Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 32024L1640

    Οδηγία (ΕΕ) 2024/1640 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 31ης Μαΐου 2024, σχετικά με τους μηχανισμούς που πρέπει να συγκροτήσουν τα κράτη μέλη για την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τους σκοπούς της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, για την τροποποίηση της οδηγίας (EΕ) 2019/1937 και για την τροποποίηση και την κατάργηση της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849 (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

    PE/37/2024/INIT

    ΕΕ L, 2024/1640, 19.6.2024, ELI: http://data.europa.eu/eli/dir/2024/1640/oj (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, GA, HR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

    Legal status of the document In force

    ELI: http://data.europa.eu/eli/dir/2024/1640/oj

    European flag

    Επίσημη Εφημερίδα
    της Ευρωπαϊκής Ένωσης

    EL

    Σειρά L


    2024/1640

    19.6.2024

    ΟΔΗΓΙΑ (ΕΕ) 2024/1640 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

    της 31ης Μαΐου 2024

    σχετικά με τους μηχανισμούς που πρέπει να συγκροτήσουν τα κράτη μέλη για την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τους σκοπούς της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, για την τροποποίηση της οδηγίας (EΕ) 2019/1937 και για την τροποποίηση και την κατάργηση της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849

    (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

    ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

    Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 114,

    Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

    Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

    Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (1),

    Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (2),

    Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (3),

    Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

    (1)

    Η οδηγία (ΕΕ) 2015/849 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (4) αποτελεί το βασικό νομικό μέσο για την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος της Ένωσης για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας. Η εν λόγω οδηγία καθορίζει ένα ολοκληρωμένο νομικό πλαίσιο, το οποίο η οδηγία (ΕΕ) 2018/843 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (5) ενίσχυσε περαιτέρω, αντιμετωπίζοντας τους αναδυόμενους κινδύνους και αυξάνοντας τη διαφάνεια όσον αφορά τον πραγματικό δικαιούχο. Παρά τα επιτεύγματα του εν λόγω νομοθετικού πλαισίου, η εμπειρία έχει δείξει ότι η οδηγία (ΕΕ) 2015/849 θα πρέπει να βελτιωθεί περαιτέρω για τον επαρκή μετριασμό των κινδύνων και τον αποτελεσματικό εντοπισμό εγκληματικών προσπαθειών κατάχρησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος της Ένωσης για εγκληματικούς σκοπούς, καθώς και για την ενίσχυση της ακεραιότητας της εσωτερικής αγοράς.

    (2)

    Από την έναρξη ισχύος της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849 έχουν εντοπιστεί ορισμένοι τομείς στους οποίους θα χρειαστούν τροποποιήσεις για να διασφαλιστούν η απαραίτητη ανθεκτικότητα και ικανότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος της Ένωσης για την πρόληψη της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας.

    (3)

    Κατά την εφαρμογή της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849 εντοπίστηκαν σημαντικές διαφορές στις πρακτικές και στις προσεγγίσεις των αρμόδιων αρχών σε ολόκληρη την Ένωση, καθώς και η έλλειψη επαρκώς αποτελεσματικών ρυθμίσεων για διασυνοριακή συνεργασία. Επομένως, είναι σκόπιμο να καθοριστούν σαφέστερες απαιτήσεις, οι οποίες θα συμβάλουν στην ομαλή συνεργασία σε ολόκληρη την Ένωση, επιτρέποντας παράλληλα στα κράτη μέλη να λαμβάνουν υπόψη τις ιδιαιτερότητες των εθνικών τους συστημάτων.

    (4)

    Η παρούσα οδηγία αποτελεί μέρος μιας ολοκληρωμένης δέσμης μέτρων που αποσκοπεί στην ενίσχυση του πλαισίου καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες («ξέπλυμα χρήματος») και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας («ΚΞΧ/ΧΤ») της Ένωσης. Από κοινού, η παρούσα οδηγία και οι κανονισμοί (ΕΕ) 2023/1113 (6), (ΕΕ) 2024/1624 (7) και (ΕΕ) 2024/1620 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (8) θα διαμορφώσουν το νομικό πλαίσιο που διέπει τις απαιτήσεις ΚΞΧ/ΧΤ, τις οποίες πρέπει να εκπληρώνουν οι υπόχρεες οντότητες και στο οποίο στηρίζεται το θεσμικό πλαίσιο ΚΞΧ/ΧΤ της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένης της σύστασης αρχής για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας («ΑΚΝΕΠΑΔ»).

    (5)

    Η νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και η χρηματοδότηση της τρομοκρατίας διεξάγονται συχνά σε διεθνές επίπεδο. Τα μέτρα που λαμβάνονται σε ενωσιακό επίπεδο, τα οποία δεν λαμβάνουν υπ’ όψιν το διεθνή συντονισμό και τη διεθνή συνεργασία, έχουν πολύ περιορισμένα αποτελέσματα. Τα μέτρα που θεσπίζονται από την Ένωση στον τομέα αυτόν θα πρέπει συνεπώς να είναι συμβατά με άλλες δράσεις που αναλαμβάνονται σε διεθνές πλαίσιο, και τουλάχιστον εξίσου αυστηρά με αυτές. Η δράση της Ένωσης θα πρέπει να συνεχίσει να λαμβάνει ιδιαίτερα υπόψη τις συστάσεις της Ομάδας Χρηματοοικονομικής Δράσης (Financial Action Task Force — FATF), καθώς και μέσα άλλων διεθνών φορέων που δραστηριοποιούνται στην καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας. Προκειμένου να ενισχυθεί η αποτελεσματικότητα της καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, οι σχετικές ενωσιακές νομικές πράξεις θα πρέπει, όπου κρίνεται σκόπιμο, να ευθυγραμμιστούν με τα διεθνή πρότυπα για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας και της διάδοσης όπλων μαζικής καταστροφής που εγκρίθηκαν από την FATF τον Φεβρουάριο του 2012 («αναθεωρημένες συστάσεις FATF») και με τις επακόλουθες τροποποιήσεις των εν λόγω προτύπων.

    (6)

    Ειδικές απειλές νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, κίνδυνοι και τρωτά σημεία που επηρεάζουν ορισμένους οικονομικούς τομείς σε εθνικό επίπεδο μειώνουν την ικανότητα των κρατών μελών να συμβάλουν στην ακεραιότητα και στην ευρωστία του χρηματοπιστωτικού συστήματος της Ένωσης. Ως εκ τούτου, είναι σκόπιμο να επιτραπεί στα κράτη μέλη, μετά τον προσδιορισμό αυτών των τομέων και ειδικών κινδύνων, να αποφασίσουν να εφαρμόσουν τις απαιτήσεις ΚΞΧ/ΧΤ σε τομείς πέραν εκείνων που καλύπτονται από τον κανονισμό (EΕ) 2024/1624. Με σκοπό τη διαφύλαξη της αποτελεσματικότητας της εσωτερικής αγοράς και του ενωσιακού συστήματος ΚΞΧ/ΧΤ, η Επιτροπή θα πρέπει να είναι σε θέση, με την υποστήριξη της ΑΚΝΕΠΑΔ, να αξιολογήσει εάν δικαιολογείται η προβλεπόμενη εφαρμογή από τα κράτη μέλη των απαιτήσεων ΚΞΧ/ΧΤ σε πρόσθετους τομείς. Στις περιπτώσεις που το βέλτιστο συμφέρον της Ένωσης θα επιτυγχανόταν με την ανάληψη δράσης σε επίπεδο Ένωσης όσον αφορά συγκεκριμένους τομείς, η Επιτροπή θα πρέπει να ενημερώσει το κράτος μέλος που προτίθεται να εφαρμόσει τις απαιτήσεις ΚΞΧ/ΧΤ στους εν λόγω τομείς ότι προτίθεται να αναλάβει δράση σε επίπεδο Ένωσης και ότι το κράτος μέλος θα πρέπει να απέχει από τη λήψη των σχεδιαζόμενων εθνικών μέτρων, εκτός εάν τα εν λόγω μέτρα αποσκοπούν στην αντιμετώπιση ενός επείγοντος κινδύνου.

    (7)

    Ορισμένες κατηγορίες υπόχρεων οντοτήτων υπόκεινται σε απαιτήσεις αδειοδότησης ή ρυθμιστικές απαιτήσεις για την παροχή των υπηρεσιών τους, ενώ για άλλες κατηγορίες φορέων εκμετάλλευσης η πρόσβαση στο επάγγελμα δεν ρυθμίζεται. Ανεξάρτητα από το πλαίσιο που ισχύει για την άσκηση του επαγγέλματος ή της δραστηριότητας, όλες οι υπόχρεες οντότητες ενεργούν ως ρυθμιστές της πρόσβασης του χρηματοπιστωτικού συστήματος της Ένωσης και πρέπει να αναπτύξουν ειδικές δεξιότητες ΚΞΧ/ΧΤ για την εκπλήρωση του εν λόγω καθήκοντος. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να εξετάσουν το ενδεχόμενο παροχής κατάρτισης σε άτομα που επιθυμούν να εισέλθουν στα επαγγέλματα των εν λόγω οντοτήτων, ώστε αυτά να είναι σε θέση να εκτελούν τα καθήκοντά τους. Τα κράτη μέλη θα μπορούσαν να εξετάσουν, για παράδειγμα, τη συμπερίληψη μαθημάτων ΚΞΧ/ΧΤ στην ακαδημαϊκή προσφορά που συνδέεται με τα εν λόγω επαγγέλματα ή τη συνεργασία με επαγγελματικές ενώσεις για την κατάρτιση νεοεισερχόμενων στα εν λόγω επαγγέλματα.

    (8)

    Εφόσον οι υπόχρεες οντότητες δεν υπόκεινται σε ειδικές απαιτήσεις αδειοδότησης ή εγγραφής σε μητρώο, τα κράτη μέλη θα πρέπει να διαθέτουν συστήματα που επιτρέπουν σε εποπτικούς φορείς να γνωρίζουν με βεβαιότητα το εύρος του εποπτικού πληθυσμού τους, προκειμένου να διασφαλίζεται η επαρκής εποπτεία των εν λόγω υπόχρεων οντοτήτων. Τούτο δεν σημαίνει ότι τα κράτη μέλη πρέπει να επιβάλουν ειδικές απαιτήσεις εγγραφής σε μητρώο σχετικά με την ΚΞΧ/ΧΤ, όταν αυτό δεν είναι αναγκαίο για την ταυτοποίηση των υπόχρεων οντοτήτων, όπως συμβαίνει, για παράδειγμα, όταν η εγγραφή στο μητρώο ΦΠΑ επιτρέπει τον εντοπισμό φορέων εκμετάλλευσης που ασκούν δραστηριότητες εμπίπτουσες στο πεδίο εφαρμογής των απαιτήσεων ΚΞΧ/ΧΤ.

    (9)

    Οι εποπτικοί φορείς θα πρέπει να εξασφαλίζουν, όσον αφορά τα ανταλλακτήρια συναλλάγματος, τις υπηρεσίες ρευστοποίησης επιταγών, τους παρόχους υπηρεσιών εμπιστευματικής διαχείρισης ή εταιρικών υπηρεσιών, και τους παρόχους υπηρεσιών τυχερών παιχνιδιών, καθώς και σε χρηματοδοτικές μεικτές εταιρείες συμμετοχών, ότι τα πρόσωπα που πράγματι διευθύνουν τις επιχειρηματικές δραστηριότητες αυτών των οντοτήτων, καθώς και οι πραγματικοί δικαιούχοι τους, χαίρουν καλής φήμης και ενεργούν με εντιμότητα και ακεραιότητα, ενώ παράλληλα διαθέτουν τις γνώσεις και την τεχνογνωσία που είναι αναγκαίες για την εκτέλεση των καθηκόντων τους. Τα κριτήρια για την εκτίμηση του κατά πόσον ένα άτομο συμμορφώνεται με τις εν λόγω απαιτήσεις θα πρέπει, τουλάχιστον, να αντανακλούν την ανάγκη προστασίας των εν λόγω οντοτήτων από καταχρήσεις για εγκληματικούς σκοπούς από πλευράς των διοικητικών στελεχών ή των πραγματικών δικαιούχων τους. Προκειμένου να προωθηθεί μια κοινή προσέγγιση όσον αφορά την επαλήθευση από τους εποπτικούς φορείς ότι η διοίκηση και οι πραγματικοί δικαιούχοι των υπόχρεων οντοτήτων πληρούν τις εν λόγω απαιτήσεις, η ΑΚΝΕΠΑΔ θα πρέπει να εκδώσει κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τα κριτήρια αξιολόγησης της καλής φήμης, της εντιμότητας και της ακεραιότητας, καθώς και τα κριτήρια αξιολόγησης της γνώσης και της τεχνογνωσίας.

    (10)

    Για την αξιολόγηση της καταλληλότητας των προσώπων που κατέχουν διευθυντική θέση ή κατ’ άλλον τρόπο ελέγχουν υπόχρεες οντότητες, οποιαδήποτε ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με ποινικές καταδικαστικές αποφάσεις θα πρέπει να γίνεται σύμφωνα με την απόφαση-πλαίσιο 2009/315/ΔΕΥ του Συμβουλίου (9) και την απόφαση 2009/316/ΔΕΥ του Συμβουλίου (10). Επιπλέον, οι εποπτικοί φορείς θα πρέπει να είναι σε θέση να έχουν πρόσβαση σε όλες τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για την επαλήθευση των γνώσεων και της τεχνογνωσίας των ανώτερων διοικητικών στελεχών, καθώς και της καλής φήμης, της εντιμότητας και της ακεραιότητάς τους, συμπεριλαμβανομένων των πληροφοριών που είναι διαθέσιμες μέσω αξιόπιστων και ανεξάρτητων πηγών.

    (11)

    Τα προγράμματα χορήγησης άδειας διαμονής σε επενδυτές παρουσιάζουν κινδύνους και τρωτά σημεία, ιδίως όσον αφορά τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, την αποφυγή περιοριστικών μέτρων της Ένωσης, τη διαφθορά και τη φοροδιαφυγή, που θα μπορούσαν τελικά να προκαλέσουν ορισμένους κινδύνους για την ασφάλεια της Ένωσης. Για παράδειγμα, οι αδυναμίες στη λειτουργία ορισμένων προγραμμάτων, συμπεριλαμβανομένης της απουσίας διαδικασιών διαχείρισης κινδύνου ή της ανεπαρκούς εφαρμογής των εν λόγω διαδικασιών, ενδέχεται να δημιουργήσουν ευκαιρίες διαφθοράς, ενώ οι ανεπαρκείς ή ασυνεπώς ασκούμενοι έλεγχοι όσον αφορά τις πηγές των κεφαλαίων και τις πηγές του πλούτου των αιτούντων ενδέχεται να οδηγήσουν σε μεγαλύτερους κινδύνους εκμετάλλευσης των προγραμμάτων αυτών από αιτούντες για εγκληματικούς σκοπούς, με σκοπό τη νομιμοποίηση κεφαλαίων που αποκτήθηκαν με παράνομα μέσα. Προκειμένου να αποφευχθεί το ενδεχόμενο οι κίνδυνοι που απορρέουν από τη λειτουργία των εν λόγω συστημάτων να επηρεάσουν το χρηματοπιστωτικό σύστημα της Ένωσης, τα κράτη μέλη των οποίων το εθνικό δίκαιο επιτρέπει τη χορήγηση δικαιωμάτων διαμονής έναντι οποιουδήποτε είδους επένδυσης θα πρέπει, επομένως, να θεσπίσουν μέτρα για τον μετριασμό των συναφών κινδύνων νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, των βασικών αδικημάτων της, και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας. Τα μέτρα αυτά θα πρέπει να περιλαμβάνουν μια προσήκουσα διαδικασία διαχείρισης κινδύνου, συμπεριλαμβανομένης της αποτελεσματικής παρακολούθησης της εφαρμογής της, ελέγχους του προφίλ των αιτούντων, συμπεριλαμβανομένης της συγκέντρωσης πληροφοριών σχετικά με τις πηγές των κεφαλαίων τους και τις πηγές του πλούτου τους, καθώς και την επαλήθευση των πληροφοριών που αφορούν τους αιτούντες με τις πληροφορίες που έχουν στη διάθεσή τους οι αρμόδιες αρχές.

    (12)

    Η Επιτροπή είναι στην πλέον κατάλληλη θέση ώστε να εξετάζει συγκεκριμένες διασυνοριακές απειλές που ενδέχεται να επηρεάσουν την εσωτερική αγορά και που δεν μπορούν να προσδιοριστούν και να καταπολεμηθούν αποτελεσματικά από μεμονωμένα κράτη μέλη. Ως εκ τούτου, κρίνεται σκόπιμο να της ανατεθεί η ευθύνη συντονισμού της εκτίμησης των κινδύνων που συνδέονται με διασυνοριακές δραστηριότητες. Η συμμετοχή των σχετικών εμπειρογνωμόνων, όπως της ομάδας εμπειρογνωμόνων για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, και εκπρόσωπων των Μονάδων Χρηματοοικονομικών Πληροφοριών (ΜΧΠ), καθώς επίσης, κατά περίπτωση, εκπροσώπων άλλων οργανισμών επιπέδου Ένωσης, συμπεριλαμβανομένης της ΑΚΝΕΠΑΔ, είναι ουσιώδους σημασίας για την αποτελεσματικότητα της διαδικασίας εκτίμησης κινδύνου. Οι εθνικές εκτιμήσεις κινδύνου και εμπειρίες αποτελούν επίσης σημαντική πηγή πληροφοριών για την εν λόγω διαδικασία. Η εν λόγω εκτίμηση των διασυνοριακών κινδύνων από την Επιτροπή δεν θα πρέπει να περιλαμβάνει την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Σε κάθε περίπτωση, τα δεδομένα θα πρέπει να είναι πλήρως ανωνυμοποιημένα. Οι ενωσιακές και οι εθνικές εποπτικές αρχές που είναι αρμόδιες για την προστασία των δεδομένων θα πρέπει να συμμετέχουν μόνο αν η εκτίμηση του κινδύνου νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας έχει αντίκτυπο στην ιδιωτικότητα και την προστασία των δεδομένων φυσικών προσώπων. Για να μεγιστοποιηθούν οι συνέργειες μεταξύ της εκτίμησης κινδύνου σε ενωσιακό και εθνικό επίπεδο, η Επιτροπή και τα κράτη μέλη θα πρέπει να προσπαθήσουν να εφαρμόσουν συνεπείς μεθοδολογίες.

    (13)

    Τα πορίσματα της εκτίμησης κινδύνου σε επίπεδο Ένωσης μπορούν να συνδράμουν τις αρμόδιες αρχές και τις υπόχρεες οντότητες στον εντοπισμό, στην κατανόηση, στη διαχείριση και στον μετριασμό του κινδύνου νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, καθώς και κινδύνων μη εφαρμογής και αποφυγής στοχευμένων οικονομικών κυρώσεων. Είναι συνεπώς σημαντικό να δημοσιοποιούνται τα πορίσματα της εκτίμησης κινδύνου.

    (14)

    Τα κράτη μέλη εξακολουθούν να είναι τα πλέον κατάλληλα για να εντοπίζουν, να εκτιμούν, να κατανοούν και να αποφασίζουν τον τρόπο μετριασμού των κινδύνων της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας που τα επηρεάζουν άμεσα. Ως εκ τούτου, κάθε κράτος μέλος θα πρέπει να λάβει τα κατάλληλα μέτρα, προκειμένου να προβαίνει σε σωστή ταυτοποίηση, εκτίμηση και κατανόηση των οικείων κινδύνων νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, καθώς και των κινδύνων μη εφαρμογής και αποφυγής στοχευμένων οικονομικών κυρώσεων, και να καθορίσει μια συνεκτική εθνική στρατηγική για τη λήψη μέτρων μετριασμού των εν λόγω κινδύνων. Η εν λόγω εθνική εκτίμηση κινδύνου θα πρέπει να περιλαμβάνει περιγραφή της θεσμικής δομής και των διαδικασιών του καθεστώτος ΚΞΧ/ΧΤ των κρατών μελών, καθώς και τους ανθρώπινους και οικονομικούς πόρους που έχουν διατεθεί, στον βαθμό που αυτές οι πληροφορίες είναι διαθέσιμες. Προκειμένου να διατηρηθεί η συνεχής κατανόηση των κινδύνων, τα κράτη μέλη θα πρέπει να επικαιροποιούν τακτικά την εθνική τους εκτίμηση κινδύνου, ενώ θα πρέπει επίσης να έχουν τη δυνατότητα να την συμπληρώνουν με στοχευμένες επικαιροποιήσεις και εκτιμήσεις κινδύνων που συνδέονται με συγκεκριμένους τομείς, προϊόντα ή υπηρεσίες.

    (15)

    Οι νομικές οντότητες και τα νομικά μορφώματα μπορούν να παράσχουν στους εγκληματίες ένα μέσο απόκρυψης πίσω από ένα μανδύα νομιμότητας και, ως εκ τούτου, ενδέχεται να χρησιμοποιηθούν καταχρηστικά για τη νομιμοποίηση παράνομων εσόδων, είτε σε εγχώριο είτε σε διασυνοριακό επίπεδο. Για τον μετριασμό των εν λόγω κινδύνων, είναι σημαντικό τα κράτη μέλη να κατανοήσουν τους κινδύνους που συνδέονται με τις νομικές οντότητες και τα νομικά μορφώματα που βρίσκονται στην επικράτειά τους, είτε επειδή οι οντότητες είναι εγκατεστημένες εντός αυτής, είτε επειδή οι εμπιστευματοδόχοι ρητών εμπιστευμάτων ή πρόσωπα που κατέχουν ισοδύναμες θέσεις σε παρόμοια νομικά μορφώματα είναι εγκατεστημένα ή διαμένουν εντός αυτής, ή διοικούν το νομικό μόρφωμα από εκεί. Στην περίπτωση νομικών μορφωμάτων, δεδομένου του δικαιώματος του ιδρυτή να επιλέξει το δίκαιο που διέπει το μόρφωμα, είναι επίσης σημαντικό τα κράτη μέλη να κατανοήσουν τους κινδύνους που συνδέονται με τα νομικά μορφώματα που δύνανται να συσταθούν βάσει του δικαίου τους, ανεξάρτητα από το αν το δίκαιό τους ρυθμίζει ρητά τη λειτουργία τους ή αν η σύστασή τους πηγάζει από τη συμβατική ελευθερία των μερών και αναγνωρίζεται από τα εθνικά δικαστήρια.

    (16)

    Δεδομένου του ολοκληρωμένου χαρακτήρα του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος και του ανοικτού χαρακτήρα της οικονομίας της Ένωσης, οι κίνδυνοι που συνδέονται με νομικές οντότητες και νομικά μορφώματα εκτείνονται πέραν εκείνων που βρίσκονται στο έδαφος της Ένωσης. Ως εκ τούτου, είναι σημαντικό η Ένωση και τα κράτη μέλη της να κατανοήσουν την έκθεση σε κινδύνους που προέρχονται από αλλοδαπές νομικές οντότητες και αλλοδαπά νομικά μορφώματα. Η εν λόγω εκτίμηση κινδύνου δεν χρειάζεται να καλύπτει μεμονωμένα κάθε νομική οντότητα ή νομικό μόρφωμα της αλλοδαπής που έχει επαρκή δεσμό με την Ένωση, είτε λόγω της απόκτησης ακίνητης περιουσίας ή της ανάθεσης συμβάσεων κατόπιν διαδικασίας σύναψης δημόσιων συμβάσεων, είτε λόγω συναλλαγών με υπόχρεες οντότητες που τους επιτρέπουν να έχουν πρόσβαση στο χρηματοπιστωτικό σύστημα και την οικονομία της Ένωσης. Ωστόσο, η εκτίμηση κινδύνου θα πρέπει να επιτρέπει στην Ένωση και στα κράτη μέλη της να κατανοήσουν τι είδους αλλοδαπές νομικές οντότητες και αλλοδαπά νομικά μορφώματα απολαύουν τέτοιας πρόσβασης στο χρηματοπιστωτικό σύστημα και την οικονομία της Ένωσης, καθώς και ποια είδη κινδύνων συνδέονται με την εν λόγω πρόσβαση.

    (17)

    Τα αποτελέσματα των εκτιμήσεων κινδύνου θα πρέπει να γνωστοποιούνται εγκαίρως στις υπόχρεες οντότητες, ούτως ώστε αυτές να είναι σε θέση να εντοπίσουν, να κατανοήσουν, να διαχειριστούν και να μετριάσουν τους δικούς τους κινδύνους. Τα αποτελέσματα αυτά μπορούν να κοινοποιούνται σε συνοπτική μορφή και να διατίθενται στο κοινό, ενώ δεν θα πρέπει να περιλαμβάνουν διαβαθμισμένες πληροφορίες ή δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα.

    (18)

    Επιπλέον, για τον εντοπισμό, την κατανόηση, τη διαχείριση και τον μετριασμό των κινδύνων σε επίπεδο Ένωσης σε ακόμη μεγαλύτερο βαθμό, τα κράτη μέλη θα πρέπει να διαθέτουν τα αποτελέσματα των εκτιμήσεων κινδύνου στα άλλα κράτη μέλη, στην Επιτροπή και στην ΑΚΝΕΠΑΔ. Οι διαβαθμισμένες πληροφορίες ή τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα δεν θα πρέπει να περιλαμβάνονται στις εν λόγω κοινοποιήσεις, εκτός εάν τούτο κρίνεται απολύτως αναγκαίο για την εκτέλεση των καθηκόντων ΚΞΧ/ΧΤ.

    (19)

    Προκειμένου να μετριαστούν αποτελεσματικά οι κίνδυνοι που προσδιορίζονται στην εθνική εκτίμηση κινδύνου, τα κράτη μέλη θα πρέπει να διασφαλίζουν τη συνεπή δράση σε εθνικό επίπεδο, είτε ορίζοντας μία αρχή για τον συντονισμό της εθνικής αντίδρασης, είτε ή θεσπίζοντας μηχανισμό προς τον σκοπό αυτόν. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι η ορισμένη αρχή ή ο θεσπισμένος μηχανισμός διαθέτει επαρκείς εξουσίες και πόρους για την αποτελεσματική άσκηση του εν λόγω καθήκοντος και διασφαλίζει επαρκή αντιμετώπιση των εντοπισθέντων κινδύνων.

    (20)

    Για να είναι δυνατή η επανεξέταση των συστημάτων τους για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, τα κράτη μέλη θα πρέπει να τηρούν και να βελτιώνουν την ποιότητα των σχετικών στατιστικών. Προκειμένου να βελτιωθεί περαιτέρω η ποιότητα και η συνεκτικότητα των στατιστικών δεδομένων που συλλέγονται σε επίπεδο Ένωσης, η Επιτροπή και η ΑΚΝΕΠΑΔ θα πρέπει να παρακολουθούν την κατάσταση σε κλίμακα Ένωσης όσον αφορά την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, και να δημοσιεύουν τακτικές επισκοπήσεις.

    (21)

    Η FATF έχει καταρτίσει πρότυπα για τις περιοχές δικαιοδοσίας προκειμένου να εντοπίζονται και να εκτιμώνται οι κίνδυνοι ενδεχόμενης μη εφαρμογής ή αποφυγής των στοχευμένων οικονομικών κυρώσεων που συνδέονται με τη χρηματοδότηση της διάδοσης των όπλων μαζικής καταστροφής και να λαμβάνονται μέτρα για τον μετριασμό τους. Τα εν λόγω νέα πρότυπα που εισήγαγε η FATF δεν υποκαθιστούν ούτε υπονομεύουν τις υφιστάμενες αυστηρές υποχρεώσεις των χωρών να εφαρμόζουν στοχευμένες οικονομικές κυρώσεις ώστε να συμμορφώνονται με τις σχετικές αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών σχετικά με την πρόληψη, την καταστολή και τη διακοπή της διάδοσης των όπλων μαζικής καταστροφής και της χρηματοδότησής της. Οι εν λόγω υφιστάμενες υποχρεώσεις, όπως εφαρμόζονται σε επίπεδο Ένωσης με τις αποφάσεις 2010/413/ΚΕΠΠΑ (11) και (ΚΕΠΠΑ) 2016/849 του Συμβουλίου (12) καθώς και με τους κανονισμούς (ΕΕ) αριθ. 267/2012 (13) και (ΕΕ) 2017/1509 του Συμβουλίου (14), εξακολουθούν να δεσμεύουν όλα τα φυσικά και νομικά πρόσωπα εντός της Ένωσης. Δεδομένων των ειδικών κινδύνων μη εφαρμογής και αποφυγής στοχευμένων οικονομικών κυρώσεων στους οποίους εκτίθεται η Ένωση, είναι σκόπιμο να επεκταθεί η αξιολόγηση των κινδύνων ώστε να συμπεριλάβει όλες τις στοχευμένες οικονομικές κυρώσεις που θεσπίζονται σε επίπεδο Ένωσης. Η ανάλογη με τον βαθμό κινδύνου φύση των μέτρων ΚΞΧ/ΧΤ που σχετίζονται με στοχευμένες οικονομικές κυρώσεις δεν αίρει την υποχρέωση βάσει κανόνων, στην οποία υπόκεινται όλα τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα στην Ένωση, δέσμευσης και απαγόρευσης διάθεσης κεφαλαίων ή άλλων περιουσιακών στοιχείων σε κατονομαζόμενα πρόσωπα και οντότητες.

    (22)

    Προκειμένου να αποτυπωθούν οι εξελίξεις σε διεθνές επίπεδο, ιδίως οι αναθεωρημένες συστάσεις της FATF, και να διασφαλιστεί ένα ολοκληρωμένο πλαίσιο για την εφαρμογή στοχευμένων οικονομικών κυρώσεων, θα πρέπει να εισαχθούν στην παρούσα οδηγία απαιτήσεις για τον εντοπισμό, την κατανόηση, τη διαχείριση και τον μετριασμό των κινδύνων μη εφαρμογής ή αποφυγής στοχευμένων οικονομικών κυρώσεων σε επίπεδο Ένωσης και σε επίπεδο κρατών μελών.

    (23)

    Τα κεντρικά μητρώα πληροφοριών για τους πραγματικούς δικαιούχους («κεντρικά μητρώα») είναι ζωτικής σημασίας για την καταπολέμηση της κατάχρησης νομικών οντοτήτων και νομικών μορφωμάτων. Επομένως, τα κράτη μέλη θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι οι πληροφορίες σχετικά με τους πραγματικούς δικαιούχους νομικών οντοτήτων και νομικών μορφωμάτων, οι πληροφορίες σχετικά με τις συμφωνίες εκπροσώπησης και οι πληροφορίες για αλλοδαπές νομικές οντότητες και αλλοδαπά νομικά μορφώματα τηρούνται σε κεντρικό μητρώο. Για να διασφαλιστεί ότι τα εν λόγω κεντρικά μητρώα είναι ευχερώς προσβάσιμα και περιέχουν δεδομένα υψηλής ποιότητας, θα πρέπει να θεσπιστούν συνεκτικοί κανόνες για τη συλλογή και την αποθήκευση αυτών των πληροφοριών από τα μητρώα. Οι πληροφορίες που τηρούνται στα κεντρικά μητρώα θα πρέπει να είναι προσβάσιμες σε εύχρηστο και μηχαναγνώσιμο μορφότυπο.

    (24)

    Προκειμένου να βελτιωθεί η διαφάνεια με σκοπό την καταπολέμηση της εκμετάλλευσης νομικών οντοτήτων, τα κράτη μέλη θα πρέπει να εξασφαλίζουν ότι οι πληροφορίες για τους πραγματικούς δικαιούχους καταχωρίζονται σε κεντρικό μητρώο που βρίσκεται εκτός της νομικής οντότητας, σε πλήρη συμμόρφωση με το ενωσιακό δίκαιο. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να χρησιμοποιούν για τον σκοπό αυτόν κεντρική βάση δεδομένων όπου συγκεντρώνονται οι πληροφορίες για τους πραγματικούς δικαιούχους ή μητρώο επιχειρήσεων ή άλλο κεντρικό μητρώο. Τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίσουν ότι οι υπόχρεες οντότητες είναι υπεύθυνες για την παροχή ορισμένων πληροφοριών στο κεντρικό μητρώο. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να εξασφαλίσουν ότι οι εν λόγω πληροφορίες καθίστανται διαθέσιμες στις αρμόδιες αρχές, καθώς και ότι παρέχονται στις υπόχρεες οντότητες όταν αυτές εφαρμόζουν μέτρα δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη.

    (25)

    Οι πληροφορίες για τους πραγματικούς δικαιούχους ρητών εμπιστευμάτων και παρεμφερών νομικών μορφωμάτων θα πρέπει να καταχωρίζονται εκεί όπου είναι εγκατεστημένοι ή διαμένουν οι εμπιστευματοδόχοι και τα πρόσωπα που κατέχουν ισοδύναμες θέσεις σε παρεμφερή νομικά μορφώματα, ή στον τόπο άσκησης της διοίκησης του νομικού μορφώματος. Για να διασφαλιστεί η αποτελεσματική παρακολούθηση και καταχώριση πληροφοριών για τους πραγματικούς δικαιούχους των ρητών εμπιστευμάτων και παρεμφερών νομικών μορφωμάτων, είναι επίσης αναγκαία η συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών. Η διασύνδεση των μητρώων πραγματικών δικαιούχων ρητών εμπιστευμάτων και παρεμφερών νομικών μορφωμάτων των κρατών μελών θα πρέπει να καθιστά τις πληροφορίες αυτές προσβάσιμες, ενώ θα πρέπει επίσης να διασφαλίζει ότι αποφεύγεται η πολλαπλή καταχώριση των ίδιων ρητών εμπιστευμάτων και παρεμφερών νομικών μορφωμάτων εντός της Ένωσης.

    (26)

    Η έγκαιρη πρόσβαση σε πληροφορίες για τους πραγματικούς δικαιούχους θα πρέπει να εξασφαλίζεται με τρόπο που να μη γίνεται αντιληπτή από την ερευνώμενη νομική οντότητα ή τον εμπιστευματοδόχο ή το πρόσωπο που κατέχει ισοδύναμη θέση.

    (27)

    Η ακρίβεια των δεδομένων που περιλαμβάνονται στα κεντρικά μητρώα είναι θεμελιώδης για όλες τις αρμόδιες αρχές και τα άλλα πρόσωπα στα οποία επιτρέπεται η πρόσβαση σε αυτά τα δεδομένα και για τη λήψη έγκυρων, νόμιμων αποφάσεων βάσει αυτών των δεδομένων. Επομένως, τα κράτη μέλη θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι οι οντότητες που είναι υπεύθυνες για τα κεντρικά μητρώα επαληθεύουν, εντός ευλόγου χρόνου από την υποβολή των πληροφοριών σχετικά με τον πραγματικό δικαιούχο και στη συνέχεια σε τακτική βάση, ότι οι υποβληθείσες πληροφορίες είναι πρόσφορες, ακριβείς και επικαιροποιημένες. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι οι οντότητες που είναι υπεύθυνες για τα κεντρικά μητρώα είναι σε θέση να ζητούν κάθε πληροφορία που χρειάζονται για την επαλήθευση των πληροφοριών σχετικά με τον πραγματικό δικαιούχο και των πληροφοριών του ασκούντος καθήκοντα εξ ονόματος άλλου προσώπου, καθώς και για την επαλήθευση των περιπτώσεων τις οποίες δεν υπάρχει πραγματικός δικαιούχος ή στις οποίες δεν κατέστη δυνατός ο προσδιορισμός των πραγματικών δικαιούχων. Στις εν λόγω περιπτώσεις, οι πληροφορίες που παρέχονται στο κεντρικό μητρώο θα πρέπει να συνοδεύονται από αιτιολόγηση, συμπεριλαμβανομένων όλων των σχετικών δικαιολογητικών εγγράφων, ώστε το μητρώο να είναι σε θέση να εξακριβώσει αν όντως συντρέχει τέτοια περίπτωση. Τα κράτη μέλη θα πρέπει επίσης να διασφαλίζουν ότι οι οντότητες που είναι υπεύθυνες για τα κεντρικά μητρώα έχουν στη διάθεσή τους κατάλληλα εργαλεία για τη διενέργεια αυτοματοποιημένων επαληθεύσεων, ούτως ώστε να διασφαλίζεται η προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων και να αποφεύγονται αποτελέσματα τα οποία εισάγουν διακρίσεις.

    (28)

    Είναι σημαντικό τα κράτη μέλη να αναθέτουν στις οντότητες που είναι υπεύθυνες για τα κεντρικά μητρώα επαρκείς εξουσίες και πόρους, ώστε αυτές να εξακριβώνουν τον πραγματικό δικαιούχο και να επαληθεύουν την ακρίβεια των πληροφοριών που τους έχουν υποβληθεί, καθώς και να αναφέρουν κάθε υπόνοια στη ΜΧΠ τους. Οι εξουσίες αυτές θα πρέπει περιλαμβάνουν τη εξουσία για διενέργεια επιθεωρήσεων στις επαγγελματικές εγκαταστάσεις των νομικών οντοτήτων και των υπόχρεων οντοτήτων που ενεργούν ως εμπιστευματοδόχοι ρητών εμπιστευμάτων ή πρόσωπα που κατέχουν ισοδύναμες θέσεις σε παρόμοια νομικά μορφώματα, είτε διενεργούνται από τις οντότητες που είναι υπεύθυνες για τα κεντρικά μητρώα είτε από άλλες αρχές για λογαριασμό τους. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι εφαρμόζονται επαρκείς εγγυήσεις, όταν οι εμπιστευματοδόχοι ή τα πρόσωπα που κατέχουν ισοδύναμη θέση σε παρόμοιο νομικό μόρφωμα είναι επαγγελματίες του νομικού κλάδου ή όταν οι επαγγελματικές εγκαταστάσεις τους ή η καταστατική τους έδρα είναι ίδιες με την ιδιωτική τους κατοικία. Οι εξουσίες αυτές θα πρέπει να επεκτείνονται σε εκπροσώπους νομικών οντοτήτων και νομικών μορφωμάτων της αλλοδαπής στην Ένωση, όταν οι εν λόγω νομικές οντότητες και τα εν λόγω μορφώματα έχουν καταστατική έδρα ή αντιπροσώπους στην Ένωση.

    (29)

    Όταν η επαλήθευση των πληροφοριών σχετικά με τον πραγματικό δικαιούχο οδηγεί μια οντότητα που είναι υπεύθυνη για ένα κεντρικό μητρώο στο συμπέρασμα ότι υπάρχουν ασυνέπειες ή σφάλματα στις εν λόγω πληροφορίες, ή όταν οι εν λόγω πληροφορίες δεν πληρούν με άλλον τρόπο τις απαιτήσεις, η οντότητα θα πρέπει να έχει τη δυνατότητα να δεσμεύει ή να αναστέλλει την απόδειξη εγγραφής στο κεντρικό μητρώο, έως ότου διορθωθούν οι αστοχίες.

    (30)

    Οι οντότητες που είναι υπεύθυνες για τα κεντρικά μητρώα θα πρέπει να εκτελούν τα καθήκοντά τους χωρίς αθέμιτη επιρροή, συμπεριλαμβανομένης κάθε αθέμιτης πολιτικής επιρροής ή επιρροής του κλάδου σε σχέση με την επαλήθευση των πληροφοριών, την επιβολή μέτρων ή κυρώσεων και τη χορήγηση πρόσβασης σε πρόσωπα με έννομο συμφέρον. Προς τον σκοπό αυτόν, οι οντότητες που είναι υπεύθυνες για τα κεντρικά μητρώα θα πρέπει να εφαρμόζουν πολιτικές για την πρόληψη και τη διαχείριση της σύγκρουσης συμφερόντων.

    (31)

    Οι οντότητες που είναι υπεύθυνες για τα κεντρικά μητρώα είναι σε θέση να εντοπίζουν, με ταχύ και αποτελεσματικό τρόπο, τα άτομα που τελικά κατέχουν ή ελέγχουν νομικές οντότητες και μορφώματα, συμπεριλαμβανομένων των ατόμων που έχουν κατονομαστεί στο πλαίσιο στοχευμένων οικονομικών κυρώσεων. Ο έγκαιρος εντοπισμός των δομών ιδιοκτησίας και ελέγχου συμβάλλει στη βελτίωση της κατανόησης της έκθεσης σε κινδύνους μη εφαρμογής και αποφυγής στοχευμένων οικονομικών κυρώσεων, καθώς και στη θέσπιση μέτρων για τη μείωση των εν λόγω κινδύνων. Επομένως, είναι σημαντικό οι οντότητες που είναι υπεύθυνες για τα κεντρικά μητρώα να διασταυρώνουν τις πληροφορίες που έχουν στη διάθεσή τους σχετικά με τους πραγματικούς δικαιούχους με τα στοιχεία των ατόμων που έχουν κατονομαστεί στο πλαίσιο στοχευμένων οικονομικών κυρώσεων, τόσο αμέσως μετά τον προσδιορισμό των εν λόγω ατόμων όσο και ανά τακτά χρονικά διαστήματα στη συνέχεια, προκειμένου να διαπιστώνεται κατά πόσον οι αλλαγές στη δομή ιδιοκτησίας ή ελέγχου της νομικής οντότητας ή του νομικού μορφώματος οδηγούν σε κινδύνους αποφυγής στοχευμένων οικονομικών κυρώσεων. Η επισήμανση στα κεντρικά μητρώα ότι νομικές οντότητες ή νομικά μορφώματα συνδέονται με πρόσωπα ή οντότητες που υπόκεινται σε στοχευμένες οικονομικές κυρώσεις θα πρέπει να συμβάλλει στις δραστηριότητες των αρμόδιων αρχών και των αρχών που είναι υπεύθυνες για την εφαρμογή των περιοριστικών μέτρων της Ένωσης.

    (32)

    Η αναφορά αναντιστοιχιών μεταξύ των πληροφοριών για τους πραγματικούς δικαιούχους που τηρούνται στα κεντρικά μητρώα και των πληροφοριών για τους πραγματικούς δικαιούχους που διατίθενται στις υπόχρεες οντότητες και, κατά περίπτωση, στις αρμόδιες αρχές, αποτελεί αποτελεσματικό μηχανισμό για την επαλήθευση της ακρίβειας των πληροφοριών. Τυχόν απόκλιση που εντοπίζεται θα πρέπει να αναφέρεται και να διορθώνεται τάχιστα, σύμφωνα με τις απαιτήσεις περί προστασίας των δεδομένων.

    (33)

    Στην περίπτωση που η αναφορά αναντιστοιχιών από τις ΜΧΠ και άλλες αρμόδιες αρχές θα διακύβευε την ανάλυση μιας ύποπτης συναλλαγής ή εν εξελίξει ποινική έρευνα, οι ΜΧΠ ή άλλες αρμόδιες αρχές θα πρέπει να καθυστερούν την αναφορά της αναντιστοιχίας έως ότου οι λόγοι της μη αναφοράς να παύσουν να υφίστανται. Επιπλέον, οι ΜΧΠ και άλλες αρμόδιες αρχές δεν θα πρέπει να γνωστοποιούν αναντιστοιχίες όταν κάτι τέτοιο θα ήταν αντίθετο προς κάθε διάταξη εμπιστευτικότητας του εθνικού δικαίου ή θα συνιστούσε αδίκημα πληροφόρησης.

    (34)

    Για να διασφαλιστούν ίσοι όροι ανταγωνισμού στην εφαρμογή της έννοιας του πραγματικού δικαιούχου, είναι σημαντικό οι νομικές οντότητες να υπάρχουν σε ολόκληρη την Ένωση ενιαίοι δίαυλοι και μέσα αναφοράς για νομικές οντότητες και εμπιστευματοδόχους ρητών εμπιστευμάτων ή πρόσωπα που κατέχουν ισοδύναμες θέσεις σε παρόμοια νομικά μορφώματα. Προς τον σκοπό αυτό, ο μορφότυπος υποβολής πληροφοριών για τους πραγματικούς δικαιούχους στα σχετικά κεντρικά μητρώα θα πρέπει να είναι ενιαίος και να προσφέρει εγγυήσεις διαφάνειας και ασφάλειας δικαίου.

    (35)

    Προκειμένου να διασφαλισθούν ίσοι όροι ανταγωνισμού μεταξύ των διαφόρων νομικών μορφών, οι εμπιστευματοδόχοι θα πρέπει επίσης να υποχρεούνται να αποκτούν και να διατηρούν πληροφορίες για τους πραγματικούς δικαιούχους, καθώς και να κοινοποιούν τις εν λόγω πληροφορίες σε κεντρικό μητρώο ή σε κεντρική βάση δεδομένων.

    (36)

    Είναι σημαντικό οι πληροφορίες για τους πραγματικούς δικαιούχους να παραμένουν διαθέσιμες μέσω των κεντρικών μητρώων και μέσω του συστήματος διασύνδεσης των κεντρικών μητρώων για τουλάχιστον 5 έτη αφότου η νομική οντότητα έχει λυθεί ή το νομικό μόρφωμα έχει παύσει να υφίσταται. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να προβλέπουν βάσει νόμου πρόσθετους λόγους για την επεξεργασία πληροφοριών για τους πραγματικούς δικαιούχους για σκοπούς άλλους από την ΚΞΧ/ΧΤ, εφόσον η επεξεργασία αυτή ανταποκρίνεται σε σκοπό δημοσίου συμφέροντος και αποτελεί αναγκαίο και αναλογικό μέτρο σε μια δημοκρατική κοινωνία για την επίτευξη επιδιωκόμενου θεμιτού σκοπού.

    (37)

    Οι ΜΧΠ, άλλες αρμόδιες αρχές και αυτορρυθμιζόμενοι φορείς θα πρέπει να έχουν άμεση, απρόσκοπτη, απευθείας και ελεύθερη πρόσβαση σε πληροφορίες σχετικά με τους πραγματικούς δικαιούχους για τους σκοπούς της πρόληψης, του εντοπισμού, της διερεύνησης και της δίωξης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, των βασικών αδικημάτων της ή της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας. Οι υπόχρεες οντότητες θα πρέπει επίσης να έχουν πρόσβαση στα κεντρικά μητρώα κατά την άσκηση της δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη. Τα κράτη μέλη μπορούν να επιλέξουν να θέσουν ως προϋπόθεση για την πρόσβαση των υπόχρεων οντοτήτων την καταβολή τέλους. Ωστόσο, τα εν λόγω τέλη θα πρέπει να περιορίζονται αυστηρά στο μέτρο που είναι αναγκαίο για την κάλυψη του κόστους διασφάλισης της ποιότητας των πληροφοριών που τηρούνται από τα εν λόγω μητρώα και διάθεσης των πληροφοριών, και δεν θα πρέπει να υπονομεύουν την αποτελεσματική πρόσβαση σε πληροφορίες σχετικά με τον πραγματικό δικαιούχο.

    (38)

    Η άμεση, έγκαιρη και απρόσκοπτη πρόσβαση των εθνικών δημόσιων αρχών σε πληροφορίες σχετικά με τους πραγματικούς δικαιούχους είναι επίσης ζωτικής σημασίας για τη διασφάλιση της ορθής εφαρμογής των περιοριστικών μέτρων της Ένωσης, την πρόληψη του κινδύνου μη εφαρμογής και αποφυγής των περιοριστικών μέτρων της Ένωσης, καθώς και για τη διερεύνηση παραβάσεων των εν λόγω μέτρων. Για αυτούς τους λόγους, οι αρμόδιες για την εφαρμογή των περιοριστικών αυτών μέτρων αρχές που προσδιορίζονται βάσει των σχετικών κανονισμών του Συμβουλίου οι οποίοι εκδίδονται βάσει του άρθρου 215 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ) θα πρέπει να έχουν απευθείας και άμεση πρόσβαση στις πληροφορίες που τηρούνται στα διασυνδεδεμένα κεντρικά μητρώα.

    (39)

    Τα όργανα, οι υπηρεσίες και οι οργανισμοί της Ένωσης που διαδραματίζουν ρόλο στο ενωσιακό πλαίσιο ΚΞΧ/ΧΤ θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα πρόσβασης σε πληροφορίες σχετικά με τον πραγματικό δικαιούχο κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους. Τούτο ισχύει για την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία, αλλά και για την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) κατά την εκτέλεση των ερευνών της, καθώς και για την Ευρωπόλ και τη Eurojust κατά την υποστήριξη ερευνών από εθνικές αρχές. Ως εποπτική αρχή, η ΑΚΝΕΠΑΔ πρέπει να έχει πρόσβαση σε πληροφορίες σχετικά με τον πραγματικό δικαιούχο, κατά την άσκηση των εποπτικών της δραστηριοτήτων. Προκειμένου να διασφαλιστεί ότι η ΑΚΝΕΠΑΔ είναι σε θέση να στηρίζει αποτελεσματικά τις δραστηριότητες των ΜΧΠ, θα πρέπει επίσης να έχει πρόσβαση σε πληροφορίες σχετικά με τον πραγματικό δικαιούχο στο πλαίσιο κοινών αναλύσεων.

    (40)

    Προκειμένου να περιοριστούν οι επεμβάσεις στο δικαίωμα στον σεβασμό της ιδιωτικής ζωής και στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, για την πρόσβαση του κοινού σε πληροφορίες πραγματικών δικαιούχων που τηρούνται στα κεντρικά μητρώα θα πρέπει να αποδεικνύεται προηγουμένως η ύπαρξη έννομου συμφέροντος. Τυχόν αποκλίνουσες προσεγγίσεις των κρατών μελών όσον αφορά τη διαπίστωση της ύπαρξης τέτοιου έννομου συμφέροντος ενδέχεται να παρεμποδίσουν την εναρμονισμένη εφαρμογή του πλαισίου ΚΞΧ/ΧΤ και τον σκοπό πρόληψης για τον οποίο επιτρέπεται η πρόσβαση του κοινού. Ως εκ τούτου, είναι αναγκαίο να διαμορφωθεί ένα πλαίσιο για την αναγνώριση και τη διαπίστωση ύπαρξης έννομου συμφέροντος σε επίπεδο Ένωσης, με πλήρη σεβασμό του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης («Χάρτης»). Όταν υφίσταται έννομο συμφέρον, θα πρέπει να επιτρέπεται στο κοινό η πρόσβαση σε πληροφορίες σχετικά με τους πραγματικούς δικαιούχους νομικών οντοτήτων και νομικών μορφωμάτων. Το έννομο συμφέρον θα πρέπει να τεκμαίρεται για ορισμένες κατηγορίες του κοινού. Η πρόσβαση βάσει έννομου συμφέροντος δεν θα πρέπει να εξαρτάται από το νομικό καθεστώς ή τη νομική μορφή του προσώπου που ζητεί πρόσβαση.

    (41)

    Μη κυβερνητικές οργανώσεις, εκπρόσωποι της ακαδημαϊκής κοινότητας και ερευνητές δημοσιογράφοι έχουν συμβάλει στην επίτευξη των στόχων της Ένωσης για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, των βασικών αδικημάτων της και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας. Ως εκ τούτου, θα πρέπει να θεωρείται ότι έχουν έννομο συμφέρον να αποκτήσουν πρόσβαση σε πληροφορίες σχετικά με τους πραγματικούς δικαιούχους, πρόσβαση η οποία αποτελεί στοιχείο ζωτικής σημασίας για την εκτέλεση των καθηκόντων τους και την άσκηση δημόσιου ελέγχου, ανάλογα με την περίπτωση. Η δυνατότητα πρόσβασης στα κεντρικά μητρώα δεν θα πρέπει να εξαρτάται από το μέσο ή την πλατφόρμα μέσω της οποίας ασκούν τις δραστηριότητές τους ή από το κατά πόσον διαθέτουν προηγούμενη πείρα στον τομέα. Προκειμένου οι εν λόγω κατηγορίες να είναι σε θέση να ασκούν αποτελεσματικά τις δραστηριότητές τους και να αποφεύγουν τον κίνδυνο αντιποίνων, θα πρέπει να μπορούν να έχουν πρόσβαση σε πληροφορίες σχετικά με νομικές οντότητες και νομικά μορφώματα, χωρίς να αποδεικνύουν κάποιου είδους σύνδεσμο με τις εν λόγω οντότητες ή τα εν λόγω μορφώματα. Όπως προβλέπεται από τους κανόνες της Ένωσης για την προστασία των δεδομένων, κάθε πρόσβαση των πραγματικών δικαιούχων σε πληροφορίες σχετικά με την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που τους αφορούν δεν θα πρέπει να θίγει τα δικαιώματα και τις ελευθερίες άλλων, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος στην ασφάλεια του προσώπου. Η γνωστοποίηση στον πραγματικό δικαιούχο ότι πρόσωπα που ενεργούν για δημοσιογραφικούς σκοπούς ή οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών απέκτησαν πρόσβαση στα προσωπικά τους δεδομένα εγκυμονεί τον κίνδυνο υπονόμευσης της ασφάλειας των δημοσιογράφων και των μελών οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών που διεξάγουν έρευνες για πιθανές εγκληματικές δραστηριότητες. Ως εκ τούτου, προκειμένου να συμβιβαστεί το δικαίωμα στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα με την ελευθερία της πληροφόρησης και της έκφρασης των δημοσιογράφων σύμφωνα με το άρθρο 85 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (15), και προκειμένου να διασφαλιστεί ο ρόλος των οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών στην πρόληψη, τη διερεύνηση και τον εντοπισμό της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, των βασικών αδικημάτων της ή της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας σύμφωνα με το άρθρο 23, παράγραφος 1, στοιχείο δ), του εν λόγω κανονισμού, οι οντότητες που είναι υπεύθυνες για τα κεντρικά μητρώα δεν θα πρέπει να κοινοποιούν στους πραγματικούς δικαιούχους πληροφορίες σχετικά με την επεξεργασία των δεδομένων τους από τις εν λόγω κατηγορίες του κοινού, αλλά μόνο το γεγονός ότι πρόσωπα που ενεργούν για τους σκοπούς της δημοσιογραφίας ή οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών έχουν αποκτήσει πρόσβαση στα δεδομένα τους.

    (42)

    Η ακεραιότητα των επιχειρηματικών συναλλαγών είναι ζωτικής σημασίας για την ορθή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς και του χρηματοπιστωτικού συστήματος της Ένωσης. Προς τον σκοπό αυτόν, είναι σημαντικό τα πρόσωπα που επιθυμούν να συναλλαγούν με νομικές οντότητες ή νομικά μορφώματα εντός της Ένωσης να έχουν πρόσβαση σε πληροφορίες σχετικά με τους πραγματικούς δικαιούχους τους για να επαληθεύουν ότι οι δυνητικοί επιχειρηματικοί αντισυμβαλλόμενοι τους δεν εμπλέκονται σε νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, τα βασικά αδικήματά της ή χρηματοδότηση της τρομοκρατίας. Υπάρχουν εκτεταμένες αποδείξεις ότι οι εγκληματίες αποκρύπτουν την ταυτότητά τους πίσω από εταιρικές δομές, και η δυνατότητα όσων θα μπορούσαν να προβούν σε συναλλαγές με νομική οντότητα ή νομικό μόρφωμα να πληροφορηθούν την ταυτότητα των πραγματικών δικαιούχων συμβάλλει στην καταπολέμηση της κατάχρησης νομικών οντοτήτων ή νομικών μορφωμάτων για εγκληματικούς σκοπούς. Μια συναλλαγή δεν περιορίζεται σε δραστηριότητες διαπραγμάτευσης ή στην παροχή ή αγορά προϊόντων ή υπηρεσιών, αλλά θα μπορούσε επίσης να περιλαμβάνει καταστάσεις στις οποίες ένα πρόσωπο ενδέχεται να επενδύσει χρηματικά ποσά, όπως ορίζεται στο άρθρο 4 σημείο 25) της οδηγίας (ΕΕ) 2015/2366 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (16) ή κρυπτοστοιχεία σε νομική οντότητα ή σε νομικό μόρφωμα, ή να αποκτήσει τη νομική οντότητα. Ως εκ τούτου, η απαίτηση περί ύπαρξης έννομου συμφέροντος για πρόσβαση σε πληροφορίες σχετικά με τον πραγματικό δικαιούχο δεν θα πρέπει να θεωρείται ότι πληρούται μόνο από πρόσωπα που ασκούν οικονομικές ή εμπορικές δραστηριότητες.

    (43)

    Δεδομένου του διασυνοριακού χαρακτήρα της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, του κύριου αδικήματός της και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, θα πρέπει να αναγνωριστεί ότι οι αρχές τρίτων χωρών έχουν έννομο συμφέρον να αποκτήσουν πρόσβαση σε πληροφορίες σχετικά με τον πραγματικό δικαιούχο νομικών οντοτήτων και νομικών μορφωμάτων της Ένωσης, εφόσον η εν λόγω πρόσβαση είναι αναγκαία στις εν λόγω αρχές στο πλαίσιο ειδικών ερευνών ή αναλύσεων για την εκτέλεση των καθηκόντων τους αναφορικά με την ΚΞΧ/ΧΤ. Ομοίως, οι οντότητες που υπόκεινται σε απαιτήσεις ΚΞΧ/ΧΤ σε τρίτες χώρες θα πρέπει να μπορούν να έχουν πρόσβαση στις πληροφορίες σχετικά με τον πραγματικό δικαιούχο στα κεντρικά μητρώα της Ένωσης, όταν υποχρεούνται να λαμβάνουν μέτρα δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη σύμφωνα με τις απαιτήσεις ΚΞΧ/ΧΤ στις εν λόγω χώρες σε σχέση με νομικές οντότητες και νομικά μορφώματα που είναι εγκατεστημένα στην Ένωση. Κάθε πρόσβαση σε πληροφορίες που περιέχονται στα κεντρικά μητρώα θα πρέπει να συμμορφώνεται με το ενωσιακό δίκαιο για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, και ιδίως με το κεφάλαιο V του κανονισμού (ΕΕ) 2016/679. Προς τον σκοπό αυτόν, τα κεντρικά μητρώα θα πρέπει επίσης να εξετάζουν κατά πόσον τα αιτήματα προσώπων που είναι εγκατεστημένα εκτός της Ένωσης μπορούν να εμπίπτουν στις προϋποθέσεις υπό τις οποίες δύναται να γίνει χρήση παρέκκλισης δυνάμει του άρθρου 49 του εν λόγω κανονισμού. Είναι πάγια νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης («Δικαστήριο») ότι η καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, των βασικών αδικημάτων της και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας αποτελεί σκοπό γενικού δημόσιου συμφέροντος, το ίδιο δε ισχύει και για τους εν λόγω συνδεόμενους με αυτόν σκοπούς δημόσιας ασφάλειας. Προκειμένου να διαφυλαχθεί η ακεραιότητα των ερευνών και των αναλύσεων από τις ΜΧΠ τρίτων χωρών και τις αρχές επιβολής του νόμου και τις δικαστικές αρχές, τα κεντρικά μητρώα θα πρέπει να μην αποκαλύπτουν στους πραγματικούς δικαιούχους οποιαδήποτε επεξεργασία των δεδομένων τους προσωπικού χαρακτήρα από τις εν λόγω αρχές, στον βαθμό που η δημοσιοποίηση αυτή θα επηρέαζε δυσμενώς τις έρευνες και τις αναλύσεις των εν λόγω αρχών. Ωστόσο, προκειμένου να διαφυλαχθούν τα δικαιώματα των υποκειμένων των δεδομένων, τα κεντρικά μητρώα θα πρέπει μόνο να μην αποκαλύπτουν τις εν λόγω πληροφορίες έως ότου η δημοσιοποίηση αυτή να μη θέτει πλέον σε κίνδυνο ορισμένη έρευνα ή ανάλυση. Η εν λόγω προθεσμία θα πρέπει να οριστεί σε 5 έτη κατ’ ανώτατο όριο και θα πρέπει να παρατείνεται μόνο κατόπιν αιτιολογημένου αιτήματος της αρχής της τρίτης χώρας.

    (44)

    Προκειμένου να διασφαλιστεί ένα καθεστώς πρόσβασης επαρκώς ευέλικτο και ικανό να προσαρμόζεται στις αναδυόμενες νέες συνθήκες, τα κράτη μέλη θα πρέπει να είναι σε θέση να χορηγούν πρόσβαση στις πληροφορίες πραγματικών δικαιούχων, ανάλογα με την περίπτωση, σε κάθε πρόσωπο που μπορεί να αποδείξει ότι έχει έννομο συμφέρον το οποίο συνδέεται με την πρόληψη και την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, των βασικών αδικημάτων της και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να συλλέγουν πληροφορίες σχετικά με περιπτώσεις έννομου συμφέροντος που δεν συμπεριλαμβάνονται στις κατηγορίες οι οποίες προσδιορίζονται στην παρούσα οδηγία και να τις κοινοποιούν στην Επιτροπή.

    (45)

    Οι εγκληματίες μπορούν να κάνουν κατάχρηση νομικών οντοτήτων οποιαδήποτε στιγμή. Ωστόσο, ορισμένα στάδια του κύκλου ζωής των νομικών οντοτήτων συνδέονται με υψηλότερους κινδύνους, όπως το στάδιο της σύστασης της εταιρείας, ή όταν υπάρχουν αλλαγές στη δομή της εταιρείας, όπως η μετατροπή, η συγχώνευση ή η διάσπαση, οι οποίες επιτρέπουν στους εγκληματίες να αποκτήσουν τον έλεγχο της νομικής οντότητας. Το πλαίσιο της Ένωσης προβλέπει εποπτεία των εν λόγω φάσεων ύπαρξης νομικής οντότητας από τις δημόσιες αρχές βάσει της οδηγίας (ΕΕ) 2017/1132 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (17). Προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι εν λόγω δημόσιες αρχές είναι σε θέση να ασκούν αποτελεσματικά τις δραστηριότητές τους και να συμβάλλουν στην πρόληψη της κατάχρησης νομικών οντοτήτων για εγκληματικούς σκοπούς, θα πρέπει να έχουν πρόσβαση στις πληροφορίες που περιέχονται στα διασυνδεδεμένα κεντρικά μητρώα.

    (46)

    Προκειμένου να διασφαλιστούν η νομιμότητα και η κανονικότητα των δαπανών που περιλαμβάνονται στους λογαριασμούς που υποβάλλονται στην Επιτροπή στο πλαίσιο χρηματοδοτικών προγραμμάτων της Ένωσης, οι αρμόδιες για τα προγράμματα αρχές πρέπει να συλλέγουν και να αποθηκεύουν στα οικεία συστήματα διαχείρισης και ελέγχου πληροφορίες σχετικά με τους πραγματικούς δικαιούχους των αποδεκτών ενωσιακής χρηματοδότησης. Ως εκ τούτου, είναι αναγκαίο να διασφαλιστεί ότι οι αρμόδιες για τα προγράμματα αρχές στα κράτη μέλη έχουν πρόσβαση σε πληροφορίες σχετικά με τους πραγματικούς δικαιούχους που τηρούνται στα διασυνδεδεμένα κεντρικά μητρώα για την εκπλήρωση των καθηκόντων τους όσον αφορά την πρόληψη, τον εντοπισμό, τη διόρθωση και την αναφορά παρατυπιών, συμπεριλαμβανομένης της απάτης, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) 2021/1060 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (18).

    (47)

    Για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης, οι αρχές των κρατών μελών που εφαρμόζουν τον μηχανισμό ανάκαμψης και ανθεκτικότητας δυνάμει του κανονισμού (ΕΕ) 2021/241 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (19) θα πρέπει να έχουν πρόσβαση στα διασυνδεδεμένα κεντρικά μητρώα για τη συλλογή των πληροφοριών σχετικά με τον πραγματικό δικαιούχο των κονδυλίων της Ένωσης ή του αναδόχου οι οποίες απαιτούνται βάσει του εν λόγω κανονισμού.

    (48)

    Η διαφθορά στις δημόσιες συμβάσεις βλάπτει το δημόσιο συμφέρον, υπονομεύει την εμπιστοσύνη του κοινού και έχει αρνητικό αντίκτυπο στη ζωή των πολιτών. Δεδομένου ότι οι διαδικασίες σύναψης δημόσιων συμβάσεων είναι ευάλωτες στη διαφθορά, την απάτη και άλλα βασικά αδικήματα, οι εθνικές αρχές που είναι αρμόδιες για τις διαδικασίες σύναψης δημόσιων συμβάσεων θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα πρόσβασης στα κεντρικά μητρώα, ώστε να εξακριβώνουν την ταυτότητα των φυσικών προσώπων που τελικά κατέχουν ή ελέγχουν τους προσφέροντες, και να εντοπίζουν περιπτώσεις στις οποίες ελλοχεύει ο κίνδυνος συμμετοχής εγκληματιών στη διαδικασία σύναψης συμβάσεων. Η έγκαιρη πρόσβαση σε πληροφορίες που τηρούνται στο κεντρικό μητρώο είναι ζωτικής σημασίας για να διασφαλιστεί ότι οι δημόσιες αρχές που είναι αρμόδιες για τη σύναψη δημόσιων συμβάσεων μπορούν να εκπληρώσουν αποτελεσματικά τα καθήκοντά τους, μεταξύ άλλων εντοπίζοντας περιπτώσεις διαφθοράς στις εν λόγω διαδικασίες. Η έννοια των δημόσιων αρχών όσον αφορά τις διαδικασίες σύναψης συμβάσεων θα πρέπει να περιλαμβάνει την έννοια των αναθετουσών αρχών στις ενωσιακές νομικές πράξεις σχετικά με τις διαδικασίες σύναψης δημοσίων συμβάσεων για αγαθά και υπηρεσίες ή συμβάσεων παραχώρησης, καθώς και κάθε δημόσια αρχή που έχει οριστεί από τα κράτη μέλη για τον έλεγχο της νομιμότητας των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων, η οποία δεν αποτελεί αρμόδια αρχή για σκοπούς ΚΞΧ/ΧΤ.

    (49)

    Προϊόντα, όπως ο έλεγχος πελατών που προσφέρονται από τρίτους παρόχους, στηρίζουν τις υπόχρεες οντότητες κατά την άσκηση της δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη. Τα εν λόγω προϊόντα τους παρέχουν μια ολοκληρωμένη άποψη για τον πελάτη, η οποία τους επιτρέπει να λαμβάνουν τεκμηριωμένες αποφάσεις σχετικά με την ταξινόμηση των κινδύνων, τα μέτρα μετριασμού που πρέπει να εφαρμοστούν, και τις πιθανές υπόνοιες σχετικά με τις δραστηριότητες των πελατών. Τα εν λόγω προϊόντα συμβάλλουν επίσης στο έργο των αρμόδιων αρχών όσον αφορά την ανάλυση ύποπτων συναλλαγών και τη διερεύνηση πιθανών περιπτώσεων νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, των βασικών αδικημάτων της και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, συμπληρώνοντας τις πληροφορίες για τους πραγματικούς δικαιούχους με άλλες τεχνικές λύσεις που επιτρέπουν στις αρμόδιες αρχές να έχουν πληρέστερη εικόνα πολύπλοκων εγκληματικών δικτύων, μεταξύ άλλων μέσω του εντοπισμού των δημιουργών. Ως εκ τούτου, συμβάλλουν καίρια στην ιχνηλάτηση των ολοένα και πιο σύνθετων και ταχειών κινήσεων που χαρακτηρίζουν τα δίκτυα νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες. Λόγω της καθιερωμένης λειτουργίας τους στις υποδομές συμμόρφωσης, είναι δικαιολογημένο να θεωρείται ότι οι πάροχοι των εν λόγω προϊόντων έχουν έννομο συμφέρον να αποκτήσουν πρόσβαση σε πληροφορίες που τηρούνται στα κεντρικά μητρώα, υπό την προϋπόθεση ότι τα δεδομένα που λαμβάνονται από το μητρώο παρέχονται μόνο σε υπόχρεες οντότητες και αρμόδιες αρχές στην Ένωση για την εκτέλεση καθηκόντων που σχετίζονται με την πρόληψη και την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, των βασικών αδικημάτων της και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας.

    (50)

    Προκειμένου να αποφευχθούν αποκλίνουσες προσεγγίσεις όσον αφορά την εφαρμογή της έννοιας του έννομου συμφέροντος για την πρόσβαση σε πληροφορίες σχετικά με τον πραγματικό δικαιούχο, θα πρέπει να εναρμονιστούν οι διαδικασίες για την αναγνώριση του εν λόγω έννομου συμφέροντος. Τούτο θα πρέπει να περιλαμβάνει κοινά υποδείγματα για την εφαρμογή και την αναγνώριση έννομου συμφέροντος, τα οποία θα διευκολύνουν την αμοιβαία αναγνώριση από τα κεντρικά μητρώα σε ολόκληρη την Ένωση. Προς τον σκοπό αυτόν, θα πρέπει να ανατεθούν εκτελεστικές αρμοδιότητες στην Επιτροπή για τον καθορισμό εναρμονισμένων υποδειγμάτων και διαδικασιών.

    (51)

    Για να διασφαλιστεί ότι οι διαδικασίες για την παροχή πρόσβασης σε πρόσωπα με διαπιστωμένο έννομο συμφέρον δεν είναι υπέρμετρα επαχθείς, η πρόσβαση δύναται να ανανεωθεί βάσει απλουστευμένων διαδικασιών μέσω των οποίων η οντότητα που είναι υπεύθυνη για το κεντρικό μητρώο διασφαλίζουν ότι οι πληροφορίες που έχουν προηγουμένως ληφθεί για τους σκοπούς της επαλήθευσης είναι ορθές και συναφείς, καθώς και ότι επικαιροποιούνται εφόσον αυτό είναι αναγκαίο.

    (52)

    Επιπλέον, αποσκοπώντας στη διασφάλιση αναλογικής και ισορροπημένης προσέγγισης και στην εγγύηση των δικαιωμάτων στην ιδιωτικότητα και στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα κράτη μέλη θα πρέπει να προβλέπουν εξαιρέσεις από τη γνωστοποίηση των προσωπικών πληροφοριών του πραγματικού δικαιούχου μέσω των κεντρικών μητρώων και από την πρόσβαση σε αυτές σε εξαιρετικές περιστάσεις, όταν οι πληροφορίες αυτές θα εξέθεταν τον πραγματικό δικαιούχο σε δυσανάλογο κίνδυνο εξαπάτησης, απαγωγής, εκβιασμού, εκβίασης, παρενόχλησης, βίας ή εκφοβισμού. Τα κράτη μέλη θα πρέπει επίσης να έχουν τη δυνατότητα να απαιτούν επιγραμμική εγγραφή, προκειμένου να ταυτοποιούν κάθε πρόσωπο που ζητεί πληροφορίες από το κεντρικό μητρώο, καθώς και την καταβολή τέλους για την πρόσβαση στις πληροφορίες του μητρώου από πρόσωπα με έννομο συμφέρον. Ωστόσο, τα εν λόγω τέλη θα πρέπει να περιορίζονται αυστηρά στο μέτρο που είναι αναγκαίο για την κάλυψη του κόστους διασφάλισης της ποιότητας των πληροφοριών που τηρούνται στα κεντρικά μητρώα και διάθεσης των πληροφοριών, και δεν θα πρέπει να υπονομεύουν την αποτελεσματική πρόσβαση σε πληροφορίες σχετικά με τον πραγματικό δικαιούχο.

    (53)

    Η ταυτοποίηση των αιτούντων είναι αναγκαία για να διασφαλιστεί ότι μόνο πρόσωπα με έννομο συμφέρον μπορούν να έχουν πρόσβαση σε πληροφορίες σχετικά με τους πραγματικούς δικαιούχους. Ωστόσο, η διαδικασία ταυτοποίησης θα πρέπει να διεξάγεται κατά τρόπο που να μην οδηγεί σε διακρίσεις, μεταξύ άλλων με βάση τη χώρα διαμονής ή την ιθαγένεια των αιτούντων. Προς τον σκοπό αυτόν, τα κράτη μέλη θα πρέπει να προβλέψουν επαρκείς μηχανισμούς ταυτοποίησης, συμπεριλαμβανομένων μεταξύ άλλων συστήματα ηλεκτρονικής ταυτοποίησης που κοινοποιούνται βάσει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 910/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (20), και σχετικών εγκεκριμένων υπηρεσιών εμπιστοσύνης, ώστε τα πρόσωπα που έχουν έννομο συμφέρον να αποκτούν αποτελεσματική πρόσβαση σε πληροφορίες σχετικά με τους πραγματικούς δικαιούχους.

    (54)

    Με την οδηγία (ΕΕ) 2018/843 επιτεύχθηκε η διασύνδεση των κεντρικών μητρώων των κρατών μελών που περιέχουν πληροφορίες σχετικά με τους πραγματικούς δικαιούχους μέσω της ευρωπαϊκής κεντρικής πλατφόρμας που συστάθηκε με την οδηγία (ΕΕ) 2017/1132. Η διασύνδεση έχει αποδειχθεί αναγκαία για την αποτελεσματική διασυνοριακή πρόσβαση των αρμόδιων αρχών, των υπόχρεων οντοτήτων και των προσώπων με έννομο συμφέρον στις πληροφορίες σχετικά με τον πραγματικό δικαιούχο. Θα απαιτηθεί συνεχής πρόοδος για την εφαρμογή των εξελιγμένων κανονιστικών απαιτήσεων εγκαίρως, πριν από τη μεταφορά της παρούσας οδηγίας στο εθνικό δίκαιο. Ως εκ τούτου, οι εργασίες για τη διασύνδεση θα πρέπει να συνεχιστούν με τη συμμετοχή των κρατών μελών στη λειτουργία του όλου συστήματος, συμμετοχή που θα πρέπει να εξασφαλιστεί μέσω τακτικού διαλόγου μεταξύ της Επιτροπής και των αντιπροσώπων των κρατών μελών σχετικά με τα θέματα που αφορούν τη λειτουργία του συστήματος, καθώς και τη μελλοντική του ανάπτυξη.

    (55)

    Μέσω της διασύνδεσης των κεντρικών μητρώων των κρατών μελών, θα πρέπει να χορηγείται πρόσβαση τόσο εθνική όσο και διασυνοριακή σε πληροφορίες για τους πραγματικούς δικαιούχους των νομικών μορφωμάτων που περιέχονται στο κεντρικό μητρώο κάθε κράτους μέλους βάσει του ορισμού του έννομου συμφέροντος, δυνάμει απόφασης που λαμβάνεται από την οντότητα που είναι υπεύθυνη για το κεντρικό μητρώο. Προκειμένου να διασφαλιστεί η επανεξέταση των αποφάσεων σχετικά με τον περιορισμό της πρόσβασης σε πληροφορίες για τους πραγματικούς δικαιούχους, θα πρέπει να συσταθούν μηχανισμοί προσφυγής κατά των αποφάσεων αυτών. Για να επιτευχθεί η συνεκτική και αποτελεσματική καταχώριση και η ανταλλαγή πληροφοριών, τα κράτη μέλη θα πρέπει να διασφαλίσουν ότι η οντότητα που είναι υπεύθυνη για το κεντρικό μητρώο στο κράτος μέλος τους συνεργάζεται με τους ομολόγους της φορείς σε άλλα κράτη μέλη, μεταξύ άλλων ανταλλάσσοντας πληροφορίες σχετικά με εμπιστεύματα και παρεμφερή νομικά μορφώματα που διέπονται από το δίκαιο ενός κράτους μέλους ενώ η διοίκησή τους γίνεται σε άλλο κράτος μέλος ή των οποίων ο εμπιστευματοδόχος είναι εγκατεστημένος ή διαμένει σε άλλο κράτος μέλος.

    (56)

    Ο κανονισμός (ΕΕ) 2016/679 εφαρμόζεται στην επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας. Τα φυσικά πρόσωπα των οποίων τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα διατηρούνται στα κεντρικά μητρώα ως δεδομένα πραγματικών δικαιούχων θα πρέπει να ενημερώνονται για τους ισχύοντες κανόνες προστασίας δεδομένων. Επιπλέον, θα πρέπει να διατίθενται μόνο δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που είναι επικαιροποιημένα και όντως αντιστοιχούν στους πραγματικούς δικαιούχους, και οι πραγματικοί δικαιούχοι θα πρέπει να ενημερώνονται σχετικά με τα δικαιώματά των οποίων απολαύουν εντός του ενωσιακού νομικού πλαισίου προστασίας των δεδομένων, καθώς και σχετικά με τις διαδικασίες που προβλέπονται για την άσκηση των εν λόγω δικαιωμάτων.

    (57)

    Η καθυστερημένη πρόσβαση των ΜΧΠ και άλλων αρμόδιων αρχών σε πληροφορίες σχετικά με την ταυτότητα των κατόχων τραπεζικών λογαριασμών, λογαριασμών πληρωμών, λογαριασμών αξιογράφων, λογαριασμών κρυπτοστοιχείων και θυρίδων ασφαλείας δυσχεραίνει την ανίχνευση των μεταφορών χρηματικών ποσών που αφορούν τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας. Ως εκ τούτου, είναι αναγκαίο να δημιουργηθούν κεντρικοί αυτοματοποιημένοι μηχανισμοί, όπως ένα μητρώο ή ένα σύστημα ανάκτησης δεδομένων, σε όλα τα κράτη μέλη ως αποτελεσματικό μέσο για την απόκτηση έγκαιρης πρόσβασης στις πληροφορίες σχετικά με την ταυτότητα των κατόχων τραπεζικών λογαριασμών και λογαριασμών πληρωμών, λογαριασμών αξιογράφων, καθώς και λογαριασμών κρυπτοστοιχείων και θυρίδων ασφαλείας, των πληρεξουσίων και των πραγματικών δικαιούχων τους. Οι πληροφορίες αυτές θα πρέπει να περιλαμβάνουν τα στοιχεία του ιστορικού που αφορούν τους κατόχους κλειστού λογαριασμού πελάτη, τους τραπεζικούς λογαριασμούς και τους λογαριασμούς πληρωμών, συμπεριλαμβανομένων εικονικών IBAN, τους λογαριασμούς αξιογράφων, τους λογαριασμούς κρυπτοστοιχείων και τις θυρίδες ασφαλείας. Κατά την εφαρμογή των διατάξεων για την πρόσβαση, είναι σκόπιμο να χρησιμοποιούνται προϋπάρχοντες μηχανισμοί υπό τον όρο ότι οι εθνικές ΜΧΠ μπορούν να έχουν πρόσβαση άμεσα και χωρίς παρεμβολές στα δεδομένα που ζητούν. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να εξετάσουν την τροφοδότηση στον εν λόγω μηχανισμό άλλων πληροφοριών που κρίνονται αναγκαίες και αναλογικές προκειμένου να επιτευχθεί αποτελεσματικότερος μετριασμός των κινδύνων σχετικά με τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, τα βασικά αδικήματά της και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας. Θα πρέπει να εξασφαλίζεται η απόλυτη εμπιστευτικότητα σχετικά με τις έρευνες αυτές και τα αιτήματα για συναφείς πληροφορίες από τις ΜΧΠ, την ΑΚΝΕΠΑΔ στο πλαίσιο κοινών αναλύσεων και τις εποπτικές αρχές.

    (58)

    Οι εικονικοί IBAN είναι εικονικοί αριθμοί που εκδίδονται από πιστωτικά ιδρύματα και χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς και επιτρέπουν τη πραγματοποίηση πληρωμών σε φυσικούς τραπεζικούς λογαριασμούς ή λογαριασμούς πληρωμών. Παρότι οι εικονικοί IBAN μπορούν να χρησιμοποιηθούν από τις επιχειρήσεις για νόμιμους σκοπούς, όπως, για παράδειγμα, για τον εξορθολογισμό της διαδικασίας είσπραξης και αποστολής πληρωμών σε διασυνοριακό επίπεδο, συναρτώνται επίσης με αυξημένους κινδύνους νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, των βασικών αδικημάτων της ή της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, καθώς μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τη συγκάλυψη της ταυτότητας του κατόχου του λογαριασμού, καθιστώντας δυσχερή για τις ΜΧΠ την ανίχνευση της ροής κεφαλαίων, τον εντοπισμό της τοποθεσίας του λογαριασμού και την επιβολή των αναγκαίων μέτρων, συμπεριλαμβανομένης της αναστολής ή της παρακολούθησης του λογαριασμού. Προκειμένου να μετριαστούν οι εν λόγω κίνδυνοι και να διευκολυνθούν η ανίχνευση και ο εντοπισμός παράνομων ροών από τις ΜΧΠ, οι κεντρικοί αυτοματοποιημένοι μηχανισμοί θα πρέπει να περιλαμβάνουν πληροφορίες σχετικά με εικονικούς IBAN που συνδέονται με τραπεζικό λογαριασμό ή λογαριασμό πληρωμών.

    (59)

    Προκειμένου να διαφυλαχθεί το δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή και να προστατευτούν τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, τα ελάχιστα δεδομένα που είναι αναγκαία για τη διενέργεια ερευνών για ΚΞΧ/ΧΤ θα πρέπει να τηρούνται σε κεντρικούς αυτοματοποιημένους μηχανισμούς για τραπεζικούς λογαριασμούς ή λογαριασμούς πληρωμών, λογαριασμούς αξιογράφων και λογαριασμούς κρυπτοστοιχείων. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να καθορίσουν ποια πρόσθετα δεδομένα είναι χρήσιμο και αναλογικό να συγκεντρώνουν. Κατά τη μεταφορά των διατάξεων σχετικά με αυτούς τους μηχανισμούς στο εθνικό δίκαιο, τα κράτη μέλη θα πρέπει να ορίζουν περιόδους διατήρησης ισοδύναμες προς την περίοδο για τη διατήρηση των εγγράφων και των πληροφοριών που αποκτούν στο πλαίσιο εφαρμογής των μέτρων δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να παρατείνουν κατ’ εξαίρεση την περίοδο διατήρησης των δεδομένων, υπό την προϋπόθεση ότι την αιτιολογούν δεόντως.. Το διάστημα επιπρόσθετης διατήρησης δεν θα πρέπει να υπερβαίνει τα 5 επιπρόσθετα έτη. Αυτό το διάστημα δεν θα πρέπει να εμποδίζει το εθνικό δίκαιο να θεσπίζει άλλες απαιτήσεις διατήρησης δεδομένων επιτρέποντας κατά περίπτωση αποφάσεις προκειμένου να διευκολύνονται οι ποινικές ή διοικητικές διαδικασίες. Η πρόσβαση στους μηχανισμούς αυτούς θα πρέπει να βασίζεται στην αρχή «ανάγκη γνώσης».

    (60)

    Μέσω της διασύνδεσης των κεντρικών αυτοματοποιημένων μηχανισμών των κρατών μελών, οι εθνικές ΜΧΠ θα είναι σε θέση να λαμβάνουν ταχύτατα διασυνοριακές πληροφορίες σχετικά με την ταυτότητα των κατόχων τραπεζικών λογαριασμών και λογαριασμών πληρωμών, λογαριασμών αξιογράφων, λογαριασμών κρυπτοστοιχείων και θυρίδων ασφαλείας σε άλλα κράτη μέλη, γεγονός που θα ενισχύσει την ικανότητά τους να διενεργούν αποτελεσματικά χρηματοοικονομικές αναλύσεις και να συνεργάζονται με τους ομολόγους τους φορείς από άλλα κράτη μέλη. Η άμεση διασυνοριακή πρόσβαση σε πληροφορίες σχετικά με τραπεζικούς λογαριασμούς και λογαριασμούς πληρωμών, λογαριασμούς αξιογράφων, λογαριασμούς κρυπτοστοιχείων και θυρίδες ασφαλείας θα επέτρεπε στις ΜΧΠ να εκπονούν οικονομικές αναλύσεις εντός επαρκώς σύντομης προθεσμίας, ώστε να εντοπίζουν τα κεφάλαια που διακινούνται μέσω διαφόρων λογαριασμών, μεταξύ άλλων με τη χρήση εικονικών IBAN, να εντοπίζουν πιθανές περιπτώσεις νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας και να εγγυώνται ταχεία δράση επιβολής του νόμου. Η ΑΚΝΕΠΑΔ θα πρέπει επίσης να έχει άμεση πρόσβαση στους διασυνδεδεμένους κεντρικούς αυτοματοποιημένους μηχανισμούς, προκειμένου να παρέχει επιχειρησιακή στήριξη στις ΜΧΠ στο πλαίσιο κοινών ασκήσεων ανάλυσης. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι άμεση πρόσβαση στους διασυνδεδεμένους κεντρικούς αυτοματοποιημένους μηχανισμούς παρέχεται στις εποπτικές αρχές προκειμένου να τους δοθεί η δυνατότητα να ασκούν αποτελεσματικά τα καθήκοντά τους.

    (61)

    Προκειμένου να διαφυλαχθεί το δικαίωμα στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και το δικαίωμα στην ιδιωτικότητα και να περιοριστεί ο αντίκτυπος της διασυνοριακής πρόσβασης στις πληροφορίες που περιέχονται στους εθνικούς κεντρικούς αυτοματοποιημένους μηχανισμούς, το εύρος των πληροφοριών που είναι προσβάσιμες μέσω του συστήματος διασύνδεσης των μητρώων τραπεζικών λογαριασμών («ΣΔΜΤΛ») θα περιορίζεται στο ελάχιστο αναγκαίο σύμφωνα με την αρχή της ελαχιστοποίησης των δεδομένων, ώστε να επιτρέπεται η ταυτοποίηση φυσικών ή νομικών προσώπων που κατέχουν ή ελέγχουν τραπεζικούς λογαριασμούς ή λογαριασμούς πληρωμών, λογαριασμούς αξιογράφων, λογαριασμούς κρυπτοστοιχείων και θυρίδες ασφαλείας. Οι ΜΧΠ και η ΑΚΝΕΠΑΔ, καθώς και οι εποπτικές αρχές, θα πρέπει να έχουν άμεση και απρόσκοπτη πρόσβαση στο ΣΔΜΤΛ. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι το προσωπικό των ΜΧΠ διατηρεί υψηλό επαγγελματικό επίπεδο σε ζητήματα εμπιστευτικότητας και προστασίας των δεδομένων, διακρίνεται για την ακεραιότητά του και διαθέτει τα απαιτούμενα προσόντα. Επιπλέον, τα κράτη μέλη πρέπει να θεσπίσουν τεχνικά και οργανωτικά μέτρα που εγγυώνται την ασφάλεια των δεδομένων σύμφωνα με υψηλά τεχνολογικά πρότυπα.

    (62)

    Η διασύνδεση των κεντρικών αυτοματοποιημένων μηχανισμών των κρατών μελών (κεντρικά μητρώα ή κεντρικά ηλεκτρονικά συστήματα ανάκτησης δεδομένων) που περιέχουν πληροφορίες για τραπεζικούς λογαριασμούς και λογαριασμούς πληρωμών, λογαριασμούς αξιογράφων, λογαριασμούς κρυπτοστοιχείων και θυρίδες μέσω του ΣΔΜΤΛ για τα μητρώα τραπεζικών λογαριασμών απαιτεί τον συντονισμό των εθνικών συστημάτων με διαφορετικά τεχνικά χαρακτηριστικά. Για τον σκοπό αυτόν, θα πρέπει να αναπτυχθούν τεχνικά μέτρα και προδιαγραφές που λαμβάνουν υπόψη τις διαφορές μεταξύ των εθνικών κεντρικών αυτοματοποιημένων μηχανισμών.

    (63)

    Η ακίνητη περιουσία είναι ένα ελκυστικό εμπόρευμα για τους εγκληματίες για να νομιμοποιούν τα έσοδα των παράνομων δραστηριοτήτων τους, καθώς επιτρέπει τη συγκάλυψη της πραγματικής πηγής των κεφαλαίων και της ταυτότητας του πραγματικού δικαιούχου. Η ορθή και έγκαιρη ταυτοποίηση από τις ΜΧΠ και άλλες αρμόδιες αρχές της ακίνητης περιουσίας καθώς και των φυσικών προσώπων, των νομικών οντοτήτων και των νομικών μορφωμάτων που κατέχουν ακίνητα είναι σημαντική τόσο για τον εντοπισμό συστημάτων νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες όσο και για τη δέσμευση και τη δήμευση περιουσιακών στοιχείων, καθώς και για διοικητικά μέτρα δέσμευσης που υλοποιούν στοχευμένες οικονομικές κυρώσεις. Ως εκ τούτου, είναι σημαντικό τα κράτη μέλη να παρέχουν στις ΜΧΠ και σε άλλες αρμόδιες αρχές άμεση και απευθείας πρόσβαση σε πληροφορίες που επιτρέπουν την ορθή διεξαγωγή αναλύσεων και ερευνών σχετικά με πιθανές ποινικές υποθέσεις που αφορούν ακίνητα. Προκειμένου να διευκολυνθεί η αποτελεσματική πρόσβαση, οι εν λόγω πληροφορίες θα πρέπει να παρέχονται δωρεάν μέσω ενιαίου σημείου πρόσβασης, με ψηφιακά μέσα και, όπου αυτό είναι δυνατόν, σε μηχαναγνώσιμο μορφότυπο. Οι πληροφορίες θα πρέπει να περιλαμβάνουν στοιχεία του ιστορικού, συμπεριλαμβανομένου του ιστορικού της κυριότητας ακίνητης περιουσίας, των τιμών στις οποίες αποκτήθηκε ακίνητη περιουσία στο παρελθόν και των σχετικών βαρών κατά τη διάρκεια καθορισμένης περιόδου στο παρελθόν, προκειμένου να δοθεί η δυνατότητα στις ΜΧΠ και σε άλλες αρμόδιες αρχές του εν λόγω κράτους μέλους να αναλύσουν και να εντοπίσουν τυχόν ύποπτες δραστηριότητες που σχετίζονται με ακίνητη περιουσία, μεταξύ άλλων συναλλαγές γης ή ακίνητης περιουσίας οι οποίες θα μπορούσαν να αποτελούν ένδειξη νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή άλλες μορφές εγκληματικότητας. Αυτά τα στοιχεία του ιστορικού αφορούν είδη πληροφοριών που έχουν ήδη συλλεγεί κατά τη διενέργεια συναλλαγών που αφορούν ακίνητα. Επομένως, δεν επιβάλλονται νέες υποχρεώσεις στα θιγόμενα πρόσωπα, και τούτο διασφαλίζει ότι διαφυλάσσεται δεόντως η δικαιολογημένη εμπιστοσύνη των ενδιαφερομένων. Δεδομένου του συχνά διασυνοριακού χαρακτήρα των εγκληματικών δικτύων που αφορούν ακίνητα, είναι σκόπιμο να προσδιοριστεί ένα ελάχιστο σύνολο πληροφοριών στις οποίες οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να μπορούν να έχουν πρόσβαση και να ανταλλάσσουν με τους ομολόγους τους φορείς σε άλλα κράτη μέλη.

    (64)

    Τα κράτη μέλη έχουν συγκροτήσει, ή θα πρέπει να συγκροτήσουν, λειτουργικά ανεξάρτητες και αυτόνομες ΜΧΠ, με αποστολή να συγκεντρώνουν και να αναλύουν πληροφορίες, προκειμένου να διαπιστώνουν σχέσεις μεταξύ ύποπτων συναλλαγών και δραστηριοτήτων, και συναφών εγκληματικών δραστηριοτήτων, ώστε να προλαμβάνεται και να καταπολεμείται η νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και η χρηματοδότηση της τρομοκρατίας. Η ΜΧΠ θα πρέπει να είναι η ενιαία κεντρική εθνική μονάδα που είναι υπεύθυνη για την παραλαβή και την ανάλυση αναφορών ύποπτων συναλλαγών, αναφορών για διασυνοριακές φυσικές κινήσεις μετρητών μέσω του τελωνειακού συστήματος πληροφοριών, και αναφορών για πληρωμές σε μετρητά που υπερβαίνουν ένα ορισμένο κατώτατο όριο (γνωστοποιήσεις βάσει κατωτάτων ορίων), καθώς και άλλων πληροφοριών σχετικών με τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, τα βασικά αδικήματά της ή τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας που υποβάλλονται από υπόχρεες οντότητες. Η λειτουργική ανεξαρτησία και αυτονομία της ΜΧΠ θα πρέπει να διασφαλίζεται με την παροχή στη ΜΧΠ της εξουσίας και της ικανότητας να εκτελεί ελεύθερα τα καθήκοντά της, συμπεριλαμβανομένης της ικανότητας να λαμβάνει αυτόνομες αποφάσεις, όσον αφορά την ανάλυση, τα αιτήματα και τη διαβίβαση συγκεκριμένων πληροφοριών. Σε όλες τις περιπτώσεις, η ΜΧΠ θα πρέπει να έχει το αυτοτελές δικαίωμα να διαβιβάζει ή να κοινοποιεί πληροφορίες στις σχετικές αρμόδιες αρχές. Η ΜΧΠ θα πρέπει να διαθέτει επαρκείς οικονομικούς, ανθρώπινους και τεχνικούς πόρους, με τρόπο που να εξασφαλίζει την αυτονομία και την ανεξαρτησία της και να της επιτρέπει να ασκεί αποτελεσματικά την εντολή της. Η ΜΧΠ θα πρέπει να είναι σε θέση να αποκτά και να χρησιμοποιεί τους πόρους που είναι αναγκαίοι για την εκτέλεση των καθηκόντων της, σε μεμονωμένη ή τακτική βάση, απαλλαγμένη από κάθε αδικαιολόγητη πολιτική, κυβερνητική ή βιομηχανική επιρροή ή παρέμβαση που θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο τη λειτουργική της ανεξαρτησία. Προκειμένου να αξιολογηθεί η συμμόρφωση προς τις εν λόγω απαιτήσεις και να εντοπιστούν οι αδυναμίες αλλά και οι βέλτιστες πρακτικές, η ΑΚΝΕΠΑΔ θα πρέπει να εξουσιοδοτηθεί να συντονίζει την οργάνωση των αξιολογήσεων των ΜΧΠ από ομοτίμους.

    (65)

    Το προσωπικό των ΜΧΠ θα πρέπει να διακρίνεται από υψηλή ακεραιότητα, να διαθέτει κατάλληλη εξειδίκευση και να διατηρεί υψηλό επαγγελματικό επίπεδο. Οι ΜΧΠ θα πρέπει να εφαρμόζουν διαδικασίες για την αποτελεσματική πρόληψη και διαχείριση των συγκρούσεων συμφερόντων. Δεδομένης της φύσης του έργου τους, οι ΜΧΠ είναι αποδέκτες και έχουν πρόσβαση σε μεγάλο όγκο ευαίσθητων προσωπικών και οικονομικών πληροφοριών. Ως εκ τούτου, το προσωπικό των ΜΧΠ θα πρέπει να διαθέτει κατάλληλη εξειδίκευση όσον αφορά τη δεοντολογική χρήση εργαλείων ανάλυσης μαζικών δεδομένων. Επιπλέον, οι δραστηριότητες των ΜΧΠ ενδέχεται να έχουν επιπτώσεις στα θεμελιώδη ατομικά δικαιώματα, όπως το δικαίωμα στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, το δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή και το δικαίωμα ιδιοκτησίας. Ως εκ τούτου, οι ΜΧΠ θα πρέπει να ορίσουν υπεύθυνο θεμελιωδών δικαιωμάτων, ο οποίος δύναται να είναι μέλος του υφιστάμενου προσωπικού της ΜΧΠ. Τα καθήκοντα του υπεύθυνου θεμελιωδών δικαιωμάτων θα πρέπει να περιλαμβάνουν, χωρίς να παρακωλύουν ή να καθυστερούν τις δραστηριότητες της ΜΧΠ, την παρακολούθηση και την προώθηση της συμμόρφωσης της ΜΧΠ με τα θεμελιώδη δικαιώματα, την παροχή συμβουλών και καθοδήγησης στη ΜΧΠ σχετικά με τις επιπτώσεις των πολιτικών και των πρακτικών της στα θεμελιώδη δικαιώματα, τον έλεγχο της νομιμότητας και της δεοντολογίας των δραστηριοτήτων της ΜΧΠ, και την έκδοση μη δεσμευτικών γνωμοδοτήσεων. Ο ορισμός υπεύθυνου θεμελιωδών δικαιωμάτων θα βοηθήσει να διασφαλιστεί ότι, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, οι ΜΧΠ σέβονται και προστατεύουν τα θεμελιώδη δικαιώματα των ενδιαφερομένων.

    (66)

    Οι ΜΧΠ θα πρέπει να είναι σε θέση να διαβιβάζουν πληροφορίες στις αρμόδιες αρχές που είναι επιφορτισμένες με την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, των βασικών αδικημάτων της και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας. Στις εν λόγω αρχές θα πρέπει να θεωρείται ότι περιλαμβάνονται αρχές με ανακριτικό, εισαγγελικό ή δικαιοδοτικό ρόλο. Σε όλα τα κράτη μέλη, άλλες αρχές έχουν ειδικούς ρόλους που συνδέονται με την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, των βασικών αδικημάτων της και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, και οι ΜΧΠ θα πρέπει επίσης να είναι σε θέση να τους κοινοποιούν τα πορίσματα των επιχειρησιακών ή στρατηγικών αναλύσεων τους, όταν θεωρούν ότι τα εν λόγω πορίσματα είναι συναφή με τα καθήκοντά τους. Τα πορίσματα των εν λόγω αναλύσεων παρέχουν σημαντικές πληροφορίες που χρησιμοποιούνται για τη συγκέντρωση στοιχείων κατά τη διάρκεια του ερευνητικού και του εισαγγελικού έργου. Η πηγή της αναφοράς ύποπτης συναλλαγής ή δραστηριότητας δεν θα πρέπει να δημοσιοποιείται κατά τη διαβίβαση στοιχείων. Ωστόσο, τούτο δεν θα πρέπει να εμποδίζει τις ΜΧΠ να διαβιβάζουν σχετικές πληροφορίες, συμπεριλαμβανομένων, για παράδειγμα, πληροφοριών σχετικά με τους αριθμούς IBAN και τους κωδικούς BIC ή SWIFT. Επιπλέον, οι ΜΧΠ θα πρέπει να είναι σε θέση να ανταλλάσσουν άλλες πληροφορίες που έχουν στην κατοχή τους, μεταξύ άλλων κατόπιν αιτήματος άλλων αρμόδιων αρχών. Στο πλαίσιο της άσκησης της αυτονομίας και της ανεξαρτησίας τους, οι ΜΧΠ θα πρέπει να εξετάζουν τον τρόπο με τον οποίο η άρνηση παροχής πληροφοριών δύναται να επηρεάσει τη συνεργασία και τον ευρύτερο στόχο της καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, των βασικών αδικημάτων της και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας. Οι αρνήσεις παροχής πληροφοριών θα πρέπει να περιορίζονται σε εξαιρετικές περιπτώσεις, για παράδειγμα, όταν οι πληροφορίες προέρχονται από άλλη ΜΧΠ η οποία δεν έχει δώσει τη συγκατάθεσή της για την περαιτέρω διαβίβαση τους, ή όταν η ΜΧΠ έχει λόγους να πιστεύει ότι οι πληροφορίες δεν θα χρησιμοποιηθούν για τους σκοπούς για τους οποίους ζητήθηκαν. Στις περιπτώσεις αυτές, η ΜΧΠ θα πρέπει να αιτιολογεί την άρνηση. Στη σχετική αιτιολογία θα μπορούσε να διευκρινίζεται, για παράδειγμα, ότι οι πληροφορίες δεν βρίσκονται στην κατοχή της ΜΧΠ, ή ότι δεν έχει δοθεί συγκατάθεση για περαιτέρω διαβίβαση.

    (67)

    Η αποτελεσματική συνεργασία και ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των ΜΧΠ και των εποπτικών φορέων είναι ζωτικής σημασίας για την ακεραιότητα και τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Διασφαλίζει μια ολοκληρωμένη και συνεκτική προσέγγιση για την πρόληψη και την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, των βασικών αδικημάτων της και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, ενισχύει την αποτελεσματικότητα του ενωσιακού καθεστώτος ΚΞΧ/ΧΤ και προστατεύει την οικονομία από τις απειλές που θέτουν οι παράνομες χρηματοπιστωτικές δραστηριότητες. Οι πληροφορίες που έχουν στην κατοχή τους οι ΜΧΠ και αφορούν, για παράδειγμα, την ποιότητα και την ποσότητα των αναφορών ύποπτων συναλλαγών που υποβάλλονται από υπόχρεες οντότητες, την ποιότητα και την έγκαιρη υποβολή των απαντήσεων των υπόχρεων οντοτήτων σε αιτήματα παροχής πληροφοριών από τις ΜΧΠ και τις πληροφορίες σχετικά με τις τυπολογίες, τις τάσεις και τις μεθόδους της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες των βασικών αδικημάτων της και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας μπορούν να βοηθήσουν τους εποπτικούς φορείς να εντοπίσουν τομείς στους οποίους οι κίνδυνοι είναι υψηλότεροι ή στους οποίους η συμμόρφωση είναι ανεπαρκής και, ως εκ τούτου, να τους παράσχουν μια εικόνα σχετικά με το αν η εποπτεία πρέπει να ενισχυθεί σε σχέση με συγκεκριμένες υπόχρεες οντότητες ή τομείς. Προς τον σκοπό αυτόν, οι ΜΧΠ θα πρέπει να παρέχουν στους εποπτικούς φορείς, είτε αυτεπαγγέλτως είτε κατόπιν αιτήματος, ορισμένα είδη πληροφοριών που ενδέχεται να είναι χρήσιμα για τους σκοπούς της εποπτείας.

    (68)

    Οι ΜΧΠ διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στον προσδιορισμό των χρηματοοικονομικών δραστηριοτήτων των τρομοκρατικών δικτύων, ιδίως των διασυνοριακών, και στον εντοπισμό των χρηματοδοτών τους. Οι οικονομικές πληροφορίες μπορούν να αποδειχθούν καίριας σημασίας στην προσπάθεια να έρθουν στο φως οι μέθοδοι διευκόλυνσης των τρομοκρατικών πράξεων και τα δίκτυα και τα σχέδια των τρομοκρατικών οργανώσεων. Οι ΜΧΠ διατηρούν σημαντικές διαφορές όσον αφορά τις λειτουργίες, τις αρμοδιότητες και τις εξουσίες τους. Ωστόσο, οι τρέχουσες διαφορές δεν θα πρέπει να επηρεάζουν τη δραστηριότητα μιας ΜΧΠ, ιδίως την ικανότητά της να αναπτύσσει προληπτικές αναλύσεις για την υποστήριξη όλων των αρχών που είναι επιφορτισμένες με δραστηριότητες παροχής πληροφοριών, ερευνητικές και δικαστικές δραστηριότητες, καθώς και με τη διεθνή συνεργασία. Είναι πλέον ουσιώδες να προσδιοριστεί το ελάχιστο σύνολο δεδομένων στα οποία θα πρέπει να έχουν ταχεία πρόσβαση οι ΜΧΠ και τα οποία θα πρέπει να μπορούν να ανταλλάσσουν χωρίς εμπόδια με τους ομολόγους τους από άλλα κράτη μέλη κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Σε όλες τις περιπτώσεις όπου υπάρχει υπόνοια νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, των βασικών αδικημάτων της και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, οι πληροφορίες θα πρέπει να ρέουν άμεσα και γρήγορα μεταξύ των ΜΧΠ, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση. Ως εκ τούτου, είναι απαραίτητο να ενισχυθεί περαιτέρω η αποτελεσματικότητα και η αποδοτικότητα των ΜΧΠ, μέσω αποσαφήνισης των εξουσιών και της συνεργασίας μεταξύ των ΜΧΠ.

    (69)

    Στις εξουσίες των ΜΧΠ περιλαμβάνεται το δικαίωμα άμεσης ή έμμεσης πρόσβασης σε «χρηματοοικονομικές», «διοικητικές» πληροφορίες και πληροφορίες «σχετικές με την επιβολή του νόμου» τις οποίες οι μονάδες χρειάζονται για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, των βασικών αδικημάτων της και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας. Η έλλειψη ορισμού αναφορικά με το ποια είδη πληροφοριών περιλαμβάνουν οι εν λόγω γενικές κατηγορίες είχε ως αποτέλεσμα οι ΜΧΠ να αποκτούν πρόσβαση σε αρκετά διαφοροποιημένα σύνολα πληροφοριών, γεγονός που έχει αντίκτυπο στα καθήκοντα ανάλυσης των ΜΧΠ καθώς και στην ικανότητά τους να συνεργάζονται αποτελεσματικά με τους ομολόγους τους φορείς από άλλα κράτη μέλη, μεταξύ άλλων στο πλαίσιο κοινών αναλύσεων. Ως εκ τούτου, είναι αναγκαίο να οριστούν τα ελάχιστα σύνολα «χρηματοοικονομικών», «διοικητικών» και «σχετικών με την επιβολή του νόμου» πληροφοριών που θα πρέπει να τίθενται, άμεσα ή έμμεσα, στη διάθεση κάθε ΜΧΠ σε ολόκληρη την Ένωση. Οι ΜΧΠ λαμβάνουν επίσης και αποθηκεύουν στις βάσεις δεδομένων τους πληροφορίες σχετικά με συναλλαγές που αναφέρονται όταν σημειώνεται υπέρβαση καθορισμένων ορίων (αναφορές βάσει κατωτάτων ορίων), ή έχουν πρόσβαση σε αυτές. Οι εν λόγω εκθέσεις αποτελούν σημαντική πηγή πληροφοριών και χρησιμοποιούνται ευρέως από τις ΜΧΠ στο πλαίσιο εγχώριων και κοινών αναλύσεων. Ως εκ τούτου, οι αναφορές βάσει ορίων συγκαταλέγονται στα είδη πληροφοριών που ανταλλάσσονται μέσω του FIU.net. Η άμεση πρόσβαση αποτελεί σημαντική προϋπόθεση για την επιχειρησιακή αποτελεσματικότητα και ικανότητα ανταπόκρισης των ΜΧΠ. Προς τον σκοπό αυτόν, τα κράτη μέλη θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να παρέχουν στις ΜΧΠ άμεση πρόσβαση σε ευρύτερο σύνολο πληροφοριών από εκείνες που απαιτούνται από την παρούσα οδηγία. Ταυτόχρονα, η παρούσα οδηγία δεν απαιτεί από τα κράτη μέλη να δημιουργήσουν νέες βάσεις δεδομένων ή μητρώα στις περιπτώσεις κατά τις οποίες ορισμένα είδη πληροφοριών, για παράδειγμα, πληροφορίες σχετικά με τις δημόσιες συμβάσεις, βρίσκονται διάσπαρτες σε διάφορα αποθετήρια ή αρχεία. Όταν δεν έχει δημιουργηθεί βάση δεδομένων ή μητρώο, τα κράτη μέλη θα πρέπει να λαμβάνουν άλλα αναγκαία μέτρα για να διασφαλίσουν ότι οι ΜΧΠ δύνανται να λαμβάνουν ταχέως τις εν λόγω πληροφορίες. Επιπλέον, οι ΜΧΠ θα πρέπει να είναι σε θέση να λαμβάνουν τάχιστα από οποιαδήποτε υπόχρεη οντότητα όλες τις απαραίτητες πληροφορίες σχετικά με τα καθήκοντά τους. Μια ΜΧΠ θα πρέπει επίσης να μπορεί να αποκτήσει τις εν λόγω πληροφορίες κατόπιν αιτήματος που υποβάλλεται από άλλη ΜΧΠ και να ανταλλάσσει τις πληροφορίες με την αιτούσα ΜΧΠ.

    (70)

    Η πρόσβαση θα πρέπει να θεωρείται απευθείας και άμεση όταν οι πληροφορίες περιέχονται σε βάση δεδομένων, μητρώο ή ηλεκτρονικό σύστημα ανάκτησης δεδομένων που επιτρέπει στη ΜΧΠ να τις λαμβάνει απευθείας, μέσω αυτοματοποιημένου μηχανισμού, χωρίς την παρεμβολή διαμεσολαβητή. Όταν οι πληροφορίες βρίσκονται στην κατοχή άλλης οντότητας ή αρχής, η άμεση πρόσβαση συνεπάγεται ότι οι εν λόγω αρχές ή οντότητες τις διαβιβάζουν ταχέως στη ΜΧΠ, χωρίς να παρεμβαίνουν στο περιεχόμενο των ζητούμενων δεδομένων ή στις πληροφορίες που πρέπει να παρασχεθούν. Οι πληροφορίες δεν θα πρέπει να υποβάλλονται σε φιλτράρισμα. Ωστόσο, σε ορισμένες περιπτώσεις, οι απαιτήσεις εμπιστευτικότητας που περιβάλλουν τις πληροφορίες ενδέχεται να μην επιτρέπουν την άκριτη παροχή των πληροφοριών. Τούτο ισχύει, για παράδειγμα, όταν φορολογικές πληροφορίες μπορούν να παρασχεθούν σε ΜΧΠ μόνο κατόπιν συμφωνίας φορολογικής αρχής τρίτης χώρας, όπου η άμεση πρόσβαση σε πληροφορίες επιβολής του νόμου ενδέχεται να διακυβεύσει μια εν εξελίξει έρευνα, καθώς και σε σχέση με τα δεδομένα που περιέχονται στις καταστάσεις ονομάτων επιβατών που συλλέγονται σύμφωνα με την οδηγία (ΕΕ) 2016/681 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (21). Στις περιπτώσεις αυτές, τα κράτη μέλη θα πρέπει να καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια για να διασφαλίσουν την αποτελεσματική πρόσβαση των ΜΧΠ στις πληροφορίες, μεταξύ άλλων επιτρέποντάς τους την πρόσβαση υπό προϋποθέσεις παρόμοιες με εκείνες που ισχύουν για άλλες αρχές σε εθνικό επίπεδο για τη διευκόλυνση των δραστηριοτήτων τους ανάλυσης.

    (71)

    Οι ΜΧΠ, στη συντριπτική πλειονότητά τους, έχουν την εξουσία να λαμβάνουν επειγόντως μέτρα και να αναστέλλουν μια συναλλαγή ή να μη συγκατατίθενται στην εκτέλεσή της προκειμένου να προβούν σε ανάλυση, να επιβεβαιώσουν τις υπόνοιές τους, και να διαβιβάσουν τα αποτελέσματα των δραστηριοτήτων ανάλυσης στις αρμόδιες αρχές. Ωστόσο, υπάρχουν ορισμένες διαφοροποιήσεις σε σχέση με τη διάρκεια των εξουσιών αναστολής στα κράτη μέλη, κατάσταση η οποία έχει αντίκτυπο όχι μόνο στην αναστολή δραστηριοτήτων που έχουν διασυνοριακό χαρακτήρα μέσω της συνεργασίας μεταξύ ΜΧΠ, αλλά και στα θεμελιώδη ατομικά δικαιώματα. Επιπλέον, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι ΜΧΠ έχουν την ικανότητα να περιορίζουν άμεσα τα κεφάλαια ή περιουσιακά στοιχεία που προέρχονται από εγκληματικές δραστηριότητες και να αποτρέπουν τον διασκορπισμό τους, επίσης για τους σκοπούς της κατάσχεσης, οι ΜΧΠ θα πρέπει να έχουν την εξουσία να αναστέλλουν τη χρήση τραπεζικού λογαριασμού ή λογαριασμού πληρωμών, καθώς και λογαριασμού κρυπτοστοιχείων ή μια επιχειρηματική σχέση, προκειμένου να αναλύσουν τις συναλλαγές που πραγματοποιούνται μέσω του λογαριασμού ή επιχειρηματικών σχέσεων, να επιβεβαιώσουν τις υπόνοιές τους και να διαβιβάσουν τα αποτελέσματα των αναλύσεών τους στις σχετικές αρμόδιες αρχές. Δεδομένου ότι η εν λόγω αναστολή θα έχει αντίκτυπο στο δικαίωμα ιδιοκτησίας, οι ΜΧΠ θα πρέπει να είναι σε θέση να αναστέλλουν συναλλαγές, λογαριασμούς ή επιχειρηματικές σχέσεις για περιορισμένη περίοδο, προκειμένου να διατηρούν τα κεφάλαια, να διενεργούν τις αναγκαίες αναλύσεις και να διαβιβάζουν τα αποτελέσματα των αναλύσεων τους στις αρμόδιες αρχές για την πιθανή λήψη κατάλληλων μέτρων. Δεδομένου του επαχθέστερου αντικτύπου που έχει στα θεμελιώδη δικαιώματα ενός θιγόμενου προσώπου η αναστολή λογαριασμού ή επιχειρηματικής σχέσης, αυτή θα πρέπει να επιβάλλεται για πιο περιορισμένη χρονικά περίοδο, η οποία θα πρέπει να οριστεί σε 5 εργάσιμες ημέρες. Τα κράτη μέλη μπορούν να ορίσουν μεγαλύτερη περίοδο αναστολής όταν, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, η ΜΧΠ ασκεί αρμοδιότητες στον τομέα της ανάκτησης περιουσιακών στοιχείων και εκτελεί καθήκοντα εντοπισμού, κατάσχεσης, δέσμευσης ή δήμευσης περιουσιακών στοιχείων εγκληματικής προέλευσης. Στις περιπτώσεις αυτές, θα πρέπει να διασφαλίζεται η διαφύλαξη των θεμελιωδών δικαιωμάτων των θιγόμενων προσώπων και οι ΜΧΠ θα πρέπει να ασκούν τα καθήκοντά τους σύμφωνα με τις ενδεδειγμένες εθνικές εγγυήσεις. Οι ΜΧΠ θα πρέπει να αίρουν την αναστολή της συναλλαγής, του λογαριασμού ή της επιχειρηματικής σχέσης, μόλις εκλείψει η αναγκαιότητα της εν λόγω αναστολής. Όταν ορίζεται μεγαλύτερη περίοδος αναστολής, τα θιγόμενα πρόσωπα των οποίων οι συναλλαγές, οι λογαριασμοί ή οι επιχειρηματικές σχέσεις έχουν ανασταλεί θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να προσβάλουν την εντολή αναστολής ενώπιον δικαστηρίου.

    (72)

    Σε ειδικές περιστάσεις, οι ΜΧΠ θα πρέπει να μπορούν να ζητούν, εξ ονόματός τους ή εξ ονόματος άλλης ΜΧΠ, από υπόχρεη οντότητα να παρακολουθεί, για καθορισμένη περίοδο, τις συναλλαγές ή τις δραστηριότητες που πραγματοποιούνται μέσω τραπεζικού λογαριασμού ή λογαριασμού πληρωμών ή λογαριασμού κρυπτοστοιχείων ή άλλου είδους επιχειρηματικής σχέσης αναφορικά με πρόσωπα που παρουσιάζουν σημαντικό κίνδυνο νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, των βασικών αδικημάτων της ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας. Η στενότερη παρακολούθηση ενός λογαριασμού ή μιας επιχειρηματικής σχέσης μπορεί να παράσχει στη ΜΧΠ πρόσθετες πληροφορίες σχετικά με τα πρότυπα συναλλαγών του κατόχου του λογαριασμού και να οδηγήσει στον έγκαιρο εντοπισμό ασυνήθιστων ή ύποπτων συναλλαγών ή δραστηριοτήτων που ενδέχεται να δικαιολογούν την ανάληψη περαιτέρω δράσης από τη ΜΧΠ, συμπεριλαμβανομένης της αναστολής του λογαριασμού ή της επιχειρηματικής σχέσης, της ανάλυσης των πληροφοριών που συνελέγησαν και της διαβίβασής τους στις ανακριτικές και εισαγγελικές αρχές. Οι ΜΧΠ θα πρέπει επίσης να είναι σε θέση να ειδοποιούν τις υπόχρεες οντότητες για πληροφορίες σχετικές με την εκτέλεση της δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη. Οι εν λόγω προειδοποιήσεις μπορούν να βοηθήσουν τις υπόχρεες οντότητες να αναβαθμίζουν τις οικείες διαδικασίες δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη και να διασφαλίζουν ότι συνάδουν με τους κινδύνους, να επικαιροποιούν αναλόγως τα οικεία συστήματα εκτίμησης κινδύνου και διαχείρισης κινδύνων, και να τους παρέχουν πρόσθετες πληροφορίες που ενδέχεται να ενεργοποιήσουν την ανάγκη για ενισχυμένη δέουσα επιμέλεια σε ορισμένους πελάτες ή συναλλαγές που παρουσιάζουν υψηλότερους κινδύνους.

    (73)

    Για τη βελτίωση της διαφάνειας και λογοδοσίας και για την αύξηση της ευαισθητοποίησης σχετικά με τις δραστηριότητές τους, οι ΜΧΠ θα πρέπει να εκδίδουν εκθέσεις πεπραγμένων σε ετήσια βάση. Οι εν λόγω εκθέσεις θα πρέπει να παρέχουν τουλάχιστον στατιστικά στοιχεία σε σχέση με τις ύποπτες αναφορές συναλλαγών που ελήφθησαν και τη συνέχεια που δόθηκε, τον αριθμό των περιπτώσεων διαβιβάσεων στις εθνικές αρμόδιες αρχές και τη συνέχεια που δόθηκε σε αυτές τις διαβιβάσεις, τον αριθμό των αιτημάτων που υποβλήθηκαν και ελήφθησαν από άλλες ΜΧΠ, καθώς και πληροφορίες σχετικά με τις τάσεις και τις τυπολογίες που εντοπίστηκαν. Οι εν λόγω εκθέσεις θα πρέπει να δημοσιοποιούνται, πλην των τμημάτων που περιέχουν ευαίσθητες και διαβαθμισμένες πληροφορίες.

    (74)

    Τουλάχιστον άπαξ ετησίως, η ΜΧΠ πρέπει να παρέχει στις υπόχρεες οντότητες ανατροφοδότηση σχετικά με την ποιότητα των αναφορών ύποπτων συναλλαγών, το αν υποβλήθηκαν έγκαιρα, την περιγραφή των υπονοιών και τυχόν πρόσθετα προσκομισθέντα έγγραφα. Η εν λόγω ανατροφοδότηση δύναται να παρέχεται σε μεμονωμένες υπόχρεες οντότητες ή ομάδες υπόχρεων οντοτήτων και θα πρέπει να αποσκοπεί στην περαιτέρω βελτίωση της ικανότητας των υπόχρεων οντοτήτων να ανιχνεύουν και να εντοπίζουν ύποπτες συναλλαγές και δραστηριότητες, να βελτιώνουν την ποιότητα των αναφορών ύποπτων συναλλαγών, να ενισχύουν τους συνολικούς μηχανισμούς αναφοράς και να παρέχουν στις υπόχρεες οντότητες σημαντικές πληροφορίες σχετικά με τις τάσεις, τις τυπολογίες και τους κινδύνους που συνδέονται με τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, τα βασικά της αδικήματα και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας. Κατά τον καθορισμό του είδους και της συχνότητας της ανατροφοδότησης, οι ΜΧΠ θα πρέπει, στο μέτρο του δυνατού, να λαμβάνουν υπόψη τομείς στους οποίους ενδέχεται να απαιτούνται βελτιώσεις στις δραστηριότητες υποβολής αναφορών. Προκειμένου να υποστηριχθεί τόσο μια συνεκτική προσέγγιση μεταξύ των ΜΧΠ όσο και η κατάλληλη ανατροφοδότηση των υπόχρεων οντοτήτων, η ΑΚΝΕΠΑΔ θα πρέπει να εκδίδει συστάσεις προς τις ΜΧΠ σχετικά με βέλτιστες πρακτικές και προσεγγίσεις για την παροχή ανατροφοδότησης. Εφόσον δεν διακυβεύεται το έργο της ανάλυσης ή της έρευνας, οι ΜΧΠ μπορούν να εξετάσουν το ενδεχόμενο παροχής ανατροφοδότησης σχετικά με τη χρήση ή το αποτέλεσμα των αναφορών ύποπτων συναλλαγών, είτε σε μεμονωμένες αναφορές είτε με συγκεντρωτικό τρόπο. Οι ΜΧΠ θα πρέπει επίσης να παρέχουν στις τελωνειακές αρχές ανατροφοδότηση, τουλάχιστον άπαξ ετησίως, σχετικά με την αποτελεσματικότητα και τη συνέχεια που δίνεται στις εκθέσεις οι οποίες αφορούν τις διασυνοριακές φυσικές κινήσεις μετρητών.

    (75)

    Αποστολή των ΜΧΠ είναι να συγκεντρώνουν και να αναλύουν πληροφορίες, προκειμένου να διαπιστώνουν σχέσεις μεταξύ ύποπτων συναλλαγών ή δραστηριοτήτων και συναφών εγκληματικών δραστηριοτήτων, ώστε να προλαμβάνεται και να καταπολεμείται η νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και η χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, και επίσης να διαβιβάζουν τα πορίσματα των αναλύσεών τους και κάθε άλλη συμπληρωματική σχετική πληροφορία στις αρμόδιες αρχές όταν υπάρχουν υπόνοιες για νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, τα βασικά της αδικήματα ή χρηματοδότηση της τρομοκρατίας. Μια ΜΧΠ δεν θα πρέπει να αποφεύγει ή να αρνείται την ανταλλαγή πληροφοριών με άλλη ΜΧΠ, αυτεπάγγελτα ή κατόπιν αιτήματος, για λόγους όπως η έλλειψη εντοπισμού ενός βασικού αδικήματος, τα χαρακτηριστικά των εθνικών ποινικών νόμων και οι διαφορές μεταξύ των ορισμών των βασικών αδικημάτων ή η έλλειψη αναφοράς σε συγκεκριμένα βασικά αδικήματα. Οι ΜΧΠ έχουν αναφέρει δυσκολίες στην ανταλλαγή πληροφοριών λόγω διαφορών στον κατά το εθνικό δίκαιο ορισμό μερικών βασικών αδικημάτων, όπως τα φορολογικά, που δεν έχουν εναρμονισθεί από την ενωσιακή νομοθεσία. Οι διαφορές αυτές δεν θα πρέπει να παρεμποδίζουν την αμοιβαία ανταλλαγή, τη διαβίβαση σε άλλες αρμόδιες αρχές, καθώς και τη χρήση των εν λόγω πληροφοριών. Οι ΜΧΠ θα πρέπει να εξασφαλίζουν ταχέως, εποικοδομητικά και αποτελεσματικά την ευρύτερη δυνατή διεθνή συνεργασία με ΜΧΠ τρίτων χωρών σε σχέση με νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, τα βασικά της αδικήματα και χρηματοδότηση της τρομοκρατίας σύμφωνα με τους ισχύοντες κανόνες προστασίας δεδομένων για τις κοινοποιήσεις δεδομένων, τις συστάσεις της FATF και τις αρχές της ομάδας Egmont για ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των μονάδων χρηματοοικονομικών πληροφοριών. Προς τον σκοπό αυτόν, οι ΜΧΠ θα πρέπει να ενθαρρύνονται να συνάπτουν διμερείς συμφωνίες και μνημόνια συμφωνίας με ομολόγους φορείς τρίτων χωρών, λαμβανομένων, παράλληλα, υπόψη τυχόν υποχρεώσεων στον τομέα των θεμελιωδών δικαιωμάτων και της ανάγκης προστασίας του κράτους δικαίου.

    (76)

    Μια ΜΧΠ δύναται να επιβάλει ορισμένους περιορισμούς και να θέσει συγκεκριμένα όρια όσον αφορά την περαιτέρω χρήση των πληροφοριών που παρέχει σε άλλη ΜΧΠ. Η αποδέκτρια ΜΧΠ θα πρέπει να χρησιμοποιεί τις πληροφορίες μόνο για τους σκοπούς για τους οποίους ζητήθηκαν ή παρασχέθηκαν. Μια ΜΧΠ θα πρέπει να παρέχει την προηγούμενη συγκατάθεσή της σε άλλη ΜΧΠ για την προώθηση των πληροφοριών σε άλλες αρμόδιες αρχές, ανεξάρτητα από το είδος του ενδεχόμενου βασικού αδικήματος και ανεξάρτητα από το αν το βασικό αδίκημα έχει προσδιοριστεί κατά τη στιγμή της ανταλλαγής πληροφοριών, προκειμένου να καταστεί δυνατή η αποτελεσματική εκτέλεση της λειτουργίας διαβίβασης. Η εν λόγω προηγούμενη συγκατάθεση για περαιτέρω διαβίβαση θα πρέπει να παρέχεται άμεσα και δεν θα πρέπει να χωρεί άρνηση παροχής της, παρά μόνο εάν δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων ΚΞΧ/ΧΤ ή δεν συνάδει με τις θεμελιώδεις αρχές του εθνικού δικαίου. Οι ΜΧΠ θα πρέπει να παρέχουν εξηγήσεις σχετικά με τυχόν άρνηση παροχής συγκατάθεσης.

    (77)

    Οι ΜΧΠ θα πρέπει να χρησιμοποιούν ασφαλείς εγκαταστάσεις, συμπεριλαμβανομένων προστατευμένων διαύλων επικοινωνίας, προκειμένου να συνεργάζονται και να ανταλλάσσουν πληροφορίες μεταξύ τους. Στο πλαίσιο αυτό, θα πρέπει να δημιουργηθεί ένα σύστημα ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ των ΜΧΠ των κρατών μελών («FIU.net»). Το σύστημα θα πρέπει να τελεί υπό τη διαχείριση και την ευθύνη της ΑΚΝΕΠΑΔ, και θα πρέπει να παρέχει το υψηλότερο δυνατό επίπεδο ασφάλειας και την πλήρη κρυπτογράφηση των ανταλλασσόμενων πληροφοριών. Το FIU.net θα πρέπει να χρησιμοποιείται από τις ΜΧΠ για τη συνεργασία και την ανταλλαγή πληροφοριών και δύναται επίσης να χρησιμοποιείται, όπου απαιτείται, και κατόπιν απόφασης της ΑΚΝΕΠΑΔ, για την ανταλλαγή πληροφοριών με ΜΧΠ τρίτων χωρών και με άλλες αρχές και όργανα, υπηρεσίες και οργανισμούς της Ένωσης. Οι λειτουργίες του FIU.net θα πρέπει να χρησιμοποιούνται από τις ΜΧΠ στο μέγιστο των δυνατοτήτων τους. Οι εν λόγω λειτουργίες θα πρέπει να επιτρέπουν στις ΜΧΠ να συγκρίνουν τα δεδομένα τους με δεδομένα άλλων ΜΧΠ με ψευδώνυμο τρόπο, με σκοπό τον εντοπισμό προσώπων που ενδιαφέρουν τις ΜΧΠ σε άλλα κράτη μέλη και τον προσδιορισμό των εσόδων και των κεφαλαίων τους, με πλήρη διασφάλιση, ταυτόχρονα, της προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Προκειμένου να εντοπιστούν οι σύνδεσμοι μεταξύ χρηματοοικονομικών πληροφοριών και εγκληματολογικών πληροφοριών, οι ΜΧΠ θα πρέπει επίσης να είναι σε θέση να χρησιμοποιούν τις λειτουργίες FIU.net για την ψευδωνυμοποίηση των δεδομένων τους με πληροφορίες που κατέχουν τα όργανα, οι υπηρεσίες και οι οργανισμοί της Ένωσης, στον βαθμό που η διασταύρωση αυτή εμπίπτει στα αντίστοιχα κατά νόμο καθήκοντα των τελευταίων, και με πλήρη σεβασμό των εφαρμοστέων κανόνων προστασίας των δεδομένων.

    (78)

    Είναι σημαντικό οι ΜΧΠ να συνεργάζονται και να ανταλλάσσουν πληροφορίες αποτελεσματικά. Στο πλαίσιο αυτό, η ΑΚΝΕΠΑΔ θα πρέπει να παρέχει την αναγκαία αρωγή, όχι μόνο μέσω του συντονισμού κοινών αναλύσεων των διασυνοριακών αναφορών για ύποπτες συναλλαγές, αλλά και μέσω της ανάπτυξης σχεδίων εκτελεστικών και ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων σχετικά με τον μορφότυπο που πρέπει να χρησιμοποιείται για την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των ΜΧΠ, το υπόδειγμα για την υποβολή των αναφορών για ύποπτες συναλλαγές και τα κριτήρια συνάφειας και επιλογής που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά τη διακρίβωση του εάν μια αναφορά για ύποπτη συναλλαγή αφορά άλλο κράτος μέλος, καθώς και κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τη φύση, τα χαρακτηριστικά και τους στόχους της επιχειρησιακής και της στρατηγικής ανάλυσης και τις διαδικασίες που πρέπει να εφαρμόζονται κατά τη διαβίβαση και τη λήψη μιας αναφοράς για ύποπτη συναλλαγή η οποία αφορά άλλο κράτος μέλος, καθώς και τη συνέχεια που πρέπει να δίνεται. Η ΑΚΝΕΠΑΔ θα πρέπει επίσης να θεσπίσει διαδικασία αξιολόγησης από ομοτίμους, προκειμένου να ενισχυθούν η συνοχή και η αποτελεσματικότητα των δραστηριοτήτων των ΜΧΠ και να διευκολυνθεί η ανταλλαγή βέλτιστων πρακτικών μεταξύ των ΜΧΠ.

    (79)

    Οι ΜΧΠ είναι υπεύθυνες για τη λήψη αναφορών για ύποπτες συναλλαγές ή δραστηριότητες από υπόχρεες οντότητες εγκατεστημένες στο έδαφος των κρατών μελών τους. Ωστόσο, ορισμένες ύποπτες συναλλαγές ή δραστηριότητες που αναφέρονται στις ΜΧΠ ενδέχεται να αφορούν δραστηριότητες που ασκούνται από υπόχρεες οντότητες σε άλλα κράτη μέλη, όπου δραστηριοποιούνται χωρίς να διαθέτουν εγκατάσταση. Στις περιπτώσεις αυτές, είναι σημαντικό οι ΜΧΠ να διαβιβάζουν τις εν λόγω αναφορές στον ομόλογο φορέα τους στο κράτος μέλος το οποίο αφορά η συναλλαγή ή η δραστηριότητα, άνευ αιρέσεων για τη χρήση των εν λόγω αναφορών. Το σύστημα FIU.net επιτρέπει τη διαβίβαση τέτοιων διασυνοριακών αναφορών. Προκειμένου να ενισχυθεί η εν λόγω λειτουργικότητα, το σύστημα αναβαθμίζεται, ώστε να καταστεί δυνατή η ταχεία διαβίβαση των εν λόγω αναφορών και να υποστηριχθούν οι σημαντικές ανταλλαγές πληροφοριών μεταξύ των ΜΧΠ και, ως εκ τούτου, η αποτελεσματική εφαρμογή της παρούσας οδηγίας.

    (80)

    Οι προθεσμίες για την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ ΜΧΠ είναι απαραίτητες προκειμένου να διασφαλιστεί η γρήγορη, αποτελεσματική και συνεπής συνεργασία. Θα πρέπει να οριστούν προθεσμίες ώστε να εξασφαλίζεται η αποτελεσματική ανταλλαγή πληροφοριών εντός εύλογου χρονικού διαστήματος ή η τήρηση των διαδικαστικών περιορισμών. Θα πρέπει να προβλέπονται συντομότερες προθεσμίες σε εξαιρετικές, αιτιολογημένες και επείγουσες περιπτώσεις στις οποίες η ΜΧΠ προς την οποία απευθύνεται το αίτημα είναι σε θέση να έχει άμεση πρόσβαση στις βάσεις δεδομένων όπου φυλάσσονται οι ζητούμενες πληροφορίες. Στις περιπτώσεις στις οποίες η ΜΧΠ προς την οποία απευθύνεται το αίτημα δεν είναι σε θέση να παράσχει τις πληροφορίες εντός των καθορισμένων προθεσμιών, θα πρέπει να ενημερώνει σχετικά την αιτούσα ΜΧΠ.

    (81)

    Η διακίνηση παράνομου χρήματος διασχίζει σύνορα και μπορεί να επηρεάσει διαφορετικά κράτη μέλη. Οι διασυνοριακές υποθέσεις, που περιλαμβάνουν πολλαπλές δικαιοδοσίες, γίνονται όλο και πιο συχνές και σημαντικές, επίσης λόγω των δραστηριοτήτων που εκτελούνται από υπόχρεες οντότητες σε διασυνοριακή βάση. Προκειμένου να αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά οι περιπτώσεις που αφορούν πολλά κράτη μέλη, οι ΜΧΠ θα πρέπει να μπορούν να υπερβαίνουν την απλή ανταλλαγή πληροφοριών για τον εντοπισμό και την ανάλυση ύποπτων συναλλαγών και δραστηριοτήτων και να διεξάγουν από κοινού την ίδια την αναλυτική δραστηριότητα. Οι ΜΧΠ έχουν αναφέρει ορισμένα σημαντικά ζητήματα που περιορίζουν ή προϋποθέτουν την ικανότητα των ΜΧΠ να συμμετέχουν σε κοινή ανάλυση. Η κοινή ανάλυση ύποπτων συναλλαγών και δραστηριοτήτων θα επιτρέψει στις ΜΧΠ να εκμεταλλευτούν πιθανές συνέργειες, να χρησιμοποιήσουν πληροφορίες από διαφορετικές πηγές, να αποκτήσουν πλήρη εικόνα των αντικανονικών δραστηριοτήτων και να εμπλουτίσουν την ανάλυση. Οι ΜΧΠ θα πρέπει να είναι σε θέση να πραγματοποιούν κοινές αναλύσεις ύποπτων συναλλαγών και δραστηριοτήτων και να δημιουργούν και να συμμετέχουν σε κοινές ομάδες ανάλυσης για συγκεκριμένους σκοπούς και περιορισμένο χρονικό διάστημα με τη βοήθεια της ΑΚΝΕΠΑΔ. Η ΑΚΝΕΠΑΔ θα πρέπει να χρησιμοποιεί το σύστημα FIU.net, προκειμένου να είναι σε θέση να αποστέλλει, να λαμβάνει και να συσχετίζει πληροφορίες και να παρέχει επιχειρησιακή υποστήριξη στις ΜΧΠ στο πλαίσιο της από κοινού ανάλυσης διασυνοριακών υποθέσεων.

    (82)

    Η συμμετοχή τρίτων, συμπεριλαμβανομένων οργάνων, υπηρεσιών και οργανισμών της Ένωσης, ενδέχεται να είναι καθοριστικής σημασίας για την επιτυχή έκβαση των αναλύσεων των ΜΧΠ, συμπεριλαμβανομένων των από κοινού αναλύσεων. Επομένως, οι ΜΧΠ μπορούν να καλέσουν τρίτα μέρη να λάβουν μέρος στην κοινή ανάλυση, όταν η συμμετοχή αυτή εμπίπτει στις αντίστοιχες εντολές των εν λόγω τρίτων. Η συμμετοχή τρίτων στη διαδικασία ανάλυσης δύναται να συμβάλει στον εντοπισμό δεσμών μεταξύ χρηματοοικονομικών πληροφοριών και ποινικού ενδιαφέροντος πληροφοριών και στοιχείων, να εμπλουτίσει την ανάλυση και να οδηγήσει στη διαπίστωση της ύπαρξης ενδείξεων τέλεσης ποινικού αδικήματος.

    (83)

    Η αποτελεσματική εποπτεία όλων των υπόχρεων οντοτήτων είναι απαραίτητη για την προστασία της ακεραιότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος της Ένωσης και της εσωτερικής αγοράς. Προς τον σκοπό αυτόν, τα κράτη μέλη θα πρέπει να εφαρμόσουν αποτελεσματική και αμερόληπτη εποπτεία για την ΚΞΧ/ΧΤ και να καθορίσουν τις προϋποθέσεις για αποτελεσματική, έγκαιρη και διαρκή συνεργασία μεταξύ των εποπτικών φορέων.

    (84)

    Τα κράτη μέλη θα πρέπει να διασφαλίζουν την αποτελεσματική, αμερόληπτη και βάσει κινδύνου εποπτεία όλων των υπόχρεων οντοτήτων, κατά προτίμηση από δημόσιες αρχές μέσω χωριστού και ανεξάρτητου εθνικού εποπτικού φορέα. Οι εθνικοί εποπτικοί φορείς θα πρέπει να είναι σε θέση να εκτελούν ένα ευρύ φάσμα καθηκόντων προκειμένου να ασκούν αποτελεσματική εποπτεία όλων των υπόχρεων οντοτήτων.

    (85)

    Η Ένωση έχει επανειλημμένα παρατηρήσει μια χαλαρή προσέγγιση ως προς την εποπτεία των καθηκόντων των υπόχρεων οντοτήτων όσον αφορά την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας. Ως εκ τούτου, είναι αναγκαίο οι εθνικοί εποπτικοί φορείς, στο πλαίσιο του ολοκληρωμένου εποπτικού μηχανισμού που θεσπίζεται με την παρούσα οδηγία και τον κανονισμό (ΕΕ) 2024/1620, να γνωρίζουν με σαφήνεια τα αντίστοιχα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους.

    (86)

    Προκειμένου να αξιολογούνται και να παρακολουθούνται πιο αποτελεσματικά και σε τακτική βάση οι κίνδυνοι στους οποίους εκτίθενται οι υπόχρεες οντότητες και οι εσωτερικές πολιτικές, οι διαδικασίες και οι έλεγχοι που εφαρμόζουν για τη διαχείριση και τον μετριασμό των εν λόγω κινδύνων, καθώς και για την εφαρμογή στοχευμένων οικονομικών κυρώσεων, είναι αναγκαίο να διευκρινιστεί ότι οι εθνικοί εποπτικοί φορείς έχουν το δικαίωμα και την υποχρέωση να διεξάγουν όλους τους αναγκαίους μη επιτόπιους, επιτόπιους και θεματικούς ελέγχους, καθώς και οποιεσδήποτε άλλες έρευνες και αξιολογήσεις κρίνουν επιβεβλημένες. Θα πρέπει επίσης να είναι σε θέση να αντιδρούν χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση σε κάθε υπόνοια μη συμμόρφωσης προς τις προβλεπόμενες απαιτήσεις και να λαμβάνουν πρόσφορα εποπτικά μέτρα για την αντιμετώπιση καταγγελιών περί μη συμμόρφωσης. Αυτό όχι μόνο θα συνδράμει τους εποπτικούς φορείς να αποφασίζουν για τις περιπτώσεις στις οποίες οι συγκεκριμένοι εγγενείς κίνδυνοι σε έναν τομέα είναι σαφείς και κατανοητοί, αλλά θα τους παράσχει και τα εργαλεία που απαιτούνται για τη περαιτέρω διαβίβαση των σχετικών πληροφοριών σε υπόχρεες οντότητες, προκειμένου να κατανοήσουν τους κινδύνους που σχετίζονται με τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας.

    (87)

    Οι δραστηριότητες προβολής, συμπεριλαμβανομένης της διαβίβασης πληροφοριών από τους εποπτικούς φορείς στις υπόχρεες οντότητες υπό την εποπτεία τους, είναι ουσιώδεις για να διασφαλιστεί ότι ο ιδιωτικός τομέας έχει επαρκή κατανόηση της φύσης και του επιπέδου νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας στα οποία εκτίθεται. Αυτό περιλαμβάνει διαβιβάσεις των καταχωρήσεων στο πλαίσιο στοχευμένων οικονομικών κυρώσεων και οικονομικών κυρώσεων του ΟΗΕ, που θα πρέπει να πραγματοποιούνται αμέσως μόλις γίνονται οι εν λόγω καταχωρήσεις προκειμένου να καταστεί δυνατό για τον τομέα να συμμορφωθεί με τις υποχρεώσεις τους. Δεδομένου ότι η εφαρμογή των απαιτήσεων ΚΞΧ/ΧΤ από τις υπόχρεες οντότητες συνεπάγεται την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, είναι σημαντικό οι εποπτικοί φορείς να γνωρίζουν τις οδηγίες και άλλες δημοσιεύσεις που εκδίδουν οι αρχές προστασίας δεδομένων, είτε σε εθνικό επίπεδο είτε σε επίπεδο Ένωσης μέσω του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Προστασίας Δεδομένων, και να περιλαμβάνουν τις πληροφορίες αυτές, ανάλογα με την περίπτωση, στις διαβιβάσεις στις οποίες προβαίνουν στις οντότητες που εποπτεύουν.

    (88)

    Οι εποπτικοί φορείς θα πρέπει να υιοθετήσουν μια προσέγγιση βάσει κινδύνου στο έργο τους, η οποία θα τους επιτρέψει να επικεντρώσουν τους πόρους τους εκεί όπου οι κίνδυνοι είναι υψηλότεροι, εξασφαλίζοντας παράλληλα ότι κανένας τομέας ή οντότητα δεν θα παραμείνουν εκτεθειμένοι σε εγκληματικές προσπάθειες νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας. Προς τον σκοπό αυτόν, οι εποπτικοί φορείς θα πρέπει να προγραμματίζουν τις δραστηριότητές τους σε ετήσια βάση. Στο πλαίσιο αυτό, θα πρέπει όχι μόνο να διασφαλίζουν την κάλυψη βάσει κινδύνου των τομέων που εποπτεύουν, αλλά και να είναι σε θέση να αντιδρούν άμεσα στην περίπτωση που υπάρχουν αντικειμενικές και σημαντικές ενδείξεις για παραβάσεις εντός μιας υπόχρεης οντότητας, ιδίως μετά από δημόσιες αποκαλύψεις ή πληροφορίες που υποβάλλονται από πληροφοριοδότες. Οι εποπτικοί φορείς θα πρέπει επίσης να διασφαλίζουν τη διαφάνεια όσον αφορά τις εποπτικές δραστηριότητες που διεξήγαγαν, όπως τα εποπτικά σώματα που διοργάνωσαν και παρέστησαν στις πραγματοποιηθείσες επιτόπιες και μη επιτόπιες εποπτικές ενέργειες, τις χρηματικές κυρώσεις που επιβλήθηκαν ή τα διοικητικά μέτρα που εφαρμόστηκαν. Η ΑΚΝΕΠΑΔ θα πρέπει να διαδραματίζει πρωταγωνιστικό ρόλο στην προώθηση μιας κοινής κατανόησης των κινδύνων και, ως εκ τούτου, θα πρέπει να της ανατεθεί η ανάπτυξη των κριτηρίων αναφοράς και μιας μεθοδολογίας για την εκτίμηση και την ταξινόμηση του προφίλ εγγενούς και υπολειπόμενου κινδύνου των υπόχρεων οντοτήτων, καθώς και η συχνότητα με την οποία θα πρέπει να επανεξετάζεται ένα τέτοιο προφίλ κινδύνου.

    (89)

    Η γνωστοποίηση από τις εποπτικές αρχές στις ΜΧΠ γεγονότων που θα μπορούσαν να σχετίζονται με νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή με χρηματοδότηση της τρομοκρατίας αποτελεί έναν από τους ακρογωνιαίους λίθους της αποτελεσματικής και αποδοτικής εποπτείας των κινδύνων νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, και επιτρέπει στους εποπτικούς φορείς να αντιμετωπίζουν ελλείψεις στη διαδικασία υποβολής εκθέσεων από τις υπόχρεες οντότητες. Προς τον σκοπό αυτόν, οι εποπτικοί φορείς θα πρέπει να είναι σε θέση να αναφέρουν στη ΜΧΠ περιπτώσεις υπονοιών που η υπόχρεη οντότητα παρέλειψε να αναφέρει ή να συμπληρώνουν αναφορές που υποβλήθηκαν από την υπόχρεη οντότητα με πρόσθετες πληροφορίες, τις οποίες εντοπίζουν κατά τη διάρκεια των εποπτικών τους δραστηριοτήτων. Οι εποπτικοί φορείς θα πρέπει επίσης να είναι σε θέση να αναφέρουν υπόνοιες νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, των βασικών αδικημάτων της ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας από υπαλλήλους υπόχρεων οντοτήτων ή πρόσωπα σε ισοδύναμη θέση, από τη διοίκησή τους ή τους πραγματικούς δικαιούχους τους. Συνεπώς, είναι αναγκαίο τα κράτη μέλη να θεσπίσουν ένα σύστημα το οποίο να διασφαλίζει ότι οι ΜΧΠ ενημερώνονται προσηκόντως και άμεσα. Η αναφορά υπονοιών στη ΜΧΠ δεν θα πρέπει να θεωρείται ότι υποκαθιστά την υποχρέωση των δημόσιων αρχών να αναφέρουν στις σχετικές αρμόδιες αρχές κάθε εγκληματική δραστηριότητα που αποκαλύπτουν ή της οποίας λαμβάνουν γνώση κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους. Οι πληροφορίες που καλύπτονται από το δικηγορικό απόρρητο δεν θα πρέπει να συλλέγονται ή να εξετάζονται στο πλαίσιο εποπτικών καθηκόντων, εκτός εάν έχουν εφαρμογή οι εξαιρέσεις που προβλέπονται στον κανονισμό (ΕΕ) 2024/1624. Σε περίπτωση που οι εποπτικοί φορείς εντοπίσουν ή αποκτήσουν τέτοιες πληροφορίες, δεν θα πρέπει να τις λαμβάνουν υπόψη για τους σκοπούς των εποπτικών δραστηριοτήτων τους, ή να τις αναφέρουν στη ΜΧΠ.

    (90)

    Η συνεργασία μεταξύ εθνικών εποπτικών φορέων είναι απαραίτητη για τη διασφάλιση μιας κοινής εποπτικής προσέγγισης σε ολόκληρη την Ένωση. Προκειμένου να καταστεί αποτελεσματική η εν λόγω συνεργασία, πρέπει να χρησιμοποιηθεί στον μέγιστο δυνατό βαθμό και ανεξάρτητα από την αντίστοιχη φύση ή καθεστώς των εποπτικών φορέων. Εκτός από την παραδοσιακή συνεργασία — όπως η δυνατότητα διεξαγωγής ερευνών για λογαριασμό της αιτούσας εποπτικής αρχής — είναι σκόπιμο να επιβληθεί η σύσταση εποπτικών σωμάτων για την ΚΞΧ/ΧΤ στον χρηματοπιστωτικό τομέα όσον αφορά τις υπόχρεες οντότητες που δραστηριοποιούνται σε διάφορα κράτη μέλη μέσω εγκαταστάσεων και όσον αφορά τις υπόχρεες οντότητες που αποτελούν μέρος διασυνοριακού ομίλου. Οι φορείς χρηματοπιστωτικής εποπτείας τρίτων χωρών μπορούν να καλούνται στα εν λόγω σώματα υπό ορισμένες προϋποθέσεις, συμπεριλαμβανομένων απαιτήσεων εμπιστευτικότητας ισοδύναμων με εκείνες που ισχύουν για τους φορείς χρηματοπιστωτικής εποπτείας της Ένωσης και της συμμόρφωσης με το ενωσιακό δίκαιο όσον αφορά την επεξεργασία και τη διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Οι δραστηριότητες των εποπτικών σωμάτων ΚΞΧ/ΧΤ θα πρέπει να είναι αναλογικές προς το επίπεδο κινδύνου στο οποίο εκτίθεται το πιστωτικό ίδρυμα ή ο χρηματοπιστωτικός οργανισμός, καθώς και προς την κλίμακα της διασυνοριακής δραστηριότητας.

    (91)

    Η οδηγία (ΕΕ) 2015/849 περιλάμβανε μια γενική απαίτηση για τη συνεργασία των εποπτικών φορέων των κρατών μελών καταγωγής και των κρατών μελών υποδοχής. Η εν λόγω απαίτηση στη συνέχεια ενισχύθηκε για να αποφευχθεί η απαγόρευση ή ο αδικαιολόγητος περιορισμός της ανταλλαγής πληροφοριών και της συνεργασίας μεταξύ εποπτικών φορέων. Ωστόσο, ελλείψει σαφούς νομικού πλαισίου, η σύσταση εποπτικών σωμάτων ΚΞΧ/ΧΤ βασίστηκε σε μη δεσμευτικές κατευθυντήριες γραμμές. Συνεπώς, είναι απαραίτητο να θεσπιστούν σαφείς κανόνες για την οργάνωση σωμάτων ΚΞΧ/ΧΤ και να προβλεφθεί μια συντονισμένη, νομικά ορθή προσέγγιση, η οποία να αναγνωρίζει την ανάγκη για δομημένη αλληλεπίδραση μεταξύ εποπτικών φορέων σε ολόκληρη την Ένωση. Σύμφωνα με τον συντονιστικό και εποπτικό της ρόλο, πρέπει να ανατεθεί στην ΑΚΝΕΠΑΔ η ανάπτυξη σχεδίων ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που καθορίζουν τις γενικές συνθήκες που επιτρέπουν την ορθή λειτουργία των εποπτικών σωμάτων ΚΞΧ/ΧΤ.

    (92)

    Οι υπόχρεες οντότητες που δραστηριοποιούνται στον μη χρηματοπιστωτικό τομέα ενδέχεται επίσης να ασκούν δραστηριότητες σε διασυνοριακό επίπεδο ή να αποτελούν μέρος ομίλων που ασκούν διασυνοριακές δραστηριότητες. Ως εκ τούτου, είναι σκόπιμο να θεσπιστούν κανόνες οι οποίοι θα καθορίζουν τη λειτουργία των εποπτικών σωμάτων ΚΞΧ/ΧΤ για ομίλους που ασκούν τόσο χρηματοπιστωτικές όσο και μη χρηματοοικονομικές δραστηριότητες, και οι οποίοι θα επιτρέπουν τη σύσταση εποπτικών σωμάτων στον μη χρηματοπιστωτικό τομέα, λαμβανομένης υπόψη της αναγκαιότητας εφαρμογής πρόσθετων εγγυήσεων σε σχέση με ομίλους ή διασυνοριακές οντότητες που παρέχουν νομικές υπηρεσίες. Προκειμένου να διασφαλιστεί η αποτελεσματική διασυνοριακή εποπτεία στον μη χρηματοπιστωτικό τομέα, η ΑΚΝΕΠΑΔ θα πρέπει να παρέχει στήριξη στη λειτουργία των εν λόγω σωμάτων και να γνωμοδοτεί σε τακτική βάση σχετικά με τη λειτουργία των εν λόγω σωμάτων, καθώς θα προχωρεί η εφαρμογή του ευνοϊκού πλαισίου που προβλέπει η παρούσα οδηγία.

    (93)

    Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες υπόχρεη οντότητα λειτουργεί εγκαταστάσεις σε άλλο κράτος μέλος, μεταξύ άλλων και μέσω δικτύου αντιπροσώπων, ο εποπτικός φορέας του κράτους μέλους καταγωγής θα πρέπει να είναι υπεύθυνος για την εποπτεία της εφαρμογής των πολιτικών και διαδικασιών ΚΞΧ/ΧΤ από την υπόχρεη οντότητα σε επίπεδο ομίλου. Αυτή θα μπορούσε να περιλαμβάνει επιτόπου επισκέψεις σε εγκαταστάσεις εδρεύουσες σε άλλο κράτος μέλος. Ο εποπτικός φορέας του κράτους μέλους καταγωγής θα πρέπει να συνεργάζεται στενά με τον εποπτικό φορέα του κράτους μέλους υποδοχής και θα πρέπει να τον ενημερώνει για κάθε θέμα που θα μπορούσε να επηρεάσει την αξιολόγηση της συμμόρφωσης της εγκατάστασης προς τους κανόνες ΚΞΧ/ΧΤ του κράτους μέλους υποδοχής.

    (94)

    Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες υπόχρεη οντότητα λειτουργεί εγκαταστάσεις σε άλλο κράτος μέλος, μεταξύ άλλων και μέσω δικτύου αντιπροσώπων, ο εποπτικός φορέας του κράτους μέλους υποδοχής θα πρέπει να διατηρεί την ευθύνη για την επιβολή της συμμόρφωσης της εγκατάστασης προς τους κανόνες ΚΞΧ/ΧΤ, συμπεριλαμβανομένης, εφόσον απαιτείται, της διενέργειας επιτόπιων επιθεωρήσεων και της μη επιτόπιας παρακολούθησης, και λαμβάνοντας κατάλληλα και αναλογικά μέτρα για την αντιμετώπιση παραβάσεων των απαιτήσεων αυτών. Το ίδιο θα πρέπει να ισχύει και για άλλα είδη υποδομών υπόχρεων οντοτήτων που λειτουργούν υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, εφόσον η εν λόγω υποδομή επαρκεί για να απαιτηθεί εποπτεία από τον εποπτικό φορέα του κράτους μέλους υποδοχής. Ο εποπτικός φορέας του κράτους μέλους υποδοχής θα πρέπει να συνεργάζεται στενά με τον εποπτικό φορέα του κράτους μέλους καταγωγής και θα πρέπει να τον ενημερώνει για τυχόν ζητήματα που θα μπορούσαν να επηρεάσουν την αξιολόγηση, από τον πρώτο, της εφαρμογής της πολιτικής και των διαδικασιών ΚΞΧ/ΧΤ, και να επιτρέπει στον εποπτικό φορέα του κράτους μέλους καταγωγής να λαμβάνει μέτρα για την αντιμετώπιση τυχόν διαπιστωθείσας παράβασης. Εντούτοις, όταν εντοπίζονται σοβαρές, επανειλημμένες ή συστηματικές παραβάσεις των κανόνων για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και την καταπολέμηση της τρομοκρατίας, ο εποπτικός φορέας του κράτους μέλους υποδοχής θα πρέπει να είναι σε θέση να εφαρμόζει κατάλληλα και αναλογικά προσωρινά διορθωτικά μέτρα, τα οποία εφαρμόζονται υπό παρόμοιες συνθήκες στις υπόχρεες οντότητες που υπάγονται στην αρμοδιότητά του, για την αντιμετώπιση των εν λόγω σοβαρών, επανειλημμένων ή συστηματικών παραβάσεων, κατά περίπτωση, με τη συνδρομή του εποπτικού φορέα του κράτους μέλους καταγωγής ή σε συνεργασία με αυτόν.

    (95)

    Σε τομείς που δεν είναι εναρμονισμένοι σε ενωσιακό επίπεδο, τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίζουν εθνικά μέτρα, ακόμη και όταν τα εν λόγω μέτρα συνιστούν περιορισμούς στις ελευθερίες της εσωτερικής αγοράς. Τούτο ισχύει, για παράδειγμα, για τα μέτρα που λαμβάνονται για τη ρύθμιση της παροχής υπηρεσιών τυχερών παιχνιδιών, ιδίως όταν οι εν λόγω δραστηριότητες ασκούνται διαδικτυακά, χωρίς καμία υποδομή στο κράτος μέλος. Ωστόσο, για να είναι συμβατά με το δίκαιο της Ένωσης, τα μέτρα αυτά πρέπει να επιτυγχάνουν ένα γενικό συμφέρον, να μην εισάγουν διακρίσεις και να είναι πρόσφορα για την επίτευξη του επίμαχου σκοπού, καθώς και να μην υπερβαίνουν το απολύτως αναγκαίο για την επίτευξή του μέτρου. Στην περίπτωση που τα κράτη μέλη εξαρτούν την παροχή υπηρεσιών που ρυθμίζονται από το ενωσιακό πλαίσιο ΚΞΧ/ΧΤ από ειδικές απαιτήσεις αδειοδότησης, όπως η απόκτηση άδειας, θα πρέπει επίσης να είναι υπεύθυνα για την εποπτεία των εν λόγω υπηρεσιών. Η απαίτηση εποπτείας των εν λόγω υπηρεσιών δεν προδικάζει τα συμπεράσματα στα οποία ενδέχεται να καταλήξει το Δικαστήριο σχετικά με τη συμβατότητα των εθνικών μέτρων με το δίκαιο της Ένωσης.

    (96)

    Λαμβανομένων υπόψη των συγκεκριμένων τρωτών σημείων της καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες που έχουν διαπιστωθεί σε σχέση με τους εκδότες ηλεκτρονικού χρήματος, τους παρόχους υπηρεσιών πληρωμών και τους παρόχους υπηρεσιών κρυπτοστοιχείων, θα πρέπει να είναι δυνατό για τα κράτη μέλη να απαιτούν από τους εν λόγω παρόχους που είναι εγκατεστημένοι στο έδαφός τους υπό μορφές άλλες πλην του υποκαταστήματος ή μέσω άλλων ειδών υποδομών και των οποίων η έδρα βρίσκεται σε άλλο κράτος μέλος, να ορίζουν κεντρικό σημείο επαφής. Το εν λόγω κεντρικό σημείο επαφής, ενεργώντας για λογαριασμό του φορέα που το όρισε, θα πρέπει να διασφαλίζει τη συμμόρφωση των εγκαταστάσεων με τους κανόνες ΚΞΧ/ΧΤ.

    (97)

    Για τη διασφάλιση καλύτερου συντονισμού των προσπαθειών και την αποτελεσματική συμβολή στις ανάγκες του ολοκληρωμένου εποπτικού μηχανισμού, θα πρέπει να αποσαφηνιστούν τα αντίστοιχα καθήκοντα των εποπτικών φορέων σε σχέση με τις υπόχρεες οντότητες που δραστηριοποιούνται σε άλλα κράτη μέλη μέσω εγκαταστάσεων ή μορφών υποδομής που δικαιολογούν εποπτεία από το κράτος μέλος υποδοχής και να προβλεφθούν ειδικοί, αναλογικοί μηχανισμοί συνεργασίας.

    (98)

    Οι διασυνοριακοί όμιλοι πρέπει να εφαρμόσουν εκτεταμένες πολιτικές και διαδικασίες σε επίπεδο ομίλου. Για να διασφαλιστεί ότι οι διασυνοριακές πράξεις υπόκεινται σε επαρκή εποπτεία, είναι αναγκαίο να καθοριστούν λεπτομερείς κανόνες εποπτείας, που θα επιτρέπουν στους εποπτικούς φορείς του κράτους μέλους καταγωγής και του κράτους μέλους υποδοχής να συνεργάζονται μεταξύ τους στον μέγιστο δυνατό βαθμό, ανεξάρτητα από την εκάστοτε φύση ή το καθεστώς τους, καθώς και με την ΑΚΝΕΠΑΔ, για την εκτίμηση των κινδύνων και την παρακολούθηση των εξελίξεων που θα μπορούσαν να επηρεάσουν τις διάφορες οντότητες που αποτελούν μέρος του ομίλου,τον συντονισμό της εποπτικής δράσης και της διευθέτησης των διαφορών. Δεδομένου του συντονιστικού της ρόλου, πρέπει να ανατεθεί στην ΑΚΝΕΠΑΔ το καθήκον να καταρτίσει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που καθορίζουν τα λεπτομερή αντίστοιχα καθήκοντα των εποπτικών φορέων καταγωγής και των εποπτικών φορέων υποδοχής, καθώς και το καθεστώς συνεργασίας ανάμεσά τους. Η εποπτεία της αποτελεσματικής εφαρμογής της πολιτικής του ομίλου σχετικά με την ΚΞΧ/ΧΤ θα πρέπει να γίνεται σύμφωνα με τις αρχές και τις μεθόδους της ενοποιημένης εποπτείας όπως ορίζεται στις σχετικές ενωσιακές νομικές πράξεις.

    (99)

    Η ανταλλαγή πληροφοριών και η συνεργασία μεταξύ εποπτικών φορέων είναι ουσιαστικής σημασίας στο πλαίσιο ολοένα και πιο ολοκληρωμένων παγκόσμιων χρηματοπιστωτικών συστημάτων. Αφενός, οι εποπτικοί φορείς της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένης της ΑΚΝΕΠΑΔ, θα πρέπει να αλληλοενημερώνονται για περιπτώσεις στις οποίες το δίκαιο τρίτης χώρας δεν επιτρέπει την εφαρμογή των πολιτικών και διαδικασιών που απαιτούνται από τον κανονισμό (ΕΕ) 2024/1624. Αφετέρου, θα πρέπει να δοθεί η δυνατότητα στα κράτη μέλη να εξουσιοδοτούν τους εποπτικούς φορείς να συνάπτουν συμφωνίες συνεργασίας που προβλέπουν συνεργασία και ανταλλαγή εμπιστευτικών πληροφοριών με τους ομολόγους τους σε τρίτες χώρες, σύμφωνα με τους ισχύοντες κανόνες για τις κοινοποιήσεις δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Λαμβανομένου υπόψη του εποπτικού της ρόλου, η ΑΚΝΕΠΑΔ θα πρέπει να παρέχει τη συνδρομή της εφόσον είναι απαραίτητη για την αξιολόγηση της ισοδυναμίας των απαιτήσεων επαγγελματικού απορρήτου που ισχύουν για τον ομόλογο της τρίτης χώρας.

    (100)

    Η οδηγία (ΕΕ) 2015/849 επιτρέπει στα κράτη μέλη να αναθέσουν την εποπτεία ορισμένων υπόχρεων οντοτήτων σε αυτορρυθμιζόμενους φορείς. Ωστόσο, η ποιότητα και η ένταση της εποπτείας που διενεργείται από τέτοιους αυτορρυθμιζόμενους φορείς ήταν ανεπαρκείς και υπό καθόλου ή σχεδόν καθόλου δημόσιο έλεγχο. Όταν ένα κράτος μέλος αποφασίζει να αναθέσει την εποπτεία σε έναν αυτορρυθμιζόμενο φορέα, θα πρέπει επίσης να ορίζει μια δημόσια αρχή που θα επιβλέπει τις δραστηριότητες του φορέα για να διασφαλίζει ότι η εκτέλεση των εν λόγω δραστηριοτήτων είναι σύμφωνη με την παρούσα οδηγία. Η εν λόγω δημόσια αρχή θα πρέπει να είναι φορέας δημόσιας διοίκησης και να εκτελεί τα καθήκοντά της χωρίς αθέμιτη επιρροή. Τα καθήκοντα που πρέπει να ασκεί η δημόσια αρχή η οποία επιβλέπει τους αυτορρυθμιζόμενους φορείς δεν συνεπάγονται ότι η αρχή θα πρέπει να ασκεί εποπτικά καθήκοντα έναντι των υπόχρεων οντοτήτων, ή να λαμβάνει αποφάσεις σε μεμονωμένες περιπτώσεις που χειρίζεται ο αυτορρυθμιζόμενος φορέας. Ωστόσο, τούτο δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να αναθέτουν πρόσθετα καθήκοντα στην εν λόγω αρχή, εάν το κρίνουν αναγκαίο για την επίτευξη των σκοπών της παρούσας οδηγίας. Στο πλαίσιο αυτό, τα κράτη μέλη θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι τα πρόσθετα καθήκοντα συνάδουν με τα θεμελιώδη δικαιώματα, και ιδίως ότι τα εν λόγω καθήκοντα δεν αποτελούν επέμβαση στην άσκηση του δικαιώματος άμυνας και στην εμπιστευτικότητα της επικοινωνίας μεταξύ δικηγόρων και πελατών.

    (101)

    Η σημασία της καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας θα πρέπει να οδηγήσει τα κράτη μέλη στη θέσπιση αποτελεσματικών, αναλογικών και αποτρεπτικών χρηματικών κυρώσεων και διοικητικών μέτρων στην εθνική νομοθεσία για τις περιπτώσεις αδυναμίας συμμόρφωσης με τον κανονισμό (ΕΕ) 2024/1624. Οι εθνικοί εποπτικοί φορείς θα πρέπει να εξουσιοδοτηθούν από τα κράτη μέλη να εφαρμόζουν τέτοια διοικητικά μέτρα σε υπόχρεες οντότητες για να διορθώσουν την κατάσταση σε περίπτωση παραβάσεων και, όταν η παράβαση το δικαιολογεί, να επιβάλλουν χρηματικές κυρώσεις. Ανάλογα με τα οργανωτικά συστήματα που εφαρμόζονται στα κράτη μέλη, τα εν λόγω μέτρα και οι εν λόγω κυρώσεις μπορούν επίσης να εφαρμόζονται σε συνεργασία μεταξύ εποπτικών φορέων και άλλων αρχών, με ανάθεση από τους εποπτικούς φορείς σε άλλες αρχές ή κατόπιν αίτησης των εποπτικών φορέων σε δικαστικές αρχές. Οι χρηματικές κυρώσεις και τα διοικητικά μέτρα θα πρέπει να είναι αρκούντως ευρέα, ώστε τα κράτη μέλη και οι εποπτικοί φορείς να μπορούν να λαμβάνουν υπόψη τις διαφορές μεταξύ των υπόχρεων οντοτήτων, ιδίως μεταξύ των πιστωτικών ιδρυμάτων και των χρηματοπιστωτικών οργανισμών και άλλων υπόχρεων οντοτήτων, όσον αφορά το μέγεθος, τα χαρακτηριστικά και τη φύση της δραστηριότητάς τους.

    (102)

    Τα κράτη μέλη διαθέτουν επί του παρόντος ένα ευρύ φάσμα χρηματικών κυρώσεων και διοικητικών μέτρων για παραβάσεις των βασικών διατάξεων πρόληψης και ασυνεπή προσέγγιση στη διερεύνηση και επιβολή κυρώσεων για παραβιάσεις των απαιτήσεων καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, Επιπλέον, δεν υπάρχει συναντίληψη των εποπτικών φορέων ως προς τι θα πρέπει να συνιστά «σοβαρή» παράβαση ώστε να μπορούν να διακρίνουν εύκολα πότε πρέπει να επιβληθεί ορισμένη χρηματική κύρωση. Η ποικιλομορφία αυτή είναι επιζήμια για τις προσπάθειες που καταβάλλονται για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, και η απάντηση της Ένωσης είναι κατακερματισμένη. Επομένως, θα πρέπει να τεθούν κοινά κριτήρια για τον καθορισμό της καταλληλότερης εποπτικής αντίδρασης σε παραβάσεις και θα πρέπει να προβλεφθεί μια σειρά διοικητικών μέτρων που θα μπορούσαν να εφαρμόσουν οι εποπτικοί φορείς για την αντιμετώπιση των παραβάσεων, είτε σε συνδυασμό με χρηματικές κυρώσεις είτε άνευ, όταν οι παραβάσεις δεν είναι αρκούντως σοβαρές για να τιμωρηθούν με χρηματική κύρωση. Προκειμένου να δοθούν κίνητρα στις υπόχρεες οντότητες να συμμορφωθούν με τις διατάξεις του κανονισμού (ΕΕ) 2024/1624, είναι αναγκαίο να ενισχυθεί ο αποτρεπτικός χαρακτήρας των χρηματικών κυρώσεων. Συνεπώς, θα πρέπει να αυξηθεί το ελάχιστο ποσό της μέγιστης ποινής που δύναται να επιβληθεί στην περίπτωση σοβαρών παραβάσεων του κανονισμού (ΕΕ) 2024/1624. Κατά τη μεταφορά της παρούσας οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο, τα κράτη μέλη θα πρέπει να διασφαλίσουν ότι η επιβολή χρηματικών κυρώσεων και η εφαρμογή διοικητικών μέτρων, καθώς και η επιβολή ποινικών κυρώσεων σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, δεν παραβιάζει την αρχή ne bis in idem.

    (103)

    Στην περίπτωση υπόχρεων οντοτήτων που είναι νομικά πρόσωπα, παραβάσεις των απαιτήσεων ΚΞΧ/ΧΤ προκύπτουν μετά από ενέργειες των φυσικών προσώπων που έχουν την εξουσία να κατευθύνουν τις δραστηριότητές τους ή υπό την ευθύνη τους, μεταξύ άλλων μέσω αντιπροσώπων, διανομέων ή άλλων προσώπων που ενεργούν για λογαριασμό της υπόχρεης οντότητας. Προκειμένου να διασφαλίζεται ότι η εποπτική δράση για την αντιμετώπιση των εν λόγω παραβάσεων είναι αποτελεσματική, η υπόχρεη οντότητα θα πρέπει επίσης να θεωρείται υπεύθυνη για ενέργειες των εν λόγω φυσικών προσώπων, είτε αυτές πραγματοποιούνται εκ προθέσεως είτε εξ αμελείας. Με την επιφύλαξη της ευθύνης των νομικών προσώπων στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών, τυχόν πρόθεση άντλησης οφέλους για την υπόχρεη οντότητα από παραβάσεις υποδηλώνει ευρύτερες αδυναμίες στις εσωτερικές πολιτικές, διαδικασίες και ελέγχους της υπόχρεης οντότητας όσον αφορά την πρόληψη της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, των βασικών αδικημάτων της και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας. Οι αδυναμίες αυτές υπονομεύουν τον ρόλο της υπόχρεης οντότητας ως ρυθμιστή της πρόσβασης του χρηματοπιστωτικού συστήματος της Ένωσης. Ως εκ τούτου, τυχόν πρόθεση άντλησης οφέλους από παράβαση απαίτησης ΚΞΧ/ΧΤ θα πρέπει να εκλαμβάνεται ως επιβαρυντική περίσταση.

    (104)

    Τα κράτη μέλη εφαρμόζουν διαφορετικά συστήματα για την επιβολή χρηματικών κυρώσεων, την εφαρμογή διοικητικών μέτρων και την επιβολή περιοδικών χρηματικών ποινών. Επιπλέον, ορισμένα διοικητικά μέτρα που εξουσιοδοτούνται να εφαρμόζουν οι εποπτικοί φορείς, όπως η ανάκληση ή η αναστολή μιας άδειας, εξαρτώνται από την εκτέλεση των μέτρων αυτών από άλλες αρχές. Προκειμένου να αντιμετωπιστεί ένα τόσο ευρύ φάσμα καταστάσεων, είναι σκόπιμο να δοθεί ευελιξία όσον αφορά τα μέσα με τα οποία οι εποπτικοί φορείς πρέπει να επιβάλλουν χρηματικές κυρώσεις, να εφαρμόζουν διοικητικά μέτρα και να επιβάλλουν περιοδικές χρηματικές ποινές. Ανεξάρτητα από τα μέσα που επιλέγονται, εναπόκειται στα κράτη μέλη και στις εμπλεκόμενες αρχές να διασφαλίζουν ότι οι εφαρμοζόμενοι μηχανισμοί επιτυγχάνουν το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα αποκατάστασης της συμμόρφωσης και επιβάλλουν αποτελεσματικές, αποτρεπτικές και αναλογικές χρηματικές κυρώσεις.

    (105)

    Προκειμένου να διασφαλίζεται ότι οι υπόχρεες οντότητες συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις ΚΞΧ/ΧΤ και μετριάζουν αποτελεσματικά τους κινδύνους της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, των βασικών αδικημάτων της και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας στους οποίους εκτίθενται, οι εποπτικοί φορείς θα πρέπει να είναι σε θέση να εφαρμόζουν διοικητικά μέτρα όχι μόνο για την αποκατάσταση των εντοπιζόμενων παραβάσεων, αλλά και όταν διαπιστώνουν ότι οι αδυναμίες στις εσωτερικές πολιτικές, διαδικασίες και ελέγχους είναι πιθανό να οδηγήσουν σε παραβάσεις των απαιτήσεων ΚΞΧ/ΧΤ ή όταν οι εν λόγω πολιτικές, διαδικασίες και έλεγχοι είναι ανεπαρκείς για τον μετριασμό των κινδύνων. Το πεδίο εφαρμογής των διοικητικών μέτρων που εφαρμόζονται και το χρονοδιάγραμμα που παρέχεται στις υπόχρεες οντότητες για την υλοποίηση των ζητούμενων δράσεων εξαρτώνται από τις συγκεκριμένες παραβάσεις ή αδυναμίες που εντοπίζονται. Σε περίπτωση που εντοπίζονται πολλαπλές παραβάσεις ή αδυναμίες, ενδέχεται να ισχύουν διαφορετικές προθεσμίες για την εφαρμογή κάθε μεμονωμένου διοικητικού μέτρου. Σε συνέπεια με τον στόχο των δημοσιεύσεων, που είναι τιμωρητικού και παιδαγωγικού χαρακτήρα, θα πρέπει να δημοσιεύονται μόνο αποφάσεις για την εφαρμογή διοικητικών μέτρων σε σχέση με παραβάσεις των απαιτήσεων ΚΞΧ/ΧΤ, αλλά όχι διοικητικά μέτρα που εφαρμόζονται για την πρόληψη τέτοιων παραβάσεων.

    (106)

    Η έγκαιρη συμμόρφωση των υπόχρεων οντοτήτων με τα διοικητικά μέτρα που εφαρμόζονται σε αυτές είναι απαραίτητη για να διασφαλίζεται, σε ολόκληρη την εσωτερική αγορά, επαρκές και συνεκτικό επίπεδο προστασίας από τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, τα βασικά της αδικήματα και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας. Όταν οι υπόχρεες οντότητες δεν συμμορφώνονται με διοικητικά μέτρα εντός της ορισθείσας προθεσμίας, είναι απαραίτητο οι εποπτικοί φορείς να είναι σε θέση να ασκούν αυξημένη πίεση στην υπόχρεη οντότητα για την αποκατάσταση της συμμόρφωσης χωρίς καθυστέρηση. Για τον σκοπό αυτό, οι εποπτικοί φορείς θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να επιβάλλουν περιοδικές χρηματικές ποινές αρχής γενομένης από την προθεσμία που έχει οριστεί για την αποκατάσταση της συμμόρφωσης, μεταξύ άλλων με αναδρομική ισχύ, όταν η απόφαση επιβολής της περιοδικής χρηματικής ποινής λαμβάνεται σε μεταγενέστερο στάδιο. Κατά τον υπολογισμό των ποσών των περιοδικών χρηματικών ποινών, οι εποπτικοί φορείς θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τον συνολικό κύκλο εργασιών της υπόχρεης οντότητας και το είδος και τη σοβαρότητα της παράβασης ή της αδυναμίας που στοχεύει το εποπτικό μέτρο, ώστε να διασφαλίζονται η αποτελεσματικότητα και η αναλογικότητά του. Δεδομένου του στόχου τους για την άσκηση πίεσης σε υπόχρεη οντότητα, προκειμένου αυτή να συμμορφωθεί με διοικητικό μέτρο, οι περιοδικές χρηματικές ποινές θα πρέπει να είναι χρονικά περιορισμένες και να ισχύουν για διάστημα που δεν υπερβαίνει τους 6 μήνες. Μολονότι οι εποπτικοί φορείς θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να ανανεώνουν την επιβολή περιοδικών χρηματικών ποινών για 6 ακόμη μήνες κατ’ ανώτατο όριο, θα πρέπει να εξετάζεται η λήψη εναλλακτικών μέτρων για την αντιμετώπιση παρατεταμένης κατάστασης μη συμμόρφωσης, σε συνέπεια με το ευρύ φάσμα διοικητικών μέτρων που μπορούν να εφαρμόζουν οι εποπτικοί φορείς.

    (107)

    Όταν το νομικό σύστημα του κράτους μέλους δεν επιτρέπει επιβολή των προβλεπόμενων στην παρούσα οδηγία χρηματικών κυρώσεων διά της διοικητικής οδού, οι κανόνες σχετικά με τις χρηματικές κυρώσεις μπορούν να εφαρμόζονται κατά τρόπο ώστε η διαδικασία επιβολής κύρωσης να κινείται από τον εποπτικό φορέα και η κύρωση να επιβάλλεται από τις δικαστικές αρχές. Ως εκ τούτου, είναι αναγκαίο τα εν λόγω κράτη μέλη να διασφαλίζουν ότι η εφαρμογή των κανόνων και των χρηματικών κυρώσεων έχει ισοδύναμο αποτέλεσμα με τις χρηματικές κυρώσεις που επιβάλλονται από τους εποπτικούς φορείς. Κατά την επιβολή των εν λόγω χρηματικών κυρώσεων, οι δικαστικές αρχές θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τη σύσταση του εποπτικού φορέα που κινεί τη διαδικασία επιβολής κύρωσης. Οι χρηματικές κυρώσεις που επιβάλλονται θα πρέπει να είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές.

    (108)

    Οι υπόχρεες οντότητες μπορούν να ωφελούνται από την ελευθερία παροχής υπηρεσιών και εγκατάστασης στην εσωτερική αγορά για να προσφέρουν τα προϊόντα και τις υπηρεσίες τους σε ολόκληρη την Ένωση. Ένα αποτελεσματικό σύστημα εποπτείας απαιτεί από τους εποπτικούς φορείς να γνωρίζουν τις αδυναμίες της συμμόρφωσης των υπόχρεων οντοτήτων με τους κανόνες ΚΞΧ/ΧΤ. Είναι επομένως σημαντικό οι εποπτικοί φορείς να είναι σε θέση να αλληλοενημερώνονται για τις χρηματικές κυρώσεις που επιβάλλονται και τα διοικητικά μέτρα που εφαρμόζονται στις υπόχρεες οντότητες, όταν αυτές οι πληροφορίες θα ήταν συναφείς για άλλους εποπτικούς φορείς.

    (109)

    Η δημοσίευση χρηματικής κύρωσης ή διοικητικού μέτρου για παράβαση του κανονισμού (ΕΕ) 2024/1624 μπορεί να έχει ισχυρό αποτρεπτικό αποτέλεσμα έναντι της επανάληψης μιας τέτοιας παράβασης. Ενημερώνει επίσης άλλες οντότητες για τους κινδύνους νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας που συνδέονται με την υπόχρεη οντότητα στην οποία επιβάλλονται κυρώσεις πριν από τη σύναψη επιχειρηματικής σχέσης και βοηθά τους εποπτικούς φορείς σε άλλα κράτη μέλη όσον αφορά τους κινδύνους που συνδέονται με μια υπόχρεη οντότητα όταν δραστηριοποιείται στο κράτος μέλος τους σε διασυνοριακή βάση. Για αυτούς τους λόγους, θα πρέπει να επιβεβαιωθεί η απαίτηση δημοσίευσης των μη υποκείμενων σε προσφυγή αποφάσεων επιβολής χρηματικών κυρώσεων και θα πρέπει να επεκταθεί σε ορισμένα διοικητικά μέτρα που εφαρμόζονται για την αποκατάσταση παραβάσεων των απαιτήσεων ΚΞΧ/ΧΤ και στις περιοδικές χρηματικές ποινές. Ωστόσο, κάθε τέτοια δημοσίευση θα πρέπει να είναι αναλογική και, κατά τη λήψη απόφασης σχετικά με τη δημοσίευση χρηματικής κύρωσης ή διοικητικού μέτρου, οι εποπτικοί φορείς θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τη σοβαρότητα της παράβασης και το αποτρεπτικό αποτέλεσμα που είναι πιθανό να επιτύχει η δημοσίευση. Για τον σκοπό αυτό, τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίσουν να καθυστερήσουν τη δημοσίευση διοικητικών μέτρων κατά των οποίων έχει ασκηθεί προσφυγή, όταν τα εν λόγω μέτρα εφαρμόζονται για την επανόρθωση παράβασης που δεν είναι σοβαρή, επαναλαμβανόμενη ή συστηματική.

    (110)

    Η οδηγία (ΕΕ) 2019/1937 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (22) εφαρμόζεται στην αναφορά παραβάσεων της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849 σχετικά με τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας και στην προστασία των προσώπων που αναφέρουν τέτοιες παραβάσεις, όπως αναφέρεται στο μέρος II του παραρτήματος της οδηγίας (ΕΕ) 2019/1937. Δεδομένου ότι η παρούσα οδηγία καταργεί την οδηγία (ΕΕ) 2015/849, η παραπομπή στην οδηγία (ΕΕ) 2015/849 που γίνεται στο παράρτημα ΙΙ της οδηγίας (ΕΕ) 2019/1937 θα πρέπει να νοείται ως παραπομπή στην παρούσα οδηγία. Ταυτόχρονα, είναι αναγκαίο να διατηρηθούν προσαρμοσμένοι κανόνες για την αναφορά παραβάσεων των απαιτήσεων ΚΞΧ/ΧΤ που συμπληρώνουν την οδηγία (ΕΕ) 2019/1937, ιδίως όσον αφορά τις απαιτήσεις για την καθιέρωση εσωτερικών διαύλων αναφοράς από τις υπόχρεες οντότητες και τον προσδιορισμό των αρχών που είναι αρμόδιες για την παραλαβή και την παρακολούθηση αναφορών σχετικά με παραβάσεις των κανόνων που αφορούν την πρόληψη και την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας.

    (111)

    Είναι ουσιώδες να υπάρξει μια νέα πλήρως ενοποιημένη και συνεκτική πολιτική ΚΞΧ/ΧΤ σε επίπεδο Ένωσης, με καθορισμένους ρόλους τόσο για τις αρμόδιες αρχές της Ένωσης όσο και για τις εθνικές αρμόδιες αρχές, αποσκοπεί στην εξασφάλιση της ομαλής και διαρκούς συνεργασίας τους. Στο πλαίσιο αυτό, η συνεργασία μεταξύ όλων των εθνικών αρχών και των αρχών της Ένωσης για την ΚΞΧ/ΧΤ είναι υψίστης σημασίας και θα πρέπει να αποσαφηνιστεί και να ενισχυθεί. Εξακολουθεί να είναι καθήκον των κρατών μελών να προβλέπουν τους απαραίτητους κανόνες για να διασφαλίσουν σε εθνικό επίπεδο ότι οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής, οι ΜΧΠ, οι εποπτικοί φορείς, συμπεριλαμβανομένης της ΑΚΝΕΠΑΔ και άλλες αρμόδιες αρχές που εμπλέκονται στην ΚΞΧ/ΧΤ, καθώς και οι φορολογικές αρχές και οι αρχές επιβολής του νόμου όταν ενεργούν στο πλαίσιο της παρούσας οδηγίας, διαθέτουν αποτελεσματικούς μηχανισμούς που τους επιτρέπουν να συνεργάζονται και να συντονίζονται, μεταξύ άλλων μέσω μιας περιοριστικής προσέγγισης όσον αφορά την άρνηση των αρμόδιων αρχών για συνεργασία και ανταλλαγή πληροφοριών κατόπιν αιτήματος άλλης αρμόδιας αρχής. Ανεξάρτητα από τους μηχανισμούς που έχουν θεσπιστεί, η εν λόγω εθνική συνεργασία θα πρέπει να οδηγήσει σε ένα αποτελεσματικό σύστημα για την πρόληψη και την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, των βασικών αδικημάτων της και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, καθώς και για την πρόληψη της μη εφαρμογής και της αποφυγής στοχευμένων οικονομικών κυρώσεων.

    (112)

    Προκειμένου να διευκολυνθεί και να προωθηθεί η αποτελεσματική συνεργασία, και ιδίως η ανταλλαγή πληροφοριών, τα κράτη μέλη θα πρέπει να υποχρεούνται να διαβιβάζουν στην Επιτροπή και στην ΑΚΝΕΠΑΔ τον κατάλογο των αρμοδίων αρχών και των αντίστοιχων στοιχείων επικοινωνίας τους.

    (113)

    Ο κίνδυνος νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας μπορεί να εντοπιστεί από όλους τους εποπτικούς φορείς που είναι υπεύθυνοι για τα πιστωτικά ιδρύματα. Οι πληροφορίες προληπτικού χαρακτήρα που αφορούν πιστωτικά ιδρύματα και χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς, όπως οι σχετιζόμενες με την καταλληλότητα και την αξιοπιστία των διευθυντών και των μετόχων, τους μηχανισμούς εσωτερικού ελέγχου, τη διοίκηση ή τη συμμόρφωση και τη διαχείριση κινδύνου, είναι συχνά απαραίτητες για την επαρκή εποπτεία ΚΞΧ/ΧΤ αυτών των ιδρυμάτων. Παρομοίως, οι πληροφορίες ΚΞΧ/ΧΤ είναι επίσης σημαντικές για την προληπτική εποπτεία αυτών των ιδρυμάτων. Συνεπώς, η συνεργασία και η ανταλλαγή πληροφοριών με τους εποπτικούς φορείς της ΚΞΧ/ΧΤ και τη ΜΧΠ θα πρέπει να επεκταθούν σε όλες τις αρμόδιες αρχές που είναι επιφορτισμένες με την εποπτεία των εν λόγω υπόχρεων οντοτήτων σύμφωνα με άλλα νομικά μέσα της Ένωσης, όπως οι οδηγίες 2013/36/ΕΕ (23), 2014/49/ΕΕ (24), 2014/59/ΕΕ (25) και 2014/92/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (26) και η οδηγία (ΕΕ) 2015/2366. Για να διασφαλιστεί η αποτελεσματική εφαρμογή της εν λόγω συνεργασίας, τα κράτη μέλη θα πρέπει να ενημερώνουν την ΑΚΝΕΠΑΔ ετησίως για τις ανταλλαγές που πραγματοποιούνται.

    (114)

    Η συνεργασία με άλλες αρχές που είναι αρμόδιες για την εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων σύμφωνα με τις οδηγίες 2014/92/ΕΕ και (ΕΕ) 2015/2366 έχει τη δυνατότητα να μειώσει τις ακούσιες συνέπειες των απαιτήσεων ΚΞΧ/ΧΤ. Τα πιστωτικά ιδρύματα μπορούν να επιλέξουν να τερματίσουν ή να περιορίσουν τις επιχειρηματικές σχέσεις με πελάτες ή κατηγορίες πελατών προκειμένου να αποφύγουν, αντί να διαχειριστούν, τον κίνδυνο. Τέτοιες πρακτικές ελαχιστοποίησης των κινδύνων ενδέχεται να αποδυναμώσουν το πλαίσιο ΚΞΧ/ΧΤ και τον εντοπισμό ύποπτων συναλλαγών, καθώς ωθούν τους επηρεαζόμενους πελάτες να καταφύγουν σε λιγότερο ασφαλείς ή μη ρυθμιζόμενους διαύλους πληρωμών για να καλύψουν τις οικονομικές τους ανάγκες. Ταυτόχρονα, οι ευρέως διαδεδομένες πρακτικές ελαχιστοποίησης των κινδύνων στον τραπεζικό τομέα ενδέχεται να οδηγήσουν σε οικονομικό αποκλεισμό για ορισμένες κατηγορίες φορέων πληρωμών ή καταναλωτών. Οι αρχές χρηματοπιστωτικής εποπτείας είναι οι πλέον κατάλληλες για τον εντοπισμό καταστάσεων στις οποίες ένα πιστωτικό ίδρυμα έχει αρνηθεί να συνάψει επιχειρηματική σχέση παρά το ότι ενδεχομένως υποχρεούται να το πράξει βάσει της εθνικής νομοθεσίας για την εφαρμογή της οδηγίας 2014/92/ΕΕ ή της οδηγίας (ΕΕ) 2015/2366, και χωρίς αιτιολόγηση που βασίζεται στην τεκμηριωμένη διαδικασία δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη. Οι αρχές χρηματοπιστωτικής εποπτείας θα πρέπει να ειδοποιούν τις αρχές που είναι υπεύθυνες για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης των χρηματοπιστωτικών οργανισμών με την οδηγία 2014/92/ΕΕ ή την οδηγία (ΕΕ) 2015/2366, όταν προκύπτουν τέτοιες περιπτώσεις ή όταν οι επιχειρηματικές σχέσεις τερματίζονται ως αποτέλεσμα πρακτικών ελαχιστοποίησης των κινδύνων.

    (115)

    Η συνεργασία μεταξύ αρχών χρηματοπιστωτικής εποπτείας και αρχών που είναι υπεύθυνες για τη διαχείριση κρίσεων πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων, όπως ιδίως οι ορισθείσες αρχές του συστήματος εγγύησης των καταθέσεων και οι αρχές εξυγίανσης, είναι αναγκαία για να συνδυαστούν οι στόχοι για την πρόληψη της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες σύμφωνα με την παρούσα οδηγία και την προστασία της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας και των καταθετών σύμφωνα με τις οδηγίες 2014/49/ΕΕ και 2014/59/ΕΕ. Οι αρχές χρηματοπιστωτικής εποπτείας θα πρέπει να ενημερώνουν τις ορισθείσες αρχές και τις αρχές εξυγίανσης δυνάμει των εν λόγω οδηγιών για κάθε περίπτωση στην οποία εντοπίζουν αυξημένη πιθανότητα πτώχευσης ή μη διαθεσιμότητα καταθέσεων για λόγους ΚΞΧ/ΧΤ. Οι αρχές χρηματοπιστωτικής εποπτείας θα πρέπει επίσης να ενημερώνουν τις εν λόγω αρχές για κάθε συναλλαγή, λογαριασμό ή επιχειρηματική σχέση που έχει ανασταλεί από τη ΜΧΠ, ώστε να καθίσταται δυνατή η εκτέλεση των καθηκόντων των ορισθεισών αρχών και των αρχών εξυγίανσης σε περιπτώσεις αυξημένου κινδύνου πτώχευσης ή μη διαθεσιμότητας καταθέσεων, ανεξάρτητα από την αιτία αυτού του αυξημένου κινδύνου.

    (116)

    Για τη διευκόλυνση αυτής της συνεργασίας σε σχέση με τα πιστωτικά ιδρύματα και τους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς, η ΑΚΝΕΠΑΔ, σε διαβούλευση με την Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών, θα πρέπει να εκδώσει κατευθυντήριες γραμμές που θα καθορίζουν τα κύρια στοιχεία αυτής της συνεργασίας, συμπεριλαμβανομένου του τρόπου ανταλλαγής πληροφοριών.

    (117)

    Οι μηχανισμοί συνεργασίας θα πρέπει επίσης να επεκταθούν στις αρχές που είναι επιφορτισμένες με την εποπτεία και την επίβλεψη των ελεγκτών, καθώς η συνεργασία αυτή μπορεί να ενισχύσει την αποτελεσματικότητα του πλαισίου της Ένωσης για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.

    (118)

    Η ανταλλαγή πληροφοριών και η παροχή συνδρομής μεταξύ αρμόδιων αρχών των κρατών μελών είναι κεφαλαιώδης για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας. Συνεπώς, τα κράτη μέλη δεν θα πρέπει να απαγορεύουν ή να θέτουν παράλογους ή υπερβολικά περιοριστικούς όρους σε αυτή την ανταλλαγή πληροφοριών ή την παροχή συνδρομής.

    (119)

    Οι εποπτικοί φορείς θα πρέπει να μπορούν να συνεργάζονται και να ανταλλάσσουν εμπιστευτικές πληροφορίες, ανεξάρτητα από τον αντίστοιχο χαρακτήρα ή την κατάστασή τους. Για τον σκοπό αυτόν, θα πρέπει να έχουν κατάλληλη νομική βάση για την ανταλλαγή εμπιστευτικών πληροφοριών και για τη συνεργασία. Η ανταλλαγή πληροφοριών και η συνεργασία με άλλες αρχές που είναι αρμόδιες για την εποπτεία ή την επίβλεψη των υπόχρεων οντοτήτων βάσει άλλων νομικών πράξεων της Ένωσης δεν πρέπει να παρεμποδίζονται ακούσια από νομική αβεβαιότητα, η οποία ενδέχεται να οφείλεται στην έλλειψη ρητών διατάξεων σε αυτόν τον τομέα. Η αποσαφήνιση του νομικού πλαισίου είναι ακόμη πιο σημαντική καθώς η προληπτική εποπτεία έχει, σε ορισμένες περιπτώσεις, ανατεθεί σε εποπτικούς φορείς που δεν ανήκουν στον τομέα ΚΞΧ/ΧΤ, όπως η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ).

    (120)

    Οι πληροφορίες που διαθέτουν οι εποπτικοί φορείς μπορεί να είναι ζωτικής σημασίας για την εκτέλεση των δραστηριοτήτων άλλων αρμόδιων αρχών. Για να διασφαλίζεται η αποτελεσματικότητα του ενωσιακού πλαισίου ΚΞΧ/ΧΤ, τα κράτη μέλη θα πρέπει να επιτρέπουν την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ εποπτικών φορέων και άλλων αρμόδιων αρχών. Θα πρέπει να εφαρμόζονται αυστηροί κανόνες όσον αφορά τη χρήση εμπιστευτικών πληροφοριών που ανταλλάσσονται.

    (121)

    Η αποτελεσματικότητα του ενωσιακού πλαισίου ΚΞΧ/ΧΤ βασίζεται στη συνεργασία μεταξύ αρμόδιων αρχών ευρέος φάσματος. Προκειμένου να διευκολυνθεί η εν λόγω συνεργασία, θα πρέπει να ανατεθεί στην ΑΚΝΕΠΑΔ να αναπτύξει κατευθυντήριες γραμμές σε συντονισμό με την ΕΚΤ, τις Ευρωπαϊκές Εποπτικές Αρχές, την Ευρωπόλ, τη Eurojust και την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία για τη συνεργασία μεταξύ όλων των αρμόδιων αρχών. Οι εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές θα πρέπει επίσης να περιγράφουν τον τρόπο με τον οποίο οι αρχές που είναι αρμόδιες για την εποπτεία ή την επίβλεψη των υπόχρεων οντοτήτων βάσει άλλων νομικών πράξεων της Ένωσης θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τις ανησυχίες σχετικά με τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους.

    (122)

    Ο κανονισμός (ΕΕ) 2016/679 εφαρμόζεται στην επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας. Ο κανονισμός (ΕΕ) 2018/1725 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (27) εφαρμόζεται στην επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα θεσμικά όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας. Η καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας αναγνωρίζεται από τα κράτη μέλη ως ζήτημα σημαντικού δημοσίου συμφέροντος. Ωστόσο, οι αρμόδιες αρχές που είναι υπεύθυνες για τη διερεύνηση ή τη δίωξη της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, των βασικών αδικημάτων της ή της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας ή εκείνες που έχουν το καθήκον του εντοπισμού, της κατάσχεσης ή της δέσμευσης και της δήμευσης περιουσιακών στοιχείων προερχόμενων από εγκληματικές δραστηριότητες θα πρέπει να τηρούν τους κανόνες που αφορούν την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που υποβάλλονται σε επεξεργασία στο πλαίσιο της αστυνομικής και δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις, συμπεριλαμβανομένης της οδηγίας (ΕΕ) 2016/680 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (28).

    (123)

    Είναι ουσιώδους σημασίας η ευθυγράμμιση της παρούσας οδηγίας με τις αναθεωρημένες συστάσεις της FATF να πραγματοποιηθεί με πλήρη σεβασμό της ενωσιακής νομοθεσίας, ιδίως σε ό,τι αφορά την ενωσιακή νομοθεσία για την προστασία των δεδομένων συμπεριλαμβανομένων των κανόνων για τις διαβιβάσεις δεδομένων, καθώς και την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων όπως αυτά κατοχυρώνονται στον Χάρτη. Ορισμένες πτυχές της εφαρμογής της παρούσας οδηγίας περιλαμβάνουν τη συλλογή, την ανάλυση, την αποθήκευση και την ανταλλαγή δεδομένων εντός της Ένωσης και με τρίτες χώρες. Η εν λόγω επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα θα πρέπει να επιτρέπεται, με πλήρη σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων, μόνο για τους σκοπούς που ορίζονται στην παρούσα οδηγία και για τις δραστηριότητες που απαιτούνται βάσει της παρούσας οδηγίας, όπως η ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των αρμόδιων αρχών.

    (124)

    Τα δικαιώματα πρόσβασης στα δεδομένα του υποκειμένου των δεδομένων ισχύουν για τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που τυγχάνουν επεξεργασίας για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας. Ωστόσο, η πρόσβαση του υποκειμένου των δεδομένων σε οποιεσδήποτε πληροφορίες σχετίζονται με αναφορά ύποπτης συναλλαγής θα υπονόμευε σοβαρά την αποτελεσματικότητα της καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας. Επομένως μπορούν να δικαιολογηθούν εξαιρέσεις και περιορισμοί του δικαιώματος αυτού σύμφωνα με το άρθρο 23 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/679 και, κατά περίπτωση, το άρθρο 25 του κανονισμού (ΕΕ) 2018/1725. Το υποκείμενο των δεδομένων έχει το δικαίωμα να ζητήσει τον έλεγχο της νομιμότητας της επεξεργασίας από εποπτική αρχή όπως αναφέρεται στο άρθρο 51 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/679 ή, κατά περίπτωση, από τον Ευρωπαίο Επόπτη Προστασίας Δεδομένων, καθώς και το δικαίωμα να προσφύγει ενώπιον δικαστηρίου όπως αναφέρεται στο άρθρο 79 του εν λόγω κανονισμού. Η εποπτική αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 51 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/679 μπορεί επίσης να ενεργήσει αυτεπάγγελτα. Με την επιφύλαξη των περιορισμών στο δικαίωμα πρόσβασης, η εποπτική αρχή θα πρέπει να έχει τη δυνατότητα να ενημερώσει το υποκείμενο των δεδομένων ότι έχει διεξαγάγει όλες τις απαραίτητες επαληθεύσεις, καθώς και για το αποτέλεσμα ως προς τη νομιμότητα της σχετικής επεξεργασίας.

    (125)

    Προκειμένου να διασφαλιστεί η συνεχής ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ ΜΧΠ κατά την περίοδο σύστασης της ΑΚΝΕΠΑΔ, η Επιτροπή θα πρέπει να συνεχίσει να φιλοξενεί το FIU.net σε προσωρινή βάση. Προκειμένου να διασφαλιστεί η πλήρης συμμετοχή των ΜΧΠ στη λειτουργία του συστήματος, η Επιτροπή θα πρέπει να ανταλλάσσει τακτικά απόψεις με την πλατφόρμα μονάδων χρηματοοικονομικών πληροφοριών της ΕΕ («πλατφόρμα ΜΧΠ της ΕΕ»), μια άτυπη ομάδα η οποία αποτελείται από εκπροσώπους των ΜΧΠ, είναι ενεργή από το 2006 και χρησιμοποιείται για τη διευκόλυνση της συνεργασίας μεταξύ των ΜΧΠ και την ανταλλαγή απόψεων σε θέματα που σχετίζονται με τη συνεργασία.

    (126)

    Τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα πρέπει να εξασφαλίζουν συνεπή εναρμόνιση σε ολόκληρη την Ένωση. Δεδομένου ότι η ΑΚΝΕΠΑΔ είναι όργανο με υψηλό βαθμό εξειδικευμένης εμπειρογνωσίας στον τομέα της ΚΞΧ/ΧΤ, είναι σκόπιμο να της ανατεθεί η εκπόνηση σχεδίων ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που δεν ενέχουν επιλογές πολιτικής, προς υποβολή στην Επιτροπή.

    (127)

    Προκειμένου να διασφαλιστούν συνεπείς προσεγγίσεις μεταξύ των ΜΧΠ και μεταξύ των εποπτικών φορέων, η εξουσία έκδοσης πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 290 ΣΛΕΕ θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή για τον ορισμό δεικτών για την ταξινόμηση της σοβαρότητας των παραλείψεων υποβολής επαρκών, ακριβών και επικαιροποιημένων πληροφοριών στα κεντρικά μητρώα. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό η Επιτροπή να διεξάγει, κατά τις προπαρασκευαστικές της εργασίες, τις κατάλληλες διαβουλεύσεις, μεταξύ άλλων σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων, και οι διαβουλεύσεις αυτές να πραγματοποιούνται σύμφωνα με τις αρχές που ορίζονται στη διοργανική συμφωνία της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου (29). Πιο συγκεκριμένα, προκειμένου να εξασφαλιστεί η ίση συμμετοχή στην προετοιμασία των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο λαμβάνουν όλα τα έγγραφα κατά τον ίδιο χρόνο με τους εμπειρογνώμονες των κρατών μελών, και οι εμπειρογνώμονές τους έχουν συστηματικά πρόσβαση στις συνεδριάσεις των ομάδων εμπειρογνωμόνων της Επιτροπής που ασχολούνται με την προετοιμασία κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων.

    (128)

    Θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή η αρμοδιότητα να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που καταρτίζονται από την ΑΚΝΕΠΑΔ και τα οποία ορίζουν τα κριτήρια συνάφειας και επιλογής κατά τον προσδιορισμό του αν μια αναφορά ύποπτης συναλλαγής αφορά άλλο κράτος μέλος καθορίζουν τα κριτήρια αναφοράς και τη μεθοδολογία για την αξιολόγηση και την ταξινόμηση του προφίλ εγγενούς και υπολειπόμενου κινδύνου των υπόχρεων οντοτήτων και τη συχνότητα επανεξέτασης του προφίλ κινδύνου· καθορίζουν τα κριτήρια για τον προσδιορισμό των περιστάσεων του καθορισμού ενός κεντρικού σημείου επαφής ορισμένων παρόχων υπηρεσιών, καθώς και τα καθήκοντα των κεντρικών σημείων επαφής· καθορίζουν τα καθήκοντα των εποπτικών φορέων καταγωγής και υποδοχής και τους τρόπους συνεργασίας μεταξύ τους· καθορίζουν τους γενικούς όρους για τη λειτουργία των εποπτικών σωμάτων ΚΞΧ/ΧΤ στο χρηματοπιστωτικό τομέα, το υπόδειγμα για τη γραπτή συμφωνία προς υπογραφή από τις αρχές χρηματοπιστωτικής εποπτείας, κάθε πρόσθετο μέτρο που πρέπει να εφαρμόζουν τα σώματα σε περίπτωση ομίλων, οι οποίοι περιλαμβάνουν υπόχρεες οντότητες στον μη χρηματοπιστωτικό τομέα και τις προϋποθέσεις για τη συμμετοχή αρχών χρηματοπιστωτικής εποπτείας σε τρίτες χώρες· καθορίζουν τους γενικούς όρους για τη λειτουργία των εποπτικών σωμάτων ΚΞΧ/ΧΤ στον μη χρηματοπιστωτικό τομέα, το υπόδειγμα για τη γραπτή συμφωνία προς υπογραφή από τις αρχές μη χρηματοπιστωτικής εποπτείας, τις προϋποθέσεις για τη συμμετοχή αρχών μη χρηματοπιστωτικής εποπτείας σε τρίτες χώρες και κάθε πρόσθετο μέτρο που πρέπει να εφαρμόζουν τα σώματα σε περίπτωση ομίλων οι οποίοι περιλαμβάνουν πιστωτικά ιδρύματα ή χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς· ορίζουν δείκτες για την ταξινόμηση του επιπέδου σοβαρότητας των παραβάσεων της παρούσας οδηγίας, τα κριτήρια που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά τον καθορισμό του επιπέδου χρηματικών κυρώσεων ή την εφαρμογή διοικητικών μέτρων και μεθοδολογία για την επιβολή περιοδικών χρηματικών ποινών. Η Επιτροπή θα πρέπει να εγκρίνει τα εν λόγω ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα μέσω κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων δυνάμει του άρθρου 290 ΣΛΕΕ και σύμφωνα με το άρθρο 49 του κανονισμού (ΕΕ) 2024/1620.

    (129)

    Προκειμένου να διασφαλιστούν ενιαίες προϋποθέσεις για την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας, θα πρέπει να ανατεθούν εκτελεστικές αρμοδιότητες στην Επιτροπή με σκοπό να καθοριστεί μεθοδολογία για τη συλλογή στατιστικών· να καθοριστεί ο μορφότυπος για την υποβολή πληροφοριών σχετικά με τους πραγματικούς δικαιούχους στο κεντρικό μητρώο· να οριστούν τεχνικές προδιαγραφές και διαδικασίες που απαιτούνται για την εφαρμογή της πρόσβασης βάσει έννομου συμφέροντος από τα κεντρικά μητρώα· να θεσπιστεί ο μορφότυπος υποβολής των πληροφοριών στους κεντρικούς αυτοματοποιημένους μηχανισμούς· να καθοριστούν οι τεχνικές προδιαγραφές και διαδικασίες για τη σύνδεση των κεντρικών αυτοματοποιημένων μηχανισμών των κρατών μελών στο ΣΔΜΤΛ· να καθοριστούν τεχνικές προδιαγραφές και διαδικασίες που είναι απαραίτητες για τη διασύνδεση των κεντρικών μητρώων των κρατών μελών· και να καθοριστούν τεχνικές προδιαγραφές και διαδικασίες που είναι απαραίτητες για τη διασύνδεση των κεντρικών αυτοματοποιημένων μηχανισμών των κρατών μελών. Οι εν λόγω αρμοδιότητες θα πρέπει να ασκούνται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (30).

    (130)

    Θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή η αρμοδιότητα να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που καταρτίζονται από την ΑΚΝΕΠΑΔ για τον καθορισμό του μορφότυπου που πρέπει να χρησιμοποιείται για την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ ΜΧΠ των κρατών μελών καθώς και για τον καθορισμό υποδείγματος που πρέπει να χρησιμοποιείται για τη σύναψη συμφωνιών συνεργασίας μεταξύ εποπτικών φορέων της Ένωσης και ομολόγων τους σε τρίτες χώρες. Η Επιτροπή θα πρέπει να εγκρίνει τα εν λόγω εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα μέσω εκτελεστικών πράξεων δυνάμει του άρθρου 291 ΣΛΕΕ και σύμφωνα με το άρθρο 53 του κανονισμού (ΕΕ) 2024/1620.

    (131)

    Η παρούσα οδηγία σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τηρεί τις αρχές που αναγνωρίζονται στον Χάρτη, και ιδίως το δικαίωμα στον σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής, το δικαίωμα στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και την επιχειρηματική ελευθερία.

    (132)

    Η ισότητα μεταξύ γυναικών και ανδρών και η πολυμορφία αποτελούν θεμελιώδεις αξίες της Ένωσης, τις οποίες επιδιώκει να προωθήσει σε ολόκληρο το φάσμα δράσεών της. Μολονότι έχει σημειωθεί πρόοδος στους εν λόγω τους τομείς, απαιτούνται περισσότερα για την επίτευξη ισόρροπης εκπροσώπησης στη λήψη αποφάσεων, τόσο σε επίπεδο Ένωσης όσο και σε εθνικό επίπεδο. Με την επιφύλαξη της πρωτογενούς εφαρμογής αξιοκρατικών κριτηρίων, κατά τον διορισμό των επικεφαλής των οικείων εθνικών εποπτικών αρχών και των ΜΧΠ, τα κράτη μέλη θα πρέπει να επιδιώκουν να διασφαλίζουν την ισόρροπη εκπροσώπηση των φύλων, την πολυμορφία και τη συμπεριληπτικότητα και να λαμβάνουν υπόψη, στο μέτρο του δυνατού, τις αλληλεπιδράσεις μεταξύ τους. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να προσπαθούν να διασφαλίζουν ισόρροπη και συμπεριληπτική εκπροσώπηση και κατά την επιλογή των εκπροσώπων τους στα γενικά συμβούλια της ΑΚΝΕΠΑΔ.

    (133)

    Κατά την εκπόνηση έκθεσης αξιολόγησης της εφαρμογής της παρούσας οδηγίας, η Επιτροπή θα πρέπει να αποδίδει τη δέουσα προσοχή στον σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων και των αρχών που αναγνωρίζονται από τον Χάρτη.

    (134)

    Η απόφαση του Δικαστηρίου στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-37/20 και C-601/20, WM and Sovim SA κατά Luxembourg Business Registers (31) ακύρωσε την τροποποίηση που επέφερε η οδηγία (ΕΕ) 2018/843 στο άρθρο 30 παράγραφος 5 της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849 στο βαθμό που απαιτούσε από τα κράτη μέλη να διασφαλίζουν ότι οι πληροφορίες για τον πραγματικό δικαιούχο εταιρειών ή άλλων νομικών οντοτήτων που έχουν συσταθεί στο έδαφός τους είναι προσβάσιμες σε κάθε περίπτωση από οποιοδήποτε μέλος του ευρέος κοινού. Προκειμένου να διασφαλιστεί η νομική σαφήνεια, είναι σημαντικό να προσαρμοστεί η εν λόγω διάταξη με τη διευκρίνιση ότι μόνο πρόσωπα και οργανώσεις με έννομο συμφέρον θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα πρόσβασης στις εν λόγω πληροφορίες. Η ίδια προϋπόθεση θα πρέπει να ισχύει για την πρόσβαση σε πληροφορίες για τον πραγματικό δικαιούχο εμπιστευμάτων ή παρεμφερών νομικών μορφωμάτων. Η οδηγία (ΕΕ) 2015/849 θα πρέπει συνεπώς να τροποποιηθεί. Οι επιπτώσεις της εν λόγω απόφασης υπερβαίνουν το άρθρο 30 παράγραφος 5 της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849 και είναι παρόμοιες για τις διατάξεις που ρυθμίζουν την πρόσβαση σε πληροφορίες για τον πραγματικό δικαιούχο των νομικών μορφωμάτων. Προκειμένου να διασφαλιστεί ότι το ενωσιακό πλαίσιο επιτυγχάνει τη σωστή ισορροπία μεταξύ της προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων και της επιδίωξης ενός θεμιτού σκοπού γενικού συμφέροντος, όπως η προστασία του χρηματοπιστωτικού συστήματος της Ένωσης κατά της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, ενδείκνυται να επέλθουν τροποποιήσεις του άρθρου 31 παράγραφος 4 της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να έχουν ένα έτος από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της παρούσας οδηγίας για να θέσουν σε ισχύ τα αναγκαία νομοθετικά, κανονιστικά και διοικητικά μέτρα για τη μεταφορά των εν λόγω τροποποιήσεων στο εθνικό τους δίκαιο. Δεδομένης της σημασίας της διασφάλισης ενός αναλογικού ενωσιακού πλαισίου ΚΞΤ/ΧΤ, τα κράτη μέλη θα πρέπει να καταβάλουν κάθε προσπάθεια για να μεταφέρουν τις εν λόγω τροποποιήσεις στο εθνικό τους δίκαιο το συντομότερο δυνατό πριν από την εν λόγω προθεσμία.

    (135)

    Δεδομένης της ανάγκης να εφαρμοστεί επειγόντως εναρμονισμένη προσέγγιση όσον αφορά την πρόσβαση στα κεντρικά μητρώα με βάση την απόδειξη έννομου συμφέροντος, οι σχετικές διατάξεις θα πρέπει να μεταφερθούν από τα κράτη μέλη στο εθνικό τους δίκαιο έως τις 10 Ιουλίου 2026. Ωστόσο, καθώς κατά την αρχική περίοδο του νέου καθεστώτος για την πρόσβαση με βάση την απόδειξη έννομου συμφέροντος πιθανότατα θα σημειωθεί κορύφωση στα αιτήματα προς επεξεργασία από τις οντότητες που είναι αρμόδιες για τα κεντρικά μητρώα, οι προθεσμίες για τη χορήγηση πρόσβασης δεν θα πρέπει να ισχύουν τους 4 πρώτους μήνες εφαρμογής του νέου καθεστώτος. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να συστήσουν ενιαία σημεία πρόσβασης για πληροφορίες σχετικά με τα μητρώα ακινήτων έως τις 10 Ιουλίου 2029. Οι κεντρικοί αυτοματοποιημένοι μηχανισμοί που επιτρέπουν την ταυτοποίηση των κατόχων τραπεζικών λογαριασμών ή λογαριασμών πληρωμών, λογαριασμών αξιογράφων, λογαριασμών κρυπτοστοιχείων και θυρίδων ασφαλείας θα πρέπει επίσης να διασυνδεθούν έως αυτή την ημερομηνία.

    (136)

    Δεδομένου ότι οι στόχοι της παρούσας οδηγίας, δηλαδή η δημιουργία συντονισμένου και συνεκτικού μηχανισμού για την πρόληψη της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, δεν μπορούν να επιτευχθούν ικανοποιητικά από τα κράτη μέλη, μπορούν όμως, λόγω της κλίμακας και των αποτελεσμάτων της δράσης, να επιτευχθούν καλύτερα σε επίπεδο Ένωσης, η Ένωση δύναται να λάβει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας του άρθρου 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, που διατυπώνεται στο ίδιο άρθρο, η παρούσα οδηγία δεν υπερβαίνει τα αναγκαία για την επίτευξη αυτών των στόχων.

    (137)

    Σύμφωνα με την κοινή πολιτική δήλωση, της 28ης Σεπτεμβρίου 2011, των κρατών μελών και της Επιτροπής σχετικά με τα επεξηγηματικά έγγραφα (32), τα κράτη μέλη ανέλαβαν να συνοδεύουν, όταν αυτό δικαιολογείται, την κοινοποίηση των μέτρων μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο με ένα ή περισσότερα έγγραφα στα οποία θα επεξηγείται η σχέση μεταξύ των επιμέρους διατάξεων της οδηγίας που μεταφέρεται στο εθνικό δίκαιο και των αντίστοιχων διατάξεων των πράξεων μεταφοράς. Για την παρούσα οδηγία ο νομοθέτης εκτιμά ότι η διαβίβαση των εγγράφων αυτών είναι δικαιολογημένη.

    (138)

    Ζητήθηκε, σύμφωνα με το άρθρο 42 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2018/1725, η γνώμη του Ευρωπαίου Επόπτη Προστασίας Δεδομένων, ο οποίος γνωμοδότησε στις 22 Σεπτεμβρίου 2021 (33).

    (139)

    Συνεπώς, η οδηγία (ΕΕ) 2015/849 θα πρέπει να καταργηθεί,

    ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

    ΚΕΦΑΛΑΙΟ I

    ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

    ΤΜΗΜΑ 1

    Αντικείμενο, πεδίο εφαρμογής και ορισμοί

    Άρθρο 1

    Αντικείμενο

    Η παρούσα οδηγία θεσπίζει κανόνες σχετικά με:

    α)

    τα μέτρα που εφαρμόζονται σε τομείς που είναι εκτεθειμένοι σε νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότηση της τρομοκρατίας σε εθνικό επίπεδο·

    β)

    τις απαιτήσεις όσον αφορά την καταχώριση, τον προσδιορισμό και τους ελέγχους στα ανώτερα διοικητικά στελέχη και τους πραγματικούς δικαιούχους υπόχρεων οντοτήτων·

    γ)

    με τον προσδιορισμό των κινδύνων νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας σε επίπεδο Ένωσης και κρατών μελών·

    δ)

    με τη σύσταση μητρώων πραγματικών δικαιούχων και τραπεζικών λογαριασμών και την πρόσβαση σε αυτά και σε πληροφορίες για ακίνητα·

    ε)

    με τις ευθύνες και τα καθήκοντα των μονάδων χρηματοοικονομικών πληροφοριών (ΜΧΠ)·

    στ)

    με τις ευθύνες και τα καθήκοντα των φορέων που συμμετέχουν στην εποπτεία των υπόχρεων οντοτήτων·

    ζ)

    με τη συνεργασία μεταξύ αρμόδιων αρχών και τη συνεργασία με αρχές που καλύπτονται από άλλες νομικές πράξεις της Ένωσης.

    Άρθρο 2

    Ορισμοί

    Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ισχύουν οι ορισμοί του άρθρου 2 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2024/1624.

    Ισχύουν επίσης οι ακόλουθοι ορισμοί:

    1)

    «αρχή χρηματοπιστωτικής εποπτείας»: εποπτικός φορέας υπεύθυνος για πιστωτικά ιδρύματα και χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς·

    2)

    «αρχή μη χρηματοπιστωτικής εποπτείας»: εποπτικός φορέας υπεύθυνος για τον μη χρηματοπιστωτικό τομέα·

    3)

    «μη χρηματοπιστωτικός τομέας»: οι υπόχρεες οντότητες που απαριθμούνται στο άρθρο 3 σημείο 3 του κανονισμού (ΕΕ) 2024/1624·

    4)

    «υπόχρεη οντότητα»: το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που απαριθμείται στο άρθρο 3 του κανονισμού (ΕΕ) 2024/1624 το οποίο δεν εξαιρείται σύμφωνα με τα άρθρα 4, 5, 6 ή 7 του εν λόγω κανονισμού·

    5)

    «κράτος μέλος καταγωγής»: το κράτος μέλος στο οποίο βρίσκεται η καταστατική έδρα της υπόχρεης οντότητας ή, εάν η υπόχρεη οντότητα δεν έχει καταστατική έδρα, το κράτος μέλος στο οποίο βρίσκεται η έδρα της·

    6)

    «κράτος μέλος υποδοχής»: το κράτος μέλος, εκτός από το κράτος μέλος καταγωγής, στο οποίο η υπόχρεη οντότητα διατηρεί εγκατάσταση, όπως θυγατρική ή υποκατάστημα, ή όπου η υπόχρεη οντότητα δραστηριοποιείται δυνάμει της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών μέσω υποδομής·

    7)

    «τελωνειακές αρχές»: οι τελωνειακές αρχές όπως ορίζονται στο άρθρο 5 σημείο 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 952/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (34) και οι αρμόδιες αρχές όπως ορίζονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο ζ) του κανονισμού (ΕΕ) 2018/1672 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (35)·

    8)

    «εποπτικό σώμα ΚΞΧ/ΧΤ»: μόνιμη δομή συνεργασίας και ανταλλαγής πληροφοριών με σκοπό την εποπτεία ομίλου ή οντότητας που λειτουργεί σε κράτος μέλος ή σε τρίτη χώρα υποδοχής·

    9)

    «σχέδιο εθνικού μέτρου»: το κείμενο μιας πράξης, ανεξαρτήτως μορφής, που θα παράγει έννομα αποτελέσματα όταν τεθεί σε ισχύ, ενόσω το κείμενο βρίσκεται σε στάδιο προετοιμασίας κατά το οποίο μπορούν ακόμη να γίνουν ουσιαστικές τροποποιήσεις·

    10)

    «λογαριασμός αξιογράφων»: λογαριασμός αξιογράφων κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 1 σημείο 28) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 909/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (36)·

    11)

    «αξιόγραφα»: χρηματοπιστωτικά μέσα κατά την έννοια του άρθρου 4 παράγραφος 1 σημείο 15) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (37)·

    ΤΜΗΜΑ 2

    Εθνικά μέτρα σε τομείς που εκτίθενται σε νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότηση της τρομοκρατίας

    Άρθρο 3

    Προσδιορισμός εκτεθειμένων τομέων σε εθνικό επίπεδο

    1.   Όταν ένα κράτος μέλος προσδιορίζει ότι, εκτός από τις υπόχρεες οντότητες, οι οντότητες άλλων τομέων εκτίθενται σε κινδύνους νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, μπορεί να αποφασίσει να εφαρμόσει ολικώς ή μερικώς τον κανονισμό (ΕΕ) 2024/1624 σε αυτές τις πρόσθετες οντότητες.

    2.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή την πρόθεσή τους να εφαρμόσουν ολικώς ή μερικώς τον κανονισμό (ΕΕ) 2024/1624 σε οντότητες άλλων τομέων. Η κοινοποίηση αυτή συνοδεύεται από:

    α)

    αιτιολόγηση των κινδύνων νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας που στηρίζουν αυτήν την πρόθεση·

    β)

    εκτίμηση του αντίκτυπου που θα έχει αυτή η εφαρμογή στην παροχή υπηρεσιών εντός της εσωτερικής αγοράς·

    γ)

    τις απαιτήσεις του κανονισμού (ΕΕ) 2024/1624 τις οποίες το κράτος μέλος προτίθεται να εφαρμόσει στις εν λόγω οντότητες·

    δ)

    το κείμενο των σχεδίων εθνικών μέτρων, καθώς και κάθε επικαιροποίησή του όπου το κράτος μέλος έχει μεταβάλει σημαντικά το πεδίο εφαρμογής, το περιεχόμενο ή την εφαρμογή των εν λόγω κοινοποιηθέντων μέτρων.

    3.   Τα κράτη μέλη αναβάλλουν τη λήψη των εθνικών μέτρων για 6 μήνες από την ημερομηνία της κοινοποίησης που αναφέρεται στην παράγραφο 2.

    Η αναβολή που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου δεν εφαρμόζεται σε περιπτώσεις όπου το εθνικό μέτρο αποσκοπεί στην αντιμετώπιση σοβαρής και τρέχουσας απειλής νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας. Στην εν λόγω περίπτωση, η κοινοποίηση που αναφέρεται στην παράγραφο 2 συνοδεύεται από αιτιολόγηση του λόγου για τον οποίο το κράτος μέλος δεν θα αναβάλει τη θέσπισή του.

    4.   Πριν από το τέλος της περιόδου που αναφέρεται στην παράγραφο 3, η Επιτροπή, κατόπιν διαβούλευσης με την Αρχή για την Καταπολέμηση της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες και της Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας που θεσπίστηκε με τον κανονισμό (EE) 2024/1620 (ΑΚΝΕΠΑΔ), εκδίδει λεπτομερή γνώμη σχετικά με το εάν το προβλεπόμενο μέτρο:

    α)

    είναι επαρκές για την αντιμετώπιση των εντοπισθέντων κινδύνων, ιδίως όσον αφορά το εάν οι κίνδυνοι που προσδιορίζονται από το κράτος μέλος αφορούν την εσωτερική αγορά·

    β)

    μπορεί να δημιουργήσει εμπόδια στην ελεύθερη κυκλοφορία υπηρεσιών ή κεφαλαίων ή στην ελευθερία εγκατάστασης παρόχων υπηρεσιών εντός της εσωτερικής αγοράς, τα οποία δεν είναι αναλογικά προς τους κινδύνους νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας που το μέτρο επιδιώκει να μετριάσει.

    Η λεπτομερής γνώμη που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο υποδεικνύει επίσης εάν η Επιτροπή προτίθεται να προτείνει δράση σε επίπεδο Ένωσης.

    5.   Όταν η Επιτροπή δεν θεωρεί σκόπιμο να προτείνει δράση σε ενωσιακό επίπεδο, το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος, εντός 2 μηνών από τη λήψη της λεπτομερούς γνώμης που αναφέρεται στην παράγραφο 4, υποβάλλει έκθεση στην Επιτροπή για τη δράση που προτίθεται να αναλάβει σχετικά. Η Επιτροπή σχολιάζει τη δράση που προτείνει το κράτος μέλος.

    6.   Όταν η Επιτροπή δηλώνει την πρόθεσή της να προτείνει δράση σε ενωσιακό επίπεδο σύμφωνα με την παράγραφο 4 δεύτερο εδάφιο, το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος απέχει από τη λήψη των εθνικών μέτρων που αναφέρονται στην παράγραφο 2 στοιχείο δ), εκτός εάν τα εν λόγω εθνικά μέτρα αποσκοπούν στην αντιμετώπιση σοβαρής και τρέχουσας απειλής νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας.

    7.   Όταν, στις 9 Ιουλίου 2024, τα κράτη μέλη έχουν ήδη εφαρμόσει εθνικές διατάξεις που μεταφέρουν την οδηγία (ΕΕ) 2015/849 στο εσωτερικό δίκαιο σε άλλους τομείς εκτός των υπόχρεων οντοτήτων, μπορούν να εφαρμόσουν ολικώς ή μερικώς τον κανονισμό (ΕΕ) 2024/1624 στους εν λόγω τομείς.

    Έως τις 10 Ιανουαρίου 2028, τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή τους τομείς που προσδιορίζονται σε εθνικό επίπεδο σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου στους οποίους εφαρμόζονται οι απαιτήσεις του κανονισμού (ΕΕ) 2024/1624, μαζί με αιτιολόγηση της έκθεσης αυτών των τομέων σε κινδύνους νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας. Εντός 6 μηνών από την εν λόγω κοινοποίηση, η Επιτροπή, μετά από διαβούλευση με την ΑΚΝΕΠΑΔ, εκδίδει λεπτομερή γνώμη δυνάμει της παραγράφου 4. Όταν η Επιτροπή δεν θεωρεί σκόπιμο να προτείνει δράση σε επίπεδο Ένωσης, ισχύει η παράγραφος 5.

    8.   Έως τις 10 Ιουλίου 2028 και έπειτα κάθε χρόνο, η Επιτροπή δημοσιεύει έναν ενοποιημένο κατάλογο των τομέων στους οποίους τα κράτη μέλη έχουν αποφασίσει να εφαρμόσουν ολικώς ή μερικώς τον κανονισμό (ΕΕ) 2024/1624 στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

    Άρθρο 4

    Απαιτήσεις που αφορούν συγκεκριμένους παρόχους υπηρεσιών

    1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα ανταλλακτήρια συναλλάγματος και οι υπηρεσίες ρευστοποίησης επιταγών, καθώς και οι πάροχοι υπηρεσιών εμπιστευματικής διαχείρισης ή εταιρικών υπηρεσιών, έχουν λάβει άδεια ή έχουν εγγραφεί σε μητρώο.

    2.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε όλοι οι πάροχοι υπηρεσιών τυχερών παιχνιδιών να υπόκεινται σε ρυθμίσεις.

    3.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι υπόχρεες οντότητες που δεν αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 υπόκεινται σε ελάχιστες απαιτήσεις εγγραφής σε μητρώο που επιτρέπουν στους εποπτικούς φορείς να τις ταυτοποιούν.

    Το πρώτο εδάφιο δεν εφαρμόζεται όταν υπόχρεες οντότητες που δεν αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 υπόκεινται σε απαιτήσεις αδειοδότησης ή εγγραφής σε μητρώο σύμφωνα με άλλες ενωσιακές νομικές πράξεις, ή σε εθνικούς κανόνες που ρυθμίζουν την πρόσβαση στο επάγγελμα ή το υποβάλλουν σε απαιτήσεις αδειοδότησης ή εγγραφής που επιτρέπουν στους εποπτικούς φορείς να τις ταυτοποιούν.

    Άρθρο 5

    Απαιτήσεις σχετικά με τη χορήγηση δικαιωμάτων διαμονής έναντι επενδύσεων

    1.   Τα κράτη μέλη των οποίων η εθνική νομοθεσία επιτρέπει τη χορήγηση δικαιωμάτων διαμονής έναντι κάθε είδους επένδυσης, όπως μεταβιβάσεις κεφαλαίου, αγορά ή μίσθωση ακινήτων, επενδύσεις σε κρατικά ομόλογα, επενδύσεις σε εταιρικές οντότητες, δωρεά ή χρηματοδότηση δραστηριότητας που συμβάλλει στο δημόσιο συμφέρον και συνεισφορές στον κρατικό προϋπολογισμό, θεσπίζουν τουλάχιστον τα ακόλουθα μέτρα για τον μετριασμό των συναφών κινδύνων της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, των βασικών αδικημάτων της ή της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας:

    α)

    διαδικασία διαχείρισης κινδύνου, συμπεριλαμβανομένου του εντοπισμού, της ταξινόμησης και του μετριασμού των κινδύνων υπό τον συντονισμό ορισθείσας αρχής·

    β)

    μέτρα που προβλέπουν τον μετριασμό των κινδύνων της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, των βασικών αδικημάτων της ή της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας και που συνδέονται με αιτούντες χορήγηση δικαιωμάτων διαμονής έναντι επενδύσεων, στα οποία συμπεριλαμβάνονται:

    i)

    έλεγχοι του προφίλ του αιτούντος από την ορισθείσα αρχή, συμπεριλαμβανομένης της συγκέντρωσης πληροφοριών σχετικά με την πηγή των κεφαλαίων και την πηγή πλούτου του·

    ii)

    επαλήθευση των πληροφοριών σχετικά με τους αιτούντες βάσει πληροφοριών που κατέχουν οι αρμόδιες αρχές όπως αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 44) στοιχεία α) και γ) του κανονισμού (ΕΕ) 2024/1624 με την επιφύλαξη της τήρησης του εφαρμοστέου εθνικού ποινικού δικονομικού δικαίου και βάσει καταλόγων προσώπων και οντοτήτων που υπόκεινται σε περιοριστικά μέτρα της Ένωσης·

    iii)

    περιοδικές επανεξετάσεις των αιτούντων μεσαίου και υψηλού κινδύνου.

    2.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν την παρακολούθηση της εφαρμογής της διαδικασίας διαχείρισης κινδύνου όπως αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο α), μεταξύ άλλων αξιολογώντας την σε ετήσια βάση.

    3.   Τα κράτη μέλη θεσπίζουν και εφαρμόζουν τα μέτρα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου κατά τρόπο συνεπή προς τους κινδύνους οι οποίοι προσδιορίζονται στο πλαίσιο της εκτίμησης κινδύνου που διενεργείται σύμφωνα με το άρθρο 8.

    4.   Τα κράτη μέλη δημοσιεύουν ετήσια έκθεση σχετικά με τους κινδύνους της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, των βασικών αδικημάτων της ή της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας και οι οποίοι συνδέονται με τη χορήγηση δικαιωμάτων διαμονής έναντι επενδύσεων. Οι εν λόγω εκθέσεις δημοσιοποιούνται και περιλαμβάνουν τις πληροφορίες σχετικά με:

    α)

    τον αριθμό των αιτήσεων που ελήφθησαν και τις χώρες καταγωγής των αιτούντων·

    β)

    τον αριθμό των αδειών διαμονής που χορηγήθηκαν ή των αιτήσεων που απορρίφθηκαν, και τους λόγους αυτών των απορρίψεων·

    γ)

    τυχόν εξελίξεις που παρατηρούνται όσον αφορά τους κινδύνους της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, των βασικών αδικημάτων της και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας και οι οποίοι συνδέονται με τη χορήγηση δικαιωμάτων διαμονής έναντι επενδύσεων.

    5.   Έως τις 10 Ιουλίου 2028, τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή τα μέτρα που θεσπίζονται δυνάμει της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου. Η εν λόγω κοινοποίηση περιλαμβάνει εξήγηση των εν λόγω μέτρων βάσει της σχετικής εκτίμησης κινδύνου που εκπονείται από τα κράτη μέλη δυνάμει του άρθρου 8.

    6.   Η Επιτροπή δημοσιεύει στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης τα μέτρα που κοινοποιούνται από τα κράτη μέλη δυνάμει της παραγράφου 5.

    7.   Έως τις 10 Ιουλίου 2030, η Επιτροπή δημοσιεύει έκθεση αξιολόγησης των μέτρων που κοινοποιούνται δυνάμει της παραγράφου 5 για τον μετριασμό των κινδύνων της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, των βασικών αδικημάτων της και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας και, εφόσον απαιτείται, εκδίδει συστάσεις.

    Άρθρο 6

    Έλεγχοι στα ανώτερα διοικητικά στελέχη και στους πραγματικούς δικαιούχους ορισμένων υπόχρεων οντοτήτων

    1.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τους εποπτικούς φορείς να επαληθεύουν ότι τα ανώτερα διοικητικά στελέχη στις υπόχρεες οντότητες που αναφέρονται στο άρθρο 4 παράγραφοι 1 και 2 καθώς και σε χρηματοδοτικές μεικτές εταιρείες συμμετοχών, και οι πραγματικοί δικαιούχοι των εν λόγω οντοτήτων χαίρουν καλής φήμης και ενεργούν με ειλικρίνεια και ακεραιότητα. Τα ανώτερα διοικητικά στελέχη τέτοιων οντοτήτων διαθέτουν επίσης τις γνώσεις και την εμπειρογνωσία που είναι απαραίτητες για την εκτέλεση των καθηκόντων τους.

    2.   Όσον αφορά τις υπόχρεες οντότητες που αναφέρονται στο άρθρο 3 σημείο 3) στοιχεία α), β), δ), ε), στ) και η) έως ιε) του κανονισμού (ΕΕ) 2024/1624, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι εποπτικοί φορείς λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα για να εμποδίσουν τα άτομα που έχουν καταδικαστεί για νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, για τα συναφή της βασικά αδικήματα ή για χρηματοδότηση της τρομοκρατίας ή τους συνεργάτες τους να λάβουν επαγγελματική διαπίστευση, να κατέχουν ανώτερη διοικητική θέση ή να είναι πραγματικοί δικαιούχοι των εν λόγω υπόχρεων οντοτήτων.

    3.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι εποπτικοί φορείς να επαληθεύουν, ανάλογα με τον βαθμό κινδύνου, αν οι απαιτήσεις των παραγράφων 1 και 2 εξακολουθούν να πληρούνται. Συγκεκριμένα, επαληθεύουν αν τα ανώτερα διοικητικά στελέχη των υπόχρεων οντοτήτων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 χαίρουν καλής φήμης, ενεργούν με ειλικρίνεια και ακεραιότητα και διαθέτουν γνώσεις και εμπειρογνωσία που είναι απαραίτητες για την εκτέλεση των καθηκόντων τους σε περιπτώσεις στις οποίες οι εποπτικοί φορείς έχουν βάσιμους λόγους να υποπτεύονται ότι έχει διαπραχθεί ή επιχειρηθεί νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότηση της τρομοκρατίας ή υπάρχει αυξημένος τέτοιος κίνδυνος σε μια υπόχρεη οντότητα.

    4.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι εποπτικοί φορείς έχουν την εξουσία να ζητούν την απομάκρυνση οποιουδήποτε προσώπου έχει καταδικαστεί για νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, για τα συναφή της βασικά αδικήματα ή για χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, από τα ανώτερα διοικητικά στελέχη των υπόχρεων οντοτήτων όπως αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι εποπτικοί φορείς έχουν την εξουσία να απομακρύνουν ή να επιβάλουν προσωρινή απαγόρευση σε ανώτερα διοικητικά στελέχη των υπόχρεων οντοτήτων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 για τα οποία δεν θεωρείται ότι χαίρουν καλής φήμης, ότι ενεργούν με ειλικρίνεια και ακεραιότητα, ή ότι διαθέτουν γνώσεις και εμπειρογνωσία που είναι απαραίτητες για την εκτέλεση των καθηκόντων τους.

    5.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι εποπτικοί φορείς έχουν την εξουσία να αποσυνδέουν πρόσωπα που έχουν καταδικαστεί για νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, για τα συναφή της βασικά αδικήματα ή για χρηματοδότηση της τρομοκρατίας τα οποία είναι πραγματικοί δικαιούχοι υπόχρεων οντοτήτων όπως αναφέρεται στις παραγράφους 1 και 2, από υπόχρεες οντότητες, μεταξύ άλλων με την ανάθεση στους εποπτικούς φορείς της εξουσίας να αιτούνται την εκποίηση της συμμετοχής των εν λόγω πραγματικών δικαιούχων σε υπόχρεες οντότητες.

    6.   Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, οι εποπτικοί φορείς ή οποιαδήποτε άλλη αρχή αρμόδια σε εθνικό επίπεδο για την αξιολόγηση των απαιτήσεων που ισχύουν για τα πρόσωπα που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 του παρόντος άρθρου ελέγχουν την κεντρική βάση δεδομένων ΚΞΧ/ΧΤ δυνάμει του άρθρου 11 του κανονισμού (ΕΕ) 2024/1620 και εάν υπάρχει σχετική καταδίκη στο ποινικό μητρώο του ενδιαφερομένου. Οποιαδήποτε ανταλλαγή πληροφοριών για τον σκοπό αυτό γίνεται σύμφωνα με την απόφαση-πλαίσιο 2009/315/ΔΕΥ και την απόφαση 2009/316/ΔΕΥ, όπως εφαρμόζονται στο εθνικό δίκαιο.

    7.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αποφάσεις που λαμβάνουν οι εποπτικοί φορείς σύμφωνα με το παρόν άρθρο υπόκεινται σε αποτελεσματικές διορθωτικές διαδικασίες, συμπεριλαμβανομένης της άσκησης δικαστικής προσφυγής.

    8.   Έως τις 10 Ιουλίου 2029, η ΑΚΝΕΠΑΔ εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με:

    α)

    τα κριτήρια αξιολόγησης της καλής φήμης, της εντιμότητας, και της ακεραιότητας που αναφέρονται στην παράγραφο 1·

    β)

    τα κριτήρια αξιολόγησης των γνώσεων και της εμπειρογνωσίας που αναφέρονται στην παράγραφο 1·

    γ)

    τη συνεπή εφαρμογή από τους εποπτικούς φορείς της εξουσίας που τους έχει ανατεθεί βάσει του παρόντος άρθρου.

    Κατά την κατάρτιση των κατευθυντήριων γραμμών που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, η ΑΚΝΕΠΑΔ λαμβάνει υπόψη τις ιδιαιτερότητες κάθε τομέα στον οποίο δραστηριοποιούνται οι υπόχρεες οντότητες.

    9.   Τα κράτη μέλη εφαρμόζουν το παρόν άρθρο σε σχέση με τις υπόχρεες οντότητες που αναφέρονται στο άρθρο 3 σημείο 3 στοιχεία ιδ) και ιε) του κανονισμού (ΕΕ) 2024/1624 από τις 10 Ιουλίου 2029.

    ΤΜΗΜΑ 3

    Εκτιμήσεις κινδύνου

    Άρθρο 7

    Εκτίμηση κινδύνου σε επίπεδο Ένωσης

    1.   Η Επιτροπή προβαίνει σε εκτίμηση των κινδύνων της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας και της μη εφαρμογής και της αποφυγής στοχευμένων οικονομικών κυρώσεων οι οποίοι επηρεάζουν την εσωτερική αγορά και σχετίζονται με διασυνοριακές δραστηριότητες.

    2.   Έως τις 10 Ιουλίου 2028, η Επιτροπή συντάσσει έκθεση που προσδιορίζει, αναλύει και αξιολογεί αυτούς τους κινδύνους σε επίπεδο Ένωσης. Η Επιτροπή επικαιροποιεί την εν λόγω έκθεση στη συνέχεια κάθε 4 έτη. Η Επιτροπή μπορεί να επικαιροποιεί τμήματα της έκθεσης συχνότερα, εάν κρίνεται σκόπιμο.

    Όταν, κατά τη διαδικασία επικαιροποίησης της έκθεσής της, η Επιτροπή προσδιορίζει νέους κινδύνους, μπορεί να συστήσει στα κράτη μέλη να εξετάσουν το ενδεχόμενο επικαιροποίησης των εθνικών τους εκτιμήσεων κινδύνου ή να διενεργήσουν τομεακές εκτιμήσεις κινδύνου σύμφωνα με το άρθρο 8, προκειμένου να εκτιμήσουν τους εν λόγω κινδύνους.

    Η έκθεση που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο δημοσιοποιείται, εκτός από τα μέρη που περιέχουν διαβαθμισμένες πληροφορίες.

    3.   Η έκθεση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 καλύπτει τουλάχιστον τα ακόλουθα:

    α)

    τους τομείς και τα πεδία της εσωτερικής αγοράς που εκτίθενται σε κινδύνους νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας·

    β)

    τη φύση και το επίπεδο των κινδύνων που σχετίζονται με κάθε τομέα και πεδίο·

    γ)

    τα πιο συνηθισμένα μέσα που χρησιμοποιούνται για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, περιλαμβανομένων, κατά περίπτωση, όσων χρησιμοποιούνται ιδίως στις συναλλαγές μεταξύ κρατών μελών και τρίτων χωρών, ανεξάρτητα από τον χαρακτηρισμό των τελευταίων σύμφωνα με το τμήμα 2 του κεφαλαίου ΙΙΙ του κανονισμού (ΕΕ) 2024/1624·

    δ)

    εκτίμηση των κινδύνων νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας που συνδέονται με νομικά πρόσωπα και νομικά μορφώματα, συμπεριλαμβανομένης της έκθεσης σε κινδύνους που προέρχονται από αλλοδαπά νομικά πρόσωπα και αλλοδαπά νομικά μορφώματα·

    ε)

    τους κινδύνους μη εφαρμογής και αποφυγής των στοχευμένων οικονομικών κυρώσεων.

    4.   Η Επιτροπή απευθύνει στα κράτη μέλη συστάσεις σχετικά με τα μέτρα που είναι κατάλληλα για την αντιμετώπιση των εντοπιζόμενων κινδύνων. Σε περίπτωση που τα κράτη μέλη αποφασίσουν να μην εφαρμόσουν κάποια από τις συστάσεις στα εθνικά τους συστήματα ΚΞΧ/ΧΤ, ενημερώνουν σχετικά την Επιτροπή και παρέχουν λεπτομερή αναφορά των λόγων τους για αυτή την απόφαση.

    5.   Έως τις 10 Ιουλίου 2030 και στη συνέχεια κάθε 2 έτη, η ΑΚΝΕΠΑΔ, σύμφωνα με το άρθρο 55 του κανονισμού (ΕΕ) 2024/1620 εκδίδει γνώμη που απευθύνεται στην Επιτροπή σχετικά με τους κινδύνους νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας που επηρεάζουν την Ένωση. ΑΚΝΕΠΑΔΗ ΑΚΝΕΠΑΔ μπορεί να εκδίδει γνώμες ή επικαιροποιήσεις των προηγούμενων γνωμών της συχνότερα, όταν το κρίνει σκόπιμο. Οι γνώμες που εκδίδει η ΑΚΝΕΠΑΔ δημοσιοποιούνται, εκτός από τα μέρη που περιέχουν διαβαθμισμένες πληροφορίες.

    6.   Κατά την πραγματοποίηση της εκτίμησης που αναφέρεται στην παράγραφο 1, η Επιτροπή οργανώνει τις εργασίες σε επίπεδο Ένωσης, λαμβάνει υπόψη τις γνώμες που αναφέρονται στην παράγραφο 5 καθώς και τις συμβολές εμπειρογνωμόνων των κρατών μελών στον τομέα ΚΞΧ/ΧΤ, εκπροσώπων των εθνικών εποπτικών αρχών και των ΜΧΠ των κρατών μελών, της ΑΚΝΕΠΑΔ και άλλων οργανισμών της Ένωσης και, όταν κρίνεται απαραίτητο, άλλων σχετικών ενδιαφερόμενων μερών.

    7.   Εντός 2 ετών από την έκδοση της έκθεσης που αναφέρεται στην παράγραφο 2, και στη συνέχεια κάθε 4 έτη, η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο σχετικά με τις ενέργειες που αναλαμβάνονται με βάση τα πορίσματα της εν λόγω έκθεσης.

    Άρθρο 8

    Εθνική εκτίμηση κινδύνου

    1.   Κάθε κράτος μέλος διενεργεί εθνική εκτίμηση κινδύνου για τον εντοπισμό, την εκτίμηση, την κατανόηση και τον μετριασμό των κινδύνων νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας και των κινδύνων μη εφαρμογής και αποφυγής στοχευμένων οικονομικών κυρώσεων που το επηρεάζουν. Επικαιροποιεί την εν λόγω εκτίμηση κινδύνου και την αναθεωρεί τουλάχιστον κάθε 4 έτη.

    Όταν τα κράτη μέλη θεωρούν ότι η κατάσταση κινδύνου το απαιτεί, μπορούν να επανεξετάζουν συχνότερα την εθνική εκτίμηση κινδύνου ή να διενεργούν ad hoc τομεακές εκτιμήσεις κινδύνου.

    2.   Κάθε κράτος μέλος ορίζει αρχή ή θεσπίζει μηχανισμό για τον συντονισμό της αντιμετώπισης των κινδύνων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 σε εθνικό επίπεδο. Τα στοιχεία της εν λόγω αρχής ή η περιγραφή του μηχανισμού κοινοποιούνται στην Επιτροπή. Η Επιτροπή δημοσιεύει τον κατάλογο των ορισθεισών αρχών ή του μηχανισμού που έχει θεσπιστεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

    3.   Κατά την πραγματοποίηση των εθνικών εκτιμήσεων κινδύνου της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, τα κράτη μέλη λαμβάνουν υπόψη την έκθεση που αναφέρεται στο άρθρο 7 παράγραφος 2, συμπεριλαμβανομένων των τομέων και των προϊόντων που καλύπτονται και των πορισμάτων της έκθεσης αυτής.

    4.   Τα κράτη μέλη χρησιμοποιούν την εθνική εκτίμηση κινδύνου για να:

    α)

    βελτιώνουν τα εθνικά τους συστήματα ΚΞΧ/ΧΤ, ιδίως εντοπίζοντας τυχόν τομείς στους οποίους οι υπόχρεες οντότητες πρέπει να εφαρμόσουν ενισχυμένα μέτρα σύμφωνα με προσέγγιση βάσει κινδύνου και, κατά περίπτωση, προσδιορίζοντας τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν·

    β)

    εντοπίζουν, κατά περίπτωση, τομείς ή πεδία που εκτίθενται σε χαμηλότερο ή υψηλότερο κίνδυνο νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας·

    γ)

    αξιολογούν τους κινδύνους νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας που συνδέονται με κάθε είδος νομικού προσώπου που είναι εγκατεστημένο στην επικράτειά του και κάθε είδος νομικού μορφώματος που διέπεται από το εθνικό δίκαιο ή διοικείται στην επικράτειά του ή του οποίου οι εμπιστευματοδόχοι ή τα πρόσωπα που κατέχουν ισοδύναμες θέσεις σε παρόμοια νομικά μορφώματα διαμένουν στην επικράτειά του· και κατανοούν την έκθεση σε κινδύνους που προέρχονται από αλλοδαπά νομικά πρόσωπα και αλλοδαπά νομικά μορφώματα·

    δ)

    αποφασίζει για την κατανομή και την ιεράρχηση των πόρων για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, καθώς και της μη εφαρμογής και της αποφυγής στοχευμένων οικονομικών κυρώσεων·

    ε)

    διασφαλίζει ότι θεσπίζονται κατάλληλοι κανόνες για κάθε τομέα ή πεδίο, ανάλογα με τους κινδύνους νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας·

    στ)

    διαθέτει άμεσα τις κατάλληλες πληροφορίες στις αρμόδιες αρχές και στις υπόχρεες οντότητες για να διευκολύνει τη διενέργεια των δικών τους εκτιμήσεων κινδύνου νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, καθώς και την εκτίμηση των κινδύνων μη εφαρμογής και αποφυγής στοχευμένων οικονομικών κυρώσεων που αναφέρονται στο άρθρο 10 του κανονισμού (ΕΕ) 2024/1624.

    Στην εθνική εκτίμηση κινδύνου, τα κράτη μέλη περιγράφουν τη θεσμική δομή και τις γενικές διαδικασίες του οικείου συστήματος ΚΞΧ/ΧΤ, συμπεριλαμβανομένων των ΜΧΠ, των φορολογικών αρχών και των εισαγγελέων, των μηχανισμών συνεργασίας με ομολόγους εντός της Ένωσης ή σε τρίτες χώρες, καθώς και των ανθρώπινων και οικονομικών πόρων που έχουν διατεθεί, στον βαθμό που οι εν λόγω πληροφορίες είναι διαθέσιμες.

    5.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν την κατάλληλη συμμετοχή των αρμόδιων αρχών και των σχετικών ενδιαφερόμενων μερών κατά τη διενέργεια της εθνικής τους εκτίμησης επικινδυνότητας.

    6.   Τα κράτη μέλη θέτουν τα αποτελέσματα των εθνικών εκτιμήσεων κινδύνου που διενεργούν, συμπεριλαμβανομένων των επικαιροποιήσεων και των επανεξετάσεων, στη διάθεση της Επιτροπής, της ΑΚΝΕΠΑΔ και των άλλων κρατών μελών. Ένα κράτος μέλος μπορεί να παρέχει σχετικές επιπρόσθετες πληροφορίες, όπου είναι σκόπιμο, στο κράτος μέλος που διενεργεί την εθνική εκτίμηση κινδύνου. Δημοσιοποιείται περίληψη των πορισμάτων της εκτίμησης. Η εν λόγω περίληψη δεν περιέχει διαβαθμισμένες πληροφορίες. Κάθε έγγραφο που διανέμεται ή δημοσιοποιείται δυνάμει της παρούσας παραγράφου δεν περιέχει πληροφορίες που να επιτρέπουν την ταυτοποίηση οποιουδήποτε φυσικού προσώπου και ούτε κατονομάζει οποιοδήποτε νομικό πρόσωπο.

    Άρθρο 9

    Στατιστικά στοιχεία

    1.   Τα κράτη μέλη τηρούν πλήρη στατιστικά στοιχεία για θέματα που αφορούν την αποτελεσματικότητα των πλαισίων ΚΞΧ/ΧΤ που διαθέτουν με σκοπό την επανεξέταση της αποτελεσματικότητας των εν λόγω πλαισίων.

    2.   Τα στατιστικά στοιχεία που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου περιλαμβάνουν:

    α)

    μετρήσιμα δεδομένα σχετικά με το μέγεθος και τη σημασία των διαφόρων τομέων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας, συμπεριλαμβανομένου του αριθμού των φυσικών και νομικών προσώπων, καθώς και της οικονομικής σημασίας εκάστου τομέα·

    β)

    μετρήσιμα δεδομένα σχετικά με τις φάσεις αναφοράς, διερεύνησης και δικαστικής διαδικασίας του εθνικού συστήματος ΚΞΧ/ΧΤ, όπου συμπεριλαμβάνονται ο αριθμός αναφορών για ύποπτες συναλλαγές που υποβλήθηκαν στη ΜΧΠ, η συνέχεια που δόθηκε σε αυτές τις αναφορές, οι πληροφορίες για διασυνοριακές φυσικές μεταφορές μετρητών που διαβιβάστηκαν στη ΜΧΠ σύμφωνα με το άρθρο 9 του κανονισμού (ΕΕ) 2018/1672 μαζί με τη συνέχεια που δόθηκε στις υποβληθείσες πληροφορίες και, σε ετήσια βάση, ο αριθμός των υποθέσεων που διερευνήθηκαν, ο αριθμός των προσώπων που διώχθηκαν, ο αριθμός των προσώπων που καταδικάστηκαν για αδικήματα νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, τα είδη των βασικών αδικημάτων σύμφωνα με το άρθρο 2 της οδηγίας (ΕΕ) 2018/1673 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (38), όπου διατίθενται οι σχετικές πληροφορίες, και η αξία, σε ευρώ, των περιουσιακών στοιχείων που δεσμεύθηκαν, κατασχέθηκαν ή δημεύθηκαν·

    γ)

    τον αριθμό και το ποσοστό αναφορών ύποπτων συναλλαγών οι οποίες κατέληξαν να διανεμηθούν σε άλλες αρμόδιες αρχές και, εφόσον διατίθενται, τον αριθμό και το ποσοστό αναφορών οι οποίες οδήγησαν σε περαιτέρω έρευνα, μαζί με την ετήσια έκθεση που συντάσσεται από τις ΜΧΠ σύμφωνα με το άρθρο 27·

    δ)

    δεδομένα όσον αφορά τον αριθμό των διασυνοριακών αιτήσεων παροχής πληροφοριών που υποβλήθηκαν, απορρίφθηκαν και απαντήθηκαν πλήρως ή εν μέρει από τη ΜΧΠ, ανά αντισυμβαλλόμενη χώρα·

    ε)

    τον αριθμό αιτημάτων αμοιβαίας δικαστικής συνδρομής ή άλλων διεθνών αιτημάτων για πληροφορίες για τους πραγματικούς δικαιούχους και πληροφορίες τραπεζικών λογαριασμών όπως αναφέρονται στο κεφάλαιο IV του κανονισμού (ΕΕ) 2024/1624 και στα τμήματα 1 και 2 του κεφαλαίου ΙΙ της παρούσας οδηγίας, τα οποία ελήφθησαν από ή υποβλήθηκαν σε ομολόγους εκτός της Ένωσης, κατανεμημένα ανά αρμόδια αρχή και αντίστοιχη χώρα·

    στ)

    τους ανθρώπινους πόρους που έχουν διατεθεί στους εποπτικούς φορείς καθώς και τους ανθρώπινους πόρους που έχουν διατεθεί στις ΜΧΠ για την εκπλήρωση των καθηκόντων που αναφέρονται στο άρθρο 19·

    ζ)

    τον αριθμό των εποπτικών δράσεων, επιτόπιων και μη, τον αριθμό των παραβάσεων που διαπιστώθηκαν βάσει εποπτικών δράσεων και των χρηματικών κυρώσεων και περιοδικών χρηματικών ποινών που επιβλήθηκαν ή των διοικητικών μέτρων που εφαρμόστηκαν από τις εποπτικές αρχές και τους αυτορρυθμιζόμενους οργανισμούς σύμφωνα με το τμήμα 4 του κεφαλαίου IV·

    η)

    τον αριθμό και το είδος των παραβάσεων που εντοπίστηκαν σε σχέση με τις υποχρεώσεις του κεφαλαίου IV του κανονισμού (ΕΕ) 2024/1624 και τις χρηματικές κυρώσεις που επιβλήθηκαν ή τα διοικητικά μέτρα που εφαρμόστηκαν σε σχέση με τις εν λόγω παραβάσεις, τον αριθμό των αναντιστοιχιών που καταγράφηκαν στο κεντρικό μητρώο που αναφέρεται στο άρθρο 10 της παρούσας οδηγίας, καθώς και τον αριθμό των ελέγχων που διενεργήθηκαν από την οντότητα που είναι υπεύθυνη για το κεντρικό μητρώο ή εξ ονόματός της σύμφωνα με το άρθρο 10 παράγραφος 10 της παρούσας οδηγίας.

    θ)

    τις ακόλουθες πληροφορίες σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 12:

    i)

    τον αριθμό των αιτημάτων πρόσβασης σε πληροφορίες σχετικά με τους πραγματικούς δικαιούχους στα κεντρικά μητρώα βάσει των κατηγοριών που ορίζονται στο άρθρο 12 παράγραφος 2·

    ii)

    το ποσοστό των αιτημάτων πρόσβασης σε πληροφορίες που απορρίπτονται στο πλαίσιο κάθε κατηγορίας που ορίζεται στο άρθρο 12 παράγραφος 2·

    iii)

    σύνοψη των κατηγοριών προσώπων στα οποία χορηγείται πρόσβαση σε πληροφορίες για τους πραγματικούς δικαιούχους σύμφωνα με το άρθρο 12 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο·

    ι)

    τον αριθμό των αναζητήσεων σε μητρώα τραπεζικών λογαριασμών ή μηχανισμούς ανάκτησης δεδομένων που πραγματοποιούνται από τις αρμόδιες αρχές, ανά κατηγορία αρμόδιας αρχής, και τον αριθμό των αναζητήσεων στη διασύνδεση των μητρώων τραπεζικών λογαριασμών που πραγματοποιούνται από τις ΜΧΠ και τις εποπτικές αρχές·

    ια)

    τα ακόλουθα δεδομένα σχετικά με την εφαρμογή στοχευμένων οικονομικών κυρώσεων:

    i)

    την αξία των δεσμευμένων κεφαλαίων ή άλλων περιουσιακών στοιχείων, ανά είδος·

    ii)

    τους ανθρώπινους πόρους που διατίθενται στις αρχές που είναι αρμόδιες για την εφαρμογή και την επιβολή στοχευμένων οικονομικών κυρώσεων.

    3.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε τα στατιστικά στοιχεία που αναφέρονται στην παράγραφο 2 να συλλέγονται και να διαβιβάζονται στην Επιτροπή σε ετήσια βάση. Τα στατιστικά στοιχεία που αναφέρονται στην παράγραφο 2 στοιχεία α), γ), δ) και στ) διαβιβάζονται επίσης στην ΑΚΝΕΠΑΔ.

    Η ΑΚΝΕΠΑΔ αποθηκεύει τα εν λόγω στατιστικά στοιχεία στη βάση δεδομένων της σύμφωνα με το άρθρο 11 του κανονισμού (ΕΕ) 2024/1620.

    4.   Έως τις 10 Ιουλίου 2029, η ΑΚΝΕΠΑΔ εκδίδει γνώμη που απευθύνεται στην Επιτροπή σχετικά με τη μεθοδολογία συλλογής των στατιστικών στοιχείων που αναφέρεται στην παράγραφο 2 στοιχεία α), γ), δ), στ) και ζ).

    5.   Η Επιτροπή δύναται να καθορίζει, μέσω εκτελεστικών πράξεων, τη μεθοδολογία για τη συλλογή των στατιστικών στοιχείων που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου και τις ρυθμίσεις για τη διαβίβαση τους στην Επιτροπή και στην ΑΚΝΕΠΑΔ. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης του άρθρου 72 παράγραφος 2.

    6.   Έως τις 10 Ιουλίου 2030 και στη συνέχεια κάθε 2 έτη, η Επιτροπή δημοσιεύει έκθεση στην οποία συνοψίζονται και εξηγούνται τα στατιστικά στοιχεία που αναφέρονται στην παράγραφο 2 και την δημοσιοποιεί στον ιστότοπό της.

    ΚΕΦΑΛΑΙΟ II

    ΜΗΤΡΩΑ

    ΤΜΗΜΑ 1

    Κεντρικά μητρώα πραγματικών δικαιούχων

    Άρθρο 10

    Κεντρικά μητρώα πραγματικών δικαιούχων

    1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι πληροφορίες για τους πραγματικούς δικαιούχους όπως αναφέρονται στο άρθρο 62 του κανονισμού (EE) 2024/1624, η δήλωση δυνάμει του άρθρου 63 παράγραφος 4 του εν λόγω κανονισμού και οι πληροφορίες σχετικά με τις συμφωνίες εκπροσώπησης όπως αναφέρονται στο άρθρο 66 του εν λόγω κανονισμού τηρούνται σε κεντρικό μητρώο στο κράτος μέλος στο οποίο έχει συσταθεί η νομική οντότητα ή είναι εγκατεστημένος ή διαμένει ο εμπιστευματοδόχος ρητού εμπιστεύματος ή το πρόσωπο που κατέχει ισοδύναμη θέση σε παρεμφερές νομικό μόρφωμα, ή ασκείται η διοίκηση του νομικού μορφώματος. Η εν λόγω απαίτηση δεν ισχύει για νομικές οντότητες ή νομικά μορφώματα όπως αναφέρονται στο άρθρο 65 του κανονισμού (ΕΕ) 2024/1624.

    Οι πληροφορίες που περιέχονται στο κεντρικό μητρώο πραγματικών δικαιούχων που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο («κεντρικό μητρώο») είναι διαθέσιμες σε μηχαναγνώσιμο μορφότυπο και συλλέγονται σύμφωνα με τις εκτελεστικές πράξεις που αναφέρονται στην παράγραφο 6.

    2.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1 πρώτο εδάφιο, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι πληροφορίες για τους πραγματικούς δικαιούχους όπως αναφέρονται στο άρθρο 62 του κανονισμού (ΕΕ) 2024/1624, και οι οποίες αφορούν αλλοδαπές νομικές οντότητες και νομικά μορφώματα, όπως αναφέρονται στο άρθρο 67 του εν λόγω κανονισμού, τηρούνται σε κεντρικό μητρώο στο κράτος μέλος σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που παρατίθενται στο άρθρο 67 του εν λόγω κανονισμού. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν επίσης ότι το κεντρικό μητρώο περιέχει ένδειξη σχετικά με το ποια κατάσταση που αναφέρεται στο άρθρο 67 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2024/1624 ενεργοποιεί την εγγραφή της αλλοδαπής νομικής οντότητας ή του αλλοδαπού νομικού μορφώματος.

    3.   Όταν οι εμπιστευματοδόχοι ρητού εμπιστεύματος ή πρόσωπα που κατέχουν ισοδύναμες θέσεις σε παρόμοιο νομικό μόρφωμα είναι εγκατεστημένοι ή διαμένουν σε διαφορετικά κράτη μέλη, ένα πιστοποιητικό με την απόδειξη της εγγραφής ή ένα απόσπασμα των πληροφοριών για τον πραγματικό δικαιούχο σε κεντρικό μητρώο που τηρείται από ένα κράτος μέλος είναι επαρκές για να θεωρείται ότι εκπληρώνεται η υποχρέωση εγγραφής.

    4.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι οντότητες που είναι υπεύθυνες για τα κεντρικά μητρώα έχουν την εξουσία να ζητούν από τις νομικές οντότητες, τους εμπιστευματοδόχους κάθε ρητού εμπιστεύματος και τα πρόσωπα που κατέχουν ισοδύναμη θέση σε παρόμοιο νομικό μόρφωμα, καθώς και από τους νόμιμους και πραγματικούς δικαιούχους τους, κάθε πληροφορία που απαιτείται για τον προσδιορισμό και την επαλήθευση των πραγματικών δικαιούχων τους, συμπεριλαμβανομένων των αποφάσεων του διοικητικού συμβουλίου και των πρακτικών των συναντήσεών τους, των συμφωνιών εταιρικής σχέσης, των πράξεων εμπίστευσης, των πληρεξούσιων ή άλλων συμβατικών συμφωνιών και εγγράφων.

    5.   Όταν κανένα πρόσωπο δεν προσδιορίζεται ως ο πραγματικός δικαιούχος σύμφωνα με το άρθρο 63 παράγραφος 3 και του άρθρου 54 παράγραφος 6 του κανονισμού (ΕΕ) 2024/1624, το κεντρικό μητρώο περιλαμβάνει:

    α)

    δήλωση ότι δεν υπάρχει πραγματικός δικαιούχος ή ότι δεν ήταν δυνατός ο προσδιορισμός των πραγματικών δικαιούχων, συνοδευόμενη από αντίστοιχη αιτιολόγηση σύμφωνα με το άρθρο 63 παράγραφος 4 στοιχείο α) και το άρθρο 64 παράγραφος 7 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΕ) 2024/1624·

    β)

    τα στοιχεία όλων των φυσικών προσώπων που κατέχουν θέση ανώτερων διοικητικών στελεχών στη νομική οντότητα τα οποία είναι ισοδύναμα με τις πληροφορίες που απαιτούνται βάσει του άρθρου 62 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΕ) 2024/1624.

    Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι πληροφορίες που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο στοιχείο α) είναι διαθέσιμες στις αρμόδιες αρχές, καθώς και στην ΑΚΝΕΠΑΔ, για τους σκοπούς των κοινών αναλύσεων δυνάμει του άρθρου 32 της παρούσας οδηγίας και το άρθρο 40 του κανονισμού (ΕΕ) 2024/1620, στους αυτορρυθμιζόμενους φορείς και στις υπόχρεες οντότητες. Ωστόσο, οι υπόχρεες οντότητες έχουν πρόσβαση μόνο στη δήλωση που υποβάλλεται από τη νομική οντότητα ή το νομικό μόρφωμα, εάν αναφέρουν απόκλιση σύμφωνα με το άρθρο 24 του κανονισμού (ΕΕ) 2024/1624 ή παράσχουν αποδεικτικά στοιχεία των μέτρων που έχουν λάβει για τον προσδιορισμό των πραγματικών δικαιούχων της νομικής οντότητας ή του νομικού μορφώματος, περίπτωση στην οποία μπορούν να έχουν πρόσβαση και στην αιτιολόγηση.

    6.   Έως τις 10 Ιουλίου 2025, η Επιτροπή θεσπίζει, μέσω εκτελεστικών πράξεων, τον μορφότυπο υποβολής των πληροφοριών για τους πραγματικούς δικαιούχους όπως αναφέρεται στο άρθρο 62 του κανονισμού (ΕΕ) 2024/1624 στο κεντρικό μητρώο, συμπεριλαμβανομένου καταλόγου ελέγχου των ελάχιστων απαιτήσεων για τις πληροφορίες που πρέπει να εξετάζονται από την οντότητα που είναι υπεύθυνη για το κεντρικό μητρώο. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης του άρθρου 72 παράγραφος 2 της παρούσας οδηγίας.

    7.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι πληροφορίες για τους πραγματικούς δικαιούχους που τηρούνται στα κεντρικά μητρώα είναι επαρκείς, ακριβείς και επικαιροποιημένες, και θεσπίζουν μηχανισμούς προς τούτο. Για τον σκοπό αυτόν, τα κράτη μέλη εφαρμόζουν τουλάχιστον τις ακόλουθες απαιτήσεις:

    α)

    οι οντότητες που είναι υπεύθυνες για τα κεντρικά μητρώα επαληθεύουν, εντός εύλογου χρονικού διαστήματος από την υποβολή των πληροφοριών για τους πραγματικούς δικαιούχους και στη συνέχεια σε τακτική βάση, ότι οι εν λόγω πληροφορίες είναι επαρκείς, ακριβείς και επικαιροποιημένες·

    β)

    οι αρμόδιες αρχές, εφόσον κρίνεται σκόπιμο και στον βαθμό που η απαίτηση αυτή δεν παρεμβαίνει αδικαιολόγητα στα καθήκοντά τους, αναφέρουν στις οντότητες που είναι υπεύθυνες για τα κεντρικά μητρώα οποιαδήποτε αναντιστοιχία εντοπίζουν μεταξύ των πληροφοριών που διατίθενται στα κεντρικά μητρώα και των πληροφοριών που τίθενται στη διάθεσή τους.

    Η έκταση και η συχνότητα της επαλήθευσης που αναφέρεται στο στοιχείο α) του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου είναι ανάλογες προς τους κινδύνους οι οποίοι συνδέονται με τις κατηγορίες νομικών οντοτήτων και νομικών μορφωμάτων που προσδιορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 3 στοιχείο δ) και το άρθρο 8 παράγραφος 4 στοιχείο γ).

    Έως τις 10 Ιουλίου 2028 η Επιτροπή εκδίδει συστάσεις σχετικά με τις μεθόδους και τις διαδικασίες που πρέπει να χρησιμοποιούν αφενός οι οντότητες που είναι αρμόδιες για τα κεντρικά μητρώα προκειμένου να επαληθεύουν τις πληροφορίες για τους πραγματικούς δικαιούχους, αφετέρου οι υπόχρεες οντότητες και οι αρμόδιες αρχές προκειμένου να εντοπίζουν και να αναφέρουν αναντιστοιχίες όσον αφορά τις πληροφορίες για τους πραγματικούς δικαιούχους.

    8.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι πληροφορίες που περιέχονται στα κεντρικά μητρώα περιλαμβάνουν οποιαδήποτε αλλαγή στον πραγματικό δικαιούχο νομικών οντοτήτων και νομικών μορφωμάτων και σε συμφωνίες εκπροσώπησης μετά την πρώτη εγγραφή τους στο κεντρικό μητρώο.

    9.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι οντότητες που είναι υπεύθυνες για τα κεντρικά μητρώα επαληθεύουν εάν οι πληροφορίες για τους πραγματικούς δικαιούχους που τηρούνται στα εν λόγω μητρώα αφορούν πρόσωπα ή οντότητες που έχουν οριστεί σε σχέση με στοχευμένες οικονομικές κυρώσεις. Η επαλήθευση αυτή πραγματοποιείται αμέσως μετά τον ορισμό σε σχέση με στοχευμένες οικονομικές κυρώσεις και σε τακτά χρονικά διαστήματα.

    Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι πληροφορίες που περιέχονται στα κεντρικά μητρώα περιλαμβάνουν ένδειξη ότι η νομική οντότητα συνδέεται με πρόσωπα ή οντότητες που υπόκεινται σε στοχευμένες οικονομικές κυρώσεις, σε οποιαδήποτε από τις ακόλουθες περιπτώσεις:

    α)

    νομική οντότητα ή νομικό μόρφωμα υπόκειται σε στοχευμένες οικονομικές κυρώσεις·

    β)

    νομική οντότητα ή νομικό μόρφωμα τελεί υπό τον έλεγχο προσώπου ή οντότητας που υπόκειται σε στοχευμένες οικονομικές κυρώσεις·

    γ)

    ο πραγματικός δικαιούχος νομικής οντότητας ή νομικού μορφώματος υπόκειται σε στοχευμένες οικονομικές κυρώσεις.

    Η ένδειξη που αναφέρεται στο δεύτερο εδάφιο της παρούσας παραγράφου είναι ορατή σε κάθε πρόσωπο ή οντότητα στο οποίο έχει χορηγηθεί πρόσβαση στις πληροφορίες που περιέχονται στα κεντρικά μητρώα σύμφωνα με τα άρθρα 11 και 12 και εξακολουθεί να ισχύει έως ότου αρθούν οι στοχευμένες οικονομικές κυρώσεις.

    10.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι οντότητες που είναι υπεύθυνες για τα κεντρικά μητρώα, εντός 30 εργάσιμων ημερών από την αναφορά της αναντιστοιχίας από μία αρμόδια αρχή ή μία υπόχρεη οντότητα, προβαίνουν στις κατάλληλες ενέργειες για να επιλύσουν την αναφερόμενη αναντιστοιχία σύμφωνα με το άρθρο 24 του κανονισμού (ΕΕ) 2024/1624, συμπεριλαμβανομένης της τροποποίησης των πληροφοριών που περιέχονται στα κεντρικά μητρώα, όταν η οντότητα είναι σε θέση να επαληθεύσει τις πληροφορίες για τους πραγματικούς δικαιούχους. Ειδική μνεία του γεγονότος ότι υπάρχουν αναφορές για αναντιστοιχίες περιλαμβάνεται στα κεντρικά μητρώα, έως ότου επιλυθεί η αναντιστοιχία και είναι ορατή σε κάθε πρόσωπο ή οντότητα στο οποίο χορηγείται πρόσβαση σύμφωνα με τα άρθρα 11 και 12 της παρούσας οδηγίας.

    Όταν η αναντιστοιχία είναι σύνθετου χαρακτήρα και οι οντότητες που είναι υπεύθυνες για τα κεντρικά μητρώα δεν μπορούν να την επιλύσουν εντός 30 εργάσιμων ημερών, καταγράφουν την περίπτωση καθώς και τα μέτρα που έχουν ληφθεί και λαμβάνουν κάθε αναγκαίο μέτρο για να επιλυθεί η αναντιστοιχία το συντομότερο δυνατόν.

    11.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι η οντότητα που είναι υπεύθυνη για το κεντρικό μητρώο εξουσιοδοτείται, είτε απευθείας είτε με αίτηση σε άλλη αρχή, συμπεριλαμβανομένων δικαστικών αρχών, να διενεργεί ελέγχους, συμπεριλαμβανομένων επιτόπιων επιθεωρήσεων στους επαγγελματικούς χώρους ή στην καταστατική έδρα των νομικών οντοτήτων, προκειμένου να διαπιστωθεί ο τρέχων πραγματικός δικαιούχος της οντότητας και να επαληθευτεί ότι οι πληροφορίες που υποβάλλονται στο κεντρικό μητρώο είναι ακριβείς, επαρκείς και επικαιροποιημένες. Το δικαίωμα της οντότητας που είναι υπεύθυνη για το κεντρικό μητρώο να επαληθεύει τις πληροφορίες για τους πραγματικούς δικαιούχους δεν περιορίζεται, δεν εμποδίζεται και δεν αποκλείεται.

    Όταν ο εμπιστευματοδόχος ή το πρόσωπο που κατέχει ισοδύναμη θέση είναι υπόχρεη οντότητα όπως αναφέρεται στο άρθρο 3 σημείο 3 στοιχείο α), β) ή γ) του κανονισμού (ΕΕ) 2024/1624, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι η οντότητα που είναι υπεύθυνη για το κεντρικό μητρώο εξουσιοδοτείται επίσης να διενεργεί ελέγχους, συμπεριλαμβανομένων επιτόπιων επιθεωρήσεων, στους επαγγελματικούς χώρους ή στην καταστατική έδρα του εμπιστευματοδόχου ή του προσώπου σε ισοδύναμη θέση. Οι εν λόγω έλεγχοι τηρούν τουλάχιστον τις ακόλουθες διασφαλίσεις:

    α)

    όσον αφορά τα φυσικά πρόσωπα, όταν οι επαγγελματικοί χώροι ή η έδρα συμπίπτουν με την ιδιωτική κατοικία του φυσικού προσώπου, η επιτόπια επιθεώρηση υπόκειται στη χορήγηση πρότερης δικαστικής άδειας·

    β)

    τηρείται τυχόν δικονομική εγγύηση που ισχύει στο κράτος μέλος για την προστασία του δικηγορικού απορρήτου και δεν παρέχεται πρόσβαση σε πληροφορίες που προστατεύονται από δικηγορικό απόρρητο.

    Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι οντότητες που είναι υπεύθυνες για τα κεντρικά μητρώα εξουσιοδοτούνται να ζητούν πληροφορίες από άλλα μητρώα, μεταξύ άλλων και σε τρίτες χώρες, στον βαθμό που οι πληροφορίες αυτές είναι απαραίτητες για την εκτέλεση των καθηκόντων αυτών των οντοτήτων.

    12.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι οντότητες οι οποίες είναι υπεύθυνες για τα κεντρικά μητρώα διαθέτουν τους αυτοματοποιημένους μηχανισμούς που είναι αναγκαίοι για τη διενέργεια των επαληθεύσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 9 στοιχείο α) και στην παράγραφο 8, μεταξύ άλλων συγκρίνοντας τις πληροφορίες που περιέχονται στα εν λόγω μητρώα με τις πληροφορίες τις οποίες τηρούν άλλες πηγές.

    13.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, όταν διενεργείται επαλήθευση, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 7 στοιχείο α), κατά τον χρόνο υποβολής των πληροφοριών για τους πραγματικούς δικαιούχους, και η επαλήθευση αυτή οδηγεί οντότητα που είναι υπεύθυνη για ένα κεντρικό μητρώο στο συμπέρασμα ότι υπάρχουν ασυνέπειες ή σφάλματα στις πληροφορίες για τους πραγματικούς δικαιούχους, η οντότητα που είναι υπεύθυνη για ένα κεντρικό μητρώο είναι σε θέση να δεσμεύει ή να αρνείται την έκδοση έγκυρου πιστοποιητικού απόδειξης εγγραφής.

    14.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, όταν διενεργείται επαλήθευση, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 7 στοιχείο α), μετά την υποβολή των πληροφοριών για τους πραγματικούς δικαιούχους, και η επαλήθευση αυτή οδηγεί οντότητα που είναι υπεύθυνη για ένα κεντρικό μητρώο στο συμπέρασμα ότι οι πληροφορίες δεν είναι πλέον επαρκείς, ακριβείς και επικαιροποιημένες, η οντότητα που είναι υπεύθυνη για το κεντρικό μητρώο είναι σε θέση να αναστείλει την ισχύ του πιστοποιητικού απόδειξης εγγραφής, έως ότου θεωρήσει ότι οι παρεχόμενες πληροφορίες για τους πραγματικούς δικαιούχους είναι ορθές, εκτός εάν οι ανακολουθίες περιορίζονται σε τυπογραφικά λάθη, διαφορετικούς τρόπους μεταγραφής ή ήσσονος σημασίας ανακρίβειες που δεν επηρεάζουν την ταυτοποίηση των πραγματικών δικαιούχων ή των δικαιωμάτων τους.

    15.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι η οντότητα που είναι υπεύθυνη για το κεντρικό μητρώο εξουσιοδοτείται να εφαρμόσει, είτε απευθείας είτε με αίτηση σε άλλη αρχή, συμπεριλαμβανομένων των δικαστικών αρχών, αποτελεσματικά, αναλογικά και αποτρεπτικά μέτρα ή να επιβάλλει τις εν λόγω χρηματικές κυρώσεις σε περίπτωση αδυναμίας παροχής στο κεντρικό μητρώο ακριβών, επαρκών και επικαιροποιημένων πληροφοριών για τους πραγματικούς δικαιούχους, συμπεριλαμβανομένης της αδυναμίας επαναλαμβανόμενου χαρακτήρα.

    16.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 71 για τη συμπλήρωση της παρούσας οδηγίας με τον ορισμό δεικτών για την ταξινόμηση του επιπέδου σοβαρότητας της μη αναφοράς επαρκών, ακριβών και επικαιροποιημένων πληροφοριών στα κεντρικά μητρώα, μεταξύ άλλων σε περιπτώσεις επαναλαμβανόμενης μη αναφοράς.

    17.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι αν, κατά τη διάρκεια των ελέγχων που διενεργούνται σύμφωνα με το παρόν άρθρο, ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο, οι οντότητες που είναι υπεύθυνες για τα κεντρικά μητρώα ανακαλύψουν γεγονότα που θα μπορούσαν να συνδέονται με νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, ενημερώνουν αμελλητί τη ΜΧΠ σχετικά.

    18.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, οι οντότητες που είναι αρμόδιες για τα κεντρικά μητρώα εκτελούν τα καθήκοντά τους χωρίς αθέμιτες επιρροές και ότι οι εν λόγω οντότητες εφαρμόζουν πρότυπα για τους εργαζομένους τους όσον αφορά τις συγκρούσεις συμφερόντων και την αυστηρή εμπιστευτικότητα.

    19.   Τα κεντρικά μητρώα διασυνδέονται μέσω της ευρωπαϊκής κεντρικής πλατφόρμας που έχει συσταθεί με το άρθρο 22 παράγραφος 1 της οδηγίας (ΕΕ) 2017/1132.

    20.   Οι πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 καθίστανται διαθέσιμες μέσω των κεντρικών μητρώων και μέσω του συστήματος διασύνδεσης των κεντρικών μητρώων επί 5 έτη αφότου η νομική οντότητα έχει λυθεί ή το νομικό μόρφωμα έχει παύσει να υφίσταται.

    Με την επιφύλαξη της εθνικής ποινικής νομοθεσίας περί αποδεικτικών στοιχείων η οποία ισχύει για εν εξελίξει ποινικές έρευνες και νομικές διαδικασίες, τα κράτη μέλη μπορούν, σε συγκεκριμένες υποθέσεις, να επιτρέπουν οι πληροφορίες αυτές να διατηρούνται, ή να ζητούν τη διατήρηση των πληροφοριών αυτών για επιπλέον μέγιστο διάστημα 5 ετών όταν τα κράτη μέλη έχουν διαπιστώσει ότι η διατήρηση αυτή είναι αναγκαία και αναλογική για τον σκοπό της πρόληψης, του εντοπισμού, της έρευνας ή της άσκησης δίωξης όταν υπάρχουν υπόνοιες για νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότηση της τρομοκρατίας.

    Μετά τη λήξη της περιόδου διατήρησης που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα διαγράφονται από τα κεντρικά μητρώα.

    21.   Έως τις 10 Ιουλίου 2031, η Επιτροπή δημοσιεύει έκθεση, η οποία περιλαμβάνει τα ακόλουθα:

    α)

    αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας των μέτρων τα οποία λαμβάνουν οι οντότητες που είναι αρμόδιες για τα κεντρικά μητρώα, ώστε να διασφαλίζεται ότι διαθέτουν επαρκείς, επικαιροποιημένες και ακριβείς πληροφορίες·

    β)

    περιγραφή των κύριων ειδών αναντιστοιχιών που εντοπίζονται από τις υπόχρεες οντότητες και τις αρμόδιες αρχές σε σχέση με τις πληροφορίες για τους πραγματικούς δικαιούχους που τηρούνται στα κεντρικά μητρώα·

    γ)

    βέλτιστες πρακτικές και, κατά περίπτωση, συστάσεις όσον αφορά τα μέτρα τα οποία λαμβάνουν οι οντότητες που είναι αρμόδιες για τα κεντρικά μητρώα, ώστε να διασφαλίζεται ότι τα εν λόγω μητρώα τηρούν επαρκείς, ακριβείς και επικαιροποιημένες πληροφορίες·

    δ)

    επισκόπηση των χαρακτηριστικών κάθε κεντρικού μητρώου που θεσπίζεται από τα κράτη μέλη, συμπεριλαμβανομένων πληροφοριών σχετικά με τους μηχανισμούς. οι οποίοι διασφαλίζουν ότι οι πληροφορίες για τους πραγματικούς δικαιούχους που τηρούνται στα εν λόγω μητρώα παραμένουν ακριβείς, επαρκείς και επικαιροποιημένες·

    ε)

    αξιολόγηση της αναλογικότητας των τελών τα οποία επιβάλλονται για την πρόσβαση σε πληροφορίες που τηρούνται στα κεντρικά μητρώα.

    Άρθρο 11

    Γενικοί κανόνες σχετικά με την πρόσβαση στα μητρώα πραγματικών δικαιούχων από τις αρμόδιες αρχές, τους αυτορρυθμιζόμενους οργανισμούς και τις υπόχρεες οντότητες

    1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές διαθέτουν άμεση, απρόσκοπτη, απευθείας και ελεύθερη πρόσβαση στις πληροφορίες που τηρούνται στα διασυνδεδεμένα κεντρικά μητρώα του άρθρου 10, χωρίς να ειδοποιείται η σχετική νομική οντότητα ή το σχετικό νομικό μόρφωμα.

    2.   Η πρόσβαση, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 1, παρέχεται:

    α)

    σε αρμόδιες αρχές·

    β)

    σε αυτορρυθμιζόμενους φορείς κατά την εκτέλεση εποπτικών καθηκόντων σύμφωνα με το άρθρο 37·

    γ)

    σε φορολογικές αρχές·

    δ)

    σε εθνικές αρχές με καθορισμένες αρμοδιότητες για την εφαρμογή των περιοριστικών μέτρων της Ένωσης που προσδιορίζονται βάσει των σχετικών κανονισμών του Συμβουλίου, οι οποίοι εκδίδονται δυνάμει του άρθρου 215 της ΣΛΕΕ·

    ε)

    στην ΑΚΝΕΠΑΔ για τους σκοπούς των κοινών αναλύσεων σύμφωνα με το άρθρο 32 της παρούσας οδηγίας και το άρθρο 40 του κανονισμού (ΕΕ) 2024/1620·

    στ)

    στην Ευρωπαϊκή Εισαγγελία·

    ζ)

    στην OLAF·

    η)

    στην Ευρωπόλ και τη Eurojust, όταν παρέχουν επιχειρησιακή υποστήριξη στις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών.

    3.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, όταν λαμβάνουν μέτρα δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη σύμφωνα με το κεφάλαιο III του κανονισμού (ΕΕ) 2024/1624, οι υπόχρεες οντότητες έχουν έγκαιρη πρόσβαση στις πληροφορίες που τηρούνται στα διασυνδεδεμένα κεντρικά μητρώα που αναφέρονται στο άρθρο 10 της παρούσας οδηγίας.

    4.   Τα κράτη μέλη μπορούν να επιλέξουν να καθιστούν διαθέσιμες στις υπόχρεες οντότητες τις πληροφορίες για τους πραγματικούς δικαιούχους τις οποίες τηρούν στα κεντρικά μητρώα τους με την καταβολή τέλους, το οποίο περιορίζεται στα απολύτως αναγκαία για την κάλυψη του κόστους διασφάλισης της ποιότητας των πληροφοριών που τηρούνται στα κεντρικά μητρώα και διάθεσης των πληροφοριών. Τα εν λόγω τέλη καθορίζονται κατά τρόπο ώστε να μην υπονομεύεται η αποτελεσματική πρόσβαση στις πληροφορίες που τηρούνται στα κεντρικά μητρώα.

    5.   Έως τις 10 Οκτωβρίου 2026, τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή τον κατάλογο των αρμόδιων αρχών και αυτορρυθμιζόμενων φορέων και τις κατηγορίες των υπόχρεων οντοτήτων στις οποίες χορηγήθηκε πρόσβαση στα κεντρικά μητρώα και το είδος των πληροφοριών που διατίθενται στις υπόχρεες οντότητες. Τα κράτη μέλη επικαιροποιούν την εν λόγω κοινοποίηση όταν υπάρχουν αλλαγές στον κατάλογο των αρμόδιων αρχών ή κατηγοριών υπόχρεων οντοτήτων ή στον βαθμό πρόσβασης που χορηγείται στις υπόχρεες οντότητες. Η Επιτροπή θέτει στη διάθεση των άλλων κρατών μελών τις πληροφορίες σχετικά με την πρόσβαση των αρμόδιων αρχών και των υπόχρεων οντοτήτων, συμπεριλαμβανομένων τυχόν αλλαγών σε αυτήν.

    Άρθρο 12

    Ειδικοί κανόνες πρόσβασης σε μητρώα πραγματικών δικαιούχων για πρόσωπα με έννομο συμφέρον

    1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που μπορεί να αποδείξει έννομο συμφέρον για την πρόληψη και την αντιμετώπιση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, των βασικών αδικημάτων της και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας έχει πρόσβαση στις ακόλουθες πληροφορίες για τους πραγματικούς δικαιούχους νομικών οντοτήτων και νομικών μορφωμάτων, οι οποίες τηρούνται στα διασυνδεδεμένα κεντρικά μητρώα που αναφέρονται στο άρθρο 10, χωρίς να ειδοποιείται η σχετική νομική οντότητα ή το σχετικό νομικό μόρφωμα:

    α)

    στο όνομα του πραγματικού δικαιούχου·

    β)

    στον μήνα και το έτος γέννησης του πραγματικού δικαιούχου·

    γ)

    στη χώρα διαμονής και στην ιθαγένεια ή τις ιθαγένειες του πραγματικού δικαιούχου·

    δ)

    για τους πραγματικούς δικαιούχους νομικών οντοτήτων, στο είδος και στην έκταση των δικαιωμάτων που κατέχουν·

    ε)

    για τους πραγματικούς δικαιούχους ρητών εμπιστευμάτων ή παρεμφερών νομικών μορφωμάτων, στο είδος των δικαιωμάτων.

    Εκτός από τις πληροφορίες που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που αναφέρεται στην παράγραφο 2 στοιχεία α), β) και ε) έχει επίσης πρόσβαση σε ιστορικές πληροφορίες σχετικά με τους πραγματικούς δικαιούχους της νομικής οντότητας ή του νομικού μορφώματος, συμπεριλαμβανομένων των νομικών οντοτήτων ή νομικών μορφωμάτων που έχουν λυθεί ή έχουν παύσει να υφίστανται κατά την προηγούμενη πενταετία, καθώς και σε περιγραφή της δομής ελέγχου ή ιδιοκτησίας.

    Η πρόσβαση σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο παρέχεται με ηλεκτρονικά μέσα. Ωστόσο, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα φυσικά και νομικά πρόσωπα που μπορούν να αποδείξουν έννομο συμφέρον μπορούν επίσης να έχουν πρόσβαση στις πληροφορίες σε άλλους μορφότυπους, εάν δεν είναι σε θέση να χρησιμοποιήσουν ηλεκτρονικά μέσα.

    2.   Τα ακόλουθα φυσικά ή νομικά πρόσωπα θεωρείται ότι έχουν έννομο συμφέρον να διαθέτουν πρόσβαση στις πληροφορίες που απαριθμούνται στην παράγραφο 1:

    α)

    πρόσωπα που ενεργούν για δημοσιογραφικούς σκοπούς, ρεπορτάζ ή οποιαδήποτε άλλη μορφή έκφρασης στα μέσα ενημέρωσης, που συνδέεται με την πρόληψη ή την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, των βασικών αδικημάτων της ή της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας·

    β)

    οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών, συμπεριλαμβανομένων των μη κυβερνητικών οργανώσεων και της ακαδημαϊκής κοινότητας, που συνδέονται με την πρόληψη ή την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, των βασικών αδικημάτων της ή της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας·

    γ)

    φυσικά ή νομικά πρόσωπα που ενδέχεται να πραγματοποιήσουν συναλλαγή με νομική οντότητα ή νομικό μόρφωμα και τα οποία επιθυμούν να αποτρέψουν οποιαδήποτε σχέση μεταξύ της εν λόγω συναλλαγής και της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, των βασικών αδικημάτων της ή της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας·

    δ)

    οντότητες που υπόκεινται σε απαιτήσεις ΚΞΧ/ΧΤ σε τρίτες χώρες, υπό την προϋπόθεση ότι μπορούν να αποδείξουν την ανάγκη πρόσβασης στις πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 σε σχέση με νομική οντότητα ή με νομικό μόρφωμα για την άσκηση δέουσας επιμέλειας ως προς πελάτη ή υποψήφιο πελάτη σύμφωνα με τις απαιτήσεις ΚΞΧ/ΧΤ στις εν λόγω τρίτες χώρες·

    ε)

    ομόλογοι των ενωσιακών αρμόδιων αρχών ΚΞΧ/ΧΤ από τρίτες χώρες, υπό την προϋπόθεση ότι μπορούν να αποδείξουν την ανάγκη πρόσβασης στις πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 σε σχέση με νομική οντότητα ή με νομικό μόρφωμα για την εκτέλεση των καθηκόντων τους βάσει των πλαισίων ΚΞΧ/ΧΤ των εν λόγω τρίτων χωρών στο πλαίσιο συγκεκριμένης περίπτωσης·

    στ)

    αρχές των κρατών μελών που είναι επιφορτισμένες με την εφαρμογή του τίτλου Ι κεφάλαια ΙΙ και ΙΙΙ της οδηγίας (ΕΕ) 2017/1132, ιδίως οι αρχές που είναι αρμόδιες για την εγγραφή των εταιρειών στο μητρώο που αναφέρεται στο άρθρο 16 της εν λόγω οδηγίας, και οι αρχές των κρατών μελών που είναι αρμόδιες για τον έλεγχο της νομιμότητας των μετατροπών, συγχωνεύσεων και διασπάσεων κεφαλαιουχικών εταιρειών σύμφωνα με τον τίτλο ΙΙ της εν λόγω οδηγίας·

    ζ)

    αρμόδιες για το πρόγραμμα αρχές που προσδιορίζονται από τα κράτη μέλη σύμφωνα με το άρθρο 71 του κανονισμού (ΕΕ) 2021/1060, όσον αφορά τους δικαιούχους κονδυλίων της Ένωσης·

    η)

    δημόσιες αρχές που εφαρμόζουν τον μηχανισμό ανάκαμψης και ανθεκτικότητας δυνάμει του κανονισμού (ΕΕ) 2021/241, όσον αφορά τους δικαιούχους στο πλαίσιο του μηχανισμού·

    θ)

    δημόσιες αρχές των κρατών μελών στο πλαίσιο διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων, όσον αφορά τους προσφέροντες και τους φορείς στους οποίους ανατίθεται η σύμβαση στο πλαίσιο της διαδικασίας σύναψης δημόσιων συμβάσεων·

    ι)

    πάροχοι προϊόντων ΚΞΧ/ΧΤ, αποκλειστικά και μόνο στον βαθμό που τα προϊόντα τα οποία αναπτύσσονται βάσει των πληροφοριών που αναφέρονται στην παράγραφο 1 ή περιέχουν τις εν λόγω πληροφορίες παρέχονται μόνο σε πελάτες που είναι υπόχρεες οντότητες ή αρμόδιες αρχές, υπό την προϋπόθεση ότι οι εν λόγω πάροχοι μπορούν να αποδείξουν την ανάγκη πρόσβασης στις πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στο πλαίσιο σύμβασης με υπόχρεη οντότητα ή αρμόδια αρχή.

    Εκτός από τις κατηγορίες που προσδιορίζονται στο πρώτο εδάφιο, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν επίσης ότι κατά περίπτωση παρέχεται πρόσβαση σε πληροφορίες για τους πραγματικούς δικαιούχους σε άλλα πρόσωπα που είναι σε θέση να αποδείξουν έννομο συμφέρον όσον αφορά τον σκοπό της πρόληψης και της καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, των βασικών αδικημάτων της και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας.

    3.   Έως τις 10 Ιουλίου 2026 τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή:

    α)

    τον κατάλογο των δημόσιων αρχών που δικαιούνται να συμβουλεύονται πληροφορίες για τους πραγματικούς δικαιούχους σύμφωνα με την παράγραφο 2 στοιχεία στ), ζ) και η), και των δημόσιων αρχών ή κατηγοριών δημόσιων αρχών που δικαιούνται να συμβουλεύονται πληροφορίες για τους πραγματικούς δικαιούχους σύμφωνα με την παράγραφο 2 στοιχείο θ)·

    β)

    κάθε πρόσθετη κατηγορία προσώπων για τα οποία έχει διαπιστωθεί ότι έχουν έννομο συμφέρον να διαθέτουν πρόσβαση σε πληροφορίες για τους πραγματικούς δικαιούχους που προσδιορίζονται σύμφωνα με την παράγραφο 2 δεύτερο εδάφιο.

    Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή κάθε αλλαγή ή προσθήκη στις κατηγορίες που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο χωρίς καθυστέρηση και, σε κάθε περίπτωση, εντός 1 μήνα από την επέλευσή της.

    Η Επιτροπή θέτει τις πληροφορίες που λαμβάνει σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο στη διάθεση των άλλων κρατών μελών.

    4.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα κεντρικά μητρώα τηρούν αρχεία των προσώπων που έχουν πρόσβαση στις πληροφορίες σύμφωνα με το παρόν άρθρο και είναι σε θέση να τα γνωστοποιούν στους πραγματικούς δικαιούχους, όταν υποβάλλουν αίτημα σύμφωνα με το άρθρο 15 παράγραφος 1 στοιχείο γ) του κανονισμού (ΕΕ) 2016/679.

    Ωστόσο, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι πληροφορίες που παρέχονται από τα κεντρικά μητρώα δεν οδηγούν στην ταυτοποίηση κάθε προσώπου που συμβουλεύεται το μητρώο, όταν τα εν λόγω πρόσωπα είναι:

    α)

    πρόσωπα που ενεργούν για δημοσιογραφικούς σκοπούς, ρεπορτάζ ή οποιαδήποτε άλλη μορφή έκφρασης στα μέσα ενημέρωσης, που συνδέεται με την πρόληψη ή την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, των βασικών αδικημάτων της ή της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας·

    β)

    οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών που συνδέονται με την πρόληψη ή την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, των βασικών αδικημάτων της ή της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας·

    Επιπλέον, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι οντότητες που είναι υπεύθυνες για τα κεντρικά μητρώα δεν αποκαλύπτουν την ταυτότητα κανενός ομολόγου των ενωσιακών αρμόδιων αρχών ΚΞΧ/ΧΤ από τρίτες χώρες, οι οποίοι αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 44) στοιχεία α) και γ) του κανονισμού (ΕΕ) 2024/1624, για όσο διάστημα απαιτείται, προκειμένου να προστατευτούν οι αναλύσεις ή οι έρευνες της εν λόγω αρχής.

    Όσον αφορά τα πρόσωπα που αναφέρονται στα στοιχεία α) και β) του δεύτερου εδαφίου της παρούσας παραγράφου, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, όταν οι πραγματικοί δικαιούχοι υποβάλλουν αίτημα σύμφωνα με το άρθρο 15 παράγραφος 1 στοιχείο γ) του κανονισμού (ΕΕ) 2016/679, ενημερώνονται σχετικά με τα καθήκοντα ή το επάγγελμα των προσώπων που συμβουλεύτηκαν τις πληροφορίες για τους πραγματικούς δικαιούχους που τους αφορούν.

    Για τους σκοπούς του τρίτου εδαφίου, όταν οι αρχές ζητούν πρόσβαση σε πληροφορίες για τους πραγματικούς δικαιούχους σύμφωνα με το παρόν άρθρο, αναφέρουν την περίοδο για την οποία ζητούν από τα κεντρικά μητρώα να μην αποκαλύψουν το σχετικό αίτημα, η οποία δεν υπερβαίνει τα 5 έτη, καθώς και τους λόγους αυτού του περιορισμού, συμπεριλαμβανομένου του τρόπου με τον οποίο η παροχή των πληροφοριών θα έθετε σε κίνδυνο τον σκοπό των αναλύσεων και ερευνών τους. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, όταν τα κεντρικά μητρώα δεν αποκαλύπτουν την ταυτότητα της οντότητας που συμβουλεύτηκε τις πληροφορίες για τους πραγματικούς δικαιούχους, τυχόν παράταση της εν λόγω περιόδου χορηγείται μόνο βάσει αιτιολογημένου αιτήματος της αρχής της τρίτης χώρας, για μέγιστο διάστημα 1 έτους, μετά την παρέλευση του οποίου υποβάλλεται νέο αιτιολογημένο αίτημα παράτασης από την εν λόγω αρχή.

    Άρθρο 13

    Διαδικασία για τη διαπίστωση της ύπαρξης και την αμοιβαία αναγνώριση έννομου συμφέροντος όσον αφορά την πρόσβαση σε πληροφορίες για τους πραγματικούς δικαιούχους

    1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι οντότητες οι οποίες είναι υπεύθυνες για τα κεντρικά μητρώα όπως αναφέρονται στο άρθρο 10 λαμβάνουν μέτρα για να διαπιστώνουν την ύπαρξη του έννομου συμφέροντος που αναφέρεται στο άρθρο 12 βάσει εγγράφων, πληροφοριών και δεδομένων τα οποία λαμβάνονται από το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που επιδιώκει πρόσβαση στο κεντρικό μητρώο («αιτών») και, όταν απαιτείται, πληροφοριών που έχουν στη διάθεσή τους σύμφωνα με το άρθρο 12 παράγραφος 3.

    2.   Η ύπαρξη έννομου συμφέροντος σχετικά με την πρόσβαση σε πληροφορίες για τους πραγματικούς δικαιούχους διαπιστώνεται λαμβανομένων υπόψη:

    α)

    των καθηκόντων ή του επαγγέλματος του αιτούντος· και

    β)

    με εξαίρεση τα πρόσωπα που αναφέρονται στο άρθρο 12 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο στοιχεία α) και β), της σχέσης με τις συγκεκριμένες νομικές οντότητες ή τα συγκεκριμένα νομικά μορφώματα των οποίων ζητούνται πληροφορίες.

    3.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, όταν η πρόσβαση σε πληροφορίες ζητείται από πρόσωπο του οποίου το έννομο συμφέρον πρόσβασης σε πληροφορίες για τους πραγματικούς δικαιούχους στο πλαίσιο μιας από τις κατηγορίες που ορίζονται στο άρθρο 12 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο έχει ήδη διαπιστωθεί από το κεντρικό μητρώο άλλου κράτους μέλους, η διαπίστωση της προϋπόθεσης που παρατίθεται στην παράγραφο 2 στοιχείο α) του παρόντος άρθρου ικανοποιείται με την παραλαβή απόδειξης σχετικά με το έννομο συμφέρον που έχει εκδοθεί από το κεντρικό μητρώο του εν λόγω άλλου κράτους μέλους.

    Τα κράτη μέλη μπορούν να εφαρμόζουν τη διαδικασία που προβλέπεται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου στις πρόσθετες κατηγορίες που προσδιορίζονται από άλλα κράτη μέλη σύμφωνα με το άρθρο 12 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο.

    4.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι οντότητες που είναι υπεύθυνες για τα κεντρικά μητρώα επαληθεύουν την ταυτότητα των αιτούντων κάθε φορά που αυτοί αποκτούν πρόσβαση στα μητρώα. Για τον σκοπό αυτό, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι υφίστανται επαρκείς διαδικασίες για την επαλήθευση της ταυτότητας του αιτούντος, μεταξύ άλλων με τη χρήση μέσων ηλεκτρονικής ταυτοποίησης και σχετικών εγκεκριμένων υπηρεσιών εμπιστοσύνης, όπως ορίζονται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 910/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (39).

    5.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 2 στοιχείο α), τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα κεντρικά μητρώα διαθέτουν μηχανισμούς που επιτρέπουν την κατ’ επανάληψη πρόσβαση σε πρόσωπα τα οποία έχουν έννομο συμφέρον να διαθέτουν πρόσβαση σε πληροφορίες για τους πραγματικούς δικαιούχους, χωρίς να χρειάζεται να αξιολογούνται τα καθήκοντα ή το επάγγελμά τους κάθε φορά που ζητείται πρόσβαση στις πληροφορίες.

    6.   Από τις 10 Νοεμβρίου 2026, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι οντότητες που είναι υπεύθυνες για τα κεντρικά μητρώα διενεργούν την επαλήθευση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 και απαντούν στον αιτούντα εντός 12 εργάσιμων ημερών.

    Κατά παρέκκλιση από το πρώτο εδάφιο, σε περίπτωση αιφνίδιας υποβολής μεγάλου αριθμού αιτημάτων για πρόσβαση σε πληροφορίες για τους πραγματικούς δικαιούχους σύμφωνα με το παρόν άρθρο, η προθεσμία για την παροχή απάντησης στον αιτούντα μπορεί να παραταθεί κατά 12 εργάσιμες ημέρες. Εάν, μετά τη λήξη της παράτασης, ο αριθμός των εισερχόμενων αιτημάτων εξακολουθεί να είναι υψηλός, η προθεσμία αυτή μπορεί να παραταθεί κατά 12 επιπλέον εργάσιμες ημέρες.

    Τα κράτη μέλη ενημερώνουν εγκαίρως την Επιτροπή σχετικά με κάθε παράταση όπως αναφέρεται στο δεύτερο εδάφιο.

    Όταν οι οντότητες που είναι υπεύθυνες για τα κεντρικά μητρώα αποφασίζουν να χορηγήσουν πρόσβαση σε πληροφορίες για τους πραγματικούς δικαιούχους, εκδίδουν πιστοποιητικό που χορηγεί πρόσβαση για 3 έτη. Οι οντότητες που είναι υπεύθυνες για τα κεντρικά μητρώα απαντούν σε τυχόν μεταγενέστερο αίτημα πρόσβασης σε πληροφορίες για τους πραγματικούς δικαιούχους από το ίδιο πρόσωπο εντός 7 εργάσιμων ημερών.

    7.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι οντότητες που είναι υπεύθυνες για τα κεντρικά μητρώα απορρίπτουν αίτημα πρόσβασης σε πληροφορίες για τους πραγματικούς δικαιούχους μόνο για έναν από τους ακόλουθους λόγους:

    α)

    ο αιτών δεν έχει παράσχει τις απαραίτητες πληροφορίες ή έγγραφα σύμφωνα με την παράγραφο 1·

    β)

    δεν έχει διαπιστωθεί η ύπαρξη έννομου συμφέροντος πρόσβασης σε πληροφορίες για τους πραγματικούς δικαιούχους·

    γ)

    όταν, βάσει των πληροφοριών που έχει στην κατοχή του, η οντότητα που είναι υπεύθυνη για το κεντρικό μητρώο έχει εύλογες ανησυχίες ότι οι πληροφορίες δεν θα χρησιμοποιηθούν για τους σκοπούς για τους οποίους ζητήθηκαν ή ότι οι πληροφορίες θα χρησιμοποιηθούν για σκοπούς που δεν συνδέονται με την πρόληψη της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, των βασικών αδικημάτων της ή της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας·

    δ)

    όταν ισχύουν μία ή περισσότερες από τις περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 15·

    ε)

    στις περιπτώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 3, το έννομο συμφέρον πρόσβασης σε πληροφορίες για τους πραγματικούς δικαιούχους που χορηγούνται από το κεντρικό μητρώο άλλου κράτους μέλους δεν επεκτείνεται στους σκοπούς για τους οποίους ζητούνται οι πληροφορίες·

    στ)

    όταν ο αιτών βρίσκεται σε τρίτη χώρα και η απάντηση στο αίτημα πρόσβασης σε πληροφορίες δεν συμμορφώνεται με τις διατάξεις του κεφαλαίου V του κανονισμού (ΕΕ) 2016/679.

    Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι οντότητες που είναι υπεύθυνες για τα κεντρικά μητρώα εξετάζουν το ενδεχόμενο να ζητήσουν πρόσθετες πληροφορίες ή έγγραφα από τον αιτούντα πριν από την απόρριψη αιτήματος πρόσβασης για τους λόγους που απαριθμούνται στα στοιχεία α), β), γ) και ε) του πρώτου εδαφίου. Όταν οι οντότητες που είναι υπεύθυνες για τα κεντρικά μητρώα ζητούν πρόσθετες πληροφορίες, η προθεσμία για την παροχή απάντησης παρατείνεται κατά 7 εργάσιμες ημέρες.

    8.   Όταν οι οντότητες που είναι υπεύθυνες για τα κεντρικά μητρώα αρνούνται να παράσχουν πρόσβαση σε πληροφορίες σύμφωνα με την παράγραφο 7, τα κράτη μέλη απαιτούν από αυτά να ενημερώνουν τον αιτούντα για τους λόγους της άρνησης και για το δικαίωμα προσφυγής που διαθέτει. Η οντότητα που είναι υπεύθυνη για το κεντρικό μητρώο τεκμηριώνει τα μέτρα που λαμβάνονται για την αξιολόγηση του αιτήματος και τη λήψη επιπλέον πληροφοριών σύμφωνα με την παράγραφο 7 δεύτερο εδάφιο.

    Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι οντότητες που είναι υπεύθυνες για τα κεντρικά μητρώα είναι σε θέση να ανακαλούν την πρόσβαση όταν προκύπτει ή καθίσταται γνωστός στην οντότητα που είναι υπεύθυνη για το κεντρικό μητρώο οποιοσδήποτε από τους λόγους που απαριθμούνται στην παράγραφο 7 μετά τη χορήγηση της εν λόγω πρόσβασης, μεταξύ άλλων, κατά περίπτωση, λόγω ανάκλησης της πρόσβασης από κεντρικό μητρώο άλλου κράτους μέλους.

    9.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι διαθέτουν τη δυνατότητα άσκησης προσφυγής ενώπιον δικαστηρίων ή διοικητικών αρχών κατά της απόρριψης αιτήματος ή της ανάκλησης της πρόσβασης σύμφωνα με την παράγραφο 7.

    10.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι οντότητες που είναι υπεύθυνες για τα κεντρικά μητρώα είναι σε θέση να επαναλαμβάνουν την επαλήθευση των καθηκόντων ή του επαγγέλματος που προσδιορίζονται στην παράγραφο 2 στοιχείο α) κατά καιρούς και σε κάθε περίπτωση όχι νωρίτερα από 12 μήνες μετά τη χορήγηση πρόσβασης, εκτός εάν η οντότητα που είναι υπεύθυνη για το κεντρικό μητρώο έχει βάσιμους λόγους να πιστεύει ότι το έννομο συμφέρον δεν υφίσταται πλέον.

    11.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τα πρόσωπα στα οποία έχει χορηγηθεί πρόσβαση σύμφωνα με το παρόν άρθρο να κοινοποιούν στην οντότητα που είναι υπεύθυνη για το κεντρικό μητρώο τις αλλαγές που ενδέχεται να προκαλέσουν την παύση έγκυρου έννομου συμφέροντος, συμπεριλαμβανομένων των αλλαγών που αφορούν τα καθήκοντα ή το επάγγελμά τους.

    12.   Τα κράτη μέλη μπορούν να επιλέξουν να καθιστούν διαθέσιμες στους αιτούντες τις πληροφορίες για τους πραγματικούς δικαιούχους τις οποίες τηρούν στα κεντρικά μητρώα τους με την καταβολή τέλους, το οποίο περιορίζεται στα απολύτως αναγκαία για την κάλυψη του κόστους διασφάλισης της ποιότητας των πληροφοριών που τηρούνται στα εν λόγω μητρώα και διάθεσης των πληροφοριών. Τα εν λόγω τέλη καθορίζονται κατά τρόπο ώστε να μην υπονομεύεται η αποτελεσματική πρόσβαση στις πληροφορίες που τηρούνται στα κεντρικά μητρώα.

    Άρθρο 14

    Υποδείγματα και διαδικασίες

    1.   Η Επιτροπή ορίζει, μέσω εκτελεστικών πράξεων, τεχνικές προδιαγραφές και διαδικασίες που απαιτούνται για την εφαρμογή της πρόσβασης βάσει έννομου συμφέροντος από τα κεντρικά μητρώα που αναφέρονται στο άρθρο 10, μεταξύ άλλων:

    α)

    τυποποιημένα υποδείγματα για το αίτημα πρόσβασης στο κεντρικό μητρώο και για το αίτημα πρόσβασης σε πληροφορίες για τους πραγματικούς δικαιούχους σχετικά με νομικές οντότητες και νομικά μορφώματα·

    β)

    τυποποιημένα υποδείγματα που πρέπει να χρησιμοποιούνται από τα κεντρικά μητρώα για την επιβεβαίωση ή την απόρριψη αιτήματος πρόσβασης στο μητρώο ή πρόσβασης σε πληροφορίες για τους πραγματικούς δικαιούχους·

    γ)

    διαδικασίες για τη διευκόλυνση της αμοιβαίας αναγνώρισης του έννομου συμφέροντος πρόσβασης σε πληροφορίες για τους πραγματικούς δικαιούχους από τα κεντρικά μητρώα σε κράτη μέλη διαφορετικά από εκείνο στο οποίο υποβλήθηκε και έγινε δεκτό για πρώτη φορά το αίτημα πρόσβασης, συμπεριλαμβανομένων διαδικασιών για τη διαφύλαξη της ασφαλούς διαβίβασης πληροφοριών σχετικά με τον αιτούντα·

    δ)

    διαδικασίες αμοιβαίας ενημέρωσης των κεντρικών μητρώων σχετικά με τις ανακλήσεις πρόσβασης σε πληροφορίες για τους πραγματικούς δικαιούχους σύμφωνα με το άρθρο 13 παράγραφος 8.

    2.   Οι εκτελεστικές πράξεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης του άρθρου 72 παράγραφος 2.

    Άρθρο 15

    Εξαιρέσεις από τους κανόνες πρόσβασης σε μητρώα πραγματικών δικαιούχων

    Σε εξαιρετικές περιπτώσεις που θα καθοριστούν από το εθνικό δίκαιο, όταν η πρόσβαση που αναφέρεται στο άρθρο 11 παράγραφος 3 και στο άρθρο 12 παράγραφος 1 θα εξέθετε τον πραγματικό δικαιούχο σε δυσανάλογο κίνδυνο εξαπάτησης, απαγωγής, εκβιασμού, εκβίασης, παρενόχλησης, βίας ή εκφοβισμού ή εάν ο πραγματικός δικαιούχος είναι ανήλικος ή άλλως νομικά ανίκανος, τα κράτη μέλη προβλέπουν εξαίρεση από την πρόσβαση στο σύνολο ή σε μέρος των προσωπικών πληροφοριών για τον πραγματικό δικαιούχο. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι εξαιρέσεις αυτές χορηγούνται κατά περίπτωση κατόπιν λεπτομερούς αξιολόγησης της εξαιρετικής φύσης των περιστάσεων και επιβεβαίωσης της ύπαρξης των εν λόγω δυσανάλογων κινδύνων. Το δικαίωμα σε διοικητική επανεξέταση της απόφασης χορήγησης εξαίρεσης και το δικαίωμα σε αποτελεσματική δικαστική προσφυγή είναι εξασφαλισμένα. Τα κράτη μέλη που έχουν χορηγήσει εξαιρέσεις δημοσιοποιούν ετήσια στατιστικά στοιχεία σχετικά με τον αριθμό των εξαιρέσεων που χορηγήθηκαν και τους λόγους που δόθηκαν, και υποβάλλουν τα δεδομένα στην Επιτροπή.

    Οι εξαιρέσεις που χορηγούνται δυνάμει του παρόντος άρθρου δεν ισχύουν για τις υπόχρεες οντότητες όπως αναφέρονται στο άρθρο 3 σημείο 3) στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΕ) 2024/1624 που είναι δημόσιοι υπάλληλοι.

    ΤΜΗΜΑ 2

    Πληροφορίες τραπεζικών λογαριασμών

    Άρθρο 16

    Μητρώα τραπεζικών λογαριασμών και ηλεκτρονικά συστήματα ανάκτησης δεδομένων

    1.   Τα κράτη μέλη εφαρμόζουν κεντρικούς αυτοματοποιημένους μηχανισμούς, όπως κεντρικά μητρώα ή κεντρικά ηλεκτρονικά συστήματα ανάκτησης δεδομένων, που επιτρέπουν την ταυτοποίηση, εγκαίρως, οποιωνδήποτε φυσικών ή νομικών προσώπων που κατέχουν ή ελέγχουν λογαριασμούς πληρωμών, ή τραπεζικούς λογαριασμούς προσδιοριζόμενους από αριθμό ΙΒΑΝ, συμπεριλαμβανομένων εικονικών αριθμών IBAN, λογαριασμών αξιογράφων, λογαριασμών κρυπτοστοιχείων και θυρίδων ασφαλείας που τηρούνται από πιστωτικό ίδρυμα ή χρηματοπιστωτικό οργανισμό εντός της επικράτειάς τους.

    Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή τα χαρακτηριστικά των εν λόγω εθνικών μηχανισμών καθώς και τα κριτήρια βάσει των οποίων οι πληροφορίες περιλαμβάνονται στους εν λόγω εθνικούς μηχανισμούς.

    2.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι πληροφορίες που διατηρούνται στους κεντρικούς αυτοματοποιημένους μηχανισμούς είναι άμεσα προσβάσιμες, απευθείας και χωρίς παρεμβολές, στις ΜΧΠ, καθώς και στην ΑΚΝΕΠΑΔ, για τους σκοπούς των κοινών αναλύσεων σύμφωνα με το άρθρο 32 της παρούσας οδηγίας και το άρθρο 40 του κανονισμού (ΕΕ) 2024/1620. Οι πληροφορίες είναι επίσης προσβάσιμες εγκαίρως στις εποπτικές αρχές για την εκπλήρωση των υποχρεώσεών τους βάσει της παρούσας οδηγίας.

    3.   Οι ακόλουθες πληροφορίες είναι προσβάσιμες και αναζητήσιμες μέσω των κεντρικών αυτοματοποιημένων μηχανισμών:

    α)

    για τους κατόχους λογαριασμού πελάτη και για κάθε πρόσωπο το οποίο ισχυρίζεται ότι ενεργεί για λογαριασμό κατόχου λογαριασμού πελάτη: το όνομα, το οποίο συμπληρώνεται είτε από τα άλλα στοιχεία ταυτοποίησης που απαιτούνται βάσει του άρθρου 22 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2024/1624 είτε από μοναδικό αναγνωριστικό αριθμό, καθώς και, κατά περίπτωση, οι ημερομηνίες κατά τις οποίες το πρόσωπο που ισχυρίζεται ότι ενεργεί για λογαριασμό του πελάτη άρχισε και έπαυσε να έχει την εξουσία να ενεργεί για λογαριασμό του πελάτη·

    β)

    για τους πραγματικούς δικαιούχους των κατόχων λογαριασμού πελάτη: το όνομα, το οποίο συμπληρώνεται είτε από τα άλλα στοιχεία ταυτοποίησης που απαιτούνται βάσει του άρθρου 22 παράγραφος 1 του κανονισμού (EΕ) 2024/1624 είτε από τον μοναδικό αναγνωριστικό αριθμό καθώς και η ημερομηνία κατά την οποία το φυσικό πρόσωπο κατέστη και, κατά περίπτωση, έπαυσε να είναι ο πραγματικός δικαιούχος του κατόχου λογαριασμού πελάτη·

    γ)

    για τραπεζικούς λογαριασμούς ή λογαριασμούς πληρωμών: ο αριθμός IBAN ή, όταν ο λογαριασμός πληρωμών δεν ταυτοποιείται με αριθμό IBAN, ο μοναδικός αναγνωριστικός κωδικός λογαριασμού, και η ημερομηνία ανοίγματος του λογαριασμού και, κατά περίπτωση, η ημερομηνία κλεισίματος του λογαριασμού·

    δ)

    για εικονικούς IBAN που έχουν εκδοθεί από πιστωτικό ίδρυμα ή χρηματοπιστωτικό οργανισμό: ο εικονικός αριθμός IBAN, ο μοναδικός αναγνωριστικός κωδικός λογαριασμού του λογαριασμού στον οποίο ανακατευθύνονται αυτόματα οι πληρωμές που απευθύνονται στον εικονικό IBAN και οι ημερομηνίες ανοίγματος και κλεισίματος του λογαριασμού·

    ε)

    για τους λογαριασμούς αξιογράφων: ο μοναδικός αναγνωριστικός κωδικός του λογαριασμού και οι ημερομηνίες ανοίγματος και κλεισίματος του λογαριασμού·

    στ)

    για τους λογαριασμούς κρυπτοστοιχείων: ο μοναδικός αναγνωριστικός κωδικός του λογαριασμού και οι ημερομηνίες ανοίγματος και κλεισίματος του λογαριασμού·

    ζ)

    για τις θυρίδες ασφαλείας: το όνομα του μισθωτή, συνοδευόμενο είτε από τα άλλα στοιχεία ταυτοποίησης που απαιτούνται βάσει του άρθρου 22 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2024/1624, είτε από έναν μοναδικό αναγνωριστικό αριθμό και η ημερομηνία κατά την οποία έγινε έναρξη της μίσθωσης και, κατά περίπτωση, η ημερομηνία κατά την οποία αυτή έληξε.

    Σε περίπτωση εικονικού IBAN, ο κάτοχος λογαριασμού πελάτη είναι ο κάτοχος του λογαριασμού στον οποίο ανακατευθύνονται αυτόματα οι πληρωμές που απευθύνονται στον εικονικό IBAN.

    Για τους σκοπούς των στοιχείων α) και β) του πρώτου εδαφίου, η ονομασία περιλαμβάνει για φυσικά πρόσωπα, όλα τα ονόματα και επώνυμα και για νομικές οντότητες, νομικά μορφώματα ή άλλους οργανισμούς με ικανότητα δικαίου, την επωνυμία με την οποία είναι καταχωρισμένα:

    4.   Η Επιτροπή δύναται να θεσπίζει, μέσω εκτελεστικών πράξεων, τον μορφότυπο υποβολής των πληροφοριών στους κεντρικούς αυτοματοποιημένους μηχανισμούς. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης που αναφέρεται στο άρθρο 72 παράγραφος 2.

    5.   Τα κράτη μέλη μπορούν να απαιτούν να είναι προσβάσιμες και αναζητήσιμες μέσω των κεντρικών αυτοματοποιημένων μηχανισμών και άλλες πληροφορίες που θεωρούνται απαραίτητες για τις ΜΧΠ, για την ΑΚΝΕΠΑΔ για τους σκοπούς των κοινών αναλύσεων σύμφωνα με το άρθρο 32 της παρούσας οδηγίας και το άρθρο 40 του κανονισμού (ΕΕ) 2024/1620 και για τις εποπτικές αρχές για την εκπλήρωση των υποχρεώσεών τους δυνάμει της παρούσας οδηγίας.

    6.   Οι κεντρικοί αυτοματοποιημένοι μηχανισμοί διασυνδέονται μέσω του συστήματος διασύνδεσης μητρώων τραπεζικών λογαριασμών («ΣΔΜΤΛ») το οποίο θα αναπτύξει και θα διαχειρίζεται η Επιτροπή. Η Επιτροπή διασφαλίζει τη διασύνδεση αυτή σε συνεργασία με τα κράτη μέλη έως τις 10 Ιουλίου 2029.

    Η Επιτροπή δύναται να καθορίζει, μέσω εκτελεστικών πράξεων, τις τεχνικές προδιαγραφές και διαδικασίες για τη σύνδεση των κεντρικών αυτοματοποιημένων μηχανισμών των κρατών μελών στο ΣΔΜΤΛ. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης του άρθρου 72 παράγραφος 2.

    7.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 3 είναι διαθέσιμες μέσω του ΣΔΜΤΛ. Τα κράτη μέλη λαμβάνουν επαρκή μέτρα ώστε να εξασφαλίζουν ότι μόνον οι πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 3, οι οποίες είναι επικαιροποιημένες και αντιστοιχούν στον πραγματικό τραπεζικό λογαριασμό και λογαριασμό πληρωμών, συμπεριλαμβανομένων εικονικών IBAN, λογαριασμό αξιογράφων, λογαριασμό κρυπτοστοιχείων και θυρίδα ασφαλείας διατίθενται μέσω των κεντρικών αυτοματοποιημένων μηχανισμών τους και μέσω του ΣΔΜΤΛ. Η πρόσβαση στις εν λόγω πληροφορίες παρέχεται σύμφωνα με τους κανόνες προστασίας δεδομένων.

    Οι άλλες πληροφορίες τις οποίες τα κράτη μέλη θεωρούν απαραίτητες για τις ΜΧΠ και τις άλλες αρμόδιες αρχές σύμφωνα με την παράγραφο 4 δεν είναι προσβάσιμες και αναζητήσιμες μέσω του ΣΔΜΤΛ.

    8.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι πληροφορίες σχετικά με τους κατόχους τραπεζικών λογαριασμών ή λογαριασμών πληρωμών, συμπεριλαμβανομένων εικονικών IBAN, λογαριασμών αξιογράφων, λογαριασμών κρυπτοστοιχείων και θυρίδων ασφαλείας διατίθενται μέσω των εθνικών κεντρικών αυτοματοποιημένων μηχανισμών τους και μέσω του ΣΔΜΤΛ για περίοδο 5 ετών μετά το κλείσιμο του λογαριασμού.

    Με την επιφύλαξη της εθνικής ποινικής νομοθεσίας περί αποδεικτικών στοιχείων η οποία ισχύει για τις εν εξελίξει ποινικές έρευνες και νομικές διαδικασίες, τα κράτη μέλη μπορούν, σε συγκεκριμένες υποθέσεις, να επιτρέπουν οι πληροφορίες αυτές να διατηρούνται, ή να απαιτούν τη διατήρηση των πληροφοριών αυτών για επιπλέον μέγιστο διάστημα 5 ετών όταν τα κράτη μέλη έχουν διαπιστώσει ότι η διατήρηση αυτή είναι αναγκαία και αναλογική για τον σκοπό της πρόληψης, του εντοπισμού, της έρευνας ή της άσκησης δίωξης όταν υπάρχουν υπόνοιες για νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότηση της τρομοκρατίας.

    9.   Στις ΜΧΠ και, για τους σκοπούς των κοινών αναλύσεων σύμφωνα με το άρθρο 32 της παρούσας οδηγίας και το άρθρο 40 του κανονισμού (ΕΕ) 2024/1620, στην ΑΚΝΕΠΑΔ παρέχεται άμεση και απρόσκοπτη πρόσβαση στις πληροφορίες σχετικά με τους λογαριασμούς πληρωμών και τους τραπεζικούς λογαριασμούς, που προσδιορίζονται από αριθμό ΙΒΑΝ, συμπεριλαμβανομένου εικονικού αριθμού IBAN, τους λογαριασμούς αξιογράφων, τους λογαριασμούς κρυπτοστοιχείων και τις θυρίδες ασφαλείας σε άλλα κράτη μέλη, οι οποίες διατίθενται μέσω του ενιαίου σημείου πρόσβασης που διασυνδέει τους κεντρικούς αυτοματοποιημένους μηχανισμούς. Στους εποπτικούς φορείς παρέχεται εγκαίρως πρόσβαση στις πληροφορίες που είναι διαθέσιμες μέσω του ΣΔΜΤΛ. Τα κράτη μέλη συνεργάζονται μεταξύ τους και με την Επιτροπή για την εφαρμογή της παρούσας παραγράφου.

    Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι το προσωπικό των εθνικών ΜΧΠ και των εποπτικών αρχών που έχει πρόσβαση στο ΣΔΜΤΛ διατηρεί υψηλό επαγγελματικό επίπεδο σε ζητήματα εμπιστευτικότητας και προστασίας των δεδομένων, διακρίνεται για την ακεραιότητά του και διαθέτει τα απαιτούμενα προσόντα.

    Οι απαιτήσεις που παρατίθενται στο δεύτερο εδάφιο ισχύουν επίσης για την ΑΚΝΕΠΑΔ στο πλαίσιο κοινών αναλύσεων και όταν δρα ως εποπτική αρχή.

    10.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε να λαμβάνονται τεχνικά και οργανωτικά μέτρα για τη διαφύλαξη της ασφάλειας των δεδομένων σύμφωνα με υψηλά τεχνολογικά πρότυπα για τους σκοπούς της άσκησης, από τις ΜΧΠ και τις εποπτικές αρχές, της εξουσίας πρόσβασης και αναζήτησης των διαθέσιμων πληροφοριών μέσω του ΣΔΜΤΛ σύμφωνα με τις παραγράφους 5 και 6.

    Οι απαιτήσεις που παρατίθενται στο δεύτερο εδάφιο ισχύουν επίσης για την ΑΚΝΕΠΑΔ στο πλαίσιο κοινών αναλύσεων και όταν δρα ως εποπτική αρχή ΑΚΝΕΠΑΔ.

    Άρθρο 17

    Εκτελεστικές πράξεις για τη διασύνδεση των μητρώων

    1.   Η Επιτροπή δύναται να ορίζει, μέσω εκτελεστικών πράξεων, τεχνικές προδιαγραφές και διαδικασίες που είναι απαραίτητες για τη διασύνδεση των κεντρικών μητρώων των κρατών μελών σύμφωνα με το άρθρο 10 παράγραφος 19 όσον αφορά:

    α)

    τις τεχνικές προδιαγραφές για τον καθορισμό της δέσμης τεχνικών δεδομένων που είναι αναγκαία για να επιτελέσει η πλατφόρμα τις λειτουργίες της καθώς και της μεθόδου αποθήκευσης, χρήσης και προστασίας αυτών των δεδομένων·

    β)

    τα κοινά κριτήρια σύμφωνα με τα οποία οι πληροφορίες για τους πραγματικούς δικαιούχους διατίθενται μέσω του συστήματος διασύνδεσης των κεντρικών μητρώων, ανάλογα με το επίπεδο πρόσβασης που χορηγείται από τα κράτη μέλη·

    γ)

    τις τεχνικές λεπτομέρειες σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο πρόκειται να καθίστανται διαθέσιμες οι πληροφορίες για τους πραγματικούς δικαιούχους·

    δ)

    τους τεχνικούς όρους διαθεσιμότητας των υπηρεσιών που παρέχει το σύστημα διασύνδεσης των κεντρικών μητρώων·

    ε)

    τις τεχνικές ρυθμίσεις εφαρμογής των διαφόρων τύπων πρόσβασης σε πληροφορίες για τους πραγματικούς δικαιούχους σύμφωνα με τα άρθρα 11 και 12 της παρούσας οδηγίας, συμπεριλαμβανομένης της επαλήθευσης της ταυτότητας των χρηστών με τη χρήση μέσων ηλεκτρονικής ταυτοποίησης και σχετικών υπηρεσιών εμπιστοσύνης, όπως ορίζονται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 910/2014·

    στ)

    τις ρυθμίσεις πληρωμής, όταν η πρόσβαση σε πληροφορίες για τους πραγματικούς δικαιούχους υπόκειται στην καταβολή τέλους σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 4 και το άρθρο 13 παράγραφος 12 λαμβανομένων υπόψη των διαθέσιμων δυνατοτήτων πληρωμής, όπως οι συναλλαγές πληρωμής εξ αποστάσεως.

    Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης του άρθρου 72 παράγραφος 2.

    2.   Η Επιτροπή δύναται να ορίζει, μέσω εκτελεστικών πράξεων, τεχνικές προδιαγραφές και διαδικασίες που είναι απαραίτητες για τη διασύνδεση των κεντρικών αυτοματοποιημένων μηχανισμών των κρατών μελών, όπως αναφέρεται στο άρθρο 16 παράγραφος 6, όσον αφορά:

    α)

    τις τεχνικές προδιαγραφές που καθορίζουν τις ηλεκτρονικές μεθόδους επικοινωνίας για τους σκοπούς του ΣΔΜΤΛ·

    β)

    τις τεχνικές προδιαγραφές των πρωτοκόλλων επικοινωνίας·

    γ)

    τις τεχνικές προδιαγραφές που καθορίζουν την ασφάλεια των δεδομένων, τις εγγυήσεις προστασίας των δεδομένων, τη χρήση και την προστασία των πληροφοριών που είναι αναζητήσιμες και προσβάσιμες μέσω του ΣΔΜΤΛ·

    δ)

    τα κοινά κριτήρια σύμφωνα με τα οποία είναι δυνατή η αναζήτηση πληροφοριών τραπεζικών λογαριασμών μέσω του ΣΔΜΤΛ·

    ε)

    τις τεχνικές λεπτομέρειες σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο διατίθενται οι πληροφορίες μέσω του ΣΔΜΤΛ, συμπεριλαμβανομένης της επαλήθευσης της ταυτότητας των χρηστών με τη χρήση μέσων ηλεκτρονικής ταυτοποίησης και των σχετικών υπηρεσιών εμπιστοσύνης όπως ορίζονται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 910/2014·

    στ)

    τους τεχνικούς όρους διαθεσιμότητας των υπηρεσιών που παρέχονται από το ΣΔΜΤΛ.

    Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης του άρθρου 72 παράγραφος 2.

    3.   Κατά την έκδοση των εκτελεστικών πράξεων που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2, η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη τη δοκιμασμένη τεχνολογία και τις υπάρχουσες πρακτικές. Η Επιτροπή διασφαλίζει ότι το ΣΔΜΤΛ που θα αναπτυχθεί και θα λειτουργήσει δεν συνεπάγεται δαπάνες πέρα από τον βαθμό που είναι απολύτως αναγκαίος για την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας.

    ΤΜΗΜΑ 3

    Ενιαίο σημείο πρόσβασης σε πληροφορίες περί ακινήτων

    Άρθρο 18

    Ενιαίο σημείο πρόσβασης σε πληροφορίες περί ακινήτων

    1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές έχουν άμεση και απευθείας πρόσβαση, δωρεάν, σε πληροφορίες που επιτρέπουν την έγκαιρη ταυτοποίηση οποιουδήποτε περιουσιακού στοιχείου ακίνητης περιουσίας και των φυσικών προσώπων ή νομικών οντοτήτων ή νομικών μορφωμάτων που κατέχουν τα εν λόγω περιουσιακά στοιχεία, καθώς και σε πληροφορίες που επιτρέπουν τον εντοπισμό και την ανάλυση των συναλλαγών που αφορούν ακίνητα. Η εν λόγω πρόσβαση παρέχεται μέσω ενιαίου σημείου πρόσβασης που θα δημιουργηθεί σε κάθε κράτος μέλος, το οποίο επιτρέπει στις αρμόδιες αρχές να έχουν πρόσβαση, με ηλεκτρονικά μέσα, σε πληροφορίες σε ψηφιακή μορφή, οι οποίες είναι, κατά το δυνατόν, μηχαναγνώσιμες.

    Πρόσβαση στα ενιαία σημεία πρόσβασης που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο χορηγείται επίσης στην ΑΚΝΕΠΑΔ για τους σκοπούς των κοινών αναλύσεων δυνάμει του άρθρου 32 της παρούσας οδηγίας και το άρθρο 40 του κανονισμού (ΕΕ) 2024/1620.

    2.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τουλάχιστον οι ακόλουθες πληροφορίες διατίθενται μέσω του ενιαίου σημείου πρόσβασης που αναφέρεται στην παράγραφο 1:

    α)

    πληροφορίες σχετικά με το περιουσιακό στοιχείο:

    i)

    γεωτεμάχιο κτηματολογίου και αριθμός κτηματολογίου·

    ii)

    γεωγραφική θέση, συμπεριλαμβανομένης της διεύθυνσης του περιουσιακού στοιχείου·

    iii)

    έκταση/μέγεθος του περιουσιακού στοιχείου·

    iv)

    είδος του περιουσιακού στοιχείου, δομημένου ή μη και προορισμός χρήσης·

    β)

    πληροφορίες σχετικά με την ιδιοκτησία:

    i)

    το όνομα του ιδιοκτήτη και κάθε πρόσωπο που ισχυρίζεται ότι ενεργεί για λογαριασμό του ιδιοκτήτη·

    ii)

    όταν ο ιδιοκτήτης είναι νομική οντότητα, η επωνυμία και η νομική μορφή της νομικής οντότητας, καθώς και ο μοναδικός αναγνωριστικός αριθμός της εταιρείας και ο αριθμός φορολογικού μητρώου·

    iii)

    όταν ο ιδιοκτήτης είναι νομικό μόρφωμα, η επωνυμία του νομικού μορφώματος και ο αριθμός φορολογικού μητρώου·

    iv)

    η τιμή στην οποία αποκτήθηκε το περιουσιακό στοιχείο·

    v)

    κατά περίπτωση, τυχόν δικαιώματα ή περιορισμοί·

    γ)

    πληροφορίες για τα βάρη σε σχέση με:

    i)

    ενυπόθηκες πιστώσεις·

    ii)

    δικαστικοί περιορισμοί·

    iii)

    δικαιώματα ιδιοκτησίας·

    iv)

    άλλες εγγυήσεις, εάν υπάρχουν·

    δ)

    ιστορικό ιδιοκτησίας, τιμή και σχετικά βάρη·

    ε)

    σχετικά έγγραφα.

    Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, όταν ένα γεωτεμάχιο κτηματολογίου περιλαμβάνει πολλαπλά περιουσιακά στοιχεία, οι πληροφορίες που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο παρέχονται για κάθε ακίνητο στο εν λόγω γεωτεμάχιο κτηματολογίου.

    Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι ιστορικές πληροφορίες σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο στοιχείο δ) καλύπτουν τουλάχιστον την περίοδο από τις 8 Ιουλίου 2019.

    3.   Τα κράτη μέλη θεσπίζουν μηχανισμούς οι οποίοι διασφαλίζουν ότι οι πληροφορίες που παρέχονται μέσω του ενιαίου σημείου πρόσβασης που αναφέρεται στην παράγραφο 1 είναι επικαιροποιημένες και ακριβείς.

    4.   Τα κράτη μέλη εφαρμόζουν μέτρα για να διασφαλίζουν ότι οι πληροφορίες που τηρούνται ηλεκτρονικά παρέχονται αμέσως στην αιτούσα αρμόδια αρχή. Όταν οι εν λόγω πληροφορίες δεν τηρούνται ηλεκτρονικά, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι παρέχονται εγκαίρως και κατά τρόπο ώστε να μην υπονομεύονται οι δραστηριότητες της αιτούσας αρμόδιας αρχής.

    5.   Έως τις 10 Οκτωβρίου 2029, τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή:

    α)

    τα χαρακτηριστικά του ενιαίου σημείου πρόσβασης που αναφέρεται στην παράγραφο 1 που έχει δημιουργηθεί σε εθνικό επίπεδο, συμπεριλαμβανομένης του ιστοτόπου, ο οποίος παρέχει πρόσβαση σε αυτό·

    β)

    τον κατάλογο των αρμόδιων αρχών στις οποίες έχει χορηγηθεί πρόσβαση στο ενιαίο σημείο πρόσβασης που αναφέρεται στην παράγραφο 1·

    γ)

    τυχόν δεδομένα που τίθενται στη διάθεση των αρμόδιων αρχών επιπλέον εκείνων που προβλέπονται στην παράγραφο 2.

    Τα κράτη μέλη επικαιροποιούν την εν λόγω κοινοποίηση, όταν πραγματοποιούνται αλλαγές στον κατάλογο των αρμόδιων αρχών ή στον βαθμό πρόσβασης στις παρεχόμενες πληροφορίες. Η Επιτροπή θέτει στη διάθεση των άλλων κρατών μελών τις πληροφορίες αυτές, συμπεριλαμβανομένων τυχόν αλλαγών σε αυτές.

    6.   Έως τις 10 Ιουλίου 2032, η Επιτροπή υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο έκθεση στην οποία αξιολογεί τους όρους και τις τεχνικές προδιαγραφές και διαδικασίες για την ασφαλή και αποτελεσματική διασύνδεση των ενιαίων σημείων πρόσβασης που αναφέρονται στην παράγραφο 1. Κατά περίπτωση, η εν λόγω έκθεση συνοδεύεται από νομοθετική πρόταση.

    ΚΕΦΑΛΑΙΟ III

    ΜΧΠ

    Άρθρο 19

    Σύσταση της ΜΧΠ

    1.   Κάθε κράτος μέλος συστήνει μια Μονάδα Χρηματοοικονομικών Πληροφοριών (ΜΧΠ) για την πρόληψη, ανίχνευση και αποτελεσματική καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας.

    2.   Η ΜΧΠ είναι η ενιαία κεντρική εθνική μονάδα που είναι υπεύθυνη για τη λήψη και την ανάλυση αναφορών που υποβάλλουν οι υπόχρεες οντότητες σύμφωνα με το άρθρο 69 του κανονισμού (ΕΕ) 2024/1624, αναφορών που υποβάλλουν οι υπόχρεες οντότητες σύμφωνα με το άρθρο 74 και το άρθρο 80 παράγραφος 4 δεύτερο εδάφιο του εν λόγω κανονισμού, και κάθε άλλης πληροφορίας που σχετίζεται με τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, τα βασικά αδικήματά της ή τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, συμπεριλαμβανομένων των πληροφοριών που διαβιβάζονται από τις τελωνειακές αρχές σύμφωνα με το άρθρο 9 του κανονισμού (ΕΕ) 2018/1672, καθώς και των πληροφοριών που υποβάλλονται από εποπτικές αρχές ή από άλλες αρχές.

    3.   Η ΜΧΠ είναι υπεύθυνη να διαβιβάζει τα αποτελέσματα των αναλύσεών της και κάθε άλλη συμπληρωματική πληροφορία στις σχετικές αρμόδιες αρχές όταν υπάρχουν υπόνοιες για νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, βασικά αδικήματά της ή χρηματοδότηση της τρομοκρατίας. Μπορεί να λαμβάνει συμπληρωματικές πληροφορίες από υπόχρεες οντότητες.

    Τα καθήκοντα χρηματοοικονομικής ανάλυσης της ΜΧΠ συνίστανται στα εξής:

    α)

    σε επιχειρησιακή ανάλυση, η οποία εστιάζει σε συγκεκριμένες περιπτώσεις και ειδικούς στόχους ή σε κατάλληλα επιλεγμένες πληροφορίες, οι οποίες ιεραρχούνται βάσει κινδύνου, καθώς και του είδους και του όγκου των γνωστοποιήσεων που έχουν ληφθεί και της αναμενόμενης χρήσης των πληροφοριών μετά τη διαβίβαση·

    β)

    σε στρατηγική ανάλυση των τάσεων και των συνήθων πρακτικών της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας και των εξελίξεών τους.

    4.   Κάθε ΜΧΠ είναι λειτουργικά ανεξάρτητη και αυτόνομη, που σημαίνει ότι έχει την εξουσία και την ικανότητα να εκτελεί ελεύθερα τα καθήκοντά της, συμπεριλαμβανομένης της ικανότητας να λαμβάνει αυτόνομες αποφάσεις να αναλύει, να ζητεί και, σύμφωνα με την παράγραφο 3, να διαβιβάζει συγκεκριμένες πληροφορίες. Δεν υπόκειται σε οποιαδήποτε αδικαιολόγητη πολιτική, κυβερνητική επιρροή ή παρέμβαση ή επιρροή ή παρέμβαση του ιδιωτικού τομέα.

    Όταν μια ΜΧΠ βρίσκεται εντός της υπάρχουσας δομής μιας άλλης αρχής, οι βασικές λειτουργίες της ΜΧΠ πρέπει να είναι ανεξάρτητες και λειτουργικά διαχωρισμένες από τις άλλες λειτουργίες της αρχής υποδοχής.

    5.   Τα κράτη μέλη παρέχουν στις ΜΧΠ τους επαρκείς οικονομικούς, ανθρώπινους και τεχνικούς πόρους προκειμένου να είναι σε θέση να φέρουν εις πέρας τα καθήκοντά τους. Οι ΜΧΠ μπορούν να αποκτούν και να διαθέτουν τους πόρους που απαιτούνται για την εκτέλεση των καθηκόντων τους.

    6.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι το προσωπικό των ΜΧΠ τους δεσμεύεται από απαιτήσεις επαγγελματικού απορρήτου ισοδύναμες με εκείνες που ορίζονται στο άρθρο 67 και ότι διατηρεί υψηλά επαγγελματικά πρότυπα, συμπεριλαμβανομένων υψηλών προτύπων προστασίας των δεδομένων, διακρίνεται για την ακεραιότητά του και διαθέτει τα κατάλληλα προσόντα σε σχέση με τον δεοντολογικό χειρισμό συνόλων μαζικών δεδομένων. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι ΜΧΠ εφαρμόζουν διαδικασίες για την πρόληψη και τη διαχείριση συγκρούσεων συμφερόντων.

    7.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι ΜΧΠ έχουν θεσπίσει κανόνες που διέπουν την ασφάλεια και την εμπιστευτικότητα των πληροφοριών.

    8.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι ΜΧΠ διαθέτουν ασφαλείς και προστατευμένους διαύλους για την επικοινωνία και την ανταλλαγή πληροφοριών με ηλεκτρονικά μέσα με τις αρμόδιες αρχές και τις υπόχρεες οντότητες.

    9.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι ΜΧΠ είναι σε θέση να προβαίνουν σε ρυθμίσεις με άλλες αρμόδιες εθνικές αρχές σύμφωνα με το άρθρο 46 σχετικά με την ανταλλαγή πληροφοριών.

    10.   Έως τις 10 Ιουλίου 2028, η ΑΚΝΕΠΑΔ εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές, που απευθύνονται στις ΜΧΠ, σχετικά με:

    α)

    τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν για τη διατήρηση της επιχειρησιακής αυτονομίας και ανεξαρτησίας της ΜΧΠ, συμπεριλαμβανομένων μέτρων που προλαμβάνουν το ενδεχόμενο οι συγκρούσεις συμφερόντων να επηρεάσουν την επιχειρησιακή αυτονομία και ανεξαρτησία της·

    β)

    τη φύση, τα χαρακτηριστικά και τους στόχους της επιχειρησιακής και της στρατηγικής ανάλυσης·

    γ)

    εργαλεία και μεθόδους για τη χρήση και τη διασταύρωση των οικονομικών και των διοικητικών πληροφοριών και των πληροφοριών επιβολής του νόμου στις οποίες έχουν πρόσβαση οι ΜΧΠ· και

    δ)

    πρακτικές και διαδικασίες για την άσκηση της αναστολής ή της άρνησης συγκατάθεσης σε συναλλαγή και την αναστολή ή την παρακολούθηση λογαριασμού ή επιχειρηματικής σχέσης σύμφωνα με τα άρθρα 24 και 25.

    Άρθρο 20

    Υπεύθυνος θεμελιωδών δικαιωμάτων

    1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι ΜΧΠ ορίζουν υπεύθυνο θεμελιωδών δικαιωμάτων. Ο υπεύθυνος θεμελιωδών δικαιωμάτων μπορεί να είναι μέλος του υφιστάμενου προσωπικού της ΜΧΠ.

    2.   Ο υπεύθυνος θεμελιωδών δικαιωμάτων επιτελεί τα ακόλουθα καθήκοντα:

    α)

    συμβουλεύει το προσωπικό της ΜΧΠ για κάθε δραστηριότητα που εκτελείται από τη ΜΧΠ, εφόσον ο υπεύθυνος θεμελιωδών δικαιωμάτων το κρίνει αναγκαίο, ή όταν το ζητήσει το προσωπικό, χωρίς να παρεμποδίζει ή να καθυστερεί τις εν λόγω δραστηριότητες·

    β)

    προωθεί και παρακολουθεί τη συμμόρφωση της ΜΧΠ με τα θεμελιώδη δικαιώματα·

    γ)

    παρέχει μη δεσμευτικές γνώμες σχετικά με τη συμμόρφωση των δραστηριοτήτων της ΜΧΠ με τα θεμελιώδη δικαιώματα·

    δ)

    ενημερώνει τον επικεφαλής της ΜΧΠ σχετικά με πιθανές παραβιάσεις θεμελιωδών δικαιωμάτων στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων της ΜΧΠ.

    3.   Η ΜΧΠ διασφαλίζει ότι ο υπεύθυνος θεμελιωδών δικαιωμάτων δεν λαμβάνει οδηγίες σχετικά με την άσκηση των καθηκόντων του υπευθύνου θεμελιωδών δικαιωμάτων.

    Άρθρο 21

    Πρόσβαση στις πληροφορίες

    1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι ΜΧΠ, ανεξάρτητα από το οργανωτικό καθεστώς τους, έχουν πρόσβαση στις πληροφορίες που απαιτούνται για την εκπλήρωση των καθηκόντων τους, συμπεριλαμβανομένων των χρηματοοικονομικών και διοικητικών πληροφοριών καθώς και των πληροφοριών για την επιβολή του νόμου. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι ΜΧΠ έχουν τουλάχιστον:

    α)

    άμεση και απευθείας πρόσβαση στις ακόλουθες χρηματοοικονομικές πληροφορίες:

    i)

    πληροφορίες που περιέχονται στους εθνικούς κεντρικούς αυτοματοποιημένους μηχανισμούς σύμφωνα με το άρθρο 16·

    ii)

    πληροφορίες από υπόχρεες οντότητες, συμπεριλαμβανομένων πληροφοριών σχετικά με μεταφορές χρηματικών ποσών, όπως ορίζονται στο άρθρο 3 σημείο 9 του κανονισμού (ΕΕ) 2023/1113, και μεταφορές κρυπτοστοιχείων, όπως ορίζονται στο άρθρο 3 σημείο 10 του εν λόγω κανονισμού·

    iii)

    πληροφορίες για υποθήκες και δάνεια·

    iv)

    πληροφορίες που περιέχονται στις εθνικές βάσεις δεδομένων για τα νομίσματα και το συνάλλαγμα·

    v)

    πληροφορίες για χρεόγραφα·

    β)

    άμεση και απευθείας πρόσβαση στις ακόλουθες διοικητικές πληροφορίες:

    i)

    φορολογικά δεδομένα, συμπεριλαμβανομένων των δεδομένων που τηρούν οι φορολογικές αρχές, καθώς και των δεδομένων που λαμβάνονται σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 3α της οδηγίας 2011/16/ΕΕ του Συμβουλίου (40).

    ii)

    πληροφορίες σχετικά με διαδικασίες ανάθεσης δημοσίων συμβάσεων για αγαθά ή υπηρεσίες, ή συμβάσεις παραχώρησης·

    iii)

    πληροφορίες από το ΣΔΜΤΛ, όπως αναφέρεται στο άρθρο 16, καθώς και από εθνικά μητρώα ακινήτων ή ηλεκτρονικά συστήματα ανάκτησης δεδομένων και μητρώα έγγειας ιδιοκτησίας και κτηματολογίου·

    iv)

    πληροφορίες που περιέχονται σε εθνικά μητρώα ιθαγένειας και πληθυσμού φυσικών προσώπων·

    v)

    πληροφορίες που περιέχονται σε εθνικά μητρώα διαβατηρίων και θεωρήσεων·

    vi)

    πληροφορίες που περιέχονται σε βάσεις δεδομένων διασυνοριακών ταξιδιών·

    vii)

    πληροφορίες που περιέχονται σε εμπορικές βάσεις δεδομένων, συμπεριλαμβανομένων μητρώων επιχειρήσεων και εταιρειών και βάσεις δεδομένων για τα πολιτικά εκτεθειμένα πρόσωπα·

    viii)

    πληροφορίες που περιέχονται σε εθνικά μητρώα μηχανοκίνητων οχημάτων, αεροσκαφών και σκαφών·

    ix)

    πληροφορίες που περιέχονται σε εθνικά μητρώα κοινωνικής ασφάλισης·

    x)

    πληροφορίες που περιέχονται σε τελωνειακά δεδομένα, συμπεριλαμβανομένων διασυνοριακών φυσικών μεταφορών μετρητών·

    xi)

    πληροφορίες που περιέχονται σε εθνικά μητρώα όπλων·

    xii)

    πληροφορίες που περιέχονται σε εθνικά μητρώα πραγματικών δικαιούχων·

    xiii)

    δεδομένα διαθέσιμα μέσω της διασύνδεσης των κεντρικών μητρώων σύμφωνα με το άρθρο 10 παράγραφος 19·

    xiv)

    πληροφορίες που περιέχονται σε μητρώα μη κερδοσκοπικών οργανισμών·

    xv)

    πληροφορίες που τηρούνται από εθνικές αρχές χρηματοπιστωτικής εποπτείας και ρυθμιστικές αρχές, σύμφωνα με το άρθρο 61 και το άρθρο 67 παράγραφος 2·

    xvi)

    βάσεις δεδομένων στις οποίες αποθηκεύονται δεδομένα σχετικά με την εμπορία εκπομπών CO2 που δημιουργήθηκαν σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 389/2013 της Επιτροπής (41)·

    xvii)

    πληροφορίες για τις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις από εταιρείες·

    xviii)

    εθνικά μητρώα μετανάστευσης·

    xix)

    πληροφορίες που τηρούνται από εμπορικά δικαστήρια·

    xx)

    πληροφορίες που τηρούνται σε βάσεις δεδομένων αφερεγγυότητας και από διαχειριστές αφερεγγυότητας·

    xxi)

    πληροφορίες σχετικά με κεφάλαια και άλλα περιουσιακά στοιχεία που δεσμεύονται ή ακινητοποιούνται δυνάμει στοχευμένων οικονομικών κυρώσεων·

    γ)

    άμεση ή έμμεση πρόσβαση στις ακόλουθες πληροφορίες σχετικά με την επιβολή του νόμου:

    i)

    κάθε είδους πληροφορία ή δεδομένα που κατέχουν ήδη οι αρμόδιες αρχές στο πλαίσιο της πρόληψης, ανίχνευσης, διερεύνησης ή δίωξης ποινικών αδικημάτων·

    ii)

    κάθε είδους πληροφορίες ή δεδομένα που κατέχουν δημόσιες αρχές ή ιδιωτικές οντότητες στο πλαίσιο της πρόληψης, ανίχνευσης, διερεύνησης ή δίωξης ποινικών αδικημάτων και μπορούν να τεθούν στη διάθεση των αρμόδιων αρχών χωρίς να ληφθούν καταναγκαστικά μέτρα βάσει του εθνικού δικαίου.

    Οι πληροφορίες που αναφέρονται στο στοιχείο γ) του πρώτου εδαφίου περιλαμβάνουν ποινικά μητρώα, πληροφορίες σχετικά με έρευνες, πληροφορίες σχετικά με τη δέσμευση ή κατάσχεση περιουσιακών στοιχείων ή άλλα ερευνητικά ή προσωρινά μέτρα, και πληροφορίες σχετικά με καταδίκες και δημεύσεις.

    Τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέπουν τον περιορισμό της πρόσβασης στις πληροφορίες επιβολής του νόμου που αναφέρονται στο στοιχείο γ) του πρώτου εδαφίου κατά περίπτωση, όταν η παροχή των πληροφοριών αυτών ενδέχεται να θέσει σε κίνδυνο διεξαγόμενη έρευνα.

    2.   Η πρόσβαση στις πληροφορίες που προβλέπονται στην παράγραφο 1 θεωρείται απευθείας και άμεση όταν οι πληροφορίες περιέχονται σε βάση δεδομένων ΤΠ, μητρώο ή σύστημα ανάκτησης δεδομένων από το οποίο η ΜΧΠ μπορεί να ανακτήσει τις πληροφορίες χωρίς ενδιάμεσα στάδια, ή όταν πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

    α)

    οι οντότητες ή οι αρχές που κατέχουν τις πληροφορίες τις παρέχουν ταχέως στις ΜΧΠ· και

    β)

    καμία οντότητα, αρχή ή τρίτο μέρος δεν είναι σε θέση να παρέμβει στα ζητούμενα δεδομένα ή στις πληροφορίες που πρέπει να παρασχεθούν.

    3.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, όποτε είναι δυνατόν, παρέχεται στη ΜΧΠ απευθείας πρόσβαση στις πληροφορίες της παραγράφου 1 πρώτο εδάφιο στοιχείο γ). Σε περιπτώσεις στις οποίες παρέχεται στη ΜΧΠ έμμεση πρόσβαση στις πληροφορίες, η οντότητα ή αρχή που διατηρεί τις ζητούμενες πληροφορίες τις παρέχει εγκαίρως.

    4.   Στο πλαίσιο των καθηκόντων της, κάθε ΜΧΠ μπορεί να ζητεί, να λαμβάνει και να χρησιμοποιεί πληροφορίες από οποιαδήποτε υπόχρεη οντότητα για την εκτέλεση των καθηκόντων της σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 3 της παρούσας οδηγίας, ακόμη και αν δεν έχει υποβληθεί προηγούμενη αναφορά σύμφωνα με το άρθρο 69 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο στοιχείο α) ή το άρθρο 70 παράγραφος 1 του κανονισμού (EΕ) 2024/1624. Οι υπόχρεες οντότητες δεν υποχρεούνται να συμμορφώνονται με αιτήματα παροχής πληροφοριών που υποβάλλονται σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο, όταν αυτά αφορούν πληροφορίες οι οποίες λαμβάνονται στις περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 70 παράγραφος 2 του εν λόγω κανονισμού.

    Άρθρο 22

    Απαντήσεις σε αιτήματα παροχής πληροφοριών

    1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι ΜΧΠ είναι σε θέση να ανταποκρίνονται εγκαίρως σε αιτιολογημένα αιτήματα παροχής πληροφοριών που δικαιολογούνται από ανησυχίες σχετικά με τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, τα βασικά αδικήματά της ή τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας από τις αρμόδιες αρχές που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 44) στοιχεία γ) και δ) του κανονισμού (ΕΕ) 2024/1624 στο αντίστοιχο κράτος μέλος τους, όταν οι εν λόγω πληροφορίες βρίσκονται ήδη στην κατοχή της ΜΧΠ και είναι απαραίτητες κατά περίπτωση. Η απόφαση για τη διαβίβαση των πληροφοριών εναπόκειται στη ΜΧΠ.

    Εάν υπάρχουν αντικειμενικοί λόγοι να υποτεθεί ότι η παροχή αυτών των πληροφοριών θα μπορούσε να έχει αρνητική επίπτωση στις διεξαγόμενες έρευνες ή αναλύσεις ή, σε εξαιρετικές περιστάσεις, στην περίπτωση που η γνωστοποίηση των πληροφοριών θα ήταν σαφώς δυσανάλογη προς τα έννομα συμφέροντα ενός φυσικού ή νομικού προσώπου ή άσχετη με τους σκοπούς για τους οποίους ζητήθηκαν, η ΜΧΠ δεν είναι υποχρεωμένη να ανταποκριθεί στο αίτημα παροχής πληροφοριών.

    Στις περιπτώσεις αυτές, η ΜΧΠ παρέχει γραπτώς τους λόγους στην αιτούσα αρχή.

    2.   Οι αρμόδιες αρχές παρέχουν ανατροφοδότηση στη ΜΧΠ σχετικά με τη χρήση και τη χρησιμότητα των πληροφοριών που παρέχονται σύμφωνα με το παρόν άρθρο και το άρθρο 19 παράγραφος 3, καθώς και σχετικά με το αποτέλεσμα των δράσεων που αναλαμβάνονται και των ερευνών που διεξάγονται βάσει των εν λόγω πληροφοριών. Η εν λόγω ανατροφοδότηση παρέχεται το συντομότερο δυνατόν και, σε κάθε περίπτωση, σε συγκεντρωτική μορφή, τουλάχιστον σε ετήσια βάση, κατά τρόπο που επιτρέπει στη ΜΧΠ να βελτιώσει την οικεία λειτουργία επιχειρησιακής ανάλυσης.

    Άρθρο 23

    Παροχή πληροφοριών στους εποπτικούς φορείς

    1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι ΜΧΠ παρέχουν στους εποπτικούς φορείς, αυθόρμητα ή κατόπιν αιτήματος, πληροφορίες που μπορεί να είναι σημαντικές για τους σκοπούς της εποπτείας σύμφωνα με το κεφάλαιο IV, συμπεριλαμβανομένων τουλάχιστον πληροφοριών σχετικά με:

    α)

    την ποιότητα και την ποσότητα των αναφορών ύποπτων συναλλαγών που υποβάλλονται από υπόχρεες οντότητες·

    β)

    την ποιότητα και την έγκαιρη υποβολή των απαντήσεων που παρέχουν οι υπόχρεες οντότητες σε αιτήματα ΜΧΠ σύμφωνα με το άρθρο 69 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΕ) 2024/1624·

    γ)

    συναφή αποτελέσματα στρατηγικών αναλύσεων που διενεργούνται σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 3 στοιχείο β) της παρούσας οδηγίας, καθώς και κάθε συναφή πληροφορία σχετικά με τάσεις και μεθόδους νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, των βασικών αδικημάτων της και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, συμπεριλαμβανομένων των γεωγραφικών, διασυνοριακών και αναδυόμενων κινδύνων.

    2.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι ΜΧΠ ενημερώνουν τους εποπτικούς φορείς όποτε πληροφορίες που έχουν στην κατοχή τους υποδεικνύουν πιθανές παραβιάσεις από υπόχρεες οντότητες των κανονισμών (ΕΕ) 2024/1624 και (ΕΕ) 2023/1113.

    3.   Εκτός εάν είναι απολύτως αναγκαίο για τους σκοπούς της παραγράφου 2, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι πληροφορίες που παρέχονται από τις ΜΧΠ σύμφωνα με το παρόν άρθρο δεν περιέχουν πληροφορίες σχετικά με συγκεκριμένα φυσικά ή νομικά πρόσωπα ή υποθέσεις, συμπεριλαμβανομένων φυσικών ή νομικών προσώπων τα οποία υπόκεινται σε εν εξελίξει ανάλυση ή έρευνα ή που ενδέχεται να οδηγήσουν στην ταυτοποίηση φυσικών ή νομικών προσώπων.

    Άρθρο 24

    Αναστολή ή άρνηση συγκατάθεσης

    1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι ΜΧΠ είναι εξουσιοδοτημένες να αναλάβουν επείγουσα δράση, είτε άμεσα είτε έμμεσα, όταν υπάρχει υπόνοια ότι μια συναλλαγή σχετίζεται με νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή με χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, ώστε να αναστείλουν ή να μη συγκατατεθούν στην εν λόγω συναλλαγή.

    Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, όταν η ανάγκη αναστολής ή άρνησης της συγκατάθεσης για μια συναλλαγή διαπιστώνεται βάσει υπόνοιας που αναφέρεται σύμφωνα με το άρθρο 69 του κανονισμού (ΕΕ) 2024/1624, η αναστολή ή η άρνηση συγκατάθεσης επιβάλλεται στην υπόχρεη οντότητα εντός της περιόδου που αναφέρεται στο άρθρο 71 του εν λόγω κανονισμού. Όταν η ανάγκη αναστολής μιας συναλλαγής βασίζεται στο αναλυτικό έργο της ΜΧΠ, ανεξάρτητα από το αν έχει υποβληθεί προηγούμενη αναφορά από την υπόχρεη οντότητα, η αναστολή επιβάλλεται το συντομότερο δυνατόν από τη ΜΧΠ.

    Η αναστολή ή η άρνηση συγκατάθεσης για τη συναλλαγή επιβάλλεται από τη ΜΧΠ, προκειμένου να διατηρηθούν τα κεφάλαια, να διενεργηθούν οι αναλύσεις της, συμπεριλαμβανομένης της ανάλυσης της συναλλαγής, να αξιολογηθεί αν η υπόνοια επιβεβαιώνεται και, εάν ναι, να διαβιβαστούν τα αποτελέσματα των αναλύσεων στις σχετικές αρμόδιες αρχές, ώστε να καταστεί δυνατή η λήψη κατάλληλων μέτρων.

    Τα κράτη μέλη καθορίζουν την περίοδο αναστολής ή άρνησης συγκατάθεσης που ισχύει για το αναλυτικό έργο των ΜΧΠ, η οποία δεν υπερβαίνει τις 10 εργάσιμες ημέρες. Τα κράτη μέλη μπορούν να καθορίζουν μεγαλύτερο χρονικό διάστημα κατά το οποίο, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, οι ΜΧΠ επιτελούν το καθήκον του εντοπισμού, της κατάσχεσης, της δέσμευσης ή της δήμευσης περιουσιακών στοιχείων εγκληματικής προέλευσης. Όταν καθορίζεται μεγαλύτερη περίοδος αναστολής ή άρνησης συγκατάθεσης, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι ΜΧΠ ασκούν τα καθήκοντά τους με την επιφύλαξη κατάλληλων εθνικών εγγυήσεων, όπως η δυνατότητα του προσώπου του οποίου η συναλλαγή έχει ανασταλεί να προσβάλει την εν λόγω αναστολή ενώπιον δικαστηρίου.

    Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι ΜΧΠ έχουν την εξουσία να αίρουν την αναστολή ή την άρνηση συγκατάθεσης ανά πάσα στιγμή, εάν καταλήξουν στο συμπέρασμα ότι η αναστολή ή η άρνηση συγκατάθεσης δεν είναι πλέον απαραίτητη για να εκπληρώνονται οι στόχοι που ορίζονται στο τρίτο εδάφιο.

    Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι ΜΧΠ έχουν την εξουσία να επιβάλουν αναστολή ή να αρνηθούν τη συγκατάθεση όπως αναφέρεται στην παρούσα παράγραφο κατόπιν αιτήματος ΜΧΠ άλλου κράτους μέλους.

    2.   Όταν υπάρχει υπόνοια ότι τραπεζικός λογαριασμός ή λογαριασμός πληρωμών, λογαριασμός κρυπτοστοιχείων ή επιχειρηματική σχέση σχετίζεται με νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι η ΜΧΠ εξουσιοδοτείται να αναλάβει επείγουσα δράση, άμεσα ή έμμεσα, ώστε να αναστείλει τη χρήση του εν λόγω λογαριασμού ή να αναστείλει την επιχειρηματική σχέση, προκειμένου να διατηρήσει τα κεφάλαια, να διενεργήσει τις αναλύσεις της, να αξιολογήσει αν η υπόνοια επιβεβαιώνεται και, εάν ναι, να διαβιβάσει τα αποτελέσματα των αναλύσεων στις σχετικές αρμόδιες αρχές, ούτως ώστε να καταστεί δυνατή η λήψη κατάλληλων μέτρων.

    Τα κράτη μέλη καθορίζουν την περίοδο αναστολής που ισχύει για το έργο ανάλυσης των ΜΧΠ, η οποία δεν υπερβαίνει τις 5 εργάσιμες ημέρες. Τα κράτη μέλη μπορούν να καθορίζουν μεγαλύτερο χρονικό διάστημα κατά το οποίο, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, οι ΜΧΠ επιτελούν το καθήκον του εντοπισμού, της κατάσχεσης, της δέσμευσης ή της δήμευσης περιουσιακών στοιχείων εγκληματικής προέλευσης. Όταν καθορίζεται μεγαλύτερη περίοδος αναστολής, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι ΜΧΠ ασκούν τα καθήκοντά τους με την επιφύλαξη κατάλληλων εθνικών εγγυήσεων, όπως η δυνατότητα του προσώπου του οποίου ο τραπεζικός λογαριασμός ή ο λογαριασμός πληρωμών, ο λογαριασμός κρυπτοστοιχείων ή η επιχειρηματική σχέση έχει ανασταλεί να προσβάλει την εν λόγω αναστολή ενώπιον δικαστηρίου.

    Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι ΜΧΠ έχουν την εξουσία να αίρουν την αναστολή ανά πάσα στιγμή, εάν καταλήξουν ότι η αναστολή δεν είναι πλέον απαραίτητη για την εκπλήρωση των στόχων που ορίζονται στο πρώτο εδάφιο.

    Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι ΜΧΠ έχουν την εξουσία να αναστέλλουν τη χρήση ενός λογαριασμού ή να αναστέλλουν μια επιχειρηματική σχέση όπως αναφέρεται στην παρούσα παράγραφο κατόπιν αιτήματος ΜΧΠ άλλου κράτους μέλους.

    3.   Η επιβολή αναστολής ή η άρνηση συγκατάθεσης σύμφωνα με το παρόν άρθρο δεν στοιχειοθετεί ευθύνη κανενός είδους στην ΜΧΠ ή στους διευθυντές ή το προσωπικό της.

    Άρθρο 25

    Οδηγίες για την παρακολούθηση συναλλαγών ή δραστηριοτήτων

    Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι ΜΧΠ εξουσιοδοτούνται να δίνουν οδηγίες στις υπόχρεες οντότητες να παρακολουθούν για περίοδο η οποία καθορίζεται από τη ΜΧΠ, τις συναλλαγές ή τις δραστηριότητες που πραγματοποιούνται μέσω ενός ή περισσότερων τραπεζικών λογαριασμών ή λογαριασμών πληρωμών ή λογαριασμών κρυπτοστοιχείων ή άλλων επιχειρηματικών σχέσεων που διαχειρίζεται η υπόχρεη οντότητα για πρόσωπα τα οποία παρουσιάζουν σημαντικό κίνδυνο νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, των βασικών αδικημάτων της ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν επίσης ότι οι ΜΧΠ εξουσιοδοτούνται να δίνουν εντολή στην υπόχρεη οντότητα να υποβάλει έκθεση σχετικά με τα αποτελέσματα της παρακολούθησης.

    Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι η οι ΜΧΠ εξουσιοδοτούνται να επιβάλλουν μέτρα παρακολούθησης όπως αναφέρονται στο παρόν άρθρο κατόπιν αιτήματος ΜΧΠ άλλου κράτους μέλους.

    Άρθρο 26

    Ειδοποιήσεις προς υπόχρεες οντότητες

    1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι ΜΧΠ είναι σε θέση να ειδοποιούν τις υπόχρεες οντότητες για πληροφορίες σχετικές με την άσκηση της δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη σύμφωνα με το κεφάλαιο III του κανονισμού (ΕΕ) 2024/1624. Στις εν λόγω πληροφορίες περιλαμβάνονται:

    α)

    είδη συναλλαγών ή δραστηριοτήτων που παρουσιάζουν σημαντικό κίνδυνο νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, των βασικών αδικημάτων της και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας·

    β)

    συγκεκριμένα πρόσωπα που παρουσιάζουν σημαντικό κίνδυνο νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, των βασικών αδικημάτων της και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας·

    γ)

    συγκεκριμένες γεωγραφικές περιοχές που παρουσιάζουν σημαντικό κίνδυνο νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, των βασικών αδικημάτων της και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας.

    2.   Η απαίτηση της παραγράφου 1 ισχύει για περίοδο, η οποία καθορίζεται στο εθνικό δίκαιο και δεν υπερβαίνει τους 6 μήνες.

    3.   Οι ΜΧΠ παρέχουν στις υπόχρεες οντότητες στρατηγικές πληροφορίες σχετικά με τυπολογίες, δείκτες κινδύνου και τάσεις όσον αφορά τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας σε ετήσια βάση.

    Άρθρο 27

    Ετήσια έκθεση της ΜΧΠ

    Κάθε κράτος μέλος εξασφαλίζει ότι η ΜΧΠ του δημοσιεύει ετήσια έκθεση για τις δραστηριότητές της. Η έκθεση περιέχει στατιστικά στοιχεία για τα εξής:

    α)

    τη συνέχεια που δίδεται από τη ΜΧΠ στις αναφορές ύποπτων συναλλαγών και δραστηριοτήτων που έχει λάβει·

    β)

    αναφορές ύποπτων συναλλαγών που υποβάλλονται από υπόχρεες οντότητες·

    γ)

    γνωστοποιήσεις από εποπτικούς φορείς και κεντρικά μητρώα·

    δ)

    διαβιβάσεις στις αρμόδιες αρχές και τη συνέχεια που δίνεται στις εν λόγω διαβιβάσεις·

    ε)

    αιτήματα που υποβάλλονται προς και λαμβάνονται από άλλες ΜΧΠ·

    στ)

    αιτήματα που υποβάλλονται στις αρμόδιες αρχές και λαμβάνονται από τις αρμόδιες αρχές που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 44) στοιχείο γ) του κανονισμού (ΕΕ) 2024/1624·

    ζ)

    διατιθέμενοι ανθρώπινοι πόροι·

    η)

    δεδομένα για διασυνοριακές φυσικές μεταφορές μετρητών που διαβιβάζονται από τις τελωνειακές αρχές σύμφωνα με το άρθρο 9 του κανονισμού (ΕΕ) 2018/1672.

    Η έκθεση που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο περιέχει επίσης πληροφορίες σχετικά με τις τάσεις και τις τυπολογίες που προσδιορίζονται στα αρχεία που διαβιβάζονται σε άλλες αρμόδιες αρχές. Οι πληροφορίες που περιέχονται στην έκθεση αυτή δεν επιτρέπουν την ταυτοποίηση οποιουδήποτε φυσικού ή νομικού προσώπου.

    Άρθρο 28

    Ανατροφοδότηση από τη ΜΧΠ

    1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι ΜΧΠ παρέχουν στις υπόχρεες οντότητες ανατροφοδότηση περί αναφορών σχετικά με υποψίες δυνάμει του άρθρου 69 του κανονισμού (ΕΕ) 2024/1624. Η εν λόγω ανατροφοδότηση καλύπτει τουλάχιστον την ποιότητα των παρεχόμενων πληροφοριών, την έγκαιρη υποβολή της αναφοράς, την περιγραφή της υποψίας και την τεκμηρίωση που παρέχεται στο στάδιο της υποβολής.

    Η ανατροφοδότηση σύμφωνα με το παρόν άρθρο δεν θεωρείται ότι περιλαμβάνει κάθε αναφορά που υποβάλλεται από υπόχρεες οντότητες.

    Η ΜΧΠ παρέχει ανατροφοδότηση τουλάχιστον μία φορά το χρόνο, είτε στη μεμονωμένη υπόχρεη οντότητα είτε σε ομάδες ή κατηγορίες υπόχρεων οντοτήτων, λαμβάνοντας υπόψη τον συνολικό αριθμό ύποπτων συναλλαγών που αναφέρονται από τις υπόχρεες οντότητες.

    Ανατροφοδότηση τίθεται επίσης στη διάθεση των εποπτικών φορέων, ώστε να τους επιτρέπεται να διενεργούν εποπτεία βάσει κινδύνων σύμφωνα με το άρθρο 40.

    Οι ΜΧΠ αναφέρουν σε ετήσια βάση στην ΑΚΝΕΠΑΔ την παροχή ανατροφοδότησης στις υπόχρεες οντότητες σύμφωνα με το παρόν άρθρο και παρέχουν στατιστικά στοιχεία σχετικά με τον αριθμό των αναφορών ύποπτων συναλλαγών που υποβάλλονται από τις κατηγορίες υπόχρεων οντοτήτων.

    Έως τις 10 Ιουλίου 2028, η ΑΚΝΕΠΑΔ εκδίδει συστάσεις προς τις ΜΧΠ σχετικά με βέλτιστες πρακτικές και προσεγγίσεις για την παροχή ανατροφοδότησης, μεταξύ άλλων σχετικά με το είδος και τη συχνότητα της ανατροφοδότησης.

    Η υποχρέωση παροχής ανατροφοδότησης δεν θέτει σε κίνδυνο οποιαδήποτε τρέχουσα εργασία ανάλυσης που εκτελείται από τη ΜΧΠ ή οποιαδήποτε έρευνα ή διοικητική ενέργεια μετά τη διαβίβαση από τη ΜΧΠ και δεν επηρεάζει τη δυνατότητα εφαρμογής των απαιτήσεων προστασίας δεδομένων και εμπιστευτικότητας.

    2.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι ΜΧΠ παρέχουν στις τελωνειακές αρχές ανατροφοδότηση, τουλάχιστον σε ετήσια βάση, σχετικά με την αποτελεσματικότητα και τη συνέχεια των πληροφοριών που διαβιβάζονται σύμφωνα με το άρθρο 9 του κανονισμού (ΕΕ) 2018/1672.

    Άρθρο 29

    Συνεργασία μεταξύ ΜΧΠ

    Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι εποπτικοί φορείς συνεργάζονται μεταξύ τους στον μεγαλύτερο δυνατό βαθμό, ανεξαρτήτως οργανωτικού καθεστώτος.

    Άρθρο 30

    Προστατευμένοι δίαυλοι επικοινωνίας

    1.   Δημιουργείται ένα σύστημα ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ των ΜΧΠ των κρατών μελών (FIU.net). Το FIU.net εγγυάται την ασφαλή επικοινωνία και ανταλλαγή πληροφοριών και είναι σε θέση να παράγει γραπτή τεκμηρίωση όλων των δραστηριοτήτων επεξεργασίας. Το FIU.net μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί για επικοινωνίες με ομολόγους των ΜΧΠ σε τρίτες χώρες και με όργανα, υπηρεσίες και οργανισμούς της Ένωσης. Η ΑΚΝΕΠΑΔ διαχειρίζεται το σύστημα FIU.net.

    Το FIU.net χρησιμοποιείται για την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των ΜΧΠ και της ΑΚΝΕΠΑΔ για τους σκοπούς των κοινών αναλύσεων σύμφωνα με το άρθρο 32 της παρούσας οδηγίας και το άρθρο 40 του κανονισμού (ΕΕ) 2024/1620.

    2.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι ΜΧΠ ανταλλάσσουν πληροφορίες σύμφωνα με τα άρθρα 31 και 32, χρησιμοποιώντας το FIU.net. Σε περίπτωση τεχνικής βλάβης του FIU.net, οι πληροφορίες διαβιβάζονται με οποιοδήποτε άλλο κατάλληλο μέσο που διασφαλίζει υψηλό επίπεδο ασφάλειας δεδομένων και προστασίας δεδομένων.

    Οι πληροφορίες μεταξύ των ΜΧΠ και των ομολόγων τους σε τρίτες χώρες που δεν είναι συνδεδεμένοι με το FIU.net ανταλλάσσονται μέσω προστατευμένων διαύλων επικοινωνίας.

    3.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι ΜΧΠ, προς εκπλήρωση των καθηκόντων τους που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία, συνεργάζονται στον μέγιστο δυνατό βαθμό για την εφαρμογή τεχνολογιών αιχμής σύμφωνα με την οικεία εθνική νομοθεσία.

    Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν επίσης ότι οι ΜΧΠ συνεργάζονται στον μέγιστο δυνατό βαθμό για την εφαρμογή λύσεων που αναπτύσσει και διαχειρίζεται η ΑΚΝΕΠΑΔ σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 5 στοιχείο θ), το άρθρο 45 παράγραφος 1 στοιχείο δ) και το άρθρο 47 του κανονισμού (ΕΕ) 2024/1620.

    4.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι ΜΧΠ είναι σε θέση να χρησιμοποιούν τις λειτουργικές δυνατότητες του FIU.net για να διασταυρώνουν, βάσει θετικού/αρνητικού αποτελέσματος (hit/no hit), τα δεδομένα που καθιστούν διαθέσιμα στο FIU.net, με τα δεδομένα που διατίθενται στο εν λόγω σύστημα από άλλες ΜΧΠ και όργανα, υπηρεσίες και οργανισμούς της Ένωσης, στον βαθμό που η εν λόγω διασταύρωση εμπίπτει στις αντίστοιχες εντολές των εν λόγω οργάνων, υπηρεσιών και οργανισμών της Ένωσης.

    5.   Η ΑΚΝΕΠΑΔ μπορεί να αναστείλει την πρόσβαση ΜΧΠ ή αντισυμβαλλομένου τρίτης χώρας ή οργάνου, υπηρεσίας ή οργανισμού της Ένωσης στο FIU.net, όταν έχει λόγους να πιστεύει ότι αυτή η πρόσβαση θα έθετε σε κίνδυνο την εφαρμογή του παρόντος κεφαλαίου και την ασφάλεια και την εμπιστευτικότητα των πληροφοριών που κατέχουν οι ΜΧΠ και ανταλλάσσονται μέσω του FIU.net, μεταξύ άλλων όταν υπάρχουν ανησυχίες σχετικά με την ανεξαρτησία και αυτονομία μιας ΜΧΠ.

    Άρθρο 31

    Ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ ΜΧΠ

    1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι ΜΧΠ ανταλλάσσουν, αυθόρμητα ή κατόπιν αιτήματος, κάθε πληροφορία που μπορεί να είναι χρήσιμη για την επεξεργασία ή την ανάλυση πληροφοριών από τη ΜΧΠ όσον αφορά τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, τα βασικά αδικήματά της ή τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, καθώς και το εμπλεκόμενο φυσικό ή νομικό πρόσωπο, ανεξάρτητα από το είδος των βασικών αδικημάτων στα οποία μπορεί να εμπλέκεται και ακόμη κι αν το είδος των βασικών αδικημάτων στα οποία μπορεί να εμπλέκεται δεν προσδιορίζεται κατά την ανταλλαγή.

    Το αίτημα περιλαμβάνει τα πραγματικά περιστατικά και το σχετικό πλαίσιο, τους λόγους υποβολής του αιτήματος, τους συνδέσμους με τη χώρα της ΜΧΠ προς την οποία απευθύνεται το αίτημα και τον τρόπο με τον οποίο θα χρησιμοποιηθούν οι ζητούμενες πληροφορίες.

    Όταν μια ΜΧΠ λαμβάνει αναφορά σύμφωνα με το άρθρο 69 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο στοιχείο α) του κανονισμού (EΕ) 2024/1624, η οποία αφορά άλλο κράτος μέλος, διαβιβάζει αμέσως την αναφορά, ή όλες τις σχετικές πληροφορίες που λαμβάνονται από αυτήν, στη ΜΧΠ του εν λόγω άλλου κράτους μέλους.

    2.   Έως τις 10 Ιουλίου 2026, η ΑΚΝΕΠΑΔ καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων και τα υποβάλλει στην Επιτροπή για έγκριση. Τα εν λόγω σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων καθορίζουν τον μορφότυπο που θα χρησιμοποιηθεί για την ανταλλαγή των πληροφοριών που αναφέρονται στην παράγραφο 1.

    Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 53 του κανονισμού (ΕΕ) 2024/1620.

    3.   Έως τις 10 Ιουλίου 2026, η ΑΚΝΕΠΑΔ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων και τα υποβάλλει στην Επιτροπή για έγκριση. Τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προσδιορίζουν τα κριτήρια συνάφειας και επιλογής όταν προσδιορίζεται αν μια αναφορά που έχει υποβληθεί σύμφωνα με το άρθρο 69 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΕ) 2024/…+ αφορά άλλο κράτος μέλος, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 1 τρίτο εδάφιο της παρόντος άρθρου.

    Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να συμπληρώνει την παρούσα οδηγία, εκδίδοντας τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 49 έως 52 του κανονισμού (ΕΕ) 2024/1620.

    4.   Έως τις 10 Ιουλίου 2028, η ΑΚΝΕΠΑΔ εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές που απευθύνονται στις ΜΧΠ σχετικά με τις διαδικασίες που πρέπει να εφαρμόζονται κατά τη διαβίβαση και την παραλαβή αναφοράς σύμφωνα με το άρθρο 69 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΕ) 2024/1624, η οποία αφορά άλλο κράτος μέλος, και σχετικά με τη συνέχεια που πρέπει να δοθεί στην εν λόγω έκθεση.

    5.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι η ΜΧΠ στην οποία απευθύνεται το αίτημα οφείλει να χρησιμοποιεί όλες τις διαθέσιμες εξουσίες της που θα χρησιμοποιούσε υπό κανονικές συνθήκες σε εθνικό επίπεδο για τη λήψη και την ανάλυση πληροφοριών, όταν απαντά σε αίτημα για πληροφορίες, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 1, από άλλη ΜΧΠ.

    Όταν μια ΜΧΠ θέλει να λάβει επιπρόσθετες πληροφορίες από υπόχρεη οντότητα που εδρεύει σε άλλο κράτος μέλος και που δραστηριοποιείται στο έδαφος του κράτους μέλους της, το αίτημα απευθύνεται στη ΜΧΠ του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου εδρεύει η υπόχρεη οντότητα. Η εν λόγω ΜΧΠ λαμβάνει πληροφορίες σύμφωνα με το άρθρο 69 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2024/1624 και διαβιβάζει χωρίς καθυστέρηση τις απαντήσεις.

    6.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, όταν ζητείται από ΜΧΠ να παράσχει πληροφορίες σύμφωνα με την παράγραφο 1, απαντά στο αίτημα το συντομότερο δυνατόν και σε κάθε περίπτωση το αργότερο εντός 5 εργάσιμων ημερών από την παραλαβή του αιτήματος, εάν η ΜΧΠ είτε έχει στην κατοχή της τις ζητούμενες πληροφορίες είτε οι ζητούμενες πληροφορίες βρίσκονται σε βάση δεδομένων ή μητρώο στο οποίο έχει άμεση πρόσβαση η ΜΧΠ προς την οποία απευθύνεται το αίτημα. Σε εξαιρετικές και δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις, η προθεσμία αυτή μπορεί να παραταθεί κατά 10 εργάσιμες ημέρες το ανώτερο. Σε περίπτωση που η ΜΧΠ προς την οποία απευθύνεται το αίτημα δεν είναι σε θέση να λάβει τις ζητούμενες πληροφορίες, ενημερώνει σχετικά την αιτούσα ΜΧΠ.

    7.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι σε εξαιρετικές, αιτιολογημένες και επείγουσες περιπτώσεις και, κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 6, όταν, σύμφωνα με την παράγραφο 1, ζητείται από μια ΜΧΠ να παράσχει πληροφορίες που βρίσκονται είτε σε βάση δεδομένων είτε σε μητρώο στα οποία έχει άμεση πρόσβαση η ΜΧΠ προς την οποία απευθύνεται το αίτημα ή που βρίσκονται ήδη στην κατοχή της, η ΜΧΠ προς την οποία απευθύνεται το αίτημα παρέχει τις πληροφορίες αυτές το αργότερο 1 εργάσιμη ημέρα μετά την παραλαβή του αιτήματος.

    Εάν η ΜΧΠ προς την οποία απευθύνεται το αίτημα δεν μπορεί να απαντήσει εντός 1 εργάσιμης ημέρας ή δεν μπορεί να έχει άμεση πρόσβαση στις πληροφορίες, παρέχει αιτιολόγηση. Όταν η παροχή των ζητούμενων πληροφοριών εντός 1 εργάσιμης ημέρας ενδέχεται να επιβαρύνει δυσανάλογα τη ΜΧΠ προς την οποία απευθύνεται το αίτημα, αυτή μπορεί να αναβάλει την παροχή των πληροφοριών. Στην περίπτωση αυτή, η ΜΧΠ προς την οποία απευθύνεται το αίτημα ενημερώνει αμέσως την αιτούσα ΜΧΠ για την αναβολή αυτή. Η ΜΧΠ προς την οποία απευθύνεται το αίτημα μπορεί να παρατείνει σε 3 εργάσιμες ημέρες το πολύ την προθεσμία απάντησης σε αίτημα παροχής πληροφοριών.

    8.   Η ΜΧΠ μπορεί να αρνηθεί την ανταλλαγή πληροφοριών μόνο σε εξαιρετικές περιστάσεις όπου η ανταλλαγή θα μπορούσε να αντίκειται σε θεμελιώδεις αρχές του εθνικού της δικαίου. Οι εν λόγω εξαιρετικές περιστάσεις προσδιορίζονται κατά τρόπον ώστε να προλαμβάνονται η κατάχρηση και οι αδικαιολόγητοι περιορισμοί της ελεύθερης ανταλλαγής πληροφοριών για σκοπούς ανάλυσης.

    Έως τις 10 Ιουλίου 2028, τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή τις εξαιρετικές περιστάσεις που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο. Τα κράτη μέλη επικαιροποιούν τις κοινοποιήσεις αυτές όταν επέρχονται αλλαγές στις εξαιρετικές περιστάσεις που προσδιορίζονται σε εθνικό επίπεδο.

    Η Επιτροπή δημοσιεύει τον ενοποιημένο κατάλογο των εν λόγω κοινοποιήσεων που αναφέρονται στο δεύτερο εδάφιο.

    9.   Έως τις 10 Ιουλίου 2029, η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο, αξιολογώντας κατά πόσον οι εξαιρετικές περιστάσεις που κοινοποιήθηκαν σύμφωνα με την παράγραφο 8 είναι δικαιολογημένες.

    Άρθρο 32

    Κοινές αναλύσεις

    1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι ΜΧΠ τους είναι σε θέση να διενεργούν κοινές αναλύσεις ύποπτων συναλλαγών και δραστηριοτήτων.

    2.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, οι σχετικές ΜΧΠ, επικουρούμενες από την ΑΚΝΕΠΑΔ σύμφωνα με το άρθρο 40 του κανονισμού (EΕ) 2024/1620 συστήνουν κοινή ομάδα ανάλυσης για συγκεκριμένο σκοπό και περιορισμένο χρονικό διάστημα, η οποία μπορεί να παραταθεί με αμοιβαία συναίνεση, για τη διενέργεια επιχειρησιακών αναλύσεων ύποπτων συναλλαγών ή δραστηριοτήτων που αφορούν μία ή περισσότερες ΜΧΠ που συγκροτούν την ομάδα.

    3.   Μπορεί να συσταθεί κοινή ομάδα ανάλυσης όταν:

    α)

    οι επιχειρησιακές αναλύσεις της ΜΧΠ απαιτούν δύσκολες και απαιτητικές αναλύσεις που συνδέονται με άλλα κράτη μέλη·

    β)

    ορισμένες ΜΧΠ διεξάγουν επιχειρησιακές αναλύσεις στις οποίες οι περιστάσεις της υπόθεσης δικαιολογούν εναρμονισμένη δράση στα εμπλεκόμενα κράτη μέλη.

    Το αίτημα για τη σύσταση κοινής ομάδας ανάλυσης μπορεί να υποβληθεί από οποιαδήποτε από τις σχετικές ΜΧΠ ή την ΑΚΝΕΠΑΔ σύμφωνα με το άρθρο 44 του κανονισμού (EΕ) 2024/1620.

    4.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι το μέλος του προσωπικού της ΜΧΠ τους που έχει οριστεί να συμμετάσχει στην κοινή ομάδα ανάλυσης είναι σε θέση, σύμφωνα με το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο και εντός των ορίων της αρμοδιότητας του μέλους του προσωπικού, να παρέχει στην ομάδα πληροφορίες που διαθέτει η ΜΧΠ του για τους σκοπούς της ανάλυσης που διεξάγεται από την ομάδα.

    5.   Όταν η κοινή ομάδα ανάλυσης χρειάζεται τη βοήθεια μιας ΜΧΠ διαφορετικής από εκείνη που αποτελεί μέρος της ομάδας, μπορεί να ζητήσει από την εν λόγω ΜΧΠ:

    α)

    να συμμετάσχει στην κοινή ομάδα ανάλυσης·

    β)

    να υποβάλει χρηματοοικονομικές πληροφορίες στην κοινή ομάδα ανάλυσης.

    6.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι ΜΧΠ είναι σε θέση να προσκαλούν τρίτα μέρη, συμπεριλαμβανομένων των οργάνων, υπηρεσιών και οργανισμών της Ένωσης, να συμμετέχουν στις κοινές αναλύσεις, κατά περίπτωση, για τους σκοπούς των κοινών αναλύσεων και όταν η συμμετοχή αυτή εμπίπτει στις αντίστοιχες εντολές των εν λόγω τρίτων μερών.

    Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι ΜΧΠ που συμμετέχουν στις κοινές αναλύσεις καθορίζουν τους όρους που ισχύουν για τη συμμετοχή τρίτων και θεσπίζουν μέτρα που εγγυώνται την εμπιστευτικότητα και την ασφάλεια των ανταλλασσόμενων πληροφοριών. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι ανταλλασσόμενες πληροφορίες χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για τους σκοπούς για τους οποίους εκπονήθηκε η εν λόγω κοινή ανάλυση.

    Άρθρο 33

    Χρήση, από τις ΜΧΠ, των πληροφοριών που ανταλλάσσουν μεταξύ τους

    Πληροφορίες και έγγραφα που λαμβάνονται δυνάμει των άρθρων 29, 31 και 32 χρησιμοποιούνται για την εκπλήρωση των καθηκόντων των ΜΧΠ, όπως ορίζονται στην παρούσα οδηγία. Κατά την ανταλλαγή πληροφοριών και εγγράφων σύμφωνα με τα άρθρα 29 και 31, η διαβιβάζουσα ΜΧΠ μπορεί να επιβάλλει περιορισμούς και προϋποθέσεις ως προς τη χρήση των πληροφοριών αυτών, εκτός εάν η διαβίβαση συνίσταται σε αναφορά που υποβάλλεται από υπόχρεη οντότητα σύμφωνα με το άρθρο 69 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2024/1624, ή σε πληροφορίες που προέρχονται από αυτήν, η οποία αφορά άλλο κράτος μέλος στο οποίο η υπόχρεη οντότητα δραστηριοποιείται μέσω της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών και η οποία δεν συνδέεται με το κράτος μέλος της διαβιβάζουσας ΜΧΠ. Η παραλήπτρια ΜΧΠ συμμορφώνεται με τους εν λόγω περιορισμούς και προϋποθέσεις.

    Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι ΜΧΠ ορίζουν τουλάχιστον έναν υπεύθυνο ή σημείο επικοινωνίας που λαμβάνει αιτήματα παροχής πληροφοριών από ΜΧΠ σε άλλα κράτη μέλη.

    Άρθρο 34

    Συγκατάθεση για περαιτέρω διάδοση πληροφοριών που ανταλλάσσονται μεταξύ των ΜΧΠ

    1.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι πληροφορίες που αποτελούν αντικείμενο ανταλλαγής δυνάμει των άρθρων 29, 31 και 32 να χρησιμοποιούνται μόνο για τον σκοπό για τον οποίο ζητήθηκαν ή παρασχέθηκαν, και τυχόν διάδοση των εν λόγω πληροφοριών από την παραλήπτρια ΜΧΠ σε οποιαδήποτε άλλη αρχή, οργανισμό ή υπηρεσία, ή τυχόν χρήση των πληροφοριών αυτών για σκοπούς εκτός των αρχικώς εγκριθέντων, να υπόκειται σε εκ των προτέρων συγκατάθεση από τη ΜΧΠ που παρέχει τις πληροφορίες.

    Οι απαιτήσεις του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου δεν εφαρμόζονται όταν οι πληροφορίες που παρέχονται από τη ΜΧΠ συνίστανται σε αναφορά που υποβάλλεται από υπόχρεη οντότητα σύμφωνα με το άρθρο 69 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2024/1624 η οποία αφορά άλλο κράτος μέλος στο οποίο η υπόχρεη οντότητα δραστηριοποιείται μέσω της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών και η οποία δεν συνδέεται με το κράτος μέλος της ΜΧΠ που παρέχει τις πληροφορίες.

    2.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι η εκ των προτέρων συγκατάθεση της ΜΧΠ προς την οποία απευθύνεται το αίτημα για τη διαβίβαση των πληροφοριών στις αρμόδιες αρχές παρέχεται αμελλητί και στον μεγαλύτερο δυνατό βαθμό, ανεξάρτητα από τον τύπο των βασικών αδικημάτων και από το αν έχει εντοπιστεί το βασικό αδίκημα. Η ΜΧΠ προς την οποία απευθύνεται το αίτημα αρνείται να δώσει τη συγκατάθεσή της για τη διαβίβαση των πληροφοριών, εκτός εάν αυτό δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεών της για την ΚΞΧ/ΧΤ ή θα μπορούσε να παρακωλύσει τη διενέργεια ποινικής έρευνας ή διαφορετικά δεν θα συμμορφωνόταν με θεμελιώδεις αρχές του εθνικού δικαίου του εν λόγω κράτους μέλους. Οποιαδήποτε τέτοια άρνηση συγκατάθεσης επεξηγείται δεόντως. Οι περιπτώσεις άρνησης συγκατάθεσης από τις ΜΧΠ προσδιορίζονται κατά τρόπο ώστε να προλαμβάνονται η κατάχρηση και οι αδικαιολόγητοι περιορισμοί της διαβίβασης πληροφοριών προς τις αρμόδιες αρχές.

    3.   Έως τις 10 Ιουλίου 2028, τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή τις εξαιρετικές περιστάσεις υπό τις οποίες η διαβίβαση δεν θα ήταν σύμφωνη με τις θεμελιώδεις αρχές του εθνικού δικαίου που αναφέρονται στην παράγραφο 2. Τα κράτη μέλη επικαιροποιούν τις κοινοποιήσεις αυτές όταν επέρχονται αλλαγές στις εξαιρετικές περιστάσεις που προσδιορίζονται σε εθνικό επίπεδο.

    Η Επιτροπή δημοσιεύει τον ενοποιημένο κατάλογο των κοινοποιήσεων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο.

    4.   Έως τις 10 Ιουλίου 2029, η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, αξιολογώντας κατά πόσον οι εξαιρετικές περιστάσεις που κοινοποιήθηκαν σύμφωνα με την παράγραφο 3 είναι δικαιολογημένες.

    Άρθρο 35

    Αποτέλεσμα των διατάξεων ποινικού δικαίου

    Οι διαφορές μεταξύ των κατά το εθνικό δίκαιο ορισμών των βασικών αδικημάτων δεν εμποδίζουν την ικανότητα των ΜΧΠ να παρέχουν συνδρομή σε άλλη ΜΧΠ και δεν περιορίζουν την ανταλλαγή, τη διαβίβαση και τη χρήση πληροφοριών σύμφωνα με τα άρθρα 31, 32, 33 και 34.

    Άρθρο 36

    Εμπιστευτικότητα των αναφορών

    1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι ΜΧΠ διαθέτουν μηχανισμούς για την προστασία της ταυτότητας των υπόχρεων οντοτήτων και των υπαλλήλων τους, ή των προσώπων σε ισοδύναμη θέση, συμπεριλαμβανομένων των αντιπροσώπων και των διανομέων, που αναφέρουν υπόνοιες σύμφωνα με το άρθρο 69 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΕ) 2024/1624.

    2.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι ΜΧΠ δεν δημοσιοποιούν την πηγή της αναφοράς που προβλέπεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, όταν απαντούν σε αιτήματα των αρμόδιων αρχών για παροχή πληροφοριών σύμφωνα με το άρθρο 22 ή όταν διαβιβάζουν τα αποτελέσματα των αναλύσεών τους σύμφωνα με το άρθρο 19. Η παρούσα παράγραφος δεν θίγει το εφαρμοστέο εθνικό ποινικό δικονομικό δίκαιο.

    ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙV

    ΕΠΟΠΤΕΙΑ ΤΗΣ ΚΑΤΑΠΟΛΕΜΗΣΗΣ ΤΗΣ ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗΣ ΕΣΟΔΩΝ ΑΠΟ ΠΑΡΑΝΟΜΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ

    ΤΜΗΜΑ 1

    Γενικές διατάξεις

    Άρθρο 37

    Εξουσίες και πόροι των εθνικών εποπτικών φορέων

    1.   Κάθε κράτος μέλος διασφαλίζει ότι όλες οι υπόχρεες οντότητες που είναι εγκατεστημένες στο έδαφός του, εκτός από τις περιπτώσεις που καλύπτονται από το άρθρο 38, υπόκεινται σε επαρκή και αποτελεσματική εποπτεία. Προς τον σκοπό αυτόν, κάθε κράτος μέλος ορίζει έναν ή περισσότερους εποπτικούς φορείς για την αποτελεσματική παρακολούθηση — και τη λήψη των αναγκαίων μέτρων για τη διασφάλιση — της συμμόρφωσης των υπόχρεων οντοτήτων με τις απαιτήσεις που ορίζονται στους κανονισμούς (EΕ) 2024/1624 και (ΕΕ) 2023/1113.

    Όταν, για λόγους υπέρτερου γενικού συμφέροντος, τα κράτη μέλη έχουν θεσπίσει ειδικές απαιτήσεις αδειοδότησης ώστε οι υπόχρεες οντότητες να δραστηριοποιούνται στο έδαφός τους υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, διασφαλίζουν ότι οι δραστηριότητες που διεξάγονται από τις υπόχρεες οντότητες βάσει των εν λόγω συγκεκριμένων αδειοδοτήσεων υπόκεινται σε εποπτεία από τους εθνικούς εποπτικούς φορείς τους, ανεξάρτητα από το αν οι αδειοδοτημένες δραστηριότητες ασκούνται μέσω υποδομής στην επικράτειά τους ή εξ αποστάσεως. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν επίσης ότι η εποπτεία βάσει του παρόντος εδαφίου κοινοποιείται στους εποπτικούς φορείς του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκεται η έδρα της υπόχρεης οντότητας.

    Η παρούσα παράγραφος δεν εφαρμόζεται όταν η ΑΚΝΕΠΑΔ ενεργεί ως εποπτικός φορέας.

    2.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι εποπτικοί φορείς διαθέτουν επαρκείς οικονομικούς, ανθρώπινους και τεχνικούς πόρους για την εκτέλεση των καθηκόντων τους όπως αναφέρονται στην παράγραφο 5. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι το προσωπικό των εν λόγω αρχών διαθέτει υψηλή ακεραιότητα και τα απαιτούμενα προσόντα, και διατηρεί υψηλό επαγγελματικό επίπεδο, μεταξύ άλλων και σε ζητήματα εμπιστευτικότητας, προστασίας των δεδομένων και κανόνων για την αντιμετώπιση της σύγκρουσης συμφερόντων.

    3.   Στην περίπτωση των υπόχρεων οντοτήτων που αναφέρονται στο άρθρο 3 σημείο 3) στοιχεία α) και β) του κανονισμού (EΕ) 2024/1624, τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέψουν την εκτέλεση των καθηκόντων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου από αυτορρυθμιζόμενους φορείς, υπό την προϋπόθεση ότι οι εν λόγω αυτορρυθμιζόμενοι φορείς διαθέτουν τις εξουσίες που αναφέρονται στην παράγραφο 6 του παρόντος άρθρου και διαθέτουν επαρκείς οικονομικούς, ανθρώπινους και τεχνικούς πόρους για την εκτέλεση των καθηκόντων τους. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι το προσωπικό των εν λόγω φορέων διαθέτει υψηλή ακεραιότητα και τα απαιτούμενα προσόντα, και διατηρεί υψηλό επαγγελματικό επίπεδο, μεταξύ άλλων και σε ζητήματα εμπιστευτικότητας, προστασίας των δεδομένων και κανόνων για την αντιμετώπιση της σύγκρουσης συμφερόντων.

    4.   Όταν ένα κράτος μέλος έχει αναθέσει την εποπτεία μιας κατηγορίας υπόχρεων οντοτήτων σε περισσότερους από έναν εποπτικούς φορείς, διασφαλίζει ότι οι εν λόγω εποπτικοί φορείς εποπτεύουν τις υπόχρεες οντότητες με συνεπή και αποτελεσματικό τρόπο σε ολόκληρο τον τομέα. Για τον σκοπό αυτό, το κράτος μέλος διορίζει επικεφαλής εποπτικό φορέα ή θεσπίζει μηχανισμό συντονισμού μεταξύ των εν λόγω εποπτικών φορέων.

    Όταν ένα κράτος μέλος έχει αναθέσει την εποπτεία όλων των υπόχρεων οντοτήτων σε περισσότερους από έναν εποπτικούς φορείς, θεσπίζει έναν συντονιστικό μηχανισμό μεταξύ των εν λόγω εποπτικών φορέων, ώστε να διασφαλιστεί ότι οι υπόχρεες οντότητες εποπτεύονται αποτελεσματικά σύμφωνα με τα υψηλότερα δυνατά πρότυπα. Αυτός ο συντονιστικός μηχανισμός περιλαμβάνει όλους τους εποπτικούς φορείς, εκτός εάν:

    α)

    η εποπτεία ανατίθεται σε αυτορρυθμιζόμενο φορέα, οπότε η δημόσια αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 52 συμμετέχει στον συντονιστικό μηχανισμό·

    β)

    η εποπτεία μιας κατηγορίας υπόχρεων οντοτήτων ανατίθεται σε διάφορους εποπτικούς φορείς, οπότε ο επικεφαλής εποπτικός φορέας συμμετέχει στον συντονιστικό μηχανισμό εάν δεν έχει οριστεί επικεφαλής εποπτικός φορέας, οι εποπτικοί φορείς ορίζουν έναν εκπρόσωπο μεταξύ τους.

    5.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι εθνικοί εποπτικοί φορείς εκτελούν τα ακόλουθα καθήκοντα:

    α)

    διαβιβάζουν σχετικές πληροφορίες σε υπόχρεες οντότητες σύμφωνα με το άρθρο 39·

    β)

    αποφασίζουν για τις περιπτώσεις στις οποίες οι συγκεκριμένοι εγγενείς κίνδυνοι σε έναν τομέα είναι σαφείς και κατανοητοί και δεν απαιτούνται επιμέρους τεκμηριωμένες εκτιμήσεις κινδύνου σύμφωνα με το άρθρο 10 του κανονισμού (EΕ) 2024/1624·

    γ)

    ελέγχουν την επάρκεια και την εφαρμογή των εσωτερικών πολιτικών, διαδικασιών και ελέγχων των υπόχρεων οντοτήτων σύμφωνα με το κεφάλαιο II του κανονισμού (EΕ) 2024/1624 και των ανθρώπινων πόρων που διατίθενται για την εκτέλεση των καθηκόντων που απαιτούνται βάσει του εν λόγω κανονισμού, και οι εποπτικοί φορείς των οργανισμών συλλογικών επενδύσεων αποφασίζουν σχετικά με τις περιπτώσεις στις οποίες ο οργανισμός συλλογικών επενδύσεων μπορεί να αναθέσει σε πάροχο υπηρεσιών την αναφορά ύποπτων δραστηριοτήτων σύμφωνα με το άρθρο 18 παράγραφος 7 του κανονισμού (ΕΕ) 2024/1624·

    δ)

    αξιολογούν και παρακολουθούν τακτικά τους κινδύνους νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας καθώς και τους κινδύνους μη εφαρμογής και αποφυγής στοχευμένων οικονομικών κυρώσεων στους οποίους εκτίθενται οι υπόχρεες οντότητες·

    ε)

    παρακολουθούν τη συμμόρφωση των υπόχρεων οντοτήτων όσον αφορά τις υποχρεώσεις τους σε σχέση με στοχευμένες οικονομικές κυρώσεις·

    στ)

    διεξάγουν όλες τις απαραίτητες μη επιτόπιες έρευνες, επιτόπιες επιθεωρήσεις και θεματικούς ελέγχους και τυχόν άλλες έρευνες, εκτιμήσεις και αναλύσεις που είναι απαραίτητες για να επαληθευτεί ότι οι υπόχρεες οντότητες συμμορφώνονται με τον κανονισμό (EE) 2024/1624, και με τυχόν διοικητικά μέτρα που λαμβάνονται σύμφωνα με το άρθρο 56·

    ζ)

    λαμβάνουν κατάλληλα εποπτικά μέτρα για την αντιμετώπιση τυχόν παραβιάσεων των εφαρμοστέων απαιτήσεων από τις υπόχρεες οντότητες οι οποίες εντοπίζονται κατά τη διαδικασία των εποπτικών αξιολογήσεων και για την παρακολούθηση της εφαρμογής των εν λόγω μέτρων.

    6.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι εποπτικοί φορείς διαθέτουν επαρκείς εξουσίες για την εκτέλεση των καθηκόντων τους όπως αναφέρονται στην παράγραφο 5, συμπεριλαμβανομένης της εξουσίας:

    α)

    να απαιτούν την προσκόμιση οποιασδήποτε πληροφορίας από υπόχρεες οντότητες που είναι σχετική για την παρακολούθηση και την επαλήθευση της συμμόρφωσης με τον κανονισμό (EΕ) 2024/1624 ή τον κανονισμό (ΕΕ) 2023/1113 και για τη διενέργεια ελέγχων, μεταξύ άλλων από παρόχους υπηρεσιών στους οποίους η υπόχρεη οντότητα έχει αναθέσει μέρος των καθηκόντων της για την εκπλήρωση των απαιτήσεων των εν λόγω κανονισμών·

    β)

    να εφαρμόζουν κατάλληλα και αναλογικά διοικητικά μέτρα για την επανόρθωση της κατάστασης σε περίπτωση παραβιάσεων, μεταξύ άλλων μέσω της επιβολής χρηματικών κυρώσεων σύμφωνα με το τμήμα 4 του παρόντος κεφαλαίου.

    7.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρχές χρηματοπιστωτικής εποπτείας και οι εποπτικοί φορείς που είναι υπεύθυνοι για τους παρόχους υπηρεσιών τυχερών παιχνιδιών έχουν εξουσίες επιπλέον αυτών που αναφέρονται στην παράγραφο 6, συμπεριλαμβανομένης της εξουσίας να επιθεωρούν τους επαγγελματικούς χώρους της υπόχρεης οντότητας χωρίς προειδοποίηση, όταν η ορθή διεξαγωγή και αποτελεσματικότητα ενός ελέγχου το απαιτούν, και ότι διαθέτουν όλα τα απαραίτητα μέσα για τη διεξαγωγή μιας τέτοιας επιθεώρησης.

    Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου, οι εποπτικοί φορείς είναι τουλάχιστον σε θέση:

    α)

    να εξετάζουν τα βιβλία και τα αρχεία της υπόχρεης οντότητας και να λαμβάνουν αντίγραφα ή αποσπάσματα από τα εν λόγω βιβλία και αρχεία·

    β)

    να αποκτούν πρόσβαση σε οποιοδήποτε λογισμικό, βάσεις δεδομένων, εργαλεία πληροφορικής ή άλλα ηλεκτρονικά μέσα καταγραφής πληροφοριών που χρησιμοποιούνται από την υπόχρεη οντότητα·

    γ)

    να λαμβάνουν γραπτές ή προφορικές πληροφορίες από οποιοδήποτε πρόσωπο υπεύθυνο για τις εσωτερικές πολιτικές, διαδικασίες και ελέγχους στο πλαίσιο της ΚΞΧ/ΧΤ ή από τους εκπροσώπους ή το προσωπικό τους, καθώς και από κάθε εκπρόσωπο ή προσωπικό οντοτήτων στις οποίες η υπόχρεη οντότητα έχει αναθέσει καθήκοντα σύμφωνα με το άρθρο 18 του κανονισμού (EΕ) 2024/1624 και να εξετάζουν κάθε άλλο πρόσωπο που συναινεί να ερωτηθεί με σκοπό τη συγκέντρωση πληροφοριών σχετικά με το αντικείμενο μιας έρευνας.

    Άρθρο 38

    Εποπτεία των μορφών υποδομής ορισμένων διαμεσολαβητών που δραστηριοποιούνται υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών

    1.   Όταν οι δραστηριότητες των ακόλουθων υπόχρεων οντοτήτων ασκούνται στο έδαφός τους υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών μέσω αντιπροσώπων ή διανομέων ή μέσω άλλων τύπων υποδομών, μεταξύ άλλων όταν οι εν λόγω δραστηριότητες ασκούνται βάσει άδειας που έχει ληφθεί δυνάμει της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι αυτές οι δραστηριότητες υπόκεινται σε εποπτεία από τους εθνικούς τους εποπτικούς φορείς:

    α)

    εκδότες ηλεκτρονικού χρήματος, όπως ορίζονται στο άρθρο 2 σημείο 3) της οδηγίας 2009/110/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (42)·

    β)

    πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών, όπως ορίζονται στο άρθρο 4 σημείο 11) της οδηγίας (ΕΕ) 2015/2366· και

    γ)

    πάροχοι υπηρεσιών κρυπτοστοιχείων.

    Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου, οι εποπτικοί φορείς του κράτους μέλους στο οποίο διεξάγονται οι δραστηριότητες παρακολουθούν αποτελεσματικά και διασφαλίζουν τη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις που ορίζονται στους κανονισμούς (ΕΕ) 2024/1624 και (ΕΕ) 2023/1113.

    2.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, η εποπτεία των αντιπροσώπων, διανομέων, ή άλλων ειδών υποδομών, που αναφέρονται στην εν λόγω παράγραφο, διενεργείται από την εποπτική αρχή του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκεται η έδρα της υπόχρεης οντότητας, όταν:

    α)

    δεν πληρούνται τα κριτήρια που καθορίζονται στο ρυθμιστικό τεχνικό πρότυπο που αναφέρεται στο άρθρο 41 παράγραφος 2· και

    β)

    ο εποπτικός φορέας του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκονται οι εν λόγω αντιπρόσωποι, διανομείς ή άλλα είδη υποδομής ενημερώνει τον εποπτικό φορέα του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκεται η έδρα της υπόχρεης οντότητας ότι, λαμβανομένης υπόψη της περιορισμένης υποδομής της οντότητας στο έδαφός του, η εποπτεία των δραστηριοτήτων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 ασκείται από την εποπτική αρχή του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκεται η έδρα της υπόχρεης οντότητας.

    3.   Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, ο εποπτικός φορέας του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκεται η έδρα της υπόχρεης οντότητας και ο εποπτικός φορέας του κράτους μέλους στο οποίο η υπόχρεη οντότητα δραστηριοποιείται υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών μέσω αντιπροσώπων ή διανομέων, ή μέσω άλλων ειδών υποδομών ανταλλάσσουν όλες τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες ώστε να αξιολογηθεί η τήρηση των κριτηρίων που αναφέρονται στην παράγραφο 2 στοιχείο α), μεταξύ άλλων σχετικά με οποιαδήποτε αλλαγή στις περιστάσεις της υπόχρεης οντότητας που ενδέχεται να έχει αντίκτυπο στην εκπλήρωση των εν λόγω κριτηρίων.

    4.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι ο εποπτικός φορέας του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκεται η έδρα της υπόχρεης οντότητας ενημερώνει την υπόχρεη οντότητα εντός 2 εβδομάδων από την παραλαβή της κοινοποίησης σύμφωνα με την παράγραφο 2 στοιχείο β) ότι θα εποπτεύει τις δραστηριότητες των αντιπροσώπων, των διανομέων ή άλλων ειδών υποδομών μέσω των οποίων οι υπόχρεες οντότητες λειτουργούν υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών σε άλλο κράτος μέλος, καθώς και για κάθε μεταγενέστερη αλλαγή στην εποπτεία τους.

    5.   Το παρόν άρθρο δεν εφαρμόζεται όταν η ΑΚΝΕΠΑΔ δρα ως εποπτικός φορέας.

    Άρθρο 39

    Παροχή πληροφοριών σε υπόχρεες οντότητες

    1.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι εποπτικοί φορείς να θέτουν στη διάθεση των υπόχρεων οντοτήτων που υπάγονται στην εποπτεία τους τις πληροφορίες που αφορούν τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας.

    2.   Οι πληροφορίες της παραγράφου 1 περιλαμβάνουν τα εξής:

    α)

    την εκτίμηση κινδύνου σε ενωσιακό επίπεδο που έχει εκπονήσει η Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 7 και κάθε σχετική σύσταση της Επιτροπής βάσει του εν λόγω άρθρου·

    β)

    τις εθνικές ή τομεακές εκτιμήσεις κινδύνου που έχουν εκπονηθεί σύμφωνα με το άρθρο 8·

    γ)

    σχετικές κατευθυντήριες γραμμές, συστάσεις και γνώμες που εκδίδονται από την ΑΚΝΕΠΑΔ σύμφωνα με τα άρθρα 54 και 55 του κανονισμού (ΕΕ) 2024/1620·

    δ)

    πληροφορίες για τρίτες χώρες που προσδιορίζονται σύμφωνα με το κεφάλαιο ΙΙΙ τμήμα 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2024/1624·

    ε)

    κάθε καθοδήγηση και έκθεση που εκπονείται από την ΑΚΝΕΠΑΔ, άλλους εποπτικούς φορείς και, κατά περίπτωση, τη δημόσια αρχή που εποπτεύει αυτορρυθμιζόμενους οργανισμούς, τη ΜΧΠ ή οποιαδήποτε άλλη αρμόδια αρχή ή διεθνείς οργανισμούς και φορείς καθορισμού προτύπων σχετικά με τις μεθόδους νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας που ενδέχεται να εφαρμόζονται σε έναν τομέα και τις ενδείξεις που ενδέχεται να διευκολύνουν τον εντοπισμό συναλλαγών ή δραστηριοτήτων που κινδυνεύουν να συνδεθούν με τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας σε αυτόν τον τομέα, καθώς και καθοδήγηση σχετικά με τις υποχρεώσεις των υπόχρεων οντοτήτων σε σχέση με στοχευμένες οικονομικές κυρώσεις.

    3.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι εποπτικοί φορείς διεξάγουν δραστηριότητες προβολής, κατά περίπτωση, για να ενημερώνουν τις υπόχρεες οντότητες υπό την εποπτεία τους σχετικά με τις υποχρεώσεις τους.

    4.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι εποπτικοί φορείς να θέτουν αμέσως στη διάθεση των υπόχρεων οντοτήτων υπό την εποπτεία τους πληροφορίες για τα πρόσωπα ή τις οντότητες που έχουν οριστεί σε σχέση με στοχευμένες οικονομικές κυρώσεις ή στοχευμένες οικονομικές κυρώσεις του ΟΗΕ.

    Άρθρο 40

    Εποπτεία βάσει κινδύνου

    1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι εποπτικοί φορείς εφαρμόζουν προσέγγιση εποπτείας βάσει κινδύνου. Για τον σκοπό αυτόν, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι:

    α)

    έχουν σαφή κατανόηση των κινδύνων νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, οι οποίοι υπάρχουν στο κράτος μέλος τους·

    β)

    αξιολογούν όλες τις πληροφορίες τις σχετικές με τους συγκεκριμένους εγχώριους και διεθνείς κινδύνους που συνδέονται με τους πελάτες, τα προϊόντα και τις υπηρεσίες των υπόχρεων οντοτήτων·

    γ)

    βασίζουν τη συχνότητα και την ένταση της επιτόπου, εκτός τόπου και θεματικής εποπτείας στο προφίλ κινδύνου των υπόχρεων οντοτήτων, και στους κινδύνους νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, οι οποίοι υπάρχουν στο εν λόγω κράτος μέλος.

    Για τους σκοπούς του στοιχείου γ) του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου,, οι εποπτικοί φορείς καταρτίζουν ετήσια προγράμματα εποπτείας, τα οποία λαμβάνουν υπόψη το χρονοδιάγραμμα και τους πόρους που απαιτούνται για την ταχεία αντίδραση σε περίπτωση αντικειμενικών και σημαντικών ενδείξεων παράβασης των κανονισμών (ΕΕ) 2024/1624 και (ΕΕ) 2023/1113.

    2.   Έως τις 10 Ιουλίου 2026, η ΑΚΝΕΠΑΔ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων και τα υποβάλλει στην Επιτροπή για έγκριση. Τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων καθορίζουν τα κριτήρια αναφοράς και μια μεθοδολογία για την εκτίμηση και την ταξινόμηση του προφίλ εγγενούς και υπολειπόμενου κινδύνου των υπόχρεων οντοτήτων, καθώς και τη συχνότητα με την οποία θα επανεξετάζεται το προφίλ κινδύνου. Η συχνότητα αυτή λαμβάνει υπόψη τυχόν σημαντικά γεγονότα ή εξελίξεις στη διαχείριση και στις δραστηριότητες της υπόχρεης οντότητας, καθώς και τη φύση και το μέγεθος της επιχείρησης.

    Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να συμπληρώνει την παρούσα οδηγία, εκδίδοντας τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 49 έως 52 του κανονισμού (ΕΕ) 2024/1620.

    3.   Έως τις 10 Ιουλίου 2028, η ΑΚΝΕΠΑΔ εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές, που απευθύνονται στους εποπτικούς φορείς, σχετικά με:

    α)

    τα χαρακτηριστικά προσέγγισης εποπτείας βάσει κινδύνου·

    β)

    τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν στο πλαίσιο των εποπτικών φορέων για τη διασφάλιση επαρκούς και αποτελεσματικής εποπτείας, συμπεριλαμβανομένης της κατάρτισης του προσωπικού τους·

    γ)

    τα βήματα που πρέπει να ακολουθούνται κατά τη διενέργεια εποπτείας ανάλογα με τον βαθμό κινδύνου.

    Κατά περίπτωση, οι κατευθυντήριες γραμμές που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο λαμβάνουν υπόψη τα αποτελέσματα των εκτιμήσεων που διενεργούνται σύμφωνα με τα άρθρα 30 και 35 του κανονισμού (ΕΕ) 2024/1620.

    4.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι εποπτικοί φορείς να λαμβάνουν υπόψη τον βαθμό διακριτικής ευχέρειας που παραχωρείται στην υπόχρεη οντότητα, και να εξετάζουν δεόντως τις εκτιμήσεις κινδύνου, που αποτελούν τη βάση αυτής της ευχέρειας, καθώς και την επάρκεια των εσωτερικών πολιτικών, διαδικασιών και ελέγχων της υπόχρεης οντότητας.

    5.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι εποπτικοί φορείς να καταρτίζουν λεπτομερή ετήσια έκθεση δραστηριοτήτων και να δημοσιοποιούν περίληψη της εν λόγω έκθεσης. Η περίληψη αυτή δεν περιέχει εμπιστευτικές πληροφορίες και περιλαμβάνει:

    α)

    τις κατηγορίες υπόχρεων οντοτήτων που τελούν υπό εποπτεία και τον αριθμό των υπόχρεων οντοτήτων ανά κατηγορία·

    β)

    περιγραφή των εξουσιών και των καθηκόντων τα οποία ανατίθενται στους εποπτικούς φορείς και, κατά περίπτωση, των μηχανισμών που αναφέρονται στο άρθρο 37 παράγραφος 4 στους οποίους συμμετέχουν και, για τον επικεφαλής εποπτικό φορέα, σύνοψη των διεξαγόμενων συντονιστικών δραστηριοτήτων·

    γ)

    επισκόπηση των διεξαγόμενων εποπτικών δραστηριοτήτων.

    Άρθρο 41

    Κεντρικά σημεία επαφής

    1.   Για τους σκοπούς του άρθρου 37 παράγραφος 1 και του άρθρου 38 παράγραφος 1, τα κράτη μέλη μπορούν να απαιτούν από τους εκδότες ηλεκτρονικού χρήματος, τους παρόχους υπηρεσιών πληρωμών και τους παρόχους υπηρεσιών κρυπτοστοιχείων που διαχειρίζονται εγκαταστάσεις στο έδαφός τους, πλην θυγατρικής ή υποκαταστήματος, ή δραστηριοποιούνται στο έδαφός τους μέσω αντιπροσώπων ή διανομέων, ή μέσω άλλων ειδών υποδομών, υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, να ορίζουν κεντρικό σημείο επαφής στο έδαφός τους. Το κεντρικό αυτό σημείο επαφής διασφαλίζει, εξ ονόματος της υπόχρεης οντότητας, τη συμμόρφωση με τους κανόνες για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας και διευκολύνει την εποπτεία από τους εποπτικούς φορείς, μεταξύ άλλων παρέχοντας στους εποπτικούς φορείς έγγραφα και πληροφορίες κατόπιν αιτήματος.

    2.   Έως τις 10 Ιουλίου 2026, η ΑΚΝΕΠΑΔ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων και τα υποβάλλει στην Επιτροπή για έγκριση. Τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων ορίζουν τα κριτήρια για τον προσδιορισμό των περιστάσεων υπό τις οποίες ενδείκνυται ο καθορισμός ενός κεντρικού σημείου επαφής, σύμφωνα με την παράγραφο 1, καθώς και τα καθήκοντα που θα πρέπει να αναλάβουν τα κεντρικά σημεία επαφής.

    Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να συμπληρώνει την παρούσα οδηγία, εκδίδοντας τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 49 έως 52 του κανονισμού (ΕΕ) 2024/1620.

    Άρθρο 42

    Γνωστοποίηση στις ΜΧΠ

    1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι εάν οι εποπτικοί φορείς κατά τη διάρκεια των ελέγχων που πραγματοποιούν στις υπόχρεες οντότητες, ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο, ανακαλύψουν γεγονότα που θα μπορούσαν να συνδέονται με τη νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, τα βασικά αδικήματά της ή τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, ενημερώνουν αμελλητί τη ΜΧΠ.

    2.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι εποπτικοί φορείς που είναι επιφορτισμένοι με την εποπτεία των αγορών μετοχών, συναλλάγματος και χρηματοοικονομικών παραγώγων, ενημερώνουν τη ΜΧΠ, εάν ανακαλύψουν πληροφορίες που θα μπορούσαν να συνδέονται με νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότηση της τρομοκρατίας.

    3.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι η συμμόρφωση με τις απαιτήσεις του παρόντος άρθρου δεν αντικαθιστά καμία υποχρέωση των εποπτικών αρχών να αναφέρουν στις σχετικές αρμόδιες αρχές οποιαδήποτε εγκληματική δραστηριότητα αποκαλύπτουν ή για την οποία λαμβάνουν γνώση στο πλαίσιο των εποπτικών τους δραστηριοτήτων.

    Άρθρο 43

    Παροχή πληροφοριών στις ΜΧΠ

    Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι εποπτικοί φορείς κοινοποιούν στη ΜΧΠ τουλάχιστον τις ακόλουθες πληροφορίες:

    α)

    τον κατάλογο των εγκαταστάσεων που λειτουργούν στο αντίστοιχο κράτος μέλος και τον κατάλογο των υποδομών που τελούν υπό την εποπτεία τους σύμφωνα με το άρθρο 38 παράγραφος 1, καθώς και τυχόν αλλαγές στους εν λόγω καταλόγους·

    β)

    όλα τα σχετικά πορίσματα που υποδεικνύουν σοβαρές αδυναμίες των συστημάτων αναφοράς των υπόχρεων οντοτήτων·

    γ)

    τα αποτελέσματα των εκτιμήσεων κινδύνου που διενεργούνται σύμφωνα με το άρθρο 40, σε συγκεντρωτική μορφή.

    Άρθρο 44

    Γενικές αρχές όσον αφορά την εποπτική συνεργασία

    Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι εποπτικοί φορείς συνεργάζονται μεταξύ τους στον μεγαλύτερο δυνατό βαθμό, ανεξαρτήτως φύσης ή καθεστώτος. Αυτή η συνεργασία περιλαμβάνει επίσης τη διενέργεια, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων του εποπτικού φορέα στον οποίο απευθύνεται το αίτημα, ερευνών για λογαριασμό αιτούντος εποπτικού φορέα, και την επακόλουθη ανταλλαγή των πληροφοριών που λαμβάνονται μέσω αυτών των ερευνών, ή τη διευκόλυνση της διεξαγωγής των εν λόγω ερευνών από τον αιτούντα εποπτικό φορέα.

    Άρθρο 45

    Παροχή πληροφοριών περί διασυνοριακών δραστηριοτήτων

    1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι εποπτικοί φορείς του κράτους μέλους καταγωγής ενημερώνουν τους εποπτικούς φορείς του κράτους μέλους υποδοχής το συντομότερο δυνατόν και, σε κάθε περίπτωση, εντός 3 μηνών από τη λήψη κοινοποίησης σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2024/1624 σχετικά με τις δραστηριότητες που προτίθεται να ασκήσει η υπόχρεη οντότητα στο κράτος μέλος υποδοχής.

    Κάθε μεταγενέστερη αλλαγή που κοινοποιείται στους εποπτικούς φορείς του κράτους μέλους καταγωγής σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2024/1624 κοινοποιείται στους εποπτικούς φορείς του κράτους μέλους υποδοχής το συντομότερο δυνατόν και, σε κάθε περίπτωση, εντός 1 μηνός από την παραλαβή της κοινοποίησης.

    2.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι εποπτικοί φορείς του κράτους μέλους καταγωγής ανταλλάσσουν με τους εποπτικούς φορείς του κράτους μέλους υποδοχής πληροφορίες σχετικά με τις δραστηριότητες που ασκούνται πραγματικά από την υπόχρεη οντότητα στο έδαφος του κράτους μέλους υποδοχής, τις οποίες λαμβάνουν στο πλαίσιο των εποπτικών δραστηριοτήτων τους, συμπεριλαμβανομένων των πληροφοριών που υποβάλλουν οι υπόχρεες οντότητες ως απάντηση σε εποπτικά ερωτηματολόγια, καθώς και κάθε σχετική πληροφορία που συνδέεται με τις δραστηριότητες που διεξάγονται στο κράτος μέλος υποδοχής.

    Οι πληροφορίες που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο ανταλλάσσονται τουλάχιστον σε ετήσια βάση. Όταν οι εν λόγω πληροφορίες παρέχονται σε συγκεντρωτική μορφή, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι εποπτικοί φορείς του κράτους μέλους καταγωγής ανταποκρίνονται αμέσως σε κάθε αίτημα των εποπτικών φορέων του κράτους μέλους υποδοχής για παροχή πρόσθετων πληροφοριών.

    Κατά παρέκκλιση από το δεύτερο εδάφιο της παρούσας παραγράφου, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι εποπτικοί φορείς του κράτους μέλους καταγωγής ενημερώνουν τους εποπτικούς φορείς του κράτους μέλους υποδοχής αμέσως μόλις λάβουν κοινοποίηση από τις υπόχρεες οντότητες σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2024/1624 ότι έχουν αρχίσει οι δραστηριότητες στο κράτος μέλος υποδοχής.

    Άρθρο 46

    Διατάξεις που σχετίζονται με τη συνεργασία στο πλαίσιο της ομαδικής εποπτείας

    1.   Στην περίπτωση πιστωτικών ιδρυμάτων και χρηματοπιστωτικών οργανισμών που ανήκουν σε όμιλο, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, για τους σκοπούς που ορίζονται στο άρθρο 37 παράγραφος 1, οι αρχές χρηματοπιστωτικής εποπτείας του κράτους μέλους καταγωγής και εκείνες του κράτους μέλους υποδοχής συνεργάζονται μεταξύ τους στον μέγιστο δυνατό βαθμό, ανεξάρτητα από την αντίστοιχη φύση τους ή το αντίστοιχο καθεστώς τους. Συνεργάζονται επίσης με την ΑΚΝΕΠΑΔ όταν δρα ως εποπτικός φορέας.

    2.   Εκτός από τις περιπτώσεις όπου η ΑΚΝΕΠΑΔ δρα ως εποπτικός φορέας, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρχές χρηματοπιστωτικής εποπτείας του κράτους μέλους καταγωγής εποπτεύουν την αποτελεσματική εφαρμογή των πολιτικών, των διαδικασιών και των ελέγχων σε επίπεδο ομίλου που αναφέρονται στο κεφάλαιο ΙΙ, τμήμα 2 του κανονισμού (EΕ) 2024/1624. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν επίσης ότι οι αρχές χρηματοπιστωτικής εποπτείας του κράτους μέλους υποδοχής εποπτεύουν τη συμμόρφωση των εγκαταστάσεων που βρίσκονται στο έδαφος του οικείου κράτους μέλους με τους κανονισμούς (EΕ) 2024/1624 και (ΕΕ) 2023/1113.

    3.   Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, και εκτός από τις περιπτώσεις στις οποίες τα εποπτικά σώματα ΚΞΧ/ΧΤ έχουν συσταθεί σύμφωνα με το άρθρο 49, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρχές χρηματοπιστωτικής εποπτείας παρέχουν αμοιβαία τις πληροφορίες που απαιτούνται για την άσκηση των εποπτικών τους καθηκόντων, είτε κατόπιν αιτήματος είτε με δική τους πρωτοβουλία. Ειδικότερα, οι αρχές χρηματοπιστωτικής εποπτείας ανταλλάσσουν κάθε πληροφορία που θα μπορούσε να επηρεάσει σημαντικά την εκτίμηση της έκθεσης σε εγγενή ή υπολειπόμενο κίνδυνο ενός πιστωτικού ιδρύματος ή χρηματοπιστωτικού οργανισμού σε άλλο κράτος μέλος, συμπεριλαμβανομένων:

    α)

    του προσδιορισμού της νομικής δομής, της διακυβέρνησης και της οργανωτικής δομής του ομίλου, που καλύπτει όλες τις θυγατρικές και όλα τα υποκαταστήματα·

    β)

    των συναφών πληροφοριών για τους πραγματικούς δικαιούχους και τα ανώτερα διοικητικά στελέχη, συμπεριλαμβανομένων των αποτελεσμάτων των ελέγχων καταλληλότητας, οι οποίοι διενεργούνται είτε δυνάμει της παρούσας οδηγίας είτε βάσει άλλων νομικών πράξεων της Ένωσης·

    γ)

    των πολιτικών, των διαδικασιών και των ελέγχων που διεξάγονται εντός του ομίλου·

    δ)

    των πληροφοριών σχετικά με τη δέουσα επιμέλεια ως προς τον πελάτη, συμπεριλαμβανομένων των φακέλων πελατών και των αρχείων συναλλαγών·

    ε)

    των δυσμενών εξελίξεων σε σχέση με τη μητρική επιχείρηση, τις θυγατρικές ή τα υποκαταστήματα, οι οποίες θα μπορούσαν να επηρεάσουν σοβαρά άλλα μέρη του ομίλου·

    στ)

    των χρηματικών κυρώσεων που προτίθενται να επιβάλουν οι αρχές χρηματοπιστωτικής εποπτείας και των διοικητικών μέτρων που προτίθενται να εφαρμόσουν οι αρχές χρηματοπιστωτικής εποπτείας σύμφωνα με το τμήμα 4 του παρόντος κεφαλαίου.

    Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν επίσης ότι οι αρχές χρηματοπιστωτικής εποπτείας είναι σε θέση να διεξάγουν, στο πλαίσιο των εξουσιών τους, έρευνες για λογαριασμό αιτούντος εποπτικού φορέα και να μοιράζονται τις πληροφορίες που λαμβάνονται μέσω τέτοιων ερευνών, ή να διευκολύνουν τη διεξαγωγή των εν λόγω ερευνών από τον αιτούντα εποπτικό φορέα.

    4.   Έως τις 10 Ιουλίου 2026, η ΑΚΝΕΠΑΔ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων και τα υποβάλλει στην Επιτροπή για έγκριση. Τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων περιγράφουν λεπτομερώς τα αντίστοιχα καθήκοντα των εποπτικών φορέων καταγωγής και υποδοχής, καθώς και τους τρόπους συνεργασίας μεταξύ τους.

    Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να συμπληρώνει την παρούσα οδηγία εγκρίνοντας τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 49 έως 52 του κανονισμού (ΕΕ) 2024/1620.

    5.   Οι αρχές χρηματοπιστωτικής εποπτείας μπορούν να παραπέμπουν στην ΑΚΝΕΠΑΔ οποιαδήποτε από τις ακόλουθες περιπτώσεις:

    α)

    όταν μια αρχή χρηματοπιστωτικής εποπτείας δεν έχει κοινοποιήσει τις πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 3·

    β)

    όταν ένα αίτημα για συνεργασία έχει απορριφθεί ή δεν έχει διεκπεραιωθεί εντός εύλογου διαστήματος.

    γ)

    σε περίπτωση διαφωνίας για αντικειμενικούς λόγους σχετικά με τις διαπιστωθείσες παραβάσεις και τις χρηματικές κυρώσεις που πρέπει να επιβληθούν ή τα διοικητικά μέτρα που πρέπει να εφαρμοστούν στην οντότητα ή τον όμιλο για την αποκατάσταση των εν λόγω παραβάσεων.

    Η ΑΚΝΕΠΑΔ μπορεί να ενεργήσει στο πλαίσιο των εξουσιών που της έχουν ανατεθεί βάσει του άρθρου 33 του κανονισμού (ΕΕ) 2024/1620. Όταν ενεργεί σύμφωνα με τις εξουσίες αυτές, η ΑΚΝΕΠΑΔ διατυπώνει τη γνώμη της σχετικά με το αντικείμενο του αιτήματος εντός 1 μηνός.

    6.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται επίσης στην εποπτεία:

    α)

    ομίλων υπόχρεων οντοτήτων στον μη χρηματοπιστωτικό τομέα·

    β)

    υπόχρεων οντοτήτων που δραστηριοποιούνται υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών χωρίς υποδομή σε κράτη μέλη διαφορετικά από το κράτος μέλος στο οποίο είναι εγκατεστημένες, όταν η εποπτεία των δραστηριοτήτων στο εν λόγω άλλο κράτος μέλος ασκείται από τους εποπτικούς φορείς του εν λόγω άλλου κράτους μέλους σύμφωνα με το άρθρο 37 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο.

    Όταν προκύπτουν οι καταστάσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 5 σε σχέση με τις αρχές μη χρηματοπιστωτικής εποπτείας, η ΑΚΝΕΠΑΔ μπορεί να ενεργεί σύμφωνα με τις εξουσίες που της έχουν ανατεθεί βάσει του άρθρου 38 του κανονισμού (ΕΕ) 2024/1620.

    Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν επίσης ότι, σε περιπτώσεις κατά τις οποίες υπόχρεες οντότητες στον μη χρηματοπιστωτικό τομέα αποτελούν μέρος δομών που διαθέτουν κοινή κυριότητα, διοίκηση ή έλεγχο συμμόρφωσης, συμπεριλαμβανομένων δικτύων ή εταιρικών σχέσεων, οι αρχές μη χρηματοπιστωτικής εποπτείας συνεργάζονται και ανταλλάσσουν πληροφορίες.

    Άρθρο 47

    Εποπτική συνεργασία σχετικά με υπόχρεες οντότητες που ασκούν διασυνοριακές δραστηριότητες

    1.   Όταν υπόχρεες οντότητες που δεν ανήκουν σε όμιλο ασκούν διασυνοριακές δραστηριότητες, όπως αναφέρεται στο άρθρο 54 παράγραφος 1 και η εποπτεία επιμερίζεται μεταξύ των εποπτικών φορέων του κράτους μέλους καταγωγής και του κράτους μέλους υποδοχής σύμφωνα με τα άρθρα 37 παράγραφος 1 και 38 παράγραφος 1, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι εν λόγω εποπτικοί φορείς συνεργάζονται μεταξύ τους στον μέγιστο δυνατό βαθμό και αλληλοβοηθούνται κατά την άσκηση της εποπτείας σύμφωνα με τα άρθρα 37 παράγραφος 1 και 38 παράγραφος 1.

    Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου, και εκτός από τις περιπτώσεις στις οποίες συστήνονται εποπτικά σώματα ΚΞΧ/ΧΤ σύμφωνα με το άρθρο 49, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι εποπτικοί φορείς:

    α)

    ανταλλάσσουν μεταξύ τους κάθε πληροφορία που χρειάζονται για την άσκηση των εποπτικών καθηκόντων τους, είτε κατόπιν αιτήματος είτε ιδία πρωτοβουλία, συμπεριλαμβανομένων των πληροφοριών που αναφέρονται στο άρθρο 46 παράγραφος 3 πρώτο εδάφιο στοιχεία α), β) και δ), όταν οι πληροφορίες αυτές είναι απαραίτητες για την εκτέλεση των εποπτικών καθηκόντων·

    β)

    αλληλοενημερώνονται για τυχόν δυσμενείς εξελίξεις σε σχέση με την υπόχρεη οντότητα, τις εγκαταστάσεις ή τα είδη υποδομών της, οι οποίες θα μπορούσαν να επηρεάσουν σοβαρά τη συμμόρφωση της οντότητας με τις εφαρμοστέες απαιτήσεις, καθώς και σχετικά με τις χρηματικές κυρώσεις που προτίθενται να επιβάλουν ή διοικητικά μέτρα που προτίθενται να εφαρμόσουν σύμφωνα με το τμήμα 4 του παρόντος κεφαλαίου·

    γ)

    είναι σε θέση να διεξάγουν, στο πλαίσιο των εξουσιών τους, έρευνες για λογαριασμό αιτούντος εποπτικού φορέα και να μοιράζονται τις πληροφορίες που λαμβάνονται μέσω τέτοιων ερευνών, ή να διευκολύνουν τη διεξαγωγή των εν λόγω ερευνών από τον αιτούντα εποπτικό φορέα.

    Η παρούσα παράγραφος εφαρμόζεται επίσης στην περίπτωση υπόχρεων οντοτήτων που είναι εγκατεστημένες σε ένα μόνο κράτος μέλος και λειτουργούν υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών χωρίς καμία υποδομή σε άλλο κράτος μέλος, όταν η εποπτεία των δραστηριοτήτων στο εν λόγω άλλο κράτος μέλος ασκείται από τους εποπτικούς φορείς του εν λόγω κράτους μέλους σύμφωνα με το άρθρο 37 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο.

    2.   Όταν η εποπτεία της υπόχρεης οντότητας και οποιουδήποτε είδους υποδομής της σε άλλα κράτη μέλη ανατίθεται στους εποπτικούς φορείς του κράτους μέλους καταγωγής σύμφωνα με το άρθρο 38 παράγραφος 2, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι εποπτικοί φορείς του κράτους μέλους καταγωγής ενημερώνουν τακτικά τους εποπτικούς φορείς του κράτους μέλους υποδοχής σχετικά με τα μέτρα που εφαρμόζονται εντός της υπόχρεης οντότητας και τη συμμόρφωση της εν λόγω οντότητας με τις ισχύουσες απαιτήσεις, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που ισχύουν στο κράτος μέλος υποδοχής. Όταν εντοπίζονται σοβαρές, επανειλημμένες ή συστηματικές παραβάσεις, οι εποπτικοί φορείς του κράτους μέλους καταγωγής ενημερώνουν αμέσως τους εποπτικούς φορείς του κράτους μέλους υποδοχής για τις εν λόγω παραβάσεις και για τυχόν χρηματικές κυρώσεις που προτίθενται να επιβάλουν και διοικητικά μέτρα που προτίθενται να εφαρμόσουν για την αντιμετώπισή τους.

    Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι εποπτικοί φορείς του κράτους μέλους υποδοχής παρέχουν συνδρομή στους εποπτικούς φορείς του κράτους μέλους καταγωγής, ώστε να διασφαλίζεται η επαλήθευση της συμμόρφωσης της υπόχρεης οντότητας με τις νομικές απαιτήσεις. Ειδικότερα, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι εποπτικοί φορείς του κράτους μέλους υποδοχής ενημερώνουν τους εποπτικούς φορείς του κράτους μέλους καταγωγής για τυχόν σοβαρές αμφιβολίες που έχουν όσον αφορά τη συμμόρφωση της υπόχρεης οντότητας με τις ισχύουσες απαιτήσεις και ότι μοιράζονται κάθε πληροφορία που διαθέτουν εν προκειμένω με τους εποπτικούς φορείς του κράτους μέλους καταγωγής.

    Η παρούσα παράγραφος εφαρμόζεται επίσης στην περίπτωση υπόχρεων οντοτήτων που είναι εγκατεστημένες σε ένα μόνο κράτος μέλος και λειτουργούν υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών σε άλλο κράτος μέλος χωρίς καμία υποδομή εκεί, πλην των περιπτώσεων κατά τις οποίες η εποπτεία των δραστηριοτήτων στο εν λόγω άλλο κράτος μέλος ασκείται από τους εποπτικούς φορείς του εν λόγω άλλου κράτους μέλους σύμφωνα με το άρθρο 37 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο.

    3.   Οι εποπτικοί φορείς έχουν τη δυνατότητα να παραπέμπουν στην ΑΚΝΕΠΑΔ οποιαδήποτε από τις ακόλουθες περιπτώσεις:

    α)

    όταν ένας εποπτικός φορέας δεν έχει κοινοποιήσει τις πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 δεύτερο εδάφιο στοιχεία α) και β) ή στην παράγραφο 2 πρώτο και δεύτερο εδάφιο·

    β)

    όταν ένα αίτημα για συνεργασία έχει απορριφθεί ή δεν έχει διεκπεραιωθεί εντός εύλογου διαστήματος·

    γ)

    σε περίπτωση διαφωνίας για αντικειμενικούς λόγους σχετικά με τις διαπιστωθείσες παραβάσεις και τις χρηματικές κυρώσεις που πρέπει να επιβληθούν ή τα διοικητικά μέτρα που πρέπει να εφαρμοστούν στην οντότητα για την αποκατάσταση των εν λόγω παραβάσεων.

    Η ΑΚΝΕΠΑΔ ενεργεί στο πλαίσιο των εξουσιών που της έχουν ανατεθεί βάσει των άρθρων 33 και 38 του κανονισμού (ΕΕ) 2024/1620. Η ΑΚΝΕΠΑΔ διατυπώνει τη γνώμη της σχετικά με το αντικείμενο του αιτήματος εντός 1 μηνός.

    Άρθρο 48

    Ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με την εφαρμογή των πολιτικών του ομίλου σε τρίτες χώρες

    Οι εποπτικοί φορείς της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένης της ΑΚΝΕΠΑΔ, αλληλοενημερώνονται για τις περιπτώσεις στις οποίες το δίκαιο τρίτης χώρας δεν επιτρέπει την εφαρμογή των πολιτικών, των διαδικασιών και των ελέγχων που απαιτούνται από το άρθρο 16 του κανονισμού (EΕ) 2024/1624. Σε αυτές τις περιπτώσεις, μπορεί να αναληφθεί συντονισμένη δράση από τους εποπτικούς φορείς προκειμένου να επιτευχθεί λύση. Όταν εκτιμούν ποιες τρίτες χώρες δεν επιτρέπουν την εφαρμογή των πολιτικών, των διαδικασιών και των ελέγχων που απαιτούνται βάσει του άρθρου 16 του κανονισμού (EΕ) 2024/1624, οι εποπτικοί φορείς λαμβάνουν υπόψη τυχόν νομικούς περιορισμούς που μπορεί να παρεμποδίζουν την ορθή εφαρμογή αυτών των πολιτικών, διαδικασιών και ελέγχων, μεταξύ των οποίων το επαγγελματικό απόρρητο, το ανεπαρκές επίπεδο προστασίας δεδομένων και άλλοι περιορισμοί που περιορίζουν την ανταλλαγή των πληροφοριών που μπορεί να είναι χρήσιμες γι’ αυτόν τον σκοπό.

    ΤΜΗΜΑ 2

    Συνεργασία μεταξύ των εποπτικών σωμάτων ΚΞΧ/ΧΤ και με ομολόγους τους σε τρίτες χώρες

    Άρθρο 49

    Εποπτικά σώματα ΚΞΧ/ΧΤ στον χρηματοπιστωτικό τομέα

    1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι η αρχή χρηματοπιστωτικής εποπτείας που είναι υπεύθυνη για τη μητρική επιχείρηση ομίλου πιστωτικών ιδρυμάτων ή χρηματοπιστωτικών οργανισμών ή για την έδρα πιστωτικού ιδρύματος ή χρηματοπιστωτικού οργανισμού συστήνει ειδικά εποπτικά σώματα ΚΞΧ/ΧΤ σε οιαδήποτε από τις ακόλουθες περιπτώσεις:

    α)

    όταν ένα πιστωτικό ίδρυμα ή ένας χρηματοπιστωτικός οργανισμός, ή όμιλοί τους, έχουν αποκτήσει εγκαταστάσεις σε τουλάχιστον δύο διαφορετικά κράτη μέλη εκτός από το κράτος μέλος στο οποίο βρίσκεται η εταιρική έδρα τους·

    β)

    όταν ένα πιστωτικό ίδρυμα ή χρηματοπιστωτικός οργανισμός τρίτης χώρας έχει αποκτήσει εγκαταστάσεις σε τουλάχιστον τρία κράτη μέλη.

    2.   Τα μόνιμα μέλη του σώματος είναι η αρχή χρηματοπιστωτικής εποπτείας που είναι υπεύθυνη για τη μητρική επιχείρηση ή για την έδρα, οι αρχές χρηματοπιστωτικής εποπτείας που είναι υπεύθυνες για τις εγκαταστάσεις στα κράτη μέλη υποδοχής, και οι αρχές χρηματοπιστωτικής εποπτείας που είναι υπεύθυνες για τις υποδομές στα κράτη μέλη υποδοχής σύμφωνα με το άρθρο 38.

    3.   Το παρόν δεν εφαρμόζεται όταν η ΑΚΝΕΠΑΔ δρα ως εποπτικός φορέας.

    4.   Οι δραστηριότητες των εποπτικών σωμάτων ΚΞΧ/ΧΤ είναι ανάλογες προς το επίπεδο των κινδύνων νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας στους οποίους εκτίθεται το πιστωτικό ίδρυμα ή ο χρηματοπιστωτικός οργανισμός ή ο όμιλος, καθώς και προς την κλίμακα των διασυνοριακών δραστηριοτήτων του.

    5.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρχές χρηματοπιστωτικής εποπτείας εντοπίζουν:

    α)

    όλα τα πιστωτικά ιδρύματα ή χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί που έχουν λάβει άδεια στο κράτος μέλος τους και διαθέτουν εγκαταστάσεις σε άλλα κράτη μέλη ή τρίτες χώρες·

    β)

    όλες τις εγκαταστάσεις που έχουν συσταθεί από πιστωτικά ιδρύματα ή χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς σε άλλα κράτη μέλη ή τρίτες χώρες·

    γ)

    εγκαταστάσεις που έχουν συσταθεί στο έδαφός τους από πιστωτικά ιδρύματα ή χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς άλλων κρατών μελών ή τρίτων χωρών.

    6.   Σε περιπτώσεις άλλες από εκείνες που καλύπτονται από το άρθρο 38, όταν πιστωτικά ιδρύματα ή χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί ασκούν δραστηριότητες σε άλλα κράτη μέλη στο πλαίσιο της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, η αρχή χρηματοπιστωτικής εποπτείας του κράτους μέλους καταγωγής μπορεί να καλεί τις αρχές χρηματοπιστωτικής εποπτείας των εν λόγω κρατών μελών να συμμετέχουν στο σώμα ως παρατηρητές.

    7.   Όταν ένας όμιλος πιστωτικών ιδρυμάτων ή χρηματοπιστωτικών οργανισμών περιλαμβάνει οποιαδήποτε υπόχρεη οντότητα στον μη χρηματοπιστωτικό τομέα, η αρχή χρηματοπιστωτικής εποπτείας που συστήνει το σώμα καλεί τους εποπτικούς φορείς των εν λόγω υπόχρεων οντοτήτων να συμμετάσχουν στο σώμα.

    8.   Τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέψουν τη σύσταση εποπτικών σωμάτων ΚΞΧ/ΧΤ όταν ένα πιστωτικό ίδρυμα ή χρηματοπιστωτικός οργανισμός εγκατεστημένο στην Ένωση έχει αποκτήσει εγκαταστάσεις σε τουλάχιστον δύο τρίτες χώρες. Οι αρχές χρηματοπιστωτικής εποπτείας μπορούν να καλέσουν τις ομολόγους τους στις εν λόγω τρίτες χώρες να συστήσουν ένα τέτοιο σώμα. Οι αρχές χρηματοπιστωτικής εποπτείας που συμμετέχουν στο σώμα συνάπτουν γραπτή συμφωνία που περιγράφει λεπτομερώς τους όρους και τις διαδικασίες της συνεργασίας και της ανταλλαγής πληροφοριών.

    9.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα σώματα χρησιμοποιούνται, μεταξύ άλλων, για την ανταλλαγή πληροφοριών, την παροχή αμοιβαίας συνδρομής ή τον συντονισμό της εποπτικής προσέγγισης έναντι του ομίλου ή του ιδρύματος, συμπεριλαμβανομένης, όπου απαιτείται, της λήψης των κατάλληλων και αναλογικών μέτρων για την αντιμετώπιση σοβαρών παραβιάσεων των κανονισμών (ΕΕ) 2024/1624 και (ΕΕ) 2023/1113, οι οποίες εντοπίζονται στο επίπεδο του ομίλου ή του πιστωτικού ιδρύματος ή χρηματοπιστωτικού οργανισμού ή σε όλες τις εγκαταστάσεις που έχουν συσταθεί από τον όμιλο ή το ίδρυμα στη δικαιοδοσία ενός εποπτικού φορέα που συμμετέχει στο σώμα.

    10.   Η ΑΚΝΕΠΑΔ μπορεί να παρίσταται στις συνεδριάσεις των εποπτικών σωμάτων ΚΞΧ/ΧΤ και διευκολύνει το έργο τους σύμφωνα με το άρθρο 31 του κανονισμού (ΕΕ) 2024/1620. Όταν η ΑΚΝΕΠΑΔ αποφασίζει να συμμετάσχει στις συνεδριάσεις ενός εποπτικού σώματος ΚΞΧ/ΧΤ, το κάνει με την ιδιότητα του παρατηρητή.

    11.   Οι αρχές χρηματοπιστωτικής εποπτείας μπορούν να επιτρέπουν σε ομόλογές τους αρχές τρίτων χωρών να συμμετέχουν ως παρατηρητές σε εποπτικά σώματα ΚΞΧ/ΧΤ στην περίπτωση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο β), ή όταν όμιλοι ή πιστωτικά ιδρύματα ή χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί της Ένωσης λειτουργούν υποκαταστήματα και θυγατρικές στις εν λόγω τρίτες χώρες, υπό την προϋπόθεση ότι:

    α)

    οι ομόλογες αρχές από τρίτες χώρες υποβάλλουν αίτηση συμμετοχής και τα μέλη του σώματος συμφωνούν με τη συμμετοχή τους, ή τα μέλη του σώματος συμφωνούν να προσκαλέσουν τις εν λόγω ομόλογες αρχές·

    β)

    τηρούνται οι κανόνες της Ένωσης για την προστασία των δεδομένων όσον αφορά τις διαβιβάσεις δεδομένων·

    γ)

    οι ομόλογες αρχές από τρίτες χώρες υπογράφουν τη γραπτή συμφωνία που αναφέρεται στην παράγραφο 8 τρίτη περίοδος και ανταλλάσσουν εντός του σώματος τις σχετικές πληροφορίες που διαθέτουν για την εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων ή χρηματοπιστωτικών οργανισμών ή του ομίλου·

    δ)

    οι πληροφορίες που δημοσιοποιούνται υπόκεινται σε απαιτήσεις διασφάλισης του επαγγελματικού απορρήτου τουλάχιστον ισοδύναμες με αυτές που αναφέρονται στο άρθρο 67 παράγραφος 1 και χρησιμοποιούνται με αποκλειστικό σκοπό την εκτέλεση των εποπτικών καθηκόντων των συμμετεχουσών αρχών χρηματοπιστωτικής εποπτείας ή των ομόλογων αρχών σε τρίτες χώρες.

    Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρχές χρηματοπιστωτικής εποπτείας που συστήνουν τα σώματα διενεργούν αξιολόγηση για να διερευνηθεί αν πληρούνται οι προϋποθέσεις του πρώτου εδαφίου και την υποβάλλουν στα μόνιμα μέλη του σώματος. Η εν λόγω αξιολόγηση διενεργείται, πριν επιτραπεί στην ομόλογο τρίτης χώρας να συμμετάσχει στο σώμα και, αν χρειαστεί, μπορεί να επαναληφθεί αργότερα. Οι αρχές χρηματοπιστωτικής εποπτείας του κράτους μέλους καταγωγής μπορούν να ζητήσουν υποστήριξη από την ΑΚΝΕΠΑΔ για τη διενέργεια της εν λόγω αξιολόγησης.

    12.   Όταν τα μόνιμα μέλη του σώματος το κρίνουν αναγκαίο, μπορούν να προσκαλούνται και άλλοι παρατηρητές, υπό την προϋπόθεση ότι τηρούνται οι απαιτήσεις εμπιστευτικότητας. Οι παρατηρητές μπορούν να περιλαμβάνουν φορείς προληπτικής εποπτείας, συμπεριλαμβανομένης της ΕΚΤ που ενεργεί σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 του Συμβουλίου (43), καθώς και τις Ευρωπαϊκές Εποπτικές Αρχές και τις ΜΧΠ.

    13.   Όταν τα μέλη ενός σώματος διαφωνούν σχετικά με τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν σε σχέση με υπόχρεη οντότητα, μπορούν να παραπέμψουν το θέμα στην ΑΚΝΕΠΑΔ και να ζητήσουν τη συνδρομή της σύμφωνα με το άρθρο 33 του κανονισμού (ΕΕ) 2024/1620.

    14.   Έως τις 10 Ιουλίου 2026, η ΑΚΝΕΠΑΔ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων και τα υποβάλλει στην Επιτροπή για έγκριση. Τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων διευκρινίζουν:

    α)

    τους γενικούς όρους για τη λειτουργία, ανάλογα με τον βαθμό κινδύνου, των εποπτικών σωμάτων ΚΞΧ/ΧΤ στον χρηματοπιστωτικό τομέα, συμπεριλαμβανομένων των όρων συνεργασίας μεταξύ των μόνιμων μελών και των παρατηρητών και της επιχειρησιακής λειτουργίας αυτών των σωμάτων·

    β)

    το υπόδειγμα για τη γραπτή συμφωνία προς υπογραφή από τις αρχές χρηματοπιστωτικής εποπτείας σύμφωνα με την παράγραφο 8·

    γ)

    κάθε πρόσθετο μέτρο που πρέπει να εφαρμόζουν τα σώματα σε περίπτωση ομίλων, οι οποίοι περιλαμβάνουν υπόχρεες οντότητες στον μη χρηματοπιστωτικό τομέα·

    δ)

    τις προϋποθέσεις για τη συμμετοχή αρχών χρηματοπιστωτικής εποπτείας σε τρίτες χώρες.

    Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να συμπληρώνει την παρούσα οδηγία εγκρίνοντας τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 49 έως 52 του κανονισμού (ΕΕ) 2024/1620.

    Άρθρο 50

    Εποπτικά σώματα ΚΞΧ/ΧΤ στον μη χρηματοπιστωτικό τομέα

    1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρχές μη χρηματοπιστωτικής εποπτείας που είναι υπεύθυνες για τη μητρική επιχείρηση ομίλου υπόχρεων οντοτήτων στον μη χρηματοπιστωτικό τομέα ή για την έδρα υπόχρεης οντότητας στον μη χρηματοπιστωτικό τομέα, μπορούν να συστήνουν ειδικά εποπτικά σώματα ΚΞΧ/ΧΤ σε οιαδήποτε από τις ακόλουθες περιπτώσεις:

    α)

    όταν μία υπόχρεη οντότητα στον μη χρηματοπιστωτικό τομέα, ή όμιλός της, έχει αποκτήσει εγκαταστάσεις σε τουλάχιστον δύο διαφορετικά κράτη μέλη εκτός από το κράτος μέλος στο οποίο βρίσκεται η έδρα του·

    β)

    όταν μια οντότητα τρίτης χώρας που υπόκειται σε απαιτήσεις ΚΞΧ/ΧΤ η οποία δεν είναι πιστωτικό ίδρυμα ή ένας χρηματοπιστωτικός οργανισμός έχει αποκτήσει εγκαταστάσεις σε τουλάχιστον τρία κράτη μέλη.

    Η παρούσα παράγραφος εφαρμόζεται επίσης σε δομές που τελούν υπό κοινή κυριότητα, διοίκηση ή έλεγχο συμμόρφωσης, συμπεριλαμβανομένων δικτύων ή εταιρικών σχέσεων για τις οποίες ισχύουν απαιτήσεις σε επίπεδο ομίλου σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) 2024/1624.

    Τα μόνιμα μέλη του σώματος είναι η αρχή μη χρηματοπιστωτικής εποπτείας που είναι υπεύθυνη για τη μητρική επιχείρηση ή την έδρα και οι αρχές μη χρηματοπιστωτικής εποπτείας που είναι υπεύθυνες για τις εγκαταστάσεις στα κράτη μέλη υποδοχής ή για την εποπτεία της εν λόγω υπόχρεης οντότητας σε άλλα κράτη μέλη στις περιπτώσεις που καλύπτονται από το άρθρο 37 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο.

    2.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, όταν η αρχή μη χρηματοπιστωτικής εποπτείας που είναι υπεύθυνη για τη μητρική επιχείρηση ομίλου ή για την έδρα υπόχρεης οντότητας δεν συστήνει σώμα, οι αρχές μη χρηματοπιστωτικής εποπτείας που αναφέρονται στην παράγραφο 1 δεύτερο εδάφιο στοιχείο β) μπορούν να υποβάλουν γνώμη που να αναφέρει ότι, δεδομένων των κινδύνων νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας στους οποίους εκτίθεται η υπόχρεη οντότητα ή ο όμιλος και της κλίμακας των οικείων διασυνοριακών δραστηριοτήτων, συστήνεται σώμα. Η εν λόγω γνώμη υποβάλλεται από τουλάχιστον δύο αρχές μη χρηματοπιστωτικής εποπτείας και απευθύνεται:

    α)

    στην αρχή μη χρηματοπιστωτικής εποπτείας που είναι υπεύθυνη για τη μητρική επιχείρηση ομίλου ή για την έδρα υπόχρεης οντότητας·

    β)

    στην ΑΚΝΕΠΑΔ·

    γ)

    σε όλες οι άλλες αρχές μη χρηματοπιστωτικής εποπτείας.

    Όταν η αρχή μη χρηματοπιστωτικής εποπτείας που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο στοιχείο α) της παρούσας παραγράφου είναι αυτορρυθμιζόμενος φορέας, η εν λόγω γνώμη υποβάλλεται επίσης στη δημόσια αρχή που είναι υπεύθυνη για την επίβλεψη του εν λόγω αυτορρυθμιζόμενου φορέα σύμφωνα με το άρθρο 52.

    3.   Όταν, μετά την υποβολή γνώμης σύμφωνα με την παράγραφο 2, η αρχή μη χρηματοπιστωτικής εποπτείας που είναι υπεύθυνη για τη μητρική επιχείρηση ομίλου ή την έδρα υπόχρεης οντότητας εξακολουθεί να κρίνει ότι δεν είναι αναγκαία η σύσταση σώματος, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι άλλες αρχές μη χρηματοπιστωτικής εποπτείας είναι σε θέση να συστήσουν το σώμα, υπό την προϋπόθεση ότι θα απαρτίζεται από τουλάχιστον δύο μέλη. Στις περιπτώσεις αυτές, οι εν λόγω αρχές μη χρηματοπιστωτικής εποπτείας αποφασίζουν μεταξύ τους ποιος είναι ο υπεύθυνος για το σώμα εποπτικός φορέας. Η αρχή μη χρηματοπιστωτικής εποπτείας που είναι υπεύθυνη για τη μητρική επιχείρηση ομίλου ή την έδρα υπόχρεης οντότητας ενημερώνεται για τις δραστηριότητες του σώματος και είναι σε θέση να συμμετάσχει στο σώμα ανά πάσα στιγμή.

    4.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρχές μη χρηματοπιστωτικής εποπτείας προσδιορίζουν:

    α)

    όλες τις υπόχρεες οντότητες στον μη χρηματοπιστωτικό τομέα που έχουν την έδρα τους στο κράτος μέλος τους και διαθέτουν εγκαταστάσεις σε άλλα κράτη μέλη ή σε τρίτες χώρες·

    β)

    όλες τις εγκαταστάσεις που έχουν συσταθεί από τις εν λόγω υπόχρεες οντότητες σε άλλα κράτη μέλη ή σε τρίτες χώρες·

    γ)

    τις εγκαταστάσεις που έχουν συσταθεί στο έδαφός τους από υπόχρεες οντότητες στον μη χρηματοπιστωτικό τομέα από άλλα κράτη μέλη ή τρίτες χώρες.

    5.   Όταν υπόχρεες οντότητες στον μη χρηματοπιστωτικό τομέα ασκούν δραστηριότητες σε άλλα κράτη μέλη στο πλαίσιο της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, η αρχή μη χρηματοπιστωτικής εποπτείας του κράτους μέλους καταγωγής μπορεί να καλεί τις αρχές μη χρηματοπιστωτικής εποπτείας των εν λόγω κρατών μελών να συμμετέχουν στο σώμα ως παρατηρητές.

    6.   Όταν ένας όμιλος στον μη χρηματοπιστωτικό τομέα περιλαμβάνει πιστωτικό ίδρυμα ή χρηματοπιστωτικό οργανισμό αλλά η παρουσία του στον όμιλο δεν ανταποκρίνεται στο ελάχιστο όριο για τη σύσταση σώματος σύμφωνα με το άρθρο 49, ο εποπτικός φορέας που συστήνει το σώμα καλεί τις αρχές χρηματοπιστωτικής εποπτείας των εν λόγω πιστωτικών ιδρυμάτων ή χρηματοπιστωτικών οργανισμών να συμμετάσχουν στο σώμα.

    7.   Τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέψουν τη σύσταση εποπτικών σωμάτων ΚΞΧ/ΧΤ, όταν μια υπόχρεη οντότητα στον μη χρηματοπιστωτικό τομέα εγκατεστημένη στην Ένωση έχει αποκτήσει εγκαταστάσεις σε τουλάχιστον δύο τρίτες χώρες. Οι αρχές μη χρηματοπιστωτικής εποπτείας μπορούν να καλέσουν τις ομολόγους τους στις εν λόγω τρίτες χώρες να συστήσουν ένα τέτοιο σώμα. Οι αρχές μη χρηματοπιστωτικής εποπτείας που συμμετέχουν στο σώμα συνάπτουν γραπτή συμφωνία που περιγράφει λεπτομερώς τους όρους και τις διαδικασίες για τη συνεργασία και την ανταλλαγή πληροφοριών.

    Όταν το σώμα συγκροτείται σε σχέση με υπόχρεες οντότητες εκ των αναφερομένων στο άρθρο 3 σημείο 3) στοιχεία α) και β) του κανονισμού (ΕΕ) 2024/1624 ή ομίλους αυτών, η γραπτή συμφωνία που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου περιλαμβάνει επίσης διαδικασίες που διασφαλίζουν ότι οι πληροφορίες οι οποίες συλλέγονται σύμφωνα με το άρθρο 21 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2024/1624 δεν διαμοιράζονται, εκτός εάν εφαρμόζεται το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 21 παράγραφος 2.

    8.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα σώματα χρησιμοποιούνται, μεταξύ άλλων, για την ανταλλαγή πληροφοριών, την παροχή αμοιβαίας συνδρομής ή τον συντονισμό της εποπτικής προσέγγισης έναντι του ομίλου ή της υπόχρεης οντότητας, συμπεριλαμβανομένης, όπου απαιτείται, της λήψης των κατάλληλων και αναλογικών μέτρων για την αντιμετώπιση σοβαρών παραβιάσεων των κανονισμών (ΕΕ) 2024/1624 και (ΕΕ) 2023/1113, οι οποίες εντοπίζονται στο επίπεδο του ομίλου ή της υπόχρεης οντότητας, ή σε όλες τις εγκαταστάσεις που έχουν συσταθεί από τον όμιλο ή την υπόχρεη οντότητα στη δικαιοδοσία ενός εποπτικού φορέα που συμμετέχει στο σώμα.

    9.   Η ΑΚΝΕΠΑΔ μπορεί να παρίσταται στις συνεδριάσεις των εποπτικών σωμάτων ΚΞΧ/ΧΤ και διευκολύνει το έργο τους σύμφωνα με το άρθρο 36 του κανονισμού (ΕΕ) 2024/1620. Όταν η ΑΚΝΕΠΑΔ αποφασίζει να συμμετάσχει στις συνεδριάσεις ενός εποπτικού σώματος ΚΞΧ/ΧΤ, το κάνει με την ιδιότητα του παρατηρητή.

    10.   Οι αρχές μη χρηματοπιστωτικής εποπτείας μπορούν να επιτρέπουν σε ομόλογές τους αρχές τρίτων χωρών να συμμετέχουν σε εποπτικά σώματα ΚΞΧ/ΧΤ ως παρατηρητές, στην περίπτωση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο β), ή όταν υπόχρεες οντότητες της Ένωσης στον μη χρηματοπιστωτικό τομέα ή όμιλοί τους λειτουργούν υποκαταστήματα και θυγατρικές στις εν λόγω τρίτες χώρες, υπό την προϋπόθεση ότι:

    α)

    οι ομόλογες αρχές από τρίτες χώρες υποβάλλουν αίτηση συμμετοχής και τα μέλη του σώματος συμφωνούν με τη συμμετοχή τους, ή τα μέλη του σώματος συμφωνούν να προσκαλέσουν τις εν λόγω ομόλογες αρχές·

    β)

    τηρούνται οι κανόνες της Ένωσης για την προστασία των δεδομένων όσον αφορά τις διαβιβάσεις δεδομένων·

    γ)

    οι ομόλογες αρχές από τρίτες χώρες υπογράφουν τη γραπτή συμφωνία που αναφέρεται στην παράγραφο 7 και ανταλλάσσουν εντός του σώματος τις σχετικές πληροφορίες που διαθέτουν για την εποπτεία της υπόχρεης οντότητας ή του ομίλου·

    δ)

    οι πληροφορίες που δημοσιοποιούνται υπόκεινται σε απαιτήσεις διασφάλισης του επαγγελματικού απορρήτου τουλάχιστον ισοδύναμες με αυτές που αναφέρονται στο άρθρο 67 παράγραφος 1 και χρησιμοποιούνται με αποκλειστικό σκοπό την εκτέλεση των εποπτικών καθηκόντων των συμμετεχουσών αρχών μη χρηματοπιστωτικής εποπτείας ή των ομόλογων αρχών σε τρίτες χώρες.

    Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρχές μη χρηματοπιστωτικής εποπτείας που είναι υπεύθυνες για τη μητρική επιχείρηση ομίλου ή την έδρα υπόχρεης οντότητας ή, στις περιπτώσεις που καλύπτονται από την παράγραφο 3, για το σώμα, διενεργούν αξιολόγηση για να διερευνηθεί αν πληρούνται οι προϋποθέσεις του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου και την υποβάλλουν στα μόνιμα μέλη του σώματος. Η εν λόγω αξιολόγηση διενεργείται πριν επιτραπεί στην ομόλογο τρίτης χώρας να συμμετάσχει στο σώμα και, αν χρειαστεί, μπορεί να επαναληφθεί αργότερα. Οι αρχές μη χρηματοπιστωτικής εποπτείας που είναι επιφορτισμένες με την αξιολόγηση μπορούν να ζητήσουν υποστήριξη από την ΑΚΝΕΠΑΔ για τη διενέργεια της εν λόγω αξιολόγησης.

    11.   Όταν τα μόνιμα μέλη του σώματος το κρίνουν αναγκαίο, μπορούν να προσκαλούνται και άλλοι παρατηρητές υπό την προϋπόθεση ότι τηρούνται οι απαιτήσεις εμπιστευτικότητας. Στους παρατηρητές μπορούν να περιλαμβάνονται και ΜΧΠ.

    12.   Όταν τα μέλη ενός σώματος διαφωνούν σχετικά με τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν σε σχέση με υπόχρεη οντότητα, μπορούν να παραπέμψουν το θέμα στην ΑΚΝΕΠΑΔ και να ζητήσουν τη συνδρομή της σύμφωνα με το άρθρο 38 του κανονισμού (ΕΕ) 2024/1620. Η ΑΚΝΕΠΑΔ γνωμοδοτεί σχετικά με το θέμα της διαφωνίας εντός 2 μηνών.

    13.   Έως τις 10 Ιουλίου 2026, η ΑΚΝΕΠΑΔ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων και τα υποβάλλει στην Επιτροπή για έγκριση. Τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων διευκρινίζουν:

    α)

    τους γενικούς όρους για τη λειτουργία των εποπτικών σωμάτων ΚΞΧ/ΧΤ στον μη χρηματοπιστωτικό τομέα, συμπεριλαμβανομένων των όρων συνεργασίας μεταξύ των μόνιμων μελών και των παρατηρητών και της επιχειρησιακής λειτουργίας αυτών των σωμάτων·

    β)

    το υπόδειγμα για τη γραπτή συμφωνία προς υπογραφή από τις αρχές μη χρηματοπιστωτικής εποπτείας σύμφωνα με την παράγραφο 7·

    γ)

    τις προϋποθέσεις για τη συμμετοχή αρχών μη χρηματοπιστωτικής εποπτείας σε τρίτες χώρες·

    δ)

    κάθε πρόσθετο μέτρο που πρέπει να εφαρμόζουν τα σώματα σε περίπτωση ομίλων οι οποίοι περιλαμβάνουν πιστωτικά ιδρύματα ή χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς.

    Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να συμπληρώνει την παρούσα οδηγία εγκρίνοντας τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 49 έως 52 του κανονισμού (ΕΕ) 2024/1620.

    14.   Έως τις 10 Ιουλίου 2029 και στη συνέχεια ανά διετία, η ΑΚΝΕΠΑΔ εκδίδει γνώμη σχετικά με τη λειτουργία των εποπτικών σωμάτων ΚΞΧ/ΧΤ στον μη χρηματοπιστωτικό τομέα. Η γνώμη αυτή περιλαμβάνει:

    α)

    επισκόπηση των σωμάτων που έχουν συσταθεί από αρχές μη χρηματοπιστωτικής εποπτείας·

    β)

    αξιολόγηση των μέτρων που έλαβαν τα εν λόγω σώματα και του επιπέδου συνεργασίας που επιτεύχθηκε, συμπεριλαμβανομένων των δυσκολιών που αντιμετώπισαν τα σώματα κατά τη λειτουργία τους.

    Άρθρο 51

    Συνεργασία με εποπτικούς φορείς σε τρίτες χώρες

    1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι εποπτικοί φορείς έχουν τη δυνατότητα να συνάπτουν συμφωνίες συνεργασίας που προβλέπουν συνεργασία και ανταλλαγές εμπιστευτικών πληροφοριών με τους ομολόγους τους σε τρίτες χώρες. Οι εν λόγω συμφωνίες συνεργασίας συμμορφώνονται με τους ισχύοντες κανόνες προστασίας δεδομένων και συνάπτονται με βάση την αμοιβαιότητα και καλύπτονται από απαιτήσεις επαγγελματικού απορρήτου τουλάχιστον ισοδύναμες με αυτές που αναφέρονται στο άρθρο 67 παράγραφος 1. Οι εμπιστευτικές πληροφορίες που ανταλλάσσονται σύμφωνα με αυτές τις συμφωνίες συνεργασίας χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για τον σκοπό της εκτέλεσης των εποπτικών καθηκόντων των εν λόγω αρχών.

    Όταν οι πληροφορίες που ανταλλάσσονται προέρχονται από άλλο κράτος μέλος, δημοσιοποιούνται μόνο έπειτα από ρητή συμφωνία του εποπτικού φορέα που τις αντάλλαξε και, κατά περίπτωση, μόνο για τους σκοπούς για τους οποίους ο εποπτικός φορέας έδωσε τη συγκατάθεσή του.

    2.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, η ΑΚΝΕΠΑΔ παρέχει τη συνδρομή που απαιτείται για την αξιολόγηση της ισοδυναμίας των απαιτήσεων επαγγελματικού απορρήτου που ισχύουν για τον ομόλογο της τρίτης χώρας.

    3.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι εποπτικοί φορείς κοινοποιούν στην ΑΚΝΕΠΑΔ οιαδήποτε συμφωνία υπογράφεται σύμφωνα με το παρόν άρθρο, εντός 1 μηνός από την υπογραφή της.

    4.   Έως τις 10 Ιουλίου 2029, η ΑΚΝΕΠΑΔ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων και τα υποβάλλει στην Επιτροπή για έγκριση. Τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων καθορίζουν το υπόδειγμα που θα χρησιμοποιηθεί για τη σύναψη των συμφωνιών συνεργασίας που αναφέρονται στην παράγραφο 1.

    Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 53 του κανονισμού (ΕΕ) 2024/1620.

    ΤΜΗΜΑ 3

    Ειδικές διατάξεις σχετικά με τους αυτορρυθμιζόμενους φορείς

    Άρθρο 52

    Επίβλεψη των αυτορρυθμιζόμενων φορέων

    1.   Όταν τα κράτη μέλη αποφασίζουν, σύμφωνα με το άρθρο 37 παράγραφος 3 της παρούσας οδηγίας, να επιτρέψουν σε αυτορρυθμιζόμενους φορείς να εποπτεύουν τις υπόχρεες οντότητες που αναφέρονται στο άρθρο 3 σημείο 3) στοιχεία α) και β) του κανονισμού (ΕΕ) 2024/1624, διασφαλίζουν ότι οι δραστηριότητες των εν λόγω αυτορρυθμιζόμενων φορέων κατά την εκτέλεση αυτών των καθηκόντων τελούν υπό την επίβλεψη δημόσιας αρχής.

    2.   Η δημόσια αρχή που επιβλέπει τους αυτορρυθμιζόμενους φορείς είναι υπεύθυνη για τη διασφάλιση επαρκούς και αποτελεσματικού εποπτικού συστήματος για τις υπόχρεες οντότητες που αναφέρονται στο άρθρο 3 σημείο 3) στοιχεία α) και β) του κανονισμού (ΕΕ) 2024/1624, μεταξύ άλλων:

    α)

    εξακρίβωση ότι οποιοσδήποτε αυτορρυθμιζόμενος φορέας που εκτελεί τα καθήκοντα ή φιλοδοξεί να εκτελέσει τα καθήκοντα που αναφέρονται στο άρθρο 37 παράγραφος 1 πληροί τις απαιτήσεις της παραγράφου 3 του εν λόγω άρθρου·

    β)

    έκδοση εγγράφων καθοδήγησης όσον αφορά την εκτέλεση των καθηκόντων που αναφέρονται στο άρθρο 37 παράγραφος 1·

    γ)

    διασφάλιση ότι οι αυτορρυθμιζόμενοι φορείς εκτελούν τα καθήκοντά τους σύμφωνα με το τμήμα 1 του παρόντος κεφαλαίου με επάρκεια και αποτελεσματικότητα·

    δ)

    επανεξέταση των εξαιρέσεων που χορηγούν οι αυτορρυθμιζόμενοι φορείς από την υποχρέωση σύνταξης επιμέρους τεκμηριωμένης εκτίμησης κινδύνου σύμφωνα με το άρθρο 37 παράγραφος 5 στοιχείο β)·

    ε)

    τακτική ενημέρωση των αυτορρυθμιζόμενων φορέων για κάθε δραστηριότητα που προγραμματίζει ή καθήκον που εκτελεί η ΑΚΝΕΠΑΔ και συνδέεται με την άσκηση της εποπτικής τους λειτουργίας, ιδίως δε τον σχεδιασμό αξιολογήσεων από ομοτίμους σύμφωνα με το άρθρο 35 του κανονισμού (ΕΕ) 2024/1620.

    3.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι ανατίθενται στην δημόσια αρχή που επιβλέπει τους αυτορρυθμιζόμενους φορείς επαρκείς εξουσίες για την εκπλήρωση των αρμοδιοτήτων της σύμφωνα με την παράγραφο 2. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν, τουλάχιστον, ότι η δημόσια αρχή έχει την εξουσία:

    α)

    να απαιτεί την προσκόμιση κάθε πληροφορίας που σχετίζεται με την παρακολούθηση της συμμόρφωσης και τη διενέργεια ελέγχων, εκτός από τις πληροφορίες που συλλέγονται από τις υπόχρεες οντότητες που αναφέρονται στο άρθρο 3 σημείο 3) στοιχεία α) και β) του κανονισμού (ΕΕ) 2024/1624 κατά τη διαπίστωση της νομικής θέσης του πελάτη τους, υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 21 παράγραφος 2 του εν λόγω κανονισμού, ή για την εκτέλεση του καθήκοντος υπεράσπισης ή εκπροσώπησης του εν λόγω πελάτη σε δικαστική διαδικασία ή σε σχέση με δικαστική διαδικασία, συμπεριλαμβανομένης της παροχής συμβουλών σχετικά με την κίνηση ή την αποφυγή τέτοιας διαδικασίας· ανεξαρτήτως αν οι πληροφορίες συλλέγονται πριν, κατά τη διάρκεια ή μετά την εν λόγω διαδικασία·

    β)

    να εκδίδει οδηγίες προς αυτορρυθμιζόμενο φορέα με σκοπό την αποκατάσταση της μη εκτέλεσης των καθηκόντων του σύμφωνα με το άρθρο 37 παράγραφος 1 ή της μη συμμόρφωσης με τις απαιτήσεις της παραγράφου 6 του εν λόγω άρθρου ή την πρόληψη τυχόν τέτοιων περιπτώσεων μη εκτέλεσης ή μη συμμόρφωσης.

    Κατά την έκδοση οδηγιών προς αυτορρυθμιζόμενο φορέα σύμφωνα με το στοιχείο β) του πρώτου εδαφίου, η δημόσια αρχή μελετά κάθε σχετική καθοδήγηση την οποία παρείχε η ίδια ή η ΑΚΝΕΠΑΔ.

    4.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι η δημόσια αρχή που επιβλέπει τους αυτορρυθμιζόμενους φορείς εκτελεί τα καθήκοντά της χωρίς αθέμιτη επιρροή.

    Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν επίσης ότι το προσωπικό της δημόσιας αρχής που επιβλέπει τους αυτορρυθμιζόμενους φορείς δεσμεύεται από απαιτήσεις επαγγελματικού απορρήτου ισοδύναμες με εκείνες που καθορίζονται στο άρθρο 67, ότι διατηρεί υψηλά επαγγελματικά πρότυπα, συμπεριλαμβανομένων υψηλών επαγγελματικών προτύπων εμπιστευτικότητας και προστασίας των δεδομένων, και ότι η απόλυτη ακεραιότητά του είναι δεδομένη. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι η δημόσια αρχή που επιβλέπει τους αυτορρυθμιζόμενους φορείς διαθέτει διαδικασίες για την πρόληψη και τη διαχείριση συγκρούσεων συμφερόντων.

    5.   Τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν αποτελεσματικά, αναλογικά και αποτρεπτικά μέτρα ή κυρώσεις σε περίπτωση μη συμμόρφωσης των αυτορρυθμιζόμενων φορέων με οποιοδήποτε αίτημα ή εντολή ή άλλο μέτρο που λαμβάνεται από την αρχή σύμφωνα με την παράγραφο 2 ή 3.

    6.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι η δημόσια αρχή που επιβλέπει τους αυτορρυθμιζόμενους φορείς ενημερώνει τις αρχές που είναι αρμόδιες για τη διερεύνηση και τη δίωξη εγκληματικών δραστηριοτήτων έγκαιρα, άμεσα ή μέσω της ΜΧΠ, για τυχόν παραβάσεις που υπόκεινται σε ποινικές κυρώσεις τις οποίες διαπιστώνει κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της.

    7.   Η δημόσια αρχή που επιβλέπει τους αυτορρυθμιζόμενους φορείς δημοσιεύει ετήσια έκθεση η οποία περιλαμβάνει πληροφορίες σχετικά με:

    α)

    τον αριθμό και τη φύση των παραβάσεων που εντόπισε κάθε αυτορρυθμιζόμενος φορέας και τις χρηματικές κυρώσεις που επιβλήθηκαν ή τα διοικητικά μέτρα που εφαρμόστηκαν σε υπόχρεες οντότητες·

    β)

    τον αριθμό των ύποπτων συναλλαγών που ανέφεραν στη ΜΧΠ οι υπόχρεες οντότητες που επόπτευε κάθε αυτορρυθμιζόμενος φορέας, είτε υποβλήθηκαν απευθείας σύμφωνα με το άρθρο 69 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2024/1624, είτε διαβιβάστηκαν από κάθε αυτορρυθμιζόμενο φορέα στη ΜΧΠ σύμφωνα με το άρθρο 70 παράγραφος 1 του εν λόγω κανονισμού·

    γ)

    τον αριθμό και την περιγραφή των χρηματικών κυρώσεων και περιοδικών χρηματικών ποινών που επιβλήθηκαν ή των διοικητικών μέτρων που εφαρμόστηκαν από κάθε αυτορρυθμιζόμενο φορέα βάσει του τμήματος 4 του παρόντος κεφαλαίου για την παρακολούθηση της κατά το άρθρο 55 παράγραφος 1 της παρούσας οδηγίας συμμόρφωσης των υπόχρεων οντοτήτων με τον κανονισμό (ΕΕ) 2024/1624·

    δ)

    τον αριθμό και την περιγραφή των μέτρων που έλαβε η δημόσια αρχή που επιβλέπει τους αυτορρυθμιζόμενους φορείς βάσει του παρόντος άρθρου και τον αριθμό των απευθυνόμενων στους αυτορρυθμιζόμενους φορείς οδηγιών.

    Η έκθεση που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο αναρτάται στον ιστότοπο της δημόσιας αρχής που επιβλέπει τους αυτορρυθμιζόμενους φορείς και υποβάλλεται στην Επιτροπή και στην ΑΚΝΕΠΑΔ.

    ΤΜΗΜΑ 4

    Χρηματικές κυρώσεις και διοικητικά μέτρα

    Άρθρο 53

    Γενικές διατάξεις

    1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι υπόχρεες οντότητες μπορούν να θεωρηθούν υπεύθυνες για παραβάσεις των κανονισμών (ΕΕ) 2024/1624 και (ΕΕ) 2023/1113 σύμφωνα με το παρόν τμήμα.

    2.   Με την επιφύλαξη του δικαιώματος των κρατών μελών να προβλέπουν και να επιβάλλουν ποινικές κυρώσεις, τα κράτη μέλη θεσπίζουν κανόνες για χρηματικές κυρώσεις και διοικητικά μέτρα και διασφαλίζουν ότι οι εποπτικοί φορείς μπορούν να επιβάλλουν τέτοιες χρηματικές κυρώσεις και να εφαρμόζουν διοικητικά μέτρα σε περίπτωση παραβάσεων του κανονισμού (ΕΕ) 2024/1624 ή του κανονισμού (ΕΕ) 2023/1113 και διασφαλίζουν την επιβολή τους. Οι όποιες κυρώσεις που επιβάλλονται ή μέτρα που εφαρμόζονται σύμφωνα με το παρόν τμήμα πρέπει να είναι αποτελεσματικά, αναλογικά και αποτρεπτικά.

    3.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 2, όταν το νομικό σύστημα ενός κράτους μέλους δεν προβλέπει επιβολή διοικητικών κυρώσεων, το παρόν άρθρο μπορεί να εφαρμόζεται έτσι ώστε η διαδικασία επιβολής χρηματικών κυρώσεων να κινείται από τον εποπτικό φορέα και οι κυρώσεις να επιβάλλονται από δικαστική αρχή, διασφαλίζοντας παράλληλα ότι τα εν λόγω ένδικα βοηθήματα είναι αποτελεσματικά και έχουν ισοδύναμο αποτέλεσμα με τις χρηματικές κυρώσεις που επιβάλλονται από τους εποπτικούς φορείς. Σε κάθε περίπτωση, οι επιβαλλόμενες χρηματικές κυρώσεις είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές.

    Τα κράτη μέλη που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο ανακοινώνουν στην Επιτροπή τα μέτρα εθνικού δικαίου που θεσπίζουν δυνάμει της παρούσας παραγράφου έως τις 10 Ιουλίου 2027 και χωρίς καθυστέρηση, κάθε μεταγενέστερη τροποποίησή τους.

    4.   Σε περίπτωση παράβασης των κανονισμών (ΕΕ) 2024/1624 και (ΕΕ) 2023/1113, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, όπου ισχύουν υποχρεώσεις των νομικών προσώπων, μπορούν να επιβάλλονται χρηματικές κυρώσεις και να εφαρμόζονται διοικητικά μέτρα όχι μόνο στο νομικό πρόσωπο, αλλά και στα ανώτερα διοικητικά στελέχη και σε άλλα φυσικά πρόσωπα τα οποία, βάσει της εθνικής νομοθεσίας, ευθύνονται για την παράβαση.

    Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, όταν οι εποπτικοί φορείς εντοπίζουν παραβάσεις που υπόκεινται σε ποινικές κυρώσεις, ενημερώνουν εγκαίρως τις αρχές που είναι αρμόδιες για τη διερεύνηση και τη δίωξη εγκληματικών δραστηριοτήτων.

    5.   Οι δυνάμει της παρούσας οδηγίας και του εθνικού δικαίου χρηματικές κυρώσεις επιβάλλονται και διοικητικά μέτρα εφαρμόζονται με οποιονδήποτε από τους ακόλουθους τρόπους:

    α)

    απευθείας από τους εποπτικούς φορείς·

    β)

    σε συνεργασία μεταξύ εποπτικών φορέων και άλλων αρχών·

    γ)

    υπό την ευθύνη των εποπτικών φορέων με ανάθεση σε άλλες αρχές·

    δ)

    με αίτηση των εποπτικών φορέων προς τις αρμόδιες δικαστικές αρχές.

    Έως τις 10 Οκτωβρίου 2027, τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή και στην ΑΚΝΕΠΑΔ τις πληροφορίες σχετικά με τις ρυθμίσεις που αφορούν την επιβολή χρηματικών κυρώσεων ή η εφαρμογή διοικητικών μέτρων σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο, συμπεριλαμβανομένων, κατά περίπτωση, πληροφοριών σχετικά με το αν ορισμένες κυρώσεις ή μέτρα απαιτούν προσφυγή σε ειδική διαδικασία.

    6.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, κατά τον καθορισμό του είδους και του επιπέδου των χρηματικών κυρώσεων ή των διοικητικών μέτρων, οι εποπτικοί φορείς λαμβάνουν υπόψη όλες τις σχετικές περιστάσεις, στις οποίες περιλαμβάνονται κατά περίπτωση:

    α)

    η σοβαρότητα και η διάρκεια της παράβασης·

    β)

    η συχνότητα επανάληψης της διάπραξης της ίδιας παράβασης·

    γ)

    ο βαθμός ευθύνης του υπαίτιου φυσικού ή νομικού προσώπου·

    δ)

    η οικονομική ευρωστία του υπαίτιου φυσικού ή νομικού προσώπου, λαμβανομένου υπόψη, μεταξύ άλλων, του συνολικού κύκλου εργασιών του ή του ετήσιου εισοδήματός του·

    ε)

    το κέρδος που αποκόμισε από την παράβαση το υπαίτιο φυσικό ή νομικό πρόσωπο, στον βαθμό που μπορεί να προσδιοριστεί·

    στ)

    οι ζημίες τρίτων που προκλήθηκαν από την παράβαση, στον βαθμό που μπορούν να προσδιοριστούν·

    ζ)

    ο βαθμός συνεργασίας του υπαίτιου φυσικού ή νομικού προσώπου με την αρμόδια αρχή·

    η)

    προηγούμενες παραβάσεις του υπαίτιου φυσικού ή νομικού προσώπου.

    7.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι τα νομικά πρόσωπα μπορούν να υπέχουν ευθύνη για τις παραβάσεις του κανονισμού (ΕΕ) 2024/1624 ή του κανονισμού (ΕΕ) 2023/1113 οι οποίες διαπράττονται εξ ονόματός τους ή προς όφελός τους από οποιοδήποτε πρόσωπο ενεργεί είτε ατομικώς είτε ως μέλος οργάνου του εν λόγω νομικού προσώπου και κατέχει διευθυντική θέση εντός του εν λόγω νομικού προσώπου, βάσει οποιουδήποτε από τα εξής:

    α)

    εξουσίας εκπροσώπησης του νομικού προσώπου·

    β)

    εξουσίας λήψης αποφάσεων εξ ονόματος του νομικού προσώπου·

    γ)

    εξουσίας άσκησης ελέγχου εντός του νομικού προσώπου.

    8.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι νομικά πρόσωπα είναι δυνατό να θεωρηθούν υπεύθυνα όταν η έλλειψη εποπτείας ή ελέγχου από πρόσωπο που αναφέρεται στην παράγραφο 7 του παρόντος άρθρου έχει καταστήσει δυνατές τις παραβάσεις του κανονισμού (ΕΕ) 2024/1624 ή του κανονισμού (ΕΕ) 2023/1113 από πρόσωπο το οποίο τελεί υπό την εξουσία τους εξ ονόματος ή προς όφελος του νομικού προσώπου.

    9.   Όταν ασκούν τις εξουσίες τους για την επιβολή χρηματικών κυρώσεων και την εφαρμογή διοικητικών μέτρων, οι εποπτικοί φορείς συνεργάζονται στενά και, κατά περίπτωση, συντονίζουν τις ενέργειές τους με άλλες αρχές, εάν συντρέχει περίπτωση, προκειμένου να διασφαλίσουν ότι οι εν λόγω χρηματικές κυρώσεις ή τα διοικητικά μέτρα θα φέρουν τα επιθυμητά αποτελέσματα και συντονίζουν τη δράση τους όταν χειρίζονται διασυνοριακές υποθέσεις.

    10.   Έως τις 10 Ιουλίου 2026, η ΑΚΝΕΠΑΔ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων και τα υποβάλλει στην Επιτροπή για έγκριση. Τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων καθορίζουν:

    α)

    δείκτες για την ταξινόμηση του επιπέδου σοβαρότητας των παραβάσεων·

    β)

    κριτήρια που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά τον καθορισμό του επιπέδου των χρηματικών κυρώσεων ή κατά την εφαρμογή διοικητικών μέτρων σύμφωνα με το παρόν τμήμα·

    γ)

    μεθοδολογία για την επιβολή περιοδικών χρηματικών ποινών δυνάμει του άρθρου 57, συμπεριλαμβανομένης της συχνότητάς τους.

    Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να συμπληρώνει την παρούσα οδηγία, εγκρίνοντας τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 49 έως 52 του κανονισμού (ΕΕ) 2024/1620.

    11.   Έως τις 10 Ιουλίου 2026, η ΑΚΝΕΠΑΔ εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τα ποσά βάσης για την επιβολή χρηματικών κυρώσεων σε σχέση με τον κύκλο εργασιών, ανά είδος παράβασης και ανά κατηγορία υπόχρεων οντοτήτων.

    Άρθρο 54

    Εποπτικά μέτρα όσον αφορά τις εγκαταστάσεις υπόχρεων οντοτήτων και ορισμένες δραστηριότητες που ασκούνται στο πλαίσιο της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών

    1.   Στην περίπτωση εγκαταστάσεων υπόχρεων οντοτήτων που ως τέτοιες δεν συνιστούν πιστωτικά ιδρύματα ή χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς ή ειδών υποδομών υπόχρεων οντοτήτων επί των οποίων ο εποπτικός φορέας του κράτους μέλους υποδοχής ασκεί την επίβλεψη σύμφωνα με το άρθρο 38 παράγραφος 1, εφαρμόζονται οι παράγραφοι 2 έως 5 του παρόντος άρθρου.

    2.   Όταν οι εποπτικοί φορείς του κράτους μέλους υποδοχής διαπιστώνουν παραβάσεις στις εφαρμοστέες απαιτήσεις, ζητούν από τις υπόχρεες οντότητες που λειτουργούν μέσω των εγκαταστάσεων ή των ειδών υποδομών που αναφέρονται στην παράγραφο 1 να συμμορφωθούν με τις ισχύουσες απαιτήσεις και ενημερώνουν τους εποπτικούς φορείς του κράτους μέλους καταγωγής για τις παραβάσεις που εντοπίστηκαν εντός των εν λόγω υπόχρεων οντοτήτων και για το αίτημα συμμόρφωσης.

    3.   Εάν οι υπόχρεες οντότητες δεν ανταποκριθούν λαμβάνοντας τα μέτρα που χρειάζεται, οι εποπτικοί φορείς του κράτους μέλους υποδοχής ενημερώνουν σχετικά τους εποπτικούς φορείς του κράτους μέλους καταγωγής.

    Οι εποπτικοί φορείς του κράτους μέλους καταγωγής ενεργούν αμέσως και λαμβάνουν όλα τα μέτρα που ενδείκνυνται για να διασφαλίσουν ότι η οικεία υπόχρεη οντότητα λαμβάνει επανορθωτικά μέτρα για τις παραβάσεις που εντοπίσθηκαν στις εγκαταστάσεις της ή στα είδη υποδομών της στο κράτος μέλος υποδοχής. Οι εποπτικοί φορείς του κράτους μέλους καταγωγής ενημερώνουν τους εποπτικούς φορείς του κράτους μέλους υποδοχής για τις όποιες ενέργειες αναλαμβάνουν δυνάμει της παρούσας παραγράφου.

    4.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 3, σε περιπτώσεις σοβαρών, επαναλαμβανόμενων ή συστηματικών παραβάσεων από υπόχρεες οντότητες που λειτουργούν μέσω εγκαταστάσεων ή άλλων ειδών υποδομών στο έδαφος κράτους υποδοχής κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 1, οι οποίες απαιτούν άμεσα διορθωτικά μέτρα, οι εποπτικοί φορείς του κράτους μέλους υποδοχής επιτρέπεται να λαμβάνουν με δική τους πρωτοβουλία κατάλληλα και αναλογικά μέτρα για την αντιμετώπιση των εν λόγω σοβαρών παραβάσεων. Τα μέτρα αυτά είναι προσωρινά και παύουν όταν αντιμετωπισθούν οι εντοπισθείσες παραβάσεις, μεταξύ άλλων, με τη συνδρομή ή τη συνεργασία των εποπτικών φορέων του κράτους μέλους καταγωγής της υπόχρεης οντότητας.

    Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι εποπτικοί φορείς του κράτους μέλους υποδοχής ενημερώνουν τον εποπτικό φορέα του κράτους μέλους καταγωγής της υπόχρεης οντότητας, μόλις εντοπίσουν τις σοβαρές, επαναλαμβανόμενες ή συστηματικές παραβάσεις και μόλις λάβουν οιοδήποτε μέτρο κατ’ εφαρμογή του πρώτου εδαφίου, εκτός εάν τα μέτρα λαμβάνονται σε συνεργασία με τους εποπτικούς φορείς του κράτους μέλους καταγωγής.

    5.   Όταν οι εποπτικοί φορείς του κράτους μέλους καταγωγής και του κράτους μέλους υποδοχής διαφωνούν σχετικά με τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν σε σχέση με μια υπόχρεη οντότητα, μπορούν να παραπέμψουν το θέμα στην ΑΚΝΕΠΑΔ και να ζητήσουν τη συνδρομή της σύμφωνα με τα άρθρα 33 και 38 του κανονισμού (ΕΕ) 2024/1620. Η ΑΚΝΕΠΑΔ γνωμοδοτεί σχετικά με το θέμα της διαφωνίας εντός 1 μηνός.

    Άρθρο 55

    Χρηματικές κυρώσεις

    1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι επιβάλλονται χρηματικές κυρώσεις σε υπόχρεες οντότητες για σοβαρές, επαναλαμβανόμενες ή συστηματικές παραβάσεις, είτε εκ προθέσεως είτε εξ αμελείας, των απαιτήσεων που καθορίζονται στις ακόλουθες διατάξεις του κανονισμού (ΕΕ) 2024/1624:

    α)

    Κεφάλαιο II (Εσωτερικές πολιτικές, διαδικασίες και έλεγχοι των υπόχρεων οντοτήτων)·

    β)

    Κεφάλαιο III (Δέουσα επιμέλεια ως προς τον πελάτη)·

    γ)

    Κεφάλαιο V (Υποχρεώσεις αναφοράς)·

    δ)

    Άρθρο 77 (Τήρηση αρχείων).

    Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν επίσης ότι μπορούν να επιβάλλονται χρηματικές κυρώσεις, όταν οι υπόχρεες οντότητες δεν έχουν συμμορφωθεί με τα διοικητικά μέτρα που εφαρμόζονται σε αυτές δυνάμει του άρθρου 56 της παρούσας οδηγίας ή για παραβάσεις που δεν είναι σοβαρές, επαναλαμβανόμενες ή συστηματικές.

    2.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, στις περιπτώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 πρώτο εδάφιο, οι ανώτατες χρηματικές κυρώσεις που μπορούν να επιβληθούν ανέρχονται τουλάχιστον στο διπλάσιο του κέρδους που προέκυψε από την παράβαση, όταν το κέρδος αυτό μπορεί να προσδιοριστεί, ή τουλάχιστον σε 1 000 000 EUR, ανάλογα με το ποιο ποσό είναι μεγαλύτερο.

    Για τα κράτη μέλη που δεν έχουν ως νόμισμα το ευρώ, η αξία που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο είναι η αντίστοιχη αξία στο εθνικό νόμισμα στις 9 Ιουλίου 2024.

    3.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 2, όταν η υπόχρεη οντότητα είναι πιστωτικό ίδρυμα ή χρηματοπιστωτικός οργανισμός, μπορούν επίσης να επιβάλλονται οι ακόλουθες χρηματικές κυρώσεις:

    α)

    σε περιπτώσεις νομικών προσώπων, ανώτατες χρηματικές κυρώσεις ύψους τουλάχιστον 10 000 000 EUR ή 10 % του συνολικού ετήσιου κύκλου εργασιών σύμφωνα με τους τελευταίους διαθέσιμους λογαριασμούς που έχει εγκρίνει το διοικητικό όργανο, ανάλογα με το ποιο ποσό είναι μεγαλύτερο· στα δε κράτη μέλη που δεν έχουν ως νόμισμα το ευρώ, η αντίστοιχη αξία στο εθνικό νόμισμα στις 9 Ιουλίου 2024· εάν η υπόχρεη οντότητα είναι μητρική επιχείρηση ή θυγατρική μιας μητρικής επιχείρησης που οφείλει να καταρτίζει ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις σύμφωνα με το άρθρο 22 της οδηγίας 2013/34/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (44), ο σχετικός συνολικός ετήσιος κύκλος εργασιών ισούται με τον συνολικό ετήσιο κύκλο εργασιών ή το αντίστοιχο είδος εσόδων σύμφωνα με το σχετικό λογιστικό καθεστώς και τις πιο πρόσφατες ενοποιημένες καταστάσεις που έχουν εγκριθεί από το διοικητικό όργανο της τελικής μητρικής επιχείρησης·

    β)

    σε περιπτώσεις φυσικών προσώπων, ανώτατες χρηματικές κυρώσεις ύψους τουλάχιστον 5 000 000 EUR ή, στα κράτη μέλη των οποίων νόμισμα δεν είναι το ευρώ, αντίστοιχης αξίας στο εθνικό νόμισμα στις 9 Ιουλίου 2024.

    4.   Τα κράτη μέλη μπορούν να εξουσιοδοτούν τις αρμόδιες αρχές να επιβάλλουν χρηματικές κυρώσεις που υπερβαίνουν τα ποσά που αναφέρονται στις παραγράφους 2 και 3.

    5.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι κατά τον καθορισμό του ποσού της χρηματικής κύρωσης λαμβάνεται υπόψη η ικανότητα της υπόχρεης οντότητας να καταβάλει το ποσό της κύρωσης και ότι, όταν η χρηματική κύρωση μπορεί να επηρεάσει τη συμμόρφωση με την προληπτική ρύθμιση, οι εποπτικοί φορείς διαβουλεύονται με τις αρχές που είναι αρμόδιες για την εποπτεία της συμμόρφωσης των υπόχρεων οντοτήτων με τις σχετικές νομικές πράξεις της Ένωσης.

    Άρθρο 56

    Διοικητικά μέτρα

    1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι εποπτικοί φορείς είναι σε θέση να εφαρμόζουν διοικητικά μέτρα σε υπόχρεη οντότητα όταν διαπιστώνουν:

    α)

    παραβάσεις του κανονισμού (ΕΕ) 2024/1624 ή του κανονισμού (ΕΕ) 2023/1113, είτε σε συνδυασμό με χρηματικές κυρώσεις για σοβαρές, επαναλαμβανόμενες και συστηματικές παραβάσεις, είτε μεμονωμένα·

    β)

    αδυναμίες στις εσωτερικές πολιτικές, διαδικασίες και ελέγχους της υπόχρεης οντότητας που πιθανολογείται ότι θα οδηγήσουν σε παραβάσεις των απαιτήσεων που αναφέρονται στο στοιχείο α) και διοικητικά μέτρα που μπορούν να αποτρέψουν την εμφάνιση των εν λόγω παραβάσεων ή να περιορίσουν τον σχετικό κίνδυνο·

    γ)

    ότι η υπόχρεη οντότητα έχει εσωτερικές πολιτικές, διαδικασίες και ελέγχους οι οποίοι δεν είναι ανάλογοι προς τους κινδύνους που συνεπάγονται η νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, τα βασικά αδικήματά της ή η χρηματοδότηση της τρομοκρατίας και στους οποίους βρίσκεται εκτεθειμένη η οντότητα.

    2.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι εποπτικοί φορείς είναι σε θέση τουλάχιστον:

    α)

    να εκδίδουν συστάσεις·

    β)

    να διατάσσουν τις υπόχρεες οντότητες να συμμορφωθούν και, μεταξύ άλλων, να εφαρμόσουν συγκεκριμένα διορθωτικά μέτρα·

    γ)

    να εκδίδουν δημόσια δήλωση η οποία αναφέρει το φυσικό ή νομικό πρόσωπο και τη φύση της παράβασης·

    δ)

    να εκδίδουν εντολή βάσει της οποίας το φυσικό ή το νομικό πρόσωπο υποχρεούται να διακόψει τη συμπεριφορά του και να μην την επαναλάβει·

    ε)

    να θέτουν περιορισμούς ή όρια στις επιχειρηματικές δραστηριότητες, τις εργασίες ή το δίκτυο ιδρυμάτων που απαρτίζουν την υπόχρεη οντότητα ή να απαιτούν την αφαίρεση δραστηριοτήτων·

    στ)

    όταν η υπόχρεη οντότητα υπόκειται σε χορήγηση άδειας λειτουργίας, να ανακαλούν ή να αναστέλλουν την άδεια·

    ζ)

    να απαιτούν αλλαγές στη δομή διακυβέρνησης.

    3.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι εποπτικοί φορείς είναι σε θέση, με τα διοικητικά μέτρα που αναφέρονται στην παράγραφο 2, ιδίως:

    α)

    να απαιτούν την χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση παροχή όσων στοιχείων ή πληροφοριών απαιτούνται για την εκπλήρωση των καθηκόντων τους σύμφωνα με το παρόν κεφάλαιο και να απαιτούν την υποβολή οποιουδήποτε εγγράφου ή να επιβάλλουν πρόσθετες ή συχνότερες απαιτήσεις υποβολής αναφορών·

    β)

    να απαιτούν την ενίσχυση των εσωτερικών πολιτικών, διαδικασιών και ελέγχων·

    γ)

    να απαιτούν από την υπόχρεη οντότητα να εφαρμόσει συγκεκριμένη πολιτική ή απαιτήσεις σχετικά με κατηγορίες ή με μεμονωμένους πελάτες, συναλλαγές, δραστηριότητες ή διαύλους παράδοσης που ενέχουν υψηλούς κινδύνους·

    δ)

    να απαιτούν την εφαρμογή μέτρων για τη μείωση των κινδύνων νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας που ενέχουν εγγενώς οι δραστηριότητες και τα προϊόντα της υπόχρεης οντότητας.

    ε)

    να επιβάλλουν προσωρινή απαγόρευση σε πρόσωπα που ασκούν διοικητικά καθήκοντα σε υπόχρεη οντότητα, ή σε κάθε άλλο φυσικό πρόσωπο το οποίο έχει θεωρηθεί υπαίτιο για την παράβαση της άσκησης διοικητικών καθηκόντων σε υπόχρεες οντότητες.

    4.   Τα διοικητικά μέτρα που αναφέρονται στην παράγραφο 2 συνοδεύονται, όπου χρειάζεται, από δεσμευτικές προθεσμίες για την εφαρμογή τους. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι εποπτικοί φορείς παρακολουθούν και αξιολογούν την εφαρμογή, από την υπόχρεη οντότητα, των ζητούμενων ενεργειών.

    5.   Τα κράτη μέλη μπορούν να εξουσιοδοτούν τους εποπτικούς φορείς να εφαρμόσουν τύπους διοικητικών μέτρων επιπλέον αυτών που αναφέρονται στην παράγραφο 2.

    Άρθρο 57

    Περιοδικές χρηματικές ποινές

    1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, σε περίπτωση που υπόχρεες οντότητες δεν συμμορφώνονται με τα διοικητικά μέτρα που αποφασίζει ο εποπτικός φορέας σύμφωνα με το άρθρο 56 παράγραφος 2 στοιχεία β), δ), ε) και ζ) εντός των εφαρμοστέων προθεσμιών, οι εποπτικοί φορείς είναι σε θέση να επιβάλουν περιοδικές χρηματικές ποινές, προκειμένου να εξαναγκάσουν τη συμμόρφωση με τα εν λόγω διοικητικά μέτρα.

    2.   Οι περιοδικές χρηματικές ποινές είναι αποτελεσματικές και αναλογικές. Οι περιοδικές χρηματικές ποινές επιβάλλονται, έως ότου η υπόχρεη οντότητα ή το ενδιαφερόμενο πρόσωπο συμμορφωθεί με τα σχετικά διοικητικά μέτρα.

    3.   Με την επιφύλαξη της παραγράφου 2, στην περίπτωση νομικών προσώπων, το ποσό της περιοδικής χρηματικής ποινής δεν υπερβαίνει το 3 % του μέσου ημερήσιου κύκλου εργασιών τους κατά το προηγούμενο οικονομικό έτος ή, στην περίπτωση φυσικών προσώπων, το εν λόγω ποσό δεν υπερβαίνει το 2 % του μέσου ημερήσιου εισοδήματός τους κατά το προηγούμενο ημερολογιακό έτος.

    4.   Οι περιοδικές χρηματικές ποινές επιβάλλονται μόνο για περίοδο που δεν υπερβαίνει τους 6 μήνες μετά την απόφαση του εποπτικού φορέα. Εάν, κατά τη λήξη της εν λόγω περιόδου, η υπόχρεη οντότητα δεν έχει ακόμη συμμορφωθεί με το διοικητικό μέτρο, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι εποπτικοί φορείς μπορούν να επιβάλλουν περιοδικές χρηματικές ποινές για πρόσθετη περίοδο που δεν υπερβαίνει τους 6 μήνες.

    5.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι μπορεί να λαμβάνεται απόφαση επιβολής περιοδικής χρηματικής ποινής από την ημερομηνία της εφαρμογής του διοικητικού μέτρου.

    Η περιοδική χρηματική ποινή εφαρμόζεται από την ημερομηνία λήψης της εν λόγω απόφασης.

    Άρθρο 58

    Δημοσίευση των χρηματικών κυρώσεων, διοικητικών μέτρων και περιοδικών χρηματικών ποινών

    1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι εποπτικοί φορείς δημοσιεύουν στον ιστότοπό τους, σε προσβάσιμο μορφότυπο, τις αποφάσεις για την επιβολή χρηματικών κυρώσεων, την εφαρμογή διοικητικών μέτρων που αναφέρονται στο άρθρο 56 παράγραφος 2 στοιχεία γ) έως ζ) δυνάμει του άρθρου 56 παράγραφος 1 στοιχείο α), ή την επιβολή περιοδικών χρηματικών ποινών.

    2.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι ο εποπτικός φορέας δημοσιεύει τις αποφάσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 αμέσως μόλις τα πρόσωπα τα οποία είναι υπεύθυνα για την παράβαση ενημερωθούν για τις εν λόγω αποφάσεις.

    Κατά παρέκκλιση από το πρώτο εδάφιο, όταν η δημοσίευση αφορά διοικητικά μέτρα κατά των οποίων υπάρχει προσφυγή και τα οποία δεν αποσκοπούν στην αποκατάσταση σοβαρών, επαναλαμβανόμενων και συστηματικών παραβάσεων, τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέπουν την αναβολή της δημοσίευσης των εν λόγω διοικητικών μέτρων έως τη λήξη της προθεσμίας για την άσκηση προσφυγής.

    Σε περίπτωση που η δημοσίευση αναφέρεται σε αποφάσεις κατά των οποίων έχει ασκηθεί προσφυγή, οι εποπτικοί φορείς δημοσιεύουν επίσης, χωρίς καθυστέρηση, στον ιστότοπό τους τις σχετικές πληροφορίες και τυχόν μεταγενέστερες πληροφορίες για την προσφυγή και για την έκβασή της. Δημοσιεύεται επίσης κάθε απόφαση που ακυρώνει προηγούμενη απόφαση επιβολής χρηματικής κύρωσης, εφαρμογής διοικητικού μέτρου ή επιβολής περιοδικής χρηματικής ποινής.

    3.   Η δημοσίευση περιλαμβάνει, κατ’ ελάχιστον, πληροφορίες σχετικά με τη μορφή και τη φύση της παράβασης και την ταυτότητα των υπαίτιων προσώπων καθώς και, προκειμένου για χρηματικές κυρώσεις και περιοδικές χρηματικές ποινές, σχετικά με τα ποσά τους. Τα κράτη μέλη δεν υποχρεούνται να εφαρμόζουν το παρόν εδάφιο σε αποφάσεις εφαρμογής διοικητικών μέτρων που λαμβάνονται στο πλαίσιο έρευνας ή δυνάμει του άρθρου 56 παράγραφος 2 στοιχεία α) και γ).

    Σε περίπτωση που οι εποπτικοί φορείς κρίνουν, κατόπιν αξιολόγησης κατά περίπτωση, ότι η δημοσίευση της ταυτότητας των υπαίτιων προσώπων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο ή των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα αυτών των προσώπων είναι δυσανάλογη ή σε περίπτωση που η δημοσίευση θέτει σε κίνδυνο τη σταθερότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών ή την έκβαση έρευνας που βρίσκεται σε εξέλιξη, οι εποπτικοί φορείς:

    α)

    αναβάλλουν τη δημοσίευση της απόφασης, μέχρις ότου εκλείψουν οι λόγοι της μη δημοσίευσης·

    β)

    δημοσιεύουν την απόφαση χωρίς παράθεση ονομάτων και με τρόπο σύμφωνο προς την εθνική νομοθεσία, εφόσον η ανώνυμη δημοσίευση εξασφαλίζει την αποτελεσματική προστασία των προσωπικών δεδομένων· στην περίπτωση αυτή η δημοσίευση των σχετικών δεδομένων μπορεί να αναβληθεί για εύλογο χρονικό διάστημα, εάν προβλέπεται ότι στο διάστημα αυτό θα εκλείψουν οι λόγοι που αιτιολογούν την ανώνυμη δημοσίευση·

    γ)

    δεν δημοσιεύουν καθόλου την απόφαση σε περίπτωση που θεωρείται ότι οι επιλογές που αναφέρονται στα στοιχεία α) και β) δεν επαρκούν για να διασφαλιστεί ένα από τα ακόλουθα:

    i)

    ότι δεν θα τεθεί σε κίνδυνο η σταθερότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών·

    ii)

    η αναλογικότητα της δημοσίευσης της απόφασης σε σχέση με τις χρηματικές κυρώσεις και τα διοικητικά μέτρα για παραβάσεις που θεωρούνται ήσσονος σημασίας.

    4.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι κάθε δημοσίευση σύμφωνα με το παρόν άρθρο παραμένει στον επίσημο ιστότοπο των εποπτικών φορέων για διάστημα 5 ετών από την ημερομηνία της ανάρτησής της. Ωστόσο, τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που περιέχονται στη δημοσίευση διατηρούνται στον ιστότοπο των εποπτικών φορέων μόνο για το χρονικό διάστημα που απαιτείται σύμφωνα με τους εφαρμοστέους κανόνες προστασίας δεδομένων και σε κάθε περίπτωση όχι περισσότερο από 5 έτη.

    Άρθρο 59

    Ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με χρηματικές κυρώσεις και διοικητικά μέτρα

    1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι εποπτικοί φορείς τους και, κατά περίπτωση, η δημόσια αρχή που επιβλέπει τους αυτορρυθμιζόμενους φορείς κατά την άσκηση των εποπτικών καθηκόντων τους, ενημερώνουν την ΑΚΝΕΠΑΔ για όλες τις χρηματικές κυρώσεις που έχουν επιβληθεί και τα διοικητικά μέτρα που έχουν εφαρμοστεί σύμφωνα με το παρόν τμήμα, καθώς και για τις όποιες προσφυγές έχουν ασκηθεί και την έκβασή τους. Οι πληροφορίες αυτές κοινοποιούνται επίσης σε άλλους εποπτικούς φορείς όταν η χρηματική κύρωση ή το διοικητικό μέτρο αφορά οντότητα που δραστηριοποιείται σε δύο ή περισσότερα κράτη μέλη.

    2.   Η ΑΚΝΕΠΑΔ διατηρεί στον ιστότοπό της συνδέσμους προς τις δημοσιεύσεις που αναρτά κάθε εποπτικός φορέας σχετικά με τις χρηματικές κυρώσεις που έχουν επιβληθεί και τα διοικητικά μέτρα που έχουν εφαρμοστεί κατ’ εφαρμογή του άρθρου 58 και αναφέρει το διάστημα για το οποίο κάθε κράτος μέλος δημοσιεύει τις χρηματική κυρώσεις και τα διοικητικά μέτρα.

    ΤΜΗΜΑ 5

    Αναφορά παραβάσεων

    Άρθρο 60

    Αναφορά παραβάσεων και προστασία των προσώπων που αναφέρουν παραβάσεις

    1.   Η οδηγία (ΕΕ) 2019/1937 εφαρμόζεται στις αναφορές παραβάσεων των κανονισμών (ΕΕ) 2024/1624, (ΕΕ) 2023/1113 και της παρούσας οδηγίας, στην προστασία των προσώπων που αναφέρουν τέτοιες παραβάσεις καθώς και στα πρόσωπα που αφορούν αυτές οι αναφορές.

    2.   Οι εποπτικές αρχές είναι οι αρμόδιες αρχές για τη δημιουργία εξωτερικών διαύλων για αναφορές και για τη συνέχεια που δίνεται στις αναφορές αυτές όσον αφορά τις απαιτήσεις που ισχύουν για τις υπόχρεες οντότητες, σύμφωνα με την οδηγία (ΕΕ) 2019/1937.

    3.   Οι δημόσιες αρχές που επιβλέπουν αυτορρυθμιζόμενους φορείς που αναφέρονται στο άρθρο 52 είναι αρχές αρμόδιες για τη δημιουργία εξωτερικών διαύλων αναφοράς και για τη συνέχεια σε αναφορές από αυτορρυθμιζόμενους φορείς και το προσωπικό τους όσον αφορά τις απαιτήσεις που ισχύουν για τους αυτορρυθμιζόμενους φορείς κατά την άσκηση εποπτικών καθηκόντων.

    4.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι εποπτικές αρχές στον μη χρηματοπιστωτικό τομέα ενημερώνουν, σε ετήσια βάση, την ΑΚΝΕΠΑΔ για τα εξής:

    α)

    τον αριθμό των αναφορών που ελήφθησαν δυνάμει της παραγράφου 1 και πληροφορίες σχετικά με το ποσοστό των αναφορών στις οποίες έχει δοθεί ή δίνεται συνέχεια, συμπεριλαμβανομένου του κατά πόσον έχουν ολοκληρωθεί ή διεκπεραιώνονται ακόμη, καθώς και των αναφορών που έχουν απορριφθεί·

    β)

    τα είδη των παρατυπιών που αναφέρθηκαν·

    γ)

    σε περίπτωση που έχει δοθεί συνέχεια σε αναφορές, περιγραφή των μέτρων που έλαβε ο εποπτικός φορέας και, για τις αναφορές που εξακολουθούν να τελούν υπό διεκπεραίωση, τις ενέργειες τις οποίες προτίθεται να αναλάβει ο εποπτικός φορέας·

    δ)

    στην περίπτωση αναφορών που έχουν απορριφθεί, τους λόγους της απόρριψής τους.

    Οι ετήσιες αναφορές όπως αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο δεν περιέχουν πληροφορίες σχετικά με την ταυτότητα ή το επάγγελμα των αναφερόντων ή οποιαδήποτε άλλη πληροφορία που θα μπορούσε να οδηγήσει στην ταυτοποίησή τους.

    ΚΕΦΑΛΑΙΟ V

    ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ

    ΤΜΗΜΑ 1

    Συνεργασία για την ΚΞΧ/ΧΤ

    Άρθρο 61

    Γενικές διατάξεις

    1.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής, οι ΜΧΠ, οι εποπτικοί φορείς, συμπεριλαμβανομένης της ΑΚΝΕΠΑΔ, άλλες αρμόδιες αρχές, καθώς και οι φορολογικές αρχές, να διαθέτουν αποτελεσματικούς μηχανισμούς που να τους επιτρέπουν να συνεργάζονται και να συντονίζονται σε εθνικό επίπεδο όσον αφορά την ανάπτυξη και την υλοποίηση πολιτικών και δραστηριοτήτων για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, καθώς και την πρόληψη της μη εφαρμογής και της αποφυγής στοχευμένων οικονομικών κυρώσεων, μεταξύ άλλων με σκοπό την εκπλήρωση των υποχρεώσεών τους δυνάμει του άρθρου 8.

    2.   Όσον αφορά τις πληροφορίες για τους πραγματικούς δικαιούχους που λαμβάνουν οι αρμόδιες αρχές δυνάμει του κεφαλαίου IV του κανονισμού (ΕΕ) 2024/1624 και του τμήματος 1 του κεφαλαίου II της παρούσας οδηγίας, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές είναι σε θέση να παρέχουν τέτοιες πληροφορίες στις ομόλογές τους αρμόδιες αρχές άλλων κρατών μελών ή τρίτων χωρών εγκαίρως και δωρεάν.

    3.   Τα κράτη μέλη δεν απαγορεύουν την ανταλλαγή πληροφοριών ή τη συνδρομή μεταξύ αρμόδιων αρχών και των ομολόγων τους για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας και δεν θέτουν αδικαιολόγητους ή υπερβολικά περιοριστικούς όρους σχετικά. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές δεν απορρίπτουν αίτημα συνδρομής με αιτιολογικό ότι:

    α)

    το αίτημα θεωρείται ότι περιλαμβάνει επίσης φορολογικά θέματα·

    β)

    η εθνική νομοθεσία απαιτεί από τις υπόχρεες οντότητες να τηρούν το απόρρητο ή την εμπιστευτικότητα, εκτός από τις περιπτώσεις κατά τις οποίες οι πληροφορίες που ζητούνται προστατεύονται από δικηγορικό απόρρητο ή ισχύει το επαγγελματικό απόρρητο, όπως ορίζεται στο άρθρο 70 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2024/1624·

    γ)

    βρίσκεται σε εξέλιξη έρευνα, διερεύνηση, διαδικασία ή ανάλυση ΜΧΠ στο κράτος μέλος προς το οποίο απευθύνεται το αίτημα, εκτός εάν η συνδρομή θα παρεμπόδιζε την εν λόγω έρευνα, διερεύνηση, διαδικασία ή ανάλυση ΜΧΠ·

    δ)

    η φύση ή η κατάσταση της αιτούσας ομολόγου αρμόδιας αρχής είναι διαφορετική από εκείνη της αρμόδιας αρχής προς την οποία απευθύνεται το αίτημα.

    Άρθρο 62

    Κοινοποίηση του καταλόγου των αρμόδιων αρχών

    1.   Προκειμένου να διευκολυνθεί και να προωθηθεί η αποτελεσματική συνεργασία, και ιδίως η ανταλλαγή πληροφοριών, τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή και στην ΑΚΝΕΠΑΔ:

    α)

    τον κατάλογο των εποπτικών φορέων που είναι υπεύθυνοι για την επίβλεψη της συμμόρφωσης των υπόχρεων οντοτήτων με τον κανονισμό (ΕΕ) 2024/1624, καθώς και, κατά περίπτωση, το όνομα της δημόσιας αρχής που επιβλέπει τους αυτορρυθμιζόμενους φορείς κατά την εκτέλεση των εποπτικών καθηκόντων τους σύμφωνα με την παρούσα οδηγία, καθώς και τα στοιχεία επικοινωνίας τους·

    β)

    τα στοιχεία επικοινωνίας της οικείας ΜΧΠ·

    γ)

    τον κατάλογο άλλων αρμόδιων εθνικών αρχών.

    2.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, παρέχονται τα ακόλουθα στοιχεία επικοινωνίας:

    α)

    ένα σημείο επαφής ή, ελλείψει αυτού, το όνομα και ο ρόλος ενός υπευθύνου επικοινωνίας·

    β)

    το email και ο αριθμός τηλεφώνου του σημείου επαφής ή, ελλείψει αυτού, το επαγγελματικό email και ο αριθμός τηλεφώνου του υπευθύνου επικοινωνίας.

    3.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι πληροφορίες που παρέχονται στην Επιτροπή και στην ΑΚΝΕΠΑΔ σύμφωνα με την παράγραφο 1 να επικαιροποιούνται μόλις πραγματοποιηθεί αλλαγή.

    4.   Η ΑΚΝΕΠΑΔ δημοσιεύει μητρώο των αρχών που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στον ιστότοπό της και διευκολύνει την ανταλλαγή των πληροφοριών που αναφέρονται στην παράγραφο 2 μεταξύ των αρμόδιων αρχών. Οι αρχές που καταχωρίζονται στο μητρώο χρησιμεύουν, εντός του πεδίου των αρμοδιοτήτων τους, ως σημείο επαφής για τις αντίστοιχες αρμόδιες αρχές. Οι ΜΧΠ και οι εποπτικές αρχές χρησιμεύουν επίσης ως σημείο επαφής για την ΑΚΝΕΠΑΔ.

    Άρθρο 63

    Συνεργασία με την ΑΚΝΕΠΑΔ

    Η ΜΧΠ και οι εποπτικές αρχές συνεργάζονται με την ΑΚΝΕΠΑΔ και της παρέχουν όλες τις πληροφορίες που απαιτούνται για την εκτέλεση των καθηκόντων της δυνάμει της παρούσας οδηγίας και των κανονισμών (ΕΕ) 2024/1624 και (ΕΕ) 2024/1620.

    ΤΜΗΜΑ 2

    Συνεργασία με άλλες αρχές και ανταλλαγή εμπιστευτικών πληροφοριών

    Άρθρο 64

    Συνεργασία σε σχέση με πιστωτικά ιδρύματα ή χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς

    1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρχές χρηματοπιστωτικής εποπτείας, οι ΜΧΠ και οι αρχές που είναι αρμόδιες για την εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων ή χρηματοπιστωτικών οργανισμών βάσει άλλων ενωσιακών νομικών πράξεων, συνεργάζονται στενά μεταξύ τους στο πλαίσιο των αντίστοιχων αρμοδιοτήτων τους και παρέχουν αμοιβαία πληροφορίες σχετικές με την εκτέλεση των αντίστοιχων καθηκόντων τους. Η συνεργασία και η ανταλλαγή πληροφοριών δεν επηρεάζουν καμία υπό εξέλιξη έρευνα, ανάλυση ΜΧΠ, διερεύνηση ή διαδικασία που διεξάγεται σύμφωνα με το ποινικό ή διοικητικό δίκαιο του κράτους μέλους όπου είναι εγκατεστημένος ο εποπτικός φορέας ή η αρχή χρηματοπιστωτικής εποπτείας στην οποία έχουν ανατεθεί αρμοδιότητες για την εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων ή χρηματοπιστωτικών οργανισμών βάσει άλλων νομικών πράξεων, ενώ επίσης δεν επηρεάζουν τις απαιτήσεις επαγγελματικού απορρήτου, όπως προβλέπονται στο άρθρο 67 παράγραφος 1.

    2.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, όταν οι αρχές χρηματοπιστωτικής εποπτείας εντοπίζουν, σε ένα πιστωτικό ίδρυμα, αδυναμίες στο σύστημα εσωτερικού ελέγχου ΚΞΧ/ΧΤ και στην εφαρμογή των απαιτήσεων του κανονισμού (ΕΕ) 2024/1624 οι οποίες αυξάνουν σημαντικά τους κινδύνους στους οποίους εκτίθεται ή ενδέχεται να εκτεθεί το ίδρυμα, η αρχή χρηματοπιστωτικής εποπτείας ειδοποιεί αμέσως την Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών (ΕΑΤ) και την αρχή ή τον φορέα που εποπτεύει το πιστωτικό ίδρυμα σύμφωνα με την οδηγία 2013/36/ΕΕ, συμπεριλαμβανομένης της ΕΚΤ όταν ενεργεί σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1024/2013.

    Σε περίπτωση δυνητικού αυξημένου κινδύνου, οι αρχές χρηματοπιστωτικής εποπτείας είναι σε θέση να συνεργάζονται και να ανταλλάσσουν πληροφορίες με τις αρχές που εποπτεύουν το ίδρυμα σύμφωνα με την οδηγία 2013/36/ΕΕ και να συντάσσουν κοινή αξιολόγηση την οποία κοινοποιεί στην ΕΑΤ ο εποπτικός φορέας που απέστειλε πρώτος την κοινοποίηση. Η ΑΚΝΕΠΑΔ τηρείται ενήμερη για τυχόν τέτοιες κοινοποιήσεις.

    3.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, όταν οι αρχές χρηματοπιστωτικής εποπτείας διαπιστώνουν ότι ένα πιστωτικό ίδρυμα έχει αρνηθεί να συνάψει ή έχει αποφασίσει να τερματίσει μια επιχειρηματική σχέση, αλλά η τεκμηριωμένη διαδικασία δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη σύμφωνα με το άρθρο 21 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) 2024/1624 δεν δικαιολογεί την άρνηση αυτή, ενημερώνουν την αρχή που είναι αρμόδια για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης του εν λόγω πιστωτικού ιδρύματος με την οδηγία 2014/92/ΕΕ ή (ΕΕ) 2015/2366.

    4.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρχές χρηματοπιστωτικής εποπτείας συνεργάζονται με τις αρχές εξυγίανσης όπως ορίζονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 18) της οδηγίας 2014/59/ΕΕ ή με τις ορισθείσες αρχές όπως ορίζονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 18) της οδηγίας 2014/49/ΕΕ.

    Οι αρχές χρηματοπιστωτικής εποπτείας ενημερώνουν τις αρχές που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο όταν, κατά την άσκηση των εποπτικών δραστηριοτήτων τους, εντοπίζουν, για λόγους ΚΞΧ/ΧΤ, οποιαδήποτε από τις ακόλουθες περιστάσεις:

    α)

    αυξημένη πιθανότητα οι καταθέσεις να καταστούν μη διαθέσιμες·

    β)

    κίνδυνο ένα πιστωτικό ίδρυμα ή ένας χρηματοπιστωτικός οργανισμός να θεωρηθεί ότι τελεί υπό πτώχευση ή ενδέχεται να πτωχεύσει σύμφωνα με το άρθρο 32 παράγραφος 4 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ.

    Κατόπιν αιτήματος των αρχών που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου, όταν υπάρχει αυξημένη πιθανότητα οι καταθέσεις να καταστούν μη διαθέσιμες ή κίνδυνος ένα πιστωτικό ίδρυμα ή χρηματοπιστωτικός οργανισμός να θεωρηθεί ότι τελεί υπό πτώχευση ή ενδέχεται να πτωχεύσει σύμφωνα με το άρθρο 32 παράγραφος 4 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, οι αρχές χρηματοπιστωτικής εποπτείας ενημερώνουν τις ανωτέρω αρχές για κάθε συναλλαγή, λογαριασμό ή επιχειρηματική σχέση υπό τη διαχείριση του εν λόγω πιστωτικού ιδρύματος ή χρηματοπιστωτικού οργανισμού, η οποία έχει ανασταλεί από τη ΜΧΠ δυνάμει του άρθρου 24.

    5.   Οι αρχές χρηματοπιστωτικής εποπτείας υποβάλλουν ετησίως έκθεση στην ΑΚΝΕΠΑΔ για τη συνεργασία τους με άλλες αρχές δυνάμει του παρόντος άρθρου συμπεριλαμβανομένης της συμμετοχής ΜΧΠ σε αυτή τη συνεργασία.

    6.   Έως τις 10 Ιουλίου 2029 η ΑΚΝΕΠΑΔ, σε διαβούλευση με την ΕΑΤ, εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές για τη συνεργασία μεταξύ των αρχών χρηματοπιστωτικής εποπτείας και των αρχών που αναφέρονται στις παραγράφους 2, 3 και 4, μεταξύ άλλων και για το επίπεδο συμμετοχής μονάδων χρηματοοικονομικών πληροφοριών σε μια τέτοια συνεργασία.

    Άρθρο 65

    Συνεργασία σε σχέση με τους ελεγκτές

    1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι εποπτικοί φορείς που είναι υπεύθυνοι για τους ελεγκτές και, κατά περίπτωση, οι δημόσιες αρχές που επιβλέπουν αυτορρυθμιζόμενους φορείς σύμφωνα με το κεφάλαιο IV της παρούσας οδηγίας, η ΜΧΠ τους και οι δημόσιες αρχές που είναι αρμόδιες για την επίβλεψη των νόμιμων ελεγκτών και των ελεγκτικών γραφείων σύμφωνα με το άρθρο 32 της οδηγίας 2006/43/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (45) και το άρθρο 20 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 537/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (46) συνεργάζονται στενά μεταξύ τους στο πλαίσιο των αντίστοιχων αρμοδιοτήτων τους και ανταλλάσσουν μεταξύ τους πληροφορίες σχετικές με την εκτέλεση των αντίστοιχων καθηκόντων τους.

    Οι εμπιστευτικές πληροφορίες που ανταλλάσσονται σύμφωνα με το παρόν άρθρο χρησιμοποιούνται από τις αρχές που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο αποκλειστικά για την άσκηση των καθηκόντων τους στο πλαίσιο της παρούσας οδηγίας ή των άλλων νομικών πράξεων της Ένωσης που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο και στο πλαίσιο διοικητικών ή δικαστικών διαδικασιών που σχετίζονται ειδικά με την άσκηση αυτών των καθηκόντων.

    2.   Τα κράτη μέλη μπορούν να απαγορεύουν στις αρχές που αναφέρονται στην παράγραφο 1 να συνεργάζονται όταν μια τέτοια συνεργασία, συμπεριλαμβανομένης της ανταλλαγής πληροφοριών, θα μπορούσε να επηρεάσει υπό εξέλιξη έρευνα, ανάλυση ΜΧΠ, διερεύνηση ή διαδικασία σύμφωνα με το ποινικό ή το διοικητικό δίκαιο του κράτους μέλους όπου βρίσκονται οι αρχές.

    Άρθρο 66

    Συνεργασία με αρχές αρμόδιες για την εφαρμογή στοχευμένων οικονομικών κυρώσεων

    1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι εποπτικοί φορείς, οι ΜΧΠ τους και οι αρχές που είναι αρμόδιες για την εφαρμογή στοχευμένων οικονομικών κυρώσεων συνεργάζονται στενά μεταξύ τους στο πλαίσιο των αντίστοιχων αρμοδιοτήτων τους και παρέχουν αμοιβαία πληροφορίες σχετικές με την εκτέλεση των αντίστοιχων καθηκόντων τους.

    Οι εμπιστευτικές πληροφορίες που ανταλλάσσονται σύμφωνα με το παρόν άρθρο χρησιμοποιούνται από τις αρχές που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο αποκλειστικά για την άσκηση των καθηκόντων τους στο πλαίσιο της παρούσας οδηγίας ή άλλων νομικών πράξεων της Ένωσης και στο πλαίσιο διοικητικών ή δικαστικών διαδικασιών που σχετίζονται ειδικά με την άσκηση αυτών των καθηκόντων.

    2.   Τα κράτη μέλη μπορούν να απαγορεύουν στις αρχές που αναφέρονται στην παράγραφο 1 να συνεργάζονται όταν μια τέτοια συνεργασία, συμπεριλαμβανομένης της ανταλλαγής πληροφοριών, θα μπορούσε να επηρεάσει τη διεξαγωγή υπό εξέλιξη έρευνας, διερεύνησης ή διαδικασίας σύμφωνα με το ποινικό ή το διοικητικό δίκαιο του κράτους μέλους όπου βρίσκονται οι αρχές.

    Άρθρο 67

    Απαιτήσεις περί επαγγελματικού απορρήτου

    1.   Τα κράτη μέλη απαιτούν όλα τα πρόσωπα που εργάζονται ή έχουν εργαστεί για εποπτικούς φορείς και τις δημόσιες αρχές που αναφέρονται στο άρθρο 52, καθώς και οι ελεγκτές ή οι εμπειρογνώμονες που ενεργούν για λογαριασμό αυτών των εποπτικών φορέων ή των αρχών, να δεσμεύονται από την υποχρέωση τήρησης του επαγγελματικού απορρήτου.

    Χωρίς να θίγονται υποθέσεις που καλύπτονται από ποινικές έρευνες και διώξεις δυνάμει του ενωσιακού και εθνικού δικαίου και των πληροφοριών που παρέχονται στις ΜΧΠ σύμφωνα με τα άρθρα 42 και 43, οι εμπιστευτικές πληροφορίες που λαμβάνουν τα πρόσωπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο κατά την άσκηση των καθηκόντων τους δυνάμει της παρούσας οδηγίας μπορούν να δημοσιοποιούνται μόνο με συνοπτική ή συγκεντρωτική μορφή και κατά τρόπον ώστε να μην μπορεί να προσδιοριστεί η ταυτότητα μεμονωμένων υπόχρεων οντοτήτων.

    2.   Η παράγραφος 1 του παρόντος άρθρου δεν εμποδίζει την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ:

    α)

    εποπτικών φορέων, είτε σε κράτος μέλος είτε σε διαφορετικά κράτη μέλη, συμπεριλαμβανομένης της ΑΚΝΕΠΑΔ όταν ενεργεί ως εποπτικός φορέας ή των δημόσιων αρχών όπως αναφέρονται στο άρθρο 52 της παρούσας οδηγίας·

    β)

    εποπτικών φορέων καθώς και των δημόσιων αρχών που αναφέρονται στο άρθρο 52 της παρούσας οδηγίας και των ΜΧΠ·

    γ)

    εποπτικών φορέων καθώς και των δημόσιων αρχών που αναφέρονται στο άρθρο 52 της παρούσας οδηγίας και των αρμόδιων αρχών που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 44) στοιχεία γ) και δ) του κανονισμού (ΕΕ) 2024/1624·

    δ)

    αρχών χρηματοπιστωτικής εποπτείας και αρχών που είναι υπεύθυνες για την εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων και των χρηματοπιστωτικών οργανισμών σύμφωνα άλλες ενωσιακές νομικές πράξεις που συνδέονται με την εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και χρηματοπιστωτικών οργανισμών, συμπεριλαμβανομένης της ΕΚΤ όταν ενεργεί σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1024/2013, είτε σε κράτος μέλος είτε σε διαφορετικά κράτη μέλη.

    Για τους σκοπούς του στοιχείου δ) του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου, η ανταλλαγή πληροφοριών υπόκειται στις απαιτήσεις επαγγελματικού απορρήτου που προβλέπονται στην παράγραφο 1.

    3.   Κάθε αρχή ή αυτορρυθμιζόμενος φορέας που λαμβάνει εμπιστευτικές πληροφορίες σύμφωνα με την παράγραφο 2 χρησιμοποιεί αυτές τις πληροφορίες μόνο στις ακόλουθες περιπτώσεις:

    α)

    κατά την άσκηση των καθηκόντων τους σύμφωνα με την παρούσα οδηγία ή σύμφωνα με άλλες ενωσιακές νομικές πράξεις στον τομέα ΚΞΧ/ΧΤ περί προληπτικής ρύθμισης και εποπτείας πιστωτικών ιδρυμάτων και χρηματοπιστωτικών οργανισμών, συμπεριλαμβανομένης της επιβολής κυρώσεων·

    β)

    στο πλαίσιο προσφυγής κατά απόφασης της αρχής ή του αυτορρυθμιζόμενου φορέα, συμπεριλαμβανομένων δικαστικών διαδικασιών·

    γ)

    στο πλαίσιο δικαστικών διαδικασιών που έχουν κινηθεί δυνάμει ειδικών διατάξεων που προβλέπονται από το δίκαιο της Ένωσης που έχει εκδοθεί στον τομέα της παρούσας οδηγίας ή στον τομέα της προληπτικής ρύθμισης και της εποπτείας των πιστωτικών ιδρυμάτων και χρηματοπιστωτικών οργανισμών.

    Άρθρο 68

    Ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ εποπτικών φορέων και με άλλες αρχές

    1.   Με εξαίρεση τις περιπτώσεις που καλύπτονται από το άρθρο 70 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2024/1624, τα κράτη μέλη επιτρέπουν την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ:

    α)

    των εποπτικών φορέων και των δημόσιων αρχών που επιβλέπουν αυτορρυθμιζόμενους φορείς σύμφωνα με το κεφάλαιο IV της παρούσας οδηγίας, είτε στο ίδιο κράτος μέλος είτε σε διαφορετικά κράτη μέλη·

    β)

    των εποπτικών φορέων και των αρχών που είναι κατά νόμον υπεύθυνες για την εποπτεία των χρηματοπιστωτικών αγορών κατά την εκτέλεση των αντίστοιχων εποπτικών καθηκόντων τους·

    γ)

    των εποπτικών φορέων που είναι υπεύθυνοι για τους ελεγκτές και, κατά περίπτωση, των δημόσιων αρχών που επιβλέπουν αυτορρυθμιζόμενους φορείς σύμφωνα με το κεφάλαιο IV της παρούσας οδηγίας, και των δημόσιων αρχών που είναι αρμόδιες για την επίβλεψη των νόμιμων ελεγκτών και των ελεγκτικών γραφείων σύμφωνα με το άρθρο 32 της οδηγίας 2006/43/ΕΚ και το άρθρο 20 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 537/2014, συμπεριλαμβανομένων αρχών σε διαφορετικά κράτη μέλη.

    Οι απαιτήσεις επαγγελματικού απορρήτου που ορίζονται στο άρθρο 67 παράγραφοι 1 και 3 δεν παρεμποδίζουν την ανταλλαγή πληροφοριών που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου.

    Οι εμπιστευτικές πληροφορίες που ανταλλάσσονται σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο χρησιμοποιούνται μόνο για την εκπλήρωση των καθηκόντων των σχετικών αρχών και στο πλαίσιο διοικητικών ή δικαστικών διαδικασιών που σχετίζονται ειδικά με την άσκηση αυτών των καθηκόντων. Οι λαμβανόμενες πληροφορίες σε κάθε περίπτωση υπόκεινται σε απαιτήσεις επαγγελματικού απορρήτου που είναι τουλάχιστον ισοδύναμες με εκείνες που αναφέρονται στο άρθρο 67 παράγραφος 1.

    2.   Τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέπουν τη δημοσιοποίηση ορισμένων πληροφοριών σε άλλες εθνικές αρχές που είναι κατά νόμον αρμόδιες για την εποπτεία των χρηματοπιστωτικών αγορών, ή έχουν καθορισμένες αρμοδιότητες στο πεδίο της καταπολέμησης ή της διερεύνησης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, των βασικών αδικημάτων της και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας. Οι απαιτήσεις επαγγελματικού απορρήτου που ορίζονται στο άρθρο 67 παράγραφοι 1 και 3 δεν εμποδίζουν την εν λόγω δημοσιοποίηση.

    Ωστόσο, οι εμπιστευτικές πληροφορίες που ανταλλάσσονται σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο χρησιμοποιούνται μόνο για τον σκοπό της εκτέλεσης των νόμιμων καθηκόντων των οικείων αρχών. Τα πρόσωπα που έχουν πρόσβαση στις πληροφορίες αυτές υπόκεινται σε απαιτήσεις επαγγελματικού απορρήτου τουλάχιστον ισοδύναμες με εκείνες που αναφέρονται στο άρθρο 67 παράγραφος 1.

    3.   Τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέπουν τη δημοσιοποίηση ορισμένων πληροφοριών που αφορούν την εποπτεία υπόχρεων οντοτήτων σχετικά με τη συμμόρφωση προς τον κανονισμό (ΕΕ) 2024/1624, σε κοινοβουλευτικές εξεταστικές επιτροπές, εθνικά ελεγκτικά συνέδρια και άλλες οντότητες των κρατών μελών που αναλαμβάνουν τη διενέργεια ερευνών, υπό τις εξής προϋποθέσεις:

    α)

    οι οντότητες έχουν σαφή εντολή βάσει του εθνικού δικαίου να ερευνούν ή να ελέγχουν τις ενέργειες των εποπτικών φορέων ή των αρχών που είναι υπεύθυνες για τη νομοθεσία που διέπει αυτή την εποπτεία·

    β)

    οι πληροφορίες είναι απολύτως αναγκαίες για την εκπλήρωση της εντολής που αναφέρεται στο στοιχείο α)·

    γ)

    τα πρόσωπα που έχουν πρόσβαση στις πληροφορίες υπόκεινται σε απαιτήσεις επαγγελματικού απορρήτου βάσει του εθνικού δικαίου τουλάχιστον ισοδύναμες προς εκείνες που προβλέπονται στην παράγραφο 1·

    δ)

    όταν οι πληροφορίες προέρχονται από άλλο κράτος μέλος, δημοσιοποιούνται μόνο με τη ρητή συγκατάθεση του εποπτικού φορέα που τις δημοσιοποίησε και αποκλειστικά για τους σκοπούς για τους οποίους έδωσε τη συγκατάθεσή του ο εν λόγω εποπτικός φορέας.

    Τα κράτη μέλη μπορούν επίσης να επιτρέπουν τη δημοσιοποίηση πληροφοριών σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου σε προσωρινές εξεταστικές επιτροπές που έχουν συσταθεί από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σύμφωνα με το άρθρο 226 ΣΛΕΕ και το άρθρο 2 της απόφασης 95/167/ΕΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής (47), όταν η δημοσιοποίηση αυτή είναι αναγκαία για την εκτέλεση των δραστηριοτήτων των εν λόγω επιτροπών.

    ΤΜΗΜΑ 3

    Κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τη συνεργασία

    Άρθρο 69

    Κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τη συνεργασία για την ΚΞΧ/ΧΤ

    Έως τις 10 Ιουλίου 2029 η ΑΚΝΕΠΑΔ, σε συνεργασία με την ΕΚΤ, τις Ευρωπαϊκές Εποπτικές Αρχές, τον Ευρωπόλ, την Eurojust και την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία, εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τα εξής:

    α)

    τη συνεργασία μεταξύ των αρμόδιων αρχών σύμφωνα με το τμήμα 1 του παρόντος κεφαλαίου, καθώς και με τις αρχές που αναφέρονται στο τμήμα 2 του παρόντος κεφαλαίου και τις αρχές που είναι υπεύθυνες για τα κεντρικά μητρώα, για την αποτροπή της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας·

    β)

    τις διαδικασίες που οφείλουν να ακολουθούν οι αρχές που είναι αρμόδιες για την εποπτεία ή την επίβλεψη των υπόχρεων οντοτήτων βάσει άλλων νομικών πράξεων της Ένωσης προκειμένου να λαμβάνουν υπόψη ανησυχίες σχετικά με τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους κατ’ εφαρμογή των εν λόγω νομικών πράξεων της Ένωσης.

    ΚΕΦΑΛΑΙΟ VI

    ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ

    Άρθρο 70

    Επεξεργασία ορισμένων κατηγοριών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα

    1.   Στον βαθμό που είναι αναγκαίο για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επεξεργάζονται ειδικές κατηγορίες δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που αναφέρονται στο άρθρο 9 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/679 και δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που σχετίζονται με ποινικές καταδίκες και αδικήματα που αναφέρονται στο άρθρο 10 του εν λόγω κανονισμού, με την επιφύλαξη των κατάλληλων διασφαλίσεων για τα δικαιώματα και τις ελευθερίες του υποκειμένου των δεδομένων, επιπλέον των ακόλουθων διασφαλίσεων:

    α)

    η επεξεργασία των εν λόγω δεδομένων πραγματοποιείται μόνο κατά περίπτωση από το προσωπικό κάθε αρμόδιας αρχής που έχει οριστεί και εξουσιοδοτηθεί ειδικά για την εκτέλεση των εν λόγω καθηκόντων·

    β)

    το προσωπικό των αρμόδιων αρχών διατηρεί υψηλό επαγγελματικό επίπεδο σε ζητήματα εμπιστευτικότητας και προστασίας των δεδομένων, διακρίνεται για την ακεραιότητά του και διαθέτει τα απαιτούμενα προσόντα, μεταξύ άλλων και σε σχέση με τον δεοντολογικά ορθό χειρισμό συνόλων μαζικών δεδομένων·

    γ)

    λαμβάνονται τεχνικά και οργανωτικά μέτρα προκειμένου να διασφαλιστεί η ασφάλεια των δεδομένων σύμφωνα με υψηλά τεχνολογικά πρότυπα.

    2.   Οι διασφαλίσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται επίσης στην επεξεργασία, για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ειδικών κατηγοριών δεδομένων που αναφέρονται στο άρθρο 10 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2018/1725 και δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που σχετίζονται με ποινικές καταδίκες και αδικήματα που αναφέρονται στο άρθρο 11 του εν λόγω κανονισμού από τα θεσμικά και λοιπά όργανα και οργανισμούς της Ένωσης.

    ΚΕΦΑΛΑΙΟ VII

    ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

    Άρθρο 71

    Άσκηση της εξουσιοδότησης

    1.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις υπό τους όρους του παρόντος άρθρου.

    2.   Η προβλεπόμενη στο άρθρο 10 εξουσία έκδοσης των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων ανατίθεται στην Επιτροπή για αόριστο διάστημα από τις 9 Ιουλίου 2024.

    3.   Η εξουσιοδότηση που αναφέρεται στο άρθρο 10 μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή από το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης περατώνει την εξουσιοδότηση που προσδιορίζεται στην εν λόγω απόφαση. Αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσης της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που ορίζεται σε αυτή. Δεν θίγει το κύρος των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που ισχύουν ήδη.

    4.   Πριν από την έκδοση μιας κατ’ εξουσιοδότηση πράξης, η Επιτροπή διεξάγει διαβουλεύσεις με εμπειρογνώμονες που ορίζουν τα κράτη μέλη σύμφωνα με τις αρχές της διοργανικής συμφωνίας της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου.

    5.   Μόλις εκδώσει μια κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, η Επιτροπή την κοινοποιεί ταυτόχρονα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

    6.   Η κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που εκδίδεται δυνάμει του άρθρου 10 τίθεται σε ισχύ εφόσον δεν έχει διατυπωθεί αντίρρηση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο εντός 3 μηνών από την ημέρα που η πράξη κοινοποιείται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο ή αν, πριν λήξει αυτή η περίοδος, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενημερώσουν αμφότερα την Επιτροπή ότι δεν θα προβάλουν αντιρρήσεις. Η προθεσμία αυτή παρατείνεται κατά 3 μήνες κατόπιν πρωτοβουλίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.

    Άρθρο 72

    Διαδικασία επιτροπής

    1.   Η Επιτροπή επικουρείται από την επιτροπή για την πρόληψη της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, που συστάθηκε με το άρθρο 34 του κανονισμού (ΕΕ) 2023/1113. Η εν λόγω επιτροπή αποτελεί επιτροπή κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

    2.   Όταν γίνεται παραπομπή στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζεται το άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

    Άρθρο 73

    Μεταβατική διαχείριση του FIU.net

    Έως τις 10 Ιουλίου 2027, η Επιτροπή μεταβιβάζει στην ΑΚΝΕΠΑΔ τη διαχείριση του FIU.net.

    Μέχρι να ολοκληρωθεί η μεταβίβαση αυτή, η Επιτροπή παρέχει την απαραίτητη συνδρομή για τη λειτουργία του FIU.net και την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ ΜΧΠ εντός της Ένωσης. Προς τον σκοπό αυτό, η Επιτροπή συγκαλεί τακτικά συνεδριάσεις της πλατφόρμας ΜΧΠ της ΕΕ, που αποτελείται από εκπροσώπους των ΜΧΠ των κρατών μελών, ώστε να επιβλέπει τη λειτουργία του FIU.net.

    Άρθρο 74

    Τροποποιήσεις της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849

    Η οδηγία (ΕΕ) 2015/849 τροποποιείται ως εξής:

    1)

    Στο άρθρο 30 παράγραφος 5, το πρώτο και το δεύτερο εδάφιο αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

    «5.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι στις πληροφορίες σχετικά με τον πραγματικό δικαιούχο έχουν πρόσβαση σε κάθε περίπτωση:

    α)

    οι αρμόδιες αρχές και οι ΜΧΠ, χωρίς κανένα περιορισμό·

    β)

    οι υπόχρεες οντότητες, στο πλαίσιο των μέτρων δέουσας επιμέλειας για τον πελάτη σύμφωνα με το κεφάλαιο II·

    γ)

    κάθε πρόσωπο ή οργανισμός που μπορεί να αποδείξει έννομο συμφέρον.

    Τα πρόσωπα ή οι οργανισμοί που αναφέρονται στο στοιχείο γ) του πρώτο εδαφίου έχουν πρόσβαση τουλάχιστον στο όνομα, τον μήνα και το έτος γέννησης και τη χώρα διαμονής και την υπηκοότητα του πραγματικού δικαιούχου, καθώς επίσης και το είδος και την έκταση των δικαιωμάτων που κατέχει.».

    2)

    Στο άρθρο 31 παράγραφος 4, το πρώτο και το δεύτερο εδάφιο αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

    «4.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι πληροφορίες σχετικά με τον πραγματικό δικαιούχο εμπιστεύματος ή παρεμφερούς νομικού μορφώματος είναι προσβάσιμες σε κάθε περίπτωση από:

    α)

    τις αρμόδιες αρχές και ΜΧΠ, χωρίς κανένα περιορισμό·

    β)

    τις υπόχρεες οντότητες, στο πλαίσιο των διατάξεων για τη δέουσα επιμέλεια ως προς τον πελάτη σύμφωνα με το κεφάλαιο II·

    γ)

    κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που μπορεί να αποδείξει έννομο συμφέρον για την πρόσβασή του σε πληροφορίες σχετικά με τον πραγματικό δικαιούχο.

    Οι πληροφορίες που είναι προσβάσιμες από τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα του στοιχείου γ) του πρώτου εδαφίου συνίστανται στο όνομα, τον μήνα και το έτος γέννησης, και τη χώρα διαμονής και την υπηκοότητα του πραγματικού δικαιούχου, καθώς επίσης και στο είδος και την έκταση των δικαιωμάτων που κατέχει.».

    Άρθρο 75

    Τροποποίηση στην οδηγία (ΕΕ) 2019/1937

    Στην οδηγία (ΕΕ) 2019/1937 στο παράρτημα, μέρος ΙΙ, τμήμα Α, το σημείο 2 προστίθεται το ακόλουθο σημείο:

    «iii)

    Κανονισμός (ΕΕ) 2024/1624 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 31ης Μαΐου 2024, σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας (ΕΕ L, 2024/1624, 19.6.2024, ELI: http://data.europa.eu/eli/reg/2024/1624/oj).».

    Άρθρο 76

    Επανεξέταση

    Έως τις 10 Ιουλίου 2032, και στη συνέχεια ανά τριετία, η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο σχετικά με την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας.

    Άρθρο 77

    Κατάργηση

    Η οδηγία (ΕΕ) 2015/849 καταργείται από τις 10 Ιουλίου 2027.

    Παραπομπές στην καταργούμενη οδηγία νοούνται ως παραπομπές στην παρούσα οδηγία και στον κανονισμό (ΕΕ) 2024/1624 και διαβάζονται σύμφωνα με τον πίνακα αντιστοιχιών του παραρτήματος της παρούσας οδηγίας.

    Άρθρο 78

    Μεταφορά στο εθνικό δίκαιο

    1.   Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που απαιτούνται για τη συμμόρφωση προς την παρούσα οδηγία έως τις 10 Ιουλίου 2027. Ενημερώνουν αμέσως την Επιτροπή σχετικά.

    Κατά παρέκκλιση από το πρώτο εδάφιο, τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που απαιτούνται για τη συμμόρφωση προς το άρθρο 74 έως τις 10 Ιουλίου 2025, προς τα άρθρα 11, 12, 13 και 15 έως τις 10 Ιουλίου 2026 και προς το άρθρο 18 έως τις 10 Ιουλίου 2029. Ενημερώνουν αμέσως την Επιτροπή σχετικά.

    Όταν τα κράτη μέλη θεσπίζουν τα μέτρα που αναφέρονται στην παρούσα παράγραφο, αυτά περιέχουν παραπομπή στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από παρόμοια παραπομπή κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Ο τρόπος της παραπομπής αυτής καθορίζεται από τα κράτη μέλη.

    2.   Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή το κείμενο των ουσιωδών μέτρων εθνικού δικαίου τις οποίες θεσπίζουν στον τομέα που διέπει η παρούσα οδηγία.

    Άρθρο 79

    Έναρξη ισχύος

    Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

    Άρθρο 80

    Αποδέκτες

    Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

    Βρυξέλλες, 31 Μαΐου 2024.

    Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

    Η Πρόεδρος

    R. METSOLA

    Για το Συμβούλιο

    Η Πρόεδρος

    H. LAHBIB


    (1)   ΕΕ C 210 της 25.5.2022, σ. 15.

    (2)   ΕΕ C 152 της 6.4.2022, σ. 89.

    (3)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 24ης Απριλίου 2024 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 30ής Μαΐου 2024 .

    (4)  Οδηγία (ΕΕ) 2015/849 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 2015, σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, και την κατάργηση της οδηγίας 2005/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και της οδηγίας 2006/70/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 141 της 5.6.2015, σ. 73).

    (5)  Οδηγία (ΕΕ) 2018/843 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2018, για την τροποποίηση της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849 σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, και για την τροποποίηση των οδηγιών 2009/138/ΕΚ και 2013/36/ΕΕ (ΕΕ L 156 της 19.6.2018, σ. 43).

    (6)  Κανονισμός (ΕΕ) 2023/1113 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 31ης Μαΐου 2023, περί στοιχείων που συνοδεύουν τις μεταφορές χρηματικών ποσών και ορισμένων κρυπτοστοιχείων και περί τροποποίησης της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849 (ΕΕ L 150 της 9.6.2023, σ. 1).

    (7)  Κανονισμός (ΕΕ) 2024/1624 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 31ης Μαΐου 2024, σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας (ΕΕ L, 2024/1624, 19.6.2024, ELI: http://data.europa.eu/eli/reg/2024/1624/oj).

    (8)  Κανονισμός (ΕΕ) 2024/1620 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 31ης Μαΐου 2024, σχετικά με τη σύσταση της Αρχής για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας και την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 (ΕΕ L, 2024/1620, 19.6.2024, ELI: http://data.europa.eu/eli/reg/2024/1620/oj).

    (9)  Απόφαση 2009/316/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 6ης Απριλίου 2009, σχετικά με τη δημιουργία του Ευρωπαϊκού Συστήματος Πληροφοριών Ποινικού Μητρώου (ECRIS) κατ’ εφαρμογή του άρθρου 11 της απόφασης-πλαισίου 2009/315/ΔΕΥ (ΕΕ L 93 της 7.4.2009, σ. 33).

    (10)  Απόφαση-πλαίσιο 2009/315/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, σχετικά με τη διοργάνωση και το περιεχόμενο της ανταλλαγής πληροφοριών που προέρχονται από το ποινικό μητρώο μεταξύ των κρατών μελών (ΕΕ L 93 της 7.4.2009, σ. 23).

    (11)  Απόφαση 2010/413/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 26ης Ιουλίου 2010, για περιοριστικά μέτρα κατά του Ιράν και για την κατάργηση της κοινής θέσης 2007/140/ΚΕΠΠΑ (ΕΕ L 195 της 27.7.2010, σ. 39).

    (12)  Απόφαση (ΚΕΠΠΑ) 2016/849 του Συμβουλίου, της 27ης Μαΐου 2016, για την επιβολή περιοριστικών μέτρων κατά της Λαοκρατικής Δημοκρατίας της Κορέας και για την κατάργηση της απόφασης 2013/183/ΚΕΠΠΑ (ΕΕ L 141 της 28.5.2016, σ. 79).

    (13)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 267/2012 του Συμβουλίου, της 23ης Μαρτίου 2012, σχετικά με περιοριστικά μέτρα κατά του Ιράν και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 961/2010 (ΕΕ L 88 της 24.3.2012, σ. 1).

    (14)  Κανονισμός (ΕΕ) 2017/1509 του Συμβουλίου, της 30ής Αυγούστου 2017, για την επιβολή περιοριστικών μέτρων κατά της Λαοκρατικής Δημοκρατίας της Κορέας και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 329/2007 (ΕΕ L 224 της 31.8.2017, σ. 1).

    (15)  Κανονισμός (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Απριλίου 2016, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της οδηγίας 95/46/ΕΚ (Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων) (ΕΕ L 119 της 4.5.2016, σ. 1).

    (16)  Οδηγία (ΕΕ) 2015/2366 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2015, σχετικά με υπηρεσίες πληρωμών στην εσωτερική αγορά, την τροποποίηση των οδηγιών 2002/65/ΕΚ, 2009/110/ΕΚ, 2013/36/ΕΕ και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και την κατάργηση της οδηγίας 2007/64/ΕΚ (ΕΕ L 337 της 23.12.2015, σ. 35).

    (17)  Οδηγία (ΕΕ) 2017/1132 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2017, σχετικά με ορισμένες πτυχές του εταιρικού δίκαιου (ΕΕ L 169 της 30.6.2017, σ. 46).

    (18)  Κανονισμός (ΕΕ) 2021/1060 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Ιουνίου 2021, για τον καθορισμό κοινών διατάξεων για το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης, το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο+, το Ταμείο Συνοχής, το Ταμείο Δίκαιης Μετάβασης και το Ευρωπαϊκό Ταμείο Θάλασσας, Αλιείας και Υδατοκαλλιέργειας, και δημοσιονομικών κανόνων για τα εν λόγω Ταμεία και για το Ταμείο Ασύλου, Μετανάστευσης και Ένταξης, το Ταμείο Εσωτερικής Ασφάλειας και το Μέσο για τη Χρηματοδοτική Στήριξη της Διαχείρισης των Συνόρων και την Πολιτική των Θεωρήσεων (ΕΕ L 231 της 30.6.2021, σ. 159).

    (19)  Κανονισμός (ΕΕ) 2021/241 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Φεβρουαρίου 2021, για τη θέσπιση του μηχανισμού ανάκαμψης και ανθεκτικότητας (ΕΕ L 57 της 18.2.2021, σ. 17).

    (20)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 910/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 2014, σχετικά με την ηλεκτρονική ταυτοποίηση και τις υπηρεσίες εμπιστοσύνης για τις ηλεκτρονικές συναλλαγές στην εσωτερική αγορά και την κατάργηση της οδηγίας 1999/93/ΕΚ (ΕΕ L 257 της 28.8.2014, σ. 73).

    (21)  Οδηγία (ΕΕ) 2016/681 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Απριλίου 2016, σχετικά με τη χρήση των δεδομένων που περιέχονται στις καταστάσεις ονομάτων επιβατών (PNR) για την πρόληψη, ανίχνευση, διερεύνηση και δίωξη τρομοκρατικών και σοβαρών εγκλημάτων (ΕΕ L 119 της 4.5.2016, σ. 132).

    (22)  Οδηγία (ΕΕ) 2019/1937 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2019, σχετικά με την προστασία των προσώπων που αναφέρουν παραβιάσεις του δικαίου της Ένωσης (ΕΕ L 305 της 26.11.2019, σ. 17).

    (23)  Οδηγία 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα πιστωτικών ιδρυμάτων και την προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων, για την τροποποίηση της οδηγίας 2002/87/ΕΚ και για την κατάργηση των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 338).

    (24)  Οδηγία 2014/49/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Απριλίου 2014, περί των συστημάτων εγγύησης των καταθέσεων (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 149).

    (25)  Οδηγία 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τη θέσπιση πλαισίου για την ανάκαμψη και την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων και για την τροποποίηση της οδηγίας 82/891/ΕΟΚ του Συμβουλίου, και των οδηγιών 2001/24/ΕΚ, 2002/47/ΕΚ, 2004/25/ΕΚ, 2005/56/ΕΚ, 2007/36/ΕΚ, 2011/35/ΕΕ, 2012/30/ΕΕ και 2013/36/ΕΕ, καθώς και των κανονισμών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 190).

    (26)  Οδηγία 2014/92/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 2014, για τη συγκρισιμότητα των τελών που συνδέονται με λογαριασμούς πληρωμών, την αλλαγή λογαριασμού πληρωμών και την πρόσβαση σε λογαριασμούς πληρωμών με βασικά χαρακτηριστικά (ΕΕ L 257 της 28.8.2014, σ. 214).

    (27)  Κανονισμός (ΕΕ) 2018/1725 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2018, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα θεσμικά και λοιπά όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης και την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών, και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001 και της απόφασης αριθ. 1247/2002/ΕΚ (ΕΕ L 295 της 21.11.2018, σ. 39).

    (28)  Οδηγία (EE) 2016/680 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Απριλίου 2016, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από αρμόδιες αρχές για τους σκοπούς της πρόληψης, διερεύνησης, ανίχνευσης ή δίωξης ποινικών αδικημάτων ή της εκτέλεσης ποινικών κυρώσεων και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της απόφασης-πλαίσιο 2008/977/ΔΕΥ του Συμβουλίου (ΕΕ L 119 της 4.5.2016, σ. 89).

    (29)   ΕΕ L 123 της 12.5.2016, σ. 1.

    (30)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για τη θέσπιση κανόνων και γενικών αρχών σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή (ΕΕ L 55 της 28.2.2011, σ. 13).

    (31)  Απόφαση του Δικαστηρίου της 22ας Νοεμβρίου 2022, WM και Sovim SA κατά Luxembourg Business Registers, συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-37/20 και C-601/20, ECLI:EU:C:2022:912.

    (32)   ΕΕ C 369 της 17.12.2011, σ. 14.

    (33)   ΕΕ C 524 της 29.12.2021, σ. 10.

    (34)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 952/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Οκτωβρίου 2013, για τη θέσπιση του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα (ΕΕ L 269 της 10.10.2013, σ. 1).

    (35)  Κανονισμός (ΕΕ) 2018/1672 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2018, σχετικά με τους ελέγχους ρευστών διαθεσίμων που εισέρχονται ή εξέρχονται από την Ένωση και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1889/2005 (ΕΕ L 284 της 12.11.2018, σ. 6).

    (36)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 909/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 2014, σχετικά με τη βελτίωση του διακανονισμού αξιογράφων στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τα κεντρικά αποθετήρια τίτλων και για την τροποποίηση των οδηγιών 98/26/ΕΚ και 2014/65/ΕΕ και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 236/2012 (ΕΕ L 257 της 28.8.2014, σ. 1).

    (37)  Οδηγία 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και την τροποποίηση της οδηγίας 2002/92/ΕΚ και της οδηγίας 2011/61/ΕΕ (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 349).

    (38)  Οδηγία (ΕΕ) 2018/1673 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2018, σχετικά με την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες μέσω του ποινικού δικαίου (ΕΕ L 284 της 12.11.2018, σ. 22).

    (39)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 910/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 2014, σχετικά με την ηλεκτρονική ταυτοποίηση και τις υπηρεσίες εμπιστοσύνης για τις ηλεκτρονικές συναλλαγές στην εσωτερική αγορά και την κατάργηση της οδηγίας 1999/93/ΕΚ (ΕΕ L 257 της 28.8.2014, σ. 73).

    (40)  Οδηγία 2011/16/EE του Συμβουλίου, της 15ης Φεβρουαρίου 2011, σχετικά με τη διοικητική συνεργασία στον τομέα της φορολογίας και με την κατάργηση της οδηγίας 77/799/ΕΟΚ (ΕΕ L 064 της 11.3.2011, σ. 1).

    (41)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 389/2013 της Επιτροπής, της 2ας Μαΐου 2013, για τη σύσταση ενωσιακού μητρώου δυνάμει της οδηγίας 2003/87/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και των αποφάσεων αριθ. 280/2004/ΕΚ και αριθ. 406/2009/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και για την κατάργηση των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 920/2010 και (ΕΕ) αριθ. 1193/2011 της Επιτροπής (ΕΕ L 122 της 3.5.2013, σ. 1).

    (42)  Οδηγία 2009/110/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Σεπτεμβρίου 2009, για την ανάληψη, άσκηση και προληπτική εποπτεία της δραστηριότητας ιδρύματος ηλεκτρονικού χρήματος, την τροποποίηση των οδηγιών 2005/60/ΕΚ και 2006/48/ΕΚ και την κατάργηση της οδηγίας 2000/46/ΕΚ (ΕΕ L 267 της 10.10.2009, σ. 7).

    (43)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 2013, για την ανάθεση ειδικών καθηκόντων στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα σχετικά με τις πολιτικές που αφορούν την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων (ΕΕ L 287 της 29.10.2013, σ. 63).

    (44)  Οδηγία 2013/34/EE του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις, τις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις και συναφείς εκθέσεις επιχειρήσεων ορισμένων μορφών, την τροποποίηση της οδηγίας 2006/43/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και την κατάργηση των οδηγιών 78/660/ΕΟΚ και 83/349/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 182 της 29.6.2013, σ. 19).

    (45)  Οδηγία 2006/43/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 2006, για τους υποχρεωτικούς ελέγχους των ετήσιων και των ενοποιημένων λογαριασμών, για την τροποποίηση των οδηγιών 78/660/ΕΟΚ και 83/349/ΕΟΚ του Συμβουλίου και για την κατάργηση της οδηγίας 84/253/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 157 της 9.6.2006, σ. 87).

    (46)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 537/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Απριλίου 2014, σχετικά με ειδικές απαιτήσεις όσον αφορά τον υποχρεωτικό έλεγχο οντοτήτων δημοσίου συμφέροντος και την κατάργηση της απόφασης 2005/909/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 158 της 27.5.2014, σ. 77).

    (47)  Απόφαση 95/167/ΕΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής, της 19ης Απριλίου 1995, περί των λεπτομερών διατάξεων άσκησης του δικαιώματος εξέτασης των πραγμάτων από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο (ΕΕ L 113 της 19.5.1995, σ. 1).


    ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

    Πίνακας αντιστοιχίας

    Οδηγία (ΕΕ) 2015/849

    Παρούσα οδηγία

    Κανονισμός (ΕΕ) 2024/1624

    Άρθρο 1 παράγραφος 1

    Άρθρο 1 παράγραφος 2

    Άρθρο 1 παράγραφος 3

    Άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 1)

    Άρθρο 1 παράγραφος 4

    Άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 1)

    Άρθρο 1 παράγραφος 5

    Άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 2)

    Άρθρο 1 παράγραφος 6

    Άρθρο 2 παράγραφος 1 σημεία 1) και 2)

    Άρθρο 2 παράγραφος 1

    Άρθρο 3

    Άρθρο 2 παράγραφος 2

    Άρθρο 4

    Άρθρο 2 παράγραφος 3

    Άρθρο 6 παράγραφος 1

    Άρθρο 2 παράγραφος 4

    Άρθρο 6 παράγραφος 2

    Άρθρο 2 παράγραφος 5

    Άρθρο 6 παράγραφος 3

    Άρθρο 2 παράγραφος 6

    Άρθρο 6 παράγραφος 4

    Άρθρο 2 παράγραφος 7

    Άρθρο 6 παράγραφος 5

    Άρθρο 2 παράγραφος 8

    Άρθρο 7

    Άρθρο 2 παράγραφος 9

    Άρθρο 4 παράγραφος 3 και άρθρο 6 παράγραφος 6

    Άρθρο 3 σημείο 1)

    Άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 5)

    Άρθρο 3 σημείο 2)

    Άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 6)

    Άρθρο 3 σημείο 3)

    Άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 4)

    Άρθρο 3 σημείο 4)

    Άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 3)

    Άρθρο 3 σημείο 5)

    Άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 47)

    Άρθρο 3 σημείο 6)

    Άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 28)

    Άρθρο 3 σημείο 6) στοιχείο α)

    Άρθρα 51 έως 55

    Άρθρο 3 σημείο 6) στοιχείο β)

    Άρθρο 58

    Άρθρο 3 σημείο 6) στοιχείο γ)

    Άρθρο 57

    Άρθρο 3 σημείο 7)

    Άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 11)

    Άρθρο 3 σημείο 8)

    Άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 22)

    Άρθρο 3 σημείο 9)

    Άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 34) και άρθρο 2 παράγραφος 2

    Άρθρο 3 σημείο 10)

    Άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 35) και άρθρο 2 παράγραφος 5

    Άρθρο 3 σημείο 11)

    Άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 36)

    Άρθρο 3 σημείο 12)

    Άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 40)

    Άρθρο 3 σημείο 13)

    Άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 19)

    Άρθρο 3 σημείο 14)

    Άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 12)

    Άρθρο 3 σημείο 15)

    Άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 41)

    Άρθρο 3 σημείο 16)

    Άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 17)

    Άρθρο 3 σημείο 17)

    Άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 23)

    Άρθρο 3 σημείο 18)

    Άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 7)

    Άρθρο 3 σημείο 19)

    Άρθρο 4

    Άρθρο 3

    Άρθρο 5

    Άρθρο 6

    Άρθρο 7

    Άρθρο 7

    Άρθρο 8

    Άρθρο 8 παράγραφος 1

    Άρθρο 10 παράγραφος 1

    Άρθρο 8 παράγραφος 2

    Άρθρο 10 παράγραφοι 2 και 3

    Άρθρο 8 παράγραφος 3

    Άρθρο 9 παράγραφος 1

    Άρθρο 8 παράγραφος 4

    Άρθρο 9 παράγραφος 2

    Άρθρο 8 παράγραφος 5

    Άρθρο 9 παράγραφοι 2 και 3

    Άρθρο 9

    Άρθρο 29

    Άρθρο 10 παράγραφος 1

    Άρθρο 79 παράγραφος 1

    Άρθρο 10 παράγραφος 2

    Άρθρο 79 παράγραφος 3

    Άρθρο 11

    Άρθρο 19 παράγραφοι 1, 2 και 5

    Άρθρο 12

    Άρθρο 19 παράγραφος 7 και άρθρο 79 παράγραφος 2

    Άρθρο 13 παράγραφος 1

    Άρθρο 20 παράγραφος 1

    Άρθρο 13 παράγραφος 2

    Άρθρο 20 παράγραφος 2

    Άρθρο 13 παράγραφος 3

    Άρθρο 20 παράγραφος 2

    Άρθρο 13 παράγραφος 4

    Άρθρο 20 παράγραφος 4

    Άρθρο 13 παράγραφος 5

    Άρθρο 47

    Άρθρο 13 παράγραφος 6

    Άρθρο 22 παράγραφος 4

    Άρθρο 14 παράγραφος 1

    Άρθρο 23 παράγραφοι 1 και 4

    Άρθρο 14 παράγραφος 2

    Άρθρο 23 παράγραφος 2

    Άρθρο 14 παράγραφος 3

    Άρθρο 23 παράγραφος 3

    Άρθρο 14 παράγραφος 4

    Άρθρο 21 παράγραφοι 1 και 2

    Άρθρο 14 παράγραφος 5

    Άρθρο 26 παράγραφοι 2 και 3

    Άρθρο 15

    Άρθρο 20 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο και άρθρο 33

    Άρθρο 16

    Άρθρο 33 παράγραφοι 1 και 8

    Άρθρο 17

    Άρθρο 18 παράγραφος 1

    Άρθρο 34 παράγραφος 1

    Άρθρο 18 παράγραφος 2

    Άρθρο 34 παράγραφος 2

    Άρθρο 18 παράγραφος 3

    Άρθρο 34 παράγραφος 3

    Άρθρο 18 παράγραφος 4

    Άρθρο 18α παράγραφος 1

    Άρθρο 29 παράγραφος 4

    Άρθρο 18α παράγραφος 2

    Άρθρο 29 παράγραφοι 5 και 6 και άρθρο 35 στοιχείο α)

    Άρθρο 18α παράγραφος 3

    Άρθρο 29 παράγραφοι 5 και 6 και άρθρο 35 στοιχείο β)

    Άρθρο 18α παράγραφος 4

    Άρθρο 18α παράγραφος 5

    Άρθρο 29 παράγραφος 6

    Άρθρο 19

    Άρθρο 36

    Άρθρο 20

    Άρθρο 9 παράγραφος 2, άρθρο 20 παράγραφος 1 και άρθρο 42 παράγραφος 1

    Άρθρο 20 στοιχείο α)

    Άρθρο 9 παράγραφος 2 στοιχείο α) σημείο iii) και άρθρο 20 παράγραφος 1 στοιχείο ζ)

    Άρθρο 20 στοιχείο β)

    Άρθρο 42 παράγραφος 1

    Άρθρο 20α

    Άρθρο 43

    Άρθρο 21

    Άρθρο 44

    Άρθρο 22

    Άρθρο 45

    Άρθρο 23

    Άρθρο 46

    Άρθρο 24

    Άρθρο 39

    Άρθρο 25

    Άρθρο 48 παράγραφος 1

    Άρθρο 26

    Άρθρο 48

    Άρθρο 27

    Άρθρο 49

    Άρθρο 28

    Άρθρο 48 παράγραφος 3

    Άρθρο 29

    Άρθρο 30 παράγραφος 1

    Άρθρο 63 παράγραφοι 1, 2 δεύτερο εδάφιο και 4 και άρθρο 68

    Άρθρο 30 παράγραφος 2

    Άρθρο 63 παράγραφος 5

    Άρθρο 30 παράγραφος 3

    Άρθρο 10 παράγραφος 1

    Άρθρο 30 παράγραφος 4

    Άρθρο 10 παράγραφοι 7 και 10

    Άρθρο 30 παράγραφος 5 πρώτο εδάφιο

    Άρθρο 11 και άρθρο 12 παράγραφος 2

    Άρθρο 30 παράγραφος 5 δεύτερο εδάφιο

    Άρθρο 12 παράγραφος 1

    Άρθρο 30 παράγραφος 5 τρίτο εδάφιο

    Άρθρο 30 παράγραφος 5α

    Άρθρο 11 παράγραφος 4 και άρθρο 13 παράγραφος 12

    Άρθρο 30 παράγραφος 6

    Άρθρο 11 παράγραφοι 1, 2 και 3

    Άρθρο 30 παράγραφος 7

    Άρθρο 61 παράγραφος 2

    Άρθρο 30 παράγραφος 8

    Άρθρο 22 παράγραφος 7

    Άρθρο 30 παράγραφος 9

    Άρθρο 15

    Άρθρο 30 παράγραφος 10

    Άρθρο 10 παράγραφοι 19 και 20

    Άρθρο 31 παράγραφος 1

    Άρθρο 58, άρθρο 64 παράγραφος 1, και άρθρο 68

    Άρθρο 31 παράγραφος 2

    Άρθρο 64 παράγραφος 3

    Άρθρο 31 παράγραφος 3

    Άρθρο 64 παράγραφος 5

    Άρθρο 31 παράγραφος 3α

    Άρθρο 10 παράγραφοι 1, 2 και 3

    Άρθρο 67

    Άρθρο 31 παράγραφος 4 πρώτο εδάφιο

    Άρθρο 11 και άρθρο 12 παράγραφος 2

    Άρθρο 31 παράγραφος 4 δεύτερο εδάφιο

    Άρθρο 12 παράγραφος 1

    Άρθρο 31 παράγραφος 4 τρίτο εδάφιο

    Άρθρο 31 παράγραφος 4 τέταρτο εδάφιο

    Άρθρο 11 παράγραφος 2

    Άρθρο 31 παράγραφος 4α

    Άρθρο 11 παράγραφος 4 και άρθρο 13 παράγραφος 12

    Άρθρο 31 παράγραφος 5

    Άρθρο 10 παράγραφοι 7 και 10

    Άρθρο 24

    Άρθρο 31 παράγραφος 6

    Άρθρο 22 παράγραφος 7

    Άρθρο 31 παράγραφος 7

    Άρθρο 61 παράγραφος 2

    Άρθρο 31 παράγραφος 7α

    Άρθρο 15

    Άρθρο 31 παράγραφος 9

    Άρθρο 10 παράγραφοι 19 και 20

    Άρθρο 31 παράγραφος 10

    Άρθρο 58 παράγραφος 4

    Άρθρο 31α

    Άρθρο 17 παράγραφος 1

    Άρθρο 32 παράγραφος 1

    Άρθρο 19 παράγραφος 1

    Άρθρο 32 παράγραφος 2

    Άρθρο 62 παράγραφος 1

    Άρθρο 32 παράγραφος 3

    Άρθρο 19 παράγραφοι 2, 3 πρώτο εδάφιο, 4 και 5

    Άρθρο 32 παράγραφος 4

    Άρθρο 21 παράγραφος 1 και άρθρο 22 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο

    Άρθρο 32 παράγραφος 5

    Άρθρο 22 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο

    Άρθρο 32 παράγραφος 6

    Άρθρο 22 παράγραφος 2

    Άρθρο 32 παράγραφος 7

    Άρθρο 24 παράγραφος 1

    Άρθρο 32 παράγραφος 8

    Άρθρο 19 παράγραφος 3 δεύτερο εδάφιο

    Άρθρο 32 παράγραφος 9

    Άρθρο 21 παράγραφος 4

    Άρθρο 32α παράγραφος 1

    Άρθρο 16 παράγραφος 1

    Άρθρο 32α παράγραφος 2

    Άρθρο 16 παράγραφος 2

    Άρθρο 32α παράγραφος 3

    Άρθρο 16 παράγραφος 3

    Άρθρο 32α παράγραφος 4

    Άρθρο 16 παράγραφος 5

    Άρθρο 32β

    Άρθρο 18

    Άρθρο 33 παράγραφος 1

    Άρθρο 69 παράγραφος 1

    Άρθρο 33 παράγραφος 2

    Άρθρο 69 παράγραφος 6

    Άρθρο 34 παράγραφος 1

    Άρθρο 70 παράγραφος 1

    Άρθρο 34 παράγραφος 2

    Άρθρο 70 παράγραφος 2

    Άρθρο 34 παράγραφος 3

    Άρθρο 40 παράγραφος 5

    Άρθρο 35

    Άρθρο 71

    Άρθρο 36

    Άρθρο 42

    Άρθρο 37

    Άρθρο 72

    Άρθρο 38

    Άρθρο 60

    Άρθρο 11 παράγραφος 2 τέταρτο εδάφιο και παράγραφος 4, άρθρο 14 και άρθρο 69 παράγραφος 7

    Άρθρο 39

    Άρθρο 73

    Άρθρο 40

    Άρθρο 77

    Άρθρο 41

    Άρθρο 70

    Άρθρο 76

    Άρθρο 42

    Άρθρο 78

    Άρθρο 43

    Άρθρο 44 παράγραφος 1

    Άρθρο 9 παράγραφος 1

    Άρθρο 44 παράγραφος 2

    Άρθρο 9 παράγραφος 2

    Άρθρο 44 παράγραφος 3

    Άρθρο 44 παράγραφος 4

    Άρθρο 9 παράγραφοι 3 και 6

    Άρθρο 45 παράγραφος 1

    Άρθρο 16 παράγραφος 1

    Άρθρο 45 παράγραφος 2

    Άρθρο 8 παράγραφοι 3, 4 και 5

    Άρθρο 45 παράγραφος 3

    Άρθρο 17 παράγραφος 1

    Άρθρο 45 παράγραφος 4

    Άρθρο 48

    Άρθρο 45 παράγραφος 5

    Άρθρο 17 παράγραφος 2

    Άρθρο 45 παράγραφος 6

    Άρθρο 17 παράγραφος 3

    Άρθρο 45 παράγραφος 7

    Άρθρο 17 παράγραφος 4

    Άρθρο 45 παράγραφος 8

    Άρθρο 16 παράγραφος 3

    Άρθρο 45 παράγραφος 9

    Άρθρο 41 παράγραφος 1

    Άρθρο 45 παράγραφος 10

    Άρθρο 41 παράγραφος 2

    Άρθρο 45 παράγραφος 11

    Άρθρο 41 παράγραφος 3

    Άρθρο 46 παράγραφος 1

    Άρθρα 12 και 15

    Άρθρο 46 παράγραφος 2

    Άρθρο 39 παράγραφος 2

    Άρθρο 46 παράγραφος 3

    Άρθρο 28 παράγραφος 1

    Άρθρο 46 παράγραφος 4

    Άρθρο 11 παράγραφος 1

    Άρθρο 47 παράγραφος 1

    Άρθρο 4 παράγραφοι 1 και 2

    Άρθρο 47 παράγραφος 2

    Άρθρο 6 παράγραφος 1

    Άρθρο 47 παράγραφος 3

    Άρθρο 6 παράγραφος 2

    Άρθρο 48 παράγραφος 1

    Άρθρο 37 παράγραφος 1

    Άρθρο 48 παράγραφος 1α

    Άρθρο 37 παράγραφος 5 και άρθρο 62 παράγραφος 1

    Άρθρο 48 παράγραφος 2

    Άρθρο 37 παράγραφοι 2 και 6

    Άρθρο 48 παράγραφος 3

    Άρθρο 37 παράγραφος 7

    Άρθρο 48 παράγραφος 4

    Άρθρα 37 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο, άρθρο 46 και άρθρο 54 παράγραφος 4

    Άρθρο 48 παράγραφος 5

    Άρθρο 46 παράγραφοι 2 και 3 και άρθρο 47

    Άρθρο 48 παράγραφος 6

    Άρθρο 40 παράγραφος 1

    Άρθρο 48 παράγραφος 7

    Άρθρο 40 παράγραφος 2

    Άρθρο 48 παράγραφος 8

    Άρθρο 40 παράγραφος 4

    Άρθρο 48 παράγραφος 9

    Άρθρο 37 παράγραφος 3

    Άρθρο 48 παράγραφος 10

    Άρθρο 40 παράγραφος 3

    Άρθρο 49

    Άρθρο 61 παράγραφος 1

    Άρθρο 50

    Άρθρο 63

    Άρθρο 50α

    Άρθρο 61παράγραφος 3

    Άρθρο 51

    Άρθρο 52

    Άρθρο 29

    Άρθρο 53

    Άρθρο 31

    Άρθρο 54

    Άρθρο 33

    Άρθρο 55

    Άρθρο 34

    Άρθρο 56

    Άρθρο 30 παράγραφοι 2 και 3

    Άρθρο 57

    Άρθρο 35

    Άρθρο 57α παράγραφος 1

    Άρθρο 67 παράγραφος 1

    Άρθρο 57α παράγραφος 2

    Άρθρο 67 παράγραφος 2

    Άρθρο 57α παράγραφος 3

    Άρθρο 67 παράγραφος 3

    Άρθρο 57α παράγραφος 4

    Άρθρο 44, άρθρο 46 παράγραφος 1 και άρθρο 47 παράγραφος 1

    Άρθρο 57α παράγραφος 5

    Άρθρο 51

    Άρθρο 57β

    Άρθρο 68

    Άρθρο 58 παράγραφος 1

    Άρθρο 53 παράγραφος 1

    Άρθρο 58 παράγραφος 2

    Άρθρο 53 παράγραφοι 2 και 3

    Άρθρο 58 παράγραφος 3

    Άρθρο 53 παράγραφος 4

    Άρθρο 58 παράγραφος 4

    Άρθρο 58 παράγραφος 5

    Άρθρο 53 παράγραφος 5

    Άρθρο 59 παράγραφος 1

    Άρθρο 55 παράγραφος 1

    Άρθρο 59 παράγραφος 2

    Άρθρο 55 παράγραφος 2 και άρθρο 56 παράγραφοι 2 και 3

    Άρθρο 59 παράγραφος 3

    Άρθρο 55 παράγραφος 3

    Άρθρο 59 παράγραφος 4

    Άρθρο 55 παράγραφος 4

    Άρθρο 60 παράγραφος 1

    Άρθρο 58 παράγραφοι 1, 2 πρώτο εδάφιο και 3

    Άρθρο 60 παράγραφος 2

    Άρθρο 58 παράγραφος 2 τρίτο εδάφιο

    Άρθρο 60 παράγραφος 3

    Άρθρο 58 παράγραφος 4

    Άρθρο 60 παράγραφος 4

    Άρθρο 53 παράγραφος 5

    Άρθρο 60 παράγραφος 5

    Άρθρο 53 παράγραφος 7

    Άρθρο 60 παράγραφος 6

    Άρθρο 53 παράγραφος 8

    Άρθρο 61

    Άρθρο 60

    Άρθρο 62 παράγραφος 1

    Άρθρο 59 παράγραφος 1

    Άρθρο 62 παράγραφος 2

    Άρθρο 6 παράγραφος 6

    Άρθρο 62 παράγραφος 3

    Άρθρο 59 παράγραφος 2

    Άρθρο 63

    Άρθρο 64

    Άρθρο 85

    Άρθρο 64α

    Άρθρο 72

    Άρθρο 86

    Άρθρο 65

    Άρθρο 66

    Άρθρο 67

    Άρθρο 68

    Άρθρο 69

    Παράρτημα I

    Παράρτημα I

    Παράρτημα II

    Παράρτημα II

    Παράρτημα III

    Παράρτημα III

    Παράρτημα IV


    ELI: http://data.europa.eu/eli/dir/2024/1640/oj

    ISSN 1977-0669 (electronic edition)


    Top