ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δέκατο τμήμα)

της 2ας Ιουλίου 2020 ( *1 )

[Κείμενο όπως έχει διορθωθεί με διάταξη της 3ης Σεπτεμβρίου 2020]

«Προδικαστική παραπομπή – Άρθρο 53, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου – Άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ – Αποτελεσματική δικαστική προστασία στους τομείς που διέπονται από το δίκαιο της Ένωσης – Αρχή της ανεξαρτησίας των δικαστών – Άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Αρμοδιότητα του Δικαστηρίου – Άρθρο 267 ΣΛΕΕ – Παραδεκτό – Διατάξεις του εθνικού δικαίου σχετικές με την εσωτερική κατανομή των υποθέσεων δικαστηρίου – Ένδικο βοήθημα – Ερμηνεία αναγκαία για την έκδοση αποφάσεως εκ μέρους του αιτούντος δικαστηρίου – Προδήλως απαράδεκτο»

Στην υπόθεση C‑256/19,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Verwaltungsgericht Wien (διοικητικό πρωτοδικείο Βιέννης, Αυστρία) με απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2019, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 26 Μαρτίου 2019, στο πλαίσιο διαδικασίας κινηθείσας από την

S.A.D. Maler und Anstreicher OG,

παρισταμένων των:

Magistrat der Stadt Wien,

Bauarbeiter Urlaubs- und Abfertigungskasse,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δέκατο τμήμα),

συγκείμενο από τους I. Jarukaitis (εισηγητή), πρόεδρο τμήματος, M. Ilešič και Κ. Λυκούργο, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: M. Bobek

γραμματέας: Α. Calot Escobar

[Όπως διορθώθηκε με διάταξη της 3ης Σεπτεμβρίου 2020] έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

[Όπως διορθώθηκε με διάταξη της 3ης Σεπτεμβρίου 2020] λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

η Αυστριακή Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις J. Schmoll, M. Augustin και C. Drexel,

η Πολωνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον B. Majczyna,

η Σουηδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις A. Falk και H. Shev,

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους P. Van Nuffel και F. Erlbacher,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να αποφανθεί με αιτιολογημένη διάταξη σύμφωνα με το άρθρο 53, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου,

εκδίδει την ακόλουθη

Διάταξη

1

Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, του άρθρου 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης), καθώς και της αρχής της αποτελεσματικότητας.

2

Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο διαδικασίας την οποία κίνησε η S.A.D. Maler und Anstreicher OG (στο εξής: Maler), με αντικείμενο τη νομιμότητα αποφάσεως με την οποία της επιβλήθηκε η καταβολή υποχρεωτικών νόμιμων εισφορών.

Το νομικό πλαίσιο

3

Το άρθρο 83 του Bundes-Verfassungsgesetz (αυστριακού ομοσπονδιακού συνταγματικού νόμου, στο εξής: B‑VG) ορίζει ότι ομοσπονδιακός νόμος καθορίζει την οργάνωση και την αρμοδιότητα των τακτικών δικαστηρίων και ότι κανείς δεν μπορεί να στερηθεί τον νόμιμο δικαστή του.

4

Κατά το άρθρο 87 του B‑VG:

«1.   Οι δικαστές είναι ανεξάρτητοι κατά την άσκηση των δικαστικών καθηκόντων τους.

2.   Ο δικαστής ασκεί τα δικαστικά καθήκοντά του όταν εκτελεί τις δικαστικές εργασίες που του ανατέθηκαν εκ του νόμου και βάσει της εσωτερικής κατανομής των υποθέσεων του δικαστηρίου, εξαιρουμένων των υποθέσεων οι οποίες εμπίπτουν στη δικαστική διοίκηση και τις οποίες ο νόμος δεν υπάγει στην αρμοδιότητα τμημάτων ή επιτροπών.

3.   Οι υποθέσεις κατανέμονται εκ των προτέρων μεταξύ των δικαστών του δικαστηρίου, για χρονικό διάστημα που καθορίζεται με ομοσπονδιακό νόμο. Κάθε υπόθεση που ανατίθεται κατ’ αυτόν τον τρόπο σε δικαστή μπορεί να του αφαιρεθεί μόνο με απόφαση του τμήματος το οποίο προβλέπεται προς τούτο με ομοσπονδιακό νόμο και μόνο σε περίπτωση κωλύματος ή όταν όγκος των υποθέσεων που καλείται να εξετάσει τον εμποδίζει να τις διευθετήσει εντός εύλογου χρόνου.»

5

Κατά το άρθρο 135, παράγραφος 2, του B‑VG, πρέπει να καταρτίζεται εκ των προτέρων μια προκαθορισμένη σειρά κατανομής των υποθέσεων του Verwaltungsgericht Wien (διοικητικού πρωτοδικείου Βιέννης, Αυστρία) για το χρονικό διάστημα που προβλέπεται από τον νόμο. Κατά το άρθρο 18 του Gesetz über das Verwaltungsgericht Wien (νόμου περί του διοικητικού δικαστηρίου της Βιέννης), το διάστημα αυτό συνίσταται σε ένα ημερολογιακό έτος.

6

Κατά το άρθρο 135, παράγραφος 3, του B‑VG, υπόθεση η οποία έχει ανατεθεί σε μέλος του Verwaltungsgericht Wien (διοικητικού πρωτοδικείου Βιέννης) βάσει της προκαθορισμένης σειράς κατανομής των υποθέσεων μπορεί να του αφαιρεθεί μόνον από το όργανο που είναι αρμόδιο για την κατάρτιση της προκαθορισμένης σειράς κατανομής, τούτο δε μόνον εάν το μέλος αυτό δεν είναι σε θέση να εκπληρώσει τα καθήκοντά του ή δεν είναι σε θέση να τα εκπληρώσει εντός εύλογου χρόνου λόγω του φόρτου εργασίας του.

Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

7

Με δύο αποφάσεις του Bauarbeiter-Urlaubs- und Abfertigungskasse (ταμείου για τις αποδοχές αδείας και τις αποζημιώσεις λόγω λύσεως της σχέσεως εργασίας των εργατών οικοδομής, Αυστρία) (στο εξής: BUAK) επιβλήθηκε στη Maler, επιχείρηση ελαιοχρωματισμού, η υποχρέωση καταβολής υποχρεωτικών νόμιμων εισφορών δυνάμει του Bauarbeiter-Urlaubs- und Abfertigungsgesetz (νόμου περί αποδοχών αδείας και αποζημιώσεων λόγω λύσεως της σχέσεως εργασίας των εργατών οικοδομής) (BGBI. 414/1972), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της κύριας δίκης (στο εξής: BUAG).

8

Με τον νόμο αυτόν ιδρύθηκε το BUAK, συλλογικός οργανισμός δημοσίου δικαίου, αποστολή του οποίου είναι η συλλογή των ποσών που προορίζονται για την καταβολή των προβλεπόμενων από τον BUAG αποδοχών αδείας και αποζημιώσεων. Ο οργανισμός αυτός είναι επιφορτισμένος με τη διαχείριση και την εκκαθάριση των αποδοχών αδείας που καταβάλλονται στους εργάτες οικοδομής.

9

Επειδή η Maler δεν κατέβαλε τις εισφορές αυτές, το BUAK εξέδωσε κατ’ αυτής δύο εκτελεστούς τίτλους. Στη συνέχεια, η επιχείρηση αυτή άσκησε διοικητική ένσταση ενώπιον του Magistrat der Stadt Wien (Δήμου Βιέννης, Αυστρία), ο οποίος, με απόφαση της 19ης Ιουνίου 2018, επικύρωσε τους εν λόγω εκτελεστούς τίτλους. Κατόπιν αυτού, η Maler άσκησε προσφυγή κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του Verwaltungsgericht Wien (διοικητικού πρωτοδικείου Βιέννης). Ενώπιον του δικαστηρίου αυτού, υποστήριξε ότι το προσωπικό της δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του νόμου αυτού και ότι, ως εκ τούτου, δεν υποχρεούται να καταβάλλει τις συμπληρωματικές αποδοχές και τις παρεπόμενες αμοιβές που καθορίζει το BUAK.

10

Το αιτούν δικαστήριο, το οποίο διευκρινίζει ότι δικάζει ως μονομελές τμήμα (στο εξής: αιτών δικαστής), επισημαίνει ότι το BUAK είναι ο οργανισμός εγγυήσεως τον οποίο προβλέπει το αυστριακό δίκαιο προκειμένου να διασφαλίζεται στους εργάτες οικοδομών η προστασία που απορρέει από το άρθρο 7 της οδηγίας 2003/88/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Νοεμβρίου 2003, σχετικά με ορισμένα στοιχεία της οργάνωσης του χρόνου εργασίας (ΕΕ 2003, L 299, σ. 9), κατά το οποίο τα κράτη μέλη θεσπίζουν τα αναγκαία μέτρα ώστε να παρέχεται σε όλους τους εργαζομένους ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών διάρκειας τουλάχιστον τεσσάρων εβδομάδων, σύμφωνα με τους όρους που προβλέπουν οι εθνικές νομοθεσίες ή/και πρακτικές για την απόκτηση του σχετικού δικαιώματος και τη χορήγηση της άδειας.

11

Στις 26 Ιουλίου 2018 η υπόθεση της κύριας δίκης πρωτοκολλήθηκε στο Verwaltungsgericht Wien (διοικητικό πρωτοδικείο Βιέννης) με έναν μόνο αριθμό υποθέσεως και ανατέθηκε στον αιτούντα δικαστή.

12

Ο αιτών δικαστής επισημαίνει ότι, με την απόφαση της 19ης Ιουνίου 2018, ο Δήμος Βιέννης απέρριψε αμφότερες τις διοικητικές ενστάσεις που είχε υποβάλει η Maler σε διαφορετικά χρονικά σημεία κατά των εκτελεστών τίτλων τους οποίους εξέδωσε το BUAK και οι οποίοι στηρίζονταν σε απαιτήσεις του ταμείου κατά της επιχείρησης αυτής.

13

Κατά τον αιτούντα δικαστή, μολονότι επιλαμβάνεται τυπικώς μίας μόνο προσφυγής κατά μίας μόνον αποφάσεως, πρέπει να θεωρηθεί ότι, στην πραγματικότητα, ασκήθηκαν δύο προσφυγές κατά δύο διαφορετικών αποφάσεων. Εντούτοις, επισημαίνει ότι η γραμματεία του Verwaltungsgericht Wien (διοικητικού πρωτοδικείου Βιέννης) πρωτοκόλλησε τις δύο αυτές, αυτοτελείς κατά τον αιτούντα δικαστή, προσφυγές ως μία και μόνη προσφυγή. Ο αιτών δικαστής εκθέτει ότι παραβιάστηκε η προκαθορισμένη σειρά κατανομής των υποθέσεων εντός του Verwaltungsgericht Wien (διοικητικού πρωτοδικείου Βιέννης), δεδομένου ότι, με την καταχώριση δύο διαφορετικών προσφυγών με έναν μόνο αριθμό υποθέσεως, παραβιάστηκε ο κανόνας κατανομής των υποθέσεων ο οποίος, αν είχε ακολουθηθεί ορθώς, θα κατέληγε στην ανάθεση των προσφυγών αυτών σε δύο διαφορετικούς δικαστές.

14

Ο αιτών δικαστής αναφέρει ότι υπέδειξε στη γραμματεία του δικαστηρίου το εν λόγω «σφάλμα».

15

Στις 31 Ιουλίου 2018 η γραμματεία καταχώρισε την προσφυγή που είχε ασκήσει η Maler με έναν δεύτερο αριθμό υποθέσεως, κατά το μέρος που η προσφυγή αυτή έβαλλε κατά ενός άλλου σημείου του διατακτικού της αποφάσεως της 19ης Ιουνίου 2018. Ωστόσο, η δεύτερη αυτή υπόθεση ανατέθηκε εκ νέου στον ίδιο δικαστή, δηλαδή στον αιτούντα δικαστή.

16

Ο αιτών δικαστής εκθέτει ότι, στις 3 Αυγούστου 2018, διατύπωσε «αιτίαση αναρμοδιότητας» σε σχέση με την εσφαλμένη αυτή ανάθεση, ενώπιον του προέδρου του δικαστηρίου. Κατά τον αιτούντα δικαστή, η γραμματεία όφειλε, σύμφωνα με την προκαθορισμένη σειρά κατανομής των υποθέσεων, να αναθέσει την καταχωρισθείσα με τον δεύτερο αριθμό υπόθεση σε άλλον δικαστή.

17

Κατά τον δικαστή αυτόν, ο πρόεδρος του δικαστηρίου, δίνοντας προφορικώς στη γραμματεία την οδηγία να μην τροποποιήσει την αρχική ανάθεση της πρώτης υποθέσεως και να την ενώσει με τη δεύτερη υπόθεση, παρέβη τις διατάξεις που διέπουν την προκαθορισμένη σειρά κατανομής των υποθέσεων.

18

Ο αιτών δικαστής είναι της άποψης ότι μόνον η επιτροπή για την προκαθορισμένη σειρά κατανομής των υποθέσεων έχει, ως συλλογικό όργανο, την αρμοδιότητα να προβαίνει στην κατανομή αυτή.

19

Ο αιτών δικαστής αναφέρει ότι ουδέποτε ενημερώθηκε για τις «ενέργειες» αυτές ούτε για τη «συγκεκαλυμμένη» ανάθεση της δεύτερης υποθέσεως. Προσθέτει ότι η αυστριακή έννομη τάξη δεν προβλέπει τη δυνατότητα ασκήσεως ένδικου βοηθήματος κατά μιας τέτοιας «ενέργειας» ενός προέδρου δικαστηρίου.

20

Στις 5 Οκτωβρίου 2018 ο αιτών δικαστής υπέβαλε, ενώπιον του προέδρου του Verwaltungsgericht Wien (διοικητικού πρωτοδικείου Βιέννης), υπό την ιδιότητά του ως προέδρου της επιτροπής για τη σειρά κατανομής των υποθέσεων, αίτηση με την οποία ζήτησε να αναγνωριστεί ότι δεν ήταν αρμόδιος για την εκδίκαση της υπόθεσης της κύριας δίκης. Στην αίτησή του, αναφέρθηκε ρητώς στη νομολογία του Verfassungsgerichtshof (Συνταγματικού Δικαστηρίου, Αυστρία), κατά την οποία η απόφαση δικαστή στον οποίο έχει επιτραπεί να εκδικάσει μια υπόθεση κατά παράβαση της εσωτερικής σειράς κατανομής των υποθέσεων του δικαστηρίου στο οποίο ανήκει πρέπει να χαρακτηριστεί ως απόφαση εκδοθείσα από αναρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο. Ο αιτών δικαστής εκθέτει ότι το Verfassungsgerichtshof (Συνταγματικό Δικαστήριο) έκρινε ότι μια τέτοια απόφαση αντιβαίνει στις συνταγματικές διατάξεις του άρθρου 83, παράγραφος 2, του B‑VG και στο άρθρο 6, παράγραφος 1, της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, που υπεγράφη στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950 (στο εξής: ΕΣΔΑ), και είναι, ως εκ τούτου, αντισυνταγματική. Προς στήριξη του αιτήματος αυτού, ο αιτών δικαστής υποστήριξε επίσης ότι, αν εκδώσει αντισυνταγματική απόφαση, είναι αναμενόμενο ότι θα του επιβληθούν υπηρεσιακές, πειθαρχικές και ποινικές κυρώσεις και θα ενέχεται προς αποζημίωση. Επιπλέον, επισήμανε ότι, σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ, έχει την υποχρέωση να εμποδίζει την έκδοση δικαστικής αποφάσεως που θα είναι αντισυνταγματική.

21

Με το από 10 Οκτωβρίου 2018 έγγραφο, ο πρόεδρος του δικαστηρίου στο οποίο ανήκει ο αιτών δικαστής τον ενημέρωσε ότι ήταν αρμόδιος, αλλά και υποχρεωμένος, να εκδικάσει την υπόθεση της κύριας δίκης. Με το έγγραφο αυτό, εξέθεσε ότι η προσφυγή προσέβαλλε μία μόνο διοικητική απόφαση, οπότε υφίστατο και μία μόνον υπόθεση.

22

Ο αιτών δικαστής, κρίνοντας ότι το έγγραφο αυτό συνιστά πράξη δημόσιας εξουσίας, άσκησε προσφυγή κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του Verwaltungsgerichtshof (Ανώτατου Διοικητικού Δικαστηρίου, Αυστρία).

23

Με απόφαση της 21ης Νοεμβρίου 2018, το δικαστήριο αυτό απέρριψε την προσφυγή ως απαράδεκτη, με το σκεπτικό, κατ’ ουσίαν, ότι μόνον οι διάδικοι στη διαδικασία ενώπιον διοικητικού δικαστηρίου είναι σε θέση να επικαλεστούν το ατομικό δικαίωμα στην προστασία του νόμιμου δικαστή. Αντιθέτως, μέλος διοικητικού δικαστηρίου δεν μπορεί να υποστεί προσβολή ατομικού δικαιώματος λόγω εσφαλμένης αναθέσεως ούτε νομιμοποιείται να ασκήσει προσφυγή κατά της αναθέσεως αυτής.

24

Ο αιτών δικαστής επισημαίνει ότι, με τη διάταξη αυτή, το Verwaltungsgerichtshof (Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο) αναγνώρισε πάντως ότι, αν η θέση του αιτούντος δικαστή ήταν ορθή, η απόφαση που θα εξέδιδε ως δικαστής στην υπόθεση της κύριας δίκης θα αντέβαινε, λόγω της αναρμοδιότητάς του που απορρέει από το γεγονός ότι η υπόθεση αυτή του ανατέθηκε παρανόμως, στην εγγύηση του νόμιμου δικαστή που προβλέπεται στο άρθρο 83, παράγραφος 2, του B‑VG και στο άρθρο 6, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ, και ότι η απόφαση αυτή θα ήταν, κατά συνέπεια, αντισυνταγματική.

25

Ο αιτών δικαστής φρονεί επίσης ότι, εντός των δικαστηρίων που έχουν συσταθεί με νόμο ως όργανα δικαστικής προστασίας κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ, οι εισερχόμενες υποθέσεις πρέπει, πριν από οποιαδήποτε ανάθεση, να προσδιορίζονται σύμφωνα με προκαθορισμένη σειρά κατανομής, διότι άλλως θα παραβιαζόταν η διάταξη αυτή.

26

Συναφώς, ο αιτών δικαστής παρατηρεί ότι, αφενός, το αυστριακό δίκαιο δεν επιτρέπει την εκ μέρους δικαστή αμφισβήτηση της νομιμότητας της αναθέσεως μιας υποθέσεως κατά παράβαση της προκαθορισμένης σειράς κατανομής των υποθέσεων, με αποτέλεσμα ο δικαστής αυτός να υποχρεούται είτε να εκδώσει, εν πλήρη γνώσει, απόφαση προσβάλλουσα τα δικαιώματα των διαδίκων που προβλέπει το άρθρο 6, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ, είτε να απέχει από την έκδοση αποφάσεως και να προσβάλει έτσι τα δικαιώματα των διαδίκων τα οποία προβλέπει η ίδια διάταξη. Αφετέρου, λόγω της άγνοιας των συχνά αμιγώς εσωτερικών παρατυπιών και γεγονότων που συνιστούν παραβίαση της προκαθορισμένης σειράς κατανομής των υποθέσεων, οι διάδικοι στερούνται, κατά το αυστριακό δίκαιο, την αποτελεσματική διασφάλιση των δικαιωμάτων τους κατά παράβαση του άρθρου 6, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ.

27

Κατά την άποψή του, το επίμαχο αυστριακό νομικό καθεστώς εγείρει σοβαρές αμφιβολίες ως προς την εγγύηση αμεροληψίας των δικαστών. Συγκεκριμένα, ο διάδικος δεν μπορεί να επικαλεστεί την αναρμοδιότητα δικαστή πριν από την έκδοση της αποφάσεως του οικείου δικαστηρίου. Επιπλέον, ο δικαστής που επιλαμβάνεται υποθέσεως υποχρεούται να αποφανθεί παρά την αναρμοδιότητά του. Επομένως, το αυστριακό νομικό καθεστώς εμποδίζει τόσο τον δικαστή όσο και τους διαδίκους να προβάλουν, πριν από την έκδοση αποφάσεως, το γεγονός ότι η απόφαση αυτή αντιβαίνει στο άρθρο 6, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ, λόγω ελλείψεως νομιμότητας της προκαθορισμένης σειράς εσωτερικής κατανομής των υποθέσεων του οικείου δικαστηρίου, όπως συμβαίνει στην υπόθεση της οποίας έχει επιληφθεί.

28

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Verwaltungsgericht Wien (διοικητικό πρωτοδικείο Βιέννης, Αυστρία) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)

Έχουν το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ σε συνδυασμό με το άρθρο 47 του Χάρτη, καθώς και με την αρχή της αποτελεσματικότητας, τουλάχιστον σε σχέση με εθνική έννομη τάξη η οποία, για τον σκοπό της διασφαλίσεως της ανεξαρτησίας και της αμεροληψίας των δικαστηρίων, καθιερώνει συνταγματικώς το θεμελιώδες δικαίωμα στην ανάθεση των υποθέσεων στους δικαστές σύμφωνα με μια προκαθορισμένη βάσει γενικών κανόνων σειρά, την έννοια ότι ο νομοθέτης πρέπει να διασφαλίζει ότι η εν λόγω εγγύηση, που άπτεται θεμελιώδους δικαιώματος, είναι πραγματική και όχι μόνο θεωρητική;

α)

Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα, επιβάλλουν στον νομοθέτη το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ σε συνδυασμό με το άρθρο 47 του Χάρτη, καθώς και με την αρχή της αποτελεσματικότητας, στο πλαίσιο εθνικής έννομης τάξεως που έχει κατοχυρώσει συνταγματικά το θεμελιώδες δικαίωμα σε προκαθορισμένη σειρά κατανομής των υποθέσεων, οποιαδήποτε υποχρέωση διασφαλίσεως του δικαιώματος αυτού, και, αν ναι, ποια;

β)

Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα, επιβάλλουν το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ σε συνδυασμό με το άρθρο 47 του Χάρτη, καθώς και με την αρχή της αποτελεσματικότητας, τουλάχιστον σε σχέση με εθνική έννομη τάξη που έχει κατοχυρώσει συνταγματικά το θεμελιώδες δικαίωμα σε προκαθορισμένη σειρά κατανομής των υποθέσεων:

να μη λαμβάνεται υπόψη εντολή ή πράξη περί αναθέσεως υποθέσεως σε δικαστή η οποία προέρχεται από όργανο που είναι αναρμόδιο σύμφωνα με τον νόμο να δώσει την εντολή ή να προβεί στην πράξη αυτή;

να μην απονέμει ο εσωτερικός κανονισμός λειτουργίας των δικαστηρίων στο επιφορτισμένο με την κατανομή των υποθέσεων όργανο καμία διακριτική ευχέρεια σε σχέση με την απόφαση περί κατανομής ή να του απονέμει μόνο στενά και εκ των προτέρων καθορισμένη διακριτική ευχέρεια;

2)

α)

Έχουν το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ σε συνδυασμό με το άρθρο 47 του Χάρτη, καθώς και με την αρχή της αποτελεσματικότητας, τουλάχιστον σε σχέση με εθνική έννομη τάξη η οποία, για τον σκοπό της διασφαλίσεως της ανεξαρτησίας και της αμεροληψίας των δικαστηρίων, κατοχυρώνει συνταγματικά το θεμελιώδες δικαίωμα στην ανάθεση των υποθέσεων στους δικαστές σύμφωνα με μια προκαθορισμένη βάσει γενικών κανόνων σειρά, την έννοια ότι ένας δικαστής ο οποίος αμφιβάλλει για τη νομιμότητα της εσωτερικής σειράς κατανομής των υποθέσεων δικαστηρίου ή τη νομιμότητα της εσωτερικής αποφάσεως δικαστηρίου με την οποία κατανέμονται εσωτερικώς οι υποθέσεις του και η οποία αφορά άμεσα τη δραστηριότητα του δικαστή αυτού (ιδίως για τη νομιμότητα αποφάσεως περί αναθέσεως υποθέσεων) πρέπει να έχει τη δυνατότητα να ασκήσει για τον λόγο αυτόν ένδικο βοήθημα (που δεν θα επιβαρύνει οικονομικά ειδικά τον εν λόγω δικαστή) ενώπιον άλλου δικαστηρίου πλήρως αρμοδίου να ελέγξει τη νομιμότητα της φερόμενης ως παράνομης νομικής πράξεως;

β)

Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως, υπάρχουν οποιεσδήποτε άλλες διατάξεις που πρέπει να θεσπίσει ο νομοθέτης προκειμένου να διασφαλισθεί ότι ένας δικαστής έχει τη δυνατότητα να επιτύχει νομίμως τη συμμόρφωση με τις αφορώσες τον ίδιο νομοθετικές διατάξεις προκειμένου να τηρηθούν (ιδίως οι εσωτερικής φύσεως) νομοθετικές διατάξεις περί κατανομής των υποθέσεων;

3)

α)

Έχουν το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ σε συνδυασμό με το άρθρο 47 του Χάρτη, καθώς και με την αρχή της αποτελεσματικότητας, τουλάχιστον σε σχέση με εθνική έννομη τάξη η οποία, για τον σκοπό της διασφαλίσεως της ανεξαρτησίας και της αμεροληψίας των δικαστηρίων, κατοχυρώνει συνταγματικά το θεμελιώδες δικαίωμα στην ανάθεση των υποθέσεων στους δικαστές σύμφωνα με μια προκαθορισμένη βάσει γενικών κανόνων σειρά την έννοια ότι ένας διάδικος που αμφισβητεί 1) τη νομιμότητα της σειράς εσωτερικής κατανομής των υποθέσεων του δικαστηρίου η οποία καθορίστηκε κατά τρόπο που θίγει τη διευθέτηση της υποθέσεώς του ή 2) τη νομιμότητα της αναθέσεως της υποθέσεως αυτής σε συγκεκριμένο δικαστή, πρέπει να μπορεί να ασκήσει ένδικο βοήθημα σε σχέση με την αμφισβήτηση αυτή (που δεν θα επιβαρύνει οικονομικά υπερβολικά τον διάδικο αυτόν) ήδη πριν από την έκδοση της δικαστικής αποφάσεως, ενώπιον άλλου δικαστηρίου πλήρως αρμοδίου να ελέγξει τη φερόμενη ως παράνομη πράξη;

β)

Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως, υπάρχουν οποιεσδήποτε άλλες διατάξεις που πρέπει να θεσπίσει ο νομοθέτης προκειμένου να διασφαλισθεί ότι ένας διάδικος ήδη πριν από την έκδοση της δικαστικής αποφάσεως έχει τη δυνατότητα να επιτύχει νομίμως τον σεβασμό του θεμελιώδους δικαιώματός του στον “νόμιμο δικαστή”;

4)

α)

Έχουν το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ σε συνδυασμό με το άρθρο 47 του Χάρτη, καθώς και με την αρχή της αποτελεσματικότητας, τουλάχιστον σε σχέση με εθνική έννομη τάξη η οποία, για τον σκοπό της διασφαλίσεως της ανεξαρτησίας και της αμεροληψίας των δικαστηρίων, κατοχυρώνει συνταγματικώς το θεμελιώδες δικαίωμα στην ανάθεση των υποθέσεων στους δικαστές σύμφωνα με μια προκαθορισμένη βάσει γενικών κανόνων σειρά την έννοια ότι η εσωτερική κατανομή των υποθέσεων ενός δικαστηρίου και η εσωτερική καταχώριση των δικογραφιών που κατατίθενται [πρέπει να] έχουν διαμορφωθεί κατά τέτοιο διαφανή και κατανοητό τρόπο, ώστε ο δικαστής ή ο διάδικος να είναι σε θέση χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια να ελέγξει κατά πόσον η συγκεκριμένη ανάθεση δικογραφιών σε συγκεκριμένο δικαστή ή σε συγκεκριμένο τμήμα του δικαστηρίου είναι σύμφωνη με τους κανόνες της ισχύουσας στο δικαστήριο προκαθορισμένης σειράς κατανομής των υποθέσεων;

β)

Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως, υπάρχουν οποιεσδήποτε άλλες διατάξεις που πρέπει να θεσπίσει ο νομοθέτης προκειμένου να διασφαλισθεί ότι ένας δικαστής ή ένας διάδικος έχει τη δυνατότητα να ενημερωθεί για τη νομιμότητα της αναθέσεως συγκεκριμένης υποθέσεως;

5)

α)

Έχουν το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ σε συνδυασμό με το άρθρο 47 του Χάρτη, καθώς και με την αρχή της αποτελεσματικότητας, τουλάχιστον σε σχέση με εθνική έννομη τάξη η οποία, για τον σκοπό της διασφαλίσεως της ανεξαρτησίας και της αμεροληψίας των δικαστηρίων, κατοχυρώνει συνταγματικώς το θεμελιώδες δικαίωμα στην ανάθεση των υποθέσεων στους δικαστές σύμφωνα με μια εκ προκαθορισμένη βάσει γενικών κανόνων σειρά την έννοια ότι οι διάδικοι και ο δικαστής μιας ένδικης διαδικασίας πρέπει να είναι σε θέση, χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια, να κατανοήσουν το περιεχόμενο των κανόνων της προκαθορισμένης κατανομής των υποθέσεων, καθώς και ότι οι διάδικοι και ο δικαστής πρέπει να είναι σε θέση με τον τρόπο αυτό να ελέγξουν τη νομιμότητα της πραγματοποιηθείσας αναθέσεως της υποθέσεως σε συγκεκριμένο δικαστή ή σε συγκεκριμένο τμήμα του δικαστηρίου;

β)

Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως, υπάρχουν οποιεσδήποτε άλλες διατάξεις που πρέπει να θεσπίσει ο νομοθέτης προκειμένου να διασφαλισθεί ότι ένας δικαστής ή ένας διάδικος έχει τη δυνατότητα να ενημερωθεί για τη νομιμότητας της αναθέσεως συγκεκριμένης υποθέσεως;

6)

Σε ποιες ενέργειες οφείλει να προβεί, σε σχέση με την εκ του δικαίου της Ένωσης απορρέουσα υποχρέωσή του να τηρεί τους δικονομικούς κανόνες της Ένωσης, ένας δικαστής ο οποίος υποχρεώνεται, μέσω μιας (εξωτερικής ή εσωτερικής προς το δικαστήριο) νομικής πράξεως που δεν μπορεί ο ίδιος να προσβάλλει, σε ενέργεια που είναι αντίθετη προς το δίκαιο και προσβάλλει τα δικαιώματα των διαδίκων;»

Επί της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου και του παραδεκτού της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως

29

Κατά το άρθρο 53, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, όταν το Δικαστήριο είναι προδήλως αναρμόδιο να επιληφθεί της υποθέσεως ή όταν μια αίτηση ή μια προσφυγή είναι προδήλως απαράδεκτη, το Δικαστήριο, αφού ακούσει τον γενικό εισαγγελέα, μπορεί οποτεδήποτε να αποφανθεί με αιτιολογημένη διάταξη, χωρίς να συνεχίσει τη διαδικασία.

30

Το άρθρο αυτό πρέπει να εφαρμοστεί στην υπό κρίση υπόθεση.

31

Ως προς την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου να επιληφθεί της υπό κρίση αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως, αρμοδιότητα την οποία αμφισβητεί η Αυστριακή Κυβέρνηση, πρέπει να υπομνησθεί, πρώτον, όσον αφορά τις διατάξεις του Χάρτη, ότι, στο πλαίσιο προδικαστικής παραπομπής δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, το Δικαστήριο μπορεί μόνο να ερμηνεύσει το δίκαιο της Ένωσης εντός των ορίων των αρμοδιοτήτων οι οποίες του έχουν απονεμηθεί [απόφαση της 19ης Νοεμβρίου 2019, A. K. κ.λπ. (Ανεξαρτησία του πειθαρχικού τμήματος του Ανωτάτου Δικαστηρίου), C‑585/18, C‑624/18 και C‑625/18, EU:C:2019:982, σκέψη 77 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

32

Το πεδίο εφαρμογής του Χάρτη, όσον αφορά τη δράση των κρατών μελών, ορίζεται στο άρθρο του 51, παράγραφος 1, το οποίο προβλέπει ότι οι διατάξεις του Χάρτη απευθύνονται στα κράτη μέλη όταν αυτά εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης, η διάταξη δε αυτή επιβεβαιώνει την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου κατά την οποία τα θεμελιώδη δικαιώματα που κατοχυρώνονται στην έννομη τάξη της Ένωσης έχουν εφαρμογή σε όλες τις καταστάσεις που διέπονται από το δίκαιο της Ένωσης, αλλά όχι πέραν των καταστάσεων αυτών [απόφαση της 19ης Νοεμβρίου 2019, A. K. κ.λπ. (Ανεξαρτησία του πειθαρχικού τμήματος του Ανώτατου Δικαστηρίου), C‑585/18, C‑624/18 και C‑625/18, EU:C:2019:982, σκέψη 78 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

33

Εν προκειμένω, όσον αφορά, ειδικότερα, το άρθρο 47 του Χάρτη, το οποίο μνημονεύεται στην υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, διαπιστώνεται ότι η διαφορά της οποίας έχει επιληφθεί ο αιτών δικαστής αφορά, κατ’ ουσίαν, τη νομιμότητα διοικητικής αποφάσεως του BUAK, το οποίο, κατά τον δικαστή αυτόν, είναι ο οργανισμός εγγυήσεως τον οποίο προβλέπει το αυστριακό δίκαιο προκειμένου να διασφαλίζεται στους εργάτες οικοδομών η προστασία που απορρέει από το άρθρο 7 της οδηγίας 2003/88. Ο εν λόγω δικαστής όμως δεν εγείρει κανένα ερώτημα σχετικά με την ερμηνεία του άρθρου 7 ούτε εκθέτει τους λόγους για τους οποίους η διάταξη αυτή έχει σημασία για την επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης. Το γεγονός και μόνον ότι, κατά τον αιτούντα δικαστή, το BUAK «προκύπτει» από το εν λόγω άρθρο 7 δεν αρκεί για να γίνει δεκτό ότι η διαφορά της κύριας δίκης διέπεται από το δίκαιο της Ένωσης, κατά την έννοια της νομολογίας που υπομνήσθηκε στη σκέψη 32 της παρούσας διατάξεως.

34

Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι από κανένα στοιχείο δεν μπορεί να συναχθεί ότι η διαφορά της κύριας δίκης αφορά την ερμηνεία ή την εφαρμογή κανόνα του δικαίου της Ένωσης που εφαρμόζεται σε εθνικό επίπεδο. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να ερμηνεύσει το άρθρο 47 του Χάρτη στην υπό κρίση υπόθεση.

35

Όσον αφορά, δεύτερον, το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, υπενθυμίζεται ότι, κατά τη διάταξη αυτή, τα κράτη μέλη προβλέπουν τα ένδικα βοηθήματα και μέσα που είναι αναγκαία για να διασφαλίζεται ο σεβασμός του δικαιώματος των ιδιωτών σε αποτελεσματική δικαστική προστασία στους τομείς που διέπονται από το δίκαιο της Ένωσης. Ειδικότερα, στα κράτη μέλη εναπόκειται να προβλέπουν σύστημα μέσων ένδικης προστασίας και διαδικασιών ικανών να διασφαλίσουν τον αποτελεσματικό δικαστικό έλεγχο στους εν λόγω τομείς (απόφαση της 26ης Μαρτίου 2020, Miasto Łowicz και Prokurator Generalny, C‑558/18 και C‑563/18, EU:C:2020:234, σκέψη 32 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

36

Όσον αφορά το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει εξάλλου ότι η διάταξη αυτή αφορά τους «τομείς που διέπονται από το δίκαιο της Ένωσης», ανεξαρτήτως της καταστάσεως στην οποία τα κράτη μέλη θέτουν σε εφαρμογή το δίκαιο αυτό, κατά την έννοια του άρθρου 51, παράγραφος 1, του Χάρτη (απόφαση της 26ης Μαρτίου 2020, Miasto Łowicz και Prokurator Generalny, C‑558/18 και C‑563/18, EU:C:2020:234, σκέψη 33 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

37

Ως εκ τούτου, το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ τυγχάνει ιδίως εφαρμογής στην περίπτωση κάθε εθνικού οργάνου δυνάμενου να αποφαίνεται, ως δικαιοδοτικό όργανο, επί ζητημάτων τα οποία άπτονται της εφαρμογής ή της ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης και ως εκ τούτου εμπίπτουν σε τομείς που διέπονται από το δίκαιο αυτό (απόφαση της 26ης Μαρτίου 2020, Miasto Łowicz και Prokurator Generalny, C‑558/18 και C‑563/18, EU:C:2020:234, σκέψη 34 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

38

Τούτο συμβαίνει στην περίπτωση του αιτούντος δικαστή, ο οποίος δύναται, πράγματι, να κληθεί, ως μέλος αυστριακού δικαστηρίου, να αποφανθεί επί ζητημάτων απτομένων της εφαρμογής ή της ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης και, ως «δικαστήριο», κατά την οριζόμενη από το δίκαιο της Ένωσης έννοια, εντάσσεται στο αυστριακό σύστημα μέσων ένδικης προστασίας στους «τομείς που διέπονται από το δίκαιο της Ένωσης», κατά το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, και, ως εκ τούτου, ο δικαστής αυτός πρέπει να πληροί τις απαιτήσεις περί αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας (πρβλ. απόφαση της 26ης Μαρτίου 2020, Miasto Łowicz και Prokurator Generalny, C‑558/18 και C‑563/18, EU:C:2020:234, σκέψη 35 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

39

Επιπλέον, υπενθυμίζεται ότι, μολονότι η οργάνωση της δικαιοσύνης εντός των κρατών μελών εμπίπτει στην αρμοδιότητά τους, εντούτοις, κατά την άσκηση της αρμοδιότητας αυτής, τα κράτη μέλη οφείλουν να τηρούν τις υποχρεώσεις που υπέχουν από το δίκαιο της Ένωσης και, ειδικότερα, από το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ (απόφαση της 26ης Μαρτίου 2020, Miasto Łowicz και Prokurator Generalny, C‑558/18 και C‑563/18, EU:C:2020:234, σκέψη 36 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

40

Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να ερμηνεύσει το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ.

41

Όσον αφορά το ζήτημα του παραδεκτού της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως, που έθεσαν η Αυστριακή και η Πολωνική Κυβέρνηση, καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, τα σχετικά με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ερωτήματα που υποβάλλει το εθνικό δικαστήριο, εντός του νομοθετικού και πραγματικού πλαισίου το οποίο αυτό προσδιορίζει με δική του ευθύνη και την ακρίβεια του οποίου δεν οφείλει να ελέγξει το Δικαστήριο, τεκμαίρονται λυσιτελή (απόφαση της 26ης Μαρτίου 2020, Miasto Łowicz και Prokurator Generalny, C‑558/18 και C‑563/18, EU:C:2020:234, σκέψη 43 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

42

Ωστόσο, κατά πάγια επίσης νομολογία, η διαδικασία του άρθρου 267 ΣΛΕΕ αποτελεί μέσο συνεργασίας μεταξύ του Δικαστηρίου και των εθνικών δικαστηρίων, με την οποία το Δικαστήριο παρέχει στα εθνικά δικαστήρια τα στοιχεία ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης που τους είναι αναγκαία για την επίλυση της διαφοράς επί της οποίας καλούνται να αποφανθούν. Ο δικαιολογητικός λόγος της προδικαστικής παραπομπής δεν έγκειται όμως στη διατύπωση συμβουλευτικής γνώμης επί γενικών ή υποθετικών ζητημάτων, αλλά στην αυτονόητη ανάγκη αποτελεσματικής επιλύσεως μιας ένδικης διαφοράς (απόφαση της 26ης Μαρτίου 2020, Miasto Łowicz και Prokurator Generalny, C‑558/18 και C‑563/18, EU:C:2020:234, σκέψη 44 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

43

Όπως προκύπτει από το ίδιο το γράμμα του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, η προδικαστική απόφαση της οποίας η έκδοση ζητείται πρέπει να είναι «αναγκαία» για να καταστεί δυνατή η εκ μέρους του αιτούντος δικαστηρίου «έκδοση της δικής του απόφασης» επί της υποθέσεως της οποίας έχει επιληφθεί (απόφαση της 26ης Μαρτίου 2020, Miasto Łowicz και Prokurator Generalny, C‑558/18 και C‑563/18, EU:C:2020:234, σκέψη 45 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

44

Ειδικότερα, το Δικαστήριο έχει επανειλημμένα υπενθυμίσει ότι τόσο από το γράμμα όσο και από την οικονομία του άρθρου 267 ΣΛΕΕ προκύπτει ότι η προδικαστική διαδικασία προϋποθέτει, μεταξύ άλλων, ότι εκκρεμεί πράγματι διαφορά ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, στο πλαίσιο της οποίας αυτά καλούνται να εκδώσουν απόφαση που θα λαμβάνει υπόψη την προδικαστική απόφαση (απόφαση της 26ης Μαρτίου 2020, Miasto Łowicz και Prokurator Generalny, C‑558/18 και C‑563/18, EU:C:2020:234, σκέψη 46 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

45

Στο πλαίσιο τέτοιας διαδικασίας, πρέπει, επομένως, να υφίσταται μεταξύ της εν λόγω διαφοράς και των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης σύνδεσμος τέτοιος ώστε η ερμηνεία αυτή να ανταποκρίνεται σε αντικειμενική ανάγκη για την απόφαση την οποία πρέπει να εκδώσει το αιτούν δικαστήριο (απόφαση της 26ης Μαρτίου 2020, Miasto Łowicz και Prokurator Generalny, C‑558/18 και C‑563/18, EU:C:2020:234, σκέψη 48 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

46

Εν προκειμένω, διαπιστώνεται, πρώτον, ότι η διαφορά της κύριας δίκης ουδόλως συνδέεται, επί της ουσίας, με το δίκαιο της Ένωσης και, ειδικότερα, με το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, το οποίο αφορούν τα προδικαστικά ερωτήματα, και ότι, ως εκ τούτου, ο αιτών δικαστής δεν καλείται να εφαρμόσει το δίκαιο αυτό ή τη διάταξη αυτή προκειμένου να συναγάγει την επί της ουσίας λύση που πρέπει να δοθεί στην εν λόγω ένδικη διαφορά. Ως προς τούτο, η υπό κρίση υπόθεση διαφέρει, μεταξύ άλλων, από την υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2018, Associação Sindical dos Juízes Portugueses (C‑64/16, EU:C:2018:117), όπου το αιτούν δικαστήριο είχε επιληφθεί προσφυγής με αίτημα την ακύρωση διοικητικών αποφάσεων περί μειώσεως των αποδοχών των μελών του Tribunal de Contas (Ελεγκτικού Συνεδρίου, Πορτογαλία), κατ’ εφαρμογήν εθνικής νομοθεσίας προβλέπουσας τη μείωση αυτή, ενώπιον δε του αιτούντος δικαστηρίου αμφισβητήθηκε η συμβατότητα των αποφάσεων αυτών με το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ (πρβλ. απόφαση της 26ης Μαρτίου 2020, Miasto Łowicz και Prokurator Generalny, C‑558/18 και C‑563/18, EU:C:2020:234, σκέψη 49 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

47

Δεύτερον, μολονότι το Δικαστήριο έχει κρίνει παραδεκτά προδικαστικά ερωτήματα σχετικά με την ερμηνεία δικονομικών διατάξεων του δικαίου της Ένωσης τις οποίες οφείλει να εφαρμόσει το αιτούν δικαστήριο για να εκδώσει την απόφασή του (πρβλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 17ης Φεβρουαρίου 2011, Weryński, C‑283/09, EU:C:2011:85, σκέψεις 41 και 42), εντούτοις τα προδικαστικά ερωτήματα που υποβλήθηκαν στο πλαίσιο της υπό κρίση υπόθεσης δεν έχουν τέτοιο περιεχόμενο (πρβλ. απόφαση της 26ης Μαρτίου 2020, Miasto Łowicz και Prokurator Generalny, C‑558/18 και C‑563/18, EU:C:2020:234, σκέψη 50).

48

Τρίτον, η απάντηση του Δικαστηρίου στα εν λόγω ερωτήματα ωσαύτως δεν φαίνεται ικανή να παράσχει στον αιτούντα δικαστή ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης η οποία θα καταστήσει δυνατή την επίλυση δικονομικών ζητημάτων του εθνικού δικαίου προκειμένου αυτός να αποφανθεί επί της ουσίας των διαφορών των οποίων έχει επιληφθεί. Ως προς τούτο, η υπό κρίση υπόθεση διαφέρει επίσης, επί παραδείγματι, από τις υποθέσεις επί των οποίων εκδόθηκε η απόφαση της 19ης Νοεμβρίου 2019, Α. Κ. κλπ. (Ανεξαρτησία του πειθαρχικού τμήματος του Ανωτάτου Δικαστηρίου) (C‑585/18, C‑624/18 και C‑625/18, EU:C:2019:982), στις οποίες η προδικαστική ερμηνεία που είχε ζητηθεί από το Δικαστήριο ήταν ικανή να επηρεάσει το ζήτημα του καθορισμού του αρμόδιου δικαστηρίου για την επί της ουσίας επίλυση διαφορών απτομένων του δικαίου της Ένωσης, όπως προκύπτει ειδικότερα από τις σκέψεις 100, 112 και 113 της αποφάσεως εκείνης (πρβλ. απόφαση της 26ης Μαρτίου 2020, Miasto Łowicz και Prokurator Generalny, C‑558/18 και C‑563/18, EU:C:2020:234, σκέψη 51 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

49

Πράγματι, όπως εκτίθεται στις σκέψεις 14 έως 17 της παρούσας διατάξεως, ο αιτών δικαστής έβαλε, κατ’ αρχάς με εσωτερική «διοικητική ένσταση» και στη συνέχεια διά της δικαστικής οδού, ενώπιον του Verwaltungsgerichtshof (Ανώτατου Διοικητικού Δικαστηρίου) καθώς και, σύμφωνα με τα στοιχεία που παρέσχε η Αυστριακή Κυβέρνηση, ενώπιον του Bundesverwaltungsgericht (ομοσπονδιακού διοικητικού δικαστηρίου, Αυστρία), κατά της αναθέσεως της υποθέσεως της κύριας δίκης, πλην όμως ανεπιτυχώς. Από τη δικογραφία που υποβλήθηκε στο Δικαστήριο προκύπτει επίσης ότι ο αιτών δικαστής δεν θα έχει τη δυνατότητα, στο πλαίσιο της διαφοράς της κύριας δίκης, να αποφανθεί επί του ζητήματος αν η υπόθεση αυτή του ανατέθηκε νομίμως, δεδομένου ότι το ζήτημα της προβαλλόμενης παραβάσεως των διατάξεων που διέπουν την ανάθεση των υποθέσεων στον αιτούντα δικαστή δεν αποτελεί αντικείμενο της διαφοράς αυτής και το ζήτημα της αρμοδιότητας του αιτούντος δικαστή θα εξεταστεί, εν πάση περιπτώσει, από το ανώτερο δικαστήριο, σε περίπτωση ασκήσεως αναιρέσεως.

50

Υπό τις συνθήκες αυτές, από την απόφαση περί παραπομπής δεν προκύπτει η ύπαρξη συνδέσμου μεταξύ της διατάξεως του δικαίου της Ένωσης την οποία αφορούν τα υπό κρίση προδικαστικά ερωτήματα και της διαφοράς της κύριας δίκης, ο οποίος θα καθιστούσε τη ζητούμενη ερμηνεία αναγκαία προκειμένου να είναι σε θέση ο αιτών δικαστής, εφαρμόζοντας τα διδάγματα που απορρέουν από την ερμηνεία αυτή, να εκδώσει την απόφαση που απαιτείται για την επίλυση της εν λόγω διαφοράς (πρβλ. απόφαση της 26ης Μαρτίου 2020, Miasto Łowicz και Prokurator Generalny, C‑558/18 και C‑563/18, EU:C:2020:234, σκέψη 52 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

51

Επομένως, τα εν λόγω ερωτήματα δεν αφορούν ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ανταποκρινόμενη σε αντικειμενική ανάγκη για την επίλυση της διαφοράς αυτής, αλλά έχουν γενικό χαρακτήρα.

52

Εξάλλου, όσον αφορά την αρχή της αποτελεσματικότητας, παρατηρείται ότι, μολονότι ο αιτών δικαστής διατυπώνει τα ερωτήματά του προς το Δικαστήριο και υπό το πρίσμα της αρχής αυτής, δεν αφιερώνει καμία σχετική ανάλυση στην απόφαση περί παραπομπής και, ως εκ τούτου, δεν εκθέτει τους λόγους για τους οποίους η ερμηνεία της αρχής αυτής είναι αναγκαία για την επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης.

53

Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, η υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως είναι απαράδεκτη.

Επί των δικαστικών εξόδων

54

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δέκατο τμήμα) αποφαίνεται:

 

Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Verwaltungsgericht Wien (διοικητικό πρωτοδικείο Βιέννης, Αυστρία), με απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2019, είναι απαράδεκτη.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.