ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα)
της 3ης Δεκεμβρίου 2015 ( *1 )
«Προδικαστική παραπομπή — Εμπορικοί αντιπρόσωποι (ανεξάρτητοι επαγγελματίες) — Οδηγία 86/653/ΕΟΚ — Άρθρο 17, παράγραφος 2 — Καταγγελία συμβάσεως εμπορικής αντιπροσωπείας εκ μέρους του αντιπροσωπευομένου — Αποζημίωση του αντιπροσώπου — Απαγόρευση της σωρεύσεως των συστημάτων της αποζημιώσεως πελατείας και της ανορθώσεως ζημίας — Αξίωση του αντιπροσώπου για αποζημίωση συμπληρωματική προς την αποζημίωση πελατείας — Προϋποθέσεις»
Στην υπόθεση C‑338/14,
με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το cour d’appel de Βρυξέλλες (Βέλγιο) με απόφαση της 27ης Ιουνίου 2014, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 14 Ιουλίου 2014, στο πλαίσιο της δίκης
Quenon K. SPRL
κατά
Beobank SA, πρώην Citibank Belgium SA,
Metlife Insurance SA, πρώην Citilife SA,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),
συγκείμενο από τους L. Bay Larsen, πρόεδρο του τρίτου τμήματος, προεδρεύοντα του τέταρτου τμήματος, J. Malenovský, M. Safjan, A. Prechal και K. Jürimäe (εισηγητή), δικαστές,
γενικός εισαγγελέας: N. Wahl
γραμματέας: A. Calot Escobar
έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,
λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:
|
— |
η Quenon K. SPRL, εκπροσωπούμενη από τους P. Demolin και M. Rigo, avocats, |
|
— |
η Beobank SA, εκπροσωπούμενη από τους A. de Schoutheete και A. Viggria, avocats, |
|
— |
η Βελγική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις M. Jacobs και L. Van den Broeck, |
|
— |
η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον T. Henze και την J. Kemper, |
|
— |
η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τις J. Hottiaux και E. Montaguti, |
αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 16ης Ιουλίου 2015,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
|
1 |
Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 17, παράγραφος 2, της οδηγίας 86/653/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 1986, για τον συντονισμό των δικαίων των κρατών μελών όσον αφορά τους εμπορικούς αντιπροσώπους (ανεξάρτητους επαγγελματίες) (ΕΕ L 382, σ. 17, στο εξής: οδηγία). |
|
2 |
Η υπό κρίση αίτηση υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ, αφενός, της Quenon K. SPRL (στο εξής: Quenon) και, αφετέρου, της Beobank SA, πρώην Citibank Belgium SA (στο εξής: Citibank), και της Metlife Insurance SA, πρώην Citilife SA (στο εξής: Citilife), με αντικείμενο την καταβολή κατ’ αποκοπήν αποζημιώσεως καθώς και την ανόρθωση της ζημίας την οποία υπέστη η Quenon εξαιτίας της καταγγελίας της συμβάσεως εμπορικής αντιπροσωπείας από τις εν λόγω εταιρίες. |
Το νομικό πλαίσιο
Το δίκαιο της Ένωσης
|
3 |
Η δεύτερη και η τρίτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας έχουν ως εξής: «οι διαφορές μεταξύ των εθνικών νομοθεσιών σε θέματα εμπορικής αντιπροσώπευσης επηρεάζουν αισθητά στο εσωτερικό της Κοινότητας τις συνθήκες ανταγωνισμού και άσκησης του επαγγέλματος, επηρεάζουν την προστασία των εμπορικών αντιπροσώπων στις σχέσεις τους με τους αντιπροσωπευόμενους και είναι επιζήμιες για την ασφάλεια των εμπορικών πράξεων· εξάλλου, οι διαφορές αυτές είναι δυνατό να παρεμποδίζουν αισθητά τη σύναψη και τη λειτουργία των συμβάσεων εμπορικής αντιπροσωπείας μεταξύ αντιπροσωπευόμενου και εμπορικού αντιπροσώπου που είναι εγκατεστημένοι σε διαφορετικά κράτη μέλη· οι εμπορικές συναλλαγές μεταξύ κρατών μελών πρέπει να διενεργούνται υπό συνθήκες που προσιδιάζουν σε ενιαία αγορά, πράγμα που επιβάλλει την προσέγγιση των συστημάτων δικαίου των κρατών μελών στον απαραίτητο βαθμό για την καλή λειτουργία της κοινής αυτής αγοράς· για το σκοπό αυτό, οι έστω ενοποιημένοι κανόνες για τις συγκρούσεις νόμων δεν εξαλείφουν στον τομέα της εμπορικής αντιπροσωπείας τις προαναφερόμενες δυσχέρειες και συνεπώς δεν καθιστούν περιττή την προτεινόμενη εναρμόνιση». |
|
4 |
Το άρθρο 1 της οδηγίας έχει ως εξής: «1. Τα μέτρα εναρμόνισης που θεσπίζονται από την παρούσα οδηγία εφαρμόζονται στις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις των κρατών μελών, που διέπουν τις σχέσεις ανάμεσα στους εμπορικούς αντιπροσώπους και τους αντιπροσωπευμένους από αυτούς. 2. Κατά την έννοια της παρούσας οδηγίας, εμπορικός αντιπρόσωπος είναι εκείνος στον οποίο, υπό την ιδιότητά του ως ανεξάρτητου μεσολαβητή, ανατίθεται σε μόνιμη βάση είτε να διαπραγματεύεται για λογαριασμό άλλου προσώπου, το οποίο καλείται στο εξής ”αντιπροσωπευόμενος”, την πώληση ή την αγορά εμπορευμάτων είτε να διαπραγματεύεται και να συνάπτει τις πράξεις αυτές επ’ ονόματι και για λογαριασμό του αντιπροσωπευόμενου. [...]» |
|
5 |
Το άρθρο 17, παράγραφοι 1 έως 3, της οδηγίας προβλέπει τα εξής: «1. Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα για να εξασφαλίζεται στον εμπορικό αντιπρόσωπο, μετά τη λύση της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας, κατ’ αποκοπήν αποζημίωση σύμφωνα με την παράγραφο 2 ή ανόρθωση της ζημίας σύμφωνα με την παράγραφο 3. 2.
3. Ο εμπορικός αντιπρόσωπος έχει αξίωση για την ανόρθωση της ζημίας που υφίσταται λόγω της διακοπής των σχέσεων με τον αντιπροσωπευόμενο. Η ζημία αυτή οφείλεται ιδίως στη λύση της σύμβασης υπό όρους:
|
Το βελγικό δίκαιο
|
6 |
Η οδηγία μεταφέρθηκε στο βελγικό δίκαιο με τον νόμο της 13ης Απριλίου 1995 περί της συμβάσεως εμπορικής αντιπροσωπείας (Moniteur belge της 2ας Ιουνίου 1995, σ. 15621, στο εξής: νόμος του 1995). Το άρθρο 20 του νόμου αυτού ορίζει τα εξής: «Μετά τη λύση της συμβάσεως, ο εμπορικός αντιπρόσωπος δικαιούται κατ’ αποκοπήν αποζημίωση αν έφερε νέους πελάτες στον αντιπροσωπευόμενο ή αύξησε ουσιωδώς τον όγκο των συναλλαγών με την υπάρχουσα πελατεία, εφόσον η δραστηριότητα αυτή εξακολουθεί να προσπορίζει ουσιαστικά οφέλη στον αντιπροσωπευόμενο. Αν η σύμβαση περιέχει ρήτρα μη ανταγωνισμού, λογίζεται ότι ο αντιπροσωπευόμενος προσπορίζεται ουσιώδη οφέλη, εκτός αν αποδεικνύεται το αντίθετο. Για τον καθορισμό του ύψους της αποζημιώσεως λαμβάνεται υπόψη τόσο η αύξηση του όγκου των συναλλαγών όσο και η αύξηση της πελατείας. Η αποζημίωση δεν μπορεί να υπερβαίνει ποσό ίσο με μία ετήσια αμοιβή, υπολογιζόμενη με βάση τον μέσο όρο των αμοιβών των τελευταίων πέντε ετών, ή, αν η σύμβαση διήρκεσε λιγότερο από πέντε έτη, με βάση τον μέσο όρο της εν λόγω περιόδου. […]» |
|
7 |
Κατά το άρθρο 21 του νόμου του 1995: «Εφόσον ο εμπορικός αντιπρόσωπος δικαιούται την κατ’ αποκοπήν αποζημίωση του άρθρου 20 και το ποσό της αποζημιώσεως αυτής δεν καλύπτει το σύνολο της ζημίας που αυτός υπέστη πραγματικά, ο εμπορικός αντιπρόσωπος δύναται, εφόσον αποδείξει την έκταση της προβαλλόμενης ζημίας, να λάβει, πέραν της αποζημιώσεως αυτής, αποζημίωση ίση με τη διαφορά μεταξύ του ποσού της ζημίας που πραγματικά υπέστη και του ποσού της κατ’ αποκοπήν αποζημιώσεως.» |
Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα
|
8 |
Η Quenon, η οποία συστάθηκε για τη συνέχιση των δραστηριοτήτων του K. Quenon, ενεργούσε ως εμπορικός αντιπρόσωπος της Citibank και της Citilife από την 1η Δεκεμβρίου 1997 βάσει δύο διακριτών συμβάσεων αντιπροσωπείας. Η άσκηση των τραπεζικών και των ασφαλιστικών δραστηριοτήτων συγκεντρώθηκε σε μία και μόνη αντιπροσωπεία και η Quenon αμειβόταν αποκλειστικώς από τις προμήθειες που της κατέβαλλε, αντιστοίχως, η Citibank για την πώληση τραπεζικών προϊόντων και η Citilife για την πώληση ασφαλιστικών προϊόντων. |
|
9 |
Στις 9 Ιανουαρίου 2004, η Citibank κατήγγειλε αναιτίως τη σύμβαση αντιπροσωπείας που τη συνέδεε με την Quenon και της κατέβαλε αποζημίωση λόγω καταγγελίας ύψους 95268,30 ευρώ καθώς και κατ’ αποκοπήν αποζημίωση ύψους 203326,80 ευρώ. Η Citibank απαγόρευσε στην Quenon να συνεχίσει να την αντιπροσωπεύει καθώς και να χρησιμοποιεί την επωνυμία και το σήμα της. Από την προαναφερθείσα ημερομηνία η Quenon έπαψε να έχει πρόσβαση στο πληροφοριακό πρόγραμμα που της επέτρεπε να διαχειρίζεται το χαρτοφυλάκιο ασφαλιστικών προϊόντων της Citilife. Συνεπεία των ανωτέρω, η συνέχιση της εκτελέσεως της συμβάσεως ασφαλιστικής αντιπροσωπείας κατέστη για την Quenon de facto αδύνατη. |
|
10 |
Στις 20 Δεκεμβρίου 2004, η Quenon άσκησε αγωγή κατά των Citibank και Citilife ενώπιον του tribunal de commerce de Bruxelles με αίτημα να υποχρεωθούν αυτές, ατομικώς ή αλληλεγγύως και εις ολόκληρον, να της καταβάλουν αποζημίωση λόγω καταγγελίας και κατ’ αποκοπήν αποζημίωση για τη λύση της συμβάσεως ασφαλιστικής αντιπροσωπείας, συμπληρωματική αποζημίωση καθώς και τις προμήθειες για τις εμπορικές συμφωνίες οι οποίες συνήφθησαν μετά τη λύση της συμβάσεως αντιπροσωπείας. |
|
11 |
Η αγωγή απορρίφθηκε με την από 8 Ιουλίου 2009 απόφαση και η Quenon άσκησε έφεση ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, τροποποιώντας τα ποσά τα οποία είχε ζητήσει πρωτοδίκως. |
|
12 |
Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι η Quenon ισχυρίζεται, προς στήριξη της εφέσεώς της, ότι το ποσό της κατ’ αποκοπήν αποζημιώσεως που της κατέβαλε η Citibank για την καταγγελία της συμβάσεως τραπεζικής αντιπροσωπείας δεν επαρκούσε. Υποστηρίζει ότι, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 21 του νόμου του 1995, έπρεπε να της καταβληθούν αντισταθμιστικές αποζημιώσεις λόγω καταγγελίας εξαιτίας της de facto λύσεως της συμβάσεως ασφαλιστικής αντιπροσωπείας και της συνολικής ζημίας την οποία αυτή υπέστη. |
|
13 |
Οι εφεσίβλητες στην κύρια δίκη διατείνονται ότι η ερμηνεία της προαναφερθείσας εθνικής διατάξεως από την Quenon δεν είναι συμβατή με την οδηγία, καθόσον η δεύτερη δεν επιτρέπει στα κράτη μέλη να σωρεύουν τα δύο συστήματα αποζημιώσεως, ήτοι το σύστημα της κατ’ αποκοπήν αποζημιώσεως και το σύστημα της αποζημιώσεως προς ανόρθωση της επελθούσας ζημίας. |
|
14 |
Υπό αυτές τις συνθήκες, το cour d’appel de Bruxelles αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:
|
Επί της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου
|
15 |
Προκαταρκτικώς, η Γερμανική Κυβέρνηση και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επισημαίνουν ότι η επίμαχη περίπτωση, η οποία αφορά εμπορικό αντιπρόσωπο ο οποίος παρέχει τραπεζικές και ασφαλιστικές υπηρεσίες, δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας. Εντούτοις, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το Δικαστήριο πρέπει να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα του αιτούντος δικαστηρίου, προκειμένου να διασφαλισθεί η ομοιόμορφη ερμηνεία της οδηγίας. |
|
16 |
Συναφώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ratio της οδηγίας είναι η εφαρμογή της αποκλειστικώς στους εμπορικούς αντιπροσώπους στους οποίους ανατίθεται η διαπραγμάτευση για λογαριασμό άλλου προσώπου ή η πώληση ή η αγορά εμπορευμάτων, όπως προκύπτει από τον ορισμό της έννοιας «εμπορικός αντιπρόσωπος» του άρθρου 1, παράγραφος 2, της οδηγίας. Επομένως, οι εμπορικοί αντιπρόσωποι στους οποίους ανατίθεται η διαπραγμάτευση της πωλήσεως τραπεζικών και ασφαλιστικών υπηρεσιών δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας. |
|
17 |
Εντούτοις, από πάγια νομολογία προκύπτει ότι, όταν η εθνική νομοθεσία αποσκοπεί στην εναρμόνιση των προβλεπόμενων για αμιγώς εσωτερικές καταστάσεις λύσεων προς τις λύσεις οι οποίες έχουν γίνει δεκτές στο δίκαιο της Ένωσης, προκειμένου, για παράδειγμα, να αποφευχθούν οι διακρίσεις σε βάρος των ημεδαπών ή τυχόν στρεβλώσεις του ανταγωνισμού ή να εφαρμοστεί ενιαία διαδικασία επί συγκρίσιμων καταστάσεων, υφίσταται οπωσδήποτε συμφέρον για ομοιόμορφη ερμηνεία των διατάξεων ή των εννοιών οι οποίες συμπίπτουν με διατάξεις ή έννοιες του δικαίου της Ένωσης, και τούτο ανεξάρτητα από τις συνθήκες υπό τις οποίες εφαρμόζονται (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις Poseidon Chartering, C‑3/04, EU:C:2006:176, σκέψεις 15 και 16· Volvo Car Germany, C‑203/09, EU:C:2010:647, σκέψεις 24 και 25, καθώς και Unamar, C‑184/12, EU:C:2013:663, σκέψεις 30 και 31). |
|
18 |
Όσον αφορά, μεταξύ άλλων, τον νόμο του 1995 με τον οποίο μεταφέρθηκε η οδηγία στη βελγική έννομη τάξη, το Δικαστήριο δέχτηκε ήδη ότι ήταν αρμόδιο να αποφανθεί επί συμβάσεως αντιπροσωπείας αναφορικά με τις υπηρεσίες που ήταν επίμαχες στην υπόθεση στο πλαίσιο της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Unamar (C‑184/12, EU:C:2013:663). Το Δικαστήριο επισήμανε, συναφώς, στη σκέψη 30 της προαναφερθείσας αποφάσεως, ότι, μολονότι η οδηγία δεν εφαρμοζόταν άμεσα στην επίμαχη στην υπόθεση εκείνη περίπτωση, εντούτοις, κατά τη μεταφορά των διατάξεων της εν λόγω οδηγίας στην εσωτερική έννομη τάξη, ο Βέλγος νομοθέτης αποφάσισε να ρυθμίσει κατά τρόπο πανομοιότυπο τις συμβάσεις αντιπροσωπείας οι οποίες αφορούσαν εμπορεύματα με εκείνες που αφορούσαν υπηρεσίες. |
|
19 |
Δεδομένου ότι οι ίδιοι λόγοι ισχύουν και στην υπό κρίση υπόθεση, πρέπει να δοθεί απάντηση στα υποβληθέντα προδικαστικά ερωτήματα. |
Επί των προδικαστικών ερωτημάτων
Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος
|
20 |
Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί αν το άρθρο 17, παράγραφος 2, της οδηγίας αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση η οποία προβλέπει ότι εμπορικός αντιπρόσωπος δικαιούται μετά τη λύση της συμβάσεως αντιπροσωπείας τόσο αποζημίωση πελατείας το ύψος της οποίας δεν δύναται να υπερβαίνει το ύψος της ετήσιας αμοιβής του όσο και συμπληρωματική αποζημίωση, σε περίπτωση που το ύψος της αποζημιώσεως πελατείας δεν καλύπτει το σύνολο της πραγματικά επελθούσας ζημίας. |
|
21 |
Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι το άρθρο 17 της οδηγίας πρέπει να ερμηνευθεί σε σχέση με τον επιδιωκόμενο από αυτή σκοπό και το σύστημα που αυτή θεσπίζει (αποφάσεις Honyvem Informazioni Commerciali, C‑465/04, EU:C:2006:199, σκέψη 17, και Semen, C‑348/07, EU:C:2009:195, σκέψη 13). |
|
22 |
Η οδηγία 86/653 αποβλέπει στην εναρμόνιση του δικαίου των κρατών μελών όσον αφορά τις έννομες σχέσεις των συμβαλλομένων μερών στην περίπτωση συμβάσεως εμπορικής αντιπροσωπείας (αποφάσεις Honyvem Informazioni Commerciali, C‑465/04, EU:C:2006:199, σκέψη 18, και Unamar, C‑184/12, EU:C:2013:663, σκέψη 36). |
|
23 |
Όπως προκύπτει από τη δεύτερη και την τρίτη αιτιολογική της σκέψη, η οδηγία αποσκοπεί, μέσω της προσεγγίσεως των συστημάτων δικαίου των κρατών μελών στον τομέα της εμπορικής αντιπροσωπείας, στην προστασία των εμπορικών αντιπροσώπων στις σχέσεις τους με τους αντιπροσωπευόμενους, στη βελτίωση της ασφάλειας των εμπορικών πράξεων και στη διευκόλυνση της κυκλοφορίας των εμπορευμάτων μεταξύ των κρατών μελών. Προς τούτο, η οδηγία θεσπίζει, μεταξύ άλλων, στα άρθρα 13 έως 20 αυτής, κανόνες που διέπουν τη σύναψη και τη λήξη της συμβάσεως αντιπροσωπείας (αποφάσεις Honyvem Informazioni Commerciali, C‑465/04, EU:C:2006:199, σκέψη 19, και Semen, C‑348/07, EU:C:2009:195, σκέψη 14). |
|
24 |
Όσον αφορά, ιδίως, τη λύση της συμβάσεως, το άρθρο 17 της οδηγίας αυτής επιβάλλει πράγματι την υποχρέωση στα κράτη μέλη να θεσπίσουν μηχανισμό αποζημιώσεως του εμπορικού αντιπροσώπου παρέχοντάς τους τη δυνατότητα να επιλέξουν μεταξύ δύο δυνατοτήτων, αφενός, κατ’ αποκοπήν αποζημιώσεως συμφώνως προς τα κριτήρια της παραγράφου 2 του άρθρου αυτού, αφετέρου, αποζημιώσεως προς ανόρθωση της ζημίας συμφώνως προς τα κριτήρια της παραγράφου 3 αυτού, ήτοι συστήματος ανορθώσεως της επελθούσας ζημίας (βλ., υπό αυτή την έννοια, αποφάσεις Honyvem Informazioni Commerciali, C‑465/04, EU:C:2006:199, σκέψη 20· Semen, C‑348/07, EU:C:2009:195, σκέψη 15, και Unamar, C‑184/12, EU:C:2013:663, σκέψη 40). |
|
25 |
Διαπιστώνεται ότι το Βασίλειο του Βελγίου επέλεξε τη λύση του άρθρου 17, παράγραφος 2. |
|
26 |
Κατά πάγια νομολογία, μολονότι το σύστημα που θεσπίζει το άρθρο 17 της οδηγίας έχει, ιδίως όσον αφορά την προστασία του εμπορικού αντιπροσώπου μετά τη λύση της συμβάσεως, επιτακτικό χαρακτήρα, ωστόσο, δεν παρέχει λεπτομερείς ενδείξεις όσον αφορά τη μέθοδο υπολογισμού της αποζημιώσεως λόγω λύσεως της συμβάσεως. Επομένως, όπως έχει κρίνει το Δικαστήριο, εντός του πλαισίου αυτού, τα κράτη μέλη μπορούν να ασκήσουν το περιθώριο εκτιμήσεώς τους όσον αφορά την επιλογή των μεθόδων υπολογισμού της αποζημιώσεως ή της ανορθώσεως της ζημίας (βλ., υπό αυτή την έννοια, αποφάσεις Ingmar, C‑381/98, EU:C:2000:605, σκέψη 21· Honyvem Informazioni Commerciali, C‑465/04, EU:C:2006:199, σκέψεις 34 και 35, καθώς και Semen, C‑348/07, EU:C:2009:195, σκέψεις 17 και 18). |
|
27 |
Ακριβώς υπό το πρίσμα της νομολογίας αυτής πρέπει να εξακριβωθεί αν η καταβολή αποζημιώσεως συμπληρωματικής προς την αποζημίωση πελατείας, όπως η προβλεπόμενη από την επίμαχη εθνική νομοθεσία, σε περίπτωση που η αποζημίωση πελατείας δεν καλύπτει το σύνολο της ζημίας που ο εμπορικός αντιπρόσωπος υπέστη πραγματικά, εμπίπτει εντός των ορίων του περιθωρίου εκτιμήσεως που η οδηγία καταλείπει στα κράτη μέλη. |
|
28 |
Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι το σύστημα της αποζημιώσεως πελατείας που προβλέπει το άρθρο 17, παράγραφος 2, της οδηγίας περιλαμβάνει τρία στάδια. Κατά το πρώτο στάδιο προσδιορίζεται ποσοτικώς το όφελος που ο αντιπροσωπευόμενος προσπορίζεται από υποθέσεις με πελάτες τους οποίους έφερε ο εμπορικός αντιπρόσωπος, συμφώνως προς τις διατάξεις του άρθρου 17, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, πρώτο εδάφιο, του εν λόγω άρθρου. Κατά το δεύτερο στάδιο, επαληθεύεται, συμφώνως προς το δεύτερο εδάφιο της διατάξεως αυτής, αν το ποσό το οποίο προκύπτει βάσει των ανωτέρω περιγραφομένων κριτηρίων είναι δίκαιο, λαμβανομένων υπόψη εν προκειμένω όλων των ειδικών περιστάσεων της συγκεκριμένης περιπτώσεως και, ιδίως, των προμηθειών που απώλεσε ο εμπορικός αντιπρόσωπος. Τέλος, κατά το τρίτο στάδιο, το ποσό της αποζημιώσεως υπόκειται στο ανώτατο όριο που προβλέπει το άρθρο 17, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας, το οποίο ισχύει μόνον εφόσον το ποσό αυτό, το οποίο προκύπτει από τα δύο προηγούμενα στάδια, υπερβαίνει το εν λόγω όριο (απόφαση Semen, C‑348/07, EU:C:2009:195, σκέψη 19). |
|
29 |
Το άρθρο 17, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, της οδηγίας προβλέπει ότι «[η] χορήγηση αυτής της κατ’ αποκοπήν αποζημίωσης δεν στερεί από τον εμπορικό αντιπρόσωπο την αξίωση για την ανόρθωση της ζημίας την οποία υπέστη» μόνον αφότου καθορίσει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες ο εμπορικός αντιπρόσωπος έχει αξίωση για αποζημίωση και ορίσει το ανώτατο όριο αυτής. |
|
30 |
Από τη γραμματική και τη συστηματική ερμηνεία της συγκεκριμένης διατάξεως προκύπτει ότι είναι δυνατή η καταβολή κατ’ αποκοπήν αποζημιώσεως συμπληρωματικής προς την αποζημίωση για την ανόρθωση της ζημίας την οποία υπέστη ο εμπορικός αντιπρόσωπος και ότι η καταβολή των αποζημιώσεων αυτών δεν υπόκειται ούτε στις προϋποθέσεις του άρθρου 17, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας ούτε στο ανώτατο όριο του άρθρου 17, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, αυτής. |
|
31 |
Πράγματι, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 32 των προτάσεών του, η εναρμόνιση των προϋποθέσεων για την καταβολή αποζημιώσεως δυνάμει του άρθρου 17, παράγραφος 2, της οδηγίας αφορά αποκλειστικώς την αποζημίωση πελατείας, καθόσον αυτό προβλέπει τις προϋποθέσεις από τις οποίες εξαρτάται η καταβολή της συγκεκριμένης αποζημιώσεως. Συνεπώς, η οδηγία δεν αποβλέπει στην εναρμόνιση του συνόλου των δυνατοτήτων αποζημιώσεως την οποία μπορούν να ζητήσουν οι εμπορικοί αντιπρόσωποι βάσει των εθνικών δικαίων στις περιπτώσεις που αυτά προβλέπουν δικαιοπρακτική ή αδικοπρακτική ευθύνη του αντιπροσωπευομένου. |
|
32 |
Επομένως, δεδομένου ότι η οδηγία δεν προσδιορίζει επακριβώς τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες εμπορικός αντιπρόσωπος δικαιούται να ζητήσει αποζημίωση, στα κράτη μέλη απόκειται, στο πλαίσιο ασκήσεως του περιθωρίου εκτιμήσεώς τους, να καθορίσουν τις εν λόγω προϋποθέσεις και τις διαδικαστικές λεπτομέρειες. |
|
33 |
Το συμπέρασμα αυτό ενισχύεται από τη νομολογία του Δικαστηρίου, κατά την οποία τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέψουν μεγαλύτερη προστασία των εμπορικών αντιπροσώπων μέσω της διευρύνσεως του πεδίου εφαρμογής της οδηγίας ή μέσω πιο εκτεταμένης χρήσεως του περιθωρίου εκτιμήσεως που η οδηγία τους καταλείπει (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση Unamar, C‑184/12, EU:C:2013:663, σκέψη 50). |
|
34 |
Εντούτοις, όπως ορθώς προέβαλε η Επιτροπή και όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 43 των προτάσεών του, το περιθώριο εκτιμήσεως που διαθέτουν τα κράτη μέλη κατά τη μεταφορά του άρθρου 17, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, της οδηγίας περιορίζεται από την υποχρέωση επιλογής ενός από τα δύο συστήματα αποζημιώσεως τα οποία προβλέπουν, αντιστοίχως, οι παράγραφοι 2 και 3 του εν λόγω άρθρου, χωρίς να είναι δυνατή η σώρευσή τους. Κατά συνέπεια, η καταβολή αποζημιώσεως δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα τη διπλή ανόρθωση ζημίας μέσω της συνδυαστικής καταβολής αποζημιώσεως πελατείας και αποζημιώσεως για την ανόρθωση της ζημίας λόγω, ιδίως, απώλειας προμηθειών η οποία οφείλεται στη λύση της συμβάσεως αντιπροσωπείας. |
|
35 |
Λαμβανομένων υπόψη όσων προαναφέρθηκαν, στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 17, παράγραφος 2, της οδηγίας δεν αντιτίθεται προς εθνική ρύθμιση η οποία προβλέπει ότι εμπορικός αντιπρόσωπος δικαιούται μετά τη λύση της συμβάσεως αντιπροσωπείας τόσο αποζημίωση πελατείας το ύψος της οποίας δεν δύναται να υπερβαίνει το ύψος της ετήσιας αμοιβής του όσο και συμπληρωματική αποζημίωση σε περίπτωση που το ύψος της αποζημιώσεως πελατείας δεν καλύπτει το σύνολο της πραγματικά επελθούσας ζημίας, εφόσον η εφαρμογή της ρυθμίσεως αυτής δεν έχει ως αποτέλεσμα την καταβολή διπλής αποζημιώσεως στον εμπορικό αντιπρόσωπο λόγω της απώλειας προμηθειών η οποία οφείλεται στη λύση της συμβάσεως αντιπροσωπείας. |
Επί του δεύτερου και του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος
|
36 |
Με το δεύτερο και το τρίτο προδικαστικό ερώτημα, τα οποία πρέπει να εξετασθούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, αν το άρθρο 17, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, της οδηγίας έχει την έννοια ότι εξαρτά την καταβολή αποζημιώσεως από την απόδειξη της υπάρξεως, αφενός, πταίσματος του αντιπροσωπευομένου το οποίο τελεί σε αιτιώδη συνάφεια προς την προβαλλόμενη ζημία και, αφετέρου, ζημίας διαφορετικής από εκείνη που αποκαθίσταται με την αποζημίωση πελατείας. Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινισθεί η φύση και η βαρύτητα του πταίσματος του αντιπροσωπευόμενου και, συγκεκριμένα, αν απαιτείται το πταίσμα να μη συνίσταται στη μονομερή καταγγελία της συμβάσεως αντιπροσωπείας. |
|
37 |
Πρώτον, όσον αφορά την ανάγκη να συντρέχει πταίσμα του αντιπροσωπευόμενου και αιτιώδης συνάφεια μεταξύ αυτού και της προβαλλόμενης ζημίας ώστε ο εμπορικός αντιπρόσωπος να έχει αξίωση για αποζημίωση, επιβάλλεται η υπόμνηση ότι, όπως προκύπτει από τη σκέψη 32 της παρούσας αποφάσεως, η οδηγία, και ιδίως το άρθρο της 17, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, δεν προσδιορίζουν επακριβώς τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες εμπορικός αντιπρόσωπος δικαιούται να ζητήσει αποζημίωση. Στα κράτη μέλη απόκειται να καθορίσουν, στο εθνικό τους δίκαιο, αν για την καταβολή αποζημιώσεως απαιτείται η ύπαρξη πταίσματος, συμβατικού ή αδικοπρακτικού, δυνάμενου να καταλογισθεί στον αντιπροσωπευόμενο και τελούντος σε σχέση αιτιώδους συνάφειας με την προβαλλόμενη ζημία. |
|
38 |
Ειδικότερα, το άρθρο 17, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, της οδηγίας δεν εξαρτά την καταβολή αποζημιώσεως ούτε από την απόδειξη της υπάρξεως πταίσματος δυνάμενου να καταλογισθεί στον αντιπροσωπευόμενο και τελούντος σε σχέση αιτιώδους συνάφειας με την προβαλλόμενη ζημία ούτε, επομένως, και από τη φύση ή τη βαρύτητα του πταίσματος αυτού. |
|
39 |
Δεύτερον, όσον αφορά το κατά πόσον η αποζημίωση πρέπει να αφορά ζημία διαφορετική από αυτή που αποκαθιστά η αποζημίωση πελατείας, τόσο από το γράμμα του άρθρου 17, παράγραφος 2, της οδηγίας όσο και από την όλη οικονομία αυτού προκύπτει ότι η απάντηση είναι καταφατική. |
|
40 |
Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τη χρήση, στο άρθρο 17, παράγραφος 2, της οδηγίας, διαφορετικών όρων για τον προσδιορισμό των δύο στοιχείων του συστήματος αποζημιώσεως πελατείας, ήτοι των όρων «κατ’ αποκοπή αποζημίωση» και «αξίωση για την ανόρθωση της ζημίας», τον συμπληρωματικό και προαιρετικό χαρακτήρα τους καθώς και τον διαφορετικό βαθμό εναρμονίσεως που προβλέπει η οδηγία σε σχέση με τα εν λόγω δύο στοιχεία, συνάγεται το συμπέρασμα ότι η καταβολή αποζημιώσεως στον εμπορικό αντιπρόσωπο για τη ζημία που υπέστη δεν μπορεί παρά να αφορά ζημία διαφορετική από τη ζημία που αποκαθίσταται με την αποζημίωση πελατείας. Σε αντίθετη περίπτωση, θα παρακαμπτόταν το ανώτατο όριο της αποζημιώσεως που προβλέπει το άρθρο 17, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας. |
|
41 |
Συνεπώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η αποζημίωση του άρθρου 17, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, της οδηγίας πρέπει να αφορά ζημία διαφορετική από εκείνη που αποκαθίσταται με την αποζημίωση πελατείας. |
|
42 |
Από τα προεκτεθέντα συνάγεται το συμπέρασμα ότι στο δεύτερο και τρίτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 17, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, της οδηγίας έχει την έννοια ότι δεν εξαρτά την καταβολή αποζημιώσεως από την απόδειξη της υπάρξεως πταίσματος του αντιπροσωπευομένου το οποίο τελεί σε αιτιώδη συνάφεια προς την προβαλλόμενη ζημία, αλλά επιτάσσει η προβαλλόμενη ζημία να είναι διαφορετική από εκείνη που αποκαθίσταται με την αποζημίωση πελατείας. |
Επί των δικαστικών εξόδων
|
43 |
Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται. |
|
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τέταρτο τμήμα) αποφαίνεται: |
|
|
|
(υπογραφές) |
( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.