ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΫ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ (όγδοο τμήμα)

της 25ης Σεπτεμβρίου 2014 ( *1 )

«Πρόσβαση στα έγγραφα — Κανονισμός (ΕΚ) 1049/2001 — Άρθρο 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση — Αιτήσεις παροχής πληροφοριών απευθυνθείσες από την Επιτροπή στη Γερμανία στο πλαίσιο της πιλοτικής διαδικασίας EU Pilot — Άρνηση προσβάσεως — Υποχρέωση διεξαγωγής συγκεκριμένης και εξατομικευμένης εξετάσεως — Υπέρτερο δημόσιο συμφέρον — Μερική πρόσβαση — Υποχρέωση αιτιολογήσεως»

Στην υπόθεση T‑306/12,

Darius Nicolai Spirlea και Mihaela Spirlea, κάτοικοι Capezzano Pianore (Ιταλία), εκπροσωπούμενοι αρχικώς από τους V. Foerster και T. Pahl, στη συνέχεια, από τους V. Foerster και E. George, δικηγόρους,

προσφεύγοντες,

υποστηριζόμενοι από

το Βασίλειο της Δανίας, εκπροσωπούμενο αρχικώς από τη V. Pasternak Jørgensen και τον C. Thorning, στη συνέχεια, από τους C. Thorning και K. Jørgensen,

από

τη Δημοκρατία της Φινλανδίας, εκπροσωπούμενη από τον S. Hartikainen,

και από

το Βασίλειο της Σουηδίας, εκπροσωπούμενο αρχικώς από τις C. Meyer-Seitz, A. Falk, C. Stege, S. Johannesson, U. Persson, K. Ahlstrand-Oxhamre και H. Karlsson, στη συνέχεια, από τις C. Meyer-Seitz, Α. Falk, U. Persson, τον L. Swedenborg, τον C. Hagerman και τον E. Karlsson,

παρεμβαίνοντες,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από την P. Costa de Oliveira, επικουρούμενη από τους A. Krämer και R. Van der Hout, στη συνέχεια, από τον R. Van der Hout, δικηγόρους,

καθής,

υποστηριζόμενης από

την Τσεχική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από τους M. Smolek, T. Müller και D. Hadroušek,

και από

το Βασίλειο της Ισπανίας, εκπροσωπούμενο αρχικώς από την S. Centeno Huerta, στη συνέχεια, από την M. J. García-Valdecasas Dorrego, abogados del Estado,

παρεμβαίνοντες,

με αντικείμενο προσφυγή ακυρώσεως της αποφάσεως της Επιτροπής της 21ης Ιουνίου 2012, με την οποία το θεσμικό αυτό όργανο δεν επέτρεψε στους προσφεύγοντες την πρόσβαση σε δύο αιτήσεις παροχής πληροφοριών που απηύθυνε η Επιτροπή στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας στις 10 Μαΐου 2011 και στις 10 Οκτωβρίου 2011, στο πλαίσιο της διαδικασίας EU Pilot 2070/11/SNCO,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (όγδοο τμήμα),

συγκείμενο από τους Δ. Γρατσία, πρόεδρο, M. Kancheva (εισηγήτρια) και C. Wetter, δικαστές,

γραμματέας: K. Andová, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 6ης Μαρτίου 2014,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Το νομικό πλαίσιο

Περί της προσβάσεως στα έγγραφα

1

Το άρθρο 15, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ προβλέπει:

«Κάθε πολίτης της Ένωσης και κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο κατοικεί ή έχει την καταστατική έδρα του σε ένα κράτος μέλος έχει δικαίωμα πρόσβασης σε έγγραφα των θεσμικών και λοιπών οργάνων και οργανισμών της Ένωσης, ανεξαρτήτως υποθέματος, με την επιφύλαξη των αρχών και των προϋποθέσεων που θα καθορισθούν σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο.

Οι γενικές αρχές και τα όρια, εκ λόγων δημοσίου ή ιδιωτικού συμφέροντος, που διέπουν αυτό το δικαίωμα πρόσβασης σε έγγραφα, καθορίζονται, μέσω κανονισμών, από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία.

Καθένα από τα θεσμικά ή λοιπά όργανα ή οργανισμούς εξασφαλίζει τη διαφάνεια των εργασιών του και εισάγει, στον εσωτερικό του κανονισμό, ειδικές διατάξεις για την πρόσβαση στα δικά του έγγραφα, σύμφωνα με τους κανονισμούς που αναφέρονται στο δεύτερο εδάφιο. […]»

2

Το άρθρο 42 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με τίτλο «Δικαίωμα πρόσβασης στα έγγραφα», ορίζει:

«Κάθε πολίτης της Ένωσης καθώς και κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που κατοικεί ή έχει την καταστατική έδρα του σε ένα κράτος μέλος έχει δικαίωμα προσβάσεως στα έγγραφα των θεσμικών και λοιπών οργάνων και οργανισμών της Ένωσης, ανεξαρτήτως υποθέματος.»

3

Ο κανονισμός (ΕΚ) 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής (ΕΕ L 145, σ. 43), καθορίζει τις αρχές, τις προϋποθέσεις και τα όρια του δικαιώματος προσβάσεως στα έγγραφα των εν λόγω οργάνων.

4

Κατά την αιτιολογική σκέψη 4 του κανονισμού 1049/2001:

«Ο παρών κανονισμός αποσκοπεί να προσδώσει όσο το δυνατόν πληρέστερη πρακτική ισχύ στο δικαίωμα της προσβάσεως του κοινού στα έγγραφα και να θεσπίσει τις γενικές αρχές και τα όρια της προσβάσεως αυτής σύμφωνα με το άρθρο [15, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ].»

5

Η αιτιολογική σκέψη 11 του κανονισμού 1049/2001 προβλέπει:

«Καταρχήν, θα πρέπει να δοθεί στο κοινό πρόσβαση σε όλα τα έγγραφα των θεσμικών οργάνων. Εντούτοις, ορισμένα δημόσια και ιδιωτικά συμφέροντα θα πρέπει να προστατεύονται μέσω εξαιρέσεων. Θα πρέπει να επιτραπεί στα θεσμικά όργανα να προστατεύουν τις εσωτερικές γνωμοδοτήσεις και διαβουλεύσεις τους όταν κρίνεται απαραίτητο να προστατευθεί η δυνατότητα λειτουργίας τους. Για τον καθορισμό των εξαιρέσεων, τα θεσμικά όργανα θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τις αρχές της κοινοτικής νομοθεσίας σχετικά με την προστασία των προσωπικών δεδομένων σε όλους τους τομείς δραστηριοτήτων της Ένωσης.»

6

Το άρθρο 1 του κανονισμού 1049/2001 ορίζει:

«Σκοπός του παρόντος κανονισμού είναι:

α)

να καθορίσει τις αρχές, τους όρους και τους περιορισμούς, για λόγους δημόσιου ή ιδιωτικού συμφέροντος, που διέπουν το δικαίωμα προσβάσεως σε έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής (εφεξής “τα θεσμικά όργανα”), όπως προβλέπεται στο άρθρο 15, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ], ώστε να εξασφαλίζεται όσο το δυνατόν ευρύτερη πρόσβαση στα έγγραφα·

β)

να θεσπίσει κανόνες διασφαλίζοντες την ευχερέστερη δυνατή άσκηση του εν λόγω δικαιώματος, και

γ)

να προωθήσει ορθή διοικητική πρακτική ως προς την πρόσβαση στα έγγραφα.»

7

Το άρθρο 2 του κανονισμού 1049/2001 προβλέπει:

«1.   Κάθε πολίτης της Ένωσης και κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που κατοικεί ή έχει την έδρα του σε ένα κράτος μέλος έχει δικαίωμα προσβάσεως σε έγγραφα των θεσμικών οργάνων, υπό την επιφύλαξη των αρχών, όρων και περιορισμών που καθορίζονται στον παρόντα κανονισμό.

[…]

3.   Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται σε όλα τα έγγραφα εις χείρας θεσμικού οργάνου, δηλαδή σε όσα συντάσσονται ή παραλαμβάνονται από αυτό και βρίσκονται στην κατοχή του, σε όλους τους τομείς δραστηριότητας της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

[…]»

8

Το άρθρο 4, παράγραφος 2, του κανονισμού 1049/2001 ορίζει:

«Τα θεσμικά όργανα αρνούνται την πρόσβαση σ’ ένα έγγραφο, η γνωστοποίηση του οποίου θα έθιγε την προστασία:

[…]

του σκοπού επιθεώρησης, έρευνας και οικονομικού ελέγχου,

εκτός εάν για τη [δημοσιοποίηση] του εγγράφου υπάρχει υπερισχύον δημόσιο συμφέρον.»

9

Το άρθρο 4, παράγραφος 6, του κανονισμού 1049/2001 ορίζει τα ακόλουθα:

«Εάν μόνον μέρη του ζητουμένου εγγράφου καλύπτονται από οιαδήποτε εξαίρεση, τα υπόλοιπα μέρη του εγγράφου δίδονται στη δημοσιότητα.»

Περί της διαδικασίας EU Pilot

10

Η διαδικασία EU Pilot είναι διαδικασία συνεργασίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και των κρατών μελών βάσει της οποίας εξακριβώνεται αν το δίκαιο της ΕΕ τηρείται και εφαρμόζεται ορθώς εντός αυτών. Αποσκοπεί στην αποτελεσματική επίλυση τυχόν παραβιάσεων του δικαίου της ΕΕ αποφεύγοντας, στο μέτρο του δυνατού, την τυπική κίνηση διαδικασίας λόγω παραβάσεως βάσει του άρθρου 258 ΣΛΕΕ.

11

Οι επιχειρησιακές πτυχές της διαδικασίας EU Pilot περιγράφηκαν, κατ’ αρχάς, στην ανακοίνωση της Επιτροπής, της 5ης Σεπτεμβρίου 2007, με τίτλο «Μια Ευρώπη αποτελεσμάτων — εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου» [COM(2007) 502 τελικό]. Ειδικότερα, το σημείο 2.2 της ανακοινώσεως αυτής, με τίτλο «Βελτίωση των μεθόδων εργασίας», προβλέπει τα εξής:

«[…] Όπως ισχύει και σήμερα, για τις αιτήσεις πληροφοριών και καταγγελίες που εγείρουν ζήτημα ορθής εφαρμογής της κοινοτικής νομοθεσίας και αποστέλλονται στην Επιτροπή, θα εξακολουθήσει να γίνεται πρωτοκόλληση και επιβεβαίωση παραλαβής […] Όταν ένα ζήτημα καθιστά αναγκαία την αποσαφήνιση μιας πραγματικής ή νομικής κατάστασης στο οικείο κράτος μέλος, θα παραπέμπεται σε αυτό […] θα τάσσεται στα κράτη μέλη σύντομη προθεσμία για την παροχή των απαραίτητων διευκρινίσεων, πληροφοριών και λύσεων απευθείας στον ενδιαφερόμενο πολίτη ή την επιχείρηση, ενώ θα πρέπει να ενημερώνεται σχετικά και η Επιτροπή. Οσάκις το ζήτημα ισοδυναμεί με παράβαση της κοινοτικής νομοθεσίας, τα κράτη μέλη θα καλούνται να διευθετούν ή να προτείνουν μέτρα για τη διευθέτηση του θέματος εντός καθορισμένης προθεσμίας. Σε περίπτωση που δεν προταθεί λύση, η Επιτροπή θα παρακολουθεί το ζήτημα, λαμβάνοντας κάθε περαιτέρω μέτρο που κρίνει αναγκαίο, μη εξαιρουμένης της κίνησης διαδικασίας επί παραβάσει, σύμφωνα με την τρέχουσα πρακτική […] Η έκβαση των υποθέσεων θα καταγράφεται, ώστε να είναι δυνατή η υποβολή έκθεσης σχετικά με τις επιδόσεις και η ενδεχόμενη παρακολούθηση, συμπεριλαμβανομένης της πρωτοκόλλησης και της κίνησης διαδικασίας επί παραβάσει. Στις σχετικές εκθέσεις θα διευκρινίζονται ο όγκος, ο χαρακτήρας και η σοβαρότητα των προβλημάτων που παραμένουν ανεπίλυτα, με επισήμανση του κατά πόσον απαιτούνται πρόσθετοι ειδικοί μηχανισμοί επίλυσης προβλημάτων ή πρωτοβουλίες ειδικά σχεδιασμένες για επιμέρους κλάδους. Όλα τα προαναφερθέντα μέτρα αναμένεται να συμβάλουν στη μείωση του αριθμού διαδικασιών επί παραβάσει και στην αποτελεσματικότερη διαχείρισή τους. Η Επιτροπή εισηγείται τη δοκιμαστική εφαρμογή των ανωτέρω ρυθμίσεων με τη συμμετοχή ορισμένων κρατών μελών το 2008, με δυνατότητα επέκτασης στο σύνολο των κρατών μελών μετά από αποτίμηση του πρώτου έτους εφαρμογής […]».

Ιστορικό της διαφοράς

12

Οι προσφεύγοντες, Darius Nicolai Spirlea και Mihaela Spirlea, είναι γονείς τέκνου θανόντος τον Αύγουστο του 2010, με προβαλλόμενη αιτία θανάτου θεραπευτική αγωγή με αυτόλογα βλαστοκύτταρα, στην οποία υποβλήθηκε σε ιδιωτική κλινική στο Düsseldorf (Γερμανία) (στο εξής: ιδιωτική κλινική).

13

Με έγγραφο της 8ης Μαρτίου 2011, οι προσφεύγοντες υπέβαλαν ενώπιον της Γενικής Διευθύνσεως (ΓΔ) «Υγεία» της Επιτροπής καταγγελία, με την οποία υποστήριζαν, κατ’ ουσίαν, ότι η ιδιωτική κλινική διεξήγαγε τις θεραπευτικές δραστηριότητές της συνεπεία της αδράνειας των γερμανικών αρχών, οι οποίες παρέβησαν επομένως τις διατάξεις του κανονισμού (ΕΚ) 1394/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Νοεμβρίου 2007, για τα φάρμακα προηγμένων θεραπειών και για την τροποποίηση της οδηγίας 2001/83/ΕΚ και του κανονισμού (ΕΚ) 726/2004 (ΕΕ L 324, σ. 121).

14

Κατόπιν της καταγγελίας αυτής, η Επιτροπή κίνησε διαδικασία EU Pilot, με αριθμό αναφοράς 2070/11/SNCO, και επικοινώνησε με τις γερμανικές αρχές για να εξακριβώσει σε ποιο βαθμό τα γεγονότα που περιγράφουν οι προσφεύγοντες στην καταγγελία τους, όσον αφορά την πρακτική της ιδιωτικής κλινικής, δύνανται να συνιστούν παράβαση του κανονισμού 1394/2007.

15

Ειδικότερα, στις 10 Μαΐου και στις 10 Οκτωβρίου 2011, η Επιτροπή απηύθυνε στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας δύο αιτήσεις παροχής πληροφοριών, στις οποίες η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας απάντησε στις 7 Ιουλίου και στις 4 Νοεμβρίου 2011 αντιστοίχως.

16

Στις 23 Φεβρουαρίου και στις 5 Μαρτίου 2012, οι προσφεύγοντες ζήτησαν να τους επιτραπεί η πρόσβαση, δυνάμει του κανονισμού 1049/2001, σε έγγραφα περιλαμβάνοντα πληροφορίες σχετικά με την εξέταση της καταγγελίας. Συγκεκριμένα, ζήτησαν την πρόσβαση σε παρατηρήσεις που κατέθεσε η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας στις 4 Νοεμβρίου 2011, καθώς και σε αιτήσεις παροχής πληροφοριών της Επιτροπής.

17

Στις 26 Μαρτίου 2012, η Επιτροπή απέρριψε, με δύο χωριστά έγγραφα, τις αιτήσεις προσβάσεως των προσφευγόντων στα επίμαχα έγγραφα.

18

Στις 30 Μαρτίου 2012, οι προσφεύγοντες κατέθεσαν ενώπιον της Επιτροπής επιβεβαιωτική αίτηση βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 1049/2001.

19

Στις 30 Απριλίου 2012, η Επιτροπή πληροφόρησε τους προσφεύγοντες ότι, υπό το πρίσμα των πληροφοριακών στοιχείων που περιλαμβάνονται στην καταγγελία, καθώς και των παρατηρήσεων που διαβιβάστηκαν από τις γερμανικές αρχές σε συνέχεια των αιτήσεων παροχής πληροφοριών της Επιτροπής, δεν ήταν σε θέση να διαπιστώσει την προβαλλομένη παραβίαση εκ μέρους της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ιδίως του κανονισμού 1394/2007. Η Επιτροπή πληροφόρησε επίσης τους προσφεύγοντες ότι, καθόσον δεν προσκόμισαν πρόσθετα αποδεικτικά στοιχεία, θα προτεινόταν η περάτωση της έρευνας.

20

Στις 21 Ιουνίου 2012, η Επιτροπή αρνήθηκε, με ένα μόνον έγγραφο, να τους επιτρέψει την πρόσβαση στα ζητηθέντα έγγραφα, βάσει του άρθρου 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001 (στο εξής: προσβαλλομένη απόφαση). Κατ’ ουσίαν, η Επιτροπή εκτίμησε ότι η δημοσιοποίηση των δύο αιτήσεων παροχής πληροφοριών τις οποίες απηύθυνε η Επιτροπή στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, στις 10 Μαΐου και στις 10 Οκτωβρίου 2011, στο πλαίσιο της διαδικασίας EU Pilot 2070/11/SNCO (στο εξής: επίμαχα έγγραφα), δύναται να επηρεάσει την ομαλή διεξαγωγή της διαδικασίας έρευνας η οποία κινήθηκε κατά της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας. Περαιτέρω, η Επιτροπή έκρινε ότι η μερική πρόσβαση στα επίμαχα έγγραφα δεν ήταν, εν προκειμένω, δυνατή βάσει του άρθρου 4, παράγραφος 6, του κανονισμού 1049/2001. Τέλος, διαπίστωσε ότι δεν υφίσταται κανένα υπέρτερο δημόσιο συμφέρον, κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 2, τελευταία περίοδος, του κανονισμού 1049/2001, που να δικαιολογεί τη δημοσιοποίηση των επίμαχων εγγράφων.

21

Στις 27 Σεπτεμβρίου 2012, η Επιτροπή πληροφόρησε τους προσφεύγοντες ότι η διαδικασία EU Pilot 2070/11/SNCO περατώθηκε οριστικώς.

Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

22

Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 6 Ιουλίου 2012 οι προσφεύγοντες άσκησαν την υπό κρίση προσφυγή.

23

Με χωριστά δικόγραφα που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 30, στις 15 και στις 19 Οκτωβρίου 2012, αντιστοίχως, το Βασίλειο της Δανίας, η Δημοκρατία της Φινλανδίας και το Βασίλειο της Σουηδίας ζήτησαν να παρέμβουν στην παρούσα δίκη υπέρ των αιτημάτων των προσφευγόντων.

24

Με χωριστά δικόγραφα που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 22 Οκτωβρίου και στις 28 Σεπτεμβρίου 2012, αντιστοίχως, η Τσεχική Δημοκρατία και το Βασίλειο της Ισπανίας ζήτησαν να παρέμβουν στην παρούσα δίκη υπέρ των αιτημάτων της Επιτροπής.

25

Με διάταξη της 10ης Δεκεμβρίου 2012, το Γενικό Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) δέχθηκε τις παρεμβάσεις αυτές.

26

Κατόπιν της μερικής ανανεώσεως των μελών του Γενικού Δικαστηρίου, ο εισηγητής δικαστής τοποθετήθηκε στο όγδοο τμήμα, στο οποίο ανατέθηκε ως εκ τούτου η υπό κρίση υπόθεση.

27

Με διάταξη της 5ης Φεβρουαρίου 2014, το Γενικό Δικαστήριο, βάσει του άρθρου 65, στοιχείο βʹ, του άρθρου 66, παράγραφος 1, και του άρθρου 67, παράγραφος 3, τρίτο εδάφιο, του Κανονισμού του Διαδικασίας, επέβαλε στην Επιτροπή να προσκομίσει τα επίμαχα έγγραφα, προβλέποντας ότι τα εν λόγω έγγραφα δεν θα κοινοποιηθούν ούτε στους προσφεύγοντες ούτε στους παρεμβαίνοντες στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας. Η Επιτροπή συμμορφώθηκε προς τα ανωτέρω εντός της ταχθείσας προθεσμίας.

28

Στις 6 Φεβρουαρίου 2014, στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας που προβλέπονται στο άρθρο 64 του Κανονισμού Διαδικασίας, το Γενικό Δικαστήριο κάλεσε τους προσφεύγοντες και την Επιτροπή να υποβάλουν παρατηρήσεις επί των συνεπειών, για τη λύση της υπό κρίση διαφοράς, οι οποίες πρέπει να αντληθούν από την απόφαση του Δικαστηρίου της 14ης Νοεμβρίου 2013, C‑514/11 P και C‑605/11 P, LPN κατά Επιτροπής. Οι διάδικοι ανταποκρίθηκαν στα αιτήματα αυτά εντός της ταχθείσας προθεσμίας.

29

Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία.

30

Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά τη δημόσια συνεδρίαση της 6ης Μαρτίου 2014.

31

Οι προσφεύγοντες, υποστηριζόμενοι από το Βασίλειο της Δανίας, τη Δημοκρατία της Φινλανδίας και το Βασίλειο της Σουηδίας, ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

32

Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από την Τσεχική Δημοκρατία και το Βασίλειο της Ισπανίας, ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να απορρίψει την προσφυγή ως αβάσιμη·

να καταδικάσει τους προσφεύγοντες στα δικαστικά έξοδα.

Σκεπτικό

33

Οι προσφεύγοντες προβάλλουν, κατ’ ουσίαν, τέσσερις λόγους, αντλούμενους, αντιστοίχως, από παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 2, του κανονισμού 1049/2001, από παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 6, του εν λόγω κανονισμού, από αθέτηση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως και παραβίαση της ανακοινώσεως της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και τον Ευρωπαίο Διαμεσολαβητή όσον αφορά τις σχέσεις με τον καταγγέλλοντα στον τομέα των παραβάσεων του κοινοτικού δικαίου, της 20ής Μαρτίου 2002 [COM(2002) 141 τελικό] (ΕΕ C 244, σ. 5, στο εξής: ανακοίνωση της 20ής Μαρτίου 2002).

Επί του πρώτου λόγου, ο οποίος αφορά παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 2, του κανονισμού 1049/2001

34

Ο πρώτος λόγος ακυρώσεως των προσφευγόντων διαιρείται σε δύο σκέλη. Το πρώτο αντλείται από πλάνη κατά την ερμηνεία της εξαιρέσεως του άρθρου 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, σχετικά με τις δραστηριότητες έρευνας. Το δεύτερο αντλείται από πλάνη εκτιμήσεως ως προς την ύπαρξη υπέρτερου δημόσιου συμφέροντος για τη δημοσιοποίηση των επίμαχων εγγράφων βάσει του άρθρου 4, παράγραφος 2, τελευταία περίοδος, του εν λόγω κανονισμού.

Επί του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου, το οποίο αφορά πλάνη κατά την ερμηνεία του άρθρου 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001

– Επιχειρήματα των διαδίκων

35

Οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο ερμηνεύοντας το άρθρο 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001 υπό την έννοια ότι μπορούσε να αρνηθεί τη δημοσιοποίηση εγγράφων σχετικών με διαδικασία EU Pilot χωρίς να προβεί σε συγκεκριμένη και εξατομικευμένη εξέτασή τους. Κατ’ ουσίαν, φρονούν ότι δεν δικαιολογείται να τεκμαίρεται ότι όλα τα σχετικά με διαδικασίες EU Pilot έγγραφα δεν μπορούν, κατ’ αρχήν, να κοινοποιούνται στους αιτούντες την πρόσβαση σε αυτά χωρίς να διακυβεύεται ο σκοπός που επιδιώκουν οι εν λόγω διαδικασίες. Κατά τους προσφεύγοντες, οι διαδικασίες EU Pilot δεν μπορούν να εξομοιωθούν με τις διαδικασίες λόγω παραβάσεως βάσει του άρθρου 258 ΣΛΕΕ, όπερ αποτελεί τον λόγο για τον οποίο η Επιτροπή όφειλε να εξετάσει, εν προκειμένω, κάθε ένα από τα επίμαχα έγγραφα και να διευκρινίσει, σύμφωνα με πάγια νομολογία, τους ιδιαίτερους λόγους οι οποίοι αποτελούν εμπόδιο για την πρόσβαση σε αυτά.

36

Εξάλλου, οι προσφεύγοντες προβάλλουν ότι, αντιθέτως προς όσα προκύπτουν από την προσβαλλόμενη απόφαση, γενικό τεκμήριο αποκλεισμού της προσβάσεως όσον αφορά τα σχετικά με διαδικασίες EU Pilot έγγραφα δεν μπορεί να συναχθεί ούτε από τη νομολογία η οποία δέχεται το τεκμήριο αυτό για τα έγγραφα σχετικά με διαδικασίες ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων (απόφαση του Δικαστηρίου της 29ης Ιουνίου 2010, C-139/07 P, Επιτροπή κατά Technische Glaswerke Ilmenau, Συλλογή 2010, σ. I-5885), ούτε από τη νομολογία η οποία δέχεται το τεκμήριο αυτό για τα έγγραφα σχετικά με διαδικασίες λόγω παραβάσεως (αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 11ης Δεκεμβρίου 2001, T-191/99, Petrie κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. II-3677, και της 9ης Σεπτεμβρίου 2011, T-29/08, LPN κατά Επιτροπής, Συλλογή 2011, σ. II-6021).

37

Το Βασίλειο της Δανίας, η Δημοκρατία της Φινλανδίας και το Βασίλειο της Σουηδίας υποστηρίζουν την επιχειρηματολογία αυτή τονίζοντας, μεταξύ άλλων, ότι οι λόγοι οι οποίοι οδήγησαν το Δικαστήριο και το Γενικό Δικαστήριο, στις παρατεθείσες από τους προσφεύγοντες αποφάσεις, στην αναγνώριση της υπάρξεως ενός γενικού τεκμηρίου περί αρνήσεως της προσβάσεως δεν δύνανται να εφαρμοσθούν κατ’ αναλογίαν, εν προκειμένω, λαμβανομένου υπόψη, ιδίως, του γεγονότος ότι οι διαδικασίες EU Pilot ποικίλλουν ως προς τη φύση τους όσον αφορά τόσο το ουσιαστικό περιεχόμενο, το εύρος και τον ευαίσθητο χαρακτήρα της υποθέσεως όσο και το έννομο συμφέρον προς ενημέρωση. Εξάλλου, ακόμα και αν έπρεπε να γίνει τόσο ευρέως αποδεκτό ένα γενικό τεκμήριο, η αρχή της διαφάνειας η οποία καθιερώνεται με τον κανονισμό 1049/2001 θα καθίστατο, προδήλως, άνευ περιεχομένου. Το Βασίλειο της Σουηδίας διατείνεται, επικουρικώς, ότι η Επιτροπή όφειλε, σε κάθε περίπτωση, να εξακριβώσει εάν το ως άνω τεκμήριο τύγχανε πράγματι εφαρμογής στη συγκεκριμένη περίπτωση.

38

Η Επιτροπή, η Τσεχική Δημοκρατία και το Βασίλειο της Ισπανίας αμφισβητούν τα επιχειρήματα των προσφευγόντων. Συγκεκριμένα, επισημαίνουν ότι η διαδικασία EU Pilot έχει σκοπό να θέσει έγκαιρα και αποτελεσματικά τέλος σε τυχόν παραβιάσεις του δικαίου της Ένωσης, ειδικότερα μέσω φιλικού διακανονισμού. Ωστόσο, εάν το περιεχόμενο της επικοινωνίας μεταξύ της Επιτροπής και του οικείου κράτους μέλους εδημοσιοποιείτο, η βούληση, ιδίως των κρατών μελών, να συνεργαστούν μέσα σε κλίμα εμπιστοσύνης θα διακυβευόταν. Εξάλλου, διατείνονται ότι η διαδικασία EU Pilot είναι απλώς παραλλαγή της διαδικασίας ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων και της διαδικασίας λόγω παραβάσεως, όπερ αποτελεί τον λόγο για τον οποίο το γενικό τεκμήριο που αναγνωρίζει η νομολογία για τα έγγραφα τα οποία αφορούν οι διαδικασίες αυτές πρέπει να ισχύει για τα έγγραφα της διαδικασίας EU Pilot. Τέλος, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι εξακρίβωσε ότι πληρούνται, εν προκειμένω, οι προϋποθέσεις σχετικά με το γενικό τεκμήριο και, εν πάση περιπτώσει, διεξήγαγε εξατομικευμένη και συγκεκριμένη εξέταση των επίμαχων εγγράφων.

– Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

39

Οι προσφεύγοντες, υποστηριζόμενοι από το Βασίλειο της Δανίας, τη Δημοκρατία της Φινλανδίας και το Βασίλειο της Σουηδίας, προσάπτουν στην Επιτροπή ότι εφάρμοσε, στην προσβαλλομένη απόφαση, γενικό τεκμήριο σύμφωνα με το οποίο τα αφορώντα διαδικασία EU Pilot έγγραφα δεν μπορούν, ως κατηγορία, να δημοσιοποιηθούν στο κοινό βάσει του άρθρου 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001. Υποστηρίζουν ότι, κατά πάγια νομολογία, η Επιτροπή υποχρεούνταν να προβεί σε συγκεκριμένη και εξατομικευμένη εξέταση καθενός από τα έγγραφα στα οποία ζητήθηκε η πρόσβαση και να εξηγήσει, σε περίπτωση αρνήσεως, τους λόγους για τους οποίους η πλήρης ή μερική πρόσβαση θα έθιγε τον σκοπό που επιδιώκει να προστατεύσει η εν λόγω διάταξη.

40

Κατά το άρθρο 15, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, κάθε πολίτης της Ένωσης και κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο κατοικεί ή έχει την έδρα του σε κράτος μέλος έχει δικαίωμα πρόσβασης σε έγγραφα των θεσμικών και λοιπών οργάνων και οργανισμών της Ένωσης, με την επιφύλαξη των αρχών και των προϋποθέσεων που θα καθορισθούν σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο.

41

Κατά πάγια νομολογία, ο κανονισμός 1049/2001 σκοπεί, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 4 και το άρθρο 1 αυτού, στην παροχή στο κοινό όσο το δυνατόν ευρύτερης προσβάσεως στα έγγραφα των θεσμικών οργάνων. Επίσης, από τον εν λόγω κανονισμό, ιδίως από την αιτιολογική σκέψη του 11 και το άρθρο του 4 το οποίο θεσπίζει, συναφώς, καθεστώς εξαιρέσεων, προκύπτει ότι το εν λόγω δικαίωμα προσβάσεως υπόκειται σε ορισμένους περιορισμούς που δικαιολογούνται από λόγους δημόσιου ή ιδιωτικού συμφέροντος (βλ., συναφώς, αποφάσεις του Δικαστηρίου Επιτροπή κατά Technische Glaswerke Ilmenau, προπαρατεθείσα, σκέψη 51· της 21ης Σεπτεμβρίου 2010, C-514/07 P, C-528/07 P και C-532/07 P, Σουηδία κ.λπ. κατά API και Επιτροπής, Συλλογή 2010, σ. I-8533, σκέψεις 69 και 70, και της 14ης Νοεμβρίου 2013, LPN κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 40).

42

Δυνάμει της εξαιρέσεως που επικαλέστηκε η Επιτροπή, ήτοι αυτής του άρθρου 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, τα θεσμικά όργανα αρνούνται την παροχή προσβάσεως σε έγγραφο η δημοσιοποίηση του οποίου θα έθιγε την προστασία των σκοπών επιθεωρήσεως, έρευνας και οικονομικού ελέγχου, εκτός εάν η δημοσιοποίηση του εγγράφου δικαιολογείται από υπέρτερο δημόσιο συμφέρον (προαναφερθείσα απόφαση της 14ης Νοεμβρίου 2013, LPN κατά Επιτροπής, σκέψη 42).

43

Ωστόσο, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, για να δικαιολογηθεί η άρνηση παροχής προσβάσεως σε έγγραφο του οποίου ζητήθηκε η δημοσιοποίηση, δεν αρκεί, καταρχήν, το έγγραφο αυτό να αφορά δραστηριότητα αναφερόμενη στο άρθρο 4, παράγραφος 2, του κανονισμού 1049/2001. Το οικείο θεσμικό όργανο πρέπει επίσης να εξηγήσει τους λόγους για τους οποίους η πρόσβαση στο εν λόγω έγγραφο είναι ικανή να θίξει συγκεκριμένα και πραγματικά το προστατευόμενο από την εξαίρεση του άρθρου αυτού συμφέρον (προπαρατεθείσες αποφάσεις Επιτροπή κατά Technische Glaswerke Ilmenau, σκέψη 53· Σουηδία κ.λπ. κατά API και Επιτροπής, σκέψη 72, και της 14ης Νοεμβρίου 2013, LPN κατά Επιτροπής, σκέψη 44).

44

Εν προκειμένω, επισημαίνεται, πρώτον, ότι οι προσφεύγοντες ζήτησαν, βάσει του κανονισμού 1049/2001, την πρόσβαση στις αιτήσεις παροχής πληροφοριών τις οποίες απηύθυνε η Επιτροπή στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας στο πλαίσιο της διαδικασίας EU Pilot 2070/11/SNCO και στις παρατηρήσεις τις οποίες διαβίβασε το εν λόγω κράτος μέλος στην Επιτροπή στις 4 Νοεμβρίου 2011 απαντώντας στις αιτήσεις αυτές. Ωστόσο, μολονότι, με την προσβαλλομένη απόφαση, η Επιτροπή απέρριψε την αίτηση των προσφευγόντων ως προς το σύνολο των εγγράφων αυτών, από τα υπομνήματα των προσφευγόντων προκύπτει ότι η άρνηση της προσβάσεως στις παρατηρήσεις της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας της 4ης Νοεμβρίου 2011 δεν αποτελεί αντικείμενο της υπό κρίση διαφοράς.

45

Δεύτερον, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, κατά τον χρόνο εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, βρισκόταν υπό εξέλιξη διαδικασία EU Pilot κινηθείσα κατά της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας (βλ. σκέψεις 20 και 21 ανωτέρω). Συναφώς, ούτε οι προσφεύγοντες ούτε τα παρεμβαίνοντα υπέρ αυτών κράτη μέλη αμφισβητούν ότι τα επίμαχα έγγραφα άπτονται δραστηριότητας «έρευνας» υπό την έννοια της εξαιρέσεως του άρθρου 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001. Εν πάση περιπτώσει, από την ανακοίνωση της 5ης Σεπτεμβρίου 2007 (βλ. σκέψη 11 ανωτέρω) προκύπτει ότι ο σκοπός των διαδικασιών EU Pilot είναι η εξακρίβωση του κατά πόσον το δίκαιο της ΕΕ τηρείται και εφαρμόζεται ορθώς εντός των κρατών μελών. Προς τούτο, η Επιτροπή κάνει συνήθως χρήση των αιτήσεων παροχής πληροφοριών, τις οποίες απευθύνει τόσο στα εμπλεκόμενα κράτη μέλη όσο και στους οικείους πολίτες και επιχειρήσεις. Ειδικότερα, στο πλαίσιο της διαδικασίας EU Pilot 2070/11/SNCO, η Επιτροπή εξέτασε αν τα πραγματικά περιστατικά που περιγράφουν οι προσφεύγοντες στην καταγγελία τους δύνανται, πράγματι, να συνιστούν παράβαση του κανονισμού 1394/2007 εκ μέρους της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας. Συναφώς, απέστειλε, κατ’ αρχάς, αιτήσεις παροχής πληροφοριών στο εν λόγω κράτος μέλος. Κατόπιν, προέβη σε αξιολόγηση των συλλεγεισών απαντήσεων. Τέλος, εξέθεσε τα πορίσματά της, έστω και υπό μορφή προσχεδίου, στο πλαίσιο της εκθέσεως της 30ής Απριλίου 2012 (βλ. σκέψη 19 ανωτέρω). Όλες αυτές οι περιστάσεις δικαιολογούν γιατί η οικεία, εν προκειμένω, διαδικασία EU Pilot πρέπει να θεωρηθεί ως «έρευνα» κατά το άρθρο 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001.

46

Τρίτον, πρέπει από τούδε να απορριφθεί το επιχείρημα, το οποίο προέβαλε επικουρικώς η Επιτροπή, ότι εξέτασε και αιτιολόγησε με συγκεκριμένο και εξατομικευμένο τρόπο την άρνηση προσβάσεως σε κάθε ένα από τα ζητηθέντα έγγραφα σύμφωνα με την παρατιθέμενη στη σκέψη 43 ανωτέρω νομολογία. Συγκεκριμένα, όπως υποστηρίζουν οι προσφεύγοντες, από το γράμμα της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι η Επιτροπή απλώς απέδειξε ότι δεν προβλεπόταν η δημοσιοποίηση στους προσφεύγοντες καθόσον μια αποτελεσματική αντιμετώπιση τυχόν παραβάσεως της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, χωρίς προσφυγή στη διαδικασία βάσει του άρθρου 258 ΣΛΕΕ, απαιτούσε κλίμα αμοιβαίας εμπιστοσύνης. Υπό τις περιστάσεις αυτές, η Επιτροπή δεν εξήγησε τους λόγους που την εμπόδισαν να επιτρέψει την πλήρη ή μερική πρόσβαση στα ζητηθέντα από τους προσφεύγοντες έγγραφα υπό το πρίσμα του άρθρου 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001. Περαιτέρω, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Επιτροπή δεν προσδιόρισε, έστω συνοπτικώς, το περιεχόμενο των ζητηθέντων από τους προσφεύγοντες εγγράφων. Επιπλέον, οι διευκρινίσεις της Επιτροπής στην προσβαλλομένη απόφαση διατυπώθηκαν τόσο αορίστως ώστε, όπως παρατηρεί το Βασίλειο της Σουηδίας, μπορούν να έχουν εφαρμογή σε οποιοδήποτε έγγραφο αφορά διαδικασία EU Pilot.

47

Υπό το πρίσμα των προηγουμένων παρατηρήσεων πρέπει να εξετασθεί αν η Επιτροπή όφειλε, πάντως, να προβεί σε συγκεκριμένη εκτίμηση του περιεχομένου καθενός από τα επίμαχα έγγραφα ή μπορούσε, αντιθέτως, να περιορισθεί σε ένα γενικό τεκμήριο διακυβεύσεως των σκοπών τους οποίους αφορά η εξαίρεση του άρθρου 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001. Συνεπώς, στην παρούσα υπόθεση διακυβεύονται η φύση και η έκταση του ελέγχου που πρέπει να πραγματοποιεί η Επιτροπή κατά την εφαρμογή της διατάξεως αυτής στις αιτήσεις προσβάσεως σε έγγραφα αφορώντα διαδικασία EU Pilot.

48

Συναφώς, σημειωτέον ότι το Δικαστήριο έκρινε, ως εξαίρεση από την πρυτανεύουσα αρχή της διαφάνειας η οποία απορρέει από την παρατιθέμενη στη σκέψη 43 ανωτέρω νομολογία, ότι επιτρέπεται στα όργανα της Ένωσης να στηρίζονται, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, σε γενικά τεκμήρια ισχύοντα για ορισμένες κατηγορίες εγγράφων (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 1ης Ιουλίου 2008, C-39/05 P και C-52/05 P, Σουηδία και Turco κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2008, σ. I-4723, σκέψη 50· Επιτροπή κατά Technische Glaswerk Ilmenau, προπαρατεθείσα, σκέψη 54· Σουηδία κ.λπ. κατά API και Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 74· της 28ης Ιουνίου 2012, C‑404/10 P, Επιτροπή κατά Éditions Odile Jacob, σκέψη 116· της 28ης Ιουνίου 2012, C‑477/10 P, Επιτροπή κατά Agrofert Holding, σκέψη 57, και της 14ης Νοεμβρίου 2013, LPN κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 45).

49

Συγκεκριμένα, ενδέχεται να μην είναι αναγκαία συγκεκριμένη και εξατομικευμένη εξέταση ενός εκάστου των εγγράφων όταν, λόγω των ιδιαίτερων περιστάσεων της υποθέσεως, είναι πρόδηλο ότι η πρόσβαση στα έγγραφα πρέπει να αποκλεισθεί ή, αντιθέτως, να επιτραπεί. Στις περιπτώσεις αυτές, το οικείο όργανο δύναται να στηρίζεται σε γενικό τεκμήριο ισχύον για ορισμένες κατηγορίες εγγράφων, οσάκις ανάλογες γενικού χαρακτήρα εκτιμήσεις δύνανται να τύχουν εφαρμογής επί αιτήσεων δημοσιοποιήσεως που αφορούν έγγραφα της αυτής φύσεως (βλ., συναφώς, προτάσεις του γενικού εισαγγελέα M. Wathelet επί της αποφάσεως της 14ης Νοεμβρίου 2013, LPN κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 55).

50

Ειδικότερα, όσον αφορά την εξαίρεση του άρθρου 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, σχετικά με τις διαδικασίες έρευνας, το Δικαστήριο έχει αναγνωρίσει την ύπαρξη τέτοιων γενικών τεκμηρίων σε τρεις συγκεκριμένες περιπτώσεις, ήτοι όσον αφορά τα έγγραφα του σχετικού με διαδικασία ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων διοικητικού φακέλου (προπαρατεθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Technische Glaswerke Ilmenau, σκέψη 61), τα έγγραφα που ανταλλάσσονται μεταξύ της Επιτροπής και των κοινοποιούντων μερών ή τρίτων στο πλαίσιο διαδικασίας ελέγχου πράξεων συγκεντρώσεως μεταξύ επιχειρήσεων (προπαρατεθείσες αποφάσεις Επιτροπή κατά Éditions Odile Jacob, σκέψη 123, και Επιτροπή κατά Agrofert Holding, σκέψη 64), και τα υπομνήματα που καταθέτει θεσμικό όργανο στο πλαίσιο ένδικης διαδικασίας (προπαρατεθείσα απόφαση Σουηδία κ.λπ. κατά API και Επιτροπής, σκέψη 94). Λίαν προσφάτως, το Δικαστήριο επέκτεινε τη δυνατότητα χρησιμοποιήσεως γενικού τεκμηρίου στα έγγραφα που αφορούν την προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία λόγω παραβάσεως βάσει του άρθρου 258 ΣΛΕΕ (προπαρατεθείσα απόφαση της 14ης Νοεμβρίου 2013, LPN κατά Επιτροπής, σκέψη 65).

51

Ωστόσο, το ζήτημα που τίθεται εν προκειμένω είναι κατά πόσον, όταν το οικείο θεσμικό όργανο επικαλείται την εξαίρεση του άρθρου 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, σχετικά με τις διαδικασίες έρευνας, δύναται να στηριχθεί σε γενικό τεκμήριο ισχύον για ορισμένες κατηγορίες εγγράφων για να αρνηθεί την πρόσβαση σε έγγραφα σχετικά με τη διαδικασία EU Pilot, ως στάδιο που προηγείται της τυχόν τυπικής κινήσεως διαδικασίας λόγω παραβάσεως.

52

Επισημαίνεται, συναφώς, κατ’ αρχάς, ότι η δυνατότητα προσφυγής σε γενικά τεκμήρια, ισχύοντα για ορισμένες κατηγορίες εγγράφων, αντί της συγκεκριμένης και εξατομικευμένης εξετάσεως ενός εκάστου των εγγράφων προ της αρνήσεως παροχής προσβάσεως σε αυτά, δεν είναι ανεπίδεκτη κριτικής. Τα εν λόγω τεκμήρια όχι μόνο θέτουν όρια στη θεμελιώδη αρχή της διαφάνειας η οποία καθιερώνεται με το άρθρο 11 ΣΕΕ, το άρθρο 15 ΣΛΕΕ και τον κανονισμό 1049/2001, αλλά στην πράξη περιορίζει την πρόσβαση στα έγγραφα των οργάνων. Συνεπώς, η εφαρμογή τέτοιων τεκμηρίων πρέπει να θεμελιώνεται σε ακράδαντους και πειστικούς λόγους (προτάσεις του γενικού εισαγγελέα M. Wathelet επί της αποφάσεως της 14ης Νοεμβρίου 2013, LPN κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 57).

53

Στη συνέχεια, κατά τη νομολογία, κάθε εξαίρεση από υποκειμενικό δικαίωμα ή από γενική αρχή πηγάζουσα από το δίκαιο της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος προσβάσεως που προβλέπεται στο άρθρο 15 ΕΚ, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ σε συνδυασμό με τον κανονισμό 1049/2001, πρέπει να εφαρμόζεται και να ερμηνεύεται περιοριστικά (βλ., συναφώς, απόφαση του Δικαστηρίου της 15ης Μαΐου 1986, 222/84, Johnston, Συλλογή 1986, σ. 1651, σκέψη 36, και προπαρατεθείσες αποφάσεις Σουηδία και Turco κατά Συμβουλίου, σκέψη 36, και Σουηδία κ.λπ. κατά API και Επιτροπής, σκέψεις 70 έως 73).

54

Τέλος, το Δικαστήριο έκρινε ότι το καθεστώς των εξαιρέσεων που προβλέπεται στο άρθρο 4 του κανονισμού 1049/2001, και ιδίως στην παράγραφο 2 αυτού, βασίζεται σε μια στάθμιση αντιτιθέμενων συμφερόντων σε συγκεκριμένη κατάσταση, ήτοι, αφενός, των συμφερόντων που θα ευνοούνταν από τη δημοσιοποίηση των οικείων εγγράφων και, αφετέρου, των συμφερόντων που θα απειλούντο από τη δημοσιοποίηση αυτή. Η απόφαση που θα ληφθεί επί αιτήματος προσβάσεως σε έγγραφα εξαρτάται από την απάντηση που θα δοθεί στο ζήτημα ποιο είναι το συμφέρον που πρέπει να υπερισχύσει στη συγκεκριμένη περίπτωση (προπαρατεθείσα απόφαση της 14ης Νοεμβρίου 2013, LPN κατά Επιτροπής, σκέψη 42).

55

Εν προκειμένω, τόσο η Επιτροπή όσο και οι παρεμβαίνοντες περιγράφουν τη διαδικασία EU Pilot ως διαδικασία συνεργασίας μεταξύ του θεσμικού αυτού οργάνου και ορισμένων από τα κράτη μέλη της Ένωσης, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, η οποία συνίσταται στη θέση σε εφαρμογή ανεπίσημης ανταλλαγής πληροφοριών σε περιπτώσεις τυχόν παραβιάσεων του δικαίου της Ένωσης. Κατά την Επιτροπή, η οποία στηρίζεται, συναφώς, στην από 5 Σεπτεμβρίου 2007 ανακοίνωσή της (βλ. σκέψη 11 ανωτέρω), πρόκειται για τη διαδικασία που προηγείται της κινήσεως του προ της ασκήσεως της προσφυγής σταδίου της διαδικασίας λόγω παραβάσεως κατά το άρθρο 258 ΣΛΕΕ. Η διαδικασία αυτή μπορεί να αφορά την ορθή εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης ή το συμβατό εθνικής νομοθεσίας με τις διατάξεις του δικαίου της Ένωσης και μπορεί να στηριχθεί στην καταγγελία ενός πολίτη ή σε ιδία πρωτοβουλία της Επιτροπής. Επομένως, αν, κατά τη διάρκεια της διαδικασίας EU Pilot, ανακύψουν στοιχεία υποδηλούντα παραβίαση του δικαίου της Ένωσης, η Επιτροπή μπορεί να απευθύνει στο οικείο κράτος μέλος αιτήσεις παροχής πληροφοριών και να του ζητήσει να θέσει τέρμα στις δυσλειτουργίες, και μάλιστα να του ζητήσει να λάβει τα κατάλληλα μέτρα για τη διασφάλιση της τηρήσεως του δικαίου της Ένωσης. Ο σκοπός της διαδικασίας EU Pilot είναι να διευθετήσει αποτελεσματικά και έγκαιρα τις τυχόν παραβιάσεις του δικαίου της Ένωσης εκ μέρους των κρατών μελών και, όταν τούτο αποβεί δυνατό, να μην κινήσει διαδικασία λόγω παραβάσεως σύμφωνα με το άρθρο 258 ΣΛΕΕ.

56

Ωστόσο, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι, καθόσον τα επιχειρήματα που προέβαλαν οι προσφεύγοντες και τα υπέρ αυτών παρεμβαίνοντα στην υπό κρίση υπόθεση κράτη μέλη αφορούν τόσο την άτυπη φύση της διαδικασίας EU Pilot όσο και τις διαφορές που υφίστανται μεταξύ της διαδικασίας αυτής και της διαδικασίας λόγω παραβάσεως, δεν επαρκούν για τη διαπίστωση ότι είναι πεπλανημένη η προκείμενη επί της οποίας στηρίχθηκε η συλλογιστική της προσβαλλομένης αποφάσεως, σύμφωνα με την οποία, λαμβανομένου υπόψη του σκοπού της διαδικασίας EU Pilot, το γενικό τεκμήριο αποκλεισμού της προσβάσεως το οποίο αναγνωρίζει η νομολογία για τις διαδικασίες λόγω παραβάσεως, περιλαμβανομένου του προ της ασκήσεως της προσφυγής σταδίου, πρέπει να έχει επίσης εφαρμογή στο πλαίσιο των διαδικασιών EU Pilot. Συγκεκριμένα, η ratio decidendi του Δικαστηρίου στην προπαρατεθείσα απόφασή του της 14ης Νοεμβρίου 2013, LPN κατά Επιτροπής, καθώς και οι ομοιότητες που υφίστανται μεταξύ της διαδικασίας EU Pilot και της διαδικασίας λόγω παραβάσεως βάσει του άρθρου 258 ΣΛΕΕ συνηγορούν υπέρ της αναγνωρίσεως αυτής.

57

Πρώτον, επισημαίνεται ότι κοινός παρονομαστής της συλλογιστικής του Δικαστηρίου στο σύνολο των αποφάσεων σχετικά με την πρόσβαση στα έγγραφα σε διαδικασίες έρευνας στις οποίες γίνεται δεκτό ένα γενικό τεκμήριο αποκλεισμού της προσβάσεως ήταν το γεγονός ότι η πρόσβαση στα έγγραφα ορισμένων διαδικασιών ήταν απολύτως ασύμβατη με την ομαλή διεξαγωγή τους και ηδύνατο να διακυβεύσει το αποτέλεσμά τους (βλ., συναφώς, τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα M. Wathelet στην απόφαση της 14ης Νοεμβρίου 2013, LPN κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 68). Ωστόσο, ο εν λόγω κοινός παρονομαστής μπορεί επίσης να εφαρμοστεί στη διαδικασία EU Pilot, στο πλαίσιο της οποίας ένα γενικό τεκμήριο υπαγορεύεται ουσιαστικώς από την ανάγκη διασφαλίσεως της ορθής λειτουργίας της και μη διακυβεύσεως των σκοπών της. Η Επιτροπή βασίστηκε στην ίδια προκείμενη, στην προσβαλλομένη απόφαση, όταν διευκρίνισε ότι, στο πλαίσιο διαδικασίας EU Pilot, πρέπει να επικρατεί κλίμα αμοιβαίας εμπιστοσύνης μεταξύ της Επιτροπής και του οικείου κράτους μέλους, εντός του οποίου μπορούν να κινήσουν διαδικασία διαπραγματεύσεως και συμβιβασμού ενόψει φιλικού διακανονισμού της διαφοράς, χωρίς να χρειαστεί να κινηθεί διαδικασία λόγω παραβάσεως βάσει του άρθρου 258 ΣΛΕΕ, η οποία ενδεχομένως θα καταλήξει ως ένδικη διαφορά ενώπιον του Δικαστηρίου.

58

Περαιτέρω, ακόμα και αν, όπως διατείνονται οι προσφεύγοντες, η διαδικασία EU Pilot δεν είναι καθ’ όλα ισοδύναμη με τη διαδικασία ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων ή των συγκεντρώσεων ή με την ένδικη διαδικασία, οι διαδικασίες αυτές δεν είναι ισοδύναμες ούτε μεταξύ τους (προτάσεις του γενικού εισαγγελέα M. Wathelet στην απόφαση της 14ης Νοεμβρίου 2013, LPN κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 69), όπερ δεν εμπόδισε το Δικαστήριο να κρίνει, για όλες τις περιπτώσεις αυτές, τη δυνατότητα χρήσεως γενικών τεκμηρίων που εφαρμόζονται σε ορισμένες κατηγορίες εγγράφων. Επομένως, ο σκοπός διασφαλίσεως της ακέραιης διεξαγωγής της διαδικασίας ο οποίος οδήγησε το Δικαστήριο στην αναγνώριση γενικού τεκμηρίου στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων ή των συγκεντρώσεων ή στο πλαίσιο διαδικασιών λόγω παραβάσεως καταλήγει στην αποδοχή του εν λόγω γενικού τεκμηρίου στις διαδικασίες EU Pilot.

59

Δεύτερον, οι διαδικασίες EU Pilot και η διαδικασία λόγω παραβάσεως βάσει του άρθρου 258 ΣΛΕΕ, ιδίως το προ της ασκήσεως της προσφυγής στάδιό της, έχουν ομοιότητες δικαιολογούσες κοινή αντιμετώπιση αμφοτέρων των περιπτώσεων. Οι δε ομοιότητες αυτές επικρατούν των διαφορών τις οποίες προέβαλαν οι προσφεύγοντες και τα υπέρ αυτών παρεμβαίνοντα κράτη μέλη.

60

Συγκεκριμένα, επισημαίνεται, κατά πρώτον, ότι τόσο η διαδικασία EU Pilot όσο και η διαδικασία λόγω παραβάσεως κατά το προ της ασκήσεως της προσφυγής στάδιό της παρέχουν στην Επιτροπή τη δυνατότητα να εκπληρώσει κατά τον καλύτερο τρόπο την αποστολή της ως θεματοφύλακα της Συνθήκης ΛΕΕ. Οι δύο διαδικασίες αποσκοπούν στη διασφάλιση της τηρήσεως του δικαίου της Ένωσης, παρέχοντας στο οικείο κράτος μέλος τη δυνατότητα να προβάλει τους αμυντικούς ισχυρισμούς του και αποφεύγοντας, στο μέτρο του δυνατού, την προσφυγή σε ένδικη διαδικασία. Σε αμφότερες τις περιπτώσεις, απόκειται στην Επιτροπή, οσάκις κρίνει ότι κράτος μέλος παρέβη τις υποχρεώσεις του, να εκτιμήσει κατά πόσον είναι σκόπιμο να στραφεί κατά του εν λόγω κράτους (προπαρατεθείσα απόφαση της 14ης Νοεμβρίου 2013, LPN κατά Επιτροπής, σκέψη 61 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

61

Κατά δεύτερον, η διαδικασία EU Pilot, ακριβώς όπως το προ της ασκήσεως της προσφυγής στάδιο της διαδικασίας λόγω παραβάσεως είναι διμερούς φύσεως, μεταξύ της Επιτροπής και του οικείου κράτους μέλους, τούτο δε παρά το γεγονός ότι το εν λόγω στάδιο ενδέχεται να έχει κινηθεί κατόπιν καταγγελίας, όπως εν προκειμένω, διότι, εν πάση περιπτώσει, ο τυχόν καταγγέλλων δεν έχει κανένα δικαίωμα κατά τα επόμενα στάδια της διαδικασίας λόγω παραβάσεως (σημεία 7, 9 και 10 της ανακοινώσεως της 20ής Μαρτίου 2002).

62

Κατά τρίτον, μολονότι η διαδικασία EU Pilot δεν είναι καθ’ όλα ισοδύναμη με τη διαδικασία λόγω παραβάσεως, μπορεί πάντως να οδηγήσει σε αυτήν, καθώς, με το πέρας της εν λόγω διαδικασίας, η Επιτροπή δύναται να κινήσει τυπικώς την εξέταση της παραβάσεως μέσω εγγράφου οχλήσεως και να προσφύγει ενδεχομένως στο Δικαστήριο προκειμένου αυτό να διαπιστώσει την παράβαση που η ίδια καταλογίζει στο οικείο κράτος μέλος. Υπό τις περιστάσεις αυτές, η δημοσιοποίηση εγγράφων στο πλαίσιο της διαδικασίας EU Pilot δύναται να θίξει το επόμενο στάδιο, ήτοι τη διαδικασία λόγω παραβάσεως. Εξάλλου, αν η Επιτροπή υποχρεούνταν να επιτρέπει την πρόσβαση σε ευαίσθητες πληροφορίες προσκομισθείσες από τα κράτη μέλη και να αποκαλύπτει τους αμυντικούς ισχυρισμούς τους στο πλαίσιο της διαδικασίας EU Pilot, τα κράτη μέλη μπορεί να μην είναι διατεθειμένα να τους κοινοποιήσουν αρχικώς. Μολονότι η διατήρηση του εμπιστευτικού χαρακτήρα του προ της ασκήσεως της προσφυγής σταδίου της διαδικασίας λόγω παραβάσεως έχει αναγνωριστεί από τη νομολογία, ο ίδιος αυτός εμπιστευτικός χαρακτήρας δικαιολογείται κατά μείζονα λόγο στη διαδικασία EU Pilot, μοναδικός σκοπός της οποίας είναι η αποφυγή της διαδικασίας λόγω παραβάσεως, η οποία συνεπάγεται μεγαλύτερης διάρκειας και πολυπλοκότητας εξέταση και, ενδεχομένως, προσφυγή λόγω παραβάσεως.

63

Κατά συνέπεια, συνάγεται ότι, όταν το οικείο θεσμικό όργανο επικαλείται την εξαίρεση του άρθρου 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, σχετικά με τις διαδικασίες έρευνας, μπορεί να βασιστεί σε γενικό τεκμήριο για να αρνηθεί την πρόσβαση σε έγγραφα απτόμενα της διαδικασίας EU Pilot, ως σταδίου που προηγείται της τυχόν τυπικής κινήσεως διαδικασίας λόγω παραβάσεως.

64

Το συναχθέν στη σκέψη 63 ανωτέρω συμπέρασμα δεν διακυβεύεται από τους λοιπούς ισχυρισμούς των προσφευγόντων και των υπέρ αυτών παρεμβαινόντων κρατών μελών.

65

Συγκεκριμένα, πρώτον, οι προσφεύγοντες ισχυρίζονται ότι η διαδικασία EU Pilot, λόγω της άτυπης φύσεώς της και της μη υπάρξεως νομικού ερείσματός της στις Συνθήκες, δεν μπορεί να εξομοιωθεί με την τυπική προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 258 ΣΛΕΕ.

66

Ωστόσο, συναφώς, θεωρείται ότι, μολονότι η διαδικασία EU Pilot δεν προβλέπεται ρητώς στη Συνθήκη, τούτο δεν σημαίνει ωστόσο ότι δεν έχει νομική βάση. Συγκεκριμένα, αφενός, η διαδικασία EU Pilot πρέπει να νοηθεί ως απορρέουσα από τις δυνατότητες που είναι εγγενείς στην υποχρέωση της Επιτροπής να ελέγχει την εκ μέρους των κρατών μελών τήρηση του δικαίου της Ένωσης (βλ., συναφώς, προπαρατεθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Technische Glaswerke Ilmenau, σκέψη 60). Επομένως, μηχανισμός ή διαδικασία ανταλλαγής πληροφοριών που προηγείται της κινήσεως της διαδικασίας λόγω παραβάσεως υφίστατο ανέκαθεν και είναι αναπόφευκτος προκειμένου να γίνουν οι πρώτες επαληθεύσεις των πραγματικών περιστατικών και να ανευρεθούν οι πρώτες ενδείξεις τυχόν παραβιάσεως του δικαίου της Ένωσης. Αφετέρου, η διαδικασία EU Pilot έχει ακριβώς ως αντικείμενο να συγκεκριμενοποιήσει τις πρώτες ανταλλαγές πληροφοριών μεταξύ της Επιτροπής και των κρατών μελών σχετικά με τυχόν παραβιάσεις του δικαίου της Ένωσης. Υπό τις περιστάσεις αυτές, ακόμα και αν δεν στηρίζεται στο άρθρο 258 ΣΛΕΕ, η διαδικασία EU Pilot οριοθετεί τα διαβήματα στα οποία προβαίνει συνήθως η Επιτροπή όταν λαμβάνει καταγγελία ή ενεργεί κατόπιν δικής της πρωτοβουλίας.

67

Δεύτερον, τόσο οι προσφεύγοντες όσο και οι υπέρ αυτών παρεμβαίνοντες προβάλλουν ότι η παρατεθείσα από την Επιτροπή νομολογία στην προσβαλλομένη απόφαση δεν μπορεί να εφαρμοστεί κατ’ αναλογία εν προκειμένω. Ειδικότερα, πρόκειται για τις αποφάσεις Petrie κ.λπ. κατά Επιτροπής· Επιτροπή κατά Technische Glaswerke Ilmenau· της 14ης Νοεμβρίου 2013, LPN κατά Επιτροπής· Επιτροπή κατά Éditions Odile Jacob, και Επιτροπή κατά Agrofert Holding, προπαρατεθείσες, και αποφάσεις του Δικαστηρίου της 18ης Δεκεμβρίου 2007, C-64/05 P, Σουηδία κατά Επιτροπής (Συλλογή 2007, σ. I-11389), και του Γενικού Δικαστηρίου της 14ης Φεβρουαρίου 2012, T‑59/09, Γερμανία κατά Επιτροπής).

68

Εντούτοις, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το Δικαστήριο έκρινε το ζήτημα αυτό με την απόφασή του της 14ης Νοεμβρίου 2013, LPN κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα. Συγκεκριμένα, όπως αναφέρεται στη σκέψη 58 ανωτέρω, ο μοναδικός σκοπός της ακέραιης διεξαγωγής της διαδικασίας ο οποίος οδήγησε το Δικαστήριο στην αναγνώριση γενικού τεκμηρίου στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων (προαναφερθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Technische Glaswerke Ilmenau) και των συγκεντρώσεων (προαναφερθείσες αποφάσεις Επιτροπή κατά Éditions Odile Jacob και Επιτροπή κατά Agrofert Holding) καθώς και στις ένδικες διαδικασίες (προαναφερθείσα απόφαση Σουηδία κ.λπ. κατά API και Επιτροπής) και στο προ της ασκήσεως της προσφυγής στάδιο της διαδικασίας λόγω παραβάσεως (προπαρατεθείσα απόφαση της 14ης Νοεμβρίου 2013, LPN κατά Επιτροπής) ισχύει mutatis mutandis στις διαδικασίες λόγω παραβάσεως του άρθρου 258 ΣΛΕΕ. Ωστόσο, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 59 έως 62 ανωτέρω, τούτο πρέπει επίσης να προβλέπεται για τις διαδικασίες EU Pilot.

69

Τρίτον, οι προσφεύγοντες και τα υπέρ αυτών παρεμβαίνοντα κράτη μέλη παρατηρούν ότι δεν δικαιολογείται γενικό τεκμήριο αποκλεισμού της προσβάσεως εφαρμοστέο κατ’ αρχήν σε κάθε κατηγορία εγγράφων, διότι στα έγγραφα που αφορούν διαδικασία λόγω παραβάσεως, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται και τα απτόμενα της διαδικασίας EU Pilot έγγραφα, περιλαμβάνονται έγγραφα ποικίλης φύσεως τα οποία μπορεί να μην είναι ευαίσθητα και, κατ’ αρχήν, να είναι προσβάσιμα στο κοινό, όπως παραδείγματος χάρη επιστημονικές εκθέσεις ή διευκρινίσεις επί των ισχυουσών διατάξεων.

70

Ωστόσο, αφενός, υπενθυμίζεται ότι, όπως έκρινε το Δικαστήριο, όταν δεν επιτρέπεται η πρόσβαση βάσει ενός γενικού τεκμηρίου, οι ενδιαφερόμενοι, μπορούν, εφόσον το επιθυμούν, να αποδείξουν ότι δεδομένο έγγραφο του οποίου ζητείται η δημοσιοποίηση δεν καλύπτεται από το εν λόγω τεκμήριο ή ότι υφίσταται υπέρτερο δημόσιο συμφέρον δικαιολογούν τη δημοσιοποίηση του συγκεκριμένου εγγράφου βάσει του άρθρου 4, παράγραφος 2, του κανονισμού 1049/2001 (προπαρατεθείσες αποφάσεις Επιτροπή κατά Technische Glaswerke Ilmenau, σκέψη 62· Σουηδία κ.λπ. κατά API και Επιτροπής, σκέψη 103· Επιτροπή κατά Éditions Odile Jacob, σκέψη 126, και Επιτροπή κατά Agrofert Holding, σκέψη 68).

71

Αφετέρου, επισημαίνεται ότι, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, η Επιτροπή δεν υποχρεούται να θεμελιώσει την απόφασή της σε γενικό τεκμήριο. Δύναται πάντοτε να προβεί σε συγκεκριμένη εξέταση των εγγράφων τα οποία αφορά η αίτηση παροχής προσβάσεως και να παράσχει τέτοιου είδους αιτιολογία. Επιπλέον, οσάκις διαπιστώνει ότι η διαδικασία EU Pilot την οποία αφορά μια συγκεκριμένη αίτηση προσβάσεως σε έγγραφα έχει χαρακτηριστικά που επιτρέπουν την πλήρη ή μερική δημοσιοποίηση των εγγράφων του φακέλου, είναι υποχρεωμένη να προβεί σε αυτή τη δημοσιοποίηση (βλ., συναφώς, προπαρατεθείσα απόφαση της 14ης Νοεμβρίου 2013, LPN κατά Επιτροπής, σκέψη 67).

72

Τέταρτον, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, οι προσφεύγοντες και τα υπέρ αυτών παρεμβαίνοντα κράτη μέλη προέβαλαν ότι, λαμβανομένης υπόψη της σκέψεως 47 της προπαρατεθείσας αποφάσεως της 14ης Νοεμβρίου 2013, LPN κατά Επιτροπής, μπορεί, εν πάση περιπτώσει, να αναγνωρισθεί γενικό τεκμήριο όσον αφορά έγγραφα αφορώντα διαδικασία EU Pilot μόνον όταν πρόκειται για αίτηση προσβάσεως σε «σύνολο εγγράφων» και όχι, όπως εν προκειμένω, σε δύο μόνον έγγραφα.

73

Εντούτοις, η ερμηνεία αυτή της αποφάσεως της 14ης Νοεμβρίου 2013, LPN κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, δεν μπορεί να γίνει δεκτή.

74

Συγκεκριμένα, επισημαίνεται ότι η προϋπόθεση ως προς την ελάχιστη ποσότητα των εγγράφων τα οποία πρέπει να αφορά η αίτηση προσβάσεως ώστε να είναι δυνατή η εφαρμογή γενικού τεκμηρίου αποκλεισμού, πέραν του ότι προσκρούει σε δυσχέρειες εφαρμογής κατά τον συγκεκριμένο προσδιορισμό της εν λόγω ελάχιστης ποσότητας, δεν συμβιβάζεται με τον λόγο επί του οποίου βασίζεται η αναγνώριση του εν λόγω γενικού τεκμηρίου στον τομέα της διαδικασίας λόγω παραβάσεως και της διαδικασίας EU Pilot, ήτοι της ορθής διεξαγωγής των εν λόγω διαδικασιών και του ενδεχομένου διακυβεύσεως των αποτελεσμάτων τους (βλ. σκέψη 57 ανωτέρω).

75

Συνεπώς, ποιοτικό κριτήριο, δηλαδή το γεγονός ότι τα έγγραφα αφορούν την ίδια διαδικασία EU Pilot, είναι αυτό που καθορίζει την εφαρμογή του γενικού τεκμηρίου αποκλεισμού (απόφαση της 14ης Νοεμβρίου 2013, LPN κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 45), και όχι, όπως υποστηρίζουν οι προσφεύγοντες, ποσοτικό κριτήριο, δηλαδή ο μεγαλύτερος ή μικρότερος αριθμός των εγγράφων τα οποία αφορά η εν λόγω αίτηση προσβάσεως.

76

Κατά τα λοιπά, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, στην απόφαση Επιτροπή κατά Éditions Odile Jacob, προπαρατεθείσα (σκέψεις 127 και 130), το Δικαστήριο αναγνώρισε ότι η Επιτροπή μπορεί να εφαρμόσει γενικό τεκμήριο αποκλεισμού της προσβάσεως σε μια κατηγορία εγγράφων ακόμα και όταν η αίτηση προσβάσεως αφορά, όπως εν προκειμένω, μόνο δύο συγκεκριμένα έγγραφα.

77

Πέμπτον, οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν ότι, στον κανονισμό 1049/2001, φράσεις όπως «διαδικασία EU Pilot» ή «διάλογος πλήρους εμπιστοσύνης μεταξύ του κράτους μέλους και της Επιτροπής» δεν περιλαμβάνονται ως κατηγορία στον κατάλογο των εξαιρέσεων του άρθρου 4 του εν λόγω κανονισμού. Συναφώς, παρά την ακρίβεια της επισημάνσεως αυτής, επιβάλλεται εντούτοις η διαπίστωση ότι το στοιχείο αυτό χρησιμοποιήθηκε από το Δικαστήριο προς θεμελίωση της ερμηνείας της εξαιρέσεως του άρθρου 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001 σχετικά με τις δραστηριότητες έρευνας και, επομένως, προς αιτιολόγηση της ανάγκης εφαρμογής γενικού τεκμηρίου εφαρμοστέου σε ορισμένες κατηγορίες εγγράφων σχετικών με διαδικασίες λόγω παραβάσεως, όπως είναι η διαδικασία EU Pilot.

78

Έκτον, οι προσφεύγοντες διατείνονται ότι η Επιτροπή μπορούσε να αποτρέψει την εφαρμογή θεραπευτικών αγωγών από την ιδιωτική κλινική αν είχε δράσει αμέσως μόλις έλαβε την καταγγελία τους. Ειδικότερα, ισχυρίζονται ότι η Επιτροπή «επέτρεψε στην [ιδιωτική κλινική] […] να εξακολουθεί ατιμωρητί να εφαρμόζει μη σύννομες θεραπείες και να χρησιμοποιεί προς τούτο μη εγκεκριμένο φάρμακο προηγμένης θεραπείας».

79

Εντούτοις, επισημαίνεται ότι η υποβληθείσα από τους προσφεύγοντες στην υπό κρίση υπόθεση αίτηση, όπως προκύπτει από τα αιτήματα του δικογράφου της προσφυγής, αποσκοπεί στην ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως. Καθόσον, αφενός, με τα επιχειρήματα αυτά, οι προσφεύγοντες προβάλλουν την ευθύνη της Επιτροπής λόγω της προβαλλομένης παράνομης παραλείψεώς της να ενεργήσει κατόπιν της υποβολής της καταγγελίας τους και, αφετέρου, τα επιχειρήματα αυτά δεν μπορούν να διακυβεύσουν τη νομιμότητα της προσβαλλομένης αποφάσεως, πρέπει να απορριφθούν ως αλυσιτελή.

80

Συνεπώς, λαμβανομένων υπόψη των προηγουμένων στοιχείων, συνάγεται ότι η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο ερμηνεύοντας το άρθρο 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001 υπό την έννοια ότι μπορούσε να απορρίψει την αίτηση προσβάσεως στα σχετικά με διαδικασία EU Pilot επίμαχα έγγραφα χωρίς να προβεί σε συγκεκριμένη και εξατομικευμένη εξέτασή τους.

81

Επικουρικώς, το Βασίλειο της Σουηδίας διατείνεται, κατ’ ουσίαν, ότι η Επιτροπή, εν πάση περιπτώσει, όφειλε να αιτιολογήσει την προσβαλλομένη απόφαση αναφέροντας ρητώς ότι το εν λόγω γενικό τεκμήριο ήταν πράγματι εφαρμοστέο στα επίμαχα έγγραφα.

82

Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά τη νομολογία, το θεσμικό όργανο της Ένωσης το οποίο προβάλλει ότι στηρίζεται σε γενικά τεκμήρια πρέπει να εξακριβώνει σε κάθε περίπτωση αν οι γενικού χαρακτήρα εκτιμήσεις που έχουν συνήθως εφαρμογή στην περίπτωση ορισμένου είδους εγγράφων έχουν πράγματι εφαρμογή επί ενός συγκεκριμένου εγγράφου του οποίου ζητείται η δημοσιοποίηση (βλ., συναφώς, προπαρατεθείσα απόφαση Σουηδία και Turco κατά Συμβουλίου, σκέψη 50).

83

Εξάλλου, η απαίτηση εξακριβώσεως εάν το επίμαχο γενικό τεκμήριο πράγματι εφαρμόζεται δεν δύναται να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η Επιτροπή οφείλει να εξετάζει εξατομικευμένα όλα τα ζητηθέντα έγγραφα στη συγκεκριμένη περίπτωση. Μια τέτοια απαίτηση θα καθιστούσε το εν λόγω γενικό τεκμήριο άνευ πρακτικής αποτελεσματικότητας, η οποία συνίσταται ακριβώς στη δυνατότητα της Επιτροπής να απαντά κατά τρόπο γενικό (βλ., συναφώς, προπαρατεθείσα απόφαση της 14ης Νοεμβρίου 2013, LPN κατά Επιτροπής, σκέψη 68).

84

Εν προκειμένω, αρκεί η επισήμανση ότι, στην προσβαλλομένη απόφαση, η Επιτροπή ανέφερε, κατ’ αρχάς, ότι τα επίμαχα έγγραφα στα οποία ζητούσαν πρόσβαση οι προσφεύγοντες ήσαν δύο επιστολές τις οποίες απηύθυνε η Επιτροπή στις γερμανικές αρχές στο πλαίσιο της διαδικασίας EU Pilot 2070/11/SNCO. Στη συνέχεια, η Επιτροπή διευκρίνισε ότι η διαδικασία αυτή αποτελούσε έρευνα με σκοπό να διευκρινιστεί αν, υπό το πρίσμα των καταγγελθέντων από τους προσφεύγοντες, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας παραβίασε το δίκαιο της Ένωσης. Περαιτέρω, διευκρίνισε ότι η εν λόγω έρευνα αποτελούσε το προηγούμενο στάδιο της τυχόν κινήσεως διαδικασίας λόγω παραβάσεως κατά το άρθρο 258 ΣΛΕΕ. Τέλος, βεβαίωσε ότι, καθόσον η έρευνα βρισκόταν υπό εξέλιξη και δεν είχε περατωθεί, η δημοσιοποίηση των επίμαχων εγγράφων θα απειλούσε και θα διακύβευε τους σκοπούς της έρευνας.

85

Επομένως, αντιθέτως προς όσα ισχυρίζεται το Βασίλειο της Σουηδίας, η Επιτροπή εξακρίβωσε ότι τα επίμαχα έγγραφα στα οποία ζήτησαν την πρόσβαση οι προσφεύγοντες αποτελούσαν το αντικείμενο διαδικασίας έρευνας ευρισκομένης υπό εξέλιξη και, κατά συνέπεια, το επίμαχο γενικό τεκμήριο μπορούσε πράγματι να εφαρμοστεί στα εν λόγω έγγραφα.

86

Επομένως, το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

Επί του δευτέρου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με την ύπαρξη υπέρτερου δημόσιου συμφέροντος

– Επιχειρήματα των διαδίκων

87

Οι προσφεύγοντες, υποστηριζόμενοι από τη Δημοκρατία της Φινλανδίας και το Βασίλειο της Σουηδίας, διατείνονται ότι η Επιτροπή δεν στάθμισε ορθώς τα εμπλεκόμενα συμφέροντα στην προκειμένη περίπτωση και, επομένως, αμφισβητούν το ότι κανένα υπέρτερο συμφέρον από αυτό της διαδικασίας EU Pilot δεν μπορεί να δικαιολογήσει τη δημοσιοποίηση των επίμαχων εγγράφων. Κατ’ ουσίαν, ισχυρίζονται ότι ο σκοπός της προστασίας της υγείας πρέπει να υπερισχύει του ιδιαιτέρου συμφέροντος της Επιτροπής προς εξακολούθηση της έρευνάς της.

88

Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα των προσφευγόντων.

– Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

89

Οι προσφεύγοντες, υποστηριζόμενοι από τη Δημοκρατία της Φινλανδίας και το Βασίλειο της Σουηδίας, προσάπτουν στην Επιτροπή ότι υπέπεσε σε πλάνη εκτιμήσεως θεωρώντας ότι κανένα υπέρτερο δημόσιο συμφέρον, κατά το άρθρο 4, παράγραφος 2, τελευταίο σκέλος της περιόδου, του κανονισμού 1049/2001, δεν δικαιολογεί τη δημοσιοποίηση των επίμαχων εγγράφων.

90

Εκ προοιμίου, επισημαίνεται ότι, ακόμα και στην περίπτωση κατά την οποία, όπως εν προκειμένω, η Επιτροπή στηρίζεται σε γενικό τεκμήριο για να αποκλείσει την πρόσβαση σε ζητηθέντα έγγραφα δυνάμει του άρθρου 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, δεν αποκλείεται η δυνατότητα να αποδειχθεί ότι υφίσταται υπέρτερο δημόσιο συμφέρον δικαιολογούν τη δημοσιοποίηση των εν λόγω εγγράφων δυνάμει της τελευταίας περιόδου της διατάξεως αυτής (βλ., συναφώς, προπαρατεθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Éditions Odile Jacob, σκέψη 126).

91

Ωστόσο, κατά τη νομολογία, σε αυτόν που προβάλλει την ύπαρξη υπέρτερου δημόσιου συμφέροντος απόκειται να επικαλεστεί με συγκεκριμένο τρόπο στοιχεία που να δικαιολογούν τη δημοσιοποίηση των οικείων εγγράφων (βλ., συναφώς, προπαρατεθείσες αποφάσεις Επιτροπή κατά Technische Glaswerke Ilmenau, σκέψη 62· Σουηδία κ.λπ. κατά API και Επιτροπής, σκέψη 103· Επιτροπή κατά Agrofert Holding, σκέψη 68, και της 14ης Νοεμβρίου 2013, LPN κατά Επιτροπής, σκέψη 94).

92

Περαιτέρω, η έκθεση αμιγώς γενικής φύσεως εκτιμήσεων δεν αρκεί προς απόδειξη του ότι υπέρτερο δημόσιο συμφέρον κατισχύει των λόγων που δικαιολογούν την άρνηση δημοσιοποιήσεως των επίμαχων εγγράφων (βλ., συναφώς, προπαρατεθείσα απόφαση της 14ης Νοεμβρίου 2013, LPN κατά Επιτροπής, σκέψη 93).

93

Εξάλλου, το υπέρτερο δημόσιο συμφέρον το οποίο δύναται να δικαιολογήσει τη δημοσιοποίηση ενός εγγράφου δεν απαιτείται κατ’ ανάγκην να διακρίνεται από τις αρχές που διέπουν τον κανονισμό 1049/2001 (βλ., συναφώς, προπαρατεθείσες αποφάσεις Σουηδία και Turco κατά Συμβουλίου, σκέψεις 74 και 75, και της 14ης Νοεμβρίου 2013, LPN κατά Επιτροπής, σκέψη 92).

94

Εν προκειμένω, επισημαίνεται ότι, στην προσβαλλομένη απόφαση, η Επιτροπή έκρινε ότι κανένα υπέρτερο δημόσιο συμφέρον δεν δικαιολογούσε τη δημοσιοποίηση των εγγράφων βάσει του άρθρου 4, παράγραφος 2, τελευταίο σκέλος της περιόδου, του κανονισμού 1049/2001, διότι ο καλύτερος τρόπος προασπίσεως του γενικού συμφέροντος εν προκειμένω ήταν η περάτωση της διαδικασίας EU Pilot με την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας. Κατά την Επιτροπή, τούτο θα καθιστούσε δυνατό να εξακριβωθεί αν πράγματι παραβιάστηκε το δίκαιο της Ένωσης υπό το πρίσμα των προβληθέντων από τους προσφεύγοντες πραγματικών περιστατικών με την καταγγελία τους κατά των γερμανικών αρχών.

95

Η εκτίμηση αυτή της Επιτροπής δεν ενέχει καμία πλάνη.

96

Συγκεκριμένα, πρώτον, πλείονα επιχειρήματα προβληθέντα από τους προσφεύγοντες στο πλαίσιο του σκέλους αυτού αποσκοπούν στην απόδειξη αθετήσεως της προβαλλομένης υποχρεώσεως συγκεκριμένης και εξατομικευμένης εξετάσεως των ζητηθέντων εγγράφων ως όφειλε η Επιτροπή να πράξει βάσει του άρθρου 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001. Ωστόσο, επισημαίνεται ότι τα επιχειρήματα αυτά αποτέλεσαν το αντικείμενο αναλύσεως στο πλαίσιο του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως και, συγκεκριμένα, απορρίφθηκαν ως αβάσιμα, οπότε δεν δύνανται να ευδοκιμήσουν στο πλαίσιο του παρόντος σκέλους.

97

Δεύτερον, επισημαίνεται ότι οι προσφεύγοντες, πέραν των γενικών επιχειρημάτων περί της σοβαρότητας της προβαλλομένης παραβάσεως, την ανάγκη προστασίας της δημόσιας υγείας και το γεγονός ότι οι θεραπείες της ιδιωτικής κλινικής προκάλεσαν τον θάνατο πολλών ασθενών στη Γερμανία, δεν προβάλλουν συγκεκριμένους λόγους οι οποίοι θα δικαιολογούσαν, εν προκειμένω, τη δημοσιοποίηση των επίμαχων εγγράφων. Ειδικότερα, δεν εξηγούν σε ποιο βαθμό η δημοσιοποίηση των εγγράφων αυτών στους προσφεύγοντες, ήτοι των δύο αιτήσεων παροχής πληροφοριών τις οποίες απηύθυνε η Επιτροπή στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, εξυπηρετούν το συμφέρον της προστασίας της δημόσιας υγείας. Συναφώς, τονίζεται ότι, όπως προκύπτει από την παρατεθείσα στις σκέψεις 91 και 92 ανωτέρω νομολογία, μολονότι κατά την εφαρμογή της εξαιρέσεως του άρθρου 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, το θεσμικό όργανο που επικαλείται την εν λόγω εξαίρεση φέρει το βάρος της αποδείξεως, αντιθέτως, όσον αφορά το άρθρο 4, παράγραφος 2, τελευταία περίοδος, του κανονισμού αυτού, σε αυτούς που υποστηρίζουν την ύπαρξη υπέρτερου δημόσιου συμφέροντος, κατά την έννοια της τελευταίας αυτής περιόδου της εν λόγω διατάξεως, απόκειται να το αποδείξουν.

98

Τρίτον, ακόμα και αν υποτεθεί ότι τα γενικά επιχειρήματα περί γενικού συμφέροντος για την προστασία της υγείας πρέπει να γίνουν δεκτά, η δημοσιοποίηση των ζητηθέντων εγγράφων, στην προκειμένη περίπτωση, δεν μπορεί να πληροί τις απαιτήσεις του συμφέροντος αυτού. Συγκεκριμένα, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι δεν απόκειται στους προσφεύγοντες να αποδείξουν κατά πόσον οι γερμανικές αρχές έχουν τηρήσει το δίκαιο της Ένωσης, μεταξύ άλλων, τον κανονισμό 1394/2007, λαμβανομένου υπόψη του εκτεθέντος στην καταγγελία τους πραγματικού πλαισίου. Αντιθέτως, πρέπει να γίνει δεκτή η εκτίμηση της Επιτροπής ότι το δημόσιο συμφέρον, το οποίο έπρεπε να διευκρινίσει, ως προς το αν η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας τήρησε το δίκαιο της Ένωσης αποτελούσε το πλέον αποτελεσματικό μέσο για την προστασία της δημόσιας υγείας.

99

Τέταρτον, οι προσφεύγοντες διατείνονται ότι τα επίμαχα έγγραφα μπορούν να αποτελέσουν τη βάση για την αγωγή εξωσυμβατικής ευθύνης την οποία θα μπορούσαν ενδεχομένως να ασκήσουν ενώπιον των γερμανικών εθνικών δικαστηρίων. Κατ’ ουσίαν, η αίτηση των προσφευγόντων αποσκοπεί στη συλλογή αποδεικτικών εγγράφων προς στήριξη της αγωγής τους χρησιμοποιώντας προς τούτο την Επιτροπή και τις εξουσίες έρευνας που αυτή διαθέτει ως θεματοφύλακας της Συνθήκης ΛΕΕ. Ωστόσο, το συμφέρον των προσφευγόντων να προσκομίσουν αποδεικτικά έγγραφα ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστά υπέρτερο δημόσιο συμφέρον κατά το άρθρο 4, παράγραφος 2, τελευταίο σκέλος της περιόδου, του κανονισμού 1049/2001, αλλά πρόκειται για ιδιωτικό συμφέρον (βλ., συναφώς, προπαρατεθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Agrofert Holding, σκέψη 86). Συγκεκριμένα, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι η Επιτροπή θα γίνει το μέσο για να επιτευχθεί η πρόσβαση σε αποδεικτικά μέσα η οποία άλλως είναι ανέφικτη. Συναφώς, επισημαίνεται ότι, μολονότι τα πραγματικά περιστατικά στα οποία αναφέρεται η προσφυγή των προσφευγόντων ενώπιον των γερμανικών και ευρωπαϊκών δικαστηρίων είναι προδήλως ατυχή και αποδοκιμαστέα, η Επιτροπή ορθώς τόνισε ότι οι προσφεύγοντες πρέπει να προσφύγουν ενώπιον της δικαιοσύνης ασκώντας τα ένδικα μέσα και τα μέσα συγκεντρώσεως αποδεικτικών στοιχείων που τους αναγνωρίζει η εθνική έννομη τάξη.

100

Πέμπτον, οι προσφεύγοντες προσάπτουν στην Επιτροπή ότι δεν τους επέτρεψε την πρόσβαση στα επίμαχα έγγραφα, με γνώμονα το προβληθέν δημόσιο συμφέρον, ακόμα και μετά την περάτωση της διαδικασίας EU Pilot 2070/11/SNCO. Συναφώς, αρκεί η υπόμνηση ότι από πάγια νομολογία προκύπτει ότι, στο πλαίσιο προσφυγής ακυρώσεως ασκηθείσας δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, η νομιμότητα της προσβαλλομένης πράξεως πρέπει να εκτιμάται σε συνάρτηση με τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που υφίσταντο κατά τον χρόνο εκδόσεως της πράξεως (βλ. απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 30ής Σεπτεμβρίου 2009, T‑432/07, Γαλλία κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 43 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Ωστόσο, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η περάτωση της διαδικασίας EU Pilot 2070/11/SNCO επήλθε μετά την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως. Επομένως, το επιχείρημα των προσφευγόντων πρέπει να απορριφθεί.

101

Εν πάση περιπτώσει, δεν αποκλείεται ότι, όπως προκύπτει, αφενός, από τη σκέψη 12 της προπαρατεθείσας αποφάσεως της 14ης Νοεμβρίου 2013, LPN κατά Επιτροπής, και, αφετέρου, από τα στοιχεία που προσκόμισε η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η πλήρης ή μερική πρόσβαση στα έγγραφα που αφορά η προκειμένη υπόθεση μπορεί να επιτραπεί στους προσφεύγοντες, καθόσον η προβλεπόμενη στο άρθρο 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001 εξαίρεση παύσει να ισχύει κατόπιν της αρχειοθετήσεως της καταγγελίας εκ μέρους της Επιτροπής, υπό την προϋπόθεση ότι δεν καλύπτονται από άλλη εξαίρεση προβλεπόμενη στον εν λόγω κανονισμό. Ωστόσο, το θέμα αυτό τίθεται μόνον αν υποβληθεί στην Επιτροπή νέα αίτηση προσβάσεως.

102

Συνεπώς, το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

103

Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, συνάγεται ότι η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πλάνη θεωρώντας ότι, βάσει της εξαιρέσεως του άρθρου 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, μπορεί να μην επιτραπεί στους προσφεύγοντες πλήρης πρόσβαση στα επίμαχα έγγραφα.

104

Επομένως, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως των προσφευγόντων πρέπει να απορριφθεί.

Επί του δευτέρου λόγου, ο οποίος αφορά παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 6, του κανονισμού 1049/2001

Επιχειρήματα των διαδίκων

105

Οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή προσέβαλε το δικαίωμά τους για μερική πρόσβαση στα επίμαχα έγγραφα.

106

Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα των προσφευγόντων.

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

107

Κατά το άρθρο 21, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου, ο οποίος έχει εφαρμογή στο Γενικό Δικαστήριο δυνάμει του άρθρου 53, πρώτο εδάφιο, του ιδίου Οργανισμού, και δυνάμει του άρθρου 44, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας, το δικόγραφο της προσφυγής πρέπει να προσδιορίζει το αντικείμενο της διαφοράς και να περιλαμβάνει συνοπτική έκθεση των προβαλλομένων ισχυρισμών. Τούτο πρέπει να γίνεται με τη δέουσα σαφήνεια και ακρίβεια, ώστε να μπορεί ο αντίδικος να προετοιμάσει την άμυνά του και το Γενικό Δικαστήριο να αποφανθεί επί της προσφυγής. Προς κατοχύρωση της ασφάλειας δικαίου και της ορθής απονομής της δικαιοσύνης, επιβάλλεται τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά περιστατικά επί των οποίων στηρίζεται η προσφυγή να προκύπτουν, τουλάχιστον συνοπτικώς, αλλά κατά τρόπο λογικό και κατανοητό, από το κείμενο του ίδιου του δικογράφου της προσφυγής (διατάξεις του Γενικού Δικαστηρίου της 28ης Απριλίου 1993, T-85/92, De Hoe κατά Επιτροπής, Συλλογή 1993, σ. II-523, σκέψη 20, και της 11ης Ιουλίου 2005, T-294/04, Internationaler Hilfsfonds κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II-2719, σκέψη 23).

108

Εν προκειμένω, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, πέραν της αόριστης προβολής, στο πλαίσιο του δικογράφου της προσφυγής, λόγου ακυρώσεως αντλούμενου από παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 6, του κανονισμού 1049/2001, οι προσφεύγοντες δεν αναπτύσσουν καμία επιχειρηματολογία προς στήριξη του λόγου αυτού.

109

Συνεπώς, ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος.

Επί του τρίτου λόγου, ο οποίος αφορά αθέτηση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως

Επιχειρήματα των διαδίκων

110

Οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν ότι, πέραν των αιτιάσεων σχετικά με τη μη συγκεκριμένη και εξατομικευμένη εξέταση, οι οποίες αναλύθηκαν στο πλαίσιο του πρώτου λόγου, η Επιτροπή δεν τήρησε την υποχρέωση αιτιολογήσεως την οποία υπέχει από το άρθρο 296 ΣΛΕΕ. Ειδικότερα, διατείνονται ότι, αντιθέτως προς την πάγια νομολογία, η προσβαλλομένη απόφαση δεν επιτρέπει ούτε να γίνουν κατανοητοί ούτε να εξακριβωθούν οι λόγοι που δικαιολογούν συγκεκριμένα την απόρριψη της αιτήσεώς τους περί προσβάσεως. Εξάλλου, προβάλλουν ότι η αναφορά στη νομολογία που παρατέθηκε προς στήριξη της προσβαλλομένης αποφάσεως έγινε αυθαιρέτως και αποσπασματικώς.

111

Περαιτέρω, οι προσφεύγοντες προσάπτουν στην Επιτροπή ότι εξέτασε τις αιτήσεις προσβάσεως στα επίμαχα έγγραφα στο πλαίσιο της ιδίας αποφάσεως ανεξαρτήτως του περιεχομένου των εν λόγω εγγράφων. Κατά συνέπεια, δεν μπόρεσαν να προσδιορίσουν τους λόγους αρνήσεως που αντιστοιχούν στα διάφορα έγγραφα στα οποία ζητήθηκε η πρόσβαση.

112

Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα των προσφευγόντων.

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

113

Κατ’ ουσίαν, οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή δεν τήρησε την υποχρέωση αιτιολογήσεως την οποία υπέχει από το άρθρο 296 ΣΛΕΕ, καθόσον δεν προέβαλε καμία αιτιολογία για να διευκρινίσει κατά πόσον η πρόσβαση στα επίμαχα έγγραφα θα μπορούσε να επηρεάσει την εφαρμογή των προβλεπομένων στον κανονισμό 1049/2001 εξαιρέσεων.

114

Κατά πάγια νομολογία, κάθε απόφαση θεσμικού οργάνου βάσει των εξαιρέσεων που απαριθμούνται στο άρθρο 4 του κανονισμού 1049/2001 πρέπει να είναι αιτιολογημένη (απόφαση Σουηδία και Turco κατά Συμβουλίου, προπαρατεθείσα, σκέψη 48, και αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 11ης Μαρτίου 2009, T‑166/05, Borax Europe κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 44, και της 12ης Σεπτεμβρίου 2013, T‑331/11, Besselink κατά Συμβουλίου, σκέψη 96).

115

Στο θεσμικό όργανο που αρνήθηκε την πρόσβαση σε έγγραφο απόκειται να παράσχει αιτιολογία από την οποία να μπορεί να γίνει κατανοητό και να εξακριβωθεί, αφενός, αν το επίμαχο έγγραφο έχει πράγματι σχέση με τον τομέα τον οποίο αφορά η προβαλλόμενη εξαίρεση και, αφετέρου, αν όντως υφίσταται η συνδεόμενη με την εξαίρεση αυτή ανάγκη προστασίας (απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 26ης Απριλίου 2005, T-110/03, T-150/03 και T-405/03, Sison κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2005, σ. II-1429, σκέψη 61).

116

Η απαίτηση αιτιολογήσεως πρέπει να εκτιμάται αναλόγως των περιστάσεων της συγκεκριμένης υποθέσεως, και ιδίως του περιεχομένου της πράξεως, της φύσεως της παρατιθέμενης αιτιολογίας και του συμφέροντος για παροχή εξηγήσεων που ενδέχεται να έχουν οι αποδέκτες της πράξεως ή άλλα πρόσωπα τα οποία η πράξη αφορά άμεσα και ατομικά. Η αιτιολογία δεν απαιτείται να διασαφηνίζει όλα τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία, καθόσον το ζήτημα αν η αιτιολογία μιας πράξεως ικανοποιεί τις απαιτήσεις του άρθρου 253 ΕΚ πρέπει να εκτιμάται τόσο βάσει του περιεχομένου της, αλλά και του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται, καθώς και του συνόλου των κανόνων δικαίου που διέπουν το σχετικό ζήτημα (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 2ας Απριλίου 1998, C-367/95 P, Επιτροπή κατά Sytraval και Brink’s France, Συλλογή 1998, σ. I-1719, σκέψη 63 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

117

Εν προκειμένω, διαπιστώνεται ότι, στην προσβαλλομένη απόφαση, η Επιτροπή εξέθεσε τα εξής:

«3. ΕΠΙ ΤΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΟΥ ΣΚΟΠΟΥ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ

Κατά το άρθρο 4, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, “τα θεσμικά όργανα αρνούνται την πρόσβαση σε έγγραφο η δημοσιοποίηση του οποίου μπορεί να θίξει την προστασία […] των σκοπών της επιθεωρήσεως, της έρευνας και του ελέγχου”.

Τα ζητηθέντα έγγραφα είναι δύο επιστολές τις οποίες απηύθυνε η Επιτροπή στις γερμανικές αρχές ζητώντας να διευκρινίσουν τη θέση τους ως προς τη διαδικασία [EU pilot] 2070/11/SNCO, καθώς και την απάντηση των γερμανικών αρχών στην αίτηση αυτή. Το πιλοτικό σχέδιο της Ένωσης προηγείται της τυχόν κινήσεως του τυπικού σταδίου διαδικασίας λόγω παραβάσεως βάσει του άρθρου 258 ΣΛΕΕ.

Από τα έγγραφα τα οποία αφορούν οι αιτήσεις σας, τις διευκρινίσεις της Επιτροπής και τις υποβληθείσες ερωτήσεις, καθώς και από τις απαντήσεις της Ομοσπονδιακής Κυβερνήσεως, προκύπτουν τα κύρια προβλήματα της διαδικασίας [EU pilot] 2070/11/SNCO. Υπό τις περιστάσεις αυτές, η πρότερη δημοσιοποίηση των ζητηθέντων εγγράφων θα επηρεάσει τον διάλογο μεταξύ των γερμανικών αρχών και της Επιτροπής, ο οποίος ακόμα διεξάγεται. Για να μπορέσει η Επιτροπή να εκπληρώσει την αποστολή της και να ανεύρει λύση στην περίπτωση τυχόν παραβάσεως, απαιτείται η διατήρηση κλίματος αμοιβαίας εμπιστοσύνης μεταξύ της Επιτροπής και του οικείου κράτους μέλους, διαμέσου όλων των σταδίων της διαδικασίας, μέχρι της οριστικής περατώσεώς της.

[…]

4. ΜΕΡΙΚΗ ΠΡΟΣΒΑΣΗ

Κατά το άρθρο 4, παράγραφος 6, του κανονισμού 1049/2001, [η Επιτροπή] εξέτασε επίσης την περίπτωση μερικής προσβάσεως στο ζητηθέν έγγραφο. Εντούτοις, δεν ήταν δυνατή η μερική πρόσβαση, διότι τα οικεία έγγραφα, στο στάδιο αυτό της διαδικασίας [EU pilot], εμπίπτουν στο σύνολό τους στην εξαίρεση του άρθρου 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001. Ειδικότερα, κανένα απόσπασμα των τριών οικείων εγγράφων δεν μπορεί να δημοσιοποιηθεί, χωρίς να δημοσιοποιηθεί συγχρόνως ένα μέρος των ζητημάτων που προέκυψαν κατά την εν λόγω διαδικασία [EU pilot] και, επομένως, να διακυβευθεί το κλίμα αμοιβαίας εμπιστοσύνης με τις γερμανικές αρχές.

5. ΤΟ ΥΠΕΡΤΕΡΟ ΔΗΜΟΣΙΟ ΣΥΜΦΕΡΟΝ ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΕΙ ΤΗ ΔΗΜΟΣΙΟΠΟΙΗΣΗ

[…] [τ]ο γεγονός ότι πρέπει να τεθεί τέλος σε παραβίαση του δικαίου της Ένωσης, όπως και στην επίμαχη διαδικασία [EU pilot], είναι υπόθεση απτόμενη του δημοσίου συμφέροντος, μεταξύ άλλων, όταν οι περιστάσεις της προκειμένης περιπτώσεως είναι ιδιαιτέρως σοβαρές, όπως διατείνεστε. Για τον λόγο αυτόν ακριβώς η Επιτροπή προέβη στην εξέταση αυτή. Πάντως, από την εμπειρία της Επιτροπής, επιβεβαιωθείσα με τη νομολογία, προκύπτει ότι το δημόσιο συμφέρον για την επίλυση της υποθέσεως και ενδεχομένως για την τήρηση του δικαίου της Ένωσης από το κράτος μέλος εξυπηρετείται καλύτερα αν διατηρηθεί το κλίμα αμοιβαίας εμπιστοσύνης μεταξύ της Επιτροπής και του οικείου κράτους μέλους. Τούτο ισχύει επίσης όταν η προβαλλομένη παράβαση μπορεί να έχει σοβαρότατες συνέπειες, και για την υγεία των πολιτών. Στις ιδιαίτερα σοβαρές αυτές περιπτώσεις, μεταξύ άλλων, είναι καθοριστικής σημασίας η εξεύρεση τάχιστης και αποτελεσματικής λύσεως του προβλήματος, αν μετά την εξέταση της Επιτροπής προκύψει ότι διεπράχθη παράβαση. [Η Επιτροπή φρονεί] ότι ο καλύτερος τρόπος εξευρέσεως τάχιστης λύσεως είναι η διατήρηση κλίματος αμοιβαίας εμπιστοσύνης μεταξύ της Επιτροπής και του οικείου κράτους μέλους. […]»

118

Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι, στην προσβαλλομένη απόφαση, η Επιτροπή, κατ’ αρχάς, ανέφερε την εξαίρεση επί της οποίας στήριξε την άρνηση προσβάσεως στην αίτηση των προσφευγόντων, ήτοι την εξαίρεση σχετικά με το δημόσιο συμφέρον σε θέματα έρευνας, η οποία προκύπτει από το άρθρο 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, διευκρινίζοντας, συναφώς, ότι η πρόωρη δημοσιοποίηση των επίμαχων εγγράφων μπορεί να επηρεάσει τον διάλογο μεταξύ των γερμανικών αρχών και της Επιτροπής, στη διαδικασία EU Pilot η οποία βρισκόταν πάντοτε υπό εξέλιξη. Στη συνέχεια, θεώρησε ότι, δυνάμει του άρθρου 4, παράγραφος 6, του κανονισμού 1049/2001, δεν μπορούσε να επιτραπεί μερική πρόσβαση διότι τα έγγραφα τα οποία αφορά η αίτηση των προσφευγόντων δεν μπορούσαν να δημοσιοποιηθούν χωρίς να αποκαλυφθεί τουλάχιστον ένα μέρος όσων διακυβεύονταν με τη διαδικασία EU Pilot 2070/11/SNCO. Τέλος, η Επιτροπή εξήγησε ότι, κατά την άποψή της, οι προσφεύγοντες δεν μπορούν να επικαλεστούν κανένα υπέρτερο δημόσιο συμφέρον, εφόσον η λύση για τα πραγματικά περιστατικά που εκθέτουν στην καταγγελία τους μπορούσε να ανευρεθεί με πιο αποτελεσματικό τρόπο διατηρώντας την ατμόσφαιρα αμοιβαίας εμπιστοσύνης μεταξύ της ιδίας και της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας.

119

Κατά συνέπεια, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζουν οι προσφεύγοντες, τα στοιχεία τα οποία εκθέτει η Επιτροπή στην προσβαλλομένη απόφαση, υπό τις περιστάσεις της προκειμένης υποθέσεως, επιτρέπουν στους προσφεύγοντες να κατανοήσουν και στο Γενικό Δικαστήριο να εξακριβώσει, αφενός, αν τα επίμαχα έγγραφα εμπίπτουν πράγματι στον τομέα τον οποίο αφορά η επικληθείσα εξέταση και, αφετέρου, αν υφίσταται πράγματι η απτόμενη της εξαιρέσεως αυτής ανάγκη προστασίας.

120

Η προηγούμενη διαπίστωση δεν ανατρέπεται από τα λοιπά επιχειρήματα τα οποία προέβαλαν οι προσφεύγοντες.

121

Συγκεκριμένα, πρώτον, οι προσφεύγοντες προσάπτουν στην Επιτροπή ότι εξέτασε από κοινού, με την ίδια επιβεβαιωτική απόφαση, την πρόσβαση σε δύο χωριστές αιτήσεις που αφορούσαν τις αιτήσεις παροχής πληροφοριών τις οποίες απηύθυνε η Επιτροπή στις γερμανικές αρχές, με ημερομηνία 10 Μαΐου και 10 Οκτωβρίου 2011, αντιστοίχως.

122

Συναφώς, επισημαίνεται, εκ προοιμίου, ότι οι προσφεύγοντες δεν εξηγούν κατά πόσον η κοινή αυτή εξέταση είχε ως αποτέλεσμα την αθέτηση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως. Εν πάση περιπτώσει, αφενός, πρέπει να θεωρηθεί, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, ότι τίποτα δεν μπορεί να εμποδίσει το θεσμικό αυτό όργανο να εξετάσει ομού πλέον της μιας αιτήσεως προσβάσεως η οποία προέρχεται από τον ίδιο αιτούντα δίνοντας μία μόνον απάντηση, εφόσον εξετάσει στο σύνολό τους τις διάφορες αιτήσεις και η απάντηση είναι αρκούντως σαφής ώστε ο αιτών να μπορεί να πληροφορηθεί ποια αίτηση προσβάσεως αφορούν τα διάφορα μέρη της απαντήσεως. Εν προκειμένω, η Επιτροπή διέκρινε τα επίμαχα έγγραφα στην προσβαλλομένη απόφαση και, όπως προκύπτει από τη σκέψη 119 ανωτέρω, ανέφερε τους λόγους οι οποίοι την ώθησαν να αρνηθεί την πρόσβαση στα εν λόγω έγγραφα βάσει του κανονισμού 1049/2001. Αφετέρου, όπως έπραξε και η Επιτροπή, ο τρόπος αυτός ενέργειας ενδείκνυται κατά μείζονα λόγο όταν, όπως εν προκειμένω, σχετίζονται μεταξύ τους τα πραγματικά περιστατικά πολλών αιτήσεων προσβάσεως.

123

Δεύτερον, οι προσφεύγοντες προσάπτουν στην Επιτροπή ότι παρέθεσε αποσπασματικώς αποφάσεις των ευρωπαϊκών δικαστηρίων. Εντούτοις, το επιχείρημα αυτό δεν ευσταθεί. Συγκεκριμένα, συναφώς, αρκεί η διαπίστωση ότι η Επιτροπή αναφέρθηκε στις αποφάσεις του Δικαστηρίου και του Γενικού Δικαστηρίου οι οποίες μπορούσαν να στηρίξουν τις νομικής φύσεως εκτιμήσεις της όσον αφορά την εφαρμογή γενικού τεκμηρίου για να αρνηθεί την πρόσβαση σε έγγραφα (προπαρατεθείσες αποφάσεις Petrie κ.λπ. κατά Επιτροπής· Επιτροπή κατά Technische Glaswerke Ilmenau, και της 14ης Νοεμβρίου 2013, LPN κατά Επιτροπής). Από την προσβαλλομένη απόφαση προκύπτει ότι οι παραπομπές αυτές αφορούν τη νομολογία σε θέματα προσβάσεως σε έγγραφα σχετικά με έρευνα στο πλαίσιο της επεξηγήσεως των λόγων επί των οποίων, κατά την Επιτροπή, στηρίζεται η απόφασή της περί απορρίψεως της αιτήσεως των προσφευγόντων. Κατά τα λοιπά, οι εκ μέρους της Επιτροπής παραπομπές ήσαν αρκούντως σαφείς ώστε οι προσφεύγοντες να μπορούν να προσδιορίσουν τις εν λόγω αποφάσεις του Δικαστηρίου και του Γενικού Δικαστηρίου και να αμφισβητήσουν τη λυσιτέλειά τους, όπως και έπραξαν με την παρούσα αίτηση ακυρώσεως, στο πλαίσιο προσφυγής ενώπιον των ευρωπαϊκών δικαστηρίων.

124

Κατόπιν των προεκτεθέντων, συνάγεται ότι η Επιτροπή δεν αθέτησε την υποχρέωση αιτιολογήσεως που υπέχει από το άρθρο 296 ΣΛΕΕ.

125

Ο τρίτος λόγος ακυρώσεως πρέπει κατά συνέπεια να απορριφθεί.

Επί του τετάρτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά παράβαση της ανακοινώσεως της 20ής Μαρτίου 2002

Επιχειρήματα των διαδίκων

126

Οι προσφεύγοντες διατείνονται ότι η Επιτροπή παρέβη τους κανόνες περί της εξετάσεως των καταγγελιών των πολιτών της Ένωσης, όπως προκύπτουν από την ανακοίνωση της 20ής Μαρτίου 2002. Επισημαίνουν ότι οι κανόνες αυτοί αποσκοπούν στην προστασία των καταγγελλόντων διασφαλίζοντας ότι οι καταγγελίες εξετάζονται στο πλαίσιο διαφανούς, αντικειμενικής και συνάδουσας προς το δίκαιο της Ένωσης διαδικασίας. Ειδικότερα, προσάπτουν στην Επιτροπή ότι δεν τους πληροφόρησε για την ανταλλαγή αλληλογραφίας με τις γερμανικές αρχές και δεν τήρησε την προβλεπόμενη στην εν λόγω ανακοίνωση προθεσμία για την εξέταση της καταγγελίας.

127

Κατ’ ουσίαν, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι ο τέταρτος λόγος είναι αλυσιτελής στο πλαίσιο της αιτήσεως ακυρώσεως την οποία άσκησαν οι προσφεύγοντες.

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

128

Εκ προοιμίου, επισημαίνεται ότι στην ανακοίνωση της 20ής Μαρτίου 2002 εκτίθενται οι εσωτερικοί κανόνες της Επιτροπής οι οποίοι εφαρμόζονται κατά την εξέταση των καταγγελιών των πολιτών της Ένωσης. Κατά τη νομολογία, η εν λόγω ανακοίνωση περιέχει τα εσωτερικά διοικητικά μέτρα τα οποία οφείλει να τηρεί η Επιτροπή στο πλαίσιο καταγγελίας όσον αφορά τον καταγγέλλοντα (διάταξη του Γενικού Δικαστηρίου της 7ης Σεπτεμβρίου 2009, T‑186/08, LPN κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή σκέψη 55).

129

Εν προκειμένω, υπενθυμίζεται ότι η υπό κρίση προσφυγή αποσκοπεί στην ακύρωση της αποφάσεως της Επιτροπής περί αρνήσεως της προσβάσεως σε δύο αιτήσεις παροχής πληροφοριών απευθυνθείσες στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας βάσει του κανονισμού 1049/2001. Κατά συνέπεια, στην υπό κρίση υπόθεση, μόνον η νομιμότητα της προσβαλλομένης αποφάσεως μπορεί υπό το πρίσμα του εν λόγω κανονισμού.

130

Εξάλλου, η ανακοίνωση της 20ής Μαρτίου 2002 δεν μπορεί να αποτελέσει νομική βάση για την εκτίμηση της νομιμότητας αποφάσεως περί αρνήσεως της προσβάσεως στα επίμαχα έγγραφα. Συγκεκριμένα, δεν καθορίζει κανένα κανόνα διέποντα την πρόσβαση σε έγγραφα στο πλαίσιο διαδικασίας λόγω παραβάσεως, και μάλιστα της διαδικασίας EU Pilot, και δεν παρέχει στους καταγγέλλοντες κανένα δικαίωμα συναφώς. Αντιθέτως, απλώς αναφέρει ότι, όσον αφορά διαδικασία λόγω παραβάσεως, η πρόσβαση σε έγγραφα πρέπει να πραγματοποιείται σύμφωνα με τον κανονισμό 1049/2001. Υπό τις περιστάσεις αυτές, η εν λόγω ανακοίνωση δεν ασκεί καμία επιρροή στην εξέταση των αιτήσεων προσβάσεως σε έγγραφα δυνάμει του κανονισμού 1049/2001.

131

Επομένως, ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελής.

132

Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

Επί των δικαστικών εξόδων

133

Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να κατανείμει τα έξοδα ή να αποφασίσει ότι κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά του έξοδα σε περίπτωση μερικής ήττας των διαδίκων ή εφόσον συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι.

134

Υπό τις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά έξοδά του.

 

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (όγδοο τμήμα)

αποφασίζει:

 

1)

Απορρίπτει την προσφυγή.

 

2)

Κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά του έξοδα.

 

Γρατσίας

Kancheva

Wetter

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 24 Σεπτεμβρίου 2014.

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.