ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα)
της 28ης Οκτωβρίου 2021 ( *1 )
«Προδικαστική παραπομπή – Δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις – Οδηγία 2014/42/ΕΕ – Πεδίο εφαρμογής – Εθνική νομοθεσία που προβλέπει τη δήμευση παρανόμως αποκτηθέντων περιουσιακών στοιχείων χωρίς να υφίσταται ποινική καταδίκη»
Στην υπόθεση C‑319/19,
με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Sofiyski gradski sad (πρωτοδικείο Σόφιας, Βουλγαρία) με απόφαση της 2ας Απριλίου 2019, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 17 Απριλίου 2019, στο πλαίσιο της δίκης
Komisia za protivodeystvie na koruptsiyata i za otnemane na nezakonno pridobitoto imushtestvo
κατά
ZV,
AX,
«Meditsinski tsentar po dermatologia i estetichna meditsina PRIMA DERM» ООD,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),
συγκείμενο από τους A. Prechal, πρόεδρο του δευτέρου τμήματος, ασκούντα καθήκοντα προέδρου του τρίτου τμήματος, J. Passer, F. Biltgen, L. S. Rossi (εισηγήτρια) και N. Wahl, δικαστές,
γενικός εισαγγελέας: A. Ράντος
γραμματέας: A. Calot Escobar
έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,
λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:
– |
η Komisia za protivodeystvie na koruptsiyata i za otnemane na nezakonno pridobitoto imushtestvo, εκπροσωπούμενη από τον S. Tsatsarov, |
– |
οι ZV, AX και το «Meditsinski tsentar po dermatologia i estetichna meditsina PRIMA DERM» ООD, εκπροσωπούμενοι από τους S. Kostov και G. Atanasov, advokati, |
– |
η Βουλγαρική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις T. Mitova και M. Georgieva, |
– |
η Τσεχική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους M. Smolek και J. Vláčil, και την T. Machovičová, |
– |
η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη αρχικώς από την N. Nikolova και τους I. Zaloguin και M. Wilderspin, και στη συνέχεια από την N. Nikolova και τον I. Zaloguin, |
κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 |
Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία της οδηγίας 2014/42/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 3ης Απριλίου 2014, σχετικά με τη δέσμευση και τη δήμευση οργάνων και προϊόντων εγκλήματος στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ 2014, L 127, σ. 39, και διορθωτικό ΕΕ 2014, L 138, σ. 114), καθώς και των άρθρων 17 και 48 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης). |
2 |
Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Komisia za protivodeystvies na koruptsiyata i za otnemane na nezakonno pridobitoto imushtestvo (επιτροπής για την καταπολέμηση της διαφθοράς και για τη δήμευση παρανόμως αποκτηθέντων περιουσιακών στοιχείων, Βουλγαρία) (στο εξής: αρμόδια για τη δήμευση των περιουσιακών στοιχείων επιτροπή), αφενός, και της ZV, του AX και του «Meditsinski tsentar po dermatologia i estetichna meditsina PRIMA DERM» ООD, αφετέρου, σχετικά με αίτημα δήμευσης περιουσιακών στοιχείων που προβάλλεται ότι αποκτήθηκαν παρανόμως από την ZV και από μέλη της οικογένειάς της. |
Το νομικό πλαίσιο
Το δίκαιο της Ένωσης
3 |
Οι αιτιολογικές σκέψεις 9, 15 και 22 της οδηγίας 2014/42 έχουν ως εξής:
[…]
[…]
|
4 |
Το άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας ορίζει τα ακόλουθα: «Η παρούσα οδηγία θεσπίζει ελάχιστους κανόνες σχετικά με τη δέσμευση περιουσιακών στοιχείων ενόψει πιθανής επακολουθούσας δήμευσης και σχετικά με τη δήμευση περιουσιακών στοιχείων σε ποινικές υποθέσεις.» |
5 |
Το άρθρο 3 της εν λόγω οδηγίας έχει ως εξής: «Η παρούσα οδηγία ισχύει για ποινικά αδικήματα που καλύπτονται από:
[…]». |
6 |
Το άρθρο 4 της ίδιας οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Δήμευση», ορίζει, στην παράγραφο 1, τα εξής: «Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα ώστε να καταστεί δυνατή, εξ ολοκλήρου ή εν μέρει, η δήμευση οργάνων και προϊόντων εγκλήματος ή περιουσιακών στοιχείων η αξία των οποίων είναι ισοδύναμη με αυτά τα όργανα ή προϊόντα, υπό την αίρεση οριστικής καταδίκης για ποινικό αδίκημα, που μπορεί επίσης να έχει απαγγελθεί ερήμην.» |
Το βουλγαρικό δίκαιο
7 |
Ο Zakon za otnemane v polza na darzhavata na nezakono pridobito imushtestvo (νόμος περί δημεύσεως των παρανόμως αποκτηθέντων περιουσιακών στοιχείων) (DV αριθ. 38, της 18ης Μαΐου 2012, στο εξής: νόμος του 2012 περί δημεύσεως περιουσιακών στοιχείων), ο οποίος ετέθη σε ισχύ στις 19 Νοεμβρίου 2012, καταργήθηκε με τον Zakon za protivodeystvie na korupsiata i za otnemane na nezakonno pridobitoto imushestvo (νόμο περί καταπολεμήσεως της διαφθοράς και περί δημεύσεως των παρανόμως αποκτηθέντων περιουσιακών στοιχείων) (DV αριθ. 7, της 19ης Ιανουαρίου 2018), αλλά, όπως διευκρίνισε το αιτούν δικαστήριο με την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, είναι εφαρμοστέος ratione temporis στην υπό κρίση υπόθεση. |
8 |
Το άρθρο 1 του νόμου του 2012 περί δημεύσεως των περιουσιακών στοιχείων όριζε τα εξής: «1) Ο παρών νόμος ρυθμίζει τις προϋποθέσεις και τη διαδικασία δημεύσεως από το κράτος των παρανόμως αποκτηθέντων περιουσιακών στοιχείων. 2) Ως περιουσιακά στοιχεία, υπό την έννοια της παραγράφου 1, νοούνται τα περιουσιακά στοιχεία για την απόκτηση των οποίων δεν μπορεί να προσδιοριστεί καμία νόμιμη πηγή.» |
9 |
Το άρθρο 2 του εν λόγω νόμου προέβλεπε τα εξής: «Η διαδικασία που θεσπίζει ο παρών νόμος διεξάγεται ανεξαρτήτως της ποινικής διαδικασίας που έχει κινηθεί κατά του προσώπου το οποίο αφορά η έρευνα και/ή των συνδεομένων με αυτό προσώπων.» |
10 |
Το άρθρο 22, παράγραφος 1, του ως άνω νόμου προέβλεπε τα εξής: «Η έρευνα κατά το άρθρο 21, παράγραφος 2, κινείται με απόφαση του διευθυντή της οικείας περιφερειακής διευθύνσεως, όταν ένα πρόσωπο κατηγορείται ότι διέπραξε ποινικό αδίκημα προβλεπόμενο στις ακόλουθες διατάξεις: […] 8. στα άρθρα 201 έως 203· […] 20. στα άρθρα 282, 283 και 283а […] του Nakazatelen kodeks [ποινικού κώδικα].» |
Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα
11 |
Στις 5 Μαΐου 2015, η Voenno okrazhna prokuratura - Sofia (στρατιωτική εισαγγελία της περιφέρειας της Σόφιας, Βουλγαρία) γνωστοποίησε στην αρμόδια για τη δήμευση των περιουσιακών στοιχείων επιτροπή ότι είχε ασκηθεί ποινική δίωξη κατά της ZV για το αδίκημα που προβλέπεται στο άρθρο 282, παράγραφος 2, πρώτη περίοδος, του ποινικού κώδικα, σε συνδυασμό με το άρθρο του 282, παράγραφος 1. |
12 |
Ειδικότερα, η ZV διώκεται για τον λόγο ότι, από τις 29 Νοεμβρίου 2004 έως τις 10 Σεπτεμβρίου 2014, ως ασκούσα διευθυντικά καθήκοντα υπάλληλος του τμήματος δερματολογίας, αφροδισιολογίας και αλλεργιολογίας της Voennomeditsinska Akademia (στρατιωτικής ιατρικής ακαδημίας) της Σόφιας (Βουλγαρία), προέβη σε πράξεις καθ’ υπέρβαση της εξουσίας που διέθετε στο πλαίσιο των καθηκόντων της, με σκοπό να αποκομίσει οικονομικό όφελος για την ίδια ή για την DERMA PRIM-MK OOD, εταιρία στην οποία κατείχε πλειοψηφικό μερίδιο. |
13 |
Η ποινική διαδικασία κατά της ZV εκκρεμεί επί του παρόντος ενώπιον του Sofiyski voenen sad (στρατοδικείου Σόφιας, Βουλγαρία). |
14 |
Βάσει της γνωστοποίησης της στρατιωτικής εισαγγελίας της περιφέρειας της Σόφιας, η αρμόδια για τη δήμευση περιουσιακών στοιχείων επιτροπή κίνησε έρευνα σχετικά με την ZV, σύμφωνα με το άρθρο 22 του νόμου του 2012 περί δημεύσεως των περιουσιακών στοιχείων. |
15 |
Μετά το πέρας της έρευνας, η ως άνω επιτροπή διαπίστωσε σημαντική δυσαναλογία μεταξύ, αφενός, της περιουσίας της ZV και του συζύγου της και, αφετέρου, των εισοδημάτων τους. Ως εκ τούτου, στις 18 Ιανουαρίου 2017, η ως άνω επιτροπή υπέβαλε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου αίτηση για τη δήμευση των παρανόμως αποκτηθέντων περιουσιακών στοιχείων της ZV και των φυσικών και νομικών προσώπων που θεωρούνται ότι συνδέονται με την ZV ή τελούν υπό τον έλεγχό της. |
16 |
Κατόπιν αιτήσεως της εν λόγω επιτροπής, το αιτούν δικαστήριο διέταξε τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων για τα περιουσιακά στοιχεία για τα οποία ζητήθηκε η δήμευση. |
17 |
Οι καθών της κύριας δίκης υποστηρίζουν ότι η αίτηση είναι απαράδεκτη, προβάλλοντας ότι ο νόμος του 2012 περί δημεύσεως των περιουσιακών στοιχείων αντιβαίνει στην οδηγία 2014/42. Ισχυρίζονται ότι η εν λόγω οδηγία εφαρμόζεται και σε μη ποινικές υποθέσεις και ότι δεν έχει μεταφερθεί ορθά στο βουλγαρικό δίκαιο, ιδίως στο μέτρο που ο εν λόγω νόμος δεν προβλέπει δικονομικές εγγυήσεις για τους καθών και τους τρίτους στους οποίους εφαρμόζονται οι κανόνες περί επιβολής ασφαλιστικών μέτρων ή περί δήμευσης των παρανόμως αποκτηθέντων περιουσιακών στοιχείων. |
18 |
Το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει, κατ’ αρχάς, ότι ο νόμος του 2012 περί δημεύσεως των περιουσιακών στοιχείων προέβλεπε ρητώς, στο άρθρο 2, ότι η διεξαγωγή της διαδικασίας δήμευσης που κινήθηκε ενώπιον πολιτικού δικαστηρίου δεν εξαρτάται από την ποινική διαδικασία που κινήθηκε κατά του προσώπου το οποίο αφορά η έρευνα ή κατά των προσώπων που συνδέονται με αυτό ή ελέγχονται από αυτό. Συγκεκριμένα, κατά την εθνική νομολογία, απλώς και μόνον η ύπαρξη ποινικής δίωξης σε βάρος ενός προσώπου αποτελεί επαρκή προϋπόθεση για την κίνηση έρευνας σε βάρος του προσώπου αυτού. Επομένως, η διαδικασία που κινήθηκε βάσει του νόμου αυτού διεξάγεται ανεξάρτητα από το αν το υπάρχει οριστική ποινική καταδίκη του ελεγχόμενου προσώπου. |
19 |
Εν συνεχεία, το αιτούν δικαστήριο υπογραμμίζει ότι ο νόμος του 2012 περί δημεύσεως των περιουσιακών στοιχείων αντέστρεψε το βάρος αποδείξεως. Συγκεκριμένα, αρκεί η αρμόδια για τη δήμευση των περιουσιακών στοιχείων επιτροπή να προβάλει εύλογες υπόνοιες ότι τα περιουσιακά στοιχεία αποκτήθηκαν παρανόμως. Ο εθνικός νομοθέτης θέσπισε επομένως τεκμήριο του παράνομου χαρακτήρα της αποκτήσεως αγαθών των οποίων η προέλευση δεν διαπιστώθηκε ή δεν αποδείχθηκε και εισήγαγε την έννοια της «δυσαναλογίας της περιουσίας» ως μοναδική και καθοριστική απόδειξη για την ύπαρξη παρανόμως αποκτηθέντων περιουσιακών στοιχείων. Ως εκ τούτου, υπόκεινται σε δήμευση όχι μόνον τα περιουσιακά στοιχεία που προέρχονται από την τέλεση ποινικού αδικήματος ή σοβαρής διοικητικής παραβάσεως, αλλά και κάθε άλλο περιουσιακό στοιχείο του οποίου η προέλευση δεν είναι δυνατό να διαπιστωθεί ή να αποδειχθεί. |
20 |
Τέλος, κατά το δικαστήριο αυτό, ακόμη και αν η αίτηση δήμευσης περιουσιακών στοιχείων πρέπει να εξεταστεί σύμφωνα με το αστικό δικονομικό δίκαιο, το μέτρο της δήμευσης παρανόμως αποκτηθέντων περιουσιακών στοιχείων αποτελεί, ως εκ της φύσεώς του, ποινικό μέτρο το οποίο εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2014/42. |
21 |
Ωστόσο, ο νόμος του 2012 περί δημεύσεως των περιουσιακών στοιχείων αντιβαίνει στην οδηγία 2014/42 καθόσον δεν προβλέπει τις απαιτούμενες από την οδηγία αυτή ελάχιστες εγγυήσεις. Εξάλλου, το υπέρμετρο βάρος αποδείξεως που φέρει το ελεγχόμενο πρόσωπο αντιβαίνει και στο άρθρο 48 του Χάρτη. |
22 |
Επειδή ωστόσο το Sofiyski gradski sad (πρωτοδικείο Σόφιας, Βουλγαρία) διατηρεί ορισμένες αμφιβολίες ως προς την ερμηνεία των διατάξεων της οδηγίας 2014/42, αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:
|
Επί του παραδεκτού της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως
23 |
Η αρμόδια για τη δήμευση των περιουσιακών στοιχείων επιτροπή υποστηρίζει ότι η απάντηση στα προδικαστικά ερωτήματα δεν ασκεί επιρροή για την επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης, στο μέτρο που η οδηγία 2014/42 δεν έχει εφαρμογή στη διαφορά αυτή, οπότε η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως είναι απαράδεκτη. Ειδικότερα, κατά την ως άνω επιτροπή, το αίτημα δήμευσης των περιουσιακών στοιχείων απορρέει από το αδίκημα του άρθρου 282, παράγραφος 2, του ποινικού κώδικα. Το αδίκημα, όμως, αυτό δεν εμπίπτει σε κανένα από τα αδικήματα που διαλαμβάνονται στο άρθρο 3 της οδηγίας 2014/42, το οποίο καθορίζει το καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής της οδηγίας. |
24 |
Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, τα σχετικά με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ερωτήματα που έχει υποβάλει το εθνικό δικαστήριο εντός του πραγματικού και κανονιστικού πλαισίου το οποίο έχει προσδιορίσει με δική του ευθύνη και την ακρίβεια του οποίου δεν οφείλει να ελέγξει το Δικαστήριο, τεκμαίρονται λυσιτελή. Το Δικαστήριο μπορεί να αρνηθεί να αποφανθεί επί αιτήσεως που υπέβαλε εθνικό δικαστήριο μόνον όταν προκύπτει προδήλως ότι η ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης την οποία ζητεί το εθνικό δικαστήριο δεν έχει καμία σχέση με το υποστατό ή το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, όταν το πρόβλημα είναι υποθετικής φύσεως ή, επίσης, όταν το Δικαστήριο δεν διαθέτει τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που είναι αναγκαία προκειμένου να δώσει χρήσιμη απάντηση στα ερωτήματα που του έχουν υποβληθεί (αποφάσεις της 24ης Ιουνίου 2008, Commune de Mesquer, C‑188/07, EU:C:2008:359, σκέψη 30, και της 19ης Μαρτίου 2020, Agro In 2001, C‑234/18, EU:C:2020:221, σκέψη 43 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). |
25 |
Ωστόσο, όταν, όπως στην υπό κρίση υπόθεση, δεν προκύπτει προδήλως ότι η ερμηνεία διατάξεως της Ένωσης δεν έχει καμία σχέση με το υποστατό ή το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, ένσταση στηριζόμενη σε αδυναμία εφαρμογής της διατάξεως αυτής στην υπόθεση της κύριας δίκης δεν αφορά το παραδεκτό της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως, αλλά την ουσία των ερωτημάτων (απόφαση της 19ης Μαρτίου 2020, Agro In 2001, C‑234/18, EU:C:2020:221, σκέψη 44 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). |
26 |
Επομένως, η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως είναι παραδεκτή. |
Επί των προδικαστικών ερωτημάτων
Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος
27 |
Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν η οδηγία 2014/42 έχει την έννοια ότι εφαρμόζεται σε ρύθμιση κράτους μέλους η οποία προβλέπει ότι η δήμευση παρανόμως αποκτηθέντων περιουσιακών στοιχείων διατάσσεται από εθνικό δικαστήριο στο πλαίσιο ή κατόπιν διαδικασίας η οποία δεν αφορά τη διαπίστωση ενός ή περισσοτέρων ποινικών αδικημάτων. |
28 |
Επισημαίνεται εκ προοιμίου ότι από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως προκύπτει ότι, αντιθέτως προς τις επίμαχες πράξεις στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 19ης Μαρτίου 2020, Agro In 2001 (C‑234/18, EU:C:2020:221, σκέψη 47), τα αδικήματα για τα οποία διώκεται η ZV εμπίπτουν στην έννοια του αδικήματος όπως αυτό ορίζεται στη σύμβαση που διαλαμβάνεται στο άρθρο 3, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2014/42. |
29 |
Το γεγονός ότι ορισμένοι από τους ενδιαφερομένους υποστηρίζουν ενώπιον του Δικαστηρίου ότι, στην πραγματικότητα, τα εν λόγω αδικήματα δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της εν λόγω σύμβασης και ότι τα πραγματικά περιστατικά της κύριας δίκης έλαβαν χώρα πριν από την έναρξη ισχύος της οδηγίας 2014/42 ή πριν από τη λήξη της ταχθείσας για τη μεταφορά της στο εσωτερικό δίκαιο προθεσμίας δεν μπορούν να κλονίσουν την παραδοχή αυτή. |
30 |
Πράγματι, δεδομένου ότι το Δικαστήριο δεν μπορεί, σύμφωνα με τη νομολογία που μνημονεύθηκε στη σκέψη 24 της παρούσας αποφάσεως, να ελέγξει την ακρίβεια του κανονιστικού και πραγματικού πλαισίου που προσδιόρισε το αιτούν δικαστήριο, πρέπει να στηριχθεί στην παραδοχή ότι η οδηγία αυτή δύναται να εφαρμοσθεί στην υπόθεση της κύριας δίκης. |
31 |
Κατόπιν αυτού, πρέπει ακόμη να εξακριβωθεί αν η οδηγία 2014/42 διέπει τη δήμευση οργάνων και προϊόντων που προέρχονται από παράνομες δραστηριότητες η οποία διατάσσεται από δικαστήριο κράτους μέλους στο πλαίσιο ή κατόπιν διαδικασίας που δεν αφορά τη διαπίστωση διαπράξεως ενός ή περισσοτέρων ποινικών αδικημάτων. |
32 |
Προς τούτο, υπενθυμίζεται ότι η οδηγία 2014/42 στηρίζεται στις διατάξεις του τρίτου μέρους, τίτλος V, κεφάλαιο 4, της Συνθήκης ΛΕΕ, το οποίο φέρει τον τίτλο «Δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις», και, ειδικότερα, στο άρθρο 82, παράγραφος 2, και στο άρθρο 83, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. |
33 |
Οι διατάξεις αυτές παρέχουν στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης το δικαίωμα να θεσπίζουν ελάχιστους κανόνες, αφενός, κατά τον βαθμό που είναι απαραίτητο για να διευκολυνθεί η αμοιβαία αναγνώριση των δικαστικών αποφάσεων και διαταγών, καθώς και η αστυνομική και δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις που έχουν διασυνοριακές διαστάσεις και, αφετέρου, για τον ορισμό των ποινικών αδικημάτων και των κυρώσεων στους τομείς της ιδιαίτερα σοβαρής εγκληματικότητας με διασυνοριακή διάσταση, η οποία απορρέει ιδίως από τη φύση ή τις επιπτώσεις των αδικημάτων αυτών ή λόγω ειδικής ανάγκης να καταπολεμούνται σε κοινή βάση. |
34 |
Συναφώς, μολονότι πρέπει να είναι δυνατή η δήμευση των οργάνων και των προϊόντων εγκλήματος ή περιουσιακών στοιχείων η αξία των οποίων είναι ισοδύναμη με τα εν λόγω όργανα ή προϊόντα, από την αιτιολογική σκέψη 15 της οδηγίας αυτής προκύπτει ότι τούτο θα πρέπει να ισχύει μόνον υπό την αίρεση οριστικής καταδίκης για ποινικό αδίκημα, η οποία μπορεί επίσης να έχει απαγγελθεί ερήμην. |
35 |
Για τον λόγο αυτό, το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2014/42 απαιτεί από τα κράτη μέλη να λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα ώστε να καταστεί δυνατή, εξ ολοκλήρου ή εν μέρει, η δήμευση οργάνων και προϊόντων εγκλήματος ή περιουσιακών στοιχείων η αξία των οποίων είναι ισοδύναμη με αυτά τα όργανα ή προϊόντα, υπό την αίρεση οριστικής καταδίκης για ποινικό αδίκημα, που μπορεί επίσης να έχει απαγγελθεί ερήμην. |
36 |
Συνεπώς, λαμβανομένων υπόψη των σκοπών και του γράμματος των διατάξεων της οδηγίας 2014/42, καθώς και του πλαισίου εντός του οποίου αυτή εκδόθηκε, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η εν λόγω οδηγία, όπως και η απόφαση-πλαίσιο 2005/212, τις διατάξεις της οποίας επιδιώκει, σύμφωνα με την αιτιολογική της σκέψη 9, να επεκτείνει, αποτελεί πράξη που έχει ως σκοπό να υποχρεώσει τα κράτη μέλη να θέσουν σε εφαρμογή κοινούς ελάχιστους κανόνες δήμευσης των οργάνων και των προϊόντων που σχετίζονται με ποινικά αδικήματα, προκειμένου, μεταξύ άλλων, να διευκολυνθεί η αμοιβαία αναγνώριση των δικαστικών αποφάσεων δήμευσης που εκδίδονται στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών (βλ. κατ’ αναλογίαν, όσον αφορά την απόφαση-πλαίσιο 2005/212, απόφαση της 19ης Μαρτίου 2020, Agro In 2001, C‑234/18, EU:C:2020:221, σκέψη 56). |
37 |
Επομένως, η οδηγία 2014/42 δεν διέπει τη δήμευση οργάνων και προϊόντων παράνομων δραστηριοτήτων η οποία διατάσσεται από δικαστήριο κράτους μέλους στο πλαίσιο ή κατόπιν διαδικασίας που δεν αφορά τη διαπίστωση διαπράξεως ενός ή περισσοτέρων ποινικών αδικημάτων (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 19ης Μαρτίου 2020, Agro In 2001, C‑234/18, EU:C:2020:221, σκέψη 57). Πράγματι, οι ελάχιστοι κανόνες που θεσπίζει η οδηγία αυτή δεν έχουν εφαρμογή σε μια τέτοια δήμευση, σύμφωνα με το άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας και, επομένως, η ρύθμιση της εν λόγω δήμευσης εμπίπτει στην αρμοδιότητα των κρατών μελών, η οποία μνημονεύεται στην αιτιολογική σκέψη 22 της εν λόγω οδηγίας, να προβλέπουν ευρύτερες εξουσίες στο εθνικό τους δίκαιο. |
38 |
Εν προκειμένω, προκύπτει ότι η εκκρεμής ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου διαδικασία δήμευσης είναι αστικής φύσεως και ότι συνυπάρχει, στο εσωτερικό δίκαιο, με καθεστώς δήμευσης προβλεπόμενο από το ποινικό δίκαιο. Βεβαίως, βάσει του άρθρου 22, παράγραφος 1, του νόμου του 2012 περί δημεύσεως των περιουσιακών στοιχείων, η εν λόγω διαδικασία κινείται από την αρμόδια για τη δήμευση των περιουσιακών στοιχείων επιτροπή όταν αυτή πληροφορείται ότι ένα πρόσωπο κατηγορείται ότι διέπραξε ορισμένα ποινικά αδικήματα. Εντούτοις, από τα στοιχεία της δικογραφίας που διαθέτει το Δικαστήριο προκύπτει ότι, σύμφωνα με τις διατάξεις του εν λόγω νόμου, μετά την κίνησή της, η διαδικασία αυτή, η οποία επικεντρώνεται αποκλειστικώς στα φερόμενα ως παρανόμως αποκτηθέντα περιουσιακά στοιχεία, διεξάγεται κατά τρόπο ανεξάρτητο από τυχόν ποινική διαδικασία κατά του φερόμενου ως δράστη των επίμαχων ποινικών αδικημάτων, καθώς και από την έκβαση της ποινικής διαδικασίας, ιδίως δε από τυχόν καταδίκη του δράστη (απόφαση της 19ης Μαρτίου 2020, Agro In 2001, C‑234/18, EU:C:2020:221, σκέψη 60). |
39 |
Υπό τις συνθήκες αυτές, διαπιστώνεται ότι η απόφαση που καλείται να εκδώσει το αιτούν δικαστήριο στην υπόθεση της κύριας δίκης δεν εντάσσεται στο πλαίσιο διαδικασίας σχετικής με ένα ή περισσότερα ποινικά αδικήματα, ούτε εκδίδεται κατόπιν τέτοιας διαδικασίας. Επιπλέον, η δήμευση την οποία δύναται να διατάξει το αιτούν δικαστήριο μετά το πέρας της εξέτασης της αιτήσεως της οποίας έχει επιληφθεί δεν εξαρτάται από την ποινική καταδίκη του εμπλεκόμενου προσώπου. Επομένως, η διαδικασία αυτή δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2014/42 (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 19ης Μαρτίου 2020, Agro In 2001, C‑234/18, EU:C:2020:221, σκέψη 61). |
40 |
Η ερμηνεία αυτή δεν μπορεί να κλονιστεί από την απόφαση της 14ης Ιανουαρίου 2021Okrazhna prokuratura – Haskovo και Apelativna prokuratura – Plovdiv (C‑393/19, EU:C:2021:8), με την οποία το Δικαστήριο έλαβε υπόψη την απόφαση-πλαίσιο 2005/212. Πράγματι, η υπόθεση της κύριας δίκης διαφέρει από την υπόθεση επί της οποίας είχε εκδοθεί η απόφαση εκείνη, στο μέτρο που η επίμαχη στην υπόθεση εκείνη δήμευση προβλεπόταν από τον ποινικό κώδικα, η εφαρμογή της συνδεόταν με την τέλεση του επίμαχου αδικήματος, στη συγκεκριμένη περίπτωση της λαθρεμπορίας, και το εμπλεκόμενο πρόσωπο είχε καταδικαστεί για την τέλεση του εν λόγω αδικήματος. |
41 |
Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η οδηγία 2014/42 έχει την έννοια ότι δεν εφαρμόζεται σε ρύθμιση κράτους μέλους η οποία προβλέπει ότι η δήμευση παρανόμως αποκτηθέντων περιουσιακών στοιχείων διατάσσεται από εθνικό δικαστήριο στο πλαίσιο ή κατόπιν διαδικασίας η οποία δεν αφορά τη διαπίστωση ενός ή περισσοτέρων ποινικών αδικημάτων. |
Επί του δευτέρου, του τρίτου, του πέμπτου και του εβδόμου προδικαστικού ερωτήματος
42 |
Λαμβανομένης υπόψη της απάντησης που δόθηκε στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα, παρέλκει η απάντηση στο δεύτερο, στο τρίτο, στο πέμπτο και στο έβδομο προδικαστικό ερώτημα. |
Επί του τετάρτου και του έκτου προδικαστικού ερωτήματος
43 |
Με το τέταρτο και το έκτο προδικαστικό ερώτημα, τα οποία πρέπει να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί από το Δικαστήριο να ερμηνεύσει τον Χάρτη και, ειδικότερα, τα άρθρα του 17 και 48. |
44 |
Δυνάμει όμως του άρθρου 51, παράγραφος 1, του Χάρτη, οι διατάξεις του απευθύνονται στα κράτη μέλη μόνον όταν αυτά εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης και, κατά πάγια νομολογία, η φράση «όταν εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης», όπως χρησιμοποιείται στη διάταξη αυτή, προϋποθέτει την ύπαρξη συνδέσμου μεταξύ πράξεως του δικαίου της Ένωσης και του επίμαχου εθνικού μέτρου που να υπερβαίνει την εγγύτητα των σχετικών τομέων ή τις έμμεσες επιπτώσεις του ενός τομέα στον άλλο, λαμβανομένων υπόψη των κριτηρίων εκτίμησης που καθορίζονται από το Δικαστήριο (απόφαση της 22ας Απριλίου 2021, Profi Credit Slovakia, C‑485/19, EU:C:2021:313, σκέψη 37 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). |
45 |
Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τη σκέψη 41 της παρούσας αποφάσεως, η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης διαδικασία δήμευσης δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2014/42 και, ως εκ τούτου, η βουλγαρική νομοθεσία που διέπει τη διαδικασία αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί ως εφαρμόζουσα το δίκαιο της Ένωσης. |
46 |
Υπό τις συνθήκες αυτές, δεδομένου ότι ο Χάρτης δεν έχει εφαρμογή στη διαφορά της κύριας δίκης, το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να απαντήσει στο τέταρτο και το έκτο προδικαστικό ερώτημα (πρβλ. διάταξη της 2ας Ιουλίου 2020, S.A.D. Maler und Anstreicher, C‑256/19, EU:C:2020:523, σκέψεις 32 έως 34 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). |
Επί των δικαστικών εξόδων
47 |
Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται. |
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) αποφαίνεται: |
Η οδηγία 2014/42/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 3ης Απριλίου 2014, σχετικά με τη δέσμευση και τη δήμευση οργάνων και προϊόντων εγκλήματος στην Ευρωπαϊκή Ένωση, έχει την έννοια ότι δεν εφαρμόζεται σε ρύθμιση κράτους μέλους η οποία προβλέπει ότι η δήμευση παρανόμως αποκτηθέντων περιουσιακών στοιχείων διατάσσεται από εθνικό δικαστήριο στο πλαίσιο ή κατόπιν διαδικασίας η οποία δεν αφορά τη διαπίστωση ενός ή περισσοτέρων ποινικών αδικημάτων. |
(υπογραφές) |
( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η βουλγαρική.