ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

της 7ης Φεβρουαρίου 1979 ( *1 )

Στην υπόθεση 136/78,

που έχει ως αντικείμενο αίτηση του cour d'appel του Colmar προς

το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του παραπέμποντος δικαστηρίου μεταξύ

Εισαγγελικής Αρχής

και

Vincent Auer, κατοίκου Mulhouse,

Πολιτική αγωγή:

Ordre National des vétérinaires de France

και

Syndicat National des Vétérinaires,

η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία των άρθρων 52 και 57 της Συνθήκης ΕΟΚ,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

συγκείμενο από τους Η. Kutscher, πρόεδρο, J. Mertens de Wilmars και Mackenzie Stuart, προέδρους τμήματος, Α. Μ. Donner, P. Pescatore, Μ. Sørensen, Α. O'Keeffe, G. Bosco και Α. Touffait, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: J.-P. Warner

γραμματέας: Α. Van Houtte

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

(το μέρος που περιέχει τα περιστατικά παραλείπεται)

Σκεπτικό

1

Με απόφαση της 9ης Μαΐου 1978, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 14 Ιουνίου 1978, το cour d'appel του Colmar υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Αποτελεί άραγε περιορισμό στην ελευθερία εγκαταστάσεως που θεσπίζει το άρθρο 52 της Συνθήκης της Ρώμης και, όσον αφορά την πρόσβαση στα μη μισθωτά επαγγέλματα, το άρθρο 57 της ίδιας Συνθήκης, το να απαγορεύεται σε πρόσωπο που έχει αποκτήσει το δικαίωμα ασκήσεως του κτηνιατρικού επαγγέλματος σε ένα κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και που, μετά από αυτό το γεγονός, απέκτησε την ιθαγένεια άλλου κράτους μέλους, να ασκήσει το εν λόγω επάγγελμα στο νέο κράτος;»

2

Το εν λόγω ερώτημα ανέκυψε στο πλαίσιο ποινικής δίκης, μεταξύ άλλων, για παράνομη άσκηση του κτηνιατρικού επαγγέλματος στη Γαλλία.

3

Ο κατηγορούμενος, που είχε αρχικά την αυστριακή ιθαγένεια, συνέχισε σπουδές κτηνιατρικής διαδοχικά στη Βιέννη (Αυστρία), Λυών και στο Πανεπιστήμιο της Parme, όπου απέκτησε, την 1η Δεκεμβρίου 1956, το δίπλωμα διδάκτορος κτηνιατρικής (laurea in medecina veterinaria) και, στις 11 Μαρτίου 1957, προσωρινό πιστοποιητικό ικανότητας ασκήσεως του κτηνιατρικού επαγγέλματος, που του εξέδωσε επιτροπή συγκροτηθείσα από το ίδιο Πανεπιστήμιο.

4

Το εν λόγω πιστοποιητικό του εκδόθηκε δυνάμει των μεταβατικών διατάξεων του ιταλικού νόμου της 8ης Δεκεμβρίου 1956, κατά τον οποίο η άσκηση του κτηνιατρικού επαγγέλματος θα εξαρτιόταν, στο μέλλον, επιπλέον της αποκτήσεως διπλώματος διδάκτορος κτηνιατρικής, από την επιτυχία σε κρατικές εξετάσεις, ενώ οι κάτοχοι διπλώματος αποκτηθέντος πριν από τη θέση σε ισχύ του νόμου απαλλάσσονται από το να προσέλθουν σ' αυτές τις εξετάσεις, υπό τον όρο να προσκομίσουν προσωρινό πιστοποιητικό ικανότητας, εκδιδόμενο από επιτροπές συγκροτούμενες προς το σκοπό αυτό, ιδίως στα Πανεπιστήμια.

5

Ελθών προς εγκατάσταση στη Γαλλία και αποκτήσας, στις 4 Οκτωβρίου 1961, τη γαλλική ιθαγένεια με πολιτογράφηση, ο ενδιαφερόμενος ζήτησε επανειλημμένα να τύχει του ευεργετήματος των διατάξεων της γαλλικής υπουργικής απόφασης 62-1481 της 27ης Νοεμβρίου 1962«περί ασκήσεως του επαγγέλματος του κτηνιάτρου και χειρουργού ζώων από κτηνιάτρους που έχουν αποκτήσει ή ανακτήσει τη γαλλική ιθαγένεια» (JO RF της 7.12.1962, σ. 12014).

6

Κατά το άρθρο 1, παράγραφος 1, αυτής της υπουργικής απόφασης, η άδεια ασκήσεως του επαγγέλματος κτηνιάτρου και χειρουργού ζώων μπορεί να χορηγηθεί με απόφαση του Υπουργού Γεωργίας σε κτηνιάτρους που έχουν αποκτήσει ή ανακτήσει τη γαλλική ιθαγένεια, οι οποίοι δεν κατέχουν το κρατικό ιατρικό δίπλωμα που αναφέρεται στο άρθρο 340 του Γεωργικού Κώδικα.

7

Το άρθρο 1, παράγραφος 2, της αυτής υπουργικής αποφάσεως προβλέπει ότι, επιτροπή συγκροτούμενη από τον Υπουργό Γεωργίας, εξετάζει τους προσκομιζόμενους τίτλους και εκφέρει τη γνώμη της επί της επαγγελματικής ικανότητας και εντιμότητας των υποψηφίων, στο δε άρθρο 3, η υπουργική απόφαση ορίζει ότι, καμιά άδεια δεν μπορεί να χορηγηθεί στους ενδιαφερόμενους εκτός αν είναι κάτοχοι, είτε ορισμένων γαλλικών διπλωμάτων ονομαστικά αναφερόμενων είτε «διπλώματος κτηνιάτρου εκδοθέντος στην αλλοδαπή, του οποίου η ισοτιμία με γαλλικό δίπλωμα έχει αναγνωριστεί από την Εξεταστική Επιτροπή που συγκροτείται σύμφωνα με το ανωτέρω άρθρο 1».

8

Δεδομένου ότι η αρμόδια επιτροπή έκρινε ότι δεν μπορούσε να αναγνωρίσει την ισοτιμία, προς άσκηση του κτηνιατρικού επαγγέλματος, του προσκομισθέντος από τον κατηγορούμενο διπλώματος με γαλλικό δίπλωμα, οι επανειλημμένες αιτήσεις του τελευταίου απερρίφθησαν, πλην όμως ο τελευταίος εξακολούθησε την άσκηση του κτηνιατρικού επαγγέλματος, πράγμα που προκάλεσε τις διώξεις των οποίων αποτελεί το αντικείμενο.

9

Με το υποβληθέν ερώτημα ερωτάται στην ουσία αν, δυνάμει των σχετικών διατάξεων του κοινοτικού δικαίου περί ελευθερίας εγκαταστάσεως, όπως αυτές ίσχυαν κατά την εποχή των πραγματικών περιστατικών που αποτελούν το αντικείμενο της κατηγορίας της οποίας έχει επιληφθεί το εθνικό δικαστήριο, ο ενδιαφερόμενος είχε το δικαίωμα να προβάλει στη Γαλλία δικαιώματα ασκήσεως του κτηνιατρικού επαγγέλματος που είχε αποκτήσει στην Ιταλία.

10

Η κατάσταση την οποία αντιμετωπίζει το εθνικό δικαστήριο είναι η κατάσταση φυσικού προσώπου, υπηκόου του κράτους μέλους στο οποίο πράγματι κατοικεί, ο οποίος επικαλείται τις διατάξεις της Συνθήκης περί ελευθερίας εγκαταστάσεως, για να του επιτραπεί να ασκήσει σ' αυτό το κράτος το κτηνιατρικό επάγγελμα, ενώ δεν είναι κάτοχος των απαιτούμενων από τους ημεδαπούς διπλωμάτων προς το σκοπό αυτό, αλλά κατέχει τίτλους και διπλώματα που απέκτησε σε άλλο κράτος μέλος που του επιτρέπουν να ασκήσει αυτό το επάγγελμα σ' αυτό το άλλο κράτος μέλος.

11

Πρέπει, επίσης, να διευκρινιστεί ότι αυτό το ερώτημα αφορά την κατάσταση, όπως υφίστατο την εποχή κατά την οποία το άρθρο 57, παράγραφος 1, της Συνθήκης περί αμοιβαίας αναγνωρίσεως των διπλωμάτων, πιστοποιητικών και λοιπών τίτλων δεν είχε ακόμα εφαρμογή, όσον αφορά την άσκηση του κτηνιατρικού επαγγέλματος.

12

Το θέμα αυτό ρυθμίστηκε έκτοτε με την οδηγία του Συμβουλίου 78/1026, της 18ης Δεκεμβρίου 1978, περί αμοιβαίας αναγνωρίσεως των διπλωμάτων, πιστοποιητικών και άλλων τίτλων κτηνιάτρου και περί των μέτρων προς διευκόλυνση της πραγματικής ασκήσεως του δικαιώματος εγκαταστάσεως και του δικαιώματος της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών (EE ειδ. εκδ. 06/002, σ. 46 επ.) που συμπληρώθηκε με την οδηγία του Συμβουλίου 78/1027 της ιδίας ημερομηνίας περί του συντονισμού των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν τις δραστηριότητες του κτηνιάτρου (EE ειδ. εκδ. 06/002, σ. 52 επ.).

13

Κατά τα άρθρα 18 της πρώτης, και 3 της δεύτερης απ' αυτές τις οδηγίες, τα κράτη μέλη διαθέτουν, για την λήψη των απαραίτητων μέτρων προς συμμόρφωσή τους, προθεσμία δύο ετών από της κοινοποιήσεως αυτών των οδηγιών που τους εγένετο.

14

Πρέπει, επομένως, να εξεταστεί αν, και σε ενδεχόμενη περίπτωση, σε ποιο μέτρο μπορούσε να γίνει επίκληση των διατάξεων των άρθρων 52 έως 57 της Συνθήκης, κατά την εξεταζόμενη περίοδο, σε καταστάσεις, όπως η προκείμενη, από τους ίδιους τους υπηκόους του κράτους μέλους εγκαταστάσεως.

15

Οι εν λόγω διατάξεις πρέπει να ερμηνεύονται, λαμβανομένης υπόψη της θέσεώς τους στο γενικό σύστημα της Συνθήκης και των στόχων αυτής.

16

Κατά το άρθρο 3 της Συνθήκης, η δράση της Κοινότητος, περιλαμβάνει, ενόψει της δημιουργίας κοινής αγοράς, μεταξύ άλλων, την εξάλειψη των εμποδίων στην ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων και των υπηρεσιών.

17

Κατά το άρθρο 7 της Συνθήκης απαγορεύεται, εντός του πεδίου εφαρμογής της Συνθήκης, κάθε διάκριση λόγω ιθαγενείας.

18

Έτσι η ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων έχει ως στόχο να συμβάλει στη δημιουργία κοινής αγοράς, εντός της οποίας οι υπήκοοι των κρατών μελών έχουν τη δυνατότητα ασκήσεως των οικονομικών τους δραστηριοτήτων εγκαθιστά-μενοι ή παρέχοντες υπηρεσίες σε οποιοδήποτε μέρος του κοινοτικού εδάφους.

19

Όσον αφορά την ελευθερία εγκαταστάσεως, η πραγμάτωση αυτού του στόχου επιτυγχάνεται, πρώτον, με το άρθρο 52 της Συνθήκης το οποίο ορίζει, αφενός, ότι «οι περιορισμοί της ελευθερίας εγκαταστάσεως των υπηκόων ενός κράτους μέλους στην επικράτεια (στο έδαφος) ενός άλλου κράτους μέλους καταργούνται προοδευτικώς κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου» και, αφετέρου, ότι αυτή η ελευθερία εγκαταστάσεως περιλαμβάνει την ανάληψη και την άσκηση μη μισθωτών δραστηριοτήτων «σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που ορίζονται από τη νομοθεσία της χώρας εγκαταστάσεως για τους δικούς της υπηκόους».

20

Καθόσον αποσκοπεί στο να διασφαλίσει, κατά τη λήξη της μεταβατικής περιόδου, με άμεσο αποτέλεσμα, το ευεργέτημα της εθνικής μεταχείρισης, το άρθρο 52 δεν αφορά — και δεν μπορεί να αφορά — σε κάθε κράτος μέλος παρά τους υπηκόους των άλλων κρατών μελών, ενώ οι υπήκοοι του κράτους μέλους υποδοχής υπάγονται ήδη, εξ ορισμού, σ' αυτούς τους κανόνες.

21

Όπως, ωστόσο, προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 54 έως 57 της Συνθήκης, η ελευθερία εγκαταστάσεως δεν διασφαλίζεται πλήρως με τη μόνη εφαρμογή του κανόνα της εθνικής μεταχείρισης, δεδομένου ότι αυτή η εφαρμογή διατηρεί όλα τα εμπόδια εκτός αυτών που προκύπτουν από τη μη κατοχή της ιθαγένειας του κράτους μέλους υποδοχής και, ειδικότερα, όλα τα εμπόδια που προκύπτουν από τη διαφορά των προϋποθέσεων από τις οποίες εξαρτάται, βάσει των διαφόρων εθνικών νομοθεσιών, η απόκτηση κατάλληλων επαγγελματικών προσόντων.

22

Προκειμένου να διασφαλιστεί πλήρως η ελευθερία εγκαταστάσεως, το άρθρο 54 της Συνθήκης ορίζει ότι το Συμβούλιο εκδίδει γενικό πρόγραμμα για την κατάργηση των περιορισμών της ελευθερίας εγκαταστάσεως και το άρθρο 57 προβλέπει ότι, μεταξύ άλλων μέτρων, το Συμβούλιο εκδίδει οδηγίες για την αμοιβαία αναγνώριση των διπλωμάτων, πιστοποιητικών και άλλων τίτλων.

23

Όπως προκύπτει από τη γενική οικονομία, τόσο των γενικών προγραμμάτων της 18ης Δεκεμβρίου 1961, που εκδόθηκαν σε εκτέλεση των άρθρων 54 και 63 της Συνθήκης (JO 1962, σ. 32 και 36) και των οδηγιών που εκδόθηκαν σε εκτέλεση αυτών των προγραμμάτων, το προσωπικό πεδίο εφαρμογής των μέτρων ελευθερώσεως στον τομέα εγκαταστάσεως και υπηρεσιών καθορίζεται εκάστοτε χωρίς διάκριση λόγω της ιθαγένειας των ενδιαφερομένων.

24

Αυτή η αντίληψη, ιδίως καθόσον αποβλέπει στα αποτελέσματα της αμοιβαίας αναγνωρίσεως των διπλωμάτων, πιστοποιητικών και άλλων τίτλων, είναι σύμφωνη προς το γενικό κανόνα του άρθρου 7 της Συνθήκης κατά το οποίο απαγορεύεται, εντός του πεδίου εφαρμογής της Συνθήκης, κάθε διάκριση λόγω ιθαγενείας.

25

Άλλωστε, όσον αφορά την άσκηση του κτηνιατρικού επαγγέλματος, η αντίληψη αυτή επιβεβαιώθηκε πλήρως με δήλωση σχετική προς τον ορισμό των δικαιούχων των οδηγιών, που καταχωρήθηκε στο πρακτικό της Συνεδριάσεως του Συμβουλίου, κατά τη διάρκεια της οποίας υιοθετήθηκαν οι οδηγίες οι σχετικές με την αμοιβαία αναγνώριση των διπλωμάτων και το συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν τις δραστηριότητες του κτηνιάτρου.

26

Πράγματι, αυτή η δήλωση αναφέρει ότι «το Συμβούλιο υπενθυμίζει ότι εννοείται πως η ελευθερία εγκαταστάσεως, ιδίως για τους κατόχους διπλωμάτων κτηθέντων σε άλλες χώρες της Κοινότητας, πρέπει να διασφαλίζεται υπό τους ίδιους όρους για τους υπηκόους των άλλων κρατών μελών και για τους υπηκόους του οικείου κράτους μέλους, όπως άλλωστε συμβαίνει με τις άλλες οδηγίες».

27

Όπως προκύπτει, τόσο από τη διατύπωση του υποβληθέντος ερωτήματος όσο και από τις σκέψεις της αποφάσεως του εθνικού δικαστηρίου, το τελευταίο επιθυμεί επίσης να πληροφορηθεί αν το γεγονός ότι ο ενδιαφερόμενος απέκτησε τη γαλλική ιθαγένεια με πολιτογράφηση, σε εποχή μεταγενέστερη από αυτήν κατά την οποία είχε αποκτήσει τα ιταλικά διπλώματα και τίτλους τα οποία αναφέρει, είναι ικανό να επηρεάσει την απάντηση προς το υποβληθέν ερώτημα.

28

Καμιά διάταξη της Συνθήκης δεν επιτρέπει, εντός του πεδίου εφαρμογής της, τη διαφορετική μεταχείριση των υπηκόων κράτους μέλους, ανάλογα με την εποχή κατά την οποία ή με τον τρόπο κατά τον οποίο απέκτησαν την ιθαγένεια αυτού του κράτους, εφόσον κατά την εποχή που επικαλούνται το ευεργέτημα των διατάξεων του κοινοτικού δικαίου κατέχουν την ιθαγένεια ενός από τα κράτη μέλη και, εξάλλου, συντρέχουν οι άλλες προϋποθέσεις εφαρμογής του κανόνα τον οποίο επικαλούνται.

29

Συνεπώς, για την εκτίμηση των δικαιωμάτων υπηκόου κράτους μέλους, τόσο κατά την προγενέστερη, όσο και μεταγενέστερη περίοδο, από την προβλεπόμενη με τις οδηγίες που προαναφέρθηκαν, η ημερομηνία κατά την οποία απέκτησε την ιδιότητα υπηκόου κράτους μέλους είναι αδιάφορη, εφόσον την κατέχει κατά την εποχή που επικαλείται τις διατάξεις του κοινοτικού δικαίου των οποίων το ευεργέτημα συνδέεται με την ιδιότητα του υπηκόου κράτους μέλους.

30

Όπως προκύπτει από τις ανωτέρω σκέψεις, το άρθρο 52 της Συνθήκης έχει την έννοια ότι, για την περίοδο προ της ημερομηνίας, κατά την οποία τα κράτη μέλη πρέπει να έχουν λάβει τα απαραίτητα μέτρα για να συμμορφωθούν προς τις οδηγίες 78/1026 και 78/1027 του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 1978, οι υπήκοοι κράτους μέλους δεν μπορούν να επικαλεστούν αυτή τη διάταξη για να ασκήσουν το κτηνιατρικό επάγγελμα σ' αυτό το κράτος μέλος υπό όρους διαφορετικούς από τους προβλεπόμενους από την εθνική νομοθεσία.

31

Αυτή η απάντηση δεν προδικάζει τα αποτελέσματα των προαναφερθεισών οδηγιών από την εποχή που τα κράτη μέλη οφείλουν να συμμορφωθούν προς αυτές και εφεξής.

 

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

κρίνοντας επί του ερωτήματος που του υπέβαλε, με Διάταξη της 9ης Μαΐου 1978, το cour d'appel του Colmar, αποφαίνεται:

 

Το άρθρο 52 της Συνθήκης έχει την έννοια ότι, για την περίοδο προ της ημερομηνίας, κατά την οποία τα κράτη μέλη πρέπει να έχουν λάβει τα απαραίτητα μέτρα για να συμμορφωθούν προς τις οδηγίες 78/1026 και 78/1027 του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 1978, οι υπήκοοι κράτους μέλους δεν μπορούν να επικαλεστούν αυτή τη διάταξη για να ασκήσουν το κτηνιατρικό επάγγελμα σ' αυτό το κράτος μέλος υπό όρους διαφορετικούς από τους προβλεπόμενους από την εθνική νομοθεσία.

 

Kutscher

Mertens de Wilmars

Mackenzie Stuart

Donner

Pescatore

Sørensen

O'Keeffe

Bosco

Touffait

Δημοσιεύτηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 7 Φεβρουαρίου 1979.

Ο γραμματέας

Α. Van Houtte

Ο πρόεδρος

Η. Kutscher


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.