ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΫ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ (έκτο πενταμελές τμήμα)
της 2ας Ιουλίου 2015 ( *1 )
«Κρατικές ενισχύσεις — Οικονομικά μέτρα υπέρ της France Télécom — Πρόταση προκαταβολής μετόχου — Δημόσιες δηλώσεις του Γαλλικού Δημοσίου — Απόφαση κηρύσσουσα την ενίσχυση μη συμβατή με την κοινή αγορά — Μη επέκταση της επίσημης διαδικασίας έρευνας — Δικαιώματα άμυνας — Κριτήριο του συνετού ιδιώτη επενδυτή — Κανονικές συνθήκες αγοράς — Πλάνη περί το δίκαιο — Πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως»
Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις T‑425/04 RENV και T‑444/04 RENV,
Γαλλική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από τους G. de Bergues, D. Colas και την J. Bousin,
προσφεύγουσα στην υπόθεση T‑425/04 RENV,
υποστηριζόμενη από
την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, εκπροσωπούμενη από τους T. Henze και J. Möller, επικουρούμενους από τον U. Soltész, δικηγόρο,
παρεμβαίνουσα στην υπόθεση T‑425/04 RENV
και στη διαδικασία αναιρέσεως
στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις C‑399/10 P και C‑401/10 P,
την Orange, πρώην France Télécom, με έδρα το Παρίσι (Γαλλία), εκπροσωπούμενη από τους S. Hautbourg και S. Cochard‑Quesson, δικηγόρους,
προσφεύγουσα στην υπόθεση T‑444/04 RENV,
κατά
Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τους C. Giolito και D. Grespan,
καθής,
με αντικείμενο αιτήματα ακυρώσεως της αποφάσεως 2006/621/ΕΚ της Επιτροπής, της 2ας Αυγούστου 2004, σχετικά με την κρατική ενίσχυση χορήγησε η Γαλλία στη France Télécom (ΕΕ 2006, L 257, σ. 11),
ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο πενταμελές τμήμα),
συγκείμενο από τους S. Frimodt Nielsen, πρόεδρο, F. Dehousse, I. Wiszniewska‑Białecka, A. M. Collins (εισηγητή) και I. Ulloa Rubio, δικαστές,
γραμματέας: S. Bukšek Tomac, υπάλληλος διοικήσεως,
έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 24ης Σεπτεμβρίου 2014,
έχοντας υπόψη την απόφαση της 19ης Μαρτίου 2013, Bouygues κ.λπ. κατά Επιτροπής κ.λπ. (C‑399/10 P και C‑401/10 P, EU:C:2013:175)
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
Ιστορικό της διαφοράς
1. Γενικό πλαίσιο της υποθέσεως
1 |
Η France Télécom (νυν Orange, στο εξής: FT), εταιρία παροχής υπηρεσιών δικτύου και τηλεπικοινωνιών, συστάθηκε το 1991 υπό μορφή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, ενώ από την 31η Δεκεμβρίου 1996 έχει μετατραπεί σε ανώνυμη εταιρία. Από τον Οκτώβριο 1997 η FT είναι εισηγμένη στο χρηματιστήριο. Το 2002, η συμμετοχή του Γαλλικού Δημοσίου στο κεφάλαιο της FT ανερχόταν σε 56,45 %, ενώ το υπόλοιπο ήταν κατανεμημένο μεταξύ ιδιωτών επενδυτών (32,25 %), της επιχειρήσεως (8,26 %) και των μισθωτών της επιχειρήσεως (3,04 %). |
2 |
Το πρώτο τρίμηνο του 2002, η FT δημοσίευσε τις οικονομικές καταστάσεις της για το 2001, παρουσιάζοντας καθαρό χρέος 63,5 δισεκατομμύρια ευρώ και ζημίες 8,3 δισεκατομμύρια ευρώ. |
3 |
Από τον Μάρτιο έως τον Ιούνιο του 2002 οι οίκοι αξιολογήσεως Moody’s και Standard & Poor’s (στο εξής: S & P) υποβάθμισαν την αξιολόγηση [«rating»] της FT, με αρνητική προοπτική. Ειδικότερα, στις 24 Ιουνίου 2002, ο οίκος Moody’s υποβάθμισε την αξιολόγηση των μακροπρόθεσμων και βραχυπρόθεσμων χρεογράφων της FT στην τελευταία θέση της κλίμακας των ασφαλών επενδύσεων. Παράλληλα, η τιμή της μετοχής της FT σημείωσε σημαντική πτώση. |
4 |
Ως προς την οικονομική κατάσταση της FT, ο Γάλλος Υπουργός Οικονομίας, Οικονομικών και Βιομηχανίας (στο εξής: Υπουργός Οικονομικών) δήλωσε, σε συνέντευξη δημοσιευθείσα στις 12 Ιουλίου 2002 στην εφημερίδα Les Échos (στο εξής: δήλωση της 12ης Ιουλίου 2002), τα εξής: «Είμαστε ο πλειοψηφικός μέτοχος, με 55 % του κεφαλαίου […] Το Δημόσιο‑μέτοχος θα συμπεριφερθεί ως συνετός επενδυτής και αν η [FT] αντιμετωπίσει δυσκολίες, θα λάβουμε τα απαραίτητα μέτρα […] Επαναλαμβάνω ότι εάν η [FT] αντιμετωπίσει προβλήματα χρηματοδοτήσεως, πράγμα το οποίο δεν συμβαίνει σήμερα, το Δημόσιο θα λάβει τις απαραίτητες αποφάσεις για την αντιμετώπισή τους. Αφήνετε να κυκλοφορήσει η φήμη για αύξηση κεφαλαίου… Όχι, ασφαλώς όχι! Διαβεβαιώνω απλώς ότι θα λάβουμε, έγκαιρα, τα κατάλληλα μέτρα. Εφόσον είναι απαραίτητο […]». |
5 |
Την ίδια ημέρα, η S & P δημοσίευσε ανακοινωθέν Τύπου με το ακόλουθο περιεχόμενο: «Η FT ενδέχεται να αντιμετωπίσει δυσκολίες κατά την αναχρηματοδότηση του ομολογιακού χρέους της, το οποίο καθίσταται ληξιπρόθεσμο το 2003. Εντούτοις, η δήλωση του [Γαλλικού] Δημοσίου στηρίζει τη βαθμολογία της FT στην [κατάταξη] [ασφαλών] επενδύσεων […] [Τ]ο Γαλλικό [Δημόσιο] —στο οποίο ανήκει ποσοστό 55 % της [FT]— δήλωσε σαφώς στην [S & P] ότι θα συμπεριφερθεί ως συνετός επενδυτής και ότι θα λάβει τα κατάλληλα μέτρα εάν η FT αντιμετωπίσει δυσκολίες. Η μακροπρόθεσμη βαθμολογία της [FT] μειώθηκε σε BBB‑ […]». |
6 |
Στις 12 Σεπτεμβρίου 2002, οι γαλλικές αρχές ανακοίνωσαν ότι έγινε δεκτή η παραίτηση του προέδρου‑γενικού διευθυντή της FT. |
7 |
Στις 13 Σεπτεμβρίου 2002, η FT δημοσίευσε τις εξαμηνιαίες οικονομικές καταστάσεις της, οι οποίες επιβεβαίωναν ότι στις 30 Ιουνίου 2002 είχε πλέον αρνητικά ίδια κεφάλαια ύψους 440 εκατομμυρίων ευρώ και ότι το καθαρό χρέος ανερχόταν σε 69,69 δισεκατομμύρια ευρώ, εκ των οποίων τα 48,9 δισεκατομμύρια ευρώ αντιστοιχούσαν σε ομολογιακό χρέος, το οποίο θα έπρεπε να εξοφληθεί μεταξύ 2003 και 2005. Κατά τους ίδιους αυτούς εξαμηνιαίους λογαριασμούς, ο κύκλος εργασιών της FT εμφάνισε άνοδο κατά 10 % σε σχέση με την ίδια περίοδο του οικονομικού έτους 2001, αποτέλεσμα εκμεταλλεύσεως πριν από την απόσβεση ανερχόμενο σε 6,87 δισεκατομμύρια ευρώ, ήτοι άνοδος κατά 13,3 % στα ιστορικά στοιχεία και κατά 9,8 % στα pro forma στοιχεία, και λειτουργικό αποτέλεσμα 3,18 δισεκατομμυρίων ευρώ, με άνοδο κατά 15 % στα pro forma στοιχεία. Τα αποτελέσματα μετά τα χρηματοοικονομικά έξοδα (1,75 δισεκατομμύρια ευρώ), αλλά προ φόρων, τα μερίδια και οι μειοψηφικές συμμετοχές ανέρχονταν, εκτός των έκτακτων στοιχείων, σε 718 εκατομμύρια ευρώ έναντι 271 εκατομμυρίων ευρώ στις 30 Ιουνίου 2001. Η ελεύθερη λειτουργική ταμειακή ροή ανερχόταν σε 3,6 δισεκατομμύρια ευρώ, παρουσιάζοντας αύξηση της τάξεως του 15 % σε σχέση με το πρώτο εξάμηνο του 2001. |
8 |
Σε ανακοινωθέν Τύπου σχετικά με τη χρηματοοικονομική κατάσταση της FT, της 13ης Σεπτεμβρίου 2002 (στο εξής: δήλωση της 13ης Σεπτεμβρίου 2002), οι γαλλικές αρχές δήλωσαν τα εξής: «Μετά τις εξαιρετικές ζημίες που διαπιστώθηκαν κατά το πρώτο εξάμηνο, η [FT] βρίσκεται αντιμέτωπη με σοβαρή ανεπάρκεια ιδίων κεφαλαίων. Μια τέτοια χρηματοοικονομική κατάσταση καθιστά εύθραυστο το δυναμικό της [FT]. Η [Γαλλική] Κυβέρνηση είναι, επομένως, αποφασισμένη να ασκήσει πλήρως τις αρμοδιότητές της […] Λαμβάνοντας γνώση της νέας καταστάσεως που δημιουργήθηκε από την έντονη επιδείνωση των λογαριασμών, ο [πρόεδρος‑γενικός διευθυντής της FT] πρότεινε την παραίτησή του στη [Γαλλική] Κυβέρνηση, η οποία την δέχθηκε. Η παραίτηση αυτή θα αρχίσει να ισχύει μετά από συνεδρίαση του διοικητικού συμβουλίου, η οποία θα λάβει χώρα κατά τις […] προσεχείς εβδομάδες και στη διάρκεια της οποίας θα αναδειχθεί νέος πρόεδρος […] Ο νέος πρόεδρος θα προτείνει αμέσως στο διοικητικό συμβούλιο σχέδιο ανακάμψεως των λογαριασμών, το οποίο θα επιτρέπει την αποπληρωμή των χρεών [της FT] και την αποκατάσταση της χρηματοοικονομικής διαρθρώσεώς της, διατηρώντας παράλληλα τα στρατηγικά πλεονεκτήματά της. Το [Γαλλικό] Δημόσιο θα ενισχύσει την [FT] για τη θέση σε εφαρμογή αυτού του σχεδίου και θα συμβάλει, από πλευράς του, στην πολύ ουσιαστική ενίσχυση των ιδίων κεφαλαίων της [FT], μέσα σε χρονοδιάγραμμα και σύμφωνα με τις λεπτομέρειες που θα καθοριστούν ανάλογα με τις συνθήκες της αγοράς. Μέχρι τότε, το [Γαλλικό] Δημόσιο θα λάβει, εφόσον είναι απαραίτητο, μέτρα προς αποφυγή κάθε προβλήματος χρηματοδοτήσεως της [FT].» |
9 |
Την ίδια αυτή ημέρα, η Moody’s μετέβαλε την προοπτική του χρέους της FT από αρνητική σε σταθερή, με ανακοινωθέν Τύπου, το οποίο αναφέρει μεταξύ άλλων: «Η εμπιστοσύνη του οργανισμού Moody’s ενισχύθηκε από τη δήλωση της [Γαλλικής] Κυβερνήσεως η οποία, ακόμη μια φορά, επιβεβαίωσε την υποστήριξή της προς την [FT]. Έστω και εάν η ανησυχία του οργανισμού Moody’s όσον αφορά το γενικό επίπεδο χρηματοοικονομικού κινδύνου και ιδιαίτερα όσον αφορά την εύθραυστη κατάσταση ρευστότητας της [FT] εξακολουθεί να υπάρχει, η εταιρία αξιολογήσεως Moody’s έχει μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στο γεγονός ότι η Γαλλική Κυβέρνηση [θα στηρίξει την FT] εάν [αυτή] συναντήσει δυσκολίες κατά την αποπληρωμή του χρέους της. |
10 |
Στις 2 Οκτωβρίου 2002 διορίστηκε νέος πρόεδρος‑γενικός διευθυντής της FT. Το ανακοινωθέν Τύπου με το οποίο ανακοινώθηκε ο διορισμός αυτός (στο εξής: δήλωση της 2ας Οκτωβρίου 2002) έχει ως εξής: «Κατόπιν προτάσεως του διοικητικού συμβουλίου της [FT], το Υπουργικό Συμβούλιο αποφάσισε να διορίσει [νέο πρόεδρο‑γενικό διευθυντή της FT] […] Προς τον σκοπό αυτό, ο νέος πρόεδρος πρόκειται να κινήσει αμέσως διαδικασία απογραφής του ενεργητικού και του παθητικού της [FT], της οποίας τα αποτελέσματα θα ανακοινωθούν στο διοικητικό συμβούλιο κατά τις προσεχείς εβδομάδες και στα οποία θα στηρίξει ένα σχέδιο οικονομικής ανακάμψεως και στρατηγικής αναπτύξεως που θα επιτρέπει τη μείωση του χρέους της [FT] ενισχύοντας παράλληλα τα πλεονεκτήματά της. Στο πλαίσιο αυτό, ο [νέος πρόεδρος‑γενικός διευθυντής της FT] θα έχει την υποστήριξη του Δημοσίου ως μετόχου, το οποίο είναι αποφασισμένο να ασκήσει όλες τις αρμοδιότητές του. Το [Γαλλικό] Δημόσιο θα συνδράμει στην υλοποίηση των ενεργειών ανακάμψεως και θα συμβάλει, από πλευράς του, στην ενίσχυση των ιδίων κεφαλαίων της [FT] σύμφωνα με τις λεπτομέρειες που θα καθοριστούν σε στενή συνεργασία με τον [νέο πρόεδρο της FT] και το διοικητικό συμβούλιο. Όπως ήδη αναφέρθηκε, το [Γαλλικό] Δημόσιο θα λάβει εν τω μεταξύ, εφόσον είναι απαραίτητο, τα μέτρα που επιτρέπουν την αποφυγή κάθε προβλήματος χρηματοδοτήσεως για την [FT].» |
11 |
Στις 19 Νοεμβρίου 2002, οι γαλλικές αρχές κοινοποίησαν στην Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων «ενημερωτικό σημείωμα», το οποίο, αφενός, περιγράφει την τρέχουσα χρηματοοικονομική κατάσταση της FT δίνοντας έμφαση στο ότι «οι επιχειρηματικές της επιδόσεις είναι εξαιρετικές» και, αφετέρου, ανακοινώνει την πρόθεσή τους να συμμετάσχουν στην αναδιάρθρωση των κεφαλαίων της FT υπό κανονικές συνθήκες αγοράς, επεξηγώντας τις λεπτομέρειες της συμβολής τους στο σχέδιο ανακάμψεως της FT. Στο σημείωμα αυτό, οι γαλλικές αρχές μεταξύ άλλων διευκρίνισαν τα εξής: «Προκειμένου να δοθεί στην [FT] το αναγκαίο περιθώριο ευελιξίας ώστε να αντιμετωπίσει την αγορά υπό τις κατά το δυνατό καλύτερες συνθήκες και στον πλέον κατάλληλο χρόνο, το [Γαλλικό] Δημόσιο προτίθεται να επισπεύσει τη συμμετοχή του στην αύξηση του κεφαλαίου υπό τη μορφή προκαταβολής μετόχου η οποία θα μετατραπεί σε αύξηση κεφαλαίου κατά τον χρόνο εκδόσεως των νέων τίτλων. Το ποσό της προκαταβολής αυτής θα αντιστοιχεί, εν όλω ή εν μέρει, στην εγγραφή του [Γαλλικού] Δημοσίου στη μελλοντική αύξηση κεφαλαίου και θα μπορεί να ανέλθει έως το ποσό των 9 [δισεκατομμυρίων ευρώ]. Η προκαταβολή αυτή θα είναι προσωρινή και η μετατροπή της σε τίτλους θα είναι υποχρεωτική. Θα πραγματοποιηθεί αναλόγως των αναγκών της [FT]. Εξάλλου, θα πληρωθεί σύμφωνα με τις ισχύουσες συνθήκες της αγοράς και οι τόκοι θα ενσωματωθούν στο κεφάλαιο. Προκειμένου να τεθεί σε εφαρμογή η συμμετοχή του στο σχέδιο ανακάμψεως της [FT], το [Γαλλικό] Δημόσιο προτίθεται να χρησιμοποιήσει την ERAP, δημόσιο βιομηχανικό και εμπορικό φορέα του [Γαλλικού] Δημοσίου η οποία θα χορηγήσει στην [FT] προκαταβολή μετόχου και θα αποτελέσει σημαντικό μέτοχο της [FT] από της μετατροπής της προκαταβολής αυτής σε κεφάλαιο. Μεταφέροντας στο ενεργητικό του τη δημόσια συμμετοχή στην [FT], ο δημόσιος αυτός φορέας θα εμφανίζει στο παθητικό του ομολογιακά δάνεια. Η επιλογή αυτή της ERAP απηχεί τη βούληση του [Γαλλικού] Δημοσίου να προσδιορίσει σαφώς το συμφωνηθέν οικονομικό εγχείρημα περιορίζοντάς το σε μία συγκεκριμένη δομή.» |
12 |
Κατά το διοικητικό συμβούλιο της FT της 4ης Δεκεμβρίου 2002, οι νέοι διευθυντές της FT παρουσίασαν σχέδιο δράσεως με τίτλο «Ambition France Télécom 2005» (στο εξής: σχέδιο Ambition 2005) και βασικό σκοπό την ισοσκέλιση του ισολογισμού της επιχειρήσεως διά αυξήσεως των ιδίων κεφαλαίων κατά 15 δισεκατομμύρια ευρώ. |
13 |
Η παρουσίαση του σχεδίου Ambition 2005 συνοδεύτηκε από ανακοινωθέν Τύπου του Υπουργού Οικονομικών της 4ης Δεκεμβρίου 2002 (στο εξής: ανακοίνωση της 4ης Δεκεμβρίου 2002), το οποίο έχει ως εξής: «[Ο] Υπουργός Οικονομικών […] επιβεβαιώνει την υποστήριξη εκ μέρους του [Γαλλικού] Δημοσίου του σχεδίου δράσεως που εγκρίθηκε από το διοικητικό συμβούλιο της [FT] στις 4 Δεκεμβρίου [2002]. 1) Ο όμιλος [FT] αποτελεί συνεκτικό βιομηχανικό σύνολο του οποίου οι επιδόσεις είναι αξιοσημείωτες. Εντούτοις, η [FT] καλείται να αντιμετωπίσει σήμερα μια μη ισορροπημένη χρηματοοικονομική διάρθρωση, ανάγκες για ίδια κεφάλαια και ανάγκες μεσοπρόθεσμης αναχρηματοδοτήσεως. Αυτή η κατάσταση προήλθε από αποτυχημένες επενδύσεις κατά το παρελθόν, οι οποίες έτυχαν κακής διαχειρίσεως και υλοποιήθηκαν στο υψηλότερο σημείο της χρηματιστηριακής “φούσκας” και, γενικότερα, από την αντιστροφή των τάσεων της αγοράς. Η αδυναμία της [FT] να χρηματοδοτήσει την ανάπτυξή της με άλλον τρόπο πλην του δανεισμού επιδείνωσε αυτήν την κατάσταση. 2) Το [Γαλλικό] Δημόσιο, πλειοψηφικός μέτοχος, ζήτησε από τα νέα διευθυντικά στελέχη να αποκαταστήσουν τη χρηματοοικονομική ισορροπία της [FT], διατηρώντας παράλληλα την ακεραιότητα του ομίλου […] 3) Λαμβανομένων υπόψη του σχεδίου δράσεως που εκπόνησαν τα διευθυντικά στελέχη και των προοπτικών αποδόσεως των επενδύσεων, το [Γαλλικό Δημόσιο] θα συμμετάσχει στην ενίσχυση των ιδίων κεφαλαίων ύψους 15 δισεκατομμυρίων ευρώ, κατ’ αναλογίαν του μεριδίου του στο κεφάλαιο, δηλαδή επενδύοντας 9 δισεκατομμύρια ευρώ. Το [Γαλλικό] Δημόσιο μέτοχος προτίθεται να ενεργήσει κατ’ αυτόν τον τρόπο ως συνετός επενδυτής. Εναπόκειται στην [FT] να καθορίσει τις λεπτομέρειες εφαρμογής και το ακριβές χρονοδιάγραμμα της ενισχύσεως των ιδίων κεφαλαίων της. Η [Γαλλική] Κυβέρνηση επιθυμεί να διεξαχθεί αυτή η δράση λαμβάνοντας όσο το δυνατόν περισσότερο υπόψη την κατάσταση των επιμέρους μετόχων και των μισθωτών μετόχων της [FT]. Για να δοθεί στην [FT] η δυνατότητα να προωθήσει το εγχείρημα στην αγορά την πλέον κατάλληλη στιγμή, το [Γαλλικό] Δημόσιο είναι έτοιμο να επισπεύσει τη συμμετοχή του στην ενίσχυση των ιδίων κεφαλαίων, μέσω μιας προσωρινής προτάσεως προκαταβολής μετόχου, που θα καταβληθεί σύμφωνα με τις συνθήκες της αγοράς και θα τεθεί στη διάθεση της [FT]. 4) H ERAP […] θα είναι εκδοχέας του συνόλου της συμμετοχής του [Γαλλικού] Δημοσίου στην [FT]. Θα χρεωθεί έναντι των χρηματαγορών ώστε να χρηματοδοτήσει το μερίδιο του [Γαλλικού] Δημοσίου για την ενίσχυση των ιδίων κεφαλαίων της [FT].» |
14 |
Στις 11 και 12 Δεκεμβρίου 2002, η FT προέβη σε δύο διαδοχικές εκδόσεις ομολόγων συνολικού ποσού 2,9 δισεκατομμυρίων ευρώ. |
15 |
Στις 20 Δεκεμβρίου 2002, η ERAP, δημόσιος βιομηχανικός και εμπορικός φορέας του Γαλλικού Δημοσίου, απέστειλε στην FT μονογραφημένο και υπογεγραμμένο σχέδιο συμβάσεως προκαταβολής μετόχου (στο εξής: πρόταση προκαταβολής μετόχου). Η FT δεν υπέγραψε το σχέδιο συμβάσεως και η πρόταση προκαταβολής μετόχου ουδέποτε καταβλήθηκε. |
16 |
Στις 15 Ιανουαρίου 2003, η FT προέβη σε δανεισμό υπό τη μορφή ομολογιακών δανείων συνολικού ποσού 5,5 δισεκατομμυρίων ευρώ. Τα εν λόγω ομολογιακά δάνεια δεν καλύπτονταν από ασφάλεια ή εγγύηση του Δημοσίου. |
17 |
Στις 10 Φεβρουαρίου 2003, η FT ανανέωσε μέρος κοινοπρακτικού δανείου, το οποίο καθίστατο ληξιπρόθεσμο, ύψους 15 δισεκατομμυρίων ευρώ. |
18 |
Στις 4 Μαρτίου 2003, προωθήθηκε το εγχείρημα ενισχύσεως των ιδίων κεφαλαίων σύμφωνα με το σχέδιο Ambition 2005. Στις 24 Μαρτίου 2003, η FT προέβη σε αύξηση κεφαλαίου κατά 15 δισεκατομμύρια ευρώ. Το Γαλλικό Δημόσιο συμμετείχε στο εγχείρημα αυτό με 9 δισεκατομμύρια ευρώ κατ’ αναλογία προς το μερίδιό του στο κεφάλαιο της FT. Όμιλος τραπεζών, αποτελούμενος από 21 τράπεζες, τέθηκε εγγυητής για ποσό 6 δισεκατομμυρίων ευρώ. Το εγχείρημα αυτό ολοκληρώθηκε στις 11 Απριλίου 2003. |
19 |
Η FT έκλεισε τη χρήση του 2002 με ζημία περίπου 21 δισεκατομμυρίων ευρώ και καθαρό οικονομικό χρέος περίπου 68 δισεκατομμυρίων ευρώ. Οι λογαριασμοί του οικονομικού έτους 2002, που δημοσίευσε η FT στις 5 Μαρτίου 2003 εμφάνιζαν αύξηση του κύκλου εργασιών κατά 8,4 %, των εσόδων εκμεταλλεύσεως προ αποσβέσεων κατά 21,1 % και των εσόδων εκμεταλλεύσεως κατά 30,9 %. Στις 14 Απριλίου 2003, το Γαλλικό Δημόσιο κατείχε 58,9 % του κεφαλαίου της FT, ποσοστό δε 28,6 % αυτού μέσω της ERAP. |
2. Διοικητική διαδικασία
20 |
Η Γαλλική Δημοκρατία κοινοποίησε στην Επιτροπή, στις 4 Δεκεμβρίου 2002, τα οικονομικά μέτρα που προέβλεπε το σχέδιο Ambition 2005, συμπεριλαμβανομένης της προτάσεως προκαταβολής μετόχου, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 88, παράγραφος 3, ΕΚ και του άρθρου 2 του κανονισμού (ΕΚ) 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου [88 ΕΚ] (ΕΕ L 83, σ. 1). |
21 |
Στις 22 Ιανουαρίου 2003, οι Bouygues SA και Bouygues Télécom SA (στο εξής, από κοινού: εταιρίες Bouygues), δύο εταιρίες γαλλικού δικαίου, εκ των οποίων η δεύτερη δραστηριοποιείται στη γαλλική αγορά της κινητής τηλεφωνίας, υπέβαλαν στην Επιτροπή καταγγελία υποστηρίζοντας ότι στο πλαίσιο της αναχρηματοδοτήσεως της FT χορηγήθηκαν ορισμένες ενισχύσεις από το Γαλλικό Δημόσιο στην FT. Η καταγγελία αυτή αφορούσε, ειδικότερα, αφενός, την ανακοίνωση για την επένδυση του Γαλλικού Δημοσίου ύψους 9 δισεκατομμυρίων ευρώ και, αφετέρου, τις δημόσιες δηλώσεις της 12ης Ιουλίου, της 13ης Σεπτεμβρίου και της 2ας Οκτωβρίου 2002 (στο εξής: από Ιουλίου 2002 δηλώσεις). |
22 |
Στις 12 Μαρτίου 2003 δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ C 57, σ. 5) η απόφαση της Επιτροπής να κινήσει επίσημη διαδικασία έρευνας του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ για τα οικονομικά μέτρα υπέρ της FT (στο εξής: απόφαση περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας έρευνας). Με την απόφαση αυτή, η Επιτροπή ζήτησε από τους ενδιαφερομένους να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους επί των επίμαχων μέτρων. |
23 |
Κατόπιν της δημοσιεύσεως αυτής, οι γαλλικές αρχές και πολλοί ενδιαφερόμενοι, μεταξύ των οποίων οι εταιρίες Bouygues, η Association française des opérateurs de réseaux et services de télécommunications (AFORS Télécom, στο εξής: AFORS) και η FT, υπέβαλαν τις παρατηρήσεις τους επί της αποφάσεως περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας έρευνας. |
24 |
Στις 30 Μαΐου 2003, η Επιτροπή δημοσίευσε προκήρυξη διαγωνισμού για «την παροχή βοηθητικών υπηρεσιών στην αξιολόγηση της συμμορφώσεως της χρηματοοικονομικής ενισχύσεως που χορηγείται στην FT με την αρχή του ιδιώτη επενδυτή υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς και για την ενδεχόμενη οικονομική ανάλυση του σχεδίου ανακάμψεως της FT». Το αντικείμενο της συμβάσεως αυτής ανατέθηκε, στις 24 Σεπτεμβρίου 2003, σε σύμβουλο, ο οποίος υπέβαλε την οικονομική του έκθεση στις 28 Απριλίου 2004 (στο εξής: έκθεση της 28ης Απριλίου 2004). Η έκθεση της 28ης Απριλίου 2004 συνοδευόταν από νομική γνωμοδότηση της 22ας Μαρτίου 2004 (στο εξής: έκθεση της 22ας Μαρτίου 2004). Με το από 3 Μαΐου 2004 έγγραφο, η Επιτροπή απέστειλε τις δύο αυτές εκθέσεις στις γαλλικές αρχές προς υποβολή παρατηρήσεων. Τις απέστειλε επίσης στην FT. |
3. Προσβαλλόμενη απόφαση
25 |
Στις 3 Αυγούστου 2004, η Επιτροπή κοινοποίησε στις γαλλικές αρχές την απόφαση 2006/621/ΕΚ, της 2ας Αυγούστου 2004, σχετικά με την κρατική ενίσχυση που χορήγησε η Γαλλία στην FT (ΕΕ 2006, L 257, σ. 11, στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση). |
26 |
Το άρθρο 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως ορίζει ότι «[η] πρόταση προκαταβολής μετόχου που χορηγήθηκε από τη [Γαλλική Δημοκρατία] στην [FT] τον Δεκέμβριο του 2002 υπό μορφή κονδυλίου πιστώσεως 9 δισεκατομμυρίων ευρώ, ενταγμένη στο πλαίσιο των δηλώσεων […] από τον Ιούλιο του 2002, αποτελεί κρατική ενίσχυση μη συμβατή με την κοινή αγορά». |
27 |
Απαντώντας σε γραπτή ερώτηση που της έθεσε σχετικά με το θέμα αυτό το Γενικό Δικαστήριο στις παρούσες υποθέσεις, η Επιτροπή διευκρίνισε ότι η αναφορά, στο άρθρο 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως, στις «δηλώσεις […] από τον Ιούλιο του 2002» είχε την έννοια ότι περιελάμβανε όχι μόνον τις δηλώσεις της 12ης Ιουλίου, της 13ης Σεπτεμβρίου και της 2ας Οκτωβρίου 2002, αλλά επίσης την ανακοίνωση της 4ης Δεκεμβρίου 2002. Στη σκέψη 132 της αποφάσεώς του της 19ης Μαρτίου 2013, Bouygues κ.λπ. κατά Επιτροπής κ.λπ. (C‑399/10 P και C‑401/10 P, EU:C:2013:175, στο εξής: αναιρετική απόφαση), το Δικαστήριο δεν θεώρησε την ανακοίνωση της 4ης Δεκεμβρίου 2002 ως ένα απλό στοιχείο του «πλαισίου», αλλά αποφάνθηκε ότι η Επιτροπή ορθώς είχε κρίνει ότι η ανακοίνωση αυτή και η προκαταβολή μετόχου, συνολικά εξεταζόμενες, συνιστούσαν παροχή πλεονεκτήματος στην FT συνεπαγόμενη δέσμευση κρατικών πόρων. |
28 |
Το άρθρο 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως πρέπει συνεπώς να ερμηνευθεί υπό την έννοια ως κρατική ενίσχυση, κατά το άρθρο 87, παράγραφος 1, ΕΚ, χαρακτηρίζεται η ανακοίνωση της 4ης Δεκεμβρίου 2002 και η πρόταση προκαταβολής μετόχου, από κοινού, εντός του πλαισίου των δηλώσεων που πραγματοποιήθηκαν πριν από την ημερομηνία αυτή, ήτοι των δηλώσεων της 12ης Ιουλίου, της 13ης Σεπτεμβρίου και της 2ας Οκτωβρίου 2002. |
29 |
Κατά το άρθρο 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως, «[η] διαλαμβανόμενη στο άρθρο 1 ενίσχυση δεν πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο ανακτήσεως». |
30 |
Υπό τον τίτλο 3 «Χρονολογική περιγραφή των γεγονότων και χρηματοοικονομική κατάσταση της [FT]» της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή κατ’ ουσίαν προέβη στις ακόλουθες διαπιστώσεις. |
31 |
Κατ’ αρχάς, με τις αιτιολογικές σκέψεις 17 έως 34 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι, από τον Ιούνιο του 2002, η χρηματοοικονομική κατάσταση της FT χαρακτηριζόταν από σοβαρά διαρθρωτικά προβλήματα και μη ισορροπημένο ισολογισμό. Συναφώς, η Επιτροπή επισήμανε ιδίως, αφενός, ταχεία πτωτική εξέλιξη της βαθμολογίας της FT κατά το πρώτο εξάμηνο του 2002 (αιτιολογικές σκέψεις 20 έως 27 της προσβαλλομένης αποφάσεως) και, αφετέρου, κατόπιν αναλύσεως των περιθωρίων πιστώσεων της FT, αύξηση των κινδύνων που συνδέονταν με το λίαν βραχυπρόθεσμο χρέος της, ιδίως στις αρχές του μηνός Ιουλίου 2002, σε σχέση με τη σημασία των κινδύνων που συνδέονταν με το μεσοπρόθεσμο και μακροπρόθεσμο χρέος της (αιτιολογικές σκέψεις 28 έως 30 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Κατά την Επιτροπή, η αύξηση του κινδύνου που συνδεόταν με το χρέος της FT επιβεβαιώθηκε από την πτώση της τιμής των ομολόγων της τον Ιούνιο και τον Ιούλιο 2002, αντικατοπτρίζοντας αξία μικρότερη από το χρέος της λόγω του αυξανόμενου κινδύνου υπερημερίας, που έγινε αντιληπτός από την αγορά (αιτιολογική σκέψη 31 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Επιπλέον, η Επιτροπή επισήμανε σημαντική πτώση της αξίας της μετοχής της FT κατά το πρώτο εξάμηνο του 2002 (αιτιολογική σκέψη 35 της προσβαλλομένης αποφάσεως). |
32 |
Δεύτερον, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι, κατά τον χρόνο της δηλώσεως της 12ης Ιουλίου 2002, κάθε περαιτέρω μείωση της βαθμολογίας του χρέους της FT θα συνεπαγόταν απώλεια της κατατάξεώς της ως ασφαλούς επενδύσεως και ότι οι οίκοι αξιολογήσεως S & P και Moody’s επρόκειτο να μειώσουν τη βαθμολογία αυτή στην κατάταξη των επισφαλών ομολόγων (junk bond). Αφού παρέθεσε το περιεχόμενο του ανακοινωθέντος Τύπου της S & P της ίδιας ημέρας, η Επιτροπή, με την αιτιολογική σκέψη 39 της προσβαλλομένης αποφάσεως, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, τον Ιούλιο του 2002, η FT αντιμετώπιζε κρίση εμπιστοσύνης η οποία απειλούσε την υλοποίηση των σχεδιαζόμενων αναχρηματοδοτήσεων και δημιουργούσε κινδύνους ως προς τη ρευστότητά της για το 2003. Προσέθεσε ότι οι οίκοι αξιολογήσεως διατήρησαν εντούτοις τη βαθμολογία της FT στην κλίμακα ασφαλών επενδύσεων λαμβάνοντας υπόψη τις «ανακοινώσε[ις] στις οποίες είχε προβεί το [Γαλλικό] Δημόσιο». |
33 |
Τρίτον, η Επιτροπή ανέφερε ότι το συμπέρασμα που παρατίθεται στη σκέψη 32 ανωτέρω επιβεβαιώθηκε αναδρομικά τον Σεπτέμβριο του 2002, όταν δημοσιεύτηκαν οι λογαριασμοί εξαμήνου της FT (αιτιολογικές σκέψεις 40 έως 50 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Υπό το φως των δηλώσεων της 13ης Σεπτεμβρίου και της 2ας Οκτωβρίου 2002 καθώς και της ανακοινώσεως της 4ης Δεκεμβρίου 2002, οι οίκοι αξιολογήσεως Moody’s και S & P μετέβαλαν την αρνητική τους εκτίμηση τους όσον αφορά τη διαχείριση του χρέους της FT, κάνοντας λόγο για ενίσχυση της εμπιστοσύνης της αγοράς (αιτιολογικές σκέψεις 51 έως 58 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Συναφώς, η Επιτροπή επισήμανε ιδίως ότι, αντιδρώντας στην ανακοίνωση της 4ης Δεκεμβρίου 2002, η S & P είχε επιβεβαιώσει στις 17 Δεκεμβρίου 2002 ότι, αφενός, η στήριξη της FT από τις γαλλικές αρχές, όπως παγίως εκφραζόταν από τον Ιούλιο 2002, υπήρξε αποφασιστικός παράγοντας για τη διατήρηση της βαθμολογίας της FT στην κλίμακα ασφαλών επενδύσεων και ότι, αφετέρου, η εν λόγω ανακοίνωση αποτελούσε απόδειξη της στηρίξεως αυτής και της σημαντικής προστασίας των πιστωτών της FT (βλ. αιτιολογική σκέψη 58 και υποσημειώσεις 56 και 57 της προσβαλλομένης αποφάσεως). |
34 |
Η Επιτροπή διαπίστωσε, επίσης, ότι μετά την αύξηση κεφαλαίου της FT τον Φεβρουάριο και τον Μάρτιο του 2003 οι οίκοι αξιολογήσεως έπαυσαν να θεωρούν τη στήριξη του Γαλλικού Δημοσίου ως κρίσιμο παράγοντα για τη βαθμολογία της FT (αιτιολογική σκέψη 61 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Έτσι, τον Φεβρουάριο του 2003, η Moody’s δήλωσε (αιτιολογική σκέψη 61 και υποσημείωση 58 της προσβαλλομένης αποφάσεως): «Η Γαλλική Κυβέρνηση επιβεβαίωσε σταθερά τη στήριξή της προς την [FT] και την πρόθεσή της να παράσχει χρηματοοικονομική υποστήριξη εφόσον είναι απαραίτητο για να αμβλύνει τα ενδεχόμενα προβλήματα ρευστότητας. Η υποστήριξη αυτή φάνηκε από τη διάθεση […] κονδυλίου πιστώσεως 9 δισεκατομμυρίων ευρώ υπέρ της [FΤ] για περίοδο 18 μηνών, συμπεριλαμβανομένων τόκων, όμως πληρωτέο μόνο με μετοχές της [FT]. Η Moody’s εντάσσει την υποστήριξη του [Γαλλικού] Δημοσίου στη βαθμολογία της Baa3 […] [Ο] οικονομικός κίνδυνος που έχει σχέση με το σημαντικό χρέος της [FT] δεν ανταποκρίνεται στην ποιότητα των επενδύσεών της (η οποία αντισταθμίζεται από καλές λειτουργικές επιδόσεις και την έμμεση υποστήριξη της Γαλλικής Κυβερνήσεως).» |
35 |
Κατ’ αρχάς, υπό τον τίτλο 6 «Αντικείμενο της παρούσας αποφάσεως» της προσβαλλομένης αποφάσεως και στην αιτιολογική σκέψη 185 αυτής, η Επιτροπή επισημαίνει ιδίως ότι τα κοινοποιηθέντα μέτρα δεν μπορούν να εξεταστούν «χωρίς να ληφθούν υπόψη οι δηλώσεις της [Γαλλικής] Κυβερνήσεως από τον Ιούλιο έως τον Δεκέμβριο του 2002». Ειδικότερα, με τις δηλώσεις αυτές, οι γαλλικές αρχές εξέφρασαν την πρόθεσή τους να λάβουν τα αναγκαία μέτρα για την αντιμετώπιση των οικονομικών δυσκολιών της FT. Η πρόταση προκαταβολής μετόχου αποτελεί την υλοποίηση των προθέσεων τις οποίες είχαν εκφράσει κατά το παρελθόν. |
36 |
Με την αιτιολογική σκέψη 186 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή προέβη στις ακόλουθες διαπιστώσεις: «Στην προκειμένη περίπτωση, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι τα μέτρα του Δεκεμβρίου 2002, τα οποία απετέλεσαν αντικείμενο της κοινοποιήσεως, έπονται ορισμένων δηλώσεων και μέτρων των γαλλικών αρχών από τον Ιούλιο [2002]. Αφενός, οι εν λόγω δηλώσεις και μέτρα επιτρέπουν την καλύτερη κατανόηση των λόγων και της εμβέλειας των μέτρων του Δεκεμβρίου [2002]. Αφετέρου, αυτές οι προγενέστερες δηλώσεις και μέτρα είχαν ασφαλώς αντίκτυπο στην αντίληψη την οποία είχαν οι αγορές και οι οικονομικοί παράγοντες όσον αφορά την κατάσταση της FT τον Δεκέμβριο [2002]. Δεδομένου ότι η συμπεριφορά των οικονομικών παραγόντων αφεαυτής είχε επηρεαστεί από τη συμπεριφορά του Δημοσίου, δεν αποτελεί αντικειμενική παράμετρο για να κριθεί στη συνέχεια η συμπεριφορά του Δημοσίου. Αυτές οι προηγούμενες παρεμβάσεις πρέπει επομένως να ληφθούν υπόψη κατά την ανάλυση της παρουσίας στοιχείων ενισχύσεως στα μέτρα του Δεκεμβρίου [2002].» |
37 |
Στην αιτιολογική σκέψη 187 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή επισήμανε ότι ήταν πράγματι δυνατόν να αναλυθούν οι δηλώσεις και τα επακόλουθα μέτρα των γαλλικών αρχών από τον Ιούλιο του 2002 «ως σύνολο των οποίων η στιγμή υλοποιήσεως θα ήταν τα μέτρα του Δεκεμβρίου [2002]». |
38 |
Στη συνέχεια, στις αιτιολογικές σκέψεις 188 έως 191 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή ανέφερε τα ακόλουθα:
|
39 |
Υπό τον τίτλο 7 «Εκτίμηση του επίμαχου μέτρου σύμφωνα με το άρθρο 87, παράγραφος 1, [ΕΚ]» της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή μεταξύ άλλων, επισημαίνει (αιτιολογική σκέψη 194 της προσβαλλομένης αποφάσεως) τα εξής: «[Η] εισφορά κεφαλαίου (η οποία αποτελεί προκαταβολή της συμμετοχής του [Γαλλικού] Δημοσίου στην αναδιάρθρωση κεφαλαίων της [FT]), παρέχει πλεονέκτημα [στην] FT διότι της επιτρέπει να αυξήσει τα μέσα χρηματοδοτήσεώς της και να καθησυχάσει την αγορά όσον αφορά τη δυνατότητά της να καλύψει τα ληξιπρόθεσμα χρέη της. Έστω και αν η [σύμβαση] προκαταβολής [μετόχου] δεν υπογράφηκε ποτέ, η εντύπωση που δημιουργήθηκε στην αγορά για την ύπαρξη αυτής της προκαταβολής μπορούσε να προσδώσει πλεονέκτημα στην FT, καθόσον η αγορά θεώρησε ότι η οικονομική κατάσταση της [FT] ήταν πιο σταθερή […]. Τούτο θα μπορούσε [να επηρεάσει] τις συνθήκες δανεισμού της FT.» |
40 |
Με την αιτιολογική σκέψη 196 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή εξέθεσε, στο πλαίσιο της αναλύσεώς της σχετικά με τη δέσμευση κρατικών πόρων, ότι «επιπλέον δυνητική επιβάρυνση των κρατικών πόρων δημιουργήθηκε με την αναγγελία της διάθεσης προκαταβολής μετόχου συνδυασμένης με την υλοποίηση των προϋποθέσεων που προηγούνταν της διάθεσης αυτής […], με την εντύπωση που δόθηκε στην αγορά ότι αυτή η προκαταβολή είχε διατεθεί πραγματικά […] και τέλος με την αποστολή της σύμβασης προκαταβολής μονογραφημένης και υπογεγραμμένης από την ERAP στην FT». Στην ίδια αυτή αιτιολογική σκέψη, η Επιτροπή προσέθεσε ότι το γεγονός ότι η σύμβαση προκαταβολής μετόχου δεν υπογράφηκε ποτέ από την FT δεν σημαίνει ότι δεν υπήρξε δυνητική δέσμευση κρατικών πόρων. Συγκεκριμένα, η FT μπορούσε να την υπογράψει ανά πάσα στιγμή, αποκτώντας έτσι το δικαίωμα να λάβει αμέσως το ποσό των 9 δισεκατομμυρίων ευρώ. |
41 |
Κατόπιν της διαπιστώσεως ότι το χορηγηθέν στην FT πλεονέκτημα στρεβλώνει ή απειλεί να στρεβλώσει τον ανταγωνισμό και μπορεί να επηρεάσει τις συναλλαγές μεταξύ κρατών μελών (αιτιολογικές σκέψεις 198 έως 201 της προσβαλλομένης αποφάσεως), η Επιτροπή προβαίνει, στον τίτλο 8 «Αρχή του συνετού ιδιώτη επενδυτή υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς» της προσβαλλομένης αποφάσεως, στην εξέταση του ζητήματος αν η εν λόγω αρχή τηρήθηκε λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των δηλώσεων των γαλλικών αρχών κατά τους μήνες που προηγήθηκαν της προτάσεως προκαταβολής μετόχου (αιτιολογικές σκέψεις 203 έως 230 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Συγκεκριμένα, το περιεχόμενο των δηλώσεων αυτών και οι συνέπειές τους στην αγορά μαρτυρούν ότι το Γαλλικό Δημόσιο είχε αποφασίσει, από τον Ιούλιο του 2002, να στηρίξει την FT (αιτιολογική σκέψη 203 της προσβαλλομένης αποφάσεως). |
42 |
Λαμβάνοντας υπόψη τις από Ιουλίου 2002 δηλώσεις και την ανακοίνωση της 4ης Δεκεμβρίου 2002, η Επιτροπή θεώρησε, κατ’ ουσίαν, ότι, «[σ]το σύνολό τους, οι δηλώσεις αυτές [μπορούν] να θεωρηθούν ότι κατέστησαν δημόσια γνωστή την πρόθεση του [Γαλλικού] Δημοσίου, σε περίπτωση που η [FT] θα είχε προβλήματα χρηματοδοτήσεως ή θα συναντούσε οικονομικές δυσκολίες, να πράξει τα απαραίτητα για την αντιμετώπισή τους» και αποτελούσαν εκδήλωση της προς τούτο δεσμεύσεώς του. Ειδικότερα, αυτές οι επανειλημμένες, συγκλίνουσες και αποδιδόμενες στο Γαλλικό Δημόσιο δημόσιες δηλώσεις ήταν αρκετά σαφείς, ακριβείς και σταθερές για να εκδηλώσουν αξιόπιστα την ύπαρξη άνευ όρων δεσμεύσεως εκ μέρους του Δημοσίου, ιδίως έναντι του οικονομικού και βιομηχανικού κόσμου, ο οποίος τις αντιλήφθηκε κατ’ αυτόν τον τρόπο (αιτιολογικές σκέψεις 206 έως 213 και 217 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Επιπλέον, πέραν αυτών των δημόσιων δηλώσεων, οι γαλλικές αρχές είχαν επίσης έρθει σε επαφή με τους «κύριους παράγοντες της αγοράς», όπως με την S & P, για να τους ενημερώσουν σχετικά με τις προθέσεις τους και για να ανακτηθεί ταχέως η εμπιστοσύνη της αγοράς, προλαμβάνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τη μείωση της βαθμολογίας του χρέους της FT στο επίπεδο «junk bond» (αιτιολογική σκέψη 212 της προσβαλλομένης αποφάσεως). |
43 |
Στις αιτιολογικές σκέψεις 214 έως 218 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή εξέτασε «το ζήτημα εάν, κατά το εσωτερικό δίκαιο, ένας ιδιώτης επενδυτής που θα είχε προβεί στις ίδιες δηλώσεις όπως το [Γαλλικό] Δημόσιο θα ήταν υποχρεωμένος να τηρήσει τις υποσχέσεις του». Κατ’ αρχάς, εκτίμησε ότι δεν μπορούσε να αποκλείσει στο στάδιο εκείνο ότι οι επίμαχες δηλώσεις είχαν αναγκαστική ισχύ βάσει του γαλλικού διοικητικού, αστικού, εμπορικού και ποινικού δικαίου, καθώς και βάσει του δικαίου της Πολιτείας της Νέας Υόρκης (Ηνωμένες Πολιτείες). Στη συνέχεια, ανέφερε ότι οι δηλώσεις αυτές θα μπορούσαν σαφώς να θεωρηθούν αξιόπιστες από την αγορά και κατά συνέπεια να δημιουργήσουν την προσδοκία ότι το Γαλλικό Δημόσιο «θα πράξει τα αναγκαία για να επιλύσει κάθε οικονομική δυσκολία της FT». Κατά την Επιτροπή, «[ε]άν το [Γαλλικό] Δημόσιο δεν δικαίωνε αυτή την προσδοκία, αυτό θα έθιγε άμεσα την υπόληψή του ως ιδιοκτήτη, μετόχου ή διαχειριστή επιχειρήσεων εισηγμένων ή μη στο χρηματιστήριο, καθώς και την υπόληψή του ως εκδότη ομολόγων για τη χρηματοδότηση του δημοσίου χρέους» (αιτιολογική σκέψη 217 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Συνεπώς, οι δηλώσεις αυτές εξέφραζαν μια στρατηγική βασισμένη στην υπόληψη του Δημοσίου, η οποία συνίσταται στη βραχυπρόθεσμη και μακροπρόθεσμη δέσμευση κατά τρόπο αξιόπιστο. Ως εκ τούτου, τα στοιχεία αυτά θα μπορούσε να «θεωρηθεί ότι ενδέχεται να θέσουν πραγματικά σε κίνδυνο τους κρατικούς πόρους (είτε δεσμεύοντας την ευθύνη του Δημοσίου έναντι των επενδυτών είτε αυξάνοντας το κόστος των μελλοντικών συναλλαγών του Δημοσίου)» και η «άποψη [σύμφωνα] με την οποία οι δηλώσεις [από τον] Ιούλιο του 2002 αφορούσαν ενισχύσεις είναι […] καινοτόμος θέση, όμως πιθανόν μη στερούμενη βάσεως» (αιτιολογική σκέψη 218 της προσβαλλομένης αποφάσεως). |
44 |
Εντούτοις, στην αιτιολογική σκέψη 219 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι «δεν μπορεί να τεκμηριώσει αδιαμφισβήτητα την παρουσία ενισχύσεων επ’ αυτής της βάσεως». Θεωρεί «αντίθετα ότι μπορεί να αποδείξει την παρουσία στοιχείων ενισχύσεως με πιο παραδοσιακό τρόπο από τα μέτρα του Δεκεμβρίου του 2002, τα οποία αποτέλεσαν αντικείμενο κοινοποιήσεως». Συναφώς, αρκεί «να αποδειχθεί ότι οι προηγούμενες δηλώσεις είχαν πραγματικό αντίκτυπο στην αντίληψη των αγορών τον Δεκέμβριο [2002], χωρίς να υπάρχει ανάγκη να χαρακτηριστούν αυτές οι δηλώσεις […] ως κρατικές ενισχύσεις καθεαυτές». |
45 |
Στηριζόμενη, ιδίως, στην έκθεση της 28ης Απριλίου 2004, η οποία καταδείκνυε την αφύσικη και μη αμελητέα αύξηση της αξίας των μετοχών και των ομολόγων της FT έπειτα από τη δήλωση της 12ης Ιουλίου 2002, στο ανακοινωθέν Τύπου της S & P της ίδιας ημερομηνίας καθώς και στην έκθεση της Deutsche Bank της 22ας Ιουλίου 2002, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι «η αγορά θεώρησε [τις] δηλώσεις [των γαλλικών αρχών] ως στρατηγική αξιόπιστης δεσμεύσεως του [Γαλλικού] Δημοσίου να στηρίξει την FT» (αιτιολογικές σκέψεις 220 και 221 της προσβαλλομένης αποφάσεως). |
46 |
Η Επιτροπή προσέθεσε, στην αιτιολογική σκέψη 222 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι οι δηλώσεις αυτές επηρέασαν σημαντικά την αγορά. Συγκεκριμένα, συνέβαλαν στην ανάκτηση της εμπιστοσύνης των χρηματαγορών και υπήρξαν καθοριστικές για τη διατήρηση της βαθμολογίας της FT στην κατάταξη επενδύσεων. Η μείωση της βαθμολογίας της FT θα είχε καταστήσει την πρόταση προκαταβολής μετόχου μάλλον απίθανη και σίγουρα πολύ πιο επαχθή. |
47 |
Κατά την Επιτροπή, «[τ]ο γεγονός ότι τα κοινοποιηθέντα τον Δεκέμβριο [2002] μέτρα, εξεταζόμενα μεμονωμένα, μπόρεσαν να δημιουργήσουν την εντύπωση απολύτως λογικών εγχειρημάτων δεν αναιρεί το γεγονός ότι η συμπεριφορά των οικονομικών παραγόντων τον Δεκέμβριο είχε σαφώς επηρεαστεί από τις προηγούμενες ενέργειες και δηλώσεις του [Γαλλικού] Δημοσίου, και ιδίως από τον Ιούλιο 2002, καταδεικνύοντας την πρόθεση του [Γαλλικού] Δημοσίου να αμβλύνει τα προβλήματα χρηματοδοτήσεως της [FT]». Υπό την έννοια αυτή, η απόφαση των γαλλικών αρχών να επισπεύσουν την αναδιάρθρωση κεφαλαίων της FT με τη χορήγηση κονδυλίου πιστώσεως αποτελεί τελικά υλοποίηση των δηλώσεών τους (αιτιολογική σκέψη 226 της προσβαλλομένης αποφάσεως). |
48 |
Κατά την Επιτροπή, δεν είναι καθοριστικό το ότι το εγχείρημα ανακεφαλαιοποιήσεως της FT, που υλοποιήθηκε τον Απρίλιο του 2003, ήταν επιτυχές και το ότι η εισφορά κεφαλαίου δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ. Στο πλαίσιο της εφαρμογής του κριτηρίου του συνετού ιδιώτη επενδυτή αρκεί, συγκεκριμένα, [η Επιτροπή] να στηριχθεί στα στοιχεία τα οποία διαθέτει ο επενδυτής κατά τη στιγμή που λαμβάνει την απόφασή του να επενδύσει. Περαιτέρω, καθόσον οι δηλώσεις των γαλλικών αρχών επηρέασαν την αγορά και τη συμπεριφορά των οικονομικών παραγόντων, η Επιτροπή δεν ήταν «σε θέση να βασιστεί στη συμπεριφορά των άλλων οικονομικών παραγόντων για να κρίνει τη συμπεριφορά του Δημοσίου και κατ’ αυτόν τον τρόπο να εφαρμόσει το κριτήριο της συνακολουθίας». Κατά την Επιτροπή, «[π]ράγματι, οι δηλώσεις του [Γαλλικού] Δημοσίου σύμφωνα με τις οποίες θα έπραττε τα απαραίτητα για να επιτρέψει στην [FT] να αντιμετωπίσει τα προβλήματα χρηματοδοτήσεώς της, οι οποίες διατυπώθηκαν τον Ιούλιο και στη συνέχεια επαναλήφθηκαν, στρεβλώνουν τη δοκιμασία συνακολουθίας καθόσον δεν είναι δυνατόν σε μια τέτοια περίπτωση να θεωρηθεί ότι οι ιδιώτες επενδυτές είναι αποφασισμένοι να επενδύσουν βάσει μόνο της καταστάσεως της [FT], τούτο δε ανεξάρτητα από το εάν οι δηλώσεις αυτές [ενέχουν ή όχι] κρατική ενίσχυση». Η εφαρμογή του κριτηρίου του συνετού ιδιώτη επενδυτή δεν μπορούσε να βασιστεί στην κατάσταση της αγοράς τον Δεκέμβριο 2002, αλλά έπρεπε λογικά να στηριχθεί «στην κατάσταση αγοράς που δεν έχει νοθευτεί από προηγούμενες δηλώσεις και παρεμβάσεις» (αιτιολογική σκέψη 227 της προσβαλλομένης αποφάσεως). |
49 |
Ωστόσο, «φαίνεται» ότι, εφόσον εξετάζονται στο πλαίσιο της προ του Ιουλίου 2002 καταστάσεως, οι επίμαχες επενδυτικές αποφάσεις δεν είναι σύμφωνες με την αρχή του συνετού ιδιώτη επενδυτή (αιτιολογική σκέψη 228 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Κατά τον χρόνο εκείνο, η FT βρισκόταν σε δυσμενή οικονομική συγκυρία και είχε χάσει την εμπιστοσύνη των αγορών, και οι γαλλικές αρχές δεν είχαν ακόμη λάβει κανένα μέτρο για τη βελτίωση της διαχειρίσεως της FT και των αποτελεσμάτων της, ούτε είχαν παραγγείλει ενδελεχή λογιστικό έλεγχο ούτε τοποθετήσει νέα διευθυντική ομάδα ούτε προετοιμάσει σχέδιο ανακάμψεως της επιχειρήσεως. Υπό τις περιστάσεις αυτές, θα ήταν «απίθανο ιδιώτης επενδυτής να εκφράσει, από τον Ιούλιο του 2002, [παρόμοιες] δηλώσεις με εκείνες που διατυπώθηκαν από τη Γαλλική Κυβέρνηση, ικανές, από καθαρά οικονομική άποψη, να δεσμεύσουν σοβαρά την αξιοπιστία και την υπόληψή του και, από νομική άποψη, να τον υποχρεώσουν από εκείνη την ημερομηνία να στηρίζει οικονομικά την [FT] σε οποιαδήποτε περίπτωση». Πράττοντας τούτο, ένας τέτοιος επενδυτής θα είχε αναλάβει κατ’ αυτόν τον τρόπο, μόνος του και χωρίς οποιοδήποτε αντιστάθμισμα, έναν πολύ σοβαρό κίνδυνο έναντι της FT. Ακόμη και ένας μέτοχος αναφοράς, όμως, που διαθέτει τις ίδιες πληροφορίες με εκείνες που διέθεταν οι γαλλικές αρχές εκείνη την εποχή, δεν θα είχε προβεί σε δήλωση στηρίξεως υπέρ της FT τον Ιούλιο του 2002 χωρίς να διενεργήσει προηγουμένως ενδελεχή λογιστικό έλεγχο της χρηματοοικονομικής της καταστάσεως και των αναγκαίων μέτρων ανακάμψεως, έτσι ώστε να μπορέσει να εκτιμήσει το μέγεθος του κινδύνου και τις προοπτικές αποδόσεων που θα συνεπαγόταν μια τέτοια ενέργεια. Σε κάθε περίπτωση, ένας τέτοιος μέτοχος αναφοράς θα είχε οπωσδήποτε ανάγκη τη συμμετοχή των χρηματαγορών για την ανάκαμψη της καταστάσεως της FT. Όμως, οι εν λόγω αγορές «δεν φαίνονταν, εκείνη την εποχή, διατεθειμένες να επενδύσουν ή να χορηγήσουν πολλή πίστωση στην FT» (αιτιολογική σκέψη 229 της προσβαλλομένης αποφάσεως). |
50 |
Επομένως, κατά την Επιτροπή, «[δ]εν είναι ιδιαίτερα πιθανό συνετός ιδιώτης επενδυτής ο οποίος θα βρισκόταν στην ίδια ακριβώς θέση με το Γαλλικό Δημόσιο [να] προβεί σε δηλώσεις υποστηρίξεως υπέρ της FT τον Ιούλιο του 2002 δεδομένης της οικονομικής καταστάσεως της FT και ελλείψει σαφών και ολοκληρωμένων σχετικών πληροφοριών». Είναι δε ακόμα λιγότερο πιθανό συνετός ιδιώτης επενδυτής «[να] χορηγούσε προκαταβολή μετόχου αναλαμβάνοντας μόνος του έναν πολύ σοβαρό οικονομικό κίνδυνο» (αιτιολογική σκέψη 229 της προσβαλλομένης αποφάσεως). |
51 |
Από το σύνολο των προεκτεθέντων η Επιτροπή συμπέρανε ότι «[το κριτήριο] του συνετού ιδιώτη επενδυτή στην οικονομία της αγοράς δεν [ικανοποιούταν]» και ότι, «[κ]ατά συνέπεια, το πλεονέκτημα που προσδόθηκε στην FT με [την πρόταση] προκαταβολής μετόχου —η οποία εξετάστηκε λαμβάνοντας υπόψη τις προηγούμενες δηλώσεις και παρεμβάσεις των γαλλικών αρχών— αποτελ[ούσε] κρατική ενίσχυση, έστω και αν η έκταση του πλεονεκτήματος [ήταν] δύσκολο να υπολογιστεί» (αιτιολογική σκέψη 230 της προσβαλλομένης αποφάσεως). |
52 |
Υπό τον τίτλο 9 «Συμβατότητα της ενισχύσεως» της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή θεώρησε ότι τα επίμαχα μέτρα ενισχύσεως δεν πληρούσαν τις προϋποθέσεις εγκρίσεως που προβλέπονται από τις κοινοτικές κατευθυντήριες γραμμές περί κρατικών ενισχύσεων για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων (ΕΕ 1999, C 288, σ. 2) (αιτιολογικές σκέψεις 231 έως 255 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Διαπίστωσε κατά συνέπεια ότι τα μέτρα αυτά αποτελούσαν κρατική ενίσχυση μη συμβατή με την κοινή αγορά (αιτιολογική σκέψη 256 της προσβαλλομένης αποφάσεως). |
53 |
Υπό τον τίτλο 10 «Ανάκτηση της ενισχύσεως» της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή δήλωσε ότι δεν ήταν σε θέση, κατά το στάδιο εκείνο, να προβεί σε ακριβή προσδιορισμό του ποσού των επίμαχων ενισχύσεων ή να συμπεριλάβει στην προσβαλλόμενη απόφαση αρκούντως ακριβείς παραμέτρους που να επιτρέπουν στη Γαλλική Δημοκρατία να προβεί στον προσδιορισμό αυτό σε μεταγενέστερο χρόνο. Έκρινε ότι η τήρηση των δικαιωμάτων άμυνας και η αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης κωλύουν την ανάκτηση της ενισχύσεως αυτής σύμφωνα με το άρθρο 14 του κανονισμού 659/1999 (αιτιολογικές σκέψεις 257 έως 264 της προσβαλλομένης αποφάσεως). |
Προηγούμενες διαδικασίες ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και του Δικαστηρίου
1. Προηγούμενη διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου
54 |
Η Γαλλική Δημοκρατία, η FT και οι εταιρίες Bouygues άσκησαν προσφυγές με αίτημα την εν όλω ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως με δικόγραφα που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου, αντίστοιχα, στις 13 Οκτωβρίου 2004 (υπόθεση Τ‑425/04), στις 5 Νοεμβρίου 2004 (υπόθεση Τ‑444/04) και στις 9 Νοεμβρίου 2004 (υπόθεση Τ‑450/04). Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 12 Νοεμβρίου 2004 (υπόθεση Τ‑456/04), η AFORS άσκησε προσφυγή με αίτημα την ακύρωση του άρθρου 2 της εν λόγω αποφάσεως. |
55 |
Με διάταξη της 30ής Ιανουαρίου 2008, ο πρόεδρος του τρίτου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου επέτρεψε στις εταιρίες Bouygues να παρέμβουν στο πλαίσιο της προφορικής διαδικασίας στην υπόθεση Τ‑444/04, προς στήριξη των αιτημάτων της Επιτροπής. |
56 |
Στις 13 Φεβρουαρίου 2008, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 14 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου της 2ας Μαΐου 1991 και κατόπιν προτάσεως του τρίτου τμήματος, το Γενικό Δικαστήριο αποφάσισε, αφού άκουσε τους διαδίκους κατά το άρθρο 51 του ίδιου Κανονισμού, να παραπέμψει τις υποθέσεις T‑425/04, T‑444/04, T‑450/04 και T‑456/04 ενώπιον τμήματος μείζονος συνθέσεως. |
57 |
Με διάταξη του προέδρου του τρίτου πενταμελούς τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου της 17ης Φεβρουαρίου 2009, αποφασίστηκε η συνεκδίκαση των τεσσάρων υποθέσεων προς διευκόλυνση του προφορικού σταδίου της διαδικασίας και προς έκδοση κοινής αποφάσεως, σύμφωνα με το άρθρο 50 του Κανονισμού Διαδικασίας. της 2ας Μαΐου 1991. |
58 |
Με απόφαση της 21ης Μαΐου 2010, Γαλλία κ.λπ. κατά Επιτροπής (T‑425/04, T‑444/04, T‑450/04 και T‑456/04, στο εξής: απόφαση της 21ης Μαΐου 2010, EU:T:2010:216), το Γενικό Δικαστήριο, αφενός, ακύρωσε το άρθρο 1 και, αφετέρου, έκρινε ότι παρείλκε η έκδοση αποφάσεως επί των αιτημάτων ακυρώσεως του άρθρου 2 της αποφάσεως αυτής. |
59 |
Όσον αφορά το αίτημα ακυρώσεως του άρθρου 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως, πρώτον, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε τις ενστάσεις απαραδέκτου που προέβαλε η Επιτροπή στο πλαίσιο των υποθέσεων T‑425/05, T‑444/04 και T‑450/04 και εκτίμησε ότι παρείλκε η κρίση επί της ενστάσεως απαραδέκτου που προέβαλε η FT στην υπόθεση Τ‑456/04 κατά του αιτήματος της AFORS για ακύρωση του άρθρου 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως (απόφαση της 21ης Μαΐου 2010, σκέψη 58 ανωτέρω, EU:T:2010:216, σκέψεις 111 έως 134). |
60 |
Δεύτερον, το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε από κοινού τον δεύτερο και τον τρίτο λόγο ακυρώσεως που προβλήθηκαν στις υποθέσεις T‑425/04 και T‑444/04, καθώς και τον πρώτο και τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως που προβλήθηκαν κατά του άρθρου 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως στην υπόθεση T‑450/04, καθόσον όλοι αυτοί οι λόγοι ακυρώσεως αφορούσαν κατ’ ουσίαν την έννοια της ενισχύσεως κατά το άρθρο 87, παράγραφος 1, EΚ (απόφαση της 21ης Μαΐου 2010, σκέψη 58 ανωτέρω, EU:T:2010:216, σκέψεις 212 έως 326). |
61 |
Συναφώς, πρώτον, το Γενικό Δικαστήριο, υπενθύμισε ορισμένες αρχές σχετικές με την έννοια της ενισχύσεως καθώς και με την έκταση του δικαστικού ελέγχου (απόφαση της 21ης Μαΐου 2010, σκέψεις 212 έως 220). Επισήμανε ιδίως ότι, όπως αποδέχθηκαν οι διάδικοι κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η εφαρμογή του κριτηρίου του συνετού ιδιώτη επενδυτή προϋποθέτει κατ’ ανάγκην ότι τα μέτρα τα οποία λαμβάνει το Δημόσιο υπέρ μιας επιχειρήσεως της προσδίδουν πλεονέκτημα απορρέον από κρατικούς πόρους (απόφαση της 21ης Μαΐου 2010, σκέψη 58 ανωτέρω, EU:T:2010:216, σκέψη 217). |
62 |
Δεύτερον, το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε αν οι από Ιουλίου 2002 δηλώσεις και η πρόταση προκαταβολής μετόχου, λαμβανόμενες υπόψη μεμονωμένως ή στο σύνολό τους, προσέδωσαν ένα ή περισσότερα πλεονεκτήματα στην FT (απόφαση της 21ης Μαΐου 2010, σκέψη 58 ανωτέρω, EU:T:2010:216, σκέψεις 222 έως 260). |
63 |
Συναφώς, αφού διατύπωσε ορισμένες εισαγωγικές παρατηρήσεις και όρισε ότι η έννοια του πλεονεκτήματος συνεπάγεται ότι η παρέμβαση του Δημοσίου πρέπει να έχει ως συνέπεια τη βελτίωση της οικονομικής ή χρηματοοικονομικής καταστάσεως του δικαιούχου (απόφαση της 21ης Μαΐου 2010, σκέψη 58 ανωτέρω, EU:T:2010:216, σκέψεις 222 έως 231), πρώτον, το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε αν οι από Ιουλίου 2002 δηλώσεις καθώς και η ανακοίνωση της 4ης Δεκεμβρίου 2002, συνεπάγονταν, καθαυτές, τη χορήγηση τέτοιου πλεονεκτήματος στην FT (απόφαση της 21ης Μαΐου 2010, σκέψη 58 ανωτέρω, EU:T:2010:216, σκέψεις 232 έως 242). Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε κατ’ ουσίαν ότι η Επιτροπή είχε αποδείξει επαρκώς ότι, εκτιμώμενες στο σύνολό τους, οι δηλώσεις αυτές και η εν λόγω ανακοίνωση είχαν προσδώσει αξιοσημείωτο πλεονέκτημα υπέρ της FT καθόσον επέτρεψαν την ανάκτηση της εμπιστοσύνης των χρηματαγορών, κατέστησαν δυνατή, ευκολότερη και λιγότερο δαπανηρή την πρόσβαση της FT σε νέα δάνεια τα οποία ήταν αναγκαία για την αναχρηματοδότηση του βραχυπρόθεσμου χρέους της ύψους 15 δισεκατομμυρίων ευρώ και, εν τέλει, συνεισέφεραν στη σταθεροποίηση της πολύ ευαίσθητης χρηματοοικονομικής της καταστάσεως. Το Γενικό Δικαστήριο εκτίμησε ότι, υπό τις συνθήκες αυτές, παρείλκε η απάντηση στο ερώτημα αν οι εν λόγω δηλώσεις απένειμαν επίσης πλεονέκτημα υπέρ της FT επηρεάζοντας θετικά την αξία των μετοχών και των ομολόγων της. |
64 |
Δεύτερον, το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε αν η πρόταση προκαταβολής μετόχου, αυτή καθεαυτή, απένειμε πρόσθετο και διακριτό πλεονέκτημα σε όφελος της FT, πριν καταλήξει ότι η Επιτροπή δεν είχε αποδείξει επαρκώς κατά νόμο ότι τούτο ισχύει (απόφαση της 21ης Μαΐου 2010, σκέψη 58 ανωτέρω, EU:T:2010:216, σκέψεις 243 έως 258). Αφενός, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι το πρόσθετο πλεονέκτημα που επικαλέστηκε η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 194 της προσβαλλομένης αποφάσεως συγχέεται προδήλως με εκείνο που απέρρεε από τις από Ιουλίου 2002 δηλώσεις και, ειδικότερα, με εκείνο που συνδέεται με την ανακοίνωση της 4ης Δεκεμβρίου 2002. Συναφώς, επισήμανε ιδίως ότι η αποστολή, στις 20 Δεκεμβρίου 2002, της συμβάσεως προτάσεως προκαταβολής μετόχου δεν είχε δημοσιοποιηθεί χωριστά και ανεξαρτήτως από την ανακοίνωση, στις 4 Δεκεμβρίου 2002, της προτάσεως αυτής. Αφετέρου, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η Επιτροπή δεν είχε αποδείξει επαρκώς κατά νόμο ότι το γεγονός και μόνον της δυνατότητας της FT να προσφύγει, μονομερώς και άνευ όρων, στα κονδύλια πιστώσεως ύψους 9 δισεκατομμυρίων ευρώ που αποτελούσαν το αντικείμενο της προτάσεως προκαταβολής μετόχου συνιστούσε πλεονέκτημα σε όφελός της, παρότι το σχέδιο συμβάσεως ουδέποτε υπογράφηκε και εκτελέσθηκε. Συναφώς, διαπίστωσε ότι η Επιτροπή δεν είχε προσδιορίσει και αποδείξει την ενδεχόμενη βελτίωση της οικονομικής θέσεως της FT η οποία θα μπορούσε να απορρέει από αυτήν τη «συμβατική προσφορά» σε σχέση με την κατάσταση στην οποία τελούσε, ιδίως σε συνέχεια της δυνατότητας που της προσφέρθηκε να αναχρηματοδοτήσει τα χρέη της με ποσό ύψους 9 δισεκατομμυρίων ευρώ υπό τους όρους που ίσχυαν, κατά τον χρόνο εκείνο, στην αγορά ομολόγων. |
65 |
Τρίτον, το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε την προϋπόθεση σχετικά με την ύπαρξη μεταφοράς κρατικών πόρων (απόφαση της 21ης Μαΐου 2010, σκέψη 58 ανωτέρω, EU:T:2010:216, σκέψεις 262 έως 313). Στη σκέψη 262 της αποφάσεως της 21ης Μαΐου 2010, σκέψη 58 ανωτέρω, (EU:T:2010:216), διευκρίνισε ότι απαιτείται συνάφεια μεταξύ του προσδιορισθέντος πλεονεκτήματος και της δεσμεύσεως κρατικών πόρων, καθώς το εν λόγω πλεονέκτημα πρέπει να συνδέεται στενά με αντίστοιχη επιβάρυνση του κρατικού προϋπολογισμού ή με τη δημιουργία, βάσει νομικώς δεσμευτικών υποχρεώσεων που ανέλαβε το Δημόσιο, οικονομικού κινδύνου επαρκώς συγκεκριμένου για τον προϋπολογισμό αυτό. |
66 |
Κατ’ αρχάς, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι οι από Ιουλίου 2002 δηλώσεις δεν συνεπάγονταν δέσμευση κρατικών πόρων και απέρριψε το αίτημα των εταιριών Bouygues περί ακυρώσεως του άρθρου 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως για τον λόγο ότι η Επιτροπή δεν είχε θεωρήσει τις δηλώσεις αυτές κρατική ενίσχυση (απόφαση της 21ης Μαΐου 2010, σκέψη 58 ανωτέρω, EU:T:2010:216, σκέψεις 268 έως 290). Το Γενικό Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα αυτό αφού διαπίστωσε ιδίως ότι οι εν λόγω δηλώσεις, λόγω του ανοιχτού, αόριστου και υπό αιρέσεις χαρακτήρα τους, ειδικότερα όσον αφορά τη φύση, το περιεχόμενο και τους όρους χορηγήσεως ενδεχόμενης κρατικής παρεμβάσεως υπέρ της FT, καθώς και λαμβανομένου υπόψη του πραγματικού πλαισίου εντός του οποίου έγιναν, δεν προσομοιάζουν με κρατική εγγύηση ούτε μπορούν να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι καταδεικνύουν ανεπιφύλακτη δέσμευση που επιφέρει συγκεκριμένη χρηματοοικονομική συνδρομή υπέρ της FT ή ότι εκθέτουν τους πόρους του Γαλλικού Δημοσίου σε κίνδυνο που συνιστά μεταφορά κρατικών πόρων. |
67 |
Στη συνέχεια, το Γενικό Δικαστήριο προέβη σε χωριστή εξέταση της ανακοινώσεως της 4ης Δεκεμβρίου 2002 (απόφαση της 21ης Μαΐου 2010, σκέψη 58 ανωτέρω, EU:T:2010:216, σκέψεις 293 έως 298). Έκρινε ότι δεν απέκειτο σε αυτό να εξακριβώσει αν η ανακοίνωση αυτή συνιστούσε, καθεαυτή, δέσμευση επαρκώς ορισμένη, σταθερή και ανεπιφύλακτη και, κατά συνέπεια, νομικώς υποχρεωτική, η οποία να επιτρέπει τη διαπίστωση της υπάρξεως μεταφοράς κρατικών πόρων, δεδομένου ότι ούτε η Επιτροπή ούτε οι εταιρίες Bouygues προέβαλαν τέτοιο επιχείρημα ούτε προσκόμισαν συναφή αποδεικτικά στοιχεία προς τούτο (απόφαση της 21ης Μαΐου 2010, σκέψη 58 ανωτέρω, EU:T:2010:216, σκέψεις 293 έως 295). |
68 |
Με τη σκέψη 296 της αποφάσεως της 21ης Μαΐου 2010, σκέψη 58 ανωτέρω (EU:T:2010:216), το Γενικό Δικαστήριο αποφάνθηκε περαιτέρω ότι, εν πάση περιπτώσει, μεταφορά κρατικών πόρων απορρέουσα από την ανακοίνωση της 4ης Δεκεμβρίου 2002 θα μπορούσε μόνο να αντιστοιχεί σε πλεονέκτημα συνιστάμενο στο άνοιγμα της πιστώσεως ύψους 9 δισεκατομμυρίων ευρώ, όπως ρητώς αναφερόταν στην εν λόγω ανακοίνωση. Αφενός, όμως, η Επιτροπή παρέλειψε να χαρακτηρίσει, επαρκώς κατά νόμο, ένα τέτοιο πλεονέκτημα στην προσβαλλόμενη απόφαση και, αφετέρου, το πλεονέκτημα αυτό διακρίνεται από εκείνο που απορρέει από τις από Ιουλίου 2002 δηλώσεις, όπως γίνεται δεκτό στην εν λόγω απόφαση. Στη σκέψη 297 της ίδιας αποφάσεως το Γενικό Δικαστήριο, αφού διευκρίνισε ότι η απαίτηση για συνάφεια μεταξύ του προσδιορισθέντος πλεονεκτήματος και της μεταφοράς κρατικών πόρων προϋποθέτει ότι το εν λόγω πλεονέκτημα αντιστοιχεί σε ανάλογη επιβάρυνση του κρατικού προϋπολογισμού, επισήμανε ότι τούτο δεν ισχύει στην προκειμένη περίπτωση όσον αφορά τη σχέση μεταξύ του πλεονεκτήματος που προσδιορίζεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, το οποίο απορρέει από τις από Ιουλίου 2002 δηλώσεις, αφενός, και της φερόμενης μεταφοράς δημόσιων πόρων που συνίσταται στο άνοιγμα πιστώσεως ύψους 9 δισεκατομμυρίων ευρώ, όπως αναφέρεται στην από 4 Δεκεμβρίου 2002 ανακοίνωση, αφετέρου. |
69 |
Εξ αυτού το Γενικό Δικαστήριο συνήγαγε, με τη σκέψη 298 της αποφάσεως της 21ης Μαΐου 2010, σκέψη 58 ανωτέρω (EU:T:2010:216), ότι η Επιτροπή δεν είχε αποδείξει ότι η ανακοίνωση της 4ης Δεκεμβρίου 2002 συνεπαγόταν μεταφορά κρατικών πόρων. |
70 |
Περαιτέρω, όσον αφορά την πρόταση προκαταβολής μετόχου, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, στη σκέψη 299 της αποφάσεως της 21ης Μαΐου 2010, σκέψη 58 ανωτέρω (EU:T:2010:216), ότι, στο μέτρο που η Επιτροπή δεν είχε αποδείξει επαρκώς κατά νόμο πλεονέκτημα απορρέον από την πρόταση αυτή, κατά μείζονα λόγο το Γενικό Δικαστήριο δεν μπορούσε να διαπιστώσει μεταφορά κρατικών πόρων σχετιζόμενη με το πλεονέκτημα αυτό. |
71 |
Τέλος, στις σκέψεις 302 έως 309 της αποφάσεως της 21ης Μαΐου 2010, σκέψη 58 ανωτέρω (EU:T:2010:216), το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε αν η Επιτροπή μπορούσε πάντως βασίμως να διαπιστώσει, βάσει της συνολικής εξετάσεως των από Ιουλίου 2002 δηλώσεων σε συνδυασμό με την ανακοίνωση της 4ης Δεκεμβρίου 2002 και την πρόταση προκαταβολής μετόχου, ότι το κριτήριο της μεταφοράς κρατικών πόρων πληρούταν εν προκειμένω. |
72 |
Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε, με τις σκέψεις 303 και 304 της αποφάσεως της 21ης Μαΐου 2010, σκέψη 58 ανωτέρω (EU:T:2010:216), ότι οι από Ιουλίου 2002 δηλώσεις δεν ενείχαν, καθεαυτές, πρόβλεψη της συγκεκριμένης χρηματοοικονομικής στηρίξεως όπως εκείνη τελικώς συγκεκριμενοποιήθηκε τον Δεκέμβριο του 2002, αλλά, εν αντιθέσει προς την ανακοίνωση της 4ης Δεκεμβρίου 2002, είχαν ανοιχτό, αόριστο και υπό αιρέσεις χαρακτήρα ως προς τη φύση, το περιεχόμενο και τις προϋποθέσεις ενδεχόμενης μελλοντικής παρεμβάσεως του Γαλλικού Δημοσίου. Η απόφαση του Γαλλικού Δημοσίου, τον Δεκέμβριο του 2002, να ανακοινώσει και να προτείνει το σχέδιο προκαταβολής μετόχου συνιστούσε σημαντική μεταβολή στην πορεία των γεγονότων που οδήγησαν στην αναχρηματοδότηση της FT. Στη σκέψη 305 της ίδιας αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε τη θέση της Επιτροπής κατά την οποία η πρόταση προκαταβολής μετόχου υλοποιούσε τις προηγούμενες δηλώσεις του Γαλλικού Δημοσίου. |
73 |
Το Γενικό Δικαστήριο έκρινε επίσης, στη σκέψη 307 της αποφάσεως της 21ης Μαΐου 2010, σκέψη 58 ανωτέρω (EU:T:2010:216), ότι η Επιτροπή δεν μπορεί να απαλλάσσεται από το καθήκον της να προσδιορίσει συγκεκριμένο πλεονέκτημα το οποίο συνεπάγεται αντίστοιχη μεταφορά κρατικών πόρων. Επιπλέον, έκρινε, στη σκέψη 308 της εν λόγω αποφάσεως, ότι, λαμβανομένης υπόψη της σημαντικής μεταβολής της πορείας των γεγονότων και της συμπεριφοράς των γαλλικών αρχών τον Δεκέμβριο του 2002, η Επιτροπή εσφαλμένως διαπίστωσε σύνδεση μεταξύ της ενδεχόμενης δεσμεύσεως κρατικών πόρων, κατά το στάδιο αυτό, και των πλεονεκτημάτων που χορηγήθηκαν με τα προγενέστερα μέτρα, ήτοι με τις από Ιουλίου 2002 δηλώσεις, καθόσον τα μέτρα αυτά είχαν ουσιωδώς διαφορετικό χαρακτήρα από εκείνα που ελήφθησαν τον Δεκέμβριο του 2002. Συγκεκριμένα, μια τέτοια σύνδεση μεταξύ των στοιχείων που συνιστούν την έννοια της ενισχύσεως ως προς τα διακριτά πραγματικά γεγονότα που επισυνέβησαν σε διαφορετικά στάδια έρχεται σε αντίθεση με την απαίτηση για συνάφεια μεταξύ του πλεονεκτήματος και της μεταφοράς κρατικών πόρων. |
74 |
Εξ αυτού το Γενικό Δικαστήριο κατέληξε, στη σκέψη 309 της αποφάσεως της 21ης Μαΐου 2010, σκέψη 58 ανωτέρω (EU:T:2010:216), ότι, ακόμη και αν η Επιτροπή είχε την ευχέρεια να λάβει υπόψη το σύνολο των γεγονότων που προηγήθηκαν και επηρέασαν την οριστική απόφαση του Γαλλικού Δημοσίου τον Δεκέμβριο 2002 να στηρίξει την FT μέσω της προτάσεως προκαταβολής μετόχου προκειμένου να διαπιστώσει πλεονέκτημα, δεν κατόρθωσε να αποδείξει την ύπαρξη μεταφοράς κρατικών πόρων συνδεόμενης με το πλεονέκτημα αυτό. Κατά το Γενικό Δικαστήριο, η περίσταση ότι οι από Ιουλίου 2002 δηλώσεις όπως και η ανακοίνωση της 4ης Δεκεμβρίου 2002 προσέδωσαν πλεονέκτημα στην FT που συνίσταται στην αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των χρηματαγορών και στη βελτίωση των όρων αναχρηματοδοτήσεως της FT δεν αντιστοιχεί σε ανάλογη μείωση του κρατικού προϋπολογισμού ούτε σε αρκούντως συγκεκριμένο οικονομικό κίνδυνο επιβαρύνσεως του προϋπολογισμού αυτού. Το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε, ειδικότερα, ότι το πλεονέκτημα αυτό ήταν διακριτό από εκείνο το οποίο το σχέδιο προτάσεως προκαταβολής μετόχου εδύνατο να ενέχει και το οποίο η προσβαλλόμενη απόφαση δεν στοιχειοθέτησε επαρκώς. |
75 |
Κατά συνέπεια, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, στη σκέψη 310 της αποφάσεως της 21ης Μαΐου 2010, σκέψη 58 ανωτέρω (EU:T:2010:216), ότι η Επιτροπή, διαπιστώνοντας ότι η πρόταση προκαταβολής μετόχου, εντασσόμενη στο πλαίσιο των από Ιουλίου 2002 δηλώσεων, συνιστά χορήγηση πλεονεκτήματος υπέρ της FT, απορρέοντος από τη μεταφορά κρατικών πόρων, παρερμήνευσε την έννοια της κρατικής ενισχύσεως κατά το άρθρο 87, παράγραφος 1, ΕΚ. Ως εκ τούτου, αφενός, έκανε δεκτό το δεύτερο σκέλος του δεύτερου λόγου ακυρώσεως καθώς και τον τρίτο λόγο ακυρώσεως που προέβαλαν η Γαλλική Δημοκρατία και η FT καθόσον επέκριναν την εφαρμογή της έννοιας της ενισχύσεως, και, αφετέρου, έκρινε ότι δεν ήταν αναγκαίο να εξετάσει το πρώτο σκέλος του δεύτερου λόγου ακυρώσεως καθώς και τον τρίτο λόγο ακυρώσεως που προέβαλαν η Γαλλική Δημοκρατία και η FT, στο μέτρο που αμφισβητούσαν τη νομιμότητα της εφαρμογής από την Επιτροπή του κριτηρίου του συνετού ιδιώτη επενδυτή (απόφαση της 21ης Μαΐου 2010, σκέψη 58 ανωτέρω, EU:T:2010:216, σκέψεις 311 και 312). Εκτίμησε επίσης ότι, δεδομένου ότι επιβαλλόταν η ακύρωση του άρθρου 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως λόγω πλάνης περί το δίκαιο και πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως κατά την εφαρμογή του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, παρείλκε ομοίως η εξέταση του πρώτου λόγου ακυρώσεως που προέβαλαν η Γαλλική Δημοκρατία και η FT, καθώς και του τέταρτου λόγου ακυρώσεως που προέβαλε η Γαλλική Δημοκρατία (απόφαση της 21ης Μαΐου 2010, σκέψη 58 ανωτέρω, EU:T:2010:216, σκέψη 313). |
76 |
Τρίτον, το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε και απέρριψε τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως που προέβαλαν οι εταιρίες Bouygues στην υπόθεση Τ‑450/04, περί αντιφατικής και ελλιπούς αιτιολογίας κατά παράβαση του άρθρου 253 ΕΚ (απόφαση της 21ης Μαΐου 2010, σκέψη 58 ανωτέρω, EU:T:2010:216, σκέψεις 314 έως 324). |
77 |
Κατόπιν όλων των ανωτέρω σκέψεων, το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε το άρθρο 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως για τους λόγους ελλείψεως νομιμότητας που προβλήθηκαν από τη Γαλλική Δημοκρατία και την FT με τον δεύτερο και τον τρίτο λόγο ακυρώσεως (απόφαση της 21ης Μαΐου 2010, σκέψη 58 ανωτέρω, EU:T:2010:216, σκέψη 326). |
78 |
Τέλος, στις σκέψεις 327 έως 330 της αποφάσεως της 21ης Μαΐου 2010, σκέψη 58 ανωτέρω (EU:T:2010:216), το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι δεδομένης της ακυρώσεως του άρθρου 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως για τους λόγους που προέβαλαν η Γαλλική Δημοκρατία και η FT στις υποθέσεις T‑425/04 και T‑444/04, τα αιτήματά τους, όπως επίσης και τα αιτήματα των εταιριών Bouygues στην υπόθεση T‑450/04 και της AFORS στην υπόθεση T‑456/04, για την ακύρωση του άρθρου 2 της εν λόγω αποφάσεως είχαν καταστεί άνευ αντικειμένου. Παρείλκε, επομένως, η κρίση επί των αιτημάτων αυτών. |
2. Προηγούμενη διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου
79 |
Με δικόγραφα που κατέθεσαν στη γραμματεία του Δικαστηρίου, αντίστοιχα, στις 4 και στις 3 Αυγούστου, οι εταιρίες Bouygues (C‑399/10 P) και η Επιτροπή (C‑401/10 P) άσκησαν αναίρεση κατά της αποφάσεως της 21ης Μαΐου 2010, σκέψη 58 ανωτέρω (EU:T:2010:216). |
80 |
Με διατάξεις της 28ης Φεβρουαρίου 2011, ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου επέτρεψε στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας να παρέμβει στις δύο αυτές υποθέσεις προς στήριξη των αιτημάτων της Γαλλικής Δημοκρατίας. |
81 |
Με διάταξη της 8ης Σεπτεμβρίου 2011 οι δύο αυτές υποθέσεις συνενώθηκαν προς διευκόλυνση του προφορικού σταδίου της διαδικασίας και προς έκδοση κοινής αποφάσεως. |
82 |
Με την αναιρετική απόφαση, το Δικαστήριο αναίρεσε την απόφαση της 21ης Μαΐου 2010, ανέπεμψε τις υποθέσεις T‑425/04, T‑444/04 και T‑450/04 στο Γενικό Δικαστήριο προκειμένου αυτό να κρίνει τους λόγους και τα αιτήματα που είχαν προβληθεί ενώπιόν του και επί των οποίων το Δικαστήριο δεν αποφάνθηκε, επιφυλάχθηκε δε ως προς τα δικαστικά έξοδα. |
83 |
Κατ’ αρχάς, το Δικαστήριο αποφάνθηκε επί των αιτήσεων αναιρέσεως. |
84 |
Στο πλαίσιο αυτό, πρώτον, το Δικαστήριο εξέτασε τον πρώτο λόγο αναιρέσεως που προέβαλαν οι εταιρίες Bouygues, με τον οποίο προσάπτουν στο Γενικό Δικαστήριο ότι, απορρίπτοντας την επιχειρηματολογία τους κατά την οποία η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο αρνούμενη να χαρακτηρίσει τις από Ιουλίου 2002 δηλώσεις ως κρατική ενίσχυση, προέβη σε υπερβολικά περιοριστική ερμηνεία της έννοιας της κρατικής ενισχύσεως, παραμόρφωσε το γαλλικό δίκαιο και στηρίχθηκε σε εσφαλμένο νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών (αναιρετική απόφαση, σκέψεις 67 έως 79). |
85 |
Συναφώς, στη σκέψη 76 της αναιρετικής αποφάσεως, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν εμπεριείχε κρίση όσον αφορά την καταγγελία των εταιριών Bouygues ότι οι από Ιουλίου 2002 δηλώσεις αποτελούσαν, αφεαυτών, κρατική ενίσχυση. Επισήμανε ιδίως ότι οι δηλώσεις αυτές ελήφθησαν υπόψη μόνον κατά το μέτρο που ασκούσαν αντικειμενικά επιρροή στο πλαίσιο της εξετάσεως της προτάσεως προκαταβολής μετόχου και ότι η Επιτροπή τις εξέτασε συνεπώς μόνον κατά το μέτρο που αποτελούσαν το πλαίσιο της διαπιστωθείσας ενισχύσεως (αναιρετική απόφαση, σκέψεις 73 έως 75). |
86 |
Ως εκ τούτου, στη σκέψη 77 της αναιρετικής αποφάσεως, το Δικαστήριο έκρινε ότι το Γενικό Δικαστήριο είχε υποπέσει σε πλάνη περί το δίκαιο, αποφαινόμενο, στις σκέψεις 128 και 131 της αποφάσεως της 21ης Μαΐου 2010, ότι με το άρθρο 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως η Επιτροπή απέρριψε τον χαρακτηρισμό των από Ιουλίου 2002 δηλώσεων ως κρατικής ενισχύσεως. Η σιωπή της Επιτροπής όσον αφορά τον χαρακτηρισμό των εν λόγω δηλώσεων, καθεαυτών, ως κρατικής ενισχύσεως, κατόπιν της καταγγελίας των εταιριών Bouygues, δεν ισοδυναμεί με απόφαση περί απορρίψεως των υποστηριζομένων από τις ως άνω καταγγέλλουσες. |
87 |
Το Δικαστήριο έκρινε, στη σκέψη 78 της αναιρετικής αποφάσεως, ότι κατ’ αυτόν τον τρόπο το Γενικό Δικαστήριο αποφάνθηκε επί ζητημάτων επί των οποίων η Επιτροπή δεν είχε ακόμη εκφέρει κρίση, συγχέοντας τα διαφορετικά μεταξύ τους στάδια της διοικητικής διαδικασίας και της ένδικης διαδικασίας, πράγμα που δεν συνάδει με το σύστημα διαχωρισμού των αρμοδιοτήτων μεταξύ της Επιτροπής και του δικαστή της Ένωσης και των μέσων παροχής έννομης προστασίας που προβλέπονται στη Συνθήκη ΛΕΕ, ούτε με τις απαιτήσεις ορθής απονομής της δικαιοσύνης. Συνεπώς, έκρινε, στη σκέψη 79 της αναιρετικής αποφάσεως, αλυσιτελή τον πρώτο λόγο αναιρέσεως των εταιριών Bouygues. |
88 |
Δεύτερον, το Δικαστήριο εξέτασε από κοινού το πρώτο σκέλος του δεύτερου λόγου αναιρέσεως των εταιριών Bouygues και το πρώτο σκέλος του δεύτερου λόγου αναιρέσεως της Επιτροπής, τα οποία αφορούσαν πλάνη περί το δίκαιο, σχετικά με τον χαρακτηρισμό της ανακοινώσεως της 4ης Δεκεμβρίου 2002 και της προτάσεως προκαταβολής μετόχου, συνολικά εξεταζόμενων, ως κρατικής ενισχύσεως. Οι εν λόγω διάδικοι προσήπταν, κατ’ ουσίαν, στο Γενικό Δικαστήριο ότι υπέπεσε σε πολλαπλή πλάνη περί το δίκαιο δεχόμενο ότι, για να διαπιστωθεί η ύπαρξη κρατικής ενισχύσεως, απαιτείται να υπάρχει στενή σχέση μεταξύ, αφενός, ενός πλεονεκτήματος το οποίο έπρεπε να προσδιοριστεί διαφορετικά αναλόγως του αν απέρρεε από την ανακοίνωση της 4ης Δεκεμβρίου 2002 ή την πρόταση προκαταβολής μετόχου, και, αφετέρου, της δεσμεύσεως κρατικών πόρων που ισοδυναμεί με ή αντιστοιχεί στο ένα ή στο άλλο πλεονέκτημα. |
89 |
Στη σκέψη 97 της αναιρετικής αποφάσεως, το Δικαστήριο επισήμανε ότι το Γενικό Δικαστήριο είχε εκτιμήσει, αφενός, ότι η Επιτροπή ήταν υποχρεωμένη να εξετάσει αν κάθε κρατική παρέμβαση συνιστούσε χορήγηση συγκεκριμένου πλεονεκτήματος μέσω κρατικών πόρων και, αφετέρου, ότι η προϋπόθεση της χρηματοδοτήσεως μέσω κρατικών πόρων κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ πληρούται μόνον εφόσον η μείωση των κρατικών πόρων ή η επιβάρυνσή τους λόγω της αναλήψεως αρκούντως συγκεκριμένου οικονομικού κινδύνου συνδέεται στενά και αντιστοιχεί στο κατά τα ανωτέρω προσδιορισθέν πλεονέκτημα. |
90 |
Κατ’ αρχάς, το Δικαστήριο εξέτασε την πρώτη από τις εκτιμήσεις του Γενικού Δικαστηρίου που εκτίθενται στη σκέψη 89 ανωτέρω (αναιρετική απόφαση, σκέψεις 98 έως 105). Συναφώς, το Δικαστήριο έκρινε ότι, δεδομένου ότι οι κρατικές παρεμβάσεις μπορούν να λάβουν διάφορες μορφές και πρέπει να εξετάζονται βάσει των αποτελεσμάτων τους, δεν αποκλείεται πολλές διαδοχικές κρατικές παρεμβάσεις να πρέπει, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, να θεωρούνται ως ενιαία παρέμβαση (αναιρετική απόφαση, σκέψη 103). Κατά το Δικαστήριο, τούτο δύναται ιδίως να συμβεί οσάκις διαδοχικές παρεμβάσεις παρουσιάζουν, λόγω ιδίως της χρονικής αλληλουχίας τους, του σκοπού τους και της καταστάσεως της οικείας επιχειρήσεως κατά τον δεδομένο χρόνο, τόσο στενούς δεσμούς μεταξύ τους ώστε να καθίσταται αδύνατος ο διαχωρισμός τους (αναιρετική απόφαση, σκέψη 104). Το Δικαστήριο συνήγαγε εξ αυτού ότι, το Γενικό Δικαστήριο, εκτιμώντας ότι ήταν απαραίτητο η μείωση των κρατικών πόρων ή η επιβάρυνσή τους, λόγω αναλήψεως αρκούντως συγκεκριμένου οικονομικού κινδύνου, να συνδέονται στενά, να αντιστοιχούν ή να ισοδυναμούν με συγκεκριμένο πλεονέκτημα που να απορρέει είτε από την ανακοίνωση της 4ης Δεκεμβρίου 2002 είτε από την πρόταση προκαταβολής μετόχου, υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, καθώς εφάρμοσε κριτήριο διά του οποίου αποκλείεται εξ ορισμού το ενδεχόμενο οι εν λόγω κρατικές παρεμβάσεις να θεωρηθούν, λόγω των δεσμών μεταξύ αυτών και των αποτελεσμάτων τους, ως ενιαία παρέμβαση (αναιρετική απόφαση, σκέψη 105). |
91 |
Εν συνεχεία, το Δικαστήριο εξέτασε τη δεύτερη εκ των εκτιμήσεων που παρατίθενται στη σκέψη 89 ανωτέρω (αναιρετική απόφαση, σκέψεις 106 έως 110). Συναφώς, το Δικαστήριο έκρινε, κατ’ ουσίαν, ότι, καίτοι για να διαπιστώσει την ύπαρξη κρατικής ενισχύσεως, η Επιτροπή πρέπει να αποδείξει αρκούντως άμεση σχέση μεταξύ, αφενός, του πλεονεκτήματος που χορηγήθηκε στον δικαιούχο και, αφετέρου, της μειώσεως των κρατικών πόρων ή, έστω, ενός αρκούντως συγκεκριμένου κινδύνου επιβαρύνσεως των πόρων αυτών, εντούτοις δεν είναι απαραίτητο η μείωση αυτή, ή ο κίνδυνος αυτός, να αντιστοιχεί ή να ισοδυναμεί με το εν λόγω πλεονέκτημα, ούτε είναι απαραίτητο το εν λόγω πλεονέκτημα να αποτελεί το αντιστάθμισμα της μειώσεως ή του κινδύνου ή να είναι της ίδιας φύσεως όπως η δέσμευση των κρατικών πόρων από την οποία απορρέει (αναιρετική απόφαση, σκέψεις 109 και 110). |
92 |
Το Δικαστήριο έκρινε, συνεπώς, στη σκέψη 111 της αναιρετικής αποφάσεως, ότι το Γενικό Δικαστήριο είχε υποπέσει σε πλάνη περί το δίκαιο τόσο κατά τον έλεγχο του προσδιορισμού, εκ μέρους της Επιτροπής, της κρατικής παρεμβάσεως διά της οποίας παρέχεται η κρατική ενίσχυση όσο και κατά την εξέταση της σχέσεως μεταξύ του προσδιορισθέντος πλεονεκτήματος και της διαπιστωθείσας από την Επιτροπή δεσμεύσεως κρατικών πόρων Ως εκ τούτου, αναίρεσε την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, επισημαίνοντας ότι δεν ήταν απαραίτητο να εξεταστούν οι λοιποί λόγοι αναιρέσεως (αναιρετική απόφαση, σκέψεις 113 και 114). |
93 |
Δεύτερον, το Δικαστήριο έκρινε ότι διέθετε τα αναγκαία στοιχεία ώστε να αποφανθεί οριστικώς, αφενός, επί του αιτήματος ακυρώσεως του άρθρου 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως, κατά το μέρος που η Επιτροπή δεν είχε προβεί σε χαρακτηρισμό των από Ιουλίου 2002 δηλώσεων ως κρατικής ενισχύσεως στην υπόθεση T‑450/04, και, αφετέρου, επί του δεύτερου σκέλους του δεύτερου λόγου ακυρώσεως και επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως που προέβαλαν η Γαλλική Δημοκρατία και η FT προς στήριξη των προσφυγών τους στις υποθέσεις T‑425/04 και T‑444/04, κατά το μέρος που το εν λόγω σκέλος και λόγος στρέφονταν κατά της διαπιστώσεως, που περιλαμβάνεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, περί χορηγήσεως πλεονεκτήματος από το Γαλλικό Δημόσιο στην FT (αναιρετική απόφαση, σκέψεις 116 έως 142). |
94 |
Όσον αφορά το πρώτο μέρος, με τη σκέψη 118 της αναιρετικής αποφάσεως, το Δικαστήριο έκρινε ότι ήταν αλυσιτελείς οι λόγοι ακυρώσεως που προβλήθηκαν στην υπόθεση Τ‑450/04 προς στήριξη του αιτήματος ακυρώσεως του άρθρου 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως κατά το μέρος που η Επιτροπή απέρριψε τον χαρακτηρισμό των από Ιουλίου 2002 δηλώσεων ως κρατικής ενισχύσεως. |
95 |
Όσον αφορά το δεύτερο μέρος, πρώτον, στη σκέψη 126 της αναιρετικής αποφάσεως, το Δικαστήριο επισήμανε ότι από τις αιτιολογικές σκέψεις 188 και 189 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι η Επιτροπή δεν είχε στηρίξει τη διαπίστωσή της περί υπάρξεως κρατικής ενισχύσεως στην εκτίμηση ότι η δήλωση της 12ης Ιουλίου 2002 συνιστά ανάληψη δεσμεύσεως από το Γαλλικό Δημόσιο. |
96 |
Δεύτερον, στη σκέψη 129 της αναιρετικής αποφάσεως, το Δικαστήριο έκρινε από ορισμένα χωρία των αιτιολογικών σκέψεων 194 και 196 της προσβαλλομένης αποφάσεως ότι η Επιτροπή είχε εκτιμήσει ότι η ανακοίνωση της 4ης Δεκεμβρίου 2002 και η πρόταση προκαταβολής μετόχου, συνολικά εξεταζόμενες, συνιστούσαν παροχή πλεονεκτήματος συνεπαγόμενη δέσμευση κρατικών πόρων κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ. Στη συνέχεια, στις σκέψεις 130 και 131 της εν λόγω αποφάσεως, το Δικαστήριο, παραπέμποντας στις σκέψεις 103 και 104 της ίδιας αποφάσεως, έκρινε ότι ορθώς η Επιτροπή εξέτασε από κοινού τα δύο αυτά μέτρα, δεδομένου ότι ήταν πρόδηλο ότι το πρώτο δεν μπορούσε να διαχωριστεί από το δεύτερο. |
97 |
Τρίτον, στις σκέψεις 132 έως 136 της αναιρετικής αποφάσεως, το Δικαστήριο έκρινε ότι ήταν ορθή η εκτίμηση της Επιτροπής ότι η πρόταση προκαταβολής μετόχου, η οποία ανακοινώθηκε και κοινοποιήθηκε στις 4 Δεκεμβρίου 2002, συνιστούσε πλεονέκτημα υπέρ της FT, κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, καθώς παρέσχε στην FT τη δυνατότητα να αυξήσει τα μέσα της για χρηματοδότηση και να καθησυχάσει την αγορά ως προς την ικανότητά της να αντιμετωπίσει τα ληξιπρόθεσμα χρέη της. Όσον αφορά την προϋπόθεση της δεσμεύσεως κρατικών πόρων, στη σκέψη 137 της αναιρετικής αποφάσεως, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η πρόταση προκαταβολής μετόχου αφορούσε το άνοιγμα πιστώσεως ύψους 9 δισεκατομμυρίων ευρώ και ότι μολονότι, ασφαλώς, η FT δεν υπέγραψε την προταθείσα σύμβαση προκαταβολής, μπορούσε εντούτοις να την υπογράψει ανά πάσα στιγμή, αποκτώντας έτσι το δικαίωμα να λάβει αμέσως το εν λόγω ποσό. Στη σκέψη 138 της ίδιας αποφάσεως, το Δικαστήριο τόνισε ότι η Επιτροπή είχε επισημάνει, στην προσβαλλόμενη απόφαση, ότι, ήδη από τις 5 Δεκεμβρίου 2002, στο πλαίσιο παρουσιάσεως προς τους επενδυτές, η FT είχε περιγράψει την «πίστωση» του Γαλλικού Δημοσίου ως άμεσα διαθέσιμη και ότι, την ίδια ημέρα, η S & P ανακοίνωσε ότι το Γαλλικό Δημόσιο επρόκειτο να χορηγήσει άμεσα την πίστωση, ότι στην Επιτροπή Οικονομικών Υποθέσεων της Γαλλικής Εθνοσυνελεύσεως ανακοινώθηκε ότι η προκαταβολή μετόχου «[ήταν] πλέον στη διάθεση της FT» και ότι η Moody’s ανακοίνωσε, στις 9 Δεκεμβρίου 2002, ότι «η πίστωση των 9 δισεκατομμυρίων ευρώ [βρισκόταν] στη διάθεση της FT». Στη σκέψη 139 της εν λόγω αποφάσεως, το Δικαστήριο κατέληξε ότι, λαμβανομένης υπόψη της επιπλέον οικονομικής επιβαρύνσεως των κρατικών πόρων ύψους 9 δισεκατομμυρίων ευρώ, ήταν ορθή η διαπίστωση της Επιτροπής ότι το προαναφερθέν πλεονέκτημα χορηγήθηκε μέσω κρατικών πόρων κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ. |
98 |
Τέλος, στις σκέψεις 140 και 141 της αναιρετικής αποφάσεως, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η διαφορά δεν ήταν ώριμη προς εκδίκαση ως προς τον δεύτερο και τον τρίτο λόγο ακυρώσεως που προέβαλαν η Γαλλική Δημοκρατία και η FT, καθόσον οι λόγοι αυτοί στρέφονταν κατά της εκ μέρους της Επιτροπής εφαρμογής του κριτηρίου του συνετού ιδιώτη επενδυτή. Έκρινε ότι το ίδιο ισχύει για τον πρώτο λόγο ακυρώσεως που προέβαλαν η Γαλλική Δημοκρατία και η FT, σχετικά με παράβαση ουσιώδους τύπου και προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας, καθώς και για τον τέταρτο λόγο που προέβαλε η Γαλλική Δημοκρατία, σχετικά με ελλιπή αιτιολογία, και επομένως και για το αίτημα των εταιριών Bouygues και της AFORS Télécom για ακύρωση του άρθρου 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Κατά συνέπεια, στη σκέψη 142 της αναιρετικής αποφάσεως, το Δικαστήριο αποφάσισε ότι οι υποθέσεις T‑425/04, T‑444/04 και T‑450/04 πρέπει να αναπεμφθούν στο Γενικό Δικαστήριο προκειμένου αυτό να αποφανθεί επί του ως άνω σκέλους και των προαναφερθέντων λόγων, καθώς και επί των αιτημάτων που είχαν υποβληθεί ενώπιόν του, επί των οποίων το Δικαστήριο δεν αποφάνθηκε. |
Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων κατόπιν αναπομπής
99 |
Κατόπιν της αναιρετικής αποφάσεως, οι υποθέσεις T‑425/04 RENV, T‑444/04 RENV και T‑450/04 RENV ανατέθηκαν στο πρώτο πενταμελές τμήμα του Γενικού Δικαστηρίου. |
100 |
Στις 31 Μαΐου 2013, η Γαλλική Δημοκρατία στην υπόθεση T‑425/04 RENV, η FT στην υπόθεση T‑444/04 RENV, και στις 17 Ιουλίου 2013, η Επιτροπή σε αμφότερες τις υποθέσεις αυτές, κατέθεσαν, σύμφωνα με το άρθρο 119, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας της 2ας Μαΐου 1991, υπόμνημα γραπτών παρατηρήσεων. Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας δεν κατέθεσε υπόμνημα στις υποθέσεις αυτές. |
101 |
Με επιστολή της 22ας Ιουλίου 2013, η FT ενημέρωσε το Γενικό Δικαστήριο ότι την 1η Ιουλίου 2013 άλλαξε την εταιρική επωνυμία της σε Orange. |
102 |
Κατόπιν μεταβολής της συνθέσεως των τμημάτων του Γενικού Δικαστηρίου, ο εισηγητής δικαστής τοποθετήθηκε στο τέταρτο τμήμα και οι υποθέσεις T‑425/04 RENV, T‑444/04 RENV και T‑450/04 RENV ανατέθηκαν στο τέταρτο πενταμελές τμήμα. |
103 |
Λόγω κωλύματος του εισηγητή δικαστή, ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου ανέθεσε την υπόθεση σε άλλον εισηγητή δικαστή και οι προαναφερθείσες υποθέσεις ανατέθηκαν στο έκτο πενταμελές τμήμα του Γενικού Δικαστηρίου. |
104 |
Με διάταξη της 27ης Ιουνίου 2014, ο πρόεδρος του έκτου πενταμελούς τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου, αφενός, διέγραψε τις εταιρίες Bouygues από την υπόθεση Τ‑444/04 RENV ως παρεμβαίνουσες υπέρ των αιτημάτων της Επιτροπής και, αφετέρου, διέγραψε από το πρωτόκολλο του Γενικού Δικαστηρίου την υπόθεση T‑450/04 RENV, δεδομένου ότι οι εν λόγω εταιρίες απέσυραν την παρέμβασή τους και παραιτήθηκαν από την προσφυγή τους. |
105 |
Με διάταξη της 15ης Ιουλίου 2014 ο πρόεδρος του έκτου πενταμελούς τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου διέταξε τη συνεκδίκαση των υποθέσεων T‑425/04 RENV και T‑444/04 RENV προς διευκόλυνση της προφορικής διαδικασίας και προς έκδοση κοινής αποφάσεως. |
106 |
Κατόπιν προτάσεως του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο (έκτο πενταμελές τμήμα) αποφάσισε τη διεξαγωγή προφορικής διαδικασίας. Στο πλαίσιο των κατά το άρθρο 64 του Κανονισμού Διαδικασίας της 2ας Μαΐου 1991 μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας, το Γενικό Δικαστήριο κάλεσε τη Γαλλική Δημοκρατία και την Επιτροπή να απαντήσουν γραπτώς σε ορισμένες ερωτήσεις, οι δε διάδικοι συμμορφώθηκαν εντός της ταχθείσας προθεσμίας. |
107 |
Με επιστολή της 8ης Αυγούστου 2014, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας ενημέρωσε το Γενικό Δικαστήριο ότι δεν θα παρίστατο στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση. |
108 |
Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 24ης Σεπτεμβρίου 2014. |
109 |
Στην υπόθεση T‑425/04 RENV, η Γαλλική Δημοκρατία, υποστηριζόμενη από την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:
|
110 |
Στην υπόθεση T‑425/04 RENV, η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:
|
111 |
Στην υπόθεση T‑444/04 RENV, η FT ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:
|
112 |
Στην υπόθεση T‑444/04 RENV, η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:
|
113 |
Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Επιτροπή ζήτησε επίσης από το Γενικό Δικαστήριο να απορρίψει την προσφυγή στην υπόθεση T‑444/04 RENV ως απαράδεκτη. |
Σκεπτικό
1. Επί του παραδεκτού της προσφυγής στην υπόθεση T‑444/04 RENV
114 |
Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Επιτροπή προέβαλε ένσταση απαραδέκτου κατά της ασκηθείσας από την FT προσφυγής στην υπόθεση T‑444/04 RENV λόγω ελλείψεως έννομου συμφέροντος. Προέβαλε ότι, κατόπιν της παραιτήσεως των εταιριών Bouygues από την προσφυγή τους και της μη αναπομπής της υποθέσεως Τ‑456/04 ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου με την αναιρετική απόφαση, το άρθρο 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν αποτελεί πλέον αντικείμενο αιτήματος ακυρώσεως και συνεπώς δεν υφίσταται πλέον για την FT συγκεκριμένος κίνδυνος, ενεστώς και γεγενημένος, να της επιβληθεί η επιστροφή της επίμαχης ενισχύσεως. |
115 |
Καταρχάς, επισημαίνεται ότι, εν αντιθέσει προς όσα διατείνεται η Επιτροπή, το άρθρο 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως αποτελεί ακόμα αντικείμενο αιτημάτων ακυρώσεως, καθόσον τόσο η Γαλλική Δημοκρατία όσο και η FT ζητούν την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως στο σύνολό της. Το αίτημα αυτό περί ακυρώσεως του άρθρου 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως θα εξεταστεί εξάλλου στις σκέψεις 264 έως 270 κατωτέρω. |
116 |
Στη συνέχεια, όσον αφορά το αίτημα της FT για την ακύρωση του άρθρου 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, το έννομο συμφέρον πρέπει να διατηρείται μέχρι την έκδοση της δικαστικής αποφάσεως, άλλως παρέλκει η έκδοση αποφάσεως, πράγμα που προϋποθέτει ότι η προσφυγή μπορεί, με το αποτέλεσμά της, να ωφελήσει τον διάδικο που την άσκησε (απόφαση της 7ης Ιουνίου 2007, Wunenburger κατά Επιτροπής, C‑362/05 P, Συλλογή, EU:C:2007:322, σκέψη 42, και διάταξη της 7ης Δεκεμβρίου 2011, Fellah κατά Συμβουλίου, T‑255/11, EU:T:2011:718, σκέψη 12). |
117 |
Εν προκειμένω, αφενός, επισημαίνεται ότι το άρθρο 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως σκοπεί στην παραγωγή δεσμευτικών έννομων αποτελεσμάτων έναντι της FT ως μοναδικής δικαιούχου του μέτρου ενισχύσεως που κρίθηκε μη συμβατό με την κοινή αγορά. |
118 |
Αφετέρου, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, ανεξαρτήτως του ζητήματος αν η FT είναι ή όχι ακόμη εκτεθειμένη σε οποιονδήποτε κίνδυνο να υποχρεωθεί να επιστρέψει την επίμαχη ενίσχυση, η ακύρωση του άρθρου 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως βάσει των προβαλλόμενων από την επιχείρηση αυτή λόγων ακυρώσεως θα συνεπαγόταν ότι η διαπίστωση του παράνομου χαρακτήρα αυτού του μέτρου ενισχύσεως, το οποίο αποτελεί ευνοϊκό γι’ αυτήν ατομικό μέτρο, θα καθίστατο άκυρη και μηδέποτε γενόμενη, γεγονός που αποτελεί έννομη συνέπεια μεταβάλλουσα τη νομική της κατάσταση και την ωφελεί. |
119 |
Εν πάση περιπτώσει, προκύπτει από τη νομολογία ότι ο προσφεύγων μπορεί να εξακολουθεί να έχει έννομο συμφέρον για την ακύρωση πράξεως θεσμικού οργάνου, αφενός, προκειμένου να αποτραπεί το ενδεχόμενο επαναλήψεως της προβαλλόμενης πλημμέλειας στο μέλλον (βλ. απόφαση της 7ης Ιουνίου 2007, Wunenburger κατά Επιτροπής, C‑362/05 P, Συλλογή, EU:C:2007:322, σκέψη 50 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία) και, αφετέρου, προκειμένου ο δικαστής της Ένωσης να διαπιστώσει την παρανομία που διαπράχθηκε σε βάρος του και να αποτελέσει η διαπίστωση αυτή τη βάση τυχόν αγωγής αποζημιώσεως με σκοπό την προσήκουσα αποκατάσταση της προκληθείσας με την προσβαλλόμενη πράξη ζημίας (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, αποφάσεις της 5ης Μαρτίου 1980, Könecke Fleischwarenfabrik κατά Επιτροπής, 76/79, Συλλογή, EU:C:1980:68, σκέψεις 8 και 9, και της 31ης Μαρτίου 1998, Γαλλία κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑68/94 και C‑30/95, Συλλογή, EU:C:1998:148, σκέψη 74). |
120 |
Από τις προεκτεθείσες σκέψεις προκύπτει ότι η FT εξακολουθεί να έχει έννομο συμφέρον ενεστώς και γεγενημένο προς ακύρωση του άρθρου 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί ο λόγος περί απαραδέκτου που προέβαλε η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση κατά της ασκηθείσας από την επιχείρηση αυτή προσφυγής. |
2. Επί του αιτήματος ακυρώσεως του άρθρου 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως
Προκαταρκτικές παρατηρήσεις
121 |
Στην υπόθεση T‑425/04, η Γαλλική Δημοκρατία είχε προβάλει τέσσερις λόγους ακυρώσεως προς στήριξη της προσφυγής της, όλοι στρεφόμενοι κατά του άρθρου 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ήτοι, πρώτον, παράβαση ουσιώδους τύπου και προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας, δεύτερον, πλάνη περί το δίκαιο κατά την εφαρμογή της έννοιας της ενισχύσεως κατά το άρθρο 87, παράγραφος 1, ΕΚ και ειδικότερα του κριτηρίου του συνετού ιδιώτη επενδυτή, τρίτον, πρόδηλα σφάλματα κατά την εκτίμηση του περιεχομένου ή των φερόμενων αποτελεσμάτων των από Ιουλίου 2002 δηλώσεων και, τέταρτον, ελλιπή αιτιολογία κατά την έννοια του άρθρου 253 ΕΚ. Με το υπόμνημά της γραπτών παρατηρήσεων της 31ης Μαΐου 2013, η Γαλλική Δημοκρατία δηλώνει ότι διατηρεί τον πρώτο και τον τέταρτο λόγο ακυρώσεως στο σύνολό τους, και τον δεύτερο και τρίτο λόγο ακυρώσεως κατά το μέρος που αφορούν την εφαρμογή του κριτηρίου του συνετού ιδιώτη επενδυτή. |
122 |
Στην υπόθεση T‑444/04, η FT είχε προβάλει τρεις λόγους ακυρώσεως προς στήριξη της προσφυγής της, επίσης όλοι στρεφόμενοι κατά του άρθρου 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως, οι οποίοι αντιστοιχούν, κατ’ ουσίαν, στους τρεις πρώτους λόγους που προέβαλε η Γαλλική Δημοκρατία στην υπόθεση Τ‑425/04. Με το υπόμνημά της γραπτών παρατηρήσεων της 31ης Μαΐου 2013, η FT δηλώνει ότι διατηρεί τον πρώτο λόγο ακυρώσεως στο σύνολό του, καθώς και τον δεύτερο και τρίτο λόγο καθόσον αφορούν την εφαρμογή του κριτηρίου του συνετού ιδιώτη επενδυτή. |
123 |
Η Γαλλική Δημοκρατία και η FT, με τα υπομνήματά τους γραπτών παρατηρήσεων της 31ης Μαΐου 2013, και η Επιτροπή, με τα υπομνήματά της γραπτών παρατηρήσεων της 17ης Ιουλίου 2013, παραπέμπουν, όσον αφορά τους λόγους ακυρώσεως όπως οριοθετήθηκαν, στα επιχειρήματα που είχαν προβάλει με τα δικόγραφά τους στις υποθέσεις T‑425/04 και T‑444/04 και διατυπώνουν ορισμένα συμπληρωματικά επιχειρήματα κατόπιν των διαπιστώσεων στις οποίες προέβη το Δικαστήριο με την αναιρετική απόφαση. |
124 |
Το Γενικό Δικαστήριο κρίνει σκόπιμο να εξεταστεί, κατ’ αρχάς, ο πρώτος λόγος και, στη συνέχεια, από κοινού ο δεύτερος και ο τρίτος λόγος ακυρώσεως, δεδομένου οι δύο τελευταίοι αφορούν αμφότεροι την εφαρμογή του κριτηρίου του συνετού ιδιώτη επενδυτή. |
Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από παράβαση ουσιώδους τύπου και προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας
125 |
Ο πρώτος λόγος που προέβαλαν η Γαλλική Δημοκρατία και η FT περιλαμβάνει δύο σκέλη, που αντλούνται, το πρώτο, από παράβαση ουσιώδους τύπου και, το δεύτερο, από προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας. |
Επί της παραβάσεως ουσιώδους τύπου
– Επιχειρήματα των διαδίκων
126 |
Η Γαλλική Δημοκρατία και η FT προσάπτουν στην Επιτροπή ότι υπέπεσε σε παράβαση ουσιώδους τύπου, καθόσον δεν επέκτεινε την επίσημη διαδικασία έρευνας προκειμένου να συμπεριληφθεί σε αυτήν η δήλωση της 12ης Ιουλίου 2002. Διατείνονται ότι η δήλωση αυτή δεν καλυπτόταν από την απόφαση περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας έρευνας, ενώ, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 192 έως 230 της προσβαλλομένης αποφάσεως, συνιστά το «κομβικό σημείο» της αποδείξεως υπάρξεως της εικαζόμενης κρατικής ενισχύσεως εν προκειμένω και, συνεπώς, αποτελεί «κρίσιμο πραγματικό και νομικό στοιχείο» κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 659/1999. |
127 |
Η Γαλλική Δημοκρατία προσθέτει ότι η Επιτροπή δεν μπορεί να αντλεί επιχείρημα από το ότι οι γαλλικές αρχές σχολίασαν εκτενώς τις παρατηρήσεις των ενδιαφερόμενων τρίτων καθώς και την έκθεση της 28ης Απριλίου 2004, που αφορούσαν τη δήλωση της 12ης Ιουλίου 2002, δεδομένου ότι τέτοιου είδους παρατηρήσεις ή εκθέσεις δεν μπορούν να διευρύνουν το αντικείμενο της διαδικασίας που είχε κινήσει η Επιτροπή και να απαλλάξουν την Επιτροπή από την υποχρέωση να προβεί σε επίσημη επέκταση της διαδικασίας. |
128 |
Η Γαλλική Δημοκρατία υποστηρίζει επίσης ότι, αν οι γαλλικές αρχές είχαν μπορέσει να προβάλουν την άποψή τους ως προς τη δήλωση της 12ης Ιουλίου 2002, η Επιτροπή θα ήταν υποχρεωμένη να λάβει υπόψη της την άποψη αυτή στην προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία, επομένως, θα μπορούσε να είναι διαφορετική. |
129 |
Η Επιτροπή απορρίπτει τα επιχειρήματα της Γαλλικής Δημοκρατίας και της FT. Υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι έχει τηρήσει εν προκειμένω τους προβλεπόμενους από τον κανονισμό 659/1999 κανόνες της διαδικασίας. |
– Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου
130 |
Επιβάλλεται να υπομνησθεί ότι η Επιτροπή οφείλει να κινεί την επίσημη διαδικασία έρευνας, μεριμνώντας για την ενημέρωση των ενδιαφερομένων, εφόσον, μετά το πέρας προκαταρκτικής έρευνας, διατηρεί σοβαρές αμφιβολίες ως προς τη συμβατότητα του επίμαχου μέτρου με την κοινή αγορά. Επομένως, στην ανακοίνωσή της σχετικά με την κίνηση της διαδικασίας αυτής, η Επιτροπή δεν είναι υποχρεωμένη να παρουσιάζει ολοκληρωμένη ανάλυση σχετικά με την επίμαχη ενίσχυση. Αντιθέτως, είναι ανάγκη να προσδιορίζει επαρκώς το πλαίσιο της έρευνάς της, ώστε να μην καθίσταται κενό περιεχομένου το δικαίωμα των ενδιαφερομένων να υποβάλλουν τις παρατηρήσεις τους [απόφαση της 31ης Μαΐου 2006, T‑354/99, Kuwait Petroleum (Nederland) κατά Επιτροπής, Συλλογή, EU:T:2006:137, σκέψη 85]. |
131 |
Η απόφαση περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας έρευνας πρέπει να παρέχει στα ενδιαφερόμενα μέρη τη δυνατότητα να μετέχουν αποτελεσματικά στη διαδικασία αυτή, στο πλαίσιο της οποίας θα έχουν τη δυνατότητα να αναπτύξουν τα επιχειρήματά τους. Προς τούτο, αρκεί τα ενδιαφερόμενα μέρη να γνωρίζουν τη συλλογιστική βάσει της οποίας η Επιτροπή εκτιμά προσωρινώς ότι το επίμαχο μέτρο ενδέχεται να συνιστά νέα ενίσχυση, μη συμβατή προς την κοινή αγορά (αποφάσεις της30ής Απριλίου 2002, T‑195/01 και T‑207/01, Government of Gibraltar κατά Επιτροπής, Συλλογή, EU:T:2002:111, σκέψη 138, και της 23ης Οκτωβρίου 2002, Diputación Foral de Guipúzcoa κ.λπ. κατά Επιτροπής, Τ‑269/99, T‑271/99 και T‑272/99, Συλλογή, EU:T:2002:258, σκέψη 105). |
132 |
Συναφώς, από την αιτιολογική σκέψη 8 του κανονισμού 659/1999 και από το άρθρο 6, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού προκύπτει ότι η απόφαση περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας έρευνας πρέπει να αναφέρει συνοπτικά τα κρίσιμα πραγματικά και νομικά στοιχεία, να περιλαμβάνει μια προκαταρκτική εκτίμηση ως προς το αν το επίμαχο μέτρο έχει τον χαρακτήρα ενισχύσεως και να εκθέτει τους λόγους που δημιουργούν αμφιβολίες ως προς τη συμβατότητα του εν λόγω μέτρου προς την κοινή αγορά, ώστε να παρέχεται στο οικείο κράτος μέλος και στα λοιπά ενδιαφερόμενα μέρη η δυνατότητα να υποβάλουν λυσιτελώς τις παρατηρήσεις τους και, κατ’ αυτόν τον τρόπο, να παράσχουν στην Επιτροπή όλες τις πληροφορίες που της είναι αναγκαίες για να αξιολογήσει τη συμβατότητα της ενισχύσεως προς την κοινή αγορά. |
133 |
Υπό τις συνθήκες αυτές, η έκφραση «κρίσιμα πραγματικά και νομικά στοιχεία» του άρθρου 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 659/1999 πρέπει να ερμηνεύεται υπό την έννοια ότι αφορά τα ουσιαστικά στοιχεία βάσει των οποίων η Επιτροπή κρίνει, στο στάδιο αυτό της διαδικασίας, ότι το επίμαχο μέτρο μπορεί να συνιστά ενίσχυση μη συμβατή προς την κοινή αγορά. |
134 |
Εξάλλου, καθόσον η επίσημη διαδικασία έρευνας έχει σκοπό να επιτρέψει στην Επιτροπή να εμβαθύνει και να αποσαφηνίσει τα ζητήματα που τέθηκαν με την απόφαση περί κινήσεως της εν λόγω διαδικασίας, ιδίως συλλέγοντας τις παρατηρήσεις του οικείου κράτους μέλους και των άλλων ενδιαφερόμενων μερών, ενδέχεται, κατά τη διάρκεια της εν διαδικασίας αυτής, η Επιτροπή να αποκτήσει νέα στοιχεία ή η ανάλυσή της να σημειώσει πρόοδο. Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά τη νομολογία, η τελική απόφαση της Επιτροπής μπορεί να εμφανίζει ορισμένες αποκλίσεις έναντι της αποφάσεως περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας έρευνας, χωρίς ωστόσο οι αποκλίσεις αυτές να καθιστούν ελαττωματική την τελική απόφαση (απόφαση της 4ης Μαρτίου 2009, T‑424/05, Ιταλία κατά Επιτροπής, EU:T:2009:49, σκέψη 69). Εντούτοις, και παρότι τα νομοθετικά κείμενα που διέπουν τη διαδικασία στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων δεν προβλέπουν ρητώς απόφαση περί διορθώσεως και επεκτάσεως μιας εκκρεμούς διαδικασίας, η νομολογία έχει δεχτεί ότι, σε περίπτωση που η Επιτροπή αντιληφθεί, μετά την έκδοση αποφάσεως περί κινήσεως επίσημης διαδικασίας έρευνας, ότι η τελευταία αυτή απόφαση στηρίζεται είτε σε ελλιπή πραγματικά περιστατικά είτε σε εσφαλμένο νομικό χαρακτηρισμό των εν λόγω πραγματικών περιστατικών, πρέπει να έχει τη δυνατότητα να προσαρμόζει τη θέση της, εκδίδοντας διορθωτική απόφαση (απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2011, Regione autonoma della Sardegna κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑394/08, T‑408/08, T‑453/08 και T‑454/08, EU:T:2011:493, σκέψεις 69 έως 72). Μια τέτοια απόφαση δεν δικαιολογείται ωστόσο αν το καθορισμένο με την απόφαση περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας έρευνας πλαίσιο της έρευνας δεν έχει τροποποιηθεί αισθητά και αν τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που συνιστούν τη βάση της συλλογιστικής της Επιτροπής παραμένουν, κατ’ ουσίαν, αμετάβλητα. |
135 |
Εν προκειμένω, λαμβάνοντας υπόψη ιδίως το άρθρο 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως, τις αιτιολογικές σκέψεις 185 έως 230 της αποφάσεως αυτής καθώς και τις εκτιμήσεις στις οποίες θα προβεί στη συνέχεια το Γενικό Δικαστήριο κατά την κοινή εξέταση του δεύτερου και του τρίτου λόγου ακυρώσεως, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ότι οι από Ιουλίου 2002 δηλώσεις, και κυρίως η δήλωση της 12ης Ιουλίου 2002, καίτοι ελήφθησαν υπόψη από την Επιτροπή μόνον ως εντασσόμενες στο πλαίσιο της προτάσεως προκαταβολής μετόχου, που ανακοινώθηκε και κοινοποιήθηκε στις 4 Δεκεμβρίου 2002, έπαιξαν ουσιαστικό ρόλο στον χαρακτηρισμό του μέτρου αυτού ενισχύσεως ως μη νόμιμου. |
136 |
Κατά συνέπεια, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, όπως ορθά υποστηρίζουν η Γαλλική Δημοκρατία και η FΤ, η δήλωση της 12ης Ιουλίου 2002 συνιστά αναμφισβήτητα ένα «κρίσιμο πραγματικό και νομικό στοιχείο», κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 659/1999, και ότι, ως εκ τούτου, έπρεπε να μνημονεύεται στην απόφαση περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας έρευνας. |
137 |
Επιβάλλεται ωστόσο η διαπίστωση ότι το υπό εξέταση σκέλος στερείται πραγματικής βάσεως. Πράγματι, η απόφαση περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας έρευνας κάνει μεν συνοπτική, πλην όμως επαρκή μνεία στις από Ιουλίου 2002 δηλώσεις, συμπεριλαμβανομένης της δηλώσεως της 12ης Ιουλίου 2002, καθώς και στον ρόλο τους στη συλλογιστική της Επιτροπής. |
138 |
Συγκεκριμένα, στο σημείο 70 της αποφάσεως περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας έρευνας, η Επιτροπή διατυπώνει το γενικό επιχείρημα κατά το οποίο «ανακοίνωση εκ μέρους του Δημοσίου ότι δεσμεύεται μπορεί ήδη να περιλαμβάνει δέσμευση κρατικών πόρων στο μέτρο που η δέσμευση αυτή είναι αμετάκλητη και δημιουργεί έτσι προσδοκία και εμπιστοσύνη στην αγορά που εκδηλώνεται μέσω της αυξήσεως της αξίας της μετοχής της FT και της θετικής αντιδράσεως των οίκων αξιολογήσεως». Στο ίδιο σημείο, η Επιτροπή συνδέει ειδικότερα το γενικό αυτό επιχείρημα με τα πραγματικά περιστατικά που περιέχονται στην κοινοποίηση των γαλλικών αρχών, που αφορούν μόνο τα μέτρα του Δεκεμβρίου 2002, αναφέροντας ότι «[η] ανακοίνωση της δεσμεύσεως του [Γαλλικού] Δημοσίου σε συνδυασμό με την εμφανή διάθεση του ποσού προκαταβολής οδηγούν την Επιτροπή να συναγάγει ότι η ενίσχυση θα μπορούσε στην πραγματικότητα να θεωρείται χορηγηθείσα πριν ακόμη την υπογραφή τυχόν συμβάσεως μεταξύ της FΤ και της ERAP σχετικά με τη διάθεση [κονδυλίων] πιστώσεως». |
139 |
Βεβαίως, όπως ορθά επισημαίνουν η Γαλλική Δημοκρατία και η FT, η εν λόγω ανακοίνωση είναι εκείνη της 4ης Δεκεμβρίου 2002. Ωστόσο, προκύπτει από την υποσημείωση 40 της αποφάσεως περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας έρευνας, στην οποία παραπέμπει το σημείο 70 της αποφάσεως αυτής, ότι η Επιτροπή εδύνατο να συμπεριλάβει στην ανάλυσή της τις από Ιουλίου 2002 δηλώσεις και, ιδίως, τη δήλωση της 12ης Ιουλίου 2002. Στην υποσημείωση αυτή, πράγματι, τονίζεται ότι, «από τον Ιούλιο του 2002 και ειδικότερα από τον Σεπτέμβριο του 2002, η αγορά είχε ήδη καθησυχαστεί λόγω της στηρίξεως του [Γαλλικού] Δημοσίου προς όφελος της FT». Συναφώς, επιβάλλεται η επισήμανση ότι, στην υποσημείωση 39 της αποφάσεως περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας έρευνας, η Επιτροπή παρουσιάζει την μνημονευθείσα στη σκέψη 138 ανωτέρω επίδραση της προσδοκίας και της εμπιστοσύνης στην αγορά παραθέτοντας, ιδίως, δήλωση της S & P κατά την οποία «[α]πό τον Ιούλιο του 2002 [η S & P] επισήμανε ότι η αναμενόμενη στήριξη από τον μέτοχο που κατέχει το 56 % της FT, ήτοι το Γαλλικό Δημόσιο, [θα συνέτεινε] πιθανώς στη διατήρηση της βαθμολογίας του ομίλου στην κατάταξη των επενδύσεων». |
140 |
Περαιτέρω, στα σημεία 83 έως 85 της αποφάσεως περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας έρευνας, στο πλαίσιο της αναλύσεώς της περί υπάρξεως πλεονεκτήματος το οποίο η FT δεν θα είχε αποκτήσει υπό κανονικές συνθήκες αγοράς, η Επιτροπή κάνει αναφορά όχι μόνο στη διάθεση της προτάσεως προκαταβολής μετόχου, αλλά επίσης στην ανακοίνωση που προηγήθηκε αυτής, και στη συνέχεια, στην υποσημείωση 48 της αποφάσεως αυτής, αναφέρει ότι, «[ή]δη στο παρελθόν, δηλώσεις των γαλλικών αρχών που είχαν αφήσει να εννοηθεί ότι θα συμμετείχαν στην ανακεφαλαιοποίηση είχαν θετική επίδραση στην αγορά, βελτιώνοντας την προοπτική της βαθμολογίας της FT». |
141 |
Από τις διάφορες αυτές διαπιστώσεις πρέπει να γίνει δεκτό ότι η απόφαση περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας έρευνας κάνει επαρκή αναφορά στις από Ιουλίου 2002 δηλώσεις, συμπεριλαμβανομένης της δηλώσεως της 12ης Ιουλίου 2002, και περιέχει ουσιαστικά στοιχεία που καθιστούν δυνατό το συμπέρασμα ότι, για τους σκοπούς της αναλύσεώς της, η Επιτροπή δεν περιοριζόταν στα μέτρα που της είχαν κοινοποιηθεί στις 4 Δεκεμβρίου 2002, αλλά μπορούσε να τις αξιολογήσει από κοινού με τα γεγονότα που είχαν προηγηθεί των δηλώσεων αυτών. Όσον αφορά το τελευταίο αυτό σημείο, η απόφαση περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας έρευνας επικαλείται ιδίως, με αρκετή σαφήνεια και ακρίβεια, τη στρατηγική του Γαλλικού Δημοσίου η οποία συνίστατο, από τον Ιούλιο του 2002, στο να ανακοινώσει δημοσίως τη στήριξή της στην FT, με σκοπό να ανακτηθεί η εμπιστοσύνη των αγορών και να διασφαλιστεί η διατήρηση της βαθμολογίας της FT. Συνεπώς, από την απόφαση περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας έρευνας προκύπτει ότι η Επιτροπή είχε την πρόθεση να εξετάσει περαιτέρω τον ρόλο και τον ακριβή αντίκτυπο των προηγούμενων δηλώσεων και ανακοινώσεων της Γαλλικής Κυβερνήσεως. |
142 |
Πρέπει, συνεπώς, να γίνει δεκτό ότι η απόφαση περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας έρευνας επέτρεπε στη Γαλλική Δημοκρατία και στην FT να έχουν επαρκή γνώση του πλαισίου της σχετικής έρευνας, καθώς και της συλλογιστικής που είχε οδηγήσει την Επιτροπή να εκτιμήσει ότι τα επίμαχα μέτρα ενδεχομένως συνιστούσαν ενίσχυση μη συμβατή με την κοινή αγορά, και να παρουσιάσουν λυσιτελώς τις παρατηρήσεις τους κατά τη διάρκεια της επίσημης διαδικασίας έρευνας. |
143 |
Εν πάση περιπτώσει, όπως θα εκτεθεί λεπτομερέστερα κατωτέρω κατά την εξέταση του δεύτερου σκέλους του παρόντος λόγου ακυρώσεως, κατά τη διάρκεια της επίσημης διαδικασίας έρευνας συζητήθηκε εκτενώς το ζήτημα των νομικών και οικονομικών συνεπειών των από Ιουλίου 2002 δηλώσεων, και τόσο η Γαλλική Δημοκρατία όσο και η FT μπόρεσαν να υποστηρίξουν κατά τρόπο συγκεκριμένο και εκτενή την άποψή τους επί του ζητήματος αυτού. Επομένως, ακόμη και στην περίπτωση που ήθελε θεωρηθεί ότι η απόφαση περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας έρευνας δεν έκανε επαρκή αναφορά στη δήλωση της 12ης Ιουλίου 2002 και ότι η Επιτροπή κακώς δεν έλαβε απόφαση περί διορθώσεως και επεκτάσεως της επίσημης διαδικασίας έρευνας, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το δικαίωμα των διαδίκων αυτών να διατυπώσουν την άποψή τους και να μετάσχουν στη διαδικασία έγινε σεβαστό. |
144 |
Κατά συνέπεια, το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως που προέβαλαν η Γαλλική Δημοκρατία και η FT πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο. |
Επί της προσβολής των δικαιωμάτων άμυνας
– Επιχειρήματα των διαδίκων
145 |
Η Γαλλική Δημοκρατία και η FT προβάλλουν ότι η Επιτροπή προσέβαλε τα δικαιώματά τους άμυνας καθόσον, σε κανένα σημείο της διοικητικής διαδικασίας, δεν τους επέτρεψε να προβάλουν λυσιτελώς την άποψή τους επί της καινοτόμου προσεγγίσεως βάσει της οποίας κατέληξε στο συμπέρασμα της υπάρξεως κρατικής ενισχύσεως στην προκειμένη περίπτωση, και η οποία συνίσταται στο ότι στηρίχθηκε στη δήλωση της 12ης Ιουλίου 2002 για τον χαρακτηρισμό των κοινοποιηθέντων τον Δεκέμβριο του 2002 μέτρων ως κρατικής ενισχύσεως. Κατά τη Γαλλική Δημοκρατία και την FT, η Επιτροπή ακολούθησε την προσέγγιση αυτή για πρώτη φορά με την προσβαλλόμενη απόφαση. Οι ίδιες δεν ήταν συνεπώς σε θέση να σχολιάσουν τις νομικές και οικονομικές συνέπειες της δηλώσεως του Ιουλίου 2002 επί του χαρακτηρισμού της προτάσεως προκαταβολής μετόχου υπό το πρίσμα των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων πριν από την έκδοση της αποφάσεως αυτής. |
146 |
Η Γαλλική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι η Επιτροπή δεν μπορεί να επικαλείται το ότι στις γαλλικές αρχές δόθηκε η δυνατότητα να σχολιάσουν τις παρατηρήσεις των τρίτων ενδιαφερομένων καθώς και τις εκθέσεις της 22ας Μαρτίου και της 28ης Απριλίου 2004, που αφορούσαν σε μεγάλο μέρος τη νομική φύση της δηλώσεως της 12ης Ιουλίου 2002 και τις επιπτώσεις της στην αγορά, προκειμένου να συναγάγει ότι τα δικαιώματά της άμυνας είχαν γίνει πλήρως σεβαστά, καθόσον οι ισχυρισμοί των τρίτων ενδιαφερομένων και των εμπειρογνωμόνων δεσμεύουν μόνο τους ίδιους. Υπό την ίδια έννοια, η Γαλλική Δημοκρατία και η FT επισημαίνουν ότι οι παρατηρήσεις που υπέβαλαν κατά τη διοικητική διαδικασία επί των παρατηρήσεων των τρίτων ενδιαφερομένων και επί των δύο αυτών εκθέσεων σκοπούσαν μόνο στην αμφισβήτηση της θέσεως κατά την οποία η εν λόγω δήλωση συνιστούσε αφεαυτής κρατική ενίσχυση. |
147 |
Εξάλλου, η Γαλλική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι η Επιτροπή έπρεπε να είχε επεκτείνει την επίσημη διαδικασία έρευνας προκειμένου να συμπεριλάβει σε αυτήν και τη δήλωση της 12ης Ιουλίου 2002. Η Επιτροπή έπρεπε, τουλάχιστον, να είχε απευθύνει επιστολή στις γαλλικές αρχές για να τις ενημερώσει για την επίμαχη καινοτόμο προσέγγιση και να τις καλέσει να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους συναφώς. |
148 |
Τέλος, η Γαλλική Δημοκρατία και η FT διατείνονται ότι, εάν τους είχε δοθεί η δυνατότητα να προβάλουν λυσιτελώς την άποψή τους ως προς το ζήτημα της δηλώσεως της 12ης Ιουλίου 2002 και της καινοτόμου προσεγγίσεως της Επιτροπής, η Επιτροπή θα έπρεπε να τη λάβει υπόψη της στην προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία θα ήταν ασφαλώς διαφορετική. Συγκεκριμένα, από την αιτιολογική σκέψη 263 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι αν η Επιτροπή δεν είχε τη δυνατότητα να λάβει υπόψη της την εν λόγω δήλωση για την ανάλυση των κοινοποιηθέντων μέτρων θα κατέληγε στη μη ύπαρξη κρατικής ενισχύσεως. |
149 |
Η Επιτροπή απορρίπτει τα επιχειρήματα της Γαλλικής Δημοκρατίας και της FT. |
– Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου
150 |
Καταρχάς, επιβάλλεται η υπόμνηση ότι, κατά πάγια νομολογία, ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας σε κάθε διαδικασία που κινείται κατά προσώπου, η οποία είναι δυνατόν να καταλήξει στην έκδοση βλαπτικής πράξεως, συνιστά θεμελιώδη αρχή του δικαίου της Ένωσης και πρέπει να διασφαλίζεται ακόμα και αν δεν υπάρχει ειδική ρύθμιση (αποφάσεις της 10ης Ιουλίου 1986, Βέλγιο κατά Επιτροπής, 234/84, Συλλογή, EU:C:1986:302, σκέψη 27, και της 30ής Μαρτίου 2000, Kish Glass κατά Επιτροπής, Τ‑65/96, Συλλογή, EU:T:2000:93, σκέψη 32). |
151 |
Πρώτον, πρέπει να εξεταστεί αν προσβλήθηκαν τα δικαιώματα άμυνας της Γαλλικής Δημοκρατίας. |
152 |
Κατά πάγια νομολογία, ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας, στο πλαίσιο της επίσημης διαδικασίας έρευνας δυνάμει του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ, επιτάσσει να δίδεται στο οικείο κράτος μέλος η δυνατότητα να διατυπώσει λυσιτελώς την άποψή του ως προς το υποστατό και το βάσιμο των προβαλλομένων πραγματικών περιστατικών και περιστάσεων και ως προς τα έγγραφα επί των οποίων στηρίζει η Επιτροπή την άποψή της ότι συντρέχει παραβίαση του δικαίου της Ένωσης, καθώς και ως προς τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν οι ενδιαφερόμενοι τρίτοι, σύμφωνα με το άρθρο 88, παράγραφος 2, ΕΚ. Καθόσον δεν έχει δοθεί στο κράτος μέλος η δυνατότητα να σχολιάσει τις παρατηρήσεις αυτές, η Επιτροπή δεν μπορεί να τις λάβει υπόψη κατά την έκδοση της αποφάσεώς της κατά του κράτους αυτού (βλ. απόφαση της 15ης Νοεμβρίου 2011, Επιτροπή και Ισπανία κατά Government of Gibraltar και Ηνωμένου Βασιλείου, C‑106/09 και C‑107/09, Συλλογή, EU:C:2011:732, σκέψη 165 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). |
153 |
Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, όπως προκύπτει από τη δικογραφία, η Γαλλική Δημοκρατία έκανε ευρέως γνωστή την άποψή της σχετικά με το υποστατό και τη συνάφεια των προβαλλομένων γεγονότων και περιστάσεων καθώς και επί των παρατηρήσεων που υπέβαλαν οι ενδιαφερόμενοι τρίτοι, οπότε οι απορρέουσες από την υπομνηθείσα στη σκέψη 152 ανωτέρω νομολογία υποχρεώσεις τηρήθηκαν πλήρως. |
154 |
Όσον αφορά, ειδικότερα, τη δήλωση της 12ης Ιουλίου 2002, πέραν του γεγονότος ότι η απόφαση περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας έρευνας έκανε επαρκή αναφορά σε αυτήν (βλ. σκέψεις 130 έως 142 ανωτέρω), διαπιστώνεται ότι η Γαλλική Δημοκρατία έλαβε και σχολίασε εκτενώς, με υπόμνημα της 10ης Ιουνίου 2002, τις από 22 Μαρτίου και 28 Απριλίου 2004 εκθέσεις των εξωτερικών συμβούλων της Επιτροπής, οι οποίες, σύμφωνα με την εντολή της Επιτροπής, αφορούσαν ακριβώς τη νομική φύση και τα αποτελέσματα των από Ιουλίου 2002 δηλώσεων και κυρίως της δηλώσεως της 12ης Ιουλίου 2002 στην αγορά. |
155 |
Προηγουμένως, η Γαλλική Δημοκρατία είχε ήδη σχολιάσει, με υπόμνημα στις 29 Ιουλίου 2003, τις παρατηρήσεις, μεταξύ άλλων, των εταιριών Bouygues της 11ης Ιουλίου 2003, οι οποίες επίσης ανέπτυσσαν εκτενώς τις νομικές και οικονομικές συνέπειες των από Ιουλίου 2002 δηλώσεων, μεταξύ των οποίων και η δήλωση της 12ης Ιουλίου 2002. |
156 |
Εξάλλου, η Γαλλική Δημοκρατία, όπως η ίδια επιβεβαίωσε απαντώντας σε ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 24ης Σεπτεμβρίου 2014, είχε εκφράσει εκ νέου την άποψή της επί των συνεπειών που αντλούνται από τις από Ιουλίου 2002 δηλώσεις στο πλαίσιο δύο συναντήσεων με τις υπηρεσίες της Επιτροπής, στις 16 και 23 Ιουνίου 2004. |
157 |
Περαιτέρω, δεν ευσταθεί το επιχείρημα της Γαλλικής Δημοκρατίας ότι η βασική θέση που υποστηρίχθηκε με την έκθεση της 28ης Απριλίου 2004 καθώς και με τις παρατηρήσεις ορισμένων ενδιαφερόμενων μερών ήταν ότι η δήλωση της 12ης Ιουλίου 2002 αποτελούσε αφεαυτής κρατική ενίσχυση, καθόσον η περίσταση αυτή στην πραγματικότητα επιβεβαιώνει ότι οι νομικές και οικονομικές συνέπειες της εν λόγω δηλώσεως αποτελούσαν εριζόμενο ζήτημα και ότι η Επιτροπή προτίθετο να το αποσαφηνίσει. |
158 |
Ομοίως, δεν είναι καθοριστικό το επιχείρημα της Γαλλικής Δημοκρατίας ότι η Επιτροπή δεν δεσμεύεται από τις παρατηρήσεις των ενδιαφερόμενων μερών και από τα συμπεράσματα των δικών της εκθέσεων εμπειρογνωμοσύνης. Συγκεκριμένα, καίτοι τα στοιχεία αυτά πράγματι δεν δεσμεύουν την Επιτροπή, εντούτοις η Επιτροπή υποχρεούται, χάριν της ορθής εφαρμογής των θεμελιωδών κανόνων της Συνθήκης που αφορούν τις κρατικές ενισχύσεις, να προβεί στην εξέτασή τους (βλ., επ’ αυτού, απόφαση της 2ας Απριλίου 1998, Επιτροπή κατά Sytraval et Brink’s France, C‑367/95 P, Συλλογή, EU:C:1998:154, σκέψη 62). Κρίσιμο είναι οι νομικές και οικονομικές συνέπειες των από Ιουλίου 2002 δηλώσεων να έχουν συζητηθεί κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας, όπως συνέβη εν προκειμένω. |
159 |
Δεν μπορεί επίσης να ευδοκιμήσει το επιχείρημα της Γαλλικής Δημοκρατίας που αντλείται από τον φερόμενο ως καινοτόμο χαρακτήρα της προσεγγίσεως που υιοθέτησε στην προκειμένη περίπτωση η Επιτροπή για να καταλήξει στην ύπαρξη παράνομης κρατικής ενισχύσεως. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή δεν οφείλει να ενημερώνει το οικείο κράτος μέλος ή τα άλλα ενδιαφερόμενα μέρη, πριν από την έκδοση της τελικής της αποφάσεως, για τη νομική αξιολόγηση που θα περιλαμβάνεται στην απόφασή της, όσο καινοτόμος και να είναι η αξιολόγηση αυτή. Υπενθυμίζεται, συναφώς, ότι δεν προκύπτει από καμία διάταξη σχετική με τις κρατικές ενισχύσεις αλλά ούτε και από τη νομολογία ότι η Επιτροπή οφείλει να ζητήσει από τον ωφελούμενο από την ενίσχυση να εκφράσει την άποψή του σχετικά με τη νομική της εκτίμηση όσον αφορά το οικείο μέτρο ή ότι υποχρεούται να ενημερώσει το οικείο κράτος μέλος —και, κατά μείζονα λόγο, τον αποδέκτη της ενισχύσεως— για την άποψή της πριν από την έκδοση της αποφάσεώς της, όταν έχει καλέσει τους ενδιαφερομένους και το κράτος μέλος να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους (βλ. απόφαση της 8ης Ιουλίου 2004, T‑198/01, Technische Glaswerke Ilmenau κατά Επιτροπής, Συλλογή, EU:T:2004:222, σκέψη 198 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). |
160 |
Συνεπώς, η Γαλλική Δημοκρατία δεν μπορεί βασίμως να υποστηρίξει ότι προσβλήθηκαν τα δικαιώματά της άμυνας. |
161 |
Δεύτερον, όσον αφορά την FT, πρέπει να υπομνησθεί ότι η διοικητική διαδικασία στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων κινείται μόνον έναντι του οικείου κράτους μέλους. Μόνον αυτό το κράτος μέλος, ως αποδέκτης της προσβαλλομένης αποφάσεως, μπορεί συνεπώς να επικαλεστεί γνήσια δικαιώματα άμυνας (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση της 1ης Ιουλίου 2009, T‑291/06, Operator ARP κατά Επιτροπής, Συλλογή, EU:T:2009:235, σκέψη 35 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Οι επιχειρήσεις που ωφελούνται από την ενίσχυση απλώς θεωρούνται στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής ως ενδιαφερόμενοι κατά την έννοια του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ (απόφαση της 16ης Δεκεμβρίου 1999, Acciaierie di Bolzano κατά Επιτροπής, T‑158/96, Συλλογή, EU:T:1999:335, σκέψη 42). Η νομολογία τους προσδίδει κατ’ ουσίαν τον ρόλο της πηγής ενημερώσεως της Επιτροπής στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας η οποία κινείται δυνάμει της εν λόγω διατάξεως. Συνεπώς, οι ενδιαφερόμενοι σαφώς δεν μπορούν να επικαλεστούν τα δικαιώματα άμυνας που αναγνωρίζονται στα πρόσωπα κατά των οποίων έχει κινηθεί η διαδικασία, αλλά έχουν απλώς το δικαίωμα να μετάσχουν στη διοικητική διαδικασία, στο μέτρο που κρίνεται κατάλληλο αναλόγως των περιστάσεων της συγκεκριμένης περιπτώσεως (αποφάσεις της 25ης Ιουνίου 1998, British Airways κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑371/94 και T‑394/94, Συλλογή, EU:T:1998:140, σκέψεις 59 και 60, και της 6ης Μαρτίου 2003, Westdeutsche Landesbank Girozentrale και Land Nordrhein‑Westfalen κατά Επιτροπής, T‑228/99 και T‑233/99, Συλλογή, EU:T:2003:57, σκέψη 125). |
162 |
Έχει, επιπλέον, κριθεί ότι το δικαίωμα πληροφορήσεως των ενδιαφερομένων δεν βαίνει πέραν των ορίων του δικαιώματος ακροάσεώς τους από την Επιτροπή. Ειδικότερα, δεν μπορεί να διευρυνθεί ώστε να περιλαμβάνει το γενικό δικαίωμά τους να διατυπώνουν την άποψή τους επί όλων των δυνητικώς σημαντικών ζητημάτων που ανακύπτουν κατά την επίσημη διαδικασία έρευνας (βλ. απόφαση της 30ής Νοεμβρίου 2009, Γαλλία κατά Επιτροπής, T‑427/04 και T‑17/05, Συλλογή, EU:T:2009:474, σκέψη 149 και παρατιθέμενη νομολογία). |
163 |
Εν προκειμένω, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι τα διαδικαστικά δικαιώματα της FT ως ενδιαφερόμενου μέρους τηρήθηκαν πλήρως. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή γνωστοποίησε σε όλους τους ενδιαφερομένους, μεταξύ των οποίων και στην FT, την κίνηση της διαδικασίας σχετικά με τα μέτρα ενισχύσεως, δημοσιεύοντας στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 12ης Μαρτίου 2003 πρόσκληση για υποβολή παρατηρήσεων κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ, την απόφαση περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας έρευνας καθώς και περίληψη αυτής. Στην εν λόγω απόφαση η Επιτροπή εξέθεσε με σαφήνεια τους λόγους βάσει των οποίων έκρινε προσωρινώς ότι τα επίμαχα μέτρα συνιστούσαν κρατικές ενισχύσεις (αιτιολογικές σκέψεις 68 έως 71, 81 έως 106 και 109 έως 115 της αποφάσεως περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας έρευνας) και ανέλυσε την τυχόν συμβατότητα των ενισχύσεων αυτών με την κοινή αγορά (αιτιολογικές σκέψεις 121 έως 132 της αποφάσεως περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας έρευνας). Η FT, όπως η ίδια αναγνωρίζει στα υπομνήματά της, μπόρεσε να κάνει γνωστή την άποψή της επί των διάφορων πραγματικών περιστατικών και αιτιάσεων που προέβαλε η Επιτροπή στην εν λόγω απόφαση. |
164 |
Επιπλέον, προκύπτει από τα προεκτεθέντα στις σκέψεις 130 έως 142 ανωτέρω ότι η απόφαση περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας έρευνας έκανε επαρκή αναφορά στη δήλωση της 12ης Ιουλίου 2002 και ότι η Επιτροπή δεν ήταν υποχρεωμένη, υπό το πρίσμα των διαδικαστικών δικαιωμάτων των ενδιαφερόμενων μερών, να εκδώσει απόφαση επεκτάσεως της διαδικασίας ούτε να εκθέσει λεπτομερέστερα, κατά την επίσημη διαδικασία έρευνας, τη νομική της εκτίμηση ως προς την εν λόγω δήλωση. |
165 |
Εξάλλου, και εν πάση περιπτώσει, ακόμα και εξετάζοντας τα επιχειρήματα που προέβαλε η FT προς στήριξη του παρόντος σκέλους υπό το πρίσμα των δικαιωμάτων άμυνας αυτών καθαυτά, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι τα εν λόγω δικαιώματα δεν προσβλήθηκαν εν προκειμένω. |
166 |
Πράγματι, προκύπτει από τη δικογραφία ότι η Επιτροπή, παρότι δεν είχε καμία υποχρέωση να το πράξει, κοινοποίησε τις από 22 Μαρτίου και 28 Απριλίου 2004 εκθέσεις στην FΤ, η οποία τις σχολίασε εκτενώς σε πολλές νομικές και οικονομικές μελέτες που υπέβαλε κατά την επίσημη διαδικασία έρευνας, με σκοπό να αποδείξει ότι οι από Ιουλίου 2002 δηλώσεις δεν μπορούσαν εκ της φύσεώς τους να συνιστούν κρατική ενίσχυση. Προκύπτει επίσης από τη δικογραφία ότι η FT διαβίβασε στην Επιτροπή έκθεση της 12ης Ιανουαρίου 2004, την οποία συνέταξε ένας εκ των νομικών εμπειρογνωμόνων της στηριζόμενος, ιδίως, στις παρατηρήσεις των ενδιαφερόμενων μερών. Κατά τα λοιπά, πρέπει να γίνει παραπομπή στα όσα προεκτέθηκαν στις σκέψεις 157 έως 159 ανωτέρω, τα οποία ισχύουν εξίσου και για την FT. |
167 |
Κατόπιν των προεκτεθέντων, το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο. Επομένως, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του. |
Επί του δεύτερου και του τρίτου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με πλάνη περί το δίκαιο και πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως όσον αφορά την εφαρμογή του κριτηρίου του συνετού ιδιώτη
Επιχειρήματα των διαδίκων
168 |
Στο πλαίσιο του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, η Γαλλική Δημοκρατία και η FT υποστηρίζουν ιδίως ότι η Επιτροπή εφάρμοσε εσφαλμένως το κριτήριο του συνετού ιδιώτη επενδυτή. |
169 |
Συναφώς, πρώτον, η Γαλλική Δημοκρατία και η FT προσάπτουν στην Επιτροπή ότι εφάρμοσε το εν λόγω κριτήριο στις από Ιουλίου 2002 δηλώσεις —και κυρίως στη δήλωση της 12ης Ιουλίου 2002— παρότι οι δηλώσεις αυτές δεν μπορούσαν να χαρακτηριστούν κρατικές ενισχύσεις, δεδομένου ότι δεν συνεπάγονταν αμετάκλητη δέσμευση κρατικών πόρων. Απορρίπτουν τη θέση της Επιτροπής κατά την οποία οι εν λόγω δηλώσεις και τα μέτρα του Δεκεμβρίου 2002 αποτελούν μέρος μιας διαρκούς διαδικασίας διασώσεως της FT, προβάλλοντας ότι κανένα από τα «γεγονότα», εξεταζόμενα μεμονωμένως, της διαδικασίας αυτής δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως κρατική ενίσχυση και ότι η εν λόγω διαδικασία δεν εκκινεί από οποιαδήποτε νομική δέσμευση εκ μέρους του Δημοσίου. Προσθέτουν ότι η θέση αυτή καταλήγει παραδόξως στο να στερεί από ένα κράτος μέλος τη δυνατότητα να ασκεί με επιμέλεια και φρόνηση το καθήκον του συνετού επενδυτή διασφαλίζοντας ότι συντρέχουν οι σχετικές προϋποθέσεις πριν την ανάληψη οποιασδήποτε δεσμεύσεως. Τέλος, οι απόψεις που εκφράζονται με τη δήλωση της 12ης Ιουλίου 2002 δεν διαφέρουν από εκείνες που θα διατύπωνε ιδιώτης μέτοχος υπό παρόμοιες συνθήκες. |
170 |
Δεύτερον, η Γαλλική Δημοκρατία και η FT υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή δεν μπορούσε να εφαρμόσει το κριτήριο του συνετού ιδιώτη επενδυτή σε δύο διακριτά γεγονότα, όπως οι από Ιουλίου 2002 δηλώσεις και τα μέτρα του Δεκεμβρίου του 2002, τα οποία δεν αποτελούσαν ενιαία παρέμβαση. Οι κρατικές παρεμβάσεις ως προς τις οποίες το Δικαστήριο έκρινε, με την αναιρετική απόφαση, ότι δεν αποκλείεται εξ ορισμού να μπορούν να θεωρηθούν ως ενιαία παρέμβαση ήταν η ανακοίνωση της 4ης Δεκεμβρίου 2002 και η πρόταση προκαταβολής μετόχου. Το Δικαστήριο συνεπώς δεν έκρινε ότι οι από Ιουλίου 2002 δηλώσεις και τα μέτρα του Δεκεμβρίου 2002 συνιστούσαν ενιαία παρέμβαση. Εν πάση περιπτώσει, τα κριτήρια που έθεσε το Δικαστήριο στις σκέψεις 103 και 104 της αναιρετικής αποφάσεως για τον καθορισμό των περιπτώσεων στις οποίες διαδοχικές παρεμβάσεις παρουσιάζουν τόσο στενούς δεσμούς μεταξύ τους ώστε να μην είναι δυνατόν να διαχωριστούν, δεν πληρούνται, προφανώς, εν προκειμένω. |
171 |
Τρίτον, η Γαλλική Δημοκρατία και η FT προβάλλουν ότι η Επιτροπή εφάρμοσε εσφαλμένα το κριτήριο του συνετού ιδιώτη επενδυτή θεωρώντας ότι έπρεπε να αναλύσει τα μέτρα του Δεκεμβρίου του 2002 όχι κατά τον χρόνο που λήφθηκαν, αλλά εκκινώντας από την προγενέστερη του Ιουλίου του 2002 κατάσταση, χωρίς μάλιστα να λάβει υπόψη τα γεγονότα που μεσολάβησαν μεταξύ των δύο αυτών ημερομηνιών. Αμφισβητούν το επιχείρημα της Επιτροπής κατά το οποίο η κατάσταση τον Δεκέμβριο του 2002 «είχε νοθευτεί» από τη δήλωση της 12ης Ιουλίου 2002 και δεν αντιστοιχούσε πλέον σε κανονικές συνθήκες αγοράς. Προσθέτουν ότι μια τέτοια προσέγγιση όπως αυτή που ακολουθεί εν προκειμένω η Επιτροπή είναι προδήλως αντίθετη προς την αρχή της ασφάλειας δικαίου, καθόσον εκθέτει τα κράτη μέλη και τις οικείες επιχειρήσεις σε υποκειμενική, αμφίβολη και αυθαίρετη ερμηνεία της κρατικής ενισχύσεως. |
172 |
Στο πλαίσιο του τρίτου λόγου ακυρώσεως, η Γαλλική Δημοκρατία και η FT προβάλλουν ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως κατά την εφαρμογή του κριτηρίου του συνετού ιδιώτη επενδυτή. |
173 |
Συναφώς, η Γαλλική Δημοκρατία προσάπτει, κατ’ ουσίαν, στην Επιτροπή ότι θεώρησε ότι οι από Ιουλίου 2002 δηλώσεις μπορούσαν να εκληφθούν από τις αγορές ως δέσμευση του Γαλλικού Δημοσίου. Προβάλλει ότι, κατά τον χρόνο της δηλώσεως της 12ης Ιουλίου 2002, η φύση των μέτρων που το Γαλλικό Δημόσιο προτίθετο να λάβει έναντι της FT δεν είχε ακόμη αποφασισθεί και ότι, ειδικότερα, δεν είχε ληφθεί καμία απόφαση επενδύσεως ικανή να χαρακτηρισθεί ως ισχυρή δέσμευση του Γαλλικού Δημοσίου. Η θέση της Επιτροπής έρχεται εξάλλου σε αντίθεση προς τα, πολύ γενικά και αόριστα, λεγόμενα του Υπουργού Οικονομίας που επαναλήφθηκαν με την εν λόγω δήλωση, από τα οποία προκύπτει ότι ενδεχόμενη κρατική παρέμβαση θα γινόταν σε συνθήκες αγοράς και αποκλειστικά σε περίπτωση που υπήρχαν αποδεδειγμένες οικονομικές δυσκολίες της επιχειρήσεως, πράγμα που δεν είχε συμβεί κατά την εν λόγω ημερομηνία. Όσον αφορά τις επαφές της Γαλλικής Κυβερνήσεως με τους οίκους αξιολογήσεως τον Ιούλιο του 2002, οι οποίες δεν είναι καθόλου ασυνήθιστες ή εξαιρετικές, εντάσσονται στο πλαίσιο της ευθύνης του πλειοψηφικού μετόχου, η συνετή συμπεριφορά του οποίου προϋποθέτει ιδίως να παρακολουθεί τακτικά και προσεκτικά τη βαθμολογία των επιχειρήσεών του. |
174 |
Η δε FT, πρώτον, υποστηρίζει ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη, εκτιμώντας ότι ένας επενδυτής αναφοράς ευρισκόμενος στην ίδια κατάσταση με το Γαλλικό Δημόσιο δεν θα είχε προβεί στις από Ιουλίου 2002 δηλώσεις. Προβάλλει ότι, με τη δήλωση της 12ης Ιουλίου 2002, το Γαλλικό Δημόσιο επεδίωξε απλώς να επηρεάσει την αντίδραση των αγορών χάρις στο κύρος του ως φερέγγυος και αξιόπιστος πιστωτής και οφειλέτης. Έδρασε με τους ιδιαίτερους κανόνες των χρηματαγορών προκειμένου να σταθεροποιήσει την οικονομική θέση της FT, όπως θα έκανε ιδιώτης μέτοχος σε ανάλογη κατάσταση. Προκύπτει σαφώς από την εν λόγω δήλωση ότι το Γαλλικό Δημόσιο δεν είχε ακόμη αποφασίσει να παρέμβει με τρόπο ισχυρό και αμετάκλητο. Όσον αφορά τις δηλώσεις της 13ης Σεπτεμβρίου και της 2ας Οκτωβρίου 2002, ήταν εξίσου γενικές και αόριστες. Η FT προσθέτει ιδίως ότι από τις 12 Σεπτεμβρίου 2002 και εξής, ήτοι από τη δημοσίευση των εξαμηνιαίων οικονομικών της καταστάσεων, από τις οποίες διαφαίνονταν θετικά λειτουργικά αποτελέσματα αλλά μη ισορροπημένη χρηματοοικονομική διάρθρωση, το Γαλλικό Δημόσιο έλαβε τα κατάλληλα μέτρα. |
175 |
Δεύτερον, η FT διατείνεται ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι η δήλωση της 12ης Ιουλίου 2002 είχε ως αποτέλεσμα νόθευση της καταστάσεως των αγορών που διήρκεσε έως τον Δεκέμβριο του 2002. |
176 |
Όσον αφορά τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως, πρώτον, η Επιτροπή προσάπτει στη Γαλλική Δημοκρατία και στην FT ότι προέβησαν σε στατική και «φωτογραφική» ερμηνεία της επίμαχης πράξεως καθώς και σε στενή, αποσπασματική και εσφαλμένη ερμηνεία της προσβαλλομένης αποφάσεως. Δεν είναι, όμως, δυνατή η τμηματική ανάλυση των γεγονότων που προηγήθηκαν της προτάσεως προκαταβολής μετόχου. Η Επιτροπή επισημαίνει ότι στις αιτιολογικές σκέψεις 187 και 222 επ. της προσβαλλομένης αποφάσεως έχει εξάλλου επεξηγήσει τους λόγους για τους οποίους ήταν υποχρεωμένη να αναλύσει τις από Ιουλίου 2002 δηλώσεις και την πρόταση προκαταβολής μετόχου ως σύνολο. Υποστηρίζει ότι, λαμβανομένης υπόψη της ουσιαστικής και οικονομικής σχέσεως μεταξύ της δηλώσεως της 12ης Ιουλίου 2002 και της προτάσεως προκαταβολής μετόχου, ήταν αναγκαία η εξέταση του συνόλου της συμπεριφοράς του Γαλλικού Δημοσίου από τον Ιούλιο 2002. Προσθέτει επίσης ότι η στρατηγική των γαλλικών αρχών εντάσσεται σε μια διαρκή διαδικασία διασώσεως της FT η οποία δεν περιορίζεται στα γεγονότα του Δεκεμβρίου 2002. |
177 |
Εν προκειμένω, η διαδοχή των κύριων γεγονότων, όπως εκτίθεται στις αιτιολογικές σκέψεις 36 έως 56 της προσβαλλομένης αποφάσεως, παρουσιάζει με σαφήνεια τη δηλωθείσα πρόθεση της Γαλλικής Δημοκρατίας να στηρίξει την FT ώστε να αποτρέψει ενδεχόμενη μείωση της βαθμολογίας της. Συναφώς, οι χρηματαγορές δεν εξέτασαν αν οι από Ιουλίου 2002 δηλώσεις ήταν ή όχι δεσμευτικές και αν εξέφραζαν ή όχι αμετάκλητη δέσμευση. Ήταν μάλλον η εντύπωση που δημιούργησε το Γαλλικό Δημόσιο ότι η δέσμευση να στηρίξει την FT ήταν ισχυρή και υποχρεωτική που καθόρισε την αντίληψη τόσο των οίκων αξιολογήσεως όσο και των αγορών, λαμβανομένης υπόψη της ανόδου της αξίας της μετοχής της FT μετά τη δήλωση της 12ης Ιουλίου 2002. Κατά συνέπεια, το ζήτημα αν οι από Ιουλίου 2002 δηλώσεις συνιστούσαν ή όχι ενίσχυση δεν ασκεί πλέον επιρροή, καθόσον, κατά τον χρόνο υλοποιήσεως των δηλώσεων αυτών τον Δεκέμβριο του 2002 υπό τη μορφή προτάσεως προκαταβολής μετόχου, ήταν σαφές, αφενός, ότι η δέσμευση είχε πλέον καταστεί αμετάκλητη και, αφετέρου, ότι δεν ήταν σύμφωνη με το κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή, δεδομένου ότι δεν υλοποιείτο πλέον υπό κανονικές συνθήκες αγοράς. |
178 |
Κατά την Επιτροπή, ένας ιδιώτης επενδυτής δεν θα είχε προβεί σε τέτοιες δηλώσεις όπως αυτές των γαλλικών αρχών από τον Ιούλιο του 2002. Λαμβάνοντας υπόψη ότι κατά το έτος 2002 η χρηματοοικονομική κατάσταση της FT δεν ήταν καθόλου ισορροπημένη, ότι το σχέδιο αποπληρωμής των χρεών που ανακοινώθηκε από τα διευθυντικά της στελέχη τον Μάρτιο του 2002 είχε κριθεί ανέφικτο, ότι η FT είχε χάσει την εμπιστοσύνη των αγορών, ότι, κατά τον χρόνο εκείνο, κανένα μέτρο με σκοπό τη βελτίωση της διαχειρίσεώς της και των αποτελεσμάτων της δεν είχε ληφθεί ούτε είχε διαταχθεί ενδελεχής λογιστικός έλεγχος και ότι η Γαλλική Κυβέρνηση, σύμφωνα με όσα η ίδια υποστηρίζει, δεν είχε σαφή εικόνα ως προς το ποια λύση να υιοθετήσει για την αντιμετώπιση της κρίσεως της FT, ένας συνετός ιδιώτης επενδυτής θα ήταν πιο σώφρων στις δηλώσεις του με σκοπό να καθησυχάσει τις αγορές. H Επιτροπή υπενθυμίζει ότι, εν προκειμένω, έκρινε ότι δεν διέθετε επαρκή στοιχεία για την απόδειξη, κατά τρόπο αμάχητο, ότι οι από Ιουλίου 2002 δηλώσεις συνιστούσαν αμετάκλητη δέσμευση κρατικών πόρων και, συνεπώς, ενισχύσεις κατά την έννοια του άρθρου 87 ΕΚ. Είχε ωστόσο το δικαίωμα να εξετάσει αν, υπό συνθήκες όπως αυτές του Ιουλίου 2002, συνετός ιδιώτης επενδυτής θα αναλάμβανε τον ίδιο κίνδυνο, ο οποίος συνίστατο, αφενός, σε οικονομικό κίνδυνο συνδεόμενο με την αξιοπιστία των δηλώσεων αυτών στην αγορά και, αφετέρου, σε νομικό κίνδυνο, διότι οι δηλώσεις αυτές θα μπορούσαν να θεωρηθούν δεσμευτικές στην εθνική έννομη τάξη πολλών κρατών μελών. Εξ αυτών συνήγαγε ότι, από τον Ιούλιο 2002, είχε καταστεί αδύνατη η σύγκριση της συμπεριφοράς του δημόσιου επενδυτή με τη συμπεριφορά ιδιώτη επενδυτή υπό κανονικές συνθήκες αγοράς, δεδομένου ότι κανένας ιδιώτης επενδυτής δεν θα μπορούσε να επηρεάσει την αγορά όπως οι γαλλικές αρχές με τις από Ιουλίου 2002 δηλώσεις τους. Ως εκ τούτου, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η εφαρμογή του κριτηρίου του συνετού ιδιώτη επενδυτή μόνο στην κατάσταση του Δεκεμβρίου 2002 ήταν εσφαλμένη, διότι, εκείνη τη χρονική στιγμή, δεν ήταν πλέον δυνατό να κριθεί η κατάσταση της FT υπό κανονικές συνθήκες αγοράς. |
179 |
Η Επιτροπή απορρίπτει το επιχείρημα ότι η προσέγγισή της έχει ως συνέπεια να μη δύνανται πλέον τα κράτη μέλη να συμπεριφέρονται ως ιδιώτες επενδυτές. Η προσέγγισή της περιορίζεται στη σύγκριση της συμπεριφοράς του Γαλλικού Δημοσίου με αυτήν του ιδιώτη επιχειρηματία καθόλη τη διάρκεια της διαδικασίας που οδήγησε το Γαλλικό Δημόσιο στη συγκεκριμενοποίηση της υποστηρίξεώς του υπό τη μορφή προτάσεως προκαταβολής μετόχου, καθόσον η προκαταβολή αυτή αποτελούσε απλά την υλοποίηση της κατ’ αρχήν αποφάσεως στηρίξεως της FT με τα αναγκαία μέτρα που ανακοινώθηκαν με τις από Ιουλίου 2002 δηλώσεις. Η δημόσια όμως εκδήλωση της σαφούς και κατηγορηματικής αυτής δεσμεύσεως έναντι της αγοράς συνεπαγόταν οικονομικούς κινδύνους τους οποίους ιδιώτης επενδυτής δεν θα αναλάμβανε με τόση απερισκεψία, προτού τουλάχιστον ενημερωθεί πλήρως σχετικά με την οικονομική κατάσταση της FT. Οι γαλλικές αρχές παραδέχθηκαν μάλιστα, κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας, ότι στις 12 Ιουλίου 2002 δεν γνώριζαν ούτε την ακριβή κατάσταση της FT ούτε τα πλέον αποτελεσματικά μέτρα για την αντιμετώπισή της. Υπό τις συνθήκες αυτές, κάθε συνετός μέτοχος θα είχε αποφύγει να προβεί σε δηλώσεις που θα μπορούσαν να επιφέρουν δέσμευσή του, έστω και μελλοντική, η οποία θα έθετε ενδεχομένως σε κίνδυνο τη δική του χρηματοοικονομική κατάσταση στις αγορές. |
180 |
Δεύτερον, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι δεν έχει υποπέσει σε κανένα σφάλμα θεωρώντας ότι οι από Ιουλίου 2002 δηλώσεις και η πρόταση προκαταβολής μετόχου, που ανακοινώθηκε και κοινοποιήθηκε στις 4 Δεκεμβρίου 2002, έπρεπε να εξεταστούν συνολικά υπό το πρίσμα του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ. Προβάλλει ότι τα κριτήρια που έθεσε το Δικαστήριο στις σκέψεις 103 και 104 της αναιρετικής αποφάσεως πληρούνται εν προκειμένω και ότι προκύπτει προδήλως από τα εκτεθέντα στις σκέψεις 3 έως 19 της αποφάσεως αυτής ότι οι εν λόγω δηλώσεις και η πρόταση προκαταβολής μετόχου συνδέονται στενά και άρρηκτα μεταξύ τους. Συναφώς, υποστηρίζει, πρώτον, ότι οι επίμαχες κρατικές παρεμβάσεις συνδέονταν χρονικά μεταξύ τους και εντάσσονταν όλες σε μια συνολική στρατηγική διασώσεως της FT, δεύτερον, ότι οι διάφορες αυτές παρεμβάσεις είχαν ως μοναδικό σκοπό να αποφευχθεί μια σοβαρή κρίση ρευστότητας της FT το 2003 και, τρίτον, ότι η κατάσταση της FT δεν άλλαξε ουσιαστικά μεταξύ του Ιουλίου και του Δεκεμβρίου του 2002. |
181 |
Τρίτον, η Επιτροπή αμφισβητεί το επιχείρημα της Γαλλικής Δημοκρατίας και της FT που αντλείται από το ότι η Επιτροπή δεν μπορούσε να λάβει υπόψη ως βάση την κατάσταση του Ιουλίου 2002 προκειμένου να εφαρμόσει το κριτήριο του συνετού ιδιώτη επενδυτή στα μέτρα του Δεκεμβρίου 2002. Απορρίπτει το επιχείρημά τους ότι έλαβε υπόψη μόνο την κατάσταση του Ιουλίου 2002, αγνοώντας τα μέτρα που λήφθηκαν μεταξύ του Ιουλίου και του Δεκεμβρίου του 2002. Κατά την άποψή της, η λήψη όλων των μέτρων από τις γαλλικές αρχές μετά τον Ιούλιο του 2002 έγινε μέσα σε πλαίσιο «νοθευμένο» από τη δήλωση της 12ης Ιουλίου 2002. Συγκεκριμένα, ο όμιλος τραπεζών συνεδρίασε τον Σεπτέμβριο του 2002 μόνον επειδή η βαθμολογία της FT μπόρεσε να διατηρηθεί λόγω της δηλώσεως αυτής. Επαναλαμβάνει ότι η πρόταση προκαταβολής μετόχου αποτελεί απλώς την υλοποίηση της κατ’ αρχήν αποφάσεως, δηλωθείσας δημοσίως τον Ιούλιο του 2002, για τη στήριξη της FT. Δεδομένου ότι το κριτήριο του συνετού ιδιώτη επενδυτή είχε εφαρμοστεί κατά τον χρόνο της εν λόγω υλοποιήσεως, η Επιτροπή δεν μπορεί να κατηγορηθεί για παραβίαση της αρχής της ασφάλειας δικαίου. |
182 |
Όσον αφορά τον τρίτο λόγο ακυρώσεως, πρώτον, η Επιτροπή προβάλλει ότι η απόφαση του Γαλλικού Δημοσίου να στηρίξει την FT ήταν «σαφής επί της αρχής» από τις 12 Ιουλίου 2002, παρότι οι λεπτομέρειες της δεσμεύσεώς του δεν είχαν ακόμη εξειδικευθεί κατά τον χρόνο εκείνο. Η δήλωση της 12ης Ιουλίου 2002 ήταν μέρος της «στρατηγικής αξιόπιστης δεσμεύσεως του Δημοσίου να στηρίξει την FT» και είχε εκληφθεί ως τέτοια από τις αγορές. Από τη γραμματική ανάλυση της δηλώσεως αυτής και από το περιεχόμενό της προκύπτει ότι η συγκεκριμένη δέσμευση ήταν σαφής και ότι, επιπλέον, ήταν επαναλαμβανόμενη. Τούτο επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι οι γαλλικές αρχές είχαν έρθει σε απευθείας επικοινωνία με τους κύριους παράγοντες της αγοράς προκειμένου αυτοί να μεταδώσουν το μήνυμα στους επενδυτές. Η Επιτροπή προσθέτει ότι απέδειξε ότι η αντίληψη αυτή των αγορών επιβεβαιωνόταν από την αντίδρασή τους καθώς και από τα σχόλια των οικονομικών αναλυτών. |
183 |
Κατά την Επιτροπή, το γεγονός ότι το Γαλλικό Δημόσιο χαρακτήρισε τη συμπεριφορά του ως συνετή δεν θέτει υπό αμφισβήτηση τον ανεπιφύλακτο χαρακτήρα της δεσμεύσεώς του. Ομοίως, η αναφορά σε ενδεχόμενη επέλευση οικονομικών δυσχερειών της FT δεν δύναται να ερμηνευθεί ως αναβλητική ή διαλυτική αίρεση της δεσμεύσεως αυτής Συγκεκριμένα, δεν υφίσταται κανένα στοιχείο ικανό να αποδείξει ότι η αγορά είχε αντιληφθεί οποιαδήποτε αίρεση σχετικώς. Αν ο Υπουργός Οικονομικών επιθυμούσε να εξαρτήσει τη δέσμευσή του από την τήρηση του δικαίου της Ένωσης όφειλε να εκφράσει ρητή επιφύλαξη κατά την οποία κάθε μεταγενέστερη παρέμβαση θα έπρεπε προηγουμένως να κοινοποιηθεί στην Επιτροπή και να υλοποιηθεί αποκλειστικώς μετά την έγκρισή της. |
184 |
Δεύτερον, απαντώντας στα επιχειρήματα της FT, η Επιτροπή προβάλλει ιδίως ότι, στις σκέψεις 4, 6, 10, 15 και 133 της αναιρετικής αποφάσεως, το Δικαστήριο επιβεβαίωσε την ανάλυσή της κατά την οποία η δήλωση της 12ης Ιουλίου του 2002 είχε ορισμένο αντίκτυπο επί της καταστάσεως των αγορών, καθόσον η βαθμολογία της FT διατηρήθηκε στην κλίμακα των ασφαλών επενδύσεων αποκλειστικά και μόνο «λόγω των ανακοινώσεων του Γαλλικού Δημοσίου». Διατείνεται ότι η δήλωση αυτή είχε έναν τέτοιο αντίκτυπο ακριβώς διότι η αγορά θεώρησε ότι εξέφραζε μια αξιόπιστη δέσμευση του Δημοσίου. Προσθέτει ότι από την επιχειρηματολογία της ίδιας της FT προκύπτει ότι το Γαλλικό Δημόσιο ανέμενε ότι οι από Ιουλίου 2002 δηλώσεις θα επηρέαζαν την αγορά και ότι η επιρροή αυτή ήταν κρίσιμη για την παρουσίαση της προτάσεως προκαταβολής μετόχου. |
Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου
– Υπόμνηση της σχετικής νομολογίας
185 |
Επιβάλλεται η υπόμνηση ότι, κατά το άρθρο 87, παράγραφος 1, ΕΚ, εάν δεν ορίζεται άλλως από τις Συνθήκες, ενισχύσεις που χορηγούνται υπό οιαδήποτε μορφή από τα κράτη ή με κρατικούς πόρους και οι οποίες νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό διά της ευνοϊκής μεταχειρίσεως ορισμένων επιχειρήσεων ή ορισμένων κλάδων παραγωγής είναι μη συμβατές προς την εσωτερική αγορά, κατά το μέτρο που επηρεάζουν τις μεταξύ των κρατών μελών συναλλαγές. |
186 |
Κατά πάγια νομολογία, για τον χαρακτηρισμό μέτρου ως «κρατικής ενισχύσεως», κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ απαιτείται να πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις που τάσσει η διάταξη αυτή (βλ. απόφαση της 2ας Σεπτεμβρίου 2010, Επιτροπή κατά Deutsche Post, C‑399/08 P, EU:C:2010:481, σκέψη 38 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). |
187 |
Συνεπώς, προκειμένου εθνικό μέτρο να χαρακτηρισθεί κρατική ενίσχυση, κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, πρέπει, πρώτον, να πρόκειται για παρέμβαση εκ μέρους του κράτους ή μέσω κρατικών πόρων, δεύτερον, η παρέμβαση αυτή πρέπει να μπορεί να επηρεάσει τις συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών, τρίτον, πρέπει να χορηγεί πλεονέκτημα στον δικαιούχο και, τέταρτον, πρέπει να νοθεύει ή να απειλεί να νοθεύσει τον ανταγωνισμό (απόφαση Επιτροπή κατά Deutsche Post, σκέψη 186 ανωτέρω, EU:C:2010:481, σκέψη 39 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). |
188 |
Όσον αφορά την πρώτη εκ των προϋποθέσεων αυτών, προκύπτει από τη νομολογία ότι μόνον τα πλεονεκτήματα που χορηγούνται άμεσα ή έμμεσα μέσω κρατικών πόρων ή αποτελούν πρόσθετη επιβάρυνση για το Δημόσιο πρέπει να θεωρούνται ενισχύσεις, κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από το γράμμα της διατάξεως αυτής και από τους διαδικαστικούς κανόνες που θέτει το άρθρο 88 ΕΚ, τα πλεονεκτήματα που παρέχονται με άλλους τρόπους και όχι από κρατικούς πόρους δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής αυτών των διατάξεων (βλ., επ’ αυτού, αποφάσεις της 17ης Μαρτίου 1993, Sloman Neptun, C‑72/91 και C‑73/91, Συλλογή, EU:C:1993:97, σκέψη 19· της 1ης Δεκεμβρίου 1998, Ecotrade, C‑200/97, Συλλογή, EU:C:1998:579, σκέψη 35, και της 13ης Μαρτίου 2001, PreussenElektra, C‑379/98, Συλλογή, EU:C:2001:160, σκέψη 58). |
189 |
Προκύπτει επίσης από τη νομολογία ότι δεν είναι απαραίτητο να αποδεικνύεται, σε κάθε περίπτωση, ότι υπήρξε μεταβίβαση κρατικών πόρων, προκειμένου το πλεονέκτημα που χορηγείται σε μία ή περισσότερες επιχειρήσεις να μπορεί να θεωρείται κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ (βλ., επ’ αυτού, αποφάσεις της 15ης Μαρτίου 1994, Banco Exterior de España, C‑387/92, Συλλογή, EU:C:1994:100, σκέψη 14· της 19ης Μαΐου 1999, Ιταλία κατά Επιτροπής, C‑6/97, Συλλογή, EU:C:1999:251, σκέψη 16, και 16ης Μαΐου 2002, Γαλλία κατά Επιτροπής, C‑482/99, Συλλογή, EU:C:2002:294, σκέψη 36). |
190 |
Όσον αφορά την προϋπόθεση σύμφωνα με την οποία το επίμαχο μέτρο πρέπει να χορηγεί πλεονέκτημα στον δικαιούχο, υπενθυμίζεται ότι όπως προκύπτει από πάγια νομολογία ως κρατικές ενισχύσεις θεωρούνται παρεμβάσεις οι οποίες, υπό οποιαδήποτε μορφή, είναι ικανές να ευνοούν άμεσα ή έμμεσα επιχειρήσεις ή που πρέπει να θεωρούνται οικονομικό πλεονέκτημα που η ωφελούμενη επιχείρηση δεν θα είχε υπό κανονικές συνθήκες αγοράς (βλ. απόφαση Επιτροπή κατά Deutsche Post, σκέψη 186 ανωτέρω, EU:C:2010:481, σκέψη 40 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). |
191 |
Συγκεκριμένα, ενισχύσεις θεωρούνται ιδίως οι παρεμβάσεις οι οποίες, υπό διάφορες μορφές, ελαφρύνουν τις επιβαρύνσεις που κανονικώς βαρύνουν τον προϋπολογισμό μιας επιχειρήσεως και οι οποίες, ως εκ τούτου, χωρίς να αποτελούν επιδοτήσεις υπό στενή έννοια, είναι της ίδιας φύσεως και έχουν τα ίδια αποτελέσματα (βλ., επ’ αυτού, Banco Exterior de España, σκέψη 189 ανωτέρω, EU:C:1994:100, σκέψη 13, και της 19ης Σεπτεμβρίου 2000, Γερμανία κατά Επιτροπής, C‑156/98, Συλλογή, EU:C:2000:467, σκέψη 25). |
192 |
Εξάλλου, προκύπτει από πάγια νομολογία ότι η παρέμβαση των δημόσιων αρχών στο κεφάλαιο επιχειρήσεως, υπό οποιαδήποτε μορφή, δύναται να συνιστά κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, εφόσον συντρέχουν οι προβλεπόμενες από το άρθρο αυτό προϋποθέσεις (βλ. αποφάσεις της 14ης Σεπτεμβρίου 1994, Ισπανία κατά Επιτροπής, C‑278/92 έως C‑280/92, Συλλογή, EU:C:1994:325, σκέψη 20 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και της 8ης Μαΐου 2003, Ιταλία και SIM 2 Multimedia κατά Επιτροπής, C‑399/00 και C‑328/99, Συλλογή, EU:C:2003:252, σκέψη 36 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). |
193 |
Ωστόσο, κατά πάγια επίσης νομολογία, από την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως δημόσιων και ιδιωτικών επιχειρήσεων προκύπτει ότι τα κεφάλαια που διατίθενται από το κράτος, άμεσα ή έμμεσα, σε μια επιχείρηση, υπό συνθήκες οι οποίες ανταποκρίνονται στους συνήθεις όρους της αγοράς, δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως κρατικές ενισχύσεις (απόφαση Ιταλία και SIM 2 Multimedia κατά Επιτροπής, EU:C:2003:252, σκέψη 37 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Έτσι, οι προϋποθέσεις για τον χαρακτηρισμό ενός μέτρου ως «ενισχύσεως», κατά την έννοια του άρθρου 87 ΕΚ, δεν πληρούνται όταν η επωφελούμενη δημόσια επιχείρηση θα μπορούσε, υπό συνθήκες που αντιστοιχούν στους συνήθεις όρους της αγοράς, να τύχει του ίδιου πλεονεκτήματος εκείνου του οποίου επωφελήθηκε μέσω της διαθέσεως κρατικών πόρων, της εκτιμήσεως αυτής πραγματοποιουμένης, όσον αφορά τις δημόσιες επιχειρήσεις, με εφαρμογή, κατ’ αρχήν, του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή (βλ., επ’ αυτού, απόφαση της 5ης Ιουνίου 2012, Επιτροπή κατά EDF κ.λπ., C‑124/10 P, EU:C:2012:318, σκέψη 78 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). |
194 |
Κατά τη νομολογία, πρέπει να γίνεται διάκριση μεταξύ, αφενός, του ρόλου του Δημοσίου ως μετόχου επιχειρήσεως και, αφετέρου, του ρόλου του Δημοσίου όταν ενεργεί ως φορέας δημόσιας εξουσίας. Η δυνατότητα εφαρμογής του κριτηρίου του συνετού ιδιώτη επενδυτή εξαρτάται, εντέλει, από το αν το συγκεκριμένο κράτος μέλος χορηγεί οικονομικό πλεονέκτημα σε επιχείρηση που του ανήκει, με την ιδιότητά του ως μέτοχος και όχι με την ιδιότητά του ως φορέας δημόσιας εξουσίας (βλ., επ’ αυτού, απόφαση Επιτροπή κατά EDF κ.λπ., σκέψη 193 ανωτέρω, EU:C:2012:318, σκέψεις 80 και 81). |
195 |
Ως εκ τούτου, πρέπει να εξεταστεί αν, υπό παρόμοιες συνθήκες, ιδιώτης επενδυτής μεγέθους συγκρίσιμου με αυτό οργανισμών του δημόσιου τομέα θα μπορούσε να αποφασίσει να προβεί σε εισφορά κεφαλαίων της ίδιας βαρύτητας, βάσει, μεταξύ άλλων, των διαθέσιμων στοιχείων και των προβλέψιμων κατά τον χρόνο της εν λόγω εισφοράς εξελίξεων (απόφαση Ιταλία και SIM 192 Multimedia κατά Επιτροπής, σκέψη 192 ανωτέρω, EU:C:2003:252, σκέψη 38 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). |
196 |
Για τους σκοπούς της αναλύσεως αυτής, πρέπει να εκτιμηθεί αν ιδιώτης επενδυτής ευρισκόμενος σε κατάσταση όσο το δυνατόν παραπλήσια εκείνης του οικείου κράτους μέλους θα είχε λάβει το ίδιο μέτρο υπό τους συνήθεις όρους της αγοράς, δεδομένου ότι μόνο τα πλεονεκτήματα και οι υποχρεώσεις που συνδέονται με την ιδιότητα του Δημοσίου ως μετόχου, αποκλειομένων εκείνων που συνδέονται με την ιδιότητά του ως φορέα δημόσιας εξουσίας, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη (απόφαση Επιτροπή κατά EDF κ.λπ., σκέψη 193 ανωτέρω, EU:C:2012:318, σκέψη 79). |
– Υπόμνηση της ακολουθηθείσας από την Επιτροπή συλλογιστικής στην προσβαλλόμενη απόφαση
197 |
Κατόπιν της υπομνήσεως των αρχών αυτών, επιβάλλεται μια σύντομη περιγραφή της συλλογιστικής που ακολούθησε η Επιτροπή με την προσβαλλόμενη απόφαση, για να καταλήξει, στην αιτιολογική σκέψη 230 αυτής, ότι το κριτήριο του συνετού ιδιώτη επενδυτή δεν πληρούται εν προκειμένω. |
198 |
Η Επιτροπή εκκινεί από την παραδοχή ότι, με τη δήλωση της 12ης Ιουλίου 2002, το περιεχόμενο της οποίας επιβεβαιώθηκε και διευκρινίστηκε από τις δηλώσεις της 13ης Σεπτεμβρίου και της 2ας Οκτωβρίου 2002, οι γαλλικές αρχές έλαβαν, από τον Ιούλιο του 2002, την κατ’ αρχήν απόφαση να στηρίξουν την FT. Η πρόταση προκαταβολής μετόχου, η οποία ανακοινώθηκε και κοινοποιήθηκε στις 4 Δεκεμβρίου 2002, αποτελούσε απλώς την «υλοποίηση» (ή τη «συγκεκριμενοποίηση») αυτής της κατ’ αρχήν αποφάσεως. Επομένως, η Επιτροπή εκτιμά ότι δεν μπορούσε να αναλύσει την εν λόγω πρόταση χωρίς να λάβει υπόψη της τις από Ιουλίου 2002 δηλώσεις, αλλά έπρεπε να υιοθετήσει μια σφαιρική προσέγγιση σχετικώς (βλ., ιδίως, αιτιολογικές σκέψεις 185 έως 187, 202 έως 207, 213, 222 έως 224 και 226 της προσβαλλομένης αποφάσεως). |
199 |
Στη συνέχεια, η Επιτροπή διατείνεται ότι, λαμβάνοντας υπόψη, μεταξύ άλλων, τη δυσχερή χρηματοοικονομική κατάσταση στην οποία βρισκόταν η FT τον Ιούλιο του 2002, την απώλεια εμπιστοσύνης των αγορών κατά τον χρόνο εκείνο, τη μη διενέργεια λογιστικού ελέγχου της επιχειρήσεως μέχρι τον Οκτώβριο του 2002 καθώς και τη μη ύπαρξη ρεαλιστικού σχεδίου αποπληρωμής των χρεών μέχρι τον Δεκέμβριο του 2002, ένας συνετός ιδιώτης επενδυτής δεν θα προέβαινε δημοσίως, «από τον Ιούλιο του 2002» (ή «τον Ιούλιο του 2002»), σε δηλώσεις όπως αυτές που διατύπωσε το Γαλλικό Δημόσιο, ικανές, από οικονομικής απόψεως, να δεσμεύσουν σοβαρά την αξιοπιστία και τη φερεγγυότητά του και, από νομικής απόψεως, να τον υποχρεώσουν από τον Ιούλιο του 2002, να στηρίξει οικονομικά την επιχείρηση (βλ., ιδίως, αιτιολογικές σκέψεις 206, 210, 217, 221, 228 και 229 της προσβαλλομένης αποφάσεως). |
200 |
Κατά την Επιτροπή, πράγματι, οι από Ιουλίου 2002 δηλώσεις ήταν αρκούντως σαφείς, ακριβείς, και σταθερές για να εκδηλώσουν με αξιόπιστο τρόπο, από τον Ιούλιο του 2002, την ύπαρξη ισχυρής δεσμεύσεως εκ μέρους του Γαλλικού Δημοσίου να στηρίξει την FT. Τούτο αποδεικνύεται, ιδίως, από το γεγονός ότι η δήλωση της 12ης Ιουλίου του 2002 είχε προκαλέσει «ασυνήθιστη και μη αμελητέα» αύξηση της αξίας των μετοχών και των ομολόγων της FT καθώς και από τα σχόλια ορισμένων οικονομικών αναλυτών σε συνέχεια αυτής της δηλώσεως, συγκεκριμένα τα σχόλια που περιλαμβάνονταν σε έκθεση της Deutsche Bank της 22ας Ιουλίου 2002 και στο ανακοινωθέν Τύπου της S & P της 12ης Ιουλίου 2002 (βλ. σκέψη 5 ανωτέρω). Η Επιτροπή επικαλείται επίσης το γεγονός ότι η δηλωθείσα από τον Ιούλιο του 2002 στήριξη εκ μέρους του Γαλλικού Δημοσίου ήταν καθοριστική για τη διατήρηση της βαθμολογίας της FT στην κατάταξη ασφαλών επενδύσεων, εξυπακουομένου ότι η μείωση της βαθμολογίας αυτής «θα είχε εξαιρετικά αρνητικές συνέπειες επί της χρηματοοικονομικής καταστάσεως της [ε]πιχειρήσεως» (βλ., ιδίως, αιτιολογικές σκέψεις 186, 190, 191, 207 έως 212, 219 έως 222, 225 έως 227 της προσβαλλομένης αποφάσεως). |
201 |
Η Επιτροπή φρονεί ότι οι από Ιουλίου 2002 δηλώσεις «νόθευσαν» συνεπώς την αντίληψη των αγορών και «επηρέασαν» τη συμπεριφορά των οικονομικών παραγόντων τον Δεκέμβριο του 2002. Εξ αυτού συμπεραίνει ότι οι συνθήκες της αγοράς υπό τις οποίες ανακοινώθηκε η πρόταση προκαταβολής μετόχου, τον Δεκέμβριο του 2002, δεν μπορούσαν να θεωρηθούν κανονικές και φρονεί ότι, για να εκτιμήσει κατά πόσον ήταν ορθολογικό από οικονομική άποψη το εν λόγω μέτρο, έπρεπε, ως εκ τούτου, να βασιστεί σε μια κατάσταση της αγοράς μη «νοθευμένη» από τον αντίκτυπο των δηλώσεων που πραγματοποιήθηκαν από τον Ιούλιο του 2002, ήτοι την προγενέστερη του Ιουλίου του 2002 κατάσταση (βλ., ιδίως, αιτιολογικές σκέψεις 186, 190, 191, 207 έως 212, 219 έως 222, 225, 227 και 228 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, όμως, είναι απίθανο συνετός ιδιώτης επενδυτής να «[είχε] χορηγήσει προκαταβολή μετόχου αναλαμβάνοντας μόνος του έναν πολύ σοβαρό οικονομικό κίνδυνο» (αιτιολογική σκέψη 229 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Με την ίδια λογική, η Επιτροπή αναφέρει ότι «η μείωση της βαθμολογίας της FT θα είχε καταστήσει την προκαταβολή μετόχου μάλλον απίθανη ή τουλάχιστον πολύ πιο επαχθή» (αιτιολογικές σκέψεις 222 και 225 της προσβαλλομένης αποφάσεως). |
– Σχετικά με το μέτρο επί του οποίου η Επιτροπή όφειλε να εφαρμόσει το κριτήριο του συνετού ιδιώτη επενδυτή
202 |
Επισημαίνεται ότι η εφαρμογή του κριτηρίου του συνετού ιδιώτη επενδυτή προϋποθέτει κατ’ ανάγκην ότι τα μέτρα που λαμβάνει το Δημόσιο υπέρ μιας επιχειρήσεως της προσδίδουν πλεονέκτημα απορρέον από κρατικούς πόρους (βλ., επ’ αυτού, αποφάσεις Επιτροπή κατά EDF κ.λπ., σκέψη 193 ανωτέρω, EU:C:2012:318, σκέψη 89, και Westdeutsche Landesbank Girozentrale και Land Nordrhein‑Westfalen κατά Επιτροπής, σκέψη 161 ανωτέρω, EU:T:2003:57, σκέψεις 180 και 181). |
203 |
Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 21ης Απριλίου 2009 στην προηγούμενη διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, απαντώντας σε ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου, όλοι οι διάδικοι αποδέχθηκαν ρητώς ότι η ύπαρξη πλεονεκτήματος απορρέοντος από κρατικούς πόρους αποτελούσε απαραίτητη προϋπόθεση για την εφαρμογή του κριτηρίου του συνετού ιδιώτη επενδυτή. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 24ης Σεπτεμβρίου 2014 στην παρούσα διαδικασία, ερωτηθείσες εκ νέου από το Γενικό Δικαστήριο επί του σημείου αυτού, η Γαλλική Δημοκρατία και η FT επανέλαβαν τη θέση τους, ενώ η Επιτροπή επιχείρησε να αναθεωρήσει τη δική της, υπερασπιζόμενη έτσι μια θέση που έρχεται σε αντίθεση με την παρατιθέμενη στη σκέψη 202 ανωτέρω νομολογία. |
204 |
Πρέπει να προστεθεί ότι, στην προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή ακολούθησε μια προσέγγιση σύμφωνη προς την αρχή που διατυπώθηκε στις σκέψεις 202 και 203 ανωτέρω, δεδομένου ότι, κατ’ αρχάς, στις αιτιολογικές σκέψεις 194 έως 196, προσπάθησε να αποδείξει την ύπαρξη πλεονεκτήματος χορηγηθέντος μέσω κρατικών πόρων και, στη συνέχεια, στην αιτιολογική σκέψη 197, επισήμανε ότι εναπόκειτο στην ίδια να εξετάσει αν το πλεονέκτημα αυτό «[ήταν σύμφωνο προς] την αρχή του συνετού ιδιώτη επενδυτή». |
205 |
Εν προκειμένω, από τις διατυπωθείσες από το Δικαστήριο εκτιμήσεις στις σκέψεις 127 έως 139 της αναιρετικής αποφάσεως καθώς και από τις αναλύσεις που περιέχονται στις σκέψεις 256 έως 261 κατωτέρω προκύπτει ότι η ανακοίνωση της 4ης Δεκεμβρίου του 2002 σε συνδυασμό με την πρόταση προκαταβολής μετόχου, κρίθηκαν με την προσβαλλόμενη απόφαση ως το κρατικό μέτρο που προσέδωσε στην FT οικονομικό πλεονέκτημα απορρέον από κρατικούς πόρους και το οποίο χαρακτηρίστηκε ως κρατική ενίσχυση. |
206 |
Επομένως, όπως ορθά υποστηρίζουν η Γαλλική Δημοκρατία και η FT, η Επιτροπή όφειλε να εφαρμόσει το κριτήριο του συνετού ιδιώτη επενδυτή επί των δύο αυτών μέτρων θεωρούμενων ως σύνολο. |
207 |
Ωστόσο, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, όπως προκύπτει ιδίως από τις σκέψεις 198 έως 201 ανωτέρω, με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή εφάρμοσε το κριτήριο του συνετού ιδιώτη επενδυτή προπαντός στις από Ιουλίου 2002 δηλώσεις προτού καταλήξει ότι η πρόταση προκαταβολής μετόχου, όπως ανακοινώθηκε και κοινοποιήθηκε στις 4 Δεκεμβρίου 2002, συνιστούσε κρατική ενίσχυση. |
208 |
Ειδικότερα, μόνον επειδή, σε πρώτο χρόνο, έκρινε ότι οι από Ιουλίου 2002 δηλώσεις δεν ήταν σύμφωνες προς το εν λόγω κριτήριο, μπόρεσε σε δεύτερο χρόνο, και παρεμπιπτόντως, να υποστηρίξει ότι η πρόταση αυτή δεν πραγματοποιήθηκε υπό συνθήκες που αντιστοιχούν στους συνήθεις όρους της αγοράς και έπρεπε συνεπώς να αναλυθεί σε σχέση με την προγενέστερη του Ιουλίου 2002 κατάσταση, οπότε και θα ήταν μάλλον απίθανη. |
209 |
Συγκεκριμένα, καίτοι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι λίγο συγκεχυμένη ως προς το σημείο αυτό, προκύπτει ωστόσο εξ αυτού, καθώς και από τις εξηγήσεις που έδωσε η Επιτροπή με τα υπομνήματά της και κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 24ης Σεπτεμβρίου 2014 (βλ. σκέψη 225 κατωτέρω), ότι το προβαλλόμενο από την Επιτροπή επιχείρημα είναι ότι, επειδή οι από Ιουλίου 2002 δηλώσεις δεν ήταν σύμφωνες προς το κριτήριο του συνετού ιδιώτη επενδυτή, είχαν ως αποτέλεσμα τη «νόθευση» της καταστάσεως της αγοράς. |
210 |
Έτι περαιτέρω, όπως επισημαίνουν ορθά η Γαλλική Δημοκρατία και η FT, παρότι η Επιτροπή είχε υποστηρίξει ότι είχε λάβει υπόψη της τις «δηλώσεις της [Γαλλικής] Κυβερνήσεως από τον Ιούλιο έως τον Δεκέμβριο του 2002» (αιτιολογική σκέψη 203 της προσβαλλομένης αποφάσεως) ή το «σύνολο των επίμαχων δηλώσεων» (αιτιολογική σκέψη 213 της προσβαλλομένης αποφάσεως) για τους σκοπούς της αναλύσεώς της του κριτηρίου του συνετού ιδιώτη επενδυτή, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, στην πραγματικότητα, στηρίχτηκε σχεδόν αποκλειστικά σε μόνη τη δήλωση της 12ης Ιουλίου 2002 (βλ., ιδίως, αιτιολογικές σκέψεις 221 και 229 της προσβαλλομένης αποφάσεως). |
211 |
Η διαπίστωση του κρίσιμου χαρακτήρα της δηλώσεως της 12ης Ιουλίου 2002, σχετικά με την εφαρμογή του κριτηρίου του συνετού ιδιώτη επενδυτή, επιβεβαιώνεται από πλήθος επιχειρημάτων της Επιτροπής που διατυπώνει με τα υπομνήματά της ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου. Συγκεκριμένα, στα υπομνήματά της αναφέρει, μεταξύ άλλων, ότι η δήλωση αυτή περιελάμβανε κινδύνους τους οποίους «ιδιώτης επενδυτής δεν θα ανελάμβανε κατά τον χρόνο εκείνο» και ότι, «από τον Ιούλιο του 2002, είχε καταστεί αδύνατη η σύγκριση της συμπεριφοράς δημόσιου επενδυτή και ιδιώτη επενδυτή υπό κανονικές συνθήκες αγοράς», «[καθόσον] όλα τα γεγονότα που συνέβησαν μετά τον Ιούλιο [του 2002], επήλθαν εντός ενός “νοθευμένου” από [την εν λόγω δήλωση] πλαισίου αγοράς]» (σημεία 96 έως 98 του υπομνήματος αντικρούσεως στην υπόθεση T‑425/04, σημεία 69 έως 74 και 82 του υπομνήματος ανταπαντήσεως στην υπόθεση T‑425/04, σημεία 106 έως 109 του υπομνήματος γραπτών παρατηρήσεων της Επιτροπής της 17ης Ιουλίου 2013 στην υπόθεση T‑425/04 RENV, σημεία 85 έως 87 και 164 του υπομνήματος αντικρούσεως στην υπόθεση T‑444/04, σημεία 59 έως 64 και 73 του υπομνήματος ανταπαντήσεως στην υπόθεση T‑444/04, σημεία 78 έως 81 του υπομνήματος γραπτών παρατηρήσεων της Επιτροπής της 17ης Ιουλίου 2013 στην υπόθεση T‑444/04 RENV). |
212 |
Η εφαρμογή του κριτηρίου του συνετού ιδιώτη επενδυτή, κατ’ ουσίαν, μόνον επί των δηλώσεων που πραγματοποιήθηκαν από τον Ιούλιο του 2002 και, κυρίως επί της δηλώσεως της 12ης Ιουλίου 2002, είναι κατά μείζονα λόγο εσφαλμένη δεδομένου ότι, όπως επισήμανε η Επιτροπή στις αιτιολογικές σκέψεις 188, 189, 218 και 219 της προσβαλλομένης αποφάσεως, δεν διέθετε επαρκή στοιχεία ώστε να μπορεί να εκτιμήσει εάν οι δηλώσεις αυτές ήταν ικανές, αφεαυτών, να συνιστούν κρατική ενίσχυση. |
213 |
Ασφαλώς, δεν αμφισβητείται ότι οι από Ιουλίου 2002 δηλώσεις προσέδωσαν στην FT οικονομικό πλεονέκτημα. |
214 |
Συναφώς, επιβάλλεται η επισήμανση ότι η Επιτροπή απέδειξε επαρκώς κατά νόμο, στην προσβαλλόμενη απόφαση, ότι οι δηλώσεις αυτές, ιδίως, επέτρεψαν τη διατήρηση της βαθμολογίας της FT στην κατάταξη των επενδύσεων καθώς και την ανάκτηση της εμπιστοσύνης των χρηματαγορών, κατέστησαν εφικτή, ευκολότερη και λιγότερο δαπανηρή την πρόσβαση της FT σε νέα δάνεια τα οποία ήταν αναγκαία για την αναχρηματοδότηση του βραχυπρόθεσμου χρέους της ύψους 15 δισεκατομμυρίων ευρώ και, εν τέλει, συνέβαλαν στη σταθεροποίηση της πολύ ευαίσθητης χρηματοοικονομικής της καταστάσεως η οποία, τον Ιούλιο 2002, διαρκώς επιδεινωνόταν (βλ., ιδίως, αιτιολογικές σκέψεις 212, 221, 222 και 225 της προσβαλλομένης αποφάσεως). |
215 |
Πρέπει να προστεθεί ότι, εν αντιθέσει προς όσα υποστηρίζει η FT, η Επιτροπή βασίμως θεώρησε ότι τα ευεργετικά αποτελέσματα των επαναλαμβανόμενων δηλώσεων στηρίξεως από τον Ιούλιο του 2002 διήρκεσαν μέχρι τον Δεκέμβριο του 2002. Τούτο αποδεικνύεται, ιδίως, από τη δήλωση στην οποία προέβη η S & P στις 17 Δεκεμβρίου 2002 επ’ αφορμή της ανακοινώσεως της 4ης Δεκεμβρίου 2002 (βλ. σκέψη 33 ανωτέρω) καθώς και από τη δήλωση στην οποία προέβη η Moody’s τον Φεβρουάριο του 2003 (βλ. σκέψη 34 ανωτέρω). |
216 |
Αντιθέτως, δεν αποδείχθηκε ότι το πλεονέκτημα που διαπιστώνεται στη σκέψη 214 ανωτέρω απορρέει από κρατικούς πόρους. Κατά τη νομολογία, όμως, για να διαπιστώσει την ύπαρξη κρατικής ενισχύσεως, η Επιτροπή πρέπει να αποδείξει αρκούντως άμεση σχέση μεταξύ, αφενός, του πλεονεκτήματος που χορηγήθηκε στον δικαιούχο και, αφετέρου, της μειώσεως του κρατικού προϋπολογισμού ή, έστω, ενός αρκούντως συγκεκριμένου κινδύνου επιβαρύνσεως του προϋπολογισμού αυτού (βλ., συναφώς, απόφαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2011, C‑279/08 P, Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών, Συλλογή, EU:C:2011:551, σκέψη 111). |
217 |
Συναφώς, αρκεί να επισημανθεί ότι όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 188, 189, 218 και 219 της προσβαλλομένης αποφάσεως η ίδια η Επιτροπή εκτίμησε ότι δεν διέθετε επαρκή στοιχεία για να αποδείξει αδιαμφισβήτητα ότι οι από Ιουλίου 2002 δηλώσεις ήταν ικανές να δεσμεύσουν κρατικούς πόρους. Επιπλέον, απαντώντας σε γραπτή ερώτηση που της έθεσε το Γενικό Δικαστήριο στις παρούσες υποθέσεις, η Επιτροπή, παραπέμποντας στις προαναφερθείσες αιτιολογικές σκέψεις, διευκρίνισε ότι «δεν [υπήρχε] καμία αμφιβολία [ότι] δεν [είχε] αποφανθεί επί του ζητήματος εάν οι δηλώσεις αυτές, οι οποίες μπορούσαν να θεωρηθούν ως οικονομικά και νομικά δεσμευτικές κατά το οικείο εθνικό δίκαιο, μπορούσαν ως εκ τούτου να χαρακτηριστούν, αυτές καθεαυτές, ως μέτρα ενισχύσεως τα οποία δεσμεύουν κρατικούς πόρους». Η Επιτροπή προσέθεσε ότι επιθυμούσε κατ’ αυτόν τον τρόπο να υπογραμμίσει την ύπαρξη «αληθινών κινδύνων» οι εν λόγω δηλώσεις, αφενός, να εκληφθούν ως νομικά δεσμευτικές και, αφετέρου, να έχουν οικονομικές συνέπειες, αλλά ότι, φρονίμως ποιούσα, δεν ήθελε να συναγάγει την ύπαρξη δεσμεύσεως κρατικών πόρων βάσει μόνο των κινδύνων αυτών. |
218 |
Από τα ανωτέρω προκύπτει το συμπέρασμα ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο εφαρμόζοντας το κριτήριο του συνετού ιδιώτη επενδυτή, κατά προτεραιότητα και κατ’ ουσίαν, στις από Ιουλίου 2002 δηλώσεις και, κυρίως, στη δήλωση της 12ης Ιουλίου 2002. |
– Επί του χρονικού σημείου το οποίο έπρεπε να λάβει υπόψη η Επιτροπή για την εφαρμογή του κριτηρίου του συνετού ιδιώτη επενδυτή
219 |
Κατά τη νομολογία, κατά την εκτίμηση μέτρου υπό το πρίσμα του άρθρου 87 ΕΚ, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όλα τα κρίσιμα στοιχεία και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσονται (απόφαση της 15ης Δεκεμβρίου 2009, EDF κατά Επιτροπή, T‑156/04, Συλλογή, EU:T:2009:505, σκέψη 221). Συναφώς, το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι, για να εξακριβωθεί αν το Δημόσιο επέδειξε συμπεριφορά συνετού επενδυτή που ενεργεί υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς, το ζήτημα κατά πόσον η συμπεριφορά του Δημοσίου ήταν ορθολογική από οικονομική άποψη πρέπει να κριθεί εντός του χρονικού πλαισίου κατά το οποίο ελήφθησαν τα μέτρα χρηματοδοτικής στηρίξεως (απόφαση Γαλλία κατά Επιτροπής, σκέψη 189 ανωτέρω, EU:C:2002:294, σκέψη 71). |
220 |
Εξάλλου, υπενθυμίζεται ότι, κατά τη νομολογία, προκειμένου να καθοριστεί αν η παρέμβαση των δημόσιων αρχών στο κεφάλαιο μιας επιχειρήσεως παρουσιάζει τα χαρακτηριστικά κρατικής ενισχύσεως, πρέπει να εκτιμηθεί αν, υπό παρόμοιες συνθήκες, ιδιώτης επενδυτής συγκρίσιμου μεγέθους θα μπορούσε να αποφασίσει να προβεί σε εισφορά κεφαλαίων της ίδιας βαρύτητας, βάσει, μεταξύ άλλων, των διαθέσιμων στοιχείων και των προβλέψιμων κατά τον χρόνο της εν λόγω εισφοράς εξελίξεων (βλ. σκέψη 195 ανωτέρω). |
221 |
Σύμφωνα με την προαναφερθείσα στις σκέψεις 219 και 220 ανωτέρω νομολογία, για την εφαρμογή του κριτηρίου του συνετού ιδιώτη επενδυτή η Επιτροπή πρέπει να λαμβάνει υπόψη το χρονικό σημείο κατά το οποίο ελήφθη το δυνάμενο να χαρακτηρισθεί ως κρατική ενίσχυση κρατικό μέτρο χρηματοοικονομικής στηρίξεως. |
222 |
Ως εκ τούτου, εν προκειμένω, η Επιτροπή, όχι μόνον όφειλε να εφαρμόσει το κριτήριο του συνετού ιδιώτη επενδυτή προπαντός στην ανακοίνωση της 4ης Δεκεμβρίου 2002 σε συνδυασμό με την πρόταση προκαταβολής μετόχου (βλ. σκέψεις 202 έως 218 ανωτέρω), αλλά επιπλέον, για να πράξει τούτο, ήταν υποχρεωμένη να λάβει υπόψη της το χρονικό πλαίσιο εντός του οποίου είχε ληφθεί το εν λόγω μέτρο από το Γαλλικό Δημόσιο, ήτοι εν προκειμένω τον Δεκέμβριο του 2002. |
223 |
Ωστόσο, πέραν του γεγονότος ότι μόνο σε δεύτερο χρόνο και παρεμπιπτόντως η Επιτροπή εφάρμοσε το κριτήριο του συνετού ιδιώτη επενδυτή στο εν λόγω μέτρο, για να πράξει τούτο έλαβε υπόψη το πλαίσιο της προγενέστερης του Ιουλίου του 2002 καταστάσεως (βλ., ιδίως, αιτιολογική σκέψη 228 της προσβαλλομένης αποφάσεως). |
224 |
Η θέση της Επιτροπής δεν δικαιολογείται από το γεγονός ότι οι συνθήκες της αγοράς κατά τον Δεκέμβριο του 2002 είχαν «νοθευτεί» ή είχαν ασυνήθιστα διαστρεβλωθεί από τις από Ιουλίου 2002 δηλώσεις και, ειδικότερα, από τη δήλωση της 12ης Ιουλίου 2002. |
225 |
Συναφώς, επισημαίνεται ότι, ερωτηθείσα επί του σημείου αυτού από το Γενικό Δικαστήριο κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση στις 24 Σεπτεμβρίου 2014, η Επιτροπή δήλωσε ότι η θέση της σχετικά με το αποτέλεσμα «νοθεύσεως» των εν λόγω δηλώσεων είχε ως μόνη νομική βάση το άρθρο 87 ΕΚ και, ειδικότερα, το κριτήριο του συνετού ιδιώτη επενδυτή. |
226 |
Όπως, όμως, διαπιστώθηκε ήδη στις σκέψεις 212 έως 217 ανωτέρω, η Επιτροπή δεν έλαβε θέση, με την προσβαλλόμενη απόφαση, επί του ζητήματος αν οι από Ιουλίου 2002 δηλώσεις, για τις οποίες δεν απέδειξε ότι συνεπάγονταν δέσμευση κρατικών πόρων, εδύναντο αυτές καθαυτές να συνιστούν κρατική ενίσχυση. |
227 |
Βεβαίως, κατά την προμνησθείσα στη σκέψη 220 ανωτέρω νομολογία, η σύγκριση της συμπεριφοράς του Δημοσίου με τη συμπεριφορά ιδιώτη επενδυτή πρέπει να γίνεται βάσει των διαθέσιμων στοιχείων και των προβλέψιμων κατά τον χρόνο της επίμαχης χρηματοδοτικής εισφοράς εξελίξεων. Τούτο σημαίνει ότι δεν μπορούν να λαμβάνονται υπόψη γεγονότα και στοιχεία μεταγενέστερα της χορηγήσεως της ενισχύσεως, αλλά ουδόλως εμποδίζει την Επιτροπή να λαμβάνει υπόψη της προγενέστερα γεγονότα, που αποτελούν μέρος του πλαισίου της επίμαχης κρατικής ενισχύσεως, και τα αποτελέσματά τους. Ως εκ τούτου, για να εκτιμήσει κατά πόσον η συμπεριφορά του Γαλλικού Δημοσίου ήταν ορθολογική από οικονομική άποψη, η Επιτροπή μπορούσε να λάβει υπόψη της όλα τα στοιχεία που χαρακτήριζαν το πλαίσιο αυτό, το οποίο, στην προκειμένη περίπτωση, δεν περιοριζόταν στα γεγονότα του Δεκεμβρίου του 2002. |
228 |
Η Επιτροπή, δηλαδή, σαφώς μπορούσε να ενσωματώσει στην ανάλυσή της τις από Ιουλίου 2002 δηλώσεις ως «προγενέστερα γεγονότα […] αντικειμενικώς συναφή» (αιτιολογική σκέψη 185 της προσβαλλομένης αποφάσεως) και ως «[ικανές να επιτρέψουν] την καλύτερη κατανόηση των λόγων και της εμβέλειας των μέτρων του Δεκεμβρίου του 2002» (αιτιολογική σκέψη 186 της προσβαλλομένης αποφάσεως). |
229 |
Εντούτοις, καίτοι οι «διαθέσιμες πληροφορίες» είναι δυνατόν να αφορούν αντικειμενικά περιστατικά και στοιχεία του παρελθόντος, όπως οι από Ιουλίου 2002 δηλώσεις, δεν μπορεί ωστόσο να γίνει δεκτό ότι αυτά τα προγενέστερα περιστατικά και στοιχεία συνιστούν κατά τρόπο καθοριστικό, αφεαυτών, το οικείο πλαίσιο αναφοράς για την εφαρμογή του κριτηρίου του συνετού ιδιώτη επενδυτή. Αντιθέτως, λαμβανομένης υπόψη της ανάγκης μιας προσανατολισμένης στο μέλλον αναλύσεως βάσει των διαθέσιμων πληροφοριών, η εκτίμηση περιστατικών και στοιχείων του παρελθόντος δεν επιτρέπει τον αποκλεισμό των πιο πρόσφατων αντικειμενικών περιστατικών και στοιχείων, στο μέτρο που αυτά ενδέχεται να είναι αποφασιστικής σημασίας για την εν λόγω ανάλυση των προοπτικών, είτε διότι καθιστούν άνευ σημασίας τα προγενέστερα γεγονότα είτε επειδή καθορίζουν τη μελλοντική οικονομική εξέλιξη του δικαιούχου και τη θέση του στην αγορά. Συνεπώς, τα προγενέστερα περιστατικά, καίτοι αποτελούν αντικειμενικά γεγονότα που έχουν καθορίσει, τουλάχιστον εν μέρει, τη γένεση των πιο πρόσφατων περιστατικών, δεν μπορούν να εκμηδενίσουν τη σημασία των εν λόγω πιο πρόσφατων περιστατικών εφόσον προκύπτει ότι αυτά, όπως τα μέτρα αναδιαρθρώσεως, είχαν πραγματική επίδραση στην εξέλιξη αυτή. |
230 |
Εν προκειμένω η Επιτροπή αγνόησε προδήλως την προκείμενη αυτή δεδομένου ότι δεν έλαβε υπόψη της μια σειρά σχετικών στοιχείων τα οποία είχαν πράγματι καθορίσει την απόφαση του Γαλλικού Δημοσίου τον Δεκέμβριο του 2002, ήτοι, πέραν της αποκαταστάσεως της εμπιστοσύνης των χρηματαγορών και της διατηρήσεως της βαθμολογίας της FT, πρωτίστως, τα μέτρα αναδιαρθρώσεως και ισοσκελίσεως που έλαβε η FT, μεταξύ των οποίων το σχέδιο Ambition 2005 που εκπόνησαν τα νέα διευθυντικά στελέχη της μεταξύ Οκτωβρίου και Δεκεμβρίου του 2002, το οποίο προέβλεπε ιδίως την υλοποίηση σχεδίου βελτιώσεως της λειτουργικής αποδόσεως της επιχειρήσεως, καλούμενο «σχέδιο ΤΟΡ». Επίσης, δεν έλαβε υπόψη της και άλλα ουσιαστικά στοιχεία όπως την από Σεπτεμβρίου 2002 δέσμευση τραπεζικού ομίλου να τεθεί εγγυητής, όσον αφορά το μέρος που προοριζόταν στους ιδιώτες επενδυτές, της επιτυχούς ολοκληρώσεως της αυξήσεως του κεφαλαίου της FT, τη διάθεση των μη στρατηγικών περιουσιακών στοιχείων από την FT, μεταξύ Ιουλίου και Δεκεμβρίου του 2002, ύψους 2,5 δισεκατομμυρίων ευρώ περίπου, τη δημιουργία νέας διευθυντικής ομάδας της επιχειρήσεως και την επίλυση, τον Νοέμβριο του 2002, της διαφοράς μεταξύ της FT και της γερμανικής επιχειρήσεως Mobilcom. Εξάλλου, το σύνολο των στοιχείων αυτών οδήγησε σε καθαρή βελτίωση των λειτουργικών προοπτικών και αποδόσεων της FT κατά το δεύτερο εξάμηνο του έτους 2002, όπως απέδειξε η Γαλλική Δημοκρατία με πολύ πειστικό τρόπο απαντώντας σε γραπτή ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας. Πρέπει να προστεθεί ότι, στην αιτιολογική σκέψη 260 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή επισημαίνει ότι δεν θα ήταν προσήκον να στηριχτεί αποκλειστικώς στις από Ιουλίου 2002 δηλώσεις για να προσδιορίσει ποσοτικώς την επίμαχη ενίσχυση, δεδομένου ότι «η χρήση της καταστάσεως της αγοράς πριν τις δηλώσεις [αυτές], καίτοι καθιστά δυνατή τη συνεκτίμηση του αποτελέσματος που είχαν οι προηγούμενες δηλώσεις των γαλλικών αρχών στις αγορές, δεν επιτρέπει τον διαχωρισμό των αποτελεσμάτων αυτών από άλλες πιθανές συνέπειες γεγονότων όπως η αλλαγή της διοικήσεως της FT ή το σχέδιο Ambition 2005». |
231 |
Από την αιτιολογική σκέψη 228 της προσβαλλομένης αποφάσεως και από τα υπομνήματα της Επιτροπής προκύπτει ότι, στο πλαίσιο της εφαρμογής του κριτηρίου του συνετού ιδιώτη επενδυτή, η Επιτροπή δεν συνεκτίμησε πραγματικά τα διάφορα αυτά καθοριστικά στοιχεία. Αρνήθηκε μάλιστα ηθελημένα να τα λάβει υπόψη της εντός του πλαισίου αυτού, διότι εκτιμούσε ότι έπρεπε να υπερισχύσουν, αναδρομικώς και βάσει της θέσεώς της περί «νοθεύσεως», τα προγενέστερα περιστατικά που διαδραματίστηκαν, ιδίως, την περίοδο του Ιουνίου και Ιουλίου του 2002. |
232 |
Υπό αυτές τις συνθήκες, πρέπει να γίνει δεκτό ότι είναι επίπλαστη και προδήλως εσφαλμένη η προσέγγιση της Επιτροπής, καθόσον έκρινε αναγκαίο, προκειμένου να λάβει υπόψη της το φερόμενο αποτέλεσμα «νοθεύσεως» που είχαν οι από Ιουλίου 2002 δηλώσεις, να εξομοιώσει την πραγματική κατάσταση υπό την οποία το Γαλλικό Δημόσιο έλαβε τελικά, τον Δεκέμβριο του 2002, τα συγκεκριμένα μέτρα στηρίξεως με την οικονομική και χρηματοοικονομική κατάσταση της FT πριν τη δήλωση της 12ης Ιουλίου 2002. Συνεπώς, η Επιτροπή κακώς έκρινε ότι δεν έπρεπε να στηριχτεί στην κατάσταση της αγοράς τον Δεκέμβριο του 2002, αλλά ότι ήταν προσήκον να βασιστεί σε μη «νοθευμένη» από τις εν λόγω δηλώσεις κατάσταση της αγοράς. |
233 |
Τέλος, η επιχειρηματολογία της Επιτροπής κατά την οποία συνετός ιδιώτης επενδυτής δεν θα προέβαινε σε τέτοιου είδους δηλώσεις όπως αυτές της Γαλλικής Κυβερνήσεως από τον Ιούλιο του 2002 στηρίζεται σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, τούτο δε συνιστά πρόσθετο λόγο για την απόρριψη της θέσεως περί «νοθεύσεως» την οποία επικαλείται. |
234 |
Υπενθυμίζεται ότι αυτή η επιχειρηματολογία στηρίζεται στην παραδοχή κατά την οποία οι από Ιουλίου 2002 δηλώσεις, και πρωτίστως η δήλωση της 12ης Ιουλίου 2002, ήταν «ικανές, από αμιγώς οικονομική άποψη, να δεσμεύσουν σοβαρά [την] αξιοπιστία και [το] κύρος [του Γαλλικού Δημοσίου] και, από νομική άποψη, πρόσφορες να το υποχρεώσουν από εκείνη την ημερομηνία να στηρίζει οικονομικά την [FT] σε οποιαδήποτε περίπτωση» (αιτιολογική σκέψη 229 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Κατά την Επιτροπή, συγκεκριμένα, οι δηλώσεις αυτές ήταν «αρκούντως σαφείς, ακριβείς και σταθερές για να εκδηλώσουν την ύπαρξη αξιόπιστης δεσμεύσεως εκ μέρους του [Γαλλικού] Δημοσίου» να στηρίξει την FT (αιτιολογική σκέψη 208 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Αν μη τι άλλο, οι παράγοντες της αγοράς είχαν συναγάγει την ύπαρξη τέτοιας σταθερής δεσμεύσεως (αιτιολογικές σκέψεις 206, 213, 220 και 221 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Κατά την Επιτροπή όμως, λαμβανομένης υπόψη της κρίσιμης καταστάσεως στην οποία βρισκόταν η FT τον Ιούλιο του 2002, συνετός ιδιώτης επενδυτής δεν θα έκανε δημοσίως τέτοιες δηλώσεις στηρίξεως, δυνάμενες να συνεπάγονται τέτοιους οικονομικούς κινδύνους, πριν τουλάχιστον ενημερωθεί πλήρως σχετικά με την οικονομική κατάσταση της επιχειρήσεως αυτής (αιτιολογική σκέψη 229 της προσβαλλομένης αποφάσεως). |
235 |
Συναφώς, κατ’ αρχάς, επισημαίνεται ότι το γεγονός ότι οι δηλώσεις των δημόσιων αρχών μπορούν απλώς να εκληφθούν από την αγορά ως καταδεικνύουσες σταθερή δέσμευση των αρχών αυτών δεν αρκεί προκειμένου να συναχθεί ότι είναι ικανές να προκαλέσουν επιζήμιες οικονομικές και νομικές συνέπειες όπως οι προβαλλόμενες από την Επιτροπή. Μια τέτοια διαπίστωση προϋποθέτει ότι οι οικείες δηλώσεις είναι αρκούντως σαφείς, ακριβείς και σταθερές ώστε να περιέχουν κατά συγκεκριμένο τρόπο μια τέτοια δέσμευση. Η αναγνώριση της υπάρξεως ενισχύσεως πρέπει, συγκεκριμένα, να στηρίζεται σε αντικειμενικές διαπιστώσεις και όχι σε μόνη την αντίληψη των παραγόντων της αγοράς (βλ., επ’ αυτού, απόφαση της 26ης Ιουνίου 2008, SIC κατά Επιτροπής, T‑442/03, Συλλογή, EU:T:2008:228, σκέψη 126). Επομένως, το γεγονός, αποδειχθέν άλλωστε (βλ. σκέψη 214 ανωτέρω), ότι οι από Ιουλίου 2002 δηλώσεις επηρέασαν θετικά την αντίληψη των παραγόντων της αγοράς, έχοντας ιδίως καταστήσει δυνατή τη διατήρηση της βαθμολογίας της FT στην κατάταξη των επενδύσεων καθώς και την ανάκτηση της εμπιστοσύνης των χρηματαγορών, δεν μπορεί να είναι καθοριστικό. |
236 |
Περαιτέρω, προκύπτει από την ανάλυση της φύσεως των από Ιουλίου 2002 δηλώσεων ότι οι δηλώσεις αυτές δεν συνεπάγονταν σταθερή δέσμευση του Γαλλικού Δημοσίου δυνάμενη να προκαλέσει τις προβαλλόμενες από την Επιτροπή επιζήμιες συνέπειες. |
237 |
Επομένως, πρώτον, ως προς τη δήλωση της 12ης Ιουλίου 2002, διαπιστώνεται ότι η δήλωση αυτή έγινε από τον Υπουργό Οικονομικών, κυρίως, υπό την ιδιότητά του ως εκπροσώπου του Γαλλικού Δημοσίου που ήταν πλειοψηφικός μέτοχος της FT («[ε]ίμαστε ο πλειοψηφικός μέτοχος […]»). Υπό την ιδιότητα αυτή, διαβεβαίωσε ρητώς ότι, ανεξαρτήτως του είδους της παρεμβάσεως, το Γαλλικό Δημόσιο προτίθετο να συμπεριφερθεί ως συνετός επενδυτής («[το] Δημόσιο ως μέτοχος θα συμπεριφερθεί ως συνετός επενδυτής»). Συναφώς, η Επιτροπή δεν προσκόμισε κανένα στοιχείο ικανό να αποδείξει ότι η πρόθεση αυτή να συμμορφωθεί η μελλοντική παρέμβαση του Γαλλικού Δημοσίου με το κριτήριο του συνετού ιδιώτη επενδυτή ήταν απλώς εικονική και μη πραγματική ή μη σοβαρή κατά τον χρόνο της δηλώσεως αυτής. |
238 |
Επιπλέον, η δήλωση της 12ης Ιουλίου 2002 ήταν αόριστη και ασαφής ως προς τα δυνητικά υποστηρικτικά μέτρα τα οποία το Γαλλικό Δημόσιο επρόκειτο να λάβει σε επόμενο, όχι ακόμη καθορισμένο, στάδιο («θα συμπεριφερθεί ως συνετός επενδυτής και […] θα λάβουμε τα απαραίτητα μέτρα»). Λαμβανομένου υπόψη του ανοιχτού και αόριστου χαρακτήρα αυτών των δηλώσεων, η Επιτροπή κακώς κατέληξε ότι υπήρχε σαφής φερόμενη δέσμευση εκ μέρους του Γαλλικού Δημοσίου, της οποίας μόνον «τα μέσα παρεμβάσεως […], δηλαδή οι τρόποι εκτελέσεως της δεσμεύσεώς του» δεν είχαν ακόμη προσδιοριστεί (αιτιολογική σκέψη 209 της προσβαλλομένης αποφάσεως), καθώς μια τέτοια σαφής δέσμευση προϋποθέτει αναγκαίως τον προσδιορισμό της φύσεως και του περιεχομένου αυτής της δυνητικής μελλοντικής παρεμβάσεως. Ωστόσο, όπως επιβεβαιώνει η έκθεση της Deutsche Bank της 22ης Ιουλίου 2002, επί της οποίας στηρίχτηκε η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 221 και στην υποσημείωση 146 της προσβαλλομένης αποφάσεως, λαμβανομένης υπόψη της δηλώσεως της 12ης Ιουλίου 2002, η αγορά δεν μπορούσε ακόμη να προσδιορίσει τη φύση και το περιεχόμενο της μελλοντικής αυτής παρεμβάσεως («η [FT] επωφελήθηκε από την αυξανόμενη πεποίθηση της αγοράς ότι η [Γαλλική] Κυβέρνηση θα υποστηρίξει με τον έναν ή τον άλλο τρόπο την πίστωση»· αυτή η «έμμεση [στήριξη] του [Γαλλικού] Δημοσίου […] θα μπορούσε να λάβει τη μορφή δανείων, υπό συνθήκες αγοράς, εκ μέρους των τραπεζών ή της [Γαλλικής] Κυβερνήσεως»). Περαιτέρω, επιρρωννύοντας τον μελλοντικό, υπό αιρέσεις και αόριστο χαρακτήρα μιας τέτοιας παρεμβάσεως, η δήλωση της 12ης Ιουλίου 2002 απορρίπτει ρητώς το ενδεχόμενο αυξήσεως του κεφαλαίου της FT, ενώ το Γαλλικό Δημόσιο ακολούθησε ακριβώς αυτήν την επιλογή τον Δεκέμβριο του 2002 («Όχι, ασφαλώς όχι! Διαβεβαιώνω απλώς ότι θα λάβουμε, έγκαιρα, τα κατάλληλα μέτρα. Εφόσον είναι απαραίτητο [...]»). |
239 |
Η ερμηνεία αυτή επιβεβαιώνεται από το πραγματικό πλαίσιο εντός του οποίου πραγματοποιήθηκε η δήλωση της 12ης Ιουλίου 2002. Όπως φαίνεται ότι αναγνωρίζει και η ίδια η Επιτροπή (βλ. σκέψη 179 ανωτέρω), κατά το στάδιο αυτό, ελλείψει στοιχείων ως προς την ακριβή έκταση των οικονομικών δυσχερειών που αντιμετώπιζε η FT, ως προς τη μελλοντική αντίδραση των χρηματαγορών που δημιούργησε η δήλωση αυτή και ως προς τις εξελίξεις σε συνέχεια της σχεδιασθείσας αναδιαρθρώσεως της FT, το Γαλλικό Δημόσιο δεν ήταν ακόμη σε θέση να γνωρίζει και να προσδιορίσει, επαρκώς, τη φύση, το περιεχόμενο και τις προϋποθέσεις χορηγήσεως ενός ενδεχόμενου υποστηρικτικού μέτρου προς όφελος της εν λόγω επιχειρήσεως Προκύπτει μάλλον από το σύνολο των πράξεων στις οποίες προέβησαν οι γαλλικές αρχές στις 12 Ιουλίου 2002, συμπεριλαμβανομένου του γεγονότος ότι επικοινώνησαν απευθείας με τους οίκους αξιολογήσεως, ότι οι εν λόγω αρχές αποσκοπούσαν στο να βεβαιώσουν άμεσα τις χρηματαγορές για μια δυνητική και μελλοντική στήριξη εκ μέρους του Γαλλικού Δημοσίου υπέρ της FT με μόνο σκοπό να εμποδίσουν την περαιτέρω μείωση της βαθμολογίας της, όπως επίσης και τον αποκλεισμό της προσβάσεώς της σε νέες πιστώσεις στην αγορά ομολόγων, χωρίς, όμως, να συγκεκριμενοποιήσουν εκ των προτέρων αυτή την ενδεχόμενη στήριξη κατά τον συγκεκριμένο χρόνο. Πράγματι, η πρόωρη συγκεκριμενοποίηση των ενδεχόμενων μέτρων στηρίξεως θα ενείχε τον κίνδυνο άσκοπου περιορισμού των μελλοντικών επιλογών αναχρηματοδοτήσεως του χρέους της FT, δημιουργώντας ταυτόχρονα την ανάγκη για κοινοποίησή τους στην Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 88, παράγραφος 3, ΕΚ. Επιπλέον, λόγω του προαναφερθέντος χαρακτήρα της, μια τέτοια προσέγγιση ενδεχομένως θα κλόνιζε την εμπιστοσύνη των πιστωτών και επενδυτών στην αξιοπιστία των ενεργειών του Γαλλικού Δημοσίου. Υπό αυτές τις περιστάσεις, αντιθέτως προς όσα εκτίθενται στην αιτιολογική σκέψη 212 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το γεγονός ότι υπήρξε επικοινωνία με τους οίκους αξιολογήσεως δεν μπορεί να ερμηνευθεί ως στοιχείο ικανό να δικαιολογήσει τον σταθερό χαρακτήρα της φερόμενης δεσμεύσεως του Γαλλικού Δημοσίου, αλλά αποκλειστικώς ως ένα πρώτο βήμα προοριζόμενο να εκτονώσει την πίεση που υπήρχε από τον Ιούλιο 2002 ως προς τη θέση της FT στις χρηματαγορές. |
240 |
Εν αντιθέσει προς όσα υποστηρίζει η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 210 της προσβαλλομένης αποφάσεως, μόνο το γεγονός ότι, κατά τον χρόνο της δηλώσεως της 12ης Ιουλίου 2002, η FT αντιμετώπιζε σοβαρές δυσκολίες αναχρηματοδοτήσεως δεν αναιρεί τον ανοιχτό και αόριστο χαρακτήρα της δηλώσεως αυτής στο σύνολό της ούτε τη σημασία της λαμβανομένου υπόψη του πραγματικού πλαισίου εντός του οποίου ανακοινώθηκε. Επομένως, ακόμη και αν γίνει δεκτή η ύπαρξη των εν λόγω δυσκολιών κατά το στάδιο αυτό, το γεγονός ότι η δήλωση αυτή δεν απηχούσε ορθώς την κρίσιμη κατάσταση του βραχυπρόθεσμου χρέους της FT κατά τον χρόνο εκείνο δεν είναι καθοριστικό («εάν η [FT] αντιμετώπιζε δυσκολίες»· «εάν η [FT] συναντούσε προβλήματα χρηματοδοτήσεως, πράγμα το οποίο δεν συμβαίνει σήμερα, το [Γαλλικό] Δημόσιο θα ελάμβανε τις απαραίτητες αποφάσεις για την αντιμετώπισή τους»). |
241 |
Επιπλέον, ερμηνεύοντας κατά γράμμα τη δήλωση της 12ης Ιουλίου 2002, η Επιτροπή κακώς υποστήριξε ότι «δεν υφίσταται κανένα στοιχείο το οποίο μπορεί να αποδείξει ότι η αγορά είχε αντιληφθεί οποιαδήποτε συναφή αίρεση» (αιτιολογική σκέψη 210 της προσβαλλομένης αποφάσεως), καθόσον αυτή η υποκειμενική αντίληψη ή αντίδραση ορισμένων παραγόντων της αγοράς δεν είναι καθοριστική για τον χαρακτηρισμό της φύσεως μιας τέτοιας δηλώσεως (βλ. σκέψη 235 ανωτέρω). Εξάλλου, αυτή η εκτίμηση δεν λαμβάνει υπόψη το γεγονός ότι, αντιθέτως, κατά το στάδιο αυτό, η Deutsche Bank δεν ήταν σε θέση να διαβλέψει τη φύση και το περιεχόμενο ενδεχόμενης μελλοντικής παρεμβάσεως του Γαλλικού Δημοσίου προς όφελος της FT (βλ. σκέψη 238 ανωτέρω). |
242 |
Δεύτερον, ως προς τη δήλωση της 13ης Σεπτεμβρίου 2002, επισημαίνεται ότι η δήλωση αυτή αφορούσε επίσης το μέλλον, τελούσε υπό όρους και ήταν αόριστη ως προς τα ενδεχόμενα μέτρα που προτίθετο να λάβει μακροπρόθεσμα το Γαλλικό Δημόσιο («[τ]ο [Γαλλικό] Δημόσιο θα ενισχύσει την [FT] για τη θέση σε εφαρμογή του σχεδίου [ανακάμψεως των λογαριασμών] και θα συμβάλει, από πλευράς του, στην πολύ ουσιαστική ενίσχυση των ιδίων κεφαλαίων της [FT], μέσα σε χρονοδιάγραμμα και σύμφωνα με τις λεπτομέρειες που θα καθοριστούν ανάλογα με τις συνθήκες της αγοράς»), καθώς το μόνο βέβαιο ήταν η επιβεβαίωση της μελλοντικής συμβολής «στην πολύ ουσιαστική ενίσχυση των ιδίων κεφαλαίων» της FT και ότι τούτο θα πραγματοποιείτο υπό «συνθήκες αγοράς». Επιπλέον, όπως και η δήλωση της 12ης Ιουλίου 2002, η δήλωση της 13ης Σεπτεμβρίου 2002 δεν προσδιόρισε περαιτέρω τη φύση, το περιεχόμενο και τους όρους της μελλοντικής παρεμβάσεως του Γαλλικού Δημοσίου υπέρ της FT και υπήγαγε τα ενδεχόμενα ενδιάμεσα υποστηρικτικά μέτρα στο κριτήριο της αναγκαιότητας («το [Γαλλικό] Δημόσιο θα λάβει εν τω μεταξύ, εφόσον είναι απαραίτητο, τα μέτρα που επιτρέπουν την αποφυγή κάθε προβλήματος χρηματοδοτήσεως για την [FT]»). |
243 |
Τρίτον, ως προς τη δήλωση της 2ας Οκτωβρίου 2002, διαπιστώνεται ότι και αυτή δεν είναι λιγότερο αόριστη και ότι δεν συγκεκριμενοποιεί το περιεχόμενο της δηλώσεως της 13ης Σεπτεμβρίου 2002 («[τ]ο [Γαλλικό] Δημόσιο θα προσφέρει τη βοήθειά του κατά την εφαρμογή των ενεργειών ανακάμψεως και θα συμβάλει, από πλευράς του, στην ενίσχυση των ιδίων κεφαλαίων της [FT] σύμφωνα με τις λεπτομέρειες που θα καθοριστούν […] [Τ]ο [Γαλλικό] Δημόσιο θα λάβει εν τω μεταξύ, εφόσον είναι απαραίτητο, τα μέτρα που επιτρέπουν την αποφυγή κάθε προβλήματος χρηματοδοτήσεως για την [FT]»). Ειδικότερα, με τη δήλωση αυτή, το Γαλλικό Δημόσιο απλώς προέβλεψε αορίστως τη μελλοντική και δυνητική συνδρομή του στην ενίσχυση των ιδίων κεφαλαίων της FT, της οποίας η φύση, το περιεχόμενο και οι όροι χορηγήσεως δεν είχαν ακόμη καθορισθεί. Ταυτοχρόνως, όπως και με τις προηγούμενες δηλώσεις, η ενδεχόμενη ενδιάμεση συνδρομή του Γαλλικού Δημοσίου, τα χαρακτηριστικά της οποίας δεν είχαν διευκρινιστεί περαιτέρω, τελούσε υπό τον όρο της αναγκαιότητας να επιλυθούν τα εν δυνάμει προβλήματα χρηματοδοτήσεως της FT. |
244 |
Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι, αντιθέτως προς όσα προβάλλει η Επιτροπή, λόγω του ανοιχτού, αόριστου και υπό αιρέσεις χαρακτήρα τους, ιδίως όσον αφορά τη φύση, το περιεχόμενο και τους όρους ενδεχόμενης κρατικής παρεμβάσεως υπέρ της FT, και λαμβανομένου υπόψη του πραγματικού πλαισίου εντός του οποίου πραγματοποιήθηκαν, οι από Ιουλίου 2002 δηλώσεις δεν μπορούν να εκληφθούν ως συνεπαγόμενες συγκεκριμένη και σταθερή δέσμευση του Γαλλικού Δημοσίου να στηρίξει με συγκεκριμένο τρόπο την FT. |
245 |
Κατά συνέπεια, οι από Ιουλίου 2002 δηλώσεις δεν θα μπορούσαν να δημιουργήσουν στο Γαλλικό Δημόσιο οποιαδήποτε νομική υποχρέωση, ιδίως δε την υποχρέωση χρηματοδοτικής υποστηρίξεως της FT ήδη από τις 12 Ιουλίου 2002. |
246 |
Για τους ίδιους λόγους δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι, ανεξαρτήτως κάθε νομικής υποχρεώσεως, οι εν λόγω δηλώσεις είχαν δημιουργήσει πραγματική προσδοκία στην αγορά και ότι, η μη τήρηση της υποσχέσεως αυτής θα συνεπαγόταν για το Γαλλικό Δημόσιο, υπό την ιδιότητά του ως ιδιοκτήτη και διαχειριστή της επιχειρήσεως, ως βασικού οικονομικού παράγοντα και σημαντικού δανειολήπτη στις χρηματαγορές, ορισμένο οικονομικό κόστος εξαιτίας της απώλειας της αξιοπιστίας και του κύρους του στις αγορές αυτές (αιτιολογικές σκέψεις 217 έως 221 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Κατ’ αρχάς, η απλή προσδοκία των αγορών δεν μπορεί καθεαυτή να δημιουργήσει οποιαδήποτε υποχρέωση ενέργειας προς την επιθυμητή κατεύθυνση (βλ. σκέψη 235 ανωτέρω). Έπειτα, η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι η μη τήρηση ενδεχόμενης υποσχέσεως του Γαλλικού Δημοσίου για στήριξη επιχειρήσεως ενδέχεται να θέσει σε κίνδυνο την αξιοπιστία και το κύρος του στις χρηματαγορές. Εξάλλου, όπως προκύπτει από τις θέσεις που εκτίθενται στη σκέψη 238 ανωτέρω και στη σκέψη 247 κατωτέρω, η συμπεριφορά των γαλλικών αρχών από τον Ιούλιο του 2002 σκοπούσε μόνον στην αποφυγή των προβαλλόμενων από την Επιτροπή επιζήμιων συνεπειών χωρίς να διευκρινίζεται η φύση, το περιεχόμενο και οι ακριβείς προϋποθέσεις της ενδεχόμενης μελλοντικής παρεμβάσεώς τους. Τέλος, εν πάση περιπτώσει, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας P. Mengozzi στις προτάσεις του στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις Bouygues κ.λπ. κατά Επιτροπής κ.λπ. (C‑399/10 P και C‑401/10 P, EU:C:2012:392, σκέψη 64), υπενθυμίζεται ότι η Επιτροπή εντέλει αρνήθηκε να λάβει οριστική θέση ως προς το αν οι από Ιουλίου 2002 δηλώσεις μπορούσαν να προκαλέσουν απώλεια της αξιοπιστίας του Δημοσίου στις χρηματαγορές, η οποία θα συνεπαγόταν γι’ αυτό κίνδυνο χρηματοοικονομικής φύσεως υπό τη μορφή της αυξήσεως του κόστους των μελλοντικών συναλλαγών του. |
247 |
Ασφαλώς, με τις από Ιουλίου 2002 δηλώσεις και χρησιμοποιώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο το κύρος του ως φερέγγυου και αξιόπιστου πιστωτή/δανειολήπτη έναντι των χρηματαγορών, το Γαλλικό Δημόσιο είχε την πρόθεση να επηρεάσει την αντίδραση των αγορών αυτών, να αποκαταστήσει την εμπιστοσύνη τους και, ιδίως, να διασφαλίσει η διατήρηση της βαθμολογίας της FT με σκοπό να προετοιμάσει την ισχυρή και λιγότερο δαπανηρή αναχρηματοδότησή της σε μεταγενέστερο στάδιο. Εντούτοις, όπως ορθώς επισημαίνει η FT στο υπόμνημά της γραπτών παρατηρήσεων της 31ης Μαΐου 2013, κατ’ αυτόν τον τρόπο το Γαλλικό Δημόσιο απλώς ενήργησε σύμφωνα με τους ιδιαίτερους κανόνες της λειτουργίας των χρηματαγορών προκειμένου να σταθεροποιήσει την οικονομική κατάσταση της FT βραχυπρόθεσμα, και δη με σκοπό να δημιουργήσει τις απαραίτητες επιχειρηματικές και χρηματοοικονομικές συνθήκες για τη λήψη περισσότερο συγκεκριμένων υποστηρικτικών μέτρων μεταγενέστερα. Με τις ενέργειες αυτές, το Γαλλικό Δημόσιο υιοθέτησε ακριβώς τη συνετή και επιμελή συμπεριφορά ιδιώτη επενδυτή ο οποίος μεριμνά ώστε όλες οι απαραίτητες προϋποθέσεις να συντρέχουν προτού αναλάβει αμετάκλητη δέσμευση στηρίξεως ή επενδύσεως. Στο πλαίσιο αυτό, το ουδόλως τεκμηριωθέν επιχείρημα της Επιτροπής κατά το οποίο κανένας ιδιώτης επενδυτής δεν θα μπορούσε να επηρεάσει την αγορά όπως το έπραξε το Γαλλικό Δημόσιο με τις από Ιουλίου 2002 δηλώσεις δεν δύναται να γίνει δεκτό. Συγκεκριμένα, δεν δύναται να αποκλεισθεί a priori το ενδεχόμενο ιδιώτης επενδυτής διεθνούς διαστάσεως και αξιοσημείωτης οικονομικής εμβέλειας να ακολουθήσει την ίδια στρατηγική και να πετύχει το ίδιο αποτέλεσμα έναντι των χρηματαγορών. |
248 |
Από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων προκύπτει ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη περί το δίκαιο και περί τα πραγματικά περιστατικά στηριζόμενη στην κατάσταση [όπως διαμορφώθηκε] από τον Ιούλιο του 2002 για την εφαρμογή του κριτηρίου του συνετού ιδιώτη επενδυτή. |
– Επί του ζητήματος αν η, ανακοινωθείσα και κοινοποιηθείσα στις 4 Δεκεμβρίου 2002, πρόταση προκαταβολής μετόχου αποτελούσε την υλοποίηση των από Ιουλίου 2002 δηλώσεων
249 |
Η προδήλως εσφαλμένη κατ’ αυτόν τον τρόπο εφαρμογή του κριτηρίου του συνετού ιδιώτη επενδυτή στην οποία προέβη η Επιτροπή δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από την παρατιθέμενη κατ’ ουσίαν στις αιτιολογικές σκέψεις 185, 187 και 226 της προσβαλλομένης αποφάσεως θέση της, κατά την οποία η πρόταση προκαταβολής μετόχου, που ανακοινώθηκε και κοινοποιήθηκε στις 4 Δεκεμβρίου 2002, αποτελούσε απλά την υλοποίηση των προηγούμενων δηλώσεων του Γαλλικού Δημοσίου και, ειδικότερα, της κατ’ αρχήν αποφάσεως χρηματοοικονομικής υποστηρίξεως της FT η οποία ελήφθη στις 12 Ιουλίου 2002. |
250 |
Η Επιτροπή διατείνεται, κατ’ ουσίαν, ότι δικαιούταν να εκτιμήσει στο σύνολό τους τις από Ιουλίου 2002 δηλώσεις, την ανακοίνωση της 4ης Δεκεμβρίου 2002 και την πρόταση προκαταβολής μετόχου για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η συμπεριφορά του Γαλλικού Δημοσίου δεν πληρούσε το κριτήριο του συνετού ιδιώτη επενδυτή. |
251 |
Βεβαίως, η πρόταση προκαταβολής μετόχου, η οποία ανακοινώθηκε και κοινοποιήθηκε στις 4 Δεκεμβρίου 2002, εντάσσεται στη λογική και στη στρατηγική του Γαλλικού Δημοσίου ήδη από τον Ιούλιο του 2002, που είχε ως σκοπό και ως συνέπεια την ανάκτηση της εμπιστοσύνης των αγορών προκειμένου να μπορέσει να αναχρηματοδοτήσει, υπό ευνοϊκότερες συνθήκες, το βραχυπρόθεσμο χρέος της FT (βλ. σκέψη 247 ανωτέρω). |
252 |
Εντούτοις, αυτό δεν σημαίνει ότι οι από Ιουλίου 2002 δηλώσεις συνεπάγονταν ήδη αφεαυτών την πρόβλεψη ορισμένης χρηματοοικονομικής υποστηρίξεως όπως εκείνη συγκεκριμενοποιήθηκε εντέλει τον Δεκέμβριο του 2002. |
253 |
Από τις σκέψεις 233 έως 244 ανωτέρω προκύπτει ότι, εν αντιθέσει προς την ανακοίνωση της 4ης Δεκεμβρίου 2002, με την οποία δημοσιοποιήθηκε το άνοιγμα της πιστώσεως ύψους 9 δισεκατομμυρίων ευρώ υπέρ της FT, οι από Ιουλίου 2002 δηλώσεις είχαν χαρακτήρα ανοιχτό, αόριστο και υπό αιρέσεις ως προς τη φύση, το περιεχόμενο και τις προϋποθέσεις ενδεχόμενης μελλοντικής παρεμβάσεως του Γαλλικού Δημοσίου. Δεν μπορεί συνεπώς να γίνει δεκτό ότι το Γαλλικό Δημόσιο είχε επιδιώξει τέτοια συγκεκριμένη χρηματοοικονομική συνδρομή από τον Ιούλιο του 2002. Στην πραγματικότητα, λόγω αυτού του ουσιωδώς διαφορετικού χαρακτήρα των από Ιουλίου 2002 δηλώσεων, η απόφαση του Γαλλικού Δημοσίου, τον Δεκέμβριο του 2002, να ανακοινώσει και να προτείνει το σχέδιο προκαταβολής μετόχου συνιστούσε σημαντική μεταβολή στην πορεία των γεγονότων που οδήγησαν στην αναχρηματοδότηση της FT. |
254 |
Η θέση της Επιτροπής είναι ακόμη λιγότερο πειστική καθώς το Γαλλικό Δημόσιο όφειλε κατ’ αρχάς να αναμείνει και να εξακριβώσει αν, έπειτα από τις από Ιουλίου 2002 δηλώσεις και το αναμενόμενο αποτέλεσμά τους, ήτοι την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των χρηματαγορών και τη διατήρηση της βαθμολογίας της FT, όπως επίσης και έπειτα από τα μέτρα αναδιαρθρώσεως και ισοσκελίσεως που λήφθηκαν από την FT, συνέτρεχαν πράγματι οι οικονομικές προϋποθέσεις για μια τέτοια κρατική παρέμβαση. Συγκεκριμένα, όπως διαπιστώθηκε στη σκέψη 239 ανωτέρω, κατά το στάδιο των δηλώσεων αυτών, ελλείψει σχετικής πληροφορήσεως, ιδίως ως προς την αντίδραση των αγορών και την επιτυχία των ληφθέντων μέτρων, το Γαλλικό Δημόσιο δεν ήταν ακόμη σε θέση να γνωρίζει και να καθορίσει, επαρκώς, τη φύση, το περιεχόμενο και τις προϋποθέσεις ενός ενδεχόμενου υποστηρικτικού μέτρου υπέρ της FT, συμπεριλαμβανομένης της ενδεχόμενης αυξήσεως κεφαλαίου την οποία ο Υπουργός Οικονομικών είχε ρητώς απορρίψει τον Ιούλιο 2002. Μόλις τον Δεκέμβριο του 2002 το Γαλλικό Δημόσιο προδήλως θεώρησε ότι οι οικονομικές προϋποθέσεις μιας τέτοιας χρηματοοικονομικής συνδρομής συνέτρεχαν, γεγονός που επιβεβαιώνει τη σημαντική μεταβολή στην πορεία των γεγονότων κατά το στάδιο αυτό. |
– Επί του ζητήματος αν οι από Ιουλίου 2002 δηλώσεις και η ανακοίνωση της 4ης Δεκεμβρίου 2002, σε συνδυασμό με την πρόταση προκαταβολής μετόχου, συνιστούσαν, στο σύνολό τους, μία «ενιαία παρέμβαση»
255 |
Στα υπομνήματά της γραπτών παρατηρήσεων της 17ης Ιουλίου 2013, η Επιτροπή προβάλλει ότι, με την αναιρετική απόφαση, το Δικαστήριο δεν αποφάνθηκε επί του ζητήματος εάν οι από Ιουλίου 2002 δηλώσεις και η ανακοίνωση της 4ης Δεκεμβρίου 2002, σε συνδυασμό με την πρόταση προκαταβολής μετόχου, μπορούσαν να θεωρηθούν, στο σύνολό τους, ως μία «ενιαία παρέμβαση» κατά την έννοια των σκέψεων 103 έως 105 της εν λόγω αποφάσεως. Υποστηρίζει ότι τα κριτήρια που μνημονεύονται στις σκέψεις 103 και 104 της αναιρετικής αποφάσεως μπορούν ωστόσο κάλλιστα να εφαρμοστούν εν προκειμένω, ώστε οι διαφορετικές αυτές διαδοχικές παρεμβάσεις να πρέπει να θεωρηθούν ως άρρηκτα συνδεδεμένες. |
256 |
Στις σκέψεις 127 έως 131 της αναιρετικής αποφάσεως, το Δικαστήριο έκρινε, κατ’ εφαρμογήν των κριτηρίων των σκέψεων 103 και 104 της ίδιας αποφάσεως, ότι η Επιτροπή βασίμως θεώρησε ότι η ανακοίνωση της 4ης Δεκεμβρίου 2002 και η πρόταση προκαταβολής μετόχου συνιστούσαν, στο σύνολό τους, μία ενιαία κρατική παρέμβαση, δεδομένου ότι οι δύο αυτές παρεμβάσεις παρουσιάζουν τόσο στενούς δεσμούς μεταξύ τους ώστε καθίστατο αδύνατος ο διαχωρισμός τους. Προκύπτει επίσης από τις σκέψεις αυτές ότι αυτήν την ενιαία παρέμβαση αναγνώρισε η Επιτροπή με την προσβαλλόμενη απόφαση ως το επίμαχο μέτρο παράνομης ενισχύσεως, |
257 |
Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, όπως επισήμαναν η Γαλλική Δημοκρατία και η FT κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 24ης Σεπτεμβρίου 2014, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν βασίζεται στην παραδοχή ότι οι από Ιουλίου 2002 δηλώσεις εντάσσονται επίσης στο πλαίσιο της εν λόγω ενιαίας παρεμβάσεως, ως συστατικά του επίμαχου μέτρου ενισχύσεως στοιχεία. |
258 |
Στην προσβαλλόμενη απόφαση, οι από Ιουλίου 2002 δηλώσεις έχουν, ασφαλώς, εξεταστεί από κοινού με την ενιαία κρατική παρέμβαση χαρακτηρισθείσα ως κρατική ενίσχυση, ήτοι την ανακοίνωση της 4ης Δεκεμβρίου 2002 σε συνδυασμό με την πρόταση προκαταβολής μετόχου, αλλά αποκλειστικά ως στοιχεία του «πλαισίου» της εν λόγω παρεμβάσεως. Τούτο επιβεβαιώνεται από το Δικαστήριο με την αναιρετική απόφαση, δεδομένου ότι επισημαίνει ότι «από την αιτιολογική σκέψη 185 της [προσβαλλομένης] αποφάσεως προκύπτει ότι το αντικείμενο αυτής αφορά την κοινοποιηθείσα στην Επιτροπή προκαταβολή μετόχου και ότι οι από Ιουλίου 2002 δηλώσεις λαμβάνονται υπόψη μόνον κατά το μέτρο που ασκούν αντικειμενικά επιρροή στο πλαίσιο της εξετάσεως της εν λόγω προκαταβολής» (αναιρετική απόφαση, σκέψη 73), ότι, «[γ]ια τον λόγο αυτό, η Επιτροπή εξέτασε τις δηλώσεις αυτές μόνον κατά το μέτρο που αποτελούν το πλαίσιο του προαναφερθέντος μέτρου» και ότι «από το άρθρο 1 της [προσβαλλομένης] αποφάσεως προκύπτει ότι ως κρατική ενίσχυση μη συμβατή με την κοινή αγορά χαρακτηρίζεται μόνον η προκαταβολή μετόχου, οι δε δηλώσεις του Ιουλίου του 2002 μνημονεύονται μόνον κατά το μέτρο που οι δηλώσεις αυτές αποτελούν το πλαίσιο της διαπιστωθείσας ενισχύσεως» (αναιρετική απόφαση, σκέψη 75). |
259 |
Η κατά τα λοιπά εσφαλμένη θέση την οποία υποστήριξε η Επιτροπή (βλ. σκέψεις 249 έως 254 ανωτέρω), κατά την οποία η πρόταση προκαταβολής μετόχου αποτελεί την υλοποίηση μιας κατ’ αρχήν αποφάσεως για τη στήριξη της FT, ληφθείσας ήδη από τις 12 Ιουλίου 2002, έχει μικρότερη εμβέλεια από τη θέση κατά την οποία οι από Ιουλίου 2002 δηλώσεις αποτελούν, όπως η ανακοίνωση της 4ης Δεκεμβρίου 2002 και η πρόταση προκαταβολής μετόχου, συστατικά στοιχεία μιας ενιαίας παρεμβάσεως χαρακτηρισθείσας ως κρατική ενίσχυση. |
260 |
Εξάλλου, στα υπομνήματά της γραπτών παρατηρήσεων της 17ης Ιουλίου 2013 και στις απαντήσεις της κατόπιν γραπτών ερωτήσεων που της έθεσε το Γενικό Δικαστήριο στην παρούσα διαδικασία, η Επιτροπή, καίτοι υποστηρίζει ότι τα διατυπωθέντα στις σκέψεις 103 και 104 της αναιρετικής αποφάσεως κριτήρια πληρούνται εξίσου όσον αφορά τις από Ιουλίου 2002 δηλώσεις, εντούτοις δεν συμπεραίνει εξ αυτού ότι οι δηλώσεις αυτές πρέπει να νοούνται ως συστατικά στοιχεία του χαρακτηρισθέντος με την προσβαλλόμενη απόφαση ως κρατική ενίσχυση μέτρου. Αυτό που η Επιτροπή συνάγει από το γεγονός ότι οι δηλώσεις αυτές και η πρόταση προκαταβολής μετόχου είναι, κατά την άποψή της, άρρηκτα συνδεδεμένες είναι ότι ήταν θεμιτό να θεωρήσει ότι όλες αυτές οι παρεμβάσεις εντάσσονταν στην ίδια διαρκή διαδικασία στηρίξεως της FT από το Γαλλικό Δημόσιο, να υιοθετήσει μια «σφαιρική προσέγγιση» εν προκειμένω (βλ. σκέψη 176 ανωτέρω) και, επομένως, να αναλύσει στο σύνολό τους τις διάφορες αυτές παρεμβάσεις υπό το πρίσμα του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ. Κατά τα λοιπά, η Επιτροπή επιμένει στο γεγονός ότι έλαβε υπόψη της τις από Ιουλίου 2002 δηλώσεις μόνον ως μέρος του πλαισίου της διαπιστωθείσας ενισχύσεως. Ομοίως, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 24ης Σεπτεμβρίου 2004, η Επιτροπή προέβαλε ότι, με τις σκέψεις 102 έως 104 της αναιρετικής αποφάσεως, το Δικαστήριο επικύρωσε τη σφαιρική προσέγγιση της διαδικασίας που η ίδια είχε προτείνει εξαρχής. Επισήμανε επίσης ότι δεν ήταν σε θέση να προσδιορίσει αν οι από Ιουλίου 2002 δηλώσεις και η ανακοίνωση της 4ης Δεκεμβρίου 2002, σε συνδυασμό με την πρόταση προκαταβολής μετόχου, έπρεπε να θεωρηθεί ότι συνιστούν, στο σύνολό τους, μία «ενιαία παρέμβαση» κατά την έννοια της αναιρετικής αποφάσεως και αν μια τέτοια διαπίστωση σημαίνει ότι όλες αυτές οι διαδοχικές παρεμβάσεις αποτελούν μία και μόνη κρατική ενίσχυση, αφήνοντας το Γενικό Δικαστήριο να αποφανθεί επί των ζητημάτων αυτών. |
261 |
Η Επιτροπή, δηλαδή, δεν αντλεί από τους ισχυρισμούς της που βασίζονται στις σκέψεις 103 και 104 της αναιρετικής αποφάσεως άλλα επιχειρήματα από εκείνα που προέβαλε στις προηγούμενες διαδικασίες ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και του Δικαστηρίου και τα οποία έχουν ήδη απορριφθεί στις σκέψεις 202 έως 254 ανωτέρω ως εσφαλμένα ή επειδή πάσχουν πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως. |
262 |
Από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων προκύπτει ότι πρέπει να γίνουν δεκτοί ο τρίτος και ο τέταρτος λόγος που προέβαλαν η Γαλλική Δημοκρατία και η FT, καθόσον σκοπούν στη διαπίστωση πλάνης περί το δίκαιο και πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως κατά την εφαρμογή του κριτηρίου του συνετού ιδιώτη επενδυτή και, ως εκ τούτου, παρερμηνείας της έννοιας της κρατικής ενισχύσεως κατά το άρθρο 87, παράγραφος 1, ΕΚ. Κατά συνέπεια, το άρθρο 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως πρέπει να ακυρωθεί. |
263 |
Υπό αυτές τις συνθήκες, παρέλκει η εξέταση του τέταρτου λόγου ακυρώσεως της Γαλλικής Δημοκρατίας σχετικά με ελλιπή αιτιολογία. |
3. Επί του αιτήματος ακυρώσεως του άρθρου 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως
264 |
Υπενθυμίζεται ότι η Γαλλική Δημοκρατία και η FT ζητούν την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως στο σύνολό της, ήτοι συμπεριλαμβανομένου του άρθρου 2, παρότι δεν προβάλλουν κανένα ειδικό επιχείρημα προς στήριξη αυτού του αιτήματος της προσφυγής τους. |
265 |
Στις σκέψεις 141 και 142 της αναιρετικής αποφάσεως, όσον αφορά το εν λόγω άρθρο 2, το Δικαστήριο εντούτοις μνημονεύει μόνο το υποβληθέν από τις εταιρίες Bouygues αίτημα ακυρώσεως και συνεπώς αναπέμπει μόνον αυτό το αίτημα ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου. |
266 |
Λαμβάνοντας υπόψη τα όρια του αντικειμένου των προσφυγών ακυρώσεως της Γαλλικής Δημοκρατίας και της FT, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 264 ανωτέρω, καθώς και το σημείο 2 του διατακτικού της αναιρετικής αποφάσεως, στο οποίο γίνεται χρήση της λέξεως «αιτήματα» στον πληθυντικό, το Γενικό Δικαστήριο φρονεί ότι όφειλε επίσης να αποφανθεί επί των αιτημάτων ακυρώσεως του άρθρου 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως που υπέβαλαν οι διάδικοι αυτοί. |
267 |
Συναφώς, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, λαμβανομένης υπόψη της ακυρώσεως του άρθρου 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως, βάσει του δεύτερου και του τρίτου λόγου ακυρώσεως που προέβαλαν η Γαλλική Δημοκρατία και η FT, τα αιτήματά τους περί ακυρώσεως του άρθρου 2 της εν λόγω αποφάσεως, το οποίο διαπιστώνει ότι δεν συντρέχει λόγος ανακτήσεως της διαλαμβανόμενης στο άρθρο 1 ενισχύσεως, έχουν καταστεί άνευ αντικειμένου. |
268 |
Συγκεκριμένα, η ακύρωση του άρθρου 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως παράγει αποτελέσματα erga omnes, οπότε περιβάλλεται με απόλυτο δεδικασμένο [αποφάσεις της 1ης Ιουνίου 2006, P & O European Ferries (Vizcaya) και Diputación Foral de Vizcaya κατά Επιτροπής, C‑442/03 P και C‑471/03 P, Συλλογή, EU:C:2006:356, σκέψη 43, και της 4ης Μαρτίου 2009, Tirrenia di Navigazione κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑265/04, T‑292/04 και T‑504/04, EU:T:2009:48, σκέψη 159]. |
269 |
Η ακύρωση αυτή συνεπάγεται την ex tunc εξαφάνιση της διαπιστώσεως του άρθρου 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως περί υπάρξεως ενισχύσεως μη συμβατής προς την κοινή αγορά. Ως εκ τούτου, η δήλωση του άρθρου 2 της αποφάσεως αυτής περί μη ανακτήσεως της εν λόγω ενισχύσεως στερείται περιεχομένου επίσης ex tunc. |
270 |
Υπό τις συνθήκες αυτές, παρέλκει η κρίση επί των αιτημάτων ακυρώσεως της Γαλλικής Δημοκρατίας και της FT που βάλλουν κατά του άρθρου 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως. |
Επί των δικαστικών εξόδων
271 |
Με την αναιρετική απόφαση, το Δικαστήριο επιφυλάχθηκε ως προς τα δικαστικά έξοδα. Επομένως, εναπόκειται στο Γενικό Δικαστήριο να αποφανθεί, με την παρούσα απόφαση, επί του συνόλου των εξόδων σε όλες τις διαδικασίες, σύμφωνα με το άρθρο 219 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου. |
272 |
Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά του έξοδα σε περίπτωση μερικής ήττας των διαδίκων. Πάντως, αν τούτο δικαιολογείται από τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υποθέσεως, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει ότι ένας διάδικος, πέραν των δικαστικών εξόδων του, φέρει και μέρος των εξόδων του αντιδίκου. |
273 |
Εν προκειμένω, επισημαίνεται ότι έχουν γίνει δεκτά τα αιτήματα της Γαλλικής Δημοκρατίας και της FT καθόσον σκοπούν στην ακύρωση του άρθρου 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως, τούτο δε βάσει του δεύτερου και του τρίτου λόγου ακυρώσεως που προέβαλαν. Αντιθέτως, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως δεν έγινε δεκτός. Περαιτέρω, κρίθηκε ότι παρέλκει η κρίση επί των αιτημάτων τους ακυρώσεως του άρθρου 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Κατά δίκαιη εκτίμηση των περιστάσεων της δίκης αποφασίζεται η Επιτροπή να φέρει τα δικαστικά της έξοδα καθώς και τα οκτώ δέκατα των εξόδων στα οποία υποβλήθηκαν η Γαλλική Δημοκρατία και η FT. Η Γαλλική Δημοκρατία και η FT φέρουν εκάστη τα δύο δέκατα των δικαστικών εξόδων τους. |
274 |
Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, η οποία παρενέβη στη διαφορά, πρέπει να φέρει τα δικαστικά της έξοδα, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 138, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας. |
Για τους λόγους αυτούς, ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο πενταμελές τμήμα) αποφασίζει: |
|
|
|
|
|
Frimodt Nielsen Dehousse Wiszniewska‑Białecka Collins Ulloa Rubio Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 2 Ιουλίου 2015. (υπογραφές) |
Περιεχόμενα
Ιστορικό της διαφοράς |
|
1. Γενικό πλαίσιο της υποθέσεως |
|
2. Διοικητική διαδικασία |
|
3. Προσβαλλόμενη απόφαση |
|
Προηγούμενες διαδικασίες ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και του Δικαστηρίου |
|
1. Προηγούμενη διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου |
|
2. Προηγούμενη διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου |
|
Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων κατόπιν αναπομπής |
|
Σκεπτικό |
|
1. Επί του παραδεκτού της προσφυγής στην υπόθεση T‑444/04 RENV |
|
2. Επί του αιτήματος ακυρώσεως του άρθρου 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως |
|
Προκαταρκτικές παρατηρήσεις |
|
Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από παράβαση ουσιώδους τύπου και προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας |
|
Επί της παραβάσεως ουσιώδους τύπου |
|
– Επιχειρήματα των διαδίκων |
|
– Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου |
|
Επί της προσβολής των δικαιωμάτων άμυνας |
|
– Επιχειρήματα των διαδίκων |
|
– Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου |
|
Επί του δεύτερου και του τρίτου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με πλάνη περί το δίκαιο και πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως όσον αφορά την εφαρμογή του κριτηρίου του συνετού ιδιώτη |
|
Επιχειρήματα των διαδίκων |
|
Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου |
|
– Υπόμνηση της σχετικής νομολογίας |
|
– Υπόμνηση της ακολουθηθείσας από την Επιτροπή συλλογιστικής στην προσβαλλόμενη απόφαση |
|
– Σχετικά με το μέτρο επί του οποίου η Επιτροπή όφειλε να εφαρμόσει το κριτήριο του συνετού ιδιώτη επενδυτή |
|
– Επί του χρονικού πλαισίου βάσει του οποίου η Επιτροπή όφειλε να εφαρμόσει το κριτήριο του συνετού ιδιώτη επενδυτή |
|
– Επί του ζητήματος αν η πρόταση προκαταβολής μετόχου, ανακοινωθείσα και κοινοποιηθείσα στις 4 Δεκεμβρίου 2002, αποτελούσε την υλοποίηση των από Ιουλίου 2002 δηλώσεων |
|
– Επί του ζητήματος αν οι από Ιουλίου 2002 δηλώσεις και η ανακοίνωση της 4ης Δεκεμβρίου 2002, σε συνδυασμό με την πρόταση προκαταβολής μετόχου, συνιστούσαν, στο σύνολό τους, μία «ενιαία παρέμβαση» |
|
3. Επί του αιτήματος ακυρώσεως του άρθρου 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως |
|
Επί των δικαστικών εξόδων |
( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική