EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62021CJ0575

Απόφαση του Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα) της 25ης Μαΐου 2023.
WertInvest Hotelbetriebs GmbH κατά Magistrat der Stadt Wien.
Αίτηση του Verwaltungsgericht Wien για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
Προδικαστική παραπομπή – Περιβάλλον – Οδηγία 2011/92/ΕΕ – Εκτίμηση των επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων δημοσίων και ιδιωτικών έργων στο περιβάλλον – Άρθρο 2, παράγραφος 1, και άρθρο 4, παράγραφος 2 – Έργα που εμπίπτουν στο παράρτημα II – Έργα αστικής ανάπτυξης – Εξέταση βάσει κατώτατων ορίων ή κριτηρίων – Άρθρο 4, παράγραφος 3 – Σχετικά κριτήρια επιλογής που καθορίζονται στο παράρτημα III – Άρθρο 11 – Πρόσβαση στη δικαιοσύνη.
Υπόθεση C-575/21.

Court reports – general – 'Information on unpublished decisions' section

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2023:425

 ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 25ης Μαΐου 2023 ( *1 )

«Προδικαστική παραπομπή – Περιβάλλον – Οδηγία 2011/92/ΕΕ – Εκτίμηση των επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων δημοσίων και ιδιωτικών έργων στο περιβάλλον – Άρθρο 2, παράγραφος 1, και άρθρο 4, παράγραφος 2 – Έργα που εμπίπτουν στο παράρτημα II – Έργα αστικής ανάπτυξης – Εξέταση βάσει κατώτατων ορίων ή κριτηρίων – Άρθρο 4, παράγραφος 3 – Σχετικά κριτήρια επιλογής που καθορίζονται στο παράρτημα III – Άρθρο 11 – Πρόσβαση στη δικαιοσύνη»

Στην υπόθεση C‑575/21,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Verwaltungsgericht Wien (διοικητικό πρωτοδικείο Βιέννης, Αυστρία) με απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 2021, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 20 Σεπτεμβρίου 2021, στο πλαίσιο της δίκης

WertInvest Hotelbetriebs GmbH

κατά

Magistrat der Stadt Wien,

παρισταμένης της:

Verein Alliance for Nature,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους A. Prechal, πρόεδρο τμήματος, M. L. Arastey Sahún, F. Biltgen, N. Wahl και J. Passer (εισηγητή), δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: A. M. Collins

γραμματέας: S. Beer, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 14ης Σεπτεμβρίου 2022,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

η WertInvest Hotelbetriebs GmbH, εκπροσωπούμενη από τον K. Liebenwein, Rechtsanwalt, και από την L. Pöcho, Rechtsanwältin,

το Magistrat der Stadt Wien, εκπροσωπούμενο από τον G. Cech, Senatsrat,

η Verein Alliance for Nature, εκπροσωπούμενη από τους W. Proksch και P. Pyka, Rechtsanwälte,

η Αυστριακή Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις A. Kögl και W. Petek, τον A. Posch και την J. Schmoll,

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους C. Hermes και M. Noll-Ehlers,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 24ης Νοεμβρίου 2022,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία, μεταξύ άλλων, του άρθρου 4, παράγραφοι 2 και 3, του άρθρου 11, του παραρτήματος II, σημείο 10, στοιχείο βʹ, και του παραρτήματος III της οδηγίας 2011/92/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2011, για την εκτίμηση των επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων δημοσίων και ιδιωτικών έργων στο περιβάλλον (ΕΕ 2012, L 26, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2014/52/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Απριλίου 2014 (ΕΕ 2014, L 124, σ. 1) (στο εξής: οδηγία 2011/92).

2

Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της WertInvest Hotelbetriebs GmbH και του Magistrat der Stadt Wien (δημοτικού συμβουλίου του Δήμου Βιέννης, Αυστρία) σχετικά με αίτηση χορηγήσεως αδείας για έργο αστικής ανάπτυξης.

Το νομικό πλαίσιο

Το δίκαιο της Ένωσης

3

Οι αιτιολογικές σκέψεις 1 και 7 έως 11 της οδηγίας 2011/92 έχουν ως εξής:

«(1)

Η οδηγία 85/337/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 27 Ιουνίου 1985, για την εκτίμηση των επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων δημοσίων και ιδιωτικών έργων στο περιβάλλον [(ΕΕ 1985, L 175, σ. 40)], έχει ουσιωδώς τροποποιηθεί επανειλημμένα. Είναι, ως εκ τούτου, σκόπιμη, για λόγους σαφήνειας και ορθολογισμού, η κωδικοποίηση της εν λόγω οδηγίας.

[…]

(7)

Η χορήγηση αδείας για δημόσια και ιδιωτικά έργα που μπορεί να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον θα πρέπει να γίνεται μόνο μετά από εκτίμηση των σημαντικών επιπτώσεων που ενδέχεται να έχουν αυτά τα έργα στο περιβάλλον. Η εν λόγω εκτίμηση θα πρέπει να γίνεται με βάση τις κατάλληλες πληροφορίες που παρέχει ο κύριος του έργου και να συμπληρώνεται από τις αρχές, καθώς και το κοινό που μπορεί ενδεχομένως να αφορά το έργο.

(8)

Τα έργα που ανήκουν σε ορισμένες κατηγορίες έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον και, καταρχήν, θα πρέπει να υπόκεινται συστηματικά σε εκτίμηση.

(9)

Άλλες κατηγορίες έργων δεν έχουν απαραίτητα σε όλες τις περιπτώσεις σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον και τα εν λόγω έργα θα πρέπει να υπόκεινται σε εκτίμηση όταν τα κράτη μέλη κρίνουν ότι υπάρχει ενδεχόμενο σημαντικών επιπτώσεων.

(10)

Τα κράτη μέλη μπορούν να θέσουν κατώτατα όρια ή κριτήρια για τον προσδιορισμό εκείνων των έργων που θα πρέπει να υποβάλλονται σε εκτίμηση βάσει της βαρύτητας των περιβαλλοντικών τους επιπτώσεων. Τα κράτη μέλη δεν θα είναι απαραίτητο να εξετάζουν κατά περίπτωση έργα που βρίσκονται κάτω των ορίων ή εκτός των κριτηρίων αυτών.

(11)

Κατά τον καθορισμό των εν λόγω κατώτατων ορίων ή κριτηρίων ή κατά την κατά περίπτωση εξέταση έργων για να προσδιορισθεί ποια έργα θα πρέπει να υποβάλλονται σε εκτίμηση βάσει της σημασίας των περιβαλλοντικών τους επιπτώσεων, τα κράτη μέλη θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τα κριτήρια επιλογής που καθορίζει η παρούσα οδηγία. Σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, τα κράτη μέλη είναι τα πλέον ενδεδειγμένα για τη συγκεκριμένη εφαρμογή των εν λόγω κριτηρίων.»

4

Το άρθρο 1 παράγραφος 2, της οδηγίας έχει ως εξής:

«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

[…]

γ)

“άδεια”: απόφαση της ή των αρμόδιων αρχών που δίνει το δικαίωμα στον κύριο του έργου να πραγματοποιήσει το έργο·

δ)

“κοινό”: ένα ή περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα καθώς και, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία ή πρακτική, οι ενώσεις, οι οργανώσεις και οι ομάδες αυτών·

ε)

“ενδιαφερόμενο κοινό”: το κοινό το οποίο θίγεται ή ενδέχεται να θιγεί ή του οποίου διακυβεύονται συμφέροντα από τις διαδικασίες λήψης αποφάσεων σχετικά με το περιβάλλον που αναφέρονται στο άρθρο 2, παράγραφος 2. Για τους σκοπούς του παρόντος ορισμού, οι μη κυβερνητικές οργανώσεις που προάγουν την προστασία του περιβάλλοντος και ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις οι οποίες καθορίζονται από την οικεία εθνική νομοθεσία, θεωρούνται ότι έχουν συμφέροντα που διακυβεύονται·

[…]».

5

Το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας προβλέπει τα ακόλουθα:

«Τα κράτη μέλη λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα ώστε να διασφαλισθεί ότι πριν χορηγηθεί άδεια, τα έργα τα οποία ενδέχεται να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον λόγω, μεταξύ άλλων, της φύσεως, του μεγέθους ή της θέσεώς τους, υπόκεινται σε υποχρέωση αδειοδότησης και εκτίμησης των επιπτώσεων τους. Αυτά τα έργα ορίζονται στο άρθρο 4.»

6

Το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας ορίζει τα εξής:

«Στην εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων εντοπίζονται, περιγράφονται και αξιολογούνται δεόντως, με βάση κάθε μεμονωμένη περίπτωση, οι άμεσες και έμμεσες σημαντικές επιπτώσεις ενός έργου:

α)

στον πληθυσμό και την ανθρώπινη υγεία·

β)

στη βιοποικιλότητα […]·

γ)

στο έδαφος, τα ύδατα, τον αέρα και το κλίμα·

δ)

στα υλικά αγαθά, την πολιτιστική κληρονομιά και το φυσικό τοπίο·

ε)

στην αλληλεπίδραση μεταξύ των παραγόντων που αναφέρονται στα στοιχεία α) έως δ).»

7

Το άρθρο 4, παράγραφοι 2 έως 5, της οδηγίας 2011/92 έχει ως ακολούθως:

«2.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 2, παράγραφος 4, για τα έργα που απαριθμούνται στο παράρτημα II, τα κράτη μέλη αποφασίζουν κατά πόσο το έργο θα υποβληθεί σε εκτίμηση σύμφωνα με τα άρθρα 5 έως 10. Τα κράτη μέλη αποφασίζουν βάσει:

α)

κατά περίπτωση εξέτασης·

ή

β)

κατωτάτων ορίων ή κριτηρίων που καθορίζει το κράτος μέλος.

Τα κράτη μέλη μπορούν να εφαρμόσουν και τις δύο διαδικασίες που αναφέρονται στα στοιχεία α) και β).

3.   Όταν διενεργείται κατά περίπτωση εξέταση ή καθορίζονται κατώτατα όρια ή κριτήρια για τους σκοπούς της παραγράφου 2, λαμβάνονται υπόψη τα σχετικά κριτήρια επιλογής που ορίζονται στο παράρτημα III. Τα κράτη μέλη δύνανται να θεσπίζουν κατώτατα όρια ή κριτήρια που καθορίζουν πότε τα έργα δεν οφείλουν να υπόκεινται στην απόφαση με βάση τις παραγράφους 4 και 5 ή σε εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων, και/ή κατώτατα όρια ή κριτήρια που καθορίζουν πότε τα έργα πρέπει, σε κάθε περίπτωση, να υπόκεινται σε εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων χωρίς να υπόκεινται στην απόφαση που ορίζεται στις παραγράφους 4 και 5.

4.   Σε περίπτωση που τα κράτη μέλη αποφασίσουν να απαιτήσουν απόφαση για έργα αναφερόμενα στο παράρτημα II, ο κύριος του έργου παρέχει πληροφορίες για τα χαρακτηριστικά του έργου και τον δυνητικό σημαντικό αντίκτυπό του στο περιβάλλον. Λεπτομερής κατάλογος των πληροφοριών που πρέπει να παρέχονται καθορίζεται στο παράρτημα IIA. Ο κύριος του έργου λαμβάνει υπόψη, κατά περίπτωση, τα διαθέσιμα αποτελέσματα άλλων σχετικών εκτιμήσεων των περιβαλλοντικών επιπτώσεων που διενεργήθηκαν με βάση ενωσιακό νομοθέτημα πλην της παρούσης οδηγίας. Ο κύριος του έργου δύναται επίσης να παράσχει περιγραφή τυχόν χαρακτηριστικών του έργου και/ή μέτρων που προβλέπονται για να αποτραπούν ή να προληφθούν επιπτώσεις που σε άλλη περίπτωση θα ήταν σημαντικές και δυσμενείς για το περιβάλλον.

5.   Η αρμόδια αρχή λαμβάνει την απόφασή της με βάση τις πληροφορίες που παρείχε ο κύριος του έργου κατά την παράγραφο 4, συνεκτιμώντας τα τυχόν αποτελέσματα προκαταρκτικών ελέγχων ή εκτιμήσεων των περιβαλλοντικών επιπτώσεων που διενεργήθηκαν σύμφωνα με ενωσιακό νομοθέτημα πλην της παρούσης οδηγίας. Η απόφαση διατίθεται στο κοινό και:

α)

εφόσον αποφασιστεί ότι απαιτείται εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων, παραθέτει τους βασικούς λόγους για τους οποίους απαιτείται τέτοιου είδους εκτίμηση, με αναφορά στα σχετικά κριτήρια που καταγράφονται στο παράρτημα III· ή

β)

εφόσον αποφασιστεί ότι δεν απαιτείται εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων, παραθέτει τους βασικούς λόγους για τους οποίους δεν απαιτείται τέτοιου είδους εκτίμηση, με αναφορά στα σχετικά κριτήρια που καταγράφονται στο παράρτημα III και, εφόσον προτείνεται από τον κύριο του έργου, παραθέτει τα χαρακτηριστικά του έργου και/ή τα μέτρα που προβλέπονται για να αποτραπεί ή να προληφθεί επιπτώσεις που σε άλλη περίπτωση θα ήταν σημαντικές και δυσμενείς στο περιβάλλον.»

8

Το άρθρο 11, παράγραφος 1, της οδηγίας ορίζει τα εξής:

«Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, σύμφωνα με το εθνική έννομη τάξη τους, το ενδιαφερόμενο κοινό:

α)

που έχει επαρκές συμφέρον ή, εναλλακτικά·

β)

που υποστηρίζει ότι επέρχεται προσβολή δικαιώματος, εάν αυτό απαιτείται ως προϋπόθεση από το διοικητικό δικονομικό δίκαιο ενός κράτους μέλους,

έχει πρόσβαση σε μια διαδικασία εξέτασης ενώπιον δικαστηρίου ή άλλου ανεξάρτητου και αμερόληπτου οργάνου συσταθέντος νομοθετικώς, προκειμένου να αμφισβητήσει την ουσιαστική ή τη διαδικαστική νομιμότητα αποφάσεων, πράξεων ή παραλείψεων που εμπίπτουν στις διατάξεις της παρούσας οδηγίας περί συμμετοχής του κοινού.»

9

Το παράρτημα II της οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Έργα που μνημονεύονται στο άρθρο 4, παράγραφος 2», προβλέπει στο σημείο 10, το οποίο επιγράφεται «Έργα υποδομής», τα ακόλουθα:

«[…]

β)

Έργα αστικής ανάπτυξης, συμπεριλαμβανομένης της κατασκευής εμπορικών κέντρων και χώρων στάθμευσης αυτοκινήτων.

[…]»

10

Το παράρτημα III της οδηγίας 2011/92, το οποίο φέρει τον τίτλο «Κριτήρια επιλογής που μνημονεύονται στο άρθρο 4, παράγραφος 3, (κριτήρια καθορισμού σχετικά με το κατά πόσον τα έργα που απαριθμούνται στο παράρτημα ΙΙ θα πρέπει να υπόκεινται σε εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων)», έχει ως εξής:

«1.   Χαρακτηριστικά των έργων

Τα χαρακτηριστικά των έργων πρέπει να εξετάζονται, ιδίως, ως προς τα εξής:

α)

το μέγεθος και ο σχεδιασμός του όλου έργου·

β)

τη σώρευση με άλλα υφιστάμενα και/ή εγκεκριμένα έργα·

[…]

2.   Τοποθεσία των έργων

Εξετάζεται η περιβαλλοντική ευαισθησία των γεωγραφικών περιοχών που ενδέχεται να θιγούν από τα έργα, ιδίως ως προς:

α)

την υπάρχουσα και την εγκεκριμένη χρήση γης·

β)

τον αντίστοιχο πλούτο, διαθεσιμότητα, ποιότητα και αναγεννητική ικανότητα των φυσικών πόρων της περιοχής και του υπεδάφους της (συμπεριλαμβανομένων του εδάφους, της γης, των υδάτων και της βιοποικιλότητας)·

γ)

την ικανότητα απορρόφησης του φυσικού περιβάλλοντος, με ιδιαίτερη έμφαση στις ακόλουθες περιοχές:

[…]

vii)

πυκνοκατοικημένες περιοχές·

viii)

τοπία και τοποθεσίες ιστορικής, πολιτιστικής ή αρχαιολογικής σημασίας.

3.   Τύπος και χαρακτηριστικά των ενδεχόμενων επιπτώσεων

Οι ενδεχόμενες σημαντικές επιπτώσεις έργων στο περιβάλλον πρέπει να εξετάζονται σε συνάρτηση με τα κριτήρια που καθορίζονται στα σημεία 1 και 2 του παρόντος παραρτήματος, ως προς τον αντίκτυπο του έργου στους παράγοντες που καθορίζονται στο άρθρο 3, παράγραφος 1 λαμβάνοντας υπόψη:

α)

το μέγεθος και τη χωρική έκταση των επιπτώσεων (για παράδειγμα τη γεωγραφική περιοχή και το μέγεθος του πληθυσμού που ενδέχεται να θιγούν)·

[…]

ζ)

τη σώρευση των επιπτώσεων με τις επιπτώσεις άλλων υφιστάμενων και/ή εγκεκριμένων έργων· […]

[…]».

Το αυστριακό δίκαιο

11

Το άρθρο 3 του Bundesgesetz über die Prüfung der Umweltverträglichkeit (Umweltverträglichkeitsprüfungsgesetz 2000 – UVP-G 2000) (ομοσπονδιακού νόμου περί εκτιμήσεως των περιβαλλοντικών επιπτώσεων) (BGBl. 697/1993), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης (στο εξής: UVP-G 2000), το οποίο φέρει τον τίτλο «Αντικείμενο της εκτιμήσεως περιβαλλοντικών επιπτώσεων», ορίζει τα εξής:

«(1)   Τα έργα που παρατίθενται στο παράρτημα 1, καθώς και οι τροποποιήσεις των έργων αυτών, υπόκεινται σε εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεών τους σύμφωνα με τις ακόλουθες διατάξεις. Στα έργα που απαριθμούνται στις στήλες 2 και 3 του παραρτήματος 1 εφαρμόζεται η απλουστευμένη διαδικασία. […]

(2)   Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες έργα του παραρτήματος 1 υπολείπονται μεν των εκεί καθοριζόμενων κατώτατων ορίων ή δεν πληρούν τα εκεί καθοριζόμενα κριτήρια, αλλά το εκάστοτε όριο συμπληρώνεται ή το εκάστοτε κριτήριο πληρούται από κοινού με άλλα έργα, εναπόκειται στη δημόσια αρχή να κρίνει κατά περίπτωση αν, λόγω σώρευσης των επιπτώσεων, πρέπει να αναμένονται σημαντικά επιβλαβείς, ανεπιθύμητες ή επιβαρυντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον και αν πρέπει, ως εκ τούτου, να διενεργηθεί εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων για το σχεδιαζόμενο έργο. Για τους σκοπούς διαπίστωσης της σώρευσης, λαμβάνονται υπόψη άλλα παρόμοια και χωρικώς συναφή έργα, τα οποία έχουν ήδη υλοποιηθεί ή για τα οποία έχει χορηγηθεί άδεια, ή έργα για τα οποία έχει προγενέστερα υποβληθεί πλήρης αίτηση χορήγησης άδειας ενώπιον δημόσιας αρχής ή για τα οποία έχει προγενέστερα υποβληθεί αίτηση χορήγησης άδειας σύμφωνα με τα άρθρα 4 ή 5. Δεν απαιτείται κατά περίπτωση εξέταση αν το σχεδιαζόμενο έργο έχει δυναμικότητα που υπολείπεται του 25 % του κατώτατου ορίου. Για την κατά περίπτωση λήψη απόφασης, λαμβάνονται υπόψη τα κριτήρια της παραγράφου 5, σημεία 1 έως 3, και εφαρμόζονται οι παράγραφοι 7 και 8. Η εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων διενεργείται κατά την απλουστευμένη διαδικασία. Κατά περίπτωση εξέταση δεν διενεργείται όταν ο κύριος του έργου ζητεί τη διενέργεια εκτίμησης περιβαλλοντικών επιπτώσεων.

[…]

(4)   Στις περιπτώσεις έργων για τα οποία καθορίζεται κατώτατο όριο στη στήλη 3 του παραρτήματος 1, όσον αφορά ορισμένες προστατευόμενες τοποθεσίες, όταν πληρούται το κριτήριο αυτό, η αρχή, λαμβάνοντας υπόψη την έκταση και τα μόνιμα αποτελέσματα των περιβαλλοντικών επιπτώσεων, κρίνει κατά περίπτωση κατά πόσον πρέπει να αναμένονται σημαντικά επιβαρυντικές επιπτώσεις για τον προστατευόμενο οικότοπο (παράρτημα 2, κατηγορία B) ή για τον σκοπό προστασίας για τον οποίο έχει οριοθετηθεί η προστατευόμενη τοποθεσία (παράρτημα 2, κατηγορίες Α, C, D και Ε). Στο πλαίσιο της εν λόγω εξέτασης, οι προστατευόμενες τοποθεσίες των κατηγοριών A, C, D ή E του παραρτήματος 2 λαμβάνονται υπόψη μόνον εφόσον, κατά την ημέρα έναρξης της διαδικασίας, έχουν ήδη χαρακτηρισθεί ή συμπεριληφθεί στον κατάλογο των τόπων κοινοτικής σημασίας (παράρτημα 2, κατηγορία Α). Εάν προβλέπονται σημαντικά επιβαρυντικές επιπτώσεις, διενεργείται εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων. Για την κατά περίπτωση λήψη απόφασης, λαμβάνονται υπόψη τα κριτήρια της παραγράφου 5, σημεία 1 έως 3, και εφαρμόζονται οι παράγραφοι 7 και 8. Κατά περίπτωση εξέταση δεν διενεργείται όταν ο κύριος του έργου ζητεί τη διενέργεια εκτίμησης περιβαλλοντικών επιπτώσεων.

(4a)   Στις περιπτώσεις έργων για τα οποία προβλέπονται, στη στήλη 3 του παραρτήματος 1, ειδικές προϋποθέσεις, οι οποίες διαφέρουν από εκείνες που μνημονεύονται στην παράγραφο 4, και εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις αυτές, η αρχή κρίνει κατά περίπτωση, κατ’ εφαρμογήν της παραγράφου 7, κατά πόσον πρέπει να αναμένονται σημαντικά επιβλαβείς ή επιβαρυντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον, όπως αυτές ορίζονται στο άρθρο 1, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο. Αν η αρχή κρίνει ότι πρέπει να αναμένονται τέτοιες επιπτώσεις, η εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων διενεργείται κατά την απλουστευμένη διαδικασία. Κατά περίπτωση εξέταση δεν διενεργείται όταν ο κύριος του έργου ζητεί τη διενέργεια εκτίμησης περιβαλλοντικών επιπτώσεων.

[…]

(6)   Δεν επιτρέπεται η χορήγηση άδειας για έργα που υπόκεινται σε εκτίμηση, κατά τα οριζόμενα στις παραγράφους 1, 2 ή 4, πριν από την ολοκλήρωση της εκτίμησης περιβαλλοντικών επιπτώσεων ή της κατά περίπτωση εξέτασης. Οι τυχόν αναγγελίες που λαμβάνουν χώρα βάσει διοικητικών διατάξεων πριν από την ολοκλήρωση της εκτίμησης περιβαλλοντικών επιπτώσεων δεν παράγουν έννομα αποτελέσματα. Άδειες που χορηγούνται κατά παράβαση της παρούσας διάταξης δύνανται να κηρυχθούν άκυρες από την κατά το άρθρο 39, παράγραφος 3, αρμόδια αρχή εντός προθεσμίας τριών ετών.

(7)   Κατόπιν αίτησης του κυρίου του έργου, συμπράττουσας δημόσιας αρχής ή του Umweltanwalt [Συνηγόρου για το Περιβάλλον, Αυστρία] η αρμόδια αρχή διαπιστώνει αν απαιτείται, για συγκεκριμένο έργο, η διενέργεια εκτίμησης περιβαλλοντικών επιπτώσεων σύμφωνα με τον παρόντα ομοσπονδιακό νόμο, καθώς και ποιος από τους όρους που απαριθμούνται στο παράρτημα Ι ή στο άρθρο 3a, παράγραφοι 1 έως 3, πληρούται στην περίπτωση του έργου. Η ως άνω διαπίστωση μπορεί να πραγματοποιηθεί και αυτεπαγγέλτως. […]

[…]

(9)   Εάν η αρχή αποφασίσει, σύμφωνα με την παράγραφο 7, ότι ένα έργο δεν υπόκειται σε εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων, περιβαλλοντική οργάνωση αναγνωρισμένη σύμφωνα με το άρθρο 19, παράγραφος 7, ή περίοικος σύμφωνα με το άρθρο 19, παράγραφος 1, σημείο 1, έχει το δικαίωμα να ασκήσει προσφυγή ενώπιον του Bundesverwaltungsgericht [ομοσπονδιακού διοικητικού δικαστηρίου]. Από την ημερομηνία δημοσίευσης στο Διαδίκτυο, η εν λόγω περιβαλλοντική οργάνωση ή ο εν λόγω περίοικος αποκτά πρόσβαση στον διοικητικό φάκελο. Για την ενεργητική νομιμοποίηση της περιβαλλοντικής οργάνωσης, καθοριστικής σημασίας είναι η γεωγραφική ζώνη δραστηριοποίησης, που μνημονεύεται στη διοικητική απόφαση αναγνώρισής της σύμφωνα με το άρθρο 19, παράγραφος 7.»

12

Το παράρτημα 1 του UVP-G 2000 ορίζει τα ακόλουθα:

«Το παράρτημα περιλαμβάνει τα έργα που υπόκεινται σε εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων, σύμφωνα με το άρθρο 3.

Στις στήλες 1 και 2 μνημονεύονται τα έργα τα οποία υπόκεινται οπωσδήποτε σε εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων (στήλη 1) ή τα οποία πρέπει να υποβληθούν σε απλουστευμένη διαδικασία (στήλη 2). Οι τροποποιήσεις που μνημονεύονται στο παράρτημα 1 απαιτούν κατά περίπτωση εξέταση εφόσον πληρούται το καθορισθέν κατώτατο όριο· σε αντίθετη περίπτωση, εφαρμόζεται το άρθρο 3a, παράγραφοι 2 και 3, εκτός αν οι τροποποιήσεις αφορούν ρητώς και αποκλειστικώς τις νέες κατασκευές, τα νέα κτίρια ή τις νέες εγκαταστάσεις κοινής ωφελείας.

Στη στήλη 3 μνημονεύονται τα σχέδια που υπόκεινται σε εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων μόνον εφόσον πληρούνται ορισμένες ειδικές προϋποθέσεις. Για τα έργα αυτά, μόλις καλυφθεί το προβλεπόμενο κατώτατο όριο, πρέπει να διενεργείται εξέταση κατά περίπτωση. Αν από την εξέταση αυτή προκύψει ότι το σχέδιο πρέπει να υποβληθεί σε εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων, εφαρμόζεται η απλουστευμένη διαδικασία.

Οι κατηγορίες προστατευόμενων τοποθεσιών που μνημονεύονται στη στήλη 3 καθορίζονται στο παράρτημα 2. Ωστόσο, οι τοποθεσίες των κατηγοριών A, C, D και E λαμβάνονται υπόψη προκειμένου να καθορισθεί αν ένα έργο υπόκειται σε εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων μόνον εφόσον περιλαμβάνονται στις κατηγορίες αυτές κατά τον χρόνο υποβολής της αιτήσεως.

 

Εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων

Εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων με απλουστευμένη διαδικασία

 

Στήλη 1

Στήλη 2

Στήλη 3

[…]

[…]

[…]

[…]

 

Έργα υποδομών

 

 

[…]

[…]

[…]

[…]

Z 17

 

a) Πάρκα αναψυχής ή ψυχαγωγίας, αθλητικά στάδια και γήπεδα γκολφ με επιφάνεια χρήσεως γης τουλάχιστον 10 εκταρίων ή με τουλάχιστον 1 500 θέσεις σταθμεύσεως μηχανοκίνητων οχημάτων·

b) Πάρκα αναψυχής ή ψυχαγωγίας, αθλητικά στάδια και γήπεδα γκολφ εντός των προστατευόμενων τοποθεσιών της κατηγορίας A ή της κατηγορίας D με επιφάνεια χρήσεως γης τουλάχιστον 5 εκταρίων ή με τουλάχιστον 750 θέσεις σταθμεύσεως μηχανοκίνητων οχημάτων.

c) Έργα μνημονευόμενα στα στοιχεία a) και b) και άμεσα συνδεόμενες με αυτά εγκαταστάσεις που κατασκευάζονται, τροποποιούνται ή επεκτείνονται βάσει συμφωνιών με διεθνείς οργανώσεις ενόψει διοργανώσεων μείζονος σημασίας (όπως είναι, επί παραδείγματι, οι Ολυμπιακοί Αγώνες, τα Παγκόσμια Πρωταθλήματα ή τα Πρωταθλήματα Ευρώπης ή οι αγώνες αυτοκινήτων Φόρμουλα 1), κατόπιν εξατομικευμένης εκτιμήσεως κατά το άρθρο 3, παράγραφος 4a·

[…]

Z 18

 

a) Βιομηχανικές επιχειρηματικές περιοχές με επιφάνεια χρήσεως γης τουλάχιστον 50 εκταρίων·

b) Έργα αστικής αναπτύξεως 3a) με επιφάνεια χρήσεως γης τουλάχιστον 15 εκταρίων και με μικτό εμβαδόν δαπέδου άνω των 150 000 m2·

c) Βιομηχανικές επιχειρηματικές περιοχές εντός των προστατευόμενων τοποθεσιών της κατηγορίας A ή της κατηγορίας D με επιφάνεια χρήσεως γης τουλάχιστον 25 εκταρίων·

Στην περίπτωση των έργων που μνημονεύονται στο στοιχείο b), το άρθρο 3, παράγραφος 2, εφαρμόζεται λαμβανομένου υπόψη του αθροίσματος της επιτρεπόμενης δυναμικότητας κατά τη διάρκεια των πέντε τελευταίων ετών, περιλαμβανομένης της ζητούμενης δυναμικότητας ή αυξήσεως της δυναμικότητας.

Z 19

 

a) Εμπορικά κέντρα με επιφάνεια χρήσεως γης τουλάχιστον 10 εκταρίων ή με τουλάχιστον 1 000 θέσεις σταθμεύσεως μηχανοκίνητων οχημάτων·

b) Εμπορικά κέντρα εντός των προστατευόμενων τοποθεσιών της κατηγορίας A ή της κατηγορίας D με επιφάνεια χρήσεως γης τουλάχιστον 5 εκταρίων ή με τουλάχιστον 500 θέσεις σταθμεύσεως μηχανοκίνητων οχημάτων·

[…]

Z 20

 

a) εγκαταστάσεις καταλυμάτων όπως είναι τα ξενοδοχεία ή τα παραθεριστικά χωριά, περιλαμβανομένων των βοηθητικών εγκαταστάσεων, με δυναμικό τουλάχιστον 500 κλινών ή με επιφάνεια χρήσεως γης τουλάχιστον 5 εκταρίων, εκτός των κλειστών οικισμών·

b) εγκαταστάσεις καταλυμάτων όπως είναι τα ξενοδοχεία ή τα παραθεριστικά συγκροτήματα, περιλαμβανομένων των βοηθητικών εγκαταστάσεων, ευρισκόμενες εντός των προστατευόμενων τοποθεσιών της κατηγορίας A ή της κατηγορίας B και με δυναμικό τουλάχιστον 250 κλινών ή με επιφάνεια χρήσεως γης τουλάχιστον 2,5 εκταρίων, εκτός των κλειστών οικισμών.

[…]

Z 21

 

a) υπαίθριοι ή στεγασμένοι χώροι σταθμεύσεως, προσβάσιμοι στο κοινό, με τουλάχιστον 1 500 θέσεις σταθμεύσεως μηχανοκίνητων οχημάτων·

b) υπαίθριοι ή στεγασμένοι χώροι σταθμεύσεως, προσβάσιμοι στο κοινό, ευρισκόμενοι εντός των προστατευόμενων τοποθεσιών των κατηγοριών A, B ή D και με τουλάχιστον 750 θέσεις σταθμεύσεως μηχανοκίνητων οχημάτων.

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]

[…]»

13

Με την υποσημείωση 3a, η οποία περιλαμβάνεται στη στήλη 2 του σημείου Z 18 του παραρτήματος 1 του UVP-G 2000, διευκρινίζονται τα εξής:

«Ως έργα αστικής ανάπτυξης νοούνται τα αναπτυξιακά έργα συνολικής πολυλειτουργικής δόμησης, σε κάθε περίπτωση με οικιστικά και εμπορικά κτίρια, συμπεριλαμβανομένων των σχετικώς προβλεπόμενων οδών πρόσβασης και εγκαταστάσεων κοινής ωφελείας, με ζώνη προσέλκυσης η οποία εκτείνεται πέραν της επιφάνειας του έργου. Μετά την υλοποίησή τους, τα έργα αστικής ανάπτυξης ή τα τμήματα αυτών δεν θεωρούνται πλέον έργα αστικής ανάπτυξης κατά την έννοια της παρούσας υποσημείωσης.»

14

Το παράρτημα 2 του UVP-G 2000 ορίζει τα ακόλουθα:

«Κατάταξη των προστατευόμενων τοποθεσιών στις ακόλουθες κατηγορίες:

Κατηγορία

Προστατευόμενη τοποθεσία

Πεδίο εφαρμογής

A

Ειδική ζώνη διατηρήσεως

[…] τοποθεσίες που έχουν ενταχθεί στην Παγκόσμια Κληρονομιά της [Οργανώσεως των Ηνωμένων Εθνών για την Εκπαίδευση, την Επιστήμη και τον Πολιτισμό (Unesco)] σύμφωνα με το άρθρο 11, παράγραφος 2, της Συμβάσεως για την προστασία της παγκόσμιας πολιτιστικής και φυσικής κληρονομιάς [η οποία συνήφθη στο Παρίσι στις 16 Νοεμβρίου 1972 (Recueil des traités des Nations unies, τόμος 1037, αριθ. I‑15511)]

[…]

[…]

[…]

D

Τοποθεσία όπου έχει διαπιστωθεί (ατμοσφαιρική) ρύπανση

Τοποθεσίες καθοριζόμενες σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 8

[…]

[…]

[…]

[…]»

15

Το άρθρο 70 του Wiener Stadtentwicklungs-, Stadtplanungs- und Baugesetzbuch, Bauordnung für Wien (κώδικα αστικής αναπτύξεως, πολεοδομίας και δομήσεως Βιέννης, οικοδομικός κανονισμός Βιέννης) (LGBl. 1930/11), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως της κύριας δίκης (στο εξής: κώδικας αστικής αναπτύξεως Βιέννης), το οποίο φέρει τον τίτλο «Εξέταση σχεδίου οικοδομικού έργου και χορήγηση οικοδομικής αδείας», προβλέπει, στην παράγραφο 1, τα εξής:

«Εάν το κατασκευαστικό σχέδιο ενδέχεται να θίγει δημοσίου δικαίου ατομικά δικαιώματα των περιοίκων (άρθρο 134a) και εφόσον δεν τυγχάνει εφαρμογής η απλουστευμένη διαδικασία χορηγήσεως οικοδομικής αδείας, διοργανώνεται προφορική συζήτηση στην οποία πρέπει επίσης να καλούνται ο σχεδιαστής και ο κύριος του έργου, στο μέτρο που δεν τυγχάνει εφαρμογής το άρθρο 65, παράγραφος 1. […]»

16

Το άρθρο 134 του ως άνω κώδικα, το οποίο φέρει τον τίτλο «Μετέχοντες στη διαδικασία», ορίζει τα ακόλουθα:

«(1)   Ο αιτών ή ο καταθέτων την αίτηση είναι, εν πάση περιπτώσει, μετέχων στη διαδικασία, κατά την έννοια του άρθρου 8 του [Allgemeines Verwaltungsverfahrensgesetz (γενικού κώδικα διοικητικής διαδικασίας)], εφόσον ο [κώδικας αστικής αναπτύξεως Βιέννης] προβλέπει αίτηση ή κατάθεση αιτήσεως.

[…]

(3)   Στο πλαίσιο της διαδικασίας χορηγήσεως οικοδομικής αδείας […], πέραν του αιτούντος (κυρίου του έργου), μετέχοντες στη διαδικασία είναι και οι κύριοι (συγκύριοι) του οικοπέδου. Τα πρόσωπα που έχουν δικαίωμα οικοδομήσεως πρέπει να θεωρούνται κύριοι οικοπέδων. Οι κύριοι (συγκύριοι) γειτονικών οικοπέδων είναι μετέχοντες στη διαδικασία οσάκις το σχεδιαζόμενο οικοδομικό έργο και η χρήση του θίγουν τα δημοσίου δικαίου ατομικά δικαιώματά τους που απαριθμούνται περιοριστικώς στο άρθρο 134a και οσάκις, παρά την παράγραφο 4, σύμφωνα με το άρθρο 70 παράγραφος 2, διατυπώνουν αντιρρήσεις κατά του σχεδίου οικοδομικού έργου κατά την έννοια του άρθρου 134a το αργότερο κατά την προφορική συζήτηση. Οι περίοικοι δεν αποκτούν την ιδιότητα του μετέχοντος στη διαδικασία σε περίπτωση κατά την οποία ενέκριναν ρητώς το οικοδομικό έργο επί των σχεδίων ή παραπέμποντας σε αυτά. Οι περίοικοι έχουν δικαίωμα να συμβουλεύονται το φάκελο της υποθέσεως […] από της υποβολής του σχεδίου οικοδομικού έργου ενώπιον της αρχής. Τα λοιπά πρόσωπα των οποίων θίγονται τα ιδιωτικά δικαιώματα ή συμφέροντα είναι ενδιαφερόμενοι […]. Τα ευρισκόμενα εντός της οικοδομήσιμης ζώνης γειτονικά οικόπεδα είναι εκείνα που συνορεύουν με το οικόπεδο το οποίο αφορά το σχέδιο οικοδομικού έργου ή τα οποία χωρίζονται από αυτό με λωρίδες γης 6 μέτρων κατά το μέγιστο ή με οδό δημοσίας χρήσεως πλάτους 20 μέτρων κατ’ ανώτατο όριο, στη δε τελευταία αυτή περίπτωση βρίσκονται έναντι του προς οικοδόμηση οικοπέδου. Σε όλες τις περιοχές διαφορετικής χρήσεως και όταν τα οικόπεδα είναι δημόσια, θεωρούνται γειτονικά τα οικόπεδα που απέχουν κατά το μέγιστο 20 μέτρα από τον τόπο κατασκευής του οικοδομικού έργου.»

Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

17

Η προσφεύγουσα της κύριας δίκης σχεδίασε την ανέγερση κτιριακού συγκροτήματος στο κέντρο της Βιέννης (Αυστρία), έργο το οποίο ονομάζεται «ICV Heumarkt Neu – Neubau Hotel InterContinental, Wiener Eislaufverein WEV» (στο εξής: έργο «Heumarkt Neu»).

18

Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρέσχε το αιτούν δικαστήριο, το ως άνω έργο συνίστατο στην ανάπλαση της επίμαχης τοποθεσίας, με την κατεδάφιση του υφιστάμενου ξενοδοχείου InterContinental και την ανέγερση δύο νέων κτιρίων, ξενοδοχειακής, εμπορικής και συνεδριακής χρήσεως, ενός πολυώροφου κτιρίου (πύργου) για ξενοδοχειακή χρήση, για διοργάνωση εκδηλώσεων, για κατοικίες και για γραφεία και ενός κτιρίου το οποίο θα αποτελούσε τη βάση του εν λόγω πύργου και ενός εκ των ανωτέρω κτιρίων και θα είχε ξενοδοχειακή και εμπορική, καθώς και συνεδριακή χρήση, ενώ θα διέθετε τρία υπόγεια επίπεδα. Το κτίριο το οποίο δεν θα ανεγειρόταν επί του βασικού κτιρίου θα βρισκόταν μεταξύ του βασικού κτιρίου και μιας παρακείμενης αίθουσας συναυλιών και θα διέθετε και αυτό τρία υπόγεια επίπεδα. Στο πλαίσιο του εν λόγω έργου προβλεπόταν επίσης, πρώτον, η ανακατασκευή ενός παγοδρομίου και του κτιρίου το οποίο το στέγαζε, με την κατασκευή υπόγειου παγοδρομίου επιφάνειας περίπου 1000 m2 και υπόγειου γυμναστηρίου με κολυμβητήριο, δεύτερον, η κατασκευή υπόγειου χώρου σταθμεύσεως 275 θέσεων για αυτοκίνητα οχήματα, καθώς και, τρίτον, η μετατόπιση κατά περίπου 11 μέτρα οδού εφαπτομένης του έργου. Το έργο «Heumarkt Neu» θα κάλυπτε επιφάνεια περίπου 1,55 εκταρίων και μικτό εμβαδόν δαπέδου 89000 m2 (εκ των οποίων 58000 m2 υπεργείως και 31000 m2 υπογείως). Επιπλέον, ολόκληρο το έργο αυτό θα βρισκόταν εντός της κεντρικής ζώνης της τοποθεσίας που έχει ενταχθεί στην παγκόσμια κληρονομιά της Unesco, με την ονομασία «Ιστορικό Κέντρο της Βιέννης».

19

Με απόφαση της 16ης Οκτωβρίου 2018, η κυβέρνηση του Ομόσπονδου Κράτους της Βιέννης (Αυστρία) απάντησε στην από 17 Οκτωβρίου 2017 αίτηση την οποία υπέβαλε η προσφεύγουσα της κύριας δίκης βάσει του άρθρου 3, παράγραφος 7, του UVP-G 2000, διαπιστώνοντας ότι το έργο «Heumarkt Neu» δεν έπρεπε να υποβληθεί σε εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων, επειδή δεν ενέπιπτε σε καμία από τις κατηγορίες έργων του παραρτήματος 1 του εν λόγω νόμου στις οποίες θα μπορούσε να εμπίπτει ένα τέτοιο έργο (ιδίως σημεία Z 17 έως Z 21 του παραρτήματος αυτού). Όσον αφορά την κατηγορία με τίτλο «Έργα αστικής ανάπτυξης» η οποία διαλαμβάνεται στο παράρτημα 1, σημείο Z 18, στοιχείο b, του UVP-G 2000, η Κυβέρνηση του Ομόσπονδου Κράτους της Βιέννης επισήμανε ότι το έργο δεν πληρούσε τα προβλεπόμενα από τη συγκεκριμένη διάταξη κατώτατα όρια και ότι το άρθρο 3, παράγραφος 2, του UVP-G 2000, το οποίο αφορά την περίπτωση σωρεύσεως με άλλα σχέδια, δεν είχε εφαρμογή, δεδομένου ότι δεν πληρούνταν το κατώτατο όριο του 25 % που προβλέπει η διάταξη αυτή.

20

Επιληφθέν προσφυγής ασκηθείσας από πλείονες περιοίκους και από μια οργάνωση προστασίας του περιβάλλοντος, το Bundesverwaltungsgericht (ομοσπονδιακό διοικητικό δικαστήριο), γνωστοποίησε στον κύριο του έργου «Heumarkt Neu» και στην κυβέρνηση του Ομόσπονδου Κράτους της Βιέννης την εκτίμησή του ότι η μεταφορά στην εθνική έννομη τάξη της διατάξεως του παραρτήματος II, σημείο 10, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2011/92 ήταν πλημμελής και ότι απαιτούνταν κατά περίπτωση εξέταση του επίμαχου έργου. Το εν λόγω δικαστήριο διόρισε πραγματογνώμονα και όρισε ημερομηνία προφορικής συζητήσεως. Εν συνεχεία, η προσφεύγουσα της κύριας δίκης ανακάλεσε τη μνημονευόμενη στη σκέψη 19 της παρούσας αποφάσεως αίτησή της να κριθεί ότι δεν συντρέχει λόγος να διενεργηθεί εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων.

21

Παρά την ως άνω ανάκληση της αιτήσεως, το Bundesverwaltungsgericht (ομοσπονδιακό διοικητικό δικαστήριο) έκρινε, με απόφαση της 9ης Απριλίου 2019, ότι το έργο «Heumarkt Neu» υπέκειτο στην υποχρέωση διενέργειας εκτιμήσεως των περιβαλλοντικών επιπτώσεων.

22

Επιληφθέν αιτήσεων αναιρέσεως (Revision) εκ μέρους της προσφεύγουσας της κύριας δίκης και της Κυβερνήσεως του Ομόσπονδου Κράτους της Βιέννης, το Verwaltungsgerichtshof (Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο, Αυστρία), με απόφαση της 25ης Ιουνίου 2021, αναίρεσε την απόφαση του Bundesverwaltungsgericht (ομοσπονδιακού διοικητικού δικαστηρίου) της 9ης Απριλίου 2019, με το σκεπτικό, κατ’ ουσίαν, ότι, κατόπιν της ανακλήσεως της αιτήσεως της προσφεύγουσας της κύριας δίκης, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δεν ήταν πλέον αρμόδιο να αποφανθεί επί της ουσίας της προσφυγής της οποίας είχε επιληφθεί και όφειλε απλώς να ακυρώσει την από 16 Οκτωβρίου 2018 απόφαση της εν λόγω κυβερνήσεως.

23

Ως εκ τούτου, με απόφαση της 15ης Ιουλίου 2021, το Bundesverwaltungsgericht (ομοσπονδιακό διοικητικό δικαστήριο) ακύρωσε την απόφαση της Κυβερνήσεως του Ομόσπονδου Κράτους της Βιέννης της 16ης Οκτωβρίου 2018.

24

Προγενέστερα, με αίτηση της 30ής Νοεμβρίου 2018, η προσφεύγουσα της κύριας δίκης, παράλληλα με την προμνημονευθείσα διαδικασία καθορισμού, είχε ζητήσει από τις δημοτικές αρχές της Βιέννης την έκδοση οικοδομικής αδείας για το έργο «Heumarkt Neu».

25

Δεδομένου ότι οι δημοτικές αρχές της Βιέννης δεν είχαν εκδώσει απόφαση επί της ως άνω αιτήσεως, στις 12 Μαρτίου 2021 η προσφεύγουσα της κύριας δίκης άσκησε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου στην υπό κρίση υπόθεση, Verwaltungsgericht Wien (διοικητικού πρωτοδικείου Βιέννης, Αυστρία), προσφυγή κατά παραλείψεως, με την οποία ζητεί από το εν λόγω δικαστήριο να χορηγήσει τη ζητηθείσα οικοδομική άδεια, επισημαίνοντας συγχρόνως ότι, λαμβανομένων υπόψη των κατώτατων ορίων και των κριτηρίων που προβλέπονται στο παράρτημα 1, σημείο Z 18, στοιχείο b, του UVP-G 2000, το έργο «Heumarkt Neu» δεν υπόκειται σε εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων.

26

Το αιτούν δικαστήριο εκθέτει ότι, δυνάμει του εθνικού δικαίου, εφόσον η προσφυγή κατά παραλείψεως πρέπει, όπως εν προκειμένω, να κριθεί βάσιμη, απόκειται πλέον στο εν λόγω δικαστήριο να αποφανθεί, κατά περίπτωση, επί της αιτήσεως χορηγήσεως αδείας. Ωστόσο, η τυχόν αρμοδιότητα του αιτούντος δικαστηρίου να αποφανθεί επί της εν λόγω αιτήσεως εξαρτάται, όπως και η αρμοδιότητα της αρχής εκδόσεως οικοδομικών αδειών την οποία υποκαθιστά εν προκειμένω, από το αν πρέπει ή όχι να διενεργηθεί εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων, ζήτημα επί του οποίου οφείλει, ως εκ τούτου, να αποφανθεί προκαταρκτικώς. Το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει, επίσης, ότι, εν προκειμένω, το πρόκριμα αυτό πρέπει να εξετασθεί λαμβανομένων υπόψη των κατώτατων ορίων και των κριτηρίων που ισχύουν για τα «έργα αστικής ανάπτυξης» κατά την έννοια του παραρτήματος 1, σημείο Z 18, στοιχείο b, του UVP-G 2000, δεδομένου ότι αυτή είναι η μόνη περίπτωση η οποία προβλέπεται στο εν λόγω παράρτημα και της οποίας η εφαρμογή είναι δυνατή εν προκειμένω.

27

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Verwaltungsgericht Wien (διοικητικό πρωτοδικείο Βιέννης) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα εξής προδικαστικά ερωτήματα:

«1)

Αντιβαίνει στην [οδηγία 2011/92] εθνική ρύθμιση η οποία εξαρτά τη διενέργεια εκτίμησης περιβαλλοντικών επιπτώσεων για τα “έργα αστικής ανάπτυξης” τόσο από τη συμπλήρωση κατώτατων ορίων, τα οποία συνίστανται, ειδικότερα, σε επιφάνεια χρήσης γης τουλάχιστον 15 εκταρίων και σε μικτό εμβαδόν δαπέδου άνω των 150000 τ.μ., όσο και από την προϋπόθεση ότι πρέπει να πρόκειται για αναπτυξιακό έργο συνολικής πολυλειτουργικής δόμησης, σε κάθε περίπτωση με οικιστικά και εμπορικά κτίρια, συμπεριλαμβανομένων των σχετικώς προβλεπόμενων οδών πρόσβασης και εγκαταστάσεων κοινής ωφελείας, με ζώνη προσέλκυσης η οποία εκτείνεται πέραν της επιφάνειας του έργου; Ασκεί επιρροή, συναφώς, το ότι, στο εθνικό δίκαιο, καθορίζονται ιδιαίτεροι όροι για

τα πάρκα αναψυχής και ψυχαγωγίας, τα αθλητικά στάδια ή τα γήπεδα γκολφ (από ορισμένη επιφάνεια χρήσης γης και/ή από ορισμένο αριθμό θέσεων στάθμευσης),

τις βιομηχανικές επιχειρηματικές περιοχές (από ορισμένη επιφάνεια χρήσης γης),

τα εμπορικά κέντρα (από ορισμένη επιφάνεια χρήσης γης και/ή από ορισμένο αριθμό θέσεων στάθμευσης),

τις εγκαταστάσεις καταλυμάτων, όπως τα ξενοδοχεία ή τα παραθεριστικά χωριά, συμπεριλαμβανομένων των βοηθητικών εγκαταστάσεων (από ορισμένο αριθμό κλινών και/ή από ορισμένη επιφάνεια χρήσης γης, όσον αφορά μόνον τον χώρο εκτός των κλειστών οικισμών), και

τους προσβάσιμους στο κοινό υπαίθριους ή στεγασμένους χώρους στάθμευσης (από ορισμένο αριθμό θέσεων στάθμευσης);

2)

Λαμβανομένης ιδίως υπόψη της περιλαμβανόμενης στο παράρτημα III, σημείο 2, στοιχείο γʹ, περίπτωση viii, της [οδηγίας 2011/92] επιταγής ότι, προκειμένου να κριθεί αν απαιτείται η διενέργεια εκτίμησης περιβαλλοντικών επιπτώσεων για τα έργα που απαριθμούνται στο παράρτημα ΙΙ, πρέπει επίσης να λαμβάνονται υπόψη τα “τοπία και [οι] τοποθεσίες ιστορικής, πολιτιστικής ή αρχαιολογικής σημασίας”, απαιτεί η [οδηγία 2011/92], για τους τόπους ιδιαίτερης ιστορικής, πολιτιστικής, πολεοδομικής ή αρχιτεκτονικής σημασίας, όπως, για παράδειγμα, για τα Μνημεία Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO, να καθορίζονται χαμηλότερα κατώτατα όρια ή αυστηρότερα κριτήρια (σε σύγκριση με τα μνημονευόμενα στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα);

3)

Αντιβαίνει στην [οδηγία 2011/92] εθνική ρύθμιση η οποία, κατά την εκτίμηση ενός “έργου αστικής ανάπτυξης” κατά την έννοια του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος, περιορίζει τη δυνατότητα συνυπολογισμού (σώρευσης) με άλλα παρόμοια και χωρικώς συναφή έργα επιτρέποντας, για τον σκοπό αυτόν, να λαμβάνεται υπόψη μόνον το άθροισμα των δυναμικοτήτων για τις οποίες έχει χορηγηθεί άδεια κατά τα τελευταία πέντε έτη, συμπεριλαμβανομένης της ζητούμενης δυναμικότητας και/ή επέκτασης της δυναμικότητας, και η οποία επίσης προβλέπει ότι τα έργα αστικής ανάπτυξης και/ή τα τμήματά τους, εννοιολογικά, παύουν να θεωρούνται έργα αστικής ανάπτυξης μετά την υλοποίησή τους, καθώς και ότι, στις περιπτώσεις που το σχεδιαζόμενο έργο έχει δυναμικότητα που υπολείπεται του 25 % του κατώτατου ορίου, δεν διενεργείται κατά περίπτωση εξέταση για να κριθεί αν, λόγω της σώρευσης των επιπτώσεων, αναμένονται σημαντικά επιβλαβείς, ανεπιθύμητες ή επιβαρυντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον και αν, ως εκ τούτου, πρέπει να διενεργηθεί εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων για το σχεδιαζόμενο έργο;

4)

Σε περίπτωση καταφατικής απάντησης στο πρώτο και/ή στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα: Μπορεί η κατά περίπτωση εξέταση, η οποία πρέπει να διενεργείται από τις εθνικές υπηρεσίες σε περίπτωση υπέρβασης του διαθέσιμου στα κράτη μέλη περιθωρίου εκτιμήσεως [σύμφωνα με τις –στην περίπτωση αυτή, άμεσης εφαρμογής– διατάξεις του άρθρου 2, παράγραφος 1, καθώς και του άρθρου 4, παράγραφοι 2 και 3, της (οδηγίας 2011/92)], περί του αν το έργο ενδέχεται να έχει σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον και αν πρέπει, ως εκ τούτου, να υποβληθεί σε εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων, να περιορίζεται σε συγκεκριμένες πτυχές προστασίας, όπως, για παράδειγμα, στον σκοπό της προστασίας συγκεκριμένης περιοχής, ή πρέπει, στην περίπτωση αυτή, να λαμβάνεται υπόψη των σύνολο των κριτηρίων και των πτυχών που μνημονεύονται στο παράρτημα III της [οδηγίας 2011/92];

5)

Επιτρέπει η οδηγία 2011/92, λαμβανομένων ιδίως υπόψη των κανόνων περί έννομης προστασίας του άρθρου της 11, να διενεργηθεί η μνημονευόμενη στο τέταρτο προδικαστικό ερώτημα εξέταση το πρώτον από το αιτούν δικαστήριο (στο πλαίσιο διαδικασίας χορήγησης άδειας δόμησης και στο πλαίσιο της εξέτασης της δικής του αρμοδιότητας), στη διαδικασία ενώπιον του οποίου, βάσει του εθνικού δικαίου, αναγνωρίζεται στο “κοινό” η ιδιότητα του μετέχοντος στη διαδικασία μόνο σε εξαιρετικά περιορισμένο πλαίσιο και κατά της απόφασης του οποίου παρέχεται μόνον εξαιρετικά περιορισμένη έννομη προστασία στα μέλη του “ενδιαφερόμενου κοινού” κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 2, στοιχεία δʹ και εʹ, της [οδηγίας 2011/92]; Ασκεί επιρροή στην απάντηση που θα δοθεί στο εν λόγω ερώτημα το ότι, βάσει της εθνικής νομοθεσίας –πέραν της δυνατότητας αυτεπάγγελτης αναγνώρισης–, μόνον ο κύριος του έργου, η συμπράττουσα αρχή ή ο Umweltanwalt [Συνήγορος για το Περιβάλλον, Αυστρία] μπορούν να ζητήσουν να κριθεί αυτοτελώς αν το έργο υπόκειται στην υποχρέωση διενέργειας εκτίμησης περιβαλλοντικών επιπτώσεων;

6)

Επιτρέπει η [οδηγία 2011/92], στην περίπτωση των “έργων αστικής ανάπτυξης” κατά το παράρτημα ΙΙ, σημείο 10, στοιχείο βʹ, της οδηγίας αυτής, πριν από –ή παράλληλα με– τη διενέργεια της απαιτούμενης εκτίμησης περιβαλλοντικών επιπτώσεων και/ή πριν από την ολοκλήρωση της κατά περίπτωση εξέτασης των περιβαλλοντικών επιπτώσεων, με την οποία επιδιώκεται να αποσαφηνιστεί η ανάγκη διενέργειας εκτίμησης περιβαλλοντικών επιπτώσεων, να χορηγηθούν άδειες δόμησης για επιμέρους κατασκευαστικά έργα τα οποία αποτελούν μέρος του συνολικού έργου αστικής ανάπτυξης, λαμβανομένου υπόψη ότι, στο πλαίσιο της διαδικασίας χορήγησης άδειας δόμησης, δεν διενεργείται πλήρης εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων κατά την έννοια της [οδηγίας 2011/92] και στο κοινό αναγνωρίζεται μόνο σε περιορισμένη έκταση η ιδιότητα του μετέχοντος στη διαδικασία;»

Επί του παραδεκτού της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως

28

Η WertInvest Hotelbetrieb υποστηρίζει ότι η υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως είναι απαράδεκτη στο μέτρο που το έργο «Heumarkt Neu» δεν εμπίπτει στην έννοια των «έργων αστικής αναπτύξεως» κατά το παράρτημα II, σημείο 10, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2011/92, δεδομένου ότι το εν λόγω έργο περιορίζεται, κατ’ ουσίαν, στη μετατροπή υφιστάμενου έργου.

29

Υπενθυμίζεται συναφώς ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, στο πλαίσιο της συνεργασίας μεταξύ του Δικαστηρίου και των εθνικών δικαστηρίων που καθιερώνεται με το άρθρο 267 ΣΛΕΕ, εναπόκειται αποκλειστικώς στο εθνικό δικαστήριο, το οποίο έχει επιληφθεί της διαφοράς και φέρει την ευθύνη της μέλλουσας να εκδοθεί δικαστικής αποφάσεως, να εκτιμήσει, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιομορφίες της υποθέσεως, τόσο την αναγκαιότητα της προδικαστικής αποφάσεως για την έκδοση της δικής του αποφάσεως όσο και τη λυσιτέλεια των ερωτημάτων που υποβάλλει στο Δικαστήριο. Συνεπώς, εφόσον τα υποβληθέντα ερωτήματα αφορούν την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης, το Δικαστήριο υποχρεούται, κατ’ αρχήν, να αποφανθεί (απόφαση της 12ης Οκτωβρίου 2017, Sleutjes, C‑278/16, EU:C:2017:757, σκέψη 21 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

30

Ως εκ τούτου, τα σχετικά με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ερωτήματα τα οποία υπέβαλε το εθνικό δικαστήριο, εντός του πραγματικού και νομοθετικού πλαισίου το οποίο αυτό προσδιορίζει με δική του ευθύνη και την ακρίβεια του οποίου δεν οφείλει να ελέγξει το Δικαστήριο, τεκμαίρονται λυσιτελή. Το Δικαστήριο μπορεί να απορρίψει αίτηση εθνικού δικαστηρίου για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως μόνον όταν είναι πρόδηλο ότι η ζητούμενη ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ουδεμία σχέση έχει με το υποστατό ή το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, όταν το πρόβλημα είναι υποθετικής φύσεως ή ακόμη όταν το Δικαστήριο δεν έχει στη διάθεσή του τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που του είναι αναγκαία για να δώσει χρήσιμη απάντηση στα υποβληθέντα ερωτήματα (απόφαση της 12ης Οκτωβρίου 2017, Sleutjes, C‑278/16, EU:C:2017:757, σκέψη 22 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

31

Τούτο όμως δεν συμβαίνει εν προκειμένω, δεδομένου ότι, όλως αντιθέτως, τα υποβληθέντα προδικαστικά ερωτήματα συνδέονται προδήλως με το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης. Επιπλέον, επισημαίνεται ότι οι αντιρρήσεις που προέβαλε η WertInvest Hotelbetrieb αφορούν το ίδιο το περιεχόμενο του παραρτήματος ΙΙ, σημείο 10, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2011/92 και τον νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών με γνώμονα την εν λόγω διάταξη. Το ζήτημα, όμως, αν περίπτωση όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης τις οποίες μνημονεύει το αιτούν δικαστήριο αποτελεί ζήτημα ουσίας συνδεόμενο με την ερμηνεία τους, οπότε οι τυχόν αμφιβολίες οι οποίες ενδεχομένως υφίστανται συναφώς δεν είναι ικανές να επηρεάσουν το παραδεκτό των προδικαστικών ερωτημάτων (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 27ης Οκτωβρίου 2009, ČEZ, C‑115/08, EU:C:2009:660, σκέψη 67).

32

Ως εκ τούτου, πρέπει να απορριφθούν τα επιχειρήματα της WertInvest Hotelbetrieb περί απαραδέκτου της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως.

Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

Επί του πρώτου και του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος

33

Με το πρώτο και το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, τα οποία πρέπει να εξετασθούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί αν η οδηγία 2011/92 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση η οποία εξαρτά τη διενέργεια εκτιμήσεως περιβαλλοντικών επιπτώσεων για «έργα αστικής ανάπτυξης», αφενός, από την υπέρβαση των κατώτατων ορίων περί επιφάνειας χρήσεως γης τουλάχιστον 15 εκταρίων και μικτού εμβαδού δαπέδου άνω των 150000 m2 και, αφετέρου, από το αν πρόκειται για αναπτυξιακό έργο συνολικής πολυλειτουργικής δομήσεως, το οποίο περιλαμβάνει τουλάχιστον οικιστικά και εμπορικά κτίρια, καθώς και τις σχετικώς προβλεπόμενες οδούς προσβάσεως και εγκαταστάσεις κοινής ωφελείας, διαθέτει δε ζώνη προσέλκυσης εκτεινόμενη πέραν της επιφάνειας την οποία καλύπτει το έργο, και η οποία ρύθμιση δεν καθορίζει χαμηλότερα κατώτατα όρια ή αυστηρότερα κριτήρια αναλόγως της θέσεως των οικείων έργων, ιδίως σε περιοχές ιδιαίτερης ιστορικής, πολιτιστικής, πολεοδομικής ή αρχιτεκτονικής σημασίας.

34

Από τον συνδυασμό των διατάξεων του άρθρου 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 2011/92 και του σημείου 10, στοιχείο βʹ, του παραρτήματος II της ίδιας οδηγίας προκύπτει ότι τα κράτη μέλη πρέπει να αποφασίζουν, βάσει κατά περίπτωση εξετάσεως ή βάσει κατωτάτων ορίων ή κριτηρίων που εκείνα καθορίζουν, αν ένα έργο αστικής αναπτύξεως πρέπει να υποβληθεί σε εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων σύμφωνα με τα άρθρα 5 έως 10 της εν λόγω οδηγίας. Τα κράτη μέλη μπορούν επίσης να αποφασίζουν να εφαρμόσουν και τις δύο διαδικασίες.

35

Συναφώς, επισημαίνεται προκαταρκτικώς ότι, όπως προκύπτει από την απόφαση περί παραπομπής, το αιτούν δικαστήριο, στο οποίο απόκειται να εκτιμήσει τα πραγματικά περιστατικά, δεν φαίνεται να διατηρεί καμία αμφιβολία ως προς το ότι έργο όπως το επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης πρέπει να θεωρηθεί ότι εμπίπτει στην έννοια των «έργων αστικής ανάπτυξης» κατά το σημείο 10, στοιχείο βʹ, του παραρτήματος II της οδηγίας 2011/92, έννοια για την ερμηνεία της οποίας το εν λόγω δικαστήριο δεν υπέβαλε, άλλωστε, ερώτημα στο Δικαστήριο. Εν προκειμένω δε, λαμβανομένων υπόψη, ειδικότερα, των χαρακτηριστικών του εν λόγω έργου, όπως αυτά περιγράφονται στην απόφαση περί παραπομπής και εκτίθενται εκ νέου στη σκέψη 18 της παρούσας αποφάσεως, το Δικαστήριο δεν διακρίνει κανένα λόγο για να τεθεί εν αμφιβόλω ο νομικός χαρακτηρισμός των πραγματικών περιστατικών στον οποίο προέβη κατά τα άνω το αιτούν δικαστήριο.

36

Κατά τα λοιπά και όσον αφορά την αντίρρηση της WertInvest Hotelbetrieb η οποία μνημονεύθηκε στη σκέψη 28 της παρούσας αποφάσεως, αρκεί η επισήμανση ότι το γεγονός ότι το έργο αφορά τη μετατροπή ήδη υφιστάμενου έργου, καθόσον προβλέπεται, όπως εν προκειμένω, η κατεδάφιση του υφιστάμενου έργου και η ανέγερση νέου, δεν δύναται να αποκλείσει τον χαρακτηρισμό ενός τέτοιου έργου ως εμπίπτοντος στην έννοια των «έργων αστικής ανάπτυξης» κατά το σημείο 10, στοιχείο βʹ, του παραρτήματος II της οδηγίας 2011/92 (πρβλ. απόφαση της 3ης Μαρτίου 2011, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας, C‑50/09, EU:C:2011:109, σκέψη 100).

37

Όσον αφορά τη θέση σε εφαρμογή της οδηγίας 2011/92, υπενθυμίζεται ότι τα κράτη μέλη οφείλουν να εκτελέσουν την εν λόγω οδηγία κατά τρόπο που να ανταποκρίνεται πλήρως στις επιταγές της, λαμβανομένου υπόψη του ουσιώδους σκοπού της ο οποίος, όπως προκύπτει από το άρθρο της 2, παράγραφος 1, έγκειται στο ότι, πριν χορηγηθεί άδεια, τα έργα που ενδέχεται να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον λόγω, μεταξύ άλλων, της φύσεως, του μεγέθους ή της θέσεώς τους πρέπει να υπόκεινται σε εκτίμηση των επιπτώσεών τους (πρβλ., όσον αφορά τις αντίστοιχες διατάξεις της οδηγίας 85/337, απόφαση της 27ης Μαρτίου 2014, Consejería de Infraestructuras y Transporte de la Generalitat Valenciana και Iberdrola Distribución Eléctrica, C‑300/13, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2014:188, σκέψη 23 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

38

Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι ένα έργο ακόμη και περιορισμένου μεγέθους μπορεί να έχει σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον και ότι, κατά πάγια νομολογία, οι διατάξεις της νομοθεσίας του κράτους μέλους που προβλέπουν την εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων ορισμένων ειδών έργων πρέπει επίσης να τηρούν τις απαιτήσεις του άρθρου 3 της οδηγίας 2011/92 και να λαμβάνουν υπόψη τις επιπτώσεις του έργου στον πληθυσμό και την ανθρώπινη υγεία, τη βιοποικιλότητα, τη γη, το έδαφος, τα ύδατα, τον αέρα και το κλίμα, καθώς και στα υλικά αγαθά, την πολιτιστική κληρονομιά και το φυσικό τοπίο (πρβλ. απόφαση της 24ης Μαρτίου 2011, Επιτροπή κατά Βελγίου, C‑435/09, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2011:176, σκέψη 50 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

39

Από πάγια νομολογία προκύπτει επίσης ότι, όσον αφορά τα έργα που απαριθμούνται στο παράρτημα II της οδηγίας 2011/92, οσάκις τα κράτη μέλη έχουν αποφασίσει να κάνουν χρήση του καθορισμού κατωτάτων ορίων ή κριτηρίων προκειμένου να αποφασίζουν αν τα συγκεκριμένα έργα πρέπει να υποβληθούν σε εκτίμηση σύμφωνα με τα άρθρα 5 έως 10 της εν λόγω οδηγίας, το περιθώριο εκτιμήσεως που καταλείπεται στα κράτη μέλη οριοθετείται από την προβλεπόμενη στο άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής υποχρέωση να υποβάλλουν σε εκτίμηση επιπτώσεων, πριν από τη χορήγηση αδείας, τα έργα που ενδέχεται να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον λόγω, μεταξύ άλλων, της φύσεως, του μεγέθους ή της θέσεώς τους (απόφαση της 31ης Μαΐου 2018, Επιτροπή κατά Πολωνίας, C‑526/16, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2018:356, σκέψη 60 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

40

Τέλος, επισημαίνεται ότι, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 4, παράγραφος 3, της οδηγίας 2011/92, τα κράτη μέλη υποχρεούνται να λαμβάνουν υπόψη, για τον καθορισμό των ως άνω κατώτατων ορίων ή κριτηρίων, τα σχετικά κριτήρια επιλογής που καθορίζονται στο παράρτημα III της εν λόγω οδηγίας.

41

Μεταξύ των τελευταίων αυτών κριτηρίων, στο εν λόγω παράρτημα μνημονεύονται, πρώτον, τα χαρακτηριστικά των έργων, τα οποία πρέπει να εξετάζονται ιδίως ως προς το μέγεθος του έργου και τη σώρευση με άλλα υφιστάμενα ή εγκεκριμένα έργα, δεύτερον, η θέση των έργων, ώστε να λαμβάνεται υπόψη η περιβαλλοντική ευαισθησία των γεωγραφικών περιοχών που ενδέχεται να θιγούν από τα έργα αυτά, ιδίως ως προς την υπάρχουσα και την εγκεκριμένη χρήση γης και την ικανότητα απορροφήσεως εκ μέρους του φυσικού περιβάλλοντος, με ιδιαίτερη έμφαση, μεταξύ άλλων, στις πυκνοκατοικημένες περιοχές, καθώς και στα τοπία και τοποθεσίες ιστορικής, πολιτιστικής ή αρχαιολογικής σημασίας και, τρίτον, τα χαρακτηριστικά των ενδεχόμενων επιπτώσεων των έργων, ιδίως όσον αφορά τη γεωγραφική περιοχή και το μέγεθος του πληθυσμού που ενδέχεται να θιγούν από αυτά, καθώς και τη σώρευση των επιπτώσεων με τις επιπτώσεις άλλων υφιστάμενων ή εγκεκριμένων έργων.

42

Ως εκ τούτου, κράτος μέλος το οποίο, βάσει του άρθρου 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 2011/92, καθορίζει κατώτατα όρια ή κριτήρια λαμβάνοντας υπόψη μόνον το μέγεθος των έργων, χωρίς να συνεκτιμά τα κριτήρια που υπομνήσθηκαν στη σκέψη 41 της παρούσας αποφάσεως, υπερβαίνει το περιθώριο εκτιμήσεως που διαθέτει βάσει του άρθρου 2, παράγραφος 1, και του άρθρου 4, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής (πρβλ. απόφαση της 24ης Μαρτίου 2011, Επιτροπή κατά Βελγίου, C‑435/09, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2011:176, σκέψη 55 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

43

Εν προκειμένω, προκύπτει ότι, ενώ η Δημοκρατία της Αυστρίας καθόρισε πλείονα κατώτατα όρια, τα οποία ισχύουν αναλόγως της θέσεως του έργου, μεταξύ άλλων στις περιοχές της κατηγορίας A στις οποίες περιλαμβάνονται οι τοποθεσίες που έχουν ενταχθεί στην παγκόσμια κληρονομιά της Unesco, για τα έργα τα οποία αφορούν τα «εμπορικά κέντρα» και τους «υπαίθριους ή στεγασμένους χώρους σταθμεύσεως, προσβάσιμους στο κοινό», κατά τα σημεία Z 19 και Z 21 του παραρτήματος 1 του UVP-G 2000, και τα οποία εμπίπτουν επίσης στην έννοια των «έργων αστικής ανάπτυξης», κατά το σημείο 10, στοιχείο βʹ, του παραρτήματος II της οδηγίας 2011/92, καθόρισε ένα μόνον κατώτατο όριο όσον αφορά τα «έργα αστικής ανάπτυξης» του σημείου Z 18, στοιχείο b, του παραρτήματος 1 του UVP-G 2000.

44

Από τη νομολογία του Δικαστηρίου, όμως, προκύπτει ότι, αν ένα κράτος μέλος χρησιμοποιεί κατώτατα όρια προκειμένου να κρίνει αν υφίσταται ανάγκη διενέργειας εκτιμήσεως περιβαλλοντικών επιπτώσεων, είναι αναγκαίο να λαμβάνει υπόψη στοιχεία όπως είναι η θέση των έργων, για παράδειγμα καθορίζοντας πλείονα κατώτατα όρια τα οποία αντιστοιχούν σε ποικίλα μεγέθη έργων και τα οποία ισχύουν αναλόγως της φύσεως και της θέσεως του έργου (πρβλ. απόφαση της 21ης Σεπτεμβρίου 1999, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας, C‑392/96, EU:C:1999:431, σκέψη 70).

45

Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, σύμφωνα με τα στοιχεία που παρέσχε το αιτούν δικαστήριο, το επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης έργο βρίσκεται στην κεντρική ζώνη τοποθεσίας που έχει ενταχθεί στην παγκόσμια κληρονομιά της UNESCO και, ως εκ τούτου, το κριτήριο περί της θέσεως των έργων, κατά το σημείο 2, στοιχείο γʹ, περίπτωση viii, του παραρτήματος III της οδηγίας 2011/92 έχει ιδιαίτερη σημασία εντός του συγκεκριμένου πλαισίου.

46

Εξάλλου, υπενθυμίζεται ότι από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι κράτος μέλος το οποίο καθορίζει τα ως άνω κατώτατα όρια ή κριτήρια σε τέτοιο επίπεδο ώστε, στην πράξη, το σύνολο των έργων ορισμένου είδους να εξαιρείται εκ προοιμίου από την υποχρέωση εκτιμήσεως των επιπτώσεών τους υπερβαίνει επίσης το περιθώριο εκτιμήσεως περί του οποίου γίνεται λόγος στη σκέψη 39 της παρούσας αποφάσεως, εκτός εάν το σύνολο των εξαιρούμενων έργων μπορεί να θεωρηθεί, βάσει συνολικής εκτιμήσεως, ότι δεν ενδέχεται να έχει σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον (απόφαση της 31ης Μαΐου 2018, Επιτροπή κατά Πολωνίας, C‑526/16, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2018:356, σκέψη 61 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

47

Σε ένα αστικό περιβάλλον όπου ο χώρος είναι περιορισμένος, κατώτατα όρια επιφάνειας χρήσεως γης τουλάχιστον 15 εκταρίων και μικτού εμβαδού δαπέδου άνω των 150000 m2 είναι τόσο υψηλά ώστε, στην πράξη, η πλειονότητα των έργων αστικής ανάπτυξης να εξαιρείται εκ προοιμίου από την υποχρέωση διενέργειας εκτιμήσεως των επιπτώσεών τους στο περιβάλλον.

48

Συναφώς, επισημαίνεται, αφενός, ότι το αιτούν δικαστήριο μνημόνευσε, στην απόφασή του περί παραπομπής, ότι από ορισμένες πηγές προκύπτει ότι, στην πράξη, κανένα έργο αστικής ανάπτυξης δεν είναι δυνατόν να φθάνει τα κατώτατα όρια και να πληροί τα κριτήρια που καθορίζονται στο σημείο Z 18, στοιχείο b, του παραρτήματος 1 του UVP-G 2000. Αφετέρου, από τα στοιχεία της δικογραφίας που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο προκύπτει ότι, στην Αυστρία, η πλειονότητα των έργων αστικής ανάπτυξης, κατά την έννοια του σημείου 10, στοιχείο βʹ, του παραρτήματος II της οδηγίας 2011/92, δεν υπόκειται σε εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων.

49

Επιπλέον, η Αυστριακή Κυβέρνηση ανέφερε, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι αντελήφθη ότι τα προβλεπόμενα προς τούτο από την εθνική νομοθεσία κατώτατα όρια ενδέχεται να είναι υπέρμετρα υψηλά και ότι για τον λόγο αυτόν αποφάσισε να τροποποιήσει τη συγκεκριμένη νομοθεσία.

50

Ωστόσο, στο αιτούν δικαστήριο απόκειται, εν τέλει, να εκτιμήσει, βάσει όλων των διαθέσιμων κρίσιμων στοιχείων, αν τα σχετικά κατώτατα όρια και κριτήρια καθορίζονται σε τέτοιο επίπεδο ώστε, στην πράξη, το σύνολο ή σχεδόν το σύνολο των οικείων έργων να εξαιρείται από την υποχρέωση διενέργειας εκτιμήσεως των επιπτώσεών τους στο περιβάλλον και να διακριβώσει, στην περίπτωση αυτή, ότι μια τέτοια εξαίρεση δεν δύναται να δικαιολογηθεί από το γεγονός ότι το σύνολο των κατ’ αυτόν τον τρόπο εξαιρούμενων έργων ήταν δυνατόν να θεωρηθεί, βάσει συνολικής εκτιμήσεως, ότι δεν ενδέχετο να έχει σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον.

51

Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, στο πρώτο και στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 2, παράγραφος 1, το άρθρο 4, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, και παράγραφος 3, το παράρτημα II, σημείο 10, στοιχείο βʹ, και το παράρτημα III της οδηγίας 2011/92 έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση η οποία εξαρτά τη διενέργεια εκτιμήσεως περιβαλλοντικών επιπτώσεων για «έργα αστικής ανάπτυξης», αφενός, από την υπέρβαση των κατώτατων ορίων περί επιφάνειας χρήσεως γης τουλάχιστον 15 εκταρίων και μικτού εμβαδού δαπέδου άνω των 150000 m2 και, αφετέρου, από το αν πρόκειται για αναπτυξιακό έργο συνολικής πολυλειτουργικής δομήσεως, το οποίο περιλαμβάνει τουλάχιστον οικιστικά και εμπορικά κτίρια, καθώς και τις σχετικώς προβλεπόμενες οδούς προσβάσεως και εγκαταστάσεις κοινής ωφελείας, διαθέτει δε ζώνη προσέλκυσης εκτεινόμενη πέραν της επιφάνειας την οποία καλύπτει το έργο.

Επί του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος

52

Με το τρίτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσίαν να διευκρινισθεί αν η οδηγία 2011/92 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική διάταξη η οποία, προκειμένου να εκτιμηθεί αν ένα σχέδιο «έργων αστικής ανάπτυξης» πρέπει να υποβληθεί σε εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων, περιορίζει την εξέταση της σωρεύσεως των επιπτώσεών του με τις επιπτώσεις άλλων παρεμφερών και χωρικώς συναφών έργων μόνον στον συνυπολογισμό των δυναμικοτήτων για τις οποίες έχει χορηγηθεί άδεια κατά την τελευταία πενταετία, περιλαμβανομένης της δυναμικότητας ή της επεκτάσεως δυναμικότητας που ζητείται στο πλαίσιο του εν λόγω έργου, ενώ τα έργα αστικής ανάπτυξης ή τα τμήματα αυτών δεν πρέπει πλέον να θεωρούνται έργα αστικής ανάπτυξης μετά την υλοποίησή τους και ενώ, οσάκις το σχεδιαζόμενο έργο αφορά δυναμικότητα κατώτερη του 25 % του προβλεπόμενου κατώτατου ορίου, δεν κρίνεται κατά περίπτωση αν, λόγω της σωρεύσεως των επιπτώσεων, πρέπει να αναμένονται σημαντικές επιζήμιες, επιβλαβείς ή επιβαρυντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον και αν, ως εκ τούτου, απαιτείται η διενέργεια εκτιμήσεως των περιβαλλοντικών επιπτώσεων του εν λόγω έργου.

53

Από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως προκύπτει ότι το ερώτημα αυτό αφορά τον κανόνα του άρθρου 3, παράγραφος 2, του UVP-G 2000, ερμηνευόμενο σε συνδυασμό με το παράρτημα 1, σημείο Z 18, του εν λόγω νόμου και, ειδικότερα, με την υποσημείωση 3a, που περιλαμβάνεται στη στήλη 2 του σημείου Z 18.

54

Ωστόσο, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, σε περίπτωση κατά την οποία κράτος μέλος, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 4, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2011/92, επιβάλλει, όσον αφορά έργα που εμπίπτουν στο παράρτημα II της οδηγίας, κατώτατο όριο το οποίο δεν είναι σύμφωνο με τις υποχρεώσεις που επιβάλλονται βάσει του άρθρου 2, παράγραφος 1, και του άρθρου 4, παράγραφος 3, της οδηγίας, οι διατάξεις του άρθρου 2, παράγραφος 1, και του άρθρου 4, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, και παράγραφος 3, της οδηγίας αναπτύσσουν άμεσο αποτέλεσμα, συνεπεία του οποίου οι αρμόδιες εθνικές αρχές πρέπει να διασφαλίζουν ότι θα εξετασθεί αρχικώς αν τα επίμαχα έργα ενδέχεται να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον και ότι, σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, θα εκτιμηθούν στη συνέχεια οι επιπτώσεις αυτές (πρβλ. απόφαση της 21ης Μαρτίου 2013, Salzburger Flughafen, C‑244/12, EU:C:2013:203, σκέψη 48).

55

Κατά συνέπεια, λαμβανομένης υπόψη της απαντήσεως που δόθηκε στο πρώτο και στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, παρέλκει η απάντηση στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα.

56

Πράγματι, λαμβανομένης υπόψη της εν λόγω απαντήσεως, προκειμένου να καθορισθεί αν το επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης έργο πρέπει να υποβληθεί σε εκτίμηση των επιπτώσεών του στο περιβάλλον, η αρμόδια αρχή ή, κατά περίπτωση, το αιτούν δικαστήριο οφείλει να προβεί σε εξέταση του έργου αυτού αποκλειστικώς βάσει των κριτηρίων του παραρτήματος III της οδηγίας 2011/92 και, ως εκ τούτου, η απάντηση στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα δεν είναι αναγκαία για την επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης.

Επί του τετάρτου προδικαστικού ερωτήματος

57

Με το τέταρτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί αν το άρθρο 4, παράγραφος 3, της οδηγίας 2011/92 έχει την έννοια ότι, στο πλαίσιο της κατά περίπτωση εξετάσεως του ζητήματος αν ένα έργο ενδέχεται να έχει σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον και πρέπει, επομένως, να υποβληθεί σε εκτίμηση των επιπτώσεών του στο περιβάλλον, η αρμόδια αρχή δύναται περιορισθεί στη συνεκτίμηση ορισμένων πτυχών της προστασίας του περιβάλλοντος, όπως είναι το αντικείμενο της προστασίας ορισμένης περιοχής, ή αν πρέπει να εξετάσει το συγκεκριμένο έργο βάσει όλων των κριτηρίων επιλογής που μνημονεύονται στο παράρτημα III της οδηγίας.

58

Κατά το άρθρο 4, παράγραφος 3, της οδηγίας 2011/92, για να εξετασθεί αν ένα έργο ενδέχεται να έχει σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον, λαμβάνονται υπόψη τα σχετικά κριτήρια επιλογής που ορίζονται στο παράρτημα III της εν λόγω οδηγίας.

59

Συναφώς, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι ένα κράτος μέλος παραβαίνει τις υποχρεώσεις που υπέχει από την οδηγία 2011/92 όταν αποκλείει ρητώς ή σιωπηρώς ένα ή περισσότερα κριτήρια του παραρτήματος III της εν λόγω οδηγίας, καθόσον καθένα από αυτά μπορεί, αναλόγως του έργου που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του παραρτήματος II της εν λόγω οδηγίας, να είναι κρίσιμο προκειμένου να αποφασισθεί αν πρέπει να διενεργηθεί διαδικασία εκτιμήσεως των περιβαλλοντικών επιπτώσεων (πρβλ. διάταξη της 10ης Ιουλίου 2008, Aiello κ.λπ., C‑156/07, EU:C:2008:398, σκέψη 50).

60

Ως εκ τούτου, στο πλαίσιο της κατά περίπτωση εξετάσεως, η αρμόδια αρχή πρέπει να εξετάσει το οικείο έργο με γνώμονα το σύνολο των κριτηρίων επιλογής που απαριθμούνται στο παράρτημα III της οδηγίας 2011/92 προκειμένου να καθορίσει τα κριτήρια που ασκούν επιρροή στη συγκεκριμένη περίπτωση και πρέπει εν συνεχεία να λάβει προσηκόντως υπόψη όλα τα κριτήρια που αποδεικνύονται κατ’ αυτόν τον τρόπο σχετικά.

61

Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να υπομνησθεί ότι το Δικαστήριο έχει απορρίψει την άποψη ότι, στις αστικές περιοχές, οι επιπτώσεις στο περιβάλλον των έργων οικιστικής αναπτύξεως είναι σχεδόν ανύπαρκτες και έχει παραπέμψει συναφώς στα κριτήρια που αφορούν τις πυκνοκατοικημένες περιοχές, καθώς και τα τοπία ιστορικής, πολιτιστικής και αρχαιολογικής σημασίας, τα οποία μνημονεύονται πλέον στο σημείο 2, στοιχείο γʹ, περιπτώσεις vii και viii, του παραρτήματος III της οδηγίας 2011/92 (πρβλ. απόφαση της 16ης Μαρτίου 2006, Επιτροπή κατά Ισπανίας, C‑332/04, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2006:180, σκέψεις 79 και 80).

62

Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, στο τέταρτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 4, παράγραφος 3, της οδηγίας 2011/92 έχει την έννοια ότι, στο πλαίσιο της κατά περίπτωση εξετάσεως του ζητήματος αν ένα έργο ενδέχεται να έχει σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον και πρέπει, επομένως, να υποβληθεί σε εκτίμηση των επιπτώσεών του στο περιβάλλον, η αρμόδια αρχή πρέπει να εξετάσει το συγκεκριμένο έργο βάσει όλων των κριτηρίων επιλογής που απαριθμούνται στο παράρτημα III της οδηγίας προκειμένου να καθορίσει τα κριτήρια που ασκούν εν προκειμένω επιρροή και εν συνεχεία να εφαρμόσει τα εν λόγω σχετικά κριτήρια στη συγκεκριμένη περίπτωση.

Επί του πέμπτου προδικαστικού ερωτήματος

63

Με το πέμπτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί αν το άρθρο 11 της οδηγίας 2011/92 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται στην το πρώτον διενέργεια της κατά περίπτωση εξετάσεως που προβλέπεται στο άρθρο 4, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας από δικαστήριο το οποίο έχει την αρμοδιότητα χορηγήσεως της αδείας του άρθρου 1, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, της οδηγίας, κατόπιν διαδικασίας στην οποία το κοινό έχει την ιδιότητα του μετέχοντος στη διαδικασία μόνον εντός εξαιρετικά περιορισμένου πλαισίου και κατά το πέρας της οποίας το κοινό διαθέτει δυνατότητες ασκήσεως προσφυγής κατά τρόπο επίσης εξαιρετικά περιορισμένο. Στο πλαίσιο αυτό, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται επίσης αν ασκεί επιρροή το ότι, κατά το εθνικό δίκαιο, πέραν της δυνατότητας αυτεπάγγελτης κρίσεως, μόνον ο κύριος του έργου, η συμπράττουσα αρχή ή ο Συνήγορος για το Περιβάλλον μπορούν να ζητήσουν να κριθεί αν το επίμαχο έργο πρέπει να υποβληθεί σε εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων.

64

Από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως προκύπτει ότι ο λόγος για την υποβολή του ερωτήματος αυτού από το αιτούν δικαστήριο είναι διττός. Αφενός, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, σύμφωνα με τις διατάξεις του κώδικα αστικής αναπτύξεως Βιέννης, την ιδιότητα του μετέχοντος στη διαδικασία εκδόσεως οικοδομικής αδείας, η οποία εκκρεμεί ενώπιόν του, την έχουν μόνον τα πρόσωπα που είναι κύριοι οικοπέδου ή έχουν δικαίωμα οικοδομήσεως επί οικοπέδου κείμενου σε επακριβώς καθορισθείσα ζώνη ευρισκόμενη πέριξ του οικοπέδου ανεγέρσεως του επίμαχου στην υπόθεση της κύριας δίκης έργου, με συνέπεια το κοινό, κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2011/92, να αποκλείεται σχεδόν εντελώς από τη συγκεκριμένη διαδικασία και, επομένως, κατ’ αρχήν, να στερείται τη δυνατότητα ασκήσεως προσφυγής κατά ενδεχόμενης αποφάσεως του αιτούντος δικαστηρίου να μην απαιτηθεί εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων για το εν λόγω έργο. Αφετέρου, σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 7, του UVP-G 2000, μόνον ο κύριος του έργου, η συμπράττουσα αρχή ή ο Συνήγορος για το Περιβάλλον μπορούν να ζητήσουν, με δική τους πρωτοβουλία, να κριθεί αν το εν λόγω έργο πρέπει να υποβληθεί σε εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων.

65

Συναφώς, παρατηρείται ότι η οδηγία 2011/92 δεν υποχρεώνει τα κράτη μέλη να προβλέπουν τη δυνατότητα του κοινού, κατά την έννοια του άρθρου της 1, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, ή του ενδιαφερόμενου κοινού, κατά την έννοια του άρθρου της 1, παράγραφος 2, στοιχείο εʹ, να κινήσει τη διαδικασία αποφάσεως που προβλέπεται στο άρθρο 4, παράγραφοι 4 και 5.

66

Ομοίως, η οδηγία 2011/92 δεν προβλέπει την ύπαρξη δικαιώματος συμμετοχής του κοινού ή του ενδιαφερόμενου κοινού σε τέτοια διαδικασία.

67

Εντούτοις, από το άρθρο 4, παράγραφος 5, της οδηγίας αυτής προκύπτει ότι η απόφαση που εκδίδεται κατά το πέρας της εν λόγω διαδικασίας και πληροί τις τυπικές προϋποθέσεις που προβλέπει η συγκεκριμένη διάταξη πρέπει να διατίθεται στο κοινό.

68

Εξάλλου, κατά το άρθρο 11 της οδηγίας 2011/92, ιδιώτης ο οποίος περιλαμβάνεται στο «ενδιαφερόμενο κοινό» κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 2, στοιχείο εʹ, της οδηγίας και ο οποίος πληροί τα προβλεπόμενα από το εθνικό δίκαιο κριτήρια ως προς το «επαρκές [έννομο] συμφέρον» ή, ενδεχομένως, την «προσβολή δικαιώματος», κατά το εν λόγω άρθρο 11, πρέπει να έχει τη δυνατότητα να προσβάλει, ενώπιον δικαιοδοτικού ή άλλου ανεξάρτητου και αμερόληπτου οργάνου που έχει συσταθεί διά νόμου, την ουσιαστική ή διαδικαστική νομιμότητα αποφάσεως με την οποία διαπιστώνεται ότι δεν απαιτείται εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων, στο πλαίσιο προσφυγής ασκηθείσας, ενδεχομένως, κατά αποφάσεως περί χορηγήσεως αδείας (πρβλ. απόφαση της 16ης Απριλίου 2015, Gruber, C‑570/13, EU:C:2015:231, σκέψη 44).

69

Επιπλέον, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι το γεγονός ότι μια τέτοια απόφαση εκδόθηκε από δικαστήριο το οποίο ασκεί εντός του συγκεκριμένου πλαισίου αρμοδιότητες διοικητικής φύσεως δεν μπορεί να εμποδίσει την εκ μέρους του ενδιαφερόμενου κοινού άσκηση του δικαιώματος προσφυγής κατά της αποφάσεως αυτής (πρβλ. απόφαση της 15ης Οκτωβρίου 2009, Djurgården-Lilla Värtans Miljöskyddsförening, C‑263/08, EU:C:2009:631, σκέψη 37).

70

Τέλος, υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 11, παράγραφος 1, της οδηγίας 2011/92, κατά το οποίο αποφάσεις, πράξεις ή παραλείψεις τις οποίες αφορά το εν λόγω άρθρο πρέπει να μπορούν να προσβληθούν με ένδικο βοήθημα για να «αμφισβητηθεί η ουσιαστική ή διαδικαστική νομιμότητά τους», ουδόλως περιορίζει τους λόγους που μπορούν να προβληθούν προς στήριξη τέτοιας προσφυγής (απόφαση της 15ης Οκτωβρίου 2015, Επιτροπή κατά Γερμανίας, C‑137/14, EU:C:2015:683, σκέψη 77 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

71

Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, στο πέμπτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 11 της οδηγίας 2011/92 έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται στην το πρώτον διενέργεια της κατά περίπτωση εξετάσεως που προβλέπεται στο άρθρο 4, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της εν λόγω οδηγίας από δικαστήριο το οποίο έχει την αρμοδιότητα χορηγήσεως της αδείας του άρθρου 1, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, της οδηγίας αυτής. Εντούτοις, ιδιώτης ο οποίος περιλαμβάνεται στο «ενδιαφερόμενο κοινό», κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 2, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2011/92, και ο οποίος πληροί τα προβλεπόμενα από το εθνικό δίκαιο κριτήρια ως προς το «επαρκές [έννομο] συμφέρον» ή, ενδεχομένως, την «προσβολή δικαιώματος», κατά το άρθρο 11, πρέπει να έχει τη δυνατότητα να προσβάλει, ενώπιον άλλου δικαιοδοτικού οργάνου ή, κατά περίπτωση, άλλου ανεξάρτητου και αμερόληπτου οργάνου που έχει συσταθεί διά νόμου, την ουσιαστική ή διαδικαστική νομιμότητα αποφάσεως του δικαστηρίου αυτού με την οποία διαπιστώνεται ότι δεν απαιτείται εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων.

Επί του έκτου προδικαστικού ερωτήματος

72

Με το έκτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί αν η οδηγία 2011/92 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται στην έκδοση, πριν ή κατά τη διάρκεια της διενέργειας της απαιτούμενης εκτιμήσεως περιβαλλοντικών επιπτώσεων ή πριν από το πέρας της κατά περίπτωση εξετάσεως των περιβαλλοντικών επιπτώσεων προκειμένου να κριθεί αν απαιτείται τέτοια εκτίμηση, οικοδομικής αδείας για επιμέρους σχέδια έργων τα οποία εντάσσονται στο πλαίσιο ευρύτερων σχεδίων έργων αστικής ανάπτυξης.

73

Η Αυστριακή Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι το ερώτημα αυτό είναι υποθετικό και, ως εκ τούτου, απαράδεκτο.

74

Συναφώς, είναι βεβαίως αληθές ότι, όπως επισημαίνει η Αυστριακή Κυβέρνηση, το ίδιο το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει στην αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, ειδικότερα, ότι το αντικείμενο των «έργων αστικής ανάπτυξης» είναι το ίδιο με το αντικείμενο του «επιμέρους έργου», για το οποίο θα μπορούσε, κατά το αιτούν δικαστήριο, να εκδοθεί «πρόωρη» οικοδομική άδεια. Εξάλλου, από τη δικογραφία που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο προκύπτει ότι η από 12 Μαρτίου 2021 αίτηση της προσφεύγουσας της κύριας δίκης, η οποία αποτελεί αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, αφορά το ίδιο έργο με εκείνο το οποίο αφορούσε η αίτηση οικοδομικής άδειας της 30ής Νοεμβρίου 2018 και το οποίο αντιστοιχεί, κατ’ ουσίαν, στην περιγραφή που παρέθεσε το αιτούν δικαστήριο στην εν λόγω αίτηση προδικαστικής αποφάσεως και επαναλαμβάνεται, κατ’ ουσίαν, στη σκέψη 18 της παρούσας αποφάσεως. Επιπλέον, προκύπτει ότι, στην υπόθεση της κύριας δίκης, η προσφεύγουσα της κύριας δίκης ζήτησε την έκδοση οικοδομικής άδειας για το συγκεκριμένο έργο στο σύνολό του.

75

Εντούτοις, στο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο κάνει λόγο για «άδειες δόμησης για επιμέρους κατασκευαστικά έργα τα οποία αποτελούν μέρος του συνολικού έργου αστικής ανάπτυξης» και, στο πλαίσιο της αποφάσεως περί παραπομπής, παραπέμπει στα επιχειρήματα της προσφεύγουσας της κύριας δίκης κατά τα οποία, στην περίπτωση «έργων αστικής ανάπτυξης», μολονότι το σύνολο του έργου υπόκειται στην υποχρέωση διενέργειας εκτιμήσεως των περιβαλλοντικών επιπτώσεων, εξακολουθεί να είναι δυνατή η χορήγηση άδειας για επιμέρους κατασκευαστικά έργα. Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν μπορεί να αποκλεισθεί ότι το εν λόγω δικαστήριο είναι, βάσει του αυστριακού δικαίου και εν αναμονή της διενέργειας είτε εκτιμήσεως περιβαλλοντικών επιπτώσεων κατά την έννοια της οδηγίας 2011/92 είτε κατά περίπτωση εξετάσεως προκειμένου να καθορισθεί αν απαιτείται η εκτίμηση αυτή, αρμόδιο να χορηγήσει άδεια για τέτοια επιμέρους έργα και ότι έχει υποβληθεί σχετική αίτηση στο πλαίσιο της διαφοράς της κύριας δίκης.

76

Κατά συνέπεια, δεδομένου ότι για τα προδικαστικά ερωτήματα ισχύει, σύμφωνα με τη νομολογία που υπομνήσθηκε στη σκέψη 30 της παρούσας απόφασης, τεκμήριο λυσιτέλειας, πρέπει να δοθεί απάντηση στο έκτο προδικαστικό ερώτημα.

77

Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 2011/92, τα έργα τα οποία ενδέχεται να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον υπόκεινται σε εκτίμηση όσον αφορά τις επιπτώσεις τους στο περιβάλλον πριν χορηγηθεί άδεια.

78

Ο ως άνω κανόνας συνεπάγεται ότι η εξέταση των άμεσων και έμμεσων επιπτώσεων του έργου στους παράγοντες που μνημονεύονται στο άρθρο 3 της εν λόγω οδηγίας και στην αλληλεπίδραση μεταξύ των παραγόντων αυτών πρέπει να διενεργείται συνολικά και με πληρότητα πριν από τη χορήγηση αδείας (πρβλ. απόφαση της 24ης Φεβρουαρίου 2022, Namur-Est Environnement, C‑463/20, EU:C:2022:121, σκέψη 58 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

79

Όπως έχει επισημάνει το Δικαστήριο, η εκ των προτέρων διενέργεια της εκτιμήσεως δικαιολογείται από το ότι είναι αναγκαίο, κατά τη διαδικασία λήψεως αποφάσεων, να λαμβάνει υπόψη η αρμόδια αρχή όσο το δυνατόν πιο έγκαιρα τις επιπτώσεις στο περιβάλλον όλων των τεχνικών διαδικασιών σχεδιασμού και λήψεως αποφάσεων, προκειμένου να αποφεύγεται ευθύς εξαρχής η πρόκληση ρυπάνσεων ή οχλήσεων και όχι να καταπολεμούνται οι συνέπειές τους εκ των υστέρων (απόφαση της 31ης Μαΐου 2018, Επιτροπή κατά Πολωνίας, C‑526/16, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2018:356, σκέψη 75 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

80

Η έκδοση, όμως, οικοδομικών αδειών για επιμέρους έργα που αποτελούν τμήμα ενός ευρύτερου σχεδίου έργου αστικής ανάπτυξης, πριν κριθεί αν το τελευταίο αυτό έργο πρέπει να υποβληθεί σε εκτίμηση σύμφωνα με τα άρθρα 5 έως 10 της οδηγίας 2011/92 και, ενδεχομένως, πριν διενεργηθεί η συγκεκριμένη εκτίμηση, θα ήταν προδήλως αντίθετη προς τις εν λόγω απαιτήσεις και προς τον ουσιώδη σκοπό του οποίου αυτές αποτελούν την έκφραση και ο οποίος υπομνήσθηκε στη σκέψη 37 της παρούσας αποφάσεως.

81

Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, στο έκτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η οδηγία 2011/92 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται στην έκδοση, πριν ή κατά τη διάρκεια της διενέργειας της απαιτούμενης εκτιμήσεως περιβαλλοντικών επιπτώσεων ή πριν από το πέρας της κατά περίπτωση εξετάσεως των περιβαλλοντικών επιπτώσεων προκειμένου να κριθεί αν απαιτείται τέτοια εκτίμηση, οικοδομικής αδείας για επιμέρους σχέδια έργων τα οποία εντάσσονται στο πλαίσιο ευρύτερων σχεδίων έργων αστικής ανάπτυξης.

Επί των δικαστικών εξόδων

82

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) αποφαίνεται:

 

1)

Το άρθρο 2, παράγραφος 1, το άρθρο 4, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, και παράγραφος 3, το παράρτημα II, σημείο 10, στοιχείο βʹ, και το παράρτημα III της οδηγίας 2011/92/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2011, για την εκτίμηση των επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων δημοσίων και ιδιωτικών έργων στο περιβάλλον, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2014/52/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Απριλίου 2014,

έχουν την έννοια ότι:

αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση η οποία εξαρτά τη διενέργεια εκτιμήσεως περιβαλλοντικών επιπτώσεων για «έργα αστικής ανάπτυξης», αφενός, από την υπέρβαση των κατώτατων ορίων περί επιφάνειας χρήσεως γης τουλάχιστον 15 εκταρίων και μικτού εμβαδού δαπέδου άνω των 150000 m2 και, αφετέρου, από το αν πρόκειται για αναπτυξιακό έργο συνολικής πολυλειτουργικής δομήσεως, το οποίο περιλαμβάνει τουλάχιστον οικιστικά και εμπορικά κτίρια, καθώς και τις σχετικώς προβλεπόμενες οδούς προσβάσεως και εγκαταστάσεις κοινής ωφελείας, διαθέτει δε ζώνη προσέλκυσης εκτεινόμενη πέραν της επιφάνειας την οποία καλύπτει το έργο.

 

2)

Το άρθρο 4, παράγραφος 3, της οδηγίας 2011/92, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2014/52,

έχει την έννοια ότι:

στο πλαίσιο της κατά περίπτωση εξετάσεως του ζητήματος αν ένα έργο ενδέχεται να έχει σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον και πρέπει, επομένως, να υποβληθεί σε εκτίμηση των επιπτώσεών του στο περιβάλλον, η αρμόδια αρχή πρέπει να εξετάσει το συγκεκριμένο έργο βάσει όλων των κριτηρίων επιλογής που απαριθμούνται στο παράρτημα III της οδηγίας 2011/92, όπως τροποποιήθηκε, προκειμένου να καθορίσει τα κριτήρια που ασκούν εν προκειμένω επιρροή και εν συνεχεία να εφαρμόσει τα εν λόγω σχετικά κριτήρια στη συγκεκριμένη περίπτωση.

 

3)

Το άρθρο 11 της οδηγίας 2011/92, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2014/52,

έχει την έννοια ότι:

δεν αντιτίθεται στην το πρώτον διενέργεια της κατά περίπτωση εξετάσεως που προβλέπεται στο άρθρο 4, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2011/92, όπως τροποποιήθηκε, από δικαστήριο το οποίο έχει την αρμοδιότητα χορηγήσεως της αδείας του άρθρου 1, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/92, όπως τροποποιήθηκε.

Εντούτοις, ιδιώτης ο οποίος περιλαμβάνεται στο «ενδιαφερόμενο κοινό», κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 2, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2011/92, όπως τροποποιήθηκε, και ο οποίος πληροί τα προβλεπόμενα από το εθνικό δίκαιο κριτήρια ως προς το «επαρκές [έννομο] συμφέρον» ή, ενδεχομένως, την «προσβολή δικαιώματος», κατά το άρθρο 11, πρέπει να έχει τη δυνατότητα να προσβάλει, ενώπιον άλλου δικαιοδοτικού οργάνου ή, κατά περίπτωση, άλλου ανεξάρτητου και αμερόληπτου οργάνου που έχει συσταθεί διά νόμου, την ουσιαστική ή διαδικαστική νομιμότητα αποφάσεως του δικαστηρίου αυτού με την οποία διαπιστώνεται ότι δεν απαιτείται εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων.

 

4)

Η οδηγία 2011/92, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2014/52,

έχει την έννοια ότι:

αντιτίθεται στην έκδοση, πριν ή κατά τη διάρκεια της διενέργειας της απαιτούμενης εκτιμήσεως περιβαλλοντικών επιπτώσεων ή πριν από το πέρας της κατά περίπτωση εξετάσεως των περιβαλλοντικών επιπτώσεων προκειμένου να κριθεί αν απαιτείται τέτοια εκτίμηση, οικοδομικής αδείας για επιμέρους σχέδια έργων τα οποία εντάσσονται στο πλαίσιο ευρύτερων σχεδίων έργων αστικής ανάπτυξης.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.

Top