ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 6ης Σεπτεμβρίου 2012 ( *1 )

«Προσφυγή ακυρώσεως — Κανονισμός (EE, Ευρατόμ) 617/2010 — Κοινοποίηση στην Επιτροπή των επενδυτικών σχεδίων που αφορούν ενεργειακές υποδομές εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης — Επιλογή της νομικής βάσεως — Άρθρα 337 ΣΛΕΕ και 187 EA — Άρθρο 194 ΣΛΕΕ»

Στην υπόθεση C-490/10,

με αντικείμενο προσφυγή ακυρώσεως δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, η οποία ασκήθηκε στις 8 Οκτωβρίου 2010,

Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, εκπροσωπούμενο από την M. Gómez-Leal καθώς και από τους J. Rodrigues και L. Visaggio, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

προσφεύγον,

κατά

Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, εκπροσωπούμενου από τις M. Simm και A. Lo Monaco,

καθού,

υποστηριζόμενο από

τη Γαλλική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από τους G. de Bergues και A. Adam,

την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον P. Oliver και την O. Beynet, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

παρεμβαίνουσες,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους J. N. Cunha Rodrigues, πρόεδρο τμήματος, U. Lõhmus, A. Rosas, A. Ó Caoimh (εισηγητή) και C. G. Fernlund, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: P. Mengozzi

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 18ης Απριλίου 2012,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Με το δικόγραφο της προσφυγής του, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ζητεί από το Δικαστήριο, αφενός, να ακυρώσει τον κανονισμό (ΕΕ, Ευρατόμ) 617/2010 του Συμβουλίου, της 24ης Ιουνίου 2010, σχετικά με την κοινοποίηση στην Επιτροπή των επενδυτικών σχεδίων σε ενεργειακή υποδομή εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) 736/96 (EE L 180, σ. 7, στο εξής: προσβαλλόμενος κανονισμός), και, αφετέρου, στην περίπτωση που το Δικαστήριο ακυρώσει τον εν λόγω κανονισμό, να διατηρήσει σε ισχύ τα αποτελέσματα αυτού έως ότου εκδοθεί νέος κανονισμός.

Το νομικό πλαίσιο

2

Οι αιτιολογικές σκέψεις 1 έως 5, 7, 8, 11 και 15 του προσβαλλόμενου κανονισμού έχουν ως εξής:

«(1)

Η διαμόρφωση μιας γενικής εικόνας σχετικά με την εξέλιξη των επενδύσεων στην Ένωση είναι απαραίτητη προκειμένου η Επιτροπή να επιτελέσει τα καθήκοντά της στον τομέα της ενέργειας. Εάν διαθέτει τακτικά και ενημερωμένα στοιχεία και πληροφορίες, η Επιτροπή θα μπορεί να κάνει τις αναγκαίες συγκρίσεις, εκτιμήσεις ή να προτείνει σχετικά μέτρα με βάση τα κατάλληλα αριθμητικά στοιχεία και αναλύσεις, ιδίως όσον αφορά το μελλοντικό ισοζύγιο μεταξύ προσφοράς και ζήτησης ενέργειας.

(2)

Το ενεργειακό τοπίο εντός και εκτός Ένωσης έχει αλλάξει σημαντικά τα πρόσφατα έτη και καθιστά τις επενδύσεις σε ενεργειακή υποδομή καίριας σημασίας ζήτημα για […] τη διασφάλιση του ενεργειακού εφοδιασμού της Ένωσης, για τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς και για τη μετάβαση σε ενεργειακό σύστημα χαμηλών ανθρακούχων εκπομπών που έχει δρομολογήσει η Ένωση.

(3)

Η νέα κατάσταση στον ενεργειακό τομέα απαιτεί σημαντικές επενδύσεις σε παντός είδους υποδομή σε όλους τους ενεργειακούς κλάδους, καθώς και την ανάπτυξη νέων τύπων υποδομής και νέων τεχνολογιών που να αφομοιώνονται από την αγορά. Η ελευθέρωση του ενεργειακού τομέα και η περαιτέρω ενοποίηση της εσωτερικής αγοράς καθιστούν σημαντικότερο τον ρόλο των οικονομικών φορέων στο θέμα των επενδύσεων, παράλληλα δε νέες απαιτήσεις άσκησης πολιτικής, όπως στόχοι που επηρεάζουν το ενεργειακό μείγμα, θα στρέψουν τις πολιτικές που ασκούν τα κράτη μέλη προς νέα ή/και εκσυγχρονισμένη ενεργειακή υποδομή.

(4)

Στο πλαίσιο αυτό, θα πρέπει να δοθεί μεγαλύτερη προσοχή στις επενδύσεις στην ενεργειακή υποδομή στην Ένωση, προκειμένου ιδίως να προλαμβάνονται τα προβλήματα, να προωθούνται οι βέλτιστες πρακτικές και να καθιερωθεί μεγαλύτερη διαφάνεια όσον αφορά τη μελλοντική εξέλιξη του ενεργειακού συστήματος στην Ένωση.

(5)

Κατά συνέπεια, η Επιτροπή και, ιδίως, το Παρατηρητήριο Ενεργειακών Αγορών της θα πρέπει να διαθέτουν ακριβή δεδομένα και πληροφορίες σχετικά με επενδυτικά σχέδια, καθώς και τον παροπλισμό, στις σημαντικότερες συνιστώσες του ενεργειακού συστήματος της Ένωσης.

[...]

(7)

Δυνάμει των άρθρων 41 και 42 [EA], οι επιχειρήσεις υποχρεούνται να κοινοποιούν τα σχέδια επενδύσεων. Οι πληροφορίες αυτές είναι ανάγκη να συμπληρώνονται, ιδίως, με τακτικές εκθέσεις σχετικά με την υλοποίηση των επενδυτικών σχεδίων. Οι πρόσθετες αυτές εκθέσεις θα πρέπει να τελούν υπό την επιφύλαξη των άρθρων 41 έως 44 [EA].

(8)

Προκειμένου η Επιτροπή να διαμορφώνει συνεκτική εικόνα των μελλοντικών εξελίξεων του συνολικού ενεργειακού συστήματος της Ένωσης, είναι απαραίτητο [να προβλεφθεί ένα] εναρμονισμένο πλαίσιο υποβολής εκθέσεων σχετικά με επενδυτικά σχέδια, βασιζόμενο σε επικαιροποιημένες κατηγορίες επίσημων δεδομένων και πληροφοριών που πρέπει να υποβάλουν τα κράτη μέλη.

[...]

(11)

Προκειμένου να αποφευχθεί δυσανάλογη διοικητική επιβάρυνση και να ελαχιστοποιηθούν οι δαπάνες για τα κράτη μέλη και τις επιχειρήσεις, ιδίως μικρού και μεσαίου μεγέθους, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να παρέχει τη δυνατότητα να εξαιρούνται τα κράτη μέλη και οι επιχειρήσεις από τις υποχρεώσεις υποβολής εκθέσεων, υπό τον όρο ότι στην Επιτροπή θα παρέχονται ισοδύναμες πληροφορίες σύμφωνα με τις ειδικές για τον ενεργειακό τομέα νομικές πράξεις της Ένωσης, που έχουν θεσπισθεί από τα θεσμικά όργανα της Ένωσης με σκοπό την επίτευξη ανταγωνιστικών ευρωπαϊκών ενεργειακών αγορών, την αειφορία του ευρωπαϊκού ενεργειακού συστήματος και την ασφάλεια του ενεργειακού εφοδιασμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ως εκ τούτου, θα πρέπει να αποφεύγονται οι αλληλεπικαλύψεις όσον αφορά τις απαιτήσεις υποβολής εκθέσεων που προβλέπονται στην τρίτη δέσμη μέτρων για την εσωτερική αγορά.

[...]

(15)

Η Επιτροπή και, ιδίως, το Παρατηρητήριο Ενεργειακών Αγορών της θα πρέπει να καταρτίζουν σε τακτική βάση διακλαδική ανάλυση της διαρθρωτικής εξέλιξης και των προοπτικών του ενεργειακού συστήματος της Ένωσης και, όπου ενδείκνυται, περισσότερο εστιασμένη ανάλυση σε συγκεκριμένες πτυχές αυτού του ενεργειακού συστήματος. Η ανάλυση θα πρέπει, ιδίως, να συμβάλλει στη διαπίστωση δυνητικών κενών στις υποδομές και στις επενδύσεις, με σκοπό την εξισορρόπηση της προσφοράς και ζήτησης ενέργειας. Η ανάλυση θα πρέπει να αποτελεί επίσης συμβολή σε μια συζήτηση σε ευρωπαϊκό επίπεδο σχετικά με τις ενεργειακές υποδομές και, επομένως, θα πρέπει να διαβιβάζεται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και να τίθεται στη διάθεση των ενδιαφερομένων.»

3

Το τιτλοφορούμενο «Αντικείμενο και πεδίο εφαρμογής» άρθρο 1 του προσβαλλόμενου κανονισμού ορίζει:

«1.   Ο παρών κανονισμός θεσπίζει κοινό πλαίσιο για την ανακοίνωση στην Επιτροπή των δεδομένων και των πληροφοριών σχετικά με επενδυτικά σχέδια σε ενεργειακή υποδομή στους κλάδους του πετρελαίου, του φυσικού αερίου, της ηλεκτρικής ενέργειας, περιλαμβανομένων των ανανεώσιμων πηγών, και των βιοκαυσίμων, καθώς και σχετικά με επενδυτικά σχέδια που αφορούν τη δέσμευση και αποθήκευση διοξειδίου του άνθρακα που παράγεται από αυτούς τους κλάδους».

2.   Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται στα επενδυτικά σχέδια ή τις υποδομές που απαριθμούνται στο παράρτημα, για τις οποίες έχουν αρχίσει ήδη εργασίες κατασκευής ή παροπλισμού ή έχει ληφθεί οριστική απόφαση περί επένδυσης.

[...]»

4

Το τιτλοφορούμενο «Ορισμοί» άρθρο 2 του εν λόγω κανονισμού ορίζει, ειδικότερα, ότι για τους σκοπούς του κανονισμού αυτού ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

«10)

“πηγές ενέργειας”:

i)

πρωτογενείς πηγές ενέργειας, όπως π.χ. πετρέλαιο, φυσικό αέριο ή άνθρακας·

ii)

πηγές ενέργειας από μετατροπή, όπως π.χ. ηλεκτρική ενέργεια·

iii)

πηγές ανανεώσιμης ενέργειας, όπου περιλαμβάνεται η υδροηλεκτρική, η βιομάζα, το βιοαέριο, η αιολική, η ηλιακή, η παλιρροιακή και η γεωθερμική ενέργεια και

iv)

ενεργειακά προϊόντα, όπως π.χ. προϊόντα διύλισης πετρελαίου και βιοκαύσιμα».

5

Το τιτλοφορούμενο «Κοινοποίηση δεδομένων» άρθρο 3 του εν λόγω κανονισμού ορίζει:

«1.   Τα κράτη μέλη, ή η οντότητα στην οποία έχουν αναθέσει αυτό το καθήκον, συγκεντρώνουν όλα τα δεδομένα και τις πληροφορίες που καθορίζονται στον παρόντα κανονισμό από την 1η Ιανουαρίου 2011 και εφεξής ανά διετία, μεριμνώντας να τηρούν σε εύλογα επίπεδα τις δαπάνες συγκέντρωσης και αναφοράς των πληροφοριών.

Κοινοποιούν στην Επιτροπή τα δεδομένα και τις σχετικές με τα σχέδια πληροφορίες που αναφέρονται στον παρόντα κανονισμό το 2011, το οποίο είναι το πρώτο έτος υποβολής έκθεσης, και εφεξής ανά διετία. [...]

[...]

2.   Τα κράτη μέλη ή οι εξουσιοδοτημένες από αυτά οντότητες απαλλάσσονται από την υποχρέωση που αναφέρεται στην παράγραφο 1, εφόσον και στον βαθμό που, σύμφωνα με το ειδικό για τον ενεργειακό τομέα δίκαιο της Ένωσης και τη συνθήκη Ευρατόμ:

α)

το οικείο κράτος μέλος ή η εξουσιοδοτημένη από αυτό οντότητα έχει ήδη ανακοινώσει στην Επιτροπή δεδομένα ή πληροφορίες ισοδύναμες προς εκείνες που απαιτεί ο παρών κανονισμός και έχει αναφέρει την ημερομηνία κοινοποίησης και τη συγκεκριμένη ειδική νομική πράξη·

β)

έχει ανατεθεί σε ειδικό όργανο η εκπόνηση πολυετούς επενδυτικού προγράμματος για ενεργειακή υποδομή σε ενωσιακό επίπεδο, και το εν λόγω όργανο συγκεντρώνει προς το σκοπό αυτό δεδομένα και πληροφορίες ισοδύναμες προς εκείνες που απαιτεί ο παρών κανονισμός. Στην περίπτωση αυτή και για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, το ειδικό όργανο κοινοποιεί όλα τα σχετικά δεδομένα και πληροφορίες στην Επιτροπή.»

6

Κατά το τιτλοφορούμενο «Πηγές δεδομένων» άρθρο 4 του ίδιου κανονισμού:

«Οι οικείες επιχειρήσεις κοινοποιούν τα δεδομένα ή τις πληροφορίες που αναφέρονται στο άρθρο 3 στα κράτη μέλη, ή στις εξουσιοδοτημένες από αυτά οντότητες, στο έδαφος των οποίων έχουν προγραμματίσει να εκτελέσουν επενδυτικά σχέδια, πριν από την 1η Ιουνίου κάθε έτους υποβολής έκθεσης. [...]

Η πρώτη παράγραφος δεν εφαρμόζεται σε επιχειρήσεις, εφόσον το οικείο κράτος μέλος αποφασίσει να χρησιμοποιήσει άλλους τρόπους για την παροχή στην Επιτροπή των δεδομένων ή των πληροφοριών που αναφέρονται στο άρθρο 3.»

7

Το τιτλοφορούμενο «Περιεχόμενο της ανακοίνωσης» άρθρο 5 του προσβαλλόμενου κανονισμού ορίζει:

«1.   Όσον αφορά τα επενδυτικά σχέδια που αναφέρονται στο παράρτημα, η προβλεπόμενη στο άρθρο 3 κοινοποίηση περιλαμβάνει, κατά περίπτωση, τα ακόλουθα:

α)

τον όγκο των δυναμικοτήτων που προγραμματίζονται ή είναι υπό κατασκευή·

β)

το είδος και τα κύρια χαρακτηριστικά των προγραμματιζόμενων ή υπό κατασκευή υποδομών ή δυναμικοτήτων, περιλαμβανομένης της θέσης των διασυνοριακών έργων μεταφοράς, εφόσον υπάρχουν·

γ)

το πιθανό έτος έναρξης λειτουργίας·

δ)

το είδος των χρησιμοποιούμενων πηγών ενέργειας·

ε)

τις εγκαταστάσεις που είναι ικανές να ανταποκρίνονται σε κρίσεις ασφάλειας του εφοδιασμού, όπως εξοπλισμός που επιτρέπει αντίστροφες ροές ή χρήση άλλων καυσίμων·

στ)

τον εξοπλισμό των συστημάτων δέσμευσης διοξειδίου του άνθρακα ή τους μηχανισμούς μετασκευής για τη δέσμευση και αποθήκευση του διοξειδίου του άνθρακα.

2.   Όσον αφορά τυχόν προτεινόμενο παροπλισμό, η προβλεπόμενη στο άρθρο 3 κοινοποίηση περιλαμβάνει τα ακόλουθα:

α)

τον χαρακτήρα και τη δυναμικότητα της σχετικής υποδομής και

β)

το πιθανολογούμενο έτος παύσης της λειτουργίας.

3.   Κάθε κοινοποίηση σύμφωνα με το άρθρο 3 περιλαμβάνει, ανάλογα με την περίπτωση, τον συνολικό όγκο των εγκατεστημένων δυναμικοτήτων παραγωγής, μετάδοσης και αποθήκευσης οι οποίες υφίστανται στην αρχή του κρίσιμου έτους αναφοράς ή η λειτουργία των οποίων διακόπτεται για περίοδο μεγαλύτερη των τριών ετών.

Τα κράτη μέλη, οι εξουσιοδοτημένες από αυτά οντότητες ή το ειδικό όργανο που αναφέρεται στο άρθρο 3, παράγραφος 2, μπορούν να προσθέτουν στις κοινοποιήσεις τους συναφείς παρατηρήσεις, όπως π.χ. παρατηρήσεις σχετικά με καθυστερήσεις ή εμπόδια κατά την εφαρμογή των επενδυτικών σχεδίων.»

8

Το τιτλοφορούμενο «Ποιότητα και δημοσιοποίηση των δεδομένων» άρθρο 6 του κανονισμού αυτού ορίζει:

«1.   Τα κράτη μέλη, οι εξουσιοδοτημένες από αυτά οντότητες ή, κατά περίπτωση, τα ειδικά όργανα επιδιώκουν να εξασφαλίζουν την ποιότητα, τη συνάφεια, την ακρίβεια, τη σαφήνεια, την έγκαιρη διαβίβαση και τη συνοχή των δεδομένων και των πληροφοριών που κοινοποιούν στην Επιτροπή.

Σε περίπτωση ειδικών οργάνων, τα δεδομένα και οι πληροφορίες που κοινοποιούνται μπορούν να συνοδεύονται από συναφείς παρατηρήσεις των κρατών μελών.

2.   Η Επιτροπή δύναται να δημοσιεύει δεδομένα και πληροφορίες που της διαβιβάσθηκαν σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, ιδίως τις αναλύσεις που αναφέρονται στο άρθρο 10, παράγραφος 3, υπό τον όρο ότι αυτά τα δεδομένα και πληροφορίες δημοσιεύονται σε συγκεντρωτική μορφή και δεν αποκαλύπτονται ή μπορούν να συναχθούν στοιχεία που αφορούν μεμονωμένες επιχειρήσεις και εγκαταστάσεις.

3.   Τα κράτη μέλη, η Επιτροπή, ή οι εντεταλμένες τους οντότητες τηρούν όλοι το απόρρητο των εμπορικά ευαίσθητων δεδομένων ή πληροφοριών που διαθέτουν.»

9

Το άρθρο 7 του προσβαλλόμενου κανονισμού προβλέπει ότι η Επιτροπή θεσπίζει, μέχρι τις 31 Οκτωβρίου 2010, τις αναγκαίες για την εφαρμογή του κανονισμού αυτού διατάξεις, όσον αφορά τη μορφή και άλλες τεχνικές λεπτομέρειες για την κοινοποίηση των δεδομένων και των πληροφοριών που αναφέρονται στα άρθρα 3 και 5 του ίδιου κανονισμού.

10

Κατά το τιτλοφορούμενο «Επεξεργασία δεδομένων» άρθρο 8 του προσβαλλόμενου κανονισμού:

«Η Επιτροπή είναι υπεύθυνη για την ανάπτυξη, τη φύλαξη, τη διαχείριση και τη συντήρηση των πόρων ΤΠ που απαιτούνται για τη λήψη, αποθήκευση και κάθε είδους επεξεργασία των δεδομένων ή των πληροφοριών σχετικά με την ενεργειακή υποδομή που κοινοποιούνται στην Επιτροπή σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό.»

11

Το τιτλοφορούμενο «Προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων» άρθρο 9 του κανονισμού αυτού προβλέπει:

«Ο παρών κανονισμός δεν θίγει το ενωσιακό δίκαιο, και, ειδικότερα, δεν τροποποιεί με κανέναν τρόπο τις υποχρεώσεις των κρατών μελών σε ό,τι αφορά την επεξεργασία εκ μέρους τους των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, όπως αυτές επιβάλλονται από την οδηγία 95/46/ΕΚ, ή τις υποχρεώσεις που εμπίπτουν στα θεσμικά και λοιπά όργανα και Ένωσης δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) 45/2001 σχετικά με την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους.»

12

Το τιτλοφορούμενο «Παρακολούθηση και υποβολή εκθέσεων» άρθρο 10 του εν λόγω κανονισμού ορίζει στην παράγραφο 1:

«Με βάση τα δεδομένα και τις πληροφορίες που της διαβιβάζονται και, εφόσον ενδείκνυται, τυχόν άλλες πηγές δεδομένων καθώς και δεδομένα που έχει αγοράσει η Επιτροπή, και λαμβάνοντας υπόψη σχετικές αναλύσεις, όπως τα πολυετή σχέδια ανάπτυξης δικτύων για το φυσικό αέριο και την ηλεκτρική ενέργεια, η Επιτροπή διαβιβάζει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο και στην Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και δημοσιεύει τουλάχιστον ανά διετία, διακλαδική ανάλυση της διαρθρωτικής εξέλιξης και των προοπτικών του ενεργειακού συστήματος της Ένωσης. Η ανάλυση αυτή έχει ιδίως ως σκοπό:

α)

τη διαπίστωση δυνητικών μελλοντικών χασμάτων μεταξύ προσφοράς και ζήτησης ενέργειας που είναι σημαντικά από την οπτική της ενεργειακής πολιτικής της Ένωσης·

β)

τη διαπίστωση επενδυτικών εμποδίων και την προώθηση των βέλτιστων πρακτικών για την αντιμετώπισή τους·

γ)

αύξηση της διαφάνειας για όσους μετέχουν ή ενδέχεται να εισέλθουν στην αγορά.

Βασιζόμενη σε αυτά τα δεδομένα και τις πληροφορίες, η Επιτροπή μπορεί επίσης να εκπονεί οποιαδήποτε ειδική ανάλυση κρίνει αναγκαία ή ενδεδειγμένη.»

13

Δυνάμει του άρθρο 13 του προσβαλλόμενου κανονισμού, τούτος τέθηκε σε ισχύ την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία πραγματοποιήθηκε στις 15 Ιουλίου 2010.

14

Το παράρτημα του εν λόγω κανονισμού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Επενδυτικά σχέδια», ορίζει μεταξύ άλλων:

«3.

Ηλεκτρική ενέργεια

3.1.

Παραγωγή

Θερμικοί και πυρηνικοί σταθμοί ηλεκτροπαραγωγής (συγκροτήματα με ισχύ 100 MWe ή μεγαλύτερη)·

[...]».

Ιστορικό της διαφοράς

15

Στις 17 Ιουλίου 2009, η Επιτροπή υπέβαλε στο Συμβούλιο πρόταση κανονισμού για την αντικατάσταση του κανονισμού (ΕΚ) 736/96 του Συμβουλίου, της 22ας Απριλίου 1996, για την ανακοίνωση στην Επιτροπή των επενδυτικών σχεδίων κοινοτικού ενδιαφέροντος στους τομείς του πετρελαίου, του φυσικού αερίου και του ηλεκτρισμού (ΕΕ L 102, σ. 1). Η πρόταση αυτή βασιζόταν στα άρθρα 284 ΕΚ και 187 EA. Παρότι οι διατάξεις αυτές δεν προβλέπουν οιασδήποτε μορφής συμμετοχή του Κοινοβουλίου στη διαδικασία λήψεως αποφάσεων, το Συμβούλιο αποφάσισε να ζητήσει τη γνώμη του Κοινοβουλίου, όπως το είχε πράξει επί τη ευκαιρία της θεσπίσεως του κανονισμού 736/96.

16

Μετά την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισσαβώνας, την 1η Δεκεμβρίου 2009, ο πρόεδρος της επιτροπής Βιομηχανίας, Έρευνας και Ενέργειας του Κοινοβουλίου κάλεσε, με επιστολή της 8ης Δεκεμβρίου 2009, το αρμόδιο για τον τομέα της ενέργειας μέλος της Επιτροπής να επανεξετάσει την επιλογή της νομικής βάσεως της εν λόγω προτάσεως, προκειμένου αυτή να βασίζεται εφεξής στο άρθρο 194 ΣΛΕΕ. Το μέλος της Επιτροπής απάντησε ότι, δεδομένου ότι το άρθρο 284 ΕΚ —νυν άρθρο 337 ΣΛΕΕ— και το άρθρο 187 EA δεν είχαν επηρεασθεί από τη Συνθήκη της Λισσαβώνας, εξακολουθούσαν να αποτελούν την προσήκουσα νομική βάση όσον αφορά την κοινοποίηση πληροφοριών.

17

Στις 25 Φεβρουαρίου 2010, το Κοινοβούλιο εξέδωσε ψήφισμα με τη γνώμη του επί της εν λόγω προτάσεως, της οποίας η υπ’ αριθ. 1 τροποποίηση αφορούσε την αντικατάσταση των άρθρων 337 ΣΛΕΕ και 187 EA, ως νομικής βάσεως, από το άρθρο 194, παράγραφοι 1 και 2, ΣΛΕΕ.

18

Το Συμβούλιο δεν τροποποίησε την πρόταση κανονισμού ως προς το σημείο αυτό και, στις 24 Ιουνίου 2010, εξέδωσε τον προσβαλλόμενο κανονισμό βάσει των άρθρων 337 ΣΛΕΕ και 187 EA.

19

Εκτιμώντας ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός έπρεπε να είχε εκδοθεί βάσει μόνον του άρθρου 194, παράγραφοι 1 και 2, ΣΛΕΕ, το Κοινοβούλιο άσκησε την υπό κρίση προσφυγή ακυρώσεως.

Αιτήματα των διαδίκων

20

Το Κοινοβούλιο ζητεί από το Δικαστήριο:

να ακυρώσει τον προσβαλλόμενο κανονισμό, και

να καταδικάσει το Συμβούλιο στα δικαστικά έξοδα.

21

Το Συμβούλιο ζητεί από το Δικαστήριο:

να απορρίψει την προσφυγή, και

να καταδικάσει το Κοινοβούλιο στα δικαστικά έξοδα.

22

Με διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 5ης Απριλίου 2011, επετράπη στη Γαλλική Δημοκρατία και στην Επιτροπή να παρέμβουν υπέρ του Συμβουλίου.

Επί της προσφυγής

Επιχειρήματα των διαδίκων

23

Το Κοινοβούλιο προβάλλει έναν και μοναδικό λόγο ακυρώσεως ο οποίος αντλείται από εσφαλμένη επιλογή της νομικής βάσεως του προσβαλλόμενου κανονισμού, καθόσον αυτός κακώς θεσπίσθηκε βάσει του άρθρου 337 ΣΛΕΕ, δεδομένου ότι ο νομοθέτης της Ένωσης εξουσιοδοτείτο ως προς τούτο δυνάμει του άρθρου 194, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ. Το σφάλμα αυτό πρέπει να επιφέρει την ακύρωση του εν λόγω κανονισμού, καθότι το Κοινοβούλιο δεν είχε τη δυνατότητα να συμμετάσχει στη θέσπισή του παρά μόνον εντός των ορίων απλής διαβουλεύσεως, ενώ, σύμφωνα με την τελευταία αυτή διάταξη, έπρεπε να είχε ακολουθηθεί η συνήθης νομοθετική διαδικασία.

24

Κατά το Κοινοβούλιο, ο κύριος σκοπός του προσβαλλόμενου κανονισμού είναι να καταστήσει δυνατή την επίτευξη των σκοπών της πολιτικής της Ένωσης στον τομέα της ενέργειας, οι οποίοι απαριθμούνται στο άρθρο 194, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, ιδίως σε ό,τι αφορά την ασφάλεια του ενεργειακού εφοδιασμού.

25

Ως προς το περιεχόμενο του κανονισμού αυτού, το Κοινοβούλιο υποστηρίζει ότι από το άρθρο 10, παράγραφος 1, αυτού προκύπτει ότι έχει ανατεθεί στην Επιτροπή να εκπονεί περιοδικώς, με βάση τις πληροφορίες που της διαβιβάζονται δυνάμει του εν λόγω κανονισμού, διακλαδική ανάλυση της διαρθρωτικής εξέλιξης και των προοπτικών του ενεργειακού συστήματος της Ένωσης, με σκοπό, μεταξύ άλλων, να διαπιστώσει δυνητικά μελλοντικά χάσματα μεταξύ προσφοράς και ζήτησης ενέργειας που είναι σημαντικά από την οπτική της ενεργειακής πολιτικής της Ένωσης και να αυξήσει τη διαφάνεια για όσους μετέχουν ή ενδέχεται να εισέλθουν στην αγορά ενέργειας. Η λειτουργία της αγοράς αυτής, η ασφάλεια του ενεργειακού εφοδιασμού και η ενεργειακή αποδοτικότητα συγκαταλέγονται, όμως, μεταξύ των σκοπών που μνημονεύονται στο άρθρο 194, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Η συλλογή πληροφοριών που προβλέπει ο ίδιος κανονισμός δεν συνιστά παρά ένα εργαλείο που εξυπηρετεί την επίτευξη των σκοπών αυτών.

26

Το Κοινοβούλιο δεν αμφισβητεί το γεγονός ότι είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθεί το άρθρο 337 ΣΛΕΕ ως γενική νομική βάση όσον αφορά τα μέτρα σχετικά με τη συλλογή πληροφοριών. Εντούτοις, παραπέμποντας στις αποφάσεις της 6ης Ιουλίου 1982, 188/80 έως 190/80, Γαλλία κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 1982, σ. 2545), καθώς και της 9ης Νοεμβρίου 1995, C-426/93, Γερμανία κατά Συμβουλίου (Συλλογή 1995, σ. I-3723), προβάλλει ότι, οσάκις μια τέτοια συλλογή εξυπηρετεί ειδικώς τους σκοπούς μιας εκ των πολιτικών της Ένωσης, μια τέτοια γενική βάση θα πρέπει να υποχωρεί έναντι της ειδικής βάσεως που αντιστοιχεί στους σκοπούς αυτούς.

27

Σε κάθε περίπτωση, ακόμα και αν το άρθρο 337 ΣΛΕΕ μπορεί να χρησιμοποιηθεί θεμιτώς εν προκειμένω, ακριβώς όπως και το άρθρο 194, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, το Κοινοβούλιο, επικαλούμενο την απόφαση της 11ης Ιουνίου 1991, C-300/89, Επιτροπή κατά Συμβουλίου (Συλλογή 1991, σ. I-2867, σκέψη 20), εκτιμά ότι, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, θα πρέπει να προτιμάται η τελευταία αυτή νομική βάση έναντι της πρώτης, δεδομένου ότι συνεπάγεται ευρύτερη συμμετοχή του Κοινοβουλίου στη θέσπιση της οικείας πράξεως.

28

Σε ό,τι αφορά τη συμπληρωματική προσφυγή στο άρθρο 187 EA, το Κοινοβούλιο υποστηρίζει ότι τέτοια προσφυγή δεν ήταν αναγκαία. Συγκεκριμένα, σε αντιδιαστολή προς το άρθρο 40 EA, ο μηχανισμός συλλογής πληροφοριών που εγκαθιδρύει ο προσβαλλόμενος κανονισμός δεν εξυπηρετεί τον σκοπό προωθήσεως ή συντονισμού των επενδύσεων στον τομέα της πυρηνικής ενέργειας. Επομένως, σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 2, του κανονισμού αυτού, η κοινοποίηση δεδομένων σε σχέση με τον τομέα της πυρηνικής ενέργειας είναι απαραίτητη μόνο στην περίπτωση που τα δεδομένα αυτά δεν έχουν ήδη διαβιβασθεί στην Επιτροπή δυνάμει της Συνθήκης ΕΚΑΕ. Ο εν λόγω κανονισμός δεν αφορά, συνεπώς, τη λήψη μέτρων που σκοπούν ειδικώς στην ανάπτυξη του τομέα της πυρηνικής ενέργειας.

29

Σε κάθε περίπτωση, ακόμα και αν επιβαλλόταν η προσφυγή στο άρθρο 187 EA λόγω του σκοπού που επιδιώκει ο προσβαλλόμενος κανονισμός και του περιεχομένου του, το Κοινοβούλιο εκτιμά ότι είναι δυνατή η προσφυγή παραλλήλως στο άρθρο 187 EA και στο άρθρο 194, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, δεδομένου ότι οι δύο αυτές διατάξεις δεν είναι ασυμβίβαστες από διαδικαστικής απόψεως. Κατά την απόφαση της 6ης Νοεμβρίου 2008, C-155/07, Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου (Συλλογή 2008, σ. I-8103, σκέψη 79), η συνήθης νομοθετική διαδικασία είναι επομένως εφαρμοστέα, καθότι το άρθρο 194, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ προβλέπει σημαντικότερη συμμετοχή του Κοινοβουλίου. Το σφάλμα στο οποίο υπέπεσε σχετικώς το Συμβούλιο συνιστά, κατά συνέπεια, μια αμιγώς τυπική παράβαση, καθόσον δεν επηρεάζει την επιλογή της εφαρμοστέας διαδικασίας λήψεως αποφάσεων.

30

Τέλος, το Κοινοβούλιο επισημαίνει ότι, σε περίπτωση που το Δικαστήριο ακυρώσει τον προσβαλλόμενο κανονισμό, δεν αντιτίθεται στη διατήρηση των αποτελεσμάτων του, κατά το άρθρο 264, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, δεδομένου ότι τούτο είναι σύμφωνο τόσο με τον σκοπό που επιδιώκει ο κανονισμός αυτός όσο και με τα προβλεπόμενα επί τούτου μέσα, εξεταζόμενα στο σύνολό τους.

31

Το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από τη Γαλλική Δημοκρατία και την Επιτροπή, αμφισβητεί το επιχείρημα ότι σκοπός του προσβαλλόμενου κανονισμού είναι η επίτευξη των σκοπών της πολιτικής της Ένωσης στον τομέα της ενέργειας. Συγκεκριμένα, κατά το άρθρο 1, παράγραφος 1, αντικείμενο του κανονισμού αυτού είναι η θέσπιση κοινού πλαισίου για την κοινοποίηση στην Επιτροπή των δεδομένων και των πληροφοριών σχετικά με επενδυτικά σχέδια στις ενεργειακές υποδομές. Επομένως, σκοπός του εν λόγω κανονισμού είναι να παράσχει στην Επιτροπή τη δυνατότητα να έχει στη διάθεσή της τακτικώς επικαιροποιημένα δεδομένα ούτως ώστε να εκπληρώνει την αποστολή της, δεδομένου ότι η κατοχή αξιόπιστων πληροφοριών είναι απαραίτητη προς τούτο. Το Κοινοβούλιο συγχέει, συναφώς, τον σκοπό του προσβαλλόμενου κανονισμού με τον σκοπό που θα επιδιωχθεί στη συνέχεια διά της λήψεως μέτρων τα οποία θα προτείνει ενδεχομένως η Επιτροπή βάσει της αναλύσεως των πληροφοριών που θα συλλέξει κατ’ αυτόν τον τρόπο. Ο σκοπός των μελλοντικών αυτών προτάσεων δεν συνιστά αντικειμενικό στοιχείο για τον καθορισμό της νομικής βάσεως του εν λόγω κανονισμού.

32

Η Επιτροπή παρατηρεί, συναφώς, ότι συλλογή πληροφοριών σχετικών με τις επενδύσεις στις ενεργειακές υποδομές δεν μπορεί να συμβάλει άμεσα στην επίτευξη των σκοπών της ενεργειακής πολιτικής και στην ασφάλεια του εφοδιασμού στην Ένωση. Απαιτούνται, προς τούτο, πολύ πιο εκτεταμένα μέτρα από μία απλή συλλογή πληροφοριών, όπως, μεταξύ άλλων, η οργάνωση των επενδύσεων σε ορισμένες υποδομές, η δημιουργία χρηματοδοτικών πηγών ή η εφαρμογή ενός πλαισίου κινήτρων για αυτές τις επενδύσεις.

33

Σε ό,τι αφορά το περιεχόμενο του προσβαλλόμενου κανονισμού, το Συμβούλιο εκτιμά ότι από τα άρθρα 3 έως 10 αυτού προκύπτει σαφώς ότι η ανακοίνωση πληροφοριών αποτελεί το μοναδικό του στοιχείο, δεδομένου ότι ο κανονισμός αυτός καθιερώνει την υποχρέωση, για τα κράτη μέλη και τις επιχειρήσεις, να συλλέγουν τα απαιτούμενα στοιχεία και να τα διαβιβάζουν στην Επιτροπή υπό συγκεντρωτική μορφή. Ειδικότερα, το άρθρο 10 του εν λόγω κανονισμού προσδιορίζει, σχετικώς, τα ειδικά καθήκοντα που ανατίθενται στην Επιτροπή, καθώς και τον τρόπο χρήσεως και διαδόσεως των δεδομένων αυτών.

34

Κατά το Συμβούλιο, η προσφυγή στο άρθρο 337 ΣΛΕΕ απαιτεί να πληρούνται τρία στοιχεία, ήτοι, αντιστοίχως, η υποχρέωση διαβιβάσεως της πληροφορίας στην Επιτροπή, ο καθορισμός ορίων και προϋποθέσεων από το Συμβούλιο, καθώς και ο αναγκαίος χαρακτήρας της πληροφορίας για την εκπλήρωση των καθηκόντων που έχουν ανατεθεί στην Επιτροπή. Υπό το πρίσμα των άρθρων 3 και 4 του προσβαλλόμενου κανονισμού, το πρώτο εκ των τριών αυτών στοιχείων πληρούται προδήλως. Το δεύτερο πληρούται εξίσου, δεδομένου ότι, στα άρθρα 5 έως 9, ο κανονισμός αυτός θέτει όρια όσον αφορά το είδος των οικείων πληροφοριών, καθώς και τη δημοσιότητα και την επεξεργασία των δεδομένων, ενώ το άρθρο 10 του εν λόγω κανονισμού καθορίζει τα ειδικά καθήκοντα που ανατίθενται στην Επιτροπή, όπως επίσης τον τρόπο χρήσεως και διαδόσεως των δεδομένων αυτών εκ μέρους της. Το Συμβούλιο προσθέτει ότι οι πληροφορίες τις οποίες μπορεί να ζητήσει η Επιτροπή πρέπει να είναι απαραίτητες για την εκπλήρωση των καθηκόντων της, τα οποία εκτίθενται ειδικότερα στο άρθρο 10 του ίδιου κανονισμού και, με γενικότερους όρους, στο άρθρο 17 ΣΕΕ.

35

Το Συμβούλιο παρατηρεί ότι το Δικαστήριο έχει ήδη κρίνει, στη σκέψη 19 της προπαρατεθείσας αποφάσεως Γερμανία κατά Συμβουλίου, ότι το άρθρο 337 ΣΛΕΕ συνιστά την ορθή νομική βάση για τη συλλογή πληροφοριών από την Επιτροπή, δεδομένου ότι με τη διάταξη αυτή της παρέχεται γενική αρμοδιότητα να συλλέγει κάθε πληροφορία που είναι αναγκαία για την εκπλήρωση των καθηκόντων της.

36

Το Συμβούλιο και η Γαλλική Δημοκρατία αμφισβητούν το επιχείρημα κατά το οποίο δεν πρέπει να εφαρμόζεται το άρθρο 337 ΣΛΕΕ οσάκις η συλλογή πληροφοριών συνδέεται με μία εκ των πολιτικών της Ένωσης. Συγκεκριμένα, το γεγονός ότι μια πράξη αφορά τον τομέα της ενέργειας δεν επαρκεί ώστε να καταστήσει εφαρμοστέο το άρθρο 194 ΣΛΕΕ. Επομένως, στην προκειμένη περίπτωση, καίτοι ο προσβαλλόμενος κανονισμός συνδέεται με τον τομέα της ενέργειας, εντούτοις ο αντίκτυπός του στην ενεργειακή πολιτική της Ένωσης δεν θα είναι παρά έμμεσος και παρεπόμενος σε σχέση με το κύριο αντικείμενο του κανονισμού αυτού.

37

Κατά το Συμβούλιο, τη Γαλλική Δημοκρατία και την Επιτροπή, η ερμηνεία που προτείνει το Κοινοβούλιο θα είχε ως αποτέλεσμα να καταστήσει το άρθρο 337 ΣΛΕΕ άνευ οιασδήποτε πρακτικής αποτελεσματικότητας, δεδομένου ότι, δυνάμει της αρχής της δοτής αρμοδιότητας, η διάταξη αυτή θα μπορούσε να εφαρμοστεί μόνον εφόσον προβλέπεται αρμοδιότητα της Ένωσης.

38

Το Συμβούλιο υπογραμμίζει ότι η δυνατότητα συνεχίσεως εφαρμογής στον τομέα της ενέργειας άλλων διατάξεων της Συνθήκης ΛΕΕ, παρά το ότι στη Συνθήκη αυτή προβλέφθηκε νομική βάση αναφορικά με την πολιτική ενέργειας, απορρέει από το ίδιο το άρθρο 194 ΣΛΕΕ, το οποίο εφαρμόζεται «με την επιφύλαξη άλλων διατάξεων της Συνθήκης». Τέτοια είναι η περίπτωση όχι μόνον του άρθρου 337 ΣΛΕΕ όσον αφορά τη συλλογή πληροφοριών από την Επιτροπή, αλλά επίσης, μεταξύ άλλων, του άρθρου 122 ΣΛΕΕ, το οποίο παρέχει στο Συμβούλιο τη δυνατότητα λήψεως κατάλληλων μέτρων σε περίπτωση κρίσεως στον εφοδιασμό προϊόντων στον τομέα της ενέργειας, καθώς και του άρθρου 170 ΣΛΕΕ, σχετικά με την ανάπτυξη διευρωπαϊκών δικτύων όσον αφορά τα έργα υποδομής στον τομέα της ενέργειας, και του άρθρου 338 ΣΛΕΕ σε σχέση με τις στατιστικές.

39

Το Συμβούλιο, η Γαλλική Δημοκρατία και η Επιτροπή φρονούν ότι τα άρθρα 337 ΣΛΕΕ και 338 ΣΛΕΕ, τα οποία συγκαταλέγονται μεταξύ των γενικών και των τελικών διατάξεων της Συνθήκης ΛΕΕ, έχουν γενικό χαρακτήρα, υπό την έννοια ότι εφαρμόζονται σε όλους τους τομείς που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα της Ένωσης. Κατά συνέπεια, οι διατάξεις αυτές θα έπρεπε να θεωρούνται ειδικότερες ως προς τους οικείους τομείς, οι οποίοι αφορούν, αντιστοίχως, την εκπόνηση στατιστικών και το δικαίωμα ενημερώσεως της Επιτροπής, σε σχέση με κάθε άλλη διάταξη της Συνθήκης αυτής που αφορά τομεακή πολιτική. Η εκ μέρους του Κοινοβουλίου ερμηνεία της προπαρατεθείσας αποφάσεως Γερμανία κατά Συμβουλίου είναι επομένως εσφαλμένη.

40

Το Συμβούλιο και η Επιτροπή υπογραμμίζουν, ως προς τούτο, ότι παρότι τα δεδομένα που συλλέγονται χάρη στον προσβαλλόμενο κανονισμό αφορούν τις ενεργειακές υποδομές, μπορούν να χρησιμοποιηθούν από την Επιτροπή, σύμφωνα με το άρθρο 10, παράγραφος 1, αυτού, όχι μόνο στο πλαίσιο της πολιτικής ενέργειας, αλλά επίσης προς όφελος όλων των πολιτικών της, όπως της αναπτύξεως διευρωπαϊκών δικτύων στους τομείς των υποδομών ενέργειας, του ανταγωνισμού, της ελευθερίας εγκαταστάσεως, της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών ή της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων.

41

Το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο επί τούτου επίσης από τη Γαλλική Δημοκρατία και την Επιτροπή, φρονεί ότι η προσφυγή στο άρθρο 187 EA ως πρόσθετη νομική βάση του προσβαλλόμενου κανονισμού δικαιολογείται επίσης δεδομένου ότι οι πυρηνικοί σταθμοί εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού αυτού. Εφόσον το άρθρο 41 EA υποχρεώνει τις επιχειρήσεις να κοινοποιούν τα σχέδιά τους στην Επιτροπή προκειμένου να είναι αυτή σε θέση να αξιολογήσει κάθε σχέδιο χωριστά, το άρθρο 187 EA αποτελεί τη νομική βάση που παρέχει στην Επιτροπή την εξουσία να ζητεί τις πληροφορίες τις οποίες κρίνει απαραίτητες για την εκπλήρωση όλων των αποστολών της. Ωστόσο, οι προβλεπόμενες στα άρθρα 337 ΣΛΕΕ και 187 EA διαδικασίες είναι συμβατές μεταξύ τους και η σώρευση των δύο αυτών διατάξεων δεν θίγει τις αρμοδιότητες του Κοινοβουλίου.

42

Το Συμβούλιο προσθέτει ότι η περισσότερο ή λιγότερο σημαντική συμμετοχή ενός θεσμικού οργάνου στη διαμόρφωση μιας πράξεως δεν μπορεί να καθορίζει την επιλογή μιας νομικής βάσεως, η οποία πρέπει να στηρίζεται αποκλειστικώς στον σκοπό και στο περιεχόμενο της πράξεως αυτής. Η διαδικασία που ακολουθήθηκε προκειμένου να ληφθεί απόφαση για μια δεδομένη πράξη είναι η συνέπεια της επιλεγείσας νομικής βάσεως και όχι το αντίστροφο.

43

Επικουρικώς, στην περίπτωση που το Δικαστήριο αποφασίσει να ακυρώσει τον προσβαλλόμενο κανονισμό, το Συμβούλιο ζητεί να διατηρηθούν τα αποτελέσματά αυτού μέχρι την έκδοση νέας πράξεως.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

44

Κατά πάγια νομολογία, η επιλογή της νομικής βάσεως μιας πράξεως της Ένωσης πρέπει να στηρίζεται σε αντικειμενικά στοιχεία επιδεχόμενα δικαστικό έλεγχο, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται ο σκοπός και το περιεχόμενο της πράξεως αυτής, και όχι στη νομική βάση που έχει επιλεγεί για την έκδοση άλλων πράξεων της Ένωσης, οι οποίες εμφανίζουν, ενδεχομένως, παρόμοια χαρακτηριστικά. Εξάλλου, οσάκις υφίσταται στη Συνθήκη ειδικότερη διάταξη δυνάμενη να αποτελέσει τη νομική βάση συγκεκριμένης πράξεως, η πράξη αυτή πρέπει να βασισθεί επί της διατάξεως αυτής (προπαρατεθείσα απόφαση Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου, σκέψη 34 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

45

Αν από την εξέταση ενός μέτρου αποδεικνύεται ότι αυτό επιδιώκει διττό σκοπό ή ότι απαρτίζεται από δύο συνιστώσες και αν ο ένας από τους σκοπούς αυτούς ή η μία από τις συνιστώσες αυτές μπορεί να χαρακτηρισθεί ως κύρια, ενώ η άλλη είναι απλώς παρακολουθηματική, η πράξη πρέπει να βασισθεί μόνο σε μία νομική βάση, ήτοι εκείνη που απαιτείται από τον κύριο ή επικρατούντα σκοπό ή από την κύρια ή επικρατούσα συνιστώσα (προπαρατεθείσα απόφαση Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου, σκέψη 35 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

46

Όσον αφορά μέτρο το οποίο επιδιώκει συγχρόνως πολλούς σκοπούς ή έχει πολλές συνιστώσες που συνδέονται άρρηκτα μεταξύ τους, χωρίς ο ένας να είναι παρακολουθηματικός σε σχέση με τον άλλο, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι, εφόσον είναι εφαρμοστέες διάφορες διατάξεις της Συνθήκης, ένα τέτοιο μέτρο πρέπει κατ’ εξαίρεση να στηρίζεται στις αντίστοιχες διαφορετικές νομικές βάσεις (προπαρατεθείσα απόφαση Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου, σκέψη 36 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

47

Πάντως, το Δικαστήριο έχει ήδη κρίνει ότι η χρήση διττής νομικής βάσεως αποκλείεται στην περίπτωση που οι διαδικασίες που προβλέπονται για καθεμία από τις νομικές αυτές βάσεις είναι ασυμβίβαστες μεταξύ τους (προπαρατεθείσα απόφαση Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου, σκέψη 37 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

48

Προκειμένου να εκτιμηθεί το βάσιμο της υπό κρίση προσφυγής, πρέπει, επομένως, να εξετασθούν, κατά πρώτο λόγο, ο σκοπός καθώς και το περιεχόμενο του προσβαλλόμενου κανονισμού, προκειμένου να καθορισθεί, κατά δεύτερο λόγο, κατά πόσον ο κανονισμός αυτός στηρίχθηκε έγκυρα, όπως υποστηρίζουν το Συμβούλιο, η Γαλλική Δημοκρατία και η Επιτροπή, στο άρθρο 337 ΣΛΕΕ, αντί του άρθρου 194, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, το οποίο προβάλλεται από το Κοινοβούλιο ως η προσήκουσα νομική βάση, εν συνεχεία δε να εξετασθεί, κατά τρίτο λόγο, κατά πόσον η συμπληρωματική προσφυγή στο άρθρο 187 EA ήταν εξίσου αναγκαία, κάτι που αμφισβητείται επίσης από το Κοινοβούλιο.

Επί του σκοπού του προσβαλλόμενου κανονισμού

49

Η αιτιολογική σκέψη 1 του προσβαλλόμενου κανονισμού αναφέρει ότι σκοπός αυτού είναι να διαθέτει η Επιτροπή ακριβείς πληροφορίες σχετικά με την εξέλιξη των επενδύσεων σε ενεργειακή υποδομή στο εσωτερικό της Ένωσης, προκειμένου να είναι αυτή σε θέση να επιτελέσει τα καθήκοντα που της έχουν ανατεθεί στον τομέα της ενέργειας, λαμβάνοντας κάθε κατάλληλο μέτρο όσον αφορά το μελλοντικό ισοζύγιο μεταξύ προσφοράς και ζήτησης ενέργειας.

50

Οι αιτιολογικές σκέψεις 2 έως 5 και 8 έως 15 του προσβαλλόμενου κανονισμού διευκρινίζουν, συναφώς, ότι ο σκοπός που επιδιώκει ο κανονισμός αυτός είναι, επομένως, να δοθεί στην Επιτροπή η δυνατότητα να καταρτίζει ανάλυση της διαρθρωτικής εξέλιξης και των προοπτικών του συνολικού ενεργειακού συστήματος της Ένωσης, προκειμένου, ιδίως, να διαπιστώνει δυνητικά κενά στις υποδομές και στις επενδύσεις, με σκοπό τη μακρόπνοη εξισορρόπηση της προσφοράς και ζήτησης και, ως εκ τούτου, να διασφαλίσει την εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς και την προώθηση της ολοκληρώσεώς της, να εξασφαλίσει τον ενεργειακό εφοδιασμό της Ένωσης, μεταξύ άλλων, καθιερώνοντας μεγαλύτερη διαφάνεια όσον αφορά τη μελλοντική εξέλιξη του ενεργειακού συστήματος στην Ένωση, καθώς και να προωθήσει την ενεργειακή αποδοτικότητα και την εξοικονόμηση ενέργειας, διασφαλίζοντας, ιδίως, τη μετάβαση σε ενεργειακό σύστημα χαμηλών ανθρακούχων και αναπτύσσοντας νέες τεχνολογίες.

51

Εξάλλου, στην αιτιολογική έκθεση του προσβαλλόμενου κανονισμού, η οποία περιλαμβάνεται στην πρόταση κανονισμού του Συμβουλίου σχετικά με την ανακοίνωση στην Επιτροπή των επενδυτικών σχεδίων σε ενεργειακή υποδομή εντός της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) 736/96 [COM(2009) 361 τελικό], η Επιτροπή υπογραμμίζει, όσον αφορά την αιτιολόγηση και τους σκοπούς της προτάσεώς της, ότι αυτή εντάσσεται στο πλαίσιο της νέας ενεργειακής πολιτικής που αποσκοπεί, μεταξύ άλλων, στη διασφάλιση του εφοδιασμού και στον μετριασμό της αλλαγής του κλίματος.

52

Εκ των ανωτέρω προκύπτει σαφώς ότι, αν, όπως υποστηρίζουν το Συμβούλιο, η Γαλλική Δημοκρατία και η Επιτροπή, αντικείμενο του προσβαλλόμενου κανονισμού είναι πράγματι η συλλογή πληροφοριών, η τελευταία καθιερώνεται από τον κανονισμό αυτό προκειμένου να είναι η Ένωση σε θέση να επιτύχει τους σκοπούς που της έχουν ταχθεί στον τομέα της ενέργειας.

Επί του περιεχομένου του προσβαλλόμενου κανονισμού

53

Καταρχάς διαπιστώνεται ότι, εξεταζόμενες μεμονωμένα, πολλές διατάξεις του προσβαλλόμενου κανονισμού δεν συνδέονται προφανώς, αυτές καθαυτές, με την επίτευξη των σκοπών που τέθηκαν στο πλαίσιο της πολιτικής της Ένωσης στον τομέα της ενέργειας.

54

Τούτο συντρέχει στην περίπτωση του άρθρου 4 του προσβαλλόμενου κανονισμού, το οποίο προσδιορίζει απλώς και μόνον την πηγή των δεδομένων που πρέπει να διαβιβάζονται στην Επιτροπή, ήτοι τις επιχειρήσεις που προτίθενται να εκτελέσουν επενδυτικά σχέδια στην ενεργειακή υποδομή, καθώς και των άρθρων 8 και 9 του κανονισμού αυτού, τα οποία αφορούν, αντιστοίχως, την επεξεργασία των δεδομένων αυτών από την Επιτροπή και την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων. Το ίδίο ισχύει ως προς το άρθρο 7 του εν λόγω κανονισμού, το οποίο αφορά την εκ μέρους της Επιτροπής λήψη μέτρων εφαρμογής του ίδιου κανονισμού. Τέτοιες γενικές διατάξεις μπορούν να ενσωματώνονται σε κάθε πράξη της Ένωσης η οποία προβλέπει σύστημα συλλογής πληροφοριών.

55

Εντούτοις, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το περιεχόμενο άλλων διατάξεων του προσβαλλόμενου κανονισμού συνδέεται στενά με την ενεργειακή πολιτική της Ένωσης.

56

Τουτέστιν, από το άρθρο 1 του προσβαλλόμενου κανονισμού, σε συνδυασμό με τους ορισμούς που δίνονται στο άρθρο 2 του κανονισμού αυτού, προκύπτει ότι αυτός προβλέπει την εφαρμογή ενός κοινού πλαισίου για την ανακοίνωση στην Επιτροπή δεδομένων και πληροφοριών σχετικά με επενδυτικά σχέδια στις υποδομές αναφορικά με όλους πρακτικά του ενεργειακούς τομείς, συμπεριλαμβανομένων της ηλεκτρικής ενέργειας που παράγεται από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και των βιοκαυσίμων, γεγονός που υποδηλώνει ότι σκοπός του εν λόγω κανονισμού είναι να διασφαλισθεί η εύρυθμη λειτουργία της αγοράς ενέργειας, ο ενεργειακός εφοδιασμός της Ένωσης καθώς και η ανάπτυξη νέων ή ανανεώσιμων μορφών ενέργειας.

57

Ομοίως, το άρθρο 3, παράγραφος 1, του προσβαλλόμενου κανονισμού διευκρινίζει ότι τα δεδομένα και οι συναφείς πληροφορίες σχετικά με τα επενδυτικά αυτά σχέδια, εκτός εκείνων που αφορούν διασυνοριακά έργα μεταφοράς, πρέπει να κοινοποιούνται υπό συγκεντρωτική μορφή, γεγονός που υποδηλώνει ότι οι πληροφορίες αυτές προορίζονται για δραστηριότητα προγραμματισμού αποσκοπούσα στη διασφάλιση ενός ισοζυγίου μεταξύ προσφοράς και ζήτησης ενέργειας στην Ένωση. Η ερμηνεία αυτή επιβεβαιώνεται από την παράγραφο 2 του άρθρου αυτού, δεδομένου ότι αυτή, προκειμένου να αποφευχθεί, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 11 του κανονισμού αυτού, κάθε αλληλεπικάλυψη με τα μέτρα σχετικά με την εσωτερική αγορά στον τομέα του φυσικού αερίου και της ηλεκτρικής ενέργειας, εξαιρεί τα κράτη μέλη από την εν λόγω υποχρέωση συλλογής πληροφοριών οσάκις ένα όργανο στο οποίο έχει ανατεθεί, δυνάμει του δικαίου της Ένωσης, η εκπόνηση πολυετούς επενδυτικού προγράμματος έχει ήδη συγκεντρώσει επί τούτου πληροφορίες ισοδύναμες προς εκείνες που απαιτεί ο εν λόγω κανονισμός.

58

Επιπλέον, από το άρθρο 5, παράγραφος 1, του προσβαλλόμενου κανονισμού προκύπτει ότι αυτός επιβάλλει στα κράτη μέλη να παρέχουν ακριβείς και λεπτομερείς πληροφορίες αναφορικά με τα επενδυτικά τους σχέδια στον τομέα της ενέργειας, μεταξύ άλλων, τον όγκο, το είδος και τα κύρια χαρακτηριστικά των προγραμματιζόμενων ή υπό κατασκευή δυναμικοτήτων, το πιθανό έτος ενάρξεως λειτουργίας, το είδος της χρησιμοποιούμενης πηγής ενέργειας και τις εγκαταστάσεις που είναι ικανές να ανταποκρίνονται σε κρίσεις που αφορούν την ασφάλεια του εφοδιασμού. Εξάλλου, η παράγραφος 3 του άρθρου αυτού καλεί τα κράτη μέλη να προσθέτουν στις κοινοποιήσεις τους συναφείς παρατηρήσεις, όπως π.χ. παρατηρήσεις σχετικά με καθυστερήσεις ή εμπόδια κατά την εφαρμογή των επενδυτικών σχεδίων. Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι τέτοιες υποχρεώσεις αποβλέπουν στη διασφάλιση του ενεργειακού εφοδιασμού εντός της Ένωσης.

59

Τέλος και κυρίως, το άρθρο 10, παράγραφος 1, του προσβαλλόμενου κανονισμού προβλέπει ότι η Επιτροπή οφείλει να δημοσιεύει ανά διετία, με βάση τις πληροφορίες που της διαβιβάζονται και, ενδεχομένως, τυχόν άλλες πηγές δεδομένων, μια διακλαδική ανάλυση της διαρθρωτικής εξέλιξης και των προοπτικών του ενεργειακού συστήματος της Ένωσης, η οποία αποβλέπει, μεταξύ άλλων, στη διαπίστωση δυνητικών μελλοντικών χασμάτων μεταξύ προσφοράς και ζήτησης ενέργειας που είναι σημαντικά για την ενεργειακή πολιτική της Ένωσης, καθώς και στη βελτίωση της διαφάνειας για όσους μετέχουν ή ενδέχεται να εισέλθουν στην αγορά. Κατά το άρθρο 6, παράγραφος 2, του κανονισμού αυτού, στο πλαίσιο της αναλύσεως αυτής, η Επιτροπή δύναται να δημοσιεύει δεδομένα και πληροφορίες που διαβιβάσθηκαν υπό συγκεντρωτική μορφή διασφαλίζοντας ότι δεν δημοσιεύεται ούτε μπορεί να συναχθεί οιαδήποτε λεπτομερής πληροφορία που αφορά συγκεκριμένες επιχειρήσεις και εγκαταστάσεις. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει, επίσης, ότι η συλλογή πληροφοριών που καθιερώνει ο εν λόγω κανονισμός σχεδιάστηκε με σκοπό να πραγματοποιηθεί μια δραστηριότητα προγραμματισμού προοριζόμενη να διασφαλίσει τη λειτουργία της αγοράς ενέργειας και τον ενεργειακό εφοδιασμό εντός της Ένωσης.

60

Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι διατάξεις αυτές, οι οποίες εξετάσθηκαν στις σκέψεις 56 έως 59 της παρούσας αποφάσεως, προσδιορίζουν τα ουσιαστικά στοιχεία του προσβαλλόμενου κανονισμού, καθόσον καθορίζουν την έκταση και το ακριβές περιεχόμενο της υποχρεώσεως συλλογής πληροφοριών, ενώ τα άρθρα 4 και 7 έως 9 του κανονισμού αυτού, τα οποία ρυθμίζουν ορισμένες τεχνικές και γενικότερες πτυχές αναφορικά με τη συλλογή αυτή, έχουν περισσότερο παρεπόμενο χαρακτήρα.

61

Υπό τις συνθήκες αυτές, συνάγεται ότι το περιεχόμενο του προσβαλλόμενου κανονισμού καταδεικνύει ότι αυτός αφορά κατ’ ουσίαν την εφαρμογή ενός συστήματος συλλογής πληροφοριών σχετικά με τα επενδυτικά σχέδια σε ενεργειακή υποδομή, το οποίο προορίζεται να δώσει στην Ένωση τη δυνατότητα επιτεύξεως των σκοπών που της έχουν ταχθεί στον τομέα της ενέργειας, κυρίως όσον αφορά τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς ενέργειας, τη διασφάλιση του ενεργειακού εφοδιασμού εντός της Ένωσης και την ανάπτυξη νέων και ανανεώσιμων μορφών ενέργειας.

Επί της επιλογής της προσήκουσας νομικής βάσεως υπό το πρίσμα της Συνθήκης ΛΕΕ

62

Το άρθρο 337 ΣΛΕΕ, το οποίο περιλαμβάνεται στο τιτλοφορούμενο «Γενικές και τελικές διατάξεις» έβδομο μέρος της Συνθήκης ΛΕΕ, προβλέπει ότι «η Επιτροπή δύναται να συλλέγει κάθε πληροφορία και να προβαίνει σε όλους τους αναγκαίους ελέγχους» για «να εκπληρώσει τα καθήκοντα που της έχουν ανατεθεί». Στο πλαίσιο της διατάξεως αυτής, το Συμβούλιο αποφασίζει με απλή πλειοψηφία, χωρίς διαβούλευση με το Κοινοβούλιο, καίτοι, στην προκειμένη περίπτωση, διοργανώθηκε τέτοια διαβούλευση.

63

Όπως έχει ήδη κρίνει το Δικαστήριο, η διάταξη αυτή απονέμει στην Επιτροπή γενική αρμοδιότητα να συλλέγει κάθε πληροφορία η οποία είναι απαραίτητη για την εκπλήρωση των καθηκόντων που της έχουν ανατεθεί από τη Συνθήκη ΛΕΕ, με αποτέλεσμα να μην υποχρεούται το Συμβούλιο να στηρίζει τις πράξεις σχετικά με την εν λόγω δραστηριότητα συλλογής πληροφοριών σε διάφορες διατάξεις της Συνθήκης αυτής οι οποίες αναθέτουν ειδικά καθήκοντα στην Επιτροπή (βλ., συναφώς, προπαρατεθείσα απόφαση Γερμανία κατά Συμβουλίου, σκέψεις 19 και 20).

64

Το άρθρο 337 ΣΛΕΕ συνιστά επομένως τη νομική βάση των πράξεων αναφορικά με την εν γένει δραστηριότητα συλλογής πληροφοριών που ασκεί η Επιτροπή, χωρίς να απαιτείται να είναι η συλλογή αυτή απαραίτητη για την επίτευξη των σκοπών μιας συγκεκριμένης πολιτικής της Ένωσης.

65

Το άρθρο 194 ΣΛΕΕ, το οποίο περιλαμβάνεται στο τιτλοφορούμενο «Οι εσωτερικές πολιτικές και δράσεις της Ένωσης», τρίτο μέρος της Συνθήκης ΛΕΕ και αποτελεί μόνο του τον τιτλοφορούμενο «Ενέργεια» τίτλο XXI, προβλέπει στην παράγραφο 1 ότι, στο πλαίσιο της εγκαθίδρυσης και λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς και λαμβανομένης υπόψη της απαίτησης να προστατευθεί και να βελτιωθεί το περιβάλλον, η πολιτική της Ένωσης στον τομέα της ενέργειας, σε πνεύμα αλληλεγγύης μεταξύ κρατών μελών, έχει ως σκοπό να διασφαλίζει την ομαλή λειτουργία της αγοράς ενέργειας, να διασφαλίζει τον ενεργειακό ανεφοδιασμό της Ένωσης, να προωθεί την ενεργειακή αποδοτικότητα και την εξοικονόμηση ενέργειας και την ανάπτυξη νέων και ανανεώσιμων μορφών ενέργειας και να προωθεί τη διασύνδεση των ενεργειακών δικτύων. Κατά το άρθρο 194, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, «[μ]ε την επιφύλαξη των λοιπών διατάξεων των Συνθηκών», το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο θεσπίζουν τα μέτρα που απαιτούνται για την επίτευξη των σκοπών αυτών, αποφασίζοντας με την προβλεπόμενη στο άρθρο 294 ΣΛΕΕ συνήθη νομοθετική διαδικασία, στο πλαίσιο της οποίας το Κοινοβούλιο συμμετέχει πλήρως στη διαδικασία.

66

Το άρθρο 194 ΣΛΕΕ, το οποίο θεσπίσθηκε με τη Συνθήκη της Λισσαβώνας, εισήγαγε επομένως στη Συνθήκη ΛΕΕ μια ρητή νομική βάση για την πολιτική της Ένωσης στον τομέα της ενέργειας. Όπως προκύπτει από το γράμμα του, ιδίως εκείνο της παραγράφου 2, η διάταξη αυτή συνιστά τη νομική βάση των πράξεων της Ένωσης που «απαιτούνται» για την επίτευξη των σκοπών που θέτει για την πολιτική αυτή η παράγραφος 1 της εν λόγω διατάξεως.

67

Μια τέτοια διάταξη συνιστά τη νομική βάση που προορίζεται να εφαρμόζεται στο σύνολο των πράξεων που θεσπίζει η Ένωση στον τομέα της ενέργειας, οι οποίες καθιστούν δυνατή την επίτευξη των σκοπών αυτών, υπό την επιφύλαξη, όπως μπορεί να συναχθεί από τη φράση «[μ]ε την επιφύλαξη των λοιπών διατάξεων των Συνθηκών» στην αρχή της παραγράφου 2 του άρθρου 194 ΣΛΕΕ, των ειδικότερων διατάξεων που προβλέπονται από τη Συνθήκη ΛΕΕ σχετικά με την ενέργεια. Όπως επισήμανε το Συμβούλιο, πρόκειται, μεταξύ άλλων, για τα άρθρα 122 ΣΛΕΕ ή 170 ΣΛΕΕ αναφορικά, αντιστοίχως, με την εμφάνιση σοβαρών δυσκολιών στον εφοδιασμό ενεργειακών προϊόντων και τα διευρωπαϊκά δίκτυα, καθώς και τις αρμοδιότητες που έχει η Ένωση δυνάμει άλλων διατάξεων της Συνθήκης αυτής, ακόμα και αν τα επίμαχα μέτρα επιδιώκουν επίσης έναν εκ των σκοπών της πολιτικής ενέργειας που μνημονεύονται στην παράγραφο 1 του άρθρου αυτού.

68

Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι, προκειμένου να καθορισθεί κατά πόσον η νομική βάση πράξεως της Ένωσης έχουσας ως αντικείμενο, όπως στην υπό κρίση υπόθεση, τη συλλογή πληροφοριών στον τομέα της ενέργειας πρέπει να αποτελέσει το άρθρο 337 ΣΛΕΕ ή το άρθρο 194, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, πρέπει να εξετάζεται κατά πόσον η πράξη αυτή, λαμβανομένων υπόψη του σκοπού και του περιεχομένου της, μπορεί να θεωρηθεί απαραίτητη για την επίτευξη των σκοπών που έχουν τεθεί ειδικώς για την πολιτική της Ένωσης στον τομέα της ενέργειας από την παράγραφο 1 του τελευταίου αυτού άρθρου. Εάν συντρέχει η περίπτωση αυτή, δεδομένου ότι η συλλογή πληροφοριών μπορεί να εξομοιωθεί προς μια συνιστώσα της πολιτικής αυτής, η πράξη της Ένωσης που την καθιερώνει πρέπει να βασισθεί στο άρθρο 194, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ. Μια πράξη της Ένωσης δεν μπορεί επομένως να εμπίπτει στο άρθρο 337 ΣΛΕΕ για τον λόγο και μόνον ότι καθιερώνει σύστημα συλλογής πληροφοριών (βλ., κατ’ αναλογία, προπαρατεθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Συμβουλίου, σκέψη 22).

69

Εν προκειμένω, από τις σκέψεις 49 και 61 της παρούσας αποφάσεως προκύπτει ότι ο σκοπός και το περιεχόμενο του προσβαλλόμενου κανονισμού συνδέονται στενά με τους σκοπούς που επιδιώκει η πολιτική της Ένωσης στον τομέα της ενέργειας, οι οποίοι μνημονεύονται ειδικότερα στο άρθρο 194, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

70

Αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζουν το Συμβούλιο, η Γαλλική Δημοκρατία και η Επιτροπή, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός δεν έχει συναφώς παρά έμμεσο και δευτερεύοντα μόνον αντίκτυπο στην ενεργειακή πολιτική της Ένωσης και ότι δεν αποτελεί παρά μόνον το «πλαίσιο» αυτής, επειδή η επίτευξη των σκοπών της ενεργειακής αυτής πολιτικής απαιτεί την εφαρμογή σημαντικότερων μέτρων από την απλή συλλογή πληροφοριών.

71

Πράγματι, το σύστημα συλλογής πληροφοριών που εγκαθιδρύει ο προσβαλλόμενος κανονισμός δεν αφορά πληροφορίες γενικού χαρακτήρα, αλλά συγκεκριμένα δεδομένα και πληροφορίες σχετικά με τις ενεργειακές υποδομές της Ένωσης, προκειμένου να δοθεί στην Επιτροπή η δυνατότητα να διαπιστώνει ενδεχόμενα χάσματα μεταξύ προσφοράς και ζήτησης σε ενεργειακά προϊόντα στην Ένωση.

72

Επομένως, η συλλογή των πληροφοριών αυτών είναι προφανώς προαπαιτούμενο της λήψεως εκ μέρους της Ένωσης κάθε λυσιτελούς μέτρου που προορίζεται να διασφαλίσει την εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς ενέργειας, τον εφοδιασμό σε ενεργειακά προϊόντα, την προώθηση της ενεργειακής αποδοτικότητας, καθώς και την ανάπτυξη νέων ή ανανεώσιμων μορφών ενέργειας.

73

Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι η συλλογή πληροφοριών που εγκαθιδρύει ο προσβαλλόμενος κανονισμός δικαιολογείται μόνον από τον σκοπό που συνίσταται στην εκπλήρωση ορισμένων εκ των ειδικών καθηκόντων που ανατίθενται στην Ένωση από το άρθρο 194, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, σε σχέση με την πολιτική της ενέργειας (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 26ης Ιανουαρίου 2006, C-533/03, Επιτροπή κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2006, σ. I-1025, σκέψη 52).

74

Υπό τις συνθήκες αυτές, η συλλογή πληροφοριών που εγκαθιδρύει ο προσβαλλόμενος κανονισμός μπορεί να θεωρηθεί ότι συμβάλλει άμεσα στην επίτευξη των σκοπών τους οποίους επιδιώκει η πολιτική της Ένωσης στον τομέα της ενέργειας, όπως αυτοί καθορίζονται στο άρθρο 194, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, και, συνεπώς, ότι συνιστά, όπως εξάλλου αναφέρει η αιτιολογική σκέψη 8 του κανονισμού αυτού, «απαραίτητο» εργαλείο για την επίτευξη των σκοπών αυτών υπό την έννοια της παραγράφου 2 του προαναφερθέντος άρθρου.

75

Ως προς τούτο, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζουν το Συμβούλιο και η Επιτροπή, δεν ασκεί επιρροή το γεγονός ότι οι πληροφορίες που συλλέγονται δυνάμει του προσβαλλόμενου κανονισμού ενδέχεται να χρησιμοποιηθούν, κατά το άρθρο 10, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού αυτού, για διαφορετικούς σκοπούς από την πολιτική της ενέργειας. Πράγματι, ακόμα και αν η Επιτροπή έχει τη δυνατότητα να χρησιμοποιεί τις πληροφορίες που συλλέγονται δυνάμει του εν λόγω κανονισμού για διαφορετικούς σκοπούς από την πολιτική της ενέργειας όπως αυτή καθορίζεται στο άρθρο 194, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, εντούτοις, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 49 έως 61 της παρούσας αποφάσεως, ο σκοπός και το περιεχόμενο του ίδιου αυτού κανονισμού εμπίπτουν στην εν λόγω πολιτική.

76

Ομοίως, δεν μπορεί να γίνει δεκτή η διάκριση που επιχειρούν το Συμβούλιο και η Γαλλική Δημοκρατία μεταξύ του άμεσου σκοπού του προσβαλλόμενου κανονισμού, που συνίσταται στη συλλογή πληροφοριών, και του επακόλουθου σκοπού, ο οποίος θα μπορούσε να επιδιωχθεί χάρη στις πληροφορίες που συγκεντρώνει κατ’ αυτόν τον τρόπο η Επιτροπή. Συγκεκριμένα, όπως επαρκώς προκύπτει κατά νόμον από την προηγηθείσα εξέταση, η συλλογή πληροφοριών που καθιερώνει ο κανονισμός αυτός αποβλέπει επακριβώς στο να δοθεί στην Επιτροπή η δυνατότητα να επιτύχει τους ειδικούς σκοπούς της πολιτικής της Ένωσης στον τομέα της ενέργειας, οι οποίοι ορίζονται στο άρθρο 194, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Εξ αυτού συνάγεται ότι, στο πλαίσιο του εν λόγω κανονισμού, η συλλογή αυτή και ο σκοπός που επιδιώκεται με αυτή συνδέονται εγγενώς και αρρήκτως.

77

Εξάλλου, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζουν το Συμβούλιο, η Γαλλική Δημοκρατία και η Επιτροπή, ουδόλως προκύπτει από την προηγηθείσα ανάλυση ότι το άρθρο 337 ΣΛΕΕ παύει, σε κάθε περίπτωση, να αποτελεί την έγκυρη νομική βάση για τις πράξεις της Ένωσης οι οποίες έχουν ως αντικείμενο την εφαρμογή ενός συστήματος συλλογής πληροφοριών στο πλαίσιο μιας τομεακής πολιτικής της Ένωσης, καθιστώντας επομένως άνευ περιεχομένου τη διάταξη αυτή. Πράγματι, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 65 έως 68 της παρούσας αποφάσεως, η προσφυγή στην εν λόγω διάταξη θα επιβαλλόταν, μεταξύ άλλων, εάν ο προσβαλλόμενος κανονισμός δεν μπορούσε να θεωρηθεί απαραίτητος για την επίτευξη των σκοπών που ορίζονται ειδικότερα στο άρθρο 194, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ όσον αφορά την πολιτική της Ένωσης στον τομέα της ενέργειας.

78

Τέλος, το Συμβούλιο και η Επιτροπή δεν μπορούν επιπλέον, προς δικαιολόγηση της ερμηνείας τους του άρθρου 337 ΣΛΕΕ, να επιχειρηματολογούν με βάση το άρθρο 338 ΣΛΕΕ, το οποίο αφορά τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν για την εκπόνηση στατιστικών. Πράγματι, καίτοι η διάταξη αυτή περιλαμβάνεται, όπως και το άρθρο 337 ΣΛΕΕ, στο τιτλοφορούμενο «Γενικές και τελικές διατάξεις» έβδομο μέρος της Συνθήκης ΛΕΕ, όχι μόνο δεν συνιστά τη νομική βάση του προσβαλλόμενου κανονισμού, αλλά, επιπροσθέτως, δεν είναι δυνατόν να ασκεί επιρροή στην εξέταση του βάσιμου της υπό κρίση προσφυγής. Ανεξαρτήτως του περιεχομένου του άρθρου 338 ΣΛΕΕ, τούτο δεν μπορεί να θέτει υπό αμφισβήτηση εκείνο των άρθρων 337 ΣΛΕΕ και 194 ΣΛΕΕ, όπως αυτό προκύπτει από το αντίστοιχο γράμμα τους.

79

Κατά συνέπεια, συνάγεται ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός δεν εμπίπτει στο άρθρο 337 ΣΛΕΕ, αλλά στο άρθρο 194 ΣΛΕΕ, δεδομένου ότι συνιστά απαραίτητο μέσο για την επίτευξη των σκοπών που καθορίζονται στην παράγραφο 1 της τελευταίας αυτής διατάξεως. Ως εκ τούτου, ο εν λόγω κανονισμός έπρεπε να είχε εκδοθεί βάσει του άρθρου 194, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ.

Επί της συμπληρωματικής προσφυγής στο άρθρο 187 EA ως νομική βάση του προσβαλλόμενου κανονισμού

80

Το άρθρο 187 EA, το οποίο περιλαμβάνεται στον τιτλοφορούμενο «Γενικές διατάξεις» τίτλο V της Συνθήκης ΕΚΑΕ, προβλέπει ότι η Επιτροπή μπορεί να συλλέγει κάθε πληροφορία και να προβαίνει στους αναγκαίους ελέγχους για την εκπλήρωση των καθηκόντων που της έχουν ανατεθεί από τη Συνθήκη αυτή. Στο πλαίσιο της διατάξεως αυτής, το Συμβούλιο αποφασίζει, δυνάμει των άρθρων 106α, παράγραφος 1, EA, και 16, παράγραφος 3, ΣΕΕ, με ειδική πλειοψηφία χωρίς οιαδήποτε διαβούλευση με το Κοινοβούλιο, καίτοι, εν προκειμένω, διοργανώθηκε τέτοια διαβούλευση.

81

Λαμβανόμενου υπόψη του παρεμφερούς γράμματος των άρθρων 337 ΣΛΕΕ και 187 EA όσον αφορά το υλικό πεδίο εφαρμογής τους, η τελευταία αυτή διάταξη πρέπει να θεωρηθεί, για τους λόγους που εξετέθησαν στις σκέψεις 62 έως 64 της παρούσας αποφάσεως, ως μια γενική νομική βάση που αφορά τη γενική δραστηριότητα της συλλογής πληροφοριών που ασκεί η Επιτροπή για την εκπλήρωση της αποστολής που της έχει ανατεθεί από τη Συνθήκη ΕΚΑΕ.

82

Εν προκειμένω, όμως, καίτοι είναι αληθές ότι, όπως προκύπτει από το άρθρο 1, παράγραφος 1, του προσβαλλόμενου κανονισμού, σε συνδυασμό με το σημείο 3.1 του παραρτήματος αυτού, ο κανονισμός αυτός αφορά επίσης την ανακοίνωση στην Επιτροπή των επενδυτικών σχεδίων σχετικά με ορισμένες πυρηνικές υποδομές, εντούτοις, για τους λόγους που εξετέθησαν στις σκέψεις 49 έως 61 της παρούσας αποφάσεως, ο εν λόγω κανονισμός, λαμβανομένων υπόψη του σκοπού και του περιεχομένου του, δεν αφορά την εφαρμογή της πολιτικής της Ένωσης στον ειδικό τομέα της πυρηνικής ενέργειας, όπως αυτή καθορίζεται από τη Συνθήκη ΕΚΑΕ, αλλά την πολιτική της Ένωσης στο τομέα της ενέργειας εν γένει.

83

Οι πληροφορίες σχετικά με πυρηνικές υποδομές δεν συνιστούν, επομένως, παρά μια μόνο συνιστώσα όλων των σχετικών πληροφοριών αναφορικά με το ενεργειακό σύστημα της Ένωσης στο σύνολό του, τις οποίες πρέπει να διαθέτει η Επιτροπή προκειμένου, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 8 του προσβαλλόμενου κανονισμού, να είναι σε θέση να πραγματοποιεί σφαιρική εκτίμηση της προσφοράς και ζήτησης ενέργειας με σκοπό, μεταξύ άλλων, να διασφαλίσει τον ενεργειακό εφοδιασμό της Ένωσης.

84

Ως προς τούτο, πρέπει εξάλλου να επισημανθεί ότι δεν αμφισβητείται ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός, όπως προκύπτει από την αιτιολογική του σκέψη 7, δεν εξυπηρετεί τον σκοπό προωθήσεως ή συντονισμού των επενδύσεων στον πυρηνικό τομέα που προβλέπεται στα άρθρα 40 EA έως 44 EA, τα οποία αφορούν ειδικότερα την κοινοποίηση από τις επιχειρήσεις του πυρηνικού τομέα κάθε μεμονωμένου επενδυτικού σχεδίου στον τομέα αυτό αναφορικά με νέες εγκαταστάσεις, καθώς και κάθε αντικαταστάσεως ή κάθε μετατροπής ορισμένης σημασίας. Ο προσβαλλόμενος κανονισμός αφορά, αντιθέτως, την ανακοίνωση από όλα τα κράτη μέλη συγκεντρωτικών δεδομένων και πληροφοριών σχετικά με κάθε επενδυτικό σχέδιο σε ενεργειακή υποδομή.

85

Ως εκ τούτου, ο προσβαλλόμενος κανονισμός δεν εμπίπτει στο άρθρο 187 EA.

86

Κατά συνέπεια, συνάγεται ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός, στον βαθμό που βασίζεται στο άρθρο 187 EA, στηρίχθηκε επί εσφαλμένης νομικής βάσεως και έπρεπε να είχε στηριχθεί μόνο στο άρθρο 194, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ.

87

Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προηγούμενων σκέψεων, ο προσβαλλόμενος κανονισμός πρέπει να ακυρωθεί καθόσον στηρίζεται στα άρθρα 337 ΣΛΕΕ και 187 EA.

Επί του αιτήματος περί διατηρήσεως σε ισχύ των αποτελεσμάτων του προσβαλλόμενου κανονισμού

88

Το Κοινοβούλιο, υποστηριζόμενο ως προς το αίτημα αυτό από το Συμβούλιο, ζητεί από το Δικαστήριο, σε περίπτωση ακυρώσεως του προσβαλλόμενου κανονισμού, να διατηρήσει σε ισχύ τα αποτελέσματά του μέχρι την έκδοση νέου κανονισμού.

89

Συναφώς υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 264, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, το Δικαστήριο μπορεί, εφόσον το κρίνει αναγκαίο, να προσδιορίσει τα αποτελέσματα του ακυρωθέντος κανονισμού που θεωρούνται ότι διατηρούν την ισχύ τους.

90

Εν προκειμένω επισημαίνεται ότι, κατά το άρθρο 13 του προσβαλλόμενου κανονισμού, τούτος τέθηκε σε ισχύ την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία πραγματοποιήθηκε στις 15 Ιουλίου 2010.

91

Πρέπει να γίνει δεκτό ότι η ακύρωση του προσβαλλόμενου κανονισμού, χωρίς διατήρηση σε ισχύ των αποτελεσμάτων του, ενδέχεται να έχει αρνητικές συνέπειες στην εφαρμογή της πολιτικής της Ένωσης στον τομέα της ενέργειας, δεδομένου ότι ο κανονισμός αυτός, καθόσον διασφαλίζει τη συλλογή των πληροφοριών που είναι απαραίτητες για την επίτευξη των σκοπών της πολιτικής αυτής, συνιστά προαπαιτούμενο της λήψεως εκ μέρους των θεσμικών οργάνων της Ένωσης κάθε λυσιτελούς προς τούτο μέτρου. Ωστόσο, παρότι το Κοινοβούλιο ζητεί την ακύρωση του εν λόγω κανονισμού επειδή στηρίχθηκε σε εσφαλμένη νομική βάση, δεν αμφισβητεί ούτε τον σκοπό ούτε το περιεχόμενό του.

92

Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να γίνει δεκτό ότι συντρέχουν σημαντικοί λόγοι ασφαλείας δικαίου που δικαιολογούν την εκ μέρους του Δικαστηρίου αποδοχή του αιτήματος των διαδίκων να διατηρηθούν σε ισχύ τα αποτελέσματα του προσβαλλόμενου κανονισμού.

93

Συνεπώς, πρέπει να διατηρηθούν σε ισχύ τα αποτελέσματα του κανονισμού αυτού μέχρι την έναρξη ισχύος, εντός ευλόγου προθεσμίας, ενός νέου κανονισμού που θα στηρίζεται στην προσήκουσα νομική βάση, ήτοι στο άρθρο 194, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ.

Επί των δικαστικών εξόδων

94

Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι το Συμβούλιο ηττήθηκε, πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα, όπως ζήτησε το Κοινοβούλιο. Η Γαλλική Δημοκρατία και η Επιτροπή, που παρενέβησαν υπέρ του Συμβουλίου, φέρουν, σύμφωνα με το άρθρο 69, παράγραφος 4, πρώτο εδάφιο, του ίδιου Κανονισμού, τα δικαστικά τους έξοδα.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) αποφασίζει:

 

1)

Ακυρώνει τον κανονισμό (ΕΕ, Ευρατόμ) 617/2010 του Συμβουλίου, της 24ης Ιουνίου 2010, σχετικά με την κοινοποίηση στην Επιτροπή των επενδυτικών σχεδίων σε ενεργειακή υποδομή εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) 736/9.

 

2)

Διατηρεί σε ισχύ τα αποτελέσματα του κανονισμού 617/2010 μέχρις ότου τεθεί σε ισχύ, εντός εύλογης προθεσμίας από την ημερομηνία εκδόσεως της παρούσας αποφάσεως, νέος κανονισμός, στηριζόμενος επί της προσήκουσας νομικής βάσεως, ήτοι του άρθρου 194, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ.

 

3)

Καταδικάζει το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως στα δικαστικά έξοδα, εκτός εκείνων της Γαλλικής Δημοκρατίας και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

 

4)

Η Γαλλική Δημοκρατία και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.