ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (όγδοο τμήμα)

της 28ης Φεβρουαρίου 2019 ( *1 )

«Προδικαστική παραπομπή – Φόρος προστιθεμένης αξίας (ΦΠΑ) – Έκτη οδηγία 77/388/ΕΟΚ – Απαλλαγή – Άρθρο 13, B, στοιχείο βʹ– Αγρομίσθωση και μίσθωση ακινήτων – Έννοια – Σύμβαση για την παραχώρηση της γεωργικής εκμεταλλεύσεως αγροτικών εκτάσεων που καλύπτονται από αμπέλια»

Στην υπόθεση C-278/18,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Supremo Tribunal Administrativo (Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο, Πορτογαλία) με απόφαση της 14ης Μαρτίου 2018, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 24 Απριλίου 2018, στο πλαίσιο της δίκης

Manuel Jorge Sequeira Mesquita

κατά

Fazenda Pública,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (όγδοο τμήμα),

συγκείμενο από τους F. Biltgen (εισηγητή), πρόεδρο τμήματος, C. G. Fernlund και L. S. Rossi, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: Y. Bot

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

η Πορτογαλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους L. Inez Fernandes, M. Figueiredo και R. Campos Laires, και τις P. Barros da Costa και M. J. Marques,

η Αυστριακή Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον G. Hesse,

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τις P. Costa de Oliveira και L. Lozano Palacios,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 13, Β, στοιχείο βʹ, της έκτης οδηγίας 77/388/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1977, περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, των σχετικών με τους φόρους κύκλου εργασιών – Κοινό σύστημα φόρου προστιθεμένης αξίας: ομοιόμορφη φορολογική βάση (ΕΕ ειδ. έκδ. 09/001, σ. 49, στο εξής: έκτη οδηγία).

2

Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του Manuel Jorge Sequeira Mesquita και της Fazenda Pública (Πορτογαλικού Δημoσίου) με αντικείμενο πράξεις βεβαιώσεως καθυστερούμενου φόρου προστιθεμένης αξίας (ΦΠΑ) για το έτος 2002 που αφορούσαν σύμβαση συναφθείσα με τη Sociedade Agrícola e Comercial dos Vinhos Vale da Corça Lda για την παραχώρηση της γεωργικής εκμεταλλεύσεως αγροτικών εκτάσεων καλυπτόμενων από αμπέλια.

Το νομικό πλαίσιο

Το δίκαιο της Ένωσης

3

Το άρθρο 2 της έκτης οδηγίας, το οποίο υπαγόταν στον τιτλοφορούμενο «Πεδίο εφαρμογής» τίτλο II αυτής, όριζε τα εξής:

«Στον [ΦΠΑ] υπόκεινται:

1.   οι παραδόσεις αγαθών και οι παροχές υπηρεσιών, που πραγματοποιούνται εξ επαχθούς αιτίας στο εσωτερικό της χώρας υπό υποκειμένου στο φόρο, που ενεργεί υπό την ιδιότητά του αυτήν·

[…]».

4

Το άρθρο 5, παράγραφος 8, της έκτης οδηγίας όριζε τα ακόλουθα:

«Τα Κράτη μέλη δύνανται να θεωρούν ότι κατά την μεταβίβαση εξ επαχθούς ή χαριστικής αιτίας ή υπό μορφή εισφοράς σε εταιρεία, συνόλου ή μέρους συνόλου αγαθών, ουδεμία παράδοση αγαθών επραγματοποιήθη και ότι ο δικαιούχος διαδέχεται τον μεταβιβάζοντα. Τα Κράτη μέλη δύνανται, όταν συντρέχει περίπτωση, να λαμβάνουν κάθε αναγκαίο μέτρο προς αποτροπή στρεβλώσεως των όρων του ανταγωνισμού, στην περίπτωση που ο δικαιούχος δεν υπόκειται πλήρως στον φόρο.»

5

Το άρθρο 13 της έκτης οδηγίας, το οποίο έφερε τον τίτλο «Απαλλαγές στο εσωτερικό της χώρας», προέβλεπε, στο τιτλοφορούμενο «Λοιπές απαλλαγές» τμήμα B, τα εξής:

«Με την επιφύλαξη άλλων κοινοτικών διατάξεων, τα Κράτη μέλη απαλλάσσουν, υπό τις προϋποθέσεις που ορίζουν, ώστε να εξασφαλίζεται η ορθή και απλή εφαρμογή των προβλεπομένων κατωτέρω απαλλαγών και να αποτρέπεται ενδεχόμενη φοροδιαφυγή, φοροαποφυγή και κατάχρηση:

[…]

β)

τις μισθώσεις ακινήτων, εξαιρέσει:

1.

των πράξεων παροχής καταλύματος, όπως ορίζονται από την νομοθεσία των Κρατών μελών, που πραγματοποιούνται στο πλαίσιο του ξενοδοχειακού τομέως ή άλλων τομέων παρεμφερούς χαρακτήρος, περιλαμβανομένης και της μισθώσεως κατασκηνώσεων διακοπών ή γηπέδων, διαρρυθμισμένων καταλλήλως για κατασκήνωση·

2.

των μισθώσεων χώρων για την στάθμευση αυτοκινήτων·

3.

των μισθώσεων εργαλείων και μηχανημάτων μονίμως εγκατεστημένων·

4.

των μισθώσεων χρηματοθυρίδων.

Τα Κράτη μέλη δύνανται να ορίζουν περαιτέρω εξαιρέσεις από το πεδίο εφαρμογής της εν λόγω απαλλαγής.

[…]»

6

Η έκτη οδηγία καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε, από 1ης Ιανουαρίου 2007, από την οδηγία 2006/112/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Νοεμβρίου 2006, σχετικά με το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας (ΕΕ 2006, L 347, σ. 1). Το περιεχόμενο του άρθρου 13, Β, στοιχείο βʹ, της έκτης οδηγίας επαναλαμβάνεται, σχεδόν αμετάβλητο, στο άρθρο 135, παράγραφος 1, στοιχείο ιβʹ, και παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/112.

Το πορτογαλικό δίκαιο

7

Το άρθρο 9 του Código do Imposto sobre o Valor Acrescentado (κώδικα φόρου προστιθεμένης αξίας, στο εξής: CIVA), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της κύριας δίκης, όριζε τα εξής:

«Από τον φόρο απαλλάσσονται:

[…]

30)

η μίσθωση ακινήτων. Η απαλλαγή αυτή δεν καλύπτει:

a)

τις υπηρεσίες παροχής καταλύματος στο πλαίσιο ασκήσεως ξενοδοχειακής δραστηριότητας ή άλλων παρεμφερών δραστηριοτήτων, συμπεριλαμβανομένων των χώρων κατασκηνώσεως·

b)

τη μίσθωση χώρων για τη συγκέντρωση ή τη μαζική στάθμευση οχημάτων·

c)

τη μίσθωση μηχανημάτων και άλλων εργαλείων μονίμως εγκατεστημένων, καθώς επίσης οιαδήποτε άλλη μίσθωση ακινήτων που συνεπάγεται την εξ επαχθούς αιτίας παραχώρηση της εκμεταλλεύσεως εμπορικής ή βιομηχανικής εγκαταστάσεως·

d)

τη μίσθωση χρηματοθυρίδων·

e)

τη μίσθωση εκθεσιακών ή διαφημιστικών χώρων·

[…]».

Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

8

Ο αναιρεσείων της κύριας δίκης είναι ο διαχειριστής της κληρονομίας του Adelino Gonçalves Mesquita. Ο τελευταίος είχε συνάψει σύμβαση με τη Sociedade Agrícola e Comercial dos Vinhos Vale da Corça, εταιρία δραστηριοποιούμενη στον τομέα της αμπελουργίας. Με τη σύμβαση αυτή, ο A. Gonçalves Mesquita είχε παραχωρήσει, έναντι ποσών που προκαταβλήθηκαν, τη γεωργική εκμετάλλευση αγροτικών εκτάσεων οι οποίες του ανήκαν και καλύπτονταν από αμπέλια. Η εν λόγω σύμβαση είχε συναφθεί για διάρκεια ενός έτους και προέβλεπε αυτόματη ανανέωση για ένα εκάστοτε έτος έως την καταγγελία της από έναν εκ των συμβαλλομένων.

9

Κατά την έκθεση φορολογικού ελέγχου για το έτος 2002, η εν λόγω πράξη παραχωρήσεως υπέκειτο στον ΦΠΑ. Το συνολικό ποσό των πράξεων βεβαιώσεως καθυστερούμενου φόρου που κοινοποιήθηκαν συναφώς ορίσθηκε σε 107527,10 ευρώ, πλέον αντισταθμιστικών τόκων.

10

Ο αναιρεσείων της κύριας δίκης άσκησε προσφυγή κατά των ανωτέρω πράξεων βεβαιώσεως καθυστερούμενου φόρου ενώπιον του Tribunal Administrativo e Fiscal de Mirandela (διοικητικού και φορολογικού πρωτοδικείου Mirandela, Πορτογαλία), προβάλλοντας την προβλεπόμενη στο άρθρο 9, σημείο 30, του CIVA απαλλαγή από τον ΦΠΑ. Κατόπιν της απορρίψεως της προσφυγής αυτής, ο αναιρεσείων της κύριας δίκης άσκησε αναίρεση ενώπιον του Tribunal Central Administrativo Norte (κεντρικού διοικητικού δικαστηρίου του βορείου τομέα, Πορτογαλία), το οποίο εξέδωσε διάταξη περί αναρμοδιότητας και παρέπεμψε την υπόθεση στο Supremo Tribunal Administrativo (Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο, Πορτογαλία).

11

Το τελευταίο αυτό δικαστήριο επισημαίνει ότι, όπως προκύπτει από τη νομολογία του Δικαστηρίου και, ιδίως, από την απόφαση της 4ης Οκτωβρίου 2001, Goed Wonen (C-326/99, EU:C:2001:506), αφενός, η απαλλαγή από τον ΦΠΑ σε σχέση με την αγρομίσθωση και τη μίσθωση ακινήτων, την οποία προβλέπει το άρθρο 13, Β, στοιχείο βʹ, της έκτης οδηγίας που αντιστοιχεί στο άρθρο 135, παράγραφος 1, στοιχείο ιβʹ, της οδηγίας 2006/112, αφορά τις πράξεις εκείνες με τις οποίες ο κύριος ακινήτου παρέχει στον μισθωτή, για συμφωνημένη διάρκεια και έναντι καταβολής αντιτίμου, το δικαίωμα να κατέχει το ακίνητο, ως εάν ήταν ο κύριός του, και να αποκλείει κάθε άλλο πρόσωπο από την απόλαυση του δικαιώματος αυτού. Αφετέρου, δεδομένου ότι η μίσθωση ακινήτων αποτελεί κατά κανόνα δραστηριότητα σχετικώς παθητική, οι πράξεις που συνεπάγονται πιο ενεργό εκμετάλλευση των ακινήτων εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής της εν λόγω απαλλαγής.

12

Λαμβανομένης υπόψη της ανωτέρω νομολογίας, το αιτούν δικαστήριο διατηρεί αμφιβολίες ως προς το αν σύμβαση για την παραχώρηση της εκμεταλλεύσεως αμπελιών για διάρκεια ενός έτους με δυνατότητα αυτόματης ανανεώσεως συνιστά αγρομίσθωση ή μίσθωση ακινήτων, υπό την έννοια των προμνησθεισών διατάξεων.

13

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Supremo Tribunal Administrativo (Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«[Έ]χει το άρθρο 135, παράγραφος 1, στοιχείο ιβʹ, της οδηγίας 2006/112 σχετικά με την απαλλαγή από τον ΦΠΑ των πράξεων αγρομισθώσεως και μισθώσεως ακινήτων την έννοια ότι η απαλλαγή αυτή έχει εφαρμογή σε σύμβαση για την παραχώρηση της γεωργικής εκμεταλλεύσεως αγροτικών εκτάσεων καλυπτόμενων από αμπέλια, η οποία συνήφθη με εταιρία της οποίας ο εταιρικός σκοπός συνίσταται στην άσκηση γεωργικής δραστηριότητας, για περίοδο ενός έτους με δυνατότητα αυτόματης ανανεώσεως για περίοδο της αυτής διάρκειας, έναντι μισθώματος καταβλητέου κατά τη λήξη κάθε ετησίας περιόδου[;]»

Επί του προδικαστικού ερωτήματος

14

Προκαταρκτικώς, πρέπει να επισημανθεί ότι το άρθρο 135, παράγραφος 1, στοιχείο ιβʹ, της οδηγίας 2006/112, η ερμηνεία του οποίου ζητείται με το υποβληθέν προδικαστικό ερώτημα, δεν ήταν ακόμη σε ισχύ κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της κύριας δίκης. Υπ’ αυτές τις συνθήκες και προκειμένου να δοθεί χρήσιμη απάντηση στο αιτούν δικαστήριο, το ερώτημα αυτό πρέπει να εξετασθεί υπό το πρίσμα της αντίστοιχης διατάξεως της έκτης οδηγίας.

15

Επομένως, πρέπει να θεωρηθεί ότι, με το ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί αν το άρθρο 13, B, στοιχείο βʹ, της έκτης οδηγίας έχει την έννοια ότι η προβλεπόμενη στη διάταξη αυτή απαλλαγή από τον ΦΠΑ για τις αγρομισθώσεις και τις μισθώσεις ακινήτων έχει εφαρμογή σε σύμβαση για την παραχώρηση της γεωργικής εκμεταλλεύσεως αγροτικών εκτάσεων καλυπτόμενων από αμπέλια σε εταιρία δραστηριοποιούμενη στον τομέα της αμπελουργίας, η οποία συνήφθη για περίοδο ενός έτους, με δυνατότητα αυτόματης ανανεώσεως, και έναντι μισθώματος καταβλητέου κατά τη λήξη κάθε ετησίας περιόδου.

16

Κατά πάγια νομολογία, οι προβλεπόμενες στο άρθρο 13 της έκτης οδηγίας απαλλαγές αποτελούν αυτοτελείς έννοιες του δικαίου της Ένωσης (αποφάσεις της 4ης Οκτωβρίου 2001, Goed Wonen, C-326/99, EU:C:2001:506, σκέψη 47, και της 15ης Νοεμβρίου 2012, Leichenich, C-532/11, EU:C:2012:720, σκέψη 17).

17

Επιπλέον, καίτοι οι προμνησθείσες απαλλαγές αποτελούν παρεκκλίσεις από τη γενική αρχή του άρθρου 2 της έκτης οδηγίας, σύμφωνα με την οποία ο ΦΠΑ επιβάλλεται για κάθε παροχή υπηρεσιών που πραγματοποιείται εξ επαχθούς αιτίας από υποκείμενο στον φόρο, και πρέπει, ως εκ τούτου, να ερμηνεύονται στενά, η έννοια της αγρομισθώσεως ή της μισθώσεως ακινήτων του άρθρου 13, Β, στοιχείο βʹ, της οδηγίας αυτής είναι ευρύτερη από την προβλεπόμενη στα διάφορα εθνικά δίκαια (απόφαση της 4ης Οκτωβρίου 2001, Goed Wonen, C‑326/99, EU:C:2001:506, σκέψεις 46 και 49 καθώς και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

18

Σε πλείστες αποφάσεις, το Δικαστήριο έχει ορίσει τη μίσθωση ακινήτων, υπό την έννοια της ανωτέρω διατάξεως, ως το δικαίωμα που παρέχει ο κύριος ακινήτου στον μισθωτή, έναντι καταβολής μισθώματος και για συμφωνημένη χρονική διάρκεια, να κατέχει το ακίνητο αυτό, ως εάν ήταν ο κύριός του, και να αποκλείει κάθε άλλο πρόσωπο από την απόλαυση του δικαιώματος αυτού (πρβλ. αποφάσεις της 4ης Οκτωβρίου 2001, Goed Wonen, C-326/99, EU:C:2001:506, σκέψη 55, και της 6ης Δεκεμβρίου 2007, Walderdorff, C-451/06, EU:C:2007:761, σκέψη 17 καθώς και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

19

Το Δικαστήριο έχει επίσης διευκρινίσει ότι η προβλεπόμενη στο άρθρο 13, Β, στοιχείο βʹ, της έκτης οδηγίας απαλλαγή εξηγείται από το ότι η μίσθωση ακινήτων, καίτοι συνιστά οικονομική δραστηριότητα, αποτελεί κατά κανόνα μια σχετικώς παθητική δραστηριότητα που δεν παράγει σημαντική προστιθέμενη αξία. Μια τέτοια δραστηριότητα διακρίνεται επομένως από άλλες δραστηριότητες οι οποίες είτε έχουν τον χαρακτήρα βιομηχανικών και εμπορικών συναλλαγών, όπως εκείνες που εμπίπτουν στις εξαιρέσεις των σημείων 1 έως 4 της διατάξεως αυτής, είτε έχουν αντικείμενο που χαρακτηρίζεται μάλλον από την εκτέλεση μιας παροχής παρά από την απλή διάθεση ενός ακινήτου, όπως το δικαίωμα χρήσεως ενός γηπέδου γκολφ, το δικαίωμα χρήσεως γέφυρας έναντι καταβολής διοδίων ή, ακόμη, το δικαίωμα εγκαταστάσεως αυτόματων μηχανών πωλήσεως τσιγάρων εντός εμπορικού καταστήματος (πρβλ. αποφάσεις της 4ης Οκτωβρίου 2001, Goed Wonen, C-326/99, EU:C:2001:506, σκέψεις 52 και 53, καθώς και της 18ης Νοεμβρίου 2004, Temco Europe, C-284/03, EU:C:2004:730, σκέψη 20).

20

Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι ο παθητικός χαρακτήρας της αγρομισθώσεως ή της μισθώσεως ακινήτου, που δικαιολογεί την απαλλαγή τέτοιων πράξεων από τον ΦΠΑ βάσει του άρθρου 13, Β, στοιχείο βʹ, της έκτης οδηγίας, συναρτάται με τη φύση της ίδιας της πράξεως και όχι με το πώς ο μισθωτής χρησιμοποιεί το οικείο ακίνητο.

21

Επομένως, όπως έχει κρίνει το Δικαστήριο, από την απαλλαγή αυτή αποκλείεται μια δραστηριότητα η οποία συνεπάγεται όχι μόνον την παθητική διάθεση ενός ακινήτου, αλλά, επίσης, ορισμένο αριθμό εμπορικών δραστηριοτήτων, όπως την επιτήρηση, τη διαχείριση και τη διαρκή συντήρηση εκ μέρους του κυρίου, καθώς και τη διάθεση άλλων εγκαταστάσεων, με αποτέλεσμα, ελλείψει όλως ιδιαιτέρων περιστάσεων, η εκμίσθωση του οικείου ακινήτου να μην μπορεί να συνιστά την κύρια παροχή (πρβλ. απόφαση της 18ης Ιανουαρίου 2001, Stockholm Lindöpark, C-150/99, EU:C:2001:34, σκέψη 26).

22

Αντιθέτως, το γεγονός ότι ο μισθωτής ενός ακινήτου το εκμεταλλεύεται χρησιμοποιώντας το για εμπορικούς σκοπούς, σύμφωνα με τους όρους της συμβάσεως μισθώσεως, δεν είναι ικανό, αφεαυτού, να αποκλείσει τον κύριο του ακινήτου αυτού από το προβλεπόμενο στο άρθρο 13, B, στοιχείο βʹ, της έκτης οδηγίας πλεονέκτημα της απαλλαγής από τον ΦΠΑ (πρβλ. απόφαση της 15ης Νοεμβρίου 2012, Leichenich, C-532/11, EU:C:2012:720, σκέψη 29).

23

Όσον αφορά την υπόθεση της κύριας δίκης, διαπιστώνεται ότι δεν αμφισβητείται ότι οι καλυπτόμενες από αμπέλια αγροτικές εκτάσεις, των οποίων η γεωργική εκμετάλλευση αποτελεί το αντικείμενο της επίμαχης στην υπόθεση της κύριας δίκης συμβάσεως παραχωρήσεως, συνιστούν ακίνητα, υπό την έννοια του άρθρου 13, Β, στοιχείο βʹ, της έκτης οδηγίας. Πρέπει να υπομνησθεί επ’ αυτού ότι, όσον αφορά ειδικότερα τα φυτεμένα στις εν λόγω εκτάσεις αμπέλια, η ως άνω έννοια του «ακινήτου» δεν προϋποθέτει ότι τα κρίσιμα αντικείμενα πρέπει να είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με το έδαφος. Αρκεί να μην είναι κινητά και να μην μπορούν να μετακινηθούν εύκολα (πρβλ. αποφάσεις της 16ης Ιανουαρίου 2003, Maierhofer, C-315/00, EU:C:2003:23, σκέψεις 32 και 33, καθώς και της 15ης Νοεμβρίου 2012, Leichenich, C-532/11, EU:C:2012:720, σκέψη 23). Τούτο φαίνεται να συντρέχει ως προς τα εν λόγω αμπέλια, πράγμα το οποίο εναπόκειται ωστόσο στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει.

24

Πρέπει επίσης να γίνει δεκτό ότι μια σύμβαση για την παραχώρηση γεωργικής εκμεταλλεύσεως, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, συνιστά αγρομίσθωση ή μίσθωση ακινήτων υπό την έννοια της προμνησθείσας διατάξεως, όπως αυτή ερμηνεύθηκε στις σκέψεις 18 έως 20 της παρούσας αποφάσεως. Πράγματι, αφενός, πρόκειται για παραχώρηση των επίμαχων αγροτικών εκτάσεων από τον κύριο στον παραχωρησιούχο για συμφωνημένη διάρκεια ενός έτους, με δυνατότητα αυτόματης ανανεώσεως και έναντι καταβολής μισθώματος. Αφετέρου, ουδόλως προκύπτει από την απόφαση περί παραπομπής ότι, πέραν της εκμισθώσεως αυτής, ο κύριος προέβη προς στον παραχωρησιούχο και σε άλλες παροχές, οι οποίες έχουν τη φύση εμπορικών δραστηριοτήτων.

25

Όσον αφορά, ειδικότερα, τον προβληματισμό του αιτούντος δικαστηρίου σχετικά με τη διάρκεια της επίμαχης στην υπόθεση της κύριας δίκης συμβάσεως παραχωρήσεως, καθώς και με τους όρους ανανεώσεώς της, υπενθυμίζεται ότι η διάρκεια και μόνον της μισθώσεως δεν αποτελεί, αυτή καθαυτήν, το καθοριστικό στοιχείο που επιτρέπει τον χαρακτηρισμό μιας συμβάσεως ως μισθώσεως ακινήτου, υπό την έννοια του άρθρου 13, B, στοιχείο βʹ, της έκτης οδηγίας, πλην των περιπτώσεων βραχυπρόθεσμης μισθώσεως (πρβλ. απόφαση της 18ης Νοεμβρίου 2004, Temco Europe, C-284/03, EU:C:2004:730, σκέψη 21 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Εν πάση περιπτώσει, η συγκεκριμένη διάρκεια και οι συγκεκριμένοι όροι ανανεώσεως δεν είναι δυνατόν να θεωρηθούν μη συμβατοί με αγρομίσθωση ή με μίσθωση ακινήτου, υπό την έννοια της διατάξεως αυτής.

26

Το σκεπτικό που εξετέθη στη σκέψη 24 της παρούσας αποφάσεως δεν αναιρείται από τα επιχειρήματα που προέβαλε η Πορτογαλική Κυβέρνηση με τις γραπτές παρατηρήσεις της.

27

Πρώτον, το γεγονός ότι ο παραχωρησιούχος των επίμαχων στην υπόθεση της κύριας δίκης ακινήτων δεν έχει τα ίδια δικαιώματα με τον κύριο, στο μέτρο ιδίως που δεν επιτρέπεται να αντικαταστήσει τα αμπέλια με άλλη καλλιέργεια, αλλά οφείλει να συνεχίσει την εκμετάλλευση που καθορίζεται στους όρους της συμβάσεως παραχωρήσεως, δεν αποκλείει να εμπίπτει η εν λόγω σύμβαση στο πεδίο εφαρμογής των απαλλασσόμενων πράξεων του άρθρου 13, Β, στοιχείο βʹ, της έκτης οδηγίας. Πράγματι, όπως απορρέει από τη νομολογία που μνημονεύθηκε στη σκέψη 18 της παρούσας αποφάσεως, οι πράξεις αυτές παρέχουν στον μισθωτή ή στον παραχωρησιούχο δικαίωμα να κατέχει το οικείο ακίνητο ως εάν ήταν ο κύριός του, αποκλείοντας, μεταξύ άλλων, κάθε άλλο πρόσωπο από την απόλαυση του δικαιώματος αυτού. Οι εν λόγω πράξεις δεν μεταβιβάζουν στον μισθωτή το σύνολο των δικαιωμάτων του κυρίου του εν λόγω περιουσιακού στοιχείου.

28

Δεύτερον, δεν είναι δυνατόν να γίνει δεκτό το επιχείρημα ότι το αντικείμενο της επίμαχης στην υπόθεση της κύριας δίκης συμβάσεως παραχωρήσεως είναι ευρύτερο από ό,τι οι προμνησθείσες πράξεις, καθόσον συνίσταται στη μεταβίβαση του συνόλου των αγαθών και των δικαιωμάτων της συγκεκριμένης γεωργικής εκμεταλλεύσεως, η οποία έχει τον χαρακτήρα επιχειρήσεως. Στο πλαίσιο αυτό, η Πορτογαλική Κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι η σύμβαση αυτή είχε επίσης ως αποτέλεσμα τη μεταβίβαση άυλων αγαθών και δικαιωμάτων επί άυλων αγαθών, όπως των νομίμων αδειών για φύτευση αμπελιών προοριζόμενων για την παραγωγή οίνου, της δυνατότητας της εν λόγω γεωργικής εκμεταλλεύσεως να αποφέρει κέρδη, καθώς και της επωνυμίας ή του διακριτικού τίτλου μιας επιχειρηματικής εγκαταστάσεως.

29

Συναφώς, υπενθυμίζεται, αφενός, ότι, στο μέτρο που τα βάσει της εν λόγω συμβάσεως παραχωρηθέντα ακίνητα αποτέλεσαν μόνον αντικείμενο μισθώσεως και όχι μεταβιβάσεως δικαιωμάτων κυριότητας, η παραχώρηση αυτή δεν συνιστά μεταβίβαση συνόλου αγαθών, υπό την έννοια του άρθρου 5, παράγραφος 8, της έκτης οδηγίας (πρβλ. απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2018, Mailat, C-17/18, EU:C:2018:1038, σκέψεις 22 και 23).

30

Αφετέρου, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι μια παροχή πρέπει να λογίζεται ως ενιαία όταν δύο ή περισσότερα στοιχεία που παρέσχε ο υποκείμενος στον φόρο ή δύο ή περισσότερες πράξεις στις οποίες προέβη συνδέονται τόσο στενά μεταξύ τους ώστε, αντικειμενικά, να αποτελούν μία μόνον αδιάσπαστη οικονομική παροχή, της οποίας η διαίρεση θα ήταν τεχνητή (απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2018, Mailat, C-17/18, EU:C:2018:1038, σκέψη 33 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

31

Στο μέτρο που, όπως ισχυρίζεται η Πορτογαλική Κυβέρνηση, η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης σύμβαση παραχωρήσεως δεν αφορούσε μόνον τα συγκεκριμένα ακίνητα, αλλά έχει επίσης ως αποτέλεσμα τη μεταβίβαση ορισμένων άυλων αγαθών και δικαιωμάτων επί άυλων αγαθών, τα τελευταία δεν μπορούν να διαχωρισθούν από την παραχώρηση των εν λόγω ακινήτων, αλλά αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα της, με αποτέλεσμα η συγκεκριμένη σύμβαση παραχωρήσεως να συνιστά ενιαία παροχή στο πλαίσιο της οποίας η διάθεση των ακινήτων αποτελεί την κύρια παροχή. Υπό τις συνθήκες αυτές, η σύμβαση αυτή συνιστά πράξη εμπίπτουσα στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 13, B, στοιχείο βʹ, της έκτης οδηγίας (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2018, Mailat, C-17/18, EU:C:2018:1038, σκέψεις 39 έως 41).

32

Επιπροσθέτως, έστω και αν το υποβληθέν ερώτημα δεν αναφέρεται ειδικά στις εξαιρέσεις από την προβλεπόμενη στο άρθρο 13, Β, στοιχείο βʹ, της έκτης οδηγίας απαλλαγή από τον ΦΠΑ, οι οποίες απαριθμούνται στη διάταξη αυτή και οι οποίες αντιστοιχούν, εξάλλου, στις εξαιρέσεις του άρθρου 135, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/112, επιβάλλεται, προκειμένου να δοθεί χρήσιμη απάντηση στο αιτούν δικαστήριο, η διαπίστωση ότι η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης πράξη δεν φαίνεται να εμπίπτει σε κάποια από τις εξαιρέσεις αυτές.

33

Ειδικότερα, η προβλεπόμενη στο άρθρο 13, Β, στοιχείο βʹ, πρώτο εδάφιο, σημείο 3, της έκτης οδηγίας εξαίρεση των μισθώσεων μονίμως εγκατεστημένων εργαλείων και μηχανημάτων, την οποία μνημόνευσε το αιτούν δικαστήριο στο σκεπτικό της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως, όπως και η Αυστριακή Κυβέρνηση στις γραπτές παρατηρήσεις της, δεν είναι δυνατόν να έχει εφαρμογή δεδομένων των πραγματικών περιστατικών της κύριας δίκης. Πράγματι, αφενός, τα αμπέλια δεν μπορούν να χαρακτηρισθούν ως εργαλεία ή ως μηχανήματα. Αφετέρου, από τη δικογραφία που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο δεν προκύπτει ότι στις αγροτικές εκτάσεις, η γεωργική εκμετάλλευση των οποίων αποτελεί το αντικείμενο της επίμαχης στην κύρια δίκη συμβάσεως παραχωρήσεως, περιλαμβάνονταν εργαλεία, μηχανήματα ή άλλα εμπορικά ή βιομηχανικά αγαθά. Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι δεν αποδεικνύεται ότι η παραχωρησιούχος εταιρία ασκεί, πέραν της δραστηριότητας στον τομέα της αμπελουργίας, και δραστηριότητα στον τομέα της οινοπαραγωγής.

34

Επιπλέον, μολονότι η Πορτογαλική Κυβέρνηση επικαλείται το άρθρο 13, Β, στοιχείο βʹ, δεύτερο εδάφιο, της έκτης οδηγίας, δυνάμει του οποίου τα κράτη μέλη δύνανται να ορίζουν περαιτέρω εξαιρέσεις από το πεδίο εφαρμογής της προβλεπόμενης στο εν λόγω άρθρο 13, Β, στοιχείο βʹ, απαλλαγής, η κυβέρνηση αυτή δεν παραπέμπει σε καμία διάταξη του πορτογαλικού δικαίου που να προβλέπει τέτοια εξαίρεση δυνάμενη να εφαρμοσθεί στην επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης πράξη.

35

Λαμβανόμενων υπόψη των προεκτεθεισών σκέψεων, στο υποβληθέν ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 13, B, στοιχείο βʹ, της έκτης οδηγίας έχει την έννοια ότι η προβλεπόμενη στη διάταξη αυτή απαλλαγή από τον ΦΠΑ για τις αγρομισθώσεις και τις μισθώσεις ακινήτων έχει εφαρμογή σε σύμβαση για την παραχώρηση της γεωργικής εκμεταλλεύσεως αγροτικών εκτάσεων καλυπτόμενων από αμπέλια σε εταιρία δραστηριοποιούμενη στον τομέα της αμπελουργίας, η οποία συνήφθη για περίοδο ενός έτους, με δυνατότητα αυτόματης ανανεώσεως, και έναντι μισθώματος καταβλητέου κατά τη λήξη κάθε ετησίας περιόδου.

Επί των δικαστικών εξόδων

36

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (όγδοο τμήμα) αποφαίνεται:

 

Το άρθρο 13, B, στοιχείο βʹ, της έκτης οδηγίας 77/388/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1977, περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, των σχετικών με τους φόρους κύκλου εργασιών – Κοινό σύστημα φόρου προστιθεμένης αξίας: ομοιόμορφη φορολογική βάση, έχει την έννοια ότι η προβλεπόμενη στη διάταξη αυτή απαλλαγή από τον φόρο προστιθέμενης αξίας για τις αγρομισθώσεις και τις μισθώσεις ακινήτων έχει εφαρμογή σε σύμβαση για την παραχώρηση της γεωργικής εκμεταλλεύσεως αγροτικών εκτάσεων καλυπτόμενων από αμπέλια σε εταιρία δραστηριοποιούμενη στον τομέα της αμπελουργίας, η οποία συνήφθη για περίοδο ενός έτους, με δυνατότητα αυτόματης ανανεώσεως, και έναντι μισθώματος καταβλητέου κατά τη λήξη κάθε ετησίας περιόδου.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η πορτογαλική.