This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 61986CC0297
Opinion of Mr Advocate General Lenz delivered on 24 March 1988. # Confederazione italiana dirigenti di azienda (CIDA) and others v Council of the European Communities. # Appointment of members of the Economic and Social Committee. # Case 297/86.
Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Lenz της 24ης Μαρτίου 1988.
Confederazione italiana dirigenti di azienda (CIDA) και λοιποί κατά Συμβουλίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
Διορισμός των μελών της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής.
Υπόθεση 297/86.
Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Lenz της 24ης Μαρτίου 1988.
Confederazione italiana dirigenti di azienda (CIDA) και λοιποί κατά Συμβουλίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
Διορισμός των μελών της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής.
Υπόθεση 297/86.
Συλλογή της Νομολογίας 1988 -03531
ECLI identifier: ECLI:EU:C:1988:174
Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Lenz της 24ης Μαρτίου 1988. - CONFEDERAZIONE ITALIANA DIRIGENTI DI AZIENDA (CIDA) ΚΑΙ ΛΟΙΠΟΙ ΚΑΤΑ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΙΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ. - ΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΜΕΛΩΝ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ. - ΥΠΟΘΕΣΗ 297/86.
Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1988 σελίδα 03531
++++
Κύριε πρόεδρε,
Κύριοι δικαστές,
Α - Τα πραγματικά περιστατικά
1. Η υπόθεση που καλείται να κρίνει σήμερα το Δικαστήριο αφορά τη σύνθεση της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής, όπως αυτή καθορίστηκε για την περίοδο από το Σεπτέμβριο του 1986 έως το Σεπτέμβριο του 1990 με την απόφαση την οποία εξέδωσε το Συμβούλιο, στις 15 Σεπτεμβρίου 1986 (1), αφού ζήτησε τη γνώμη της Επιτροπής.
2. Η Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή προβλέπεται τόσο από τη Συνθήκη ΕΟΚ όσο και από τη Συνθήκη Ευρατόμ (από το άρθρο 5 της Συμβάσεως περί ορισμένων κοινών οργάνων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων προκύπτει ότι η εν λόγω επιτροπή είναι ενιαία) συγκροτείται από "αντιπροσώπους των διαφόρων κλάδων της οικονομικής και κοινωνικής ζωής, κυρίως των παραγωγών, των γεωργών, των μεταφορέων, των εργαζομένων, των εμπόρων, των βιοτεχνών, των ελευθερίων επαγγελμάτων και άλλων κατηγοριών γενικού συμφέροντος" (κατά το άρθρο 193 της Συνθήκης ΕΟΚ, το οποίο είναι το μόνο ισχύον ως προς το θέμα αυτό σύμφωνα με το άρθρο 5 της Συμβάσεως περί ορισμένων κοινών οργάνων). Το άρθρο 195 της Συνθήκης ΕΟΚ (όπως και το άρθρο 167 της Συνθήκης Ευρατόμ) ορίζει επίσης ότι για τη σύνθεση της ΟΚΕ λαμβάνεται υπόψη η ανάγκη να "διασφαλισθεί κατάλληλη εκπροσώπηση των διαφόρων κλάδων της οικονομικής και κοινωνικής ζωής". Για την επιλογή των μελών της ΟΚΕ, κάθε κράτος υποβάλλει έναν πίνακα που περιλαμβάνει αριθμό υποψηφίων διπλάσιο του αριθμού των θέσεων που παρέχονται στους υπηκόους του (άρθρο 195 της Συνθήκης ΕΟΚ, άρθρο 167 της Συνθήκης Ευρατόμ). Επομένως, ο πίνακας που υποβάλλει η Ιταλική Δημοκρατία, ο αριθμός των εκπροσώπων της οποίας έχει καθοριστεί σε 24 (από το άρθρο 194 της Συνθήκης ΕΟΚ και το άρθρο 166 της Συνθήκης Ευρατόμ), πρέπει να περιλαμβάνει 48 υποψηφίους. Καθώς το άρθρο 19 του εσωτερικού κανονισμού της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (2) επιτρέπει τη σύσταση τριών ομάδων στο πλαίσιο της ΟΚΕ (ήτοι ομάδων που εκπροσωπούν αντιστοίχως τους εργοδότες, τους εργαζόμενους και τους άλλους οικονομικούς και κοινωνικούς κλάδους), η κατανομή αυτή ακολουθείται και για την κατάρτιση των εθνικών πινάκων: έτσι, ο ιταλικός πίνακας περιελάμβανε τρεις ομάδες με οκτώ κύριους υποψηφίους και ισάριθμους εφεδρικούς η καθεμία.
3. Οι προσφεύγοντες - η Confederazione italiana dirigenti di azienda (CIDA), η οποία (όπως ανέφερε) είναι ο αποκλειστικός εκπρόσωπος των ανωτέρων στελεχών επιχειρήσεων στην Ιταλία, ο Fausto d' Elia, πρόεδρος της CΙDΑ και, επί του παρόντος, πρόεδρος της Confederation internationale des cadres (Διεθνούς Συνομοσπονδίας Στελεχών Επιχειρήσεων), στην οποία μετέχουν όλες οι εθνικές ομοσπονδίες στελεχών επιχειρήσεων της Ευρώπης, και ο Pierluigi Marchesi, αντιπρόεδρος της CΙDΑ - υποστηρίζουν ότι η ιταλική πρόταση περιελάμβανε δύο εκπροσώπους των στελεχών επιχειρήσεων μόνο μεταξύ των εφεδρικών υποψηφίων της τρίτης ομάδας και, ως εκ τούτου, η Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή, υπό τη σημερινή της σύνθεση, δεν περιλαμβάνει κανέναν ιταλό εκπρόσωπο των στελεχών επιχειρήσεων (ενώ περιελάμβανε το 1982, δεδομένου ότι τότε ο d' Elia είχε προταθεί ως κύριος υποψήφιος).
4. Οι προσφεύγοντες θεωρούν ότι το γεγονός αυτό συνιστά ποικιλοτρόπως παραβίαση της Συνθήκης ΕΟΚ ως εκ τούτου, άσκησαν κατά του Συμβουλίου προσφυγή με την οποία ζητούν την ακύρωση της αποφάσεως του Συμβουλίου περί εκλογής των μελών της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής για την περίοδο 1986-1990.
5. 'Οσον αφορά την προσφυγή αυτή, την οποία το καθού και το παρεμβαίνον θεωρούν απαράδεκτη και, εν πάση περιπτώσει, αβάσιμη, πρέπει να γίνουν, κατά τη γνώμη μου, οι ακόλουθες παρατηρήσεις.
Β - Παρατηρήσεις
Ι - Το παραδεκτό της προσφυγής
6. 'Οσον αφορά την προσφεύγουσα οργάνωση, προς αμφισβήτηση του παραδεκτού προβάλλεται το επιχείρημα ότι, λαμβανομένου υπόψη του ισχύοντος συστήματος διορισμού της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν αφορά καθόλου την εν λόγω οργάνωση ή, τουλάχιστον (κατά την ισπανική κυβέρνηση), δεν την αφορά άμεσα. 'Οσον αφορά τους ανωτέρω δύο ιδιώτες, τίθεται το δεύτερο ερώτημα: αν πρέπει να θεωρηθεί ότι η απόφαση τους αφορά πράγματι ατομικά ή αν, αντιθέτως, δεν θα πρέπει να τους αναγνωριστεί η ιδιότητα αυτή, διότι αποκλείστηκαν από την Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή κατά τον ίδιο τρόπο όπως και κάθε άλλο μη διορισθέν πρόσωπο.
7. 1. Οι ανωτέρω αντιρρήσεις δεν πρέπει, κατά τη γνώμη μου, να γίνουν δεκτές όσον αφορά την προσφυγή των δύο ιδιωτών. Καθώς αυτό είναι σχετικά εύκολο να αποδειχτεί, θα αρχίσω με την εξέταση του σημείου αυτού.
8. Πράγματι, είναι αδιαμφισβήτητο ότι η απόφαση αφορά τα πρόσωπα αυτά, δεδομένου ότι όντως προτάθηκαν από την ιταλική κυβέρνηση και δεν επελέγησαν, μεταξύ των υποψηφίων του ιταλικού πίνακα, από το Συμβούλιο. Μπορεί να λεχθεί ότι βρίσκονται σε κατάσταση ανάλογη με την κατάσταση των υποψηφίων (που δεν έγιναν δεκτοί) για θέση η οποία πληρούται κατόπιν διαγωνισμού. Θα πρέπει, επομένως, να τους αναγνωριστεί κάποιο δικαίωμα προσδοκίας όσον αφορά το διορισμό τους (αντιθέτως, η παρατήρηση ότι ο d' Elia ήταν παλαιά μέλος της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής στερείται σημασίας, διότι τα πρώην μέλη της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής δεν έχουν φυσικά κανένα δικαίωμα για ανανέωση της θητείας τους).
9. Πρέπει επίσης να αναγνωριστεί ότι η απόφαση αφορά τα εν λόγω πρόσωπα ατομικά. Ως προς το θέμα αυτό, είναι γνωστό ότι η νομολογία αποδίδει σημασία στο αν η νομική θέση του προσφεύγοντος επηρεάζεται λόγω μιας πραγματικής καταστάσεως που τον διακρίνει σε σχέση με κάθε άλλο πρόσωπο (3), ή ακόμα στο αν - κατά τη φρασεολογία της αποφάσεως που εκδόθηκε στην υπόθεση 169/84 (4) - μια νομική πράξη θίγει τον προσφεύγοντα λόγω ορισμένων ιδιαιτέρων χαρακτηριστικών του ή λόγω πραγματικής καταστάσεως η οποία τον διακρίνει από κάθε άλλο πρόσωπο. Στην υπό κρίση περίπτωση, οπωσδήποτε στο ανωτέρω ερώτημα μπορεί να δοθεί καταφατική απάντηση. Πράγματι, οι δύο ιδιώτες που άσκησαν την προσφυγή διακρίνονται σε σχέση με κάθε άλλο μη διορισθέν πρόσωπο, λόγω του ότι τα ονόματά τους περιλαμβάνονταν στην ιταλική πρόταση.
10. 2. Αντιθέτως, όσον αφορά την προσφεύγουσα ιταλική οργάνωση, οι αντιρρήσεις ως προς το παραδεκτό της προσφυγής φαίνονται περισσότερο βάσιμες.
11. Πράγματι, η σχετική νομολογία είναι πολύ αυστηρή ως προς το θέμα αυτό. Υπενθυμίζω ότι, στην υπόθεση 117/86 (5), το Δικαστήριο δεν έκρινε παραδεκτή την προσφυγή την οποία άσκησε συνδικαλιστική οργάνωση, βάλλουσα κατά ορισμένων κοινοτικών κανονισμών, για τους οποίους μπορούσε να λεχθεί ότι έθιγαν τα γενικά οικονομικά συμφέροντα ολόκληρου κλάδου. Υπό το αυτό πνεύμα αποφάνθηκε το Δικαστήριο και στην υπόθεση 282/85 (6), δεχόμενο ότι η προσφεύγουσα δεν είχε ίδιο συμφέρον ενόψει αποφάσεως της Επιτροπής, περί καθεστώτος ενισχύσεων, που αφορούσε έναν ολόκληρο οικονομικό τομέα, καθώς και στην υπόθεση 135/81 (7), όπου το Δικαστήριο αρνήθηκε να θεωρήσει ότι μία απόφαση αφορούσε άμεσα έναν όμιλο πρακτορείων, με την αιτιολογία ότι ο εν λόγω όμιλος δεν μπορούσε να είναι υποψήφιος στο μειοδοτικό διαγωνισμό της Επιτροπής (για τον οποίο επρόκειτο στην υπόθεση εκείνη).
12. Θα μπορούσαμε επίσης να αποδώσουμε σημασία στο γεγονός ότι η Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή συγκροτείται από άτομα τα οποία δεν προτείνονται υπό την ιδιότητά τους ως μελών ορισμένης ενώσεως. Αυτό προκύπτει από το άρθρο 194 της Συνθήκης ΕΟΚ, κατά το οποίο τα μέλη της ΟΚΕ "διορίζονται υπό την προσωπική τους ιδιότητα" και δεν "δεσμεύονται από επιτακτικές εντολές". Από την άποψη αυτή, έχει επίσης σημασία το γεγονός ότι, κατά τη συνεδρίαση των Μονίμων Αντιπροσώπων της 14ης Απριλίου 1958 (αφιερωμένη στην προετοιμασία της συγκροτήσεως της πρώτης Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής), η ιταλική αντιπροσωπεία δήλωσε ότι τα μέλη της ΟΚΕ "ne doivent etre lies par aucun mandat imperatif".
13. Εξάλλου, δεν αμφισβητείται ότι, στο σύστημα της Συνθήκης της Ρώμης, η συμμετοχή των κοινωνικοεπαγγελματικών οργανώσεων στη συγκρότηση της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής δεν είναι τόσο σημαντική όσο στο σύστημα της Συνθήκης ΕΚΑΧ, το άρθρο 18 της οποίας προβλέπει ότι το Συμβούλιο ορίζει τις αντιπροσωπευτικές οργανώσεις των παραγωγών και των εργαζομένων, μεταξύ των οποίων κατανέμει τις προς πλήρωση θέσεις, και ότι κάθε οργάνωση καταρτίζει πίνακα υποψηφίων, ο δε διορισμός γίνεται βάσει των εν λόγω πινάκων. Η Συνθήκη της Ρώμης προβλέπει μια πολύ περιορισμένη παρέμβαση των οργανώσεων στη διαδικασία συγκροτήσεως της ΟΚΕ, καθόσον - σύμφωνα με το άρθρο 195, παράγραφος 2 - το Συμβούλιο δύναται να ζητήσει τη γνώμη των αντιπροσωπευτικών των διαφόρων κλάδων της οικονομικής και κοινωνικής ζωής ευρωπαϊκών οργανώσεων.
14. Αντιθέτως, πρέπει να αναγνωριστεί η βαρύτητα του επιχειρήματος που αντλείται από την απόφαση στην υπόθεση 66/76 (8), υπόθεση ανάλογη με αυτή που μας απασχολεί σήμερα, αλλά στον τομέα της Συνθήκης ΕΚΑΧ (μια γαλλική συνδικαλιστική οργάνωση είχε ασκήσει προσφυγή κατά αποφάσεως η οποία την εξαιρούσε από τις αντιπροσωπευτικές οργανώσεις που είχαν την υποχρέωση να υποβάλουν πίνακες υποψηφίων για τη συγκρότηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής). Πράγματι, με την απόφαση αυτή, το Δικαστήριο τόνισε την ανάγκη ευρείας ερμηνείας των διατάξεων περί προσφυγής ενώπιον του Δικαστηρίου, προκειμένου να διασφαλίζεται η έννομη προστασία των ιδιωτών. Καίτοι η εφαρμογή της εν λόγω αρχής συνάντησε ανυπέρβλητα εμπόδια στην υπόθεση εκείνη, δεδομένου του συστήματος και του κειμένου της Συνθήκης ΕΚΑΧ (κατά τα οποία μόνο τα κράτη μέλη και η Επιτροπή έχουν το δικαίωμα να ασκούν προσφυγές κατά των αποφάσεων του Συμβουλίου), τίποτε δεν εμποδίζει, στην υπό κρίση περίπτωση, την πλήρη εφαρμογή της αρχής αυτής στο άρθρο 173 της Συνθήκης ΕΟΚ.
15. Δεν πρέπει επίσης να παραβλέπεται το γεγονός ότι η πράξη για την οποία πρόκειται στην υπό κρίση υπόθεση δεν αποτελεί - όπως στις υποθέσεις 282/85 και 117/86 που προαναφέρθηκαν - πράξη η οποία θίγει ουσιωδώς τα συμφέροντα των μελών μιας ενώσεως και όχι τα συμφέροντα της ίδιας της ενώσεως. Το πρόβλημα που τίθεται εν προκειμένω είναι το πρόβλημα της προσήκουσας συμμετοχής των διαφόρων κλάδων της οικονομικής και κοινωνικής ζωής στην ΟΚΕ, την οποία εναπόκειται στο Συμβούλιο να εκτιμήσει δυνάμει του άρθρου 195 της Συνθήκης ΕΟΚ. Από την οπτική, όμως, αυτή γωνία, τίποτε δεν φαίνεται φυσικότερο από το να ανατεθεί στις οργανωμένες ομάδες, δηλαδή στις κοινωνικοεπαγγελματικές οργανώσεις, η υπεράσπιση των κλαδικών συμφερόντων στα οποία αναφέρεται το άρθρο 195, ιδίως μάλιστα όταν τα μέλη των ομάδων, μεμονωμένα, δεν έχουν κατά κανόνα τη δυνατότητα να προσφύγουν στο Δικαστήριο - δεδομένου ότι η πράξη δεν τα αφορά ατομικά.
16. Τέλος, δεν πρέπει επίσης να θεωρηθεί πειστικό το επιχείρημα, το οποίο προέβαλε η εκπρόσωπος της ισπανικής κυβερνήσεως κατά την προφορική διαδικασία, ότι η Επιτροπή και τα κράτη μέλη διαθέτουν τη δυνατότητα να υποβάλλουν στο δικαστικό έλεγχο τις αποφάσεις που εκδίδει το Συμβούλιο στο πλαίσιο του άρθρου 194. Πράγματι, η δυνατότητα αυτή, η εφαρμογή της οποίας στην πράξη δεν είναι πάντοτε εύκολη (εν πάση περιπτώσει, δεν φαίνεται δυνατόν να ασκηθεί προσφυγή ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων), δεν μπορεί φυσικά να θεωρηθεί ότι ισοδυναμεί με μορφή έννομης προστασίας η οποία επιτρέπει στον ίδιο τον ενδιαφερόμενο να ενεργήσει αυτοπροσώπως και απευθείας.
17. Φρονώ επομένως - και έχει ιδιαίτερη σημασία το γεγονός ότι η CΙDΑ αποτελεί σημαντική αντιπροσωπευτική οργάνωση ορισμένων συμφερόντων - ότι είναι δυνατόν, χωρίς σοβαρούς δισταγμούς, να γίνει δεκτό ότι η επίδικη απόφαση αφορά την CΙDΑ ατομικά και άμεσα υπό την έννοια του άρθρου 173 της Συνθήκης ΕΟΚ και, συνεπώς, να θεωρηθεί παραδεκτή η προσφυγή την οποία άσκησε η CΙDΑ βάλλουσα κατά της προαναφερθείσας απόφασης του Συμβουλίου περί διορισμού των μελών της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής.
ΙΙ - Το βάσιμο της προσφυγής
1. Παραβίαση της Συνθήκης
18. Μολονότι οι προσφεύγοντες μνημονεύουν τα άρθρα 193 και 195 της Συνθήκης ΕΟΚ, το ζήτημα αφορά κυρίως (όπως ορθώς παρατήρησε η ισπανική κυβέρνηση) το άρθρο 195, δεύτερη φράση, το οποίο ορίζει ότι για τη σύνθεση της ΟΚΕ λαμβάνεται υπόψη η ανάγκη να διασφαλιστεί κατάλληλη εκπροσώπηση των διαφόρων κλάδων της οικονομικής και κοινωνικής ζωής.
19. α) 'Οσον αφορά το επιχείρημα των προσφευγόντων ότι η ιταλική πρόταση δεν είναι ισόρροπη διότι οι εκπρόσωποι του κλάδου των στελεχών επιχειρήσεων περιλαμβάνονται μόνο στον - κατά κανόνα μη λαμβανόμενο υπόψη - πίνακα των εφεδρικών υποψηφίων (ενώ η σημασία αυτού του κλάδου έχει αναγνωριστεί από διάφορους ιταλικούς νόμους καθώς και από τη νομολογία των ανωτάτων δικαιοδοτικών οργάνων), πρέπει, κατά τη γνώμη μου, να παρατηρηθεί, πρώτον, ότι η αιτίαση αυτή θα μπορούσε κάλλιστα να διατυπωθεί στο πλαίσιο διαδικασίας ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων κατά της πράξεως εθνικής κυριαρχίας που συνιστά η κατάρτιση του πίνακα των προτεινομένων υποψηφίων (εφόσον υπάρχει κάποια παρατυπία στον πίνακα αυτό λαμβανόμενο ως σύνολο - δεδομένου ότι ο ιταλικός πίνακας πράγματι περιλαμβάνει εκπροσώπους της CΙDΑ).
20. Εξάλλου, σαφώς δεν μπορεί να υποστηριχτεί ότι, για την τήρηση του άρθρου 195, δεύτερη φράση, απαιτείται να είναι σύμφωνες με τη διάταξη αυτή και οι εθνικές προτάσεις. Στην περίπτωση των μικρών χωρών, οι οποίες έχουν μικρό αριθμό εκπροσώπων, ο όρος αυτός θα ήταν δύσκολο να πληρωθεί, γι' αυτό δε ακριβώς το λόγο, ήδη από το 1958 (όπως ανέφερα προηγουμένως) καταβλήθηκε προσπάθεια να κατανεμηθούν οι έδρες της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής μεταξύ των διαφόρων ομάδων και χωρών κατά τρόπον ώστε να τηρείται συνολικά η υποχρέωση που προκύπτει από το άρθρο 195, δεύτερη φράση (αναφέρομαι στο παράρτημα Ι του υπομνήματος της γραμματείας του Συμβουλίου της 11ης Μαρτίου 1958, από το οποίο, εξάλλου, προκύπτει ότι ούτε τα μεγάλα κράτη μέλη είχαν εκπροσώπους σε όλους τους κλάδους). Επιπλέον, το σύστημα συγκροτήσεως της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (βάσει εθνικών πινάκων περιλαμβανόντων διπλάσιο αριθμό υποψηφίων) αποσκοπεί σαφώς όχι στην απλή συρραφή των εθνικών πινάκων σε κοινοτική κλίμακα, αλλά, αντιθέτως, στην παροχή της δυνατότητας διενέργειας της κατάλληλης επιλογής από τους εν λόγω πίνακες, με στόχο την τήρηση του άρθρου 195.
21. β) 'Οσον αφορά, εν συνεχεία, το ερώτημα κατά πόσον το Συμβούλιο τήρησε το άρθρο 195, δεύτερη φράση, κατά τη συγκρότηση της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής, θα πρέπει αναγκαστικά να εκκινήσουμε από το δεδομένο ότι το άρθρο 195 αναγνωρίζει στο Συμβούλιο ευρύτατο περιθώριο εκτιμήσεως, συναγόμενο ιδίως από το γεγονός ότι το άρθρο 19 μνημονεύει ενδεικτικώς μόνο τους διαφόρους κλάδους που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη, καθώς και από το κείμενο του άρθρου 195 ("κατάλληλη εκπροσώπηση" των διαφόρων κλάδων). Επομένως, όσον αφορά τους κλάδους που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη και η θέση που πρέπει να τους εξασφαλίζεται στην ΟΚΕ, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι υφίσταται παράβαση του άρθρου αυτού παρά μόνο σε περίπτωση καταφανώς εσφαλμένης εκτιμήσεως.
22. Από το σύνολο, όμως, των στοιχείων που τέθηκαν υπόψη του Δικαστηρίου, δύσκολα μπορεί να συναχθεί ότι συντρέχει η ανωτέρω περίπτωση.
23. αα) Οπωσδήποτε, δεν μπορεί να υποστηριχτεί ότι υφίσταται παράβαση του άρθρου 195 με την αιτιολογία που αρχικά προέβαλαν οι προσφεύγοντες, ήτοι της απουσίας εκπροσώπων των στελεχών επιχειρήσεων από τη σημερινή σύνθεση της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής.
24. Πράγματι, όπως αποδείχτηκε στο Δικαστήριο, ο κλάδος αυτός εκπροσωπείται από ένα μέλος της γαλλικής Confederation generale des cadres (η CGC, η CΙDΑ και μια γερμανική ένωση ίδρυσαν μαζί, το 1949, την Confederation internationale des cadres, της οποίας πρόεδρος εξακολουθεί να είναι ο F. d' Elia). 'Οπως ανέφερε, χωρίς να αντικρουσθεί, ο εκπρόσωπος του Συμβουλίου κατά την προφορική διαδικασία, μπορεί επίσης να θεωρηθεί ότι ανήκει στην κατηγορία αυτή και το μέλος της comite directeur της Federation luxembourgeoise des employes prives (Ομοσπονδίας Ιδιωτικών Υπαλλήλων Λουξεμβούργου), η οποία είναι επίσης μέλος της Confederation internationale des cadres. Επομένως, σε τελική ανάλυση, δεν απαιτείται να δοθεί απάντηση και στο ερώτημα (που έθεσε το Συμβούλιο) κατά πόσο υπάρχει ένας γνήσιος κλάδος στελεχών επιχειρήσεων, δεδομένου ότι ο κλάδος αυτός ποτέ δεν συγκρότησε, ως τοιούτος, ομάδα στην Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή (όπως αναφέρθηκε στο Δικαστήριο, ο F. d' Elia ανήκε στην ομάδα των εργαζομένων όταν ήταν μέλος της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής).
25. ββ) Δεν μπορεί, επίσης, να γίνει λόγος για κατάχρηση της εξουσίας εκτιμήσεως εκ μέρους του Συμβουλίου λόγω του ότι η CΙDΑ δεν εκπροσωπείται πλέον στην Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή.
26. Ως προς το σημείο αυτό, ορθώς το Συμβούλιο τόνισε ότι η Συνθήκη δεν αναφέρεται στην εκπροσώπηση οργανώσεων αλλά οικονομικών και κοινωνικών κλάδων (εκπροσώπηση η οποία έχει, όπως αναφέρεται ανωτέρω, εξασφαλιστεί όσον αφορά τα στελέχη επιχειρήσεων). Κανένα, όμως, από τα επιχειρήματα των προσφευγόντων δεν οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η εκπροσώπηση του κλάδου των στελεχών επιχειρήσεων δεν είναι πλέον κατάλληλη (εν πάση περιπτώσει, η εκπροσώπηση του κλάδου αυτού εξασφαλίζεται από τον εκπρόσωπο της λουξεμβουργιανής οργανώσεως και από τον εκπρόσωπο της γαλλικής οργανώσεως, ο αριθμός των μελών των οποίων - όπως αποδείχθηκε στο Δικαστήριο - υπερβαίνει κατά πολύ τον αριθμό των μελών της CΙDΑ). Στην πράξη, οι προσφεύγοντες περιορίστηκαν στο να επικρίνουν την έλλειψη ανακοινώσεως των λόγων για τους οποίους η CΙDΑ δεν ελήφθη υπόψη κατά τον καθορισμό της συνθέσεως της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής. Αυτό δεν αρκεί προς απόδειξη της καταχρηστικής ασκήσεως της διακριτικής εξουσίας.
27. γγ) Τέλος, δεν μπορεί να υποστηριχτεί η ύπαρξη καταχρήσεως της διακριτικής εξουσίας βάσει του επιχειρήματος ότι δύο άλλοι κλάδοι της οικονομικής και κοινωνικής ζωής της Ιταλίας εκπροσωπούνται υπερβολικά στην ιταλική πρόταση. 'Οπως γνωρίζει το Δικαστήριο, αυτή την άποψη υιοθετούν οι προσφεύγοντες, υποστηρίζοντες, αφενός, ότι τρεις ιταλικές κεντρικές συνδικαλιστικές οργανώσεις εκπροσωπούνται στην Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή με τρεις εκπροσώπους η καθεμία, παρά την πολύ διαφορετική αριθμητική τους δύναμη (πράγματι, η αριθμητική δύναμη της μιας είναι ίση με τη συνολική αριθμητική δύναμη των άλλων δύο) και, αφετέρου, ότι στην Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή περιελήφθησαν τρεις εκπρόσωποι των δημοσίων επιχειρήσεων της Ιταλίας.
28. Στην πραγματικότητα, στο επιχείρημα αυτό προσήκει η απάντηση ότι η Συνθήκη ΕΟΚ δεν προβλέπει κατάλληλη εκπροσώπηση των οργανώσεων (λαμβανομένης, επομένως, υπόψη της αριθμητικής δυνάμεώς τους), αλλά εκπροσώπηση των κοινωνικών κλάδων. Πρέπει, επίσης, να τονιστεί ότι η κατάλληλη εκπροσώπηση που προβλέπει το άρθρο 195 της Συνθήκης ΕΟΚ δεν απαιτείται να διασφαλίζεται σε εθνική αλλά σε κοινοτική κλίμακα. Καμία όμως παρατήρηση δεν διατυπώθηκε ως προς το γεγονός ότι η σύνθεση του ιταλικού πίνακα, εξεταζόμενου σε σχέση με τα μέλη που διορίστηκαν από άλλους πίνακες, οδήγησε στην υπερβολική εκπροσώπηση στην Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή των, ασφαλώς σημαντικών, κλάδων των εργαζομένων και των δημοσίων επιχειρήσεων. Θα πρέπει, εξάλλου, να προστεθεί ότι, ακόμα και αν οι δύο αυτοί κλάδοι εκπροσωπούντο κατά τρόπο υπερβολικό στην ιταλική πρόταση (γεγονός για το οποίο, άλλωστε, θα έπρεπε να έχει ασκηθεί προσφυγή εντός κράτους μέλους), το γεγονός αυτό και μόνο δεν αρκεί για να καταδειχτεί ότι η ειδική εκπροσώπηση των στελεχών επιχειρήσεων δεν είναι η ενδεδειγμένη. Πλέον δίκαιο θα ήταν να εξεταστεί η εκπροσώπηση αυτή σε σχέση με την εκπροσώπηση του συνόλου των άλλων ομάδων (σημείο επί του οποίου δεν ελέχθη τίποτα περισσότερο), δεν θα πρέπει δε να αποκλειστεί το ενδεχόμενο να έχει υποστεί μια άλλη ομάδα, εκτός της ομάδας των στελεχών επιχειρήσεων, ζημία λόγω της ενδεχομένως υπερβολικής εκπροσωπήσεως των εργαζομένων και των δημοσίων επιχειρήσεων.
29. γ) Πρέπει, επομένως, να αναγνωριστεί ότι οι προσφεύγοντες δεν προσκόμισαν επαρκώς σοβαρές αποδείξεις περί του ότι το Συμβούλιο, υιοθετώντας απλώς τον πίνακα που αποτελούσε την κύρια πρόταση της Ιταλίας, παρέβη το άρθρο 195, δεύτερη φράση, της Συνθήκης ΕΟΚ.
2. Κατάχρηση εξουσίας
30. Με το δεύτερο λόγο ακυρώσεως, οι προσφεύγοντες καταλογίζουν στο Συμβούλιο ότι έκανε κακή χρήση των εξουσιών που του απονέμονται, δεδομένου ότι περιορίστηκε να υιοθετήσει τον πίνακα υποψηφίων που αποτελούσε την κύρια πρόταση της Ιταλίας χωρίς να προβεί σε έλεγχο μεριμνώντας για την κατάλληλη εκπροσώπηση των διαφόρων οικονομικών και κοινωνικών κλάδων του καταλογίζουν επίσης ότι έτσι άφησε, στην πραγματικότητα, τις κυβερνήσεις των κρατών μελών να αποφασίσουν όσον αφορά τη συγκρότηση της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής.
31. α) Λαμβανομένου υπόψη του συνήθους ορισμού της καταχρήσεως εξουσίας (ήτοι: χρήση εξουσίας για σκοπούς διαφορετικούς από εκείνους που προβλέπονται από το νόμο), μπορώ να διατυπώσω την προκαταρκτική παρατήρηση ότι δεν φαίνεται βέβαιο ότι η επικρινόμενη συμπεριφορά πράγματι εμπίπτει στην έννοια της καταχρήσεως εξουσίας και ότι μπορεί να τεθεί το ερώτημα μήπως πρέπει να γίνει λόγος περί παραβιάσεως της Συνθήκης (παράλειψη του ελέγχου που προβλέπει το άρθρο 195, δεύτερη φράση).
32. β) Ακόμα σημαντικότερο όμως είναι - και στο σημείο αυτό αποκαλύπτω προώρως την πρότασή μου - ότι, και όσον αφορά τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως που προβάλλουν οι προσφεύγοντες, δεν διαπιστώνονται επαρκώς σοβαρές ενδείξεις ώστε να δικαιολογείται η ακύρωση της αποφάσεως του Συμβουλίου.
33. αα) 'Ετσι, θεωρώ προφανές ότι από το γεγονός απλώς και μόνο ότι το Συμβούλιο υιοθέτησε τον εθνικό πίνακα που αποτελούσε την κύρια πρόταση χωρίς να τον τροποποιήσει δεν συνάγεται αναγκαστικά ότι παρελείφθη κάθε έλεγχος επί της ουσίας. Είναι επίσης προφανές ότι η κατάλληλη εκπροσώπηση των διαφόρων οικονομικών και κοινωνικών κλάδων, την οποία απαιτεί το άρθρο 195, μπορεί κάλλιστα να επιτυγχάνεται έστω και με την απλή συνένωση των εθνικών πινάκων των κυρίως προτεινομένων υποψηφίων.
34. ββ) Το γεγονός ότι η αρχικώς υποβληθείσα ιταλική πρόταση περιελάμβανε μόνον ονόματα, χωρίς να αναφέρεται η ιδιότητα των προτεινομένων ατόμων, επίσης δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ένδειξη ότι το Συμβούλιο δεν προέβη στον έλεγχο τον οποίο είχε την υποχρέωση να πραγματοποιήσει. Κατά την προφορική διαδικασία, αποδείχτηκε πράγματι, με την προσκόμιση τηλετυπήματος, ότι το Συμβούλιο όντως παρατήρησε αυτή την παρατυπία και ζήτησε τη συμπλήρωση του πίνακα. Επομένως, κατά το χρόνο του διορισμού των μελών της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής, το Συμβούλιο γνώριζε, όπως και για τους υποψηφίους των άλλων εθνικοτήτων, σε ποιες επαγγελματικές οργανώσεις ανήκαν οι ιταλοί υποψήφιοι και ήταν, συνεπώς, σε θέση να προσδιορίσει τους κλάδους - υπό την έννοια του άρθρου 193 της Συνθήκης ΕΟΚ - στους οποίους ανήκαν οι εν λόγω υποψήφιοι.
35. γγ) Το γεγονός ότι τα συνοπτικά πρακτικά που υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο δεν αναφέρουν τη διενέργεια κανενός ελέγχου των πινάκων ή τη διεξαγωγή σχετικής συζητήσεως επίσης δεν μπορεί να γίνει δεκτό ως ένδειξη του βασίμου της αιτιάσεως των προσφευγόντων. 'Οπως έχει ήδη αναφερθεί, η απόφαση του Συμβουλίου ελήφθη στο πλαίσιο των λεγομένων "θεμάτων Α" της ημερησίας διατάξεως. Αυτό σημαίνει ότι το Συμβούλιο στηρίχτηκε ουσιαστικά στις προπαρασκευαστικές εργασίες της Επιτροπής των Μονίμων Αντιπροσώπων. 'Ομως, μολονότι θα ήταν φυσικά καλύτερο αν διαθέταμε ορισμένα στοιχεία επί του θέματος, από πουθενά δεν αποδεικνύεται ότι οι εν λόγω αντιπρόσωποι δεν εκτέλεσαν ευσυνείδητα το καθήκον τους. Αντιθέτως, από στοιχεία που παρασχέθηκαν στο Δικαστήριο κατά την προφορική διαδικασία προκύπτει ότι, το 1986, όπως και τις προηγούμενες φορές, διεξήχθη έλεγχος όσον αφορά τη σύνθεση της ΟΚΕ. Τα πορίσματα, ωστόσο, του ελέγχου αυτού δεν ήταν διαφορετικά από τις προτάσεις των κρατών μελών. Το επιχείρημα αυτό του Συμβουλίου δεν αμφισβητήθηκε.
36. δδ) Εξάλλου, θεωρώ ότι δεν έχει σημασία το ότι το Συμβούλιο δεν ζήτησε τη γνώμη των αντιπροσωπευτικών ευρωπαϊκών οργανώσεων υπό την έννοια του άρθρου 195, παράγραφος 3 επικαλούμενοι το γεγονός αυτό, οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν ότι το Συμβούλιο εσκεμμένα απέφυγε να ζητήσει τη γνώμη των εν λόγω οργανώσεων (η δε CΙDΑ οπωσδήποτε δεν θα είχε παραλείψει να λάβει θέση επί του θέματος) διότι δεν ήθελε να θέσει υπό αμφισβήτηση τις εθνικές προτάσεις.
37. Πέραν του ότι το άρθρο 195 αναφέρει μόνο τις ευρωπαϊκές οργανώσεις (ως εθνική οργάνωση, επομένως, η CΙDΑ δύσκολα θα μπορούσε να επικαλεστεί δικαίωμα γνωμοδοτήσεως βάσει της διατάξεως αυτής), πρέπει να παρατηρηθεί ότι, κατά το άρθρο 195, το Συμβούλιο δεν έχει επιτακτική υποχρέωση να ζητεί τις γνώμες αυτές, αλλά διαθέτει εξουσία εκτιμήσεως. Δύσκολα, όμως, θα μπορούσε να υποστηριχτεί ότι ενήργησε κατά κατάχρηση διακριτικής εξουσίας, δεδομένου ότι από τα στοιχεία που εξέθεσε ο εκπρόσωπος του Συμβουλίου κατά την προφορική διαδικασία προκύπτει ότι το Συμβούλιο δεν προέβη στις προβλεπόμενες διαβουλεύσεις διότι οι ανακοινώσεις στον Τύπο, με τις οποίες οι ενδιαφερόμενοι καλούνταν να εκφράσουν τη γνώμη τους, είχαν οδηγήσει στο παρελθόν σε "μάλλον απογοητευτικά αποτελέσματα" (9).
38. εε) Τέλος, ο τρόπος με τον οποίο το Συμβούλιο ζήτησε τη γνώμη της Επιτροπής επίσης δεν μπορεί να επικριθεί. Η γνωμοδότηση της Επιτροπής έχει ως σκοπό να βοηθεί το Συμβούλιο να λαμβάνει υπόψη του την ανάγκη διασφαλίσεως της κατάλληλης εκπροσωπήσεως των διαφόρων κλάδων της οικονομικής και κοινωνικής ζωής στην ΟΚΕ. Η Επιτροπή είναι ιδίως αρμόδια επί του θέματος αυτού διότι, λόγω της συνθέσεώς της, είναι σε θέση να έχει συνολική άποψη της καταστάσεως των διαφόρων κρατών μελών και, επομένως, της καταστάσεως της Κοινότητας στο σύνολό της, και να διασφαλίζει το συμφέρον της Κοινότητας που συνίσταται στην τήρηση των διατάξεων περί κατάλληλης εκπροσωπήσεως των διαφόρων κλάδων της οικονομικής και κοινωνικής ζωής στην Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή. Το Συμβούλιο ζήτησε τη γνώμη της Επιτροπής διαβιβάζοντάς της, μεμονωμένους ή πολλούς μαζί, τους πίνακες που υπέβαλαν τα κράτη μέλη. Πράττοντάς το, κατέστησε δυνατόν στην Επιτροπή να λάβει, το συντομότερο δυνατόν, γνώση των προτάσεων των διαφόρων κρατών μελών, χωρίς ωστόσο να επηρεάσει την κρίση της. Επομένως, η μέθοδος που χρησιμοποίησε το Συμβούλιο δεν μπορεί, κατά τη γνώμη μου, να επικριθεί.
39. Δεν πρέπει επίσης να επικριθεί ο τρόπος με τον οποίο η Επιτροπή ανταποκρίθηκε στο αίτημα του Συμβουλίου. Η Επιτροπή έλαβε θέση, με πολλά έγγραφα, επί των προτάσεων των κρατών μελών. Απέστειλε την τελευταία γνωμοδότησή της την προηγουμένη της ημέρας της καθοριστικής συνεδριάσεως της Επιτροπής των Μονίμων Αντιπροσώπων. Κατά την ημερομηνία αυτή, είχαν περιέλθει στην Επιτροπή όλες οι εθνικές προτάσεις η τελευταία, συμπεριλαμβανομένων των επεξηγήσεων που εστάλησαν λίγες μέρες αργότερα, είχε περιέλθει στην Επιτροπή πριν από ένα μήνα περίπου. Η σύνοδος του Συμβουλίου, κατά την οποία εκδόθηκε η απόφαση περί του διορισμού της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής, πραγματοποιήθηκε στις 15 και 16 Σεπτεμβρίου 1986, ήτοι περισσότερο από τέσσερις εβδομάδες μετά την παραλαβή της τελευταίας ανακοινώσεως εκ μέρους κράτους μέλους. Είναι εύλογο να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η Επιτροπή ήταν σε θέση να παράσχει τη γνώμη της, εν πλήρη γνώσει της καταστάσεως, όσον αφορά τη σύνθεση της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής, ιδίως δε κατά το χρόνο που έλαβε θέση επί της προτάσεως της ιταλικής κυβερνήσεως. Ασφαλώς, είναι ορθή η παρατήρηση των προσφευγόντων ότι στη δικογραφία δεν υπάρχει κανένα έγγραφο το οποίο να πιστοποιεί ότι η Επιτροπή προέβη σε συνολική εκτίμηση των προτάσεων. Ωστόσο, όπως ανέφερε ο εκπρόσωπος του Συμβουλίου, δεν μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι δεν έγινε κανένας συνολικός έλεγχος, δεδομένου ότι, ακριβώς, για ένα μέρος της διαδικασίας μεταξύ του Συμβουλίου και της Επιτροπής δεν συντάσσονται έγγραφα. Εν πάση περιπτώσει, οι περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως δεν επιτρέπουν να συναχθεί, από την απουσία γραπτών τεκμηρίων, το συμπέρασμα ότι η Επιτροπή παρέλειψε να προβεί σε συνολικό έλεγχο κατά παραβίαση της Συνθήκης.
40. ζζ) Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, δεν φαίνεται απαραίτητο να εξεταστούν και οι παρατηρήσεις οι οποίες διατυπώθηκαν, στο πλαίσιο αυτού του λόγου ακυρώσεως, όσον αφορά την υπερβολική εκπροσώπηση των κεντρικών συνδικαλιστικών οργανώσεων και των δημοσίων επιχειρήσεων στην ιταλική πρόταση.
41. γ) Φρονώ, επομένως, ότι ο λόγος ακυρώσεως που συνίσταται στην κατάχρηση εξουσίας δεν είναι βάσιμος και, ως εκ τούτου, πρέπει τελικώς να προτείνω ότι η προσφυγή δεν θα πρέπει να γίνει δεκτή.
Γ - Πρόταση
42. Συνεπώς, προτείνω στο Δικαστήριο:
Να απορρίψει ως αβάσιμη την προσφυγή που ασκήθηκε από την Confederazione italiana dirigenti di azienda και τους d' Elia και Marchesi και να καταδικάσει τους προσφεύγοντες στα δικαστικά έξοδα, περιλαμβανομένων και των εξόδων στα οποία υποβλήθηκε το παρεμβαίνον.
(*) Μετάφραση από τα γερμανικά.
(1) ΕΕ 1986, C 244, σ. 2.
(2) ΕΕ 1986, L 354, σ. 1 και επ.
(3) Απόφαση της 18ης Νοεμβρίου 1975 στην υπόθεση 100/74, Societe CAM SA κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Slg. 1975, σ. 1393.
(4) Απόφαση της 28ης Ιανουαρίου 1986 στην υπόθεση 169/84, Compagnie francaise de l' azote (Cofaz) SA και λοιποί κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Συλλογή 1986, σ. 408.
(5) Διάταξη του Δικαστηρίου της 5ης Νοεμβρίου 1986 στην υπόθεση 117/86, Union de Federaciones Agrarias de Espana (UFADE) κατά Συμβουλίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Συλλογή 1986, σ. 3255.
(6) Απόφαση της 10ης Ιουλίου 1986 στην υπόθεση 282/85, Comite de developpement et promotion du textile et de l' habillement (DEFI) κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Συλλογή 1986, σ. 2469.
(7) Απόφαση της 28ης Οκτωβρίου 1982 στην υπόθεση 135/81, Groupement des agences de voyages, ASBL κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Συλλογή 1982, σ. 3799.
(8) Απόφαση της 17ης Φεβρουαρίου 1977 στην υπόθεση 66/76, Confederation francaise democratique du travail (CFDT) κατά Συμβουλίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Slg. 1977, σ. 310, σκέψη 8.
(9) "Des resultats quelque peu decevants".