Υπόθεση C-282/05 P

Holcim (Deutschland) AG

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

«Αναίρεση — Εξωσυμβατική ευθύνη της Κοινότητας — Άρθρο 85 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 81 ΕΚ) — Επιστροφή των συνδεομένων με τη σύσταση τραπεζικής εγγυήσεως εξόδων»

Περίληψη της αποφάσεως

1.        Αγωγή αποζημιώσεως — Προθεσμία παραγραφής — Σημείο αφετηρίας

(Άρθρο 288, εδ. 2, ΕΚ· Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρο 46)

2.        Αγωγή αποζημιώσεως — Προθεσμία παραγραφής — Διακοπή

(Άρθρο 288, εδ. 2, ΕΚ· Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρο 46)

3.        Εξωσυμβατική ευθύνη — Προϋποθέσεις

(Άρθρο 288, εδ. 2, ΕΚ)

1.        Η προθεσμία παραγραφής της αγωγής λόγω ευθύνης της Κοινότητας αρχίζει να τρέχει άπαξ και πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις από τις οποίες εξαρτάται η υποχρέωση επανορθώσεως και ιδίως αφ’ ης στιγμής συγκεκριμενοποιήθηκε η προς αποκατάσταση ζημία. Επομένως, όταν πρόκειται για περιπτώσεις στα πλαίσια των οποίων η ευθύνη της Κοινότητας είναι απόρροια κανονιστικής πράξεως, η εν λόγω προθεσμία παραγραφής αρχίζει να τρέχει εφόσον έχουν παραχθεί τα ζημιογόνα της εν λόγω πράξεως αποτελέσματα. Διαφορετική λύση θα ισοδυναμούσε με αμφισβήτηση της αρχής της αυτονομίας των αγωγών ή προσφυγών εξαρτώντας τη διαδικασία της αγωγής αποζημιώσεως από την έκβαση προσφυγής ακυρώσεως.

Η λύση αυτή μπορεί να εφαρμοστεί και στις οφειλόμενες σε ατομικές πράξεις διαφορές. Στην περίπτωση παρόμοιων διαφορών, η προθεσμία παραγραφής αρχίζει να τρέχει εφόσον η απόφαση παρήγαγε τα αποτελέσματά της έναντι των ενδιαφερομένων. Όταν επιβάλλεται πρόστιμο σε εταιρία με απόφαση της Επιτροπής, τα ζημιογόνα αποτελέσματα της αποφάσεως παράγονται έναντι της ενάγουσας εταιρίας ήδη αφότου υποχρεώθηκε να καταβάλει το πρόστιμο. Πράγματι, για την έναρξη της προθεσμίας παραγραφής, δεν ενδιαφέρει αν η παράνομη συμπεριφορά της Κοινότητας διαπιστώθηκε με δικαστική απόφαση.

(βλ. σκέψεις 29-31)

2.        Η προθεσμία διακόπτεται, δυνάμει του άρθρου 46 του Οργανισμού του Δικαστηρίου, στο πεδίο της εξωσυμβατικής ευθύνης είτε διά της προσφυγής που ασκείται ενώπιον του Δικαστηρίου είτε διά της προηγούμενης αιτήσεως που ο ζημιωθείς απευθύνει στο αρμόδιο όργανο των Κοινοτήτων. Δεδομένου ότι το άρθρο 46 του Οργανισμού του Δικαστηρίου αφορά τις κατά των Κοινοτήτων λόγω εξωσυμβατικής ευθύνης αγωγές, η κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως «προσφυγή», η οποία θεωρείται άλλωστε ως διακόπτουσα την παραγραφή, είναι εκείνη με την οποία επιδιώκεται να στοιχειοθετηθεί η ευθύνη αυτή, σύμφωνα με το άρθρο 288, παράγραφος 2, ΕΚ. Άρα, προσφυγή ακυρώσεως δεν μπορεί να θεωρηθεί ως «προσφυγή» τέτοιας φύσεως ώστε να διακόπτει την κατά το άρθρο 46 του Οργανισμού του Δικαστηρίου προθεσμία παραγραφής.

(βλ. σκέψη 36)

3.        Η θεμελίωση της εξωσυμβατικής ευθύνης της Κοινότητας εξαρτάται από τη συνδρομή ενός συνόλου προϋποθέσεων μεταξύ των οποίων καταλέγεται, οσάκις τίθεται ζήτημα ελλείψεως νομιμότητας νομικής πράξεως, η κατάφωρη παράβαση νομικού κανόνα, σκοπός του οποίου είναι η απονομή δικαιωμάτων στους ιδιώτες. Όσον αφορά την ανωτέρω προϋπόθεση, το αποφασιστικής σημασίας κριτήριο προκειμένου να εκτιμηθεί κατά πόσο συντρέχει κατάφωρη παραβίαση του κοινοτικού δικαίου είναι αυτό της πρόδηλης και σοβαρής υπερβάσεως εκ μέρους του κοινοτικού θεσμικού οργάνου των ορίων που επιβάλλονται στην εξουσία του εκτιμήσεως. Οσάκις το οικείο θεσμικό όργανο δεν διαθέτει παρά μόνον πολύ περιορισμένο, αν όχι ανύπαρκτο, περιθώριο εκτιμήσεως, η απλή παραβίαση του κοινοτικού δικαίου μπορεί να αρκεί προς απόδειξη της υπάρξεως κατάφωρης παραβιάσεως. Επομένως, η γενική ή ατομική φύση μιας πράξεως δεν είναι αποφασιστικής σημασίας προκειμένου να κριθεί αν συντρέχει εν προκειμένω παρόμοια παραβίαση.

(βλ. σκέψεις 47-48)




ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 19ης Απριλίου 2007 (*)

«Αναίρεση – Εξωσυμβατική ευθύνη της Κοινότητας – Άρθρο 85 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 81 ΕΚ) – Επιστροφή των συνδεομένων με τη σύσταση τραπεζικής εγγυήσεως εξόδων»

Στην υπόθεση C-282/05 P,

με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου, ασκηθείσα στις 12 Ιουλίου 2005,

Holcim (Deutschland) AG, πρώην Alsen AG, με έδρα το Αμβούργο (Γερμανία), εκπροσωπούμενη από τους P. Niggemann και F. Wiemer, Rechtsanwälte,

αναιρεσείουσα,

όπου ο έτερος διάδικος είναι:

η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους R. Lyal, και G. Wilms, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

εναγομένη πρωτοδίκως,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους C. W. A. Timmermans, πρόεδρο τμήματος, P. Kūris, J. Makarczyk, L. Bay‑Larsen και J.‑C. Bonichot (εισηγητή), δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: P. Mengozzi

γραμματέας: R. Grass

λαμβάνοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 11ης Ιανουαρίου 2007,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με την αίτησή της αναιρέσεως, η Holcim (Deutschland) AG ζητεί την αναίρεση της αποφάσεως του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 21ης Απριλίου 2005, T-28/03, Holcim (Deutschland) AG κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (Συλλογή 2005, σ. II-1357, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση), με την οποία το Πρωτοδικείο απέρριψε την αγωγή της περί αποκαταστάσεως της ζημίας που ισχυρίζεται ότι υπέστη λόγω των συνδεομένων με τη σύσταση τραπεζικής εγγυήσεως εξόδων προκειμένου να αναβάλει την καταβολή προστίμου που της είχε επιβληθεί με την απόφαση 94/815/ΕΚ της Επιτροπής, της 30ής Νοεμβρίου 1994, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 85 της Συνθήκης ΕΚ (Υπόθεση IV/33.126 και 33.322 – Τσιμέντα) (ΕΕ L 343, σ. 1, στο εξής: απόφαση για το τσιμέντο), την οποία στη συνέχεια ακύρωσε το Πρωτοδικείο με απόφαση της 15ης Μαρτίου 2000, T‑25/95, T‑26/95, T‑30/95, T‑32/95, T‑34/95 έως T‑39/95, T‑42/95 έως T‑46/95, T‑48/95, T‑50/95 έως T‑65/95, T‑68/95 έως T‑71/95, T‑87/95, T‑88/95, T‑103/95 και T‑104/95, Cimenteries CBR κ.λπ. κατά Επιτροπής, γνωστή ως απόφαση «περί τσιμέντων» (Συλλογή 2000, σ. II-491).

 Το ιστορικό της διαφοράς

2        Το ιστορικό της διαφοράς εκτίθεται με τις σκέψεις 1 έως 9 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως ως εξής:

«1      Η ενάγουσα, εταιρία Alsen AG, νυν Holcim (Deutschland) AG, με έδρα το Αμβούργο (Γερμανία), δραστηριοποιείται στην παραγωγή κατασκευαστικών υλικών. Η Alsen AG προέκυψε από τη συγχώνευση, το έτος 1997, της Alsen Breitenburg Zement- und Kalkwerke GmbH (στο εξής: Alsen Breitenburg) και της Nordcement AG (στο εξής: Nordcement).

2      Με την απόφαση [για το τσιμέντο], η Επιτροπή επέβαλε στις Alsen Breitenburg και Nordcement πρόστιμα ανερχόμενα, αντιστοίχως, σε 3,841 εκατομμύρια και 1,85 εκατομμύρια ευρώ, λόγω παραβάσεως του άρθρου 85 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 81 ΕΚ).

3      Οι Alsen Breitenburg και Nordcement άσκησαν προσφυγές ακυρώσεως κατά της αποφάσεως αυτής. Οι προσφυγές αυτές πρωτοκολλήθηκαν με τους αριθμούς T-45/95 και T-46/95, στη συνέχεια δε ενώθηκαν με τις προσφυγές που άσκησαν οι υπόλοιπες εταιρίες τις οποίες αφορούσε η απόφαση της Επιτροπής για το τσιμέντο.

4      Κάνοντας χρήση της ευχέρειας που τους παρέσχε η Επιτροπή, οι Alsen Breitenburg και Nordcement αποφάσισαν να συστήσουν τραπεζική εγγύηση, αποφεύγοντας την άμεση καταβολή των εν λόγω προστίμων. Η τραπεζική εγγύηση της Alsen Breitenburg συνεστήθη για την περίοδο από 3 Μαΐου 1995 έως 2 Μαΐου 2000 από την Berenberg Bank, έναντι ετήσιας προμήθειας 0,45 %. Η Nordcement συνέστησε από τις 18 Απριλίου 1995 μέχρι τις 3 Μαΐου 2000 τραπεζική εγγύηση στην Deutsche Bank, έναντι ετήσιας προμήθειας 0,375 % και εφάπαξ προμήθειας συστάσεως ύψους 15,34 ευρώ. Συνολικώς, η ενάγουσα κατέβαλε στις τράπεζες, για τη σύσταση των τραπεζικών εγγυήσεων, το ποσό των 139 002,21 ευρώ.

5      Με [την προπαρατεθείσα απόφαση περί τσιμέντων], το Πρωτοδικείο ακύρωσε την απόφαση της Επιτροπής για το τσιμέντο, καθόσον αυτή αφορούσε την ενάγουσα, και καταδίκασε την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

6      Κατόπιν αυτού, δυνάμει του άρθρου 91 του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, και με επιστολή της 28ης Σεπτεμβρίου 2001, η ενάγουσα ζήτησε από την εναγομένη να της επιστρέψει, αφενός, τα έξοδα διαδικασίας (ιδίως τα έξοδα δικηγόρου, ανερχόμενα σε 545 000 ευρώ) και, αφετέρου, τα έξοδα που προέκυψαν από τη σύσταση τραπεζικών εγγυήσεων.

7      Με επιστολή της 24ης Ιανουαρίου 2002, η εναγομένη πρότεινε στην ενάγουσα να της επιστρέψει μέρος των εξόδων δικηγόρου (ύψους 130 000 ευρώ), αρνήθηκε, όμως, να της επιστρέψει τα έξοδα για τη σύσταση τραπεζικής εγγυήσεως, επικαλούμενη την περί δικαστικών εξόδων νομολογία, κατά την έννοια του άρθρου 91 του Κανονισμού Διαδικασίας.

8      Με επιστολή της 5ης Απριλίου 2002, η ενάγουσα ζήτησε και πάλι από την εναγομένη να της επιστρέψει το σύνολο των εξόδων δικηγόρου και συστάσεως τραπεζικής εγγυήσεως. Όσον αφορά το αίτημα επιστροφής των εξόδων για τη σύσταση τραπεζικής εγγυήσεως, η ενάγουσα το στήριξε, αυτή τη φορά, στο άρθρο 288, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ και στο άρθρο 233 ΕΚ, καθώς και στην απόφαση του Πρωτοδικείου της 10ης Οκτωβρίου 2001, T-171/99, Corus UK κατά Επιτροπής (Συλλογή 2001, σ. II-2967), που είχε εν τω μεταξύ εκδοθεί.

9      Με ηλεκτρονικώς αποσταλείσα επιστολή, στις 30 Μαΐου 2002, η εναγομένη πρότεινε την καταβολή εξόδων δικηγόρου ύψους 200 000 ευρώ. Όσον αφορά τα έξοδα για τη σύσταση τραπεζικής εγγυήσεως προέβαλε, και πάλι, άρνηση επιστροφής τους, υποστηρίζοντας ότι η δυνατότητα αναστολής καταβολής του προστίμου διά συστάσεως τραπεζικής εγγυήσεως αποτελούσε απλώς επιλογή και, κατά συνέπεια, δεν μπορεί να θεωρηθεί υπεύθυνη εξόδων που προκλήθηκαν από την απόφαση των επιχειρήσεων να κάνουν χρήση αυτής της δυνατότητας.»

 H ενώπιον του Πρωτοδικείου αγωγή και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

3        Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 31 Ιανουαρίου 2003, η ενάγουσα και νυν αναιρεσείουσα ζήτησε:

–        να υποχρεωθεί η Επιτροπή να της καταβάλει ποσόν ύψους 139 002,21 ευρώ, πλέον τόκων υπερημερίας με επιτόκιο 5,75 % ετησίως από 15ης Απριλίου 2000·

–        να καταδικαστεί η Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

4        Η εναγομένη ζήτησε από το Πρωτοδικείο:

–        να απορρίψει την αγωγή ως απαράδεκτη, καθόσον θεμελιώνεται στο άρθρο 233 ΕΚ·

–        να απορρίψει την αγωγή στο σύνολό της, καθόσον θεμελιώνεται στο άρθρο 288 ΕΚ:

–        ως απαράδεκτη ή, επικουρικώς, ως αβάσιμη, στο μέτρο που αφορά τα πραγματοποιηθέντα πριν από τις 31 Ιανουαρίου 1998 έξοδα για τη σύσταση τραπεζικής εγγυήσεως·

–        ως αβάσιμη κατά τα λοιπά·

–        να καταδικάσει την ενάγουσα στα δικαστικά έξοδα.

5        Με τις παρατηρήσεις της, η ενάγουσα ζήτησε ακολούθως από το Πρωτοδικείο:

–        να κηρύξει την αγωγή παραδεκτή, καθόσον θεμελιώνεται στο άρθρο 233 ΕΚ·

–        επικουρικώς, να ερμηνεύσει την αγωγή, καθόσον θεμελιώνεται στο άρθρο 233 ΕΚ, ως προσφυγή ακυρώσεως ή ως προσφυγή κατά παραλείψεως·

–        να καταδικάσει την εναγομένη στα δικαστικά έξοδα.

6        Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση την οποία εξέδωσε αφού άκουσε τις αγορεύσεις των διαδίκων και τις απαντήσεις τους επί των ερωτήσεων που τους υπέβαλε κατά τη συνεδρίαση της 10ης Ιουνίου 2004, το Πρωτοδικείο απέρριψε την αγωγή.

7        Πρώτον, έκρινε ότι η αγωγή ήταν απαράδεκτη, καθόσον θεμελιωνόταν στο άρθρο 233 ΕΚ.

8        Οδηγούμενο στο συμπέρασμα αυτό, το Πρωτοδικείο διαπίστωσε ότι, στο πλαίσιο της Συνθήκης ΕΚ, τα παρεχόμενα στους ενδιαφερομένους ένδικα βοηθήματα για την κατοχύρωση των δικαιωμάτων τους απαριθμούνται περιοριστικώς. Το άρθρο 233 ΕΚ, σχετικά με τις υποχρεώσεις που συνεπάγεται η εκτέλεση αποφάσεως του Δικαστηρίου, δεν προβλέπει παρόμοιο ένδικο βοήθημα, οπότε δεν μπορεί να αποτελέσει αυτοτελώς τη βάση αιτήσεως προς επιστροφή εξόδων συνδεομένων με τη σύσταση τραπεζικών εγγυήσεων. Εξάλλου, το Πρωτοδικείο αρνήθηκε να ερμηνεύσει το δικόγραφο της αγωγής ως προσφυγή ακυρώσεως ή ως προσφυγή κατά παραλείψεως αφού προηγουμένως διαπίστωσε ότι το αρχικό αντικείμενό της συνίστατο σε αίτημα αποζημιώσεως (σκέψη 46 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως).

9        Δεύτερον, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι η αγωγή, καθόσον θεμελιωνόταν στο άρθρο 288 ΕΚ, έπρεπε να απορριφθεί ως εν μέρει απαράδεκτη και εν μέρει αβάσιμη.

10      Το Πρωτοδικείο έκρινε ότι, όπως το καλούσε να πράξει η εναγομένη, η αγωγή ήταν εν μέρει απαράδεκτη δεδομένου ότι η αξίωση περί αποζημιώσεως είχε παραγραφεί δυνάμει του άρθρου 46 του Οργανισμού του Δικαστηρίου. Υπενθύμισε ότι η προθεσμία παραγραφής αξιώσεως λόγω εξωσυμβατικής ευθύνης της Κοινότητας αρχίζει να τρέχει μόνον εφόσον πληρωθούν όλες οι προϋποθέσεις από τις οποίες εξαρτάται η υποχρέωση αποζημιώσεως (σκέψη 59 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως). Έκρινε ότι εν προκειμένω είχαν πληρωθεί οι ανωτέρω προϋποθέσεις από της συστάσεως των τραπεζικών εγγυήσεων στον βαθμό που η ενάγουσα, θεωρώντας την απόφαση για το τσιμέντο παράνομη, ήταν σε θέση να επικαλεστεί την εξωσυμβατική ευθύνη της Κοινότητας (σκέψη 63 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως). Ως εκ τούτου, η προθεσμία παραγραφής διακόπηκε μόλις με την ενώπιον του Πρωτοδικείου άσκηση της αγωγής στις 31 Ιανουαρίου 2003. Εφαρμόζοντας τις διατάξεις του άρθρου 46 του Οργανισμού του Δικαστηρίου, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι η αξίωση περί αποζημιώσεως είχε παραγραφεί ως προς τα πραγματοποιηθέντα πριν από τις 31 Ιανουαρίου 1998 έξοδα για τη σύσταση τραπεζικής εγγυήσεως (σκέψη 74 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως).

11      Επί της ουσίας, το Πρωτοδικείο αποφάνθηκε ως προς τα πραγματοποιηθέντα μετά την ανωτέρω ημερομηνία έξοδα. Αρχικώς, επικεντρώθηκε στο να ελέγξει αν η συμπεριφορά της Επιτροπής συνιστούσε κατάφωρη παραβίαση του κοινοτικού δικαίου. Υπενθύμισε ότι είχε αναγνωρίσει την έλλειψη νομιμότητας της αποφάσεως για το τσιμέντο στην προαναφερθείσα απόφασή του περί τσιμέντων. Πάντως, συνήγαγε ότι η ανωτέρω έλλειψη νομιμότητας δεν συνιστούσε κατάφωρη παραβίαση του κοινοτικού δικαίου. Ασφαλώς, αναγνώρισε ότι η Επιτροπή δεν διέθετε εν προκειμένω ευρεία εξουσία εκτιμήσεως και ότι υπό τις περιστάσεις αυτές η μη τήρηση του κοινοτικού δικαίου θα μπορούσε να ερμηνευθεί ως κατάφωρη παραβίαση (σκέψεις 95 έως 100 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως). Πάντως, υπενθύμισε ότι τα πραγματικά περιστατικά επί των οποίων στηρίχθηκε η απόφαση της Επιτροπής για το τσιμέντο ήσαν εξόχως πολύπλοκα. Υπό τις περιστάσεις αυτές, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι η παραβίαση του κοινοτικού δικαίου δεν ήταν εν προκειμένω αρκούντως κατάφωρη (σκέψεις 101 έως 116 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως).

12      Ακολούθως, το Πρωτοδικείο αναζήτησε τυχόν αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ της συμπεριφοράς της Επιτροπής και της επικληθείσας ζημίας. Έκρινε ότι ο σύνδεσμος αυτός δεν είχε αποδειχθεί στον βαθμό που η σύσταση τραπεζικής εγγυήσεως ήταν προϊόν της ελεύθερης επιλογής της ενάγουσας και όχι της ελλείψεως της νομιμότητας της αποφάσεως της Επιτροπής (σκέψεις 119 έως 131 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως).

13      Κατόπιν αυτού, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι παρείλκε η απόφανσή του επί της επελθούσας ζημίας και απέρριψε την αγωγή επί της ουσίας.

 Η ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία και τα αιτήματα των διαδίκων

14      Η αναιρεσείουσα εμμένει επί των αιτημάτων που διατύπωσε πρωτοδίκως και ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση·

–        να καταδικάσει την εναγομένη και νυν αναιρεσίβλητη να της καταβάλει ποσόν ύψους 139 002,21 ευρώ, πλέον τόκων υπερημερίας με επιτόκιο ύψους 5,75 % ετησίως από 15ης Απριλίου 2000·

–        επικουρικώς, να αναπέμψει την υπόθεση στο Πρωτοδικείο προκειμένου αυτό να αποφανθεί εκ νέου λαμβάνοντας υπόψη τη νομική εκτίμηση του Δικαστηρίου·

–        να καταδικάσει την εναγομένη και νυν αναιρεσίβλητη στο σύνολο των δικαστικών εξόδων.

15      Η αναιρεσίβλητη ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως·

–        να καταδικάσει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Η αναίρεση

16      Η αναίρεση στηρίζεται σε τρεις λόγους. Ο πρώτος αντλείται από την πλάνη περί το δίκαιο στην οποία υπέπεσε το Πρωτοδικείο εκτιμώντας ως εν μέρει παραγραφείσα την ασκηθείσα βάσει των άρθρων 235 ΕΚ και 288 ΕΚ αγωγή αποζημιώσεως. Ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως αντλείται από την πλάνη περί το δίκαιο στην οποία υπέπεσε το Πρωτοδικείο διερωτώμενο αν συντρέχει αρκούντως κατάφωρη παραβίαση του κοινοτικού δικαίου προκειμένου να στοιχειοθετηθεί η ευθύνη της Κοινότητας. Ο τρίτος λόγος αναιρέσεως αντλείται από την πλάνη στην οποία υπέπεσε το Πρωτοδικείο εκτιμώντας ότι δεν είχε αποδειχθεί εν προκειμένω η ύπαρξη οποιουδήποτε αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της ελλείψεως νομιμότητας της αποφάσεως της Επιτροπής για το τσιμέντο και των εξόδων εκ της συστάσεως εγγυήσεως.

 Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως

 Επιχειρηματολογία των διαδίκων

17      Η αναιρεσείουσα αμφισβητεί την εκ μέρους του Πρωτοδικείου εκτίμηση ως προς την εφαρμογή των προβλεπομένων στο άρθρο 46 του Οργανισμού του Δικαστηρίου κανόνων περί παραγραφής. Εκτιμά ότι η προθεσμία παραγραφής άρχισε να τρέχει μόνον από της ακυρώσεως της αποφάσεως για το τσιμέντο. Στηρίζει τη συλλογιστική της στην απόφαση της 27ης Ιανουαρίου 1982, συνεκδικασθείσες υποθέσεις 256/80, 257/80, 265/80, 267/80 και 5/81, Birra Wührer κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 1982, σ. 85, σκέψη 10), από την οποία προκύπτει ότι η προθεσμία παραγραφής δεν δύναται να αρχίσει να τρέχει προ της πληρώσεως όλων των προϋποθέσεων από τις οποίες εξαρτάται η υποχρέωση αποκαταστάσεως της ζημίας και, ιδίως, πριν συγκεκριμενοποιηθεί η προς αποκατάσταση ζημία.

18      Κατά την αναιρεσείουσα, η ακύρωση της αποφάσεως για το τσιμέντο συνιστούσε εν προκειμένω προϋπόθεση της υποχρεώσεως προς αποκατάσταση της ζημίας.

19      Η αναιρεσείουσα εκτιμά ότι, προβαίνοντας τη σύσταση των τραπεζικών εγγυήσεων, εκπλήρωσε νομική υποχρέωση η οποία έπαυσε να υφίσταται με την απόφαση περί ακυρώσεως. Εκτιμά επίσης ότι η ζημία συνδέεται στενά με την άσκηση της προσφυγής ακυρώσεως δοθέντος ότι οι τραπεζικές εγγυήσεις συνεστήθησαν λόγω της συγκεκριμένης προσφυγής και του μη ανασταλτικού αποτελέσματός της.

20      Ισχυρίζεται περαιτέρω ότι το Πρωτοδικείο ανέπτυξε πεπλανημένη συλλογιστική στηριζόμενο στην απόφαση της 2ας Ιουνίου 1976, συνεκδικασθείσες υποθέσεις 56/74 έως 60/74, Kurt Kampffmeyer κ.λπ. κατά Επιτροπής και Συμβουλίου (Συλλογή τόμος 1976, σ. 291), κρίνοντας ότι της είχε δοθεί η δυνατότητα να ασκήσει αγωγή αποζημιώσεως από της συστάσεως των τραπεζικών εγγυήσεων. Εκτιμά συγκεκριμένα ότι παρόμοια χρήση της προβλεπόμενης στο άρθρο 288 ΕΚ προσφυγής θα συνιστούσε καταστρατήγηση της διαδικασίας προς παράκαμψη των τιθεμένων στο άρθρο 230 ΕΚ προϋποθέσεων παραδεκτού για την άσκηση προσφυγή ακυρώσεως.

21      Τέλος, η αναιρεσείουσα εκτιμά ότι, σε αντίθεση προς όσα έκρινε το Πρωτοδικείο, η ζημία ουδόλως υπήρξε συνεχής, αλλ’ ολοκληρώθηκε με τη σύσταση των τραπεζικών εγγυήσεων. Υπογραμμίζει ότι με τις τράπεζες συνήφθη μία και μόνο σύμβαση περί εγγυήσεως. Η ανωτέρω σύμβαση περιοριζόταν επίσης ratione temporis στα χρονικά όρια της ένδικης διαδικασίας, ενώ τα εφαρμοστέα επιτόκια ήσαν ετήσια. Κατόπιν αυτού, ουδεμία χώρησε ημερήσια τιμολόγηση των τραπεζικών προμηθειών που συνδέονταν με τις ανωτέρω εγγυήσεις.

22      Επικουρικώς, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι η προθεσμία παραγραφής διακόπηκε με την άσκηση της προσφυγής ακυρώσεως ενώπιον του Πρωτοδικείου. Κατ’ αυτήν, τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως διαπιστώθηκαν οριστικά μόλις με την άσκηση της ανωτέρω προσφυγής, η δε άσκηση αγωγής αποζημιώσεως εξαρτώνταν κατ’ ουσίαν από την έκβαση της δίκης περί ακυρώσεως.

23      Η αναιρεσίβλητη εκτιμά ότι το Πρωτοδικείο προέβη σε ορθή εφαρμογή των κανόνων περί παραγραφής. Υποστηρίζει ιδίως ότι η παράνομη απόφαση συνιστά το γενεσιουργό της ευθύνης γεγονός.

24      Εκτιμά ότι η σύσταση των τραπεζικών εγγυήσεων δεν δύναται να ερμηνευθεί ως νομική υποχρέωση στο μέτρο που είναι προϊόν ελεύθερης επιλογής της αναιρεσείουσας, η οποία είχε επίσης τη δυνατότητα να αποφασίσει να καταβάλει το πρόστιμο. Ακυρώνοντας την απόφαση για το τσιμέντο, το Πρωτοδικείο δεν ήταν επομένως σε θέση να θέσει τέρμα σε ανύπαρκτη υποχρέωση. Άρα, η ακύρωση δεν συνιστά το γενεσιουργό της ευθύνης γεγονός, το οποίο απαντά αντιθέτως στην ίδια την απόφαση της Επιτροπής για το τσιμέντο.

25      Η αναιρεσίβλητη υπογραμμίζει επίσης ότι η αναιρεσείουσα είχε τη δυνατότητα, όπως έκρινε το Πρωτοδικείο, να ασκήσει αγωγή αποζημιώσεως ήδη από τη σύσταση των εγγυήσεων. Η αναιρεσίβλητη εκτιμά ότι ορθώς το Πρωτοδικείο εφήρμοσε την προαναφερθείσα απόφαση Kampffmeyer κ.λπ. κατά Επιτροπής και Συμβουλίου, δοθέντος ότι οι προσφυγές των άρθρων 230 ΕΚ και 288 ΕΚ είναι αυτοτελείς.

26      Κατόπιν αυτού, η αναιρεσίβλητη θεωρεί ότι το Πρωτοδικείο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο εκτιμώντας ότι η προθεσμία παραγραφής άρχισε να τρέχει από τη σύσταση των τραπεζικών εγγυήσεων.

27      Η αναιρεσίβλητη υποστηρίζει επίσης ότι η άσκηση της προσφυγής ακυρώσεως δεν διέκοψε την προθεσμία της παραγραφής, ισχυριζόμενη ότι το άρθρο 46 του Οργανισμού του Δικαστηρίου προβλέπει ρητώς ότι η ανωτέρω προθεσμία διακόπτεται από την άσκηση της αγωγής αποζημιώσεως. Επομένως, τυχόν προσφυγή ακυρώσεως δεν μπορεί να διακόψει την εν λόγω προθεσμία.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

28      Ο πρώτος λόγος αναιρέσεως υποδιαιρείται σε τρία σκέλη.

 Επί του πρώτου σκέλους, το οποίο αντλείται από την εκτίμηση του χρόνου αφετηρίας της προθεσμίας παραγραφής

29      Η προθεσμία παραγραφής της αγωγής λόγω ευθύνης της Κοινότητας αρχίζει να τρέχει άπαξ και πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις από τις οποίες εξαρτάται η υποχρέωση επανορθώσεως και ιδίως αφ’ ης στιγμής συγκεκριμενοποιήθηκε η προς αποκατάσταση ζημία. Επομένως, όταν πρόκειται για περιπτώσεις στα πλαίσια των οποίων η ευθύνη της Κοινότητας είναι απόρροια κανονιστικής πράξεως, η εν λόγω προθεσμία παραγραφής αρχίζει να τρέχει εφόσον έχουν παραχθεί τα ζημιογόνα της εν λόγω πράξεως αποτελέσματα.

30      Διαφορετική λύση θα ισοδυναμούσε με αμφισβήτηση της αρχής της αυτονομίας των αγωγών ή προσφυγών εξαρτώντας τη διαδικασία της αγωγής αποζημιώσεως από την έκβαση προσφυγής ακυρώσεως. Η λύση αυτή μπορεί να εφαρμοστεί και στις οφειλόμενες σε ατομικές πράξεις διαφορές. Στην περίπτωση παρόμοιων διαφορών, η προθεσμία παραγραφής αρχίζει να τρέχει εφόσον η απόφαση παρήγαγε τα αποτελέσματά της έναντι των ενδιαφερομένων.

31      Εν προκειμένω, τα ζημιογόνα αποτελέσματα της αποφάσεως για το τσιμέντο παρήχθησαν έναντι των προκατόχων της ενάγουσας εταιρίας ήδη αφότου υποχρεώθηκαν να καταβάλουν πρόστιμο. Η ανωτέρω καταδικαστική απόφαση συνοδεύονταν από την ευχέρεια συστάσεως τραπεζικών εγγυήσεων που τους δόθηκε προκειμένου να αποφευχθεί η άμεση καταβολή προστίμων. Σε αντίθεση προς όσα υποστηρίζει η ενάγουσα και νυν αναιρεσείουσα, τα ζημιογόνα αποτελέσματα της αποφάσεως για το τσιμέντο δεν παρήχθησαν συνεπώς κατά την εκ μέρους του Πρωτοδικείου ακύρωση της ανωτέρω αποφάσεως. Πράγματι, για την έναρξη της προθεσμίας παραγραφής, δεν ενδιαφέρει αν η παράνομη συμπεριφορά της Κοινότητας διαπιστώθηκε με δικαστική απόφαση.

32      Επομένως, οι προκάτοχοι της ενάγουσας εταιρίας είχαν τη δυνατότητα, σύμφωνα με τη λύση που προέκρινε το Δικαστήριο στη σκέψη 6 της προπαρατεθείσας αποφάσεως Kampffmeyer κ.λπ. κατά Επιτροπής και Συμβουλίου, να ασκήσουν αγωγή προκειμένου να διαπιστωθεί η εξωσυμβατική ευθύνη της Κοινότητας αφ’ ης στιγμής κατέστη βεβαία η αιτία της ζημίας, ήτοι, εν προκειμένω, από της συστάσεως των τραπεζικών εγγυήσεων. Σε αντίθεση προς όσα ισχυρίζεται η ενάγουσα και νυν αναιρεσείουσα, τούτο δεν θα συνιστούσε καταστρατήγηση της διαδικασίας δεδομένου ότι η αγωγή αποζημιώσεως είναι αυτόνομη σε σχέση με την προσφυγή ακυρώσεως.

33      Το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας, στη σκέψη 68 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, ότι η προθεσμία παραγραφής άρχισε να τρέχει από την ημερομηνία συστάσεως των τραπεζικών εγγυήσεων. Πράγματι, ναι μεν η αγωγή λόγω ευθύνης μπορούσε ενδεχομένως να ασκηθεί από της συστάσεως των εγγυήσεων, εφόσον κατά την ως άνω ημερομηνία η προκληθείσα διά της αμφισβητούμενης αποφάσεως της Επιτροπής ζημία ήταν βεβαία επί της αρχής και μπορούσε να εκτιμηθεί ως προς την έκτασή της, πλην όμως η παραγραφή μπορούσε να αρχίσει να τρέχει μόνον αφ’ ης στιγμής η χρηματική ζημία είχε επέλθει στην πράξη, ήτοι από τη στιγμή κατά την οποία, εν προκειμένω, άρχισαν να τρέχουν τα έξοδα της τραπεζικής εγγυήσεως. Πάντως, ανεξάρτητα από την επιλεγείσα ημερομηνία, αυτή προηγείται σαφώς της δημοσιεύσεως της προπαρατεθείσας δικαστικής αποφάσεως περί τσιμέντων την οποία η αναιρεσείουσα θεωρεί ως σημείο αφετηρίας της προθεσμίας παραγραφής. Το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως είναι απορριπτέο.

 Επί του αντλούμενου από τον διαρκή χαρακτήρα της ζημίας δεύτερου σκέλους

34      Η ζημία την οποία υποστηρίζει ότι υπέστη η αναιρεσείουσα έγκειται σε ποσά που υποχρεώθηκε να καταβάλει στις τράπεζες για τη σύσταση των εγγυήσεων. Όπως προκύπτει από τα έγγραφα της κατατεθείσας ενώπιον του Πρωτοδικείου δικογραφίας, καθώς και από την επακολουθήσασα ενώπιον αυτού διαδικασία, τα εν λόγω τραπεζικά έξοδα είχαν υπολογιστεί κατ’ αναλογία προς τον αριθμό ημερών κατά τη διάρκεια των οποίων ίσχυαν οι τραπεζικές εγγυήσεις.

35      Έτσι, το ύψος της φερόμενης ζημίας αύξανε αναλόγως του αριθμού των ημερών που διέρρεαν. Επομένως, η αναιρεσείουσα δεν μπορεί να υποστηρίζει βασίμως ότι η ζημία εμφάνιζε στιγμιαίο χαρακτήρα και περιοριζόταν απλώς στη σύσταση των τραπεζικών εγγυήσεων. Ακολούθως, ορθώς το Πρωτοδικείο έκρινε, στη σκέψη 69 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, ότι η ζημία την οποία επικαλέστηκε η ενάγουσα και νυν αναιρεσείουσα εμφάνιζε διαρκή χαρακτήρα. Άρα, επιβάλλεται η απόρριψη του δεύτερου σκέλους του πρώτου λόγου αναιρέσεως.

 Επί του αντλούμενου από τη διακοπή της προθεσμίας παραγραφής τρίτου σκέλους

36      Η προθεσμία διακόπτεται, δυνάμει του άρθρου 46 του Οργανισμού του Δικαστηρίου, στο πεδίο της εξωσυμβατικής ευθύνης είτε διά της προσφυγής που ασκείται ενώπιον του Δικαστηρίου είτε διά της προηγούμενης αιτήσεως που ο ζημιωθείς απευθύνει στο αρμόδιο όργανο των Κοινοτήτων. Δεδομένου ότι το άρθρο 46 του Οργανισμού του Δικαστηρίου αφορά τις κατά των Κοινοτήτων λόγω εξωσυμβατικής ευθύνης αγωγές, η κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως «προσφυγή», η οποία θεωρείται άλλωστε ως διακόπτουσα την παραγραφή, είναι εκείνη με την οποία επιδιώκεται να στοιχειοθετηθεί η ευθύνη αυτή, σύμφωνα με το άρθρο 288, παράγραφος 2, ΕΚ. Άρα, προσφυγή ακυρώσεως δεν μπορεί να θεωρηθεί ως «προσφυγή» τέτοιας φύσεως ώστε να διακόπτει την κατά το άρθρο 46 του Οργανισμού του Δικαστηρίου προθεσμία παραγραφής. Επομένως, η αναιρεσείουσα δεν μπορεί να υποστηρίζει βασίμως, σύμφωνα με το τελευταίο σκέλος του πρώτου λόγου της αναιρέσεως, ότι το Πρωτοδικείο έκρινε, έχοντας υποπέσει σε πλάνη περί το δίκαιο, ότι η άσκηση προσφυγής ακυρώσεως δεν διέκοψε την προθεσμία παραγραφής.

37      Όπως προκύπτει από τις προεκτεθείσες σκέψεις, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του.

 Επί του δεύτερου λόγου αναιρέσεως

 Επιχειρηματολογία των διαδίκων

38      Η αναιρεσείουσα θεωρεί ότι το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο εξαρτώντας τυχόν κατάφωρη παραβίαση του κοινοτικού δικαίου από την υποχρέωση επανορθώσεως εκ μέρους της Κοινότητας.

39      Υποστηρίζει ότι το κριτήριο της κατάφωρης παραβιάσεως τυγχάνει εφαρμογής μόνον όταν εμπλέκεται η κανονιστική δράση της Κοινότητας. Εν προκειμένω, η ευθύνη της Κοινότητας αναζητείται στα πλαίσια της νομικής συγκυρίας που διαμορφώθηκε με την ακύρωση ατομικού μέτρου διοικητικού χαρακτήρα. Συνεπώς, κατά την αναιρεσείουσα, δεν απαιτούνταν από το Πρωτοδικείο να διερευνήσει το αν συνέτρεχε κατάφωρη παραβίαση, αλλ’ αρκούσε απλώς η διαπίστωση παρανομίας ικανής να θεμελιώσει την υποχρέωση επανορθώσεως.

40      Προσθέτει ότι το κριτήριο της κατάφωρης παραβιάσεως απαιτείται στο πλαίσιο των κανονιστικών πράξεων ώστε να προλαμβάνονται μαζικές διαφορές, ενώ οι πιθανότητες διαφορών μειώνονται οσάκις πρόκειται για ατομικές πράξεις, όπως στην υπό κρίση υπόθεση.

41      Επικουρικώς, η αναιρεσείουσα ζητεί από το Δικαστήριο να αναγνωρίσει ότι συντρέχει εν προκειμένω κατάφωρη παραβίαση του κοινοτικού δικαίου. Στηρίζεται συναφώς στη νομολογία, σύμφωνα με την οποία συντρέχει κατάφωρη παραβίαση οσάκις ένα θεσμικό όργανο υπερβαίνει προδήλως και σοβαρώς τα όρια της εξουσίας του εκτιμήσεως, ενώ αρκεί η απλή παράβαση όταν η εν λόγω εξουσία είναι περιορισμένη (βλ. απόφαση της 23ης Μαΐου 1996, C-5/94, Hedley Lomas, Συλλογή 1996, σ. I-2553). Η αναιρεσείουσα θεωρεί ότι το περιθώριο εκτιμήσεως της αναιρεσίβλητης ήταν εν προκειμένω μειωμένο και συντάσσεται επ’ αυτού με την εκτίμηση του Πρωτοδικείου (βλ. σκέψη 100 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως). Αντιθέτως, θεωρεί ότι το Πρωτοδικείο συνεκτίμησε εσφαλμένα την πολυπλοκότητα των πραγματικών περιστατικών και τις δυσχέρειες εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου προκειμένου να προσδιορίσει αν συντρέχει κατάφωρη παραβίαση, δεδομένου ότι η προμνησθείσα νομολογία δεν επιτρέπει, κατά την άποψή της, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση να θεμελιώνεται σε τέτοιους λόγους.

42      Τέλος, η αναιρεσείουσα ισχυρίζεται ότι τα εν προκειμένω πραγματικά περιστατικά δεν ήσαν, καθόσον την αφορούν, πολύπλοκα, το δε μακροσκελές της προπαρατεθείσας δικαστικής αποφάσεως περί τσιμέντων εξηγείται από το απλό γεγονός ότι η νυν αναιρεσίβλητη και το Πρωτοδικείο προτίμησαν να ενώσουν διάφορες συναφείς υποθέσεις αντί να κρίνουν με χωριστή απόφαση την περίπτωση των εταιριών Alsen Breitenburg και Nordcement.

43      Η αναιρεσίβλητη θεωρεί ότι ορθώς το Πρωτοδικείο διερεύνησε αν συντρέχει κατάφωρη παραβίαση.

44      Υποστηρίζει ειδικότερα ότι η επιχειρούμενη από την αναιρεσείουσα διάκριση μεταξύ των κανονιστικών και ατομικών πράξεων είναι αλυσιτελής. Σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, η φύση των πράξεων δεν συνιστά στην πραγματικότητα αποφασιστικής σημασίας κριτήριο για τον προσδιορισμό των ορίων της εξουσίας εκτιμήσεως των θεσμικών οργάνων (βλ. απόφαση της 4ης Ιουλίου 2000, C-352/98 P, Bergaderm και Goupil κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. I-5291, σκέψεις 40 και 42). Θεωρεί ότι, προκειμένου να εκτιμηθεί η έκταση της εν λόγω εξουσίας εκτιμήσεως, απαιτείται η αναγωγή στον χρόνο λήψεως της αποφάσεως. Υπό τις περιστάσεις αυτές, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η ειδική κατάσταση της Επιτροπής κατά την ως άνω χρονική στιγμή και ως εκ τούτου να συνεκτιμάται η πολυπλοκότητα των πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως. Επιπλέον, εκτιμά ότι το αν δεν πρόκειται για πολυπλοκότητα των πραγματικών περιστατικών, όπως ισχυρίζεται η αναιρεσείουσα, είναι ζήτημα που εκφεύγει της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου στο πλαίσιο αναιρέσεως.

45      Επικουρικώς, η αναιρεσίβλητη ισχυρίζεται ότι η εκτίμηση της πολυπλοκότητας των πραγματικών περιστατικών δεν μπορεί να περιορίζεται αποκλειστικά στην κατάσταση της αναιρεσείουσας, αλλά πρέπει επίσης να λαμβάνεται υπόψη το σύνολο των καταστάσεων που οδήγησαν την Επιτροπή στην έκδοση της αποφάσεώς της για το τσιμέντο.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

46      Ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως υποδιαιρείται σε τρία σκέλη.

 Επί του πρώτου σκέλους, το οποίο αντλείται εκ του ότι το Πρωτοδικείο δεν διέθετε τη δυνατότητα να διερευνήσει αν συντρέχει κατάφωρη παραβίαση του κοινοτικού δικαίου

47      Η θεμελίωση της εξωσυμβατικής ευθύνης της Κοινότητας εξαρτάται από τη συνδρομή ενός συνόλου προϋποθέσεων μεταξύ των οποίων καταλέγεται, οσάκις τίθεται ζήτημα ελλείψεως νομιμότητας νομικής πράξεως, η κατάφωρη παράβαση νομικού κανόνα, σκοπός του οποίου είναι η απονομή δικαιωμάτων στους ιδιώτες. Όσον αφορά την ανωτέρω προϋπόθεση, το αποφασιστικής σημασίας κριτήριο προκειμένου να εκτιμηθεί κατά πόσο συντρέχει κατάφωρη παραβίαση του κοινοτικού δικαίου είναι αυτό της πρόδηλης και σοβαρής υπερβάσεως εκ μέρους του κοινοτικού θεσμικού οργάνου των ορίων που επιβάλλονται στην εξουσία του εκτιμήσεως. Οσάκις το οικείο θεσμικό όργανο δεν διαθέτει παρά μόνον πολύ περιορισμένο, αν όχι ανύπαρκτο, περιθώριο εκτιμήσεως, η απλή παραβίαση του κοινοτικού δικαίου μπορεί να αρκεί προς απόδειξη της υπάρξεως κατάφωρης παραβιάσεως (προπαρατεθείσα απόφαση Bergaderm και Goupil κατά Επιτροπής, σκέψεις 43 και 44).

48      Επομένως, η γενική ή ατομική φύση μιας πράξεως δεν είναι αποφασιστικής σημασίας προκειμένου να κριθεί αν συντρέχει εν προκειμένω παρόμοια παραβίαση (προπαρατεθείσα απόφαση Bergaderm και Goupil κατά Επιτροπής, σκέψη 46, και απόφαση της 10ης Ιουλίου 2003, C‑472/00 P, Επιτροπή κατά Fresh Marine, Συλλογή 2003, σ. I‑7541, σκέψη 27).

49      Ακολούθως, η αναιρεσείουσα δεν μπορεί να υποστηρίζει βασίμως ότι το κριτήριο της κατάφωρης παραβάσεως νομικού κανόνα τυγχάνει εφαρμογής μόνον οσάκις αμφισβητείται η κανονιστική δράση της Κοινότητας και αποκλείεται οσάκις, εν προκειμένω, αμφισβητείται ατομική πράξη. Το Πρωτοδικείο αδυνατούσε περαιτέρω, σύμφωνα προς τα υποστηριζόμενα, να περιοριστεί στην απλή διαπίστωση της συνδρομής παρανομίας, αλλ’ όφειλε, όπως ορθώς έπραξε, να επιλέξει το κριτήριο της κατάφωρης παραβιάσεως. Επομένως, χωρίς να υποπέσει σε πλάνη περί το δίκαιο εκδίδοντας την απόφασή του, το Πρωτοδικείο διερεύνησε αν στην προκειμένη περίπτωση συνέτρεχε κατάφωρη παραβίαση του κοινοτικού δικαίου. Έπεται ότι το πρώτο σκέλος του δεύτερου λόγου αναιρέσεως είναι απορριπτέο.

 Επί του δεύτερου σκέλους, το οποίο αντλείται από τα επιλεγέντα από το Πρωτοδικείο κριτήρια προκειμένου να εντοπιστεί η κατάφωρη παραβίαση του κοινοτικού δικαίου

50      Το καθεστώς που καθιέρωσε το Δικαστήριο στο πεδίο της εξωσυμβατικής ευθύνης της Κοινότητας λαμβάνει ιδίως υπόψη την πολυπλοκότητα των προς ρύθμιση καταστάσεων, τις δυσχέρειες εφαρμογής ή ερμηνείας των διατάξεων και, ειδικότερα, τα περιθώρια εκτιμήσεως που διαθέτει η εκδούσα την αμφισβητούμενη πράξη αρχή (βλ. προπαρατεθείσες αποφάσεις Bergaderm και Goupil κατά Επιτροπής, σκέψη 40, και Επιτροπή κατά Fresh Marine, σκέψη 24).

51      Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Πρωτοδικείο έλαβε υπόψη του όχι μόνον την εξουσία εκτιμήσεως της αναιρεσίβλητης αλλά και την πολυπλοκότητα των πραγματικών περιστατικών και τις δυσχέρειες εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου προκειμένου να διερευνήσει αν στοιχειοθετούνταν κατάφωρη παραβίαση του κοινοτικού δικαίου. Τα κριτήρια που επέλεξε προκειμένου να διερευνήσει το αν συνέτρεχε παρόμοια παραβίαση του κοινοτικού δικαίου δεν πάσχουν ακολούθως πλάνη περί το δίκαιο. Κατόπιν αυτού, πρέπει να απορριφθεί το δεύτερο σκέλος του δεύτερου λόγου αναιρέσεως.

 Επί του τρίτου σκέλους με το οποίο επιδιώκεται η εκ μέρους του Δικαστηρίου αναγνώριση, επικουρικώς, ότι τα πραγματικά περιστατικά δεν ήσαν εν προκειμένω πολύπλοκα

52      Η αναιρεσείουσα προβάλλει δύο επιχειρήματα με τα οποία επιδιώκει να υποστηρίξει ότι τα πραγματικά περιστατικά δεν ήσαν πολύπλοκα. Υποστηρίζει, πρώτον, ότι η πολυπλοκότητα των πραγματικών περιστατικών που διαπίστωσε το Πρωτοδικείο δεν οφείλεται στο μακροσκελές της προπαρατεθείσας δικαστικής αποφάσεως περί τσιμέντων, το οποίο ανάγεται αποκλειστικά στο γεγονός ότι το Πρωτοδικείο αποφάσισε να ενώσει διάφορες συναφείς υποθέσεις, ενώ θα μπορούσε, άνευ δυσχερειών, να αποφανθεί με χωριστή απόφαση αποκλειστικά για τις εταιρίες Alsen Breitenburg και Nordcement.

53      Πάντως, σε αντίθεση προς τα υποστηριζόμενα, το Πρωτοδικείο δεν συνήγαγε, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, την πολυπλοκότητα των πραγματικών περιστατικών από το ιδιαιτέρως μακροσκελές της δικαστικής αποφάσεως περί τσιμέντων. Το Πρωτοδικείο έκρινε, στη σκέψη 114 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, ότι, υπό το φως του συνόλου των περιστάσεων της υποθέσεως περί τσιμέντων, η τότε εναγομένη καλούνταν να αντιμετωπίσει πολύπλοκες προς ρύθμιση καταστάσεις. Ακολούθως, η αναιρεσείουσα δεν μπορεί βασίμως να υποστηρίζει ότι το Πρωτοδικείο συνήγαγε, υποπίπτοντας σε πλάνη περί το δίκαιο, από το μακροσκελές της δικαστικής αποφάσεως περί τσιμέντων, μακροσκελές το οποίο εξηγείται μόνον από τη συνένωση πλειόνων υποθέσεων, το συμπέρασμα ότι τα πραγματικά περιστατικά ήσαν εν προκειμένω πολύπλοκα.

54      Δεύτερον, όσον αφορά, το ερώτημα αν τα πραγματικά περιστατικά ήσαν εν προκειμένω πολύπλοκα, επιβάλλεται να υπομνηστεί ότι, όπως προκύπτει από το άρθρο 225, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ και από το άρθρο 58, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου, η αναίρεση περιορίζεται στα νομικά ζητήματα.

55      Όπως υπενθυμίζεται στη σκέψη 50 της παρούσας αποφάσεως, το καθεστώς της ευθύνης που καθιέρωσε το Δικαστήριο απαιτεί να λαμβάνεται ιδίως υπόψη ο βαθμός πολυπλοκότητας της υποθέσεως την οποία κλήθηκε να αντιμετωπίσει η κοινοτική διοίκηση. Το ερώτημα αν τα επίδικα πραγματικά περιστατικά, στα πλαίσια αξιώσεως λόγω ευθύνης, προσλάμβαναν παρόμοιο χαρακτήρα πολυπλοκότητας εναπόκειται αποκλειστικά στην εκτίμηση του Πρωτοδικείου και δεν μπορεί να συζητηθεί στο πλαίσιο αιτήσεως αναιρέσεως παρά μόνον εφόσον υπήρξε παραμόρφωση, επίκληση της οποίας δεν έγινε εν προκειμένω. Επομένως, το συγκεκριμένο τμήμα του λόγου αναιρέσεως είναι απαράδεκτο.

56      Δεδομένου ότι το τρίτο σκέλος του δεύτερου λόγου αναιρέσεως είναι εν μέρει αβάσιμο και εν μέρει απαράδεκτο, ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως είναι απορριπτέος στο σύνολό του.

57      Όπως προκύπτει από τις προεκτεθείσες σκέψεις, η αναιρεσείουσα δεν κατέστη εφικτό να καταδείξει ότι το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο εκτιμώντας ότι δεν συνέτρεχε εν προκειμένω κατάφωρη παραβίαση του κοινοτικού δικαίου, η οποία θα αρκούσε αφ’ εαυτής να οδηγήσει στη θεμελίωση της εξωσυμβατικής ευθύνης της Κοινότητας. Ενόψει του σωρευτικού χαρακτήρα των προϋποθέσεων από τις οποίες εξαρτάται η θεμελίωση της εν λόγω ευθύνης, η σκέψη αυτή αρκεί για την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως, ενώ παρέλκει η απόφανση επί του τρίτου λόγου αναιρέσεως, ως προς το αν υφίσταται αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της προσαπτόμενης στην Κοινότητα συμπεριφοράς και της φερόμενης ζημίας.

 Επί των δικαστικών εξόδων

58      Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, το οποίο τυγχάνει εφαρμογής στη διαδικασία της αναιρετικής δίκης δυνάμει του άρθρου 118, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπήρξε σχετικό αίτημα του αντιδίκου. Δεδομένου ότι η αναιρεσείουσα ηττήθηκε ως προς την αίτησή της αναιρέσεως, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως.

2)      Καταδικάζει τη Holcim (Deutschland) AG στα δικαστικά έξοδα.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.