το ότι η επίσημη διαδικασία έρευνας αφορούσε επίσης τη χρηματοδότηση των επίμαχων μέτρων ενισχύσεως από γενικά φορολογικά έσοδα.

67

Η Επιτροπή υποστηρίζει επίσης ότι το Γενικό Δικαστήριο, στις σκέψεις 53 έως 58 και 62 της πρώτης αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, και στις σκέψεις 47 έως 53 της δεύτερης αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, δεν έλαβε υπόψη τη νομολογία που απορρέει από τις αποφάσεις της 21ης Ιουλίου 2011, Alcoa Trasformazioni κατά Επιτροπής (C‑194/09 P, EU:C:2011:497), και της 2ας Απριλίου 1998, Επιτροπή κατά Sytraval και Brink’s France (C‑367/95 P, EU:C:1998:154), κατά την οποία, αφενός, η αιτιολογία πρέπει να είναι προσαρμοσμένη στη φύση της οικείας πράξεως, ενώ από αυτήν πρέπει να προκύπτει κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο η συλλογιστική του θεσμικού οργάνου το οποίο εξέδωσε την πράξη, ώστε να παρέχεται η δυνατότητα στους μεν ενδιαφερομένους να λάβουν γνώση των λόγων για τους οποίους ελήφθη το μέτρο, στο δε αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο να ασκήσει τον εκ μέρους του έλεγχο, και, αφετέρου, ότι το συγκεκριμένο θεσμικό όργανο δεν υποχρεούται να λαμβάνει θέση επί στοιχείων που είναι προδήλως αλυσιτελή, ασήμαντα ή σαφώς δευτερεύοντα.

68

Το ομόσπονδο κράτος της Βαυαρίας και οι λοιπές αναιρεσίβλητες υποστηρίζουν, κατά πρώτον, ότι το πρώτο και το δεύτερο σκέλος του δευτέρου λόγου αναιρέσεως που προβάλλει η Επιτροπή είναι απαράδεκτα, καθόσον, αφενός, αποσκοπούν σε εκ μέρους του Δικαστηρίου εκ νέου εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και, αφετέρου, συνιστούν απλώς επανάληψη των ισχυρισμών και επιχειρημάτων που προβλήθηκαν ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

69

Κατά δεύτερον και επικουρικώς, υποστηρίζουν ότι καθένα από τα σκέλη του λόγου αυτού αναιρέσεως είναι αβάσιμο.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

70

Δεδομένου ότι τα επιχειρήματα περί απαραδέκτου που προέβαλαν το ομόσπονδο κράτος της Βαυαρίας και οι λοιπές αναιρεσίβλητες πρέπει να απορριφθούν για τους ίδιους λόγους με εκείνους που εκτίθενται στις σκέψεις 47 και 48 της παρούσας αποφάσεως, πρέπει να επισημανθεί, επί της ουσίας, ότι, κατά πρώτον, τα επιχειρήματα που προέβαλε η Επιτροπή στο πλαίσιο του υπό κρίση λόγου αναιρέσεως, λαμβανομένων υπόψη αμφοτέρων των σκελών του –κατά τα οποία στην απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας μνημονεύεται εμμέσως ο δεύτερος τρόπος χρηματοδοτήσεως του επίμαχου μέτρου, ήτοι οι πόροι από τον προϋπολογισμό του ομόσπονδου κράτους της Βαυαρίας– στηρίζονται στην παραδοχή ότι η επιβληθείσα στην Επιτροπή υποχρέωση, βάσει του άρθρου 6, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 659/1999, να εκθέτει συνοπτικώς, στη συγκεκριμένη απόφαση, τα κρίσιμα πραγματικά και νομικά στοιχεία πληρούται εφόσον τα στοιχεία αυτά μνημονεύονται εμμέσως ή μπορούν να συναχθούν εκ της αποφάσεως αυτής, ιδίως από το οικείο κράτος μέλος.

71

Εντούτοις, όπως προκύπτει από το γράμμα της διατάξεως αυτής και, ιδίως, από το σύνηθες σημασιολογικό περιεχόμενο της φράσεως «αναφέρει συνοπτικά» που χρησιμοποιείται στη συγκεκριμένη διάταξη, κάθε κρίσιμο πραγματικό και νομικό στοιχείο, κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως, πρέπει να μνημονεύεται ρητώς και σαφώς στην απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας.

72

Η διαπίστωση αυτή επιρρωννύεται από το άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, το οποίο, όπως υπογράμμισε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 42 των προτάσεών του, επιβάλλει στην Επιτροπή την υποχρέωση να τάσσει στους ενδιαφερομένους προθεσμία προκειμένου να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους κατά το στάδιο της επίσημης διαδικασίας έρευνας μέτρου κρατικής ενισχύσεως.

73

Πράγματι, η δυνατότητα υποβολής παρατηρήσεων παρέχεται με την απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας η οποία, όπως μνημονεύεται στις αιτιολογικές σκέψεις 8 και 16 του κανονισμού 659/1999, έχει ως σκοπό να παράσχει στην Επιτροπή τη δυνατότητα να συλλέξει όλες τις πληροφορίες που χρειάζεται για να αποφανθεί επί του χαρακτηρισμού του μέτρου αυτού ως ενισχύσεως και επί του συμβατού με την εσωτερική αγορά χαρακτήρα του, παρέχοντας το βέλτιστο μέσο για τη διασφάλιση των δικαιωμάτων των ενδιαφερομένων μερών να μετέχουν στη διοικητική διαδικασία που διεξάγει η Επιτροπή και παρέχοντας σε αυτά κάθε δυνατότητα να προασπίσουν τα συμφέροντά τους.

74

Ως εκ τούτου, λαμβανομένης υπόψη της φύσεως και του αντικειμένου της αποφάσεως περί κινήσεως της διαδικασίας, η συνοπτική παράθεση ενός κρίσιμου πραγματικού και νομικού στοιχείου κατά το πέρας της προκαταρκτικής εξετάσεως που διενεργεί η Επιτροπή, προκειμένου να διαπιστωθεί η ύπαρξη κρατικής ενισχύσεως και να κριθεί αν η ενίσχυση αυτή είναι συμβατή με την εσωτερική αγορά, μολονότι μπορεί να παραμείνει συνοπτική, πρέπει κατ’ ανάγκην να είναι ρητή, προκειμένου να καταδεικνύει κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο το αντικείμενο της εξετάσεως που διενεργεί η Επιτροπή και, επομένως, να παρέχει τη δυνατότητα στα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν λυσιτελώς τις παρατηρήσεις τους επί του ζητήματος αυτού.

75

Εξάλλου, μόνον η ρητή παράθεση των στοιχείων που είναι αντικειμενικώς κρίσιμα για την εξέταση του επίμαχου μέτρου ενισχύσεως, κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 659/1999, είναι σύμφωνη με τις απαιτήσεις περί σαφήνειας, ακρίβειας και προβλεψιμότητας των πράξεων του δικαίου της Ένωσης την οποία επιβάλλει η αρχή της ασφάλειας δικαίου (πρβλ. αποφάσεις της 15ης Φεβρουαρίου 1996, Duff κ.λπ., C‑63/93, EU:C:1996:51, σκέψη 20, της 18ης Νοεμβρίου 2008, Förster, C‑158/07, EU:C:2008:630, σκέψη 67, και της 8ης Δεκεμβρίου 2011, France Télécom κατά Επιτροπής, C‑81/10 P, EU:C:2011:811, σκέψη 100).

76

Κατά συνέπεια, δεδομένου ότι είναι νομικώς εσφαλμένη η παραδοχή στην οποία στηρίζεται η Επιτροπή ότι, σε απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας, μπορεί να είναι έμμεση η μνεία ενός κρίσιμου πραγματικού ή νομικού στοιχείου, κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 659/1999, το σύνολο των επιχειρημάτων περί προβαλλομένης εσφαλμένης ερμηνείας, από το Γενικό Δικαστήριο, της αποφάσεως περί κινήσεως της διαδικασίας πρέπει επίσης να απορριφθεί ως αβάσιμο.

77

Κατά δεύτερον, καθόσον η Επιτροπή προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι παρέβη την υποχρέωση αιτιολογήσεως που υπέχει, πρέπει να υπογραμμισθεί ευθύς εξαρχής ότι η υποχρέωση αυτή αποτελεί ουσιώδη τύπο ο οποίος πρέπει να διακρίνεται από το ζήτημα του βασίμου της αιτιολογίας, δεδομένου ότι αυτό αφορά την ουσιαστική νομιμότητα της επίμαχης πράξεως (αποφάσεις της 2ας Απριλίου 1998, Επιτροπή κατά Sytraval και Brink’s France, C‑367/95 P, EU:C:1998:154, σκέψη 62, της 30ής Νοεμβρίου 2016, Επιτροπή κατά Γαλλίας και Orange, C‑486/15 P, EU:C:2016:912, σκέψη 79, και της 29ης Απριλίου 2021, Achemos Grupė και Achema κατά Επιτροπής, C‑847/19 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2021:343, σκέψη 62).

78

Υπενθυμίζεται, επίσης, ότι, μολονότι από το σκεπτικό της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως πρέπει να προκύπτει κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο η συλλογιστική του Γενικού Δικαστηρίου, ώστε να παρέχεται η δυνατότητα στους μεν ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τους λόγους για τους οποίους ελήφθη η απόφαση, στο δε Δικαστήριο να ασκεί τον εκ μέρους του δικαστικό έλεγχο, η υποχρέωση αιτιολογήσεως που υπέχει το Γενικό Δικαστήριο δεν του επιβάλλει, πάντως, να παραθέτει σκεπτικό το οποίο να ακολουθεί αναλυτικά και έναν προς έναν όλους τους λόγους που προβάλλουν οι διάδικοι, υπό την προϋπόθεση ότι παρέχει στους μεν ενδιαφερομένους τη δυνατότητα να λάβουν γνώση του σκεπτικού του Γενικού Δικαστηρίου, στο δε Δικαστήριο επαρκή στοιχεία για την άσκηση του εκ μέρους του ελέγχου (αποφάσεις της 11ης Ιουλίου 2013, Ziegler κατά Επιτροπής, C‑439/11 P, EU:C:2013:513, σκέψεις 81 και 82, και της 29ης Απριλίου 2021, Achemos Grupė και Achema κατά Επιτροπής, C‑847/19 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2021:343, σκέψεις 60 και 61).

79

Αφού, όμως, επισήμανε, στις σκέψεις 53 και 55 έως 57 της πρώτης αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, καθώς και στις σκέψεις 48 και 50 έως 52 της δεύτερης αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι στην απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας μνημονευόταν ρητώς μόνον η χρηματοδότηση μέσω της εισφοράς επί του γάλακτος, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε, στη σκέψη 57 της πρώτης αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και στη σκέψη 53 της δεύτερης αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η χρηματοδότηση μέσω του γενικού προϋπολογισμού του ομόσπονδου κράτους της Βαυαρίας δεν είχε μνημονευθεί ρητώς στην εν λόγω απόφαση.

80

Εν συνεχεία, το Γενικό Δικαστήριο συνήγαγε, στη σκέψη 58 της πρώτης αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και στη σκέψη 54 της δεύτερης αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι οι ενδιαφερόμενοι μπορούσαν θεμιτώς να θεωρήσουν ότι ο έλεγχος της Επιτροπής αφορούσε αποκλειστικώς τους πόρους εκ της εισφοράς επί του γάλακτος. Εξάλλου, στις σκέψεις 60 και 61 της πρώτης αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, καθώς και στις σκέψεις 58 και 59 της δεύτερης αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο διευκρίνισε ότι, λαμβανομένων υπόψη των απαιτήσεων του άρθρου 6 παράγραφος 1, του κανονισμού 659/1999, μολονότι η Επιτροπή δεν υποχρεούται να προβεί σε ολοκληρωμένη ανάλυση όσον αφορά το επίμαχο μέτρο, εντούτοις δεν μπορεί να υποστηρίζει ότι στην απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας ήταν δυνατό να μη μνημονεύεται η χρηματοδότηση μέσω πόρων προερχόμενων από τον γενικό προϋπολογισμό του ομόσπονδου κράτους της Βαυαρίας, δεδομένου ότι οφείλει να καθορίσει επαρκώς το πλαίσιο του εκ μέρους της ελέγχου, προκειμένου να μην καταστεί κενό περιεχομένου το δικαίωμα των ενδιαφερομένων να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους. Επομένως, από τις δύο αναιρεσιβαλλόμενες αποφάσεις προκύπτει ότι η χρηματοδότηση με πόρους προερχόμενους από τον γενικό προϋπολογισμό του ομόσπονδου κράτους της Βαυαρίας έπρεπε να μνημονευθεί ρητώς στην απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας.

81

Ως εκ τούτου, ακόμη και αν υποτεθεί ότι θα μπορούσε να γίνει δεκτό ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν εξέτασε εξαντλητικά το σύνολο των επιχειρημάτων που προέβαλε η Επιτροπή για να καταδείξει ότι ο τρόπος αυτός χρηματοδοτήσεως περιλαμβανόταν εμμέσως στην απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας ή μπορούσε να συναχθεί από αυτήν, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η συλλογιστική του Γενικού Δικαστηρίου προκύπτει κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο από τις αναιρεσιβαλλόμενες αποφάσεις και ότι παρέχεται η δυνατότητα στους μεν ενδιαφερομένους να λάβουν γνώση του σκεπτικού της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου, στο δε Δικαστήριο να ασκήσει τον εκ μέρους του έλεγχο, οπότε οι αποφάσεις αυτές ουδόλως ενέχουν έλλειψη αιτιολογίας.

82

Ως εκ τούτου, ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

Επί του τρίτου λόγου αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλεται πλάνη περί το δίκαιο κατά την ερμηνεία του άρθρου 263, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ

Επιχειρήματα των διαδίκων

83

Με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως, η Επιτροπή υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι μόνον η υποχρέωση κινήσεως της επίσημης διαδικασίας έρευνας μέτρου ενισχύσεως, κατά την έννοια του άρθρου 107 ΣΛΕΕ, αποτελεί ουσιώδη τύπο. Ενδεχόμενη παράλειψη συνοπτικής παραθέσεως ενός κρίσιμου πραγματικού ή νομικού στοιχείου στην απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας δεν συνιστά παράβαση ουσιώδους τύπου. Εξάλλου, το δικαίωμα των τρίτων να μετέχουν στην επίσημη διαδικασία έρευνας προσβάλλεται μόνον εφόσον η παράλειψη αυτή δεν τους επέτρεψε να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους επί του εν λόγω στοιχείου. Επιπλέον, κατά την Επιτροπή, η παράβαση αυτή συνεπάγεται την ακύρωση της τελικής αποφάσεως μόνον εφόσον οι ενδιαφερόμενοι ήταν σε θέση να αποδείξουν ότι τα στοιχεία τα οποία θα μπορούσαν να γνωστοποιήσουν σχετικά με το στοιχείο αυτό ήταν ικανά να μεταβάλουν το περιεχόμενο της τελικής αποφάσεως.

84

Το ομόσπονδο κράτος της Βαυαρίας και οι λοιπές αναιρεσίβλητες φρονούν, κατά πρώτον, ότι ο λόγος αυτός αναιρέσεως είναι απαράδεκτος, καθόσον δεν μπορεί, αφ’ εαυτού, να έχει ως συνέπεια την αναίρεση των αναιρεσιβαλλομένων αποφάσεων. Συγκεκριμένα, κατά τις αναιρεσίβλητες, η αναίρεση αυτή είναι δυνατή αν γίνει δεκτός όχι μόνον ο υπό κρίση λόγος, αλλά και ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλεται έλλειψη επιπτώσεων ως προς την επίμαχη απόφαση της προσβολής του δικαιώματος των ενδιαφερομένων να μετάσχουν στην επίσημη διαδικασία έρευνας.

85

Κατά δεύτερον και επικουρικώς, το ομόσπονδο κράτος της Βαυαρίας και οι λοιπές αναιρεσίβλητες φρονούν ότι ο τρίτος λόγος αναιρέσεως που προβάλλει η Επιτροπή είναι αβάσιμος.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

– Επί του παραδεκτού

86

Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζουν το ομόσπονδο κράτος της Βαυαρίας και οι λοιπές αναιρεσίβλητες, ο τρίτος και ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως, μολονότι συνδέονται μεταξύ τους, είναι ανεξάρτητοι ο ένας από τον άλλον. Συγκεκριμένα, με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως, η Επιτροπή προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο διαπιστώνοντας, στις σκέψεις 70 και 71 της πρώτης αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και στις σκέψεις 67 και 68 της δεύτερης αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η υποχρέωση που υπέχει η Επιτροπή να παρέχει στους ενδιαφερομένους, κατά το στάδιο της αποφάσεως περί κινήσεως της διαδικασίας, τη δυνατότητα να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους έχει χαρακτήρα ουσιώδους τύπου, η παράβαση του οποίου συνεπάγεται την ακύρωση της επίμαχης αποφάσεως, ενώ, με τον τέταρτο λόγο αναιρέσεως, η Επιτροπή προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, κρίνοντας ως εκ περισσού ότι δεν μπορεί να αποκλεισθεί ότι, ελλείψει της διαπιστωθείσας παραβάσεως, η διαδικασία ελέγχου του μέτρου κρατικής ενισχύσεως μπορεί να είχε διαφορετικό αποτέλεσμα.

87

Όπως υπογράμμισε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 102 των προτάσεών του, το γεγονός ότι ο τρίτος και ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως συνδέονται μεταξύ τους δεν αρκεί, αφ’ εαυτού, για να κριθεί απαράδεκτος οποιοσδήποτε εκ των δύο αυτών λόγων αναιρέσεως.

88

Ως εκ τούτου, ο τρίτος λόγος αναιρέσεως είναι παραδεκτός.

– Επί της ουσίας

89

Όσον αφορά το ζήτημα αν, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι η υποχρέωση που υπέχει η Επιτροπή από το άρθρο 6, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 659/1999 να παραθέτει συνοπτικά, στην απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας, τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που είναι κρίσιμα για την επίσημη διαδικασία έρευνας του συμβατού μέτρου ενισχύσεως με την εσωτερική αγορά, έχει τον χαρακτήρα ουσιώδους τύπου, κατά την έννοια του άρθρου 263, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, όπως και η υποχρέωση κινήσεως τέτοιας διαδικασίας βάσει του άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, πρέπει να υπομνησθεί ευθύς εξαρχής ότι το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι από το άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ και από το άρθρο 1, στοιχείο ηʹ, του κανονισμού 659/1999 προκύπτει ότι, οσάκις η Επιτροπή αποφασίζει να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας σχετικά με σχεδιαζόμενη ενίσχυση, οφείλει να παρέχει στα ενδιαφερόμενα μέρη, μεταξύ των οποίων καταλέγονται η οικεία ή οι οικείες επιχειρήσεις, τη δυνατότητα να υποβάλλουν τις παρατηρήσεις τους και ότι η υποχρέωση αυτή έχει τον χαρακτήρα «ουσιώδους τύπου» (βλ. απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 2008, Επιτροπή κατά Freistaat Sachsen, C‑334/07 P, EU:C:2008:709, σκέψη 55). Ο χαρακτήρας αυτός οφείλεται στο ότι μια τέτοια υποχρέωση συνιστά ουσιώδη διαδικαστική προϋπόθεση άρρηκτα συνδεδεμένη με τη διαμόρφωση ή την έκφραση της βουλήσεως της αρχής που εξέδωσε την πράξη.

90

Η υποχρέωση, όμως, την οποία το Δικαστήριο έχει χαρακτηρίσει ως «ουσιώδη τύπο» συγκεκριμενοποιείται, ιδίως, στο άρθρο 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 659/1999, το οποίο επιβάλλει μεταξύ άλλων στην Επιτροπή την υποχρέωση να παραθέτει συνοπτικώς, στην απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας, τα κρίσιμα πραγματικά και νομικά στοιχεία για την εξέταση της επίμαχης ενισχύσεως ή του επίμαχου σχεδίου ενισχύσεως και, κατά συνέπεια, να διασφαλίζει την πρακτική αποτελεσματικότητα του άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ.

91

Η δημοσίευση ανακοινώσεως στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης συνιστά ασφαλώς πρόσφορο μέσο γνωστοποιήσεως προς όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη της κινήσεως της επίσημης διαδικασίας έρευνας και κοινοποιήσεως σε αυτά όλων των στοιχείων που προορίζονται να διαφωτίσουν την Επιτροπή ως προς τις μελλοντικές της ενέργειες, καθόσον παρέχει στα λοιπά κράτη μέλη και στους ενδιαφερόμενους κύκλους την εγγύηση ότι μπορούν να εκφράσουν την άποψή τους υπό την ιδιότητα αυτή (πρβλ. απόφαση της 11ης Μαρτίου 2020, Επιτροπή κατά Gmina Miasto Gdynia και Port Lotniczy Gdynia Kosakowo, C‑56/18 P, EU:C:2020:192, σκέψεις 71 και 72). Εντούτοις, τα ενδιαφερόμενα μέρη θα είναι σε θέση να υποβάλουν λυσιτελώς τις παρατηρήσεις τους μόνον εάν η δημοσιευθείσα απόφαση μνημονεύει ρητώς και σαφώς τα κρίσιμα πραγματικά και νομικά στοιχεία, όπως προβλέπεται στο άρθρο 6, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 659/1999.

92

Ως εκ τούτου, η απλή δημοσίευση αποφάσεως περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας έρευνας, χωρίς το περιεχόμενο της αποφάσεως να είναι σύμφωνο με όσα επιτάσσει η διάταξη αυτή, δεν καθιστά δυνατό να θεωρηθεί ότι πληρούται η υποχρέωση την οποία υπέχει η Επιτροπή κατά τον χρόνο κινήσεως της επίσημης διαδικασίας έρευνας και η οποία χαρακτηρίζεται ως «ουσιώδης τύπος», κατά την έννοια του άρθρου 263, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ.

93

Εν προκειμένω, από τις σκέψεις 54 και 55 της παρούσας αποφάσεως προκύπτει ότι ο τρόπος χρηματοδοτήσεως μέτρου ενισχύσεως αποτελεί κρίσιμο στοιχείο, κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 659/1999. Ως τέτοιο, το συγκεκριμένο στοιχείο, από το οποίο η Επιτροπή αντλεί συνέπειες, στην επίμαχη απόφαση, για τον χαρακτηρισμό του μέτρου ως «κρατικής ενισχύσεως», κατά την έννοια του άρθρου 107 ΣΛΕΕ, έπρεπε, συνεπώς, να έχει ρητώς παρατεθεί συνοπτικά στην απόφαση περί κινήσεως της επίμαχης επίσημης διαδικασίας έρευνας.

94

Ως εκ τούτου, η παράλειψη μνείας, στην απόφαση περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας έρευνας, ενός τέτοιου στοιχείου, καθόσον είναι σημαντικό για την αιτιολογία της επίμαχης αποφάσεως, πρέπει να θεωρηθεί ότι συνιστά παράβαση «ουσιώδους τύπου», κατά την έννοια της σκέψεως 55 της αποφάσεως της 11ης Δεκεμβρίου 2008, Επιτροπή κατά Freistaat Sachsen (C‑334/07 P, EU:C:2008:709), η οποία συνεπάγεται αυτοδικαίως την ακύρωση της αποφάσεως (πρβλ. αποφάσεις της 29ης Οκτωβρίου 1980, Roquette Frères κατά Συμβουλίου, 138/79, EU:C:1980:249, σκέψη 33, και της 6ης Σεπτεμβρίου 2017, Σλοβακία και Ουγγαρία κατά Συμβουλίου, C‑643/15 και C‑647/15, EU:C:2017:631, σκέψη 160).

95

Συναφώς, πρέπει να απορριφθεί ρητώς το επιχείρημα της Επιτροπής ότι μόνον η υποχρέωση κινήσεως της επίσημης διαδικασίας έρευνας συνιστά ουσιώδη τύπο. Το επιχείρημα αυτό, πέραν του ότι αντιβαίνει προδήλως στο άρθρο 6, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 659/1999, βάσει του οποίου επιβάλλονται στην Επιτροπή σαφείς υποχρεώσεις όσον αφορά το περιεχόμενο της αποφάσεως περί κινήσεως της διαδικασίας, έχει ως αποτέλεσμα να καθιστά άνευ πρακτικής αποτελεσματικότητας την απόφαση αυτή, το αντικείμενο της οποίας συνίσταται στην παροχή στα ενδιαφερόμενα μέρη της δυνατότητας να υποβάλουν λυσιτελώς τις παρατηρήσεις τους στην Επιτροπή. Πράγματι, τα μέρη πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να γνωρίζουν τα κρίσιμα πραγματικά και νομικά στοιχεία επί των οποίων στηρίζεται ο επίσημος έλεγχος του επίμαχου μέτρου ενισχύσεως, ιδίως δε εκείνα που αφορούν τον τρόπο χρηματοδοτήσεως του μέτρου αυτού και τα οποία αποτελούν καθοριστικής σημασίας στοιχείο για τον χαρακτηρισμό του εν λόγω μέτρου ως «κρατικής ενισχύσεως», κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

96

Αντιθέτως, δεν υφίσταται παράβαση ουσιώδους τύπου, κατά την έννοια της σκέψεως 55 της αποφάσεως της 11ης Δεκεμβρίου 2008, Επιτροπή κατά Freistaat Sachsen (C‑334/07 P, EU:C:2008:709), οσάκις το στοιχείο, του οποίου η παράλειψη στην απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας προσάπτεται στην Επιτροπή, δεν συνιστά κρίσιμο πραγματικό ή νομικό στοιχείο για την εξέταση του επίμαχου μέτρου ενισχύσεως, κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 659/1999.

97

Ομοίως, η Επιτροπή δεν μπορεί να στηριχθεί στη νομολογία που απορρέει από τις αποφάσεις της 8ης Μαΐου 2008, Ferriere Nord κατά Επιτροπής (C‑49/05 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2008:259), και της 11ης Δεκεμβρίου 2008, Επιτροπή κατά Freistaat Sachsen (C‑334/07 P, EU:C:2008:709), προκειμένου να υποστηρίξει ότι η παράλειψη μνείας ενός κρίσιμου στοιχείου στην απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας δεν συνιστά παράβαση ουσιώδους τύπου. Πράγματι, οι υποθέσεις επί των οποίων εκδόθηκαν οι δύο αυτές αποφάσεις αφορούσαν τροποποίηση του νομικού πλαισίου κατά τη διάρκεια της επίσημης διαδικασίας εξετάσεως του μέτρου ενισχύσεως και όχι, όπως εν προκειμένω, τις απαιτήσεις σχετικά με τον καθορισμό του πλαισίου της εξετάσεως που επιβάλλει στην Επιτροπή το άρθρο 6, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 659/1999, κατά τον χρόνο ακριβώς της εκδόσεως της αποφάσεως περί κινήσεως της διαδικασίας.

98

Συγκεκριμένα, με την απόφαση της 8ης Μαΐου 2008, Ferriere Nord κατά Επιτροπής (C‑49/05 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2008:259), το Δικαστήριο επικύρωσε την ανάλυση του Γενικού Δικαστηρίου κρίνοντας ότι, στο μέτρο που οι αρχές και τα κριτήρια που ορίσθηκαν με το νέο νομικό πλαίσιο για τις κρατικές ενισχύσεις όσον αφορά την προστασία του περιβάλλοντος ήταν, κατ’ ουσίαν, πανομοιότυπα με εκείνα που καθορίζονταν από το πλαίσιο που ίσχυε κατά τον χρόνο εκδόσεως της αποφάσεως περί κινήσεως της διαδικασίας έρευνας, η Επιτροπή δεν είχε υποπέσει σε προσβολή του δικαιώματος των ενδιαφερομένων μερών να μετάσχουν στη διαδικασία, καθόσον δεν τους παρέσχε τη δυνατότητα να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους επί του νέου αυτού πλαισίου. Υπό τις ειδικές αυτές περιστάσεις, δεν απαιτούνταν νέα διαβούλευση με τα ενδιαφερόμενα μέρη, βάσει των συνδυασμένων διατάξεων του άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ και του άρθρου 6, παράγραφος 2, δεύτερη περίοδος, του κανονισμού 659/1999.

99

Όσον αφορά την απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 2008, Επιτροπή κατά Freistaat Sachsen (C‑334/07 P, EU:C:2008:709), το Δικαστήριο, αφού επισήμανε ότι η υποχρέωση της Επιτροπής να καλέσει τους ενδιαφερομένους να υποβάλουν παρατηρήσεις στο πλαίσιο επίσημης διαδικασίας έρευνας συνιστά ουσιώδη τύπο, διευκρίνισε, παραπέμποντας στην απόφαση της 8ης Μαΐου 2008, Ferriere Nord κατά Επιτροπής (C‑49/05 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2008:259), ότι, εφόσον το νέο νομικό καθεστώς που τέθηκε σε ισχύ μετά την εκ μέρους του κράτους μέλους κοινοποίηση σχεδιαζομένης ενισχύσεως δεν επιφέρει ουσιώδεις αλλαγές σε σχέση με το προϊσχύσαν καθεστώς, η παράλειψη της Επιτροπής να διαβουλευθεί με τα ενδιαφερόμενα μέρη όσον αφορά το τροποποιηθέν νομικό καθεστώς δεν συνιστά παράβαση ουσιώδους τύπου.

100

Ούτε και η απόφαση της 11ης Μαρτίου 2020, Επιτροπή κατά Gmina Miasto Gdynia και Port Lotniczy Gdynia Kosakowo (C‑56/18 P, EU:C:2020:192), η οποία εκδόθηκε μετά την έκδοση των αναιρεσιβαλλομένων αποφάσεων, θέτει εν αμφιβόλω τον χαρακτηρισμό της υποχρεώσεως που επιβάλλει το άρθρο 6, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 659/1999, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα του άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, ως «ουσιώδους τύπου».

101

Πράγματι, όπως διαπίστωσε το ίδιο το Δικαστήριο στη σκέψη 88 της ως άνω αποφάσεως, αυτή δεν αφορά τις υποχρεώσεις που υπέχει η Επιτροπή κατά την ημερομηνία κινήσεως της επίσημης διαδικασίας έρευνας και, κατά συνέπεια, δεν αφορά υποχρεώσεις εμπίπτουσες στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 659/1999, των οποίων η ερμηνεία αποτελεί αντικείμενο της υπό κρίση υποθέσεως.

102

Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι, στη σκέψη 70 της πρώτης αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και στη σκέψη 67 της δεύτερης αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο, στηριζόμενο στη σκέψη 55 της αποφάσεως της 11ης Δεκεμβρίου 2008, Επιτροπή κατά Freistaat Sachsen (C‑334/07 P, EU:C:2008:709), έκρινε ορθώς κατά νόμον ότι η υποχρέωση της Επιτροπής, κατά το στάδιο της αποφάσεως περί κινήσεως της διαδικασίας, να παρέχει στους ενδιαφερόμενους τη δυνατότητα να υποβάλλουν τις παρατηρήσεις τους έχει τον χαρακτήρα ουσιώδους τύπου, η παράβαση του οποίου συνεπάγεται την ακύρωση της πλημμελούς πράξεως, ανεξαρτήτως αν η παράβαση αυτή προκάλεσε ζημία σε εκείνον που την προβάλλει ή από το αν η διοικητική διαδικασία θα μπορούσε να καταλήξει σε διαφορετικό αποτέλεσμα.

103

Ως εκ τούτου, ο τρίτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

Επί του τετάρτου λόγου αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλεται πλάνη περί το δίκαιο κατά την ερμηνεία του δικαιώματος των ενδιαφερομένων μερών να συμμετάσχουν στη διαδικασία, το οποίο προβλέπεται στο άρθρο 108, παράγραφοι 2 και 3, ΣΛΕΕ και στο άρθρο 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 659/1999, της έννοιας των «κρατικών πόρων», κατά το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, και της έννοιας της «υφιστάμενης ενισχύσεως», κατά το άρθρο 108, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, καθώς και παραμόρφωση των πραγματικών περιστατικών και παράλειψη απαντήσεως σε επιχειρήματα που προβλήθηκαν αμυντικώς.

Επιχειρήματα των διαδίκων

104

Η Επιτροπή προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι κακώς έκρινε, στις σκέψεις 72 έως 75 της πρώτης αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και στις σκέψεις 70 έως 72 της δεύτερης αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι αν το ομόσπονδο κράτος της Βαυαρίας είχε τη δυνατότητα να υποβάλει παρατηρήσεις επί του ζητήματος αν οι δημοσιονομικοί πόροι συνιστούν κρατικούς πόρους, η διαδικασία θα μπορούσε να καταλήξει σε διαφορετικό αποτέλεσμα. Υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο παρέβη όχι μόνον το άρθρο 108, παράγραφοι 2 και 3, ΣΛΕΕ και το άρθρο 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 659/1999, αλλά και το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, καθόσον ερμήνευσε εσφαλμένα την έννοια των «κρατικών πόρων», και το άρθρο 108, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, καθόσον ερμήνευσε εσφαλμένα την έννοια της «υφιστάμενης ενισχύσεως». Η Επιτροπή προσάπτει επίσης στο Γενικό Δικαστήριο ότι παραμόρφωσε τα πραγματικά περιστατικά που διαπιστώθηκαν με την επίμαχη απόφαση και ότι δεν εξέτασε τα επιχειρήματα που προβλήθηκαν προς αντίκρουση των προσφυγών.

105

Το ομόσπονδο κράτος της Βαυαρίας και οι λοιπές αναιρεσίβλητες υποστηρίζουν ότι ο υπό κρίση λόγος αναιρέσεως είναι απαράδεκτος, στο μέτρο που το Γενικό Δικαστήριο, με τις σκέψεις 72 και 75 της πρώτης αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, αποφάνθηκε επί των επιπτώσεων της προσβολής του δικαιώματος των ενδιαφερομένων να υποβάλουν παρατηρήσεις κατά το πέρας της διαδικασίας βάσει διαπιστώσεως αμιγώς απτομένης των πραγματικών περιστατικών, η οποία δεν υπόκειται στον έλεγχο του Δικαστηρίου. Εξάλλου, τα ουσιώδη σημεία του λόγου αυτού αναιρέσεως συνιστούν απλώς επανάληψη των ισχυρισμών και των επιχειρημάτων που είχαν ήδη προβληθεί ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

106

Επικουρικώς, το ομόσπονδο κράτος της Βαυαρίας και οι λοιπές αναιρεσίβλητες υποστηρίζουν ότι ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος, καθόσον στηρίζεται σε εσφαλμένη ερμηνεία των αναιρεσιβαλλομένων αποφάσεων.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

107

Δεδομένου ότι τα επιχειρήματα του ομόσπονδου κράτους της Βαυαρίας προς στήριξη του ισχυρισμού περί απαραδέκτου του υπό κρίση λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθούν για τους ίδιους λόγους με εκείνους που εκτίθενται στις σκέψεις 47 και 48 της παρούσας αποφάσεως, αρκεί η παρατήρηση, επί της ουσίας, ότι το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ως εκ περισσού ότι, αν τα ενδιαφερόμενα μέρη είχαν τη δυνατότητα να υποβάλουν παρατηρήσεις επί του τρόπου χρηματοδοτήσεως εκ του γενικού προϋπολογισμού του ομόσπονδου κράτους της Βαυαρίας, η διαδικασία θα μπορούσε να καταλήξει σε διαφορετικό αποτέλεσμα.

108

Κατά πάγια νομολογία, όμως, λόγοι που στρέφονται κατά μέρους του σκεπτικού της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως το οποίο εκτίθεται επαλλήλως δεν δύνανται αφ’ εαυτών να επιφέρουν την αναίρεση της αποφάσεως αυτής και είναι, ως εκ τούτου, αλυσιτελείς (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 28ης Ιουνίου 2005, Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑189/02 P, C‑202/02 P, C‑205/02 P έως C‑208/02 P και C‑213/02 P, EU:C:2005:408, σκέψη 148, και της 26 Μαρτίου 2019, Επιτροπή κατά Ιταλίας, C‑621/16 P, EU:C:2019:251, σκέψη 61).

109

Δεδομένου ότι το Δικαστήριο έκρινε ότι ορθώς το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε, στη σκέψη 70 της πρώτης αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και στη σκέψη 67 της δεύτερης αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η επίμαχη απόφαση, λόγω της μη παροχής στους ενδιαφερομένους της δυνατότητας να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους, ενέχει παράβαση ουσιώδους τύπου συνεπαγόμενη αυτοδικαίως την ακύρωση της πλημμελούς πράξεως, ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως πρέπει, ως εκ τούτου, να απορριφθεί ως αλυσιτελής.

110

Δεδομένου ότι κανένας από τους τέσσερις λόγους που προέβαλε η Επιτροπή προς στήριξη των αιτήσεών της αναιρέσεως δεν έγινε δεκτός, οι αιτήσεις αναιρέσεως πρέπει να απορριφθούν στο σύνολό τους.

Επί των δικαστικών εξόδων

111

Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, το οποίο εφαρμόζεται στην αναιρετική διαδικασία δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η Επιτροπή ηττήθηκε, το δε ομόσπονδο κράτος της Βαυαρίας και οι λοιπές αναιρεσίβλητες υπέβαλαν σχετικό αίτημα, η Επιτροπή πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τέταρτο τμήμα) αποφασίζει:

 

1)

Απορρίπτει τις αιτήσεις αναιρέσεως.

 

2)

Καταδικάζει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.