Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 32024L1346

Οδηγία (ΕΕ) 2024/1346 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Μαΐου 2024, σχετικά με τις απαιτήσεις για την υποδοχή των αιτούντων διεθνή προστασία

PE/69/2023/REV/1

ΕΕ L, 2024/1346, 22.5.2024, ELI: http://data.europa.eu/eli/dir/2024/1346/oj (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, GA, HR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

Legal status of the document In force

ELI: http://data.europa.eu/eli/dir/2024/1346/oj

European flag

Επίσημη Εφημερίδα
της Ευρωπαϊκής Ένωσης

EL

Σειρά L


2024/1346

22.5.2024

ΟΔΗΓΙΑ (ΕΕ) 2024/1346 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

της 14ης Μαΐου 2024

σχετικά με τις απαιτήσεις για την υποδοχή των αιτούντων διεθνή προστασία

(αναδιατύπωση)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 78 παράγραφος 2 στοιχείο στ),

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών (2),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (3),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Ορισμένες τροποποιήσεις πρέπει να επέλθουν στην οδηγία 2013/33/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (4). Για λόγους σαφήνειας, η οδηγία θα πρέπει να αναδιατυπωθεί.

(2)

Η κοινή πολιτική ασύλου, η οποία βασίζεται στην πλήρη και συνολική εφαρμογή της σύμβασης της Γενεύης, της 28ης Ιουλίου 1951, περί του καθεστώτος των προσφύγων, όπως συμπληρώθηκε με το πρωτόκολλο της Νέας Υόρκης, της 31ης Ιανουαρίου 1967 («η Σύμβαση της Γενεύης»), αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του στόχου της Ένωσης για την προοδευτική εγκαθίδρυση ενός χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, ανοικτού σε υπηκόους τρίτων χωρών και ανιθαγενείς οι οποίοι αναζητούν προστασία στην Ένωση, επιβεβαιώνοντας έτσι την αρχή της μη επαναπροώθησης. Η εν λόγω πολιτική θα πρέπει να διέπεται από την αρχή της αλληλεγγύης και της δίκαιης κατανομής των ευθυνών.

(3)

Το Κοινό Ευρωπαϊκό Σύστημα Ασύλου (ΚΕΣΑ) εγκαθιδρύει ένα σύστημα που αποβλέπει στον προσδιορισμό του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αίτησης παροχής διεθνούς προστασίας, τα κοινά πρότυπα για τις διαδικασίες χορήγησης ασύλου, τις συνθήκες και διαδικασίες υποδοχής και τα δικαιώματα των δικαιούχων διεθνούς προστασίας. Παρά την πρόοδο που έχει σημειωθεί όσον αφορά την ανάπτυξη του ΚΕΣΑ, εξακολουθούν να υφίστανται σημαντικές διαφορές μεταξύ των κρατών μελών όσον αφορά τις διαδικασίες που εφαρμόζονται, τις συνθήκες υποδοχής που παρέχονται στους αιτούντες, τα ποσοστά αναγνώρισης και το είδος προστασίας που χορηγείται στους δικαιούχους διεθνούς προστασίας. Οι εν λόγω διαφορές αποτελούν σημαντικούς μοχλούς δευτερογενών μετακινήσεων και υπονομεύουν τον στόχο της διασφάλισης ίσης μεταχείρισης σε όλους τους αιτούντες, οπουδήποτε και αν υποβάλουν αίτηση διεθνούς προστασίας εντός της Ένωσης.

(4)

Στην ανακοίνωση της 6ης Απριλίου 2016 με τίτλο «Μεταρρύθμιση του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου και προώθηση των νόμιμων οδών προς την Ευρώπη», η Επιτροπή υπογράμμισε την ανάγκη για περαιτέρω ενίσχυση και εναρμόνιση του ΚΕΣΑ. Επιπλέον, καθόρισε τομείς προτεραιότητας στους οποίους το ΚΕΣΑ θα πρέπει να βελτιωθεί διαρθρωτικά, και συγκεκριμένα τη δημιουργία βιώσιμου και δίκαιου συστήματος για τον προσδιορισμό του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αίτησης παροχής διεθνούς προστασίας, την ενίσχυση του συστήματος Eurodac, την επίτευξη μεγαλύτερης σύγκλισης στο σύστημα ασύλου της Ένωσης, την αποτροπή δευτερογενών μετακινήσεων στο εσωτερικό της Ένωσης και τον καθορισμό ενισχυμένης εντολής για τον Οργανισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το Άσυλο όπως θεσπίσθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) 2021/2303 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (5) («ο Οργανισμός για το Άσυλο»). Με τον τρόπο αυτόν, η Επιτροπή απάντησε στις εκκλήσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της 18ης και 19ης Φεβρουαρίου 2016 και της 17ης και 18ης Μαρτίου 2016 προκειμένου να σημειωθεί πρόοδος προς τη μεταρρύθμιση του ισχύοντος πλαισίου της Ένωσης, ώστε να εξασφαλίζεται ανθρώπινη, δίκαιη και αποτελεσματική πολιτική ασύλου. Στην εν λόγω ανακοίνωση προτείνεται επίσης μελλοντική δράση σύμφωνα με την ολιστική προσέγγιση για τη μετανάστευση που εισηγήθηκε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στο ψήφισμά του της 12ης Απριλίου 2016 σχετικά με την κατάσταση στην περιοχή της Μεσογείου και την ανάγκη για μια ολιστική προσέγγιση της ΕΕ όσον αφορά τη μετανάστευση.

(5)

Οι συνθήκες υποδοχής εξακολουθούν να ποικίλλουν σημαντικά μεταξύ των κρατών μελών, ιδίως όσον αφορά τα πρότυπα υποδοχής που προβλέπονται για τους αιτούντες. Πιο εναρμονισμένα πρότυπα υποδοχής, καθοριζόμενα σε επαρκές επίπεδο για όλα τα κράτη μέλη, θα συμβάλουν σε πιο ισότιμη μεταχείριση και σε δικαιότερη κατανομή των αιτούντων άσυλο σε ολόκληρη την Ένωση.

(6)

Θα πρέπει να αξιοποιηθούν οι πόροι του Ταμείου Ασύλου, Μετανάστευσης και Ένταξης, όπως θεσπίστηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) 2021/1147 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (6), και του Οργανισμού για το Άσυλο, προκειμένου να παρέχεται επαρκής υποστήριξη στα κράτη μέλη κατά την εφαρμογή των προτύπων υποδοχής που ορίζονται στην παρούσα οδηγία, καθώς και στα κράτη μέλη που βρίσκονται αντιμέτωπα με ειδικές και δυσανάλογες πιέσεις στα συστήματα ασύλου τους, ιδίως λόγω της γεωγραφικής τους θέσης ή της δημογραφικής τους κατάστασης.

(7)

Για να εξασφαλιστεί η ίση μεταχείριση των αιτούντων στο σύνολο της Ένωσης, η παρούσα οδηγία θα πρέπει να εφαρμόζεται σε όλα τα στάδια και τους τύπους διαδικασιών για παροχή διεθνούς προστασίας, σε όλους τους χώρους και τις εγκαταστάσεις όπου στεγάζονται αιτούντες και για όσο διάστημα έχουν τη δυνατότητα παραμονής στο έδαφος των κρατών μελών ως αιτούντες. Πρέπει να διευκρινιστεί ότι οι υλικές συνθήκες υποδοχής θα πρέπει να παρέχονται στους αιτούντες από τη στιγμή που δηλώνουν την επιθυμία τους να υποβάλουν αίτηση παροχής διεθνούς προστασίας στους υπαλλήλους των αρμόδιων αρχών σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) 2024/1348 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (7).

(8)

Θα πρέπει να χορηγείται στους αιτούντες βοήθημα για τα καθημερινά έξοδα σε όλες τις περιπτώσεις στο πλαίσιο των υλικών συνθηκών υποδοχής, προκειμένου οι αιτούντες να απολαμβάνουν έναν ελάχιστο βαθμό αυτονομίας στην καθημερινή τους ζωή. Θα πρέπει να είναι δυνατή η παροχή του βοηθήματος για τα καθημερινά έξοδα ως χρηματικού ποσού σε δελτία, σε είδος, όπως σε προϊόντα, ή ως συνδυασμός αυτών, υπό την προϋπόθεση ότι το βοήθημα αυτό περιλαμβάνει χρηματικό ποσό.

(9)

Εάν ο αιτών βρίσκεται σε κράτος μέλος διαφορετικό από εκείνο στο οποίο υποχρεούται να βρίσκεται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) 2024/1351 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (8), δεν θα πρέπει να δικαιούται υλικές συνθήκες υποδοχής, πρόσβαση στην αγορά εργασίας, μαθήματα γλωσσών ή επαγγελματική κατάρτιση σύμφωνα με την παρούσα οδηγία από τη στιγμή που του κοινοποιείται απόφαση μεταφοράς στο υπεύθυνο κράτος μέλος. Αν δεν έχει εκδοθεί χωριστή απόφαση για τον σκοπό αυτόν, η απόφαση μεταφοράς θα πρέπει να αναφέρει ότι οι σχετικές συνθήκες υποδοχής έχουν ανακληθεί. Σε κάθε περίπτωση, τα κράτη μέλη θα πρέπει να εξασφαλίζουν στους αιτούντες πρόσβαση σε υγειονομική περίθαλψη και βιοτικό επίπεδο σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένου του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης («ο Χάρτης»), και με άλλες διεθνείς υποχρεώσεις.

(10)

Όσον αφορά τη μεταχείριση των προσώπων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας, τα κράτη μέλη δεσμεύονται από υποχρεώσεις που απορρέουν από πράξεις διεθνούς δικαίου των οποίων είναι μέρη.

(11)

Είναι σκόπιμο να θεσπιστούν πρότυπες συνθήκες για την υποδοχή των αιτούντων, οι οποίες θα επαρκούν για την εξασφάλιση επαρκούς επιπέδου και συγκρίσιμων συνθηκών διαβίωσης σε όλα τα κράτη μέλη. Η εναρμόνιση των συνθηκών υποδοχής των αιτούντων θα πρέπει να συμβάλλει στον περιορισμό των δευτερογενών μετακινήσεων των αιτούντων, οι οποίες επηρεάζονται από την ανομοιογένεια των συνθηκών υποδοχής τους.

(12)

Προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι αιτούντες έχουν επίγνωση των δικαιωμάτων και υποχρεώσεών τους, τα κράτη μέλη θα πρέπει να τους παρέχουν, γραπτώς ή, όπου είναι αναγκαίο, προφορικώς ή, κατά περίπτωση, σε οπτική μορφή, πληροφορίες σχετικά με τις συνθήκες υποδοχής που ορίζονται στην παρούσα οδηγία. Οι εν λόγω πληροφορίες θα πρέπει να παρέχονται το συντομότερο δυνατόν, και δη εγκαίρως, και θα πρέπει να περιλαμβάνουν τις συνθήκες υποδοχής που δικαιούνται οι αιτούντες, συμπεριλαμβανομένων των αιτούντων με ειδικές ανάγκες υποδοχής, τα εργασιακά δικαιώματα και υποχρεώσεις, τις περιστάσεις υπό τις οποίες η παροχή υλικών συνθηκών υποδοχής μπορεί να περιοριστεί σε γεωγραφική περιοχή ή σε συγκεκριμένο τόπο, και τις συνέπειες της μη συμμόρφωσης με τους εν λόγω περιορισμούς και της διαφυγής, καθώς και τις περιπτώσεις στις οποίες δύναται να διαταχθεί η κράτηση, τις δυνατότητες προσφυγής και επανεξέτασης και τις δυνατότητες παροχής νομικής συνδρομής και εκπροσώπησης. Τα κράτη μέλη θα πρέπει, ιδίως, να ενημερώνουν τους αιτούντες για τις συνθήκες υποδοχής τις οποίες δεν δικαιούνται σε κράτος μέλος πλην εκείνου όπου υποχρεούνται να βρίσκονται. Ένα κράτος μέλος δεν θα πρέπει πλέον να υποχρεούται να παρέχει τις εν λόγω πληροφορίες όταν δεν είναι πλέον αναγκαίες για να μπορεί ουσιαστικά ο αιτών να επωφεληθεί από τα δικαιώματα και να συμμορφωθεί με τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία, ή όταν ο αιτών δεν είναι διαθέσιμος στις αρμόδιες αρχές ή έχει διαφύγει από την επικράτεια του εν λόγω κράτους μέλους. Ο Οργανισμός για το Άσυλο θα πρέπει να αναπτύξει υπόδειγμα με τυποποιημένες πληροφορίες σχετικά με τις συνθήκες υποδοχής που πρέπει να παρέχουν τα κράτη μέλη στους αιτούντες το συντομότερο δυνατόν και το αργότερο εντός τριών ημερών από την υποβολή της αίτησης ή εντός της προθεσμίας για την καταχώρισή της.

(13)

Η ύπαρξη εναρμονισμένων ενωσιακών κανόνων ως προς τα έγγραφα που πρέπει να χορηγούνται στους αιτούντες θα πρέπει να συμβάλλει στο να καθίσταται δυσχερέστερη η παράνομη μετακίνηση των αιτούντων εντός της Ένωσης. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να είναι σε θέση να παρέχουν στους αιτούντες ταξιδιωτικό έγγραφο μόνον όταν ανακύπτουν δεόντως αιτιολογημένοι σοβαροί ανθρωπιστικοί ή άλλοι επιτακτικοί λόγοι. Η διάρκεια ισχύος των ταξιδιωτικών εγγράφων θα πρέπει να περιορίζεται στον σκοπό και τη διάρκεια που αιτιολογούν την έκδοσή τους. Σοβαροί ανθρωπιστικοί λόγοι θα μπορούσε να θεωρείται ότι ανακύπτουν, για παράδειγμα, όταν ο αιτών χρειάζεται να μεταβεί σε άλλο κράτος για απαραίτητη ιατροφαρμακευτική περίθαλψη που δεν διατίθεται εντός του κράτους μέλους στο οποίο υποχρεούται να βρίσκεται ο αιτών, για να επισκεφθεί συγγενείς υπό ιδιαίτερες περιστάσεις, όπως σοβαρή ασθένεια, ή για να παραστεί σε κηδεία στενών συγγενών του. Άλλοι επιτακτικοί λόγοι θα μπορούσαν να καλύπτουν περιπτώσεις όπως ο γάμος στενών συγγενών ή το ταξίδι στο πλαίσιο προγράμματος σπουδών ή με ανάδοχες οικογένειες. Η έκδοση και χρήση τέτοιου ταξιδιωτικού εγγράφου δεν επηρεάζει τις αρμοδιότητες των κρατών μελών που απορρέουν από τον κανονισμό (ΕΕ) 2024/1351. Τα κράτη μέλη διατηρούν το δικαίωμα να αξιολογούν τα δικαιώματα των αιτούντων να διαμένουν στο έδαφός τους.

(14)

Οι αιτούντες δεν έχουν το δικαίωμα να επιλέγουν το κράτος μέλος στο οποίο θα υποβάλουν την αίτησή τους. Ο αιτών πρέπει να υποβάλει αίτηση παροχής διεθνούς προστασίας σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) 2024/1351.

(15)

Οι αιτούντες υποχρεούνται να παραμένουν στη διάθεση των αρμόδιων αρχών των κρατών μελών. Θα πρέπει να λαμβάνονται κατάλληλα μέτρα για την αποφυγή της διαφυγής των αιτούντων. Όταν ο αιτών έχει διαφύγει και έχει μεταβεί σε άλλο κράτος μέλος χωρίς άδεια, είναι ζωτικής σημασίας, προκειμένου να διασφαλιστεί η εύρυθμη λειτουργία του ΚΕΣΑ, να μεταφέρεται ταχέως ο αιτών στο κράτος μέλος στο οποίο υποχρεούται να βρίσκεται. Μέχρι τη στιγμή της μεταφοράς αυτής, υπάρχει, ενδεχομένως, κίνδυνος διαφυγής του αιτούντος· ως εκ τούτου, θα πρέπει να παρακολουθείται στενά ο τόπος στον οποίο βρίσκεται.

(16)

Το γεγονός ότι ένας αιτών έχει προηγουμένως διαφύγει προς άλλο κράτος μέλος αποτελεί σημαντικό παράγοντα κατά την εκτίμηση του κινδύνου διαφυγής του. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να λαμβάνουν κατάλληλα μέτρα για να αποφευχθεί η εκ νέου διαφυγή του αιτούντος και να διασφαλισθεί ότι θα παραμείνει στη διάθεση των αρμόδιων αρχών, μόλις μεταφερθεί στο κράτος μέλος στο οποίο υποχρεούται να βρίσκεται. Θα πρέπει, επομένως, να εξακολουθεί να παρακολουθείται στενά ο τόπος στον οποίον βρίσκεται.

(17)

Τα κράτη μέλη πρέπει να μπορούν να οργανώνουν ελεύθερα τα συστήματα υποδοχής τους. Στο πλαίσιο της εν λόγω οργάνωσης, τα κράτη μέλη θα πρέπει να είναι σε θέση να κατανέμουν τους αιτούντες σε καταλύματα εντός της επικράτειάς τους, προκειμένου να διαχειρίζονται τα συστήματα ασύλου και υποδοχής τους. Τα κράτη μέλη θα πρέπει επίσης να είναι σε θέση να θεσπίσουν μηχανισμούς για την αξιολόγηση και αντιμετώπιση των αναγκών των οικείων συστημάτων υποδοχής, συμπεριλαμβανομένων μηχανισμών για την επαλήθευση της πραγματικής παρουσίας των αιτούντων στο κατάλυμα. Οι μηχανισμοί αυτοί δεν θα πρέπει να περιορίζουν την ελεύθερη κυκλοφορία των αιτούντων στην επικράτεια του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους. Τα κράτη μέλη δεν θα πρέπει να υποχρεούνται να λαμβάνουν διοικητική απόφαση για τον εν λόγω σκοπό.

(18)

Όταν οι αιτούντες μπορούν να κυκλοφορούν ελεύθερα μόνον εντός γεωγραφικής περιοχής της επικράτειας των κρατών μελών, τα κράτη μέλη θα πρέπει να εγγυώνται την ουσιαστική πρόσβαση των αιτούντων στα δικαιώματά τους δυνάμει της παρούσας οδηγίας και στις διαδικαστικές εγγυήσεις στο πλαίσιο της διαδικασίας διεθνούς προστασίας εντός της εν λόγω γεωγραφικής περιοχής. Η δυνατότητα προσωρινής εγκατάλειψης της εν λόγω γεωγραφικής περιοχής θα πρέπει να αξιολογείται σε ατομική βάση, με αντικειμενικό και αμερόληπτο τρόπο. Όταν δεν έχει χορηγηθεί στους αιτούντες ουσιαστική πρόσβαση στα εν λόγω δικαιώματα και διαδικαστικές εγγυήσεις στην εν λόγω γεωγραφική περιοχή, η κατανομή στην εν λόγω περιοχή δεν θα πρέπει πλέον να ισχύει.

(19)

Για λόγους δημόσιας τάξης ή για να αποτραπεί αποτελεσματικά η διαφυγή του αιτούντος, τα κράτη μέλη θα πρέπει να μπορούν να αποφασίζουν ότι επιτρέπεται να διαμείνει ο αιτών μόνο σε συγκεκριμένο τόπο, όπως κέντρο φιλοξενίας, ιδιωτική κατοικία, διαμέρισμα, ξενοδοχείο ή άλλους χώρους προσαρμοσμένους για τη στέγαση αιτούντων. Μία τέτοια απόφαση δεν θα πρέπει να οδηγεί σε κράτηση του αιτούντος. Μια τέτοια απόφαση θα μπορούσε να είναι απαραίτητη σε περιπτώσεις στις οποίες ο αιτών δεν έχει συμμορφωθεί με τις υποχρεώσεις να παραμείνει στο κράτος μέλος στο οποίο υποχρεούται να βρίσκεται, ή σε περιπτώσεις στις οποίες ο αιτών έχει μεταφερθεί στο κράτος μέλος όπου υποχρεούται να βρίσκεται, μετά τη διαφυγή του σε άλλο κράτος μέλος. Όταν ο αιτών δικαιούται υλικές συνθήκες υποδοχής, αυτές θα πρέπει να παρέχονται υπό τον όρο ότι ο αιτών διαμένει στον εν λόγω συγκεκριμένο τόπο.

(20)

Εάν υπάρχει κίνδυνος διαφυγής του αιτούντος ή εάν είναι αναγκαίο για να διασφαλιστεί η τήρηση των περιορισμών της ελεύθερης κυκλοφορίας του αιτούντος, τα κράτη μέλη θα μπορούσαν να απαιτούν από τους αιτούντες να εμφανίζονται ενώπιον των αρχών σε καθορισμένο χρόνο ή σε εύλογα χρονικά διαστήματα, χωρίς να θίγονται δυσανάλογα τα δικαιώματα των αιτούντων δυνάμει της παρούσας οδηγίας.

(21)

Κάθε απόφαση που περιορίζει την ελευθερία μετακίνησης του αιτούντος θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη τις σχετικές πτυχές της ατομικής κατάστασης του αιτούντος, συμπεριλαμβανομένων των ειδικών αναγκών υποδοχής του εν λόγω αιτούντος και τις αρχές της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας. Οι αιτούντες θα πρέπει να ενημερώνονται δεόντως σχετικά με τέτοιες αποφάσεις, τις διαδικασίες προσβολής τους και τις συνέπειες της μη συμμόρφωσης.

(22)

Όλες οι διατάξεις της παρούσας οδηγίας που αφορούν την κράτηση, τη διαμονή και τις υποχρεώσεις αναφοράς, καθώς και τη μείωση και ανάκληση δικαιωμάτων ή παροχών, θα πρέπει να εφαρμόζονται λαμβάνοντας δεόντως υπόψη την αρχή της αναλογικότητας, εξασφαλίζοντας ανά πάσα στιγμή την ουσιαστική πρόσβαση στις ισχύουσες συνθήκες υποδοχής σύμφωνα με την παρούσα οδηγία, ιδίως όσον αφορά την υγειονομική περίθαλψη, την εκπαίδευση, την ενότητα της οικογένειας και την πρόσβαση στην αγορά εργασίας. Ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δοθεί στο ενδεχόμενο αθροιστικό αποτέλεσμα των μέτρων.

(23)

Λαμβανομένων υπόψη των σοβαρών συνεπειών που συνεπάγεται, για έναν αιτούντα, το γεγονός ότι διέφυγε ή ότι υπάρχει κίνδυνος να διαφύγει, η έννοια της διαφυγής θα πρέπει να οριστεί κατά τέτοιον τρόπο ώστε να περιλαμβάνει, αφενός, εσκεμμένη ενέργεια και, αφετέρου, το πραγματικό γεγονός, που δεν είναι πέραν του ελέγχου του αιτούντος, της μη παραμονής στη διάθεση των αρμόδιων διοικητικών και δικαστικών αρχών, όπως με την εγκατάλειψη του εδάφους του κράτους μέλους στο οποίο υποχρεούται να βρίσκεται ο αιτών. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να είναι σε θέση να θεωρήσουν ότι ο αιτών έχει διαφύγει ακόμη και αν δεν θεωρούσαν προηγουμένως ότι υπήρχε κίνδυνος να διαφύγει ο αιτών.

(24)

Όταν τα κράτη μέλη ορίζουν στο εθνικό τους δίκαιο τα αντικειμενικά κριτήρια που είναι συναφή για τον προσδιορισμό του κινδύνου διαφυγής βάσει της παρούσας οδηγίας, θα μπορούσαν να εξετάζουν παράγοντες όπως: η συνεργασία του αιτούντος με τις αρμόδιες αρχές ή η συμμόρφωση με τις διαδικαστικές απαιτήσεις· οι δεσμοί του αιτούντος στο κράτος μέλος· και κατά πόσον η αίτηση παροχής διεθνούς προστασίας έχει απορριφθεί ως απαράδεκτη ή προδήλως αβάσιμη. Κατά τη συνολική αξιολόγηση της ατομικής κατάστασης του αιτούντος, ο συνδυασμός διαφόρων παραγόντων παρέχει συχνά τη βάση για να συναχθεί το συμπέρασμα ότι υπάρχει κίνδυνος διαφυγής.

(25)

Ο αιτών θα πρέπει να θεωρείται ότι δεν είναι πλέον διαθέσιμος στις αρμόδιες αρχές όταν ο αιτών δεν ανταποκρίνεται σε αιτήματα σχετικά με τις διαδικασίες του κανονισμού (ΕΕ) 2024/1348 ή τη διαδικασία δυνάμει του κανονισμού (ΕΕ) 2024/1351, εκτός εάν ο αιτών αιτιολογήσει επαρκώς το γεγονός ότι δεν ήταν σε θέση να ανταποκριθεί στα εν λόγω αιτήματα, για παράδειγμα για ιατρικούς ή άλλους απρόβλεπτους λόγους πέραν του ελέγχου του αιτούντος.

(26)

Η κράτηση των αιτούντων θα πρέπει να εφαρμόζεται σύμφωνα με τη βασική αρχή ότι πρόσωπα δεν θα πρέπει να κρατούνται απλώς και μόνον επειδή επιζητούν διεθνή προστασία, ιδίως σύμφωνα με τις διεθνείς νομικές υποχρεώσεις των κρατών μελών και ιδίως το άρθρο 31 της σύμβασης της Γενεύης. Η κράτηση αιτούντων θα πρέπει να είναι δυνατή μόνον στις σαφώς καθορισμένες, εξαιρετικές περιστάσεις οι οποίες προβλέπονται στην παρούσα οδηγία και να διέπεται από τις αρχές της αναγκαιότητας και αναλογικότητας όσον αφορά τόσο τον τρόπο όσο και τον σκοπό της εν λόγω κράτησης. Η κράτηση των αιτούντων δυνάμει της παρούσας οδηγίας θα πρέπει να διατάσσεται μόνο εγγράφως από τις δικαστικές ή διοικητικές αρχές, και να συνοδεύεται από τους λόγους στους οποίους βασίζεται, συμπεριλαμβανομένων των περιπτώσεων στις οποίες το συγκεκριμένο πρόσωπο τελεί ήδη υπό κράτηση τη στιγμή που υποβάλλει αίτηση παροχής διεθνούς προστασίας. Σε περίπτωση που ένας αιτών τελεί υπό κράτηση, ο εν λόγω αιτών θα πρέπει να έχει ουσιαστική πρόσβαση στις αναγκαίες διαδικαστικές εγγυήσεις, όπως η δικαστική επανεξέταση και το δικαίωμα σε δωρεάν νομική συνδρομή και εκπροσώπηση, κατά περίπτωση, δυνάμει της παρούσας οδηγίας.

(27)

Ένα αποδεκτό μέγιστο χρονικό πλαίσιο για τη δικαστική επανεξέταση της κράτησης θα πρέπει να καθορίζεται με βάση τις περιστάσεις της εκάστοτε περίπτωσης, λαμβάνοντας υπόψη την πολυπλοκότητα της διαδικασίας, καθώς και την επιμέλεια που επιδεικνύουν οι αρμόδιες αρχές, τυχόν καθυστέρηση που προκαλείται από το κρατούμενο πρόσωπο και τυχόν άλλους παράγοντες που προκαλούν καθυστέρηση για την οποία δεν μπορεί να θεωρηθεί υπεύθυνο το κράτος μέλος.

(28)

Σε περίπτωση που σε έναν αιτούντα έχει επιτραπεί η διαμονή σε συγκεκριμένο μόνο τόπο, αλλά δεν έχει συμμορφωθεί με την εν λόγω υποχρέωση, θα πρέπει να υπάρχει ακόμη δυνητικός κίνδυνος διαφυγής του αιτούντος, προκειμένου να τεθεί ο αιτών υπό κράτηση. Σε κάθε περίπτωση, θα πρέπει να λαμβάνεται ειδική μέριμνα προκειμένου να διασφαλίζεται ότι η διάρκεια της κράτησης είναι αναλογική και ότι λήγει μόλις εκπληρωθεί η υποχρέωση που έχει επιβληθεί στον αιτούντα ή δεν συντρέχουν πλέον λόγοι να εικάζεται ότι ο αιτών δεν θα εκπληρώσει την εν λόγω υποχρέωση. Ο αιτών θα πρέπει, επίσης, να έχει ενημερωθεί σχετικά με την εν λόγω υποχρέωση και τις συνέπειες της μη συμμόρφωσης προς αυτήν.

(29)

Όσον αφορά τις διοικητικές διαδικασίες που συνδέονται με τους λόγους κράτησης, η έννοια της «δέουσας επιμέλειας» τουλάχιστον υποχρεώνει τα κράτη μέλη να λάβουν συγκεκριμένα και ουσιαστικά μέτρα για να εξασφαλιστεί ότι ο χρόνος που απαιτείται για την επαλήθευση των λόγων κράτησης είναι όσο το δυνατόν συντομότερος και ότι υπάρχει πραγματική προοπτική η εξακρίβωση αυτή να μπορεί να γίνει με επιτυχία το συντομότερο δυνατόν. Ο χρόνος κράτησης δεν θα πρέπει να υπερβαίνει τον χρόνο που εύλογα απαιτείται για την ολοκλήρωση των σχετικών διοικητικών διαδικασιών.

(30)

Οι λόγοι κράτησης που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία δεν θίγουν άλλους λόγους κράτησης, συμπεριλαμβανομένων των λόγων κράτησης στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών, που ισχύουν βάσει του εθνικού δικαίου και οι οποίοι δεν σχετίζονται με την αίτηση υπηκόου τρίτης χώρας ή ανιθαγενούς για διεθνή προστασία.

(31)

Οι αιτούντες που τελούν υπό κράτηση θα πρέπει να αντιμετωπίζονται με πλήρη σεβασμό της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και η υποδοχή τους θα πρέπει να έχει σχεδιαστεί ειδικά με σκοπό την κάλυψη των αναγκών που οφείλονται στην κατάσταση αυτή. Ειδικότερα, τα κράτη μέλη θα πρέπει να μεριμνούν για την εφαρμογή του άρθρου 24 του Χάρτη και του άρθρου 37 της σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα του Παιδιού του 1989.

(32)

Σε ορισμένες περιπτώσεις ενδέχεται να μην είναι στην πράξη εφικτό να διασφαλιστούν αμέσως ορισμένες εγγυήσεις υποδοχής κατά την κράτηση, παραδείγματος χάρη λόγω της γεωγραφικής θέσης ή της συγκεκριμένης διάρθρωσης της εγκατάστασης κράτησης. Κάθε παρέκκλιση από τις εν λόγω εγγυήσεις θα πρέπει να είναι προσωρινή και θα πρέπει να εφαρμόζεται μόνο στις περιστάσεις που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία. Οι παρεκκλίσεις θα πρέπει να εφαρμόζονται μόνον σε εξαιρετικές περιστάσεις και θα πρέπει να είναι δεόντως αιτιολογημένες, λαμβανομένων υπόψη των εκάστοτε περιστάσεων, καθώς και του επιπέδου σοβαρότητας της εφαρμοζόμενης παρέκκλισης, της διάρκειάς της και των επιπτώσεών της στον ενδιαφερόμενο αιτούντα.

(33)

Προκειμένου να εξασφαλίζεται καλύτερα η σωματική και ψυχολογική ακεραιότητα των αιτούντων, η κράτηση θα πρέπει να αποτελεί μέτρο έσχατης ανάγκης, θα πρέπει δε να είναι δυνατή η κράτηση αιτούντων μόνον εφόσον έχουν εξεταστεί δεόντως όλα τα μη στερητικά της ελευθερίας εναλλακτικά μέτρα. Η υποχρέωση εξέτασης των εν λόγω εναλλακτικών μέτρων δεν θα πρέπει να προδικάζει τη χρήση της κράτησης όταν τα εν λόγω εναλλακτικά μέτρα, συμπεριλαμβανομένων των υποχρεώσεων διαμονής και υποβολής αναφοράς, δεν μπορούν να εφαρμοστούν αποτελεσματικά. Κάθε απόφαση για την επιβολή κράτησης θα πρέπει να αναφέρει τους λόγους για τους οποίους άλλα λιγότερο περιοριστικά εναλλακτικά μέτρα δεν μπορούσαν να εφαρμοστούν αποτελεσματικά. Κάθε εναλλακτικό μέτρο κράτησης θα πρέπει να σέβεται τα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα των αιτούντων.

(34)

Προκειμένου να διασφαλίζεται η τήρηση της διαδικαστικής εγγύησης που συνίσταται στην παροχή της δυνατότητας επικοινωνίας με οργανώσεις ή ομάδες προσώπων που παρέχουν νομική συνδρομή, θα πρέπει να παρέχεται πληροφόρηση στις εν λόγω οργανώσεις και ομάδες προσώπων.

(35)

Κατά τη λήψη απόφασης σχετικά με τις ρυθμίσεις στέγασης, τα κράτη μέλη θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού, καθώς και τις ιδιαίτερες συνθήκες οποιουδήποτε αιτούντος εξαρτάται από μέλη της οικογένειας ή στενούς συγγενείς, όπως ανήλικα άγαμα αδέλφια ευρισκόμενα ήδη στο κράτος μέλος.

(36)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να καταφεύγουν σε λύσεις προσωρινής στέγασης χαμηλότερου επιπέδου σε περίπτωση που έχουν εξαντληθεί προσωρινά οι κανονικά διαθέσιμες δυνατότητες στέγασης. Τα κράτη μέλη θα πρέπει επίσης να μπορούν να καταφεύγουν στις εν λόγω λύσεις προσωρινής στέγασης όταν, εξαιτίας δυσανάλογου αριθμού ατόμων που πρόκειται να στεγαστούν ή εξαιτίας ανθρωπογενούς ή φυσικής καταστροφής, οι κανονικά διαθέσιμες δυνατότητες στέγασης δεν είναι προσωρινά διαθέσιμες. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να εξετάσουν το ενδεχόμενο παροχής τέτοιων προσωρινών λύσεων στέγασης σε σταθερές κτιριακές δομές, στο μέτρο του δυνατού.

(37)

Η υποδοχή προσώπων με ειδικές ανάγκες υποδοχής θα πρέπει να αποτελεί πρωταρχικό μέλημα των εθνικών αρχών, ώστε να διασφαλίζεται ότι η υποδοχή τους έχει σχεδιαστεί ειδικά με σκοπό την κάλυψη των ειδικών αναγκών υποδοχής. Τα κράτη μέλη θα πρέπει επίσης να διασφαλίζουν, στο μέτρο του δυνατού, την πρόληψη των επιθέσεων και της βίας, συμπεριλαμβανομένης της βίας που διαπράττεται με σεξουαλικό, έμφυλο, ρατσιστικό ή θρησκευτικό κίνητρο, κατά την παροχή στέγασης. Η βία με θρησκευτικό κίνητρο συνεπάγεται επίσης βία κατά ατόμων που δεν έχουν θρησκευτικές πεποιθήσεις ή που έχουν απαρνηθεί τη θρησκευτική τους πίστη.

(38)

Κατά την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας, τα κράτη μέλη θα πρέπει να επιδιώκουν την διασφάλιση πλήρους σεβασμού των αρχών του βέλτιστου συμφέροντος του παιδιού και της οικογενειακής ενότητας, σύμφωνα με τον Χάρτη, τη σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα του Παιδιού του 1989, την ευρωπαϊκή σύμβαση για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών και, κατά περίπτωση, τη Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για την πρόληψη και την καταπολέμηση της βίας κατά των γυναικών και της ενδοοικογενειακής βίας.

(39)

Οι συνθήκες υποδοχής πρέπει να προσαρμόζονται στη συγκεκριμένη κατάσταση των ανηλίκων και στις ειδικές ανάγκες υποδοχής τους, είτε είναι ασυνόδευτοι είτε με οικογένεια, λαμβανομένης δεόντως υπόψη της ασφάλειάς τους, συμπεριλαμβανομένης της ασφάλειας κατά της σεξουαλικής και έμφυλης βίας, της σωματικής και συναισθηματικής φροντίδας τους, και της εξασφάλισης συνθηκών κατά τρόπο που να ευνοεί τη γενική τους ανάπτυξη.

(40)

Οι ανήλικοι θα πρέπει, κατά κανόνα, να μην κρατούνται. Θα πρέπει να τοποθετούνται σε κατάλληλο κατάλυμα με ειδικές προβλέψεις για ανηλίκους, μεταξύ άλλων σε μη στερητικά της ελευθερίας κοινοτικά καταλύματα, κατά περίπτωση. Δεδομένων των αρνητικών επιπτώσεων που έχει η κράτηση στους ανηλίκους, η εν λόγω κράτηση θα πρέπει να χρησιμοποιείται, σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης, αποκλειστικά σε εξαιρετικές περιστάσεις, όπου είναι απολύτως αναγκαίο, ως μέτρο έσχατης ανάγκης και για το συντομότερο δυνατό χρονικό διάστημα, αφού διαπιστωθεί ότι δεν μπορούν να εφαρμοστούν αποτελεσματικά άλλα λιγότερο περιοριστικά εναλλακτικά μέτρα και αφού εκτιμηθεί ότι η κράτηση είναι προς το βέλτιστο συμφέρον τους. Οι ανήλικοι δεν θα πρέπει ποτέ να κρατούνται σε σωφρονιστικό κατάστημα κράτησης ή σε άλλη εγκατάσταση που χρησιμοποιείται για σκοπούς επιβολής του νόμου. Οι ανήλικοι δεν θα πρέπει να διαχωρίζονται από τους γονείς τους ή τους φροντιστές τους, η αρχή δε της της οικογενειακής ενότητας θα πρέπει γενικά να οδηγεί στη χρήση κατάλληλων εναλλακτικών λύσεων αντί της κράτησης για οικογένειες με ανηλίκους, σε καταλύματα που είναι κατάλληλα γι’ αυτές. Επιπλέον, θα πρέπει να καταβάλλεται κάθε προσπάθεια ώστε να εξασφαλίζεται ότι είναι διαθέσιμο και προσβάσιμο ένα βιώσιμο φάσμα κατάλληλων εναλλακτικών λύσεων αντί της κράτησης ανηλίκων. Στο πλαίσιο αυτό, τα κράτη μέλη πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τη διακήρυξη της Νέας Υόρκης για τους πρόσφυγες και τους μετανάστες της 19ης Σεπτεμβρίου 2016, τη σχετική έγκυρη καθοδήγηση που παρέχει το Όργανο Παρακολούθησης των Συνθηκών των Ηνωμένων Εθνών όσον αφορά τη σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα του Παιδιού του 1989, καθώς και τη σχετική νομολογία.

(41)

Στην ανακοίνωσή της, της 12ης Απριλίου 2017, με τίτλο «Η προστασία των παιδιών-μεταναστών», η Επιτροπή υπογράμμισε ότι τα κράτη μέλη πρέπει να εφαρμόζουν κατάλληλες εγγυήσεις για την προστασία όλων των παιδιών-μεταναστών που βρίσκονται στην επικράτειά τους, μεταξύ άλλων θεσπίζοντας μέτρα που να διασφαλίζουν ότι παρέχεται στα παιδιά ασφαλής και κατάλληλη στέγαση, καθώς και παρέχοντας τις απαραίτητες υπηρεσίες υποστήριξης για τη διασφάλιση του βέλτιστου συμφέροντος και της ευημερίας του παιδιού, σύμφωνα με τις υποχρεώσεις των κρατών μελών οι οποίες απορρέουν από το εθνικό, ενωσιακό και διεθνές δίκαιο.

(42)

Οι εκπρόσωποι διαδραματίζουν κρίσιμο ρόλο στην εξασφάλιση της πρόσβασης στα δικαιώματα που απορρέουν από την παρούσα οδηγία και στη διαφύλαξη του βέλτιστου συμφέροντος όλων των ασυνόδευτων παιδιών. Ο έγκαιρος διορισμός εκπροσώπων είναι απαραίτητος για την αντιμετώπιση καταστάσεων εξαφάνισης παιδιών-μεταναστών στην Ένωση. Τα κράτη μέλη πρέπει να εξασφαλίσουν τον ορισμό εκπροσώπων το ταχύτερο δυνατό, σύμφωνα με τη σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα του Παιδιού του 1989, ώστε να διασφαλίζεται ότι τα ασυνόδευτα παιδιά απολαμβάνουν πλήρως τα δικαιώματά τους ως αιτούντων διεθνούς προστασίας, τα οποία τους αναγνωρίζονται με την παρούσα οδηγία.

(43)

Ο κύριος ρόλος του εκπροσώπου θα πρέπει να είναι να εγγυάται το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού και να εκπροσωπεί, να συνδράμει τον ασυνόδευτο ανήλικο ή να ενεργεί εξ ονόματός του. Ο εκπρόσωπος θα πρέπει να είναι σε θέση να εξηγεί τις πληροφορίες που παρέχονται στον ασυνόδευτο ανήλικο, να έρχεται σε επαφή με τις αρμόδιες αρχές για να διασφαλίζει την άμεση πρόσβαση του ασυνόδευτου ανηλίκου σε υλικές συνθήκες υποδοχής και σε υγειονομική περίθαλψη, και να εκπροσωπεί ή να συνδράμει τον ασυνόδευτο ανήλικο ή, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, να ενεργεί εξ ονόματός του, ώστε να διασφαλίζεται ότι ο εν λόγω ανήλικος μπορεί να απολαύει των δικαιωμάτων και να συμμορφώνεται με τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία. Οι εκπρόσωποι θα πρέπει να διορίζονται σύμφωνα με τη διαδικασία που καθορίζεται στο εθνικό δίκαιο.

(44)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να διορίζουν εκπρόσωπο όταν υποβάλλεται αίτηση από πρόσωπο που ισχυρίζεται ότι είναι ανήλικος και το οποίο είναι ασυνόδευτο. Θα πρέπει επίσης να διορίζεται εκπρόσωπος όταν οι αρμόδιες αρχές έχουν αντικειμενικούς λόγους να πιστεύουν ότι το πρόσωπο είναι ανήλικο λόγω σχετικών ορατών ενδείξεων, δηλώσεων ή συμπεριφορών. Όταν ένα κράτος μέλος εκτιμά ότι ένα πρόσωπο που ισχυρίζεται ότι είναι ανήλικος είναι αναμφίβολα άνω των 18 ετών, δεν χρειάζεται να διορίσει εκπρόσωπο.

(45)

Μέχρι να διοριστεί ο εκπρόσωπος, τα κράτη μέλη θα πρέπει να ορίζουν κατάλληλο πρόσωπο το οποίο ενεργεί προσωρινά ως εκπρόσωπος δυνάμει της παρούσας οδηγίας. Το εν λόγω πρόσωπο μπορεί να είναι, για παράδειγμα, υπάλληλος κέντρου φιλοξενίας, κέντρου παιδικής μέριμνας, κοινωνικών υπηρεσιών ή άλλης σχετικής οργάνωσης που έχει οριστεί για την εκτέλεση των καθηκόντων εκπροσώπου. Πρόσωπα των οποίων τα συμφέροντα συγκρούονται ή θα μπορούσαν δυνητικά να έρθουν σε σύγκρουση με εκείνα των ασυνόδευτων ανηλίκων δεν θα πρέπει να ορίζονται ως πρόσωπα κατάλληλα να ενεργούν προσωρινά ως εκπρόσωποι. Είναι επίσης σημαντικό το εν λόγω πρόσωπο να ενημερώνεται αμέσως όταν υποβάλλεται αίτηση διεθνούς προστασίας από ασυνόδευτο ανήλικο.

(46)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να μεριμνούν ώστε οι αιτούντες να λαμβάνουν την απαραίτητη ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, είτε αυτή παρέχεται από γενικούς ιατρούς είτε, όταν χρειάζεται, από ειδικευμένους επαγγελματίες. Η απαραίτητη ιατροφαρμακευτική περίθαλψη θα πρέπει να είναι επαρκούς ποιότητας και να περιλαμβάνει, τουλάχιστον, τις πρώτες βοήθειες και τη βασική θεραπευτική αντιμετώπιση ασθενειών, συμπεριλαμβανομένων των σοβαρών πνευματικών διαταραχών, καθώς και τη σεξουαλική και αναπαραγωγική υγειονομική περίθαλψη που είναι αναγκαία για την αντιμετώπιση σοβαρών σωματικών παθήσεων. Για την αντιμετώπιση των προβληματισμών σχετικά με τη δημόσια υγεία όσον αφορά την πρόληψη των ασθενειών και την προστασία της υγείας των αιτούντων, η πρόσβαση των αιτούντων στην ιατροφαρμακευτική περίθαλψη θα πρέπει να περιλαμβάνει και την προληπτική ιατρική αγωγή, όπως τους εμβολιασμούς. Τα κράτη μέλη θα πρέπει επίσης να μπορούν να απαιτούν την υποβολή των αιτούντων σε ιατρικές εξετάσεις για λόγους δημόσιας υγείας. Τα αποτελέσματα των ιατρικών εξετάσεων δεν θα πρέπει να επηρεάζουν την αξιολόγηση των αιτήσεων παροχής διεθνούς προστασίας, η οποία θα πρέπει να διενεργείται πάντα κατά τρόπο αντικειμενικό και αμερόληπτο, και σε ατομική βάση, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) 2024/1348.

(47)

Το δικαίωμα του αιτούντος σε υλικές συνθήκες υποδοχής βάσει της παρούσας οδηγίας θα πρέπει να μπορεί να περιορίζεται σε ορισμένες περιστάσεις, όπως όταν ο αιτών έχει διαφύγει σε κράτος μέλος άλλο από το κράτος μέλος στο οποίο ο εν λόγω αιτών υποχρεούται να βρίσκεται. Ωστόσο, τα κράτη μέλη θα πρέπει, σε κάθε περίπτωση, να διασφαλίζουν την πρόσβαση των αιτούντων σε ιατροφαρμακευτική περίθαλψη και βιοτικό επίπεδο, το οποίο είναι σε συμφωνία με το δίκαιο της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένου του Χάρτη, και άλλες διεθνείς υποχρεώσεις, συμπεριλαμβανομένης της σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα του Παιδιού του 1989. Τα κράτη μέλη θα πρέπει ιδίως να καλύπτουν τις ανάγκες διαβίωσης και τις βασικές ανάγκες των αιτούντων, όσον αφορά τόσο τη σωματική ασφάλεια και την αξιοπρέπεια όσο και τις διαπροσωπικές σχέσεις, λαμβάνοντας δεόντως υπόψη τις εγγενείς ευαλωτότητες του προσώπου ως αιτούντος διεθνή προστασία και της οικογένειάς του ή του φροντιστή του. Θα πρέπει επίσης να δίνεται η δέουσα προσοχή σε αιτούντες με ειδικές ανάγκες υποδοχής. Θα πρέπει επίσης να λαμβάνονται υπόψη οι ειδικές ανάγκες των αιτούντων που έχουν υποστεί σεξουαλική ή έμφυλη βία, ιδίως των γυναικών, μεταξύ άλλων με τη διασφάλιση της πρόσβασης, κατά τα διάφορα στάδια της διαδικασίας παροχής διεθνούς προστασίας, σε ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, νομική συνδρομή και κατάλληλη μετατραυματική συμβουλευτική και ψυχοκοινωνική φροντίδα.

(48)

Θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι ειδικές ανάγκες των ανηλίκων, ιδίως όσον αφορά τον σεβασμό του δικαιώματος του παιδιού στην εκπαίδευση και την πρόσβαση στην υγειονομική περίθαλψη. Τα ανήλικα τέκνα αιτούντων και οι αιτούντες που είναι ανήλικοι θα πρέπει να έχουν την ίδια πρόσβαση στην εκπαίδευση με τους υπηκόους των κρατών μελών και υπό παρόμοιους όρους. Η εν λόγω πρόσβαση δεν χρειάζεται να παρέχεται κατά τη διάρκεια των σχολικών διακοπών. Η εκπαίδευσή τους θα πρέπει, κατά κανόνα, να ενσωματώνεται στην εκπαίδευση των υπηκόων των κρατών μελών και να είναι της ίδιας ποιότητας. Τα κράτη μέλη θα πρέπει επίσης να διασφαλίζουν τη συνέχεια της εκπαίδευσης των ανηλίκων για όσο διάστημα δεν εφαρμόζεται μέτρο απομάκρυνσης ς εις βάρος αυτών ή των γονέων τους.

(49)

Λαμβάνοντας υπόψη τον Χάρτη, την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών και τη σχετική νομολογία, και προκειμένου να μην γίνονται διακρίσεις εις βάρος των μελών της οικογένειας με βάση τον τόπο όπου δημιουργήθηκε η οικογένεια, η έννοια της οικογένειας θα πρέπει επίσης να περιλαμβάνει τις οικογένειες που δημιουργήθηκαν εκτός της χώρας καταγωγής των αιτούντων, αλλά πριν από την άφιξή τους στο έδαφος των κρατών μελών.

(50)

Προκειμένου να ενισχυθεί η ανεξαρτησία των αιτούντων και να περιοριστούν οι μεγάλες αποκλίσεις μεταξύ κρατών μελών, είναι απαραίτητο να προβλέπονται σαφείς κανόνες σχετικά με την πρόσβαση των αιτούντων στην αγορά εργασίας και να διασφαλιστεί ότι η πρόσβαση αυτή είναι ουσιαστική, χωρίς να επιβάλλονται συνθήκες που εμποδίζουν στην πράξη τον αιτούντα να αναζητήσει εργασία, χωρίς να περιορίζεται αδικαιολόγητα η πρόσβαση σε συγκεκριμένους τομείς της αγοράς εργασίας ή ο χρόνος εργασίας του αιτούντος, και χωρίς να θεσπίζονται παράλογες διοικητικές διατυπώσεις. Οι αιτούντες που έχουν ουσιαστική πρόσβαση στην αγορά εργασίας και που τους έχει επιτραπεί να διαμένουν σε συγκεκριμένο μόνο τόπο θα πρέπει να μπορούν να αναζητήσουν απασχόληση σε εύλογη απόσταση από τον εν λόγω τόπο. Όταν απαιτείται από τη σύμβαση εργασίας του αιτούντος, τα κράτη μέλη θα πρέπει να μπορούν να χορηγούν στον αιτούντα άδεια να εγκαταλείψει την επικράτειά τους για την εκτέλεση ειδικών καθηκόντων εργασίας σε άλλο κράτος μέλος σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο. Η εξέταση των αναγκών της αγοράς εργασίας με σκοπό να δίνεται προτεραιότητα στους υπηκόους του κράτους μέλους ή σε άλλους πολίτες της Ένωσης ή σε υπηκόους τρίτων χωρών και ανιθαγενείς που διαμένουν νόμιμα στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος δεν θα πρέπει να εμποδίζει την ουσιαστική πρόσβαση των αιτούντων στην αγορά εργασίας και θα πρέπει να εφαρμόζεται με την επιφύλαξη της αρχής της προτίμησης για τους πολίτες της Ένωσης, όπως διατυπώνεται στις σχετικές διατάξεις των εφαρμοστέων πράξεων προσχώρησης.

(51)

Η πρόσβαση στην αγορά εργασίας θα πρέπει να παρέχει στον αιτούντα το δικαίωμα να αναζητήσει απασχόληση. Τα κράτη μέλη έχουν επίσης τη δυνατότητα να επιτρέπουν στους αιτούντες να είναι αυτοαπασχολούμενοι.

(52)

Για να αυξηθούν οι προοπτικές ένταξης και η ανεξαρτησία των αιτούντων, ενθαρρύνεται η πρόωρη πρόσβαση στην αγορά εργασίας, όταν η αίτηση είναι πιθανόν να θεωρηθεί βάσιμη, ιδίως όταν πρέπει να δοθεί προτεραιότητα στην εξέτασή της, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) 2024/1348. Τα κράτη μέλη θα πρέπει επομένως να εξετάσουν το ενδεχόμενο να μειώσουν το εν λόγω χρονικό διάστημα όσο το δυνατόν περισσότερο όταν είναι πιθανόν να θεωρηθεί βάσιμη η αίτηση. Η πρόσβαση του αιτούντος στην αγορά εργασίας δεν θα πρέπει να παρέχεται, ή θα πρέπει να ανακαλείται εάν έχει ήδη παρασχεθεί, όταν η αίτηση για διεθνή προστασία είναι πιθανώς αβάσιμη και υπόκειται επομένως σε ταχεία διαδικασία εξέτασης, μεταξύ άλλων σε περιπτώσεις όπου ο αιτών αποκρύπτει σχετικές πληροφορίες ή έγγραφα που αφορούν την ταυτότητα του.

(53)

Μόλις τους επιτραπεί η πρόσβαση στην αγορά εργασίας, οι αιτούντες θα πρέπει να τυγχάνουν κοινού συνόλου δικαιωμάτων, βασιζόμενων στην ίση μεταχείριση με τους υπηκόους του οικείου κράτους μέλους. Οι συνθήκες εργασίας, θα πρέπει να καλύπτουν τουλάχιστον την αμοιβή και την απόλυση, τις απαιτήσεις υγείας και ασφάλειας στον χώρο εργασίας, τις ώρες εργασίας, τις άδειες και τις αργίες, λαμβανομένων υπόψη των ισχυουσών συλλογικών συμβάσεων. Οι εν λόγω αιτούντες θα πρέπει επίσης να τυγχάνουν ίσης μεταχείρισης όσον αφορά την ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι και της προσχώρησης σε οργάνωση εργαζομένων, την εκπαίδευση και επαγγελματική κατάρτιση, την αναγνώριση των επαγγελματικών προσόντων και, όσον αφορά τους απασχολούμενους αιτούντες, την κοινωνική ασφάλιση. Τα κράτη μέλη έχουν επίσης τη δυνατότητα να εξασφαλίζουν ίση μεταχείριση για αιτούντες που είναι αυτοαπασχολούμενοι. Τα κράτη μέλη πρέπει να καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια για την πρόληψη της εκμετάλλευσης των αιτούντων ή κάθε μορφής διάκρισης εις βάρος τους στον χώρο εργασίας μέσω πρακτικών αδήλωτης εργασίας και άλλων μορφών σοβαρής εργασιακής εκμετάλλευσης.

(54)

Μόλις ο αιτών αποκτήσει πρόσβαση στην αγορά εργασίας, το κράτος μέλος θα πρέπει να αναγνωρίζει τα επαγγελματικά προσόντα που αποκτώνται από τον αιτούντα σε άλλο κράτος μέλος, κατά τον ίδιο τρόπο όπως για τους πολίτες της Ένωσης, και θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη τα προσόντα που αποκτώνται σε τρίτη χώρα σύμφωνα με την οδηγία 2005/36/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (9). Μέτρα θα πρέπει επίσης να λαμβάνονται υπόψη για την αποτελεσματική αντιμετώπιση των πρακτικών δυσκολιών των αιτούντων όσον αφορά την αναγνώριση αλλοδαπών πτυχίων, πιστοποιητικών ή άλλων αποδεικτικών επίσημων τίτλων, ιδίως όταν οι αιτούντες δεν μπορούν να προσκομίσουν τεκμηριωμένα αποδεικτικά στοιχεία και αδυνατούν να καλύψουν το κόστος των διαδικασιών αναγνώρισης.

(55)

Οι κλάδοι κοινωνικής ασφάλισης που αναφέρονται στο άρθρο 3 παράγραφοι 1 και 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (10) εφαρμόζονται όσον αφορά τους αιτούντες στην απασχόληση.

(56)

Λόγω του πιθανώς προσωρινού χαρακτήρα της διαμονής των αιτούντων και με την επιφύλαξη του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1231/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (11), τα κράτη μέλη θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να εξαιρούν τα επιδόματα κοινωνικής ασφάλισης που δεν εξαρτώνται από περιόδους απασχόλησης ή καταβολής εισφορών από την ίση μεταχείριση μεταξύ των αιτούντων και των δικών τους υπηκόων. Τα κράτη μέλη θα πρέπει επίσης να είναι σε θέση να περιορίζουν την εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης όσον αφορά την εκπαίδευση και την επαγγελματική κατάρτιση, καθώς και την αναγνώριση των τυπικών προσόντων. Επιπλέον, τα κράτη μέλη θα πρέπει να μπορούν να περιορίζουν και το δικαίωμα στην ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι και της προσχώρησης σε οργάνωση, με τον αποκλεισμό των αιτούντων από τη συμμετοχή στη διαχείριση ορισμένων φορέων και από την άσκηση δημόσιου αξιώματος.

(57)

Το δίκαιο της Ένωσης δεν περιορίζει την εξουσία των κρατών μελών να οργανώνουν τα εθνικά τους συστήματα κοινωνικής ασφάλισης. Ελλείψει εναρμόνισης σε επίπεδο Ένωσης, εναπόκειται σε κάθε κράτος μέλος να ορίσει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες χορηγούνται οι παροχές κοινωνικής ασφάλισης, καθώς και το ύψος των παροχών αυτών και την περίοδο κατά την οποία καταβάλλονται. Ωστόσο, κατά την άσκηση της εξουσίας αυτής, τα κράτη μέλη πρέπει να συμμορφώνονται με το ενωσιακό δίκαιο.

(58)

Οι γλωσσικές δεξιότητες είναι σημαντικές ώστε να διασφαλίζεται ότι οι αιτούντες έχουν επαρκές επίπεδο διαβίωσης. Οι εν λόγω δεξιότητες αποτελούν επίσης αποτρεπτικό παράγοντα κατά των δευτερογενών μετακινήσεων. Επομένως, τα κράτη μέλη θα πρέπει να διασφαλίζουν ή να διευκολύνουν την πρόσβαση σε μαθήματα γλωσσών, στον βαθμό που τα θεωρούν κατάλληλα, προκειμένου να συμβάλουν στην ενίσχυση της ικανότητας του αιτούντος να ενεργεί αυτόνομα και να αλληλεπιδρά με τις αρμόδιες αρχές.

(59)

Το δικαίωμα ίσης μεταχείρισης δεν θα πρέπει να δημιουργεί δικαιώματα σε σχέση με καταστάσεις που δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης.

(60)

Προκειμένου να διασφαλισθεί ότι οι υλικές συνθήκες υποδοχής που παρέχονται στους αιτούντες συνάδουν με τις αρχές της παρούσας οδηγίας, είναι αναγκαίο να διευκρινιστεί περαιτέρω ο χαρακτήρας των εν λόγω συνθηκών, οι οποίες θα πρέπει να περιλαμβάνουν όχι μόνο η παροχή στέγης, τροφής και ρουχισμού αλλά και είδη προσωπικής υγιεινής. Είναι επίσης αναγκαίο να καθορίσουν τα κράτη μέλη το επίπεδο των υλικών συνθηκών υποδοχής που παρέχονται υπό μορφή οικονομικού βοηθήματος ή δελτίων με βάση αντίστοιχες παραπομπές που εφαρμόζονται για να διασφαλιστεί κατάλληλο βιοτικό επίπεδο για τους υπηκόους, όπως, ανάλογα με το εθνικό πλαίσιο, οι παροχές ελάχιστου εισοδήματος, ο κατώτατος μισθός, οι ελάχιστες συντάξεις, τα επιδόματα ανεργίας και οι παροχές κοινωνικής πρόνοιας. Δεν είναι ωστόσο αναγκαίο το ποσό που παρέχεται στους αιτούντες να είναι το ίδιο με αυτό που παρέχεται στους υπηκόους. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να μπορούν να παρέχουν λιγότερο ευνοϊκή μεταχείριση σε αιτούντες από εκείνη που παρέχεται σε υπηκόους, όπως προσδιορίζεται στην παρούσα οδηγία. Τα κράτη μέλη θα πρέπει επίσης να έχουν τη δυνατότητα να προσαρμόζουν το ύψος των οικονομικών βοηθημάτων ή των δελτίων τα οποία χορηγούνται στους αιτούντες στις περιοχές που αναφέρονται στο άρθρο 349 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ), εφόσον διασφαλίζεται το επίπεδο συνθηκών υποδοχής που προβλέπεται στην παρούσα οδηγία.

(61)

Για να περιοριστεί η δυνατότητα κατάχρησης του συστήματος υποδοχής, τα κράτη μέλη θα πρέπει να είναι σε θέση να παρέχουν τις υλικές συνθήκες υποδοχής μόνο στον βαθμό που οι αιτούντες δεν διαθέτουν επαρκή μέσα για τη διαβίωσή τους. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να μπορούν να απαιτούν από τους αιτούντες που διαθέτουν επαρκή μέσα να καλύπτουν, να συνεισφέρουν ή να επιστρέφουν το κόστος των υλικών συνθηκών υποδοχής ή υγειονομικής περίθαλψης που έλαβαν, μεταξύ άλλων μέσω οικονομικών εγγυήσεων. Είναι δυνατόν να θεωρηθεί ότι οι αιτούντες διαθέτουν επαρκή μέσα για τη διαβίωσή τους εάν, για παράδειγμα, έχουν εργαστεί για εύλογο χρονικό διάστημα. Όταν αξιολογούν τους πόρους του αιτούντος και απαιτούν από αυτόν να καλύπτει ή να συνεισφέρει στο κόστος των υλικών συνθηκών υποδοχής ή της υγειονομικής περίθαλψης που έλαβε, τα κράτη μέλη θα πρέπει να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας και να λαμβάνουν υπόψη την ατομική κατάσταση του αιτούντος, καθώς και την ανάγκη να σέβονται την αξιοπρέπεια ή την προσωπική του ακεραιότητα, συμπεριλαμβανομένων των ειδικών αναγκών υποδοχής του αιτούντος. Οι αιτούντες δεν θα πρέπει να υποχρεώνονται να καλύπτουν πλήρως ή εν μέρει το κόστος της αναγκαίας ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης όταν παρέχεται δωρεάν ιατροφαρμακευτική περίθαλψη στους υπηκόους των κρατών μελών. Δεν θα πρέπει να απαιτείται από τους αιτούντες να παίρνουν δάνεια για να πληρώσουν για τις συνθήκες υποδοχής.

(62)

Η δυνητική κατάχρηση του συστήματος υποδοχής θα πρέπει επίσης να αποτρέπεται, με τον προσδιορισμό των περιστάσεων υπό τις οποίες οι υλικές συνθήκες υποδοχής μπορούν να περιοριστούν ή να ανακληθούν. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να μπορούν να περιορίζουν ή να ανακαλούν το βοήθημα για τα καθημερινά έξοδα ή, εάν είναι δεόντως αιτιολογημένο και αναλογικό, να περιορίζουν άλλες υλικές συνθήκες υποδοχής όταν πληρούνται ορισμένες προϋποθέσεις, μεταξύ άλλων όταν ο αιτών δεν συνεργάζεται με τις αρμόδιες αρχές ή δεν συμμορφώνεται με τις διαδικαστικές απαιτήσεις που αυτές θεσπίζουν. Μπορεί να θεωρηθεί ότι ανακύπτει μη συνεργασία ή μη συμμόρφωση ιδίως εάν: ο αιτών δεν παρίσταται σε προκαθορισμένες συναντήσεις ή δεν συμμορφώνεται με τις υποχρεώσεις υποβολής αναφοράς για λόγους που δεν είναι πέραν του ελέγχου τους· ο αιτών δεν καταθέτει την αίτησή του για παροχή διεθνούς προστασίας σύμφωνα με τις απαιτήσεις του κανονισμού (ΕΕ) 2024/1348, παρότι είχε ουσιαστική ευκαιρία να το πράξει· ή ο αιτών δεν ανταποκρίνεται σε αιτήματα παροχής πληροφοριών για τη διευκόλυνση της εξακρίβωσης της ταυτότητάς του, μεταξύ άλλων αρνούμενος να παράσχει βιομετρικά δεδομένα ή απαραίτητα στοιχεία επικοινωνίας ή αρνούμενος να συνεργαστεί κατά τις διαδικασίες ιατρικού ελέγχου. Τα κράτη μέλη θα πρέπει επίσης, εφόσον είναι δεόντως αιτιολογημένο και αναλογικό, να μπορούν να ανακαλούν άλλες υλικές συνθήκες υποδοχής όταν ο αιτών έχει παραβιάσει σοβαρά ή επανειλημμένα τους κανόνες του κέντρου φιλοξενίας ή έχει συμπεριφερθεί με βίαιο ή απειλητικό τρόπο στο κέντρο φιλοξενίας. Τα κράτη μέλη πρέπει πάντοτε να εξασφαλίζουν βιοτικό επίπεδο για όλους τους αιτούντες σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένου του Χάρτη, και με τις διεθνείς υποχρεώσεις, συνυπολογίζοντας τους αιτούντες με ειδικές ανάγκες υποδοχής και το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού.

(63)

Τα κράτη μέλη έχουν τη δυνατότητα να επιβάλλουν άλλες κυρώσεις, συμπεριλαμβανομένων πειθαρχικών μέτρων σύμφωνα με τους κανόνες του κέντρου φιλοξενίας, εφόσον οι κυρώσεις αυτές δεν αντιβαίνουν στην παρούσα οδηγία.

(64)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να θεσπίσουν κατάλληλες οδηγίες, και μέτρα παρακολούθησης και ελέγχου των συνθηκών υποδοχής που παρέχουν. Για να διασφαλιστούν συγκρίσιμες συνθήκες υποδοχής, τα κράτη μέλη θα πρέπει να υποχρεούνται να λαμβάνουν υπόψη, στα οικεία συστήματα ελέγχου και εποπτείας, τα διαθέσιμα μη δεσμευτικά επιχειρησιακά πρότυπα, δείκτες, κατευθυντήριες γραμμές και βέλτιστες πρακτικές όσον αφορά τις συνθήκες υποδοχής που έχει αναπτύξει ο Οργανισμός για το Άσυλο. Εφόσον οι υλικές συνθήκες υποδοχής παρέχουν επαρκές βιοτικό επίπεδο, οι συνθήκες στις εγκαταστάσεις στέγασης των αιτούντων θα μπορούσαν να θεωρηθούν κατάλληλες παρά τις διαφορές μεταξύ εγκαταστάσεων. Θα πρέπει να διασφαλιστεί η αποτελεσματικότητα των εθνικών συστημάτων υποδοχής και η συνεργασίας μεταξύ των κρατών μελών σε θέματα υποδοχής των αιτούντων, μεταξύ άλλων μέσω του δικτύου του Οργανισμού για το Άσυλο για τις αρχές υποδοχής.

(65)

Θα πρέπει να ενθαρρύνονται ο κατάλληλος συντονισμός μεταξύ των αρμόδιων αρχών όσον αφορά την υποδοχή των αιτούντων και να προωθούνται οι αρμονικές σχέσεις μεταξύ των τοπικών κοινωνιών και των κέντρων φιλοξενίας.

(66)

Η αποκτηθείσα πείρα έχει καταδείξει ότι απαιτείται σχεδιασμός μέτρων έκτακτης ανάγκης για να διασφαλιστεί, στο μέτρο του δυνατού, η κατάλληλη υποδοχή των αιτούντων στις περιπτώσεις όπου τα κράτη μέλη αντιμετωπίζουν δυσανάλογο αριθμό αιτούντων διεθνή προστασία. Είναι σκόπιμο να ελέγχεται και να αξιολογείται κατά πόσον είναι επαρκή τα μέτρα που προβλέπονται στα σχέδια έκτακτης ανάγκης των κρατών μελών. Ο σχεδιασμός έκτακτης ανάγκης αποτελεί αναπόσπαστο μέρος των διαδικασιών σχεδιασμού των κρατών μελών και δεν μπορεί να θεωρείται εξαιρετική δραστηριότητα.

(67)

Ο Οργανισμός για το Άσυλο θα πρέπει να επικουρεί τα κράτη μέλη στην κατάρτιση και επανεξέταση των σχεδίων έκτακτης ανάγκης τους, με τη συμφωνία του οικείου κράτους μέλους. Ένα σχέδιο έκτακτης ανάγκης πρέπει να αποτελείται από ένα ολοκληρωμένο σύνολο μέτρων που είναι αναγκαία για την αντιμετώπιση τυχόν δυσανάλογων πιέσεων στα συστήματα υποδοχής των κρατών μελών και για τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας των εν λόγω συστημάτων. Για τον σκοπό της παρούσας οδηγίας, κατάσταση δυσανάλογης πίεσης μπορεί να χαρακτηριστεί η αιφνίδια και μαζική εισροή υπηκόων τρίτων χωρών και ανιθαγενών, στον βαθμό που η εισροή αυτή επιβαρύνει υπέρμετρα ακόμη και ένα καλά προετοιμασμένο σύστημα υποδοχής. Για να επιτευχθεί μεγαλύτερη ετοιμότητα ενόψει μιας τέτοιας κατάστασης, το υπόδειγμα που αναπτύχθηκε από τον Οργανισμό για το Άσυλο θα πρέπει να περιλαμβάνει καθοδήγηση σχετικά με τον τρόπο προσδιορισμού πιθανών σεναρίων, της επίπτωσης των εν λόγω σεναρίων, των δράσεων που πρέπει να αναληφθούν και των διαθέσιμων πόρων για την αντιμετώπιση των εν λόγω σεναρίων.

(68)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να έχουν το δικαίωμα να θεσπίζουν ή να διατηρούν σε ισχύ ευνοϊκότερες διατάξεις για τους υπηκόους τρίτων χωρών και τους ανιθαγενείς που ζητούν διεθνή προστασία από ένα κράτος μέλος.

(69)

Τα κράτη μέλη καλούνται να εφαρμόζουν τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας κατά τις διαδικασίες εξέτασης των αιτήσεων που αφορούν άλλες μορφές προστασίας, εκτός από εκείνες που προβλέπονται από τον κανονισμό (ΕΕ) 2024/1347 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (12).

(70)

Η εφαρμογή της παρούσας οδηγίας θα πρέπει να αξιολογείται ανά τακτά χρονικά διαστήματα. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να κοινοποιούν στην Επιτροπή τις απαραίτητες πληροφορίες για να είναι σε θέση η Επιτροπή να εκπληρώνει τις υποχρεώσεις της όσον αφορά την υποβολή εκθέσεων δυνάμει της παρούσας οδηγίας.

(71)

Δεδομένου ότι ο στόχος της παρούσας οδηγίας, ήτοι η θέσπιση εναρμονισμένων προτύπων για τις συνθήκες υποδοχής των αιτούντων στα κράτη μέλη, δεν είναι δυνατόν να επιτευχθεί επαρκώς από τα κράτη μέλη αλλά μάλλον δύναται, λόγω των διαστάσεων και των αποτελεσμάτων της δράσης, να επιτευχθεί καλύτερα σε επίπεδο Ένωσης, η Ένωση μπορεί να θεσπίσει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, όπως εκτίθεται στο άρθρο 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣΕΕ). Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, όπως εκτίθεται στο εν λόγω άρθρο, η παρούσα οδηγία δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη του στόχου αυτού.

(72)

Σύμφωνα με την κοινή πολιτική δήλωση, της 28ης Σεπτεμβρίου 2011, των κρατών μελών και της Επιτροπής σχετικά με τα επεξηγηματικά έγγραφα (13), τα κράτη μέλη δεσμεύθηκαν να επισυνάπτουν στην κοινοποίηση των εθνικών μέτρων μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο, όταν δικαιολογείται, ένα ή περισσότερα έγγραφα που διευκρινίζουν τη σχέση ανάμεσα στα στοιχεία μιας οδηγίας και στα αντίστοιχα τμήματα των εθνικών πράξεων μεταφοράς. Για την παρούσα οδηγία ο νομοθέτης εκτιμά ότι η διαβίβαση των εγγράφων αυτών είναι δικαιολογημένη.

(73)

Σύμφωνα με τα άρθρα 1 και 2 του πρωτοκόλλου αριθ. 21 για τη θέση του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ιρλανδίας όσον αφορά τον χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, το οποίο προσαρτάται στη ΣΕΕ και στη ΣΛΕΕ, και με την επιφύλαξη του άρθρου 4 του εν λόγω πρωτοκόλλου, η Ιρλανδία δεν συμμετέχει στη θέσπιση της παρούσας οδηγίας και, συνεπώς, δεν δεσμεύεται από αυτήν ούτε υπόκειται στην εφαρμογή της.

(74)

Σύμφωνα με τα άρθρα 1 και 2 του πρωτοκόλλου αριθ. 22 για τη θέση της Δανίας, το οποίο προσαρτάται στη ΣΕΕ και στη ΣΛΕΕ, η Δανία δεν συμμετέχει στη θέσπιση της παρούσας οδηγίας και, συνεπώς, δεν δεσμεύεται από αυτήν ούτε υπόκειται στην εφαρμογή της.

(75)

Η παρούσα οδηγία σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τηρεί τις αρχές που αναγνωρίζονται ιδίως στον Χάρτη. Ειδικότερα, η παρούσα οδηγία αποβλέπει στη διασφάλιση του πλήρους σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και στην προώθηση της εφαρμογής των άρθρων 1, 4, 6, 7, 18, 21, 24 και 47 του Χάρτη και πρέπει να εφαρμοστεί αναλόγως.

(76)

Η υποχρέωση μεταφοράς της παρούσας οδηγίας στο εθνικό δίκαιο θα πρέπει να περιοριστεί στις διατάξεις που συνιστούν τροποποιήσεις ουσίας της προϋπάρχουσας οδηγίας. Η υποχρέωση μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο των διατάξεων που δεν τροποποιούνται απορρέει από την προϋπάρχουσα οδηγία.

(77)

Η παρούσα οδηγία δεν θίγει τις υποχρεώσεις των κρατών μελών όσον αφορά την προθεσμία για τη μεταφορά στο εθνικό δίκαιο της οδηγίας που περιέχεται στο παράρτημα I,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι

ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ, ΟΡΙΣΜΟΙ ΚΑΙ ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ

Άρθρο 1

Αντικείμενο

Η παρούσα οδηγία θεσπίζει πρότυπα για την υποδοχή των αιτούντων διεθνή προστασία στα κράτη μέλη.

Άρθρο 2

Ορισμοί

Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

1)

«αίτηση παροχής διεθνούς προστασίας» ή «αίτηση»: αίτηση για προστασία από κράτος μέλος που υποβάλλεται από υπήκοο τρίτης χώρας ή ανιθαγενή, ο οποίος μπορεί να θεωρηθεί ότι επιδιώκει καθεστώς πρόσφυγα ή καθεστώς επικουρικής προστασίας·

2)

«αιτών»: υπήκοος τρίτης χώρας ή ανιθαγενής που έχει υποβάλει αίτηση παροχής διεθνούς προστασίας για την οποία δεν έχει ακόμα ληφθεί οριστική απόφαση·

3)

«μέλη της οικογένειας»: εφόσον η οικογένεια υπήρχε ήδη πριν από την άφιξη του αιτούντος στο έδαφος κράτους μέλους, τα ακόλουθα μέλη της οικογένειας του αιτούντος τα οποία βρίσκονται στο έδαφος του ίδιου κράτους μέλους κατά τη διάρκεια της διαδικασίας παροχής διεθνούς προστασίας:

α)

ο/η σύζυγος ή ο/η εκτός γάμου σύντροφος του αιτούντος σε πλαίσιο σταθερής σχέσης, όταν το δίκαιο ή η πρακτική του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους αντιμετωπίζει τα άγαμα ζεύγη ως ισοδύναμα με τα έγγαμα ζεύγη·

β)

τα ανήλικα ή ενήλικα εξαρτώμενα τέκνα των ζευγαριών που αναφέρονται στο στοιχείο α) ή του αιτούντος, υπό την προϋπόθεση ότι είναι άγαμα και ανεξαρτήτως από το αν γεννήθηκαν εντός ή εκτός γάμου ή αν είναι υιοθετημένα, όπως προβλέπεται στο εθνικό δίκαιο· ο ανήλικος θεωρείται άγαμος, υπό τον όρο ότι, βάσει ατομικής αξιολόγησης, ο γάμος του ανηλίκου δεν θα ήταν σύμφωνος με το σχετικό εθνικό δίκαιο εάν είχε συναφθεί στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος, λαμβανομένης ιδίως υπόψη της νόμιμης ηλικίας γάμου·

γ)

εφόσον ο αιτών είναι ανήλικος και άγαμος, ο πατέρας, η μητέρα ή άλλος ενήλικος υπεύθυνος για τον εν λόγω αιτούντα, συμπεριλαμβανομένου ενήλικου αδελφού/αδελφής, με βάση τον νόμο ή τη πρακτική του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους· ο ανήλικος θεωρείται άγαμος, υπό τον όρο ότι, βάσει ατομικής αξιολόγησης, ο γάμος του ανηλίκου δεν θα ήταν σύμφωνος με το σχετικό εθνικό δίκαιο εάν είχε συναφθεί στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος, λαμβανομένης ιδίως υπόψη της νόμιμης ηλικίας γάμου·

4)

«ανήλικος»: υπήκοος τρίτης χώρας ή ανιθαγενής ηλικίας κάτω των 18 ετών·

5)

«ασυνόδευτος ανήλικος»: ανήλικος που φθάνει στο έδαφος κράτους μέλους χωρίς να συνοδεύεται από ενήλικο υπεύθυνο για αυτόν σύμφωνα με τον νόμο ή την πρακτική του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους, και για όσο χρονικό διάστημα ο εν λόγω ανήλικος δεν τελεί πραγματικά υπό την επιμέλεια ενός τέτοιου ενήλικα, συμπεριλαμβανομένου ανηλίκου που έμεινε ασυνόδευτος μετά την είσοδό του στο έδαφος κράτους μέλους·

6)

«συνθήκες υποδοχής»: η πλήρης δέσμη μέτρων που τα κράτη μέλη εφαρμόζουν προς όφελος των αιτούντων σύμφωνα με την παρούσα οδηγία·

7)

«υλικές συνθήκες υποδοχής»: οι συνθήκες υποδοχής οι οποίες περιλαμβάνουν την παροχή στέγης, τροφής, ρουχισμού και ειδών προσωπικής υγιεινής που παρέχονται σε είδος, υπό μορφή οικονομικού βοηθήματος, δελτίων, ή συνδυασμό αυτών, καθώς και βοήθημα για τα καθημερινά έξοδα·

8)

«βοήθημα για τα καθημερινά έξοδα»: βοήθημα που παρέχεται περιοδικά στους αιτούντες ώστε να μπορούν να απολαμβάνουν έναν ελάχιστο βαθμό αυτονομίας στην καθημερινή τους ζωή, το οποίο παρέχεται ως χρηματικό ποσό, σε δελτία, σε είδος ή ως συνδυασμός αυτών, υπό την προϋπόθεση ότι το βοήθημα αυτό περιλαμβάνει χρηματικό ποσό·

9)

«κράτηση»: ο περιορισμός σε ειδικό χώρο που επιβάλλει ένα κράτος μέλος σε αιτούντα, με αποτέλεσμα τη στέρηση της ελευθερίας κυκλοφορίας του/της·

10)

«κέντρο φιλοξενίας»: κάθε χώρος που χρησιμοποιείται για την ομαδική φιλοξενία των αιτούντων·

11)

«κίνδυνος διαφυγής»: η ύπαρξη ειδικών λόγων και περιστάσεων, σε ατομική περίπτωση, που βασίζονται σε αντικειμενικά κριτήρια τα οποία καθορίζονται από το εθνικό δίκαιο, επί τη βάσει των οποίων εικάζεται ότι ο αιτών θα μπορούσε να διαφύγει·

12)

«διαφυγή»: η ενέργεια δια της οποίας ο αιτών δεν παραμένει στη διάθεση των αρμόδιων διοικητικών ή δικαστικών αρχών, για παράδειγμα εγκαταλείποντας το έδαφος του κράτους μέλους χωρίς την άδεια των αρμόδιων αρχών, για λόγους που δεν είναι πέραν του ελέγχου του αιτούντος·

13)

«εκπρόσωπος»: φυσικό πρόσωπο ή οργάνωση, συμπεριλαμβανομένης δημόσιας αρχής, διορισμένο από τις αρμόδιες αρχές, με τις απαραίτητες δεξιότητες και εμπειρογνωσία, μεταξύ άλλων όσον αφορά τη μεταχείριση και τις ειδικές ανάγκες των ανηλίκων, για να εκπροσωπεί και να συνδράμει ασυνόδευτο ανήλικο και να ενεργεί εξ ονόματος του εν λόγω ασυνόδευτου ανηλίκου, κατά περίπτωση, προκειμένου να διασφαλίζονται το βέλτιστο συμφέρον και η γενική ευημερία του εν λόγω ασυνόδευτου ανηλίκου και να μπορεί ο ασυνόδευτος ανήλικος να επωφελείται από τα δικαιώματα και να συμμορφώνεται με τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία·

14)

«αιτών με ειδικές ανάγκες υποδοχής»: αιτών που χρειάζεται ειδικές συνθήκες ή εγγυήσεις ώστε να απολαύει των δικαιωμάτων και να συμμορφώνεται με τις υποχρεώσεις που προβλέπει η παρούσα οδηγία.

Άρθρο 3

Πεδίο εφαρμογής

1.   Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται σε όλους τους υπηκόους τρίτων χωρών και τους ανιθαγενείς που υποβάλλουν αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας στο έδαφος, συμπεριλαμβανομένων των εξωτερικών συνόρων, στα χωρικά ύδατα ή στις ζώνες διέλευσης των κρατών μελών, εφόσον επιτρέπεται να παραμείνουν οι εν λόγω υπήκοοι τρίτων χωρών και ανιθαγενείς στο έδαφος ως αιτούντες. Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται επίσης στα μέλη της οικογένειας του αιτούντος, εφόσον τα εν λόγω μέλη της οικογένειας καλύπτονται από αυτήν την αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο.

2.   Η παρούσα οδηγία δεν εφαρμόζεται σε αιτήσεις χορήγησης διπλωματικού ή εδαφικού ασύλου που υποβάλλονται σε αντιπροσωπείες των κρατών μελών.

3.   Τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίσουν την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας στις διαδικασίες εξέτασης των αιτήσεων παροχής άλλων μορφών προστασίας εκτός από εκείνες που απορρέουν από τον κανονισμό (ΕΕ) 2024/1347.

Άρθρο 4

Ευνοϊκότερες διατάξεις

Τα κράτη μέλη δύνανται να θεσπίζουν ή να διατηρούν σε ισχύ ευνοϊκότερες διατάξεις όσον αφορά τις συνθήκες υποδοχής των αιτούντων, καθώς και των μελών της οικογένειας και στενών συγγενών των αιτούντων που βρίσκονται στο ίδιο κράτος μέλος εφόσον τα εν λόγω μέλη της οικογένειας και στενοί συγγενείς εξαρτώνται από τον αιτούντα, ή για ανθρωπιστικούς λόγους, υπό την προϋπόθεση ότι οι διατάξεις αυτές συνάδουν με την παρούσα οδηγία.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙ

ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΙΣ ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΥΠΟΔΟΧΗΣ

Άρθρο 5

Ενημέρωση

1.   Τα κράτη μέλη παρέχουν στους αιτούντες πληροφορίες σχετικά με τις συνθήκες υποδοχής που ορίζονται στην παρούσα οδηγία, συμπεριλαμβανομένων πληροφοριών ειδικά για τα οικεία συστήματα υποδοχής, το συντομότερο δυνατόν και εγκαίρως, ώστε να μπορούν οι αιτούντες να απολαύουν ουσιαστικά των δικαιωμάτων και να συμμορφώνονται με τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία.

Τα κράτη μέλη παρέχουν ιδίως στους αιτούντες τυποποιημένες πληροφορίες σχετικά με τις συνθήκες υποδοχής που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία, χρησιμοποιώντας υπόδειγμα που θα εκπονήσει ο Οργανισμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το Άσυλο («ο Οργανισμός για το Άσυλο»). Οι εν λόγω πληροφορίες παρέχονται το συντομότερο δυνατόν και το αργότερο εντός τριών ημερών από την υποβολή της αίτησης ή εντός του χρονικού πλαισίου της καταχώρισής της σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ)2024/1348.

Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι αιτούντες ενημερώνονται για τις οργανώσεις ή τις ομάδες προσώπων που παρέχουν ειδική νομική βοήθεια και εκπροσώπηση, συμπεριλαμβανομένων πληροφοριών σχετικά με οργανώσεις ή ομάδες προσώπων που παρέχουν δωρεάν την εν λόγω νομική συνδρομή και εκπροσώπηση, και για τις οργανώσεις οι οποίες δύνανται να συνδράμουν ή να ενημερώνουν τους αιτούντες για τις υπάρχουσες συνθήκες υποδοχής, συμπεριλαμβανομένης της ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης.

2.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 παρέχονται γραπτώς σε συνοπτική, διαφανή, κατανοητή και εύκολα προσβάσιμη μορφή, διατυπωμένες με σαφή και απλό τρόπο και σε γλώσσα που κατανοεί ή ευλόγως υποτίθεται ότι κατανοεί ο αιτών. Εφόσον είναι αναγκαίο, οι εν λόγω πληροφορίες παρέχονται και προφορικώς ή, κατά περίπτωση, σε οπτική μορφή, όπως με τη χρήση βίντεο ή εικονογραμμάτων, και προσαρμόζονται στις ανάγκες του αιτούντος.

Στην περίπτωση ασυνόδευτου ανηλίκου, τα κράτη μέλη παρέχουν τις πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 με τρόπο κατάλληλο για την ηλικία και κατά τρόπο που διασφαλίζει ότι ο ασυνόδευτος ανήλικος τις κατανοεί, χρησιμοποιώντας ενημερωτικό υλικό ειδικά προσαρμοσμένο για ανηλίκους, κατά περίπτωση. Οι πληροφορίες αυτές παρέχονται παρουσία του εκπροσώπου του ασυνόδευτου ανηλίκου ή του προσώπου που είναι κατάλληλο να ενεργεί προσωρινά ως εκπρόσωπος έως ότου οριστεί ο εκπρόσωπος.

Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, ένα κράτος μέλος μπορεί να παρέχει στον αιτούντα τις πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 μέσω διερμηνείας ή, κατά περίπτωση, σε οπτική μορφή, όπως βίντεο ή εικονογράμματα, εφόσον:

α)

δεν είναι σε θέση να παράσχει τις εν λόγω πληροφορίες γραπτώς εντός της προθεσμίας που ορίζεται στην εν λόγω παράγραφο, διότι η γλώσσα που κατανοεί ή υποτίθεται ευλόγως ότι κατανοεί ο αιτών είναι σπάνια γλώσσα· και

β)

ακολούθως, ο εν λόγω αιτών επιβεβαιώνει ότι κατανοεί τις παρασχεθείσες πληροφορίες.

Στις περιπτώσεις που αναφέρονται στο τρίτο εδάφιο, το κράτος μέλος εξασφαλίζει το συντομότερο δυνατόν γραπτή μετάφραση των πληροφοριών που αναφέρονται στην παράγραφο 1 και την παρέχει στον αιτούντα, εκτός εάν είναι σαφές ότι η διάταξη αυτή δεν είναι πλέον αναγκαία.

Άρθρο 6

Έγγραφα

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι ο αιτών διαθέτει τα έγγραφα που αναφέρονται στο άρθρο 29 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2024/1348.

2.   Τα κράτη μέλη δεν απαιτούν από τους αιτούντες, απλώς και μόνο επειδή είναι αιτούντες διεθνή προστασία ή αποκλειστικά λόγω της ιθαγένειάς τους, να προσκομίζουν περιττό ή δυσανάλογο όγκο εγγράφων, ούτε επιβάλλουν άλλες διοικητικές απαιτήσεις στους αιτούντες πριν τους χορηγήσουν τα δικαιώματα τα οποία δικαιούνται δυνάμει της παρούσας οδηγίας.

3.   Τα κράτη μέλη δύνανται να χορηγούν στους αιτούντες ταξιδιωτικό έγγραφο μόνον οσάκις ανακύπτουν σοβαροί ανθρωπιστικοί λόγοι ή άλλοι επιτακτικοί λόγοι οι οποίοι υπαγορεύουν την παρουσία τους σε άλλο κράτος. Η ισχύς του ταξιδιωτικού εγγράφου περιορίζεται στον σκοπό και την αναγκαία διάρκεια που αιτιολογούν την έκδοση του εγγράφου.

Άρθρο 7

Οργάνωση των συστημάτων υποδοχής

1.   Τα κράτη μέλη δύνανται να οργανώνουν ελεύθερα τα οικεία συστήματα υποδοχής σύμφωνα με την παρούσα οδηγία. Οι αιτούντες μπορούν να κυκλοφορούν ελεύθερα στο έδαφος του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους.

2.   Υπό την προϋπόθεση ότι όλοι οι αιτούντες επωφελούνται ουσιαστικά από τα δικαιώματά τους δυνάμει της παρούσας οδηγίας, τα κράτη μέλη μπορούν να κατανέμουν τους αιτούντες σε καταλύματα εντός της επικράτειάς τους στο πλαίσιο της διαχείρισης των οικείων συστημάτων ασύλου και υποδοχής.

3.   Κατά την κατανομή ή ανακατανομή των αιτούντων σε κατάλυμα, τα κράτη μέλη λαμβάνουν υπόψη αντικειμενικούς παράγοντες, συμπεριλαμβανομένης της οικογενειακής ενότητας όπως αναφέρεται στο άρθρο 14 και των ειδικών αναγκών υποδοχής των αιτούντων.

4.   Η παροχή υλικών συνθηκών υποδοχής από τα κράτη μέλη μπορεί να εξαρτάται από την πραγματική διαμονή των αιτούντων στο κατάλυμα όπου έχουν κατανεμηθεί σύμφωνα με την παράγραφο 2.

5.   Τα κράτη μέλη μπορούν επίσης να θεσπίσουν μηχανισμούς για την αξιολόγηση και αντιμετώπιση των αναγκών των συστημάτων υποδοχής τους, συμπεριλαμβανομένων μηχανισμών για την επαλήθευση της πραγματικής διαμονής των αιτούντων στο κατάλυμα όπου έχουν κατανεμηθεί σύμφωνα με την παράγραφο 2.

6.   Τα κράτη μέλη ζητούν από τους αιτούντες να παρέχουν στις αρμόδιες αρχές την τρέχουσα διεύθυνσή τους, αριθμό τηλεφώνου όπου μπορούν να επικοινωνήσουν και, εάν διατίθεται, διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου. Τα κράτη μέλη ζητούν επίσης από τους αιτούντες να κοινοποιούν στις εν λόγω αρμόδιες αρχές κάθε αλλαγή διεύθυνσης, αριθμού τηλεφώνου ή διεύθυνσης ηλεκτρονικού ταχυδρομείου το συντομότερο δυνατόν.

7.   Τα κράτη μέλη δεν υποχρεούνται να λαμβάνουν διοικητικές αποφάσεις για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου.

Άρθρο 8

Κατανομή αιτούντων σε μια γεωγραφική περιοχή

1.   Τα κράτη μέλη μπορούν να κατανέμουν τους αιτούντες σε γεωγραφική περιοχή εντός της επικράτειάς τους στην οποία οι αιτούντες μπορούν να κυκλοφορούν ελεύθερα κατά τη διάρκεια της διαδικασίας παροχής διεθνούς προστασίας σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) 2024/1348.

2.   Τα κράτη μέλη δύνανται να κατανέμουν τους αιτούντες σε γεωγραφική περιοχή εντός της επικράτειάς τους σύμφωνα με την παράγραφο 1 αποκλειστικά για να διασφαλίζεται η ταχεία, αποδοτική και αποτελεσματική επεξεργασία των αιτήσεών τους σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) 2024/1348 ή για τη γεωγραφική κατανομή των εν λόγω αιτούντων, λαμβάνοντας υπόψη τις δυνατότητες των σχετικών γεωγραφικών περιοχών.

Τα κράτη μέλη ενημερώνουν τους αιτούντες σύμφωνα με το άρθρο 5 για την κατανομή τους σε μια γεωγραφική περιοχή, συμπεριλαμβανομένων των γεωγραφικών ορίων της εν λόγω περιοχής.

3.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αιτούντες έχουν ουσιαστική πρόσβαση στα δικαιώματά τους δυνάμει της παρούσας οδηγίας και στις διαδικαστικές εγγυήσεις στο πλαίσιο της διαδικασίας παροχής διεθνούς προστασίας εντός της γεωγραφικής περιοχής στην οποία κατανέμονται οι εν λόγω αιτούντες. Η εν λόγω γεωγραφική περιοχή είναι επαρκώς ευρεία, επιτρέπει την πρόσβαση στις αναγκαίες δημόσιες υποδομές και δεν επηρεάζει την αναπαλλοτρίωτη σφαίρα της ιδιωτικής ζωής των αιτούντων.

4.   Τα κράτη μέλη δεν υποχρεούνται να λαμβάνουν διοικητικές αποφάσεις για τον σκοπό της παραγράφου 1.

5.   Τα κράτη μέλη, κατόπιν αιτήματος του αιτούντος, επιτρέπουν στον αιτούντα να εγκαταλείψει προσωρινά τη γεωγραφική περιοχή για δεόντως αιτιολογημένους επείγοντες και σοβαρούς οικογενειακούς λόγους, ή για να λάβει αναγκαία ιατρική περίθαλψη που δεν διατίθεται εντός της γεωγραφικής περιοχής.

Όταν ο αιτών εγκαταλείπει τη γεωγραφική περιοχή χωρίς άδεια, τα κράτη μέλη δεν επιβάλλουν κυρώσεις πέραν εκείνων που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία.

Ο αιτών δεν χρειάζεται να ζητεί άδεια προκειμένου να παρουσιαστεί στις αρχές ή να εμφανιστεί ενώπιον δικαστηρίου εάν η παρουσία του εν λόγω αιτούντα είναι αναγκαία. Ο αιτών ενημερώνει εκ των προτέρων τις αρμόδιες αρχές για παρόμοιες υποχρεώσεις.

6.   Εάν διαπιστωθεί, μεταξύ άλλων ως συνέπεια του αιτήματος του αιτούντος για προσφυγή ή επανεξέταση σύμφωνα με το άρθρο 29, ότι δεν έχει χορηγηθεί στον αιτούντα ουσιαστική πρόσβαση στα δικαιώματά του δυνάμει της παρούσας οδηγίας ή στις διαδικαστικές εγγυήσεις στο πλαίσιο της διαδικασίας παροχής διεθνούς προστασίας εντός της γεωγραφικής περιοχής, δεν ισχύει πλέον η κατανομή του εν λόγω αιτούντος στην εν λόγω γεωγραφική περιοχή.

7.   Πριν από την εφαρμογή του παρόντος άρθρου, το οικείο κράτος μέλος καθορίζει τους όρους εφαρμογής του παρόντος άρθρου στο εθνικό δίκαιο και ενημερώνει την Επιτροπή και τον Οργανισμό για το Άσυλο σύμφωνα με το κεφάλαιο 5 του κανονισμού (ΕΕ) 2021/2303.

Άρθρο 9

Περιορισμός της ελεύθερης κυκλοφορίας

1.   Όταν είναι αναγκαίο, τα κράτη μέλη δύνανται να αποφασίζουν ότι ο αιτών επιτρέπεται να διαμένει μόνο σε συγκεκριμένο τόπο προσαρμοσμένο για τη στέγαση των αιτούντων, για λόγους δημόσιας τάξης ή για να αποτρέπεται αποτελεσματικά η διαφυγή του αιτούντος, όταν υπάρχει κίνδυνος διαφυγής, ιδίως όσον αφορά:

α)

αιτούντες οι οποίοι υποχρεούνται να βρίσκονται σε άλλο κράτος μέλος σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΕ) 2024/1351· ή

β)

αιτούντες οι οποίοι έχουν μεταφερθεί στο κράτος μέλος όπου υποχρεούνται να βρίσκονται σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΕ) 2024/1351, μετά τη διαφυγή τους σε άλλο κράτος μέλος.

Όταν ο αιτών έχει άδεια να διαμένει σε συγκεκριμένο μόνο τόπο σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο, η παροχή των υλικών συνθηκών υποδοχής εξαρτάται από την πραγματική διαμονή του αιτούντος στον συγκεκριμένο τόπο.

2.   Τα κράτη μέλη δύνανται, εφόσον απαιτείται, να ζητούν από τους αιτούντες να εμφανίζονται ενώπιον των αρμόδιων αρχών σε συγκεκριμένη χρονική στιγμή ή σε εύλογα χρονικά διαστήματα, χωρίς να θίγονται δυσανάλογα τα δικαιώματα των αιτούντων δυνάμει της παρούσας οδηγίας.

Οι εν λόγω απαιτήσεις αναφοράς μπορούν να επιβάλλονται ώστε να διασφαλιστεί η τήρηση των αποφάσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 ή η αποτελεσματική πρόληψη της διαφυγής αιτούντων.

3.   Κατόπιν αιτήματος του αιτούντος, τα κράτη μέλη δύνανται να χορηγήσουν στον αιτούντα άδεια προσωρινής διαμονής εκτός του συγκεκριμένου τόπου που ορίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 1. Οι αποφάσεις σχετικά με την εν λόγω άδεια λαμβάνονται με αντικειμενικό και αμερόληπτο τρόπο, με βάση τα χαρακτηριστικά της ατομικής περίπτωσης, πρέπει δε να αιτιολογείται η μη χορήγηση της εν λόγω άδειας.

Ο αιτών δεν χρειάζεται να ζητεί άδεια προκειμένου να παρουσιαστεί στις αρχές ή να εμφανιστεί ενώπιον δικαστηρίου εάν η παρουσία του εν λόγω αιτούντα είναι αναγκαία. Ο αιτών ενημερώνει τις αρμόδιες αρχές για παρόμοιες υποχρεώσεις.

4.   Οι αποφάσεις που λαμβάνονται σύμφωνα με τις παραγράφους 1και 2 είναι αναλογικές και λαμβάνουν υπόψη τις σχετικές πτυχές της ατομικής κατάστασης του αιτούντος, συμπεριλαμβανομένων των ειδικών αναγκών υποδοχής του εν λόγω αιτούντος.

5.   Τα κράτη μέλη αναφέρουν τους πραγματικούς και, κατά περίπτωση, τους νομικούς λόγους για κάθε απόφαση που λαμβάνεται σύμφωνα με τις παραγράφους 1 και 2 του παρόντος άρθρου στην εν λόγω απόφαση. Οι αιτούντες ενημερώνονται εγγράφως για την έκδοση της εν λόγω απόφασης, καθώς και για τις διαδικασίες προσβολής της απόφασης σύμφωνα με το άρθρο 29 και για τις συνέπειες μη τήρησης των υποχρεώσεων που επιβάλλει η απόφαση. Τα κράτη μέλη παρέχουν στους αιτούντες τις πληροφορίες αυτές σε γλώσσα που κατανοούν ή ευλόγως υποτίθεται ότι κατανοούν και σε συνοπτική, διαφανή, κατανοητή και εύκολα προσβάσιμη μορφή, χρησιμοποιώντας σαφή και απλή γλώσσα. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αποφάσεις που λαμβάνονται σύμφωνα με το παρόν άρθρο επανεξετάζονται αυτεπαγγέλτως από δικαστική αρχή όταν οι εν λόγω αποφάσεις έχουν εφαρμοστεί για διάστημα μεγαλύτερο των δύο μηνών, ή ότι οι αποφάσεις αυτές μπορούν να προσβληθούν κατόπιν αιτήματος του ενδιαφερόμενου αιτούντος σύμφωνα με το άρθρο 29.

Άρθρο 10

Κράτηση

1.   Τα κράτη μέλη δεν υποβάλλουν σε κράτηση ένα πρόσωπο απλώς και μόνο επειδή το εν λόγω πρόσωπο είναι αιτών ή βασιζόμενα στην ιθαγένεια του εν λόγω αιτούντος. Η κράτηση βασίζεται αποκλειστικά σε έναν ή περισσότερους από τους λόγους κράτησης που ορίζονται στην παράγραφο 4. Η κράτηση δεν έχει τιμωρητικό χαρακτήρα.

2.   Όταν είναι αναγκαίο, και κατόπιν ατομικής αξιολόγησης κάθε περίπτωσης, τα κράτη μέλη μπορούν να θέσουν έναν αιτούντα υπό κράτηση, εάν δεν είναι δυνατό να εφαρμοστούν αποτελεσματικά άλλα λιγότερο περιοριστικά εναλλακτικά μέτρα.

3.   Κατά την κράτηση αιτούντος, τα κράτη μέλη λαμβάνουν υπόψη τυχόν ορατές ενδείξεις, δηλώσεις ή συμπεριφορές που υποδηλώνουν ότι ο αιτών έχει ειδικές ανάγκες υποδοχής. Όταν η αξιολόγηση που προβλέπεται στο άρθρο 25 δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμα, θα πρέπει να ολοκληρώνεται χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση και τα αποτελέσματά της να λαμβάνονται υπόψη όταν αποφασίζεται αν θα συνεχιστεί η κράτηση ή αν πρέπει να προσαρμοστούν οι συνθήκες κράτησης.

4.   Ο αιτών μπορεί να τεθεί υπό κράτηση μόνο για έναν ή περισσότερους από τους ακόλουθους λόγους:

α)

για να διαπιστωθεί ή να επαληθευτεί η ταυτότητα ή η ιθαγένειά του·

β)

για να προσδιοριστούν τα στοιχεία στα οποία βασίζεται η αίτηση παροχής διεθνούς προστασίας, η απόκτηση των οποίων θα ήταν σε άλλη περίπτωση αδύνατη, ιδίως όταν υπάρχει κίνδυνος διαφυγής·

γ)

για να εξασφαλιστεί η συμμόρφωση με τις νομικές υποχρεώσεις που επιβλήθηκαν στον αιτούντα με ατομική απόφαση που λαμβάνεται σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 1, στις περιπτώσεις όπου ο αιτών δεν έχει συμμορφωθεί με τις εν λόγω υποχρεώσεις και εξακολουθεί να υπάρχει κίνδυνος διαφυγής·

δ)

για να αποφασιστεί, στο πλαίσιο της διαδικασίας στα σύνορα σύμφωνα με το άρθρο 43 του κανονισμού (ΕΕ) 2024/1348, το δικαίωμα του αιτούντος για είσοδο στο έδαφος·

ε)

όταν ο αιτών κρατείται στο πλαίσιο της διαδικασίας επιστροφής δυνάμει της οδηγίας 2008/115/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (14), προκειμένου να προετοιμάζεται η επιστροφή ή να διεξάγεται η διαδικασία απομάκρυνσης, και το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος είναι σε θέση να τεκμηριώνει βάσει αντικειμενικών κριτηρίων, συμπεριλαμβανομένου του γεγονότος ότι ο αιτών είχε ήδη την ευκαιρία πρόσβασης στη διαδικασία χορήγησης διεθνούς προστασίας, ότι υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να θεωρείται ότι ο αιτών υποβάλει αίτηση παροχής διεθνούς προστασίας, προκειμένου να καθυστερήσει απλώς ή να εμποδίσει την εκτέλεση απόφασης επιστροφής·

στ)

όταν απαιτείται για την προστασία της εθνικής ασφάλειας ή της δημόσιας τάξης·

ζ)

σύμφωνα με το άρθρο 44 του κανονισμού (ΕΕ) 2024/1351.

Οι λόγοι κράτησης που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο προβλέπονται στο εθνικό δίκαιο.

5.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε στο εθνικό δίκαιο να προβλέπονται κανόνες που αφορούν εναλλακτικές της κράτησης λύσεις, όπως η τακτική εμφάνιση ενώπιον των αρχών, η κατάθεση χρηματικής εγγύησης ή η υποχρέωση διαμονής σε συγκεκριμένο τόπο.

Άρθρο 11

Εγγυήσεις για κρατούμενους αιτούντες

1.   Η κράτηση αιτούντος έχει τη μικρότερη δυνατή διάρκεια και εφαρμόζεται μόνο για όσο διάστημα ισχύουν οι λόγοι που καθορίζονται στο άρθρο 10 παράγραφος 4.

Οι διοικητικές διαδικασίες που συνδέονται με τους λόγους κράτησης που καθορίζονται στο άρθρο 10 παράγραφος 4 εκτελούνται χωρίς περιττές καθυστερήσεις. Καθυστερήσεις των διοικητικών διαδικασιών που δεν μπορούν να αποδοθούν στο αιτούντα δεν δικαιολογούν συνέχιση της κράτησης.

2.   Η κράτηση αιτούντων διατάσσεται εγγράφως από τις δικαστικές ή διοικητικές αρχές. Στη διαταγή κράτησης αναφέρονται οι πραγματικοί και νομικοί λόγοι στους οποίους αυτή βασίζεται, καθώς και οι λόγοι για τους οποίους δεν είναι δυνατή η αποτελεσματική εφαρμογή λιγότερο περιοριστικών εναλλακτικών μέτρων.

3.   Όταν η κράτηση διατάσσεται από διοικητικές αρχές, τα κράτη μέλη προβλέπουν την ταχεία δικαστική επανεξέταση της νομιμότητας της κράτησης αυτεπαγγέλτως ή κατόπιν αιτήσεως του αιτούντος ή και τα δύο. Όταν διεξάγεται αυτεπαγγέλτως, η επανεξέταση αυτή ολοκληρώνεται το συντομότερο δυνατό, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων κάθε περίπτωσης, και το αργότερο εντός 15 ημερών, ή σε εξαιρετικές περιπτώσεις, το αργότερο εντός 21 ημερών από την έναρξη της κράτησης. Όταν διεξάγεται κατόπιν αιτήματος του αιτούντος, η επανεξέταση αυτή ολοκληρώνεται το συντομότερο δυνατό, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων κάθε περίπτωσης, και το αργότερο εντός 15 ημερών, ή σε εξαιρετικές περιπτώσεις, το αργότερο εντός 21 ημερών από την έναρξη της σχετικής διαδικασίας.

Εάν η δικαστική επανεξέταση που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο, όταν διεξάγεται αυτεπαγγέλτως, δεν έχει ολοκληρωθεί εντός 21 ημερών από την έναρξη της κράτησης ή, όταν διεξάγεται κατόπιν αιτήματος του αιτούντος, δεν έχει ολοκληρωθεί εντός 21 ημερών από την έναρξη της σχετικής διαδικασίας, τότε ο ενδιαφερόμενος αιτών αφήνεται αμέσως ελεύθερος.

4.   Οι κρατούμενοι αιτούντες ενημερώνονται αμέσως εγγράφως, σε γλώσσα που κατανοούν ή ευλόγως υποτίθεται ότι κατανοούν, για τους λόγους κράτησης και τις διαδικασίες που προβλέπει το εθνικό δίκαιο για την προσβολή της εντολής κράτησης, καθώς και για τη δυνατότητα να ζητούν δωρεάν νομική συνδρομή και εκπροσώπηση.

5.   Η κράτηση επανεξετάζεται από δικαστική αρχή σε εύλογα χρονικά διαστήματα, αυτεπαγγέλτως ή μετά από αίτηση του ενδιαφερόμενου αιτούντος, ιδίως όταν είναι παρατεταμένης διάρκειας, όταν υπάρξουν σχετικές περιστάσεις ή όταν προκύψουν νέα στοιχεία τα οποία ενδέχεται να επηρεάζουν τη νομιμότητα της κράτησης.

Με την επιφύλαξη του πρώτου εδαφίου, η κράτηση ασυνόδευτων ανηλίκων επανεξετάζεται αυτεπαγγέλτως σε τακτά χρονικά διαστήματα.

Όταν, ως αποτέλεσμα της δικαστικής επανεξέτασης, η κράτηση θεωρείται παράνομη, ο ενδιαφερόμενος αιτών αφήνεται αμέσως ελεύθερος.

6.   Σε περίπτωση δικαστικής επανεξέτασης της διαταγής κράτησης που προβλέπεται στις παραγράφους 3 και 5 του παρόντος άρθρου, τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι αιτούντες να έχουν πρόσβαση σε δωρεάν νομική συνδρομή και εκπροσώπηση βάσει των όρων που ορίζονται στο άρθρο 29.

Άρθρο 12

Συνθήκες κράτησης

1.   Η κράτηση αιτούντων γίνεται, κατά κανόνα, σε ειδικές εγκαταστάσεις κράτησης. Οσάκις κράτος μέλος δεν μπορεί να εξασφαλίσει διαμονή σε ειδική εγκατάσταση κράτησης και είναι υποχρεωμένο να χρησιμοποιεί σωφρονιστικό κατάστημα, ο υπό κράτηση αιτών κρατείται χωριστά από τους κρατουμένους του κοινού δικαίου και ισχύουν οι συνθήκες κράτησης που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία.

Στο μέτρο του δυνατού, οι αιτούντες που τελούν υπό κράτηση κρατούνται χωριστά από άλλους τρίτων χωρών οι οποίοι δεν έχουν καταθέσει αίτηση διεθνούς προστασίας.

Όπου δεν είναι δυνατόν αιτούντες να κρατούνται χωριστά από άλλους υπηκόους τρίτων χωρών, το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος εξασφαλίζει ότι εφαρμόζονται οι συνθήκες κράτησης που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία.

2.   Οι αιτούντες που τελούν υπό κράτηση έχουν πρόσβαση σε υπαίθριους χώρους.

3.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε τα πρόσωπα που εκπροσωπούν τον ύπατο αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες (ΥΑΗΕΠ) να έχουν τη δυνατότητα να επικοινωνούν και να επισκέπτονται τους αιτούντες σε συνθήκες που σέβονται την ιδιωτική ζωή. Τούτη η δυνατότητα ισχύει και για οργανώσεις που δραστηριοποιούνται στο έδαφος του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους για λογαριασμό της ΥΑΗΕΠ, βάσει συμφωνίας με το εν λόγω κράτος μέλος.

4.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε μέλη της οικογένειας, νομικοί σύμβουλοι ή συνήγοροι και πρόσωπα που εκπροσωπούν συναφείς μη κυβερνητικές οργανώσεις που αναγνωρίζονται από το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος να έχουν τη δυνατότητα να επικοινωνούν και να επισκέπτονται τους αιτούντες σε συνθήκες που σέβονται την ιδιωτικότητα. Περιορισμοί στην πρόσβαση στην εγκατάσταση κράτησης μπορεί να επιβληθούν μόνον όταν, δυνάμει του εθνικού δικαίου, είναι αντικειμενικά απαραίτητοι για λόγους ασφάλειας, δημόσιας τάξης, ή διοικητικής διαχείρισης της εγκατάστασης κράτησης, εφόσον η εν λόγω πρόσβαση δεν περιορίζεται υπερβολικά ούτε καθίσταται αδύνατη.

5.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι αιτούντες που τελούν υπό κράτηση να λαμβάνουν συστηματικά πληροφορίες στις οποίες επεξηγούνται οι κανόνες που εφαρμόζονται στην εγκατάσταση και ορίζονται τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των εν λόγω αιτούντων σε γλώσσα την οποία κατανοούν ή ευλόγως υποτίθεται ότι κατανοούν. Σε περίπτωση κράτησης αιτούντος σε συνοριακό φυλάκιο ή σε ζώνη διέλευσης, τα κράτη μέλη μπορούν να παρεκκλίνουν από την υποχρέωση αυτή σε δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις και για εύλογο χρονικό διάστημα το οποίο είναι όσο το δυνατόν συντομότερο. Η παρέκκλιση αυτή δεν ισχύει σε περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 43 του κανονισμού (ΕΕ) 2024/1348.

Άρθρο 13

Κράτηση αιτούντων με ειδικές ανάγκες υποδοχής

1.   Η υγεία, συμπεριλαμβανομένης της ψυχικής υγείας, των αιτούντων υπό κράτηση που έχουν ειδικές ανάγκες υποδοχής αποτελεί πρωταρχικό μέλημα των εθνικών αρχών.

Όταν η κράτηση αιτούντων με ειδικές ανάγκες υποδοχής θα έθετε σε σοβαρό κίνδυνο τη σωματική και ψυχική τους υγεία, οι εν λόγω αιτούντες δεν κρατούνται.

Σε περίπτωση κράτησης αιτούντων με ειδικές ανάγκες υποδοχής, τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν την τακτική παρακολούθηση των αιτούντων και την παροχή έγκαιρης και επαρκούς υποστήριξης στους εν λόγω αιτούντες, λαμβάνοντας υπόψη την ιδιαίτερη κατάστασή τους, συμπεριλαμβανομένης της σωματικής και πνευματικής υγείας τους.

2.   Κατά κανόνα, οι ανήλικοι δεν τίθενται υπό κράτηση. Τοποθετούνται σε κατάλληλο κατάλυμα σύμφωνα με τα άρθρα 26 και 27.

Κατάλληλες εναλλακτικές αντί της κράτησης λύσεις χρησιμοποιούνται, κατά κανόνα, για οικογένειες με ανηλίκους σύμφωνα με την αρχή της οικογενειακής ενότητας. Οι εν λόγω οικογένειες τοποθετούνται σε κατάλληλο κατάλυμα.

Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, ως μέτρο έσχατης ανάγκης και εφόσον αποδειχθεί ότι δεν μπορούν να εφαρμοσθούν αποτελεσματικά άλλα εναλλακτικά, λιγότερο περιοριστικά μέτρα, και αφού αξιολογηθεί ότι η κράτηση είναι προς το βέλτιστο συμφέρον τους σύμφωνα με το άρθρο 26, οι ανήλικοι μπορούν να τεθούν υπό κράτηση:

α)

σε περίπτωση συνοδευόμενων ανηλίκων, όταν ο γονέας ή ο κύριος φροντιστής του ανηλίκου τελεί υπό κράτηση· ή

β)

σε περίπτωση ασυνόδευτων ανηλίκων, όταν η κράτηση διασφαλίζει τον ανήλικο.

Η εν λόγω κράτηση είναι όσο το δυνατόν συντομότερη. Οι ανήλικοι δεν κρατούνται ποτέ σε σωφρονιστικό κατάστημα κράτησης ή σε άλλη εγκατάσταση που χρησιμοποιείται για σκοπούς επιβολής του νόμου. Καταβάλλεται κάθε δυνατή προσπάθεια για την απελευθέρωση των ανηλίκων από την κράτηση και για την τοποθέτησή τους σε κατάλληλα για ανηλίκους καταλύματα.

Το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού, όπως αναφέρεται στο άρθρο 26, αποτελεί πρωταρχικό μέλημα για τα κράτη μέλη.

Σε περίπτωση κράτησης ανηλίκων, τα πρόσωπα αυτά έχουν δικαίωμα εκπαίδευσης σύμφωνα με το άρθρο 16, εκτός εάν η παροχή εκπαίδευσης έχει περιορισμένη αξία γι’ αυτούς λόγω της πολύ σύντομης περιόδου κράτησής τους. Οι εν λόγω ανήλικοι έχουν επίσης τη δυνατότητα να ασχολούνται με δραστηριότητες ελεύθερου χρόνου, συμπεριλαμβανομένων των παιχνιδιών και των ψυχαγωγικών δραστηριοτήτων που αρμόζουν στην ηλικία τους.

3.   Όταν κρατούνται ασυνόδευτοι ανήλικοι, στεγάζονται σε εγκαταστάσεις προσαρμοσμένες στη στέγαση ασυνόδευτων ανηλίκων. Οι εν λόγω εγκαταστάσεις στελεχώνονται με προσωπικό που διαθέτει τα προσόντα για τη διασφάλιση των δικαιωμάτων των ασυνόδευτων ανηλίκων και την κάλυψη των αναγκών τους.

Σε περίπτωση κράτησης ασυνόδευτων ανηλίκων, τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε αυτοί να στεγάζονται χωριστά από τους ενηλίκους.

4.   Στις οικογένειες υπό κράτηση παρέχεται χωριστό κατάλυμα το οποίο εξασφαλίζει επαρκή σεβασμό της ιδιωτικής ζωής.

Οι υπό κράτηση οικογένειες με ανηλίκους πρέπει να στεγάζονται σε εγκαταστάσεις κράτησης προσαρμοσμένες στις ανάγκες των ανηλίκων.

5.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι κρατούμενοι άνδρες και γυναίκες αιτούντες να στεγάζονται χωριστά, εκτός εάν οι εν λόγω κρατούμενοι αιτούντες είναι μέλη της οικογένειας και όλα τα ενδιαφερόμενα άτομα συναινέσουν να στεγαστούν μαζί.

Εξαιρέσεις στο πρώτο εδάφιο μπορούν επίσης να ισχύσουν όσον αφορά τη χρήση κοινόχρηστων χώρων που έχουν σχεδιαστεί για ψυχαγωγικές ή κοινωνικές δραστηριότητες, συμπεριλαμβανομένης της παροχής γευμάτων.

6.   Όταν ο αιτών κρατείται σε συνοριακό φυλάκιο ή σε ζώνη διέλευσης, με εξαίρεση τις περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 43 του κανονισμού (ΕΕ) 2024/1348, τα κράτη μέλη μπορούν να παρεκκλίνουν από την παράγραφο 3 πρώτο εδάφιο, την παράγραφο 4 και την παράγραφο 5 πρώτο εδάφιο σε δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις και για εύλογο χρονικό διάστημα, το οποίο είναι όσο το δυνατόν συντομότερο. Τα κράτη μέλη διαθέτουν επαρκείς εγκαταστάσεις και πόρους ώστε να διασφαλίζουν ότι οι παρεκκλίσεις που προβλέπονται στην παρούσα παράγραφο εφαρμόζονται μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις. Κατά την εφαρμογή των εν λόγω παρεκκλίσεων, τα κράτη μέλη ενημερώνουν σχετικά την Επιτροπή και τον Οργανισμό για το Άσυλο.

Άρθρο 14

Οικογένειες

Όταν ένα κράτος μέλος παρέχει στέγαση στους αιτούντες, λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα για τη διατήρηση, στο μέτρο του δυνατού, της οικογενειακής ενότητας των αιτούντων που βρίσκονται στο έδαφός του. Τα μέτρα αυτά εφαρμόζονται με τη συγκατάθεση του αιτούντος.

Άρθρο 15

Ιατρικές εξετάσεις

Τα κράτη μέλη δύνανται να απαιτούν την υποβολή των αιτούντων σε ιατρικές εξετάσεις για λόγους δημόσιας υγείας.

Άρθρο 16

Σχολική φοίτηση και εκπαίδευση των ανηλίκων

1.   Τα κράτη μέλη παρέχουν στα ανήλικα τέκνα των αιτούντων και στους ανηλίκους αιτούντες την ίδια πρόσβαση στην εκπαίδευση με τους δικούς τους υπηκόους και υπό παρόμοιες συνθήκες, για όσο διάστημα δεν είναι πράγματι εκτελεστό μέτρο απομάκρυνσης κατά των εν λόγω ανηλίκων ή των γονέων τους.

Λαμβάνονται υπόψη οι ειδικές ανάγκες των ανηλίκων, ιδίως όσον αφορά τον σεβασμό του δικαιώματος του παιδιού στην εκπαίδευση και την πρόσβαση στην ιατρική περίθαλψη. Η εκπαίδευση των ανηλίκων ενσωματώνεται, κατά κανόνα, στην εκπαίδευση των υπηκόων των κρατών μελών και είναι της ίδιας ποιότητας. Τα κράτη μέλη καταβάλλουν κάθε προσπάθεια ώστε να διασφαλισθεί η συνέχεια της εκπαίδευσης των ανηλίκων για όσο διάστημα δεν είναι πράγματι εκτελεστό μέτρο απομάκρυνσης κατά αυτών ή των γονέων τους.

Τα κράτη μέλη δεν ανακαλούν το δικαίωμα στην παρακολούθηση δευτεροβάθμιων σπουδών αποκλειστικά και μόνο λόγω ενηλικιώσεως του ανηλίκου.

2.   Τα κράτη μέλη παρέχουν στους ανήλικους που αναφέρονται στην παράγραφο 1 πρόσβαση σε εκπαιδευτικό σύστημα το συντομότερο δυνατόν και δεν αναβάλλουν τη χορήγηση της εν λόγω πρόσβασης για διάστημα μεγαλύτερο των δύο μηνών από την ημερομηνία κατάθεσης της αίτησης παροχής διεθνούς προστασίας, λαμβανομένων υπόψη των σχολικών διακοπών. Τα κράτη μέλη παρέχουν εκπαίδευση στο πλαίσιο του γενικού εκπαιδευτικού συστήματος. Ωστόσο, ως προσωρινό μέτρο για μέγιστη περίοδο ενός μηνός, τα κράτη μέλη μπορούν να παρέχουν την εν λόγω εκπαίδευση εκτός του γενικού εκπαιδευτικού συστήματος.

Προπαρασκευαστικά μαθήματα, συμπεριλαμβανομένων γλωσσικών μαθημάτων, παρέχονται στους ανηλίκους, εφόσον κρίνεται αναγκαίο, για τη διευκόλυνση της πρόσβασης και συμμετοχής τους στο γενικό εκπαιδευτικό σύστημα.

3.   Όταν η πρόσβαση στο γενικό εκπαιδευτικό σύστημα είναι αδύνατη λόγω της ειδικής κατάστασης του ανηλίκου, το οικείο κράτος μέλος προσφέρει άλλες εκπαιδευτικές ρυθμίσεις σύμφωνα με το εθνικό του δίκαιο και τις εθνικές πρακτικές.

Άρθρο 17

Απασχόληση

1.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν στους αιτούντες πρόσβαση στην αγορά εργασίας το αργότερο έξι μήνες από την ημερομηνία καταχώρισης της αίτησης παροχής διεθνούς προστασίας, εφόσον δεν έχει ληφθεί διοικητική απόφαση από την αρμόδια αρχή και η καθυστέρηση δεν μπορεί να αποδοθεί στον αιτούντα.

Όταν το κράτος μέλος έχει επιταχύνει την εξέταση επί της ουσίας μιας αίτησης παροχής διεθνούς προστασίας σύμφωνα με το άρθρο 42 παράγραφος 1 στοιχεία α) έως στ) του κανονισμού (ΕΕ) 2024/1348, δεν παρέχεται πρόσβαση στην αγορά εργασίας ή, εάν έχει ήδη παρασχεθεί, ανακαλείται.

2.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν στους αιτούντες, οι οποίοι έχουν πρόσβαση στην αγορά εργασίας, σύμφωνα με την παράγραφο 1, ουσιαστική πρόσβαση στην αγορά εργασίας σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο.

Για λόγους σχετικούς με την πολιτική για την αγορά εργασίας, μεταξύ άλλων όσον αφορά τα επίπεδα ανεργίας των νέων, τα κράτη μέλη δύνανται να εξακριβώνουν κατά πόσον μία συγκεκριμένη κενή θέση την οποία ένας εργοδότης σκέπτεται να καλύψει με αιτούντα που έχει πρόσβαση στην αγορά εργασίας σύμφωνα με την παράγραφο 1, θα μπορούσε να καλυφθεί από υπηκόους του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους, από άλλους πολίτες της Ένωσης, ή από υπηκόους τρίτων χωρών ή ανιθαγενείς που διαμένουν νόμιμα στο εν λόγω κράτος μέλος. Εάν το κράτος μέλος διαπιστώσει ότι η συγκεκριμένη κενή θέση θα μπορούσε να καλυφθεί από τα πρόσωπα αυτά, το κράτος μέλος ή ο εργοδότης μπορούν να αρνηθούν την απασχόληση του αιτούντος στην εν λόγω θέση.

3.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι αιτούντες που έχουν πρόσβαση στην αγορά εργασίας σύμφωνα με την παράγραφο 1 απολαμβάνουν ίση μεταχείριση με τους δικούς τους υπηκόους όσον αφορά:

α)

τους όρους απασχόλησης, την ελάχιστη ηλικία εργασίας και τις συνθήκες εργασίας, συμπεριλαμβανομένων της αμοιβής και της απόλυσης, των ωρών εργασίας, της άδειας και των διακοπών, καθώς και τις απαιτήσεις υγείας και ασφάλειας στον χώρο εργασίας·

β)

την ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι, της προσχώρησης και συμμετοχής σε οργάνωση εργαζομένων ή εργοδοτών ή σε οποιαδήποτε οργάνωση τα μέλη της οποίας ασκούν συγκεκριμένο επάγγελμα, συμπεριλαμβανομένων των πλεονεκτημάτων που παρέχονται από τις οργανώσεις αυτές, με την επιφύλαξη των εθνικών διατάξεων για τη δημόσια τάξη και τη δημόσια ασφάλεια·

γ)

την εκπαίδευση και επαγγελματική κατάρτιση, συμπεριλαμβανομένων των μαθημάτων κατάρτισης για τη βελτίωση των δεξιοτήτων, της πρακτικής εμπειρίας στον χώρο εργασίας και των υπηρεσιών επαγγελματικού προσανατολισμού·

δ)

την αναγνώριση των διπλωμάτων, πιστοποιητικών και λοιπών αποδεικτικών επίσημων τίτλων στο πλαίσιο των υφιστάμενων διαδικασιών αναγνώρισης αλλοδαπών τίτλων σπουδών· και

ε)

την πρόσβαση σε κατάλληλα συστήματα για την αξιολόγηση, επικύρωση και αναγνώριση των αποτελεσμάτων της προηγούμενης μάθησης και της πείρας των αιτούντων.

4.   Τα κράτη μέλη μπορούν να περιορίζουν την ίση μεταχείριση των αιτούντων που έχουν πρόσβαση στην αγορά εργασίας σύμφωνα με την παράγραφο 1:

α)

όσον αφορά την παράγραφο 3 στοιχείο β), εξαιρώντας τους από τη συμμετοχή στη διοίκηση φορέων δημόσιου δικαίου και από την άσκηση λειτουργήματος δημόσιου δικαίου·

β)

όσον αφορά την παράγραφο 3 στοιχείο γ), αποκλείοντας:

i)

επιδοτήσεις και δάνεια σχετικά με την εκπαίδευση και την επαγγελματική κατάρτιση και την καταβολή διδάκτρων σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο όσον αφορά την πρόσβαση στην πανεπιστημιακή ή μεταδευτεροβάθμια εκπαίδευση· και

ii)

την εκπαίδευση και την επαγγελματική κατάρτιση που δεν παρέχονται στο πλαίσιο υφιστάμενης σύμβασης εργασίας, ακόμη και όταν παρέχονται για σκοπούς προώθησης της απασχόλησης·

γ)

όσον αφορά την παράγραφο 3 στοιχείο δ) ή ε), μη εξασφαλίζοντας ίση μεταχείριση για τουλάχιστον τρεις μήνες από την ημερομηνία καταχώρισης της αίτησης παροχής διεθνούς προστασίας.

5.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι αιτούντες που απασχολούνται ή, λόγω προηγούμενης απασχόλησης, δικαιούνται παροχές κοινωνικής ασφάλισης, απολαύουν ίσης μεταχείρισης με τους υπηκόους τους όσον αφορά τους κλάδους κοινωνικής ασφάλισης που αναφέρονται στο άρθρο 3 παράγραφοι 1 και 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004.

6.   Με την επιφύλαξη του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1231/2010, τα κράτη μέλη μπορούν να περιορίζουν την ίση μεταχείριση δυνάμει της παραγράφου 5 του παρόντος άρθρου αποκλείοντας παροχές κοινωνικής ασφάλισης που δεν εξαρτώνται από περιόδους απασχόλησης ή εισφορών.

7.   Το δικαίωμα ίσης μεταχείρισης σύμφωνα με το παρόν άρθρο δεν συνεπάγεται δικαίωμα διαμονής στις περιπτώσεις στις οποίες απόφαση που εκδόθηκε σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) 2024/1348 έχει ως αποτέλεσμα την παύση ισχύος του δικαιώματος παραμονής του αιτούντος.

8.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 3 στοιχείο δ) του παρόντος άρθρου, και με την επιφύλαξη του άρθρου 2 παράγραφος 2 και του άρθρου 3 παράγραφος 3 της οδηγίας 2005/36/ΕΚ, τα κράτη μέλη διευκολύνουν, στο μέτρο του δυνατού, την πλήρη πρόσβαση στις υφιστάμενες διαδικασίες για την αναγνώριση τίτλων σπουδών αλλοδαπής για τους αιτούντες που δεν μπορούν να τεκμηριώσουν τα προσόντα τους.

9.   Η πρόσβαση στην αγορά εργασίας δεν ανακαλείται κατά τη διάρκεια της διαδικασίας προσφυγής, εφόσον ο αιτών έχει δικαίωμα να παραμείνει στο έδαφος του κράτους μέλους κατά τη διάρκεια της εν λόγω διαδικασίας και έως ότου κοινοποιηθεί απορριπτική απόφαση επί της προσφυγής.

Άρθρο 18

Μαθήματα γλωσσών και επαγγελματική κατάρτιση

Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι αιτούντες να έχουν πρόσβαση σε μαθήματα γλώσσας, μαθήματα αγωγής του πολίτη ή μαθήματα επαγγελματικής κατάρτισης που τα εν λόγω κράτη μέλη θεωρούν κατάλληλα προκειμένου να συμβάλουν στην ενίσχυση της ικανότητας των αιτούντων να ενεργούν αυτόνομα, να αλληλεπιδρούν με τις αρμόδιες αρχές ή να βρίσκουν απασχόληση, ή, ανάλογα με το εθνικό σύστημα, τα κράτη μέλη διευκολύνουν την πρόσβαση στα μαθήματα αυτά, ανεξάρτητα από το αν οι αιτούντες έχουν πρόσβαση στην αγορά εργασίας σύμφωνα με το άρθρο 17.

Όταν οι αιτούντες διαθέτουν επαρκή μέσα, τα κράτη μέλη μπορούν να τους ζητούν να καλύπτουν ή να συνεισφέρουν στο κόστος των μαθημάτων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο.

Άρθρο 19

Γενικοί κανόνες για τις υλικές συνθήκες υποδοχής και την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη

1.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν για την παροχή υλικών συνθηκών υποδοχής στους αιτούντες από τη στιγμή υποβολής της αίτησης παροχής διεθνούς προστασίας σύμφωνα με το άρθρο 26 του κανονισμού (ΕΕ) 2024/1348.

2.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι υλικές συνθήκες υποδοχής και η υγειονομική περίθαλψη που λαμβάνεται σύμφωνα με το άρθρο 22 να εξασφαλίζουν στους αιτούντες επαρκές βιοτικό επίπεδο, το οποίο να διασφαλίζει τη συντήρησή τους, να προστατεύει τη σωματική και ψυχική τους υγεία και να σέβεται τα δικαιώματά τους βάσει του Χάρτη.

Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε το επαρκές βιοτικό επίπεδο που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο να πληρείται στην ειδική περίπτωση των αιτούντων με ειδικές ανάγκες υποδοχής, καθώς και στην περίπτωση των προσώπων που τελούν υπό κράτηση.

3.   Τα κράτη μέλη δύνανται να εξαρτούν την παροχή του συνόλου ή μέρους των υλικών συνθηκών υποδοχής από την προϋπόθεση ότι οι αιτούντες δεν διαθέτουν επαρκείς πόρους που να τους εξασφαλίζουν επαρκές βιοτικό επίπεδο όπως αναφέρεται στην παράγραφο 2.

4.   Με την επιφύλαξη της παραγράφου 2, τα κράτη μέλη δύνανται να απαιτούν από τους αιτούντες να καλύπτουν πλήρως ή εν μέρει το κόστος των υλικών συνθηκών υποδοχής όταν οι εν λόγω αιτούντες διαθέτουν επαρκή μέσα προς τούτο, παραδείγματος χάριν εάν έχουν εργαστεί για εύλογο χρονικό διάστημα.

Με την επιφύλαξη της παραγράφου 2, τα κράτη μέλη δύνανται επίσης να ζητούν από τους αιτούντες να καλύπτουν πλήρως ή εν μέρει το κόστος της λαμβανόμενης ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, όταν οι εν λόγω αιτούντες διαθέτουν επαρκή μέσα προς τούτο, εκτός εάν η ιατροφαρμακευτική περίθαλψη παρέχεται δωρεάν στους υπηκόους των εν λόγω κρατών μελών.

5.   Εάν διαπιστωθεί ότι ο αιτών διέθετε επαρκείς πόρους για την κάλυψη του κόστους των υλικών συνθηκών υποδοχής ή της ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης που έλαβε σύμφωνα με την παράγραφο 4 καθόσον χρόνο παρεχόταν στον αιτούντα επαρκές βιοτικό επίπεδο, τα κράτη μέλη δύνανται να απαιτούν από τον αιτούντα να επιστρέψει το κόστος που σχετίζεται με τις εν λόγω υλικές συνθήκες υποδοχής ή ιατροφαρμακευτική περίθαλψη.

6.   Κατά την αξιολόγηση των πόρων του αιτούντος, όταν ζητείται από τον αιτούντα να καλύπτει πλήρως ή εν μέρει το κόστος των υλικών συνθηκών υποδοχής και της ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης που έλαβε ή όταν απαιτείται η επιστροφή του κόστους σύμφωνα με την παράγραφο 5, τα κράτη μέλη τηρούν την αρχή της αναλογικότητας. Τα κράτη μέλη λαμβάνουν επίσης υπόψη την ατομική κατάσταση του αιτούντος, καθώς και την ανάγκη να σέβονται την αξιοπρέπεια ή την προσωπική ακεραιότητα, συμπεριλαμβανομένων των ειδικών αναγκών υποδοχής του αιτούντος.

7.   Όταν τα κράτη μέλη παρέχουν υλικές συνθήκες υποδοχής υπό μορφή οικονομικού βοηθήματος ή δελτίων, το ποσό τους καθορίζεται σύμφωνα με τα επίπεδα που έχει καθορίσει το οικείο κράτος μέλος είτε νομοθετικά είτε στην πράξη για να εξασφαλίζει επαρκές βιοτικό επίπεδο στους υπηκόους του. Τα κράτη μέλη ενημερώνουν την Επιτροπή και τον Οργανισμό για το Άσυλο σχετικά με τα εν λόγω επίπεδα. Τα κράτη μέλη δύνανται να παρέχουν στους αιτούντες λιγότερο ευνοϊκή μεταχείριση από ό,τι στους υπηκόους τους στις περιπτώσεις αυτές, ειδικότερα όταν οι υλικές συνθήκες υποδοχής παρέχονται εν όλω ή εν μέρει σε είδος ή στην περίπτωση που τα εν λόγω επίπεδα, τα οποία παρέχονται στους υπηκόους τους, αποσκοπούν στο να τους εξασφαλίσουν βιοτικό επίπεδο υψηλότερο από αυτό που απαιτείται για τους αιτούντες δυνάμει της παρούσας οδηγίας.

Άρθρο 20

Ρυθμίσεις για τις υλικές συνθήκες υποδοχής

1.   Όταν τα κράτη μέλη παρέχουν στέγαση σε είδος, μεριμνούν ώστε η εν λόγω στέγαση να παρέχει στον αιτούντα επαρκές βιοτικό επίπεδο σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 2, καθώς και την αναγκαία στήριξη ώστε να λαμβάνονται υπόψη οι ειδικές ανάγκες υποδοχής των αιτούντων. Η παρεχόμενη στέγαση λαμβάνει μία από τις ακόλουθες μορφές ή συνδυασμό αυτών:

α)

χώρο που χρησιμοποιείται προς τον σκοπό της στέγασης των αιτούντων κατά τη διάρκεια της εξέτασης αίτησης παροχής διεθνούς προστασίας που ασκείται στα σύνορα ή σε ζώνες διέλευσης·

β)

κέντρα φιλοξενίας·

γ)

ιδιωτικές κατοικίες, διαμερίσματα, ξενοδοχεία ή άλλοι χώροι προσαρμοσμένοι για τη στέγαση αιτούντων.

2.   Με την επιφύλαξη οποιωνδήποτε ειδικών όρων κράτησης, όπως ορίζεται στα άρθρα 12 και 13, σχετικά με τη στέγαση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχεία α), β) και γ) του παρόντος άρθρου, τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε:

α)

να εξασφαλίζεται στους αιτούντες η προστασία της οικογενειακής τους ζωής·

β)

να έχουν οι αιτούντες δυνατότητα επικοινωνίας με συγγενείς, νομικούς συμβούλους ή συνηγόρους, εκπροσώπους της ΥΑΗΕΠ και άλλες σχετικές εθνικές, διεθνείς και μη κυβερνητικές οργανώσεις και φορείς·

γ)

τα μέλη της οικογένειας, οι συνήγοροι ή νομικοί σύμβουλοι, οι εκπρόσωποι της ΥΑΗΕΠ και οι σχετικές μη κυβερνητικές οργανώσεις τις οποίες έχει αναγνωρίσει το σχετικό κράτος μέλος να έχουν πρόσβαση στην παρεχόμενη στέγαση προκειμένου να παρέχουν συνδρομή στους αιτούντες· περιορισμοί στην πρόσβαση αυτή μπορούν να επιβάλλονται μόνο για λόγους που σχετίζονται με την ασφάλεια των χώρων και των αιτούντων.

3.   Όταν παρέχουν υλικές συνθήκες υποδοχής, τα κράτη μέλη λαμβάνουν υπόψη ιδιαίτερα ζητήματα σχετικά με το φύλο και την ηλικία, καθώς και την κατάσταση αιτούντων με ειδικές ανάγκες υποδοχής.

4.   Όταν παρέχουν στέγαση σύμφωνα με την παράγραφο 1, τα κράτη μέλη λαμβάνουν κατάλληλα μέτρα για να εξασφαλίζουν, στο μέτρο του δυνατού, την αποτροπή βιαιοπραγιών και βίας, συμπεριλαμβανομένης της βίας που διαπράττεται με σεξουαλικό, έμφυλο, ρατσιστικό ή θρησκευτικό κίνητρο.

5.   Όταν γυναίκες αιτούντες τοποθετούνται σε κέντρα φιλοξενίας, τα κράτη μέλη παρέχουν χωριστές εγκαταστάσεις υγιεινής και ασφαλή χώρο στα εν λόγω κέντρα για τις ίδιες και τα ανήλικα παιδιά τους.

6.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν, στο μέτρο του δυνατού, ότι οι εξαρτώμενοι ενήλικοι αιτούντες με ειδικές ανάγκες υποδοχής στεγάζονται μαζί με τους στενούς ενήλικες συγγενείς που βρίσκονται ήδη στο ίδιο κράτος μέλος και που έχουν την ευθύνη αυτών σύμφωνα με τον νόμο ή την πρακτική του οικείου κράτους μέλους.

7.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε η μεταφορά αιτούντων από ένα χώρο στέγασης σε άλλο να πραγματοποιείται μόνον όταν είναι αναγκαία. Τα κράτη μέλη παρέχουν στους αιτούντες τη δυνατότητα να ενημερώνουν τους νομικούς τους συμβούλους ή συνηγόρους για τη μεταφορά και για τη νέα τους διεύθυνση.

8.   Το προσωπικό που παρέχει υλικές συνθήκες υποδοχής, συμπεριλαμβανομένου του προσωπικού που παρέχει ιατροφαρμακευτική περίθαλψη και εκπαίδευση στα κέντρα φιλοξενίας πρέπει να διαθέτει κατάλληλη κατάρτιση και να δεσμεύεται από τους κανόνες εμπιστευτικότητας, όπως προβλέπονται στο εθνικό δίκαιο, σχετικά με τις πληροφορίες τις οποίες γνωρίζει εκ της εργασίας του.

9.   Τα κράτη μέλη δύνανται να επιτρέπουν στους αιτούντες να συμμετέχουν στη διαχείριση των υλικών μέσων και των άυλων παραμέτρων της ζωής στο κέντρο φιλοξενίας, μέσω συμβουλευτικής επιτροπής ή αντιπροσωπευτικού συμβουλευτικού οργάνου των διαμενόντων. Με την επιφύλαξη του άρθρου 17, τα κράτη μέλη μπορούν επίσης να επιτρέπουν στους αιτούντες να εκτελούν εθελοντική εργασία εκτός του κέντρου φιλοξενίας υπό τους όρους του εθνικού δικαίου.

10.   Σε δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις και για εύλογο χρονικό διάστημα το οποίο είναι όσο το δυνατόν συντομότερο, τα κράτη μέλη δύνανται κατ’ εξαίρεση να παρέχουν υλικές συνθήκες υποδοχής διαφορετικές από εκείνες που προβλέπονται στο παρόν άρθρο, όταν:

α)

απαιτείται εκτίμηση των ειδικών αναγκών υποδοχής του αιτούντος, σύμφωνα με το άρθρο 25·

β)

έχουν εξαντληθεί προσωρινά οι συνήθως διαθέσιμες δυνατότητες στέγασης ή, λόγω του δυσανάλογα μεγάλου αριθμού ατόμων που πρέπει να φιλοξενηθούν ή λόγω ανθρωπογενούς ή φυσικής καταστροφής, οι κανονικά διαθέσιμες δυνατότητες στέγασης δεν είναι διαθέσιμες προσωρινά.

Οι διαφορετικές υλικές συνθήκες υποδοχής που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου εξασφαλίζουν, σε όλες τις περιστάσεις, πρόσβαση στην ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, σύμφωνα με το άρθρο 22, και επίπεδο διαβίωσης για όλους τους αιτούντες σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένου του Χάρτη, και τις διεθνείς υποχρεώσεις.

Όταν ένα κράτος μέλος παρέχει διαφορετικές υλικές συνθήκες υποδοχής σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου, το εν λόγω κράτος μέλος ενημερώνει χωρίς καθυστέρηση την Επιτροπή και τον Οργανισμό για το Άσυλο σύμφωνα με το άρθρο 32 παράγραφος 2 σχετικά με την ενεργοποίηση του οικείου σχεδίου έκτακτης ανάγκης. Το εν λόγω κράτος μέλος ενημερώνει επίσης την Επιτροπή και τον Οργανισμό για το Άσυλο μόλις εκλείψουν οι λόγοι για την παροχή των εν λόγω διαφορετικών υλικών συνθηκών.

Άρθρο 21

Συνθήκες υποδοχής σε κράτος μέλος άλλο από εκείνο στο οποίο υποχρεούται να βρίσκεται ο αιτών

Από τη στιγμή που κοινοποιείται στους αιτούντες απόφαση μεταφοράς τους στο υπεύθυνο κράτος μέλος σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) 2024/1351, δεν δικαιούνται τις συνθήκες υποδοχής που ορίζονται στα άρθρα 17 έως 20 της παρούσας οδηγίας σε κράτος μέλος άλλο από εκείνο στο οποίο υποχρεούνται να βρίσκονται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) 2024/1351. Αυτό ισχύει με την επιφύλαξη της ανάγκης εξασφάλισης βιοτικού επιπέδου σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένου του Χάρτη, και τις διεθνείς υποχρεώσεις.

Εκτός εάν εκδοθεί χωριστή απόφαση, η απόφαση μεταφοράς αναφέρει ότι οι σχετικές συνθήκες υποδοχής του αιτούντα έχουν ανακληθεί σύμφωνα με το παρόν άρθρο. Ο αιτών ενημερώνεται για τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του σχετικά με την εν λόγω απόφαση.

Άρθρο 22

Ιατροφαρμακευτική περίθαλψη

1.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι αιτούντες, ανεξάρτητα από τον τόπο στον οποίον υποχρεούνται να βρίσκονται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) 2024/1351, να λαμβάνουν την απαραίτητη ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, είτε αυτή παρέχεται από γενικούς ιατρούς είτε, όπου απαιτείται, από ειδικευμένους επαγγελματίες. Η εν λόγω απαραίτητη ιατροφαρμακευτική περίθαλψη είναι επαρκούς ποιότητας και περιλαμβάνει, τουλάχιστον, τις πρώτες βοήθειες, τη βασική θεραπευτική αντιμετώπιση ασθενειών, συμπεριλαμβανομένων των σοβαρών πνευματικών διαταραχών, και τη σεξουαλική και αναπαραγωγική υγειονομική περίθαλψη που είναι αναγκαία για την αντιμετώπιση σοβαρών σωματικών παθήσεων.

2.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε τα ανήλικα τέκνα των αιτούντων και οι ανήλικοι αιτούντες να λαμβάνουν τον ίδιο τύπο ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης που παρέχεται στους ημεδαπούς ανηλίκους. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι η ειδική μεταχείριση που παρέχεται σύμφωνα με το παρόν άρθρο, και η οποία άρχισε προτού ενηλικιωθεί ο ανήλικος και θεωρείται αναγκαία, λαμβάνεται χωρίς διακοπή ή καθυστέρηση μετά την ενηλικίωση του ανηλίκου.

3.   Όταν απαιτείται για ιατρικούς λόγους, τα κράτη μέλη παρέχουν την απαραίτητη ιατρική ή άλλη συνδρομή, όπως τις απαραίτητες συσκευές αποκατάστασης και βοηθητικές ιατροτεχνολογικές συσκευές, σε αιτούντες με ειδικές ανάγκες υποδοχής, συμπεριλαμβανομένης της κατάλληλης ψυχιατρικής περίθαλψης.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ III

ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΣ Η ΑΝΑΚΛΗΣΗ ΤΩΝ ΥΛΙΚΩΝ ΣΥΝΘΗΚΩΝ ΥΠΟΔΟΧΗΣ

Άρθρο 23

Περιορισμός ή ανάκληση των υλικών συνθηκών υποδοχής

1.   Όσον αφορά αιτούντες που υποχρεούνται να βρίσκονται στην επικράτειά τους σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΕ) 2024/1351, τα κράτη μέλη δύνανται να περιορίζουν ή να ανακαλούν το βοήθημα για τα καθημερινά έξοδα.

Εάν είναι δεόντως αιτιολογημένο και αναλογικό, τα κράτη μέλη δύνανται επίσης:

α)

να περιορίζουν άλλες υλικές συνθήκες υποδοχής, ή

β)

όταν εφαρμόζεται η παράγραφος 2 στοιχείο ε), να ανακαλούν άλλες υλικές συνθήκες υποδοχής.

2.   Τα κράτη μέλη δύνανται να λαμβάνουν απόφαση σύμφωνα με την παράγραφο 1 όταν ο αιτών:

α)

εγκαταλείπει χωρίς άδεια μια γεωγραφική περιοχή εντός της οποίας ο αιτών δύναται να μετακινείται ελεύθερα σύμφωνα με το άρθρο 8 ή το κατάλυμα σε συγκεκριμένο τόπο που ορίζεται από την αρμόδια αρχή σύμφωνα με το άρθρο 9, ή διαφεύγει·

β)

δεν συνεργάζεται με τις αρμόδιες αρχές, ή δεν συμμορφώνεται προς τις διαδικαστικές απαιτήσεις που ορίζονται από τις εν λόγω αρχές·

γ)

έχει υποβάλει μεταγενέστερη αίτηση όπως καθορίζεται στο άρθρο 3 σημείο 19) του κανονισμού (ΕΕ) 2024/1348·

δ)

έχει αποκρύψει τους οικονομικούς του πόρους και έχει, κατά συνέπεια, επωφεληθεί με τρόπο αθέμιτο από τις υλικές συνθήκες υποδοχής·

ε)

έχει παραβιάσει σοβαρά ή επανειλημμένα τους κανόνες του κέντρου φιλοξενίας ή έχει συμπεριφερθεί με βίαιο ή απειλητικό τρόπο στο κέντρο φιλοξενίας· ή

στ)

δεν έχει συμμετάσχει σε υποχρεωτικές ενέργειες ένταξης, όταν αυτές παρέχονται ή διευκολύνονται από το κράτος μέλος, εκτός εάν οι περιστάσεις είναι πέραν του ελέγχου του αιτούντος.

3.   Όταν ένα κράτος μέλος έχει λάβει απόφαση για μία κατάσταση που αναφέρεται στην παράγραφο 2 στοιχείο α), β) ή στ) και πάψουν να υφίστανται οι περιστάσεις στις οποίες βασίστηκε η εν λόγω απόφαση, εξετάζει κατά πόσον είναι δυνατή η επαναφορά ορισμένων ή όλων των υλικών συνθηκών υποδοχής που ανακλήθηκαν ή περιορίστηκαν. Εάν δεν αποκατασταθούν όλες οι υλικές συνθήκες υποδοχής, το κράτος μέλος λαμβάνει δεόντως αιτιολογημένη απόφαση και την κοινοποιεί στον αιτούντα.

4.   Οι αποφάσεις σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου λαμβάνονται με αντικειμενικό και αμερόληπτο τρόπο με βάση τα χαρακτηριστικά της ατομικής υπόθεσης και αιτιολογούνται. Οι αποφάσεις βασίζονται στην ειδική κατάσταση του αιτούντος, ιδίως όσον αφορά τους αιτούντες με ειδικές ανάγκες υποδοχής, λαμβανομένης υπόψη της αρχής της αναλογικότητας. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν την πρόσβαση στην ιατροφαρμακευτική περίθαλψη σύμφωνα με το άρθρο 22 και εξασφαλίζουν επίπεδο διαβίωσης σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένου του Χάρτη, και τις διεθνείς υποχρεώσεις για όλους τους αιτούντες.

5.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι υλικές συνθήκες υποδοχής να μην ανακαλούνται ούτε να περιορίζονται πριν από τη λήψη απόφασης στην περίπτωση που αναφέρεται στην παράγραφο 2.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV

ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΑΙΤΟΥΝΤΕΣ ΜΕ ΕΙΔΙΚΕΣ ΑΝΑΓΚΕΣ ΥΠΟΔΟΧΗΣ

Άρθρο 24

Αιτούντες με ειδικές ανάγκες υποδοχής

Τα κράτη μέλη λαμβάνουν υπόψη την ειδική κατάσταση των αιτούντων με ειδικές ανάγκες υποδοχής.

Τα κράτη μέλη λαμβάνουν υπόψη το γεγονός ότι ορισμένοι αιτούντες, όπως όσοι εμπίπτουν σε οποιαδήποτε από τις ακόλουθες κατηγορίες, είναι πιθανότερο να έχουν ειδικές ανάγκες υποδοχής:

α)

ανήλικοι·

β)

ασυνόδευτοι ανήλικοι·

γ)

άτομα με αναπηρίες·

δ)

ηλικιωμένοι·

ε)

έγκυες·

στ)

γυναίκες και άνδρες ομοφυλόφιλοι, αμφιφυλόφιλοι, διεμφυλικά και διαφυλικά άτομα·

ζ)

μονογονεϊκές οικογένειες με ανήλικα παιδιά·

η)

θύματα εμπορίας ανθρώπων·

θ)

άτομα με σοβαρές ασθένειες·

ι)

άτομα με ψυχικές διαταραχές, συμπεριλαμβανομένης της διαταραχής μετατραυματικής καταπόνησης·

ια)

άτομα που έχουν υποστεί βασανιστήρια, βιασμό ή άλλες σοβαρές μορφές ψυχολογικής, σωματικής ή σεξουαλικής βίας, για παράδειγμα θύματα έμφυλης βίας, ακρωτηριασμού των γυναικείων γεννητικών οργάνων, γάμου παιδιών ή καταναγκαστικού γάμου, ή βίας με σεξουαλικό, έμφυλο, ρατσιστικό ή θρησκευτικό κίνητρο.

Άρθρο 25

Αξιολόγηση των ειδικών αναγκών υποδοχής

1.   Για την αποτελεσματική εφαρμογή του άρθρου 24, τα κράτη μέλη. το συντομότερο δυνατόν από την υποβολή αίτησης παροχής διεθνούς προστασίας, εκτιμούν σε ατομική βάση κατά πόσον ο αιτών έχει ειδικές ανάγκες υποδοχής, χρησιμοποιώντας διερμηνεία, όπου χρειάζεται.

Η εκτίμηση που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου μπορεί να ενσωματώνεται στις ισχύουσες εθνικές διαδικασίες ή στην εκτίμηση που προβλέπεται στο άρθρο 20 του κανονισμού (ΕΕ) 2024/1348.

Η αξιολόγηση που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο ξεκινά με τον προσδιορισμό των ειδικών αναγκών υποδοχής με βάση ορατές ενδείξεις ή τις δηλώσεις ή συμπεριφορές του αιτούντος ή, κατά περίπτωση, τις δηλώσεις των γονέων ή του εκπροσώπου του αιτούντος.

Η αξιολόγηση που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου ολοκληρώνεται εντός 30 ημερών από την υποβολή της αίτησης παροχής διεθνούς προστασίας ή, εάν ενσωματώνεται στη διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 20 του κανονισμού (ΕΕ) 2024/1348, εντός της προθεσμίας που ορίζεται στον εν λόγω κανονισμό, και αντιμετωπίζονται οι ειδικές ανάγκες υποδοχής που προσδιορίζονται με βάση την εν λόγω αξιολόγηση.

Όταν οι ειδικές ανάγκες υποδοχής καταστούν εμφανείς σε μεταγενέστερο στάδιο της διαδικασίας παροχής διεθνούς προστασίας, τα κράτη μέλη αξιολογούν και αντιμετωπίζουν τις εν λόγω ανάγκες.

Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε η υποστήριξη που παρέχεται σε αιτούντες με ειδικές ανάγκες υποδοχής σύμφωνα με την παρούσα οδηγία να λαμβάνει υπόψη τις ειδικές ανάγκες υποδοχής τους καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας παροχής διεθνούς προστασίας και εξασφαλίζουν την κατάλληλη εποπτεία της κατάστασής τους.

2.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε το προσωπικό που αξιολογεί τις ειδικές ανάγκες υποδοχής σύμφωνα με το παρόν άρθρο:

α)

να έχει εκπαιδευτεί και να εξακολουθεί να εκπαιδεύεται για την ανίχνευση ενδείξεων που υποδεικνύουν ότι ο αιτών έχει ειδικές ανάγκες υποδοχής και για την κάλυψη των αναγκών αυτών, όταν εντοπίζονται·

β)

να περιλαμβάνει, στον φάκελο του αιτούντος που τηρούν οι αρμόδιες αρχές, πληροφορίες σχετικά με τη φύση των ειδικών αναγκών υποδοχής του αιτούντος, όπως και περιγραφή των ορατών ενδείξεων ή των δηλώσεων ή συμπεριφορών του αιτούντος όσον αφορά την αξιολόγηση των ειδικών αναγκών υποδοχής του αιτούντος, καθώς και τα μέτρα που έχουν προσδιοριστεί για την αντιμετώπιση των εν λόγω αναγκών και τις αρχές που είναι αρμόδιες για την ικανοποίηση των εν λόγω αναγκών· και

γ)

με την επιφύλαξη προηγούμενης συγκατάθεσης σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, να παραπέμπει τον αιτούντα σε κατάλληλο ιατρό ή σε ψυχολόγο για περαιτέρω εκτίμηση της ψυχολογικής και σωματικής του κατάστασης, εφόσον υπάρχουν ενδείξεις ότι η ψυχική ή σωματική του υγεία θα μπορούσε να επηρεάσει τις ανάγκες υποδοχής του· όπου είναι αναγκαίο, παρέχεται διερμηνεία από επαγγελματίες εκπαιδευμένους στη μετάφραση, ώστε να εξασφαλίζεται ότι ο αιτών είναι σε θέση να επικοινωνεί με το ιατρικό προσωπικό· εάν η έλλειψη τέτοιων καταρτισμένων επαγγελματιών ενδέχεται να καθυστερήσει την αγωγή, διερμηνεία μπορεί να παρέχεται από άλλα ενήλικα άτομα, με τη συγκατάθεση του αιτούντος.

Οι αρμόδιες αρχές λαμβάνουν υπόψη το αποτέλεσμα της εκτίμησης που αναφέρεται στο στοιχείο γ) όταν αποφασίζουν για τον τύπο ειδικής υποστήριξης υποδοχής που ενδέχεται να παρασχεθεί στον αιτούντα.

3.   Η εκτίμηση που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 δεν χρειάζεται να λαμβάνει τη μορφή διοικητικής διαδικασίας.

4.   Μόνον αιτούντες με ειδικές ανάγκες υποδοχής μπορεί να επωφελούνται της ειδικής στήριξης που παρέχεται σύμφωνα με την παρούσα οδηγία.

5.   Η εκτίμηση που προβλέπεται στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 ισχύει με την επιφύλαξη της εκτίμησης των αναγκών διεθνούς προστασίας βάσει του κανονισμού (ΕΕ) 2024/1347.

Άρθρο 26

Ανήλικοι

1.   Το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού αποτελεί το πρωταρχικό μέλημα των κρατών μελών κατά την εφαρμογή των διατάξεων της παρούσας οδηγίας που ενδέχεται να αφορούν ανηλίκους. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν στον ανήλικο επίπεδο διαβίωσης κατάλληλο για τη σωματική, ψυχική, διανοητική, ηθική και κοινωνική ανάπτυξή του.

2.   Κατά την εκτίμηση του βέλτιστου συμφέροντος του παιδιού, τα κράτη μέλη λαμβάνουν δεόντως υπόψη ιδίως τους ακόλουθους παράγοντες:

α)

την δυνατότητα οικογενειακής επανένωσης·

β)

την ποιότητα ζωής και την κοινωνική ανάπτυξη του ανηλίκου, λαμβάνοντας ιδιαίτερα υπόψη το υπόβαθρο του ανηλίκου και την ανάγκη για σταθερότητα και συνέχεια της φροντίδας·

γ)

ζητήματα ασφάλειας και προστασίας, ιδίως εάν υπάρχει κίνδυνος να καταστεί ο ανήλικος θύμα οποιασδήποτε μορφής βίας ή εκμετάλλευσης, συμπεριλαμβανομένης της εμπορίας ανθρώπων·

δ)

τις απόψεις του ανηλίκου ανάλογα με την ηλικία και την ωριμότητά του.

3.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι ανήλικοι να έχουν πρόσβαση σε δραστηριότητες ελεύθερου χρόνου, συμπεριλαμβανομένων των παιχνιδιών και των ψυχαγωγικών δραστηριοτήτων που αρμόζουν στην ηλικία τους, και σε υπαίθριες δραστηριότητες εντός των χώρων και των κέντρων φιλοξενίας που αναφέρονται στο άρθρο 20 παράγραφος 1 στοιχεία α) και β), καθώς και σε εκπαιδευτικό υλικό, όπου χρειάζεται.

4.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν την πρόσβαση σε υπηρεσίες αποκατάστασης σε ανηλίκους που είναι θύματα κάθε μορφής κατάχρησης, αμέλειας, εκμετάλλευσης, βασανιστηρίων ή σκληρής, απάνθρωπης ή ταπεινωτικής μεταχείρισης ή που έχουν υποφέρει από ένοπλες συγκρούσεις, και εξασφαλίζουν ότι τους παρέχεται κατάλληλη φροντίδα της ψυχικής υγείας, καθώς και εξειδικευμένη θεραπεία, εφόσον απαιτείται.

5.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε τα ανήλικα τέκνα των αιτούντων ή οι ανήλικοι αιτούντες να διαμένουν με τους γονείς τους, ή με τον ενήλικο συγγενή που έχει την ευθύνη τους και τα ανήλικα άγαμα αδέλφια τους σύμφωνα με τον νόμο ή με την πρακτική του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους, εφόσον αυτό είναι προς το βέλτιστο συμφέρον των εν λόγω ανηλίκων.

6.   Τα πρόσωπα που εργάζονται με ανηλίκους, συμπεριλαμβανομένων των εκπροσώπων και των προσώπων που είναι κατάλληλα να ενεργούν προσωρινά ως εκπρόσωποι, όπως αναφέρεται στο άρθρο 27, δεν έχουν ιστορικό εγκλημάτων ή αδικημάτων εις βάρος παιδιών, ούτε εγκλημάτων ή αδικημάτων που εγείρουν σοβαρές αμφιβολίες ως προς την ικανότητά τους να αναλάβουν ρόλο ευθύνης έναντι ανηλίκων, λαμβάνουν αρχική και συνεχή κατάλληλη κατάρτιση σχετικά με τα δικαιώματα και τις ανάγκες των ανηλίκων, συμπεριλαμβανομένων όσων αφορούν τυχόν ισχύοντα πρότυπα προστασίας των παιδιών, και δεσμεύονται από τους κανόνες εμπιστευτικότητας που προβλέπονται στο εθνικό δίκαιο σε σχέση με τις πληροφορίες που λαμβάνουν κατά τη διάρκεια της εργασίας τους.

Άρθρο 27

Ασυνόδευτοι ανήλικοι

1.   Όταν υποβάλλεται αίτηση από πρόσωπο που ισχυρίζεται ότι είναι ανήλικος, ή για το οποίο υπάρχουν αντικειμενικοί λόγοι να πιστεύεται ότι το εν λόγω πρόσωπο είναι ανήλικος, τα κράτη μέλη διορίζουν:

α)

κατάλληλο πρόσωπο το οποίο ενεργεί προσωρινά ως εκπρόσωπος δυνάμει της παρούσας οδηγίας έως ότου διορισθεί εκπρόσωπος·

β)

εκπρόσωπο το συντομότερο δυνατόν και το αργότερο εντός 15 εργάσιμων ημερών από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης.

Ο εκπρόσωπος και το πρόσωπο που είναι κατάλληλο να ενεργεί προσωρινά ως εκπρόσωπος συναντώνται με τον ασυνόδευτο ανήλικο και λαμβάνουν υπόψη τις απόψεις του ίδιου του ανηλίκου σχετικά με τις ανάγκες του.

Όταν ένα κράτος μέλος έχει εκτιμήσει ότι ο αιτών που ισχυρίζεται ότι είναι ανήλικος είναι, χωρίς καμία αμφιβολία, άνω των 18 ετών, το εν λόγω κράτος μέλος δεν χρειάζεται να ορίσει εκπρόσωπο ή πρόσωπο κατάλληλο να ενεργεί προσωρινά ως εκπρόσωπος σύμφωνα με το πρώτο ή το δεύτερο εδάφιο αντίστοιχα.

Τα κράτη μέλη περιλαμβάνουν, στα οικεία σχέδια έκτακτης ανάγκης που αναφέρονται στο άρθρο 32, μέτρα που πρέπει να ληφθούν για να εξασφαλιστεί ο ορισμός εκπροσώπων και προσώπων κατάλληλων να ενεργούν προσωρινά ως εκπρόσωποι σύμφωνα με το παρόν άρθρο όταν βρίσκονται αντιμέτωπα με δυσανάλογο αριθμό αιτήσεων που υποβάλλονται από ασυνόδευτους ανηλίκους.

Όταν η εφαρμογή των μέτρων που αναφέρονται στο τέταρτο εδάφιο είναι ανεπαρκής για την αντιμετώπιση δυσανάλογου αριθμού αιτήσεων που υποβάλλονται από ασυνόδευτους ανηλίκους, ή σε άλλες εξαιρετικές περιπτώσεις, ο διορισμός εκπροσώπων μπορεί να καθυστερήσει για δέκα εργάσιμες ημέρες και ο αριθμός των ασυνόδευτων ανηλίκων ανά εκπρόσωπο μπορεί να αυξηθεί σε έως και 50 ασυνόδευτους ανηλίκους κατ’ ανώτατο όριο.

Κατά την εφαρμογή του πέμπτου εδαφίου, τα κράτη μέλη ενημερώνουν σχετικά την Επιτροπή και τον Οργανισμό για το Άσυλο.

Τα καθήκοντα του εκπροσώπου και του προσώπου κατάλληλου να ενεργεί προσωρινά ως εκπρόσωπος παύουν να ισχύουν όταν οι αρμόδιες αρχές, μετά την εκτίμηση της ηλικίας που αναφέρεται στο άρθρο 25 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2024/1348, δεν θεωρούν δεδομένο ότι ο αιτών είναι ανήλικος ή κρίνουν ότι ο αιτών δεν είναι ανήλικος, ή όταν ο αιτών δεν είναι πλέον ασυνόδευτος ανήλικος.

2.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε το πρόσωπο που είναι κατάλληλο να ενεργεί προσωρινά ως εκπρόσωπος να ενημερώνεται αμέσως όταν υποβάλλεται αίτηση παροχής διεθνούς προστασίας από ασυνόδευτο ανήλικο για κάθε σχετικό περιστατικό που αφορά τον εν λόγω ανήλικο. Πρόσωπα των οποίων τα συμφέροντα συγκρούονται ή θα μπορούσαν δυνητικά να έρθουν σε σύγκρουση με εκείνα των ασυνόδευτων ανηλίκων δεν ορίζονται ως πρόσωπα κατάλληλα να ενεργούν προσωρινά ως εκπρόσωποι. Ο ασυνόδευτος ανήλικος ενημερώνεται αμέσως ότι έχει οριστεί πρόσωπο κατάλληλο να ενεργεί προσωρινά ως εκπρόσωπος.

3.   Όταν μια οργάνωση ορίζεται ως εκπρόσωπος ή ως κατάλληλο πρόσωπο να ενεργεί προσωρινά ως εκπρόσωπος, διορίζει φυσικό πρόσωπο για την εκτέλεση των καθηκόντων του εκπροσώπου σε σχέση με τον ασυνόδευτο ανήλικο σύμφωνα με την παρούσα οδηγία.

4.   Ο εκπρόσωπος που προβλέπεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου μπορεί να είναι το ίδιο πρόσωπο με εκείνο που προβλέπεται στο άρθρο 23 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2024/1348.

5.   Οι αρμόδιες αρχές ενημερώνουν αμέσως:

α)

τον ασυνόδευτο ανήλικο ότι έχει διοριστεί εκπρόσωπος για αυτόν, καθώς και για τον τρόπο υποβολής καταγγελίας κατά του εν λόγω εκπροσώπου υπό συνθήκες εμπιστευτικότητας και ασφάλειας με τρόπο κατάλληλο για την ηλικία του και κατά τρόπο που να διασφαλίζει ότι ο ανήλικος κατανοεί τις πληροφορίες αυτές·

β)

την αρχή που είναι αρμόδια για την παροχή των συνθηκών υποδοχής ότι έχει διοριστεί εκπρόσωπος για τον ασυνόδευτο ανήλικο· και

γ)

τον εκπρόσωπο για τα σχετικά πραγματικά περιστατικά που αφορούν τον ασυνόδευτο ανήλικο.

6.   Ο εκπρόσωπος ή το πρόσωπο που είναι κατάλληλο να ενεργεί προσωρινά ως εκπρόσωπος αλλάζει μόνον όταν αυτό είναι αναγκαίο, ιδίως όταν οι αρμόδιες αρχές θεωρούν ότι ο εκπρόσωπος ή το πρόσωπο δεν έχει εκτελέσει επαρκώς τα καθήκοντά του.

Οργανώσεις ή φυσικά πρόσωπα των οποίων τα συμφέροντα συγκρούονται ή θα μπορούσαν δυνητικά να έρθουν σε σύγκρουση με εκείνα των ασυνόδευτων ανηλίκων δεν ορίζονται ως εκπρόσωποι ή πρόσωπα κατάλληλα να ενεργούν προσωρινά ως εκπρόσωποι.

7.   Τα κράτη μέλη επιφορτίζουν το φυσικό πρόσωπο που έχει οριστεί ως εκπρόσωπος ή το πρόσωπο κατάλληλο να ενεργεί προσωρινά ως εκπρόσωπος με αναλογικό και περιορισμένο αριθμό ασυνόδευτων ανηλίκων και, υπό κανονικές συνθήκες, όχι περισσότερους από 30 ασυνόδευτους ανηλίκους ταυτόχρονα, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι το εν λόγω πρόσωπο είναι σε θέση να εκτελεί αποτελεσματικά τα καθήκοντά του.

8.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε να υπάρχουν διοικητικές ή δικαστικές αρχές ή άλλες οντότητες αρμόδιες να εποπτεύουν την ορθή εκτέλεση των καθηκόντων από τους εκπροσώπους και τα πρόσωπα που είναι κατάλληλα να ενεργούν προσωρινά ως εκπρόσωποι, μεταξύ άλλων ελέγχοντας το ποινικό μητρώο των εν λόγω ορισθέντων εκπροσώπων και προσώπων που είναι κατάλληλα να ενεργούν προσωρινά ως εκπρόσωποι σε τακτά χρονικά διαστήματα, προκειμένου να εντοπίζονται δυνητικές ασυμβατότητες με τον ρόλο τους. Οι εν λόγω διοικητικές ή δικαστικές αρχές ή άλλες οντότητες εξετάζουν τις καταγγελίες που υποβάλλονται από ασυνόδευτους ανηλίκους κατά των οικείων ορισθέντων εκπροσώπων ή προσώπων που είναι κατάλληλα να ενεργούν προσωρινά ως εκπρόσωποι.

9.   Οι ασυνόδευτοι ανήλικοι που υποβάλλουν αίτηση παροχής διεθνούς προστασίας, από τη στιγμή που γίνονται δεκτοί στο έδαφος του κράτους μέλους στο οποίο υποβλήθηκε ή εξετάζεται η αίτηση παροχής διεθνούς προστασίας έως τη στιγμή που υποχρεούνται να εγκαταλείψουν το εν λόγω κράτος μέλος, φιλοξενούνται:

α)

μαζί με ενήλικους συγγενείς·

β)

από ανάδοχη οικογένεια·

γ)

σε κέντρα φιλοξενίας με ειδικές ρυθμίσεις για ανηλίκους·

δ)

σε άλλου είδους καταλύματα κατάλληλα για ανηλίκους.

Τα κράτη μέλη δύνανται να τοποθετούν ασυνόδευτους ανηλίκους ηλικίας 16 ετών ή άνω σε κέντρα φιλοξενίας για ενήλικους αιτούντες, εάν αυτό είναι προς το βέλτιστο συμφέρον τους, όπως προβλέπεται στο άρθρο 26 παράγραφος 2.

Τα αδέλφια παραμένουν ενωμένα, στο μέτρο του δυνατού, λαμβανομένου υπόψη του βέλτιστου συμφέροντος του ενδιαφερομένου ανηλίκου και, ειδικότερα, της ηλικίας και του βαθμού ωριμότητάς του/της. Οι μεταβολές κατοικίας των ασυνόδευτων ανηλίκων περιορίζονται στο ελάχιστο.

10.   Τα κράτη μέλη αρχίζουν να αναζητούν τα μέλη της οικογένειας του ασυνόδευτου ανηλίκου, εν ανάγκη με τη βοήθεια διεθνών ή άλλων σχετικών οργανώσεων, το συντομότερο δυνατόν αφότου ασκηθεί αίτηση παροχής διεθνούς προστασίας, προστατεύοντας παράλληλα το βέλτιστο συμφέρον του εν λόγω ασυνόδευτου ανηλίκου. Όταν υπάρχει κίνδυνος να απειληθεί πιθανώς η ζωή ή ακεραιότητα του ανηλίκου ή των στενών συγγενών του, ιδίως εάν οι εν λόγω συγγενείς διαμένουν στη χώρα καταγωγής, πρέπει να διασφαλίζεται ότι η συλλογή, επεξεργασία και διαβίβαση των πληροφοριών που αφορούν τα εν λόγω πρόσωπα γίνεται εμπιστευτικά, ώστε να μην διακυβεύεται η ασφάλειά τους.

Άρθρο 28

Θύματα βασανιστηρίων και βίας

1.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε τα πρόσωπα που έχουν υποστεί εμπορία ανθρώπων, βασανιστήρια, βιασμό ή άλλες σοβαρές πράξεις ψυχολογικής, σωματικής ή σεξουαλικής βίας, συμπεριλαμβανομένης της βίας που διαπράττεται με σεξουαλικό, έμφυλο, ρατσιστικό ή θρησκευτικό κίνητρο, να λαμβάνουν την αναγκαία ιατρική και ψυχολογική θεραπεία και φροντίδα, συμπεριλαμβανομένων υπηρεσιών αποκατάστασης και παροχής συμβουλών, όπου απαιτείται, για τη ζημία που προκλήθηκε από τις εν λόγω πράξεις. Στα πρόσωπα αυτά παρέχεται, όπου απαιτείται, διερμηνεία σύμφωνα με το άρθρο 25 παράγραφος 2 στοιχείο γ).

Η πρόσβαση στην εν λόγω θεραπεία και φροντίδα παρέχεται το συντομότερο δυνατόν μετά τον εντοπισμό των αναγκών των εν λόγω ατόμων.

2.   Όσοι ασχολούνται με τα πρόσωπα που αναφέρονται στην παράγραφο 1, συμπεριλαμβανομένων των επαγγελματιών υγείας, λαμβάνουν κατάλληλη κατάρτιση και εξακολουθούν να λαμβάνουν κατάλληλη κατάρτιση σχετικά με τις ανάγκες των εν λόγω προσώπων και κατάλληλες θεραπείες, συμπεριλαμβανομένων των αναγκαίων υπηρεσιών αποκατάστασης. Δεσμεύονται επίσης από τους κανόνες εμπιστευτικότητας που προβλέπονται στο εθνικό δίκαιο και τους ισχύοντες κώδικες επαγγελματικής δεοντολογίας όσον αφορά τις πληροφορίες που λαμβάνουν κατά την άσκηση της εργασίας τους.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ V

ΑΙΤΗΣΕΙΣ ΘΕΡΑΠΕΙΑΣ

Άρθρο 29

Προσφυγές

1.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι αποφάσεις που αφορούν τη χορήγηση, την ανάκληση ή τον περιορισμό των παροχών δυνάμει της παρούσας οδηγίας, οι αποφάσεις μη χορήγησης της άδειας που αναφέρεται στο άρθρο 8 παράγραφος 5 πρώτο εδάφιο ή οι αποφάσεις που λαμβάνονται δυνάμει του άρθρου 9, οι οποίες αφορούν ατομικά τους αιτούντες να μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο προσφυγής στο πλαίσιο των διαδικασιών που προβλέπονται στο εθνικό δίκαιο. Τουλάχιστον στον τελευταίο βαθμό, χορηγείται η δυνατότητα προσφυγής ή επανεξέτασης, για πραγματικούς και νομικούς λόγους, ενώπιον δικαστικής αρχής.

2.   Σε περιπτώσεις προσφυγής ή επανεξέτασης ενώπιον δικαστικής αρχής όπως αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, και σε περίπτωση δικαστικής επανεξέτασης όπως αναφέρεται στο άρθρο 11 παράγραφοι 3 και 5, τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε να διατίθεται δωρεάν νομική συνδρομή και εκπροσώπηση, όπως απαιτείται ώστε να εξασφαλίζεται ουσιαστική πρόσβαση στη δικαιοσύνη. Η εν λόγω νομική συνδρομή και εκπροσώπηση συνίσταται στην προπαρασκευή της προσφυγής ή αίτησης επανεξέτασης και περιλαμβάνει τουλάχιστον την προετοιμασία των απαιτούμενων διαδικαστικών εγγράφων και τη συμμετοχή εξ ονόματος του αιτούντος σε ακροαματική διαδικασία ενώπιον των δικαστικών αρχών.

Η δωρεάν νομική συνδρομή και εκπροσώπηση παρέχονται από νομικούς συμβούλους ή άλλα κατάλληλα ειδικευμένα πρόσωπα, που έχουν γίνει δεκτά ή αναγνωρίζονται με την ιδιότητά τους αυτή από το εθνικό δίκαιο, τα συμφέροντα των οποίων δεν συγκρούονται ή δεν θα μπορούσαν δυνητικά να έρθουν σε σύγκρουση με εκείνα του αιτούντος.

3.   Τα κράτη μέλη δύνανται να αποφασίσουν να μην παράσχουν δωρεάν νομική συνδρομή και εκπροσώπηση όταν:

α)

ο αιτών διαθέτει επαρκείς πόρους· ή

β)

η προσφυγή ή επανεξέταση θεωρείται ότι δεν έχει πραγματικές πιθανότητες επιτυχίας, ιδίως εάν η προσφυγή ή επανεξέταση είναι δεύτερου ή υψηλότερου βαθμού.

Όταν μια απόφαση για τη μη παροχή δωρεάν νομικής συνδρομής και εκπροσώπησης λαμβάνεται από αρχή η οποία δεν είναι δικαστήριο, επί τη βάσει ότι η προσφυγή ή επανεξέταση θεωρείται ότι δεν έχει πραγματικές πιθανότητες επιτυχίας, ο αιτών έχει το δικαίωμα αποτελεσματικής προσφυγής κατά της εν λόγω απόφασης ενώπιον δικαστηρίου και, προς τον σκοπό αυτόν, δικαιούται να ζητήσει δωρεάν νομική συνδρομή και εκπροσώπηση.

Τα κράτη μέλη μπορούν επίσης να προβλέπουν ότι δωρεάν νομική συνδρομή και εκπροσώπηση παρέχεται μόνο από νομικούς ή άλλους συμβούλους που έχουν οριστεί ειδικά βάσει του εθνικού δικαίου για να συνδράμουν και να εκπροσωπούν τους αιτούντες ή από μη κυβερνητικές οργανώσεις διαπιστευμένες βάσει του εθνικού δικαίου για την παροχή δωρεάν νομικής συνδρομής και εκπροσώπησης.

4.   Τα κράτη μέλη μπορούν επίσης:

α)

να επιβάλλουν χρηματικά ή χρονικά όρια στην παροχή δωρεάν νομικής συνδρομής και εκπροσώπησης, εφόσον τα όρια αυτά δεν περιορίζουν αυθαίρετα την πρόσβαση σε δωρεάν νομική συνδρομή και εκπροσώπηση·

β)

να προβλέπουν ότι, όσον αφορά τα τέλη και τα άλλα έξοδα και τις επιστροφές, η μεταχείριση των αιτούντων είναι ίση αλλά όχι ευνοϊκότερη από εκείνη που κατά γενικό κανόνα επιφυλάσσεται στους υπηκόους τους σε θέματα σχετικά με τη νομική συνδρομή,

5.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 19 παράγραφος 2 της παρούσας οδηγίας, τα κράτη μέλη δύνανται να ζητούν την ολική ή μερική επιστροφή τυχόν εξόδων που πραγματοποιήθηκαν, εάν έχει βελτιωθεί σημαντικά η οικονομική κατάσταση του αιτούντος κατά τη διάρκεια της διαδικασίας παροχής διεθνούς προστασίας σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) 2024/1348 ή εάν η απόφαση παροχής δωρεάν νομικής συνδρομής και εκπροσώπησης είχε ληφθεί με βάση ψευδείς πληροφορίες που υπέβαλε ο αιτών.

6.   Τα κράτη μέλη προβλέπουν συγκεκριμένους δικονομικούς κανόνες που διέπουν τον τρόπο υποβολής και επεξεργασίας αιτήσεων παροχής δωρεάν νομικής συνδρομής και εκπροσώπησης, ή εφαρμόζουν τους κανόνες που ισχύουν για παρεμφερείς εγχώριες αξιώσεις, υπό τον όρο ότι οι εν λόγω κανόνες δεν καθιστούν αδύνατη ή υπερβολικά δύσκολη την πρόσβαση σε δωρεάν νομική συνδρομή και εκπροσώπηση.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VI

ΜΕΤΡΑ ΓΙΑ ΤΗ ΒΕΛΤΙΩΣΗ ΤΗΣ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΥΠΟΔΟΧΗΣ

Άρθρο 30

Αρμόδιες αρχές

Κάθε κράτος μέλος κοινοποιεί στην Επιτροπή τις αρχές που είναι αρμόδιες για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που απορρέουν από την παρούσα οδηγία. Τα κράτη μέλη ενημερώνουν την Επιτροπή σε περίπτωση οποιασδήποτε αλλαγής της ταυτότητας των εν λόγω αρχών.

Άρθρο 31

Σύστημα προσανατολισμού, παρακολούθησης και ελέγχου

1.   Τα κράτη μέλη, τηρουμένης δεόντως της συνταγματικής τους διάρθρωσης, θεσπίζουν τους αναγκαίους μηχανισμούς για να εξασφαλίζουν την καθιέρωση κατάλληλου προσανατολισμού, παρακολούθησης και ελέγχου του επιπέδου των συνθηκών υποδοχής. Τα κράτη μέλη λαμβάνουν υπόψη τα διαθέσιμα, μη δεσμευτικά επιχειρησιακά πρότυπα, δείκτες, κατευθυντήριες γραμμές ή βέλτιστες πρακτικές όσον αφορά τις συνθήκες υποδοχής που αναπτύσσονται από τον Οργανισμό για το Άσυλο σύμφωνα με το άρθρο 13 του κανονισμού (ΕΕ) 2021/2303, με την επιφύλαξη της αρμοδιότητας των κρατών μελών να οργανώνουν τα συστήματα υποδοχής τους σύμφωνα με την παρούσα οδηγία.

2.   Τα συστήματα υποδοχής των κρατών μελών υπόκεινται στον μηχανισμό παρακολούθησης που ορίζεται στο κεφάλαιο 5 του κανονισμού (ΕΕ) 2021/2303.

Άρθρο 32

Σχεδιασμός μέτρων έκτακτης ανάγκης

1.   Κάθε κράτος μέλος καταρτίζει σχέδιο έκτακτης ανάγκης κατόπιν διαβούλευσης με τις τοπικές και περιφερειακές αρχές, την κοινωνία των πολιτών και τις διεθνείς οργανώσεις, κατά περίπτωση. Το σχέδιο έκτακτης ανάγκης ορίζει τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν ώστε να διασφαλίζεται η κατάλληλη υποδοχή των αιτούντων σύμφωνα με την παρούσα οδηγία όταν το κράτος μέλος βρίσκεται αντιμέτωπο με δυσανάλογο αριθμό αιτούντων διεθνή προστασία, συμπεριλαμβανομένων των ασυνόδευτων ανηλίκων. Το σχέδιο έκτακτης ανάγκης περιλαμβάνει επίσης μέτρα για την αντιμετώπιση των καταστάσεων που αναφέρονται στο άρθρο 20 παράγραφος 10 στοιχείο β), το συντομότερο δυνατόν.

2.   Το σχέδιο έκτακτης ανάγκης που αναφέρεται στην παράγραφο 1 λαμβάνει υπόψη τις ειδικές εθνικές περιστάσεις, με βάση υπόδειγμα που καταρτίζεται από τον Οργανισμό για το Άσυλο, και κοινοποιείται στον Οργανισμό για το Άσυλο έως τις 12 Απριλίου 2025. Το εν λόγω σχέδιο επανεξετάζεται όταν απαιτείται λόγω μεταβολής των συνθηκών και τουλάχιστον ανά τριετία και, εάν επικαιροποιηθεί, κοινοποιείται στον Οργανισμό για το Άσυλο. Τα κράτη μέλη ενημερώνουν την Επιτροπή και τον Οργανισμό για το Άσυλο κάθε φορά που ενεργοποιείται το οικείο σχέδιο έκτακτης ανάγκης.

3.   Τα κράτη μέλη παρέχουν στον Οργανισμό για το Άσυλο, κατόπιν αιτήματός του, πληροφορίες σχετικά με τα οικεία σχέδια έκτακτης ανάγκης που αναφέρονται στην παράγραφο 1, και ο Οργανισμός για το Άσυλο επικουρεί τα κράτη μέλη, με τη συγκατάθεσή τους, στην κατάρτιση και επανεξέταση των οικείων σχεδίων έκτακτης ανάγκης.

Άρθρο 33

Προσωπικό και πόροι

1.   Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα ώστε να εξασφαλίζεται ότι το προσωπικό των αρχών και των λοιπών οργανώσεων που είναι άμεσα αρμόδιες για την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας έχουν λάβει την αναγκαία κατάρτιση σε σχέση με τις ανάγκες των αιτούντων, συμπεριλαμβανομένων των ανηλίκων. Για τον σκοπό αυτόν, τα κράτη μέλη συμπεριλαμβάνουν τα σχετικά βασικά τμήματα του ευρωπαϊκού εκπαιδευτικού προγράμματος για το άσυλο που αφορούν τις συνθήκες υποδοχής καθώς και το εργαλείο για τον εντοπισμό των αιτούντων με ειδικές ανάγκες υποδοχής, το οποίο αναπτύχθηκε από τον Οργανισμό για το Άσυλο, στην εκπαίδευση του προσωπικού τους.

2.   Τα κράτη μέλη χορηγούν τους αναγκαίους πόρους, συμπεριλαμβανομένων των απαιτούμενων μελών προσωπικού, μεταφραστών και διερμηνέων, για την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας, λαμβάνοντας υπόψη τις εποχικές διακυμάνσεις του αριθμού των αιτούντων. Όταν οι τοπικές και περιφερειακές αρχές, η κοινωνία των πολιτών ή διεθνείς οργανώσεις συμμετέχουν στην εφαρμογή της παρούσας οδηγίας, τους διατίθενται οι αναγκαίοι πόροι.

Άρθρο 34

Παρακολούθηση και αξιολόγηση

Έως τις 12 Ιουνίου 2028 και, εν συνεχεία, τουλάχιστον κάθε πέντε έτη, η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο σχετικά με την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας και προτείνει τυχόν τροποποιήσεις που είναι αναγκαίες.

Τα κράτη μέλη, κατόπιν αιτήματος της Επιτροπής, αποστέλλουν τις απαιτούμενες πληροφορίες για την κατάρτιση της έκθεσης έως τις 12 Ιουνίου 2027 και, εν συνεχεία, κάθε τρία έτη.

Άρθρο 35

Μεταφορά

1.   Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που απαιτούνται για τη συμμόρφωση με τα άρθρα 1 έως 10, 12, 13, 17 έως 29 και 31 έως 34 έως τις 12 Ιουνίου 2026. Ανακοινώνουν αμέσως στην Επιτροπή το κείμενο των εν λόγω διατάξεων.

Όταν τα κράτη μέλη θεσπίζουν τα εν λόγω μέτρα, αυτά περιέχουν παραπομπή στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από παρόμοια παραπομπή κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Τα εν λόγω μέτρα περιλαμβάνουν επίσης δήλωση που διευκρινίζει ότι οι παραπομπές στην οδηγία που καταργείται από την παρούσα οδηγία, οι οποίες περιέχονται στις ισχύουσες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις, θεωρούνται ότι γίνονται στην παρούσα οδηγία. Ο τρόπος πραγματοποίησης αυτής της παραπομπής και η διατύπωση αυτής της δήλωσης καθορίζονται από τα κράτη μέλη.

2.   Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή το κείμενο των ουσιωδών διατάξεων εθνικού δικαίου τις οποίες θεσπίζουν στον τομέα που διέπει η παρούσα οδηγία.

Άρθρο 36

Κατάργηση

Η οδηγία 2013/33/ΕΕ καταργείται για τα κράτη μέλη που δεσμεύονται από την παρούσα οδηγία από τη 12η Ιουνίου 2026, με την επιφύλαξη των υποχρεώσεων των κρατών μελών όσον αφορά τις προθεσμίες μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο της οδηγίας 2013/33/ΕΕ που παρατίθεται στο παράρτημα Ι.

Οι αναφορές στην καταργούμενη οδηγία νοούνται ως αναφορές στην παρούσα οδηγία και διαβάζονται σύμφωνα με τον πίνακα αντιστοιχίας του παραρτήματος II.

Άρθρο 37

Έναρξη ισχύος

Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 38

Αποδέκτες

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη σύμφωνα με τις Συνθήκες.

Βρυξέλλες, 14 Μαΐου 2024.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Η Πρόεδρος

R. METSOLA

Για το Συμβούλιο

Η Πρόεδρος

H. LAHBIB


(1)   ΕΕ C 75 της 10.3.2017, σ. 97.

(2)   ΕΕ C 207 της 30.6.2017, σ. 67.

(3)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 10ης Απριλίου 2024 (δεν έχει ακόμη δημοσιευτεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 14ης Μαΐου 2024.

(4)  Οδηγία 2013/33/EΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις για την υποδοχή των αιτούντων διεθνή προστασία (ΕΕ L 180 της 29.6.2013, σ. 96).

(5)  Κανονισμός (ΕΕ) 2021/2303 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Δεκεμβρίου 2021, σχετικά με τον Οργανισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το Άσυλο και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 439/2010 (ΕΕ L 468 της 30.12.2021, σ. 1).

(6)  Κανονισμός (ΕΕ) 2021/1147 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Ιουλίου 2021, για τη θέσπιση του Ταμείου Ασύλου, Μετανάστευσης και Ένταξης (ΕΕ L 251 της 15.7.2021, σ. 1).

(7)  Κανονισμός (ΕΕ) 2024/1348 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Μαΐου 2024, σχετικά με τη θέσπιση κοινής διαδικασίας για τη διεθνή προστασία στην Ένωση και την κατάργηση της οδηγίας 2013/32/ΕΕ (ΕΕ L, 2024/1348, 22.5.2024. ELI: http://data.europa.eu/eli/reg/2024/1348/oj).

(8)  Κανονισμός (ΕΕ) 2024/1351 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Μαΐου 2024, για το άσυλο και τη διαχείριση της μετανάστευσης, την τροποποίηση τρων κανονισμών (ΕΕ) 2021/1147 και (ΕΕ) 2021/1060 και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 604/2013 (ΕΕ L, 2024/1351, 22.5.2024, ELI: http://data.europa.eu/eli/reg/2024/1351/oj).

(9)  Οδηγία 2005/36/EΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Σεπτεμβρίου 2005, σχετικά με την αναγνώριση των επαγγελματικών προσόντων (ΕΕ L 255 της 30.9.2005, σ. 22).

(10)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 883/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας (ΕΕ L 166 της 30.4.2004, σ. 1).

(11)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1231/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, για την επέκταση της εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004 και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 987/2009 στους υπηκόους τρίτων χωρών οι οποίοι δεν διέπονται ήδη από τους κανονισμούς αυτούς μόνον λόγω της ιθαγένειάς τους (ΕΕ L 344 της 29.12.2010, σ. 1).

(12)  Κανονισμός (ΕΕ) 2024/1347 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Μαΐου 2024, σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των ανιθαγενών ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα πρόσωπα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας, για την τροποποίηση της οδηγίας 2003/109/ΕΚ, του Συμβουλίου, και την κατάργηση της οδηγίας 2011/95/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L, 2024/1347, 22.5.2024, ELI: http://data.europa.eu/eli/reg/2024/1347/oj).

(13)   ΕΕ C 369 της 17.12.2011, σ. 14.

(14)  Οδηγία 2008/115/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2008, σχετικά με τους κοινούς κανόνες και διαδικασίες στα κράτη μέλη για την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών (ΕΕ L 348 της 24.12.2008, σ. 98).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι

Προθεσμία μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο

(αναφέρεται στο άρθρο 35)

Οδηγία

Λήξη προθεσμίας μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο

2013/33/ΕΕ

20 Ιουλίου 2015


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

Πίνακας αντιστοιχίας

Οδηγία 2013/33/ΕΕ

Παρούσα οδηγία

Άρθρο 1

Άρθρο 1

Άρθρο 2 εισαγωγική φράση

Άρθρο 2 εισαγωγική φράση

Άρθρο 2 στοιχείο α)

Άρθρο 2 σημείο 1)

Άρθρο 2 στοιχείο β)

Άρθρο 2 σημείο 2)

Άρθρο 2 στοιχείο γ)

Άρθρο 2 σημείο 3)

Άρθρο 2 στοιχείο δ)

Άρθρο 2 σημείο 4)

Άρθρο 2 στοιχείο ε)

Άρθρο 2 σημείο 5)

Άρθρο 2 στοιχείο στ)

Άρθρο 2 σημείο 6)

Άρθρο 2 στοιχείο ζ)

Άρθρο 2 σημείο 7)

Άρθρο 2 σημείο 8)

Άρθρο 2 στοιχείο η)

Άρθρο 2 σημείο 9)

Άρθρο 2 στοιχείο θ)

Άρθρο 2 σημείο 10)

Άρθρο 2 σημείο 11)

Άρθρο 2 σημείο 12)

Άρθρο 2 στοιχείο ι)

Άρθρο 2 σημείο 13)

Άρθρο 2 στοιχείο ια)

Άρθρο 2 σημείο 14)

Άρθρο 3

Άρθρο 3

Άρθρο 4

Άρθρο 4

Άρθρο 5 παράγραφος 1

Άρθρο 5 παράγραφος 1 πρώτο και τρίτο εδάφιο

Άρθρο 5 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 5 παράγραφος 2

Άρθρο 5 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 5 παράγραφος 2 δεύτερο, τρίτο και τέταρτο εδάφιο

Άρθρο 6 παράγραφοι 1 έως 4

Άρθρο 6 παράγραφος 1

Άρθρο 6 παράγραφος 5

Άρθρο 6 παράγραφος 3

Άρθρο 6 παράγραφος 6

Άρθρο 6 παράγραφος 2

Άρθρο 7 παράγραφος 1

Άρθρο 7 παράγραφοι 1, 2 και 3 και άρθρο 8 παράγραφος 3

Άρθρο 7 παράγραφοι 5 και 7

Άρθρο 7 παράγραφος 2

Άρθρο 9 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο και άρθρο 8 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 8 παράγραφος 1, άρθρο 8 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο και άρθρο 8 παράγραφοι 4, 6 και 7

Άρθρο 9 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 9 παράγραφος 2

Άρθρο 7 παράγραφος 3

Άρθρο 7 παράγραφος 4

Άρθρο 7 παράγραφος 4

Άρθρο 8 παράγραφος 5 και άρθρο 9 παράγραφος 3

Άρθρο 7 παράγραφος 5

Άρθρο 7 παράγραφος 6

Άρθρο 9 παράγραφοι 4 και 5

Άρθρο 8 παράγραφοι 1 και 2

Άρθρο 10 παράγραφοι 1 και 2

Άρθρο 10 παράγραφος 3

Άρθρο 8 παράγραφος 3 στοιχεία α) και β)

Άρθρο 10 παράγραφος 4 στοιχεία α) και β)

Άρθρο 10 παράγραφος 4 στοιχείο γ)

Άρθρο 8 παράγραφος 3 στοιχείο γ)

Άρθρο 10 παράγραφος 4 στοιχείο δ)

Άρθρο 8 παράγραφος 3 στοιχείο δ)

Άρθρο 10 παράγραφος 4 στοιχείο ε)

Άρθρο 8 παράγραφος 3 στοιχείο ε)

Άρθρο 10 παράγραφος 4 στοιχείο στ)

Άρθρο 8 παράγραφος 3 στοιχείο στ)

Άρθρο 10 παράγραφος 4 στοιχείο ζ)

Άρθρο 8 παράγραφος 3 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 10 παράγραφος 4 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 8 παράγραφος 4

Άρθρο 10 παράγραφος 5

Άρθρο 9

Άρθρο 11

Άρθρο 10

Άρθρο 12

Άρθρο 11

Άρθρο 13

Άρθρο 12

Άρθρο 14

Άρθρο 13

Άρθρο 15

Άρθρο 14

Άρθρο 16

Άρθρο 15 παράγραφος 1

Άρθρο 17 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 17 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 15 παράγραφος 2

Άρθρο 17 παράγραφος 2

Άρθρο 17 παράγραφοι 4 έως 8

Άρθρο 15 παράγραφος 3

Άρθρο 17 παράγραφος 9

Άρθρο 18

Άρθρο 16

Άρθρο 17 παράγραφοι 1 έως 4

Άρθρο 19 παράγραφοι 1 έως 5

Άρθρο 19 παράγραφος 6

Άρθρο 17 παράγραφος 5

Άρθρο 19 παράγραφος 7

Άρθρο 18 παράγραφοι 1 έως 8

Άρθρο 20 παράγραφοι 1 έως 4 και 6 έως 9

Άρθρο 20 παράγραφος 5

Άρθρο 18 παράγραφος 9 πρώτο και δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 20 παράγραφος 10 πρώτο και δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 20 παράγραφος 10 τρίτο εδάφιο

Άρθρο 21

Άρθρο 19

Άρθρο 22 παράγραφοι 1 και 3

Άρθρο 22 παράγραφος 2

Άρθρο 20 εισαγωγική φράση

Άρθρο 23 παράγραφος 1

Άρθρο 20 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο στοιχεία α), β) και γ)

Άρθρο 23 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο στοιχεία α), β) και γ)

Άρθρο 23 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο στοιχεία ε) και στ)

Άρθρο 20 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 20 παράγραφος 3

Άρθρο 20 παράγραφος 2

Άρθρο 20 παράγραφος 3

Άρθρο 23 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο στοιχείο δ)

Άρθρο 20 παράγραφος 4

Άρθρο 20 παράγραφος 5

Άρθρο 23 παράγραφος 4

Άρθρο 20 παράγραφος 6

Άρθρο 23 παράγραφος 5

Άρθρο 21

Άρθρο 24

Άρθρο 22 παράγραφος 1

Άρθρο 25 παράγραφος 1

Άρθρο 25 παράγραφος 2

Άρθρο 22 παράγραφοι 2, 3 και 4

Άρθρο 25 παράγραφοι 3, 4 και 5

Άρθρο 23 παράγραφοι 1 έως5

Άρθρο 26 παράγραφοι 1 έως 5

Άρθρο 24 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 27 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο και άρθρο 27 παράγραφος 6

Άρθρο 24 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 27 παράγραφος 1 δεύτερο έως όγδοο εδάφιο και άρθρο 27 παράγραφοι 2 έως 5, 7 και 8

Άρθρο 24 παράγραφοι 2 και 3

Άρθρο 27 παράγραφοι 9 και 10

Άρθρο 24 παράγραφος 4

Άρθρο 26 παράγραφος 6

Άρθρο 25

Άρθρο 28

Άρθρο 26

Άρθρο 29

Άρθρο 27

Άρθρο 30

Άρθρο 28

Άρθρο 31

Άρθρο 32

Άρθρο 29

Άρθρο 33

Άρθρο 30 παράγραφοι 1 και 2

Άρθρο 34

Άρθρο 30 παράγραφος 3

Άρθρο 31

Άρθρο 35

Άρθρο 32

Άρθρο 36

Άρθρο 33 παράγραφος 1

Άρθρο 37

Άρθρο 33 παράγραφος 2

Άρθρο 34

Άρθρο 38

Παράρτημα I

Παράρτημα II

Παράρτημα I

Παράρτημα III

Παράρτημα II


ELI: http://data.europa.eu/eli/dir/2024/1346/oj

ISSN 1977-0669 (electronic edition)


Top