ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τμήμα μείζονος συνθέσεως)

της 5ης Ιουνίου 2018 ( *1 ) ( 1 )

«Προδικαστική παραπομπή – Κοινωνική πολιτική – Οδηγία 1999/70/ΕΚ – Συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP – Ρήτρα 4 – Αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων – Έννοια των “συνθηκών απασχόλησης” – Συγκρισιμότητα των καταστάσεων – Δικαιολόγηση – Έννοια των “αντικειμενικών λόγων” – Αποζημίωση σε περίπτωση καταγγελίας συμβάσεως εργασίας αορίστου χρόνου για αντικειμενική αιτία – Καταβολή χαμηλότερης αποζημιώσεως κατά τη λήξη συμβάσεως εργασίας ορισμένου χρόνου του τύπου relevo (αναπληρώσεως)»

Στην υπόθεση C-574/16,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Tribunal Superior de Justicia de Galicia (ανώτερο δικαστήριο της Γαλικίας, Ισπανία) με απόφαση της 7ης Νοεμβρίου 2016, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 14 Νοεμβρίου 2016, στο πλαίσιο της δίκης

Grupo Norte Facility SA

κατά

Angel Manuel Moreira Gómez,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τμήμα μείζονος συνθέσεως),

συγκείμενο από τους K. Lenaerts, Πρόεδρο, A. Tizzano, Αντιπρόεδρο, L. Bay Larsen, J. L. da Cruz Vilaça, A. Rosas και C. G. Fernlund, προέδρους τμήματος, A. Arabadjiev (εισηγητή), M. Safjan, D. Šváby, M. Berger, A. Prechal, E. Jarašiūnas και E. Regan, δικαστές,

γενική εισαγγελέας: J. Kokott

γραμματέας: L. Carrasco Marco, διοικητικός υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 8ης Νοεμβρίου 2017,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

η Grupo Norte Facility SA, εκπροσωπούμενη από την A. I. López Fernández και τον E. Orusco Almazán, abogados,

η Ισπανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την A. Gavela Llopis,

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους M. van Beek και N. Ruiz García,

αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις της κατά τη συνεδρίαση της 20ής Δεκεμβρίου 2017,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία της ρήτρας 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου, που συνήφθη στις 18 Μαρτίου 1999 (στο εξής: συμφωνία-πλαίσιο) και περιλαμβάνεται στο παράρτημα της οδηγίας 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, σχετικά με τη συμφωνία πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP (ΕΕ 1999, L 175, σ. 43), καθώς και την ερμηνεία του άρθρου 21 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης).

2

Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Grupo Norte Facility SA (στο εξής: Grupo Norte) και του Angel Manuel Moreira Gómez σχετικά με τη λήξη της μεταξύ τους συμβάσεως εργασίας relevo (αναπληρώσεως).

Το νομικό πλαίσιο

Το δίκαιο της Ένωσης

3

Η αιτιολογική σκέψη 14 της οδηγίας 1999/70 έχει ως εξής:

«[Τ]α υπογράφοντα μέρη θέλησαν να συνάψουν συμφωνία πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου, όπου θα διαγράφονται οι γενικές αρχές και ελάχιστες απαιτήσεις για τις συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου και τις εργασιακές σχέσεις· έχουν δείξει την επιθυμία τους να βελτιώσουν την ποιότητα της εργασίας ορισμένου χρόνου, εξασφαλίζοντας την εφαρμογή της αρχής της μη διάκρισης, καθώς και να διαμορφώσουν ένα πλαίσιο για να αποτραπεί η κατάχρηση που προκύπτει από διαδοχικές σχέσεις εργασίας ή συμβάσεις ορισμένου χρόνου».

4

Κατά το άρθρο 1 της οδηγίας 1999/70, η οδηγία αυτή αποσκοπεί «στην υλοποίηση της [συμφωνίας-πλαισίου], η οποία συνήφθη […] μεταξύ διεπαγγελματικών οργανώσεων γενικού χαρακτήρα (CES, UNICE και CEEP)».

5

Το δεύτερο εδάφιο του προοιμίου της συμφωνίας-πλαισίου έχει ως εξής:

«Τα μέρη της παρούσας συμφωνίας αναγνωρίζουν ότι οι συμβάσεις αορίστου χρόνου είναι και θα συνεχίσουν να είναι η γενική μορφή εργασιακών σχέσεων μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων. Αναγνωρίζουν επίσης ότι οι συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου ανταποκρίνονται, σε ορισμένες περιστάσεις, στις ανάγκες τόσο των εργοδοτών όσο και των εργαζομένων.»

6

Το τρίτο εδάφιο του προοιμίου αυτού έχει ως εξής:

«[Η συμφωνία-πλαίσιο] καθορίζει τις γενικές αρχές και τις ελάχιστες απαιτήσεις σχετικά με την εργασία ορισμένου χρόνου, αναγνωρίζοντας ότι για τις λεπτομέρειες της εφαρμογής πρέπει να ληφθούν υπόψη τα πραγματικά στοιχεία των συγκεκριμένων εθνικών, τομεακών και εποχιακών καταστάσεων. Η συμφωνία αυτή αναδεικνύει τη βούληση των κοινωνικών εταίρων να θεσπίσουν ένα γενικό πλαίσιο για τη διασφάλιση της ίσης μεταχείρισης των εργαζομένων με συμβάσεις ορισμένου χρόνου, προστατεύοντάς τους από τις διακρίσεις, καθώς και για τη χρησιμοποίηση συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε μια βάση αποδοχής από τους εργοδότες και τους εργαζομένους.»

7

Κατά τη ρήτρα 1 της συμφωνίας-πλαισίου, σκοπός της είναι, αφενός, η βελτίωση της ποιότητας της εργασίας ορισμένου χρόνου με τη διασφάλιση της εφαρμογής της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων και, αφετέρου, η καθιέρωση ενός πλαισίου για να αποτραπεί η κατάχρηση που προκαλείται από τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ή εργασιακών σχέσεων ορισμένου χρόνου.

8

Η ρήτρα 3 της συμφωνίας-πλαισίου, που φέρει τον τίτλο «Ορισμοί», έχει ως εξής:

«Για τους σκοπούς της παρούσας συμφωνίας,

1.

ως “εργαζόμενος ορισμένου χρόνου” νοείται ένα πρόσωπο που έχει σύμβαση ή σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου συναφθείσα απευθείας μεταξύ του εργοδότη και του εργαζομένου, η λήξη της οποίας καθορίζεται από αντικειμενικούς όρους, όπως παρέλευση συγκεκριμένης ημερομηνίας, η ολοκλήρωση συγκεκριμένου έργου ή επέλευση συγκεκριμένου γεγονότος.

2.

Για τους σκοπούς της παρούσας συμφωνίας, ως “αντίστοιχος εργαζόμενος αορίστου χρόνου” νοείται ο εργαζόμενος που έχει σύμβαση ή σχέση εργασίας αορίστου χρόνου στην ίδια επιχείρηση, και απασχολείται στην ίδια ή παρόμοια εργασία εργασία/απασχόληση, λαμβανομένων υπόψη των προσόντων ή των δεξιοτήτων. […]»

9

Η ρήτρα 4 της συμφωνίας-πλαισίου, που φέρει τον τίτλο «Αρχή της μη διάκρισης», προβλέπει, στο σημείο 1, τα εξής:

«Όσον αφορά τις συνθήκες απασχόλησης, οι εργαζόμενοι ορισμένου χρόνου δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται δυσμενώς σε σχέση με τους αντίστοιχους εργαζομένους αορίστου χρόνου μόνο επειδή έχουν σύμβαση ή σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου, εκτός αν αυτό δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους.»

Το ισπανικό δίκαιο

10

Το άρθρο 12, παράγραφοι 6 και 7, του texto refundido de la Ley del Estatuto de los Trabajadores (αναδιατυπωμένου κειμένου του νόμου για τον Εργατικό Κώδικα), που εγκρίθηκε με το Real Decreto Legislativo 1/1995 (βασιλικό νομοθετικό διάταγμα 1/1995), της 24ης Μαρτίου 1995 (BOE αριθ. 75, της 29ης Μαρτίου 1995, σ. 9654), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης (στο εξής: εργατικός κώδικας), προβλέπει τα εξής:

«6.   Για να μπορεί ο εργαζόμενος να υπαχθεί στο καθεστώς μερικής συνταξιοδοτήσεως, […] πρέπει να συμφωνήσει με την επιχείρηση που τον απασχολεί τη μείωση του ωραρίου και του μισθού κατά ποσοστό τουλάχιστον 25 % και κατ’ ανώτατο όριο 75 %, […], ενώ η επιχείρηση πρέπει να συνάψει ταυτοχρόνως σύμβαση relevo, σύμφωνα με τις διατάξεις της επόμενης παραγράφου, ώστε να καλυφθεί ο χρόνος εργασίας τον οποίο αφήνει κενό ο μερικώς συνταξιοδοτούμενος εργαζόμενος. Σύμβαση relevo μπορεί επίσης να συναφθεί για την αναπλήρωση των εργαζομένων που συνταξιοδοτούνται μερικώς μετά τη συμπλήρωση του 65ου έτους της ηλικίας τους.

Η μείωση του ωραρίου και του μισθού μπορεί να ανέλθει στο 85 % όταν η σύμβαση relevo συνάπτεται με πλήρες ωράριο και για αόριστο χρόνο […]

Η εκτέλεση της συμβάσεως αυτής μερικής απασχόλησης και η καταβολή της σχετικής αμοιβής συμβιβάζονται με τη χορήγηση από την κοινωνική ασφάλιση συντάξεως γήρατος στον εργαζόμενο λόγω μερικής συνταξιοδοτήσεώς του.

Η σχέση εργασίας λήγει όταν ο εργαζόμενος συνταξιοδοτείται πλήρως.

7.   Η σύμβαση relevo υπόκειται στους ακόλουθους κανόνες:

a)

Συνάπτεται με εργαζόμενο ο οποίος είναι άνεργος ή έχει ήδη σύμβαση ορισμένου χρόνου με την επιχείρηση.

b)

Πλην της περιπτώσεως του δευτέρου εδαφίου της παραγράφου 6, η διάρκεια της συμβάσεως relevo που συνάπτεται λόγω μερικής συνταξιοδότησης εργαζομένου πρέπει να είναι αόριστη ή τουλάχιστον ίση προς τον χρόνο που υπολείπεται μέχρι τη συμπλήρωση του 65ου έτους της ηλικίας του αναπληρούμενου εργαζομένου. Αν, κατά το χρονικό σημείο κατά το οποίο έχει συμπληρώσει το όριο αυτό ηλικίας, ο μερικώς συνταξιοδοτούμενος εργαζόμενος παραμείνει στην επιχείρηση, η συναφθείσα για ορισμένο χρόνο σύμβαση relevo μπορεί να παρατείνεται ανά έτος με συμφωνία των μερών· εν πάση περιπτώσει λύεται κατά τη λήξη της περιόδου που αντιστοιχεί στο έτος κατά το οποίο ο μερικώς αναπληρούμενος με τη σύμβαση relevo εργαζόμενος συνταξιοδοτείται πλήρως.

Στην περίπτωση που ο εργαζόμενος συνταξιοδοτείται μερικώς μετά τη συμπλήρωση του 65ου έτους της ηλικίας του, η διάρκεια της συμβάσεως relevo που μπορεί να συναφθεί από την επιχείρηση ώστε να καλυφθεί ο χρόνος εργασίας τον οποίο αφήνει κενό ο εργαζόμενος αυτός μπορεί να είναι αόριστη ή ετήσια. Στη δεύτερη περίπτωση, η σύμβαση παρατείνεται αυτομάτως ανά έτος και λύεται με τον τρόπο που περιγράφηκε στο προηγούμενο εδάφιο.

[…]

d)

Η θέση εργασίας του αναπληρούντος εργαζομένου μπορεί να είναι η ίδια με τη θέση του αναπληρούμενου εργαζομένου ή παρόμοια προς αυτή, ήτοι θέση τα καθήκοντα της οποίας εμπίπτουν στην ίδια ομάδα καθηκόντων ή σε αντίστοιχη κατηγορία.

[…]»

11

Το άρθρο 15, παράγραφος 1, του εργατικού κώδικα ορίζει τα εξής:

«Η σύμβαση εργασίας μπορεί να συνάπτεται για αόριστο ή για ορισμένο χρόνο. Σύμβαση ορισμένου χρόνου μπορεί να συνάπτεται στις ακόλουθες περιπτώσεις:

a)

όταν ο εργαζόμενος προσλαμβάνεται με σκοπό την ολοκλήρωση συγκεκριμένου έργου, αυτοτελούς και δυνάμενου να αποσπασθεί από τη συνολική δραστηριότητα της επιχειρήσεως, η εκτέλεση του οποίου, αν και χρονικώς περιορισμένη, έχει διάρκεια καταρχήν απροσδιόριστη. […]

b)

όταν το απαιτούν οι συνθήκες της αγοράς, η συσσώρευση εργασίας ή ο υπερβολικός αριθμός παραγγελιών, ακόμη και στο πλαίσιο της συνήθους δραστηριότητας της επιχειρήσεως. […]

c)

σε περίπτωση αναπληρώσεως εργαζομένων που έχουν δικαίωμα να διατηρήσουν τη θέση εργασίας τους, υπό την προϋπόθεση ότι στη σύμβαση εργασίας κατονομάζεται ο αναπληρούμενος εργαζόμενος και ο λόγος της αναπληρώσεως.»

12

Κατά το άρθρο 15, παράγραφος 6, πρώτο εδάφιο, του εργατικού κώδικα, οι προσωρινώς απασχολούμενοι και οι εργαζόμενοι ορισμένου χρόνου έχουν τα ίδια δικαιώματα με τους εργαζομένους αορίστου χρόνου, υπό την επιφύλαξη των ιδιαίτερων ρυθμίσεων του καθενός από τα είδη αυτά συμβάσεως όσον αφορά τη λύση της συμβάσεως και των ιδιαιτεροτήτων που ρητώς προβλέπονται στον νόμο όσον αφορά τις συμβάσεις μαθητείας.

13

Το άρθρο 49, παράγραφος 1, του εργατικού κώδικα προβλέπει τα εξής:

«Η σύμβαση εργασίας λύεται:

[…]

b)

για τους λόγους που νομίμως προβλέπονται στη σύμβαση, εκτός αν αυτοί συνιστούν πρόδηλη κατάχρηση δικαιώματος εκ μέρους του εργοδότη·

c)

με τη λήξη της συμφωνηθείσας διάρκειας ή την εκτέλεση του έργου ή της υπηρεσίας που αποτελεί το αντικείμενο της συμβάσεως. Κατά τη λήξη της συμβάσεως, πλην των περιπτώσεων των συμβάσεων interinidad (προσωρινής απασχολήσεως) και των συμβάσεων μαθητείας, ο εργαζόμενος δικαιούται αποζημίωση ίση με το ποσό που αντιστοιχεί σε δώδεκα ημερομίσθια ανά έτος uπηρεσίας ή την αποζημίωση που προβλέπεται ενδεχομένως από την εφαρμοστέα ειδική νομοθεσία.

[…]

l)

για νόμιμες, αντικειμενικές αιτίες·

[…]».

14

Κατά το άρθρο 52 του εργατικού κώδικα, συνιστούν «αντικειμενικές αιτίες» επί των οποίων μπορεί να στηριχθεί η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας η ανικανότητα του εργαζομένου, η οποία κατέστη γνωστή ή επήλθε μετά την πραγματική του ένταξη στην επιχείρηση· η μη προσαρμογή του εργαζομένου στις πραγματοποιηθείσες στη θέση εργασίας του εύλογες τεχνικές τροποποιήσεις οικονομικοί ή τεχνικοί λόγοι ή λόγοι σχετικοί με την οργάνωση ή την παραγωγή, όταν ο αριθμός των καταργούμενων θέσεων εργασίας είναι χαμηλότερος από το όριο που απαιτείται για τον χαρακτηρισμό της καταγγελίας συμβάσεων εργασίας ως «ομαδικής απολύσεως» καθώς και, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, επανειλημμένες απουσίες από την εργασία, έστω και αν είναι δικαιολογημένες.

15

Κατά το άρθρο 53, παράγραφος 1, στοιχείο b, του εργατικού κώδικα, για την καταγγελία συμβάσεως εργασίας για μία από τις αιτίες του άρθρου 52 του εργατικού κώδικα απαιτείται η καταβολή στον εργαζόμενο, ταυτοχρόνως προς τη γραπτή γνωστοποίηση, αποζημιώσεως ίσης με είκοσι ημερομίσθια ανά έτος προϋπηρεσίας και υπολογιζόμενης αναλογικώς προς τον αριθμό των μηνών εργασίας για τις μικρότερες του έτους περιόδους, έχουσας δε ως ανώτατο όριο τους δώδεκα μηνιαίους μισθούς.

Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

16

Την 1η Νοεμβρίου 2012, o A.– M. Moreira Gómez συνήψε με την Grupo Norte σύμβαση εργασίας relevo κατά την έννοια του άρθρου 12, παράγραφος 6, του εργατικού κώδικα, για να εργασθεί ως ανειδίκευτος υπάλληλος καθαριότητας με διάρκεια εργασίας 28,12 ωρών εβδομαδιαίως, ήτοι το 75 % του κανονικού χρόνου εργασίας, στο Hospital Montecelo de Pontevedra, η υπηρεσία καθαρισμού του οποίου είχε ανατεθεί στην Grupo Norte. Η σύμβαση αυτή συνήφθη με σκοπό την αναπλήρωση στη θέση αυτή της μητέρας του A.‑M. Moreira Gómez, η οποία είχε συνταξιοδοτηθεί μερικώς και είχε μειώσει τον χρόνο εργασίας της και τον μισθό της κατά 75 %. Οι αντισυμβαλλόμενοι συμφώνησαν ότι η σύμβαση θα έληγε στις 18 Σεπτεμβρίου 2015, ημερομηνία κατά την οποία η μητέρα του A.‑M. Moreira Gómez θα συνταξιοδοτούνταν πλήρως.

17

Στις 18 Σεπτεμβρίου 2015, η Grupo Norte ενημέρωσε τον A.‑M. Moreira Gómez για τη λήξη της συμβάσεώς του και έπαυσε να τον ασφαλίζει στον φορέα κοινωνικής ασφαλίσεως.

18

Ο A.‑M. Moreira Gómez ενήγαγε την Grupo Norte ενώπιον του Juzgado de lo Social no 2 de Pontevedra (πρωτοβάθμιου δικαστηρίου εργατικών και κοινωνικοασφαλιστικών διαφορών αριθ. 2 Pontevedra, Ισπανία), επικαλούμενος καταχρηστικότητα της απολύσεώς του. Προς στήριξη της αγωγής του, υποστήριξε ότι στο Hospital Montecelo de Pontevedra υφίσταται έθιμο κατά το οποίο, όταν εργαζόμενος ο οποίος αναπληρώνεται μερικώς με τη σύμβαση relevo και ο οποίος απασχολείται ως ανειδίκευτος υπάλληλος καθαριότητας συνταξιοδοτείται πλήρως, η επιφορτισμένη με την καθαριότητα του νοσοκομειακού ιδρύματος επιχείρηση προσλαμβάνει με σύμβαση αορίστου χρόνου τον εργαζόμενο που τον αναπλήρωνε.

19

Η Grupo Norte αμφισβήτησε την ύπαρξη ενός τέτοιου εθίμου, επισημαίνοντας ότι βάσει της αρχής της επιχειρηματικής ελευθερίας μπορεί να προσλάβει στην επίμαχη θέση το πρόσωπο της επιλογής της. Η εταιρία αυτή υποστήριξε ακόμη ότι, εφόσον η σύμβαση του A.‑M. Moreira Gómez είχε φθάσει στον συμφωνηθέντα χρόνο λήξεώς της, ήτοι την ημερομηνία πλήρους συνταξιοδοτήσεως της εργαζομένης που αναπληρωνόταν μερικώς βάσει της εν λόγω συμβάσεως, η σύμβαση αυτή είχε λήξει νομίμως.

20

Το Juzgado de lo Social no 2 de Pontevedra (πρωτοβάθμιο δικαστήριο εργατικών και κοινωνικοασφαλιστικών διαφορών αριθ. 2 Pontevedra) έκρινε ότι η απόλυση του A.‑M. Moreira Gómez ήταν καταχρηστική και υποχρέωσε την Grupo Norte, κατ’ επιλογήν της, να τον δεχθεί εκ νέου στην εργασία του ή να του καταβάλει αποζημίωση.

21

Η Grupo Norte εφεσίβαλε την απόφαση του Juzgado de lo Social no 2 de Pontevedra (πρωτοβάθμιου δικαστηρίου εργατικών και κοινωνικοασφαλιστικών διαφορών αριθ. 2 Pontevedra) ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου.

22

Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι η λύση της επίμαχης εν προκειμένω συμβάσεως εργασίας relevo είναι νόμιμη, καθόσον η σύμβαση αυτή πληροί όλες τις νόμιμες προϋποθέσεις, η Grupo Norte έθεσε τέρμα στη σύμβαση κατά την προβλεπόμενη σε αυτήν ημερομηνία και δεν συνέτρεχε εθιμική υποχρέωση της εταιρίας αυτής να προσλάβει κατά τη λήξη της εν λόγω συμβάσεως τoν A.‑M. Moreira Gómez με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου.

23

Κατά το αιτούν δικαστήριο, βάσει του ισπανικού δικαίου, ο εργαζόμενος, είτε αορίστου είτε ορισμένου χρόνου, δύναται να απολυθεί λόγω συνδρομής κάποιας από τις «αντικειμενικές» αιτίες του άρθρου 52 του εργατικού κώδικα και να λάβει συναφώς, κατά το άρθρο 53 του εργατικού κώδικα, αποζημίωση ίση με είκοσι ημερομίσθια ανά έτος υπηρεσίας. Ενώ η σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου λήγει και λόγω της συνδρομής αντικειμενικών περιστάσεων, ήτοι της παρελεύσεως συγκεκριμένης ημερομηνίας, της ολοκληρώσεως του έργου που αποτελεί το αντικείμενο της συμβάσεως ή της επελεύσεως συγκεκριμένου γεγονότος, η αποζημίωση που χορηγείται σε μια τέτοια περίπτωση ανέρχεται, δυνάμει του άρθρου 49, παράγραφος 1, στοιχείο c, του εργατικού κώδικα, μόνο σε δώδεκα ημερομίσθια ανά έτος υπηρεσίας. Εν προκειμένω, η σύμβαση του A.– M. Moreira Gómez έληξε κατά το προβλεπόμενο σε αυτή χρονικό σημείο λήξεως, ήτοι κατά την ημερομηνία πλήρους συνταξιοδοτήσεως της εργαζομένης που αναπληρωνόταν μερικώς με τη σύμβαση relevo.

24

Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι οι αιτίες απολύσεως του άρθρου 52 του εργατικού κώδικα είναι μη προβλέψιμες, γεγονός που δικαιολογεί τη διαφορά ως προς το ύψος των αποζημιώσεων, δεδομένου ότι η αποζημίωση του άρθρου 53 του εργατικού κώδικα σκοπεί στο να αντισταθμίσει την πρόωρη λύση της συμβάσεως που οφείλεται απλώς και μόνο στη βούληση ενός εκ των μερών.

25

Κατά τα λοιπά, καθιερώνοντας τη σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου του τύπου relevo, ο Ισπανός νομοθέτης παρεξέκλινε από την αρχή της σταθερότητας της απασχολήσεως τόσο για να παράσχει στις επιχειρήσεις τη δυνατότητα να προσλαμβάνουν προσωρινώς απασχολούμενους εργαζομένους και για να προβλέψει τα κριτήρια καθορισμού του χρόνου λήξεως των συμβάσεων εργασίας τους όσο και για να τους παράσχει τη δυνατότητα να αποδεσμεύσουν έναν αντίστοιχο εργαζόμενο τον οποίο είχαν προσλάβει με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου. Πλην όμως κατά τη λήξη μιας συμβάσεως εργασίας ορισμένου χρόνου του τύπου relevo και κατά λύση μιας συμβάσεως αορίστου χρόνου απαιτείται η καταβολή διαφορετικών αποζημιώσεων.

26

Τα στοιχεία αυτά δημιουργούν ερωτήματα στο Tribunal Superior de Justicia de Galicia (ανώτερο δικαστήριο Γαλικίας, Ισπανία) ως προς το κατά πόσον η διαφορά αυτή συνιστά διαφορετική μεταχείριση απαγορευόμενη από τη συμφωνία-πλαίσιο.

27

Για την περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται κατά πόσον μια τέτοια διαφορετική μεταχείριση θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι δικαιολογείται από σκοπούς κοινωνικής πολιτικής.

28

Για την περίπτωση που η διαφορετική μεταχείριση δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι δικαιολογείται από σκοπούς κοινωνικής πολιτικής, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι το άρθρο 49, παράγραφος 1, στοιχείο c, του εργατικού κώδικα είναι αδύνατον να ερμηνευθεί κατά τρόπο συνάδοντα προς τη συμφωνία-πλαίσιο. Υπό τις συνθήκες αυτές, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται μήπως, λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας του Δικαστηρίου που διαμορφώθηκε με τις αποφάσεις της 22ας Νοεμβρίου 2005, Mangold (C-144/04, EU:C:2005:709), της 19ης Ιανουαρίου 2010, Kücükdeveci (C-555/07, EU:C:2010:21), της 13ης Σεπτεμβρίου 2011, Prigge κ.λπ. (C-447/09, EU:C:2011:573), και της 19ης Απριλίου 2016, DI (C-441/14, EU:C:2016:278), η απαγόρευση της διαφορετικής μεταχειρίσεως μεταξύ εργαζομένων ορισμένου και αορίστου χρόνου απορρέει επίσης από τις αρχές της ισότητας και της απαγορεύσεως των διακρίσεων που κατοχυρώνονται στα άρθρα 20 και 21 του Χάρτη.

29

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Tribunal Superior de Justicia de Galicia (ανώτερο δικαστήριο Γαλικίας) αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)

Για τους σκοπούς της αρχής της ισοτιμίας μεταξύ των εργαζομένων ορισμένου και αορίστου χρόνου, πρέπει να θεωρηθούν ως “συγκρίσιμες καταστάσεις” η λύση της συμβάσεως εργασίας λόγω “αντικειμενικών περιστάσεων” του άρθρου 49, παράγραφος 1, στοιχείο c, του εργατικού κώδικα και η λύση της συμβάσεως εργασίας για “αντικειμενικές αιτίες” του άρθρου 52 του εργατικού κώδικα, με αποτέλεσμα η διαφορά ως προς την αποζημίωση η οποία υφίσταται μεταξύ της μίας και της άλλης περιπτώσεως να συνιστά άνιση μεταχείριση μεταξύ των εργαζομένων ορισμένου χρόνου και των εργαζομένων αορίστου χρόνου, η οποία απαγορεύεται από την οδηγία [1999/70];

2)

Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα, πρέπει να θεωρηθεί ότι οι σκοποί κοινωνικής πολιτικής που δικαιολόγησαν τη θέσπιση του είδους συμβάσεως της relevo δικαιολογούν επίσης, βάσει της ρήτρας 4, παράγραφος 1, της [συμφωνίας-πλαισίου], τη διαφορετική μεταχείριση που συνίσταται στην καταβολή χαμηλότερης αποζημιώσεως για τη λύση της σχέσεως εργασίας, σε περίπτωση που ο εργοδότης επιλέγει ελεύθερα να είναι η συγκεκριμένη σύμβαση relevo ορισμένου χρόνου;

3)

Προκειμένου να διασφαλισθεί η πρακτική αποτελεσματικότητα της οδηγίας [1999/70], αν κριθεί ότι δεν υφίσταται δικαιολόγηση για αντικειμενικούς λόγους σύμφωνα με τη ρήτρα 4, παράγραφος 1, πρέπει να θεωρηθεί ότι η προβλεπόμενη στην προμνησθείσα ισπανική νομοθεσία άνιση μεταχείριση μεταξύ εργαζομένων ορισμένου χρόνου και εργαζομένων αορίστου χρόνου, όσον αφορά την αποζημίωση λόγω λύσεως της συμβάσεως, συνιστά διάκριση η οποία απαγορεύεται βάσει του άρθρου 21 του [Χάρτη], διότι αντιβαίνει στις αρχές της ίσης μεταχειρίσεως και της απαγορεύσεως των διακρίσεων, οι οποίες συγκαταλέγονται στις γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης;»

30

Με έγγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 25 Απριλίου 2017, η Ισπανική Κυβέρνηση ζήτησε, δυνάμει του άρθρου 16, τρίτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, να συνέλθει το Δικαστήριο ως τμήμα μείζονος συνθέσεως.

Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

Επί του πρώτου και του δευτέρου ερωτήματος

Επί του παραδεκτού

31

Η Grupo Norte αμφισβητεί το παραδεκτό του πρώτου και του δεύτερου ερωτήματος. Ειδικότερα, το πρώτο ερώτημα αφορά τη σύγκριση των διαφόρων λόγων που μπορούν, βάσει του ισπανικού δικαίου, να επιφέρουν τη λύση της σχέσεως εργασίας. Το αιτούν δικαστήριο ζητεί συνεπώς από το Δικαστήριο την ερμηνεία όχι του ενωσιακού αλλά του εθνικού δικαίου. Ομοίως, με το δεύτερο ερώτημα το αιτούν δικαστήριο επιδιώκει αποκλειστικώς την εξέταση από το Δικαστήριο των λόγων κοινωνικής πολιτικής που δικαιολόγησαν τη δημιουργία από τον Ισπανό νομοθέτη της συμβάσεως εργασίας relevo. Το Δικαστήριο δεν είναι επομένως αρμόδιο να δώσει απάντηση στα ερωτήματα αυτά.

32

Συναφώς, αποτελεί βεβαίως πάγια νομολογία ότι δεν εναπόκειται στο Δικαστήριο να ερμηνεύει εθνικές διατάξεις, δεδομένου ότι μια τέτοια ερμηνεία εμπίπτει πράγματι στην αποκλειστική αρμοδιότητα των εθνικών δικαστηρίων (απόφαση της 23ης Νοεμβρίου 2017, CHEZ Elektro Bulgaria και FrontEx International, C‑427/16 και C-428/16, EU:C:2017:890, σκέψη 30 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

33

Διαπιστώνεται πάντως ότι το πρώτο και το δεύτερο ερώτημα, όπως έχουν διατυπωθεί από το αιτούν δικαστήριο, δεν αφορούν την ερμηνεία του ισπανικού αλλά του ενωσιακού δικαίου, ειδικότερα δε της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων όπως συγκεκριμενοποιείται με τη ρήτρα 4, σημείο 1, της συμφωνίας‑πλαισίου, η οποία εμπίπτει στην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου.

34

Βάσει των ανωτέρω, τα ερωτήματα αυτά πρέπει να κριθούν παραδεκτά.

Επί της ουσίας

35

Με το πρώτο και το δεύτερο ερώτημά του, τα οποία πρέπει να συνεξετασθούν, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί αν η ρήτρα 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική νομοθεσία κατά την οποία η αποζημίωση που καταβάλλεται στους εργαζομένους που απασχολούνται βάσει συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου συναφθεισών με σκοπό την κάλυψη του χρόνου εργασίας τον οποίο αφήνει ακάλυπτο ένας μερικώς συνταξιοδοτούμενος εργαζόμενος, όπως είναι η επίμαχη στην κύρια δίκη σύμβαση relevo, κατά τη λήξη της χρονικής περιόδου για την οποία συνήφθησαν οι συμβάσεις αυτές, είναι χαμηλότερη από την αποζημίωση που χορηγείται στους εργαζομένους αορίστου χρόνου λόγω καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας τους για αντικειμενική αιτία.

36

Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά τη ρήτρα 1, στοιχείο αʹ, της συμφωνίας-πλαισίου, ένας από τους σκοπούς της είναι η βελτίωση της ποιότητας της εργασίας ορισμένου χρόνου με τη διασφάλιση της εφαρμογής της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων. Ομοίως, στο τρίτο εδάφιο του προοιμίου της συμφωνίας-πλαισίου διευκρινίζεται ότι η συμφωνία-πλαίσιο «αναδεικνύει τη βούληση των κοινωνικών εταίρων να θεσπίσουν ένα γενικό πλαίσιο για τη διασφάλιση της ίσης μεταχείρισης των εργαζομένων με συμβάσεις ορισμένου χρόνου, προστατεύοντάς τους από τις διακρίσεις». Η αιτιολογική σκέψη 14 της οδηγίας 1999/70 επισημαίνει συναφώς ότι ο σκοπός της συμφωνίας-πλαισίου έγκειται ιδίως στη βελτίωση της ποιότητας της εργασίας ορισμένου χρόνου διά του καθορισμού ελάχιστων απαιτήσεων ικανών να διασφαλίζουν την εφαρμογή της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων (αποφάσεις της22ας Δεκεμβρίου 2010, Gavieiro Gavieiro και Iglesias Torres, C-444/09 και C-456/09, EU:C:2010:819, σκέψη 47, της 12ης Δεκεμβρίου 2013, Carratù, C-361/12, EU:C:2013:830, σκέψη 40, καθώς και της 13ης Μαρτίου 2014, Nierodzik, C‑38/13, EU:C:2014:152, σκέψη 22).

37

Η συμφωνία-πλαίσιο, ιδίως δε η ρήτρα 4, αποσκοπεί στην εφαρμογή της εν λόγω αρχής στους εργαζομένους ορισμένου χρόνου ώστε να εμποδίσει τη χρήση μια τέτοιας σχέσεως εργασίας από τον εργοδότη προκειμένου αυτός να στερήσει από τους ως άνω εργαζομένους τα δικαιώματα που αναγνωρίζονται στους εργαζομένους αορίστου χρόνου (αποφάσεις της 13ης Σεπτεμβρίου 2007, Del Cerro Alonso, C-307/05, EU:C:2007:509, σκέψη 37, της 22ας Δεκεμβρίου 2010, Gavieiro Gavieiro και Iglesias Torres, C-444/09 και C-456/09, EU:C:2010:819, σκέψη 48, καθώς και της 13ης Μαρτίου 2014, Nierodzik, C-38/13, EU:C:2014:152, σκέψη 23).

38

Δεδομένων των σκοπών της συμφωνίας-πλαισίου που υπενθυμίζονται στις δύο προηγούμενες σκέψεις, η ρήτρα 4 της συμφωνίας-πλαισίου πρέπει να νοηθεί ως έκφραση μιας αρχής του κοινωνικού δικαίου της Ένωσης η οποία δεν πρέπει να ερμηνεύεται συσταλτικώς (αποφάσεις της 22ας Δεκεμβρίου 2010, Gavieiro Gavieiro και Iglesias Torres, C‑444/09 και C-456/09, EU:C:2010:819, σκέψη 49, καθώς και της 13ης Μαρτίου 2014, Nierodzik, C-38/13, EU:C:2014:152, σκέψη 24· βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 13ης Σεπτεμβρίου 2007, Del Cerro Alonso, C-307/05, EU:C:2007:509, σκέψη 38).

39

Υπενθυμίζεται ότι η ρήτρα 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου απαγορεύει να αντιμετωπίζονται, όσον αφορά τις συνθήκες απασχόλησης, οι εργαζόμενοι ορισμένου χρόνου δυσμενώς σε σχέση με τους αντίστοιχους εργαζομένους αορίστου χρόνου απλώς και μόνο διότι έχουν σύμβαση ή σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου, εκτός αν αυτό δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους.

40

Εν προκειμένω, επισημαίνεται πρώτον ότι, καθόσον η σύμβαση εργασίας του A.‑M. Moreira Gómez λήγει σε συγκεκριμένη ημερομηνία, αυτός είναι «εργαζόμενος ορισμένου χρόνου» κατά την έννοια της ρήτρας 3, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου.

41

Πρέπει συνεπώς, δεύτερον, να κριθεί αν η χορήγηση αποζημιώσεως από τον εργοδότη λόγω της λύσεως μιας συμβάσεως εργασίας εμπίπτει στις κατά την έννοια της ρήτρας 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου «συνθήκες απασχόλησης». Συναφώς, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι αποφασιστικό κριτήριο για να καθοριστεί αν ένα μέτρο εμπίπτει στην έννοια αυτή είναι ακριβώς το κριτήριο της απασχολήσεως, δηλαδή της σχέσεως εργασίας μεταξύ του εργαζομένου και του εργοδότη του (αποφάσεις της 12ης Δεκεμβρίου 2013, Carratù, C‑361/12, EU:C:2013:830, σκέψη 35, και της 13ης Μαρτίου 2014, Nierodzik, C‑38/13, EU:C:2014:152, σκέψη 25).

42

Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο έκρινε ότι στην έννοια αυτή εμπίπτουν, μεταξύ άλλων, οι κανόνες σχετικά με τον καθορισμό της προθεσμίας προειδοποιήσεως που ισχύει σε περίπτωση καταγγελίας των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 13ης Μαρτίου 2014, Nierodzik, C-38/13, EU:C:2014:152, σκέψη 29).

43

Ειδικότερα, το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι ερμηνεία της ρήτρας 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου αποκλείουσα από το πεδίο εφαρμογής της εν λόγω έννοιας τις προϋποθέσεις καταγγελίας συμβάσεως εργασίας ορισμένου χρόνου θα περιόριζε, κατά παράβαση του σκοπού για τον οποίο έχει θεσπισθεί η εν λόγω διάταξη, την έκταση της προστασίας κατά των διακρίσεων που παρέχεται στους εργαζομένους ορισμένου χρόνου (απόφαση της 13ης Μαρτίου 2014, Nierodzik, C-38/13, EU:C:2014:152, σκέψη 27).

44

Τα προεκτεθέντα ισχύουν πλήρως και στην περίπτωση αποζημιώσεως η οποία χορηγείται στον εργαζόμενο λόγω λύσεως της συμβάσεως εργασίας που τον συνδέει με τον εργοδότη του, εφόσον μια τέτοια αποζημίωση καταβάλλεται λόγω της συναφθείσας μεταξύ τους σχέσεως εργασίας (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 2016, de Diego Porras, C-596/14, EU:C:2016:683, σκέψη 31).

45

Συνεπώς, αποζημίωση όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη εμπίπτει στις «συνθήκες απασχόλησης» κατά την έννοια της ρήτρας 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου.

46

Υπενθυμίζεται, τρίτον, ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων, ειδική έκφραση της οποίας συνιστά η ρήτρα 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου, επιβάλλει να μην επιφυλάσσεται διαφορετική μεταχείριση σε συγκρίσιμες καταστάσεις ούτε η ίδια μεταχείριση σε ανόμοιες καταστάσεις, εκτός αν μια τέτοια μεταχείριση δικαιολογείται αντικειμενικώς (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2011, Rosado Santana, C‑177/10, EU:C:2011:557, σκέψη 65 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

47

Συναφώς, η αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων εφαρμόσθηκε και εξειδικεύθηκε με τη συμφωνία-πλαίσιο αποκλειστικώς όσον αφορά τη διαφορετική μεταχείριση των εργαζομένων ορισμένου χρόνου και των εργαζομένων αορίστου χρόνου οι οποίοι τελούν σε συγκρίσιμη κατάσταση (απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 2016, de Diego Porras, C‑596/14, EU:C:2016:683, σκέψη 37 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

48

Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, προκειμένου να διαπιστωθεί κατά πόσον οι ενδιαφερόμενοι εκτελούν πανομοιότυπη ή παρόμοια εργασία υπό την έννοια της συμφωνίας-πλαισίου, πρέπει, κατ’ εφαρμογήν της ρήτρας 3, σημείο 2, και της ρήτρας 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου, να εξετασθεί εάν, λαμβανομένου υπόψη ενός συνόλου παραγόντων, όπως η φύση της εργασίας, η απαιτούμενη κατάρτιση και οι όροι εργασίας, τα πρόσωπα αυτά είναι δυνατόν να θεωρηθούν ως τελούντα σε συγκρίσιμη κατάσταση (αποφάσεις της 18ης Οκτωβρίου 2012, Valenza κ.λπ., C-302/11 έως C-305/11, EU:C:2012:646, σκέψη 42 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, καθώς και της 13ης Μαρτίου 2014, Nierodzik, C-38/13, EU:C:2014:152, σκέψη 31).

49

Εν προκειμένω, εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο, που είναι το μόνο αρμόδιο να εκτιμήσει τα πραγματικά περιστατικά, να κρίνει αν ο A.‑M. Moreira Gómez, όταν απασχολούνταν από την Grupo Norte βάσει συμβάσεως εργασίας ορισμένου χρόνου του τύπου relevo, τελούσε σε συγκρίσιμη κατάσταση με τους μισθωτούς που απασχολούνταν κατά το ίδιο χρονικό διάστημα από τον ίδιο εργοδότη για αόριστο χρόνο (βλ., κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις της 8ης Σεπτεμβρίου 2011, Rosado Santana, C-177/10, EU:C:2011:557, σκέψη 67· της 18ης Οκτωβρίου 2012, Valenza κ.λπ., C-302/11 έως C-305/11, EU:C:2012:646, σκέψη 43, και της 13ης Μαρτίου 2014, Nierodzik, C-38/13, EU:C:2014:152, σκέψη 32).

50

Πάντως, από τα στοιχεία που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο προκύπτει ότι ο A.‑M. Moreira Gómez, όταν απασχολούνταν από την Grupo Norte βάσει της ως άνω συμβάσεως, κατείχε την ίδια θέση «ανειδίκευτου υπαλλήλου καθαριότητας» στο Hospital Montecelo de Pontevedra με την εργαζομένη την οποία αναπλήρωνε μερικώς μέχρι την πλήρη συνταξιοδότησή της, δεδομένου άλλωστε ότι η θέση αυτή δεν απαιτούσε ειδική κατάρτιση.

51

Επομένως, υπό την επιφύλαξη της οριστικής εκτιμήσεως του αιτούντος δικαστηρίου βάσει του συνόλου των κρίσιμων στοιχείων, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η κατάσταση εργαζομένου ορισμένου χρόνου όπως ο A.‑M. Moreira Gómez ήταν συγκρίσιμη προς εκείνη ενός εργαζομένου αορίστου χρόνου τον οποίο απασχολούσε η Grupo Norte για την εκτέλεση των ίδιων καθηκόντων ανειδίκευτου υπαλλήλου καθαριότητας.

52

Πρέπει επομένως να εξακριβωθεί αν υφίσταται αντικειμενικός λόγος που να δικαιολογεί το γεγονός ότι κατά τη λήξη της διάρκειας συμβάσεως ορισμένου χρόνου του τύπου relevo πρέπει να καταβάλλεται στον οικείο εργαζόμενο ορισμένου χρόνου αποζημίωση χαμηλότερη από εκείνη την οποία λαμβάνει ο εργαζόμενος αορίστου χρόνου όταν απολύεται για μία από τις αιτίες του άρθρου 52 του εργατικού κώδικα.

53

Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, οι «αντικειμενικοί λόγοι» της ρήτρας 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου πρέπει να νοούνται υπό την έννοια ότι δεν επιτρέπουν να δικαιολογηθεί διαφορετική μεταχείριση μεταξύ των εργαζομένων ορισμένου χρόνου και των εργαζομένων αορίστου χρόνου με την αιτιολογία ότι η διαφορετική αυτή μεταχείριση προβλέπεται από γενικό ή αφηρημένο κανόνα, όπως είναι ο νόμος ή η συλλογική σύμβαση (αποφάσεις της 13ης Σεπτεμβρίου 2007, Del Cerro Alonso, C-307/05, EU:C:2007:509, σκέψη 57, και της 22ας Δεκεμβρίου 2010, Gavieiro Gavieiro και Iglesias Torres, C-444/09 και C-456/09, EU:C:2010:819, σκέψη 54, καθώς και διάταξη της 22ας Μαρτίου 2018, Centeno Meléndez, C-315/17, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2018:207, σκέψη 62).

54

Η εν λόγω έννοια απαιτεί, επίσης κατά πάγια νομολογία, να δικαιολογείται η διαπιστωθείσα άνιση μεταχείριση από την ύπαρξη σαφών και συγκεκριμένων στοιχείων, που να χαρακτηρίζουν τον οικείο όρο απασχολήσεως στο ειδικό πλαίσιο εντός του οποίου εντάσσεται και επί τη βάσει αντικειμενικών και διαφανών κριτηρίων, προκειμένου να ελεγχθεί αν η άνιση αυτή μεταχείριση ανταποκρίνεται σε πραγματική ανάγκη, είναι κατάλληλη προς επίτευξη του επιδιωκομένου σκοπού και αναγκαία προς τούτο. Τα εν λόγω στοιχεία μπορούν να ανάγονται, μεταξύ άλλων, στην ιδιαίτερη φύση των καθηκόντων για την εκτέλεση των οποίων έχουν συναφθεί συμβάσεις ορισμένου χρόνου και στα εγγενή χαρακτηριστικά των καθηκόντων αυτών ή, ενδεχομένως, στην επιδίωξη θεμιτού σκοπού κοινωνικής πολιτικής εκ μέρους κράτους μέλους (αποφάσεις της 13ης Σεπτεμβρίου 2007, Del Cerro Alonso, C‑307/05, EU:C:2007:509, σκέψη 53, και της 14ης Σεπτεμβρίου 2016, de Diego Porras, C-596/14, EU:C:2016:683, σκέψη 45, καθώς και διάταξη της 22ας Μαρτίου 2018, Centeno Meléndez, C‑315/17, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2018:207, σκέψη 65).

55

Εν προκειμένω, η Ισπανική Κυβέρνηση επικαλείται τη διαφορά του πλαισίου εντός του οποίου καταβάλλεται αποζημίωση όπως αυτή του άρθρου 49, παράγραφος 1, στοιχείο c, του εργατικού κώδικα, κατά τη λήξη της διάρκειας μιας συμβάσεως εργασίας ορισμένου χρόνου όπως είναι η σύμβαση ορισμένου χρόνου του τύπου relevo, σε σχέση με το πλαίσιο εντός του οποίου καταβάλλεται η υψηλότερη αποζημίωση που προβλέπεται για την περίπτωση απολύσεως για μία από τις αιτίες του άρθρου 52 του εργατικού κώδικα, όπως είναι οικονομικοί ή τεχνικοί λόγοι ή λόγοι σχετικοί με την οργάνωση ή την παραγωγή του εργοδότη, όταν ο αριθμός των καταργούμενων θέσεων εργασίας είναι χαμηλότερος από το όριο που απαιτείται για τον χαρακτηρισμό της καταγγελίας των συμβάσεων εργασίας ως «ομαδικής απολύσεως». Η εν λόγω κυβέρνηση τονίζει κατ’ ουσίαν ότι, ενώ ο Ισπανός νομοθέτης θέσπισε την πρώτη αποζημίωση για να αποτρέψει τη σε υπέρμετρο βαθμό προσφυγή στην προσωρινή απασχόληση και να ενισχύσει τη σταθερότητα της απασχολήσεως, η αποζημίωση αυτή καταβάλλεται λόγω γεγονότος το οποίο μπορούσε να προβλεφθεί από τον εργαζόμενο κατά το χρονικό σημείο της συνάψεως της συμβάσεως εργασίας ορισμένου χρόνου. Συνεπώς, η πρώτη αποζημίωση, σε αντίθεση με τη δεύτερη, δεν έχει ως σκοπό να αντισταθμίσει τη ματαίωση των ευλόγων προσδοκιών ενός εργαζομένου για συνέχιση της σχέσεως εργασίας, ματαίωση την οποία προκάλεσε η απόλυσή του για μία από τις αιτίες του άρθρου 52 του εργατικού κώδικα. Η διαφορά αυτή εξηγεί το γεγονός ότι το ύψος της χορηγούμενης στον εργαζόμενο αποζημιώσεως κατά τη λύση της συμβάσεως εργασίας του δεν είναι ίσο και στις δύο περιπτώσεις.

56

Συναφώς, επισημαίνεται ότι η καταβολή αποζημιώσεως όπως αυτή την οποία οφείλει η Grupo Norte λόγω της λήξεως της συμβάσεως εργασίας του A.‑M. Moreira Gómez, ως προς την οποία προβλεπόταν, από το χρονικό σημείο της συνάψεώς της, ότι θα έληγε με την πλήρη συνταξιοδότηση της εργαζομένης που αυτός αναπλήρωνε, εντάσσεται σε πλαίσιο σαφώς διαφορετικό, από πραγματικής και νομικής απόψεως, από εκείνο της καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας εργαζομένου αορίστου χρόνου για μία από τις αιτίες του άρθρου 52 του Εργατικού Κώδικα.

57

Ειδικότερα, από τον διαλαμβανόμενο στη ρήτρα 3, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου ορισμό της έννοιας της «συμβάσεως ορισμένου χρόνου» προκύπτει ότι τέτοιου είδους σύμβαση παύει να παράγει τα αποτελέσματά της για το μέλλον κατά την επέλευση του καθορισθέντος γι’ αυτήν χρονικού σημείου λήξεως, το δε σημείο αυτό μπορεί να συνίσταται στην ολοκλήρωση συγκεκριμένου έργου, στην επέλευση συγκεκριμένου γεγονότος ή, όπως εν προκειμένω, στην παρέλευση συγκεκριμένης ημερομηνίας. Συνεπώς, οι αντισυμβαλλόμενοι μιας συμβάσεως εργασίας ορισμένου χρόνου γνωρίζουν, από της συνάψεώς της, την ημερομηνία ή το γεγονός που επιφέρει τη λήξη της. Το χρονικό αυτό σημείο λήξεως περιορίζει τη διάρκεια της σχέσεως εργασίας, χωρίς οι αντισυμβαλλόμενοι να χρειάζεται να δηλώσουν συναφώς τη βούλησή τους μετά τη σύναψη της εν λόγω συμβάσεως.

58

Αντιθέτως, η καταγγελία συμβάσεως εργασίας αορίστου χρόνου για μία από τις αιτίες του άρθρου 52 του εργατικού κώδικα, με πρωτοβουλία του εργοδότη, είναι απόρροια της επελεύσεως γεγονότων τα οποία δεν προβλέπονταν κατά την ημερομηνία συνάψεως της συμβάσεως αυτής και τα οποία διαταράσσουν την κανονική εξέλιξη της σχέσεως εργασίας. Όπως προκύπτει από τις διευκρινίσεις της Ισπανικής Κυβερνήσεως, που υπενθυμίζονται στη σκέψη 55 της παρούσας αποφάσεως, και όπως τόνισε κατ’ ουσίαν η γενική εισαγγελέας στο σημείο 60 των προτάσεών της, ακριβώς προκειμένου να αντισταθμιστεί ο απρόβλεπτος αυτός χαρακτήρας της λύσεως της σχέσεως εργασίας για τέτοιου είδους αιτία και, ως εκ τούτου, η ματαίωση των ευλόγων προσδοκιών που ο εργαζόμενος μπορούσε να τρέφει κατά το χρονικό αυτό σημείο όσον αφορά τη σταθερότητα της εν λόγω σχέσεως, το άρθρο 53, παράγραφος 1, στοιχείο b, του εργατικού κώδικα επιτάσσει στην περίπτωση αυτή την καταβολή στον εν λόγω απολυόμενο εργαζόμενο αποζημιώσεως ίσης με είκοσι ημερομίσθια ανά έτος προϋπηρεσίας.

59

Στην τελευταία αυτή περίπτωση, το ισπανικό δίκαιο δεν επιφυλάσσει διαφορετική μεταχείριση στους εργαζομένους ορισμένου χρόνου απ’ ό,τι στους αντίστοιχους εργαζομένους αορίστου χρόνου, δεδομένου ότι το άρθρο 53, παράγραφος 1, στοιχείο b, του εργατικού κώδικα προβλέπει υπέρ του εργαζομένου νόμιμη αποζημίωση ίση με είκοσι ημερομίσθια ανά έτος προϋπηρεσίας στην επιχείρηση, ανεξαρτήτως του αν η σύμβαση εργασίας του είναι ορισμένου ή αορίστου χρόνου.

60

Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει συνεπώς να γίνει δεκτό ότι ο διαφορετικός σκοπός των αποζημιώσεων αντιστοίχως του άρθρου 49, παράγραφος 1, στοιχείο c, και του άρθρου 53, παράγραφος 1, στοιχείο b, του εργατικού κώδικα, η καταβολή των οποίων εντάσσεται σε πλαίσια θεμελιωδώς διαφορετικά, συνιστά αντικειμενικό λόγο που δικαιολογεί την επίμαχη διαφορετική μεταχείριση.

61

Βάσει του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, στο πρώτο και στο δεύτερο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η ρήτρα 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι δεν αντιτίθεται σε εθνική νομοθεσία κατά την οποία η αποζημίωση που καταβάλλεται στους εργαζομένους που απασχολούνται βάσει συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου συναφθεισών με σκοπό την κάλυψη του χρόνου εργασίας τον οποίο αφήνει ακάλυπτο ένας μερικώς συνταξιοδοτούμενος εργαζόμενος, όπως είναι η επίμαχη στην κύρια δίκη σύμβαση relevo, κατά τη λήξη της χρονικής περιόδου για την οποία συνήφθησαν οι συμβάσεις αυτές, είναι χαμηλότερη από την αποζημίωση που χορηγείται στους εργαζομένους αορίστου χρόνου λόγω καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας τους για αντικειμενική αιτία.

Επί του τρίτου ερωτήματος

62

Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει, κατ’ ουσίαν, ότι το τρίτο ερώτημα υποβάλλεται μόνο για την περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο και στο δεύτερο ερώτημα. Δεδομένης της απαντήσεως που δόθηκε στο πρώτο και στο δεύτερο ερώτημα, παρέλκει η απάντηση στο τρίτο ερώτημα.

Επί των δικαστικών εξόδων

63

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τμήμα μείζονος συνθέσεως) αποφαίνεται:

 

Η ρήτρα 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου, που συνήφθη στις 18 Μαρτίου 1999 και περιλαμβάνεται στο παράρτημα της οδηγίας 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, σχετικά με τη συμφωνία πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι δεν αντιτίθεται σε εθνική νομοθεσία κατά την οποία η αποζημίωση που καταβάλλεται στους εργαζομένους που απασχολούνται βάσει συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου συναφθεισών με σκοπό την κάλυψη του χρόνου εργασίας τον οποίο αφήνει ακάλυπτο ένας μερικώς συνταξιοδοτούμενος εργαζόμενος, όπως είναι η επίμαχη στην κύρια δίκη σύμβαση relevo (αναπληρώσεως), κατά τη λήξη της χρονικής περιόδου για την οποία συνήφθησαν οι συμβάσεις αυτές, είναι χαμηλότερη από την αποζημίωση που χορηγείται στους εργαζομένους αορίστου χρόνου λόγω καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας τους για αντικειμενική αιτία.

 

(υπογραφές)


( *1 ) λώσσα διαδικασίας: η ισπανική.

( 1 ) Στις σκέψεις 35 και 60 του παρόντος κειμένου έγινε τροποποίηση γλωσσικής φύσεως μετά την αρχική ανάρτησή του στην ψηφιακή Συλλογή Νομολογίας.