ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ (τρίτο τμήμα)

της 22ας Σεπτεμβρίου 2016 ( *1 )

«Προσφυγή ακυρώσεως — Αστυνομική και δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις — Αυτοματοποιημένη ανταλλαγή πληροφοριών — Άδειες κυκλοφορίας οχημάτων — Δακτυλοσκοπικά δεδομένα — Νομικό πλαίσιο εφαρμοστέο μετά την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισσαβώνας — Μεταβατικές διατάξεις — Παράγωγη νομική βάση — Διάκριση μεταξύ νομοθετικών πράξεων και εκτελεστικών μέτρων — Διαβούλευση με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο — Πρωτοβουλία κράτους μέλους ή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής — Κανόνες ψηφοφορίας»

Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-14/15 και C-116/15,

με αντικείμενο δύο προσφυγές ακυρώσεως βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, που ασκήθηκαν αντιστοίχως στις 14 Ιανουαρίου 2015 και στις 6 Μαρτίου 2015,

Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, εκπροσωπούμενο από τους F. Drexler και A. Caiola καθώς και από την M. Pencheva, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

προσφεύγoν,

κατά

Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκπροσωπούμενου από τις M.‑M. Joséphidès και K. Michoel καθώς και από τον K. Pleśniak,

καθού,

υποστηριζόμενου από:

την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, εκπροσωπούμενη από τους T. Henze και A. Lippstreu,

και

το Βασίλειο της Σουηδίας, εκπροσωπούμενο από τις A. Falk, C. Meyer-Seitz, U. Persson και N. Otte Widgren καθώς και από τους E. Karlsson και L. Swedenborg,

παρεμβαίνοντα,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),

συγκείμενο από τους L. Bay Larsen (εισηγητή), πρόεδρο τμήματος, D. Šváby, J. Malenovský, M. Safjan και Μ. Βηλαρά, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: N. Wahl

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 7ης Ιουνίου 2016,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Με τις προσφυγές του στις υποθέσεις C-14/15 και C-116/15, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ζητεί την ακύρωση, αντιστοίχως, αφενός, της αποφάσεως 2014/731/ΕΕ του Συμβουλίου, της 9ης Οκτωβρίου 2014, για την έναρξη της αυτοματοποιημένης ανταλλαγής δεδομένων σχετικά με τις άδειες κυκλοφορίας οχημάτων (ΑΚΟ) στη Μάλτα (ΕΕ 2014, L 302, σ. 56), της αποφάσεως 2014/743/EΕ του Συμβουλίου, της 21ης Οκτωβρίου 2014, για την έναρξη στην Κύπρο της αυτοματοποιημένης ανταλλαγής δεδομένων σχετικά με τις άδειες κυκλοφορίας οχημάτων (ΑΚΟ) (ΕΕ 2014, L 308, σ. 100), και της αποφάσεως 2014/744/EΕ του Συμβουλίου, της 21ης Οκτωβρίου 2014, για την έναρξη στην Εσθονία της αυτοματοποιημένης ανταλλαγής δεδομένων σχετικά με τις άδειες κυκλοφορίας οχημάτων (ΑΚΟ) (ΕΕ 2014, L 308, σ. 102), και, αφετέρου, της αποφάσεως 2014/911/EΕ του Συμβουλίου, της 4ης Δεκεμβρίου 2014, για την έναρξη της αυτοματοποιημένης ανταλλαγής δακτυλοσκοπικών δεδομένων στη Λεττονία (ΕΕ 2014, L 360, σ. 28) (στο εξής, από κοινού: προσβαλλόμενες αποφάσεις).

Το νομικό πλαίσιο

Η Συνθήκη του Prüm

2

Το άρθρο 34, παράγραφος 2, της Συνθήκης μεταξύ του Βασιλείου του Βελγίου, της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, του Βασιλείου της Ισπανίας, της Γαλλικής Δημοκρατίας, του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου, του Βασιλείου των Κάτω Χωρών και της Δημοκρατίας της Αυστρίας σχετικά με την αναβάθμιση της διασυνοριακής συνεργασίας, ιδίως όσον αφορά την καταπολέμηση της τρομοκρατίας, του διασυνοριακού εγκλήματος και της παράνομης μετανάστευσης, που υπογράφηκε στο Prüm (Γερμανία) στις 27 Μαΐου 2005 (στο εξής: Συνθήκη του Prüm), έχει ως εξής:

«Η παροχή δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που προβλέπεται στην παρούσα Συνθήκη μπορεί να αρχίσει να λαμβάνει χώρα μόνον όταν οι διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου έχουν μεταφερθεί στο εθνικό δίκαιο των συμβαλλομένων μερών. Η κατά το άρθρο 43 επιτροπή των υπουργών διαπιστώνει, με απόφαση, αν πληρούνται οι προϋποθέσεις αυτές.»

3

Το άρθρο 43, παράγραφος 1, της εν λόγω Συνθήκης προβλέπει τα εξής:

«Τα συμβαλλόμενα μέρη συγκροτούν επιτροπή που απαρτίζεται από υπουργούς των συμβαλλομένων μερών. Η εν λόγω επιτροπή των υπουργών λαμβάνει τις αποφάσεις που είναι αναγκαίες για τη μεταφορά στο εθνικό δίκαιο και για την εφαρμογή της παρούσας Συνθήκης. Οι αποφάσεις της επιτροπής των υπουργών λαμβάνονται με ομοφωνία των συμβαλλομένων μερών.»

Το δίκαιο της Ένωσης

Η απόφαση 2008/615/ΔΕΥ

4

Η αιτιολογική σκέψη 1 της αποφάσεως 2008/615/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 23ης Ιουνίου 2008, σχετικά με την αναβάθμιση της διασυνοριακής συνεργασίας, ιδίως όσον αφορά την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και του διασυνοριακού εγκλήματος (ΕΕ 2008, L 210, σ. 1), έχει ως εξής:

«Κατόπιν της έναρξης ισχύος της [Συνθήκης του Prüm], υποβάλλεται η εν λόγω πρωτοβουλία [...] με σκοπό την ενσωμάτωση των ουσιαστικών διατάξεων της Συνθήκης του Prüm στο νομικό πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.»

5

Το άρθρο 1 της αποφάσεως αυτής ορίζει:

«Μέσω της παρούσας απόφασης, τα κράτη μέλη σκοπεύουν να αναβαθμίσουν τη διασυνοριακή συνεργασία σε θέματα που καλύπτονται από τον τίτλο VΙ της Συνθήκης [ΕΕ], και ιδίως την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ αρχών αρμόδιων για την πρόληψη και τη διερεύνηση αξιόποινων πράξεων. Προς το σκοπό αυτό, η παρούσα απόφαση περιέχει κανόνες στους εξής τομείς:

α)

διατάξεις όσον αφορά τους όρους και τη διαδικασία της αυτοματοποιημένης διαβίβασης προφίλ DNA, δεδομένων σχετικά με δακτυλικά αποτυπώματα και ορισμένων δεδομένων σχετικά με άδειες κυκλοφορίας οχημάτων (κεφάλαιο 2)·

[...]».

6

Το κεφάλαιο 6 της εν λόγω αποφάσεως περιλαμβάνει γενικές διατάξεις σχετικά με την προστασία των δεδομένων στο πλαίσιο της ανταλλαγής πληροφοριών που προβλέπεται από την ίδια απόφαση.

7

Το άρθρο 25, παράγραφοι 2 και 3, της αποφάσεως 2008/615, το οποίο περιλαμβάνεται στο κεφάλαιο 6 αυτής, έχει ως εξής:

« 2.   Η παροχή δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που προβλέπεται στην παρούσα απόφαση δεν μπορεί να γίνει προτού μεταφερθούν οι διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου στο εθνικό δίκαιο των σχετικών κρατών μελών. Το Συμβούλιο αποφασίζει ομόφωνα κατά πόσον έχει πληρωθεί ο όρος αυτός.

3.   Η παράγραφος 2 δεν εφαρμόζεται στα κράτη μέλη στα οποία η παροχή δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σύμφωνα με την παρούσα απόφαση έχει αρχίσει ήδη δυνάμει της [Συνθήκης του Prüm].»

8

Κατά το άρθρο 33 της αποφάσεως αυτής, το οποίο τιτλοφορείται «Μέτρα εφαρμογής», το Συμβούλιο, αποφασίζοντας με ειδική πλειοψηφία και κατόπιν διαβουλεύσεως με το Κοινοβούλιο, θεσπίζει τα μέτρα που απαιτούνται για την εφαρμογή της αποφάσεως αυτής σε επίπεδο Ένωσης.

Η απόφαση 2008/616/ΔΕΥ

9

Το άρθρο 20 της αποφάσεως 2008/616/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 23ης Ιουνίου 2008, για την εφαρμογή της απόφασης 2008/615 (ΕΕ 2008, L 210, σ. 12), έχει ως εξής:

«1.   Το Συμβούλιο λαμβάνει την απόφαση που αναφέρεται στο άρθρο 25 παράγραφος 2 της απόφασης [2008/615] βάσει έκθεσης αξιολόγησης η οποία βασίζεται σε ερωτηματολόγιο.

2.   Όσον αφορά την αυτοματοποιημένη ανταλλαγή δεδομένων σύμφωνα με το κεφάλαιο 2 της απόφασης [2008/615], η έκθεση αξιολόγησης βασίζεται επίσης σε επίσκεψη αξιολόγησης καθώς και σε πιλοτική εφαρμογή που διεξάγεται όταν το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος ενημερώσει τη Γενική Γραμματεία σύμφωνα με την πρώτη πρόταση του άρθρου 36 παράγραφος 2 της απόφασης [2008/615].

3.   Περαιτέρω λεπτομέρειες της διαδικασίας περιέχονται στο κεφάλαιο 4 του παραρτήματος.»

Οι προσβαλλόμενες αποφάσεις

10

Οι προσβαλλόμενες αποφάσεις, οι οποίες κάνουν αναφορά, αφενός, στην απόφαση 2008/615, ιδίως δε στο άρθρο 25 αυτής, και, αφετέρου, στην απόφαση 2008/616, ιδίως δε στο άρθρο 20 και στο κεφάλαιο 4 του παραρτήματος αυτής, διαλαμβάνουν, στις αιτιολογικές σκέψεις τους 1 έως 3, τα εξής:

«(1)

Σύμφωνα με το πρωτόκολλο σχετικά με τις μεταβατικές διατάξεις, το οποίο προσαρτάται στη Συνθήκη [ΕΕ], στη Συνθήκη [ΛΕΕ] και στη Συνθήκη [ΕΚΑΕ], τα έννομα αποτελέσματα των πράξεων των θεσμικών οργάνων, των λοιπών οργάνων και των οργανισμών της Ένωσης που έχουν εκδοθεί πριν από την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισσαβώνας διατηρούνται έως ότου οι πράξεις αυτές καταργηθούν, ακυρωθούν ή τροποποιηθούν κατ’ εφαρμογή των Συνθηκών.

(2)

Ως εκ τούτου, εφαρμόζεται το άρθρο 25 της απόφασης [2008/615] και το Συμβούλιο πρέπει να αποφασίζει ομόφωνα εάν τα κράτη μέλη έχουν εφαρμόσει τις διατάξεις του κεφαλαίου 6 της εν λόγω απόφασης.

(3)

Το άρθρο 20 της απόφασης [2008/616] προβλέπει ότι οι αποφάσεις οι οποίες αναφέρονται στο άρθρο 25, παράγραφος 2, της απόφασης [2008/615] πρέπει να λαμβάνονται βάσει έκθεσης αξιολόγησης, η οποία βασίζεται σε ερωτηματολόγιο. Όσον αφορά την αυτοματοποιημένη ανταλλαγή δεδομένων σύμφωνα με το κεφάλαιο 2 της απόφασης [2008/615], η έκθεση αξιολόγησης πρέπει να βασίζεται σε επίσκεψη αξιολόγησης και σε πιλοτική εφαρμογή.»

11

Το άρθρο 1 της αποφάσεως 2014/731 ορίζει:

«Για τους σκοπούς της αυτοματοποιημένης αναζήτησης αδειών κυκλοφορίας οχημάτων (ΑΚΟ), η Μάλτα έχει εφαρμόσει πλήρως τις γενικές διατάξεις σχετικά με την προστασία δεδομένων του κεφαλαίου 6 της απόφασης [2008/615] και δικαιούται να λαμβάνει και να παρέχει προσωπικά δεδομένα σύμφωνα με το άρθρο 12 της εν λόγω απόφασης από την ημέρα έναρξης ισχύος της παρούσας απόφασης.»

12

Το άρθρο 1 της αποφάσεως 2014/743 ορίζει:

«Για τους σκοπούς της αυτοματοποιημένης αναζήτησης αδειών κυκλοφορίας οχημάτων (ΑΚΟ), η Κύπρος έχει εφαρμόσει πλήρως τις γενικές διατάξεις σχετικά με την προστασία δεδομένων του κεφαλαίου 6 της απόφασης [2008/615] και δικαιούται να λαμβάνει και να παρέχει προσωπικά δεδομένα σύμφωνα με το άρθρο 12 της εν λόγω απόφασης από την ημέρα έναρξης ισχύος της παρούσας απόφασης.»

13

Το άρθρο 1 της αποφάσεως 2014/744 έχει ως εξής:

«Για τους σκοπούς της αυτοματοποιημένης αναζήτησης αδειών κυκλοφορίας οχημάτων (ΑΚΟ), η Εσθονία έχει εφαρμόσει πλήρως τις γενικές διατάξεις σχετικά με την προστασία δεδομένων του κεφαλαίου 6 της απόφασης [2008/615] και δικαιούται να λαμβάνει και να παρέχει προσωπικά δεδομένα σύμφωνα με το άρθρο 12 της εν λόγω απόφασης από την ημέρα έναρξης ισχύος της παρούσας απόφασης.»

14

Το άρθρο 1 της αποφάσεως 2014/911 έχει ως εξής:

«Για τους σκοπούς της αυτοματοποιημένης αναζήτησης δακτυλοσκοπικών δεδομένων, η Λεττονία έχει εφαρμόσει πλήρως τις γενικές διατάξεις σχετικά με την προστασία δεδομένων του κεφαλαίου 6 της απόφασης [2008/615] και δικαιούται να λαμβάνει και να παρέχει προσωπικά δεδομένα σύμφωνα με το άρθρο 9 της εν λόγω απόφασης, από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της παρούσας απόφασης.»

Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου και τα αιτήματα των διαδίκων

15

Το Κοινοβούλιο ζητεί από το Δικαστήριο:

να ακυρώσει τις προσβαλλόμενες αποφάσεις και

να καταδικάσει το Συμβούλιο στα δικαστικά έξοδα.

16

Το Συμβούλιο ζητεί από το Δικαστήριο:

να απορρίψει τις προσφυγές ως αβάσιμες όσον αφορά τον πρώτο λόγο ακυρώσεως καθώς και το πρώτο σκέλος και τις δύο πρώτες αιτιάσεις που προβάλλονται με το δεύτερο σκέλος του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, επαφίεται δε στην κρίση του Δικαστηρίου ως προς την τρίτη αιτίαση που προβάλλεται με το δεύτερο σκέλος του δευτέρου λόγου ακυρώσεως·

επικουρικώς, σε περίπτωση ακυρώσεως των προσβαλλομένων αποφάσεων, να αποφασίσει τη διατήρηση των αποτελεσμάτων των εν λόγω αποφάσεων μέχρις ότου αυτές αντικατασταθούν από νέες πράξεις, και

να καταδικάσει το Κοινοβούλιο στα δικαστικά έξοδα.

17

Με απόφαση του Προέδρου του Δικαστηρίου της 8ης Απριλίου 2015, οι υποθέσεις C-14/15 και C-116/15 ενώθηκαν προς διευκόλυνση της έγγραφης και της προφορικής διαδικασίας και προς έκδοση κοινής αποφάσεως.

18

Με αποφάσεις του Προέδρου του Δικαστηρίου της 24ης Ιουνίου 2015, επετράπη στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και στο Βασίλειο της Σουηδίας να παρέμβουν υπέρ του Συμβουλίου στις υποθέσεις C-14/15 και C-116/15. Ωστόσο, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας δεν έλαβε μέρος σε κανένα στάδιο της παρούσας διαδικασίας.

Επί των προσφυγών

19

Το Κοινοβούλιο προβάλλει δύο λόγους ακυρώσεως προς στήριξη των προσφυγών του, οι οποίοι αντλούνται, αντιστοίχως, από επιλογή εσφαλμένης ή παράνομης νομικής βάσεως των προσβαλλομένων αποφάσεων και από παράβαση ουσιώδους τύπου κατά τη διαδικασία εκδόσεως των αποφάσεων αυτών.

Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται επιλογή εσφαλμένης ή παράνομης νομικής βάσεως

Επιχειρήματα των διαδίκων

20

Το Κοινοβούλιο προβάλλει κατ’ αρχάς ότι το άρθρο 9 του πρωτοκόλλου (αριθ. 36) σχετικά με τις μεταβατικές διατάξεις (στο εξής: πρωτόκολλο σχετικά με τις μεταβατικές διατάξεις), άρθρο το οποίο αφορά τις πράξεις που έχουν εκδοθεί βάσει της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση πριν από την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισσαβώνας, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι διατηρούνται μόνον τα ουσιαστικά αποτελέσματα των πράξεων του πρώην «τρίτου πυλώνα» και όχι οι διαδικασίες λήψεως αποφάσεων στις οποίες αναφέρονται οι πράξεις αυτές. Επομένως, κατά την άποψη του Κοινοβουλίου, οι διαδικασίες αυτές δεν μπορούν πλέον να χρησιμοποιούνται εφόσον δεν περιλαμβάνονται πλέον στις Συνθήκες.

21

Το Κοινοβούλιο επισημαίνει ότι οι προσβαλλόμενες αποφάσεις στηρίζονται στο άρθρο 25, παράγραφος 2, της αποφάσεως 2008/615 και υποστηρίζει ότι η διάταξη αυτή πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι θεσπίζει μια διαδικασία σχετική με την έκδοση νομοθετικών πράξεων.

22

Συναφώς, το Κοινοβούλιο διατείνεται ότι, κατά τον χρόνο εκδόσεως της ως άνω αποφάσεως, το άρθρο 34, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, ΕΕ προέβλεπε δύο διακριτές διαδικασίες για την έκδοση των νομοθετικών πράξεων και για τη θέσπιση των εκτελεστικών μέτρων και ότι μόνον η διαδικασία εκείνη που αφορούσε τις νομοθετικές πράξεις προϋπέθετε απόφαση του Συμβουλίου με ομοφωνία, όπως απαιτεί το άρθρο 25, παράγραφος 2, της ως άνω αποφάσεως. Επιπλέον, κατά την άποψη του Κοινοβουλίου, η θέσπιση των εκτελεστικών μέτρων της ίδιας αποφάσεως διέπεται ειδικώς από το άρθρο 33 αυτής, πράγμα που συνεπάγεται ότι τα μέτρα που θεσπίζονται βάσει άλλης διατάξεως της αποφάσεως 2008/615 δεν μπορούν να χαρακτηρισθούν ως «εκτελεστικά μέτρα». Τέλος, αν και, κατόπιν της ασκήσεως της προσφυγής του Κοινοβουλίου επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 16ης Απριλίου 2015, Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου (C-317/13 και C-679/13, EU:C:2015:223), το Συμβούλιο προσέθεσε τη λέξη «[εκτελεστική]» στον τίτλο διαφόρων αποφάσεων που εκδόθηκαν βάσει πράξεων που εμπίπτουν στον πρώην «τρίτο πυλώνα», το τελευταίο αυτό θεσμικό όργανο δεν προέβη σε παρόμοια τροποποίηση του τίτλου των προσβαλλομένων αποφάσεων.

23

Κατά την άποψη του Κοινοβουλίου, στο μέτρο που ο νομοθέτης της Ένωσης ουδέποτε υπέχει υποχρέωση να μεταβιβάζει ή να αναθέτει εξουσίες, μια συγκεκριμένη πράξη θα μπορούσε ενίοτε να θεσπισθεί είτε ως νομοθετική πράξη είτε ως εκτελεστικό μέτρο, ανάλογα με την επιλογή στην οποία προβαίνει ο εν λόγω νομοθέτης.

24

Επομένως, όπως υποστηρίζει το Κοινοβούλιο, οι προσβαλλόμενες αποφάσεις πρέπει να θεωρηθούν νομοθετικές πράξεις και, ως εκ τούτου, θα έπρεπε να στηρίζονται στις ίδιες νομικές βάσεις με την απόφαση 2008/615, όπως αυτές τροποποιήθηκαν με τη Συνθήκη της Λισσαβώνας, ήτοι στο άρθρο 82, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, και στο άρθρο 87, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, ΣΛΕΕ.

25

Επικουρικώς, το Κοινοβούλιο προβάλλει ότι, ακόμη και στην περίπτωση που το Δικαστήριο κρίνει ότι τα άρθρα 82 και 87 ΣΛΕΕ δεν αποτελούν τις ενδεδειγμένες νομικές βάσεις για την έκδοση των προσβαλλομένων αποφάσεων, οι τελευταίες αυτές αποφάσεις θα πρέπει, όμως, να ακυρωθούν, λόγω της ab initio ελλείψεως νομιμότητας του άρθρου 25, παράγραφος 2, της αποφάσεως 2008/615, ήτοι της νομικής βάσεως που επέλεξε το Συμβούλιο.

26

Συναφώς, το Κοινοβούλιο διατείνεται ότι το άρθρο 25, παράγραφος 2, της αποφάσεως 2008/615 δημιουργεί μια παράγωγη νομική βάση που απλοποιεί τους διαδικαστικούς κανόνες που προβλέπονται από τις Συνθήκες όσον αφορά την έκδοση νομοθετικών πράξεων στον οικείο τομέα, καθόσον δεν προβλέπει ούτε προηγούμενη πρωτοβουλία κράτους μέλους ή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ούτε διαβούλευση με το Κοινοβούλιο, ενώ τα στοιχεία αυτά απαιτούνταν δυνάμει του άρθρου 34, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, ΕΕ, που ήταν εφαρμοστέο κατά την ημερομηνία εκδόσεως της αποφάσεως 2008/615.

27

Επιπλέον, κατά την άποψη του Κοινοβουλίου, σε περίπτωση που το Δικαστήριο κρίνει ότι οι προσβαλλόμενες αποφάσεις συνιστούν εκτελεστικά μέτρα, η θεσπισθείσα με το άρθρο 25, παράγραφος 2, της αποφάσεως 2008/615 διαδικασία αποκλίνει από τη Συνθήκη ΕΕ, όχι μόνον όσον αφορά το καθεστώς της πρωτοβουλίας και την έλλειψη διαβουλεύσεως με το Κοινοβούλιο, αλλά και στον βαθμό που απαιτεί ομόφωνη απόφαση του Συμβουλίου αντί μιας αποφάσεως του εν λόγω θεσμικού οργάνου με ειδική πλειοψηφία.

28

Το Συμβούλιο εκτιμά ότι το άρθρο 25, παράγραφος 2, της αποφάσεως 2008/615 καθιερώνει υπέρ του εν λόγω θεσμικού οργάνου δυνατότητα ασκήσεως εκτελεστικών εξουσιών. Επομένως, κατά το Συμβούλιο, οι προσβαλλόμενες αποφάσεις αποτελούν όντως εκτελεστικά μέτρα και όχι νομοθετικές πράξεις.

29

Συναφώς, το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι η θέση του Κοινοβουλίου, σύμφωνα με την οποία το γεγονός ότι το άρθρο αυτό προβλέπει ψηφοφορία διεξαγόμενη σύμφωνα με τον κανόνα της ομοφωνίας υποδηλώνει ότι το εν λόγω άρθρο έχει ως σκοπό την έκδοση νομοθετικών πράξεων, παραβλέπει τη νομολογία του Δικαστηρίου σύμφωνα με την οποία η νομική βάση είναι αυτή που καθορίζει την ακολουθητέα διαδικασία και όχι το αντίστροφο.

30

Επιπλέον, κατά την άποψη του Συμβουλίου, οι όροι που χρησιμοποιήθηκαν στο άρθρο 25, παράγραφος 2, της αποφάσεως 2008/615, η εν γένει οικονομία της αποφάσεως αυτής και το γεγονός ότι οι πράξεις που εκδίδονται βάσει της διατάξεως αυτής στερούνται αυτοτελών σκοπών συνηγορούν υπέρ του ότι οι πράξεις αυτές αποτελούν εκτελεστικά μέτρα της εν λόγω αποφάσεως.

31

Όσον αφορά την προβαλλόμενη έλλειψη νομιμότητας του άρθρου 25, παράγραφος 2, της αποφάσεως 2008/615, το Συμβούλιο επισημαίνει ότι από τις αποφάσεις της 16ης Απριλίου 2015, Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου (C-317/13 και C-679/13, EU:C:2015:223) και της 16ης Απριλίου 2015, Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου (C-540/13, EU:C:2015:224) απορρέει ότι η απόκλιση μεταξύ των προβλεπομένων από την εν λόγω διάταξη διαδικασιών και των Συνθηκών δεν μπορεί να επάγεται έλλειψη νομιμότητας της εν λόγω διατάξεως, αλλά αντιθέτως θα πρέπει να αναζητηθεί μια συνεκτική ερμηνεία.

32

Ειδικότερα, όσον αφορά την απαίτηση ψηφοφορίας διεξαγόμενης σύμφωνα με τον κανόνα της ομοφωνίας, το Συμβούλιο εκτιμά ότι το επιχείρημα του Κοινοβουλίου στηρίζεται σε παρανόηση που απορρέει από την ατυχή διατύπωση του άρθρου 25, παράγραφος 2, της αποφάσεως 2008/615.

33

Έτσι, κατά την άποψη του Συμβουλίου, ενώ για να περιγραφεί μια ομόφωνη απόφαση του Συμβουλίου θα γινόταν, κατά κανόνα, λόγος για «έκδοση απόφασης από το Συμβούλιο με ομοφωνία», η ως άνω διάταξη χρησιμοποιεί την πιο διφορούμενη έκφραση «αποφασίζει ομόφωνα».

34

Στο πλαίσιο αυτό, το Συμβούλιο εκτιμά, βάσει της εν γένει οικονομίας της αποφάσεως 2008/615 και των όρων που χρησιμοποιήθηκαν στην εν λόγω απόφαση, ότι η επίμαχη διαδικασία περιλαμβάνει, στην πραγματικότητα, δύο στάδια. Σε πρώτο χρόνο, το Συμβούλιο θα πρέπει να προβεί στην πραγματική διαπίστωση περί του αν πληρούται η προϋπόθεση που μνημονεύεται στο άρθρο 25, παράγραφος 2, της εν λόγω αποφάσεως, πράγμα το οποίο προϋποθέτει την ύπαρξη δέσμης συμφωνιών, ρητών ή σιωπηρών, με τις οποίες όλα τα κράτη μέλη εκφράζουν τη συγκατάθεσή τους. Το στάδιο αυτό είναι επιβεβλημένο λόγω της πραγματικής ανάγκης να κατοχυρωθούν η ακεραιότητα και η ασφάλεια του συστήματος ανταλλαγής δεδομένων μεταξύ των κρατών μελών. Σε δεύτερο χρόνο, το Συμβούλιο λαμβάνει απόφαση, με ειδική πλειοψηφία, σχετικά με τον καθορισμό της ημερομηνίας ενάρξεως της παροχής δεδομένων.

35

Κατά την άποψη του Συμβουλίου, ένα παρόμοιο σύστημα, το οποίο χαρακτηρίζεται από τον συνδυασμό του σταδίου του συναινετικού ελέγχου της εύρυθμης λειτουργίας ενός συγκεκριμένου δικτύου και του σταδίου της επίσημης αποφάσεως του Συμβουλίου κατόπιν του εν λόγω ελέγχου, ισχύει για την έκδοση διαφόρων νομικών πράξεων.

36

Κατά το Συμβούλιο, όσον αφορά την απόφαση 2008/615, ο νομοθέτης της Ένωσης, λόγω του ιστορικού πλαισίου στο οποίο εντάσσεται η έκδοσή της, ήτοι της ενσωμάτωσης του μηχανισμού που έχει θεσπιστεί με τη Συνθήκη του Prüm στο νομικό πλαίσιο της Ένωσης, δεν προέβη σε επαρκή διάκριση μεταξύ των δύο σταδίων της επίμαχης διαδικασίας, ενοποιώντας την κατά το πρώτο στάδιο συναίνεση και την κατά το δεύτερο στάδιο ειδική πλειοψηφία σε μία και μόνη απαίτηση, ήτοι την απαίτηση ομοφωνίας με αναφορά στο προηγούμενο συναινετικό στάδιο.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

37

Εκ προοιμίου, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι από το κείμενο των προσβαλλομένων αποφάσεων προκύπτει σαφώς ότι οι εν λόγω αποφάσεις στηρίζονται στο άρθρο 25 της αποφάσεως 2008/615 και στο άρθρο 20 της αποφάσεως 2008/616 (βλ., κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις της 16ης Απριλίου 2015, Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου, C-317/13 και C-679/13, EU:C:2015:223, σκέψεις 28 έως 31, καθώς και της 10ης Σεπτεμβρίου 2015, Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου, C-363/14, EU:C:2015:579, σκέψεις 23 έως 26), λαμβανομένου υπόψη ότι το τελευταίο αυτό άρθρο αρκείται, κατά τα λοιπά, στο να αποσαφηνίσει τις προϋποθέσεις εκδόσεως των αποφάσεων που αναφέρονται στο άρθρο 25 της αποφάσεως 2008/615.

38

Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η επιλογή της νομικής βάσεως πράξεως της Ένωσης πρέπει να στηρίζεται σε αντικειμενικά στοιχεία δυνάμενα να αποτελέσουν αντικείμενο δικαστικού ελέγχου, στα οποία συγκαταλέγονται ο σκοπός και το περιεχόμενο της πράξεως αυτής (απόφαση της 6ης Μαΐου 2014, Επιτροπή κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, C-43/12, EU:C:2014:298, σκέψη 29 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

39

Εν προκειμένω, οι διάδικοι δεν διαφωνούν ως προς τη σχέση μεταξύ, αφενός, του άρθρου 25, παράγραφος 2, της αποφάσεως 2008/615 και, αφετέρου, του σκοπού ή του περιεχομένου των προσβαλλομένων αποφάσεων.

40

Αντιθέτως, το Κοινοβούλιο υποστηρίζει, αφενός, ότι η εν λόγω διάταξη δεν μπορεί πλέον να χρησιμεύσει ως νομική βάση για την έκδοση νέων πράξεων μετά την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισσαβώνας και, αφετέρου, ότι η εν λόγω διάταξη δεν είναι, εν πάση περιπτώσει, σύννομη.

41

Όσον αφορά το επιχείρημα του Κοινοβουλίου ότι η διαδικασία που προβλέπεται από το άρθρο 25, παράγραφος 2, της αποφάσεως 2008/615 δεν μπορεί πλέον να έχει εφαρμογή μετά την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισσαβώνας, πρέπει να υπομνησθεί ότι το πρωτόκολλο σχετικά με τις μεταβατικές διατάξεις περιλαμβάνει ρυθμίσεις οι οποίες αφορούν ειδικώς το νομικό καθεστώς που εφαρμόζεται, μετά την έναρξη ισχύος της Συνθήκης αυτής, επί των πράξεων που έχουν εκδοθεί βάσει της Συνθήκης ΕΕ πριν από την εν λόγω ημερομηνία (απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2015, Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου, C-363/14, EU:C:2015:579, σκέψη 68 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

42

Ειδικότερα, το άρθρο 9 του πρωτοκόλλου αυτού προβλέπει ότι τα έννομα αποτελέσματα τέτοιων πράξεων διατηρούνται έως ότου οι πράξεις αυτές καταργηθούν, ακυρωθούν ή τροποποιηθούν κατ’ εφαρμογή των Συνθηκών.

43

Το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι το προαναφερθέν άρθρο πρέπει να ερμηνεύεται υπό την έννοια ότι διάταξη πράξεως εκδοθείσας νομίμως βάσει της Συνθήκης ΕΕ πριν από την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισσαβώνας, η οποία προβλέπει τους διαδικαστικούς κανόνες για τη λήψη άλλων μέτρων, εξακολουθεί να παράγει τα έννομα αποτελέσματά της καθ’ όσο χρόνο δεν έχει καταργηθεί, ακυρωθεί ή τροποποιηθεί και καθιστά δυνατή τη λήψη των εν λόγω μέτρων κατ’ εφαρμογήν της διαδικασίας την οποία η ίδια καθορίζει (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις της 16ης Απριλίου 2015, Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου, C-540/13, EU:C:2015:224, σκέψη 47, και της 10ης Σεπτεμβρίου 2015, Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου, C-363/14, EU:C:2015:579, σκέψη 70).

44

Επομένως, αυτή καθαυτή η έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισσαβώνας δεν αποκλείει την έκδοση πράξεων, όπως είναι οι προσβαλλόμενες αποφάσεις, στο πλαίσιο της διαδικασίας που καθορίζεται στο άρθρο 25 της αποφάσεως 2008/615. Κατά συνέπεια, το επιχείρημα του Κοινοβουλίου ότι τέτοιες πράξεις πρέπει οπωσδήποτε να στηρίζονται στο άρθρο 82, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, και στο άρθρο 87, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, ΣΛΕΕ δεν μπορεί να ευδοκιμήσει.

45

Ως εκ τούτου, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως που προέβαλε το Κοινοβούλιο προς στήριξη των προσφυγών του μπορεί να γίνει δεκτός μόνον αν στοιχειοθετηθεί η έλλειψη νομιμότητας του άρθρου 25, παράγραφος 2, της αποφάσεως 2008/615.

46

Το Κοινοβούλιο διατείνεται ότι τούτο όντως ισχύει, εφόσον από το εν λόγω άρθρο προκύπτει ότι οι διαδικαστικοί κανόνες τους οποίους αυτό θεσπίζει όσον αφορά τη λήψη μέτρων όπως οι προσβαλλόμενες αποφάσεις διαφέρουν από εκείνους που απορρέουν από τη διαδικασία την οποία προβλέπουν συναφώς οι Συνθήκες.

47

Από τη νομολογία όμως του Δικαστηρίου προκύπτει ότι, καθόσον οι κανόνες σχετικά τον τρόπο με τον οποίο διαμορφώνεται η βούληση των θεσμικών οργάνων της Ένωσης προβλέπονται από τις Συνθήκες και είναι δεσμευτικοί τόσο για τα κράτη μέλη όσο και για τα ίδια τα όργανα, μόνον οι Συνθήκες μπορούν, σε ειδικές περιπτώσεις, να εξουσιοδοτούν ένα θεσμικό όργανο να τροποποιεί διαδικασία λήψεως αποφάσεως την οποία αυτές θεσπίζουν. Επομένως, η τυχόν αναγνώριση σε ένα όργανο της δυνατότητας να δημιουργεί, με διατάξεις του παράγωγου δικαίου, νέες νομικές βάσεις που επιτρέπουν την έκδοση νομοθετικών πράξεων ή τη λήψη εκτελεστικών μέτρων, ανεξαρτήτως του αν η αναγνώριση της δυνατότητας αυτής έχει ως σκοπό να ενισχύσει ή να απλοποιήσει τους διαδικαστικούς κανόνες εκδόσεως της πράξεως, θα ισοδυναμούσε με απονομή στο όργανο αυτό νομοθετικής εξουσίας η οποία θα υπερέβαινε τα όρια που προβλέπουν σχετικώς οι Συνθήκες (απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2015, Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου, C-363/14, EU:C:2015:579, σκέψη 43 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

48

Συναφώς, δεδομένου ότι η νομιμότητα πράξεως της Ένωσης πρέπει να εκτιμάται σε συνάρτηση με τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που υφίστανται κατά την ημερομηνία εκδόσεως της πράξεως αυτής, η νομιμότητα του άρθρου 25, παράγραφος 2, της αποφάσεως 2008/615 πρέπει να εκτιμηθεί με γνώμονα τις διατάξεις οι οποίες ρύθμιζαν τη θέσπιση μέτρων όπως οι προσβαλλόμενες αποφάσεις κατά την ημερομηνία εκδόσεως της ως άνω αποφάσεως, δηλαδή με γνώμονα το άρθρο 34, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, και το άρθρο 39, παράγραφος 1, ΕΕ (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις της 16ης Απριλίου 2015, Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου, C-540/13, EU:C:2015:224, σκέψη 35, και της 10ης Σεπτεμβρίου 2015, Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου, C-363/14, EU:C:2015:579, σκέψη 59).

49

Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι το Συμβούλιο, αποφασίζοντας με ομοφωνία κατόπιν πρωτοβουλίας οποιουδήποτε κράτους μέλους ή της Επιτροπής, μπορεί να θεσπίζει νομοθετικές πράξεις για σκοπούς που συνάδουν με τους στόχους του τίτλου VI της Συνθήκης ΕΕ, εξαιρέσει, εντούτοις, των τομέων που μνημονεύονται στο άρθρο 34, παράγραφος 2, στοιχεία αʹ και βʹ, ΕΕ, και, αποφασίζοντας με πλειοψηφία, θεσπίζει τα μέτρα που είναι αναγκαία για την εκτέλεση των πράξεων αυτών σε επίπεδο Ένωσης (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2015, Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου, C-363/14, EU:C:2015:579, σκέψεις 60 έως 66). Σε αμφότερες τις περιπτώσεις, τα μέτρα αυτά μπορούν να λαμβάνονται μόνον κατόπιν διαβουλεύσεως με το Κοινοβούλιο (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 16ης Απριλίου 2015, Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου, C-540/13, EU:C:2015:224, σκέψη 36).

50

Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η διαδικασία που καθορίζεται από το πρωτογενές δίκαιο, στην οποία πρέπει να αντιστοιχεί η διαδικασία που προβλέπεται από το άρθρο 25, παράγραφος 2, της αποφάσεως 2008/615, θα διαφέρει ανάλογα με το αν οι πράξεις που εκδίδονται κατ’ εφαρμογήν της διατάξεως αυτής πρέπει να θεωρηθούν ως νομοθετικές πράξεις ή ως εκτελεστικά μέτρα.

51

Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να επισημανθεί ότι το Κοινοβούλιο δεν αμφισβητεί το γεγονός ότι ο νομοθέτης της Ένωσης είχε τη δυνατότητα να προβλέπει την έκδοση πράξεων, όπως είναι οι προσβαλλόμενες αποφάσεις, ως εκτελεστικά μέτρα. Απεναντίας, το Κοινοβούλιο υποστηρίζει ότι ο εν λόγω νομοθέτης επέλεξε να μην κάνει χρήση της ευχέρειας αυτής και ότι, αντιθέτως, αποφάσισε να επιφυλάξει στον εαυτό του την εξουσία εκδόσεως τέτοιων πράξεων.

52

Επομένως, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει το Συμβούλιο, το ως άνω επιχείρημα του Κοινοβουλίου δεν μπορεί να απορριφθεί απλώς και μόνον λόγω του ότι έχει στοιχειοθετηθεί, ενδεχομένως, ότι από τον σκοπό και από το περιεχόμενο των πράξεων που αναφέρονται στο άρθρο 25, παράγραφος 2, της αποφάσεως 2008/615 απορρέει ότι η έκδοση των εν λόγω πράξεων μπορεί να ανατεθεί σε μια εκτελεστική αρχή, καθόσον οι εν λόγω πράξεις δεν θεσπίζουν τα ουσιώδη στοιχεία μιας βασικής ρυθμίσεως, της οποίας η έκδοση προϋποθέτει πολιτικές επιλογές που εμπίπτουν αποκλειστικώς στην αρμοδιότητα του νομοθέτη της Ένωσης.

53

Συγκεκριμένα, η διαφωνία μεταξύ των διαδίκων δεν αφορά το θέμα αυτό, αλλά μάλλον το ζήτημα αν ο νομοθέτης της Ένωσης, θεσπίζοντας το άρθρο 25, παράγραφος 2, της αποφάσεως 2008/615, αποφάσισε να απονείμει στο Συμβούλιο παράγωγη νομοθετική αρμοδιότητα ή απλή εκτελεστική εξουσία.

54

Συναφώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η διάταξη αυτή δεν προβαίνει σε ρητό χαρακτηρισμό των πράξεων των οποίων επιτρέπει την έκδοση.

55

Ωστόσο, από το γράμμα της διατάξεως αυτής προκύπτει ότι η πράξη που εκδίδεται από το Συμβούλιο στο πλαίσιο αυτό αποσκοπεί μόνον στο να διασφαλιστεί ότι το κεφάλαιο 6 της αποφάσεως 2008/615, το οποίο θεσπίζει γενικές διατάξεις σχετικά με την προστασία δεδομένων, όντως εφαρμόζεται στο έδαφος κράτους μέλους προκειμένου να επιτραπεί η παροχή στο κράτος μέλος αυτό δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, η οποία προβλέπεται από την εν λόγω απόφαση.

56

Επομένως, τόσο από τις προϋποθέσεις εκδόσεως της εν λόγω πράξεως όσο και από τα αποτελέσματα της εν λόγω πράξεως απορρέει ότι πρόθεση του νομοθέτη της Ένωσης ήταν να περιορίσει αυστηρά το αντικείμενο της εν λόγω πράξεως ώστε αυτό να συνίσταται στην εφαρμογή του πλαισίου που έχει θεσπιστεί με την απόφαση 2008/615, χωρίς να αναθέτει στο Συμβούλιο το καθήκον να προβαίνει, επ’ ευκαιρία της εκδόσεως της ίδιας πράξεως, σε σημαντικές πολιτικές επιλογές.

57

Η διαπίστωση αυτή επιβεβαιώνεται από το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται το άρθρο 25, παράγραφος 2, της αποφάσεως αυτής και το οποίο πρέπει να ληφθεί υπόψη για την ερμηνεία της εν λόγω διατάξεως (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 2014, M’Bodj, C-542/13, EU:C:2014:2452, σκέψη 34).

58

Έτσι, η διάταξη αυτή περιλαμβάνεται σε ένα κεφάλαιο της εν λόγω αποφάσεως που έχει ως αντικείμενο την αποσαφήνιση των προϋποθέσεων που επιτρέπουν την εφαρμογή, σε κράτη μέλη άλλα από αυτά που αναφέρονται στο άρθρο 25, παράγραφος 3, της εν λόγω αποφάσεως, των μηχανισμών ανταλλαγής πληροφοριών τους οποίους θεσπίζει η ίδια απόφαση.

59

Πρέπει, επίσης, να επισημανθεί ότι από το άρθρο 20 της αποφάσεως 2008/616 και από το κεφάλαιο 4 του παραρτήματος της εν λόγω αποφάσεως, στο οποίο παραπέμπει το ως άνω άρθρο, απορρέει ότι πράξεις όπως οι προσβαλλόμενες αποφάσεις πρέπει να εκδίδονται κατόπιν διαδικασίας αξιολογήσεως, η οποία είναι κατ’ ουσίαν τεχνικής φύσεως και η οποία διεξάγεται από ομάδα εργασίας του Συμβουλίου και από ομάδα πραγματογνωμόνων.

60

Τα διάφορα αυτά στοιχεία, σε συνδυασμό με την ανυπαρξία, στην απόφαση 2008/615, οποιασδήποτε αναφοράς στην έκδοση νομοθετικής πράξεως ή σε ενδεχόμενη βούληση του νομοθέτη της Ένωσης να επιφυλάξει στον εαυτό του την αρμοδιότητα ρυθμίσεως του οικείου τομέα, είναι ικανά να καταδείξουν ότι ο εν λόγω νομοθέτης, θεσπίζοντας το άρθρο 25, παράγραφος 2, της ως άνω αποφάσεως, αποφάσισε να αναθέσει στο Συμβούλιο το καθήκον να λαμβάνει μέτρα που είναι αναγκαία για την εφαρμογή της εν λόγω αποφάσεως σε επίπεδο Ένωσης.

61

Η ανάλυση αυτή δεν τίθεται εν αμφιβόλω από τα επιχειρήματα που προέβαλε το Κοινοβούλιο.

62

Πρώτον, το γεγονός ότι το άρθρο 25, παράγραφος 2, της αποφάσεως 2008/615 διευκρινίζει ότι το Συμβούλιο «αποφασίζει ομόφωνα» δεν αρκεί για να αποδειχθεί ότι πρόθεση του νομοθέτη ήταν να αναφερθεί στη διαδικασία που προβλέπεται από το άρθρο 34, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, ΕΕ για την έκδοση νομοθετικών πράξεων.

63

Συγκεκριμένα, καίτοι η διαδικασία αυτή απαιτεί όντως να αποφασίζει το Συμβούλιο με ομοφωνία, η παράθεση μόνον αυτού του κανόνα ψηφοφορίας χωρίς να μνημονεύονται οι άλλες απαιτήσεις της εν λόγω διαδικασίας, ήτοι η πρωτοβουλία κράτους μέλους ή της Επιτροπής και η διαβούλευση με το Κοινοβούλιο, δεν μπορεί να εκληφθεί ως καταδεικνύουσα σαφώς τη βούληση του νομοθέτη της Ένωσης να προβλέπει την εφαρμογή της εν λόγω διαδικασίας.

64

Η ανάλυση αυτή επιβεβαιώνεται από το ιστορικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται η έκδοση της αποφάσεως 2008/615. Συγκεκριμένα, όπως υπογραμμίζεται στην αιτιολογική σκέψη 1 της εν λόγω αποφάσεως, αυτή έχει ως σκοπό την ενσωμάτωση των ουσιαστικών διατάξεων της Συνθήκης του Prüm στο νομικό πλαίσιο της Ένωσης. Το άρθρο 34, παράγραφος 2, της εν λόγω Συνθήκης προέβλεπε έναν μηχανισμό παρεμφερή με αυτόν που έχει θεσπιστεί με το άρθρο 25, παράγραφος 2, της εν λόγω αποφάσεως, ο οποίος προϋπέθετε ιδίως, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 43, παράγραφος 1, της εν λόγω Συνθήκης, τη λήψη ομόφωνης αποφάσεως εκ μέρους των υπουργών των κρατών που είναι συμβαλλόμενα μέρη της εν λόγω Συνθήκης.

65

Δεύτερον, το γεγονός ότι το άρθρο 33 της αποφάσεως 2008/615 απονέμει στο Συμβούλιο την εξουσία να θεσπίζει μέτρα εκτελέσεως της εν λόγω αποφάσεως δεν είναι καθοριστικής σημασίας.

66

Πράγματι, είναι προφανές ότι το άρθρο 33 και το άρθρο 25, παράγραφος 2, της εν λόγω αποφάσεως επιτελούν αισθητά διαφορετικές λειτουργίες. Έτσι, ενώ η πρώτη διάταξη, η οποία αντικατοπτρίζει απλώς την εξουσία που απονέμεται στο Συμβούλιο με το άρθρο 34, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, ΕΕ, αφορά, κατά γενικό τρόπο, τη θέσπιση μέτρων εκτελέσεως της εν λόγω αποφάσεως, η δεύτερη διάταξη προβλέπει τη θέσπιση ειδικών μέτρων στο πλαίσιο μιας διαδικασίας η οποία έχει προβλεφθεί ειδικώς από τον νομοθέτη της Ένωσης και η οποία αφορά την έγκριση της παροχής δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σε κράτη μέλη άλλα από αυτά που αναφέρονται στο άρθρο 25, παράγραφος 3, της ίδιας αποφάσεως.

67

Επομένως, το γεγονός ότι ο νομοθέτης της Ένωσης αποφάσισε να αφιερώσει το άρθρο 33 της αποφάσεως 2008/615 στα μέτρα εκτελέσεως της τελευταίας αυτής αποφάσεως δεν μπορεί, αυτό καθαυτό, να έχει ως συνέπεια ότι οι πράξεις που εκδίδονται βάσει του άρθρου 25, παράγραφος 2, της εν λόγω αποφάσεως δεν θα μπορούσαν πλέον να χαρακτηρίζονται ως «εκτελεστικά μέτρα» και θα έπρεπε να θεωρούνται νομοθετικές πράξεις.

68

Τρίτον, το γεγονός ότι το Συμβούλιο δεν επέλεξε να τιτλοφορήσει τις πράξεις, οι οποίες πράγματι εκδόθηκαν επί της βάσεως αυτής, ως «εκτελεστικές αποφάσεις» δεν μπορεί, λαμβανομένου υπόψη ότι η επιλογή αυτή στερείται εννόμων συνεπειών και λαμβανομένης υπόψη της ημερομηνίας κατά την οποία έλαβε χώρα η επιλογή αυτή, να προβληθεί λυσιτελώς προς στήριξη της επιχειρηματολογίας του Κοινοβουλίου.

69

Κατά συνέπεια, το άρθρο 25, παράγραφος 2, της αποφάσεως 2008/615 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι προβλέπει τη θέσπιση, από το Συμβούλιο το οποίο αποφασίζει με ομοφωνία, μέτρων εκτελέσεως της εν λόγω αποφάσεως.

70

Συναφώς, το επιχείρημα του Συμβουλίου ότι η προαναφερθείσα διάταξη θα πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι προβλέπει μια διαδικασία σε δύο στάδια, η οποία περιλαμβάνει μια απόφαση ληφθείσα με ομοφωνία που ακολουθείται από μια απόφαση ληφθείσα με ειδική πλειοψηφία, είναι ασύμβατο με τη σαφή διατύπωση της εν λόγω διατάξεως, σύμφωνα με την οποία «το Συμβούλιο αποφασίζει ομόφωνα», και, επιπλέον, ουδόλως βρίσκει έρεισμα επί άλλων στοιχείων της αποφάσεως 2008/615.

71

Επομένως, οι περιστάσεις ότι, αφενός, άλλες πράξεις της Ένωσης προβλέπουν μια διαδικασία αυτού του είδους ή ότι, αφετέρου, η εν λόγω διαδικασία θα μπορούσε να δικαιολογείται από επιτακτικούς πολιτικούς λόγους, έστω και αν θεωρηθούν αποδεδειγμένες, δεν κατατείνουν, εν πάση περιπτώσει, στην αποδοχή της προτεινόμενης από το Συμβούλιο ερμηνείας του άρθρου 25, παράγραφος 2, της εν λόγω αποφάσεως.

72

Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι το άρθρο 25, παράγραφος 2, της αποφάσεως 2008/615, καθόσον απαιτεί τα μέτρα τα οποία είναι αναγκαία για την εφαρμογή της σε επίπεδο Ένωσης να λαμβάνονται από το Συμβούλιο με ομοφωνία, ενώ το άρθρο 34, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, ΕΕ προέβλεπε ότι τέτοια μέτρα έπρεπε να λαμβάνονται από το Συμβούλιο με ειδική πλειοψηφία, θεσπίζει παράνομα διαδικαστικούς κανόνες για τη λήψη μέτρων, όπως οι προσβαλλόμενες αποφάσεις, οι οποίοι είναι αυστηρότεροι σε σχέση με τη διαδικασία την οποία προβλέπουν συναφώς οι Συνθήκες.

73

Επομένως, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως που προβάλλει το Κοινοβούλιο είναι βάσιμος και, κατά συνέπεια, οι προσβαλλόμενες αποφάσεις πρέπει να ακυρωθούν.

Επί του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται παράβαση ουσιώδους τύπου

74

Δεδομένου ότι ο πρώτος λόγος ακυρώσεως του Κοινοβουλίου έγινε δεκτός, οπότε οι προσβαλλόμενες αποφάσεις πρέπει να ακυρωθούν, παρέλκει η εξέταση του δεύτερου λόγου ακυρώσεως που προβάλλει το Κοινοβούλιο προς στήριξη των προσφυγών του.

Επί του αιτήματος διατηρήσεως των αποτελεσμάτων των προσβαλλομένων αποφάσεων

75

Στην περίπτωση ακυρώσεως των προσβαλλόμενων αποφάσεων, το Συμβούλιο ζητεί από το Δικαστήριο να διατηρήσει τα αποτελέσματά τους μέχρι να αντικατασταθούν από νέες πράξεις. Το Κοινοβούλιο διευκρινίζει ότι δεν αντιτίθεται στο αίτημα αυτό.

76

Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά το άρθρο 264, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, το Δικαστήριο μπορεί, εφόσον το κρίνει αναγκαίο, να προσδιορίσει τα αποτελέσματα της ακυρωθείσας πράξεως που θεωρούνται οριστικά.

77

Εν προκειμένω, τυχόν ακύρωση των προσβαλλόμενων αποφάσεων χωρίς να προβλεφθεί η διατήρηση των αποτελεσμάτων τους θα μπορούσε να θίξει την αποτελεσματικότητα της ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ των αρμοδίων αρχών των κρατών μελών προς τον σκοπό της διαλεύκανσης αξιόποινων πράξεων και της διεξαγωγής των σχετικών ερευνών και, κατά συνέπεια, τη διαφύλαξη της δημόσιας τάξης και της δημόσιας ασφάλειας. Καίτοι το Κοινοβούλιο ζητεί την ακύρωση των εν λόγω αποφάσεων για τον λόγο ότι το Συμβούλιο έκανε χρήση μη σύννομης νομικής βάσεως από το Συμβούλιο, το Κοινοβούλιο δεν αμφισβητεί ούτε τον σκοπό ούτε το περιεχόμενό τους.

78

Κατά συνέπεια, πρέπει να διατηρηθούν τα αποτελέσματα των προσβαλλομένων αποφάσεων μέχρι την έναρξη ισχύος των νέων πράξεων οι οποίες θα τις αντικαταστήσουν.

Επί των δικαστικών εξόδων

79

Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι το Συμβούλιο ηττήθηκε, πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα του Κοινοβουλίου.

80

Κατά το άρθρο 140, παράγραφος 1, του ίδιου Κανονισμού, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και το Βασίλειο της Σουηδίας φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) αποφασίζει:

 

1)

Ακυρώνει τις αποφάσεις 2014/731/EΕ του Συμβουλίου, της 9ης Οκτωβρίου 2014, για την έναρξη της αυτοματοποιημένης ανταλλαγής δεδομένων σχετικά με τις άδειες κυκλοφορίας οχημάτων (ΑΚΟ) στη Μάλτα, την απόφαση 2014/743/EΕ του Συμβουλίου, της 21ης Οκτωβρίου 2014, για την έναρξη στην Κύπρο της αυτοματοποιημένης ανταλλαγής δεδομένων σχετικά με τις άδειες κυκλοφορίας οχημάτων (ΑΚΟ), την απόφαση 2014/744/EΕ του Συμβουλίου, της 21ης Οκτωβρίου 2014, για την έναρξη στην Εσθονία της αυτοματοποιημένης ανταλλαγής δεδομένων σχετικά με τις άδειες κυκλοφορίας οχημάτων (ΑΚΟ), και την απόφαση 2014/911/EΕ του Συμβουλίου, της 4ης Δεκεμβρίου 2014, για την έναρξη της αυτοματοποιημένης ανταλλαγής δακτυλοσκοπικών δεδομένων στη Λεττονία.

 

2)

Τα αποτελέσματα των αποφάσεων 2014/731, 2014/743, 2014/744 και 2014/911 διατηρούνται μέχρι την έναρξη ισχύος των νέων πράξεων οι οποίες θα τις αντικαταστήσουν.

 

3)

Καταδικάζει το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στα δικαστικά έξοδα.

 

4)

Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και το Βασίλειο της Σουηδίας φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.