ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τμήμα μείζονος συνθέσεως)

της 6ης Δεκεμβρίου 2011 (*)

«Χώρος ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης – Οδηγία 2008/115/ΕΚ – Κοινοί κανόνες και διαδικασίες για την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών – Εθνική νομοθεσία προβλέπουσα, σε περίπτωση παράνομης διαμονής, ποινή φυλακίσεως και πρόστιμο»

Στην υπόθεση C‑329/11,

με αντικείμενο αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, την οποία υπέβαλε το cour d’appel de Paris (Γαλλία) με απόφαση της 29ης Ιουνίου 2011, που περιήλθε στο Δικαστήριο στις 5 Ιουλίου 2011, στο πλαίσιο της δίκης

Alexandre Achughbabian

κατά

Préfet du Val-de-Marne,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τμήμα μείζονος συνθέσεως),

συγκείμενο από τους Β. Σκουρή, Πρόεδρο, A. Tizzano, J. N. Cunha Rodrigues, K. Lenaerts, J.-C. Bonichot, J. Malenovský, U. Lõhmus και M. Safjan, προέδρους τμήματος, A. Borg Barthet, M. Ilešič (εισηγητή), A. Arabadjiev, C. Toader και J.-J. Kasel, δικαστές

γενικός εισαγγελέας: J. Mazák

γραμματέας: R. Şereş, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη τη διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 30ής Σεπτεμβρίου 2011, με την οποία αποφασίστηκε να εφαρμοστεί στην προδικαστική παραπομπή ταχεία διαδικασία σύμφωνα με τα άρθρα 23α του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και 104α, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 25ης Οκτωβρίου 2011,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        ο Α. Achughbabian, εκπροσωπούμενος από τους C. Papazian και P. Spinosi, avocats,

–        η Γαλλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την E. Belliard, τον G. de Bergues και την B. Beaupère-Manokha,

–        η Δανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον C. Vang,

–        η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους T. Henze και N. Graf Vitzthum,

–        η Εσθονική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την M. Linntam,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από την Μ. Κοντού- Durande,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία της οδηγίας 2008/115/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2008, σχετικά με τους κοινούς κανόνες και διαδικασίες στα κράτη μέλη για την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών (ΕΕ L 348, σ. 98).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ του Α. Achughbabian και του préfet du Val-de-Marne (νομάρχη του Val-de-Marne) σχετικά με την παράνομη διαμονή του Α. Achughbabian στο γαλλικό έδαφος.

 Το νομικό πλαίσιο

 Η οδηγία 2008/115

3        Στην τέταρτη, πέμπτη και δέκατη έβδομη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 2008/115 εκτίθενται τα ακόλουθα:

«(4) Θα πρέπει να θεσπισθούν σαφείς, διαφανείς και δίκαιοι κανόνες για τη χάραξη μιας αποτελεσματικής πολιτικής περί επιστροφής, απαραίτητο στοιχείο για την καλή διαχείριση της μεταναστευτικής πολιτικής.

(5)      Η παρούσα οδηγία θα πρέπει να θεσπίσει ένα οριζόντιο σύνολο κανόνων που θα εφαρμόζονται σε όλους τους υπηκόους τρίτων χωρών οι οποίοι δεν πληρούν ή δεν πληρούν πλέον τις προϋποθέσεις εισόδου, παραμονής ή διαμονής σε ένα κράτος μέλος.

[…]

(17)      […] Με την επιφύλαξη της αρχικής σύλληψης από τις αρχές επιβολής του νόμου, που ρυθμίζεται από την εθνική νομοθεσία, η κράτηση θα πρέπει κατά κανόνα να γίνεται σε ειδικές εγκαταστάσεις κράτησης.»

4        Το άρθρο 1 της οδηγίας 2008/115, που τιτλοφορείται «Αντικείμενο», προβλέπει τα εξής:

«Η παρούσα οδηγία θεσπίζει τους κοινούς κανόνες και διαδικασίες που εφαρμόζουν τα κράτη μέλη για την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών, σύμφωνα με τα θεμελιώδη δικαιώματα, ως γενικές αρχές του κοινοτικού και του διεθνούς δικαίου, συμπεριλαμβανομένων των υποχρεώσεων προστασίας των προσφύγων και των υποχρεώσεων για τα ανθρώπινα δικαιώματα.»

5        Το άρθρο 2 της οδηγίας αυτής, με τίτλο «Πεδίο εφαρμογής», ορίζει τα ακόλουθα:

«1.      Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται στους παρανόμως διαμένοντες στο έδαφος κράτους μέλους υπηκόους τρίτης χώρας.

2.      Τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίσουν να μην εφαρμόσουν την παρούσα οδηγία στους υπηκόους τρίτων χωρών, οι οποίοι:

α)      υπόκεινται σε απαγόρευση εισόδου […] ή συλλαμβάνονται ή παρακολουθούνται από τις αρμόδιες αρχές σε σχέση με παράνομη χερσαία, θαλάσσια ή εναέρια διέλευση των εξωτερικών συνόρων κράτους μέλους […]·

β)      υπόκεινται σε απόφαση επιστροφής ως ποινική κύρωση ή ως συνέπεια ποινικής κύρωσης, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, ή υπόκεινται σε διαδικασίες έκδοσης.

[…]»

6        Το άρθρο 3 της εν λόγω οδηγίας, που τιτλοφορείται «Ορισμοί», έχει ως εξής:

«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, νοούνται ως:

[…]

2)      “παράνομη παραμονή”: παρουσία στο έδαφος κράτους μέλους υπηκόου τρίτης χώρας που δεν πληροί, ή δεν πληροί πλέον, τις προϋποθέσεις […] εισόδου, παραμονής ή διαμονής στο εν λόγω κράτος μέλος·

3)      “επιστροφή”: διαδικασία επανόδου υπηκόου τρίτης χώρας –είτε με οικειοθελή συμμόρφωσή του προς την υποχρέωση επιστροφής είτε αναγκαστικά:

–      στη χώρα καταγωγής του/της, ή

–      σε χώρα διέλευσης σύμφωνα με κοινοτικές ή διμερείς συμφωνίες επανεισδοχής ή άλλες ρυθμίσεις, ή

–      σε άλλη τρίτη χώρα, στην οποία ο εν λόγω υπήκοος τρίτης χώρας αποφασίζει εθελοντικά να επιστρέψει και στην οποία γίνεται δεκτός/-ή·

4)      “απόφαση επιστροφής”: διοικητική ή δικαστική απόφαση ή πράξη με την οποία κηρύσσεται ή αναφέρεται ως παράνομη η παραμονή υπηκόου τρίτης χώρας και του επιβάλλεται ή αναφέρεται υποχρέωση επιστροφής·

5)      “απομάκρυνση”: εκτέλεση της υποχρέωσης επιστροφής, και συγκεκριμένα φυσική μεταφορά εκτός του κράτους μέλους·

[…]».

7        Τα άρθρα 6 έως 9 της οδηγίας 2008/115 προβλέπουν τα εξής:

«Άρθρο 6

Απόφαση επιστροφής

1.      Τα κράτη μέλη εκδίδουν απόφαση επιστροφής για υπηκόους τρίτης χώρας που διαμένουν παράνομα στο έδαφός τους, με την επιφύλαξη των εξαιρέσεων που προβλέπονται στις παραγράφους 2 έως 5.

2.      Οι υπήκοοι τρίτων χωρών, οι οποίοι διαμένουν παρανόμως στο έδαφος κράτους μέλους και διαθέτουν έγκυρο τίτλο διαμονής ή άλλη άδεια που παρέχει δικαίωμα παραμονής και έχει εκδοθεί από άλλο κράτος μέλος, υποχρεούνται να μεταβαίνουν αμέσως στο έδαφος αυτού του άλλου κράτους μέλους. […]

3.      Τα κράτη μέλη μπορούν να μην εκδίδουν απόφαση επιστροφής για υπήκοο τρίτης χώρας που διαμένει παρανόμως στο έδαφός τους, εφόσον άλλο κράτος μέλος αναλαμβάνει τον εν λόγω υπήκοο τρίτης χώρας […].

4.      Τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίσουν, ανά πάσα στιγμή, να χορηγήσουν αυτόνομη άδεια διαμονής ή άλλη άδεια που παρέχει δικαίωμα παραμονής για λόγους φιλευσπλαχνίας, ανθρωπιστικούς ή άλλους λόγους, σε υπήκοο τρίτης χώρας ο οποίος διαμένει παράνομα στο έδαφός τους. Στην περίπτωση αυτή, δεν εκδίδεται απόφαση επιστροφής. […]

5.      Εφόσον εκκρεμεί διαδικασία ανανέωσης τίτλου διαμονής ή οποιασδήποτε άλλης άδειας που παρέχει δικαίωμα παραμονής σε υπήκοο τρίτης χώρας, ο οποίος διαμένει παράνομα στο έδαφος κράτους μέλους, τότε το εν λόγω κράτος μέλος εξετάζει το ενδεχόμενο να μην εκδώσει απόφαση επιστροφής έως ότου ολοκληρωθεί η εκκρεμούσα διαδικασία […].

[…]

Άρθρο 7

Οικειοθελής αναχώρηση

1.      Η απόφαση περί επιστροφής προβλέπει κατάλληλο χρονικό διάστημα για την οικειοθελή αναχώρηση που κυμαίνεται μεταξύ επτά και τριάντα ημερών, με την επιφύλαξη των εξαιρέσεων που αναφέρονται στις παραγράφους 2 και 4. […]

[…]

2.      Εφόσον απαιτείται, τα κράτη μέλη μπορούν να παρατείνουν την προθεσμία οικειοθελούς αναχώρησης για κατάλληλο χρονικό διάστημα, λαμβάνοντας υπόψη τις ειδικές περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης, όπως τη διάρκεια της παραμονής, την ύπαρξη παιδιών που φοιτούν σε σχολείο και την ύπαρξη άλλων οικογενειακών και κοινωνικών δεσμών.

3.      Ορισμένες υποχρεώσεις που στοχεύουν στην αποφυγή κινδύνου διαφυγής, όπως η τακτική εμφάνιση ενώπιον των αρχών, η κατάθεση κατάλληλης οικονομικής εγγύησης, η κατάθεση εγγράφων ή η υποχρέωση παραμονής σε ορισμένο μέρος, μπορούν να επιβάλλονται για όλη τη διάρκεια του χρονικού διαστήματος που προβλέπεται για την οικειοθελή αναχώρηση.

4.      Εάν υπάρχει κίνδυνος διαφυγής, ή εάν αίτηση για νόμιμη παραμονή έχει απορριφθεί ως προδήλως αβάσιμη ή δολία, ή εάν το συγκεκριμένο πρόσωπο αποτελεί κίνδυνο για τη δημόσια ασφάλεια, τη δημόσια τάξη ή την εθνική ασφάλεια, τα κράτη μέλη μπορούν να μη χορηγούν χρονικό διάστημα οικειοθελούς αναχώρησης ή μπορούν να χορηγούν χρονικό διάστημα κάτω των επτά ημερών.

Άρθρο 8

Απομάκρυνση

1.      Τα κράτη μέλη λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα για να εκτελέσουν την απόφαση επιστροφής, εάν δεν έχει χορηγηθεί χρονικό διάστημα οικειοθελούς αναχώρησης σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 4, ή εάν ο συγκεκριμένος υπήκοος δεν έχει συμμορφωθεί με την υποχρέωση επιστροφής εντός της προθεσμίας οικειοθελούς αναχώρησης που έχει χορηγηθεί σύμφωνα με το άρθρο 7.

[…]

4.      Εφόσον τα κράτη μέλη εφαρμόζουν –ως έσχατη λύση– αναγκαστικά μέτρα για την εκτέλεση της απόφασης απομάκρυνσης υπηκόου τρίτης χώρας, ο οποίος ανθίσταται σε αυτήν, τα εν λόγω μέτρα πρέπει να είναι αναλογικά και οιοσδήποτε χρησιμοποιούμενος καταναγκασμός να μην υπερβαίνει εύλογη ισχύ. Τα μέτρα αυτά εφαρμόζονται κατά τα προβλεπόμενα από την εθνική νομοθεσία, σύμφωνα με τα θεμελιώδη δικαιώματα και με τον δέοντα σεβασμό της αξιοπρέπειας και της σωματικής ακεραιότητας του συγκεκριμένου υπηκόου τρίτης χώρας.

[…]

Άρθρο 9

Αναβολή της απομάκρυνσης

1.      Τα κράτη μέλη αναβάλλουν την απομάκρυνση:

α)      όταν αυτή παραβιάζει την αρχή της μη επαναπροώθησης, ή

β)      ενόσω [διαρκεί το ανασταλτικό αποτέλεσμα που χορηγήθηκε κατόπιν προσφυγής κατά αποφάσεως σχετικής με την επιστροφή].

2.      Τα κράτη μέλη μπορούν να αναβάλουν την απομάκρυνση για εύλογο χρονικό διάστημα, λαμβάνοντας υπόψη τις ειδικές περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης. Τα κράτη μέλη λαμβάνουν ιδίως υπόψη:

α)      τη φυσική ή διανοητική κατάσταση του υπηκόου τρίτης χώρας·

β)      τεχνικούς λόγους, όπως η απουσία μέσων μεταφοράς ή η έλλειψη δυνατότητας απομάκρυνσης λόγω αδυναμίας διαπίστωσης της ταυτότητας.

3.      Εάν αναβληθεί η απομάκρυνση κατά τα προβλεπόμενα από τις παραγράφους 1 και 2, μπορεί να επιβάλλονται στον υπήκοο τρίτης χώρας οι υποχρεώσεις που ορίζονται στο άρθρο 7, παράγραφος 3.»

8        Τα άρθρα 15 και 16 της οδηγίας 2008/115 έχουν ως εξής:

«Άρθρο 15

Κράτηση

1.      Εκτός εάν στη συγκεκριμένη περίπτωση δύνανται να εφαρμοσθούν αποτελεσματικά άλλα επαρκή αλλά λιγότερο αναγκαστικά μέτρα, τα κράτη μέλη μπορούν να θέτουν απλώς υπό κράτηση υπήκοο τρίτης χώρας υποκείμενο σε διαδικασίες επιστροφής, για την προετοιμασία της επιστροφής και/ή τη διεκπεραίωση της διαδικασίας απομακρύνσεως, ιδίως όταν:

α)      υπάρχει κίνδυνος διαφυγής, ή

β)      ο συγκεκριμένος υπήκοος τρίτης χώρας αποφεύγει ή παρεμποδίζει την προετοιμασία της επιστροφής ή τη διαδικασία απομάκρυνσης.

Οιαδήποτε κράτηση έχει τη μικρότερη δυνατή διάρκεια και διατηρείται μόνο καθόσον χρόνο η διαδικασία απομάκρυνσης εξελίσσεται και εκτελείται με τη δέουσα επιμέλεια.

[…]

4.      Οσάκις καθίσταται πρόδηλο ότι δεν υφίσταται πλέον λογικά προοπτική απομάκρυνσης για νομικούς ή άλλους λόγους ή όταν παύουν να ισχύουν οι όροι της παραγράφου 1, η κράτηση παύει να δικαιολογείται και το συγκεκριμένο πρόσωπο απολύεται αμέσως.

5.      Η κράτηση εξακολουθεί καθ’ όλη τη χρονική περίοδο κατά την οποία πληρούνται οι όροι της παραγράφου 1 και είναι αναγκαία για να διασφαλισθεί η επιτυχής απομάκρυνση. Κάθε κράτος μέλος καθορίζει περιορισμένη περίοδο κράτησης, η οποία δεν μπορεί να υπερβαίνει το εξάμηνο.

6.      Τα κράτη μέλη δεν μπορούν να παρατείνουν το χρονικό διάστημα που αναφέρεται στην παράγραφο 5 παρά μόνο για περιορισμένο χρόνο που δεν υπερβαίνει τους δώδεκα μήνες σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο σε περιπτώσεις κατά τις οποίες, παρ’ όλες τις εύλογες προσπάθειές τους, η επιχείρηση απομάκρυνσης είναι πιθανόν να διαρκέσει περισσότερο επειδή:

α)      ο συγκεκριμένος υπήκοος της τρίτης χώρας αρνείται να συνεργασθεί, ή

β)      καθυστερεί η λήψη αναγκαίων εγγράφων από τρίτες χώρες.

Άρθρο 16

Όροι κράτησης

1.      Η κράτηση λαμβάνει χώρα κατά κανόνα σε ειδικές εγκαταστάσεις κράτησης. Οσάκις κράτος μέλος δεν μπορεί να εξασφαλίσει διαμονή σε ειδικές εγκαταστάσεις κράτησης και είναι υποχρεωμένο να χρησιμοποιεί σωφρονιστικό κατάστημα, οι υπό κράτηση υπήκοοι τρίτων χωρών κρατούνται χωριστά από τους κρατουμένους του κοινού δικαίου.

[…]»

9        Κατά το άρθρο 20 της οδηγίας 2008/115, τα κράτη μέλη όφειλαν να θέσουν σε ισχύ τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις προκειμένου να συμμορφωθούν προς την οδηγία έως τις 24 Δεκεμβρίου 2010.

 Η εθνική νομοθεσία

 Ο κώδικας περί εισόδου και διαμονής των αλλοδαπών και περί του δικαιώματος ασύλου

10      Κατά το άρθρο L. 211-1 του γαλλικού κώδικα περί εισόδου και διαμονής των αλλοδαπών και περί του δικαιώματος ασύλου (στο εξής: Ceseda), «[π]ροκειμένου να εισέλθει στη Γαλλία, κάθε αλλοδαπός πρέπει να είναι εφοδιασμένος […] με τα έγγραφα και τις θεωρήσεις που απαιτούνται από τις διεθνείς συμβάσεις και τους ισχύοντες κανονισμούς […]».

11      Κατά το άρθρο L. 311-1 του κώδικα αυτού, «[…] κάθε αλλοδαπός άνω των δεκαοκτώ ετών που επιθυμεί να διαμείνει στη Γαλλία υποχρεούται, μετά την πάροδο τριμήνου από την είσοδό του στη Γαλλία, να διαθέτει άδεια παραμονής».

12      Το άρθρο L. 551-1 του Ceseda, όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως της κύριας δίκης, είχε ως εξής:

«Η κράτηση αλλοδαπού σε χώρους που δεν ανήκουν σε σωφρονιστικό κατάστημα μπορεί να διαταχθεί εφόσον ο αλλοδαπός αυτός:

[…]

3°      είτε, ενώ έχει αποτελέσει αντικείμενο αποφάσεως περί απελάσεως […] εκδοθείσας εντός του τελευταίου δωδεκαμήνου ή πρέπει να απελαθεί κατ’ εφαρμογήν απαγορεύσεως παραμονής στο εθνικό έδαφος προβλεπόμενης από […] του Ποινικού Κώδικα, δεν μπορεί να εγκαταλείψει άμεσα το γαλλικό έδαφος·

[…]

6°       είτε, ενώ του έχει επιβληθεί, εντός του τελευταίου δωδεκαμήνου, υποχρέωση να εγκαταλείψει το γαλλικό έδαφος, για την οποία έχει παρέλθει η προθεσμία του ενός μηνός για την οικειοθελή αναχώρηση από το γαλλικό έδαφος, δεν μπορεί να εγκαταλείψει άμεσα το έδαφος αυτό.»

13      Το άρθρο L. 552-1, πρώτη περίοδος, του Ceseda, όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως της κύριας δίκης, προέβλεπε ότι, «μετά την πάροδο σαράντα οκτώ ωρών από τη λήψη της αποφάσεως περί θέσεως του αλλοδαπού υπό προσωρινή κράτηση, επιλαμβάνεται ο αρμόδιος για θέματα ατομικών ελευθεριών και προσωρινής κρατήσεως δικαστής προκειμένου να αποφασίσει, ενδεχομένως, την παράταση της κρατήσεως.»

14      Το άρθρο L. 621-1 του Ceseda ορίζει τα ακόλουθα:

«Ο αλλοδαπός που εισέρχεται ή διαμένει στη Γαλλία χωρίς να συμμορφωθεί προς τις διατάξεις των άρθρων L. 211-1 και L. 311-1 ή ο οποίος παραμένει στη Γαλλία πέραν του χρονικού διαστήματος που επιτρέπει η θεώρησή του τιμωρείται με φυλάκιση ενός έτους και πρόστιμο 3 750 ευρώ.

Το δικαστήριο μπορεί, επιπλέον, να απαγορεύσει στον καταδικασθέντα αλλοδαπό, επί χρονικό διάστημα μη δυνάμενο να υπερβεί την τριετία, να εισέλθει ή να διαμείνει στη Γαλλία. Η απαγόρευση εισόδου ή διαμονής στο γαλλικό έδαφος συνεπάγεται αυτοδικαίως απέλαση του καταδικασθέντος, ενδεχομένως μετά την έκτιση της ποινής φυλακίσεως.»

15      Ορισμένες από αυτές τις διατάξεις του Ceseda τροποποιήθηκαν με τον νόμο 2011-672 της 16ης Ιουνίου 2011 περί μεταναστεύσεως, περί εντάξεως των αλλοδαπών και περί ιθαγενείας (JORF της 17ης Ιουλίου 2011, σ. 10290), που τέθηκε σε ισχύ στις 18 Ιουλίου 2011. Το άρθρο L. 621-1 του Ceseda δεν συμπεριλαμβάνεται στις τροποποιηθείσες διατάξεις.

 Ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας

16      Το άρθρο 62-2 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως της κύριας δίκης, όριζε τα εξής:

«Η προσωρινή κράτηση αποτελεί μέτρο εξαναγκασμού που αποφασίζεται από αξιωματικό της δικαστικής αστυνομίας, υπό τον έλεγχο της δικαστικής αρχής, και με το οποίο ένα πρόσωπο για το οποίο υπάρχουν βάσιμες υπόνοιες ότι έχει διαπράξει ή αποπειραθεί να διαπράξει κακούργημα ή πλημμέλημα τιμωρούμενο με στερητική της ελευθερίας ποινή παραμένει στη διάθεση των ανακριτικών αρχών.»

 Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

17      Στις 24 Ιουνίου 2011, η αστυνομία διενήργησε ελέγχους ταυτότητας σε δημόσιους χώρους στο Maisons-Alfort (Γαλλία). Ένα από τα άτομα που ελέγχθηκαν κατά τους ελέγχους αυτούς δήλωσε ότι ονομάζεται Alexandre Achughbabian και έχει γεννηθεί στην Αρμενία στις 9 Ιουλίου 1990.

18      Κατά τα πρακτικά της αστυνομίας, ο Α. Achughbabian δήλωσε επίσης ότι είναι Αρμένιος υπήκοος. Ο ίδιος, ωστόσο, αρνείται ότι προέβη στη δήλωση αυτή.

19      Επειδή θεωρήθηκε ύποπτος διαπράξεως του πλημμελήματος που προβλέπεται από το άρθρο L. 621-1 του Ceseda, ο Α. Achughbabian τέθηκε υπό προσωρινή κράτηση.

20      Περισσότερο εμπεριστατωμένη εξέταση της καταστάσεως του Α. Achughbabian κατέδειξε τότε ότι ο ενδιαφερόμενος είχε εισέλθει στη Γαλλία στις 9 Απριλίου 2008 και είχε ζητήσει τη χορήγηση τίτλου διαμονής και ότι η αίτηση αυτή είχε απορριφθεί στις 28 Νοεμβρίου 2008, η δε απόρριψη αυτή επικυρώθηκε στις 27 Ιανουαρίου 2009 από τον νομάρχη του Val-d’Oise, ο οποίος εξέδωσε απόφαση, κοινοποιηθείσα στον Α. Achughbabian στις 14 Φεβρουαρίου 2009, η οποία επέβαλλε στον ενδιαφερόμενο την υποχρέωση να εγκαταλείψει το γαλλικό έδαφος εντός προθεσμίας ενός μηνός.

21      Στις 25 Ιουνίου 2011, ο νομάρχης του Val-de-Marne εξέδωσε απόφαση περί απελάσεως και απόφαση περί θέσεώς του υπό διοικητική κράτηση, οι οποίες κοινοποιήθηκαν στον Α. Achughbabian.

22      Στις 27 Ιουνίου 2011, ο αρμόδιος για θέματα ατομικών ελευθεριών και προσωρινής κρατήσεως δικαστής του tribunal de grande instance de Créteil, στον οποίο υποβλήθηκε η υπόθεση δυνάμει του άρθρου L. 552-1 του Ceseda προκειμένου να παρατείνει την κράτηση πέραν των 48 ωρών, διέταξε την παράταση αυτή και απέρριψε τις ενστάσεις ακυρότητας που προέβαλε ο Α. Achughbabian κατά, μεταξύ άλλων, της προσωρινής κρατήσεως που μόλις του είχε επιβληθεί.

23      Μία από τις εν λόγω ενστάσεις αντλείτο από την απόφαση της 28ης Απριλίου στην υπόθεση C-61/11 PPU, El Dridi (που δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί στη Συλλογή), με την οποία το Δικαστήριο έκρινε ότι αντίκειται στην οδηγία 2008/115 νομοθεσία κράτους μέλους η οποία προβλέπει την επιβολή ποινής φυλακίσεως σε παρανόμως διαμένοντα στο έδαφος κράτους μέλους υπήκοο τρίτου κράτους για τον μοναδικό λόγο ότι αυτός, κατά παράβαση διαταγής εγκαταλείψεως του εδάφους του κράτους αυτού εντός ορισμένης προθεσμίας, παραμένει στο εν λόγω έδαφος χωρίς να συντρέχει δικαιολογητικός λόγος. Κατά τον Α. Achughbabian, από την απόφαση αυτή προκύπτει ότι η ποινή φυλακίσεως την οποία προβλέπει το άρθρο L. 621-1 του Ceseda δεν συμβιβάζεται με το δίκαιο της Ένωσης. Δεδομένης αυτής της ασυμβατότητας και λαμβανομένου υπόψη του κανόνα σύμφωνα με τον οποίο προσωρινή κράτηση χωρεί μόνον εφόσον υπάρχει υπόνοια διαπράξεως πλημμελήματος επισύροντος ποινή φυλακίσεως, η διαδικασία που ακολουθήθηκε εν προκειμένω ήταν αντικανονική.

24      Στις 28 Ιουνίου 2011, ο Α. Achughbabian άσκησε έφεση κατά της διατάξεως του αρμόδιου για θέματα ατομικών ελευθεριών και προσωρινής κρατήσεως δικαστή του tribunal de grande instance de Créteil ενώπιον του Cour d’appel de Paris. Το τελευταίο διαπίστωσε ότι ο Α. Achughbabian είναι Αρμένιος υπήκοος, ότι είχε τεθεί υπό προσωρινή κράτηση και κατόπιν υπό κράτηση λόγω παράνομης διαμονής και ότι υποστήριξε ότι το άρθρο L. 621-1 του Ceseda δεν συμβιβάζεται με την οδηγία 2008/115, όπως αυτή ερμηνεύθηκε με την προμνησθείσα απόφαση El Dridi.

25      Υπό τις περιστάσεις αυτές, το Cour d’appel de Paris αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Αντίκειται στην οδηγία [2008/115], λαμβανομένου υπόψη του πεδίου εφαρμογής της, εθνική νομοθετική ρύθμιση, όπως το άρθρο L. 621-1 του [Ceseda], η οποία προβλέπει την επιβολή ποινής φυλακίσεως σε υπήκοο τρίτης χώρας για τον μοναδικό λόγο της παράνομης εισόδου ή διαμονής του στο έδαφος του κράτους μέλους;»

26      Το αιτούν δικαστήριο έθεσε, εξάλλου, τέρμα στην κράτηση του Α. Achughbabian.

27      Κατόπιν αιτήματος του αιτούντος δικαστηρίου, το καθορισθέν τμήμα εξέτασε κατά πόσον ήταν αναγκαίο να εφαρμοστεί η επείγουσα διαδικασία την οποία προβλέπει το άρθρο 104β του Κανονισμού Διαδικασίας. Το εν λόγω τμήμα αποφάσισε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να μη δεχθεί το αίτημα αυτό.

 Επί του προδικαστικού ερωτήματος

28      Πρέπει ευθύς εξαρχής να παρατηρηθεί ότι η οδηγία 2008/115 αφορά αποκλειστικά την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων εντός κράτους μέλους υπηκόων τρίτων χωρών και, συνεπώς, δεν αποσκοπεί στην εναρμόνιση του συνόλου των εθνικών κανόνων που αφορούν τη διαμονή των αλλοδαπών. Κατά συνέπεια, η οδηγία αυτή δεν εμποδίζει τη νομοθεσία ενός κράτους μέλους να χαρακτηρίσει την παράνομη διαμονή ως πλημμέλημα και να προβλέψει ποινικές κυρώσεις για να αποτρέψει και να τιμωρήσει τη διάπραξη μιας τέτοιας παραβάσεως των εθνικών κανόνων περί διαμονής.

29      Εφόσον οι κοινοί κανόνες και διαδικασίες που καθιερώνει η οδηγία 2008/115 αφορούν μόνον την έκδοση αποφάσεων περί επιστροφής και την εκτέλεση των αποφάσεων αυτών, πρέπει να παρατηρηθεί, επίσης, ότι η οδηγία αυτή δεν απαγορεύει τη θέση υπό κράτηση με σκοπό τον καθορισμό του νόμιμου ή μη χαρακτήρα της διαμονής υπηκόου τρίτης χώρας.

30      Η διαπίστωση αυτή ενισχύεται και από τη δέκατη έβδομη αιτιολογική σκέψη της εν λόγω οδηγίας, από την οποία προκύπτει ότι οι προϋποθέσεις της αρχικής συλλήψεως υπηκόων τρίτων χωρών που είναι ύποπτοι για παράνομη διαμονή εντός κράτους μέλους εξακολουθούν να διέπονται από την εθνική νομοθεσία. Εξάλλου, όπως παρατήρησε η Γαλλική Κυβέρνηση, ο σκοπός της οδηγίας 2008/115, ήτοι η αποτελεσματική διαδικασία επιστροφής των παρανόμως διαμενόντων σε κράτος μέλος υπηκόων τρίτων χωρών στη χώρα τους, θα διακυβευόταν αν εμποδίζονταν τα κράτη μέλη να αποτρέψουν, με μέτρο στερητικό της ελευθερίας όπως η προσωρινή κράτηση, την απόδραση ενός προσώπου ύποπτου για παράνομη διαμονή πριν ακόμα αποσαφηνιστεί η κατάστασή του.

31      Επιβάλλεται να ληφθεί, συναφώς, υπόψη ότι οι αρμόδιες αρχές πρέπει να διαθέτουν βραχεία μεν, πλην όμως εύλογη προθεσμία για την ταυτοποίηση του ελεγχόμενου προσώπου και για την αναζήτηση των στοιχείων που επιτρέπουν να καθοριστεί κατά πόσον το πρόσωπο αυτό είναι παρανόμως διαμένων υπήκοος τρίτης χώρας. Ο καθορισμός του ονόματος και της ιθαγένειας μπορεί, αν ο ενδιαφερόμενος αρνηθεί να συνεργαστεί, να αποδειχθεί δυσχερής. Η εξακρίβωση της υπάρξεως παράνομης διαμονής επίσης μπορεί να αποδειχθεί πολύπλοκη, ιδίως όταν ο ενδιαφερόμενος επικαλείται την ιδιότητα του αιτούντος άσυλο ή του πρόσφυγα. Ως εκ τούτου, οι αρμόδιες αρχές υποχρεούνται, προκειμένου να μη διακυβεύεται ο σκοπός της οδηγίας 2008/115, όπως υπομνήσθηκε στην προηγούμενη σκέψη, να ενεργούν επιμελώς και να λαμβάνουν αμελλητί θέση επί του παρανόμου ή μη χαρακτήρα της διαμονής του ενδιαφερομένου προσώπου. Εφόσον διαπιστώνουν το παράνομο της διαμονής, οι εν λόγω αρχές οφείλουν, δυνάμει του άρθρου 6, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας και υπό την επιφύλαξη των εξαιρέσεων που προβλέπει η οδηγία αυτή, να εκδίδουν απόφαση περί επιστροφής.

32      Από τα ανωτέρω προκύπτει μεν ότι στην οδηγία 2008/115 δεν αντιβαίνουν ούτε εθνική ρύθμιση, όπως αυτή του άρθρου L. 621-1 του Ceseda, στο μέτρο που χαρακτηρίζει την παράνομη διαμονή υπηκόου τρίτης χώρας ως πλημμέλημα και προβλέπει ποινικές κυρώσεις, συμπεριλαμβανομένης της ποινής φυλακίσεως, για τον κολασμό αυτής της διαμονής, ούτε η κράτηση υπηκόου τρίτης χώρας προς τον σκοπό του καθορισμού του παράνομου ή μη χαρακτήρα της διαμονής του· πλην όμως, πρέπει, στη συνέχεια, να εξακριβωθεί μήπως αντιβαίνει στην οδηγία αυτή ρύθμιση όπως αυτή του άρθρου L. 621-1 του Ceseda στο μέτρο που μπορεί να οδηγήσει σε φυλάκιση κατά τη διάρκεια της διαδικασίας επιστροφής την οποία διέπει η εν λόγω οδηγία.

33      Συναφώς, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι καίτοι, καταρχήν, η ποινική νομοθεσία και οι κανόνες της ποινικής δικονομίας εμπίπτουν στην αρμοδιότητα των κρατών μελών, εντούτοις, ο εν λόγω τομέας του δικαίου μπορεί να επηρεάζεται από το δίκαιο της Ένωσης. Συνεπώς, παρά το γεγονός ότι ούτε το άρθρο 63, πρώτο εδάφιο, σημείο 3, στοιχείο β΄, EΚ, διάταξη που περιλήφθηκε στο άρθρο 79, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, ΣΛΕΕ, ούτε η οδηγία 2008/115, που εκδόθηκε ιδίως βάσει της εν λόγω διατάξεως της Συνθήκης ΕΚ, αποκλείουν την ποινική αρμοδιότητα των κρατών μελών στον τομέα της παράνομης μεταναστεύσεως και της παράνομης διαμονής, τα εν λόγω κράτη πρέπει να διαμορφώνουν τη νομοθεσία τους στον τομέα αυτόν κατά τρόπον ώστε να διασφαλίζεται η τήρηση του δικαίου της Ένωσης. Τα εν λόγω κράτη δεν μπορούν να εφαρμόσουν μια ποινική ρύθμιση ικανή να θέσει σε κίνδυνο την επίτευξη των σκοπών που επιδιώκει η εν λόγω οδηγία και, ως εκ τούτου, να την καταστήσουν άνευ πρακτικής αποτελεσματικότητας (προμνησθείσα απόφαση El Dridi, σκέψεις 53 έως 55 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

34      Προκειμένου να δοθεί απάντηση στο ερώτημα κατά πόσον αντιβαίνει στην οδηγία 2008/115, για λόγους ανάλογους με αυτούς που εκθέτει το Δικαστήριο στην προμνησθείσα απόφαση El Dridi, ρύθμιση όπως το άρθρο L. 621-1 του Ceseda, πρέπει να παρατηρηθεί, καταρχάς, ότι η κατάσταση του εφεσείοντος της κύριας δίκης εμπίπτει στην περίπτωση του άρθρου 8, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής.

35      Πράγματι, από τη δικογραφία και από την απάντηση του αιτούντος δικαστηρίου σε αίτηση παροχής διευκρινίσεων που του απηύθυνε το Δικαστήριο προκύπτει ότι, στις 14 Φεβρουαρίου 2009, κοινοποιήθηκε στον Α. Achughbabian διαταγή να εγκαταλείψει το γαλλικό έδαφος, η οποία του έτασσε προθεσμία ενός μηνός για οικειοθελή αναχώρηση, και ότι αυτός δεν συμμορφώθηκε προς την εν λόγω διαταγή. Δεδομένου ότι η απόφαση περί επιστροφής δεν ίσχυε πλέον στις 24 Ιουνίου 2011, ημερομηνία του ελέγχου του Α. Achughbabian και της θέσεώς του υπό προσωρινή κράτηση, εκδόθηκε νέα απόφαση περί επιστροφής στις 25 Ιουνίου 2011, υπό μορφή, αυτή τη φορά, αποφάσεως περί απελάσεως, μη συνοδευόμενη από προθεσμία για οικειοθελή αναχώρηση. Επομένως, ανεξαρτήτως του αν η κατάσταση του εφεσείοντος της κύριας δίκης πρέπει να θεωρηθεί ως κατάσταση προσώπου το οποίο δεν τήρησε υποχρέωση επιστροφής εντός της προθεσμίας που του τάχθηκε για οικειοθελή αναχώρηση ή ως κατάσταση προσώπου κατά του οποίου έχει εκδοθεί απόφαση περί απελάσεως χωρίς καθορισμό προθεσμίας για οικειοθελή αναχώρηση, η εν λόγω κατάσταση εμπίπτει εν πάση περιπτώσει στο άρθρο 8, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/115 και, συνεπώς, γεννά υποχρέωση του ενδιαφερομένου κράτους μέλους, επιβαλλόμενη από το άρθρο αυτό, να λάβει όλα τα αναγκαία μέτρα για την απομάκρυνση, ήτοι, δυνάμει του άρθρου 3, σημείο 5, της εν λόγω οδηγίας, τη φυσική μεταφορά του ενδιαφερομένου εκτός του εν λόγω κράτους μέλους.

36      Πρέπει, περαιτέρω, να παρατηρηθεί ότι από το άρθρο 8, παράγραφοι 1 και 4, της οδηγίας 2008/115 προκύπτει σαφώς ότι οι όροι «μέτρα» και «αναγκαστικά μέτρα» που περιλαμβάνονται στο άρθρο αυτό αναφέρονται σε κάθε παρέμβαση που οδηγεί, κατά τρόπο αποτελεσματικό και μη δυσανάλογο, στην επιστροφή του ενδιαφερομένου. Το άρθρο 15 της εν λόγω οδηγίας προβλέπει ότι η κράτηση του ενδιαφερομένου επιτρέπεται μόνον προς τον σκοπό της προετοιμασίας και της διεκπεραιώσεως της απομακρύνσεως και ότι αυτή η στέρηση της ελευθερίας δεν μπορεί να υπερβεί το εξάμηνο, ενώ στην περίοδο αυτή μπορεί να προστεθεί δωδεκάμηνη συμπληρωματική περίοδος κρατήσεως μόνο στην περίπτωση που η μη εκτέλεση της αποφάσεως περί επιστροφής κατά το εν λόγω εξάμηνο οφείλεται στην άρνηση του ενδιαφερομένου να συνεργαστεί ή σε καθυστερήσεις στη λήψη των αναγκαίων εγγράφων από τρίτες χώρες.

37      Όμως, προδήλως, η επιβολή και η εκτέλεση ποινής φυλακίσεως κατά τη διάρκεια της διαδικασίας επιστροφής που προβλέπει η οδηγία 2008/115 δεν συμβάλλουν στην υλοποίηση του σκοπού της απομακρύνσεως στην οποία αποσκοπεί η διαδικασία αυτή, δηλαδή στη φυσική μεταφορά του ενδιαφερομένου εκτός του συγκεκριμένου κράτους μέλους. Συνεπώς, μια τέτοια ποινή δεν συνιστά «μέτρο» ή «αναγκαστικό μέτρο» κατά την έννοια του άρθρου 8 της οδηγίας 2008/115.

38      Τέλος, δεν αμφισβητείται ότι η επίδικη στην κύρια δίκη εθνική νομοθεσία, καθόσον προβλέπει ποινή φυλακίσεως για κάθε υπήκοο τρίτης χώρας ο οποίος είναι άνω των 18 ετών και διαμένει παρανόμως στη Γαλλία μετά τη λήξη τρίμηνης προθεσμίας από την είσοδό του στο γαλλικό έδαφος, είναι ικανή να οδηγήσει στην επιβολή ποινής φυλακίσεως ενώ, σύμφωνα με τους κοινούς κανόνες και διαδικασίες που προβλέπουν τα άρθρα 6, 8, 15 και 16 της οδηγίας 2008/115, ένας τέτοιος υπήκοος τρίτης χώρας πρέπει πρωτίστως να τεθεί υπό διαδικασία επιστροφής, αν δε απαιτηθεί στέρηση της ελευθερίας, επιτρέπεται μόνο να τεθεί υπό κράτηση.

39      Κατά συνέπεια, εθνική νομοθεσία όπως η επίδικη στην κύρια δίκη είναι ικανή να εμποδίσει την εφαρμογή των κοινών κανόνων και διαδικασιών που θεσπίζει η οδηγία 2008/115 και να καθυστερήσει την επιστροφή, θίγοντας έτσι, όπως και η επίδικη ρύθμιση στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η προμνησθείσα απόφαση El Dridi, την πρακτική αποτελεσματικότητα της εν λόγω οδηγίας.

40      Το ανωτέρω συμπέρασμα δεν αναιρείται ούτε από το ότι, όπως υπογραμμίζει η Γαλλική Κυβέρνηση, κατ’ εφαρμογήν εγκυκλίων προς τις δικαστικές αρχές, οι ποινές τις οποίες προβλέπει η επίδικη στην κύρια δίκη εθνική νομοθεσία σπανίως επιβάλλονται εκτός από τις περιπτώσεις όπου το παρανόμως διαμένον πρόσωπο έχει διαπράξει, πέραν του πλημμελήματος της παράνομης διαμονής, και άλλο πλημμέλημα, ούτε από το γεγονός, το οποίο επίσης επικαλείται η εν λόγω κυβέρνηση, ότι ο Α. Achughbabian δεν καταδικάστηκε στις εν λόγω ποινές.

41      Συναφώς, πρέπει να παρατηρηθεί ότι οι υπήκοοι τρίτης χώρας οι οποίοι, πέραν του πλημμελήματος της παράνομης διαμονής, έχουν διαπράξει ένα ή πλείονα άλλα πλημμελήματα, μπορούν, ενδεχομένως, δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της οδηγίας 2008/115, να εξαιρεθούν από το πεδίο εφαρμογής της. Πάντως, από κανένα στοιχείο της δικογραφίας που υποβλήθηκε στο Δικαστήριο δεν συνάγεται ότι ο Α. Achughbabian διέπραξε και άλλο πλημμέλημα πέραν του συνιστάμενου στην παράνομη διαμονή του επί του γαλλικού εδάφους. Συνεπώς, η περίπτωση του εφεσείοντος της κύριας δίκης δεν μπορεί να εξαιρεθεί από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2008/115, δεδομένου ότι το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της οδηγίας προδήλως δεν μπορεί, χωρίς να καταστεί η οδηγία αυτή άνευ αντικειμένου και δεσμευτικού αποτελέσματος, να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι επιτρέπεται στα κράτη μέλη να μην εφαρμόζουν τους προβλεπόμενους από την εν λόγω οδηγία κοινούς κανόνες και διαδικασίες στους υπηκόους τρίτων χωρών οι οποίοι έχουν διαπράξει μόνον το αδίκημα της παράνομης διαμονής.

42      Όσον αφορά την περίσταση ότι ο Α. Achughbabian δεν έχει, επί του παρόντος, καταδικαστεί στις ποινές φυλακίσεως ή προστίμου τις οποίες προβλέπει το άρθρο L. 621-1 του Ceseda, πρέπει να παρατηρηθεί ότι δεν αμφισβητείται ότι η έκδοση, κατ’ αυτού, αποφάσεως περί απελάσεως στηρίζεται στη διαπίστωση του πλημμελήματος της παράνομης διαμονής που προβλέπει το εν λόγω άρθρο και ότι η τελευταία αυτή διάταξη, ανεξαρτήτως του περιεχομένου των εγκυκλίων που μνημονεύει η Γαλλική Κυβέρνηση, είναι ικανή να οδηγήσει σε καταδίκη στις εν λόγω ποινές. Κατά συνέπεια, το άρθρο L. 621-1 του Ceseda, καθώς και το ζήτημα του κατά πόσον συμβιβάζεται με το δίκαιο της Ένωσης, είναι κρίσιμα στην υπόθεση της κύριας δίκης, καθόσον, εξάλλου, το αιτούν δικαστήριο και η Γαλλική Κυβέρνηση δεν αναφέρουν ούτε ότι η υπόθεση τέθηκε στο αρχείο ούτε, γενικότερα, ότι εκδόθηκε απόφαση αποκλείουσα οριστικώς κάθε δυνατότητα διώξεως του Α. Achughbabian για το εν λόγω πλημμέλημα.

43      Κατά τα λοιπά, και όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 33 της παρούσας αποφάσεως, πρέπει να υπογραμμιστεί το –απορρέον από το άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ και υπενθυμιζόμενο στη σκέψη 56 της προμνησθείσας αποφάσεως El Dridi– καθήκον των κρατών μελών να λαμβάνουν κάθε μέτρο ικανό να διασφαλίσει την εκτέλεση των υποχρεώσεων που απορρέουν από την οδηγία 2008/115 και να απέχουν από τη λήψη οποιουδήποτε μέτρου ικανού να θέσει σε κίνδυνο την επίτευξη των σκοπών της. Οι εφαρμοστέες εθνικές διατάξεις πρέπει να μην υπονομεύουν την καλή εφαρμογή των κοινών κανόνων και διαδικασιών που καθιερώνει η εν λόγω οδηγία.

44      Δεν μπορεί, τέλος, να γίνει δεκτή η επιχειρηματολογία της Γερμανικής και της Εσθονικής Κυβερνήσεως, σύμφωνα με την οποία τα άρθρα 8, 15 και 16 της οδηγίας 2008/115 δεν επιτρέπουν, βεβαίως, την επιβολή ποινής φυλακίσεως κατά τη διάρκεια της διαδικασίας απομακρύνσεως την οποία προβλέπουν τα άρθρα αυτά, πλην όμως δεν εμποδίζουν ένα κράτος μέλος να επιβάλει, σε παρανόμως διαμένοντα στο έδαφός του υπήκοο τρίτης χώρας, ποινή φυλακίσεως προτού προβεί στην απομάκρυνση του προσώπου αυτού κατά τον τρόπο που προβλέπει η οδηγία.

45      Αρκεί, συναφώς, η διαπίστωση ότι τόσο από το καθήκον πίστεως που υπέχουν τα κράτη μέλη όσο και από τις επιταγές αποτελεσματικότητας που υπενθυμίζονται, μεταξύ άλλων, στην τέταρτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 2008/115 προκύπτει ότι η υποχρέωση την οποία επιβάλλει το άρθρο 8 της οδηγίας αυτής στα κράτη μέλη να προβαίνουν, στις προβλεπόμενες στην παράγραφο 1 του άρθρου αυτού περιπτώσεις, στην απομάκρυνση πρέπει να εκπληρώνεται εντός του συντομότερου δυνατού χρόνου. Προφανώς, αυτό δεν συμβαίνει όταν, αφού έχει διαπιστώσει την παράνομη διαμονή του υπηκόου τρίτης χώρας στο έδαφός του, το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος, προτού προβεί στην εκτέλεση της αποφάσεως περί επιστροφής ή προτού καν λάβει την απόφαση αυτή, προβαίνει σε ποινική δίωξη ακολουθούμενη, ενδεχομένως, από ποινή φυλακίσεως. Μια τέτοια διαδικασία καθυστερεί την απομάκρυνση (προμνησθείσα απόφαση El Dridi, σκέψη 59) και δεν περιλαμβάνεται, άλλωστε, μεταξύ των δικαιολογητικών λόγων της αναβολής της απομακρύνσεως τους οποίους προβλέπει το άρθρο 9 της οδηγίας 2008/115.

46      Από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων προκύπτει μεν ότι τα κράτη μέλη που δεσμεύονται από την οδηγία 2008/115 δεν μπορούν να προβλέψουν ποινή φυλακίσεως για τους παρανόμως διαμένοντες στο έδαφός τους υπηκόους τρίτων χωρών στις περιπτώσεις κατά τις οποίες οι τελευταίοι πρέπει, βάσει των κοινών κανόνων και διαδικασιών που θεσπίζει η οδηγία αυτή, να απομακρυνθούν και μπορούν, προς τον σκοπό της προετοιμασίας και της υλοποιήσεως αυτής της απομακρύνσεως, το πολύ να τεθούν υπό κράτηση, πλην όμως αυτό δεν αποκλείει τη δυνατότητα των κρατών μελών να θεσπίζουν ή να διατηρούν σε ισχύ διατάξεις, ενδεχομένως ποινικού χαρακτήρα, που ρυθμίζουν, τηρώντας τις αρχές της εν λόγω οδηγίας και σεβόμενες τον σκοπό της, την περίπτωση κατά την οποία τα αναγκαστικά μέτρα δεν κατέστησαν εφικτή την απομάκρυνση υπηκόου τρίτης χώρας ο οποίος διαμένει παρανόμως στο έδαφός τους (προμνησθείσα απόφαση El Dridi σκέψεις 52 και 60).

47      Λαμβανομένης υπόψη αυτής της δυνατότητας, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η θέση που υποστηρίζουν οι κυβερνήσεις που υπέβαλαν παρατηρήσεις ενώπιον του Δικαστηρίου, και σύμφωνα με την οποία μια ερμηνεία όπως η δοθείσα ανωτέρω θα έθετε τέρμα στη δυνατότητα των κρατών μελών να αποθαρρύνουν την παράνομη διαμονή στο έδαφός τους, δεν είναι βάσιμη.

48      Ειδικότερα, η οδηγία 2008/115 δεν εναντιώνεται στην επιβολή ποινικών κυρώσεων, σύμφωνα με τους εθνικούς κανόνες ποινικής δικονομίας, σε υπηκόους τρίτης χώρας στους οποίους εφαρμόστηκε η διαδικασία επιστροφής που θεσπίζει η οδηγία αυτή και οι οποίοι διαμένουν παρανόμως στο έδαφος κράτους μέλους χωρίς να υπάρχει λόγος που να δικαιολογεί τη μη επιστροφή.

49      Συναφώς, πρέπει να τονιστεί ότι, στο πλαίσιο της εφαρμογής αυτών των κανόνων ποινικής δικονομίας, η επιβολή των κυρώσεων που αναφέρονται στην προηγούμενη σκέψη προϋποθέτει τον πλήρη σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων, ιδίως δε εκείνων τα οποία εγγυάται η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών, η οποία υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950.

50      Κατόπιν όλων των ανωτέρω σκέψεων, στο υποβληθέν ερώτημα προσήκει η απάντηση ότι η οδηγία 2008/115 έχει την έννοια ότι

–      αντίκειται προς την οδηγία αυτή νομοθεσία κράτους μέλους η οποία κολάζει την παράνομη διαμονή με ποινικές κυρώσεις στο μέτρο που η νομοθεσία αυτή επιτρέπει τη φυλάκιση υπηκόου τρίτης χώρας ο οποίος, καίτοι διαμένει παρανόμως στο έδαφος του εν λόγω κράτους μέλους και δεν προτίθεται να εγκαταλείψει το έδαφος αυτό οικειοθελώς, δεν έχει υπαχθεί στα αναγκαστικά μέτρα στα οποία αναφέρεται το άρθρο 8 της οδηγίας αυτής, δεν έχει δε παρέλθει έναντι αυτού, σε περίπτωση θέσεώς του υπό κράτηση προς τον σκοπό της προετοιμασίας και της υλοποιήσεως της απομακρύνσεώς του, ο ανώτατος χρόνος διάρκειας αυτής της κρατήσεως· και

–      δεν αντίκειται στην οδηγία αυτή τέτοια νομοθεσία στο μέτρο που επιτρέπει τη φυλάκιση υπηκόου τρίτης χώρας στον οποίο εφαρμόστηκε η διαδικασία επιστροφής που θεσπίζει η εν λόγω οδηγία και ο οποίος διαμένει παρανόμως στο εν λόγω έδαφος χωρίς να υπάρχει λόγος που να δικαιολογεί τη μη επιστροφή.

 Επί των δικαστικών εξόδων

51      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τμήμα μείζονος συνθέσεως) αποφαίνεται:

Η οδηγία 2008/115/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2008, σχετικά με τους κοινούς κανόνες και διαδικασίες στα κράτη μέλη για την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών, έχει την έννοια ότι

–        αντίκειται προς την οδηγία αυτή νομοθεσία κράτους μέλους η οποία κολάζει την παράνομη διαμονή με ποινικές κυρώσεις στο μέτρο που η νομοθεσία αυτή επιτρέπει τη φυλάκιση υπηκόου τρίτης χώρας ο οποίος, καίτοι διαμένει παρανόμως στο έδαφος του εν λόγω κράτους μέλους και δεν προτίθεται να εγκαταλείψει το έδαφος αυτό οικειοθελώς, δεν έχει υπαχθεί στα αναγκαστικά μέτρα στα οποία αναφέρεται το άρθρο 8 της οδηγίας αυτής, δεν έχει δε παρέλθει έναντι αυτού, σε περίπτωση θέσεώς του υπό κράτηση προς τον σκοπό της προετοιμασίας και της υλοποιήσεως της απομακρύνσεώς του, ο ανώτατος χρόνος διάρκειας αυτής της κρατήσεως· και

–        δεν αντίκειται στην οδηγία αυτή τέτοια νομοθεσία στο μέτρο που επιτρέπει τη φυλάκιση υπηκόου τρίτης χώρας στον οποίο εφαρμόστηκε η διαδικασία επιστροφής που θεσπίζει η εν λόγω οδηγία και ο οποίος διαμένει παρανόμως στο εν λόγω έδαφος χωρίς να υπάρχει λόγος που να δικαιολογεί τη μη επιστροφή.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.