EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62007CJ0441

Απόφαση του Δικαστηρίου (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 29ης Ιουνίου 2010.
Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Alrosa Company Ltd.
Αίτηση αναιρέσεως - Δεσπόζουσα θέση - Κανονισμός (ΕΚ) 1/2003- Παγκόσμια αγορά ακατέργαστων διαμαντιών - Ατομικές δεσμεύσεις αναληφθείσες από εταιρία περί παύσεως των αγορών ακατέργαστων διαμαντιών από άλλη εταιρία - Απόφαση που καθιστά υποχρεωτικές τις ατομικές δεσμεύσεις μιας επιχείρησης και περατώνει τη διαδικασία.
Υπόθεση C-441/07 P.

European Court Reports 2010 I-05949

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2010:377

Υπόθεση C-441/07 P

Ευρωπαϊκή Επιτροπή

κατά

Alrosa Company Ltd

«Αίτηση αναιρέσεως – Δεσπόζουσα θέση – Κανονισμός (ΕΚ) 1/2003 – Παγκόσμια αγορά ακατέργαστων διαμαντιών – Ατομικές δεσμεύσεις αναληφθείσες από εταιρία περί παύσεως των αγορών ακατέργαστων διαμαντιών από άλλη εταιρία – Απόφαση που καθιστά υποχρεωτικές τις ατομικές δεσμεύσεις μιας επιχείρησης και περατώνει τη διαδικασία»

Περίληψη της αποφάσεως

1.        Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Παύση παραβάσεων – Εξουσία της Επιτροπής – Μέτρα συμπεριφοράς και δεσμεύσεις – Σεβασμός της αρχής της αναλογικότητας – Δικαστικός έλεγχος – Έκταση

(Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρα 7 και 9)

2.        Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Παύση παραβάσεων – Εξουσία της Επιτροπής – Δεσμεύσεις – Εξουσία εκτιμήσεως – Σεβασμός της αρχής της αναλογικότητας – Δικαστικός έλεγχος – Έκταση

(Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 9)

3.        Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Παύση παραβάσεων – Εξουσία της Επιτροπής – Μέτρα συμπεριφοράς και δεσμεύσεις – Έννοια του εμπλεκόμενου μέρους – Δικαιώματα των εμπλεκομένων μερών και των τρίτων ενδιαφερομένων

(Άρθρα 81 ΕΚ και 82 ΕΚ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 7 §§ 9, εδ. 27, και 2)

1.        Τα άρθρα 7 και 9 του κανονισμού 1/2003 επιδιώκουν δύο διαφορετικούς σκοπούς που συνίστανται, ο πρώτος, στην παύση της διαπιστωθείσας παράβασης και, ο δεύτερος, στην άρση των αντιρρήσεων που διατύπωσε η Επιτροπή στο πλαίσιο της προκαταρκτικής εκτιμήσεώς της μέσα δράσης που προβλέπει ο εν λόγω κανονισμός βάσει κάθε μιας από τις διατάξεις αυτές είναι διαφορετικά, γεγονός που συνεπάγεται ότι η υποχρέωση που υπέχει η Επιτροπή να εξασφαλίσει την τήρηση της αρχής της αναλογικότητας έχει διαφορετικό πεδίο εφαρμογής και περιεχόμενο, αναλόγως του άρθρου στο πλαίσιο του οποίου εκτιμάται. Τα ειδικά χαρακτηριστικά των μηχανισμών που προβλέπονται στις διατάξεις αυτές και τα μέσα δράσης που προβλέπει ο εν λόγω κανονισμός βάσει κάθε μιας από τις διατάξεις αυτές είναι διαφορετικά, γεγονός που συνεπάγεται ότι η υποχρέωση που υπέχει η Επιτροπή να εξασφαλίσει την τήρηση της αρχής της αναλογικότητας έχει διαφορετικό πεδίο εφαρμογής και περιεχόμενο, αναλόγως του άρθρου στο πλαίσιο του οποίου εκτιμάται.

Το άρθρο 7 του κανονισμού 1/2003 ορίζει ρητώς την έκταση του πεδίου εφαρμογής της αρχής της αναλογικότητας στις περιπτώσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της. Συγκεκριμένα, βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 1/2003, η Επιτροπή δύναται να επιβάλλει στις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις μέτρα συμπεριφοράς ή διαρθρωτικού χαρακτήρα ανάλογα προς τη διαπραχθείσα παράβαση και αναγκαία για την παύση της.

Αντιθέτως, το άρθρο 9 του κανονισμού 1/2003 προβλέπει μόνον ότι, στο πλαίσιο διαδικασίας κινηθείσας βάσει της διάταξης αυτής, όπως προκύπτει από τη δέκατη τρίτη αιτιολογική σκέψη του εν λόγω κανονισμού, η Επιτροπή απαλλάσσεται από την υποχρέωση να χαρακτηρίσει και να διαπιστώσει την παράβαση, δεδομένου ότι ο ρόλος της περιορίζεται στην εξέταση, και ενδεχομένως στην αποδοχή, των δεσμεύσεων που προτείνουν οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις, υπό το φως των προβλημάτων που προσδιόρισε με την προκαταρκτική της εκτίμηση και σε σχέση με τους επιδιωκόμενους σκοπούς.

Η εφαρμογή από την Επιτροπή της αρχής της αναλογικότητας στο πλαίσιο του άρθρου 9 του κανονισμού 1/2003 περιορίζεται στον έλεγχο του αν οι επίμαχες δεσμεύσεις είναι ικανές να άρουν τις αντιρρήσεις που διατύπωσε προς τις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις και στο αν οι εν λόγω επιχειρήσεις πρότειναν δεσμεύσεις λιγότερο περιοριστικές εξίσου όμως ικανές να άρουν τις αντιρρήσεις της. Κατά την άσκηση του ελέγχου αυτού, η Επιτροπή πρέπει ωστόσο να λάβει υπόψη τα συμφέροντα των τρίτων.

Ο δικαστικός έλεγχος, εξάλλου, αφορά αποκλειστικά στην εξέταση του αν η εκτίμηση της Επιτροπής είναι προδήλως εσφαλμένη.

Συνεπώς, δεν υπάρχει κανένας λόγος το μέτρο που θα μπορούσε ενδεχομένως να επιβληθεί στο πλαίσιο του άρθρου 7 του κανονισμού 1/2003 να αποτελέσει σημείο αναφοράς για την εκτίμηση του περιεχομένου των δεσμεύσεων που έγιναν δεκτές κατ’ εφαρμογή του άρθρου 9 του κανονισμού αυτού και οτιδήποτε υπερβαίνει το εν λόγω μέτρο να πρέπει αυτομάτως να θεωρηθεί δυσανάλογο. Έτσι, ακόμη και αν οι αποφάσεις που εκδίδονται βάσει των δύο αυτών διατάξεων οφείλουν να τηρούν την αρχή της αναλογικότητας, η εφαρμογή της αρχής αυτής διαφέρει, εντούτοις, αναλόγως της επιλεγείσας διατάξεως.

Οι εταιρίες που προτείνουν δεσμεύσεις βάσει του άρθρου 9 του κανονισμού 1/2003 αποδέχονται εν γνώσει τους ότι οι παραχωρήσεις τους μπορεί να υπερβαίνουν το μέτρο που η ίδια η Επιτροπή θα μπορούσε να επιβάλει με απόφαση λαμβανόμενη σύμφωνα με το άρθρο 7 του κανονισμού αυτού μετά από διεξοδική έρευνα. Αντιθέτως, η περάτωση της διαδικασίας παράβασης εναντίον των εταιριών αυτών τους παρέχει τη δυνατότητα να αποφύγουν τη διαπίστωση παράβασης της νομοθεσίας περί ανταγωνισμού και την ενδεχόμενη επιβολή προστίμου.

Επιπλέον, το γεγονός ότι η Επιτροπή κατέστησε υποχρεωτικές τις προταθείσες από την εταιρία ατομικές δεσμεύσεις δεν συνεπάγεται ότι οι άλλες εταιρίες δεν έχουν τη δυνατότητα να προστατεύσουν τα πιθανά δικαιώματά τους στο πλαίσιο της σχέσης τους με την εταιρία αυτή.

(βλ. σκέψεις 38-42, 46-49)

2.        Στο πλαίσιο της αποδοχής των δεσμεύσεων βάσει του άρθρου 9 του κανονισμού 1/2003, η Επιτροπή δεν είναι υποχρεωμένη να αναζητήσει λύσεις λιγότερο αυστηρές ή ηπιότερες από τις προτεινόμενες δεσμεύσεις. Η μόνη υποχρέωση που έχει, όσον αφορά την αναλογικότητα των δεσμεύσεων, είναι να ελέγξει αν οι εν λόγω δεσμεύσεις είναι ικανές να άρουν τις αντιρρήσεις που είχε διατυπώσει στο πλαίσιο της διαδικασίας.

Το Πρωτοδικείο μπορούσε να κρίνει ότι η Επιτροπή είχε υποπέσει σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως μόνον εάν διαπίστωνε ότι το εν λόγω συμπέρασμά της ήταν προδήλως αβάσιμο σε σχέση με τα αποδειχθέντα πραγματικά στοιχεία. Αντιθέτως, εξετάζοντας άλλες λύσεις λιγότερο περιοριστικές για τους σκοπούς της εφαρμογής της αρχής της αναλογικότητας, συμπεριλαμβανομένων ορισμένων προσαρμογών των από κοινού δεσμεύσεων, εκθέτοντας τη δική του διαφορετική εκτίμηση ως προς το κατά πόσον μπορούσαν οι δεσμεύσεις να εξαλείψουν τα προβλήματα ανταγωνισμού που διαπίστωσε η Επιτροπή και καταλήγοντας ότι υπήρχαν εν προκειμένω εναλλακτικές λύσεις λιγότερο περιοριστικές για τις οικείες επιχειρήσεις, το Πρωτοδικείο ανέπτυξε τη δική του εκτίμηση όσον αφορά τις περίπλοκες οικονομικές συνθήκες και υποκατέστησε έτσι την εκτίμηση της Επιτροπής με τη δική του εκτίμηση, σφετεριζόμενο, κατά συνέπεια, τη διακριτική της ευχέρεια, αντί να προβεί σε έλεγχο της νομιμότητας της εκτίμησης της Επιτροπής.

(βλ. σκέψεις 60-61, 63, 65-67)

3.        Μια επιχείρηση που θεωρεί ότι θίγεται από απόφαση εκδοθείσα βάσει των άρθρων 7 ή 9 του κανονισμού 1/2003 μπορεί να προστατεύσει τα δικαιώματά της ασκώντας προσφυγή κατά της απόφασης αυτής. Αυτό δεν συνεπάγεται ότι μια τέτοια επιχείρηση αποκτά την ιδιότητα της «εμπλεκόμενης επιχείρησης» κατά την έννοια του άρθρου 27, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003.

Σε υπόθεση στην οποία η Επιτροπή κίνησε δύο διαδικασίες, τη μία δυνάμει του άρθρου 81 ΕΚ, όσον αφορά τη συμπεριφορά δύο επιχειρήσεων που συμβλήθηκαν σε μία αγορά, και τη δεύτερη, βάσει του άρθρου 82 ΕΚ, όσον αφορά τις μονομερείς πρακτικές της μίας από τις δύο επιχειρήσεις στην ίδια αγορά, και στην οποία η διαδικασία που κινήθηκε βάσει του άρθρου 82 ΕΚ οδηγεί σε απόφαση που καθιστά υποχρεωτικές τις δεσμεύσεις που πρότεινε η επιχείρηση που κατέχει δεσπόζουσα θέση, η επιχείρηση που έχει την ιδιότητα της «εμπλεκόμενης επιχείρησης» μόνο στο πλαίσιο της κινηθείσας δυνάμει του άρθρου 81 ΕΚ διαδικασίας δεν μπορεί να επικαλεσθεί τα δικονομικά δικαιώματα που έχουν τα μέρη στη σχετική με τις ατομικές δεσμεύσεις διαδικασία. Η εν λόγω επιχείρηση διαθέτει μόνον τα λιγότερο εκτεταμένα δικαιώματα του ενδιαφερόμενου τρίτου.

Μόνον αν διαπιστωνόταν ότι η Επιτροπή, χωρίς αντικειμενική αιτία, υπήγαγε εν προκειμένω μια ενιαία πραγματική κατάσταση σε δύο χωριστές διαδικασίες, θα έπρεπε να αναγνωρισθούν στη δεύτερη επιχείρηση τα δικαιώματα που έχει μια εμπλεκόμενη επιχείρηση στο πλαίσιο της κινηθείσας βάσει του άρθρου 82 ΕΚ διαδικασίας.

Εξάλλου, η αποδοχή από την Επιτροπή των ατομικών δεσμεύσεων της πρώτης επιχείρησης δεν εξαρτάται από την άποψη επί του θέματος αυτού της δεύτερης επιχείρησης ή οποιασδήποτε άλλης επιχείρησης. Όπως προκύπτει από το άρθρο 9, παράγραφος 1, του κανονισμού 1/2003, η Επιτροπή διαθέτει ευρεία διακριτική ευχέρεια οσάκις αποφασίζει να καταστήσει υποχρεωτική μία πρόταση δέσμευσης ή να την απορρίψει. Η Επιτροπή δεν είναι επομένως υποχρεωμένη να αιτιολογεί την απόρριψη των δεσμεύσεων που υποβάλλουν από κοινού οι δύο επιχειρήσεις και να προτείνει στη δεύτερη επιχείρηση να της υποβάλει νέες από κοινού με την άλλη επιχείρηση δεσμεύσεις.

(βλ. σκέψεις 88-94)







ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τμήμα μείζονος συνθέσεως)

της 29ης Ιουνίου 2010 (*)

«Αίτηση αναιρέσεως – Δεσπόζουσα θέση – Κανονισμός (ΕΚ) 1/2003– Παγκόσμια αγορά ακατέργαστων διαμαντιών – Ατομικές δεσμεύσεις αναληφθείσες από εταιρία περί παύσεως των αγορών ακατέργαστων διαμαντιών από άλλη εταιρία – Απόφαση που καθιστά υποχρεωτικές τις ατομικές δεσμεύσεις μιας επιχείρησης και περατώνει τη διαδικασία»

Στην υπόθεση C‑441/07 P,

με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου, που ασκήθηκε στις 24 Σεπτεμβρίου 2007,

Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους F. Castillo de la Torre και R. Sauer, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

αναιρεσείουσα,

όπου ο έτερος διάδικος είναι η

Alrosa Company Ltd, με έδρα το Mirny (Ρωσία), εκπροσωπούμενη από τους R. Subiotto, QC, και K. Jones, solicitor‑advocate, καθώς και από τη S. Mobley, solicitor,

προσφεύγουσα πρωτοδίκως,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τμήμα μείζονος συνθέσεως),

συγκείμενο από τους Β. Σκουρή, Πρόεδρο, A. Tizzano, J. N. Cunha Rodrigues, K. Lenaerts, R. Silva de Lapuerta, E. Levits και την C. Toader, προέδρους τμήματος, C. W. A. Timmermans, A. Rosas, K. Schiemann (εισηγητή), M. Ilešič, και U. Lõhmus, δικαστές,

γενική εισαγγελέας: J. Kokott

γραμματέας: L. Hewlett, κύρια υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 3ης Ιουνίου 2009,

αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις της κατά τη συνεδρίαση της 17ης Σεπτεμβρίου 2009,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με την αίτησή της αναιρέσεως, η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ζητεί την αναίρεση της αποφάσεως του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 11ης Ιουλίου 2007, T‑170/06, Alrosa κατά Επιτροπής (Συλλογή 2007, σ. II‑2601, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση), περί ακυρώσεως της αποφάσεως 2006/520/ΕΚ της Επιτροπής, της 22ας Φεβρουαρίου 2006, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 82 της Συνθήκης ΕΚ και του άρθρου 54 της Συμφωνίας ΕΟΧ (Υπόθεση COMP/B‑2/38.381 – De Beers) (ΕΕ L 205, σ. 24, στο εξής: απόφαση της Επιτροπής), με την οποία η Επιτροπή κατέστησε υποχρεωτικές τις δεσμεύσεις της De Beers SA (στο εξής: De Beers) ότι θα παύσει τις αγορές της ακατέργαστων διαμαντιών από την Alrosa Company Ltd (στο εξής: Alrosa) από το 2009 και εφεξής, μετά την παρέλευση της περιόδου σταδιακής μειώσεως του όγκου των αγορών της από το 2006 μέχρι το 2008, και με την οποία περατώθηκε η διαδικασία, σύμφωνα με το άρθρο 9 του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 και 82 της Συνθήκης (ΕΕ 2003, L 1, σ. 1).

 Το νομικό πλαίσιο

2        Κατά τη δέκατη τρίτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 1/2003:

«Όταν, στο πλαίσιο διαδικασίας που μπορεί να οδηγήσει στην επιβολή απαγόρευσης, συμφωνίας ή πρακτικής, επιχειρήσεις προτείνουν στην Επιτροπή να αναλάβουν δεσμεύσεις ικανές να παραμερίσουν τις αντιρρήσεις της, η Επιτροπή θα πρέπει να μπορεί να καθιστά τις δεσμεύσεις αυτές υποχρεωτικές για τις επιχειρήσεις, εκδίδοντας σχετική απόφαση. Οι αποφάσεις δέσμευσης θα πρέπει να διαπιστώνουν ότι δεν συντρέχουν πλέον λόγοι δράσης από μέρους της Επιτροπής, δίχως να συνάγουν ότι υπήρχε ή ότι εξακολουθεί να υπάρχει παράβαση. Οι αποφάσεις δέσμευσης δεν θίγουν την αρμοδιότητα των αρχών ανταγωνισμού και των δικαστηρίων των κρατών μελών να προβαίνουν στη σχετική διαπίστωση και να αποφασίζουν ως προς την υπόθεση. Σε περιπτώσεις στις οποίες η Επιτροπή σκοπεύει να επιβάλει πρόστιμο, δεν ενδείκνυνται αποφάσεις δέσμευσης.»

3        Το άρθρο 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 1/2003 ορίζει:

«Εάν η Επιτροπή διαπιστώσει, κατόπιν καταγγελίας ή αυτεπαγγέλτως, παράβαση του άρθρου 81 ή του άρθρου 82 της Συνθήκης, δύναται να υποχρεώσει με απόφασή της τις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις και ενώσεις επιχειρήσεων να θέσουν τέλος στη διαπιστωθείσα παράβαση. Για τον σκοπό αυτό, η Επιτροπή δύναται να τους επιβάλλει μέτρα συμπεριφοράς ή διαρθρωτικού χαρακτήρα, ανάλογα προς τη διαπραχθείσα παράβαση και αναγκαία για την παύση της. Μέτρα διαρθρωτικού χαρακτήρα επιτρέπεται να επιβάλλονται μόνο στην περίπτωση που είτε δεν υφίστανται εξίσου αποτελεσματικά μέτρα συμπεριφοράς, είτε όλα τα εξ ίσου αποτελεσματικά μέτρα συμπεριφοράς είναι ενδεχομένως οχληρότερα από τα μέτρα διαρθρωτικού χαρακτήρα. Εφόσον έχει σχετικό έννομο συμφέρον, η Επιτροπή μπορεί επίσης να διαπιστώνει ότι η παράβαση έχει διαπραχθεί στο παρελθόν.»

4        Κατά το άρθρο 9 του κανονισμού 1/2003:

«1.      Όταν η Επιτροπή σκοπεύει να εκδώσει απόφαση με την οποία να απαιτεί την παύση μιας παράβασης και οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις προσφέρονται να αναλάβουν ορισμένες δεσμεύσεις για να ανταποκριθούν στις αντιρρήσεις της Επιτροπής κατά την προκαταρκτική της εκτίμηση, τότε η Επιτροπή δύναται με απόφασή της να καταστήσει αυτές τις δεσμεύσεις υποχρεωτικές για τις επιχειρήσεις. Η απόφαση της Επιτροπής δύναται να εκδοθεί για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα και πρέπει να συμπεραίνει ότι δεν συντρέχουν πλέον λόγοι να αναλάβει δράση η Επιτροπή.

2.      Η Επιτροπή δύναται κατόπιν αιτήματος ή αυτεπαγγέλτως να κινήσει εκ νέου τη διαδικασία:

α)      σε περίπτωση ουσιαστικής μεταβολής των γεγονότων στα οποία βασίσθηκε η απόφαση·

β)      αν οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις αθετήσουν τις δεσμεύσεις που έχουν αναλάβει, ή

γ)      αν η απόφαση έχει στηριχθεί σε ελλιπείς, ανακριβείς ή παραπλανητικές πληροφορίες των εμπλεκομένων μερών.»

5        Το άρθρο 27, παράγραφοι 2 και 4, του κανονισμού 1/2003 προβλέπει:

«2.      Κατά τη διεξαγωγή της διαδικασίας διασφαλίζονται πλήρως τα δικαιώματα υπεράσπισης των εμπλεκόμενων μερών, τα οποία έχουν το δικαίωμα να αποκτούν γνώση του φακέλου της Επιτροπής, με την επιφύλαξη του έννομου συμφέροντος των επιχειρήσεων για την προστασία του επιχειρηματικού απόρρητου. Το δικαίωμα πρόσβασης στο φάκελο δεν καλύπτει τις εμπιστευτικές πληροφορίες και τα έγγραφα εσωτερικής χρήσης της Επιτροπής ή των αρχών ανταγωνισμού των κρατών μελών. Από το δικαίωμα πρόσβασης εξαιρούνται ιδίως η αλληλογραφία μεταξύ της Επιτροπής και των αρχών ανταγωνισμού των κρατών μελών ή μεταξύ των τελευταίων, συμπεριλαμβανομένων των εγγράφων που συντάσσονται κατ’ εφαρμογή των άρθρων 11 και 14. Καμία διάταξη της παρούσας παραγράφου δεν εμποδίζει την Επιτροπή να δημοσιοποιεί και να χρησιμοποιεί τις πληροφορίες που απαιτούνται για να αποδειχθεί μια παράβαση.

[…]

4.      Όταν η Επιτροπή προτίθεται να λάβει απόφαση κατ’ εφαρμογή του άρθρου 9 ή του άρθρου 10, δημοσιεύει περίληψη της υπόθεσης και το βασικό περιεχόμενο των δεσμεύσεων ή των προτεινόμενων ενεργειών. Τα ενδιαφερόμενα τρίτα μέρη μπορούν να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους εντός προθεσμίας την οποία ορίζει η Επιτροπή στη δημοσίευσή της και η οποία δεν μπορεί να είναι βραχύτερη του ενός μηνός. Στη δημοσίευση λαμβάνεται υπόψη το έννομο συμφέρον των επιχειρήσεων για την προστασία του επιχειρηματικού τους απορρήτου.»

 Το ιστορικό της διαφοράς

6        Το ιστορικό της διαφοράς εκτίθεται στις σκέψεις 8 έως 26 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως ως εξής:

«8      Η [Alrosa] είναι μια εταιρία με έδρα το Mirny (Ρωσία). Δραστηριοποιείται κυρίως στην παγκόσμια αγορά παραγωγής και προμήθειας ακατέργαστων διαμαντιών, στην οποία κατέχει τη δεύτερη θέση. Οι κύριες εργασίες της πραγματοποιούνται στη Ρωσία. Εκεί ασκεί δραστηριότητες αναζητήσεως, εξορύξεως, εκτιμήσεως και προμήθειας διαμαντιών, καθώς και κοσμηματοποιΐας.

9      Η [De Beers] είναι εταιρία με έδρα το Λουξεμβούργο (Λουξεμβούργο). Ο όμιλος De Beers, του οποίου αποτελεί την κύρια εταιρία holding, δραστηριοποιείται επίσης στην παγκόσμια αγορά παραγωγής και προμήθειας ακατέργαστων διαμαντιών, στην οποία κατέχει την πρώτη θέση. Οι κύριες εργασίες της πραγματοποιούνται στη Νότια Αφρική, στην Μποτσουάνα, στη Ναμίμπια και στην Τανζανία, καθώς και στο Ηνωμένο Βασίλειο. Στις χώρες αυτές ασκεί δραστηριότητες αναζητήσεως, εξορύξεως, συλλογής, εκτιμήσεως, προμήθειας, κοπής και παρασκευής διαμαντιών, καθώς και κοσμηματοποιΐας, καλύπτοντας ουσιαστικώς ολόκληρο το κύκλωμα παραγωγής διαμαντιών.

10      Στις 5 Μαρτίου 2002 η Alrosa και η De Beers κοινοποίησαν στην Επιτροπή συμφωνία συναφθείσα στις 17 Δεκεμβρίου 2001 μεταξύ της Alrosa και δύο θυγατρικών του ομίλου De Beers, της City and West East Ltd και της De Beers Centenary AG (στο εξής: κοινοποιηθείσα συμφωνία), με σκοπό να λάβουν αρνητική πιστοποίηση ή απαλλαγή βάσει του κανονισμού 17 του Συμβουλίου, της 6ης Φεβρουαρίου 1962, πρώτου κανονισμού εφαρμογής των άρθρων [81] και [82] της Συνθήκης (ΕΕ ειδ. έκδ. 08/001, σ. 25).

11      Η συμφωνία αυτή, που εντασσόταν στο πλαίσιο της μακρόχρονης εμπορικής σχέσεως μεταξύ της Alrosa και της De Beers, είχε ως αντικείμενο, μεταξύ άλλων, την προμήθεια ακατέργαστων διαμαντιών.

12      Η συμφωνία συνήφθη, σύμφωνα με το άρθρο της 12, για περίοδο πέντε ετών από την ημερομηνία κατά την οποία η Επιτροπή θα επιβεβαίωνε στους συμβαλλομένους ότι «δεν αντέβαινε στο άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ, ή ότι έχρηζε απαλλαγής βάσει του άρθρου 81, παράγραφος 3, ΕΚ, και δεν αντέβαινε, εξάλλου, στο άρθρο 82 ΕΚ».

13      Κατά την περίοδο αυτή, η Alrosa δεσμευόταν να πωλεί ετησίως στην De Beers ακατέργαστα φυσικά διαμάντια παραγωγής Ρωσίας έναντι ποσού 800 εκατομμυρίων αμερικανικών δολαρίων (USD), ενώ η De Beers δεσμευόταν να τα αγοράζει, όπως προέβλεπε το άρθρο 2.1.1 της κοινοποιηθείσας συμφωνίας. Ωστόσο, για το τέταρτο και πέμπτο έτος εφαρμογής της κοινοποιηθείσας συμφωνίας, η Alrosa είχε το δικαίωμα να μειώσει την αξία αυτή σε 700 εκατομμύρια USD, όπως προέβλεπε το άρθρο 2.1.2 της κοινοποιηθείσας συμφωνίας. Το ποσό των 800 εκατομμυρίων USD, που ορίστηκε βάσει των τιμών που ίσχυαν κατά την ημερομηνία συνάψεως της κοινοποιηθείσας συμφωνίας, αντιστοιχούσε στο ήμισυ περίπου της ετήσιας παραγωγής της Alrosa και στο σύνολο της παραγωγής της που εξαγόταν εκτός της Κοινοπολιτείας ανεξάρτητων κρατών (CEI).

14      Στις 14 Ιανουαρίου 2003 η Επιτροπή απηύθυνε στην [Alrosa] και στην De Beers την υπ’ αριθ. COMP/E 3/38.381 ανακοίνωση αιτιάσεων, με την οποία υποστήριξε ότι η κοινοποιηθείσα συμφωνία ήταν ικανή να αποτελέσει αντίθετη προς τον ανταγωνισμό συμφωνία απαγορευόμενη από το άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ και δεν μπορούσε να τύχει απαλλαγής κατά το άρθρο 81, παράγραφος 3, ΕΚ. Την ίδια ημέρα η Επιτροπή απηύθυνε χωριστή ανακοίνωση αιτιάσεων στην De Beers με αριθμό COMP/E 2/38.381, με την οποία υποστήριξε ότι η συμφωνία ήταν ικανή να στοιχειοθετήσει κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως απαγορευόμενη από το άρθρο 82 ΕΚ.

15      Στις 31 Μαρτίου 2003 η Alrosa και η De Beers απηύθυναν κοινές γραπτές παρατηρήσεις στην Επιτροπή προς απάντηση στην ανακοίνωση αιτιάσεων που υποβλήθηκε στην υπόθεση COMP/E 3/38.381.

16      Την 1η Ιουλίου 2003 η Επιτροπή απηύθυνε συμπληρωματική ανακοίνωση αιτιάσεων στην [Alrosa] και την De Beers, με την οποία υποστήριξε ότι η κοινοποιηθείσα συμφωνία μπορούσε επίσης να συνιστά αντίθετη προς τον ανταγωνισμό συμφωνία η οποία απαγορεύεται από το άρθρο 53, παράγραφος 1, της Συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (ΕΟΧ) [της 2ας Μαΐου 1992 (ΕΕ 1994, L 1, σ. 3, στο εξής: Συμφωνία ΕΟΧ]και δεν μπορεί να μπορεί να τύχει απαλλαγής βάσει του άρθρου 53, παράγραφος 3, της Συμφωνίας ΕΟΧ. Την ίδια ημέρα απηύθυνε συμπληρωματική χωριστή ανακοίνωση αιτιάσεων στην De Beers σύμφωνα με την οποία η κοινοποιηθείσα συμφωνία ήταν επίσης ικανή να στοιχειοθετήσει κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως απαγορευόμενη από το άρθρο 54 της Συμφωνίας ΕΟΧ.

17      Στις 7 Ιουλίου 2003 η [Alrosa] και η De Beers υπέβαλαν προφορικές παρατηρήσεις στην Επιτροπή.

18      Στις 12 Σεπτεμβρίου 2003 η [Alrosa] πρότεινε δεσμεύσεις οι οποίες συνίστανται στη σταδιακή μείωση της ποσότητας ακατέργαστων διαμαντιών που πωλήθηκαν στην De Beers από το έκτο έτος εφαρμογής της κοινοποιηθείσας συμφωνίας και εφεξής και, από το 2013 και εφεξής, στην απαγόρευση πωλήσεως ακατέργαστων διαμαντιών στην De Beers. Η [Alrosa], στη συνέχεια, ανακάλεσε τις δεσμεύσεις αυτές.

19      Στις 14 Δεκεμβρίου 2004 η [Alrosa] και η De Beers πρότειναν από κοινού δεσμεύσεις (στο εξής: από κοινού δεσμεύσεις) προς απάντηση στις αντιρρήσεις για τις οποίες τις ενημέρωσε η Επιτροπή. Οι από κοινού αυτές δεσμεύσεις προέβλεπαν τη σταδιακή μείωση των πωλήσεων ακατέργαστων διαμαντιών από την Alrosa στην De Beers, των οποίων η αξία έπρεπε να μειωθεί από τα 700 εκατομμύρια USD το 2005 στα 275 εκατομμύρια USD το 2010, και τον συνακόλουθο καθορισμό ανώτατης αξίας στην τιμή αυτή.

20      Στις 3 Ιουνίου 2005 δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης μια «[α]νακοίνωση […] στην υπόθεση COMP/E 2/38.381 – De Beers-Alrosa» (ΕΕ C 136, σ. 32, στο εξής: συνοπτική ανακοίνωση). Με την ανακοίνωση αυτή, η Επιτροπή επισήμανε ότι η Αlrosa και η De Beers ανέλαβαν δεσμεύσεις στο πλαίσιο της εκ μέρους της εξετάσεως της συμφωνίας από πλευράς των άρθρων 81 EΚ, 82 EΚ, 53 και 54 της Συμφωνίας ΕΟΧ (σημείο 1), συνόψισε την υπόθεση (σημεία 3 έως 10) και περιέγραψε τις προταθείσες δεσμεύσεις (σημεία 11 έως 15). Κάλεσε επίσης τους τρίτους ενδιαφερομένους να της υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους εντός ενός μηνός (σημεία 2 και 17) και ανακοίνωσε την πρόθεσή της να εκδώσει απόφαση με την οποία θα καθίστανται υποχρεωτικές οι από κοινού δεσμεύσεις, με την επιφύλαξη του αποτελέσματος της εν λόγω έρευνας αγοράς (σημεία 2 και 16).

21      Κατόπιν της δημοσιεύσεως αυτής, 21 τρίτοι ενδιαφερόμενοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στην Επιτροπή, η οποία ενημέρωσε σχετικώς την Alrosa και την De Beers στις 27 Οκτωβρίου 2005. Κατά τη συνεδρίαση αυτή, η Επιτροπή ζήτησε επίσης από τα μέρη να της υποβάλουν, πριν από τον Νοέμβριο του 2005, νέες από κοινού δεσμεύσεις με αντικείμενο την πλήρη παύση των εμπορικών σχέσεών τους από το 2009.

22      Στις 25 Ιανουαρίου 2006 η De Beers πρότεινε ατομικώς δεσμεύσεις (στο εξής: ατομικές δεσμεύσεις της De Beers), προς απάντηση στις αντιρρήσεις που διατύπωσε η Επιτροπή υπό το πρίσμα των αποτελεσμάτων της έρευνας αγοράς. Οι ατομικές αυτές δεσμεύσεις της De Beers προέβλεπαν τη σταδιακή μείωση των πωλήσεων ακατέργαστων διαμαντιών της Alrosa στην De Beers, των οποίων η αξία έπρεπε να μειωθεί από τα 600 εκατομμύρια USD το 2006 στα 400 εκατομμύρια USD το 2008, έως και την κατάργησή τους.

23      Στις 26 Ιανουαρίου 2006 η Επιτροπή κοινοποίησε στην [Alrosa] απόσπασμα των ατομικών δεσμεύσεων της De Beers και την κάλεσε να υποβάλει τις σχετικές παρατηρήσεις της. Της διαβίβασε επίσης αντίγραφο των μη εμπιστευτικών κειμένων των παρατηρήσεων που υπέβαλαν οι τρίτοι.

24      Ακολούθως, η [Alrosa] και η Επιτροπή αντάλλαξαν απόψεις επί ορισμένων πτυχών της διαδικασίας του άρθρου 9 του κανονισμού 1/2003 και της εφαρμογής τους στην προκείμενη υπόθεση. Κεντρικό ζήτημα ήταν η πρόσβαση στον φάκελο, καθώς και τα δικαιώματα άμυνας και, ειδικότερα, το δικαίωμα ακροάσεως. Επιπλέον, με το από 6 Φεβρουαρίου 2006 έγγραφό της, η προσφεύγουσα προέβη σε σχόλια επί των ατομικών δεσμεύσεων της De Beers και των παρατηρήσεων των τρίτων.

25      Στις 22 Φεβρουαρίου 2006 η Επιτροπή εξέδωσε την [επίδικη] απόφαση.

26      Κατά το άρθρο 1 της [επίδικης] αποφάσεως, «[ο]ι δεσμεύσεις που αριθμούνται στο παράρτημα είναι υποχρεωτικές για την De Beers» και, κατά το άρθρο 2, «[η] κινηθείσα εν προκειμένω διαδικασία περατώθηκε».

 Η διαδικασία ενώπιον του Πρωτοδικείου και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

7        Στις 29 Ιουνίου 2006, η Alrosa άσκησε προσφυγή ενώπιον του Πρωτοδικείου. Προς στήριξη της προσφυγής της, προέβαλε τρεις λόγους ακυρώσεως που αντλούνται αντιστοίχως:

–        από προσβολή του δικαιώματος ακροάσεως·

–        από το γεγονός ότι η επίδικη απόφαση έρχεται σε αντίθεση προς το άρθρο 9 του κανονισμού 1/2003, που απαγορεύει στην εμπλεκόμενη επιχείρηση να επιβάλει επ’ αόριστον δεσμεύσεις με τις οποίες δεν συμφώνησε οικειοθελώς·

–        από τον ακραίο χαρακτήρα των δεσμεύσεων που κατέστησαν υποχρεωτικές, κατά παράβαση του εν λόγω άρθρου 9 του κανονισμού 1/2003, του άρθρου 82 ΕΚ, της ελευθερίας των συμβάσεων και της αρχής της αναλογικότητας.

8        Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Πρωτοδικείο ακύρωσε την επίδικη απόφαση. Η συλλογιστική του Πρωτοδικείου έχει, εν περιλήψει, ως εξής.

9        Στη σκέψη 126 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Πρωτοδικείο διαπίστωσε ότι «η [επίδικη απόφαση έπασχε] πλάνη εκτιμήσεως, η οποία, επιπλέον, [ήταν] πρόδηλη. Συγκεκριμένα, από τις περιστάσεις της υποθέσεως [προέκυπτε] σαφώς ότι για την εκπλήρωση του επιδιωκόμενου με την [επίδικη απόφαση] σκοπού υφίσταντο και άλλες λιγότερο δεσμευτικές λύσεις από τη μόνιμη απαγόρευση των συναλλαγών μεταξύ της De Beers και της Alrosa, των οποίων ο προσδιορισμός δεν παρουσίαζε ιδιαίτερες τεχνικές δυσκολίες και των οποίων η εξέταση ήταν υποχρεωτική για την Επιτροπή».

10      Στη σκέψη 128 της εν λόγω αποφάσεως, το Πρωτοδικείο τόνισε ότι η πλέον ενδεδειγμένη, εκ πρώτης όψεως, λύση ήταν, επομένως, η απαγόρευση στα μέρη να συνάψουν κάθε είδους συμφωνία εξασφαλίζουσα στην De Beers το σύνολο, ή έστω σημαντικό μέρος, της παραγωγής της Alrosa που εξάγεται εκτός της Κοινοπολιτείας ανεξάρτητων κρατών, χωρίς να είναι αναγκαίο να απαγορευθούν πλήρως οι αγορές από την De Beers διαμαντιών που παράγονται από την Alrosa.

11      Στη σκέψη 129 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι η Επιτροπή δεν εξήγησε τους λόγους για τους οποίους οι από κοινού δεσμεύσεις δεν ήταν ικανές να άρουν τις αντιρρήσεις που διατύπωσε με την προκαταρκτική εκτίμησή της. Το Πρωτοδικείο κατέληξε, στη σκέψη 132 της αποφάσεως αυτής, ότι οι εν λόγω από κοινού δεσμεύσεις, τις οποίες η Επιτροπή δεν ήταν υποχρεωμένη από διαδικαστικής απόψεως να λάβει υπόψη, αποτελούσαν, εντούτοις, λιγότερο δεσμευτικό μέτρο από εκείνο στο οποίο αποφάσισε να προσδώσει υποχρεωτικό χαρακτήρα.

12      Το Πρωτοδικείο έκρινε, στη σκέψη 156 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι ορθώς η Alrosa υποστήριξε, αφενός, ότι η απαγόρευση κάθε είδους εμπορικής συναλλαγής με την De Beers για αόριστη διάρκεια υπερέβαινε προδήλως το αναγκαίο για την εκπλήρωση του επιδιωκόμενου σκοπού μέτρο και, αφετέρου, ότι υφίσταντο και άλλες, ανάλογες προς τον σκοπό αυτό, λύσεις. Πρόσθεσε ότι η προσφυγή στη διαδικασία με την οποία μπορούσαν να καταστούν υποχρεωτικές οι δεσμεύσεις εμπλεκόμενης επιχείρησης δεν απάλλασσε την Επιτροπή από την εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας, η οποία προϋποθέτει in concreto εξακρίβωση της αποτελεσματικότητας των ενδιάμεσων αυτών λύσεων. Επομένως, το Πρωτοδικείο έκρινε, στη σκέψη 157 της εν λόγω αποφάσεως, ότι ήταν βάσιμος ο λόγος ακυρώσεως που προέβαλε η Alrosa, ο οποίος στηριζόταν σε παράβαση του άρθρου 9, παράγραφος 1, του κανονισμού 1/2003 και της αρχής της αναλογικότητας, και ότι, επομένως, η επίδικη απόφαση έπρεπε να ακυρωθεί όσον αφορά τον λόγο αυτόν.

13      Ωστόσο, ως εκ περισσού, το Πρωτοδικείο εξέτασε τον λόγο ακυρώσεως της Alrosa που στηριζόταν σε προσβολή του δικαιώματος ακροάσεως.

14      Στις σκέψεις 176, 177, 186 και 187 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι, δεδομένου ότι η Alrosa ήταν εμπλεκόμενη στις δύο διαδικασίες που κίνησε η Επιτροπή κατόπιν της κοινοποιήσεως της συμφωνίας της με την De Beers και δεδομένου ότι οι διαδικασίες που κίνησε η Επιτροπή βάσει των άρθρων 81 ΕΚ και 82 ΕΚ, αντιστοίχως, ανέκαθεν αντιμετωπίζονταν de facto ως μία μόνο διαδικασία, τόσο από την Επιτροπή όσο και από την Alrosa και την De Beers, η συνάφεια των δύο αυτών διαδικασιών, καθώς και το γεγονός ότι η επίδικη απόφαση αναφέρεται ρητώς στην Alrosa, θα έπρεπε να έχει ως συνέπεια να αναγνωρισθούν σ’ αυτήν, στο πλαίσιο της εκτιμώμενης στο σύνολό της διαδικασίας, τα δικαιώματα που παρέχονται σε μια «εμπλεκόμενη επιχείρηση» κατά την έννοια του κανονισμού 1/2003, μολονότι, stricto sensu, δεν αποτελεί τέτοια επιχείρηση στο πλαίσιο της σχετικής με το άρθρο 82 ΕΚ διαδικασίας.

15      Το Πρωτοδικείο υπενθύμισε, στη σκέψη 191 της επίδικης απόφασης, ότι ο σεβασμός του δικαιώματος ακροάσεως στο πλαίσιο παντός είδους διαδικασίας δυνάμενης να καταλήξει σε βλαπτική για συγκεκριμένο πρόσωπο πράξη αποτελεί θεμελιώδη αρχή του κοινοτικού δικαίου και πρέπει να διασφαλίζεται ακόμα και όταν ελλείπει οποιαδήποτε κανονιστική ρύθμιση σχετική με την εν λόγω διαδικασία (απόφαση της 24ης Οκτωβρίου 1996, C‑32/95 P, Επιτροπή κατά Lisrestal κ.λπ., Συλλογή 1996, σ. I‑5373, σκέψη 21).

16      Το Πρωτοδικείο, αφού αναγνώρισε, στη σκέψη 195 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, ότι η Επιτροπή, βεβαίως, μπορούσε βασίμως να κρίνει, μόλις περιήλθαν σ’ αυτήν οι παρατηρήσεις τρίτων, ότι οι από κοινού δεσμεύσεις δεν ήταν ικανές να άρουν τις αντιρρήσεις που διατύπωσε στο πλαίσιο της προκαταρκτικής εκτιμήσεώς της, έκρινε, εντούτοις, στη σκέψη 196 της εν λόγω αποφάσεως, ότι ο σεβασμός του δικαιώματος ακροάσεως απαιτεί, σε περιπτώσεις όπως η προκείμενη, αφενός, οι επιχειρήσεις που πρότειναν δεσμεύσεις να ενημερώνονται σχετικά με τα βασικά στοιχεία επί των πραγματικών περιστατικών στα οποία στηρίχθηκε η Επιτροπή για να ζητήσει την ανάληψη νέων δεσμεύσεων και, αφετέρου, να μπορούν να διατυπώσουν την άποψή τους επί του θέματος αυτού. Πάντως, εν προκειμένω, κατά το Πρωτοδικείο, η Alrosa είχε συνοπτικώς μόνο ενημερωθεί σχετικά με τα συμπεράσματα που άντλησε η Επιτροπή από τις παρατηρήσεις των τρίτων. Συγκεκριμένα, το Πρωτοδικείο επισήμανε κατά τη συνεδρίαση της 27ης Οκτωβρίου 2005, ότι η Επιτροπή είχε απλώς ανακοινώσει στην Alrosa ότι οι παρατηρήσεις των τρίτων αφορούσαν κυρίως τον κίνδυνο στεγανοποιήσεως της αγοράς και τον κίνδυνο συμπράξεως μεταξύ αυτής και της De Beers, καθώς και ότι το αρμόδιο για θέματα ανταγωνισμού μέλος της Επιτροπής είχε ζητήσει από την υπεύθυνη για την εξέταση του φακέλου της υποθέσεως ομάδα να μην δεχθεί τις από κοινού δεσμεύσεις ως είχαν. Το Πρωτοδικείο διευκρίνισε ότι, με την ίδια αφορμή, η Alrosa είχε λάβει περίληψη των παρατηρήσεων των τρίτων και είχε ενημερωθεί σχετικά με το περιεχόμενο των δεσμεύσεων που η Επιτροπή ανέμενε από τα μέρη, κατόπιν της αρνητικής εκβάσεως της διαβουλεύσεως με τρίτους, δηλαδή την παύση οποιασδήποτε σχέσεως από το 2009 και εφεξής και την υποβολή νέας προτάσεως δεσμεύσεων, στη βάση αυτή.

17      Το Πρωτοδικείο κατέληξε, στη σκέψη 201 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι η Alrosa, μη έχοντας τη δυνατότητα να ασκήσει πλήρως το δικαίωμά της ακροάσεως όσον αφορά τις ατομικές δεσμεύσεις της De Beers λόγω του ότι οι παρατηρήσεις των τρίτων της είχαν διαβιβαστεί συγχρόνως με το αντίγραφο των ατομικών δεσμεύσεων της De Beers, στερήθηκε, με τον τρόπο αυτό, τη δυνατότητα να δώσει χρήσιμη απάντηση και να προτείνει νέες από κοινού δεσμεύσεις με την De Beers.

18      Το Πρωτοδικείο έκρινε, στη σκέψη 203 της εν λόγω αποφάσεως, ότι η Alrosa είχε δικαίωμα ακροάσεως όσον αφορά τις ατομικές δεσμεύσεις της De Beers που η Επιτροπή σχεδίαζε να καταστήσει υποχρεωτικές στο πλαίσιο της κινηθείσας βάσει του άρθρου 82 ΕΚ διαδικασίας και ότι δεν της δόθηκε η δυνατότητα να ασκήσει πλήρως το δικαίωμα αυτό.

 Αιτήματα των διαδίκων ενώπιον του Δικαστηρίου

19      Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση·

–        να αποφανθεί οριστικώς στην υπό κρίση υπόθεση διαπιστώνοντας το αβάσιμο της προσφυγής ακυρώσεως που ασκήθηκε στην υπόθεση T‑170/06, και

–        να καταδικάσει την Alrosa στα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Επιτροπή στο πλαίσιο της διαδικασίας σχετικά με την υπόθεση T‑170/06, καθώς και στο πλαίσιο της παρούσας αναιρέσεως.

20      Η Alrosa ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως·

–        να υποχρεώσει την Επιτροπή να της αποδώσει τα δικαστικά, ιδίως, έξοδα, της παρούσας διαδικασίας, και

–        να λάβει οποιοδήποτε άλλο μέτρο κρίνει απαραίτητο.

 Επί της αναιρέσεως

21      Προς στήριξη της αιτήσεώς της αναιρέσεως η Επιτροπή προβάλλει δύο λόγους. Ο πρώτος αντλείται από παράβαση εκ μέρους του Πρωτοδικείου του άρθρου 9 του κανονισμού 1/2003 και από παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας. Ο δεύτερος αντλείται από εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή εκ μέρους του Πρωτοδικείου του δικαιώματος ακροάσεως της Alrosa.

 Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως αντλούμενου από παράβαση εκ μέρους του Πρωτοδικείου του άρθρου 9 του κανονισμού 1/2003 και από παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας

22      Ο πρώτος λόγος αναιρέσεως της Επιτροπής έχει δύο σκέλη. Με το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το Πρωτοδικείο ερμήνευσε και εφάρμοσε εσφαλμένα το άρθρο 9 του κανονισμού 1/2003 και δεν έλαβε υπόψη τις επιταγές που απορρέουν από τη διάταξη αυτή περί τηρήσεως της αρχής της αναλογικότητας.

23      Με το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου, η Επιτροπή προσάπτει στο Πρωτοδικείο ότι, κατά την εξέταση του αναλογικού χαρακτήρα των δεσμεύσεων, εφάρμοσε εσφαλμένως το εν λόγω άρθρο 9, υπέπεσε σε πλάνη όσον αφορά την ερμηνεία του άρθρου 82 ΕΚ, υπερέβη τα όρια του δικαστικού ελέγχου που όφειλε να ασκήσει, παραμόρφωσε το περιεχόμενο τόσο της επίδικης απόφασης όσο και των πραγματικών περιστατικών και δεν αιτιολόγησε επαρκώς την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση σε πολλά σημεία.

 Επί του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου, που αντλείται από την εσφαλμένη ερμηνεία εκ μέρους του Πρωτοδικείου των επιταγών που απορρέουν από το άρθρο 9 του κανονισμού 1/2003 περί τηρήσεως της αρχής της αναλογικότητας

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

24      Η Επιτροπή υποστηρίζει κατ’ αρχάς ότι, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Πρωτοδικείο δεν προσέδωσε τη δέουσα βαρύτητα στη σημασία των ουσιωδών χαρακτηριστικών των αποφάσεων με τις οποίες εφαρμόσθηκε το άρθρο 9 του κανονισμού 1/2003 και έθεσε σε κίνδυνο τη μελλοντική εφαρμογή της διάταξης αυτής.

25      Η Επιτροπή, δεχόμενη ότι η αρχή της αναλογικότητας έχει εφαρμογή στις αποφάσεις με τις οποίες εφαρμόζεται το άρθρο 9 του κανονισμού 1/2003, επικρίνει την άποψη του Πρωτοδικείου, που εκτίθεται στις σκέψεις 101 και 104 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, σύμφωνα με την οποία, κατ’ ουσίαν, η εξέταση του αναλογικού χαρακτήρα μιας απόφασης είναι όμοια, είτε πραγματοποιείται βάσει του άρθρου 7 του κανονισμού 1/2003 είτε βάσει του άρθρου 9 του ίδιου κανονισμού. Η προσέγγιση αυτή δεν λαμβάνει υπόψη τις θεμελιώδεις διαφορές μεταξύ των δύο αυτών διατάξεων. Συγκεκριμένα, αντιθέτως προς τις αποφάσεις που εφαρμόζονται βάσει του άρθρου 7 του εν λόγω κανονισμού, οι αποφάσεις δέσμευσης που ελήφθησαν δυνάμει του άρθρου 9 του ίδιου κανονισμού δεν διαπιστώνουν παράβαση και δεν απαιτούν την παύση της παράβασης. Το εν λόγω άρθρο 9 δεν αφορά επομένως περιορισμό του βάρους αποδείξεως ως προς τη διαπίστωση παράβασης.

26      Η Επιτροπή προσάπτει στο Πρωτοδικείο ότι εκτίμησε, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το κανονιστικό περιεχόμενο της αρχής της αναλογικότητας σε σχέση με τον τρόπο που εφαρμόστηκε στο πλαίσιο των αποφάσεων που εκδόθηκαν δυνάμει του άρθρου 7 του κανονισμού 1/2003, ως εάν η στάθμιση στην οποία έπρεπε να προβεί να ήταν η ίδια, ανεξάρτητα από το κανονιστικό πλαίσιο. Η ερμηνεία αυτή της αρχής της αναλογικότητας στερεί από το άρθρο 9 του κανονισμού 1/2003 την πρακτική του αποτελεσματικότητα.

27      Επιπλέον, η Επιτροπή προσάπτει στο Πρωτοδικείο ότι εκτίμησε, στις σκέψεις 103 έως 105 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, ότι η εξέταση του αναλογικού χαρακτήρα των δεσμεύσεων έπρεπε να γίνει χωρίς να ληφθεί υπόψη ο οικειοθελής χαρακτήρας τους. Η Επιτροπή φρονεί ότι το άρθρο 9 του κανονισμού 1/2003 πρέπει, τουλάχιστον, να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η επιχείρηση που προτείνει τις δεσμεύσεις επιλέγει τις ενέργειες στις οποίες επιθυμεί να προβεί προς άρση των αντιρρήσεων όσον αφορά τον ανταγωνισμό και ότι δέχεται να καταστούν οι δεσμεύσεις αυτές υποχρεωτικές. Το Πρωτοδικείο δεν έλαβε υπόψη ότι η δέσμευση της De Beers ήταν ελεύθερη επιλογή εκ μέρους της των ενεργειών στις οποίες επιθυμούσε να προβεί προς άρση των αντιρρήσεων της Επιτροπής.

28      Τέλος, η Επιτροπή εκτιμά ότι η ερμηνεία που έδωσε το Πρωτοδικείο στο άρθρο 9 του κανονισμού 1/2003 είναι πιθανό να μειώσει τη χρησιμότητα της διαδικασίας που προβλέπεται από τη διάταξη αυτή, δεδομένου ότι, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Πρωτοδικείο δέχθηκε ότι η Επιτροπή πρέπει να αποδείξει την ύπαρξη παραβάσεως ακόμη και στο πλαίσιο της εφαρμογής του εν λόγω άρθρου 9.

29      Η Alrosa προβάλλει, συναφώς, ότι το περιεχόμενο της αρχής της αναλογικότητας παραμένει το ίδιο, οποιαδήποτε κι αν είναι η κρινόμενη περίπτωση, μολονότι η ένταση του δικαστικού ελέγχου που ασκείται μπορεί να διαφέρει ανά υπόθεση. Κατά την Alrosa, το Πρωτοδικείο συμμορφώθηκε με τη συνήθη δικαστική πρακτική και εξέτασε το κατά πόσον η Επιτροπή διέθετε εύλογες εναλλακτικές λύσεις λιγότερο δεσμευτικές πριν συμπεράνει ότι δεν υπήρχε άλλη λύση.

30      Η Alrosa εκτιμά ότι στις σκέψεις 101 και 140 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης το Πρωτοδικείο δεν επέβαλε στην Επιτροπή να συγκρίνει τις προτεινόμενες δεσμεύσεις με τα μέτρα που θα μπορούσαν να περιληφθούν σε μια υποθετική απόφαση εκδοθείσα βάσει του άρθρου 7 του κανονισμού 1/2003, αλλά την εμπόδισε να δεχθεί μία δυσανάλογη λύση αποκλειστικώς και μόνο για τον λόγο ότι στο πλαίσιο της διαδικασίας που κινήθηκε βάσει του άρθρου 9 του ίδιου κανονισμού η Επιτροπή δεν υποχρεούται να αποδείξει την ύπαρξη παράβασης (σκέψεις 101 και 140 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης). Κατά την Alrosa, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση τονίζεται στην πραγματικότητα ότι ήταν προδήλως δυσανάλογο, λαμβανομένου υπόψη του επιδιωκόμενου σκοπού, να επιβληθεί στην De Beers, δυνάμει του άρθρου 7 του εν λόγω κανονισμού, να παύσει οποιαδήποτε εμπορική σχέση, άμεση ή έμμεση, με την Alrosa. Αντιθέτως προς όσα ισχυρίζεται η Επιτροπή, η αναφορά του Πρωτοδικείου στο άρθρο 7 δεν είχε την έννοια ότι επέβαλε στην Επιτροπή να διεξαγάγει, σε όλες τις υποθέσεις στις οποίες έχει εφαρμογή το άρθρο 9 του κανονισμού αυτού, μία παράλληλη και υποθετική διαδικασία δυνάμει του εν λόγω άρθρου 7.

31      Η Alrosa εκτιμά ότι, εάν η απόφαση που έλαβε η Επιτροπή είναι προδήλως δυσανάλογη στο πλαίσιο μιας διαδικασίας που κινήθηκε βάσει του άρθρου 7 του κανονισμού 1/2003 και υπάρχει το ενδεχόμενο να διαπιστωθεί παράβαση, η απόφαση αυτή είναι κατά μείζονα λόγο δυσανάλογη στην περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 9 του κανονισμού αυτού, τουλάχιστον όταν, όπως εν προκειμένω, η αποδοχή των δεσμεύσεων που αναλήφθησαν βάσει του εν λόγω άρθρου 9 έχει βλαπτικές συνέπειες για μία μη συναινούσα εταιρεία που είχε την ιδιότητα του μέρους στις διαδικασίες.

32      Κατά την Alrosa, το Πρωτοδικείο δεν περιόρισε τις εξουσίες που διαθέτει η Επιτροπή βάσει του άρθρου 9 του κανονισμού 1/2003. Η ανάγκη να εξετάσει η Επιτροπή εναλλακτικές λύσεις λιγότερο δεσμευτικές και να μη λάβει υπόψη δεσμεύσεις οι οποίες προδήλως δεν ήταν ικανές να άρουν τις αντιρρήσεις της δεν αποτελεί ανυπέρβλητο εμπόδιο για την επίτευξη της αποστολής της.

33      Η Alrosa υποστηρίζει ότι αποκλείσθηκε από τη διαπραγμάτευση των προτεινόμενων εναλλακτικών λύσεων. Ο οικειοθελής χαρακτήρας των ατομικών δεσμεύσεων της De Beers δεν έπρεπε να έχει επίπτωση στην εξέταση της αναλογικότητας των δεσμεύσεων που έγιναν δεκτές από την Επιτροπή, στον βαθμό που έθιγαν την Alrosa.

–       Εκτίμηση του Δικαστηρίου

34      Όπως προκύπτει από το άρθρο 9 του κανονισμού 1/2003, η Επιτροπή δύναται, όταν σκοπεύει να εκδώσει απόφαση με την οποία να απαιτεί την παύση μιας παράβασης, να καταστήσει υποχρεωτικές τις δεσμεύσεις που προτείνουν οι οικείες επιχειρήσεις, εφόσον οι εν λόγω δεσμεύσεις είναι ικανές να άρουν τις σχετικές με τον ανταγωνισμό αντιρρήσεις που προσδιορίσθηκαν με την προκαταρκτική της εκτίμηση.

35      Πρόκειται εν προκειμένω για ένα νέο μηχανισμό που προβλέπεται από τον κανονισμό 1/2003 και αποσκοπεί στην αποτελεσματική εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπει η Συνθήκη ΕΚ μέσω αποφάσεων που καθιστούν υποχρεωτικές τις δεσμεύσεις που προτείνουν τα μέρη και οι οποίες κρίθηκαν ως ενδεδειγμένες από την Επιτροπή για την ταχύτερη επίλυση των προβλημάτων ανταγωνισμού που επισήμανε, αντί να ενεργήσει διά της οδού της επίσημης διαπίστωσης της παράβασης. Ειδικότερα, το άρθρο 9 του εν λόγω κανονισμού υπαγορεύεται από λόγους αναγόμενους στην οικονομία της διαδικασίας και παρέχει στις επιχειρήσεις τη δυνατότητα να έχουν πλήρη συμμετοχή στη διαδικασία, προτείνοντας τις λύσεις που εκτιμούν ως τις πλέον ενδεδειγμένες και κατάλληλες προς άρση των εν λόγω αντιρρήσεων της Επιτροπής.

36      Όπως τόνισαν οι διάδικοι και η γενική εισαγγελέας στη σκέψη 42 των προτάσεών της, μολονότι, αντίθετα προς το άρθρο 7 του κανονισμού 1/2003, το άρθρο του 9 δεν αναφέρεται ρητώς στην έννοια της αναλογικότητας, εντούτοις, δεν αμφισβητείται ότι η αρχή της αναλογικότητας, ως γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης, αποτελεί κριτήριο νομιμότητας για κάθε πράξη των οργάνων της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένων των αποφάσεων που λαμβάνει η Επιτροπή ως αρχή ελέγχου του ανταγωνισμού.

37      Συνεπώς, στο πλαίσιο της εξέτασης των δράσεων τις οποίες ανέλαβε η Επιτροπή, είτε βάσει του άρθρου 7 του κανονισμού 1/2003 είτε βάσει του άρθρου του 9, τίθεται πάντοτε, αφενός, το ζήτημα του ακριβούς περιεχομένου και των ορίων των υποχρεώσεων που απορρέουν από την τήρηση της αρχής αυτής και, αφετέρου, το ζήτημα των ορίων του ασκούμενου δικαστικού ελέγχου.

38      Έτσι, τα ειδικά χαρακτηριστικά των μηχανισμών που προβλέπονται στα άρθρα 7 και 9 του κανονισμού 1/2003 και τα μέσα δράσης που προβλέπει ο εν λόγω κανονισμός βάσει κάθε μιας από τις διατάξεις αυτές είναι διαφορετικά, γεγονός που συνεπάγεται ότι η υποχρέωση που υπέχει η Επιτροπή να εξασφαλίσει την τήρηση της αρχής της αναλογικότητας έχει διαφορετικό πεδίο εφαρμογής και περιεχόμενο, αναλόγως του άρθρου στο πλαίσιο του οποίου εκτιμάται.

39      Το άρθρο 7 του κανονισμού 1/2003 ορίζει ρητώς την έκταση του πεδίου εφαρμογής της αρχής της αναλογικότητας στις περιπτώσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της. Συγκεκριμένα, βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 1/2003, η Επιτροπή δύναται να επιβάλλει στις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις μέτρα συμπεριφοράς ή διαρθρωτικού χαρακτήρα ανάλογα προς τη διαπραχθείσα παράβαση και αναγκαία για την παύση της.

40      Αντιθέτως, το άρθρο 9 του κανονισμού αυτού προβλέπει μόνον ότι, στο πλαίσιο διαδικασίας κινηθείσας βάσει της διάταξης αυτής, όπως προκύπτει από τη δέκατη τρίτη αιτιολογική σκέψη του εν λόγω κανονισμού, η Επιτροπή απαλλάσσεται από την υποχρέωση να χαρακτηρίσει και να διαπιστώσει την παράβαση, δεδομένου ότι ο ρόλος της περιορίζεται στην εξέταση, και ενδεχομένως στην αποδοχή, των δεσμεύσεων που προτείνουν οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις, υπό το φως των προβλημάτων που προσδιόρισε με την προκαταρκτική της εκτίμηση και σε σχέση με τους επιδιωκόμενους σκοπούς.

41      Η εφαρμογή από την Επιτροπή της αρχής της αναλογικότητας στο πλαίσιο του άρθρου 9 του κανονισμού 1/2003 περιορίζεται στον έλεγχο του αν οι επίμαχες δεσμεύσεις είναι ικανές να άρουν τις αντιρρήσεις που διατύπωσε προς τις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις και στο αν οι εν λόγω επιχειρήσεις πρότειναν δεσμεύσεις λιγότερο περιοριστικές εξίσου όμως ικανές να άρουν τις αντιρρήσεις της. Κατά την άσκηση του ελέγχου αυτού, η Επιτροπή πρέπει ωστόσο να λάβει υπόψη τα συμφέροντα των τρίτων.

42      Ο δικαστικός έλεγχος, εξάλλου, αφορά αποκλειστικά στην εξέταση του αν η εκτίμηση της Επιτροπής είναι προδήλως εσφαλμένη.

43      Πάντως, στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Πρωτοδικείο στηρίζεται στο επιχείρημα ότι η εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας παράγει τα ίδια αποτελέσματα τόσο στις αποφάσεις που λαμβάνονται βάσει του άρθρου 7 του κανονισμού 1/2003 όσο και στις αποφάσεις που εκδίδονται δυνάμει του άρθρου 9 του εν λόγω κανονισμού.

44      Στη σκέψη 101 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο έκρινε μεταξύ άλλων ότι είναι αντίθετο προς την οικονομία του κανονισμού 1/2003 το ενδεχόμενο μια απόφαση η οποία θα έπρεπε, βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού να θεωρείται δυσανάλογη προς τη διαπιστωθείσα παράβαση να μπορεί να εκδοθεί, με προσφυγή στη διαδικασία του άρθρου 9, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού υπό τη μορφή δεσμεύσεως η οποία κατέστη υποχρεωτική.

45      Η διαπίστωση αυτή είναι εσφαλμένη.

46      Συγκεκριμένα, οι δύο αυτές διατάξεις του κανονισμού 1/2003 επιδιώκουν, όπως αναφέρθηκε στη σκέψη 38 της παρούσας αποφάσεως, δύο διαφορετικούς σκοπούς που συνίστανται, ο πρώτος, στην παύση της διαπιστωθείσας παράβασης και, ο δεύτερος, στην άρση των αντιρρήσεων που διατύπωσε η Επιτροπή στο πλαίσιο της προκαταρκτικής εκτιμήσεώς της.

47      Συνεπώς, δεν υπάρχει κανένας λόγος το μέτρο που θα μπορούσε ενδεχομένως να επιβληθεί στο πλαίσιο του άρθρου 7 του κανονισμού 1/2003 να αποτελέσει σημείο αναφοράς για την εκτίμηση του περιεχομένου των δεσμεύσεων που έγιναν δεκτές κατ’ εφαρμογή του άρθρου 9 του κανονισμού αυτού και οτιδήποτε υπερβαίνει το εν λόγω μέτρο να πρέπει αυτομάτως να θεωρηθεί δυσανάλογο. Έτσι, ακόμη και αν οι αποφάσεις που εκδίδονται βάσει των δύο αυτών διατάξεων οφείλουν να τηρούν την αρχή της αναλογικότητας, η εφαρμογή της αρχής αυτής διαφέρει, εντούτοις, αναλόγως της επιλεγείσας διατάξεως.

48      Οι εταιρίες που προτείνουν δεσμεύσεις βάσει του άρθρου 9 του κανονισμού 1/2003 αποδέχονται εν γνώσει τους ότι οι παραχωρήσεις τους μπορεί να υπερβαίνουν το μέτρο που η ίδια η Επιτροπή θα μπορούσε να επιβάλει με απόφαση λαμβανόμενη σύμφωνα με το άρθρο 7 του κανονισμού αυτού μετά από διεξοδική έρευνα. Αντιθέτως, η περάτωση της διαδικασίας παράβασης εναντίον των εταιριών αυτών τους παρέχει τη δυνατότητα να αποφύγουν τη διαπίστωση παράβασης της νομοθεσίας περί ανταγωνισμού και την ενδεχόμενη επιβολή προστίμου.

49      Επιπλέον, το γεγονός ότι η Επιτροπή κατέστησε υποχρεωτικές τις προταθείσες από την εταιρία ατομικές δεσμεύσεις δεν συνεπάγεται ότι οι άλλες εταιρίες δεν έχουν τη δυνατότητα να προστατεύσουν τα πιθανά δικαιώματά τους στο πλαίσιο της σχέσης τους με την εταιρία αυτή.

50      Επιβάλλεται επομένως το συμπέρασμα ότι η Επιτροπή βασίμως ισχυρίζεται ότι κακώς το Πρωτοδικείο, με την έκδοση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, έκρινε ότι η αρχή της αναλογικότητας πρέπει να εκτιμάται, όσον αφορά τις αποφάσεις που εκδόθηκαν βάσει του άρθρου 9 του κανονισμού 1/2003, με τον ίδιο τρόπο όπως στο πλαίσιο της εξέτασης των αποφάσεων που λαμβάνονται βάσει του άρθρου 7 του παρόντος κανονισμού, παρά τις διαφορετικές λογικές που διέπουν τις δύο αυτές διατάξεις.

 Ως προς το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου, που αντλείται από την φερόμενη ως εσφαλμένη εφαρμογή εκ μέρους του Πρωτοδικείου της αρχής της αναλογικότητας

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

51      Η Επιτροπή, με το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου της, αμφισβητεί, μεταξύ άλλων την κρίση του Πρωτοδικείου, κατά την οποία έπρεπε να δεχθεί τις προταθείσες από κοινού δεσμεύσεις, εφόσον ήταν ικανές να άρουν τις αντιρρήσεις της. Το εν λόγω όργανο προσάπτει στο Πρωτοδικείο ότι σφετερίσθηκε τη δική της εξουσία εκτιμήσεως που διαθέτει στον τομέα αυτόν.

52      Η Επιτροπή υποστηρίζει ιδίως ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση δεν έλαβε υπόψη τις παρατηρήσεις που υποβλήθηκαν κατά τη δημόσια διαβούλευση που διεξήχθη βάσει του άρθρου 27, παράγραφος 4, του κανονισμού 1/2003, από τις οποίες προέκυπτε σαφώς ότι, κατά τη γνώμη των διαφόρων τρίτων μερών, οι από κοινού δεσμεύσεις και το προταθέν όριο των 275 εκατομμυρίων USD δεν ήταν ικανές να άρουν τις αντιρρήσεις της όσον αφορά τον ανταγωνισμό που αναφέρονταν στην ανακοίνωση βάσει του εν λόγω άρθρου 27, παράγραφος 4, και ότι οι δεσμεύσεις αυτές θα ενίσχυαν τον έλεγχο που ασκούσε η De Beers στην αγορά. Δύο παρατηρήσεις που υπέβαλαν τρίτοι εξηγούσαν μεταξύ άλλων πώς οι διαρκείς αγορές σημαντικών ποσοτήτων διαμαντιών θα έδιδαν τη δυνατότητα στην De Beers να διατηρήσει τον «κυρίαρχο ρόλο» της στην αγορά καθ’ υπέρβαση της αξίας της δικής της παραγωγής.

53      Η Επιτροπή προσάπτει στο Πρωτοδικείο ότι συμπέρανε, στη σκέψη 136 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι, παρά το γεγονός ότι η δημόσια διαβούλευση οδήγησε σε αρνητικά αποτελέσματα, οι από κοινού δεσμεύσεις ήταν ικανές να άρουν τις αντιρρήσεις της Επιτροπής. Τα αποτελέσματα της εν λόγω διαβούλευσης έπρεπε να οδηγήσουν το Πρωτοδικείο στο συμπέρασμα ότι επρόκειτο για ένα σχετικά περίπλοκο τομέα, στον οποίο η Επιτροπή διέθετε ευρύ περιθώριο εκτίμησης ή, τουλάχιστον, ένα ορισμένο περιθώριο εκτίμησης.

54      Εξάλλου, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι συνάντησε σημαντικές δυσκολίες όσον αφορά τον προσδιορισμό ενός κατώτατου ορίου πωλήσεων ικανού να άρει τις αντιρρήσεις της όσον αφορά τον ανταγωνισμό, δεδομένου ότι τα αποτελέσματα της δημόσιας διαβούλευσης ήταν σε μεγάλο βαθμό αρνητικά. Κατά την Επιτροπή, η πολυπλοκότητα αυτή οφειλόταν κυρίως στο γεγονός ότι το οποιοδήποτε κατώτατο όριο υπόκειται σε ετήσιες διακυμάνσεις ανάλογα με τις συνθήκες της αγοράς. Ωστόσο, το Πρωτοδικείο εκτίμησε, στη σκέψη 125 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι η Επιτροπή δέχθηκε ότι δεν είχε προβεί σε καμία πολύπλοκη οικονομική ανάλυση και κατέληξε, στη σκέψη 126 της εν λόγω απόφασης ότι, εν πάση περιπτώσει, δεν υπήρχαν τέτοιες δυσκολίες.

55      Η Επιτροπή εκτιμά ότι τα επιχειρήματά της έχουν σε μεγάλο βαθμό παραμορφωθεί. Όπως προκύπτει σαφώς από τη δικογραφία, ουδέποτε άφησε να εννοηθεί ότι δεν είχε προβεί σε ενέργειες για να εκτιμήσει το σχετικό κατώτατο ποσοτικό όριο. Εξήγησε ότι, μετά την πραγματοποίηση της οικονομικής ανάλυσης, δεν ήταν σε θέση να προσδιορίσει το ακριβές επίπεδο των πωλήσεων που θα μπορούσε με βεβαιότητα να άρει πλήρως τις αντιρρήσεις της όσον αφορά τον ανταγωνισμό. Δέχθηκε επομένως μία δέσμευση που της επέτρεπε να εξοικονομήσει χρόνο σε σύγκριση με μια πολύπλοκη έρευνα.

56      Η Alrosa προσάπτει στην Επιτροπή ότι ενήργησε κινούμενη από καιροσκοπισμό, δεδομένου ότι η εξέταση των εναλλακτικών λύσεων, δηλαδή, π.χ., ο καθορισμός ενός ανώτατου συμφωνηθέντος ορίου που να περιορίζει τις πωλήσεις από την Alrosa στην De Beers, θα καθυστερούσε τη διαδικασία. Κατ’ αυτήν, εκ των όσων υποστηρίζει η Επιτροπή προκύπτει, αφενός, ότι ο χειρισμός του θέματος είχε επείγοντα χαρακτήρα και ότι το εν λόγω θεσμικό όργανο δεν διέθετε αρκετό χρόνο για να αποφασίσει αν οι εναλλακτικές λύσεις που πρότεινε η Alrosa ήταν ικανές να άρουν τις αντιρρήσεις της και, αφετέρου, ότι τα προτεινόμενα μέτρα ήταν περίπλοκα και δύσκολο να αναλυθούν. Όμως, τούτο δεν συνέβαινε.

57      Η Alrosa υποστηρίζει ότι είχε προτείνει, ως εναλλακτική λύση την πλήρη και διαρκή απαγόρευση οποιασδήποτε πώλησης διαμαντιών προς την De Beers, τη σταδιακή μείωση του όγκου των πωλήσεών της προς αυτήν, και, στη συνέχεια, τον περιορισμό των πωλήσεών της ετησίως στο ύψος που θα συμφωνούσε με την Επιτροπή. Επιπλέον, η Alrosa είχε προτείνει να της επιτραπεί, τουλάχιστον, να πωλεί ακατέργαστα διαμάντια μέσω ανοικτών διαγωνισμών, στους οποίους θα συμμετείχε και η De Beers, ωστόσο η πρόταση αυτή απορρίφθηκε από την Επιτροπή.

58      Ομοίως, κατά την Alrosa, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Πρωτοδικείο δεν ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή είναι υποχρεωμένη να ενεργήσει με επιστημονική ακρίβεια κατά την εκτίμηση των πιθανών λύσεων. Όλως αντιθέτως, το Πρωτοδικείο δέχεται ρητώς ότι η Επιτροπή διαθέτει ορισμένο περιθώριο εκτιμήσεως κατά την εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας, χωρίς ωστόσο να της αναγνωρίζει απεριόριστη εξουσία εκτιμήσεως, η οποία θα είχε αρνητική επίπτωση στους τρίτους.

–       Εκτίμηση του Δικαστηρίου

59      Πρέπει να υπομνησθεί ότι η Επιτροπή εξέτασε τις από κοινού δεσμεύσεις αφού κάλεσε τους τρίτους να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους και αφού διαπίστωσε τα αρνητικά αποτελέσματα της δημόσιας διαβούλευσης. Κατέληξε ότι οι δεσμεύσεις αυτές δεν ήταν επαρκείς.

60      Προς απάντηση στην αιτίαση της Επιτροπής και για να εκτιμηθεί αν πράγματι, όπως αυτή υποστηρίζει, το Πρωτοδικείο έθιξε τη διακριτική ευχέρεια που διαθέτει στο πλαίσιο της αποδοχής των δεσμεύσεων βάσει του άρθρου 9 του κανονισμού 1/2003, πρέπει να διευκρινιστεί πρώτον η έκταση της διακριτικής ευχέρειας.

61      Δεδομένου ότι η Επιτροπή δεν είναι υποχρεωμένη να αναζητήσει λύσεις λιγότερο αυστηρές ή ηπιότερες από τις προτεινόμενες δεσμεύσεις, όπως επισημάνθηκε στις σκέψεις 40 και 41 της παρούσας αποφάσεως, η μόνη υποχρέωση που είχε εν προκειμένω, όσον αφορά την αναλογικότητα των δεσμεύσεων, ήταν να ελέγξει αν οι από κοινού δεσμεύσεις, που υποβλήθηκαν στο πλαίσιο της κινηθείσας βάσει του άρθρου 81 ΕΚ διαδικασίας, ήταν ικανές να άρουν τις αντιρρήσεις που είχε διατυπώσει η Επιτροπή στο πλαίσιο της κινηθείσας βάσει του άρθρου 82 ΕΚ διαδικασίας.

62      Όπως επισήμανε η γενική εισαγγελέας στα σημεία 80 επ. των προτάσεών της, η Επιτροπή κατέληξε, αφού έλαβε γνώση των αποτελεσμάτων της έρευνας που είχε πραγματοποιήσει στην αγορά, ότι οι από κοινού δεσμεύσεις δεν ήταν σε θέση να επιλύσουν τα προβλήματα ανταγωνισμού που είχε επισημάνει.

63      Το Πρωτοδικείο μπορούσε να κρίνει ότι η Επιτροπή είχε υποπέσει σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως μόνον εάν διαπίστωνε ότι το εν λόγω συμπέρασμα της Επιτροπής ήταν προδήλως αβάσιμο σε σχέση με τα αποδειχθέντα πραγματικά στοιχεία.

64      Ωστόσο, το Πρωτοδικείο ουδόλως προέβη σε μια τέτοια διαπίστωση.

65      Αντιθέτως, εξέτασε άλλες λύσεις λιγότερο περιοριστικές για τους σκοπούς της εφαρμογής της αρχής της αναλογικότητας, συμπεριλαμβανομένων ορισμένων προσαρμογών των από κοινού δεσμεύσεων, στις σκέψεις 128 και 129, καθώς και στις σκέψεις 137 έως 153 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης.

66      Το Πρωτοδικείο εξέθεσε, στις σκέψεις 129 έως 136 της απόφασης αυτής, τη δική του διαφορετική εκτίμηση ως προς το κατά πόσον μπορούσαν οι από κοινού δεσμεύσεις να εξαλείψουν τα προβλήματα ανταγωνισμού που διαπίστωσε η Επιτροπή πριν καταλήξει, στη σκέψη 154 της εν λόγω απόφασης, ότι υπήρχαν εν προκειμένω εναλλακτικές λύσεις λιγότερο περιοριστικές για τις επιχειρήσεις από την πλήρη απαγόρευση των συναλλαγών.

67      Κατ’ αυτόν τον τρόπο, το Πρωτοδικείο ανέπτυξε τη δική του εκτίμηση όσον αφορά τις περίπλοκες οικονομικές συνθήκες και υποκατέστησε έτσι την εκτίμηση της Επιτροπής με τη δική του εκτίμηση, σφετεριζόμενο, κατά συνέπεια, τη διακριτική της ευχέρεια, αντί να προβεί σε έλεγχο της νομιμότητας της εκτίμησης της Επιτροπής.

68      Το σφάλμα στο οποίο υπέπεσε κατά τον τρόπο αυτόν το Πρωτοδικείο δικαιολογεί, και μόνον αυτό, την αναίρεση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης.

69      Επομένως, παρέλκει η εξέταση των λοιπών επιχειρημάτων που προέβαλε η Επιτροπή προς στήριξη του δευτέρου σκέλους του πρώτου λόγου αναιρέσεως.

 Επί του δευτέρου λόγου που αντλείται από εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του δικαιώματος ακροάσεως

 Επί του παραδεκτού

70      Η Alrosa εκτιμά ότι τα επιχειρήματα της Επιτροπής που αντλούνται από πλάνη περί το δίκαιο στην οποία υπέπεσε το Πρωτοδικείο κατά την εκτίμηση των δικαιωμάτων άμυνας είναι αλυσιτελή, διότι στρέφονται κατά ενός πλεοναστικού σημείου του σκεπτικού της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης.

71      Υπενθυμίζεται, συναφώς, ότι, κατά πάγια νομολογία, το Δικαστήριο απορρίπτει εξαρχής αιτιάσεις κατά λόγων που περιλαμβάνονται ως εκ περισσού στο σκεπτικό αποφάσεως του Πρωτοδικείου, διότι οι εν λόγω αιτιάσεις δεν μπορούν να επιφέρουν αναίρεση της αποφάσεως αυτής και είναι, συνεπώς, αλυσιτελείς (απόφαση της 7ης Νοεμβρίου 2002, C‑184/01 P, Hirschfeldt κατά ΕΟΠ, Συλλογή 2002, σ. I‑10173, σκέψη 48). Το επιχείρημα αυτό της Alrosa πρέπει να απορριφθεί. Ακόμη και αν το Πρωτοδικείο περιέλαβε ως εκ περισσού το μέρος αυτό του σκεπτικού, αποτελεί, όπως επισήμανε η γενική εισαγγελέας στο σημείο 135 των προτάσεών της, αυτοτελή βάση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης στην οποία στηρίζεται η ακύρωση της επίδικης απόφασης, όπως σαφώς προκύπτει από τη σκέψη 204 της εν λόγω απόφασης. Κατά συνέπεια η νομολογία σύμφωνα με την οποία το Δικαστήριο απορρίπτει εξαρχής αιτιάσεις κατά λόγων που περιλαμβάνονται ως εκ περισσού στο σκεπτικό αποφάσεως του Πρωτοδικείου, διότι οι εν λόγω αιτιάσεις δεν μπορούν να επιφέρουν αναίρεση της αποφάσεως αυτής, δεν έχει εφαρμογή σ’ αυτόν τον λόγο αναιρέσεως.

 Επί της ουσίας

72      Στο πλαίσιο του δευτέρου λόγου αναιρέσεως, η Επιτροπή προβάλλει τέσσερις αιτιάσεις:

–        η διαπίστωση του Πρωτοδικείου ότι υπήρξε προσβολή του δικαιώματος ακροάσεως της Alrosa στερείται αιτιολογίας·

–        το Πρωτοδικείο αποφάνθηκε ultra petita κατά προσβολή του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη·

–        το Πρωτοδικείο ερμήνευσε εσφαλμένα το περιεχόμενο του δικαιώματος ακροάσεως της Alrosa·

–        το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ως βάσιμο τον λόγο αναιρέσεως της Alrosa που αντλείται από προσβολή του δικαιώματος ακροάσεως, χωρίς να έχει διαπιστωθεί σαφώς ότι η προβαλλόμενη προσβολή είχε αντίκτυπο στην επίλυση της διαφοράς.

73      Πρέπει να εξεταστούν, πρώτον, τα επιχειρήματα της Επιτροπής σχετικά με την εκτίμηση του Πρωτοδικείου για το περιεχόμενο του δικαιώματος ακροάσεως της Alrosa.

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

74      Η Επιτροπή εκτιμά ότι η γνωστοποίηση, κατά τη συνεδρίαση της 27ης Οκτωβρίου 2005, περίληψης των σχολίων που διατύπωσαν οι τρίτοι προς απάντηση στην έρευνα αγοράς προστάτευσε τα δικαιώματα άμυνας που μπορούσε να επικαλεσθεί η Alrosa. Το γεγονός ότι δόθηκε η δυνατότητα στην Alrosa να σχολιάσει τις ατομικές δεσμεύσεις της De Beers και τις παρατηρήσεις των τρίτων δεν αποτελεί, κατά την Επιτροπή, υποχρέωσή της, καθόσον είχε σαφώς γνωστοποιήσει την απόρριψη των από κοινού δεσμεύσεων, τούτο δε το έπραξε καθ’ όλα ορθώς εφόσον δεν δεσμευόταν από καμία πρόταση αναλήψεως δεσμεύσεων. Η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι διαθέτει την ευχέρεια να απορρίψει, ανά πάσα στιγμή, μία πρόταση ανάληψης δεσμεύσεων.

75      Επιπλέον, κατά την Επιτροπή, ουδέποτε τέθηκε ζήτημα μονομερών δεσμεύσεων, εκ μέρους μόνο της Alrosa, εφόσον η Επιτροπή είχε κινήσει δύο διαφορετικές έρευνες, τη μία μόνον κατά της De Beers, βάσει του άρθρου 82 ΕΚ, και την άλλη κατά της De Beers και της Alrosa, βάσει του άρθρου 81 ΕΚ. Η Επιτροπή εκτιμά ότι, εφόσον μόνον η De Beers είχε προτείνει την ανάληψη μονομερών δεσμεύσεων κατόπιν της συνεδριάσεως της 27ης Οκτωβρίου 2005, προς άρση των κατά το άρθρο 82 ΕΚ αντιρρήσεων, ουδείς λόγος υπήρχε να συμπεριληφθεί η Alrosa στις διαπραγματεύσεις με την De Beers ούτε να της δοθεί αντίγραφο της πρότασης ανάληψης δεσμεύσεων της De Beers, γεγονός το οποίο έπραξε, εντούτοις, παρέχοντας στην Alrosa τη δυνατότητα να υποβάλει τις παρατηρήσεις της.

76      Η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι η απόρριψη των από κοινού δεσμεύσεων δεν αποτελεί πράξη δεκτική προσφυγής ούτε απόφασή της ούτε εξάλλου μέτρο που μπορεί να επηρεάσει την έννομη κατάσταση ενός μέρους. Κανένα από τα μέρη που εμπλέκονται σε διαδικασία διαπιστώσεως παραβάσεως, η οποία κινήθηκε μόνο βάσει του άρθρου 81 ΕΚ όσον αφορά την Alrosa, δεν έχει δικαίωμα να ζητήσει να γίνει δεκτή ή να απορριφθεί η πρότασή του ανάληψης δεσμεύσεων, τούτο δε για συγκεκριμένους λόγους. Κατά το θεσμικό αυτό όργανο, δεν υφίσταται επίσης δικαίωμα υποβολής παρατηρήσεων επί της προτάσεως ανάληψης δεσμεύσεων που υπέβαλαν τα άλλα μέρη.

77      Εξάλλου, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Πρωτοδικείο στηρίζεται στην υπόθεση ότι έπρεπε να αναγνωρισθούν στην Alrosa, στο πλαίσιο της συνολικώς εκτιμώμενης διαδικασίας, τα δικαιώματα που παρέχονται σε μια «εμπλεκόμενη επιχείρηση» κατά την έννοια του κανονισμού 1/2003.

78      Πάντως, από το γράμμα των άρθρων 7, παράγραφος 1, και 9, παράγραφος 1, του κανονισμού 1/2003 προκύπτει σαφώς ότι η έννοια της «εμπλεκόμενης επιχείρησης» αφορά τις επιχειρήσεις που διέπραξαν παράβαση των διατάξεων των άρθρων 81 ΕΚ ή 82 ΕΚ ή κατά των οποίων η Επιτροπή πρόκειται να εκδώσει απόφαση στηριζόμενη στις αντιρρήσεις που προβλήθηκαν αναφορικά με την εν λόγω παράβαση. Εταιρία που συνάπτει συμφωνία με επιχείρηση η οποία εκμεταλλεύεται καταχρηστικά τη δεσπόζουσα θέση της δεν αποκτά την ιδιότητα του «συναυτουργού» στην παράβαση του άρθρου 82 ΕΚ ούτε εξάλλου καθίσταται «εμπλεκόμενη επιχείρηση» για τους σκοπούς του άρθρου αυτού.

79      Έτσι, κατά την Επιτροπή, όπως προκύπτει από τη σαφή διάκριση μεταξύ του καθεστώτος των «εμπλεκόμενων επιχειρήσεων» και του καθεστώτος των ενδιαφερόμενων τρίτων, η «συνάφεια» μεταξύ των διαδικασιών που κινήθηκαν βάσει των άρθρων 81 ΕΚ και 82 ΕΚ δεν μπορεί να προσδώσει στον ενδιαφερόμενο τρίτο την ιδιότητα της «εμπλεκόμενης επιχείρησης». Η Επιτροπή φρονεί επομένως ότι, ακόμη και αν η Alrosa είχε δικαίωμα, ως ενδιαφερόμενη τρίτη, να γνωστοποιήσει την άποψή της επί της προτάσεως ανάληψης δεσμεύσεων της De Beers, δεν είχε ωστόσο δικαίωμα να ζητήσει να αναβληθεί η απόφαση για τις εν λόγω δεσμεύσεις μέχρι να μπορέσει να υποβάλει παρατηρήσεις επί του θέματος της απόρριψης των από κοινού δεσμεύσεων.

80      Ακόμη και αν υποτεθεί ότι λαμβάνεται υπόψη η προβαλλόμενη συνάφεια μεταξύ των διαδικασιών που κινήθηκαν βάσει των άρθρων 81 ΕΚ και 82 ΕΚ ή ακόμη κι αν υποτεθεί ότι υπήρξε μόνο μία «ενιαία διαδικασία», οι εν λόγω περιστάσεις δεν αρκούν για να παρεκτείνουν το περιεχόμενο των δικονομικών δικαιωμάτων της Alrosa. Ακόμη και οι «εμπλεκόμενες επιχειρήσεις» σε διαδικασία κινηθείσα βάσει του άρθρου 9 του κανονισμού 1/2003 δεν έχουν δικαίωμα να ζητήσουν να καταστούν υποχρεωτικές οι δεσμεύσεις τους.

81      Η Alrosa ισχυρίζεται συναφώς ότι το βασικό επιχείρημα που είχε προβάλει και το οποίο είχε γίνει δεκτό από το Πρωτοδικείο με τις σκέψεις 194 και 196 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης στηριζόταν στο γεγονός ότι η Επιτροπή δεν μπορούσε, με την επίδικη απόφαση, να της απαγορεύσει οριστικά την πώληση ακατέργαστων διαμαντιών προς την De Beers, δεδομένου ότι η απόφαση αυτή θα είχε αποτέλεσμα ισοδύναμο με απόφαση βάσει του άρθρου 7 του κανονισμού 1/2003, χωρίς να της έχει παρασχεθεί, σε κάποιο στάδιο της διαδικασίας για τη λήψη της αποφάσεως αυτής, το δικαίωμα ακροάσεως.

82      Η Alrosa υποστηρίζει ότι το Πρωτοδικείο έκρινε ότι οι διαδικασίες που κίνησε η Επιτροπή βάσει των άρθρων 81 ΕΚ και 82 ΕΚ ανέκαθεν αντιμετωπίσθηκαν de facto ως μία μόνο διαδικασία, τόσο από την Επιτροπή όσο και από την ίδια και την De Beers. Κατά την Alrosa, είναι σαφές ότι η Επιτροπή δεν κίνησε δύο διαφορετικές διαδικασίες αλλά μία ενιαία διαδικασία, στηριζόμενη στα ίδια πραγματικά περιστατικά, βάσει του άρθρου 81 ΕΚ κατά της ίδιας και της De Beers και βάσει του άρθρου 82 ΕΚ κατά της De Beers μόνο.

83      Η Alrosa εκτιμά ότι το Πρωτοδικείο μπορούσε να απορρίψει το επιχείρημα της Επιτροπής για τον λόγο και μόνον ότι η επίδικη απόφαση, η οποία κατέληγε στη διαρκή απαγόρευση όλων των πωλήσεων διαμαντιών προς την De Beers, έπρεπε να της διασφαλίζει όλα τα δικαιώματα που αναγνωρίζονται στον αποδέκτη απόφασης αυτού του είδους.

84      Η Alrosa προβάλλει ότι, ακόμη κι αν υποτεθεί ότι μπορεί να θεωρηθεί ως απλός τρίτος που επηρεάζεται «άμεσα» και «δυσμενώς» από την επίδικη απόφαση, η Επιτροπή θα έπρεπε εν πάση περιπτώσει να της κοινοποιήσει τους λόγους της απόρριψης των από κοινού δεσμεύσεων και να της επιτρέψει να εκφράσει την άποψή της επί της απορρίψεως αυτής καθώς και επί της μονομερούς προτάσεως που είχε ως αποτέλεσμα τη διαρκή απαγόρευση όλων των πωλήσεων ακατέργαστων διαμαντιών προς την De Beers.

–       Εκτίμηση του Δικαστηρίου

85      Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Πρωτοδικείο εκκινεί από την υπόθεση ότι, υπό τις προκείμενες περιστάσεις, λαμβανομένου υπόψη κυρίως ότι οι διαδικασίες που κίνησε η Επιτροπή βάσει των άρθρων 81 ΕΚ και 82 ΕΚ ανέκαθεν αντιμετωπιζόταν de facto ως μία ενιαία διαδικασία, τόσο από την Επιτροπή όσο και από την De Beers και την Alrosa, έπρεπε να αναγνωρισθούν στην Alrosa τα δικαιώματα που παρέχονται στην «εμπλεκόμενη επιχείρηση» κατά την έννοια του κανονισμού 1/2003, μολονότι, stricto sensu, δεν είχε την ιδιότητα της «εμπλεκόμενης επιχείρησης» στη διαδικασία που κινήθηκε βάσει του άρθρου 82 ΕΚ.

86      Το Πρωτοδικείο, αφού αναγνώρισε, στη σκέψη 195 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι η Επιτροπή, βεβαίως, μπορούσε βασίμως να κρίνει, μετά την παραλαβή των παρατηρήσεων των τρίτων, ότι οι από κοινού δεσμεύσεις δεν ήταν ικανές να άρουν τις αντιρρήσεις που διατύπωσε στο πλαίσιο της προκαταρκτικής εκτιμήσεώς της, έκρινε, εντούτοις, στη σκέψη 196 της απόφασης αυτής, ότι η τήρηση του δικαιώματος ακροάσεως απαιτεί, σε περιπτώσεις όπως η προκείμενη, αφενός, οι επιχειρήσεις που πρότειναν δεσμεύσεις να ενημερώνονται σχετικά με τα βασικά στοιχεία επί των πραγματικών περιστατικών στα οποία στηρίχθηκε η Επιτροπή για να ζητήσει την ανάληψη νέων δεσμεύσεων και, αφετέρου, να μπορούν να διατυπώσουν την άποψή τους επί του σημείου αυτού. Πάντως, εν προκειμένω, η Alrosa είχε συνοπτικώς μόνον ενημερωθεί σχετικά με τα συμπεράσματα που άντλησε η Επιτροπή από τις παρατηρήσεις των τρίτων. Ειδικότερα, κατά τη συνεδρίαση της 27ης Οκτωβρίου 2005, η Alrosa έλαβε περίληψη των παρατηρήσεων των τρίτων και ενημερώθηκε σχετικά με το περιεχόμενο των δεσμεύσεων που η Επιτροπή ανέμενε από τα μέρη, κατόπιν της αρνητικής εκβάσεως της διαβουλεύσεως με τρίτους, δηλαδή την παύση οποιασδήποτε σχέσεως από το 2009 και εφεξής και την υποβολή νέας προτάσεως δεσμεύσεων, στη βάση αυτή.

87      Το Πρωτοδικείο κατέληξε στη σκέψη 201 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης ότι η Alrosa, μη έχοντας τη δυνατότητα να ασκήσει πλήρως το δικαίωμά της ακροάσεως όσον αφορά τις ατομικές δεσμεύσεις της De Beers λόγω του ότι οι παρατηρήσεις των τρίτων της είχαν διαβιβαστεί συγχρόνως με το αντίγραφο των ατομικών δεσμεύσεων της De Beers, στερήθηκε, με τον τρόπο αυτό, της δυνατότητας να δώσει χρήσιμη απάντηση και να προτείνει νέες από κοινού δεσμεύσεις με την De Beers (σκέψη 201).

88      Συναφώς, πρέπει να επισημανθεί ότι, εν προκειμένω, η Επιτροπή κίνησε δύο διαδικασίες, τη μία δυνάμει του άρθρου 81 ΕΚ, όσον αφορά τη συμπεριφορά της De Beers και της Alrosa στην αγορά ακατέργαστων διαμαντιών, και τη δεύτερη, βάσει του άρθρου 82 ΕΚ, όσον αφορά τις μονομερείς πρακτικές της De Beers. Στο πλαίσιο των δύο αυτών διαδικασιών, η Επιτροπή απηύθυνε χωριστές ανακοινώσεις αιτιάσεων προς την De Beers και την Alrosa. Επομένως, η Alrosa μπορούσε να έχει την ιδιότητα της «εμπλεκόμενης επιχείρησης» μόνο στο πλαίσιο της κινηθείσας δυνάμει του άρθρου 81 ΕΚ διαδικασίας, για την οποία δεν είχε ληφθεί καμία απόφαση. Στο πλαίσιο αυτό, η Alrosa δεν μπορεί, επομένως, να επικαλεσθεί τα δικονομικά δικαιώματα που έχουν τα μέρη στη σχετική με τις ατομικές δεσμεύσεις διαδικασία, δεδομένου ότι τα δικαιώματα αυτά τα είχε προτείνει η De Beers στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 82 ΕΚ με αριθμό COMP/E‑2/38.381, η οποία περατώθηκε με την επίδικη απόφαση.

89      Συγκεκριμένα, όπως τόνισε η γενική εισαγγελέας στα σημεία 176 και 177 των προτάσεών της, μόνον αν διαπιστωνόταν ότι η Επιτροπή, χωρίς αντικειμενική αιτία, υπήγαγε εν προκειμένω μια ενιαία πραγματική κατάσταση σε δύο χωριστές διαδικασίες, θα έπρεπε να αναγνωρισθούν στην Alrosa τα δικαιώματα που έχει μια εμπλεκόμενη επιχείρηση στο πλαίσιο της κινηθείσας βάσει του άρθρου 82 ΕΚ διαδικασίας. Ωστόσο, το Πρωτοδικείο δεν διαπίστωσε εν προκειμένω μια τέτοια κατάχρηση εξουσίας εκ μέρους της Επιτροπής και δεν υπήρχε εξάλλου κανείς λόγος για να το πράξει. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή βασίμως κίνησε δύο χωριστές διοικητικές διαδικασίες εφόσον στηρίζονταν σε διαφορετικές ουσιαστικές νομικές βάσεις, δηλαδή στο άρθρο 81 ΕΚ, αφενός, και στο άρθρο 82 ΕΚ, αφετέρου. Όσον αφορά την κινηθείσα βάσει του άρθρου 82 ΕΚ διαδικασία, μόνον η De Beers μπορούσε, ως επιχείρηση που φέρεται να κατείχε δεσπόζουσα θέση στην αγορά, να είναι αποδέκτης της ανακοίνωσης αιτιάσεων και της απόφασης της Επιτροπής που περάτωνε τη διαδικασία αυτή.

90      Επομένως, μια τρίτη επιχείρηση που θεωρεί ότι θίγεται από απόφαση εκδοθείσα βάσει των άρθρων 7 ή 9 του κανονισμού 1/2003 μπορεί να προστατεύσει τα δικαιώματά της ασκώντας προσφυγή κατά της απόφασης αυτής. Ωστόσο, αυτό δεν συνεπάγεται ότι μια τέτοια επιχείρηση, όπως εν προκειμένω η Alrosa, αποκτά την ιδιότητα της «εμπλεκόμενης επιχείρησης» κατά την έννοια του άρθρου 27, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003.

91      Όπως επισήμανε η γενική εισαγγελέας στο σημείο 175 των προτάσεών της, στο πλαίσιο της διαδικασίας σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 82 ΕΚ, η οποία περατώθηκε με την έκδοση της επίδικης απόφασης, η Alrosa είχε στη διάθεσή της μόνον τα λιγότερο εκτεταμένα δικαιώματα του ενδιαφερόμενου τρίτου.

92      Πρέπει να σημειωθεί επίσης ότι το Πρωτοδικείο στηρίχθηκε με το σκεπτικό του σε εσφαλμένη βάση κατά την οποία η Επιτροπή είχε υποχρέωση να παράσχει στην Alrosa αιτιολογημένη εξήγηση όσον αφορά τους λόγους για τους οποίους οι παρατηρήσεις των τρίτων είχαν μεταβάλει τη στάση της σχετικά με την καταλληλότητα των από κοινού δεσμεύσεων, ώστε να μπορέσει να προτείνει νέες από κοινού δεσμεύσεις με την De Beers.

93      Συναφώς, αφενός, το Πρωτοδικείο έκρινε, στη σκέψη 196 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι η Alrosa είχε συνοπτικώς μόνον ενημερωθεί σχετικά με τα συμπεράσματα που είχε αντλήσει η Επιτροπή από τις παρατηρήσεις των τρίτων και, αφετέρου, στη σκέψη 201 της εν λόγω απόφασης, τόνισε ότι το μη εμπιστευτικό κείμενο των παρατηρήσεων των τρίτων διαβιβάσθηκε στην Alrosa με καθυστέρηση και συγχρόνως με το αντίγραφο των ατομικών δεσμεύσεων της De Beers, στερώντας της, με τον τρόπο αυτό, τη δυνατότητα να δώσει χρήσιμη απάντηση και να προτείνει νέες από κοινού δεσμεύσεις με την De Beers.

94      Πάντως, πρέπει να τονιστεί ότι η αποδοχή από την Επιτροπή των ατομικών δεσμεύσεων της De Beers δεν εξηρτάτο από την άποψη επί του θέματος αυτού της Alrosa ή οποιασδήποτε άλλης επιχείρησης. Όπως προκύπτει από το άρθρο 9, παράγραφος 1, του κανονισμού 1/2003, η Επιτροπή διαθέτει ευρεία διακριτική ευχέρεια οσάκις αποφασίζει να καταστήσει υποχρεωτική μία πρόταση δέσμευσης ή να την απορρίψει.

95      Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως είναι επίσης βάσιμος στον βαθμό που, αφενός, το Πρωτοδικείο ερμήνευσε εσφαλμένα τον όρο «εμπλεκόμενη επιχείρηση» κατά την έννοια του κανονισμού 1/2003 συγκρίνοντας τη νομική κατάσταση της Alrosa στο πλαίσιο της σχετικής με τις ατομικές δεσμεύσεις διαδικασίας με τη νομική κατάσταση της De Beers, και αφετέρου, το Πρωτοδικείο στηρίχθηκε στην εσφαλμένη άποψη ότι η Επιτροπή ήταν υποχρεωμένη να αιτιολογεί την απόρριψη των από κοινού δεσμεύσεων και να προτείνει στην Alrosa να της υποβάλει νέες από κοινού δεσμεύσεις με την De Beers.

96      Παρέλκει επομένως η ανάλυση των λοιπών επιχειρημάτων που προέβαλε η Επιτροπή στο πλαίσιο του δεύτερου λόγου αναιρέσεως.

97      Επομένως, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση πρέπει να αναιρεθεί.

 Επί της προσφυγής

98      Κατά το άρθρο 61, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου, σε περίπτωση αναιρέσεως της αποφάσεως του Πρωτοδικείου [νυν, Γενικού Δικαστηρίου], το Δικαστήριο μπορεί να αποφανθεί το ίδιο οριστικά επί της διαφοράς, εφόσον είναι ώριμη προς εκδίκαση.

99      Δεδομένου ότι η υπόθεση είναι ώριμη προς εκδίκαση, το Δικαστήριο πρέπει να αποφανθεί επί της ουσίας της προσφυγής της Alrosa με την οποία ζητείται να ακυρωθεί η επίδικη απόφαση.

100    Η Alrosa προέβαλε ενώπιον του Πρωτοδικείου προς στήριξη της προσφυγής της τρεις λόγους ακυρώσεως, αντλούμενους, πρώτον, από προσβολή του δικαιώματος ακροάσεως, δεύτερον, από παράβαση εκ μέρους της επίδικης αποφάσεως του άρθρου 9 του κανονισμού 1/2003, που απαγορεύει την επιβολή στην εμπλεκόμενη επιχείρηση δεσμεύσεων, και μάλιστα επ’ αόριστον, στις οποίες δεν προσχώρησε οικειοθελώς, και τρίτον, από τον ακραίο χαρακτήρα των δεσμεύσεων που κατέστησαν υποχρεωτικές, κατά παράβαση του άρθρου 9 του εν λόγω κανονισμού και του άρθρου 82 ΕΚ, της ελευθερίας των συμβάσεων και της αρχής της αναλογικότητας.

 Επιχειρήματα των διαδίκων

101    Πρώτον, η Alrosa υποστηρίζει ότι η επίδικη απόφαση θίγει το δικαίωμά της ακροάσεως, το οποίο αποτελεί θεμελιώδη αρχή του δικαίου της Ένωσης, που έχει επανειλημμένα αναγνωριστεί από το Δικαστήριο, και περιλαμβάνει, στο πλαίσιο των υποθέσεων σε θέματα ανταγωνισμού, τόσον την υποχρέωση της Επιτροπής να γνωστοποιήσει τις αιτιάσεις της στην εμπλεκόμενη επιχείρηση όσο και το δικαίωμα της επιχείρησης να απαντήσει. Εντούτοις, η Επιτροπή δεν διατύπωσε «σημαντικές νέες αντιρρήσεις» μετά τα σχόλια των τρίτων. Η μεταβολή των συμπερασμάτων της Επιτροπής δεν εξηγείται επομένως από την «δική της ανάλυση», που πραγματοποιήθηκε από τη Γενική Διεύθυνση «Ανταγωνισμός», κατόπιν της οποίας η Επιτροπή δεν παρέσχε καν στην Alrosa τη δυνατότητα ακροάσεως επί του θέματος αυτού.

102    Το γεγονός ότι η Alrosa δεν είχε τυπικώς την ιδιότητα του μέρους στην κινηθείσα βάσει του άρθρου 82 ΕΚ διαδικασία δεν απέκλειε το δικαίωμά της ακροάσεως, εφόσον η εν λόγω γενική διεύθυνση είχε αναγνωρίσει, με έγγραφό της της 8ης Φεβρουαρίου 2006, ότι «εξαιρετικές περιστάσεις» δικαιολογούσαν να της παρασχεθεί το δικαίωμα ακροάσεως, ως να ήταν επιχείρηση την οποία η απόφαση αφορούσε άμεσα και ατομικά.

103    Η Επιτροπή απαντά ότι η Alrosa δεν είχε την ιδιότητα του μέρους στην επίμαχη διαδικασία και θέτει το θέμα της νομικής βάσης στην οποία στηρίζεται η Alrosa επικαλούμενη το δικαίωμα ακροάσεως.

104    Όσον αφορά το εν λόγω έγγραφο της 8ης Φεβρουαρίου 2006, η Επιτροπή εκτιμά ότι το δικαίωμα ακροάσεως κατά τη διάρκεια της κινηθείσας βάσει του άρθρου 82 ΕΚ διαδικασίας, που επικαλείται η Alrosa και το οποίο αναγνώρισε ο σύμβουλος ακροάσεων στο ίδιο έγγραφο, είχε διαφορετικό περιεχόμενο από εκείνο του δικαιώματος που παρέχεται στις επιχειρήσεις που αποτελούν αντικείμενο έρευνας της Επιτροπής.

105    Μολονότι η Alrosa κατείχε ιδιαίτερη θέση στη διαδικασία, η Επιτροπή εκτιμά ότι, δεδομένου ότι ήταν απλώς τρίτος ενδιαφερόμενος, το δικαίωμα ακροάσεως περιοριζόταν, ως προς αυτήν, στην υποβολή παρατηρήσεων, πράγμα που κλήθηκε να πράξει σε διάφορα στάδια της διαδικασίας. Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η Alrosa χρησιμοποίησε πλήρως το δικαίωμα ακροάσεως.

106    Δεύτερον, η Alrosa προβάλλει ότι η επίδικη απόφαση αντιβαίνει στο άρθρο 9 του κανονισμού 1/2003 το οποίο, κατ’ αυτήν, δεν παρέχει στην Επιτροπή την εξουσία να δέχεται τις ατομικές δεσμεύσεις αλλά μόνον τις από κοινού δεσμεύσεις. Το εν λόγω άρθρο 9 πρέπει επίσης να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η απόφαση που καθιστά υποχρεωτικές τις δεσμεύσεις πρέπει να έχει καθορισμένη διάρκεια.

107    Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι ο όρος «εμπλεκόμενες επιχειρήσεις» δεν σημαίνει ότι μπορούν να υποβληθούν μόνον από κοινού δεσμεύσεις προτεινόμενες από το σύνολο των επιχειρήσεων που επηρεάζονται, ή ενδέχεται να επηρεαστούν, από τη δέσμευση. Η ερμηνεία αυτή προϋποθέτει ότι όλες οι επιχειρήσεις που συμβάλλονται στις εν λόγω συμφωνίες, ακόμη και αν η κινηθείσα δυνάμει του άρθρου 82 ΕΚ διαδικασία δεν τις αφορά, πρέπει να προτείνουν τυπικώς δεσμεύσεις και να είναι αποδέκτες της αποφάσεως που ελήφθη κατ’ εφαρμογή του εν λόγω άρθρου 9. Πάντως, κατά την Επιτροπή, δεδομένου ότι η κινηθείσα δυνάμει του άρθρου 82 ΕΚ διαδικασία αφορούσε μόνον έναν ισχυρισμό περί καταχρήσεως δεσπόζουσας θέσεως εκ μέρους της De Beers, η επιχείρηση αυτή ήταν η μόνη που πρότεινε δεσμεύσεις και υπήρξε αποδέκτρια της απόφασης που ελήφθη βάσει του ιδίου άρθρου 9.

108    Όσον αφορά την υποτιθέμενη υποχρέωση της Επιτροπής να αποδεχθεί τις δεσμεύσεις για καθορισμένο χρονικό διάστημα, η Επιτροπή εκτιμά ότι ο ισχυρισμός αυτός στηρίζεται σε εσφαλμένη ερμηνεία του άρθρου 9 του κανονισμού 1/2003. Το γεγονός ότι η απόφαση της Επιτροπής που επιβάλλει δεσμεύσεις «δύναται» να εκδοθεί για καθορισμένο χρονικό διάστημα δεν υποχρεώνει το θεσμικό αυτό όργανο να λάβει απόφαση καθορισμένης διάρκειας.

109    Η Alrosa υποστηρίζει, τρίτον, ότι η απαγόρευση στην De Beers να αγοράζει ακατέργαστα διαμάντια από αυτήν αντιβαίνει στα άρθρα 82 ΕΚ και 9 του κανονισμού 1/2003 στο μέτρο που επιβάλλει μία απόλυτη και δυνητικά απεριόριστη απαγόρευση του συμβάλλεσθαι στα εμπλεκόμενα μέρη, η οποία δεν δικαιολογείται εν προκειμένω. Η επίδικη απόφαση παραβιάζει έτσι τη θεμελιώδη αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων.

110    Επιπλέον, μία απόλυτη απαγόρευση δεν ήταν απαραίτητη για την άρση των αντιρρήσεων της Επιτροπής όσον αφορά τον ανταγωνισμό βάσει του άρθρου 82 ΕΚ. Η Alrosa υποστηρίζει ότι, στο σημείο αυτό, η επίδικη απόφαση παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας.

111    Η Επιτροπή προβάλλει ότι η ελευθερία των συμβάσεων περιορίζεται, μεταξύ άλλων, από τα άρθρα 81 ΕΚ και 82 ΕΚ.

112    Δεν αμφισβητεί το επιχείρημα ότι η αρχή της αναλογικότητας καλύπτει και την ανάλυση των επιπτώσεων στους τρίτους, αλλά ισχυρίζεται ότι έλαβε δεόντως υπόψη τα νόμιμα εμπορικά συμφέροντα της Alrosa.

113    Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι κύρια αποστολή της ήταν να εξακριβώσει αν οι ατομικές δεσμεύσεις της De Beers ήταν ικανές να άρουν τις αντιρρήσεις της όσον αφορά τον ανταγωνισμό. Εκτιμά ότι, εκ πρώτης όψεως, η De Beers ήταν πιθανό να προτείνει δεσμεύσεις που δεν θα υπερέβαιναν το αναγκαίο μέτρο προς άρση των εν λόγω αντιρρήσεων. Προσθέτει ότι δεν είχε, κατά την άποψή της, καμία υποχρέωση να εξετάσει άλλες περιπτώσεις επιβολής μεγαλύτερων ή μικρότερων δεσμεύσεων από αυτές που πράγματι πρότεινε η De Beers, δεδομένου ότι αρκούσε απλώς η σύγκριση με την προηγηθείσα πρόταση των από κοινού δεσμεύσεων.

114    Επομένως, από την ανάλυση της Επιτροπής προκύπτει ότι οι προταθείσες από κοινού δεσμεύσεις δεν ήταν ικανές να άρουν τις αντιρρήσεις της όσον αφορά τον ανταγωνισμό. Επίσης, η Επιτροπή θεωρεί ότι οι δεσμεύσεις που υπερέβαιναν τις από κοινού δεσμεύσεις ήσαν αναγκαίες.

115    Η Επιτροπή έχει τη γνώμη ότι δεν εναπόκειτο στο Πρωτοδικείο να καθορίσει, πραγματοποιώντας μια περίπλοκη οικονομική εκτίμηση, εάν οι προταθείσες δεσμεύσεις ήταν ικανές να άρουν τις αντιρρήσεις της όσον αφορά τον ανταγωνισμό, αλλά έπρεπε να περιοριστεί στον έλεγχο του κατά πόσον η επίδικη απόφαση έπασχε από πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως. Τέλος, δεν αμφισβητείται ότι η Επιτροπή διαθέτει ευρεία διακριτική ευχέρεια στον συγκεκριμένο τομέα.

116    Η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι, εφόσον δεν έλαβε άλλες προτάσεις δεσμεύσεων, η μόνη δυνατότητα που είχε ήταν να κινήσει εκ νέου τη διαδικασία που οδήγησε στην έκδοση αποφάσεως βάσει του άρθρου 7 του κανονισμού 1/2003, ενδεχομένως συγχρόνως κατά της Alrosa και της De Beers, δεδομένου ότι η διαδικασία αυτή δύσκολα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως το πλέον ενδεδειγμένο μέσο για την άρση των αντιρρήσεων της Επιτροπής όσον αφορά τον ανταγωνισμό.

117    Η Επιτροπή θεωρεί επομένως ότι οι ατομικές δεσμεύσεις της De Beers, που κατέστησαν υποχρεωτικές με την επίδικη απόφαση, ήταν ενδεδειγμένες και απαραίτητες για την άρση των εν λόγω αντιρρήσεων και ότι, επομένως, η υποτιθέμενη παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας δεν αποδείχθηκε.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

118    Από τις παρατηρήσεις που διατυπώθηκαν στις σκέψεις 85 έως 95 της παρούσας αποφάσεως προκύπτει ότι ο πρώτος λόγος ακυρώσεως που προβλήθηκε πρωτοδίκως δεν μπορεί να ευδοκιμήσει.

119    Συγκεκριμένα, όλες οι αιτιάσεις που προέβαλε η Alrosa στο πλαίσιο του λόγου αυτού στηρίζονται στη συλλογιστική ότι έπρεπε να έχει δικονομικά δικαιώματα πλέον εκτεταμένα από εκείνα που συνήθως παρέχονται σε τρίτους. Ωστόσο, η συλλογιστική αυτή απορρίφθηκε ρητώς στη σκέψη 91 της παρούσας αποφάσεως.

120    Ο δεύτερος και ο τρίτος λόγος που προβλήθηκαν πρωτοδίκως πρέπει επίσης να απορριφθούν. Συγκεκριμένα, από το σύνολο των προεκτεθέντων με την παρούσα απόφαση προκύπτει ότι, εκδίδοντας την επίδικη απόφαση, η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο ούτε σε πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως ούτε εξάλλου παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας. Η Alrosa δεν απέδειξε ότι οι ατομικές δεσμεύσεις της De Beers που κατέστησαν υποχρεωτικές από την Επιτροπή υπερέβαιναν προδήλως το αναγκαίο μέτρο για την άρση των αντιρρήσεων που διατύπωσε με την προκαταρκτική της εκτίμηση.

121    Επομένως, πρέπει να απορριφθούν όλοι οι λόγοι ακυρώσεως που προέβαλε η Alrosa κατά της προσβαλλόμενης αποφάσεως, καθώς και η προσφυγή της ενώπιον του Πρωτοδικείου.

 Επί των δικαστικών εξόδων

122    Κατά το άρθρο 122, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, όταν η αίτηση αναιρέσεως γίνεται δεκτή και το Δικαστήριο κρίνει το ίδιο οριστικά τη διαφορά, αποφαίνεται και επί των εξόδων.

123    Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, το οποίο εφαρμόζεται στην αναιρετική διαδικασία δυνάμει του άρθρου 118 του ίδιου κανονισμού, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Επειδή η Επιτροπή ζήτησε την καταδίκη της Alrosa και η τελευταία ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα τόσο της αναιρετικής όσο και της πρωτόδικης δίκης.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τμήμα μείζονος συνθέσεως) αποφασίζει:

1)      Αναιρεί την απόφαση του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 11ης Ιουλίου 2007, T‑170/06, Alrosa κατά Επιτροπής.

2)      Απορρίπτει την προσφυγή που άσκησε η Alrosa Company Ltd ενώπιον του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

3)      Καταδικάζει την Alrosa Company Ltd στα δικαστικά έξοδα τόσο της αναιρετικής όσο και της πρωτόδικης δίκης.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.

Top