Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Διατακτικό

Διάδικοι

Στην υπόθεση C-440/05,

με αντικείμενο προσφυγή ακυρώσεως δυνάμει του άρθρου 35, παράγραφος 6, ΕΕ, που ασκήθηκε στις 8 Δεκεμβρίου 2005,

Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους W. Bogensberger και R. Troosters, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

προσφεύγουσα,

υποστηριζόμενη από:

το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, εκπροσωπούμενο από τους M. Gómez-Leal, J. Rodrigues και A. Auersperger Matić, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

παρεμβαίνον,

κατά

Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, εκπροσωπούμενου από τους J.-C. Piris και J. Schutte, καθώς και την K. Michoel,

καθού,

υποστηριζόμενου από:

το Βασίλειο του Βελγίου, εκπροσωπούμενο από τον M. Wimmer,

την Τσεχική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από τον T. Boček,

το Βασίλειο της Δανίας, εκπροσωπούμενο από τον J. Molde,

τη Δημοκρατία της Εσθονίας, εκπροσωπούμενη από τον L. Uibo,

την Ελληνική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από τις Σ. Χαλά και Α. Σαμώνη-Ράντου, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

τη Γαλλική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από την E. Belliard, τον G. de Bergues και τη S. Gasri,

την Ιρλανδία, εκπροσωπούμενη από τους D. O’ Hagan και E. Fitzsimons, καθώς και τη N. Hyland, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

τη Δημοκρατία της Λεττονίας, εκπροσωπούμενη από την E. Balode-Buraka και τον E. Broks,

τη Δημοκρατία της Λιθουανίας, εκπροσωπούμενη από τον D. Kriaučiūnas,

τη Δημοκρατία της Ουγγαρίας, εκπροσωπούμενη από τον P. Gottfried,

τη Δημοκρατία της Μάλτας, εκπροσωπούμενη από τον S. Camilleri, επικουρούμενο από τον P. Grech, Deputy Attorney General,

το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, εκπροσωπούμενο από τον H. G. Sevenster και τη M. de Grave,

τη Δημοκρατία της Αυστρίας, εκπροσωπούμενη από την C. Pesendorfer, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

τη Δημοκρατία της Πολωνίας, εκπροσωπούμενη από την E. Ośniecka-Tamecka,

την Πορτογαλική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από τον L. Fernandes και τη M. L. Duarte,

τη Σλοβακική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από τον R. Procházka,

τη Δημοκρατία της Φινλανδίας, εκπροσωπούμενη από την E. Bygglin, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

το Βασίλειο της Σουηδίας, εκπροσωπούμενο από την K. Wistrand, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

το Ηνωμένο Βασίλειο Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας, εκπροσωπούμενο από τις E. O’ Neill και D. J. Rhee, καθώς από τον D. Anderson, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

παρεμβαίνοντες,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τμήμα μείζονος συνθέσεως),

συγκείμενο από τους Β. Σκουρή, Πρόεδρο, P. Jann, C. W. A. Timmermans, A. Rosas, K. Lenaerts και A. Tizzano, προέδρους τμήματος, R. Schintgen (εισηγητή), J. N. Cunha Rodrigues, M. Ilešič, J. Malenovský, T. von Danwitz, A. Arabadjiev και C. Toader, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: J. Mazák

γραμματέας: R. Grass

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 28 Ιουνίου 2007,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Σκεπτικό της απόφασης

1. Με την προσφυγή της η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ζητεί από το Δικαστήριο να ακυρώσει την απόφαση-πλαίσιο 2005/667/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 12ης Ιουλίου 2005, για την ενίσχυση του ποινικού πλαισίου καταστολής της ρύπανσης από πλοία (ΕΕ L 255, σ. 164).

Το νομικό πλαίσιο και το ιστορικό της διαφοράς

2. Στις 12 Ιουλίου 2005 το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως εξέδωσε, με πρωτοβουλία της Επιτροπής, την απόφαση-πλαίσιο 2005/667.

3. Στηριζόμενη στον τίτλο VI της Συνθήκης ΕΕ και ιδίως στα άρθρα 31, παράγραφος 1, στοιχείο ε΄, ΕΕ και 34, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, ΕΕ, η απόφαση-πλαίσιο 2005/667 αποτελεί, όπως προκύπτει από τις πέντε πρώτες αιτιολογικές σκέψεις της, την πράξη με την οποία η Ευρωπαϊκή Ένωση επιχείρησε να εναρμονίσει τις ποινικές νομοθεσίες των κρατών μελών, υποχρεώνοντάς τα να προβλέψουν κοινές ποινικές κυρώσεις με σκοπό την καταπολέμηση της ρυπάνσεως που προκαλείται από τα πλοία, εκ προθέσεως ή λόγω βαριάς αμέλειας.

4. Η ως άνω απόφαση-πλαίσιο συμπληρώνει την οδηγία 2005/35/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Σεπτεμβρίου 2005, σχετικά με τη ρύπανση από τα πλοία και τη θέσπιση κυρώσεων για παραβάσεις (ΕΕ L 255, σ. 11), με σκοπό την ενίσχυση της θαλάσσιας ασφάλειας με την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών.

5. Η εν λόγω απόφαση-πλαίσιο προβλέπει την εκ μέρους των κρατών μελών λήψη ορισμένων μέτρων σε σχέση με το ποινικό δίκαιο προκειμένου να επιτευχθεί ο σκοπός τον οποίο επιδιώκει η οδηγία 2005/35, δηλαδή η εξασφάλιση υψηλού επιπέδου ασφάλειας και προστασίας του περιβάλλοντος στις θαλάσσιες μεταφορές.

6. Δυνάμει του άρθρου 1 της αποφάσεως-πλαισίου 2005/667:

«Για τους σκοπούς της παρούσας απόφασης-πλαισίου ισχύουν οι ορισμοί που προβλέπονται από το άρθρο 2 της οδηγίας 2005/35/ΕΚ.»

7. Το άρθρο 2 της ως άνω αποφάσεως-πλαισίου προβλέπει τα εξής:

«1. Με την επιφύλαξη του άρθρου 4 της παρούσας απόφασης-πλαισίου, κάθε κράτος μέλος λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα για να διασφαλίζει ότι παραβάσεις κατά την έννοια των άρθρων 4 και 5 της οδηγίας 2005/35/ΕΚ θεωρούνται ποινικά αδικήματα.

2. Η παράγραφος 1 δεν εφαρμόζεται για τα μέλη του πληρώματος, στις περιπτώσεις παραβάσεων οι οποίες σημειώνονται σε στενά που χρησιμοποιούνται για την διεθνή ναυσιπλοΐα, σε αποκλειστικές οικονομικές ζώνες και στην ανοικτή θάλασσα, όταν πληρούνται οι όροι που εκτίθενται στο παράρτημα Ι, κανονισμός 11, στοιχείο β΄, ή στο παράρτημα ΙΙ, κανονισμός 6, στοιχείο β΄, της σύμβασης [Marpol] 73/78.»

8. Το άρθρο 3 της εν λόγω αποφάσεως-πλαισίου ορίζει τα ακόλουθα:

«Κάθε κράτος μέλος, σύμφωνα με τις διατάξεις του εθνικού δικαίου, λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα ώστε να διασφαλίζει ότι τιμωρούνται η συνέργεια και η ηθική αυτουργία σε αδίκημα προβλεπόμενο από το άρθρο 2.»

9. Το άρθρο 4 της αποφάσεως-πλαισίου 2005/667 έχει ως ακολούθως:

«1. Κάθε κράτος μέλος λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα ώστε να διασφαλίζει ότι τα αδικήματα που προβλέπονται από τα άρθρα 2 και 3 τιμωρούνται με αποτελεσματικές, [σύμφωνες με την αρχή της αναλογικότητας] και αποτρεπτικές ποινικές κυρώσεις οι οποίες περιλαμβάνουν, για τις σοβαρές τουλάχιστον περιπτώσεις, μέγιστες ποινές στερητικές της ελευθερίας τουλάχιστον ενός έως τριών ετών.

2. Για τις ήσσονος βαρύτητας περιπτώσεις, όταν το αδίκημα που διαπράχθηκε δεν προκαλεί επιδείνωση της ποιότητας των υδάτων, ένα κράτος μέλος μπορεί να προβλέπει κυρώσεις διαφορετικού είδους από αυτές που ορίζει η παράγραφος 1.

3. Παράλληλα με τις ποινικές κυρώσεις της παραγράφου 1 είναι δυνατόν να επιβάλλονται και άλλες κυρώσεις ή μέτρα, ιδίως χρηματικές ποινές ή διοικητικά πρόστιμα ή αφαίρεση του δικαιώματος φυσικού προσώπου να ασκεί δραστηριότητα η οποία προϋποθέτει την κατοχή επίσημης αδείας ή έγκρισης ή να ιδρύει, να διαχειρίζεται ή να διοικεί εταιρεία ή ίδρυμα, εάν από τα πραγματικά περιστατικά που οδήγησαν στην καταδίκη του φυσικού προσώπου προκύπτει σαφώς ότι υφίσταται ο κίνδυνος ο δράστης να τελέσει και πάλι αξιόποινη πράξη του ιδίου είδους.

4. Κάθε κράτος μέλος λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα ώστε να εξασφαλίζει ότι τα εκ προθέσεως τελούμενα αδικήματα που αναφέρει το άρθρο 2 τιμωρούνται με μέγιστη ποινή στερητική της ελευθερίας τουλάχιστον πέντε έως δέκα ετών εφόσον τα αδικήματα προκάλεσαν σημαντική και εκτεταμένη ζημία στην ποιότητα των υδάτων, σε ζωικά ή φυτικά είδη ή τμήματα αυτών, και τον θάνατο ή βαριά σωματική βλάβη προσώπων.

5. Κάθε κράτος μέλος λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα ώστε να εξασφαλίζει ότι τα εκ προθέσεως τελούμενα αδικήματα που αναφέρει το άρθρο 2 τιμωρούνται με μέγιστη ποινή στερητική της ελευθερίας τουλάχιστον δύο έως πέντε ετών όταν:

α) έχουν προκαλέσει σοβαρή και εκτεταμένη ζημία στην ποιότητα των υδάτων, σε ζωικά ή φυτικά είδη ή τμήματα αυτών, ή

β) έχουν τελεσθεί στο πλαίσιο εγκληματικής οργάνωσης κατά την έννοια της κοινής δράσης 98/733/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 21 Δεκεμβρίου 1998, σχετικά με το αξιόποινο της συμμετοχής σε εγκληματική οργάνωση στα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης [ΕΕ L 351, σ. 1], ανεξάρτητα από το επίπεδο των κυρώσεων που αναφέρει η εν λόγω κοινή δράση.

6. Κάθε κράτος μέλος λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα για να διασφαλίζει ότι τα αδικήματα που αναφέρει το άρθρο 2, όταν διαπράττονται εκ βαριάς αμέλειας, τιμωρούνται με μέγιστη ποινή στερητική της ελευθερίας τουλάχιστον δύο έως πέντε ετών εφόσον έχουν προκαλέσει σημαντική και εκτεταμένη ζημία στην ποιότητα των υδάτων, σε ζωικά ή φυτικά είδη ή τμήματα αυτών και το θάνατο ή βαριά σωματική βλάβη προσώπων.

7. Κάθε κράτος μέλος λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα ώστε να εξασφαλίζει ότι τα αδικήματα που αναφέρει το άρθρο 2, όταν διαπράττονται εκ βαριάς αμέλειας, τιμωρούνται με μέγιστη ποινή στερητική της ελευθερίας τουλάχιστον ενός έως τριών ετών όταν έχουν προκαλέσει σοβαρή και εκτεταμένη ζημία στην ποιότητα των υδάτων, σε ζωικά ή φυτικά είδη ή τμήματα αυτών.

8. Όσον αφορά στερητική της ελευθερίας ποινή, το παρόν άρθρο ισχύει με την επιφύλαξη του διεθνούς δικαίου, και ιδίως του άρθρου 230 της σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για το δίκαιο της θάλασσας του 1982.»

10. Δυνάμει του άρθρου 5 της αποφάσεως-πλαισίου 2005/667:

«1. Κάθε κράτος μέλος λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα ώστε να εξασφαλίζει ότι τα νομικά πρόσωπα είναι δυνατόν να υπέχουν αστική ευθύνη για τα αδικήματα των άρθρων 2 και 3, τα οποία έχουν τελεσθεί προς όφελός τους από κάθε πρόσωπο το οποίο ενεργεί είτε ατομικά είτε ως μέλος οργάνου του νομικού προσώπου και το οποίο κατέχει ιθύνουσα θέση εντός του νομικού προσώπου, με βάση:

α) εξουσία αντιπροσώπευσης του νομικού προσώπου ή

β εξουσία λήψης αποφάσεων για λογαριασμό του νομικού προσώπου ή

γ) εξουσία άσκησης ελέγχου εντός του νομικού προσώπου.

2. Πέραν των περιπτώσεων που προβλέπονται από την παράγραφο 1, κάθε κράτος μέλος λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα ώστε να εξασφαλίζει ότι ένα νομικό πρόσωπο μπορεί να θεωρηθεί αστικώς υπεύθυνο όταν η έλλειψη εποπτείας ή ελέγχου εκ μέρους ενός των προσώπων που αναφέρει η παράγραφος 1 κατέστησε δυνατή την τέλεση των αδικημάτων που αναφέρει το άρθρο 2, προς όφελος του εν λόγω νομικού προσώπου, από πρόσωπο που ενεργεί υπό την εξουσία του.

3. Η δυνάμει των παραγράφων 1 και 2 ευθύνη νομικού προσώπου δεν αποκλείει την ποινική δίωξη κατά φυσικών προσώπων που συμμετέχουν ως αυτουργοί, ηθικοί αυτουργοί ή συνεργοί στα αδικήματα που αναφέρονται από τα άρθρα 2 και 3.»

11. Το άρθρο 6 της αποφάσεως-πλαισίου 2005/667 ορίζει τα ακόλουθα:

«1. Κάθε κράτος μέλος λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα ώστε να εξασφαλίζει ότι στο νομικό πρόσωπο που κρίνεται υπεύθυνο σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 1 επιβάλλονται κυρώσεις αποτελεσματικές, [σύμφωνες με την αρχή της αναλογικότητας] και αποτρεπτικές. Στις κυρώσεις:

α) περιλαμβάνονται χρηματικές ποινές ή διοικητικά πρόστιμα τα οποία, τουλάχιστον στις περιπτώσεις κατά τις οποίες το νομικό πρόσωπο θεωρείται υπεύθυνο για αδικήματα αναφερόμενα στο άρθρο 2, είναι:

i) μεγίστου ύψους τουλάχιστον μεταξύ 150 000 και 300 000 [ευρώ]·

ii) μεγίστου ύψους τουλάχιστον μεταξύ 750 000 και 1 500 000 [ευρώ], στις σοβαρότερες περιπτώσεις, περιλαμβανομένων τουλάχιστον εκείνων που εμπίπτουν στο άρθρο 4, παράγραφοι 4 και 5·

β) μπορούν, σε όλες τις περιπτώσεις, να περιλαμβάνονται κι άλλες κυρώσεις πέραν των προστίμων, όπως:

i) αποκλεισμός από δημόσιες παροχές ή ενισχύσεις·

ii) μέτρα προσωρινής ή οριστικής απαγόρευσης της άσκησης εμπορικής δραστηριότητας·

iii) επιβολή δικαστικής εποπτείας·

iv) δικαστική εκκαθάριση·

v) υποχρέωση λήψης ειδικών μέτρων για την εξάλειψη των συνεπειών του αδικήματος το οποίο οδήγησε στην ευθύνη του νομικού προσώπου.

2. Κατά την εφαρμογή της παραγράφου 1, στοιχείο α΄, και με την επιφύλαξη της πρώτης περιόδου της παραγράφου 1, τα κράτη μέλη που δεν έχουν υιοθετήσει το ευρώ χρησιμοποιούν την ισοτιμία του ευρώ με το νόμισμά τους η οποία έχει δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις 12 Ιουλίου 2005.

3. Τα κράτη μέλη μπορούν, κατά την εφαρμογή της παραγράφου 1, στοιχείο α΄, να χρησιμοποιούν ένα σύστημα σύμφωνα με το οποίο η χρηματική ποινή ή το διοικητικό πρόστιμο θα είναι ανάλογο με τον κύκλο εργασιών του νομικού προσώπου, με το οικονομικό όφελος που επετεύχθη ή που προβλεπόταν να επιτευχθεί μέσω της διάπραξης του αδικήματος ή με κάθε άλλο μέγεθος ενδεικτικό της οικονομικής κατάστασης του νομικού προσώπου, αρκεί το σύστημα αυτό να καθιστά δυνατή την επιβολή μεγίστου ύψους χρηματικών ποινών ή διοικητικών προστίμων τουλάχιστον ίσης αξίας με το ελάχιστο του μεγίστου ύψους που ορίζει η παράγραφος 1, στοιχείο α΄.

4. Τα κράτη μέλη που εφαρμόζουν την απόφαση-πλαίσιο σύμφωνα με την παράγραφο 3 γνωστοποιούν στη Γενική Γραμματεία του Συμβουλίου και στην Επιτροπή τη σχετική τους πρόθεση.

5. Κάθε κράτος μέλος λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα ώστε να εξασφαλίζει ότι στο νομικό πρόσωπο το οποίο υπέχει ευθύνη δυνάμει του άρθρου 5 παράγραφος 2 επιβάλλονται αποτελεσματικές, [σύμφωνες με την αρχή της αναλογικότητας] και αποτρεπτικές κυρώσεις ή μέτρα.»

12. Το άρθρο 7, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου 2005/667 προσδιορίζει τις πράξεις που συνιστούν παραβάσεις, για τις οποίες τα κράτη μέλη οφείλουν να λάβουν τα αναγκαία μέτρα για να θεμελιώσουν τη δικαιοδοσία τους, καθόσον το διεθνές δίκαιο τους το επιτρέπει.

13. Σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 4, της ως άνω αποφάσεως-πλαισίου, όταν μια παράβαση εμπίπτει στη δικαιοδοσία περισσοτέρων του ενός κρατών μελών, τα οικεία κράτη μέλη προσπαθούν να συντονίσουν δεόντως τις ενέργειές τους, ιδίως όσον αφορά τους όρους διώξεως και τη λεπτομερή διαδικασία αμοιβαίας συνδρομής. Το άρθρο 7, παράγραφος 5, της εν λόγω αποφάσεως-πλαισίου προβλέπει τα συνδετικά στοιχεία που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη προς τούτο.

14. Το άρθρο 8 της αποφάσεως-πλαισίου 2005/667 ορίζει τα ακόλουθα:

«1. Όταν ένα κράτος μέλος πληροφορηθεί την τέλεση αδικήματος επί του οποίου εφαρμόζεται το άρθρο 2 ή τον κίνδυνο τέλεσης ανάλογου αδικήματος που προκαλεί ή είναι ενδεχόμενο να προκαλέσει επικείμενη ρύπανση, ενημερώνει αμέσως τα άλλα κράτη μέλη που είναι ενδεχόμενο να εκτεθούν σε αυτές για τις ζημίες καθώς και την Επιτροπή.

2. Όταν ένα κράτος μέλος πληροφορηθεί την τέλεση αδικήματος επί του οποίου εφαρμόζεται το άρθρο 2 ή τον κίνδυνο τέλεσης ανάλογου αδικήματος που είναι ενδεχόμενο να εμπίπτει στη δικαιοδοσία κράτους μέλους, ενημερώνει αμέσως αυτό το κράτος μέλος.

3. Τα κράτη μέλη γνωστοποιούν χωρίς καθυστέρηση στο κράτος της σημαίας ή σε κάθε άλλο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος τα μέτρα που λαμβάνουν κατ’ εφαρμογή της παρούσας απόφασης-πλαισίου και ιδίως του άρθρου 7.»

15. Κατά το άρθρο 9 της αποφάσεως-πλαισίου 2005/667:

«1. Κάθε κράτος μέλος ορίζει ήδη υφιστάμενα σημεία επαφής ή, εν ανάγκη, δημιουργεί νέα σημεία επαφής, ιδίως για την ανταλλαγή πληροφοριών που προβλέπεται από το άρθρο 8.

2. Κάθε κράτος μέλος ενημερώνει την Επιτροπή σχετικά με την υπηρεσία ή τις υπηρεσίες του που λειτουργούν ως σημεία επαφής σύμφωνα με την παράγραφο 1. Η Επιτροπή γνωστοποιεί αυτά τα σημεία επαφής στα άλλα κράτη μέλη.»

16. Σύμφωνα με το άρθρο 10 της αποφάσεως-πλαισίου 2005/667, το εδαφικό πεδίο εφαρμογής της ταυτίζεται με εκείνο της οδηγίας 2005/35.

17. Το άρθρο 11 της αποφάσεως-πλαισίου 2005/667 προβλέπει τα εξής:

«1. Τα κράτη μέλη θεσπίζουν τα αναγκαία μέτρα για τη συμμόρφωσή τους με τις διατάξεις της παρούσας απόφασης-πλαισίου έως τις 12 Ιανουαρίου 2007.

2. Έως τις 12 Ιανουαρίου 2007, τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στη Γενική Γραμματεία του Συμβουλίου και στην Επιτροπή το κείμενο των διατάξεων με τις οποίες ενσωματώνουν στο εθνικό τους δίκαιο τις υποχρεώσεις τους που απορρέουν από την παρούσα απόφαση-πλαίσιο. Με βάση τις πληροφορίες αυτές και γραπτή έκθεση της Επιτροπής, το Συμβούλιο εκτιμά, το αργότερο στις 12 Ιανουαρίου 2009 τον βαθμό στον οποίο τα κράτη μέλη συμμορφώθηκαν με την παρούσα απόφαση-πλαίσιο.

3. Έως τις 12 Ιανουαρίου 2012 η Επιτροπή, βάσει των πληροφοριών που της έχουν γνωστοποιήσει τα κράτη μέλη σχετικά με την πρακτική εφαρμογή των εκτελεστικών διατάξεων της παρούσας απόφασης-πλαισίου, υποβάλλει στο Συμβούλιο έκθεση καθώς και κάθε πρόταση που κρίνει ενδεδειγμένη, περιλαμβανομένων, ενδεχομένως, προτάσεων με βάση τις οποίες τα κράτη μέλη, όσον αφορά αδικήματα που διαπράττονται στα χωρικά τους ύδατα ή στην αποκλειστική οικονομική τους ζώνη ή ισοδύναμη ζώνη, δεν θεωρούν τα πλοία τα οποία φέρουν σημαία άλλου κράτους μέλους ως αλλοδαπά κατά την έννοια του άρθρου 230 της σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για το δίκαιο της θάλασσας, του 1982.»

18. Σύμφωνα με το άρθρο 12 της αποφάσεως-πλαισίου 2005/667, η απόφαση αυτή άρχισε να ισχύει την επομένη της δημοσιεύσεώς της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης .

19. Το άρθρο 1 της οδηγίας 2005/35 προβλέπει τα εξής:

«1. Σκοπός της παρούσας οδηγίας είναι να ενσωματωθούν τα διεθνή πρότυπα για τη ρύπανση από τα πλοία στην κοινοτική νομοθεσία και να διασφαλισθεί ότι επιβάλλονται οι ενδεδειγμένες κυρώσεις στα πρόσωπα που ευθύνονται για απορρίψεις [ρυπογόνων ουσιών], όπως ορίζει το άρθρο 8, ώστε να βελτιωθεί η ναυτική ασφάλεια και να ενισχυθεί η προστασία του θαλάσσιου περιβάλλοντος από τη ρύπανση από τα πλοία.

2. Η παρούσα οδηγία δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να λαμβάνουν αυστηρότερα μέτρα κατά της ρύπανσης από τα πλοία σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο.»

20. Το άρθρο 2 της οδηγίας 2005/35 ορίζει τα ακόλουθα:

«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας:

1. ως “Marpol 73/78” νοούνται η διεθνής σύμβαση του 1973 για την πρόληψη της ρύπανσης από πλοία και το πρωτόκολλό της του 1978, στην ενημερωμένη της έκδοση·

2. ως “ρυπογόνες ουσίες” νοούνται οι ουσίες που ορίζονται στα παραρτήματα I (πετρέλαιο) και II (επιβλαβείς υγρές ουσίες που μεταφέρονται χύδην) της Marpol 73/78·

3. ως “απόρριψη” νοείται κάθε έκλυση από πλοίο, όπως ορίζεται στο άρθρο 2 της Marpol 73/78·

4. ως “πλοίο” νοείται το ποντοπόρο σκάφος, ανεξαρτήτως σημαίας, οποιουδήποτε τύπου, το οποίο λειτουργεί εντός του θαλασσίου περιβάλλοντος, περιλαμβανομένων των υδροπτερύγων, των αερόστρωμνων σκαφών, των καταδυτικών σκαφών και των πλωτών ναυπηγημάτων.»

21. Δυνάμει του άρθρου 3 της οδηγίας αυτής:

«1. Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται, σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, σε απορρίψεις ρυπογόνων ουσιών:

α) στα εσωτερικά ύδατα κράτους μέλους, συμπεριλαμβανομένων των λιμένων, κατά τον βαθμό που εφαρμόζεται το καθεστώς Marpol·

β) στα χωρικά ύδατα κράτους μέλους·

γ) στα στενά που χρησιμοποιούνται για τη διεθνή ναυσιπλοΐα και υπόκεινται στο καθεστώς του πλου διέλευσης, όπως ορίζεται από το μέρος III, τμήμα 2, της σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών του 1982 για το Δίκαιο της Θάλασσας, εφόσον τα στενά αυτά τελούν υπό τη δικαιοδοσία κράτους μέλους·

δ) στην αποκλειστική οικονομική ζώνη ή σε αντίστοιχη ζώνη κράτους μέλους, που έχει καθορισθεί σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο και

ε) στην ανοικτή θάλασσα.

2. Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται σε απορρίψεις ρυπογόνων ουσιών από οποιοδήποτε πλοίο, ανεξαρτήτως σημαίας, με εξαίρεση τα πολεμικά πλοία, τα βοηθητικά πλοία του πολεμικού ναυτικού, ή άλλα πλοία κρατικής ιδιοκτησίας ή κρατικής εκμετάλλευσης, τα οποία χρησιμοποιούνται, προσωρινώς, μόνο για κρατικούς και μη εμπορικούς σκοπούς.»

22. Το άρθρο 4 της εν λόγω οδηγίας προβλέπει τα εξής:

«Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι απορρίψεις ρυπογόνων ουσιών από πλοία σε οποιαδήποτε από τις περιοχές που αναφέρει το άρθρο 3 παράγραφος 1, θεωρούνται παραβάσεις, εφόσον διαπράττονται με δόλο, από αμέλεια ή βαρεία αμέλεια. Οι παραβάσεις αυτές θεωρούνται ποινικά αδικήματα από την απόφαση-πλαίσιο [2005/667] που συμπληρώνει την παρούσα οδηγία και υπό τις περιστάσεις που προβλέπονται σε αυτή.»

23. Σύμφωνα με το άρθρο 8 της οδηγίας 2005/35:

«1. Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να διασφαλίσουν ότι οι παραβάσεις κατά το άρθρο 4 επισύρουν αποτελεσματικές, [σύμφωνες με την αρχή της αναλογικότητας] και αποτρεπτικές κυρώσεις, στις οποίες είναι δυνατόν να περιλαμβάνονται ποινικές ή διοικητικές κυρώσεις.

2. Κάθε κράτος μέλος λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να διασφαλίσει ότι οι κυρώσεις της παραγράφου 1 εφαρμόζονται σε οποιονδήποτε υπαίτιο παράβασης κατά το άρθρο 4.»

24. Κατά την έκδοση τόσο της οδηγίας 2005/35 όσο και της αποφάσεως-πλαισίου 2005/667, η Επιτροπή προέβη σε δηλώσεις εκφράζοντας τη διαφωνία της με την «κατάτμηση» των εκδιδόμενων νομικών πράξεων στην οποία προέβη το Συμβούλιο. Η σχετική με την απόφαση-πλαίσιο 2005/667 δήλωση έχει ως ακολούθως:

«Δεδομένης της σημασίας που έχει η καταπολέμηση της ρύπανσης από πλοία, η Επιτροπή τάσσεται υπέρ της ποινικοποίησης των απορρίψεων ρυπαντικών ουσιών από πλοία και της θέσπισης κυρώσεων σε εθνικό επίπεδο σε περιπτώσεις παραβιάσεων της κοινοτικής νομοθεσίας σχετικά με τη ρύπανση από πλοία.

Η Επιτροπή είναι, ωστόσο, της γνώμης ότι η απόφαση-πλαίσιο δεν αποτελεί το κατάλληλο νομικό μέσο για την επιβολή στα κράτη μέλη της υποχρέωσης ποινικοποίησης των παράνομων απορρίψεων ρυπαντικών ουσιών στη θάλασσα και για τη θέσπιση ποινικών κυρώσεων σε εθνικό επίπεδο.

Όπως υποστηρίζει και ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου με την ευκαιρία της προσφυγής της C-176/03 [απόφαση της 13ης Σεπτεμβρίου 2005, Επιτροπή κατά Συμβουλίου, C-176/03, Συλλογή σ. I 7879] κατά της απόφασης-πλαισίου [για την] “προστασία του περιβάλλοντος μέσω του ποινικού δικαίου”, η Επιτροπή θεωρεί ότι, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων που διαθέτει για την υλοποίηση των στόχων που αναφέρονται στο άρθρο 2 της Συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, η Κοινότητα είναι αρμόδια να ζητήσει από τα κράτη μέλη να θεσπίσουν κυρώσεις –συμπεριλαμβανομένων ενδεχομένως και ποινικών– σε εθνικό επίπεδο, όταν αυτό αποδεικνύεται απαραίτητο για την επίτευξη ενός κοινοτικού στόχου.

Εδώ ακριβώς εμπίπτουν τα ζητήματα της ρύπανσης από πλοία, για την οποία η νομική βάση είναι το άρθρο 80, παράγραφος 2, της Συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας.

Εν αναμονή της απόφασης C-176/03, εάν το Συμβούλιο εκδώσει την απόφαση-πλαίσιο [παρά την] ανωτέρω κοινοτική αρμοδιότητα, η Επιτροπή επιφυλάσσεται όλων των δικαιωμάτων που της αναθέτει η Συνθήκη.»

25. Δεδομένου ότι η απόφαση-πλαίσιο 2005/667 δεν εκδόθηκε με την κατάλληλη νομική βάση, οπότε παραβιάστηκε με τον τρόπο αυτό το άρθρο 47 ΕΕ, η Επιτροπή άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

Επί της προσφυγής

26. Με διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 25ης Απριλίου 2006, επετράπη να παρέμβουν προς στήριξη των αιτημάτων της Επιτροπής και του Συμβουλίου, αντιστοίχως, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, αφενός, και το Βασίλειο του Βελγίου, η Τσεχική Δημοκρατία, το Βασίλειο της Δανίας, η Δημοκρατία της Εσθονίας, η Ελληνική Δημοκρατία, η Γαλλική Δημοκρατία, η Ιρλανδία, η Δημοκρατία της Λεττονίας, η Δημοκρατία της Λιθουανίας, η Δημοκρατία της Ουγγαρίας, η Δημοκρατία της Μάλτας, το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, η Δημοκρατία της Αυστρίας, η Δημοκρατία της Πολωνίας, η Δημοκρατία της Πορτογαλίας, η Σλοβακική Δημοκρατία, η Δημοκρατία της Φινλανδίας, το Βασίλειο της Σουηδίας, καθώς και το Ηνωμένο Βασίλειο Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας, αφετέρου.

27. Με διάταξη της 28ης Σεπτεμβρίου 2006 ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου επέτρεψε στη Δημοκρατία της Σλοβενίας να παρέμβει προς στήριξη των αιτημάτων του Συμβουλίου.

Επιχειρήματα των διαδίκων

28. Η Επιτροπή θεωρεί ότι η απόφαση-πλαίσιο 2005/667 παραβιάζει το άρθρο 47 ΕΕ, λαμβανομένης υπόψη της νομικής βάσεως που χρησιμοποιήθηκε για την έκδοσή της, οπότε πρέπει να ακυρωθεί.

29. Κατά την Επιτροπή, από την προαναφερθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Συμβουλίου, το περιεχόμενο της οποίας υπερβαίνει τον τομέα της κοινοτικής πολιτικής περί προστασίας του περιβάλλοντος, προκύπτει ότι, για τον προσδιορισμό της κατάλληλης νομικής βάσεως για την έκδοση μιας πράξεως, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ο σκοπός και το περιεχόμενό της. Ασφαλώς, το Δικαστήριο υπενθύμισε με την απόφαση αυτή ότι, καταρχήν, το ποινικό δίκαιο δεν εμπίπτει στην αρμοδιότητα της Κοινότητας. Εντούτοις, αναγνώρισε ότι η Κοινότητα έχει σιωπηρώς αρμοδιότητα συνδεόμενη με μια συγκεκριμένη νομική βάση και, επομένως, μπορεί να λαμβάνει τα κατάλληλα ποινικής φύσεως μέτρα, υπό την προϋπόθεση ότι υπάρχει ανάγκη καταστολής των σχετικών παραβάσεων που παραμποδίζουν την επίτευξη των σκοπών της Κοινότητας και ότι τα μέτρα αυτά αποσκοπούν να εξασφαλίσουν την πλήρη αποτελεσματικότητα της οικείας κοινοτικής πολιτικής. Εξάλλου, το Δικαστήριο δεν προσδιόρισε την έκταση της αρμοδιότητας του κοινοτικού νομοθέτη στον τομέα του ποινικού δικαίου, καθόσον δεν διέκρινε ανάλογα με τη φύση των οικείων ποινικού χαρακτήρα μέτρων.

30. Εν προκειμένω, από το προοίμιο της αποφάσεως-πλαισίου 2005/667 προκύπτει ότι σκοπός της είναι να συμπληρώσει τον μηχανισμό που προβλέπει η οδηγία 2005/35, η οποία εκδόθηκε βάσει του άρθρου 80, παράγραφος 2, ΕΚ, προκειμένου να εξασφαλιστεί η αποτελεσματικότητα της οδηγίας αυτής.

31. Όσον αφορά το περιεχόμενο της ως άνω αποφάσεως-πλαισίου, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι όλα τα μέτρα που περιλαμβάνουν τα άρθρα 1 έως 10 αυτής σχετίζονται με το ποινικό δίκαιο και αφορούν ενέργειες που πρέπει να θεωρούνται επιλήψιμες βάσει του κοινοτικού δικαίου.

32. Το σχετικό με την ύπαρξη ανάγκης κριτήριο, που έθεσε το Δικαστήριο με την προαναφερθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Συμβουλίου, πληρούται επίσης εν προκειμένω. Αφενός, το Συμβούλιο δέχθηκε σιωπηρώς κάτι τέτοιο εκδίδοντας την απόφαση-πλαίσιο 2005/667, καθόσον το άρθρο 29, δεύτερο εδάφιο, τρίτη περίπτωση, ΕΕ ορίζει ότι τα κράτη μέλη δεν μπορούν να προβαίνουν σε προσέγγιση της ποινικής τους νομοθεσίας παρά μόνον «όπου είναι αναγκαίο». Αφετέρου, λαμβανομένων υπόψη των ιδιαιτεροτήτων που έχουν οι ενέργειες τις οποίες αφορά η οδηγία 2005/35, όλες οι διατάξεις της ως άνω αποφάσεως-πλαισίου είναι αναγκαίες προς εξασφάλιση της αποτελεσματικότητας της ρυθμίσεως που προβλέπει η εν λόγω οδηγία.

33. Η Επιτροπή προσθέτει ότι, σε αντίθεση προς όσα υποστηρίζει το Συμβούλιο, το Δικαστήριο δεν απαιτεί την ύπαρξη ενός συμπληρωματικού κριτηρίου σε σχέση με τον «καθολικό» χαρακτήρα της εν λόγω κοινοτικής πολιτικής για να μπορεί να αναγνωριστεί στην Κοινότητα κάποια αρμοδιότητα στον τομέα του ποινικού δικαίου. Εξάλλου, όσον αφορά τους περισσότερους από τους τομείς του κοινοτικού δικαίου, το κριτήριο αυτό καθιστά αδύνατη την εκ μέρους του κοινοτικού δικαίου παροχή προστασίας ποινικής φύσεως, ακόμα και σε καταστάσεις όπου είναι δεδομένη η ανάγκη λήψεως ποινικού χαρακτήρα μέτρων.

34. Όσον αφορά το επιχείρημα κατά το οποίο το Συμβούλιο εξακολουθεί να είναι ελεύθερο να ενεργεί βάσει του τίτλου VI της Συνθήκης ΕΕ προς λήψη μέτρων συνεδομένων με το ποινικό δίκαιο των κρατών μελών, διότι, σύμφωνα με το δικαίωμα που του αναγνωρίζει το άρθρο 80, παράγραφος 2, ΕΚ, αποφάσισε να μη διευκρινίσει περαιτέρω με την οδηγία 2005/35 τις επιβλητέες κυρώσεις, η Επιτροπή εκθέτει ότι η διάταξη αυτή δεν διέπει την ύπαρξη της κοινοτικής αρμοδιότητας αυτής καθαυτής, αλλά αποκλειστικά την άσκησή της. Ασφαλώς, το Συμβούλιο θα μπορούσε να αποφασίσει ότι τα κράτη μέλη εξακολουθούν να είναι αρμόδια στον τομέα αυτό. Εντούτοις, σε μια τέτοια περίπτωση τα κράτη μέλη θα όφειλαν να παρέμβουν το καθένα χωριστά, διότι το άρθρο 47 ΕΕ αποκλείει την προσφυγή στον τίτλο VI της Συνθήκης ΕΕ.

35. Η Επιτροπή υποστηρίζει επιπλέον ότι η απόφαση-πλαίσιο 2005/667 δεν εναρμονίζει το ύψος και τα είδη των επιβλητέων ποινικών κυρώσεων, καθόσον τα κράτη μέλη διατηρούν κάποια διακριτική ευχέρεια στον τομέα αυτό και τα εθνικά δικαστήρια έχουν τη δυνατότητα να εξατομικεύουν τις ποινές. Επομένως, οι διατάξεις της ως άνω αποφάσεως-πλαισίου δεν διακρίνονται θεμελιωδώς από εκείνες του άρθρου 5, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου 2003/80/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 27ης Ιανουαρίου 2003, σχετικά με την προστασία του περιβάλλοντος μέσω του ποινικού δικαίου (ΕΕ L 29, σ. 55), την οποία ακύρωσε το Δικαστήριο με την προαναφερθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Συμβουλίου.

36. Ασφαλώς, το ποινικό δίκαιο δεν συνιστά μια αυτοτελή κοινοτική πολιτική. Εντούτοις, η Κοινότητα διαθέτει μια δευτερεύουσα ποινική αρμοδιότητα την οποία μπορεί να ασκεί σε περίπτωση ανάγκης. Το κριτήριο περί υπάρξεως ανάγκης, το οποίο δέχθηκε το Δικαστήριο με την προαναφερθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Συμβουλίου, ισχύει μόνο για την άσκηση της εν λόγω αρμοδιότητας και όχι όσον αφορά την ύπαρξή της.

37. Λαμβανομένης υπόψη της λειτουργικής προσεγγίσεως που ακολούθησε το Δικαστήριο με την προαναφερθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Συμβουλίου, καθώς και του γεγονότος ότι τα μέτρα που προβλέπουν τα άρθρα 1 έως 10 της αποφάσεως-πλαισίου 2005/667 συνιστούν κανόνες ποινικής φύσεως απαραίτητους προς εξασφάλιση της αποτελεσματικότητας της κοινής πολιτικής μεταφορών, όπως η πολιτική αυτή οργανώνεται με την οδηγία 2005/35, η Επιτροπή θεωρεί ότι η ως άνω απόφαση-πλαίσιο παραβιάζει, στο σύνολό της, το άρθρο 47 ΕΕ και, επομένως, πρέπει να ακυρωθεί.

38. Η Επιτροπή σημειώνει επίσης ότι οι όροι «αναγκαίο» και «απαραίτητο», αφενός, και το κατά το άρθρο 29 ΕΕ «αναγκαίο», αφετέρου, εκφράζουν στην πράξη την ίδια έννοια και ότι, στο επίπεδο αυτό, δεν υπάρχει διαφορά μεταξύ Συνθήκης ΕΚ και Συνθήκης ΕΕ.

39. Το κοινοτικό όργανο αυτό θεωρεί, τέλος, ότι η ερμηνεία της προαναφερθείσας αποφάσεως Επιτροπή κατά Συμβουλίου την οποία ακολουθεί δεν στερεί τον τίτλο VI της Συνθήκης ΕΕ από την πρακτική αποτελεσματικότητά του, καθόσον πολλοί τομείς υπαγόμενοι στον τίτλο αυτό δεν επηρεάζονται από τα αποτελέσματα της ως άνω ερμηνείας.

40. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο παρατηρεί ότι η απόφαση-πλαίσιο 2005/667 αντιστοιχεί πλήρως στην περίπτωση που αποτέλεσε το αντικείμενο της προαναφερθείσας αποφάσεως Επιτροπή κατά Συμβουλίου. Καταρχάς, όσον αφορά τον σκοπό και το περιεχόμενό της, αυτή η απόφαση-πλαίσιο είναι απολύτως ανάλογη προς την απόφαση-πλαίσιο 2003/80 την οποία ακύρωσε το Δικαστήριο με την ως άνω απόφασή του. Όπως προκύπτει από το προοίμιο της αποφάσεως-πλαισίου 2005/667, η καταπολέμηση της ρυπάνσεως και η προστασία του περιβάλλοντος δεν είναι δευτερεύοντες σκοποί της ως άνω αποφάσεως-πλαισίου. Ομοίως, το περιεχόμενο της τελευταίας είναι παρόμοιο προς εκείνο της αποφάσεως-πλαισίου 2003/80, δεδομένου ότι οι επιλήψιμες ενέργειες αφορούν, και στις δύο περιπτώσεις, την απόρριψη ρυπαντικών ουσιών στο περιβάλλον. Ασφαλώς, οι δύο αυτές αποφάσεις-πλαίσια διακρίνονται όσον αφορά τον συγκεκριμένο ορισμό του ύψους και των ειδών ποινικών κυρώσεων που πρέπει να επιβάλλονται, αλλά η σχετική διαφορά δεν είναι ικανή να δικαιολογήσει, στην υπό κρίση υπόθεση, μια λύση αποκλίνουσα από εκείνη που έγινε δεκτή με την προαναφερθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Συμβουλίου. Πράγματι, με την απόφαση εκείνη, το Δικαστήριο δέχθηκε ότι η αρμοδιότητα του κοινοτικού νομοθέτη στον τομέα του ποινικού δικαίου καλύπτει και διατάξεις που αφορούν το είδος και το ύψος των ποινικών κυρώσεων, όπως είναι αυτές του άρθρου 5, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου 2003/80.

41. Στη συνέχεια, πληρούται εν προκειμένω το σχετικό με την ύπαρξη ανάγκης κριτήριο. Τέλος, επειδή τα άρθρα 1 έως 6 της αποφάσεως-πλαισίου 2005/667 εμπίπτουν στην κοινοτική αρμοδιότητα, η εν λόγω απόφαση πρέπει να θεωρηθεί ότι παραβιάζει στο σύνολό της το άρθρο 47 ΕΕ, λαμβανομένου υπόψη του ενιαίου χαρακτήρα των διατάξεών της.

42. Αντιθέτως, το Συμβούλιο υποστηρίζει, κυρίως, ότι, εκδίδοντας μαζί με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, κατά τη διαδικασία της συναποφάσεως, την οδηγία 2005/35, ρύθμισε, σύμφωνα με το άρθρο 80, παράγραφος 2, ΕΚ, το «αν» και «σε ποιο βαθμό» ο κοινοτικός νομοθέτης πρέπει να ασκήσει την αρμοδιότητά του προς θέσπιση διατάξεων σχετικών με τη ρύπανση που προκαλείται από τα πλοία και, ιδίως, διατάξεων που προβλέπουν κυρώσεις σε περίπτωση παραβάσεως των κανόνων που διέπουν τον τομέα αυτό. Μέσω της εκδόσεως της οδηγίας αυτής ο κοινοτικός νομοθέτης θέλησε να προσδιορίσει τα όρια της δικής του εξουσίας αναλήψεως δράσεως στον τομέα της πολιτικής θαλάσσιων μεταφορών. Αυτός ο τρόπος ενεργείας είναι απολύτως σύμφωνος προς το άρθρο 80, παράγραφος 2, ΕΚ και προς τη νομολογία του Δικαστηρίου.

43. Ασφαλώς, ο κοινοτικός νομοθέτης θα μπορούσε να αποφασίσει να προχωρήσει περαιτέρω βάσει του άρθρου 80, παράγραφος 2, ΕΚ. Εντούτοις, σύμφωνα με το δικαίωμα που του παρέχει η Συνθήκη ΕΚ, επέλεξε να μην προχωρήσει περαιτέρω. Εξάλλου, πρέπει να τονιστεί ότι το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ακολούθησαν την πρόταση της Επιτροπής όσον αφορά τη νομική βάση που έπρεπε να ληφθεί υπόψη για την έκδοση της οδηγίας 2005/35. Ενώ η ως άνω οδηγία επιδιώκει επίσης σχετικούς με την προστασία του περιβάλλοντος σκοπούς, ο κοινοτικός νομοθέτης θεώρησε ότι η οδηγία αυτή εντάσσεται ουσιαστικά στο πλαίσιο της κοινής πολιτικής μεταφορών και ότι δεν ήταν απαραίτητη η προσθήκη μιας νομικής βάσεως σχετικής με την προστασία του περιβάλλοντος, ιδίως του άρθρου 175, παράγραφος 1, ΕΚ. Όμως, ούτε το Κοινοβούλιο ούτε η Επιτροπή αμφισβητούν την επιλεγείσα νομική βάση.

44. Δεδομένου ότι το άρθρο 80 ΕΚ δεν παρέχει ανεπιφύλακτη αρμοδιότητα στην Κοινότητα στον τομέα της πολιτικής μεταφορών και δεδομένου ότι το γεγονός ότι η πολιτική αυτή, σε αντίθεση προς την πολιτική στον τομέα του περιβάλλοντος την οποία αφορούσε η προαναφερθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Συμβουλίου, δεν επιδιώκει σκοπό ουσιώδους, καθολικού και θεμελιώδους χαρακτήρα, το Συμβούλιο θεωρεί ότι οι συνέπειες που πρέπει να συναχθούν από την απόφαση αυτή δεν πρέπει να είναι οπωσδήποτε οι ίδιες όσον αφορά τις δύο αυτές πολιτικές.

45. Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν μπορεί βασίμως να υποστηριχθεί ότι ο κοινοτικός νομοθέτης όφειλε να προσαρμόσει τις διατάξεις της αποφάσεως-πλαισίου 2005/667.

46. Επικουρικώς, το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι η Κοινότητα δεν είναι αρμόδια να καθορίζει δεσμευτικά το ύψος και τα είδη των ποινικών κυρώσεων τις οποίες τα κράτη μέλη οφείλουν να προβλέπουν στο εθνικό τους δίκαιο και ότι, επομένως, το Συμβούλιο δεν παραβίασε τις Συνθήκες ΕΚ και ΕΕ θεσπίζοντας τα άρθρα 1, 4, παράγραφοι 1, 4, 5, 6 και 7, 6, παράγραφοι 1, στοιχείο α΄, 2 και 3, καθώς και 7 έως 12 της αποφάσεως-πλαισίου 2005/667.

47. Λαμβάνοντας υπόψη τον σκοπό και το περιεχόμενο της αποφάσεως-πλαισίου 2005/667, που αποτελούν ουσιώδη στοιχεία για τον προσδιορισμό της κατάλληλης νομικής βάσεως για τους σκοπούς εκδόσεως μιας πράξεως, το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι αυτή η απόφαση-πλαίσιο σκοπεί την εναρμόνιση των νομοθεσιών των κρατών μελών στον τομέα την καταπολεμήσεως της ρυπάνσεως που προκαλείται από τα πλοία, προβαίνοντας σε εναρμόνιση του ύψους και των ειδών των επιβλητέων ποινικών κυρώσεων. Όμως, από την προαναφερθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Συμβουλίου προκύπτει ότι, σήμερα, μια τέτοια εναρμόνιση, που υπερβαίνει κατά πολύ εκείνη την οποία προβλέπει η απόφαση-πλαίσιο 2003/80, δεν εμπίπτει στην κοινοτική αρμοδιότητα.

48. Δεδομένου ότι η λύση που έδωσε το Δικαστήριο με την ως άνω απόφαση πρέπει να θεωρηθεί ως εξαίρεση από την αρχή κατά την οποία η ποινική νομοθεσία, όπως και οι κανόνες της ποινικής δικονομίας, δεν εμπίπτουν στην αρμοδιότητα της Κοινότητας, το Συμβούλιο θεωρεί ότι τα κριτήρια που δέχθηκε το Δικαστήριο προς στήριξη της λύσεως αυτής πρέπει να ερμηνεύονται στενά. Επομένως, η εν λόγω λύση έχει εφαρμογή μόνο σε περίπτωση «ανάγκης», έννοια η οποία δεν ταυτίζεται με εκείνη του «αναγκαίου» κατά το άρθρο 29, δεύτερο εδάφιο, ΕΕ.

49. Το Συμβούλιο προσθέτει ότι η προτεινόμενη από την Επιτροπή ερμηνεία της αποφάσεως Επιτροπή κατά Συμβουλίου, αφενός, έχει ως αποτέλεσμα να στερεί σε μεγάλο βαθμό τον τίτλο VI της Συνθήκης ΕΕ από την πρακτική αποτελεσματικότητά του και, αφετέρου, παραβλέπει προδήλως το γεγονός ότι η λύση που έδωσε το Δικαστήριο με την απόφαση αυτή δικαιολογείται από τον ουσιώδη, καθολικό και θεμελιώδη χαρακτήρα του κοινοτικού σκοπού της προστασίας του περιβάλλοντος.

50. Το Συμβούλιο σημειώνει, τέλος, ότι με την προαναφερθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Συμβουλίου το Δικαστήριο έκρινε ότι, λόγω του σκοπού και του περιεχομένου τους, τα άρθρα 1 έως 7 της αποφάσεως-πλαισίου 2003/80 θα μπορούσαν να θεσπιστούν από την Κοινότητα, αποκλείοντας, επομένως, από την εν λόγω σφαίρα αρμοδιοτήτων τα άρθρα 8, περί δικαιοδοσίας, και 9, περί απελάσεως και ασκήσεως διώξεως, της εν λόγω αποφάσεως. Ομοίως, επιβάλλεται εν προκειμένω η διαπίστωση ότι τα άρθρα 7, 8 και 9 της αποφάσεως-πλαισίου 2005/667 αφορούν τομείς για τους οποίους η Συνθήκη ΕΚ δεν έχει παράσχει στην Κοινότητα καμία σχετική αρμοδιότητα.

51. Τα επιχειρήματα που προβάλλουν τα κράτη μέλη που άσκησαν παρέμβαση στην υπό κρίση διαφορά αντιστοιχούν, σε μεγάλο βαθμό, προς εκείνα τα οποία επικαλείται το Συμβούλιο.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

52. Σύμφωνα με το άρθρο 47 ΕΕ, καμία διάταξη της Συνθήκης ΕΚ δεν θίγεται από τη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η ίδια αυτή επιταγή περιλαμβάνεται και στο πρώτο εδάφιο του άρθρου 29 ΕΕ, που εισάγει τον τίτλο VI της τελευταίας αυτής Συνθήκης, που τιτλοφορείται «Διατάξεις για την αστυνομική και δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις».

53. Εναπόκειται στο Δικαστήριο να μεριμνά ώστε οι πράξεις οι οποίες κατά το Συμβούλιο εμπίπτουν στον εν λόγω τίτλο VI να μη θίγουν τις αρμοδιότητες τις οποίες οι διατάξεις της Συνθήκης ΕΚ απονέμουν στην Κοινότητα (βλ. αποφάσεις της 12ης Μαΐου 1998, C-170/96, Επιτροπή κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1998, σ. I-2763, σκέψη 16, και της 13ης Σεπτεμβρίου 2005, Επιτροπή κατά Συμβουλίου, προαναφερθείσα, σκέψη 39).

54. Πρέπε ι συνεπώς να εξεταστεί αν οι διατάξεις της αποφάσεως-πλαισίου 2005/667 θίγουν την αρμοδιότητα που έχει η Κοινότητα δυνάμει του άρθρου 80, παράγραφος 2, ΕΚ, καθόσον, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, θα μπορούσαν να θεσπιστούν βάσει της τελευταίας αυτής διατάξεως.

55. Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί, καταρχάς, ότι η κοινή πολιτική μεταφορών αποτελεί ένα από τα θεμέλια της Κοινότητας, δεδομένου ότι το άρθρο 70 ΕΚ, σε συνδυασμό με το άρθρο 80, παράγραφος 1, ΕΚ, που ορίζει ότι οι σκοποί της Συνθήκης επιδιώκονται στην πραγματικότητα από τα κράτη μέλη στον τομέα των σιδηροδρομικών, οδικών και εσωτερικών πλωτών μεταφορών, στο πλαίσιο μιας τέτοιας πολιτικής (βλ. απόφαση της 28ης Νοεμβρίου 1978, 97/78, Schumalla, Συλλογή τόμος 1978, σ. 713, σκέψη 4).

56. Στη συνέχεια, πρέπει να διευκρινιστεί ότι το άρθρο 80 ΕΚ προβλέπει, στην παράγραφο 2, ότι το Συμβούλιο έχει τη δυνατότητα να αποφασίζει εάν, σε ποιο βαθμό και με ποια διαδικασία είναι δυνατή η θέσπιση κατάλληλων διατάξεων για τις θαλάσσιες μεταφορές (βλ., ιδίως, απόφαση της 17ης Μαΐου 1994, Corsica Ferries, C-18/93, Συλλογή σ. I-1783, σκέψη 25) και ότι έχουν εφαρμογή οι διαδικαστικές διατάξεις του άρθρου 71 ΕΚ.

57. Όπως προκύπτει από τη νομολογία του Δικαστηρίου, το άρθρο 80, παράγραφος 2, ΕΚ ουδόλως αποκλείει την εφαρμογή της Συνθήκης ΕΚ στις θαλάσσιες μεταφορές, αλλά προβλέπει μόνον ότι οι ειδικές διατάξεις της σχετικά με την κοινή πολιτική μεταφορών, που περιλαμβάνονται στον τίτλο V, της ίδιας Συνθήκης, δεν εφαρμόζονται αυτομάτως σ’ αυτόν τον τομέα δραστηριοτήτων (βλ., ιδίως, απόφαση της 7ης Ιουνίου 2007, Επιτροπή κατά Ελλάδας, C-178/05, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 52).

58. Καθόσον το άρθρο 80, παράγραφος 2, ΕΚ δεν προβλέπει ρητώς κανέναν περιορισμό όσον αφορά τη φύση των συγκεκριμένων κοινών κανόνων τους οποίους το Συμβούλιο μπορεί να θεσπίζει, σύμφωνα με τις διαδικαστικές διατάξεις του άρθρου 71 ΕΚ, βάσει του άρθρου αυτού, ο κοινοτικός νομοθέτης διαθέτει, δυνάμει της ως άνω διατάξεως, ευρεία κανονιστική εξουσία και είναι αρμόδιος, για τον λόγο αυτό και κατ’ αναλογία προς τις λοιπές διατάξεις της Συνθήκης ΕΚ σχετικά με την κοινή πολιτική μεταφορών, ειδικότερα το άρθρο 71, παράγραφος 1, ΕΚ, να ορίζει, ιδίως, «μέτρα για τη βελτίωση της ασφάλειας των μεταφορών» όπως και «κάθε άλλη χρήσιμη διάταξη» στον τομέα των θαλάσσιων μεταφορών (βλ., επ’ αυτού, όσον αφορά τις οδικές μεταφορές, απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 2004, Ισπανία και Φινλανδία κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, C-184/02 και C-223/02, Συλλογή 2004, σ. I-7789, σκέψη 28).

59. Η διαπίστωση αυτή, κατά την οποία, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων που του παρέχει το άρθρο 80, παράγραφος 2, ΕΚ, ο κοινοτικός νομοθέτης μπορεί να λαμβάνει μέτρα για τη βελτίωση της ασφάλειας των θαλάσσιων μεταφορών, δεν τίθεται υπό αμφισβήτηση λόγω του γεγονότος ότι, εν προκειμένω, το Συμβούλιο δεν θεώρησε σκόπιμο να θεσπίσει τις διατάξεις της αποφάσεως-πλαισίου 2005/667 βάσει του ως άνω άρθρου 80, παράγραφος 2, ΕΚ. Πράγματι, αρκεί να σημειωθεί επ’ αυτού ότι η ύπαρξη αρμοδιότητας παρεχόμενης από το άρθρο 80, παράγραφος 2, ΕΚ δεν εξαρτάται από την απόφαση του νομοθέτη να την ασκήσει πραγματικά.

60. Πρέπει να προστεθεί ότι, καθόσον οι απαιτήσεις της περιβαλλοντικής προστασίας, η οποία συνιστά έναν από τους ουσιώδεις σκοπούς της Κοινότητας (βλ., ιδίως, προαναφερθείσα απόφαση της 13ης Σεπτεμβρίου 2005, Επιτροπή κατά Συμβουλίου, σκέψη 41), «πρέπει να ενταχθούν στον καθορισμό και την εφαρμογή των κοινοτικών πολιτικών και δράσεων», η προστασία αυτή πρέπει να θεωρηθεί ως σκοπός ο οποίος επίσης αποτελεί μέρος της κοινής πολιτικής μεταφορών. Επομένως, ο κοινοτικός νομοθέτης, δυνάμει του άρθρου 80, παράγραφος 2, ΕΚ και κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων που του παρέχει η διάταξη αυτή, μπορεί να αποφασίσει να προωθήσει την προστασία του περιβάλλοντος (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 19ης Σεπτεμβρίου 2002, Huber, C-336/00, Συλλογή 2002, σ. I-7699, σκέψη 36).

61. Τέλος, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η επιλογή της νομικής βάσεως μιας κοινοτικής πράξεως πρέπει να στηρίζεται σε αντικειμενικά στοιχεία επιδεχόμενα δικαστικό έλεγχο, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται, ιδίως, ο σκοπός και το περιεχόμενο της πράξεως (βλ. αποφάσεις της 11ης Ιουνίου 1991, C-300/89, Επιτροπή κατά Συμβουλίου, γνωστή ως «Διοξείδιο του τιτανίου», Συλλογή 1991, σ. I-2867, σκέψη 10· Huber, προαναφερθείσα, σκέψη 30, και της 13ης Σεπτεμβρίου 2005, Επιτροπή κατά Συμβουλίου, προαναφερθείσα, σκέψη 45).

62. Όσον αφορά, ειδικότερα, την απόφαση-πλαίσιο 2005/667, από το προοίμιό της προκύπτει ότι αυτή σκοπεί στη βελτίωση της θαλάσσιας ασφάλειας παράλληλα με την ενίσχυση της προστασίας του θαλάσσιου περιβάλλοντος από τη ρύπανση που προκαλούν τα πλοία. Πράγματι, όπως προκύπτει από τη δεύτερη και την τρίτη αιτιολογική σκέψη της, αποσκοπεί στην προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών προκειμένου να μην επαναληφθούν ζημίες όπως αυτές που προκλήθηκαν εξαιτίας του ναυαγίου του πετρελαιοφόρου Prestige.

63. Όπως προκύπτει από την τέταρτη αιτιολογική σκέψη της αποφάσεως-πλαισίου και από την έκτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 2005/35, η ως άνω απόφαση-πλαίσιο συμπληρώνει την οδηγία αυτή με λεπτομερείς κανόνες στον τομέα του ποινικού δικαίου. Όπως συνάγεται από την πρώτη και τη δέκατη πέμπτη αιτιολογική σκέψη της, καθώς και από το άρθρο 1 αυτής, η εν λόγω οδηγία έχει επίσης ως σκοπό να διασφαλίσει υψηλό επίπεδο ασφάλειας και προστασίας του περιβάλλοντος στις θαλάσσιες μεταφορές. Η εν λόγω οδηγία, σύμφωνα με τη δέκατη πέμπτη αιτιολογική σκέψη της και το άρθρο 1 αυτής, έχει ως αντικείμενο την ενσωμάτωση στο κοινοτικό δίκαιο των διεθνών προτύπων περί της ρυπάνσεως από τα πλοία και την πρόβλεψη ποινικών ή διοικητικών κυρώσεων για τις παραβιάσεις των προτύπων αυτών, προκειμένου να εξασφαλίσει την αποτελεσματικότητά της.

64. Όσον αφορά το περιεχόμενο της αποφάσεως-πλαισίου 2005/667, τα άρθρα 2, 3 και 5 αυτής επιβάλλουν στα κράτη μέλη την υποχρέωση να προβλέπουν ποινικές κυρώσεις για τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα που διέπραξαν κάποια από τις παραβάσεις που απαριθμούνται στα άρθρα 4 και 5 της οδηγίας 2005/35 ή ενέχονται ως ηθικοί αυτουργοί ή συνεργοί.

65. Εξάλλου, η ως άνω απόφαση-πλαίσιο, κατά την οποία οι ποινικές κυρώσεις πρέπει να είναι αποτελεσματικές, σύμφωνες με την αρχή της αναλογικότητας και να έχουν αποτρεπτικό χαρακτήρα, προσδιορίζει με τα άρθρα 4 και 6 το είδος και το ύψος των επιβλητέων ποινικών κυρώσεων σε συνάρτηση με τις ζημίες που προκάλεσαν οι σχετικές παραβάσεις στην ποιότητα των υδάτων, σε ζωικά ή φυτικά είδη ή σε ανθρώπους.

66. Ναι μεν, καταρχήν, η ποινική νομοθεσία καθώς και οι κανόνες της ποινικής δικονομίας δεν εμπίπτουν στην αρμοδιότητα της Κοινότητας (βλ., επ’ αυτού, αποφάσεις της 11ης Νοεμβρίου 1981, 203/80, Casati, Συλλογή 1981, σ. 2595, σκέψη 27· της 16ης Ιουνίου 1998, C-226/97, Lemmens, Συλλογή 1998, σ. I-3711, σκέψη 19, και της 13ης Σεπτεμβρίου 2005, Επιτροπή κατά Συμβουλίου, προαναφερθείσα, σκέψη 47), ο κοινοτικός νομοθέτης όμως, όταν η επιβολή αποτελεσματικών, σύμφωνων με την αρχή της αναλογικότητας και αποτρεπτικού χαρακτήρα ποινικών κυρώσεων εκ μέρους των αρμοδίων εθνικών αρχών συνιστά απαραίτητο μέτρο για την καταπολέμηση των σοβαρών προσβολών σε βάρος του περιβάλλοντος, μπορεί να επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να προβλέπουν τέτοιες κυρώσεις προς εξασφάλιση της πλήρους αποτελεσματικότητας των κανόνων τους οποίους θεσπίζει στον τομέα αυτό (βλ., συναφώς, προαναφερθείσα απόφαση της 13ης Σεπτεμβρίου 2005, Επιτροπή κατά Συμβουλίου, σκέψη 48).

67. Εν προκειμένω, επιβάλλεται η διαπίστωση, αφενός, ότι οι διατάξεις της αποφάσεως-πλαισίου 2005/667 αφορούν, όπως και οι επίμαχες διατάξεις της αποφάσεως-πλαισίου 2003/80 στην υπόθεση που οδήγησε στην προαναφερθείσα απόφαση της 13ης Σεπτεμβρίου 2005, Επιτροπή κατά Συμβουλίου, ενέργειες ικανές να οδηγήσουν σε ιδιαίτερα σοβαρή προσβολή του περιβάλλοντος προκύπτουσα, εν προκειμένω, από τη μη τήρηση των κοινοτικών κανόνων στον τομέα της θαλάσσιας ασφάλειας.

68. Αφετέρου, από τον συνδυασμό της τρίτης έως και πέμπτης, της έβδομης και της όγδοης αιτιολογικής σκέψεως της οδηγίας 2005/35, καθώς και από τις πέντε πρώτες αιτιολογικές σκέψεις της αποφάσεως-πλαισίου 2005/667 προκύπτει ότι το Συμβούλιο θεώρησε ότι οι ποινικές κυρώσεις ήταν αναγκαίες για την εξασφάλιση της τηρήσεως της θεσπιζομένης κοινοτικής ρυθμίσεως στον τομέα της θαλάσσιας ασφάλειας.

69. Επομένως, δεδομένου ότι τα άρθρα 2, 3 και 5 της αποφάσεως-πλαισίου 2005/667 σκοπούν να εξασφαλίσουν την αποτελεσματικότητα των κανόνων που θεσπίζονται στον τομέα της θαλάσσιας ασφάλειας, η μη τήρηση των οποίων μπορεί να έχει σοβαρές συνέπειες για το περιβάλλον, επιβάλλοντας στα κράτη μέλη την υποχρέωση επιβολής ποινικών κυρώσεων για ορισμένες πράξεις, τα άρθρα αυτά πρέπει να θεωρηθεί ότι έχουν ουσιαστικά ως αντικείμενο τη βελτίωση της θαλάσσιας ασφάλειας, καθώς και την προστασία του περιβάλλοντος, και ότι βασίμως θα μπορούσαν να θεσπιστούν βάσει του άρθρου 80, παράγραφος 2, ΕΚ.

70. Όσον αφορά, αντιθέτως, τον προσδιορισμό του είδους και του ύψους των επιβλητέων ποινικών κυρώσεων, διαπιστώνεται ότι, σε αντίθεση προς όσα υποστηρίζει η Επιτροπή, ο προσδιορισμός αυτός δεν εμπίπτει στην αρμοδιότητα της Κοινότητας.

71. Επομένως, ο κοινοτικός νομοθέτης δεν μπορεί να θεσπίζει διατάξεις όπως τα άρθρα 4 και 6 της αποφάσεως-πλαισίου 2005/667, καθόσον τα άρθρα αυτά αφορούν το είδος και το ύψος των επιβλητέων ποινικών κυρώσεων. Κατά συνέπεια, οι διατάξεις αυτές δεν θεσπίστηκαν κατά παράβαση του άρθρου 47 ΕΕ.

72. Όσον αφορά τις ως άνω διατάξεις, πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι το γεγονός ότι αυτές παραπέμπουν στα άρθρα 2, 3 και 5 της ίδιας αποφάσεως-πλαισίου καθιστά σαφή την αδιάρρηκτη σχέση που υφίσταται εν προκειμένω μεταξύ των εν λόγω διατάξεων και των σχετικών με τις ποινικές παραβάσεις τις οποίες οι διατάξεις αυτές αφορούν.

73. Όσον αφορά τα άρθρα 7 έως 12 της αποφάσεως-πλαισίου 2005/667, που αφορούν, αντιστοίχως, τη δικαιοδοσία, την κοινοποίηση πληροφοριών μεταξύ των κρατών μελών, τον ορισμό σημείων επαφής, το πεδίο εδαφικής εφαρμογής της ως άνω αποφάσεως-πλαισίου, την υποχρέωση θέσεως σε εφαρμογή που έχουν τα κράτη μέλη, καθώς και την ημερομηνία ενάρξεως της ισχύος της ως άνω αποφάσεως-πλαισίου, αρκεί η διαπίστωση ότι, εν προκειμένω, τα άρθρα αυτά συνδέονται επίσης αδιαρρήκτως με τις διατάξεις της ίδιας αποφάσεως-πλαισίου περί των οποίων γίνεται λόγος στα σκέψεις 69 και 71 της παρούσας αποφάσεως, οπότε δεν είναι αναγκαίο να αποφανθεί το Δικαστήριο επί του αν αυτές μπορούν υπάγονται στην αρμοδιότητα του κοινοτικού νομοθέτη.

74. Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, συνάγεται ότι η απόφαση-πλαίσιο 2005/667, καθόσον θίγει τις αρμοδιότητες τις οποίες το άρθρο 80, παράγραφος 2, ΕΚ παρέχει στην Κοινότητα, προσβάλλει το άρθρο 47 ΕΕ και, λόγω του ενιαίου χαρακτήρα της, πρέπει να ακυρωθεί στο σύνολό της.

Επί των δικαστικών εξόδων

75. Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπήρξε σχετικό αίτημα. Επειδή η Επιτροπή ζήτησε την καταδίκη του Συμβουλίου και αυτό ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα. Κατ’ εφαρμογήν της παραγράφου 4, πρώτο εδάφιο, του ίδιου άρθρου, οι παρεμβαίνοντες στην υπό κρίση διαφορά φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους.

Διατακτικό

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τμήμα μείζονος συνθέσεως) αποφασίζει:

1) Ακυρώνει την απόφαση-πλαίσιο 2005/667/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 12ης Ιουλίου 2005, για την ενίσχυση του ποινικού πλαισίου καταστολής της ρύπανσης από πλοία.

2) Καταδικάζει το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως στα δικαστικά έξοδα.

3) Το Βασίλειο του Βελγίου, η Τσεχική Δημοκρατία, το Βασίλειο της Δανίας, η Δημοκρατία της Εσθονίας, η Ελληνική Δημοκρατία, η Γαλλική Δημοκρατία, η Ιρλανδία, η Δημοκρατία της Λεττονίας, η Δημοκρατία της Λιθουανίας, η Δημοκρατία της Ουγγαρίας, η Δημοκρατία της Μάλτας, το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, η Δημοκρατία της Αυστρίας, η Δημοκρατία της Πολωνίας, η Δημοκρατία της Πορτογαλίας, η Σλοβακική Δημοκρατία, η Δημοκρατία της Φινλανδίας, το Βασίλειο της Σουηδίας και το Ηνωμένο Βασίλειο Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας, καθώς και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα.