ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα)

της 21ης Οκτωβρίου 2021 ( *1 )

«Προδικαστική παραπομπή – Δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις – Οδηγία 2014/42/ΕΕ – Δέσμευση και δήμευση οργάνων και προϊόντων εγκλήματος στην Ευρωπαϊκή Ένωση – Πεδίο εφαρμογής – Δήμευση παρανόμως αποκτηθέντων περιουσιακών στοιχείων – Οικονομικό όφελος προερχόμενο από ποινικό αδίκημα για το οποίο δεν έχει εκδοθεί καταδικαστική απόφαση – Άρθρο 4 – Δήμευση – Άρθρο 5 – Εκτεταμένη δήμευση – Άρθρο 6 – Δήμευση εις χείρας τρίτου – Προϋποθέσεις – Δήμευση χρηματικού ποσού το οποίο φέρεται ως ανήκον σε τρίτον – Τρίτος μη δικαιούμενος να παρίσταται ως διάδικος στη διαδικασία δημεύσεως – Άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης»

Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C‑845/19 και C‑863/19,

με αντικείμενο αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Apelativen sad – Varna (εφετείο Βάρνας, Βουλγαρία) με αποφάσεις της 7ης Νοεμβρίου 2019 (C‑845/19) και της 19ης Νοεμβρίου 2019 (C‑863/19), οι οποίες περιήλθαν στο Δικαστήριο στις 19 και 26 Νοεμβρίου 2019, αντιστοίχως, στο πλαίσιο των ποινικών διαδικασιών κατά των

DR (C‑845/19),

TS (C‑863/19),

παρισταμένης της:

Okrazhna prokuratura – Varna,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),

συγκείμενο από τους A. Prechal, πρόεδρο του δευτέρου τμήματος, προεδρεύουσα του τρίτου τμήματος, J. Passer, F. Biltgen, L. S. Rossi (εισηγήτρια) και N. Wahl, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: P. Pikamäe

γραμματέας: R. Schiano, διοικητικός υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 13ης Ιανουαρίου 2021,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

η Okrazhna prokuratura – Varna, εκπροσωπούμενη από τους I. Todorov και V. Chavdarov,

η Βουλγαρική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις M. Georgieva, T. Mitova και E. Petranova,

η Αυστριακή Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την J. Schmoll και τον F. Zeder,

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη αρχικώς από τις S. Grünheid και Y. Marinova καθώς και από τον R. Troosters, στη συνέχεια από τις S. Grünheid και Y. Marinova,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 24ης Μαρτίου 2021,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Οι αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως αφορούν την ερμηνεία του άρθρου 2 της οδηγίας 2014/42/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 3ης Απριλίου 2014, σχετικά με τη δέσμευση και τη δήμευση οργάνων και προϊόντων εγκλήματος στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ 2014, L 127, σ. 39, και διορθωτικό ΕΕ 2014, L 138, σ. 114), και του άρθρου 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης).

2

Οι αιτήσεις αυτές υποβλήθηκαν στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών κατά του DR (C-845/19) και του TS (C-863/19) (στο εξής, από κοινού: εμπλεκόμενοι), κατόπιν της καταδίκης τους για κατοχή ναρκωτικών ουσιών με σκοπό τη διανομή, και αφορούν αιτήματα δημεύσεως χρηματικών ποσών τα οποία οι εμπλεκόμενοι ισχυρίζονται ότι ανήκουν σε τρίτους.

Το νομικό πλαίσιο

Το δίκαιο της Ένωσης

Η απόφαση-πλαίσιο 2004/757/ΔΕΥ

3

Η απόφαση-πλαίσιο 2004/757/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2004, για τη θέσπιση ελάχιστων διατάξεων σχετικά με τα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης των εγκλημάτων και τις ποινές που ισχύουν στον τομέα της παράνομης διακίνησης ναρκωτικών (ΕΕ 2004, L 335, σ. 8), ορίζει στο άρθρο της 2, το οποίο φέρει τον τίτλο «Εγκλήματα που συνδέονται με τη διακίνηση ναρκωτικών και πρόδρομων ουσιών», τα εξής:

«1.   Κάθε κράτος μέλος λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα ώστε να τιμωρούνται ποινικώς οι ακόλουθες εκ προθέσεως τελεσθείσες πράξεις, όταν τελούνται χωρίς να υπάρχει σχετικό δικαίωμα:

α)

η παραγωγή, η κατασκευή, η εκχύλιση, η παρασκευή, η προσφορά, η διάθεση προς πώληση, η διανομή, η πώληση, η παράδοση υπό οποιεσδήποτε συνθήκες, η μεσιτεία, η αποστολή, η διαμετακόμιση, η μεταφορά, η εισαγωγή ή η εξαγωγή ναρκωτικών·

[…]

γ)

η κατοχή ή η αγορά ναρκωτικών που αποβλέπει στην τέλεση μιας εκ των πράξεων που αναφέρονται στο στοιχείο α)·

[…]».

4

Κατά το άρθρο 4, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της εν λόγω αποφάσεως-πλαισίου:

«Κάθε κράτος μέλος λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα ώστε τα εγκλήματα που αναφέρονται στο άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχεία α), β) και γ) να επισύρουν μέγιστη στερητική της ελευθερίας ποινή διάρκειας μεταξύ πέντε και δέκα ετών τουλάχιστον σε καθεμία από τις ακόλουθες περιστάσεις:

[…]

β)

όταν το έγκλημα είτε αφορά ναρκωτικά τα οποία βλάπτουν τα μέγιστα την υγεία, είτε προκάλεσε σημαντικές βλάβες στην υγεία πολλών προσώπων.»

Η οδηγία 2014/42

5

Οι αιτιολογικές σκέψεις 11, 19 έως 21, 33 και 38 της οδηγίας 2014/42 έχουν ως εξής:

«(11)

Είναι αναγκαίο να αποσαφηνιστεί η υφιστάμενη έννοια των προϊόντων εγκλήματος, ώστε να συμπεριλαμβάνει τα άμεσα προϊόντα που προέρχονται από εγκληματική δραστηριότητα και όλα τα έμμεσα οφέλη, περιλαμβανομένης της μεταγενέστερης επανεπένδυσης ή μετατροπής άμεσων προϊόντων. Συνεπώς στα προϊόντα μπορεί να περιλαμβάνεται οποιασδήποτε μορφής περιουσιακό στοιχείο, ακόμα και εκείνο που έχει μετατραπεί ή μεταμορφωθεί, πλήρως ή εν μέρει, σε άλλο περιουσιακό στοιχείο και εκείνο που έχει αναμειχθεί με περιουσιακά στοιχεία που αποκτήθηκαν από νόμιμες πηγές, ως την εκτιμώμενη αξία των αναμεμειγμένων προϊόντων. Μπορεί επίσης να περιλαμβάνει το εισόδημα ή άλλα οφέλη που προέρχονται από προϊόντα εγκλήματος ή από περιουσιακά στοιχεία στα οποία μετατράπηκαν ή μεταμορφώθηκαν τέτοια προϊόντα ή αναμείχθηκαν με αυτά.

[…]

(19)

Οι εγκληματικές ομάδες επιδίδονται σε ευρύ φάσμα εγκληματικών δραστηριοτήτων. Για την αποτελεσματική αντιμετώπιση των οργανωμένων εγκληματικών δραστηριοτήτων ενδέχεται να υπάρχουν καταστάσεις όπου ενδείκνυται η ποινική καταδίκη να ακολουθείται από δήμευση όχι μόνο των περιουσιακών στοιχείων που συνδέονται με το συγκεκριμένο έγκλημα, αλλά και πρόσθετων περιουσιακών στοιχείων για τα οποία το δικαστήριο αποφαίνεται ότι αποτελούν προϊόντα άλλων εγκληματικών πράξεων. Η προσέγγιση αυτή αναφέρεται ως εκτεταμένη δήμευση. […]

(20)

Όταν αποφασίζουν αν ένα ποινικό αδίκημα μπορεί να οδηγήσει σε οικονομικό όφελος, τα κράτη μέλη μπορούν να λαμβάνουν υπόψη το modus operandi, για παράδειγμα, αν αποτελεί προϋπόθεση του αδικήματος να έχει διαπραχθεί στο πλαίσιο οργανωμένου εγκλήματος ή με την πρόθεση να παραχθεί τακτικό εισόδημα από ποινικά αδικήματα. Εντούτοις, αυτό δεν θα πρέπει, γενικά, να θίγει τη δυνατότητα να γίνεται προσφυγή σε εκτεταμένη δήμευση.

(21)

Η εκτεταμένη δήμευση θα πρέπει να είναι δυνατή όταν ένα δικαστήριο κρίνει ότι τα επίδικα περιουσιακά στοιχεία προέκυψαν από εγκληματική συμπεριφορά. Αυτό δεν σημαίνει ότι απαιτείται να έχει αποδειχθεί ότι τα επίδικα περιουσιακά στοιχεία προέκυψαν από εγκληματική συμπεριφορά. Τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν, για παράδειγμα, ότι αρκεί το δικαστήριο να κρίνει σταθμίζοντας τις πιθανότητες ή ευλόγως να πιθανολογεί ότι το επίδικο περιουσιακό στοιχείο έχει αποκτηθεί από εγκληματική συμπεριφορά παρά από άλλες δραστηριότητες. Στο πλαίσιο αυτό, το δικαστήριο πρέπει να εξετάζει τις συγκεκριμένες περιστάσεις της υπόθεσης, περιλαμβανομένων των πραγματικών περιστατικών και των διαθέσιμων αποδείξεων, βάσει των οποίων μπορεί να εκδίδεται απόφαση για εκτεταμένη δήμευση. Το γεγονός ότι τα περιουσιακά στοιχεία του προσώπου είναι δυσανάλογα προς το νόμιμο εισόδημά του θα μπορούσε να περιλαμβάνεται στα δεδομένα εκείνα που στοιχειοθετούν συμπέρασμα του δικαστηρίου ότι τα περιουσιακά στοιχεία προέρχονται από εγκληματική δραστηριότητα. Τα κράτη μέλη θα μπορούσαν επίσης να καθορίσουν απαίτηση σύμφωνα με την οποία τα περιουσιακά στοιχεία θεωρείται ότι προέρχονται από εγκληματική δραστηριότητα για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα.

[…]

(33)

Η παρούσα οδηγία επηρεάζει ουσιαστικά τα δικαιώματα προσώπων, όχι μόνο υπόπτων ή κατηγορουμένων, αλλά και τρίτων που δεν υπόκεινται σε δίωξη. Είναι επομένως αναγκαίο να προβλέπονται ειδικές διασφαλίσεις και ένδικα μέσα που να εγγυώνται τη διατήρηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων τους κατά την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας. Αυτό περιλαμβάνει το δικαίωμα ακρόασης για τρίτους οι οποίοι ισχυρίζονται ότι είναι κύριοι του επίδικου περιουσιακού στοιχείου ή ότι έχουν άλλα περιουσιακά δικαιώματα (“εμπράγματα δικαιώματα”, “ius in rem”), όπως το δικαίωμα επικαρπίας. Η απόφαση δέσμευσης περιουσιακών στοιχείων θα πρέπει να κοινοποιείται στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο το συντομότερο δυνατόν μετά την εκτέλεσή της. Ωστόσο, οι αρμόδιες αρχές δύνανται να αναβάλλουν τη γνωστοποίηση τέτοιων αποφάσεων στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο λόγω των αναγκών της έρευνας.

[…]

(38)

Η παρούσα οδηγία σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τηρεί τις αρχές που αναγνωρίζονται από τον [Χάρτη] και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την [Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου] και των Θεμελιωδών Ελευθεριών [, που υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950], όπως ερμηνεύονται στη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρώπινων Δικαιωμάτων. Η παρούσα οδηγία θα πρέπει να εφαρμόζεται σύμφωνα με τα εν λόγω δικαιώματα και αρχές. Η παρούσα οδηγία δεν θα πρέπει να θίγει το εθνικό δίκαιο όσον αφορά τη δικαστική συνδρομή και δεν δημιουργεί υποχρεώσεις για τα συστήματα δικαστικής συνδρομής των κρατών μελών, τα οποία θα πρέπει να εφαρμόζονται σύμφωνα με τον Χάρτη και την [Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών].»

6

Το άρθρο 1 της οδηγίας 2014/42, το οποίο φέρει τον τίτλο «Αντικείμενο», ορίζει τα ακόλουθα:

«1.   Η παρούσα οδηγία θεσπίζει ελάχιστους κανόνες σχετικά με τη δέσμευση περιουσιακών στοιχείων ενόψει πιθανής επακολουθούσας δήμευσης και σχετικά με τη δήμευση περιουσιακών στοιχείων σε ποινικές υποθέσεις.

2.   Η παρούσα οδηγία δεν θίγει τις διαδικασίες που τα κράτη μέλη ενδέχεται να χρησιμοποιήσουν για να δημεύσουν τα εν λόγω περιουσιακά στοιχεία.»

7

Το άρθρο 2 της ως άνω οδηγίας, με τίτλο «Ορισμοί», προβλέπει τα εξής:

«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

1)

ως “προϊόντα εγκλήματος” νοούνται οποιαδήποτε οικονομικά πλεονεκτήματα προερχόμενα άμεσα ή έμμεσα από ποινικά αδικήματα· ενδέχεται να συνίστανται σε κάθε μορφή περιουσιακού στοιχείου και περιλαμβάνουν κάθε μεταγενέστερη επανεπένδυση ή μετατροπή άμεσων προϊόντων και κάθε σημαντικό όφελος,

2)

ως “περιουσιακό στοιχείο” νοείται κάθε είδους περιουσιακό στοιχείο, είτε ενσώματο είτε ασώματο, κινητό ή ακίνητο, καθώς και νομικά έγγραφα ή νομικές πράξεις που πιστοποιούν τίτλο ή δικαίωμα επί του εν λόγω περιουσιακού στοιχείου,

[…]

4)

ως “δήμευση” νοείται η οριστική αποστέρηση του περιουσιακού στοιχείου την οποία διατάσσει δικαστήριο σε σχέση με ποινικό αδίκημα,

[…]».

8

Το άρθρο 3 της εν λόγω οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Πεδίο εφαρμογής», προβλέπει τα ακόλουθα:

«Η παρούσα οδηγία ισχύει για ποινικά αδικήματα που καλύπτονται από:

[…]

ζ)

την απόφαση-πλαίσιο [2004/757],

[…]».

9

Το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2014/42, το οποίο φέρει τον τίτλο «Δήμευση», ορίζει τα εξής:

«Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα ώστε να καταστεί δυνατή, εξ ολοκλήρου ή εν μέρει, η δήμευση οργάνων και προϊόντων εγκλήματος ή περιουσιακών στοιχείων η αξία των οποίων είναι ισοδύναμη με αυτά τα όργανα ή προϊόντα, υπό την αίρεση οριστικής καταδίκης για ποινικό αδίκημα, που μπορεί επίσης να έχει απαγγελθεί ερήμην.»

10

Το άρθρο 5 της εν λόγω οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Εκτεταμένη δήμευση», ορίζει τα ακόλουθα:

«1.   Τα κράτη μέλη υιοθετούν τα αναγκαία μέτρα ώστε να καταστεί δυνατή, εξ ολοκλήρου ή εν μέρει, η δήμευση περιουσιακού στοιχείου που ανήκει σε πρόσωπο καταδικασθέν για ποινικό αδίκημα, το οποίο μπορεί, αμέσως ή εμμέσως, να οδηγήσει σε οικονομικό όφελος, εφόσον το δικαστήριο κρίνει, βάσει των περιστάσεων της υπόθεσης, συμπεριλαμβανομένων των συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών και των διαθέσιμων αποδεικτικών στοιχείων, όπως ότι η αξία του περιουσιακού στοιχείου είναι δυσανάλογη προς το νόμιμο εισόδημα του καταδικασθέντος, ότι το συγκεκριμένο περιουσιακό στοιχείο αποκτήθηκε μέσω εγκληματικής δραστηριότητας.

2.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, η έννοια του “ποινικού αδικήματος” περιλαμβάνει τουλάχιστον τα εξής:

[…]

ε)

ποινικό αδίκημα το οποίο τιμωρείται, σύμφωνα με τη σχετική πράξη του άρθρου 3 ή, αν η συγκεκριμένη πράξη δεν περιλαμβάνει όριο ποινής, σύμφωνα με το σχετικό εθνικό δίκαιο, με στερητική της ελευθερίας ποινή μέγιστης διάρκειας τουλάχιστον τεσσάρων ετών.»

11

Το άρθρο 6 της ίδιας οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Δήμευση εις χείρας τρίτου», προβλέπει τα εξής:

«1.   Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα ώστε να καταστεί δυνατή η δήμευση προϊόντων εγκλήματος ή άλλων περιουσιακών στοιχείων η αξία των οποίων είναι ισοδύναμη με τα προϊόντα εγκλήματος, τα οποία μεταβιβάστηκαν, άμεσα ή έμμεσα, από ύποπτο ή κατηγορούμενο σε τρίτους ή τα οποία αποκτήθηκαν από τρίτους από ύποπτο ή κατηγορούμενο, τουλάχιστον όταν οι εν λόγω τρίτοι γνώριζαν ή όφειλαν να γνωρίζουν ότι ο σκοπός της μεταβίβασης ή απόκτησης ήταν να αποφευχθεί η δήμευση, με βάση συγκεκριμένα στοιχεία και περιστάσεις, μεταξύ των οποίων ότι η μεταβίβαση ή απόκτηση πραγματοποιήθηκε χωρίς αντάλλαγμα ή με αντάλλαγμα σημαντικά κατώτερο από την αγοραία αξία.

2.   Η παράγραφος 1 δεν θίγει τα δικαιώματα καλόπιστων τρίτων.»

12

Το άρθρο 8 της οδηγίας αυτής, με τίτλο «Διασφαλίσεις», προβλέπει τα ακόλουθα:

«1.   Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να διασφαλίσουν ότι τα πρόσωπα που επηρεάζονται από τα μέτρα που προβλέπονται βάσει της παρούσας οδηγίας έχουν το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής και δίκαιης δίκης για τη διαφύλαξη των δικαιωμάτων τους.

[…]

6.   Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα ώστε να διασφαλίζεται η αιτιολόγηση κάθε απόφασης δήμευσης και η γνωστοποίηση της απόφασης στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο. Τα κράτη μέλη μεριμνούν για την πραγματική δυνατότητα προσβολής της απόφασης ενώπιον δικαστηρίου από πρόσωπο σχετικά με το οποίο διατάσσεται δήμευση.

7.   Με την επιφύλαξη της οδηγίας [2012/13/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 2012, σχετικά με το δικαίωμα ενημέρωσης στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών (ΕΕ 2012, L 142, σ. 1), και της οδηγίας 2013/48/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Οκτωβρίου 2013, σχετικά με το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας και διαδικασίας εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, καθώς και σχετικά με το δικαίωμα ενημέρωσης τρίτου προσώπου σε περίπτωση στέρησης της ελευθερίας του και με το δικαίωμα επικοινωνίας με τρίτα πρόσωπα και με προξενικές αρχές κατά τη διάρκεια της στέρησης της ελευθερίας (ΕΕ 2013, L 294, σ. 1)], τα πρόσωπα των οποίων επηρεάζονται περιουσιακά στοιχεία από απόφαση δήμευσης έχουν το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας δήμευσης που συνδέεται με τον προσδιορισμό των προϊόντων και των οργάνων του εγκλήματος προκειμένου να διαφυλαχθούν τα δικαιώματά τους. Τα σχετικά πρόσωπα ενημερώνονται για το δικαίωμα αυτό.

8.   Στις διαδικασίες που αναφέρονται στο άρθρο 5, το ενδιαφερόμενο πρόσωπο έχει την πραγματική δυνατότητα να αμφισβητήσει τις περιστάσεις της υπόθεσης, συμπεριλαμβανομένων των συγκεκριμένων πραγματικών γεγονότων και των διαθέσιμων αποδεικτικών στοιχείων βάσει των οποίων το σχετικό περιουσιακό στοιχείο θεωρείται περιουσιακό στοιχείο που προκύπτει από εγκληματική συμπεριφορά.

9.   Οι τρίτοι μπορούν να διεκδικήσουν τίτλο ιδιοκτησίας ή άλλα δικαιώματα ιδιοκτησίας, συμπεριλαμβανομένων των περιπτώσεων που αναφέρονται στο άρθρο 6.

[…]»

Το βουλγαρικό δίκαιο

Ο ΝΚ

13

Το άρθρο 53 του Νakazatelen kodeks (ποινικού κώδικα, στο εξής: ΝΚ) ορίζει τα εξής:

«(1)   Ανεξαρτήτως ποινικής ευθύνης, δημεύονται:

a)

τα περιουσιακά στοιχεία που ανήκουν στον ένοχο και προορίζονταν ή χρησιμοποιήθηκαν για την τέλεση ποινικού αδικήματος εκ προθέσεως· εφόσον τα πράγματα αυτά δεν υπάρχουν πλέον ή έχουν μεταβιβαστεί, υπολογίζεται προς δήμευση το ποσό που αντιστοιχεί στην αξία αυτών·

b)

τα περιουσιακά στοιχεία που ανήκουν στον ένοχο και αποτέλεσαν αντικείμενο εγκλήματος εκ προθέσεως, στις περιπτώσεις που προβλέπονται ρητώς στο ειδικό μέρος του παρόντος κώδικα.

(2)   Δημεύονται επίσης:

a)

τα περιουσιακά στοιχεία που αποτέλεσαν αντικείμενο ή όργανο εγκλήματος και των οποίων η κατοχή απαγορεύεται και

b)

τα άμεσα ή έμμεσα προϊόντα του ποινικού αδικήματος, εφόσον δεν υφίσταται υποχρέωση επιστροφής ή αποκαταστάσεως αυτών· σε περίπτωση που τα εν λόγω προϊόντα δεν υπάρχουν πλέον ή έχουν μεταβιβαστεί, ορίζεται προς δήμευση το ποσό που αντιστοιχεί στην αξία αυτών.

(3)   Για τους σκοπούς της παραγράφου 2, στοιχείο b:

1.

“άμεσο προϊόν” συνιστά οποιοδήποτε οικονομικό όφελος αποκτάται ως άμεση συνέπεια της αξιόποινης πράξεως·

2.

“έμμεσο προϊόν” συνιστά οποιοδήποτε οικονομικό όφελος το οποίο προκύπτει από τη διάθεση άμεσου προϊόντος, καθώς και κάθε περιουσιακό στοιχείο που προκύπτει από τη μεταγενέστερη εν όλω ή εν μέρει μετατροπή άμεσου προϊόντος, συμπεριλαμβανομένης της αναμείξεως αυτού με περιουσιακά στοιχεία νομίμου προελεύσεως· το περιουσιακό στοιχείο υπόκειται σε δήμευση έως της αξίας του άμεσου προϊόντος που ενσωματώθηκε σε αυτό, καθώς και των επαυξήσεων του περιουσιακού στοιχείου, εφόσον αυτές συνδέονται άμεσα με τη διάθεση ή τη μετατροπή του άμεσου προϊόντος και την ενσωμάτωσή του στο περιουσιακό στοιχείο αυτό.»

14

Το άρθρο 354a του ΝΚ ορίζει τα ακόλουθα:

«(1)   Όποιος, χωρίς νόμιμη άδεια, παράγει, κατεργάζεται, αποκτά ή κατέχει με σκοπό τη διανομή τους ναρκωτικές ουσίες ή ουσίες ανάλογες αυτών, ή διανέμει ναρκωτικές ή ανάλογες αυτών ουσίες, τιμωρείται, αν πρόκειται για ιδιαιτέρως επικίνδυνες ναρκωτικές ουσίες ή ανάλογες αυτών, με στερητική της ελευθερίας ποινή δύο έως οκτώ ετών και με χρηματική ποινή ύψους [5000 βουλγαρικών λέβα (BGN) έως 20000 BGN (περίπου 2500 ευρώ έως 10000 ευρώ)], και αν πρόκειται για επικίνδυνες ναρκωτικές ή ανάλογες αυτών ουσίες, με στερητική της ελευθερίας ποινή ενός έως έξι ετών και με χρηματική ποινή ύψους [2000 BGN έως 10000 BGN (περίπου 1000 ευρώ έως 5000 ευρώ)]. […]

[…]

(3)   Όποιος, χωρίς νόμιμη άδεια, αποκτά ή κατέχει ναρκωτικές ουσίες ή ουσίες ανάλογες αυτών, τιμωρείται:

1.

αν πρόκειται για ιδιαιτέρως επικίνδυνες ναρκωτικές ή ανάλογες αυτών ουσίες, με στερητική της ελευθερίας ποινή ενός έως έξι ετών και με χρηματική ποινή ύψους [2000 BGN έως 10000 BGN]·

2.

αν πρόκειται για επικίνδυνες ναρκωτικές ή ανάλογες αυτών ουσίες, με στερητική της ελευθερίας ποινή έως πέντε έτη και με χρηματική ποινή ύψους [1000 BGN έως 5000 BGN (περίπου 500 ευρώ έως 2500 ευρώ)].

[…]»

Ο NPK

15

Το άρθρο 306, παράγραφος 1, σημείο 1, του Nakazatelno-protsesualen kodeks (κώδικα ποινικής δικονομίας, στο εξής: NPK) προβλέπει τα εξής:

«(1)   Το δικαστήριο δύναται επίσης να αποφαίνεται με διάταξη επί των ζητημάτων που αφορούν:

1.

τον καθορισμό της συνολικής ποινής σύμφωνα με τα άρθρα 25 και 27 και την εφαρμογή του άρθρου 53 του [NK].

[…]»

Οι διαφορές των κύριων δικών και τα προδικαστικά ερωτήματα

16

Στις 21 Φεβρουαρίου 2019 στην πόλη της Βάρνας (Βουλγαρία), διαπιστώθηκε ότι οι DR και TS κατείχαν χωρίς άδεια, με σκοπό τη διανομή, ιδιαιτέρως επικίνδυνες ναρκωτικές ουσίες. Για το συγκεκριμένο ποινικό αδίκημα καταδικάσθηκαν, βάσει του άρθρου 354a του ΝΚ, ο μεν πρώτος, σε στερητική της ελευθερίας ποινή ενός έτους και σε χρηματική ποινή ύψους 2500 BGN (περίπου 1250 ευρώ), ο δε δεύτερος, σε στερητική της ελευθερίας ποινή δύο ετών, με τετραετή αναστολή, και σε χρηματική ποινή ύψους 5000 BGN (περίπου 2500 ευρώ).

17

Κατά τη διάρκεια έρευνας σε οικία όπου διέμενε ο DR μαζί με τη μητέρα, τον παππού και τη γιαγιά του, καθώς και έρευνας στο αυτοκίνητό του, οι οποίες διενεργήθηκαν από τις αρμόδιες αρχές στο πλαίσιο της προδικασίας, ανευρέθη από τις αρχές χρηματικό ποσό 4447,06 BGN (περίπου 2200 ευρώ).

18

Στο πλαίσιο έρευνας σε οικία όπου διέμενε ο TS μαζί με τη μητέρα του, διενεργηθείσας επίσης στο πλαίσιο της προδικασίας, ανευρέθη από τις εν λόγω αρχές χρηματικό ποσό 9324,25 BGN (περίπου 4800 ευρώ).

19

Κατόπιν της ποινικής καταδίκης των εμπλεκομένων, η Okrazhna prokuratura – Varna (εισαγγελική αρχή περιφέρειας Βάρνας, Βουλγαρία, στο εξής: εισαγγελία) ζήτησε από το Okrazhen sad Varna (περιφερειακό δικαστήριο Βάρνας, Βουλγαρία), δηλαδή το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, να διατάξει τη δήμευση των ως άνω ανευρεθέντων χρηματικών ποσών, σύμφωνα με το άρθρο 306, παράγραφος 1, σημείο 1, του NPK. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εξέτασε το αίτημα της εισαγγελίας σε δημόσια συνεδρίαση, στην οποία παρέστησαν οι εμπλεκόμενοι και οι δύο συνήγοροι αυτών.

20

Ενώπιον του εν λόγω δικαστηρίου, ο DR ισχυρίστηκε ότι το μνημονευθέν στη σκέψη 17 της παρούσας αποφάσεως χρηματικό ποσό ανήκε στη γιαγιά του, η οποία το είχε αποκτήσει με τραπεζικό δανεισμό. Επιπλέον, προσκόμισε έγγραφο από το οποίο αποδεικνυόταν ότι, τον Δεκέμβριο του 2018, η γιαγιά του είχε προβεί σε ανάληψη από τον τραπεζικό λογαριασμό της του ποσού των 7000,06 BGN (περίπου 3500 ευρώ). Η γιαγιά του DR δεν μετέσχε στη διαδικασία ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, δεδομένου ότι το βουλγαρικό δίκαιο δεν της επιτρέπει να μετέχει στη διαδικασία αυτή αυτοτελώς ως διάδικος σε σχέση με τον δράστη της επίμαχης αξιόποινης πράξεως. Επίσης δεν εξετάσθηκε ούτε ως μάρτυρας.

21

Στο πλαίσιο της εν λόγω ένδικης διαδικασίας, ο TS ισχυρίστηκε ότι το μνημονευθέν στη σκέψη 18 της παρούσας αποφάσεως χρηματικό ποσό ανήκε στη μητέρα του και στην αδελφή του. Επ’ αυτού, προσκόμισε και εκείνος έγγραφο από το οποίο αποδεικνυόταν ότι, τον Μάρτιο του 2018, η μητέρα του είχε συνάψει με την τράπεζα DSK EAD σύμβαση καταναλωτικού δανείου ύψους 17000 BGN (περίπου 8500 ευρώ). Ούτε η μητέρα του TS είχε τη δυνατότητα να μετάσχει στη διαδικασία ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου. Ωστόσο, εξετάσθηκε ως μάρτυρας όσον αφορά το χρηματικό ποσό που ανευρέθη στην οικία όπου διέμενε με τον υιό της.

22

Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε το αίτημα δημεύσεως των επίμαχων στις υποθέσεις των κύριων δικών χρηματικών ποσών, με το σκεπτικό ότι το ποινικό αδίκημα για το οποίο καταδικάσθηκαν οι εμπλεκόμενοι, ήτοι η κατοχή ναρκωτικών με σκοπό τη διανομή τους, δεν ήταν ικανό ως εκ της φύσεώς του να τους προσπορίσει οικονομικά οφέλη. Συναφώς, το εν λόγω δικαστήριο έκρινε ότι, μολονότι υπήρχαν αποδεικτικά στοιχεία, συγκεκριμένα δε μαρτυρικές καταθέσεις, περί του ότι, στις επίμαχες υποθέσεις των κύριων δικών, οι εμπλεκόμενοι πωλούσαν ναρκωτικές ουσίες, εντούτοις δεν πληρούνταν οι προβλεπόμενες στο άρθρο 53, παράγραφος 2, του ΝΚ προϋποθέσεις για τη δήμευση, καθόσον δεν τους είχε απαγγελθεί από την εισαγγελική αρχή κατηγορία πωλήσεως ναρκωτικών ουσιών, ενώ με τις καταδικαστικές ποινικές αποφάσεις δεν επιβεβαιώθηκε η διακίνηση ναρκωτικών.

23

Η εισαγγελία προσέβαλε την απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, υποστηρίζοντας ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δεν είχε εφαρμόσει το άρθρο 53, παράγραφος 2, του NK με γνώμονα την οδηγία 2014/42. Οι εμπλεκόμενοι δεν συμφωνούν με την άποψη της εισαγγελίας και θεωρούν ότι σε δήμευση υπόκεινται μόνον τα περιουσιακά στοιχεία που αποκτήθηκαν άμεσα εκ της αξιόποινης πράξεως για την οποία καταδικάσθηκαν οι εμπλεκόμενοι.

24

Στο πλαίσιο αυτό, το Apelativen sad – Varna (εφετείο Βάρνας, Βουλγαρία) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα, τα οποία έχουν πανομοιότυπη διατύπωση σε αμφότερες τις υποθέσεις C‑845/19 και C‑863/19:

«1)

Τυγχάνουν η [οδηγία 2014/42] και ο [Χάρτης] εφαρμογής επί ποινικού αδικήματος συνισταμένου στην κατοχή ναρκωτικών με σκοπό τη διανομή τους, το οποίο τελείται από Βούλγαρο υπήκοο εντός της επικράτειας της Δημοκρατίας της Βουλγαρίας, μολονότι το ενδεχόμενο εξ αυτού οικονομικό όφελος γεννάται και εντοπίζεται στη [Βουλγαρία];

2)

Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα, ποια είναι η έννοια του όρου “οικονομικά πλεονεκτήματα προερχόμενα […] έμμεσα από ποινικά αδικήματα” κατά το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας [2014/42]; Δύναται να συνιστά τέτοιο οικονομικό πλεονέκτημα το χρηματικό ποσό το οποίο ανευρέθη και κατασχέθηκε στην κατοικία του καταδικασθέντος και της οικογενείας του, καθώς και στο χρησιμοποιούμενο από αυτόν ιδιωτικής χρήσεως αυτοκίνητο;

3)

Έχει το άρθρο 2 της οδηγίας [2014/42] την έννοια ότι αντιτίθεται σε ρύθμιση όπως αυτή του άρθρου 53, παράγραφος 2, του [ΝΚ], η οποία δεν προβλέπει τη δήμευση “οικονομικών πλεονεκτημάτων προερχόμενων έμμεσα από ποινικά αδικήματα”;

4)

Έχει το άρθρο 47 του [Χάρτη] την έννοια ότι αντιβαίνει σε αυτό εθνική ρύθμιση όπως αυτή του άρθρου 306, παράγραφος 1, σημείο 1, του [NPK], η οποία προβλέπει τη δυνατότητα δημεύσεως χρηματικού ποσού, για το οποίο υποστηρίζεται ότι ανήκει σε πρόσωπο διαφορετικό από τον αυτουργό του ποινικού αδικήματος, χωρίς να παρέχεται στον εν λόγω τρίτο η δυνατότητα να μετέχει στη σχετική ένδικη διαδικασία ως διάδικος και να έχει άμεση πρόσβαση σε δικαστική προστασία;»

Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος

25

Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί εάν η οδηγία 2014/42 έχει την έννοια ότι η κατοχή ναρκωτικών ουσιών με σκοπό τη διανομή τους εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της συγκεκριμένης οδηγίας, ακόμη και αν όλα τα συστατικά στοιχεία της τελέσεως του ποινικού αδικήματος αυτού περιορίζονται στο εσωτερικό ενός μόνον κράτους μέλους.

26

Προκαταρκτικώς, πρέπει να εξετασθεί αν αξιόποινη πράξη συνιστάμενη στην κατοχή ναρκωτικών ουσιών με σκοπό τη διανομή τους, κατά την έννοια του άρθρου 354a, παράγραφος 1, του ΝΚ, όπως η επίμαχη στις υποθέσεις των κύριων δικών, εμπίπτει στο καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2014/42.

27

Συναφώς, επισημαίνεται ότι στο άρθρο 3, πρώτη περίοδος, της οδηγίας αυτής απαριθμούνται τα ποινικά αδικήματα επί των οποίων έχει εφαρμογή η εν λόγω οδηγία, συγκεκριμένα δε εκείνα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των νομοθετημάτων τα οποία μνημονεύονται στα στοιχεία αʹ έως ιαʹ του εν λόγω άρθρου.

28

Ειδικότερα, βάσει του άρθρου της 3, στοιχείο ζʹ, η οδηγία 2014/42 τυγχάνει εφαρμογής στην περίπτωση των ποινικών αδικημάτων τα οποία εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της αποφάσεως-πλαισίου 2004/757.

29

Βάσει, όμως, του άρθρου 2, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της εν λόγω αποφάσεως‑πλαισίου, μεταξύ των ποινικών αδικημάτων αυτών περιλαμβάνεται και η κατοχή ή η αγορά ναρκωτικών με σκοπό την τέλεση μίας εκ των πράξεων που μνημονεύονται στο άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, ήτοι, μεταξύ άλλων, τη διανομή και την πώληση ναρκωτικών.

30

Ως εκ τούτου, αξιόποινη πράξη όπως η μνημονευόμενη στη σκέψη 26 της παρούσας αποφάσεως εμπίπτει στο καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2014/42.

31

Όσον αφορά το υποβληθέν ερώτημα, επισημαίνεται ότι η οδηγία 2014/42 στηρίζεται, μεταξύ άλλων, στο άρθρο 83, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

32

Βάσει του άρθρου 83, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει τη δυνατότητα να θεσπίζει ελάχιστους κανόνες για τον ορισμό των ποινικών αδικημάτων και των κυρώσεων στους τομείς της ιδιαιτέρως σοβαρής εγκληματικότητας με διασυνοριακή διάσταση, η οποία απορρέει ιδίως από τη φύση ή τις επιπτώσεις των αδικημάτων αυτών ή λόγω ειδικής ανάγκης να καταπολεμούνται σε κοινή βάση. Επιπλέον, όπως προκύπτει από το δεύτερο εδάφιο της ίδιας παραγράφου, η «παράνομη εμπορία ναρκωτικών» αποτελεί έναν από αυτούς τους τομείς εγκληματικότητας.

33

Επομένως, η κατοχή ναρκωτικών ουσιών με σκοπό τη διανομή τους εμπίπτει σε τομέα ιδιαιτέρως σοβαρής εγκληματικότητας με διασυνοριακή διάσταση που μπορεί να απορρέει ιδίως από τη φύση ή τις επιπτώσεις μιας τέτοιας αξιόποινης πράξεως, κατά την έννοια του άρθρου 83, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, με αποτέλεσμα ο νομοθέτης της Ένωσης να είναι αρμόδιος να θεσπίζει, βάσει της συγκεκριμένης διατάξεως, ελάχιστους κανόνες εναρμονίσεως σχετικά με τον ορισμό των ποινικών αδικημάτων και των κυρώσεων στον οικείο τομέα, χωρίς η αρμοδιότητα αυτή να καλύπτει αποκλειστικώς τις περιπτώσεις στις οποίες τα συστατικά στοιχεία της τελέσεως συγκεκριμένου ποινικού αδικήματος δεν περιορίζονται στο εσωτερικό ενός μόνον κράτους μέλους. Ένας τέτοιος περιορισμός δεν προκύπτει άλλωστε ούτε από τις διατάξεις της οδηγίας 2014/42.

34

Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η οδηγία 2014/42 έχει την έννοια ότι η κατοχή ναρκωτικών ουσιών με σκοπό τη διανομή τους εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της συγκεκριμένης οδηγίας, ακόμη και αν όλα τα συστατικά στοιχεία της τελέσεως του ποινικού αδικήματος αυτού περιορίζονται στο εσωτερικό ενός μόνον κράτους μέλους.

Επί του δευτέρου και του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος

35

Προκαταρκτικώς, υπενθυμίζεται ότι, στο πλαίσιο της διαδικασίας συνεργασίας μεταξύ των εθνικών δικαστηρίων και του Δικαστηρίου την οποία θεσπίζει το άρθρο 267 ΣΛΕΕ, στο Δικαστήριο απόκειται να δώσει στο εθνικό δικαστήριο χρήσιμη απάντηση που να του παρέχει τη δυνατότητα επιλύσεως της διαφοράς της οποίας έχει επιληφθεί. Υπό το πρίσμα αυτό, το Δικαστήριο μπορεί να αναδιατυπώσει, εφόσον είναι αναγκαίο, τα ερωτήματα που του έχουν υποβληθεί. Ειδικότερα, αποστολή του Δικαστηρίου είναι να ερμηνεύει όλες τις διατάξεις του δικαίου της Ένωσης που έχουν ανάγκη τα εθνικά δικαστήρια προκειμένου να αποφανθούν επί των διαφορών των οποίων έχουν επιληφθεί, ακόμη και όταν οι διατάξεις αυτές δεν μνημονεύονται ρητώς στα ερωτήματα που του υποβάλλουν τα εν λόγω δικαστήρια (απόφαση της 8ης Μαΐου 2019, PI, C-230/18, EU:C:2019:383, σκέψη 42 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

36

Το δεύτερο και το τρίτο προδικαστικό ερώτημα αφορούν την ερμηνεία της έννοιας του όρου «οικονομικά πλεονεκτήματα προερχόμενα έμμεσα από ποινικά αδικήματα», κατά το άρθρο 2, σημείο 1, της οδηγίας 2014/42.

37

Ειδικότερα, με τα ερωτήματα αυτά, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί, αφενός, αν η διάταξη αυτή έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση η οποία δεν προβλέπει τη δήμευση οικονομικού οφέλους προερχομένου έμμεσα από ποινικό αδίκημα και, αφετέρου, εάν τα χρηματικά ποσά που κατασχέθηκαν στην κατοικία των εμπλεκομένων και της οικογενείας τους, καθώς και στο χρησιμοποιούμενο από έναν εξ αυτών αυτοκίνητο όχημα, συνιστούν τέτοιο οικονομικό όφελος.

38

Συναφώς, διευκρινίζεται ότι η έννοια του όρου «οικονομικά πλεονεκτήματα προερχόμενα έμμεσα από ποινικά αδικήματα» εμπίπτει στον ορισμό της έννοιας των «προϊόντων εγκλήματος» ο οποίος περιέχεται στο άρθρο 2, σημείο 1, της οδηγίας 2014/42 και κατά τον οποίο ως «προϊόντα εγκλήματος» νοούνται «οποιαδήποτε οικονομικά πλεονεκτήματα προερχόμενα άμεσα ή έμμεσα από ποινικά αδικήματα» που «ενδέχεται να συνίστανται σε κάθε μορφή περιουσιακού στοιχείου και περιλαμβάνουν κάθε μεταγενέστερη επανεπένδυση ή μετατροπή άμεσων προϊόντων και κάθε σημαντικό όφελος».

39

Όπως προκύπτει από το σημείο 2.6 της αιτιολογικής εκθέσεως της προτάσεως οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τη δέσμευση και τη δήμευση των προϊόντων εγκλήματος στην Ευρωπαϊκή Ένωση [COM(2012) 85 τελικό], βάσει της οποίας εκδόθηκε η οδηγία 2014/42, ο ορισμός της έννοιας του «προϊόντος εγκλήματος», κατά την οδηγία αυτή, διευρύνθηκε σε σχέση με τον ορισμό της εν λόγω έννοιας ο οποίος περιεχόταν στην απόφαση‑πλαίσιο 2005/212/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 24ης Φεβρουαρίου 2005, για τη δήμευση των προϊόντων, οργάνων και περιουσιακών στοιχείων του εγκλήματος (ΕΕ 2005, L 68, σ. 49), προκειμένου να προβλεφθεί η δυνατότητα δημεύσεως κάθε οφέλους προερχομένου από προϊόντα εγκλήματος, περιλαμβανομένων των έμμεσων.

40

Επιπλέον, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 49 των προτάσεών του, ο νομοθέτης της Ένωσης, μνημονεύοντας ρητώς, στο άρθρο 2, σημείο 1, της οδηγίας 2014/42, τα άμεσα ή έμμεσα πλεονεκτήματα, δεν θέλησε να καθιερώσει δύο διακριτές έννοιες, ανεξάρτητες η μία από την άλλη. Πράγματι, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 11 της εν λόγω οδηγίας, η έννοια των «προϊόντων εγκλήματος» αποσαφηνίστηκε από αυτήν, προκειμένου το πεδίο εφαρμογής της να καταλαμβάνει όχι μόνον τα περιουσιακά στοιχεία που προέρχονται άμεσα από το οικείο ποινικό αδίκημα, αλλά και κάθε μετατροπή των περιουσιακών στοιχείων αυτών, καθώς και κάθε σημαντικό όφελος που αυτά αποφέρουν.

41

Εν προκειμένω, από τις αποφάσεις περί παραπομπής προκύπτει ότι η εθνική ρύθμιση προβλέπει, όπως προκύπτει από το άρθρο 53, παράγραφος 2, του NK, ότι δημεύονται «τα άμεσα ή έμμεσα προϊόντα του ποινικού αδικήματος». Εξάλλου, με το άρθρο 53, παράγραφος 3, του NK διευκρινίζεται ότι «“έμμεσο προϊόν” συνιστά οποιοδήποτε οικονομικό όφελος το οποίο προκύπτει από τη διάθεση άμεσου προϊόντος, καθώς και κάθε περιουσιακό στοιχείο που προκύπτει από τη μεταγενέστερη εν όλω ή εν μέρει μετατροπή άμεσου προϊόντος».

42

Επομένως, υπό την επιφύλαξη διακριβώσεως εκ μέρους του αιτούντος δικαστηρίου, το οποίο είναι αποκλειστικώς αρμόδιο να ερμηνεύει το εθνικό δίκαιο, προκύπτει ότι η επίμαχη στις υποθέσεις των κύριων δικών ρύθμιση προβλέπει πράγματι τη δήμευση οικονομικού πλεονεκτήματος προερχομένου έμμεσα από ποινικό αδίκημα, κατά την έννοια του άρθρου 2, σημείο 1, της οδηγίας 2014/42.

43

Εν πάση περιπτώσει, ακόμη και αν υποτεθεί ότι η οδηγία αυτή μεταφέρθηκε ατελώς ή μη προσηκόντως στο βουλγαρικό δίκαιο, ένα κράτος μέλος δεν μπορεί, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, να επικαλεσθεί την οδηγία αυτή καθεαυτήν κατά ιδιώτη προκειμένου να μην εφαρμόσει αντίθετη διάταξη του εσωτερικού δικαίου, με σκοπό να δημιουργήσει υποχρεώσεις σε βάρος του ιδιώτη [πρβλ. απόφαση της 8ης Οκτωβρίου 2020, Subdelegación del Gobierno en Toledo (Συνέπειες της αποφάσεως Zaizoune), C‑568/19, EU:C:2020:807, σκέψη 35 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

44

Τούτο δοθέντος, από το ίδιο το γράμμα του άρθρου 2, σημείο 1, της οδηγίας 2014/42 προκύπτει ότι, προκειμένου να χαρακτηρισθεί ως «προϊόν εγκλήματος», το οικονομικό πλεονέκτημα, είτε άμεσο είτε έμμεσο, πρέπει να προέρχεται από ποινικό αδίκημα.

45

Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τις αποφάσεις περί παραπομπής, αφενός, οι εμπλεκόμενοι καταδικάσθηκαν για την κατοχή ιδιαιτέρως επικίνδυνων ναρκωτικών ουσιών, με σκοπό τη διανομή τους, δηλαδή για ποινικό αδίκημα το οποίο δεν δύναται αφ’ εαυτού να προσπορίσει σε αυτούς οικονομικό όφελος. Αφετέρου, μολονότι υπήρχαν μεν αποδείξεις ότι οι εν λόγω εμπλεκόμενοι επιδίδονταν στην πώληση ναρκωτικών ουσιών, ούτε τους ασκήθηκε δίωξη ούτε καταδικάσθηκαν για το συγκεκριμένο ποινικό αδίκημα.

46

Υπό τις συνθήκες αυτές, προκειμένου να δοθεί χρήσιμη απάντηση στο αιτούν δικαστήριο, πρέπει να γίνει δεκτό, σύμφωνα με τη νομολογία που μνημονεύθηκε στη σκέψη 35 της παρούσας αποφάσεως, ότι, με το δεύτερο και το τρίτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί αν η οδηγία 2014/42 έχει την έννοια ότι προβλέπει μόνον τη δήμευση περιουσιακών στοιχείων που συνιστούν «οικονομικό πλεονέκτημα» προερχόμενο από το ποινικό αδίκημα για το οποίο έχει καταδικασθεί ο αυτουργός του αδικήματος ή ότι καταλαμβάνει και τη δήμευση των περιουσιακών στοιχείων που ανήκουν στον αυτουργό και τα οποία συνιστούν οικονομικό πλεονέκτημα προερχόμενο από άλλη εγκληματική δραστηριότητα.

47

Κατά το άρθρο της 1, παράγραφος 1, με την οδηγία 2014/42 θεσπίζονται ελάχιστοι κανόνες σχετικά, μεταξύ άλλων, με τη δήμευση περιουσιακών στοιχείων σε ποινικές υποθέσεις.

48

Ειδικότερα, βάσει των άρθρων της 4, 5 και 6, η ως άνω οδηγία επιβάλλει στα κράτη μέλη να προβλέπουν τη συγκεκριμένη δήμευση σε τρεις περιπτώσεις που πρέπει να εξετασθούν διαδοχικώς.

49

Όσον αφορά, πρώτον, το άρθρο 4, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας, αυτό επιβάλλει στα κράτη μέλη να λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα ώστε να καταστεί δυνατή, μεταξύ άλλων, η δήμευση, εν όλω ή εν μέρει, των προϊόντων εγκλήματος, ήτοι των οικονομικών πλεονεκτημάτων που προέρχονται, άμεσα ή έμμεσα, από ποινικά αδικήματα, υπό την επιφύλαξη αμετάκλητης καταδίκης για ποινικό αδίκημα, περιλαμβανομένης της επιβληθείσας στο πλαίσιο ερήμην διαδικασίας.

50

Επισημαίνεται συναφώς ότι, μολονότι η διάταξη αυτή αφορά αμετάκλητη καταδίκη για ποινικό αδίκημα, εντούτοις δεν διευκρινίζει αν το εν λόγω ποινικό αδίκημα πρέπει κατ’ ανάγκην να είναι αυτό από το οποίο προέρχεται το επίμαχο προϊόν εγκλήματος ή αν μπορεί να πρόκειται για άλλο ποινικό αδίκημα που ενδεχομένως συνδέεται με το πρώτο.

51

Όπως επισήμανε, κατ’ ουσίαν, ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 56 των προτάσεών του, το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2014/42 μπορεί να εκτιμηθεί καλύτερα λαμβανομένης υπόψη της περιπτώσεως δημεύσεως που προβλέπεται στο άρθρο 5 της συγκεκριμένης οδηγίας, καθώς και υπό το πρίσμα της αιτιολογικής της σκέψεως 19.

52

Βάσει του άρθρου 5 της οδηγίας 2014/42, τα κράτη μέλη οφείλουν να λάβουν τα αναγκαία μέτρα ώστε να καταστεί δυνατή, εν όλω ή εν μέρει, η δήμευση των περιουσιακών στοιχείων που ανήκουν σε πρόσωπο καταδικασθέν για ποινικό αδίκημα το οποίο μπορεί, άμεσα ή έμμεσα, να προσπορίσει οικονομικό όφελος, εφόσον δικαστήριο κρίνει, βάσει των περιστάσεων της υποθέσεως, συμπεριλαμβανομένων των συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών και των διαθέσιμων αποδεικτικών στοιχείων, ότι τα επίμαχα περιουσιακά στοιχεία αποκτήθηκαν μέσω εγκληματικής δραστηριότητας.

53

Κατά την αιτιολογική σκέψη 19 της ως άνω οδηγίας, για την αποτελεσματική αντιμετώπιση των οργανωμένων εγκληματικών δραστηριοτήτων ενδέχεται να υπάρχουν καταστάσεις όπου ενδείκνυται η ποινική καταδίκη να ακολουθείται από τη δήμευση όχι μόνον των περιουσιακών στοιχείων που συνδέονται με το συγκεκριμένο έγκλημα, αλλά και πρόσθετων περιουσιακών στοιχείων για τα οποία το δικαστήριο αποφαίνεται ότι αποτελούν προϊόντα άλλων εγκληματικών πράξεων. Κατά την ίδια αιτιολογική σκέψη, η προσέγγιση αυτή αντιστοιχεί στην έννοια της «εκτεταμένης δημεύσεως», κατά το άρθρο 5 της εν λόγω οδηγίας.

54

Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η εκτεταμένη δήμευση, την οποία προβλέπει το ως άνω άρθρο 5, καταλαμβάνει περιπτώσεις στις οποίες δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής το άρθρο 4 της ίδιας οδηγίας λόγω ελλείψεως συνδέσμου μεταξύ του επίμαχου περιουσιακού στοιχείου και της αξιόποινης πράξεως για την οποία εκδόθηκε αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση.

55

Κατά συνέπεια, το άρθρο 4 της οδηγίας 2014/42, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα του άρθρου 5 και της αιτιολογικής σκέψεως 19 της συγκεκριμένης οδηγίας, έχει την έννοια ότι, προκειμένου να τύχει εφαρμογής, απαιτείται το προϊόν εγκλήματος του οποίου εξετάζεται η δήμευση να προέρχεται από το ποινικό αδίκημα για το οποίο έχει εκδοθεί αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση εις βάρος του αυτουργού του.

56

Εν προκειμένω, στο μέτρο που, όπως προκύπτει από τη σκέψη 45 της παρούσας αποφάσεως, το ποινικό αδίκημα της κατοχής ιδιαιτέρως επικίνδυνων ναρκωτικών ουσιών με σκοπό τη διανομή τους, για το οποίο οι εμπλεκόμενοι καταδικάσθηκαν με αμετάκλητη απόφαση, δεν δύναται, αφ’ εαυτού, να προσπορίσει οικονομικό πλεονέκτημα, τα χρηματικά ποσά των οποίων ζητείται η δήμευση δεν μπορούσαν, ως εκ τούτου, να προέρχονται από το εν λόγω ποινικό αδίκημα.

57

Επομένως, η δήμευση τέτοιων χρηματικών ποσών δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2014/42.

58

Όσον αφορά, δεύτερον, το άρθρο 5 της οδηγίας 2014/42, διευκρινιζομένου ότι η έννοια των «περιουσιακών στοιχείων» τα οποία αφορά καταλαμβάνει, κατά το άρθρο 2, σημείο 2, της οδηγίας αυτής, περιουσιακά στοιχεία «κάθε είδους» και, ως εκ τούτου, και χρηματικά ποσά, παρατηρείται ότι, όπως προκύπτει από το γράμμα της διατάξεως, η παράγραφος 1 του εν λόγω άρθρου 5 απαιτεί, για τη δήμευση περιουσιακού στοιχείου, να πληρούνται σωρευτικώς τρεις προϋποθέσεις.

59

Πρώτον, το πρόσωπο στο οποίο ανήκει το περιουσιακό στοιχείο πρέπει να έχει καταδικασθεί για «ποινικό αδίκημα».

60

Συναφώς, με την παράγραφο 2 του άρθρου 5 της οδηγίας 2014/42 διευκρινίζεται ότι η έννοια του «ποινικού αδικήματος» περιλαμβάνει τουλάχιστον, όπως προκύπτει από την παράγραφο 2, στοιχείο εʹ, ποινικό αδίκημα που τιμωρείται, σύμφωνα με το σχετικό εφαρμοστέο νομοθέτημα του άρθρου 3 της εν λόγω οδηγίας, με στερητική της ελευθερίας ποινή μέγιστης διάρκειας τουλάχιστον τεσσάρων ετών.

61

Εν προκειμένω, όπως διαπιστώθηκε στη σκέψη 29 της παρούσας αποφάσεως, η κατοχή ναρκωτικών ουσιών με σκοπό τη διανομή τους αποτελεί ποινικό αδίκημα το οποίο τιμωρείται σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της αποφάσεως-πλαισίου 2004/757, στην οποία παραπέμπει το άρθρο 3, στοιχείο ζʹ, της οδηγίας 2014/42.

62

Επιπλέον, όσον αφορά τη μνημονευθείσα στη σκέψη 60 της παρούσας αποφάσεως απαίτηση, κατά την οποία η αξιόποινη πράξη πρέπει να τιμωρείται με στερητική της ελευθερίας ποινή μέγιστης διάρκειας τουλάχιστον τεσσάρων ετών, επισημαίνεται ότι, βάσει του άρθρου 4, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της εν λόγω αποφάσεως-πλαισίου, η μέγιστη ποινή που προβλέπεται για το ποινικό αδίκημα που διαλαμβάνεται στο άρθρο της 2, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, είναι στερητική της ελευθερίας ποινή διάρκειας τουλάχιστον πέντε ετών, ιδίως όταν το αδίκημα αφορά ναρκωτικά τα οποία βλάπτουν τα μέγιστα την υγεία.

63

Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τις αποφάσεις περί παραπομπής, οι εμπλεκόμενοι καταδικάσθηκαν για την κατοχή ιδιαιτέρως επικίνδυνων ναρκωτικών ουσιών, στοιχείο που δηλώνει ότι οι καταδικαστικές αυτές αποφάσεις αφορούσαν ποινικά αδικήματα σχετικά με ναρκωτικά τα οποία βλάπτουν τα μέγιστα την υγεία, κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της αποφάσεως-πλαισίου 2004/757, με αποτέλεσμα η αξιόποινη πράξη την οποία τέλεσαν να φαίνεται ότι τιμωρείται πράγματι με στερητική της ελευθερίας ποινή μέγιστης διάρκειας τουλάχιστον τεσσάρων ετών.

64

Δεύτερον, το ποινικό αδίκημα για το οποίο έχει καταδικασθεί το εμπλεκόμενο πρόσωπο πρέπει να δύναται να προσπορίσει, άμεσα ή έμμεσα, οικονομικό όφελος.

65

Στην αιτιολογική σκέψη 20 της οδηγίας 2014/42 επισημαίνεται συναφώς ότι, οσάκις αποφασίζουν αν ένα ποινικό αδίκημα δύναται να προσπορίσει άμεσα ή έμμεσα τέτοιο όφελος, «τα κράτη μέλη μπορούν να λαμβάνουν υπόψη το modus operandi, για παράδειγμα, αν αποτελεί προϋπόθεση του αδικήματος να έχει διαπραχθεί στο πλαίσιο οργανωμένου εγκλήματος ή με την πρόθεση να παραχθεί τακτικό εισόδημα από ποινικά αδικήματα». Στη δεύτερη περίοδο της συγκεκριμένης αιτιολογικής σκέψεως διευκρινίζεται, ωστόσο, ότι η συνεκτίμηση του modus operandi «δεν θα πρέπει, γενικά, να θίγει τη δυνατότητα [να επιβληθεί] εκτεταμένη δήμευση».

66

Εν προκειμένω, απόκειται, ως εκ τούτου, στο αιτούν δικαστήριο να εκτιμήσει αν η επίμαχη στις υποθέσεις των κύριων δικών αξιόποινη πράξη, η οποία συνίσταται στην κατοχή ιδιαιτέρως επικίνδυνων ναρκωτικών ουσιών με σκοπό τη διανομή τους, δύναται να προσπορίσει, άμεσα ή έμμεσα, οικονομικό όφελος, λαμβάνοντας, ενδεχομένως, υπόψη το modus operandi της αξιόποινης πράξεως, περιλαμβανομένης ιδίως της περιστάσεως ότι το ποινικό αδίκημα διαπράχθηκε στο πλαίσιο οργανωμένου εγκλήματος ή με πρόθεση να προσπορίσει στους δράστες τακτικά εισοδήματα προερχόμενα από ποινικά αδικήματα.

67

Τρίτον, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 21 της οδηγίας 2014/42, το δικαστήριο πρέπει, εν πάση περιπτώσει, να κρίνει, βάσει των περιστάσεων της υποθέσεως, περιλαμβανομένων των συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών και των διαθέσιμων αποδεικτικών στοιχείων, ότι τα επίμαχα περιουσιακά στοιχεία προέρχονται από εγκληματική δραστηριότητα. Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο μπορεί, μεταξύ άλλων, να λάβει υπόψη, όπως προβλέπεται στο άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 2014/42, τη δυσαναλογία μεταξύ της αξίας των επίμαχων περιουσιακών στοιχείων και των νομίμων εισοδημάτων του καταδικασθέντος. Τούτου δοθέντος, το πρόσωπο αυτό πρέπει να έχει πράγματι τη δυνατότητα να αμφισβητήσει τις περιστάσεις της προκειμένης υποθέσεως, περιλαμβανομένων των συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών και των διαθέσιμων αποδεικτικών στοιχείων βάσει των οποίων κρίνεται ότι τα οικεία περιουσιακά στοιχεία αποτελούν περιουσιακά στοιχεία προερχόμενα από εγκληματική δραστηριότητα, κατά το άρθρο 8, παράγραφος 8, της οδηγίας 2014/42.

68

Όσον αφορά, τρίτον, το άρθρο 6 της οδηγίας 2014/42, περί δημεύσεως εις χείρας τρίτου, αυτό ορίζει ότι τα κράτη μέλη πρέπει να λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα ώστε να καταστεί δυνατή η δήμευση προϊόντων εγκλήματος ή άλλων περιουσιακών στοιχείων η αξία των οποίων είναι ισοδύναμη με τα προϊόντα εγκλήματος τα οποία μεταβιβάστηκαν, άμεσα ή έμμεσα, από ύποπτο ή κατηγορούμενο σε τρίτους ή τα οποία τρίτοι απέκτησαν από ύποπτο ή κατηγορούμενο, τουλάχιστον σε περιπτώσεις κατά τις οποίες οι εν λόγω τρίτοι γνώριζαν ή όφειλαν να γνωρίζουν ότι ο σκοπός της μεταβιβάσεως ή της αποκτήσεως ήταν να αποφευχθεί η δήμευση.

69

Επισημαίνεται συναφώς ότι η δήμευση την οποία μνημονεύει το άρθρο 6 της οδηγίας 2014/42 προϋποθέτει ότι έχει αποδειχθεί η μεταβίβαση προϊόντων εγκλήματος σε τρίτον ή η απόκτηση τέτοιων προϊόντων από τρίτον, καθώς και ότι ο τρίτος γνώριζε ότι η εν λόγω μεταβίβαση ή απόκτηση είχε ως σκοπό, για τον ύποπτο ή τον κατηγορούμενο, την αποφυγή της δημεύσεως.

70

Από τις αποφάσεις περί παραπομπής, όμως, δεν προκύπτει ότι τούτο συμβαίνει στις υποθέσεις των κύριων δικών, οπότε το άρθρο 6 της οδηγίας 2014/42 δεν φαίνεται να έχει εφαρμογή στο πλαίσιο των υποθέσεων αυτών.

71

Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, στο δεύτερο και στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η οδηγία 2014/42 έχει την έννοια ότι δεν προβλέπει μόνον τη δήμευση περιουσιακών στοιχείων που συνιστούν οικονομικό πλεονέκτημα προερχόμενο από το ποινικό αδίκημα για το οποίο έχει καταδικασθεί ο αυτουργός του αδικήματος, αλλά ότι καταλαμβάνει και τη δήμευση των περιουσιακών στοιχείων τα οποία ανήκουν στον αυτουργό και ως προς τα οποία το εθνικό δικαστήριο που έχει επιληφθεί της υποθέσεως κρίνει ότι προέρχονται από άλλη εγκληματική δραστηριότητα, τηρουμένων των εγγυήσεων που προβλέπει το άρθρο 8, παράγραφος 8, της οδηγίας αυτής και υπό την προϋπόθεση, αφενός μεν, ότι το ποινικό αδίκημα για το οποίο καταδικάσθηκε ο συγκεκριμένος αυτουργός καταλέγεται μεταξύ των απαριθμούμενων στο άρθρο 5, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας, αφετέρου δε, ότι το ποινικό αυτό αδίκημα δύναται να προσπορίσει, άμεσα ή έμμεσα, οικονομικό όφελος κατά την έννοια της οδηγίας.

Επί του τετάρτου προδικαστικού ερωτήματος

72

Με το τέταρτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί αν το άρθρο 47 του Χάρτη έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση επιτρέπουσα τη δήμευση περιουσιακού στοιχείου το οποίο υποστηρίζεται ότι ανήκει σε πρόσωπο διαφορετικό από τον αυτουργό του επίμαχου ποινικού αδικήματος, μολονότι ο εν λόγω τρίτος δεν έχει τη δυνατότητα να παρίσταται ως διάδικος στη σχετική με τη δήμευση ένδικη διαδικασία.

73

Υπενθυμίζεται ότι το πεδίο εφαρμογής του Χάρτη, όσον αφορά τη δράση των κρατών μελών, ορίζεται στο άρθρο του 51, παράγραφος 1, το οποίο προβλέπει ότι οι διατάξεις του Χάρτη απευθύνονται στα κράτη μέλη μόνον όταν αυτά εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης (απόφαση της 14ης Ιανουαρίου 2021, Okrazhna prokuratura – Haskovo και Apelativna prokuratura – Plovdiv, C-393/19, EU:C:2021:8, σκέψη 30 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

74

Εν προκειμένω, από τις αποφάσεις περί παραπομπής προκύπτει ότι το άρθρο 53, παράγραφος 2, στοιχείο b, του NK εισήχθη με τον zakon za izmenenie i dopalnenie na nakazatelnia kodeks (νόμο περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως του ποινικού κώδικα) (DV αριθ. 7, της 22ας Ιανουαρίου 2019) και ότι σκοπός του νόμου αυτού ήταν η εφαρμογή, στο βουλγαρικό δίκαιο, της οδηγίας 2014/42, κατά την έννοια του άρθρου 51, παράγραφος 1, του Χάρτη. Επομένως, θεσπίζοντας τον συγκεκριμένο νόμο, ο Βούλγαρος νομοθέτης ήταν υποχρεωμένος να σεβαστεί τα θεμελιώδη δικαιώματα που κατοχυρώνονται με το άρθρο 47 του Χάρτη.

75

Κατά το πρώτο και το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 47 του Χάρτη, κάθε πρόσωπο του οποίου παραβιάστηκαν τα δικαιώματα και οι ελευθερίες που διασφαλίζονται από το δίκαιο της Ένωσης έχει δικαίωμα πραγματικής προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου, τηρουμένων των προϋποθέσεων που προβλέπονται στο εν λόγω άρθρο, ιδίως δε έχει δικαίωμα να δικασθεί η υπόθεσή του δίκαια. Εξάλλου, η κατοχύρωση των θεμελιωδών δικαιωμάτων που διαλαμβάνονται στο εν λόγω άρθρο 47 επιβεβαιώνεται και από την ίδια την οδηγία 2014/42, της οποίας το άρθρο 8, παράγραφος 1, ορίζει ότι τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να διασφαλίσουν ότι τα πρόσωπα που θίγονται από τα μέτρα τα οποία προβλέπει η συγκεκριμένη οδηγία έχουν το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής και δίκαιης δίκης προκειμένου να προασπίζουν τα δικαιώματά τους.

76

Συναφώς, επισημαίνεται ότι, λόγω του γενικού χαρακτήρα του γράμματος του άρθρου 8, παράγραφος 1, της οδηγίας 2014/42, τα πρόσωπα υπέρ των οποίων τα κράτη μέλη οφείλουν να διασφαλίζουν αποτελεσματικά βοηθήματα και μέσα ένδικης προστασίας και δίκαιη δίκη δεν είναι μόνον εκείνα που έχουν καταδικασθεί για ορισμένο ποινικό αδίκημα, αλλά και οι τρίτοι των οποίων τα περιουσιακά στοιχεία αφορά η απόφαση περί δημεύσεως (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 14ης Ιανουαρίου 2021, Okrazhna prokuratura – Haskovo και Apelativna prokuratura – Plovdiv, C-393/19, EU:C:2021:8, σκέψη 61).

77

Η ερμηνεία αυτή συνάγεται επίσης από την αιτιολογική σκέψη 33 της οδηγίας 2014/42, κατά την οποία η συγκεκριμένη οδηγία θίγει ουσιωδώς τα δικαιώματα προσώπων, συγκεκριμένα δε όχι μόνον των υπόπτων ή των κατηγορουμένων, αλλά και των τρίτων που δεν διώκονται ποινικώς, πλην όμως διατείνονται ότι είναι οι κύριοι των επίμαχων περιουσιακών στοιχείων. Είναι επομένως αναγκαίο, κατά την εν λόγω αιτιολογική σκέψη, να προβλέπονται ειδικές διασφαλίσεις και ένδικα βοηθήματα και μέσα που να εγγυώνται την προάσπιση των θεμελιωδών δικαιωμάτων των προσώπων αυτών κατά την εφαρμογή της εν λόγω οδηγίας.

78

Όπως προκύπτει από το άρθρο της 8, η οδηγία 2014/42 προβλέπει πλείονες ειδικές εγγυήσεις για τη διασφάλιση της προασπίσεως των θεμελιωδών δικαιωμάτων των ως άνω τρίτων κατά την εφαρμογή της εν λόγω οδηγίας.

79

Μεταξύ των εγγυήσεων αυτών καταλέγεται εκείνη του άρθρου 8, παράγραφος 7, της συγκεκριμένης οδηγίας, που ορίζει ότι τα πρόσωπα των οποίων θίγονται περιουσιακά στοιχεία από απόφαση περί δημεύσεως έχουν το δικαίωμα προσβάσεως σε δικηγόρο καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας δημεύσεως όσον αφορά τον προσδιορισμό των προϊόντων και των οργάνων του εγκλήματος προκειμένου να έχουν τη δυνατότητα προασπίσεως των δικαιωμάτων τους. Επιπλέον, κατά τη διάταξη αυτή, οι ενδιαφερόμενοι πρέπει να ενημερώνονται για το δικαίωμα αυτό.

80

Λαμβανομένων υπόψη των σκέψεων 76 και 77 της παρούσας αποφάσεως και στο μέτρο που το άρθρο 8, παράγραφος 7, της οδηγίας 2014/42 δεν μνημονεύει μόνον τον κατηγορούμενο ή τον καταδικασθέντα για ποινικό αδίκημα, αλλά, εν γένει, τα πρόσωπα των οποίων θίγονται τα περιουσιακά στοιχεία, η διάταξη αυτή έχει εφαρμογή και στην περίπτωση τρίτων οι οποίοι διατείνονται ότι είναι οι κύριοι των περιουσιακών στοιχείων που ενδέχεται να δημευθούν και οι οποίοι, σύμφωνα με το άρθρο 8, παράγραφος 9, της εν λόγω οδηγίας, έχουν το δικαίωμα να επικαλεσθούν τον τίτλο τους κυριότητας επί των περιουσιακών στοιχείων αυτών, τούτο δε περιλαμβανομένων των περιπτώσεων που αφορά το άρθρο 6 της εν λόγω οδηγίας.

81

Εξάλλου, το δικαίωμα προσβάσεως σε δικηγόρο καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας δημεύσεως συνεπάγεται προφανώς το δικαίωμα ακροάσεως του τρίτου στο πλαίσιο της συγκεκριμένης διαδικασίας, το οποίο, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, εγγυάται στον δικαιούχο του τη δυνατότητα να γνωστοποιεί λυσιτελώς και αποτελεσματικώς την άποψή του (πρβλ. απόφαση της 26ης Ιουλίου 2017, Sacko, C-348/16, EU:C:2017:591, σκέψη 34), στοιχείο που επιβεβαιώνει η αιτιολογική σκέψη 33 της οδηγίας 2014/42, κατά την οποία οι ειδικές εγγυήσεις και τα ένδικα βοηθήματα και μέσα προκειμένου να διασφαλίζεται η προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων των τρίτων, κατά την εφαρμογή της εν λόγω οδηγίας, περιλαμβάνουν το δικαίωμα ακροάσεως των τρίτων που ισχυρίζονται ότι είναι οι κύριοι των επίμαχων περιουσιακών στοιχείων.

82

Επομένως, από το άρθρο 8, παράγραφοι 1, 7 και 9, της οδηγίας 2014/42 προκύπτει ότι τρίτος ο οποίος διατείνεται ή για τον οποίο υποστηρίζεται, στο πλαίσιο διαδικασίας δημεύσεως, ότι είναι ο κύριος του περιουσιακού στοιχείου του οποίου εξετάζεται η δήμευση, πρέπει να ενημερώνεται για το δικαίωμά του να παρίσταται ως διάδικος στο πλαίσιο της εν λόγω διαδικασίας, καθώς και για το δικαίωμά του ακροάσεως, πρέπει δε να του παρέχεται η δυνατότητα να ασκήσει τα δικαιώματα αυτά και να προβάλει τον τίτλο του κυριότητας πριν εκδοθεί απόφαση δημεύσεως του περιουσιακού στοιχείου αυτού.

83

Εν προκειμένω, η Βουλγαρική Κυβέρνηση εξέθεσε, με τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσε ενώπιον του Δικαστηρίου, ότι, δυνάμει του βουλγαρικού δικαίου, τρίτοι, όπως οι εμπλεκόμενοι στις υποθέσεις των κύριων δικών, δεν μπορούν να παρίστανται ως διάδικοι στο πλαίσιο της διαδικασίας δημεύσεως που προβλέπεται στο άρθρο 306, παράγραφος 1, σημείο 1, του NPK. Ωστόσο, κατά την κυβέρνηση αυτή, το βουλγαρικό δίκαιο παρέχει σε κάθε τρίτο που προβάλλει προσβολή του δικαιώματός του κυριότητας, στο πλαίσιο τέτοιας διαδικασίας, τη δυνατότητα να προβάλει την αξίωσή του ενώπιον πολιτικού δικαστηρίου. Ειδικότερα, ο τρίτος αυτός μπορεί να ασκήσει τη διεκδικητική αγωγή, η οποία διέπεται από το άρθρο 108 του zakon za sobstvenostta (νόμου περί κυριότητας) (DV αριθ. 92, της 16ης Νοεμβρίου 1951).

84

Επιβάλλεται, όμως, η διαπίστωση ότι η ύπαρξη τέτοιας αγωγής στο βουλγαρικό δίκαιο δεν καθιστά δυνατόν να πληρούται η απαίτηση εκ του άρθρου 8, παράγραφοι 1, 7 και 9, της οδηγίας 2014/42, όπως διευκρινίσθηκε στη σκέψη 82 της παρούσας αποφάσεως. Πράγματι, με τη συγκεκριμένη αγωγή, ο τρίτος δύναται, κατά το μέγιστο, να αντιδράσει σε ενδεχόμενη προσβολή του δικαιώματός του κυριότητας λόγω αποφάσεως περί δημεύσεως του περιουσιακού του στοιχείου, όχι όμως και να επικαλεσθεί το δικαίωμα αυτό προκειμένου να αποτρέψει την ίδια την έκδοση τέτοιας αποφάσεως.

85

Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, στο τέταρτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 8, παράγραφοι 1, 7 και 9, της οδηγίας 2014/42, ερμηνευόμενο σε συνδυασμό με το άρθρο 47 του Χάρτη, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση επιτρέπουσα τη δήμευση περιουσιακού στοιχείου το οποίο υποστηρίζεται ότι ανήκει σε πρόσωπο διαφορετικό από τον αυτουργό του ποινικού αδικήματος, μολονότι ο εν λόγω τρίτος δεν έχει τη δυνατότητα να παρίσταται ως διάδικος στη σχετική με τη δήμευση ένδικη διαδικασία.

Επί των δικαστικών εξόδων

86

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) αποφαίνεται:

 

1)

Η οδηγία 2014/42/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 3ης Απριλίου 2014, σχετικά με τη δέσμευση και τη δήμευση οργάνων και προϊόντων εγκλήματος στην Ευρωπαϊκή Ένωση, έχει την έννοια ότι η κατοχή ναρκωτικών ουσιών με σκοπό τη διανομή τους εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της συγκεκριμένης οδηγίας, ακόμη και αν όλα τα συστατικά στοιχεία της τελέσεως του ποινικού αδικήματος αυτού περιορίζονται στο εσωτερικό ενός μόνον κράτους μέλους.

 

2)

Η οδηγία 2014/42 έχει την έννοια ότι δεν προβλέπει μόνον τη δήμευση περιουσιακών στοιχείων που συνιστούν οικονομικό πλεονέκτημα προερχόμενο από το ποινικό αδίκημα για το οποίο έχει καταδικασθεί ο αυτουργός του αδικήματος, αλλά ότι καταλαμβάνει και τη δήμευση των περιουσιακών στοιχείων τα οποία ανήκουν στον αυτουργό και ως προς τα οποία το εθνικό δικαστήριο που έχει επιληφθεί της υποθέσεως κρίνει ότι προέρχονται από άλλη εγκληματική δραστηριότητα, τηρουμένων των εγγυήσεων που προβλέπει το άρθρο 8, παράγραφος 8, της οδηγίας αυτής και υπό την προϋπόθεση, αφενός μεν, ότι το ποινικό αδίκημα για το οποίο καταδικάσθηκε ο συγκεκριμένος αυτουργός καταλέγεται μεταξύ των απαριθμούμενων στο άρθρο 5, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας, αφετέρου δε, ότι το ποινικό αυτό αδίκημα δύναται να προσπορίσει, άμεσα ή έμμεσα, οικονομικό όφελος κατά την έννοια της οδηγίας.

 

3)

Το άρθρο 8, παράγραφοι 1, 7 και 9, της οδηγίας 2014/42, ερμηνευόμενο σε συνδυασμό με το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση επιτρέπουσα τη δήμευση περιουσιακού στοιχείου το οποίο υποστηρίζεται ότι ανήκει σε πρόσωπο διαφορετικό από τον αυτουργό του ποινικού αδικήματος, μολονότι ο εν λόγω τρίτος δεν έχει τη δυνατότητα να παρίσταται ως διάδικος στη σχετική με τη δήμευση ένδικη διαδικασία.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η βουλγαρική.