ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)
της 19ης Μαρτίου 2013 ( *1 )
«Πρόσβαση στα έγγραφα — Κανονισμός (ΕΚ) 1049/2001 — Έγγραφα σχετικά με το προσχέδιο διεθνούς εμπορικής συμφωνίας για την καταπολέμηση της παραποίησης/απομίμησης (ACAC-ACTA) — Έγγραφα σχετικά με τις διαπραγματεύσεις — Άρνηση προσβάσεως — Εξαίρεση που αφορά την προστασία του δημοσίου συμφέροντος στον τομέα των διεθνών σχέσεων — Πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως — Αναλογικότητα — Υποχρέωση αιτιολογήσεως»
Στην υπόθεση T-301/10,
Sophie in ’t Veld, κάτοικος Βρυξελλών (Βέλγιο), εκπροσωπούμενη από τους O. W. Brouwer και J. Blockx, δικηγόρους,
προσφεύγουσα,
κατά
Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης αρχικώς από τον C. Hermes και την C. ten Dam, στη συνέχεια, από τον C. Hermes και την F. Clotuche-Duvieusart,
καθής,
με αρχικό αντικείμενο αίτημα μερικής ακυρώσεως της αποφάσεως SG.E.3/HP/psi – Ares (2010) 234950 της Επιτροπής, της 4ης Μαΐου 2010, καθόσον δεν επιτρέπει την πρόσβαση σε ορισμένα έγγραφα σχετικά με το σχέδιο διεθνούς εμπορικής συμφωνίας για την καταπολέμηση της παραποίησης/απομίμησης (ACAC),
ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),
συγκείμενο από τους N. J. Forwood, πρόεδρο, F. Dehousse (εισηγητή) και J. Schwarcz, δικαστές,
γραμματέας: N. Rosner, υπάλληλος διοικήσεως,
έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 10ης Οκτωβρίου 2012,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
Ιστορικό της διαφοράς
1 |
Στις 17 Νοεμβρίου 2008 η προσφεύγουσα, Sophie in ’t Veld, υπέβαλε, δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής (ΕΕ L 145, σ. 43), αίτηση προσβάσεως σε όλα τα έγγραφα σχετικά με τη διεθνή εμπορική συμφωνία για την καταπολέμηση της παραποίησης/απομίμησης (στο εξής: ACAC). Η προσφεύγουσα έλαβε απάντηση όσον αφορά την αίτηση αυτή. |
2 |
Κατόπιν της ανωτέρω πρώτης διαδικασίας προσβάσεως, η οποία δεν αποτελεί αντικείμενο της παρούσας δίκης, η προσφεύγουσα, με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 1ης Δεκεμβρίου 2009, ζήτησε να της επιτραπεί η πρόσβαση, βάσει του κανονισμού 1049/2001, σε «όλα τα έγγραφα σχετικά με την ACAC που είναι μεταγενέστερα της [πρώτης] αιτήσεως, και ιδίως τα έγγραφα των διαπραγματεύσεων που διεξήχθησαν στη Σεούλ (Νότια Κορέα) τον Νοέμβριο του [2009]». |
3 |
Με την απάντησή του της 21ης Ιανουαρίου 2010, ο γενικός διευθυντής της Γενικής Διευθύνσεως (στο εξής: ΓΔ) Εμπορίου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής διαβίβασε στην προσφεύγουσα κατάλογο –διαιρεμένο σε δεκατρία τμήματα υπό τα στοιχεία a έως m– σχετικών με την ACAC εγγράφων τα οποία η Επιτροπή είχε στην κατοχή της. Επέτρεψε την πρόσβαση στα έγγραφα που είχαν τεθεί υπό τα στοιχεία a έως d του καταλόγου και δεν επέτρεψε την πρόσβαση στα έγγραφα που είχαν τεθεί υπό τα εννέα υπόλοιπα στοιχεία e έως m, για τον λόγο ότι ως προς τα έγγραφα αυτά συνέτρεχαν οι λόγοι εξαιρέσεως που προβλέπει ο κανονισμός 1049/2001. |
4 |
Ειδικότερα, τα στοιχεία f, k και l του καταλόγου που περιλαμβανόταν στην απάντηση της 21ης Ιανουαρίου 2010 έφεραν τους εξής τίτλους:
|
5 |
Στις 10 Φεβρουαρίου 2010 η προσφεύγουσα υπέβαλε ενώπιον του γενικού διευθυντή της ΓΔ «Εμπόριο» επιβεβαιωτική αίτηση. |
6 |
Με έγγραφο της 3ης Μαρτίου 2010, ο υπεύθυνος προϊστάμενος μονάδας στο πλαίσιο της Γενικής Γραμματείας της Επιτροπής ενημέρωσε την προσφεύγουσα ότι, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 8, παράγραφος 2, του κανονισμού 1049/2001, η προθεσμία απαντήσεως της επιβεβαιωτικής της αιτήσεως παρατεινόταν κατά δεκαπέντε ημέρες, δηλαδή ως τις 24 Μαρτίου 2010. |
7 |
Με έγγραφο της 24ης Μαρτίου 2010, και κατόπιν με μηνύματα ηλεκτρονικής αλληλογραφίας της 23ης και της 30ής Απριλίου 2010, ο υπεύθυνος προϊστάμενος μονάδας ενημέρωσε την προσφεύγουσα ότι δεν είχε καταστεί ακόμη δυνατή η λήψη αποφάσεως επί της επιβεβαιωτικής αιτήσεως προσβάσεως, αλλά και ότι είχε γίνει κάθε προσπάθεια προκειμένου να καταστεί δυνατή η ταχεία έκδοση της αποφάσεως αυτής. |
8 |
Τον Απρίλιο του 2010, οι συμμετέχοντες στις διαπραγματεύσεις της ACAC δημοσιοποίησαν έγγραφο με τον τίτλο «Consolidated Text Prepared for Public Release – Anti-Counterfeiting Trade Agreement – PUBLIC Predecisional/Deliberative Draft: April 2010» (ενοποιημένο κείμενο προς δημοσιοποίηση – Εμπορική συμφωνία καταπολέμησης της παραποίησης/απομίμησης – ΔΗΜΟΣΙΟ προσχέδιο προς απόφαση/διαβούλευση – Απρίλιος 2010) (στο εξής: ενοποιημένο κείμενο του προσχεδίου της ACAC). |
9 |
Στις 4 Μαΐου 2010 ο Γενικός Γραμματέας της Επιτροπής εξέδωσε και κοινοποίησε στην προσφεύγουσα την απόφαση SG.E.3/HP/psi – Ares (2010) 234950 (στο εξής: απόφαση της 4ης Μαΐου 2010). Στον κατάλογο που προσαρτήθηκε στην απόφαση αυτή, η Επιτροπή προσδιόρισε 49 έγγραφα, αριθμημένα από το 1 έως το 49. |
10 |
Ο Γενικός Γραμματέας επέτρεψε πλήρη πρόσβαση σε ένα από τα έγγραφα αυτά (έγγραφο υπ’ αριθ. 49 του καταλόγου που προσαρτήθηκε στην απόφαση της 4ης Μαΐου 2010) και μερική πρόσβαση σε τέσσερα έγγραφα (έγγραφα υπ’ αριθ. 45 έως 48 του καταλόγου αυτού), για τον λόγο ότι για το έγγραφο υπ’ αριθ. 49 και για τα συγκεκριμένα τμήματα των εγγράφων υπ’ αριθ. 45 έως 48 δεν συνέτρεχε καμία από τις προβλεπόμενες στον κανονισμό 1049/2001 εξαιρέσεις από το δικαίωμα προσβάσεως. |
11 |
Αντιθέτως, όσον αφορά τα έγγραφα υπ’ αριθ. 1 έως 44 του καταλόγου που προσαρτήθηκε στην απόφαση της 4ης Μαΐου 2010 καθώς και τα έγγραφα υπ’ αριθ. 45 έως 48 του καταλόγου αυτού, ως προς το υπόλοιπό τους, ο Γενικός Γραμματέας επιβεβαίωσε την άρνηση προσβάσεως που είχε κοινοποιήσει ο Γενικός Διευθυντής της ΓΔ «Εμπόριο», επικαλούμενος την εξαίρεση από το δικαίωμα πρόσβασης που προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001. |
Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων
12 |
Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 14 Ιουλίου 2010, η προσφεύγουσα άσκησε την υπό κρίση προσφυγή. |
13 |
Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 25 Οκτωβρίου 2010, το Βασίλειο της Δανίας ζήτησε να παρέμβει υπέρ των αιτημάτων της προσφεύγουσας. |
14 |
Κατόπιν της αποδοχής της αιτήσεως παρεμβάσεως, το Βασίλειο της Δανίας ζήτησε, με έγγραφο της 10ης Φεβρουαρίου 2011, την ανάκληση της παρεμβάσεώς του. |
15 |
Με διάταξη της 17ης Μαρτίου 2011, ο πρόεδρος του δεύτερου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου δέχθηκε το ως άνω αίτημα ανακλήσεως και διέταξε, ελλείψει συναφών παρατηρήσεων των κυρίων διαδίκων, ότι τόσο οι κύριοι διάδικοι όσο και το Βασίλειο της Δανίας θα φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους που αφορούν την αίτηση παρεμβάσεως. |
16 |
Με την προσφυγή της, η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:
|
17 |
Με την προσφυγή της, η προσφεύγουσα επισήμανε, ειδικότερα, ότι η απόφαση της 4ης Μαΐου 2010, δεδομένου ότι δεν αναφέρει τα έγγραφα που έχουν τεθεί υπό τα στοιχεία f, k και l στην απάντηση της 21ης Ιανουαρίου 2010 –με την εξαίρεση, όμως, των υπ’ αριθ. 27 και 28 δύο εγγράφων που περιλαμβάνονται στον κατάλογο που προσαρτήθηκε στην απόφαση της 4ης Μαΐου 2010– απέρριψε σιωπηρώς το αίτημα προσβάσεως στα έγγραφα αυτά χωρίς να διαλάβει αιτιολογία της απορρίψεως αυτής. |
18 |
Με το υπόμνημα αντικρούσεως, η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:
|
19 |
Με το υπόμνημα αντικρούσεως, η Επιτροπή προσέθεσε ότι, κατά το μέτρο που η απόφαση της 4ης Μαΐου 2010 απέρριπτε σιωπηρώς την αίτηση προσβάσεως όσον αφορά ορισμένα έγγραφα, θα εξέδιδε ρητή σχετική απόφαση και θα ενημέρωνε συναφώς την προσφεύγουσα και το Γενικό Δικαστήριο. |
20 |
Στις 9 Δεκεμβρίου 2010 ο Γενικός Γραμματέας της Επιτροπής εξέδωσε την ως άνω απόφαση, η οποία καταχωρίστηκε ως SG.E.3/HP/MM/psi – Ares (2010) 924119 (στο εξής: απόφαση της 9ης Δεκεμβρίου 2010). |
21 |
Η Επιτροπή διαβίβασε αυθημερόν στην προσφεύγουσα την απόφαση της 9ης Δεκεμβρίου 2010 με μήνυμα ηλεκτρονικής αλληλογραφίας και την κοινοποίησε στο Γενικό Δικαστήριο με έγγραφο της 10ης Δεκεμβρίου 2010, το οποίο πρωτοκολλήθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 14 Δεκεμβρίου 2010. |
22 |
Με την απόφαση της 9ης Δεκεμβρίου 2010, ο Γενικός Γραμματέας της Επιτροπής υπενθύμισε την αιτίαση της προσφεύγουσας κατά της σιωπηρής αρνήσεως προσβάσεως που εμπεριέχει η απόφαση της 4ης Μαΐου 2010, όσον αφορά τα έγγραφα που αναφέρονται υπό τα στοιχεία f, k και l στην απάντηση της 21ης Ιανουαρίου 2010. |
23 |
Στη συνέχεια, ο Γενικός Γραμματέας της Επιτροπής επισήμανε ότι, όπως αναγνώρισε η Επιτροπή με το υπόμνημά της αντικρούσεως, στην απόφαση της 4ης Μαΐου 2010 όντως δεν είχε γίνει μνεία ορισμένων από τα έγγραφα που είχαν τεθεί υπό τα τρία αυτά στοιχεία. |
24 |
Ο Γενικός Γραμματέας προσέθεσε ότι, συνεπώς, αντικείμενο της αποφάσεως της 9ης Δεκεμβρίου 2010 ήταν τα τρία αυτά στοιχεία του καταλόγου. Τόνισε ότι, όπως είχε επισημανθεί με την απόφαση της 4ης Μαΐου 2010, είχε θεωρηθεί ότι η αίτηση προσβάσεως της 1ης Δεκεμβρίου 2009 κάλυπτε όλα τα μεταγενέστερα της 17ης Νοεμβρίου 2008 έγγραφα, τα οποία περιείχαν ουσιώδεις πληροφορίες σχετικά με τις διαπραγματεύσεις της ACAC. |
25 |
Κατόπιν, ο Γενικός Γραμματέας προέβη στην εξέταση της αιτήσεως προσβάσεως. |
26 |
Αφενός, ο Γενικός Γραμματέας απέκλεισε από το πεδίο της εξετάσεώς του διάφορα έγγραφα τα οποία είχαν τεθεί υπό ένα από τα στοιχεία f, k ή l της απαντήσεως της 21ης Ιανουαρίου 2010, για τον λόγο ότι είτε είχε ήδη γίνει εκτίμηση των εγγράφων αυτών με την απόφαση της 4ης Μαΐου 2010 είτε ότι δεν είχαν αποτελέσει αντικείμενο τέτοιας εκτιμήσεως επειδή, καθόσον δεν περιελάμβαναν ουσιώδεις πληροφορίες σχετικά με τις διαπραγματεύσεις της ACAC, δεν τα αφορούσε η αίτηση προσβάσεως. |
27 |
Αφετέρου, ο Γενικός Γραμματέας προσδιόρισε πέντε επιπλέον έγγραφα τα οποία, μολονότι είχαν τεθεί υπό ένα από τα ανωτέρω αναφερθέντα στοιχεία, δεν εξετάστηκαν στην απόφαση της 4ης Μαΐου 2010. |
28 |
Τα επιπλέον αυτά έγγραφα φέρουν, στον κατάλογο που προσαρτήθηκε στην απόφαση της 9ης Δεκεμβρίου 2010, τους αριθμούς 27a, 40a, 50, 51 και 52. |
29 |
Ο Γενικός Γραμματέας προέβη στην εξέταση της αιτήσεως προσβάσεως καθόσον αφορούσε τα ως άνω επιπλέον πέντε έγγραφα. |
30 |
Κατ’ αρχάς, ο Γενικός Γραμματέας δεν επέτρεψε την πρόσβαση στα έγγραφα υπ’ αριθ. 27a και 40a του καταλόγου που προσαρτήθηκε στην απόφαση της 9ης Δεκεμβρίου 2010, στηριζόμενος στο άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001. |
31 |
Στη συνέχεια, ο Γενικός Γραμματέας επέτρεψε μερική πρόσβαση στα έγγραφα υπ’ αριθ. 50 έως 52 του καταλόγου που προσαρτήθηκε στην απόφαση της 9ης Δεκεμβρίου 2010, ενώ η άρνησή του να επιτρέψει πρόσβαση στο υπόλοιπο των εγγράφων αυτών στηριζόταν, επίσης, στο άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001. |
32 |
Με τις από 19 Ιανουαρίου 2011 παρατηρήσεις της επί της αποφάσεως της 9ης Δεκεμβρίου 2010, η προσφεύγουσα αμφισβήτησε ορισμένες από τις αρνήσεις προσβάσεως που περιείχε η απόφαση αυτή, αποδέχθηκε άλλες και ζήτησε να προσκομίσει η Επιτροπή ένα έγγραφο ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου. |
33 |
Με διάταξη της 9ης Ιουνίου 2011 (στο εξής: διάταξη της 9ης Ιουνίου 2011), ο πρόεδρος του δεύτερου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου, αφού διαπίστωσε ότι με την υπό κρίση προσφυγή ζητείται η μερική ακύρωση των αποφάσεων της 4ης Μαΐου και της 9ης Δεκεμβρίου 2010, διέταξε την Επιτροπή, δυνάμει των άρθρων 65, στοιχείο βʹ, 66, παράγραφος 1, και 67, παράγραφος 3, τρίτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, να προσκομίσει όλα τα έγγραφα στα οποία δεν είχε επιτρέψει την πρόσβαση με τις δύο ως άνω αποφάσεις. |
34 |
Η Επιτροπή συμμορφώθηκε προς τη διάταξη αυτή με έγγραφο το οποίο πρωτοκολλήθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 8 Ιουλίου 2011. |
35 |
Επιπλέον και σε απάντηση προσκλήσεως του Γενικού Δικαστηρίου, η Επιτροπή, με δικόγραφο της 1ης Ιουλίου 2011, κατέθεσε τις παρατηρήσεις της επί των παρατηρήσεων της προσφεύγουσας της 19ης Ιανουαρίου 2011. |
36 |
Με τις παρατηρήσεις της της 1ης Ιουλίου 2011, η Επιτροπή ζήτησε την απόρριψη της προσφυγής, όπως την προσάρμοσε η προσφεύγουσα με τις από 19 Ιανουαρίου 2011 παρατηρήσεις της, καθώς και την καταδίκη της προσφεύγουσας στα δικαστικά έξοδα. |
37 |
Με επιστολή της 28ης Οκτωβρίου 2011 η οποία πρωτοκολλήθηκε αυθημερόν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου, ο Γενικός Γραμματέας της Επιτροπής δήλωσε ότι είχε διαπιστώσει ότι ένα από τα έγγραφα που είχαν κοινοποιηθεί εμπιστευτικώς στο Γενικό Δικαστήριο με επιστολή της 8ης Ιουλίου 2011 σε εκτέλεση της διατάξεως της 9ης Ιουνίου 2011 και ειδικότερα το έγγραφο υπ’ αριθ. 47 του πίνακα I της επιστολής αυτής δεν αντιστοιχούσε στο έγγραφο το οποίο είχε εν μέρει γνωστοποιηθεί στην προσφεύγουσα με την απόφαση της 4ης Μαΐου 2010 και το οποίο έφερε τον αριθμό 47 στον κατάλογο που προσαρτήθηκε στην απόφαση αυτή. |
38 |
Η Επιτροπή κοινοποίησε συνεπώς στο Γενικό Δικαστήριο, ως διορθωτικό της επιστολής της 8ης Ιουλίου 2011, το εμπιστευτικό έγγραφο το οποίο αντιστοιχούσε στο έγγραφο που έφερε τον αριθμό 47 στον κατάλογο που προσαρτήθηκε στην απόφαση της 4ης Μαΐου 2010. |
39 |
Η Επιτροπή προσέθεσε ότι διαπίστωσε, επ’ ευκαιρία του ελέγχου του φακέλου της, ότι, όσον αφορά όχι μόνο τον έκτο γύρο (round) των διαπραγματεύσεων της ACAC –έκθεση σχετικά με τον οποίο ήταν το υπ’ αριθ. 47 έγγραφο του καταλόγου που προσαρτήθηκε στην απόφαση της 4ης Μαΐου 2010–, αλλά επίσης και όσον αφορά τον τέταρτο, πέμπτο και έκτο γύρο των διαπραγματεύσεων της ACAC, στα αρχεία της Επιτροπής υπήρχαν δύο –και όχι μία– εκθέσεις για κάθε γύρο των διαπραγματεύσεων. |
40 |
Η Επιτροπή επισήμανε ότι αυτό οφειλόταν στο γεγονός ότι, κατά τη λήξη κάθε γύρου των διαπραγματεύσεων, οι υπηρεσίες της κατάρτιζαν μία πρώτη έκθεση για την ταχεία πληροφόρηση της διευθύνσεως της ΓΔ «Εμπόριο», ενώ στη συνέχεια καταρτιζόταν δεύτερη έκθεση η οποία απευθυνόταν στην «ομάδα εργασίας “Εμπόριο” του Συμβουλίου», πρώην «επιτροπή του άρθρου 133». |
41 |
Η Επιτροπή, αφού διαπίστωσε ότι μόνο μία από τις δύο εκθέσεις για καθένα από τους ως άνω γύρους των διαπραγματεύσεων της ACAC είχε προσδιοριστεί και εξεταστεί με την απόφαση της 4ης Μαΐου 2010 (έγγραφα υπ’ αριθ. 45 έως 48 του καταλόγου που προσαρτήθηκε στην απόφαση αυτή), ανακοίνωσε ότι θα εξέδιδε πρόσθετη συμπληρωματική απόφαση, με την οποία θα εξέταζε την αίτηση προσβάσεως όσον αφορά τα εκ των υστέρων προσδιορισθέντα έγγραφα. |
42 |
Η Επιτροπή δήλωσε ότι θα ενημέρωνε το Γενικό Δικαστήριο για το αποτέλεσμα της εξετάσεως αυτής και ότι θα διαβίβαζε, σύμφωνα με τη διάταξη της 9ης Ιουνίου 2011, το πλήρες κείμενο των ως άνω εγγράφων. |
43 |
Κατόπιν ερωτήματος, που της τέθηκε από το Γενικό Δικαστήριο με έγγραφο της 21ης Δεκεμβρίου 2011 σχετικά με την έκδοση της πρόσθετης αυτής συμπληρωματικής αποφάσεως, η Επιτροπή δήλωσε, με έγγραφο της 9ης Ιανουαρίου 2012, ότι οι υπηρεσίες της προετοίμαζαν την απόφαση, προκειμένου αυτή να εκδοθεί εντός δύο εβδομάδων. |
44 |
Στις 27 Ιανουαρίου 2012 ο Γενικός Γραμματέας της Επιτροπής εξέδωσε την πρόσθετη συμπληρωματική απόφαση (στο εξής: απόφαση της 27ης Ιανουαρίου 2012), την οποία διαβίβασε, την 1η Φεβρουαρίου 2012, στην προσφεύγουσα και, την επομένη, στο Γενικό Δικαστήριο. |
45 |
Ως παράρτημα της αποφάσεως αυτής τίθενται οκτώ έγγραφα, ένα εκ των οποίων (το οποίο αντιστοιχεί στο έγγραφο υπ’ αριθ. 48 του καταλόγου που προσαρτήθηκε στην απόφαση της 4ης Μαΐου 2010) παρατίθεται ολόκληρο ενώ από τα επτά υπόλοιπα έχουν αποκρυβεί αποσπάσματα. |
46 |
Τρία από τα επτά ως άνω έγγραφα αντιστοιχούν στα έγγραφα υπ’ αριθ. 45 έως 47 του καταλόγου που προσαρτήθηκε στην απόφαση της 4ης Μαΐου 2010. Τα τέσσερα υπόλοιπα έγγραφα ήταν διαφορετικές μορφές των εγγράφων υπ’ αριθ. 45 έως 48 του καταλόγου αυτού. Τα τέσσερα αυτά έγγραφα θα μνημονεύονται στο εξής ως τα έγγραφα υπ’ αριθ. 45a, 46a, 47a και 48a που προσαρτήθηκαν στην απόφαση της 27ης Ιανουαρίου 2012. |
47 |
Ο Γενικός Γραμματέας επισήμανε ότι εξέτασε την αίτηση χορηγήσεως προσβάσεως όσον αφορά τα έγγραφα υπ’ αριθ. 45a, 46a, 47a και 48a που προσαρτήθηκαν στην απόφαση της 27ης Ιανουαρίου 2012, επί τη βάσει των περιστάσεων που ίσχυαν κατά τον χρόνο της αποφάσεως αυτής. Προσέθεσε ότι, για την αποφυγή αποκλίσεων, προέβη σε εκ νέου εξέταση των άλλων μορφών των εγγράφων αυτών που είχαν ήδη εξεταστεί με την απόφαση της 4ης Μαΐου 2010. |
48 |
Ο Γενικός Γραμματέας επισήμανε ότι, ως προς τα ως άνω οκτώ έγγραφα, η απόφαση της 27ης Ιανουαρίου 2012 αντικαθιστά την απόφαση της 4ης Μαΐου 2010. |
49 |
Ο Γενικός Γραμματέας αιτιολόγησε όλες τις αποκρύψεις αποσπασμάτων, πλην εκείνων που αφορούσαν τα ονόματα των αντιπροσώπων και μία παράγραφο υπό τον τίτλο «Details» του εγγράφου υπ’ αριθ. 47 του καταλόγου που προσαρτήθηκε στην απόφαση της 4ης Μαΐου 2010, επικαλούμενος την εξαίρεση από το δικαίωμα προσβάσεως που προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001 (μέρος 4.1 της αποφάσεως της 27ης Ιανουαρίου 2012). Αιτιολόγησε την απόκρυψη των ονομάτων των αντιπροσώπων επικαλούμενος την εξαίρεση από το δικαίωμα προσβάσεως που προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1049/2001 (μέρος 4.2 της αποφάσεως της 27ης Ιανουαρίου 2012), και την απόκρυψη της προαναφερθείσας παραγράφου με τον τίτλο «Details», επικαλούμενος την εξαίρεση από το δικαίωμα προσβάσεως που προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του ίδιου κανονισμού (μέρος 4.3 της αποφάσεως της 27ης Ιανουαρίου 2012). |
50 |
Ο Γενικός Γραμματέας επέτρεψε:
|
51 |
Με έγγραφο της 28ης Φεβρουαρίου 2012, η προσφεύγουσα κατέθεσε, κατόπιν προσκλήσεως του Γενικού Δικαστηρίου, τις παρατηρήσεις της επί της αποφάσεως της 27ης Ιανουαρίου 2012. |
52 |
Η προσφεύγουσα υποστήριξε ότι εξακολουθούσε να έχει έννομο συμφέρον για την ακύρωση της αποφάσεως της 4ης Μαΐου 2010. Εξέφρασε αμφιβολίες ως προς το κατά πόσον μπορεί να διασωθεί η νομιμότητα της αποφάσεως της 4ης Μαΐου 2010 με την εκ των υστέρων επίκληση εξαιρέσεων από το δικαίωμα προσβάσεως των οποίων δεν είχε γίνει επίκληση με την απόφαση αυτή, και δήλωσε ότι, ως εκ τούτου, δεν θα αναφερθεί στις λοιπές αυτές εξαιρέσεις. Κατά την προσφεύγουσα, η ευρύτερη μερική πρόσβαση που επιτράπηκε με την απόφαση της 27ης Ιανουαρίου 2012 καθιστούσε δυνατή τη διακρίβωση της ορθότητας του σκεπτικού της Επιτροπής όσον αφορά τις αποκρύψεις αποσπασμάτων που πραγματοποιήθηκαν με την απόφαση της 4ης Μαΐου 2010. Πράγματι, η φύση των πληροφοριών που γνωστοποιήθηκαν με την απόφαση της 27ης Ιανουαρίου 2012 γεννά σοβαρές αμφιβολίες για την εκ μέρους της Επιτροπής ερμηνεία των λόγων αποκρύψεως που επικαλείται με την απόφαση της 4ης Μαΐου 2010, οι οποίοι, κατά την προσφεύγουσα, έχουν εν προκειμένω ερμηνευθεί και εφαρμοστεί κατά τρόπο που υπερβαίνει κατά πολύ το εύλογο περιεχόμενό τους. |
53 |
Η προσφεύγουσα προσέθεσε ότι διαπίστωσε ότι, εξαιτίας πληροφορικού σφάλματος κατά την προς αυτήν αυθημερόν διαβίβαση εκ μέρους της Επιτροπής με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της αποφάσεως της 4ης Μαΐου 2010, της κοινοποιήθηκε, στην πραγματικότητα, το πλήρες κείμενο των εγγράφων υπ’ αριθ. 45 έως 48 του καταλόγου που προσαρτήθηκε στην εν λόγω απόφαση. Η προσφεύγουσα, βάσει της ιδίας γνώσεώς της του πλήρους κειμένου των εγγράφων αυτών, εξέφρασε τη διαφωνία της για ορισμένες αποκρύψεις αποσπασμάτων σχετικά με προτάσεις διαπραγματευόμενου μέρους που ενδεχομένως υπερέβαιναν τα όρια του κοινοτικού κεκτημένου και οι οποίες, κατά την προσφεύγουσα, αντιβαίνουν προς τις απαιτήσεις διαφάνειας που έθεσε το Δικαστήριο με την απόφασή του της 1ης Ιουλίου 2008, C-39/05 P και C-52/05 P, Σουηδία και Turco κατά Συμβουλίου (Συλλογή 2008, σ. I-4723, σκέψη 59). |
54 |
Με διάταξη της 15ης Μαρτίου 2012, ο πρόεδρος του δεύτερου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου διέταξε την Επιτροπή, δυνάμει των άρθρων 65, στοιχείο βʹ, 66, παράγραφος 1, και 67, παράγραφος 3, τρίτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας, να προσκομίσει τα τέσσερα έγγραφα που εξετάστηκαν για πρώτη φορά με την απόφαση της 27ης Ιανουαρίου 2012. |
55 |
Η Επιτροπή συμμορφώθηκε προς τη διάταξη αυτή με έγγραφο το οποίο πρωτοκολλήθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 10 Απριλίου 2012. |
56 |
Επιπλέον, με δικόγραφο της ίδιας ημέρας, η Επιτροπή κατέθεσε τις παρατηρήσεις της επί των από 28 Φεβρουαρίου 2012 παρατηρήσεων της προσφεύγουσας. |
57 |
Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 13 Ιουλίου 2012, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ζήτησε να παρέμβει υπέρ των αιτημάτων της προσφεύγουσας, Η αίτησή αυτή, που κατατέθηκε μετά από την απόφαση για την έναρξη της προφορικής διαδικασίας, απορρίφθηκε με διάταξη του προέδρου του δεύτερου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου στις 28 Αυγούστου 2012. |
Σκεπτικό
58 |
Προκαταρκτικώς, πρέπει να προσδιοριστεί το αντικείμενο της υπό κρίση προσφυγής λαμβανομένων υπόψη των αποφάσεων που εξέδωσε η Επιτροπή απαντώντας στην αίτηση προσβάσεως και των διαφόρων εγγράφων που εξετάστηκαν με τις αποφάσεις αυτές. |
Α– Επί του αντικειμένου της προσφυγής
1. Επί του αντικειμένου της προσφυγής όσον αφορά ορισμένες από τις αρνήσεις προσβάσεως που περιέχει η απόφαση της 4ης Μαΐου 2010
59 |
Με την απόφαση της 4ης Μαΐου 2010, η Επιτροπή αποφάνθηκε επί της αιτήσεως προσβάσεως όσον αφορά τα έγγραφα υπ’ αριθ. 1 έως 49 του καταλόγου που προσαρτήθηκε στην απόφαση αυτή. Επέτρεψε την πρόσβαση στο έγγραφο υπ’ αριθ. 49. Αρνήθηκε την πρόσβαση στα έγγραφα υπ’ αριθ. 1 έως 44, και επέτρεψε μερική μόνο πρόσβαση στα έγγραφα υπ’ αριθ. 45 έως 48. |
60 |
Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, παρά το αίτημα της προσφυγής περί ακυρώσεως της «αποφάσεως της 4ης Μαΐου 2010», με την προσφυγή δεν ζητείται συνολικά η ακύρωση της αποφάσεως καθόσον αυτή περιλαμβάνει αρνήσεις προσβάσεως. |
61 |
Πράγματι, κατά την Επιτροπή, η προσφεύγουσα, με το δικόγραφο της προσφυγής της, δήλωσε ότι, όσον αφορά τα έγγραφα υπ’ αριθ. 30 έως 48 του καταλόγου που προσαρτήθηκε στην απόφαση της 4ης Μαΐου 2010, «δεν αμφισβητεί την απόφαση της Επιτροπής να μην επιτρέψει την πρόσβαση στα έγγραφα αυτά». Η προσφυγή στρέφεται, συνεπώς, κατά της αρνήσεως προσβάσεως στα υπόλοιπα έγγραφα του καταλόγου αυτού, πλην των υπ’ αριθ. 30 έως 48. |
62 |
Η προσφεύγουσα αμφισβητεί την εκ μέρους της Επιτροπής ερμηνεία της προσφυγής της. Συνομολογεί, βεβαίως, ότι η Επιτροπή μπορεί να αρνηθεί την πρόσβαση στα στοιχεία που αφορούν τις επιδιώξεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τις πτυχές της στρατηγικής της στις διαπραγματεύσεις της ACAC. |
63 |
Υποστηρίζει, εντούτοις, ότι αμφισβητεί την ορθότητα της εκτιμήσεως στη οποία προέβη η Επιτροπή σχετικά με τη δυνατότητα μερικής γνωστοποιήσεως των εγγράφων υπ’ αριθ. 45 έως 48 του καταλόγου που προσαρτήθηκε στην απόφαση της 4ης Μαΐου 2010. |
64 |
Πρέπει να επισημανθεί ότι η προσφεύγουσα, στις αναπτύξεις του δικογράφου της προσφυγής της που αφορούν τον τρίτο λόγο ακυρώσεως, ο οποίος αντλείται από την παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, αφού αμφισβήτησε την άρνηση προσβάσεως στα έγγραφα υπ’ αριθ. 1 έως 29 του καταλόγου που προσαρτήθηκε στην απόφαση της 4ης Μαΐου 2010, δήλωσε ότι, όσον αφορά τα έγγραφα υπ’ αριθ. 30 έως 48 του καταλόγου αυτού, «δεν αμφισβητεί την απόφαση της Επιτροπής να μην επιτρέψει την πρόσβαση στα έγγραφα αυτά». |
65 |
Εντούτοις, επιβάλλεται, επίσης, η διαπίστωση ότι, στη συνέχεια του δικογράφου της προσφυγής, η προσφεύγουσα υποστήριξε, στο πλαίσιο του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, ότι, όσον αφορά τα έγγραφα που έλαβε σε επεξεργασμένη μορφή –ήτοι ακριβώς τα έγγραφα υπ’ αριθ. 45 έως 48 του καταλόγου που προσαρτήθηκε στην απόφαση της 4ης Μαΐου 2010– η Επιτροπή είχε προβεί σε υπερβολική απόκρυψη αποσπασμάτων των εγγράφων αυτών. Η προσφεύγουσα προσέθεσε ότι, μολονότι είναι αδύνατος ο εκ μέρους της προσδιορισμός συγκεκριμένων αποσπασμάτων των επεξεργασμένων εγγράφων τα οποία θα έπρεπε να έχουν γνωστοποιηθεί, φαίνεται, βάσει ορισμένων αποκρύψεων αποσπασμάτων στις οποίες έχει προβεί η Επιτροπή, ότι το θεσμικό αυτό όργανο υιοθέτησε προσέγγιση υπερβολικά περιοριστική και συσταλτική. |
66 |
Με το υπόμνημα απαντήσεως, η προσφεύγουσα εξακολούθησε να προβάλλει παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001 μόνο όσον αφορά τα έγγραφα υπ’ αριθ. 1 έως 29 του καταλόγου που προσαρτήθηκε στην απόφαση της 4ης Μαΐου 2010. Εντούτοις, στις σχετικές με τον τέταρτο λόγο ακυρώσεως αναπτύξεις, ενέμεινε στα επιχειρήματά της σχετικά με τα έγγραφα υπ’ αριθ. 45 έως 48 και υποστήριξε ότι είχε ήδη προβάλει τα επιχειρήματα αυτά με το δικόγραφο της προσφυγής της. |
67 |
Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι η υπό κρίση προσφυγή δεν βάλλει κατά της εφαρμογής ως προς τα έγγραφα υπ’ αριθ. 30 έως 48 του καταλόγου που προσαρτήθηκε στην απόφαση της 4ης Μαΐου 2010, της εξαιρέσεως που προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, αλλά περιορίζεται να αμφισβητήσει, όσον αφορά τα έγγραφα υπ’ αριθ. 45 έως 48 του καταλόγου αυτού, την υπερβολικά περιορισμένη έκταση της μερικής προσβάσεως που επετράπη στα έγγραφα αυτά. |
68 |
Εν κατακλείδι, η υπό κρίση προσφυγή δεν στρέφεται, συγκεκριμένα, κατά της αποφάσεως της 4ης Μαΐου 2010 καθόσον αυτή αφορά, αφενός, τα έγγραφα υπ’ αριθ. 1 έως 29 του καταλόγου που προσαρτήθηκε στην απόφαση αυτή και, αφετέρου, τα έγγραφα υπ’ αριθ. 45 έως 48 του καταλόγου αυτού, με τη διευκρίνιση, όσον αφορά τα δεύτερα αυτά έγγραφα, ότι η προσφεύγουσα προβάλλει μόνο ότι η μερική πρόσβαση που χορηγήθηκε ενδέχεται να ήταν υπερβολικά περιορισμένη. |
2. Επί του αντικειμένου της προσφυγής κατόπιν της αποφάσεως της 9ης Δεκεμβρίου 2010 και υπό το πρίσμα των παρατηρήσεων της προσφεύγουσας της 19ης Ιανουαρίου 2011
69 |
Με την απόφαση της 9ης Δεκεμβρίου 2010, η Επιτροπή αποφάνθηκε επί της αιτήσεως προσβάσεως για τα έγγραφα που αφορούσε η αίτηση αυτή αλλά τα οποία δεν είχαν εξεταστεί με την απόφαση της 4ης Μαΐου 2010, δηλαδή τα έγγραφα υπ’ αριθ. 27a, 40a και 50 έως 52 του καταλόγου που προσαρτήθηκε στην απόφαση της 9ης Δεκεμβρίου 2010. Η Επιτροπή δεν επέτρεψε καθόλου την πρόσβαση στα έγγραφα υπ’ αριθ. 27a και 40a, και επέτρεψε μερική μόνο πρόσβαση στα έγγραφα υπ’ αριθ. 50 έως 52. |
70 |
Πρώτον, πρέπει να επισημανθεί ότι η Επιτροπή, όπως η ίδια προβάλλει με το υπόμνημα ανταπαντήσεως, ανακάλεσε, με την απόφαση της 9ης Δεκεμβρίου 2010, την προηγούμενη, συναγόμενη από την έλλειψη ρητής αποφάσεώς της ως προς τα έγγραφα αυτά, σιωπηρή άρνηση προσβάσεως (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 19ης Ιανουαρίου 2010, T-355/04 και T-446/04, Co-Frutta κατά Επιτροπής, Συλλογή 2010, σ. II-1, σκέψη 45, και διάταξη του Γενικού Δικαστηρίου της 17ης Ιουνίου 2010, T-359/09, Jurašinović κατά Συμβουλίου, που δεν δημοσιεύθηκε στη Συλλογή, σκέψη 40). |
71 |
Κατά συνέπεια, μετά την έκδοση της αποφάσεως της 9ης Δεκεμβρίου 2010, η υπό κρίση προσφυγή κατέστη άνευ αντικειμένου καθόσον με αυτή ζητείται η ακύρωση σιωπηρής αποφάσεως περί αρνήσεως προσβάσεως η οποία δεν υφίσταται πλέον στην έννομη τάξη της Ένωσης. Παρέλκει συνεπώς η έκδοση αποφάσεως ως προς το σημείο αυτό, με την επιφύλαξη όμως της σχετικής με τα δικαστικά έξοδα εκτιμήσεως. |
72 |
Δεύτερον, πρέπει να επισημανθεί ότι, με τις από 19 Ιανουαρίου 2011 παρατηρήσεις της επί της αποφάσεως της 9ης Δεκεμβρίου 2010, που κατατέθηκαν εντός της προθεσμίας προσφυγής, η προσφεύγουσα αμφισβήτησε ορισμένες αρνήσεις προσβάσεως που εμπεριείχε η ως άνω απόφαση. |
73 |
Κατά συνέπεια, όπως εξάλλου επισημάνθηκε στη διάταξη της 9ης Ιουνίου 2011 (βλ. σκέψη 33 ανωτέρω), με την υπό κρίση προσφυγή ζητείται πλέον επίσης και η μερική ακύρωση της αποφάσεως της 9ης Δεκεμβρίου 2010. |
74 |
Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να διευκρινιστεί ότι με τις παρατηρήσεις της προσφεύγουσας της 19ης Ιανουαρίου 2011 δεν αμφισβητείται μία από τις αρνήσεις προσβάσεως που περιλαμβάνονται στην απόφαση της 9ης Δεκεμβρίου 2010. |
75 |
Ειδικότερα, όσον αφορά το έγγραφο της 25ης Φεβρουαρίου 2009 με τον τίτλο «Note on informal meeting of 4 March 2009» (σημείωμα σχετικά με την άτυπη συνάντηση της 4ης Μαρτίου 2009) (έγγραφο υπ’ αριθ. 50 του καταλόγου που προσαρτήθηκε στην απόφαση της 9ης Δεκεμβρίου 2010), στο οποίο επιτράπηκε πλήρης πρόσβαση πλην μιας φράσεως με υποκειμενικές εκτιμήσεις οι οποίες υπήρχε ο κίνδυνος να παρεξηγηθούν από το διαπραγματευόμενο μέρος το οποίο αφορούσαν (σημείο 2.2.3 της αποφάσεως της 9ης Δεκεμβρίου 2010), η προσφεύγουσα δήλωσε, κατ’ ουσίαν, ότι δεν αμφισβητεί την απόκρυψη του αποσπάσματος αυτού. |
76 |
Εξάλλου, όσον αφορά την ηλεκτρονική αλληλογραφία μεταξύ των διαπραγματευόμενων μερών, που αναφέρεται στο σημείο 2.3 της αποφάσεως της 9ης Δεκεμβρίου 2010 και αφορούσε την καθημερινή επικοινωνία μεταξύ των διαπραγματευόμενων μερών επί ζητημάτων καθαρά διοικητικής φύσεως, πρέπει να επισημανθεί, πράγμα που κατ’ ουσίαν δεν αμφισβητεί η προσφεύγουσα, ότι η αίτησή της προσβάσεως δεν αφορά τέτοιου είδους έγγραφα. |
77 |
Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι, μετά την έκδοση της αποφάσεως της 9ης Δεκεμβρίου 2010 και υπό το πρίσμα των παρατηρήσεων της προσφεύγουσας της 19ης Ιανουαρίου 2011, η υπό κρίση προσφυγή ακυρώσεως στρέφεται κατά των εκ μέρους της Επιτροπής αρνήσεων προσβάσεως που εμπεριέχει η απόφαση αυτή στα έγγραφα υπ’ αριθ. 27a, 40a, 51 και 52 του καταλόγου που προσαρτήθηκε στην απόφαση αυτή. |
3. Επί του αντικειμένου της προσφυγής κατόπιν της αποφάσεως της 27ης Ιανουαρίου 2012 και υπό το πρίσμα των παρατηρήσεων της προσφεύγουσας της 28ης Φεβρουαρίου 2012
78 |
Με την απόφαση της 27ης Ιανουαρίου 2012, η Επιτροπή εξέτασε την αίτηση προσβάσεως όσον αφορά τέσσερα νέα έγγραφα (τα έγγραφα υπ’ αριθ. 45a, 46a, 47a και 48a που προσαρτήθηκαν στην απόφαση της 27ης Ιανουαρίου 2012) και εξέτασε εκ νέου το ζήτημα της προσβάσεως στην άλλη μορφή των τεσσάρων αυτών εγγράφων που είχε ήδη εκτιμηθεί με την απόφαση της 4ης Μαΐου 2010 (έγγραφα υπ’ αριθ. 45 έως 48 του καταλόγου που προσαρτήθηκε στην απόφαση της 4ης Μαΐου 2010). |
79 |
Η Επιτροπή επισήμανε ότι η απόφαση της 27ης Ιανουαρίου 2012 αντικαθιστούσε, ως προς αυτά τα οκτώ έγγραφα, την απόφαση της 4ης Μαΐου 2010. Με τις από 10 Απριλίου 2012 παρατηρήσεις της, υποστήριξε ότι, δεδομένου ότι η προσφεύγουσα δεν δήλωσε στο Γενικό Δικαστήριο ότι επιθυμούσε να συμπεριλάβει στο αίτημα ακυρώσεως την απόφαση της 27ης Ιανουαρίου 2012, με την υπό κρίση προσφυγή ζητείται μόνο η μερική ακύρωση της αποφάσεως της 4ης Μαΐου 2010 και της αποφάσεως της 9ης Δεκεμβρίου 2010. |
80 |
Επί του πρώτου σημείου, πρέπει να διευκρινισθεί ότι η απόφαση της 27ης Ιανουαρίου 2012 καταργεί και αντικαθιστά την απόφαση της 4ης Μαΐου 2010 όχι ως προς οκτώ έγγραφα, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, αλλά μόνο ως προς τα τέσσερα έγγραφα (υπ’ αριθ. 45 έως 48) που είχαν ήδη εξεταστεί τον Μάιο του 2010. Ως προς τα τέσσερα υπόλοιπα έγγραφα (υπ’ αριθ. 45a έως 48a), τα οποία δεν είχαν αποτελέσει προηγουμένως αντικείμενο εξετάσεως, η απόφαση της 27ης Ιανουαρίου 2012 είναι η αρχική απόφαση. |
81 |
Επί του δεύτερου σημείου, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, πράγματι, σε κανένα σημείο των από 28 Φεβρουαρίου 2012 παρατηρήσεών της, η προσφεύγουσα δεν προσαρμόζει, ούτε ζητεί την προσαρμογή των αιτημάτων της προσφυγής της όσον αφορά την απόφαση της 27ης Ιανουαρίου 2012. Όπως ορθώς επισημαίνει η Επιτροπή με τις από 10 Απριλίου 2012 παρατηρήσεις της, η προσφεύγουσα, με τις από 28 Φεβρουαρίου 2012 παρατηρήσεις της, επικεντρώνει –εσκεμμένα– όλες τις αιτιάσεις της στην απόφαση της 4ης Μαΐου 2010 και τις αποκρύψεις αποσπασμάτων που έγιναν με την απόφαση αυτή στα έγγραφα υπ’ αριθ. 45 έως 48. |
82 |
Συνεπώς, η εκ μέρους της προσφεύγουσας αναφορά στην αιτιολογία της αποφάσεως της 27ης Ιανουαρίου 2012 δεν γίνεται προκειμένου να ζητηθεί η ακύρωση της αποφάσεως αυτής, αλλά προς ενδυνάμωση του αιτήματος ακυρώσεως της αποφάσεως της 4ης Μαΐου 2010. Εξάλλου, η προσφεύγουσα ολοκληρώνει τις από 28 Φεβρουαρίου 2012 παρατηρήσεις της υποστηρίζοντας ότι «οι αποδείξεις που παρέχει η απόφαση της 27ης Ιανουαρίου 2012 καταδεικνύουν σαφώς ότι με την απόφαση της 4ης Μαΐου 2010 έγινε εσφαλμένη εφαρμογή του άρθρου 4 του κανονισμού 1049/2001». |
83 |
Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι με την υπό κρίση προσφυγή δεν ζητείται η ακύρωση της αποφάσεως της 27ης Ιανουαρίου 2012, αλλά μόνο η ακύρωση των αποφάσεων της 4ης Μαΐου και της 9ης Δεκεμβρίου 2010. |
84 |
Πρέπει, παρεμπιπτόντως, να επισημανθεί ότι η απουσία αυτή αιτήματος ακυρώσεως της αποφάσεως της 27ης Ιανουαρίου 2012 ουδόλως προκύπτει από παράλειψη της προσφεύγουσας, αλλά μάλλον από τη θέλησή της να διαπιστωθούν οι παρανομίες που κατ’ αυτήν διαπράχθηκαν με την απόφαση της 4ης Μαΐου 2010, χωρίς τον κίνδυνο οι παρανομίες αυτές να «καλυφθούν» από τις μεταγενέστερες εκτιμήσεις στις οποίες προέβη η Επιτροπή με την απόφαση της 27ης Ιανουαρίου 2012. Για αυτόν τον λόγο η προσφεύγουσα αρνείται ρητώς να αναφερθεί στις αιτιολογίες –οι οποίες κατ’ αυτήν έχουν προστεθεί «ex post factum»– που επικαλείται η Επιτροπή με την απόφαση της 27ης Ιανουαρίου 2012. |
4. Συμπέρασμα όσον αφορά το αντικείμενο της προσφυγής
85 |
Λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων και εκτιμήσεων που εκτέθηκαν στις σκέψεις 59 έως 84 ανωτέρω, επιβάλλεται το συμπέρασμα ότι με την υπό κρίση προσφυγή ζητείται η ακύρωση:
|
Β– Επί της ουσίας
86 |
Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα προβάλλει πέντε λόγους. Ο πρώτος λόγος αντλείται από παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 3, του κανονισμού 1049/2001. Ο δεύτερος λόγος αντλείται από παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 4, του ίδιου κανονισμού. Ο τρίτος λόγος αντλείται από παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001 και πολλαπλή πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως. Ο τέταρτος λόγος αντλείται από παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 6, του κανονισμού 1049/2001 και από παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας. Ο πέμπτος λόγος αντλείται από παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως. |
1. Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 3, του κανονισμού 1049/2001
87 |
Όσον αφορά τον λόγο αυτό, με τον οποίο η προσφεύγουσα προσάπτει στην Επιτροπή ότι δεν εξέτασε, με την απόφαση της 4ης Μαΐου 2010, ορισμένα έγγραφα των οποίων είχε γίνει όμως μνεία στην απάντηση της 21ης Ιανουαρίου 2010, διαπιστώθηκε ήδη, στη σκέψη 71 ανωτέρω, ότι, κατόπιν της αποφάσεως της 9ης Δεκεμβρίου 2010, η υπό κρίση προσφυγή έχει καταστεί άνευ αντικειμένου καθόσον με αυτή ζητείται η ακύρωση σιωπηρής αποφάσεως περί αρνήσεως προσβάσεως σε ορισμένα έγγραφα των οποίων γίνεται μνεία στην απόφαση της 21ης Ιανουαρίου 2010 και τα οποία, στη συνέχεια, η Επιτροπή δεν εξέτασε. |
88 |
Κατά συνέπεια ο υπό κρίση λόγος, ο οποίος προβάλλεται προς στήριξη του αιτήματος αυτού ακυρώσεως, έχει καταστεί επίσης άνευ αντικειμένου και παρέλκει η εξέτασή του. |
2. Επί του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 4, του κανονισμού 1049/2001
89 |
Με το δικόγραφο της προσφυγής της, η προσφεύγουσα προσάπτει στην Επιτροπή ότι εφάρμοσε το άρθρο 4, παράγραφος 4, του κανονισμού ως εάν να επρόκειτο για ουσιαστική εξαίρεση από το δικαίωμα προσβάσεως, ενώ πρόκειται απλώς για διαδικαστικό κανόνα. Κατά την προσφεύγουσα, η Επιτροπή, μη λαμβάνοντας υπόψη τη διαδικαστική φύση της διατάξεως αυτής, στην πράξη αναγνώρισε στους τρίτους δικαίωμα αρνησικυρίας σχετικά με τη δημοσιοποίηση των εγγράφων που προέρχονται από αυτούς. |
90 |
Η Επιτροπή αντιτείνει ότι η απόφαση της 4ης Μαΐου 2010 στηρίζεται αποκλειστικά στο άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001. |
91 |
Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, όπως επισημαίνει η Επιτροπή, σε κανένα σημείο της αποφάσεως της 4ης Μαΐου 2010 δεν γίνεται μνεία του άρθρου 4, παράγραφος 4, του κανονισμού 1049/2001 ως βάσεως της ως άνω αποφάσεως. Η απόφαση της 4ης Μαΐου 2010 στηρίζεται συνεπώς αποκλειστικά στο άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001. |
92 |
Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως, όπως διατυπώνεται στο δικόγραφο της προσφυγής, στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση και πρέπει να απορριφθεί. |
93 |
Με το υπόμνημα απαντήσεως, η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί εξάλλου πλέον το γεγονός ότι η απόφαση της 4ης Μαΐου 2010 στηρίζεται αποκλειστικά στο άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001. Η προσφεύγουσα λαμβάνει υπόψη της τις εξηγήσεις που περιλαμβάνονται στο υπόμνημα απαντήσεως συνομολογώντας και η ίδια ρητώς ότι η απόφαση της 4ης Μαΐου 2010 στηρίζεται αποκλειστικά στη διάταξη αυτή. Δεν προβάλλει συνεπώς πλέον ότι η Επιτροπή έκανε χρήση του άρθρου 4, παράγραφος 4, του κανονισμού 1049/2001 ως ουσιαστικής εξαιρέσεως, για να θεμελιώσει την άρνηση προσβάσεως. |
94 |
Ωστόσο, με το υπόμνημα απαντήσεως, η προσφεύγουσα προέβαλε αιτίαση στηριζόμενη στην παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 4, του κανονισμού 1049/2001, αυτή τη φορά ως διαδικαστικής διατάξεως. |
95 |
Η προσφεύγουσα παρατηρεί επίσης ότι, στην περίπτωση εγγράφων τρίτου, η Επιτροπή οφείλει, βάσει της διατάξεως αυτής, να διαβουλευθεί με τον τρίτο προκειμένου να εκτιμήσει κατά πόσον μπορεί να εφαρμοστεί εξαίρεση από το δικαίωμα προσβάσεως, εκτός εάν είναι σαφές ότι το έγγραφο αυτό πρέπει ή δεν πρέπει να δημοσιοποιηθεί. Κατά την προσφεύγουσα, από το γράμμα του άρθρου 4, παράγραφος 4, του κανονισμού 1049/2001 προκύπτει ότι η Επιτροπή δεν έχει ευρεία διακριτική ευχέρεια ως προς το αν πρέπει ή όχι να διαβουλευθεί με τον τρίτο. Το Γενικό Δικαστήριο πρέπει, συνεπώς, να αποφανθεί επί του ζητήματος αυτού χωρίς να λάβει υπόψη την ευρεία διακριτική ευχέρεια που παρέχεται στην Επιτροπή όσον αφορά την εφαρμογή των εξαιρέσεων από το δικαίωμα προσβάσεως που προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1049/2001. Αν προκύψει ότι η Επιτροπή κακώς έκρινε ότι τα επίμαχα έγγραφα ήταν προδήλως επιβλαβούς φύσεως, θα έχει παραβεί την υποχρέωσή της να διαβουλευθεί με τον τρίτο, πράγμα που θα πρέπει να επιφέρει την ακύρωση της αποφάσεως της 4ης Μαΐου 2010. Η προσφεύγουσα παραπέμπει ως προς το σημείο αυτό στη συνέχεια του υπομνήματος απαντήσεως. |
96 |
Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η αιτίαση αυτή είναι απαράδεκτη, άλλως, αβάσιμη. |
97 |
Κατά τις διατάξεις των άρθρων 44, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, και 48, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, το εισαγωγικό της δίκης δικόγραφο πρέπει να περιέχει το αντικείμενο της διαφοράς και συνοπτική έκθεση των ισχυρισμών των οποίων γίνεται επίκληση, απαγορεύεται δε η προβολή νέων ισχυρισμών κατά τη διάρκεια της δίκης, εκτός αν στηρίζονται σε νομικά και πραγματικά στοιχεία που ανέκυψαν κατά τη διαδικασία. Εντούτοις, λόγος ακυρώσεως ο οποίος αποτελεί ανάπτυξη λόγου που έχει προβληθεί προηγουμένως, άμεσα ή έμμεσα, με το εισαγωγικό της δίκης δικόγραφο και εμφανίζει στενό δεσμό με αυτόν πρέπει να κρίνεται παραδεκτός. Ανάλογη λύση επιβάλλεται και για την περίπτωση αιτιάσεως που προβάλλεται προς στήριξη λόγου ακυρώσεως (βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 21ης Μαρτίου 2002, T-231/99, Joynson κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. II-2085, σκέψη 156 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). |
98 |
Πρέπει να επισημανθεί ότι η υπό κρίση αιτίαση, με την οποία η προσφεύγουσα προσάπτει στην Επιτροπή παράβαση της διαδικαστικής φύσεως υποχρεώσεώς της να διαβουλευθεί με τρίτους στην περίπτωση που δεν είναι σαφές αν το επίμαχο έγγραφο πρέπει ή δεν πρέπει να δημοσιοποιηθεί, δεν περιλαμβάνεται στην προσφυγή και αποτελεί, συνεπώς, νέα αιτίαση. |
99 |
Επιπλέον, αυτή η νέα αιτίαση ουδόλως στηρίζεται σε πραγματικό ή νομικό στοιχείο που προέκυψε κατά τη διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου. Πράγματι, εφόσον ούτε στην απάντηση της 21ης Ιανουαρίου 2010 ούτε στην απόφαση της 4ης Μαΐου 2010 γίνεται μνεία της κατ’ εφαρμογή του άρθρου 4, παράγραφος 4, του κανονισμού 1049/2001 διαβουλεύσεως με τρίτους, η προσφεύγουσα είχε στη διάθεσή της τα στοιχεία που καθιστούσαν δυνατή, αν το επιθυμούσε, την επίκληση, από την κατάθεση της προσφυγής, της παραβάσεως της ως άνω διαδικαστικής φύσεως διατάξεως. Η περιεχόμενη στο υπόμνημα αντικρούσεως της Επιτροπής επισήμανση, στην οποία αναφέρεται η προσφεύγουσα, ότι «ο επιβλαβής χαρακτήρας τέτοιας δημοσιοποιήσεως ήταν κατά την άποψη της Επιτροπής αδιαμφισβήτητος», δεν περιέχει κανένα νέο πραγματικό ή νομικό στοιχείο. |
100 |
Επιπλέον, αυτή η νέα αιτίαση δεν αποτελεί ανάπτυξη ούτε του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως, ο οποίος, όπως διατυπώνεται με το δικόγραφο της προσφυγής, αφορά εντελώς διαφορετικό ζήτημα (την εφαρμογή του άρθρου 4, παράγραφος 4, του κανονισμού 1049/2001 ως ουσιαστικής εξαιρέσεως από το δικαίωμα προσβάσεως), ούτε οποιουδήποτε άλλου λόγου ακυρώσεως προβαλλόμενου με το δικόγραφο της προσφυγής. |
101 |
Συναφώς, πρέπει να επισημανθεί ότι η νέα αυτή αιτίαση, όχι μόνο δεν εμφανίζει στενό δεσμό με άλλο λόγο ακυρώσεως προβαλλόμενο με την προσφυγή, αλλά έρχεται σε αντίθεση με την άποψη που υποστηρίζεται στο δικόγραφο της προσφυγής (βλ. σκέψη 89 ανωτέρω), ότι η θέση των τρίτων θα επιβαλλόταν στην Επιτροπή, ως εάν επρόκειτο για αρνησικυρία. Πράγματι, η άποψη αυτή που στηρίζεται στο ότι η Επιτροπή γνώριζε τις προσδοκίες των τρίτων όσον αφορά την εμπιστευτικότητα των διαπραγματευτικών τους εγγράφων, ουδόλως προαναγγέλλει τη μεταγενέστερη αιτίαση με την οποία προσάπτεται στο θεσμικό αυτό όργανο ότι δεν διαβουλεύθηκε με αυτούς. |
102 |
Επιπλέον, η προσφεύγουσα σε κανένα σημείο του υπομνήματός της απαντήσεως δεν αφήνει να εννοηθεί ότι η πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, που αποτελεί αντικείμενο του τρίτου λόγου, οφείλεται στη μη διαβούλευση με τους τρίτους. Αντιθέτως, με το υπόμνημα απαντήσεως η προσφεύγουσα περιορίζεται στην προβολή επιχειρήματος εντελώς διαδικαστικής φύσεως. |
103 |
Από τις ανωτέρω εκτιμήσεις προκύπτει ότι η αιτίαση που αντλείται από την παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 4, του κανονισμού 1049/2001, ως διαδικαστικής φύσεως διατάξεως, αποτελεί νέα αιτίαση απαράδεκτη κατά το άρθρο 48, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας. |
3. Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001 και πολλαπλή πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως
Επί του πρώτου σκέλους, που αντλείται από παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001
104 |
Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι οι λόγοι γενικού συμφέροντος που επικαλέστηκε η Επιτροπή για να αρνηθεί την πρόσβαση στηρίζονται σε εσφαλμένη ερμηνεία του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001. Η ύπαρξη συμφωνίας εμπιστευτικότητας μεταξύ των μερών που συμμετέχουν στις διαπραγματεύσεις της ACAC δεν μπορεί να δικαιολογήσει την εκ μέρους της Επιτροπής απόρριψη της αιτήσεώς της προσβάσεως. Η Επιτροπή δεν διέκρινε μεταξύ των θέσεων της Ένωσης κατά τις διαπραγματεύσεις της ACAC και των μη ευρωπαϊκών θέσεων, ενώ δεν υπήρχε κίνδυνος από τη γνωστοποίηση των θέσεων της Ένωσης. Τέλος, η δημοσιοποίηση των εγγράφων σχετικά με την ACAC δεν μπορεί παρά να ενισχύσει το δημόσιο συμφέρον όσον αφορά τις διεθνείς σχέσεις. |
105 |
Η Επιτροπή αμφισβητεί την άποψη της προσφεύγουσας. Υποστηρίζει ότι ορθώς αρνήθηκε την πρόσβαση σε ορισμένα έγγραφα, δυνάμει του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001. Πράγματι, η μονομερής δημοσιοποίησή τους από την Ένωση, στο πλαίσιο διεθνών διαπραγματεύσεων οι οποίες στηρίζονται στην αμοιβαία εμπιστοσύνη μεταξύ των διαπραγματευόμενων μερών, θα έθιγε την προστασία του δημοσίου συμφέροντος όσον αφορά τις διεθνείς σχέσεις. Η συμφωνία εμπιστευτικότητας μεταξύ των μερών στην ACAC αποτελεί ένα από τα στοιχεία που συνεκτιμώνται κατά την εφαρμογή της ανωτέρω διατάξεως. Η Επιτροπή αμφισβητεί την κρισιμότητα της διακρίσεως στην οποία προέβη η προσφεύγουσα μεταξύ των θέσεων της Ένωσης και των θέσεων των άλλων διαπραγματευόμενων μερών και υπογραμμίζει ότι η διαπραγμάτευση της ACAC δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί. |
106 |
Κατά το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, «[τα] θεσμικά όργανα αρνούνται την πρόσβαση σε ένα έγγραφο, η γνωστοποίηση του οποίου θα έθιγε την προστασία […] του δημοσίου συμφέροντος, όσον αφορά […] τις διεθνείς σχέσεις». |
107 |
Πρέπει να υπομνησθεί ότι η πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα των θεσμικών οργάνων επέχει θέση νομικής αρχής και η δυνατότητα αρνήσεως της προσβάσεως αποτελεί εξαίρεση. Οι αρνητικές αποφάσεις είναι έγκυρες μόνο αν στηρίζονται σε μία από τις εξαιρέσεις που προβλέπει το άρθρο 4 του κανονισμού 1049/2001. Κατά πάγια νομολογία, οι εξαιρέσεις αυτές πρέπει να τυγχάνουν συσταλτικής ερμηνείας και εφαρμογής, προκειμένου να μην αναιρείται η εφαρμογή της γενικής αρχής που κατοχυρώνει ο ως άνω κανονισμός (απόφαση του Πρωτοδικείου της 26ης Απριλίου 2005, T-110/03, T-150/03 και T-405/03, Sison κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2005, σ. II-1429, σκέψη 45· βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση του Πρωτοδικείου της 7ης Φεβρουαρίου 2002, T-211/00, Kuijer κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2002, σ. II-485, σκέψη 55). Εξάλλου, η αρχή της αναλογικότητας επιβάλλει οι παρεκκλίσεις να μην υπερβαίνουν τα πρόσφορα και αναγκαία όρια για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού (απόφαση του Δικαστηρίου της 6ης Δεκεμβρίου 2001, C-353/99 P, Συμβούλιο κατά Hautala, Συλλογή 2001, σ. I-9565, σκέψη 28). |
108 |
Όσον αφορά τις εξαιρέσεις από το δικαίωμα προσβάσεως που προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1049/2001, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι λόγω της ιδιαίτερης ευαισθησίας και σημασίας των συμφερόντων που προστατεύει η διάταξη αυτή, σε συνδυασμό με την υποχρέωση που το θεσμικό όργανο υπέχει από την εν λόγω διάταξη να αρνείται την πρόσβαση, όταν η γνωστοποίηση ενός εγγράφου στο κοινό μπορεί να θίξει τα συμφέροντα αυτά, η απόφαση που πρέπει να λάβει το θεσμικό όργανο είναι πολύπλοκη και απαιτεί λεπτούς χειρισμούς και ιδιαίτερη προσοχή. Επομένως, για την έκδοση τέτοιας αποφάσεως, απαιτείται διακριτική ευχέρεια (απόφαση του Δικαστηρίου της 1ης Φεβρουαρίου 2007, C-266/05 P, Sison κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2007, σ. I-1233, σκέψη 35). |
109 |
Συνεπώς, ο ασκούμενος από το Γενικό Δικαστήριο έλεγχος νομιμότητας των αποφάσεων των θεσμικών οργάνων, με τις οποίες αρνούνται την πρόσβαση σε έγγραφα λόγω των σχετικών με το δημόσιο συμφέρον εξαιρέσεων που προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1049/2001, πρέπει να περιορίζεται στην εξέταση της τηρήσεως των κανόνων περί της διαδικασίας και της αιτιολογίας, της ακρίβειας των πραγματικών περιστατικών, καθώς και της απουσίας πρόδηλης πλάνης κατά την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και καταχρήσεως εξουσίας (βλ. απόφαση της 1ης Φεβρουαρίου 2007, Sison κατά Συμβουλίου, σκέψη 108 ανωτέρω, σκέψη 34, και απόφαση της 26ης Απριλίου 2005, Sison κατά Συμβουλίου, σκέψη 107 ανωτέρω, σκέψη 47 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). |
110 |
Τέλος, πρέπει να υπομνησθεί ότι από το γράμμα του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1049/2001 προκύπτει, όσον αφορά τις απαριθμούμενες στη διάταξη αυτή εξαιρέσεις από το δικαίωμα προσβάσεως, ότι η άρνηση του θεσμικού οργάνου είναι υποχρεωτική στην περίπτωση που η γνωστοποίηση ενός εγγράφου στο κοινό ενδέχεται να θίξει τα συμφέροντα που προστατεύει η εν λόγω διάταξη, χωρίς να απαιτείται σε τέτοια περίπτωση, αντιθέτως προς ό,τι προβλέπεται, μεταξύ άλλων, στην παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου, στάθμιση των απαιτήσεων που επιβάλλει η προστασία των εν λόγω συμφερόντων με τις απαιτήσεις που επιβάλλουν άλλα συμφέροντα (απόφαση της 1ης Φεβρουαρίου 2007, Sison κατά Συμβουλίου, σκέψη 108 ανωτέρω, σκέψεις 46 έως 48· αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 26ης Απριλίου 2005, Sison κατά Συμβουλίου, σκέψη 107 ανωτέρω, σκέψεις 51 έως 55· της 25ης Απριλίου 2007, T-264/04, WWF European Policy Programme κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2007, σ. II-911, σκέψη 44· αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 22ας Μαΐου 2012, T-300/10, Internationaler Hilfsfonds κατά Επιτροπής, σκέψη 124, και της 3ης Οκτωβρίου 2012, T-465/09, Jurašinović κατά Συμβουλίου, σκέψεις 47 έως 49). |
111 |
Υπό το πρίσμα των προεκτεθέντων πρέπει να εκτιμηθεί αν, όπως υποστηρίζει η προσφεύγουσα, η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001. |
112 |
Η προσφεύγουσα υποστηρίζει, πρώτον, ότι οι λόγοι γενικού συμφέροντος που επικαλείται η Επιτροπή για να αρνηθεί την πρόσβαση στηρίζονται σε εσφαλμένη ερμηνεία της διατάξεως αυτής. Η ύπαρξη συμφωνίας εμπιστευτικότητας μεταξύ των μερών που συμμετέχουν στις διαπραγματεύσεις της ACAC δεν μπορεί να δικαιολογήσει την απόφαση της Επιτροπής να αρνηθεί την πρόσβαση. |
113 |
Με την απόφαση της 4ης Μαΐου 2010, η Επιτροπή υπενθύμισε ότι «μολονότι συμφώνησαν για τη δημοσιοποίηση του [ενοποιημένου κειμένου του προσχεδίου της ACAC], τα μέρη που συμμετέχουν στις διαπραγματεύσεις της ACAC επαναβεβαίωσαν τη σημασία της τηρήσεως της εμπιστευτικότητας όσον αφορά τις θέσεις του καθενός από αυτά κατά τις διαπραγματεύσεις». Η Επιτροπή τόνισε ότι «ήταν σημαντικό να επισημανθεί ότι, στο παρόν στάδιο των διαπραγματεύσεων της ACAC, έπρεπε ακόμη να πραγματοποιηθούν συμβιβασμοί μεταξύ των διαφόρων χωρών και να γίνουν διευθετήσεις σε εθνικό επίπεδο ως προς την τελική θέση που θα γίνει δεκτή» (σημείο 4.1, πρώτο εδάφιο, της αποφάσεως της 4ης Μαΐου 2010). |
114 |
Η Επιτροπή προσέθεσε ότι, «γενικότερα, είναι αυτονόητο ότι για την επιτυχία των διεθνών διαπραγματεύσεων απαιτείται η συνεργασία των ενδιαφερομένων μερών, η οποία εξαρτάται, σε μεγάλο βαθμό, από την ύπαρξη κλίματος αμοιβαίας εμπιστοσύνης». Υποστήριξε ότι «αυτό ισχύει ιδιαιτέρως στο πλαίσιο των διεξαγόμενων εμπορικών διαπραγματεύσεων, που έχουν ευαίσθητο αντικείμενο και αφορούν ποικίλα πεδία, όπως η οικονομική πολιτική, τα εμπορικά συμφέροντα και οι εκτιμήσεις πολιτικής φύσεως» (σημείο 4.1, τέταρτο εδάφιο, της αποφάσεως της 4ης Μαΐου 2010). |
115 |
Η Επιτροπή επισήμανε ότι, από την προσεκτική εξέταση των εγγράφων που αφορούσε η αίτηση προσβάσεως, προέκυψε σαφώς ότι, υπό τις εν προκειμένω περιστάσεις, η αποδοχή της αιτήσεως στο σύνολό της θα είχε αρνητικές επιπτώσεις στην ατμόσφαιρα αμοιβαίας εμπιστοσύνης μεταξύ των διαπραγματευόμενων μερών και θα περιόριζε έτσι τις πιθανότητες επιτυχούς ολοκληρώσεως των διαπραγματεύσεων, υπονομεύοντας τόσο τις προσπάθειες των διαπραγματευτών όσο και τις προοπτικές μελλοντικής συνεργασίας. Η Επιτροπή προσέθεσε ότι εάν συνομιλητές της Ένωσης στις διαπραγματεύσεις είχαν λόγους να πιστεύουν ότι οι θέσεις που εκφράζουν κατά τη διάρκεια εμπιστευτικής φύσεως διαπραγματεύσεων θα μπορούσαν να δημοσιοποιηθούν μονομερώς από την Ένωση, αυτό θα είχε αρνητικές επιπτώσεις στις μελλοντικές διαπραγματεύσεις (σημείο 4.1, πέμπτο εδάφιο, της αποφάσεως της 4ης Μαΐου 2010). |
116 |
Η Επιτροπή προσέθεσε ότι, στο πλαίσιο αυτό, είχε σημασία η συνεκτίμηση του γεγονότος ότι, κατά τις διαπραγματεύσεις της ACAC, η ίδια ήταν υπέρ της γνωστοποιήσεως του ενοποιημένου κειμένου του προσχεδίου της ACAC το συντομότερο δυνατόν και ότι πληροφορούσε συνεχώς το κοινό σχετικά με τους σκοπούς και τη γενική κατεύθυνση των διαπραγματεύσεων. Η Επιτροπή επισήμανε ότι δημοσιοποιούσε, μετά από κάθε γύρο διαπραγματεύσεων, τις συνοπτικές εκθέσεις που εγκρίνονταν από όλα τα διαπραγματευόμενα μέρη καθώς και αναλυτική περιγραφή του σταδίου της προόδου των διαπραγματεύσεων. Επιπλέον, οργάνωσε τρεις δημόσιες εκδηλώσεις με αντικείμενο την ACAC, το 2008, το 2009 και το 2010, προκειμένου να ενημερώσει το κοινό για τους σκοπούς της ACAC και το στάδιο προόδου των διαπραγματεύσεων και να συγκεντρώσει τις κάθε είδους παρατηρήσεις των ενδιαφερομένων μερών (σημείο 4.1, έκτο εδάφιο, της αποφάσεως της 4ης Μαΐου 2010). |
117 |
Η Επιτροπή επισήμανε ότι, «για τα έγγραφα που προέρχονται από τρίτους, έκρινε η ίδια αν συνέτρεχε περίπτωση εφαρμογής μιας από τις εξαιρέσεις που προβλέπει ο κανονισμός 1049/2001» και ότι «ένα από τα στοιχεία που έλαβε υπόψη της κατά την εκτίμηση αυτή ήταν το γεγονός ότι η αγνόηση του αιτήματος των τρίτων για τη μη γνωστοποίηση των εγγράφων τους θα υπονόμευε σοβαρά τη συνέχεια των διαπραγματεύσεων και θα έθιγε την προστασία των διεθνών σχέσεων της Ένωσης». Η Επιτροπή προσέθεσε ότι «αυτό ισχύει κατά μείζονα λόγο δεδομένου ότι ένα από τα ζητήματα που συζητήθηκαν κατά τις διαπραγματεύσεις ήταν το επίπεδο αποδεκτής διαφάνειας όσον αφορά το ίδιο το υπό διαπραγμάτευση κείμενο». Η Επιτροπή, «[λ]αμβάνοντας υπόψη, αφενός, την πρόσφατη συμφωνία των διαπραγματευομένων μερών να δημοσιοποιήσουν το [ενοποιημένο κείμενο του προσχεδίου της ACAC] και, αφετέρου, την εκ μέρους τους επιβεβαίωση της εμπιστευτικής φύσεως των θέσεών τους» εκτίμησε ότι «η εκ μέρους της γνωστοποίηση των εν λόγω θέσεων, που έχουν εκφραστεί στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων της ACAC, θα έθιγε την αξιοπιστία της Ένωσης κατά τις διαπραγματεύσεις και θα μείωνε την εμπιστοσύνη των άλλων μερών» (σημείο 4.2, δεύτερο εδάφιο, της αποφάσεως της 4ης Μαΐου 2010). |
118 |
Κατ’ αρχάς, το σύνολο των ανωτέρω εκτιμήσεων δείχνει ότι μολονότι η Επιτροπή όντως αναφέρθηκε στη συμφωνία των διαπραγματευόμενων μερών για τήρηση εμπιστευτικότητας όσον αφορά τις διαπραγματευτικές τους θέσεις, εντούτοις ουδόλως επικαλέστηκε τη συμφωνία αυτή ως νομικώς δεσμευτική, η οποία, κατά νόμο, θα την υποχρέωνε να απορρίψει την αίτηση προσβάσεως. Αντιθέτως η Επιτροπή στήριξε νομικώς την άρνηση προσβάσεως μόνο στο άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001. |
119 |
Στη συνέχεια, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί, πράγμα που η ίδια η προσφεύγουσα εξάλλου συνομολογεί με το υπόμνημα απαντήσεως, ότι η διαπραγμάτευση διεθνών συμφωνιών μπορεί να δικαιολογεί, προκειμένου να εξασφαλιστεί η αποτελεσματικότητα των διαπραγματεύσεων, ορισμένο επίπεδο εχεμύθειας το οποίο καθιστά δυνατή τη διασφάλιση της αμοιβαίας εμπιστοσύνης των διαπραγματευτών και της διεξαγωγής ελεύθερου και γόνιμου διαλόγου. Όπως επισημαίνει η Επιτροπή, η διαπραγμάτευση κάθε είδους προϋποθέτει ορισμένες εκτιμήσεις τακτικής εκ μέρους των διαπραγματευτών, και η απαραίτητη συνεργασία μεταξύ των μερών εξαρτάται, κατά μεγάλο βαθμό, από την ύπαρξη κλίματος αμοιβαίας εμπιστοσύνης. |
120 |
Πρέπει να επισημανθεί, εξάλλου, ότι το Γενικό Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η πρωτοβουλία και η διεξαγωγή των διαπραγματεύσεων για τη σύναψη διεθνούς συμφωνίας εμπίπτουν κατ’ αρχήν στην αρμοδιότητα της εκτελεστικής αρχής και ότι η συμμετοχή του κοινού στη διαδικασία διαπραγματεύσεως και συνάψεως διεθνούς συμφωνίας είναι κατ’ ανάγκη περιορισμένη, λαμβανομένου υπόψη του θεμιτού συμφέροντος να μην αποκαλυφθούν τα στρατηγικά στοιχεία των διαπραγματεύσεων (απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 4ης Μαΐου 2012, T-529/09, in ’t Veld κατά Συμβουλίου, σκέψη 88· βλ., επίσης, σκέψεις 57 και 59, in fine, της αποφάσεως). |
121 |
Από τις ανωτέρω εκτιμήσεις προκύπτει ότι, αυτοί καθ’ εαυτούς, οι λόγοι που προέβαλε η Επιτροπή με την απόφαση της 4ης Μαΐου 2010 για να θεμελιώσει την άρνηση προσβάσεως ούτε παραβαίνουν το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001 ούτε ερείδονται επί εσφαλμένης ερμηνείας του άρθρου αυτού. |
122 |
Η προσφεύγουσα υποστηρίζει, δεύτερον, ότι, σε κάθε περίπτωση, η γνωστοποίηση στο κοινό των θέσεων που έλαβε η Ένωση δεν θα ενείχε κανένα κίνδυνο για τους τρίτους. Κατά την προσφεύγουσα, δεν θα πρέπει να υπάρχει κάποια δυσχέρεια για τη δημοσιοποίηση των εγγράφων και πληροφοριών που η Ένωση έχει ήδη κοινοποιήσει στους συνομιλητές της στις διαπραγματεύσεις. |
123 |
Ανεξαρτήτως του ότι αυτή η άποψη δυσχερώς συμβιβάζεται με την παραδοχή σε άλλο σημείο (βλ. σκέψη 119 ανωτέρω) ότι ορισμένος βαθμός εμπιστευτικότητας είναι αναγκαίος, πρέπει να επισημανθεί ότι, αντιθέτως προς όσα διατείνεται η προσφεύγουσα, δεν αποκλείεται το ενδεχόμενο η γνωστοποίηση των θέσεων της Ένωσης σε διεθνείς διαπραγματεύσεις να θίξει την προστασία του δημόσιου συμφέροντος όσον αφορά τις διεθνείς σχέσεις. |
124 |
Αφενός, δεν αποκλείεται με τη γνωστοποίηση αυτή των θέσεων της Ένωσης να καθίσταται δυνατό να γίνουν, εμμέσως, γνωστές οι θέσεις των υπολοίπων διαπραγματευόμενων μερών. Αυτό μπορεί να συμβαίνει, ιδίως, στην περίπτωση που η θέση της Ένωσης εκφράζεται με αναφορά στη θέση άλλου διαπραγματευόμενου μέρους, ή στην περίπτωση που η εξέταση της θέσεως της Ένωσης ή της εξελίξεώς της κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων καθιστά δυνατό να συναχθεί, κατά τρόπο λίγο έως πολύ ακριβή, η θέση ενός ή περισσοτέρων από τα άλλα διαπραγματευόμενα μέρη. |
125 |
Αφετέρου, πρέπει να επισημανθεί ότι, στο πλαίσιο των διεθνών διαπραγματεύσεων, οι θέσεις που λαμβάνει η Ένωση είναι, σε κάθε περίπτωση, ενδεχόμενο να εξελίσσονται ανάλογα με την πορεία των διαπραγματεύσεων αυτών, τις παραχωρήσεις και τους συμβιβασμούς στους οποίους προβαίνουν στο πλαίσιο αυτό τα διάφορα μέρη που συμμετέχουν σε αυτές. Όπως επισημάνθηκε ήδη, η διατύπωση των διαπραγματευτικών θέσεων μπορεί να απαιτεί ορισμένες τακτικές εκτιμήσεις εκ μέρους των διαπραγματευτών, συμπεριλαμβανομένης και της ίδιας της Ένωσης. Στο πλαίσιο αυτό, δεν είναι δυνατόν να αποκλειστεί το ενδεχόμενο η εκ μέρους της Ένωσης γνωστοποίηση προς το κοινό των διαπραγματευτικών της θέσεων, ενώ οι διαπραγματευτικές θέσεις των υπολοίπων μερών παραμένουν μυστικές, να έχει, στην πράξη, δυσμενείς επιπτώσεις στη διαπραγματευτική ικανότητα της Ένωσης. |
126 |
Όσον αφορά το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι, κατ’ ουσίαν, η Επιτροπή θα μπορούσε να γνωστοποιήσει τις διάφορες θέσεις που υποστηρίχθηκαν κατά τις διαπραγματεύσεις χωρίς να προσδιορίζει το διαπραγματευόμενο μέρος που τις υποστήριξε, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, στο πλαίσιο των διεθνών διαπραγματεύσεων, η εκ μέρους ενός διαπραγματευόμενου μέρους μονομερής γνωστοποίηση των διαπραγματευτικών θέσεων ενός ή περισσοτέρων άλλων μερών, ακόμα και αν αυτό γίνεται εκ πρώτης όψεως ανωνύμως, ενδέχεται να επιδεινώσει σοβαρά, τόσο ως προς το διαπραγματευόμενο μέρος του οποίου η θέση δημοσιοποιείται όσο και ως προς τα υπόλοιπα διαπραγματευόμενα μέρη που γίνονται μάρτυρες αυτής της γνωστοποιήσεως, το απαραίτητο για την αποτελεσματικότητα των διαπραγματεύσεων κλίμα αμοιβαίας εμπιστοσύνης. Όπως επισημαίνει η Επιτροπή, η εγκαθίδρυση και η διατήρηση κλίματος αμοιβαίας εμπιστοσύνης στο πλαίσιο των διεθνών σχέσεων αποτελεί πολύ λεπτό εγχείρημα. |
127 |
Εξάλλου, εσφαλμένως η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, κατόπιν της γνωστοποιήσεως του ενοποιημένου κειμένου του προσχεδίου της ACAC, θα μπορούσε να γίνει δεκτό ότι οι διαπραγματεύσεις που προηγήθηκαν της γνωστοποιήσεως αυτής έχουν περατωθεί και, εξ αυτού του λόγου, πρέπει να γνωστοποιηθούν. Πράγματι, ανεξαρτήτως του αν η προστασία του δημοσίου συμφέροντος στο πλαίσιο των διεθνών σχέσεων μπορεί να δικαιολογεί την τήρηση της εμπιστευτικότητας των διαπραγματευτικών εγγράφων επί ορισμένο χρονικό διάστημα μετά το πέρας των διαπραγματεύσεων, πρέπει να επισημανθεί ότι το ενοποιημένο κείμενο του προσχεδίου της ACAC δεν είναι παρά προσχέδιο συμφωνίας και ότι, κατά τον χρόνο της γνωστοποιήσεώς του, συνεχίζονταν οι διαπραγματεύσεις. |
128 |
Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι εσφαλμένως η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η γνωστοποίηση των θέσεων της Ένωσης και των άλλων μερών που συμμετέχουν στις διαπραγματεύσεις της ACAC δεν μπορεί να θίξει το συμφέρον που προστατεύει το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001. |
129 |
Όσον αφορά, τρίτον, το επιχείρημα ότι η γνωστοποίηση των εγγράφων σχετικά με την ACAC δεν μπορεί παρά να ενισχύσει το δημόσιο συμφέρον όσον αφορά τις διεθνείς σχέσεις και να αποτρέψει τις αντιπαραθέσεις που προκαλούνται από την ανεπίσημη δημοσίευση ορισμένων προτάσεων, πρέπει να υπομνησθεί ότι, μολονότι ο κανονισμός 1049/2001 έχει σκοπό να προσδώσει όσο το δυνατόν πληρέστερη πρακτική ισχύ στο δικαίωμα προσβάσεως του κοινού στα έγγραφα της Ένωσης (αιτιολογική σκέψη 4 του κανονισμού), εντούτοις προβλέπει εξαιρέσεις από το δικαίωμα προσβάσεως με σκοπό την προστασία ορισμένων συμφερόντων δημοσίου ή ιδιωτικού χαρακτήρα και, εν προκειμένω, του δημοσίου συμφέροντος όσον αφορά τις διεθνείς σχέσεις. |
130 |
Πάντως, ακριβώς από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι οι λόγοι που προβάλλει, εν προκειμένω, η Επιτροπή για να περιορίσει την πρόσβαση ουδόλως ενέχουν, αυτοί καθ’ εαυτούς και ανεξαρτήτως του ζητήματος της συγκεκριμένης εφαρμογής τους με τις αποφάσεις της 4ης Μαΐου και της 9ης Δεκεμβρίου 2010, εσφαλμένη ερμηνεία του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001. |
131 |
Επιπροσθέτως και καθόσον με το επιχείρημα της προσφεύγουσας γίνεται, κατ’ ουσίαν, επίκληση της συνδρομής, εν προκειμένω, υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος για τη γνωστοποίηση, πρέπει να υπομνησθεί ότι οι εξαιρέσεις από το δικαίωμα προσβάσεως που προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1049/2001 αποτελούν υποχρεωτικές εξαιρέσεις οι οποίες δεν επιτρέπουν, σε αντίθεση με άλλες εξαιρέσεις από το δικαίωμα προσβάσεως, καμία αναφορά στη συνεκτίμηση τέτοιου συμφέροντος. Στο πλαίσιο προσφυγής ακυρώσεως αποφάσεως περί αρνήσεως προσβάσεως στηριζόμενης στο άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, κάθε επιχείρημα που αντλείται από την ύπαρξη υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος για τη γνωστοποίηση πρέπει να απορρίπτεται ως αλυσιτελές (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, τη νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 110 ανωτέρω). |
132 |
Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί. |
β) Επί του δευτέρου σκέλους, που αντλείται από πολλαπλή πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως κατά την εφαρμογή του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001
133 |
Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πολλαπλή πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως κατά τη συγκεκριμένη εφαρμογή της εξαιρέσεως που προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, όσον αφορά τα επίμαχα έγγραφα του καταλόγου που προσαρτήθηκε στην απόφαση της 4ης Μαΐου 2010 καθώς και ορισμένα από τα έγγραφα τα οποία αποτελούν αντικείμενο της αποφάσεως της 9ης Δεκεμβρίου 2010. |
134 |
Η Επιτροπή αμφισβητεί την άποψη της προσφεύγουσας και υποστηρίζει ότι η εξαίρεση από το δικαίωμα προσβάσεως της οποίας γίνεται επίκληση με τις αποφάσεις της 4ης Μαΐου 2010 και της 9ης Δεκεμβρίου 2010 είχε όντως εφαρμογή στα επίμαχα έγγραφα. |
Επί του ενοποιημένου προσχεδίου της ACAC, των κεφαλαίων του και του προσχεδίου προτάσεως για την τεχνική συνεργασία (έγγραφα υπ’ αριθ. 1 έως 22 του καταλόγου που προσαρτήθηκε στην απόφαση της 4ης Μαΐου 2010)
135 |
Όσον αφορά τα έγγραφα υπ’ αριθ. 1 έως 21 του καταλόγου που προσαρτήθηκε στην απόφαση της 4ης Μαΐου 2010, η άποψη της προσφεύγουσας είναι ότι, εφόσον οι θέσεις και προτάσεις που περιελάμβαναν τα έγγραφα αυτά έχουν ενσωματωθεί στο ενοποιημένο κείμενο του προσχεδίου της ACAC, δεν μπορούν πλέον να επανεξεταστούν και η γνωστοποίησή τους δεν θα έπρεπε να δημιουργεί δυσχέρειες. Κατά τα λοιπά και σε κάθε περίπτωση, στο μέτρο που τα έγγραφα αυτά περιέχουν απόψεις της Επιτροπής, τις οποίες αυτή έχει ανακοινώσει στους συνομιλητές της στις διαπραγματεύσεις, δεν υφίσταται λόγος να μην επιτραπεί στην προσφεύγουσα πρόσβαση στις απόψεις αυτές. Όσον αφορά το έγγραφο υπ’ αριθ. 22 του καταλόγου που προσαρτήθηκε στην απόφαση της 4ης Μαΐου 2010, το οποίο δεν είχε ενσωματωθεί στο ενοποιημένο κείμενο του προσχεδίου της ACAC, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η γνωστοποίηση κειμένου που αφορά απλώς την τεχνική συνεργασία ήταν ελάχιστα πιθανό να υπονομεύσει τις διαπραγματεύσεις. |
136 |
Τόσο από την απόφαση της 4ης Μαΐου 2010 (σημείο 5.1) όσο και από την εξέταση των εγγράφων που προσκόμισε η Επιτροπή σε εκτέλεση της διατάξεως της 9ης Ιουνίου 2011 προκύπτει ότι τα έγγραφα υπ’ αριθ. 1 έως 20 του καταλόγου που προσαρτήθηκε στην απόφαση της 4ης Μαΐου 2010 αφορούν διάφορα κεφάλαια του προσχεδίου της ACAC και περιέχουν, ιδίως με τη χρήση του εργαλείου παρακολουθήσεως των αλλαγών (track changes), τις θέσεις και προτάσεις που εκφράστηκαν από τα διάφορα διαπραγματευόμενα μέρη στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων. Το έγγραφο υπ’ αριθ. 21 είναι κατάλογος θεμάτων προς συζήτηση. Το έγγραφο υπ’ αριθ. 22 περιέχει τις προτάσεις ενός διαπραγματευόμενου μέρους όσον αφορά τον τομέα της τεχνικής συνεργασίας. |
137 |
Πρέπει να υπομνησθεί ότι, όπως επισημαίνει η Επιτροπή με την απόφαση της 4ης Μαΐου 2010 (σημείο 5.1), κατά τον χρόνο εκδόσεως της αποφάσεως αυτής συνεχίζονταν οι διαπραγματεύσεις της ACAC και ότι το ενοποιημένο κείμενο του προσχεδίου της ACAC, το οποίο δημοσιοποιήθηκε, ήταν μόνο ένα προσχέδιο συμφωνίας. |
138 |
Υπό τις συνθήκες αυτές, η Επιτροπή, χωρίς να υποπέσει σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, έκρινε στο σημείο 5.1 της αποφάσεως της 4ης Μαΐου 2010 ότι η γνωστοποίηση στην προσφεύγουσα των εγγράφων υπ’ αριθ. 1 έως 20 και 22 και, ως εκ τούτου, των διαπραγματευτικών θέσεων τόσο των διαπραγματευομένων μερών όσο και της Ένωσης θα έθιγε το κλίμα αμοιβαίας εμπιστοσύνης που είναι απαραίτητο για να εκφράσει κάθε διαπραγματευόμενο μέρος ελεύθερα τις θέσεις του και θα επηρέαζε τις διαπραγματευτικές δυνατότητες της Ένωσης. |
139 |
Το ότι το έγγραφο υπ’ αριθ. 22 είναι πρόταση που αφορά την τεχνική συνεργασία ουδόλως αναιρεί το γεγονός ότι πρόκειται για έγγραφο διαπραγματεύσεως που προέρχεται από διαπραγματευόμενο μέρος και ότι, συνεπώς, η γνωστοποίησή του θα μπορούσε να θίξει το απαραίτητο για τις διαπραγματεύσεις κλίμα αμοιβαίας συνεργασίας. |
140 |
Αντιθέτως, όσον αφορά το έγγραφο υπ’ αριθ. 21 του καταλόγου που προσαρτήθηκε στην απόφαση της 4ης Μαΐου 2010, πρέπει να επισημανθεί ότι δεν πρόκειται για έγγραφο το οποίο εκφράζει διαπραγματευτική θέση ενός ή περισσοτέρων μερών, αλλά απλώς περιέχει κατάλογο θεμάτων προς συζήτηση, χωρίς άμεσες συνέπειες. Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η απόρριψη της αιτήσεως προσβάσεως στο έγγραφο αυτό βαρύνεται με πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως δεδομένου ότι η Επιτροπή εσφαλμένως έκρινε ότι η γνωστοποίησή του θα έθιγε την προστασία του δημοσίου συμφέροντος όσον αφορά τις διεθνείς σχέσεις. |
141 |
Κατά συνέπεια, μολονότι, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, η Επιτροπή δεν υπέπεσε, κατά την άσκηση της διακριτικής της ευχέρειας στο πεδίο των εξαιρέσεων από το δικαίωμα προσβάσεως που προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1049/2001, σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως αρνούμενη για τους λόγους που εκτίθενται στο σημείο 5.1 της αποφάσεως της 4ης Μαΐου 2010 την πρόσβαση στα έγγραφα υπ’ αριθ. 1 έως 20 και 22 του καταλόγου που προσαρτήθηκε στην απόφαση της 4ης Μαΐου 2010, πρέπει, εντούτοις, το υπό κρίση σκέλος του τρίτου λόγου ακυρώσεως να γίνει δεκτό κατά το μέτρο που αφορά το έγγραφο υπ’ αριθ. 21 του καταλόγου που προσαρτήθηκε στην απόφαση αυτή. |
Επί των εγγράφων που αφορούν την ακολουθητέα κατεύθυνση σχετικά με τα αιτήματα συμμετοχής στις διαπραγματεύσεις (έγγραφα υπ’ αριθ. 23 και 24 του καταλόγου που προσαρτήθηκε στην απόφαση της 4ης Μαΐου 2010)
142 |
Η προσφεύγουσα αμφισβητεί την απόρριψη του αιτήματος προσβάσεως για τον λόγο ότι τα έγγραφα αυτά αφορούσαν, κυρίως, επιλογές προς εκτίμηση, εκ μέρους των διαπραγματευόμενων μερών, σχετικά με τη συμμετοχή νέων μερών στις διαπραγματεύσεις. Κατά συνέπεια, τα έγγραφα αυτά φαίνεται να είναι γενικής φύσεως εφόσον απλώς συνεκτιμούσαν τις διάφορες προσεγγίσεις και τα πιθανά αιτήματα συμμετοχής στις διαπραγματεύσεις εκ μέρους άλλων κρατών. |
143 |
Τόσο από την απόφαση της 4ης Μαΐου 2010 (σημείο 5.2) όσο και από την εξέταση των εγγράφων που προσκόμισε η Επιτροπή σε εκτέλεση της διατάξεως της 9ης Ιουνίου 2011 προκύπτει ότι τα έγγραφα υπ’ αριθ. 23 και 24 του καταλόγου που προσαρτήθηκε στην απόφαση αυτή αφορούν το ζήτημα της θέσεως που έπρεπε να υιοθετηθεί όσον αφορά τα αιτήματα τρίτων για συμμετοχή στις διαπραγματεύσεις της ACAC ή για συμμετοχή στην ACAC μετά τη διαπραγμάτευση και σύναψη της συμφωνίας αυτής. Το έγγραφο υπ’ αριθ. 23 προέρχεται από διαπραγματευόμενο μέρος και εκθέτει επιλογές ως προς το σημείο αυτό, ενώ το έγγραφο υπ’ αριθ. 24, το οποίο στηρίζεται στο κείμενο του εγγράφου υπ’ αριθ. 23, είναι κοινό έγγραφο όλων των διαπραγματευόμενων μερών το οποίο περιέχει στοιχεία απαντήσεως όσον αφορά τα αιτήματα τρίτων για συμμετοχή στις διαπραγματεύσεις. Στην απόφαση της 4ης Μαΐου 2010 αναφέρεται ότι πρόκειται για έγγραφο προβληματισμού. |
144 |
Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως κρίνοντας ότι η γνωστοποίηση των εγγράφων αυτών θα έθιγε την προστασία του δημοσίου συμφέροντος όσον αφορά τις διεθνείς σχέσεις. |
145 |
Πράγματι, λαμβανομένων υπόψη του αντικειμένου και του περιεχομένου των εγγράφων αυτών και όπως επισημαίνει, κατ’ ουσίαν, η Επιτροπή με την απόφαση της 4ης Μαΐου 2010 (σημείο 5.2), η γνωστοποίηση αυτή θα μπορούσε να έχει επίδραση τόσο στην αξιοπιστία της Επιτροπής ως συνομιλητή στις διαπραγματεύσεις έναντι των άλλων διαπραγματευόμενων μερών όσο και στις σχέσεις όλων των διαπραγματευόμενων μερών –άρα και της Ένωσης– με τυχόν τρίτα κράτη που επιθυμούν να μετάσχουν στις διαπραγματεύσεις. |
146 |
Κατά συνέπεια, το υπό κρίση σκέλος του τρίτου λόγου ακυρώσεως είναι απορριπτέο όσον αφορά τα εν λόγω έγγραφα υπ’ αριθ. 23 και 24. |
Επί των εγγράφων που αφορούν τις θέσεις των υπόλοιπων διαπραγματευόμενων μερών επί ορισμένων ζητημάτων (έγγραφα υπ’ αριθ. 25 και 26 του καταλόγου που προσαρτήθηκε στην απόφαση της 4ης Μαΐου 2010)
147 |
Η προσφεύγουσα δηλώνει ότι αντιλαμβάνεται ότι στα έγγραφα αυτά αποτυπώνονται τόσο οι θέσεις των τρίτων (third parties) όσο και οι συναφείς απόψεις της Ένωσης, ως προς τη μελλοντική θεσμική δομή της ACAC και τις διατάξεις της ACAC σχετικά με το διαδίκτυο. Η προσφεύγουσα δεν κατανοεί πώς η γνωστοποίηση των εγγράφων αυτών, τα οποία η Επιτροπή έχει ήδη διανείμει στα υπόλοιπα διαπραγματευόμενα μέρη, μπορεί να περιορίσει το περιθώριο ελιγμών της. |
148 |
Στο σημείο 5.3 της αποφάσεως της 4ης Μαΐου 2010, η Επιτροπή επισήμανε ότι στα έγγραφα υπ’ αριθ. 25 και 26 του καταλόγου που προσαρτήθηκε στην απόφαση αυτή αντανακλώνται ευθέως οι θέσεις των διαπραγματευόμενων μερών και η άποψη της Ένωσης επί των θέσεων αυτών ως προς τις διατάξεις της ACAC σχετικά με το διαδίκτυο και τη μελλοντική θεσμική δομή της ACAC, αντιστοίχως. |
149 |
Από την εξέταση των εγγράφων που προσκόμισε η Επιτροπή σε εκτέλεση της διατάξεως της 9ης Ιουνίου 2011 προκύπτει ότι, μολονότι στο έγγραφο υπ’ αριθ. 26 αντανακλώνται όντως, όπως επισημαίνει η Επιτροπή με την απόφαση της 4ης Μαΐου 2010 (σημείο 5.3), η θέση διαπραγματευόμενου μέρους καθώς και οι απόψεις της Ένωσης ως προς τη θέση αυτή, αντιθέτως, δεν προκύπτει ότι τούτο συμβαίνει όσον αφορά το έγγραφο υπ’ αριθ. 25. |
150 |
Πράγματι, το έγγραφο υπ’ αριθ. 25 έχει τη μορφή εγγράφου της Ένωσης με κατά κύριο λόγο γενικό και περιγραφικό περιεχόμενο, σχετικό με το δίκαιο της Ένωσης στον τομέα της πνευματικής ιδιοκτησίας σε σχέση με το διαδίκτυο. Σε αυτό δεν γίνεται μνεία της θέσεως οποιουδήποτε διαπραγματευόμενου μέρους και δεν εκφράζεται, παρά τα όσα υποστήριξε η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση καμία συγκεκριμένη θέση της Επιτροπής ως προς τη θέση τέτοιου μέρους. |
151 |
Κατά συνέπεια, μολονότι η άρνηση προσβάσεως στο έγγραφο υπ’ αριθ. 26 ουδόλως ενέχει, αντιθέτως προς όσα διατείνεται η προσφεύγουσα, πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, λαμβανομένου υπόψη του περιεχομένου του εγγράφου αυτού και των εκτιμήσεων που ορθώς εκθέτει η Επιτροπή στο σημείο 5.3 της αποφάσεως της 4ης Μαΐου 2010, πρέπει, εντούτοις, το υπό κρίση σκέλος του τρίτου λόγου ακυρώσεως να γίνει δεκτό όσον αφορά το έγγραφο υπ’ αριθ. 25 του καταλόγου που προσαρτήθηκε στην απόφαση αυτή. |
Επί των παρατηρήσεων της Ένωσης σχετικά με την καταστολή των ποινικών παραβάσεων (έγγραφα υπ’ αριθ. 27 έως 29 του καταλόγου που προσαρτήθηκε στην απόφαση της 4ης Μαΐου 2010)
152 |
Όσον αφορά τα έγγραφα υπ’ αριθ. 27 έως 29 του καταλόγου που προσαρτήθηκε στην απόφαση της 4ης Μαΐου 2010 και για τους ίδιους λόγους που εκτέθηκαν όσον αφορά τα έγγραφα υπ’ αριθ. 25 και 26 του καταλόγου αυτού, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής της εξαιρέσεως από το δικαίωμα προσβάσεως η οποία αφορά την προστασία των διεθνών σχέσεων. |
153 |
Τόσο από την απόφαση της 4ης Μαΐου 2010 (σημείο 5.4) όσο και από την εξέταση των εγγράφων που προσκόμισε η Επιτροπή σε εκτέλεση της διατάξεως της 9ης Ιουνίου 2011 προκύπτει ότι τα έγγραφα υπ’ αριθ. 27 έως 29 του καταλόγου που προσαρτήθηκε στην απόφαση αυτή είναι διαπραγματευτικά έγγραφα της Ένωσης σχετικά με τις διατάξεις του προσχεδίου της ACAC που αφορούν την καταστολή των ποινικών παραβάσεων. |
154 |
Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως κρίνοντας, στο σημείο 5.4 της αποφάσεως της 4ης Μαΐου 2010, ότι η γνωστοποίηση των εγγράφων αυτών θα επηρέαζε τη διαπραγματευτική θέση της Ένωσης και, ως εκ τούτου, θα έθιγε την προστασία του δημοσίου συμφέροντος όσον αφορά τις διεθνείς σχέσεις. |
155 |
Κατά συνέπεια, το υπό κρίση σκέλος του τρίτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί καθόσον αφορά τα προαναφερθέντα έγγραφα υπ’ αριθ. 27 έως 29. |
Επί των παρατηρήσεων των κρατών μελών και των εσωτερικών εγγράφων εργασίας και εκθέσεων (έγγραφα υπ’ αριθ. 30 έως 48 του καταλόγου που προσαρτήθηκε στην απόφαση της 4ης Μαΐου 2010)
156 |
Προκαταρκτικώς, πρέπει να υπομνησθεί (βλ. σκέψεις 64 έως 68 ανωτέρω) ότι με την υπό κρίση προσφυγή δεν αμφισβητείται η άρνηση προσβάσεως όσον αφορά τα έγγραφα υπ’ αριθ. 30 έως 44 του καταλόγου που προσαρτήθηκε στην απόφαση της 4ης Μαΐου 2010, αλλά προβάλλεται μόνο, όσον αφορά τα έγγραφα υπ’ αριθ. 45 έως 48 του καταλόγου αυτού, ότι η μερική πρόσβαση που επέτρεψε η Επιτροπή στα έγγραφα αυτά ενδέχεται να είναι υπερβολικά περιορισμένη και, άρα, κατ’ ουσίαν, να έχει παραβιαστεί η αρχή της αναλογικότητας. |
157 |
Με τις από 28 Φεβρουαρίου 2012 παρατηρήσεις της, η προσφεύγουσα υποστηρίζει, βάσει συγκρίσεως των αποσπασμάτων των εγγράφων υπ’ αριθ. 45 έως 48 που είχαν αποκρυβεί με την απόφαση της 4ης Μαΐου 2010 και στη συνέχεια γνωστοποιήθηκαν με την απόφαση της 27ης Ιανουαρίου 2012, ότι οι αποκρύψεις αποσπασμάτων που διενεργήθηκαν τον Μάιο του 2010 δεν ήταν δικαιολογημένες, είτε επειδή αφορούσαν εντελώς περιγραφικά στοιχεία τα οποία δεν μπορούσαν να θίξουν τις σχέσεις με τους υπόλοιπους συνομιλητές στις διαπραγματεύσεις είτε επειδή αφορούσαν στοιχεία από τα οποία δεν ήταν δυνατόν να αποκαλυφθούν οι θέσεις των διαπραγματευόμενων μερών ή η διαπραγματευτική στρατηγική της Επιτροπής. |
158 |
Τέλος, η προσφεύγουσα, στηριζόμενη στη γνώση της –λόγω πληροφορικού σφάλματος της Επιτροπής– του πλήρους κειμένου των εγγράφων υπ’ αριθ. 45 έως 48 του καταλόγου που προσαρτήθηκε στην απόφαση της 4ης Μαΐου 2010, μέμφεται την προσέγγιση της Επιτροπής. Έτσι, όσον αφορά το έγγραφο υπ’ αριθ. 47 του καταλόγου αυτού, η προσφεύγουσα βάλλει κατά της αποκρύψεως, στο κάτω μέρος της σελίδας 2 και στη σελίδα 3 του εγγράφου αυτού, ορισμένων πληροφοριών οι οποίες κατά την εκτίμηση της προσφεύγουσας είναι, αφενός, μη εμπιστευτικές και, αφετέρου, σημαντικές για το κοινό. |
159 |
Η προσφεύγουσα καταλήγει ότι τα αποδεικτικά στοιχεία που προκύπτουν από την απόφαση της 27ης Ιανουαρίου 2012 καταδεικνύουν ότι η Επιτροπή, με την απόφαση της 4ης Μαΐου 2010, εφάρμοσε εσφαλμένα το άρθρο 4 του κανονισμού 1049/2001 και ότι ενήργησε με αυτόν τον τρόπο προκειμένου να συγκαλύψει τη μη τήρηση των δεσμεύσεών της σχετικά με τη διαφάνεια. |
160 |
Η Επιτροπή, με τις από 10 Απριλίου 2012 παρατηρήσεις της, αμφισβητεί το βάσιμο των επιχειρημάτων της προσφεύγουσας. |
161 |
Αφενός, επαναλαμβάνει τα επιχειρήματά της που εκτίθενται στο υπόμνημα αντικρούσεως και στο υπόμνημα ανταπαντήσεως σχετικά με το ότι η προσφυγή δεν στρέφεται κατά της αποφάσεως της 4ης Μαΐου 2010 καθόσον δεν επιτρέπει την πρόσβαση στα έγγραφα υπ’ αριθ. 45 έως 48 του καταλόγου που προσαρτήθηκε στην απόφαση αυτή. |
162 |
Επιβάλλεται, όμως, η υπόμνηση ότι τα επιχειρήματα αυτά εξετάστηκαν ήδη και απορρίφθηκαν στις σκέψεις 59 έως 67 ανωτέρω. |
163 |
Αφετέρου, η Επιτροπή, αφού υπενθυμίζει την ευρεία διακριτική ευχέρειά της στο πλαίσιο του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001 και τον, εξ αυτού του λόγου, περιορισμένο δικαστικό έλεγχο, υποστηρίζει ότι η προσφεύγουσα, με τη λεπτομερή εξέταση των αποκρύψεων αποσπασμάτων που έχουν γίνει στα έγγραφα υπ’ αριθ. 45 έως 48 με την απόφαση της 4ης Μαΐου 2010 τα οποία στη συνέχεια γνωστοποιήθηκαν το 2012, θίγει τα όρια του εν λόγω δικαστικού ελέγχου. |
164 |
Επιβάλλεται, όμως, η διαπίστωση ότι η ύπαρξη, εν προκειμένω, διακριτικής ευχέρειας της Επιτροπής ουδόλως απαγορεύει στην προσφεύγουσα να προβεί σε σύγκριση των αποφάσεων της 4ης Μαΐου 2010 και της 27ης Ιανουαρίου 2012, για να εντοπίσει στοιχεία προς στήριξη της απόψεώς της ότι η Επιτροπή υπέπεσε, με την απόφαση της 4ης Μαΐου 2010, σε πολλαπλή πλάνη εκτιμήσεως κατά τη συγκεκριμένη εφαρμογή, όσον αφορά τα επίμαχα έγγραφα, της εξαιρέσεως από το δικαίωμα προσβάσεως που προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001. Το γεγονός αυτό δεν σημαίνει ότι θίγεται η διακριτική ευχέρεια της Επιτροπής ή ότι μεταβάλλεται η έκταση του δικαστικού ελέγχου του Γενικού Δικαστηρίου. |
165 |
Τέλος, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η εξέταση στην οποία προέβη κατ’ αυτόν τον τρόπο η προσφεύγουσα όχι μόνο δεν καταδεικνύει ότι οι αποκρύψεις αποσπασμάτων που έγιναν με την απόφαση της 4ης Μαΐου 2010 ήταν προδήλως αδικαιολόγητες, αλλά μάλλον το αντίθετο. |
166 |
Τόσο από την απόφαση της 4ης Μαΐου 2010 (σημείο 5.6) όσο και από την εξέταση των εγγράφων που προσκόμισε η Επιτροπή σε εκτέλεση της διατάξεως της 9ης Ιουνίου 2011 προκύπτει ότι τα έγγραφα υπ’ αριθ. 45 έως 48 του καταλόγου που προσαρτήθηκε στην απόφαση αυτή είναι τέσσερα εσωτερικά έγγραφα της Επιτροπής τα οποία συνοψίζουν τις διαπραγματεύσεις που διεξήχθησαν κατά τον τέταρτο, πέμπτο, έκτο και έβδομο γύρο (rounds) της ACAC. |
167 |
Με την απόφαση της 4ης Μαΐου 2010, η Επιτροπή επισήμανε ότι τα αποκρυβέντα αποσπάσματα των εγγράφων υπ’ αριθ. 45 έως 48 του καταλόγου που προσαρτήθηκε στην απόφαση αυτή περιείχαν ορισμένα στοιχεία των επιδιώξεων της Ένωσης και απόψεων της διαπραγματευτικής της στρατηγικής στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων της ACAC. Η Επιτροπή επισήμανε ότι η γνωστοποίηση των στοιχείων αυτών στο κοινό θα την έθετε σε πολύ δυσχερή θέση στις τρέχουσες διαπραγματεύσεις της ACAC έναντι των άλλων διαπραγματευόμενων μερών, τα οποία θα ήταν πλήρως ενημερωμένα για τους σκοπούς και τις πολιτικές εκτιμήσεις της Ένωσης και τα οποία, ως εκ τούτου, θα μπορούσαν να εκτιμήσουν σε ποιο βαθμό η Ένωση είναι διατεθειμένη να κάνει συμβιβασμούς. Αυτό θα περιόριζε σημαντικά το περιθώριο ελιγμών της Επιτροπής και θα διακύβευε γενικώς τη διεξαγωγή των τρεχουσών διαπραγματεύσεων, πράγμα το οποίο θα έθιγε το συμφέρον της Ένωσης για αποτελεσματική διεξαγωγή των διαπραγματεύσεων αυτών. |
168 |
Η Επιτροπή προσέθεσε ότι, γενικότερα, δεν ήταν δυνατή η περαιτέρω διευκρίνιση του συγκεκριμένου περιεχομένου των αποκρυβέντων στοιχείων, δεδομένου ότι αυτό θα μπορούσε να έχει ως αποτέλεσμα την αποκάλυψη του περιεχομένου αυτού και, εξ αυτού του λόγου, θα καθιστούσε την εφαρμοστέα εξαίρεση άνευ αντικειμένου. |
169 |
Από την εξέταση των αποκρυβέντων αποσπασμάτων των εγγράφων υπ’ αριθ. 45 έως 48 προκύπτει ότι, κατά το μεγαλύτερο μέρος τους, περιέχουν, πράγματι, πληροφορίες για τις επιδιώξεις της Ένωσης, τις διαπραγματευτικές της θέσεις και ορισμένες απόψεις της διαπραγματευτικής της στρατηγικής, καθώς και πληροφορίες για τις θέσεις και τις πρωτοβουλίες των διαπραγματευόμενων μερών. |
170 |
Αυτό ισχύει, ειδικότερα, όσον αφορά τις αποκρύψεις που συγκεκριμένα αμφισβητεί η προσφεύγουσα, για εκείνες που έχουν γίνει στη σελίδα 1, σημείο 4, πρώτη και τελευταία περίοδος, του εγγράφου υπ’ αριθ. 45. Πράγματι, τα αποκρυβέντα αυτά αποσπάσματα, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, περιέχουν πληροφορίες σχετικά με τις θέσεις των διαπραγματευόμενων μερών και την πορεία των διαπραγματεύσεων, πληροφορίες που η Επιτροπή θα μπορούσε, χωρίς να υποπέσει σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως να αποφασίσει τη μη γνωστοποίησή τους. |
171 |
Αυτό ισχύει επίσης για την απόκρυψη, την οποία αμφισβητεί η προσφεύγουσα, που έγινε στη σελίδα 3 του εγγράφου υπ’ αριθ. 45, υπό την περίπτωση «Consultation of stakeholders/Transparency», τελευταία περίοδος. Το προβαλλόμενο από την προσφεύγουσα επιχείρημα ότι οι θέσεις της Ένωσης και των διαπραγματευόμενων μερών θα μπορούσαν, ως προς ορισμένα σημεία, να είναι συναινετικές, ουδόλως σημαίνει ότι η γνωστοποίηση των θέσεων αυτών, σε αυτό το στάδιο της διαπραγματεύσεως και ενώ δεν είχε υπογραφεί κάποιο κείμενο, δεν θα έθιγε το δημόσιο συμφέρον όσον αφορά τις διεθνείς σχέσεις. |
172 |
Το αυτό ισχύει, εξάλλου, και για τις αμφισβητούμενες από την προσφεύγουσα αποκρύψεις που έχουν γίνει στο έγγραφο υπ’ αριθ. 46, στη σελίδα 1, υπό τον τίτλο «Summary», τέταρτο και πέμπτο εδάφιο, και στη σελίδα 3, πρώτο εδάφιο, και σημείο 5, στοιχείο αʹ. Τα αποκρυβέντα αυτά αποσπάσματα, τα οποία εκθέτουν τις θέσεις των μερών και της Ένωσης ως προς, αφενός, τη συμμετοχή νέων κρατών στην ACAC και, αφετέρου, τις μελλοντικές προοπτικές της συμφωνίας αυτής, αφορούν πληροφορίες ως προς τις οποίες η Επιτροπή μπορούσε, στο στάδιο αυτό της διαπραγματεύσεως και ασκώντας τη διακριτική της ευχέρεια, να κρίνει ότι η γνωστοποίησή τους θα έθιγε την προστασία του δημοσίου συμφέροντος όσον αφορά τις διεθνείς σχέσεις. |
173 |
Η αμφισβητούμενη από την προσφεύγουσα απόκρυψη που έγινε στη σελίδα 1, υπό τον τίτλο «Summary», δεύτερο εδάφιο, του εγγράφου υπ’ αριθ. 46, αφορά, όπως και η απόκρυψη που έγινε στη σελίδα 1, σημείο 4, τελευταία περίοδος, του εγγράφου υπ’ αριθ. 45 (βλ. σκέψη 170 ανωτέρω), τις θέσεις των μερών κατά τις διαπραγματεύσεις. |
174 |
Όσον αφορά τις πληροφορίες που αποκρύφθηκαν στις σελίδες 2 και 3 του εγγράφου υπ’ αριθ. 47 (υπό τα στοιχεία a έως c, κάτω από τη φράση «EU comments focused on», η προσφεύγουσα, στηριζόμενη στη γνώση του εγγράφου αυτού που απέκτησε υπό τις περιστάσεις που αναφέρθηκαν στη σκέψη 53 ανωτέρω, υποστηρίζει ότι δεν μπορούν να υπονομεύσουν τις διαπραγματεύσεις δεδομένου ότι απλώς εκθέτουν το περιεχόμενο μιας προτάσεως επί της οποίας αντάλλαξαν απόψεις όλα τα μέρη. Επιπροσθέτως, η γνωστοποίηση των πληροφοριών αυτών δεν θα μπορούσε να υπονομεύσει τη θέση της Ένωσης στις διαπραγματεύσεις, δεδομένου ότι η φύση των παρατηρήσεων της Ένωσης δεν θα είχε ενδιαφέρον για τα υπόλοιπα διαπραγματευόμενα μέρη, ενώ θα είχε, αντιθέτως, ιδιαίτερη σημασία για τους πολίτες της Ένωσης. |
175 |
Επιβάλλεται, όμως, η διαπίστωση ότι, ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι η Επιτροπή θα μπορούσε βασίμως να αποκρύψει τις παρατηρήσεις της επί των θέσεων ενός μέρους, τα επίμαχα αποκρυβέντα αποσπάσματα δεν ήταν, στην πραγματικότητα, τόσο τέτοιου είδους παρατηρήσεις όσο περιγραφές της θέσεως διαπραγματευόμενου μέρους. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, οι αποκρύψεις αυτές ήταν πλήρως δικαιολογημένες από την προστασία του δημοσίου συμφέροντος όσον αφορά τις διεθνείς σχέσεις. Το επιχείρημα ότι η θέση αυτή είχε παρουσιαστεί από το συγκεκριμένο διαπραγματευόμενο μέρος σε όλα τα υπόλοιπα διαπραγματευόμενα μέρη ουδόλως μπορεί να αναιρέσει τη διαπίστωση αυτή. |
176 |
Όσον αφορά το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι το περιεχόμενο των αποκρύψεων αυτών, ειδικότερα όσον αφορά τις προτάσεις διαπραγματευόμενου μέρους που βαίνουν πέραν του κοινοτικού κεκτημένου, θα είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τον Ευρωπαίο πολίτη, ο οποίος θα επιθυμούσε ενδεχομένως να λάβει γνώση των τρεχουσών συνομιλιών προκειμένου να τις επηρεάσει, πρέπει, όπως ήδη αναφέρθηκε στις σκέψεις 110 και 131 ανωτέρω, να υπομνησθεί ότι το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001 αποτελεί υποχρεωτική εξαίρεση στο πλαίσιο της οποίας, σε αντίθεση με άλλες εξαιρέσεις από το δικαίωμα προσβάσεως, δεν μπορεί να συνεκτιμηθεί ενδεχόμενο υπέρτερο δημόσιο συμφέρον για τη γνωστοποίηση. |
177 |
Στο πλαίσιο αυτό, εσφαλμένως η προσφεύγουσα επικαλείται προς στήριξη της απόψεώς της την απόφαση Suède και Turco κατά Συμβουλίου, σκέψη 53 ανωτέρω, η οποία αφορούσε άρνηση προσβάσεως στηριζόμενη σε άλλη εξαίρεση στο πλαίσιο της οποίας μπορούσε να συνεκτιμηθεί τέτοιο υπέρτερο δημόσιο συμφέρον για τη γνωστοποίηση (άρθρο 4, παράγραφος 2, δεύτερη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001). |
178 |
Επίσης, αλυσιτελώς η προσφεύγουσα αναφέρεται στην ίδια απόφαση προκειμένου να υποστηρίξει ότι με αυτήν ο δικαστής της Ένωσης έθεσε τεκμήριο υπέρ της γνωστοποιήσεως των νομοθετικών εγγράφων. |
179 |
Πράγματι, καθόσον η προσφεύγουσα επιχειρεί, με την αναφορά αυτή, την εξομοίωση των διαπραγματευτικών εγγράφων της ACAC με νομοθετικά έγγραφα, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι τέτοια εξομοίωση, ακόμα και αν ευσταθεί, δεν μπορεί, όπως έχει ήδη κρίνει το Δικαστήριο (απόφαση της 1ης Φεβρουαρίου 2007, Sison κατά Συμβουλίου, σκέψη 108 ανωτέρω, σκέψη 41), ούτε να έχει επιρροή ως προς το αν η γνωστοποίηση των εν λόγω εγγράφων μπορεί να θίξει τα συμφέροντα που προστατεύει το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1049/2001 ούτε, συνεπώς, ως προς το αν η πρόσβαση που ζητήθηκε σε τέτοια έγγραφα έπρεπε να μην επιτραπεί. |
180 |
Όπως επισήμανε το Δικαστήριο στην ως άνω απόφαση Sison κατά Συμβουλίου, μολονότι το άρθρο 12, παράγραφος 2, του κανονισμού 1049/2001 ορίζει ότι πρέπει να παρέχεται άμεση πρόσβαση στα έγγραφα που συντάχθηκαν ή παραλήφθηκαν στο πλαίσιο διαδικασιών για την έγκριση πράξεων που είναι δεσμευτικές στα ή για τα κράτη μέλη, προσθέτει πάντως ότι η πρόσβαση παρέχεται με την επιφύλαξη των άρθρων 4 και 9 του ίδιου κανονισμού (απόφαση της 1ης Φεβρουαρίου 2007, Sison κατά Συμβουλίου, σκέψη 108 ανωτέρω, σκέψη 41). |
181 |
Επιπλέον και όλως παρεμπιπτόντως, πρέπει να υπομνησθεί ότι η διεξαγωγή διαπραγματεύσεων για τη σύναψη διεθνούς συμφωνίας εμπίπτουν, κατ’ αρχήν, στην αρμοδιότητα της εκτελεστικής αρχής (απόφαση in ’t Veld κατά Συμβουλίου, σκέψη 120 ανωτέρω, σκέψη 88) και ότι οι διαπραγματεύσεις αυτές ουδόλως προδικάζουν το αποτέλεσμα της δημόσιας συζητήσεως που ενδέχεται να αναπτυχθεί, μετά την υπογραφή της διεθνούς συμφωνίας, στο πλαίσιο της διαδικασίας επικυρώσεως. |
182 |
Το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι η Επιτροπή κατά την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας που της παρέχεται στο πλαίσιο του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, δεν υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως κρίνοντας ότι τυχόν γνωστοποίηση των πληροφοριών που αναφέρθηκαν στη σκέψη 174 ανωτέρω θα έθιγε την προστασία του δημοσίου συμφέροντος στις διεθνείς σχέσεις. |
183 |
Μολονότι προκύπτει ότι οι επικρίσεις που διατυπώνει η προσφεύγουσα κατά των αποκρύψεων αποσπασμάτων που έγιναν με την απόφαση της 4ης Μαΐου 2010 στα έγγραφα υπ’ αριθ. 45 έως 48 του καταλόγου που προσαρτήθηκε στην απόφαση αυτή είναι, κατά το μεγαλύτερο μέρος τους, αβάσιμες, εντούτοις ορθώς προβάλλει ότι ορισμένες από τις αποκρύψεις αποσπασμάτων οι οποίες έχουν γίνει από την Επιτροπή στα έγγραφα αυτά είναι προδήλως εσφαλμένες. |
184 |
Αυτό ισχύει για τις αποκρύψεις που έχουν γίνει στο έγγραφο υπ’ αριθ. 45, στη σελίδα 2, υπό τον τίτλο «Participants», δεύτερο εδάφιο, τελευταία περίοδος· στο έγγραφο 47, στη σελίδα 1, υπό τον τίτλο «Participants», δεύτερο εδάφιο, τελευταία περίοδος· στο έγγραφο υπ’ αριθ. 47, στη σελίδα 2, υπό τον τίτλο «1. Digital Environment (including Internet)», δεύτερο εδάφιο, τελευταία περίοδος· στο έγγραφο υπ’ αριθ. 48, στη σελίδα 2, εδάφιο υπό το σημείο 4, τελευταία φράση. |
185 |
Πράγματι, δεν προκύπτει ότι οι αποκρύψεις αυτές αποσπασμάτων αφορούν διαπραγματευτικές θέσεις της Επιτροπής ή άλλων διαπραγματευόμενων μερών ή άλλες πληροφορίες των οποίων η γνωστοποίηση θα μπορούσε να θίξει το δημόσιο συμφέρον όσον αφορά τις διεθνείς σχέσεις. Ειδικότερα και όπως επισημαίνει η προσφεύγουσα, η δήλωση της Επιτροπής, που έχει αποκρυβεί στη σελίδα 2 του εγγράφου υπ’ αριθ. 48 (εδάφιο υπό το σημείο 4, τελευταία φράση), ότι δεν θα αντιτασσόταν στη γνωστοποίηση των διαπραγματευτικών εγγράφων αν συναινούσαν προς τούτο τα διαπραγματευόμενα μέρη, ήταν πληροφορία της οποίας η γνωστοποίηση δεν μπορούσε να υπονομεύσει την αμοιβαία εμπιστοσύνη των διαπραγματευόμενων μερών. |
186 |
Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων προκύπτει ότι το υπό κρίση σκέλος του τρίτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί καθόσον αφορά τα έγγραφα υπ’ αριθ. 45 έως 48 του καταλόγου που προσαρτήθηκε στην απόφαση της 4ης Μαΐου 2010, με την εξαίρεση των αποκρύψεων αποσπασμάτων των οποίων έγινε μνεία στη σκέψη 184 ανωτέρω. |
Επί των εγγράφων υπ’ αριθ. 27a, 40a, 51 και 52 του καταλόγου που προσαρτήθηκε στην απόφαση της 9ης Δεκεμβρίου 2010
– Επί του εγγράφου της 21ης Σεπτεμβρίου 2009 με τίτλο «Working document “Friends of the Presidency” meeting» (έγγραφο εργασίας συνάντηση «Φίλων της Προεδρίας») (έγγραφο υπ’ αριθ. 27a του καταλόγου που προσαρτήθηκε στην απόφαση της 9ης Δεκεμβρίου 2010)
187 |
Τόσο από την απόφαση της 9ης Δεκεμβρίου 2010 (σημείο 2.1, τέταρτο εδάφιο) όσο και από την εξέταση των εγγράφων που προσκόμισε η Επιτροπή σε εκτέλεση της διατάξεως της 9ης Ιουνίου 2011 προκύπτει ότι το έγγραφο υπ’ αριθ. 27a του καταλόγου που προσαρτήθηκε στην απόφαση αυτή είναι έγγραφο εργασίας του Συμβουλίου, το οποίο περιέχει προσχέδιο κειμένου που αφορά τις ποινικές διατάξεις της ACAC, που είχε καταρτιστεί προκειμένου να αποτελέσει αντικείμενο συζητήσεως στο πλαίσιο της ομάδας «Φίλων της Προεδρίας» και το οποίο σκοπό είχε να καταστεί δυνατή η διαμόρφωση της θέσεως της Προεδρίας στις διαπραγματεύσεις επί του ζητήματος αυτού. |
188 |
Υπό τις συνθήκες αυτές και δεδομένου ότι πρόκειται για έγγραφο που αφορά τις διαπραγματευτικές θέσεις της Ένωσης καθώς και, από ορισμένες απόψεις, τις θέσεις τρίτων μερών, η Επιτροπή, για τους λόγους που εκτίθενται στην απόφαση της 9ης Δεκεμβρίου 2010 (σημείο 2.1, τέταρτο έως πέμπτο εδάφιο), ορθώς δεν επέτρεψε την πρόσβαση στο έγγραφο αυτό, χωρίς να υποπέσει σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως. |
189 |
Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από τα επιχειρήματα που προέβαλε η προσφεύγουσα με τις από 19 Ιανουαρίου 2011 παρατηρήσεις της επί της αποφάσεως της 9ης Δεκεμβρίου 2010 με τα οποία, κατ’ ουσίαν, επαναλαμβάνει τα επιχειρήματα που προέβαλε με το δικόγραφο της προσφυγής της και τα οποία το Γενικό Δικαστήριο ήδη απέρριψε στις σκέψεις 111 έως 127 ανωτέρω. |
– Επί του εγγράφου της 26ης Οκτωβρίου 2009 με τίτλο «Draft Position of the Member States on the criminal provisions in chapter 2» (προσχέδιο θέσεως των κρατών μελών επί των ποινικών διατάξεων του κεφαλαίου 2) (έγγραφο υπ’ αριθ. 40a του καταλόγου που προσαρτήθηκε στην απόφαση της 9ης Δεκεμβρίου 2010)
190 |
Τόσο από την απόφαση της 9ης Δεκεμβρίου 2010 (σημείο 2.1, τέταρτο εδάφιο) όσο και από την εξέταση των εγγράφων που προσκόμισε η Επιτροπή σε εκτέλεση της διατάξεως της 9ης Ιουνίου 2011 προκύπτει ότι το έγγραφο υπ’ αριθ. 40a του καταλόγου που προσαρτήθηκε στην απόφαση αυτή είναι έγγραφο εργασίας, της 26ης Οκτωβρίου 2009, στο οποίο εκτίθεται η θέση των κρατών μελών της Ένωσης όσον αφορά τις ποινικές διατάξεις στο κεφάλαιο 2 της ACAC. |
191 |
Πρέπει, επιπλέον, να επισημανθεί ότι το έγγραφο αυτό είναι πανομοιότυπο, με την εξαίρεση του τίτλου του και των κεφαλίδων και υποσελίδων του, με το έγγραφο υπ’ αριθ. 28 του καταλόγου που προσαρτήθηκε στην απόφαση της 4ης Μαΐου 2010, η άρνηση προσβάσεως στο οποίο διαπιστώθηκε ήδη (βλ. σκέψεις 152 έως 155 ανωτέρω), ότι επ’ ουδενί ενέχει πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως. Κατά συνέπεια και για τους ίδιους λόγους που εκτέθηκαν στις εν λόγω σκέψεις, ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί καθόσον αφορά το έγγραφο υπ’ αριθ. 40a. |
– Επί του εγγράφου της 8ης Ιουνίου 2009 με τίτλο «Transmission note with agenda for meeting of 11 June 2009» (διαβιβαστικό σημείωμα με το πρόγραμμα της συναντήσεως της 11ης Ιουνίου 2009) (έγγραφο υπ’ αριθ. 51 του καταλόγου που προσαρτήθηκε στην απόφαση της 9ης Δεκεμβρίου 2010)
192 |
Με την απόφαση της 9ης Δεκεμβρίου 2010 (σημείο 2.2, στοιχείο 1), η Επιτροπή επέτρεψε την πρόσβαση στο έγγραφο αυτό, με την εξαίρεση μιας παραγράφου για την οποία επικαλέστηκε την εξαίρεση που αφορά την προστασία του δημοσίου συμφέροντος στις διεθνείς σχέσεις, επειδή, αφενός, η παράγραφος αυτή περιείχε πληροφορίες σχετικά με αίτημα τρίτου κράτους να συμμετάσχει στις διαπραγματεύσεις της ACAC και, αφετέρου, η γνωστοποίηση της πληροφορίας αυτής θα έβλαπτε τις σχέσεις της Ένωσης με το τρίτο αυτό κράτος καθώς και με τα υπόλοιπα διαπραγματευόμενα μέρη. |
193 |
Τόσο από τα εκτιθέμενα από την Επιτροπή στην απόφαση της 9ης Δεκεμβρίου 2010 όσο και από την εξέταση του εγγράφου που προσκομίστηκε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου σε εκτέλεση της διατάξεως της 9ης Ιουνίου 2011 προκύπτει ότι το αποκρυβέν χωρίο του εγγράφου αυτού αφορά πράγματι την εξέταση αιτήσεως τρίτου κράτους για ενδεχόμενη συμμετοχή του στις διαπραγματεύσεις της ACAC. Υπό τις συνθήκες αυτές και αντιθέτως προς όσα διατείνεται η προσφεύγουσα, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως κρίνοντας ότι η γνωστοποίηση του αποκρυβέντος χωρίου του εγγράφου αυτού θα έθιγε την προστασία του δημοσίου συμφέροντος όσον αφορά τις διεθνείς σχέσεις. |
– Επί του εγγράφου της 30ής Σεπτεμβρίου 2009 με τίτλο «Transmission of an information note for the committee (deputies)» [διαβίβαση πληροφοριακού σημειώματος για την επιτροπή (αντιπρόσωποι)] (έγγραφο υπ’ αριθ. 52 του καταλόγου που προσαρτήθηκε στην απόφαση της 9ης Δεκεμβρίου 2010)
194 |
Με την απόφαση της 9ης Δεκεμβρίου 2010 επιτράπηκε μερική πρόσβαση στο έγγραφο αυτό, το οποίο είναι πληροφοριακό σημείωμα που απευθύνεται στην επιτροπή του άρθρου 133 ΕΚ (νυν άρθρο 207 ΣΛΕΕ) και αφορά το κεφάλαιο του προσχεδίου της ACAC σχετικά με το διαδίκτυο. |
195 |
Τόσο από τα εκτιθέμενα από την Επιτροπή στην απόφαση της 9ης Δεκεμβρίου 2010 όσο και από την εξέταση του εγγράφου που προσκομίστηκε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου σε εκτέλεση της διατάξεως της 9ης Ιουνίου 2011 προκύπτει ότι το μη γνωστοποιηθέν απόσπασμα του εγγράφου αυτού περιέχει πληροφορίες που παρέσχε στην Επιτροπή διαπραγματευόμενο μέρος σχετικά με τη διαπραγματευτικές θέσεις του. |
196 |
Υπό τις συνθήκες αυτές και αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως αποφασίζοντας να μην επιτρέψει την πρόσβαση σε αυτό το απόσπασμα του εγγράφου. |
197 |
Κατόπιν του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, το δεύτερο σκέλος του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί, πλην του μέρους του που αφορά την άρνηση προσβάσεως στα έγγραφα υπ’ αριθ. 21 και 25 του καταλόγου που προσαρτήθηκε στην απόφαση της 4ης Μαΐου 2010 και τις αποκρύψεις αποσπασμάτων των εγγράφων υπ’ αριθ. 45, 47 και 48 του καταλόγου αυτού, για τις οποίες έγινε λόγος στη σκέψη 184 ανωτέρω. |
4. Επί του τετάρτου λόγου ακυρώσεως που αντλείται από παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 6, του κανονισμού 1049/2001 και από παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας
198 |
Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι έγινε εσφαλμένη εφαρμογή του άρθρου 4, παράγραφος 6, του κανονισμού αυτού και ότι παραβιάστηκε η αρχή της αναλογικότητας, καθόσον η Επιτροπή δεν εξέτασε το ενδεχόμενο να επιτρέψει μερική πρόσβαση στα έγγραφα και να περιορίσει την άρνηση προσβάσεως μόνο στα αποσπάσματα των εγγράφων για τα οποία αυτή δικαιολογείται και είναι απολύτως απαραίτητη. |
199 |
Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η δυνατότητα να επιτραπεί μερική πρόσβαση εξετάστηκε με τον δέοντα και ορθό τρόπο. |
200 |
Από το γράμμα του άρθρου 4, παράγραφος 6, του κανονισμού 1049/2001 προκύπτει ότι εάν μόνον μέρη του ζητουμένου εγγράφου καλύπτονται από οιαδήποτε εξαίρεση, τα υπόλοιπα μέρη του εγγράφου δίδονται στη δημοσιότητα. Εξάλλου, η αρχή της αναλογικότητας απαιτεί να μην υπερβαίνουν οι παρεκκλίσεις το πρόσφορο και αναγκαίο όριο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού (απόφαση Συμβούλιο κατά Hautala, σκέψη 107 ανωτέρω, σκέψη 28). |
201 |
Εν προκειμένω, από τις αποφάσεις της 4ης Μαΐου και της 9ης Δεκεμβρίου 2010 προκύπτει ότι η Επιτροπή δεν αρκέστηκε στην απόρριψη της αιτήσεως προσβάσεως στο πλήρες κείμενο βάσει του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, αλλά εξέτασε και το ενδεχόμενο μερικής γνωστοποιήσεως κατ’ εφαρμογή του άρθρου 4, παράγραφος 6, του ίδιου κανονισμού. |
202 |
Έτσι, με το σημείο 3 της αποφάσεως της 4ης Μαΐου 2010, η Επιτροπή ενημέρωσε την προσφεύγουσα ότι, κατόπιν προσεκτικής εξετάσεως της αιτήσεως προσβάσεως και των οικείων εγγράφων, προέκυψε ότι μπορούσε να επιτραπεί πλήρης πρόσβαση στο έγγραφο υπ’ αριθ. 49 του καταλόγου που προσαρτήθηκε στην απόφαση της 4ης Μαΐου 2010 και μερική πρόσβαση στα έγγραφα υπ’ αριθ. 45 έως 48 του καταλόγου αυτού για τα τμήματα των εγγράφων αυτών τα οποία δεν εμπίπτουν σε εξαίρεση από το δικαίωμα προσβάσεως. Η Επιτροπή επισήμανε ότι δεν ήταν δυνατόν να κοινοποιηθούν στην προσφεύγουσα το υπόλοιπο του κειμένου των εν λόγω εγγράφων υπ’ αριθ. 45 έως 48, καθώς και όλα τα άλλα έγγραφα τα οποία καταγράφονται στον κατάλογο που προσαρτήθηκε στην απόφαση της 4ης Μαΐου 2010. |
203 |
Επιπλέον, με την απόφαση της 9ης Δεκεμβρίου 2010, η Επιτροπή επέτρεψε μερική πρόσβαση στα έγγραφα υπ’ αριθ. 50 έως 52 του καταλόγου που προσαρτήθηκε στην απόφαση αυτή. |
204 |
Συνεπώς, εσφαλμένως η προσφεύγουσα διατείνεται ότι η Επιτροπή δεν εξέτασε το ενδεχόμενο να επιτρέψει μερική πρόσβαση. |
205 |
Όσον αφορά, στη συνέχεια, την παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι θα έπρεπε να είχε επιτραπεί η μερική πρόσβαση στα έγγραφα υπ’ αριθ. 1 έως 21 του καταλόγου που προσαρτήθηκε στην απόφαση της 4ης Μαΐου 2010, εφόσον τουλάχιστον αποσπάσματα των εγγράφων αυτών είχαν επαναληφθεί στο ενοποιημένο κείμενο του προσχεδίου της ACAC με αποτέλεσμα να μην είναι αναγκαία η άρνηση προσβάσεως ως προς τα αποσπάσματα αυτά. Επιπροσθέτως, τα αποσπάσματα των εγγράφων αυτών που αφορούσαν τις θέσεις της Ένωσης ή ακόμη και εκείνα που ήταν μικρότερης σημασίας λόγω του τεχνικού τους χαρακτήρα έπρεπε να έχουν γνωστοποιηθεί. |
206 |
Πρέπει, εντούτοις, να υπομνησθεί ότι, όπως επισημάνθηκε ήδη στη σκέψη 137 ανωτέρω, οι διαπραγματεύσεις της ACAC ήταν εν εξελίξει και ότι το ενοποιημένο κείμενο του προσχεδίου της ACAC δεν ήταν παρά προσχέδιο συμφωνίας. Υπό τις περιστάσεις αυτές και με την επιφύλαξη του ζητήματος του οποίου έγινε μνεία στη σκέψη 127 ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η αποδοχή του αιτήματος της προσφεύγουσας για πρόσβαση στις διαπραγματευτικές θέσεις, ακόμη και αν αυτές είναι τεχνικής φύσεως, των διαπραγματευόμενων μερών και της Ένωσης οι οποίες περιλαμβάνονται στα έγγραφα υπ’ αριθ. 1 έως 20 και 22 του καταλόγου που προσαρτήθηκε στην απόφαση της 4ης Μαΐου 2010 [δεδομένου ότι η άρνηση προσβάσεως στο έγγραφο υπ’ αριθ. 21 του καταλόγου αυτού έχει ήδη ακυρωθεί (βλ. σκέψη 141 ανωτέρω)] θα έθιγε το δημόσιο συμφέρον που προστατεύει το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001. Η Επιτροπή, συνεπώς, ουδόλως παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας μη επιτρέποντας στην προσφεύγουσα μερική πρόσβαση ως αποτέλεσμα της οποίας θα είχε λάβει γνώση των διαπραγματευτικών θέσεων των διαπραγματευόμενων μερών και της Ένωσης. |
207 |
Το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι η Επιτροπή απέκρυψε υπερβολικά μεγάλο αριθμό αποσπασμάτων των εγγράφων υπ’ αριθ. 45 έως 48 του καταλόγου που προσαρτήθηκε στην απόφαση της 4ης Μαΐου 2010, στα οποία επέτρεψε μερική πρόσβαση, και ότι ακολούθησε εξαιρετικά περιοριστική αντίληψη όσον αφορά την πρόσβαση, παραβιάζοντας, ως εκ τούτου, την αρχή της αναλογικότητας, πρέπει να επισημανθεί ότι, κατ’ ουσίαν, έχει ήδη εξεταστεί στις σκέψεις 156 έως 186 ανωτέρω και έχει γίνει εν μέρει δεκτή. |
208 |
Κατά συνέπεια, ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως, ο οποίος αντλείται από παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 6, του κανονισμού 1049/2001 και παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας, επειδή η Επιτροπή δεν εξέτασε το ενδεχόμενο να επιτρέψει μερική πρόσβαση ή, άλλως, επέτρεψε την πρόσβαση σε πολύ περιορισμένο βαθμό, πρέπει να απορριφθεί, υπό την επιφύλαξη, όμως, των εκτιμήσεων της προηγούμενης σκέψεως. |
5. Επί του πέμπτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από έλλειψη αιτιολογίας
209 |
Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή παρέβη την υποχρέωση αιτιολογήσεως αρνούμενη σιωπηρώς την πρόσβαση σε ορισμένα έγγραφα, τα οποία μολονότι μνημονεύονταν στην αίτηση προσβάσεως, εντούτοις δεν εξετάστηκαν με την απόφαση της 4ης Μαΐου 2010. |
210 |
Όσον αφορά τα έγγραφα υπ’ αριθ. 45 έως 48 του καταλόγου που προσαρτήθηκε στην απόφαση της 4ης Μαΐου 2010, η Επιτροπή, κατά την προσφεύγουσα, δεν εξέθεσε λόγους από τους οποίους να προκύπτει σε ποιο βαθμό θα έθιγε το δημόσιο συμφέρον η πλήρης πρόσβαση σε αυτά. Η λακωνική αιτιολογία ότι τα έγγραφα αυτά «περιέχουν στοιχεία των επιδιώξεων της Ένωσης και απόψεις της διαπραγματευτικής της στρατηγικής» φαίνεται να μην είναι κρίσιμη εν προκειμένω λαμβανομένου υπόψη του τμήματος των εγγράφων αυτών το οποίο η Επιτροπή δημοσιοποίησε. |
211 |
Όσον αφορά τα έγγραφα υπ’ αριθ. 1 έως 29 του καταλόγου που προσαρτήθηκε στην απόφαση της 4ης Μαΐου 2010, η Επιτροπή, κατά την προσφεύγουσα, προτίμησε την επίκληση λόγων γενικής φύσεως προς αιτιολόγηση της αρνήσεως προσβάσεως και, κυρίως, εξέτασε όλα τα έγγραφα από κοινού και όχι το καθένα χωριστά. |
212 |
Η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι, καθόσον ο λόγος αυτός ακυρώσεως αφορά τα έγγραφα που δεν εξετάστηκαν με την απόφαση της 4ης Μαΐου 2010, συνομολογεί ότι εσφαλμένα περιόρισε, με την απόφαση της 4ης Μαΐου 2010, το περιεχόμενο της αιτήσεως προσβάσεως. |
213 |
Κατά τα λοιπά, η Επιτροπή αρνείται ότι παρέβη την υποχρέωση αιτιολογήσεως. |
214 |
Πρέπει να υπομνησθεί ότι η επιβαλλόμενη από το άρθρο 296 ΣΛΕΕ αιτιολογία πρέπει να είναι προσαρμοσμένη στη φύση της οικείας πράξεως και να επιτρέπει να διαφανεί κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο η συλλογιστική του θεσμικού οργάνου που εξέδωσε την πράξη, ούτως ώστε οι ενδιαφερόμενοι να γνωρίζουν τους λόγους που δικαιολογούν τη λήψη του μέτρου και το αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο να ασκεί τον έλεγχό του. Εξάλλου, η υποχρέωση αιτιολογήσεως των αποφάσεων αποτελεί ουσιώδη τύπο που πρέπει να διακρίνεται από το ζήτημα του βασίμου της αιτιολογίας, η οποία αφορά την ουσιαστική νομιμότητα της επίδικης πράξεως. Πράγματι, η αιτιολογία μιας αποφάσεως συνίσταται στην επίσημη έκφραση των λόγων στους οποίους στηρίζεται η απόφαση αυτή. Αν η αιτιολογία εμπεριέχει σφάλματα, αυτά πλήττουν την ουσιαστική νομιμότητα της αποφάσεως και όχι την αιτιολογία της, η οποία μπορεί να είναι επαρκής ακόμα και αν προβάλλει εσφαλμένους λόγους (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 10ης Ιουλίου 2008, C-413/06 P, Bertelsmann και Sony Corporation of America κατά Impala, Συλλογή 2008, σ. I-4951, σκέψεις 166 και 181 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). |
215 |
Πρέπει, κατ’ αρχάς, να υπομνησθεί ότι, κατόπιν της εκδόσεως από την Επιτροπή της αποφάσεως της 9ης Δεκεμβρίου 2010, η υπό κρίση προσφυγή κατέστη άνευ αντικειμένου καθόσον με αυτή ζητείται η ακύρωση σιωπηρής αποφάσεως περί απορρίψεως αιτήματος προσβάσεως σε ορισμένα έγγραφα των οποίων γίνεται μνεία στην απάντηση της 21ης Ιανουαρίου 2010 αλλά τα οποία δεν εξετάστηκαν με την απόφαση της 4ης Μαΐου 2010. Κατά συνέπεια, ο υπό κρίση λόγος, καθόσον βάλλει κατά της ελλείψεως αιτιολογίας σιωπηρής αποφάσεως περί αρνήσεως προσβάσεως όσον αφορά τα έγγραφα τα οποία η Επιτροπή παρέλειψε να εξετάσει με την απόφαση αυτή έχει καταστεί και αυτός άνευ αντικειμένου και παρέλκει η εξέτασή του. |
216 |
Στη συνέχεια και καθόσον με τον υπό κρίση λόγο προβάλλεται παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως της μερικής αρνήσεως προσβάσεως στα έγγραφα υπ’ αριθ. 45 έως 48 του καταλόγου που προσαρτήθηκε στην απόφαση της 4ης Μαΐου 2010, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η Επιτροπή, στο σημείο 5.6 της αποφάσεως αυτής αλλά επίσης και στο μέρος 4 της αποφάσεως αυτής, αιτιολόγησε επαρκώς τη μερική αυτή άρνηση προσβάσεως. |
217 |
Έτσι, στο σημείο 5.6 της αποφάσεως της 4ης Μαΐου 2010, η Επιτροπή, αφού ανέφερε ότι τα έγγραφα υπ’ αριθ. 45 έως 48 του καταλόγου που προσαρτήθηκε στην απόφαση αυτή ήταν εκθέσεις σχετικές με διαφόρους γύρους διαπραγματεύσεων της ACAC και δήλωσε ότι επέτρεπε μερική πρόσβαση στις εκθέσεις αυτές (πρώτο εδάφιο του σημείου 5.6), επισήμανε ότι τα αποκρυβέντα αποσπάσματα των εγγράφων αυτών περιείχαν ορισμένα στοιχεία των επιδιώξεων της Ένωσης και απόψεις της διαπραγματευτικής της στρατηγικής στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων της ACAC. Η Επιτροπή επισήμανε ότι η γνωστοποίηση των στοιχείων αυτών θα την έθετε σε δυσχερή θέση στις τρέχουσες διαπραγματεύσεις της ACAC έναντι των άλλων μερών, τα οποία θα είχαν πλήρη ενημέρωση για τους σκοπούς και τις πολιτικές εκτιμήσεις της Ένωσης και τα οποία θα μπορούσαν, συνεπώς, να εκτιμήσουν σε ποιο βαθμό η Ένωση είναι διατεθειμένη να κάνει συμβιβασμούς. Η Επιτροπή επισήμανε ότι αυτό θα μείωνε ουσιωδώς το περιθώριο ελιγμών της και θα έθετε εν αμφιβόλω τη γενική διεξαγωγή των τρεχουσών διαπραγματεύσεων, πράγμα που θα έθιγε το συμφέρον της Ένωσης για αποτελεσματική διεξαγωγή των διαπραγματεύσεων αυτών (σημείο 5.6, δεύτερο εδάφιο, της αποφάσεως της 4ης Μαΐου 2010). |
218 |
Η Επιτροπή προσέθεσε ότι, γενικώς, δεν είχε τη δυνατότητα να διευκρινίσει περισσότερο το συγκεκριμένο περιεχόμενο των στοιχείων αυτών, δεδομένου ότι αυτό θα μπορούσε να έχει ως αποτέλεσμα την αποκάλυψη του περιεχομένου τους και, εξ αυτού του λόγου, θα καθιστούσε την εφαρμοστέα εξαίρεση άνευ αντικειμένου (σημείο 5.6, τρίτο εδάφιο, της αποφάσεως της 4ης Μαΐου 2010). |
219 |
Εξάλλου, όσον αφορά την απόκρυψη αποσπασμάτων όχι προς προστασία των διαπραγματευτικών θέσεων της ίδιας της Επιτροπής αλλά προς προστασία των θέσεων των υπολοίπων διαπραγματευόμενων μερών, ο λόγος αυτός προστασίας, μολονότι δεν αναφέρεται ρητώς στο σημείο 5.6 της αποφάσεως της 4ης Μαΐου 2010, προκύπτει εντούτοις σαφέστατα από το μέρος 4 της αποφάσεως της 4ης Μαΐου 2010, το οποίο αναφέρεται, μεταξύ άλλων, στα έγγραφα υπ’ αριθ. 45 έως 48 του καταλόγου που προσαρτήθηκε στην απόφαση της 4ης Μαΐου 2010. |
220 |
Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, η Επιτροπή, μολονότι δεν είχε τη δυνατότητα να είναι σαφέστερη, για τους βάσιμους λόγους των οποίων έγινε υπόμνηση στη σκέψη 218 ανωτέρω, ως προς το συγκεκριμένο περιεχόμενο των αποσπασμάτων που απέκρυψε, δεν παρέβη την υποχρέωση αιτιολογήσεως που υπέχει σχετικά με τη μερική άρνηση προσβάσεως στα έγγραφα υπ’ αριθ. 45 έως 48 του καταλόγου που προσαρτήθηκε στην απόφαση της 4ης Μαΐου 2010. |
221 |
Τέλος, το επιχείρημα που προβάλλεται με τον υπό κρίση λόγο ακυρώσεως ότι, όσον αφορά τα έγγραφα υπ’ αριθ. 1 έως 29 του καταλόγου που προσαρτήθηκε στην απόφαση της 4ης Μαΐου 2010, η Επιτροπή προτίμησε την επίκληση λόγων γενικής φύσεως προς δικαιολόγηση της αρνήσεως προσβάσεως και, κυρίως, εξέτασε όλα τα έγγραφα από κοινού και όχι το καθένα χωριστά, πρέπει να απορριφθεί. |
222 |
Πράγματι, από την απόφαση της 4ης Μαΐου 2010 προκύπτει ότι η Επιτροπή, αφού εξέθεσε λεπτομερώς, στο μέρος 4 της αποφάσεως αυτής, του λόγους για τους οποίους η αιτηθείσα πρόσβαση στα διαπραγματευτικά έγγραφα της ACAC θα έθιγε την προστασία του δημοσίου συμφέροντος στις διεθνείς σχέσεις, εξέτασε, στο μέρος 5 της αποφάσεως αυτής, συγκεκριμένα και εξατομικευμένα την εφαρμογή της εξαιρέσεως στα έγγραφα που ανέφερε η αίτηση προσβάσεως και, ειδικότερα, στα έγγραφα υπ’ αριθ. 1 έως 29 του καταλόγου που προσαρτήθηκε στην απόφαση της 4ης Μαΐου 2010 (βλ., ως προς τα έγγραφα αυτά, τα σημεία 5.1 έως 5.4 της αποφάσεως αυτής). Με αυτόν τον τρόπο, η Επιτροπή παρέσχε επαρκή αιτιολογία, δίνοντας τη δυνατότητα στην προσφεύγουσα να γνωρίσει τις αιτιολογίες του ληφθέντος μέτρου και στο Γενικό Δικαστήριο να ασκήσει τον έλεγχό του. |
223 |
Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω σκέψεων, ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί. |
Γ– Συμπεράσματα
224 |
Από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων προκύπτει ότι η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της, εκτός από το μέρος της που βάλλει κατά της αρνήσεως προσβάσεως στα έγγραφα υπ’ αριθ. 21 και 25 του καταλόγου που προσαρτήθηκε στην απόφαση της 4ης Μαΐου 2010 καθώς και κατά των αποκρύψεων αποσπασμάτων που μνημονεύθηκαν στη σκέψη 184 ανωτέρω, οι οποίες έγιναν στα έγγραφα υπ’ αριθ. 45, 47 και 48 του καταλόγου που προσαρτήθηκε στην ίδια ως άνω απόφαση. |
Επί των δικαστικών εξόδων
225 |
Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Εξάλλου, κατά το άρθρο 87, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του ίδιου κανονισμού, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να κατανείμει τα έξοδα ή να αποφασίσει ότι κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά έξοδα του σε περίπτωση μερικής ήττας των διαδίκων ή εφόσον συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι. |
226 |
Εν προκειμένω, μολονότι η προσφεύγουσα ηττάται κατ’ ουσίαν, εντούτοις, αφενός, η υπό κρίση προσφυγή είναι βάσιμη ως προς ορισμένα έγγραφα και ορισμένες αποκρύψεις αποσπασμάτων και, αφετέρου και κυρίως, ο αμελής χειρισμός της αιτήσεως προσβάσεως εκ μέρους της Επιτροπής και το γεγονός ότι το θεσμικό όργανο αυτό υποχρεώθηκε, λόγω δικών του ενεργειών, να συμπληρώσει δύο φορές την απάντησή του στην αίτηση αυτή, επιβάρυναν τη διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και, κατά συνέπεια, τα δικαστικά έξοδα της προσφεύγουσας. |
227 |
Λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων αυτών, πρέπει η προσφεύγουσα να φέρει το ήμισυ των δικαστικών εξόδων της καθώς και το ήμισυ των δικαστικών εξόδων της Επιτροπής. |
228 |
Η Επιτροπή πρέπει να φέρει το ήμισυ των δικαστικών εξόδων της καθώς και το ήμισυ των δικαστικών εξόδων της προσφεύγουσας. |
Για τους λόγους αυτούς, ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα) αποφασίζει: |
|
|
|
|
Forwood Dehousse Schwarcz Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 19 Μαρτίου 2013. (υπογραφές) |
Περιεχόμενα
Ιστορικό της διαφοράς |
|
Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων |
|
Σκεπτικό |
|
Α – Επί του αντικειμένου της προσφυγής |
|
1. Επί του αντικειμένου της προσφυγής όσον αφορά ορισμένες από τις αρνήσεις προσβάσεως που περιέχει η απόφαση της 4ης Μαΐου 2010 |
|
2. Επί του αντικειμένου της προσφυγής κατόπιν της αποφάσεως της 9ης Δεκεμβρίου 2010 και υπό το πρίσμα των παρατηρήσεων της προσφεύγουσας της 19ης Ιανουαρίου 2011 |
|
3. Επί του αντικειμένου της προσφυγής κατόπιν της αποφάσεως της 27ης Ιανουαρίου 2012 και υπό το πρίσμα των παρατηρήσεων της προσφεύγουσας της 28ης Φεβρουαρίου 2012 |
|
4. Συμπέρασμα όσον αφορά το αντικείμενο της προσφυγής |
|
Β – Επί της ουσίας |
|
1. Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 3, του κανονισμού 1049/2001 |
|
2. Επί του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 4, του κανονισμού 1049/2001 |
|
3. Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001 και πολλαπλή πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως |
|
Επί του πρώτου σκέλους, που αντλείται από παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001 |
|
β) Επί του δευτέρου σκέλους, που αντλείται από πολλαπλή πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως κατά την εφαρμογή του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001 |
|
Επί του ενοποιημένου προσχεδίου της ACAC, των κεφαλαίων του και του προσχεδίου προτάσεως για την τεχνική συνεργασία (έγγραφα υπ’ αριθ. 1 έως 22 του καταλόγου που προσαρτήθηκε στην απόφαση της 4ης Μαΐου 2010) |
|
Επί των εγγράφων που αφορούν την ακολουθητέα κατεύθυνση σχετικά με τα αιτήματα συμμετοχής στις διαπραγματεύσεις (έγγραφα υπ’ αριθ. 23 και 24 του καταλόγου που προσαρτήθηκε στην απόφαση της 4ης Μαΐου 2010) |
|
Επί των εγγράφων που αφορούν τις θέσεις των υπόλοιπων διαπραγματευόμενων μερών επί ορισμένων ζητημάτων (έγγραφα υπ’ αριθ. 25 και 26 του καταλόγου που προσαρτήθηκε στην απόφαση της 4ης Μαΐου 2010) |
|
Επί των παρατηρήσεων της Ένωσης σχετικά με την καταστολή των ποινικών παραβάσεων (έγγραφα υπ’ αριθ. 27 έως 29 του καταλόγου που προσαρτήθηκε στην απόφαση της 4ης Μαΐου 2010) |
|
Επί των παρατηρήσεων των κρατών μελών και των εσωτερικών εγγράφων εργασίας και εκθέσεων (έγγραφα υπ’ αριθ. 30 έως 48 του καταλόγου που προσαρτήθηκε στην απόφαση της 4ης Μαΐου 2010) |
|
Επί των εγγράφων υπ’ αριθ. 27a, 40a, 51 και 52 του καταλόγου που προσαρτήθηκε στην απόφαση της 9ης Δεκεμβρίου 2010 |
|
– Επί του εγγράφου της 21ης Σεπτεμβρίου 2009 με τίτλο «Working document “Friends of the Presidency” meeting» (έγγραφο εργασίας συνάντηση «Φίλων της Προεδρίας») (έγγραφο υπ’ αριθ. 27a του καταλόγου που προσαρτήθηκε στην απόφαση της 9ης Δεκεμβρίου 2010) |
|
– Επί του εγγράφου της 26ης Οκτωβρίου 2009 με τίτλο «Draft Position of the Member States on the criminal provisions in chapter 2» (προσχέδιο θέσεως των κρατών μελών επί των ποινικών διατάξεων του κεφαλαίου 2) (έγγραφο υπ’ αριθ. 40a του καταλόγου που προσαρτήθηκε στην απόφαση της 9ης Δεκεμβρίου 2010) |
|
– Επί του εγγράφου της 8ης Ιουνίου 2009 με τίτλο «Transmission note with agenda for meeting of 11 June 2009» (διαβιβαστικό σημείωμα με το πρόγραμμα της συναντήσεως της 11ης Ιουνίου 2009) (έγγραφο υπ’ αριθ. 51 του καταλόγου που προσαρτήθηκε στην απόφαση της 9ης Δεκεμβρίου 2010) |
|
– Επί του εγγράφου της 30ής Σεπτεμβρίου 2009 με τίτλο «Transmission of an information note for the committee (deputies)» [διαβίβαση πληροφοριακού σημειώματος για την επιτροπή (αντιπρόσωποι)] (έγγραφο υπ’ αριθ. 52 του καταλόγου που προσαρτήθηκε στην απόφαση της 9ης Δεκεμβρίου 2010) |
|
4. Επί του τετάρτου λόγου ακυρώσεως που αντλείται από παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 6, του κανονισμού 1049/2001 και από παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας |
|
5. Επί του πέμπτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από έλλειψη αιτιολογίας |
|
Γ – Συμπεράσματα |
|
Επί των δικαστικών εξόδων |
( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Διατακτικό
Στην υπόθεση T-301/10,
Sophie in ’t Veld, κάτοικος Βρυξελλών (Βέλγιο), εκπροσωπούμενη από τους O. W. Brouwer και J. Blockx, δικηγόρους,
προσφεύγουσα,
κατά
Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης αρχικώς από τον C. Hermes και την C. ten Dam, στη συνέχεια, από τον C. Hermes και την F. Clotuche-Duvieusart,
καθής,
με αρχικό αντικείμενο αίτημα μερικής ακυρώσεως της αποφάσεως SG.E.3/HP/psi – Ares (2010) 234950 της Επιτροπής, της 4ης Μαΐου 2010, καθόσον δεν επιτρέπει την πρόσβαση σε ορισμένα έγγραφα σχετικά με το σχέδιο διεθνούς εμπορικής συμφωνίας για την καταπολέμηση της παραποίησης/απομίμησης (ACAC),
ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),
συγκείμενο από τους N. J. Forwood, πρόεδρο, F. Dehousse (εισηγητή) και J. Schwarcz, δικαστές,
γραμματέας: N. Rosner, υπάλληλος διοικήσεως,
έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 10ης Οκτωβρίου 2012,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
Ιστορικό της διαφοράς
1. Στις 17 Νοεμβρίου 2008 η προσφεύγουσα, Sophie in ’t Veld, υπέβαλε, δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής (ΕΕ L 145, σ. 43), αίτηση προσβάσεως σε όλα τα έγγραφα σχετικά με τη διεθνή εμπορική συμφωνία για την καταπολέμηση της παραποίησης/απομίμησης (στο εξής: ACAC). Η προσφεύγουσα έλαβε απάντηση όσον αφορά την αίτηση αυτή.
2. Κατόπιν της ανωτέρω πρώτης διαδικασίας προσβάσεως, η οποία δεν αποτελεί αντικείμενο της παρούσας δίκης, η προσφεύγουσα, με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 1ης Δεκεμβρίου 2009, ζήτησε να της επιτραπεί η πρόσβαση, βάσει του κανονισμού 1049/2001, σε «όλα τα έγγραφα σχετικά με την ACAC που είναι μεταγενέστερα της [πρώτης] αιτήσεως, και ιδίως τα έγγραφα των διαπραγματεύσεων που διεξήχθησαν στη Σεούλ (Νότια Κορέα) τον Νοέμβριο του [2009]».
3. Με την απάντησή του της 21ης Ιανουαρίου 2010, ο γενικός διευθυντής της Γενικής Διευθύνσεως (στο εξής: ΓΔ) Εμπορίου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής διαβίβασε στην προσφεύγουσα κατάλογο –διαιρεμένο σε δεκατρία τμήματα υπό τα στοιχεία a έως m– σχετικών με την ACAC εγγράφων τα οποία η Επιτροπή είχε στην κατοχή της. Επέτρεψε την πρόσβαση στα έγγραφα που είχαν τεθεί υπό τα στοιχεία a έως d του καταλόγου και δεν επέτρεψε την πρόσβαση στα έγγραφα που είχαν τεθεί υπό τα εννέα υπόλοιπα στοιχεία e έως m, για τον λόγο ότι ως προς τα έγγραφα αυτά συνέτρεχαν οι λόγοι εξαιρέσεως που προβλέπει ο κανονισμός 1049/2001.
4. Ειδικότερα, τα στοιχεία f, k και l του καταλόγου που περιλαμβανόταν στην απάντηση της 21ης Ιανουαρίου 2010 έφεραν τους εξής τίτλους:
«f) Παρατηρήσεις της Ένωσης επί του κεφαλαίου που αφορά την καταστολή των ποινικών παραβάσεων –η τελευταία τους μορφή έχει ημερομηνία 30 Οκτωβρίου 2009. Υπάρχουν επίσης για το ζήτημα αυτό πολλά έγγραφα, τόσο προπαρασκευαστικά όσο και εργασίας, τα οποία προέρχονται από το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεδομένου ότι η διαπραγμάτευση για το κεφάλαιο που αφορά την καταστολή των ποινικών παραβάσεων διεξάγεται από την εκ περιτροπής Προεδρία.
k) Διαβιβαστικά σημειώματα προς την επιτροπή 133 στα οποία περιλαμβάνονται τα προαναφερθέντα διαπραγματευτικά έγγραφα, καθώς και έγγραφα της Επιτροπής με εκτιμήσεις όσον αφορά τις προτάσεις των υπολοίπων μερών, συμπεριλαμβανομένων δύο σημειωμάτων επί του σχεδίου κεφαλαίου που αφορά την καταστολή των παραβάσεων στο ψηφιακό περιβάλλον.
l) Καθημερινή ηλεκτρονική αλληλογραφία με τους υπόλοιπους συνομιλητές στο πλαίσιο της ACAC.»
5. Στις 10 Φεβρουαρίου 2010 η προσφεύγουσα υπέβαλε ενώπιον του γενικού διευθυντή της ΓΔ «Εμπόριο» επιβεβαιωτική αίτηση.
6. Με έγγραφο της 3ης Μαρτίου 2010, ο υπεύθυνος προϊστάμενος μονάδας στο πλαίσιο της Γενικής Γραμματείας της Επιτροπής ενημέρωσε την προσφεύγουσα ότι, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 8, παράγραφος 2, του κανονισμού 1049/2001, η προθεσμία απαντήσεως της επιβεβαιωτικής της αιτήσεως παρατεινόταν κατά δεκαπέντε ημέρες, δηλαδή ως τις 24 Μαρτίου 2010.
7. Με έγγραφο της 24ης Μαρτίου 2010, και κατόπιν με μηνύματα ηλεκτρονικής αλληλογραφίας της 23ης και της 30ής Απριλίου 2010, ο υπεύθυνος προϊστάμενος μονάδας ενημέρωσε την προσφεύγουσα ότι δεν είχε καταστεί ακόμη δυνατή η λήψη αποφάσεως επί της επιβεβαιωτικής αιτήσεως προσβάσεως, αλλά και ότι είχε γίνει κάθε προσπάθεια προκειμένου να καταστεί δυνατή η ταχεία έκδοση της αποφάσεως αυτής.
8. Τον Απρίλιο του 2010, οι συμμετέχοντες στις διαπραγματεύσεις της ACAC δημοσιοποίησαν έγγραφο με τον τίτλο «Consolidated Text Prepared for Public Release – Anti-Counterfeiting Trade Agreement – PUBLIC Predecisional/Deliberative Draft: April 2010» (ενοποιημένο κείμενο προς δημοσιοποίηση – Εμπορική συμφωνία καταπολέμησης της παραποίησης/απομίμησης – ΔΗΜΟΣΙΟ προσχέδιο προς απόφαση/διαβούλευση – Απρίλιος 2010) (στο εξής: ενοποιημένο κείμενο του προσχεδίου της ACAC).
9. Στις 4 Μαΐου 2010 ο Γενικός Γραμματέας της Επιτροπής εξέδωσε και κοινοποίησε στην προσφεύγουσα την απόφαση SG.E.3/HP/psi – Ares (2010) 234950 (στο εξής: απόφαση της 4ης Μαΐου 2010). Στον κατάλογο που προσαρτήθηκε στην απόφαση αυτή, η Επιτροπή προσδιόρισε 49 έγγραφα, αριθμημένα από το 1 έως το 49.
10. Ο Γενικός Γραμματέας επέτρεψε πλήρη πρόσβαση σε ένα από τα έγγραφα αυτά (έγγραφο υπ’ αριθ. 49 του καταλόγου που προσαρτήθηκε στην απόφαση της 4ης Μαΐου 2010) και μερική πρόσβαση σε τέσσερα έγγραφα (έγγραφα υπ’ αριθ. 45 έως 48 του καταλόγου αυτού), για τον λόγο ότι για το έγγραφο υπ’ αριθ. 49 και για τα συγκεκριμένα τμήματα των εγγράφων υπ’ αριθ. 45 έως 48 δεν συνέτρεχε καμία από τις προβλεπόμενες στον κανονισμό 1049/2001 εξαιρέσεις από το δικαίωμα προσβάσεως.
11. Αντιθέτως, όσον αφορά τα έγγραφα υπ’ αριθ. 1 έως 44 του καταλόγου που προσαρτήθηκε στην απόφαση της 4ης Μαΐου 2010 καθώς και τα έγγραφα υπ’ αριθ. 45 έως 48 του καταλόγου αυτού, ως προς το υπόλοιπό τους, ο Γενικός Γραμματέας επιβεβαίωσε την άρνηση προσβάσεως που είχε κοινοποιήσει ο Γενικός Διευθυντής της ΓΔ «Εμπόριο», επικαλούμενος την εξαίρεση από το δικαίωμα πρόσβασης που προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001.
Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων
12. Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 14 Ιουλίου 2010, η προσφεύγουσα άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.
13. Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 25 Οκτωβρίου 2010, το Βασίλειο της Δανίας ζήτησε να παρέμβει υπέρ των αιτημάτων της προσφεύγουσας.
14. Κατόπιν της αποδοχής της αιτήσεως παρεμβάσεως, το Βασίλειο της Δανίας ζήτησε, με έγγραφο της 10ης Φεβρουαρίου 2011, την ανάκληση της παρεμβάσεώς του.
15. Με διάταξη της 17ης Μαρτίου 2011, ο πρόεδρος του δεύτερου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου δέχθηκε το ως άνω αίτημα ανακλήσεως και διέταξε, ελλείψει συναφών παρατηρήσεων των κυρίων διαδίκων, ότι τόσο οι κύριοι διάδικοι όσο και το Βασίλειο της Δανίας θα φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους που αφορούν την αίτηση παρεμβάσεως.
16. Με την προσφυγή της, η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:
– να ακυρώσει την απόφαση της 4ης Μαΐου 2010·
– να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.
17. Με την προσφυγή της, η προσφεύγουσα επισήμανε, ειδικότερα, ότι η απόφαση της 4ης Μαΐου 2010, δεδομένου ότι δεν αναφέρει τα έγγραφα που έχουν τεθεί υπό τα στοιχεία f, k και l στην απάντηση της 21ης Ιανουαρίου 2010 –με την εξαίρεση, όμως, των υπ’ αριθ. 27 και 28 δύο εγγράφων που περιλαμβάνονται στον κατάλογο που προσαρτήθηκε στην απόφαση της 4ης Μαΐου 2010– απέρριψε σιωπηρώς το αίτημα προσβάσεως στα έγγραφα αυτά χωρίς να διαλάβει αιτιολογία της απορρίψεως αυτής.
18. Με το υπόμνημα αντικρούσεως, η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:
– να απορρίψει την προσφυγή καθόσον η απόφαση της 4ης Μαΐου 2010 περιέχει ρητή απόρριψη της αιτήσεως προσβάσεως·
– να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.
19. Με το υπόμνημα αντικρούσεως, η Επιτροπή προσέθεσε ότι, κατά το μέτρο που η απόφαση της 4ης Μαΐου 2010 απέρριπτε σιωπηρώς την αίτηση προσβάσεως όσον αφορά ορισμένα έγγραφα, θα εξέδιδε ρητή σχετική απόφαση και θα ενημέρωνε συναφώς την προσφεύγουσα και το Γενικό Δικαστήριο.
20. Στις 9 Δεκεμβρίου 2010 ο Γενικός Γραμματέας της Επιτροπής εξέδωσε την ως άνω απόφαση, η οποία καταχωρίστηκε ως SG.E.3/HP/MM/psi – Ares (2010) 924119 (στο εξής: απόφαση της 9ης Δεκεμβρίου 2010).
21. Η Επιτροπή διαβίβασε αυθημερόν στην προσφεύγουσα την απόφαση της 9ης Δεκεμβρίου 2010 με μήνυμα ηλεκτρονικής αλληλογραφίας και την κοινοποίησε στο Γενικό Δικαστήριο με έγγραφο της 10ης Δεκεμβρίου 2010, το οποίο πρωτοκολλήθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 14 Δεκεμβρίου 2010.
22. Με την απόφαση της 9ης Δεκεμβρίου 2010, ο Γενικός Γραμματέας της Επιτροπής υπενθύμισε την αιτίαση της προσφεύγουσας κατά της σιωπηρής αρνήσεως προσβάσεως που εμπεριέχει η απόφαση της 4ης Μαΐου 2010, όσον αφορά τα έγγραφα που αναφέρονται υπό τα στοιχεία f, k και l στην απάντηση της 21ης Ιανουαρίου 2010.
23. Στη συνέχεια, ο Γενικός Γραμματέας της Επιτροπής επισήμανε ότι, όπως αναγνώρισε η Επιτροπή με το υπόμνημά της αντικρούσεως, στην απόφαση της 4ης Μαΐου 2010 όντως δεν είχε γίνει μνεία ορισμένων από τα έγγραφα που είχαν τεθεί υπό τα τρία αυτά στοιχεία.
24. Ο Γενικός Γραμματέας προσέθεσε ότι, συνεπώς, αντικείμενο της αποφάσεως της 9ης Δεκεμβρίου 2010 ήταν τα τρία αυτά στοιχεία του καταλόγου. Τόνισε ότι, όπως είχε επισημανθεί με την απόφαση της 4ης Μαΐου 2010, είχε θεωρηθεί ότι η αίτηση προσβάσεως της 1ης Δεκεμβρίου 2009 κάλυπτε όλα τα μεταγενέστερα της 17ης Νοεμβρίου 2008 έγγραφα, τα οποία περιείχαν ουσιώδεις πληροφορίες σχετικά με τις διαπραγματεύσεις της ACAC.
25. Κατόπιν, ο Γενικός Γραμματέας προέβη στην εξέταση της αιτήσεως προσβάσεως.
26. Αφενός, ο Γενικός Γραμματέας απέκλεισε από το πεδίο της εξετάσεώς του διάφορα έγγραφα τα οποία είχαν τεθεί υπό ένα από τα στοιχεία f, k ή l της απαντήσεως της 21ης Ιανουαρίου 2010, για τον λόγο ότι είτε είχε ήδη γίνει εκτίμηση των εγγράφων αυτών με την απόφαση της 4ης Μαΐου 2010 είτε ότι δεν είχαν αποτελέσει αντικείμενο τέτοιας εκτιμήσεως επειδή, καθόσον δεν περιελάμβαναν ουσιώδεις πληροφορίες σχετικά με τις διαπραγματεύσεις της ACAC, δεν τα αφορούσε η αίτηση προσβάσεως.
27. Αφετέρου, ο Γενικός Γραμματέας προσδιόρισε πέντε επιπλέον έγγραφα τα οποία, μολονότι είχαν τεθεί υπό ένα από τα ανωτέρω αναφερθέντα στοιχεία, δεν εξετάστηκαν στην απόφαση της 4ης Μαΐου 2010.
28. Τα επιπλέον αυτά έγγραφα φέρουν, στον κατάλογο που προσαρτήθηκε στην απόφαση της 9ης Δεκεμβρίου 2010, τους αριθμούς 27a, 40a, 50, 51 και 52.
29. Ο Γενικός Γραμματέας προέβη στην εξέταση της αιτήσεως προσβάσεως καθόσον αφορούσε τα ως άνω επιπλέον πέντε έγγραφα.
30. Κατ’ αρχάς, ο Γενικός Γραμματέας δεν επέτρεψε την πρόσβαση στα έγγραφα υπ’ αριθ. 27a και 40a του καταλόγου που προσαρτήθηκε στην απόφαση της 9ης Δεκεμβρίου 2010, στηριζόμενος στο άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001.
31. Στη συνέχεια, ο Γενικός Γραμματέας επέτρεψε μερική πρόσβαση στα έγγραφα υπ’ αριθ. 50 έως 52 του καταλόγου που προσαρτήθηκε στην απόφαση της 9ης Δεκεμβρίου 2010, ενώ η άρνησή του να επιτρέψει πρόσβαση στο υπόλοιπο των εγγράφων αυτών στηριζόταν, επίσης, στο άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001.
32. Με τις από 19 Ιανουαρίου 2011 παρατηρήσεις της επί της αποφάσεως της 9ης Δεκεμβρίου 2010, η προσφεύγουσα αμφισβήτησε ορισμένες από τις αρνήσεις προσβάσεως που περιείχε η απόφαση αυτή, αποδέχθηκε άλλες και ζήτησε να προσκομίσει η Επιτροπή ένα έγγραφο ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.
33. Με διάταξη της 9ης Ιουνίου 2011 (στο εξής: διάταξη της 9ης Ιουνίου 2011), ο πρόεδρος του δεύτερου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου, αφού διαπίστωσε ότι με την υπό κρίση προσφυγή ζητείται η μερική ακύρωση των αποφάσεων της 4ης Μαΐου και της 9ης Δεκεμβρίου 2010, διέταξε την Επιτροπή, δυνάμει των άρθρων 65, στοιχείο βʹ, 66, παράγραφος 1, και 67, παράγραφος 3, τρίτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, να προσκομίσει όλα τα έγγραφα στα οποία δεν είχε επιτρέψει την πρόσβαση με τις δύο ως άνω αποφάσεις.
34. Η Επιτροπή συμμορφώθηκε προς τη διάταξη αυτή με έγγραφο το οποίο πρωτοκολλήθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 8 Ιουλίου 2011.
35. Επιπλέον και σε απάντηση προσκλήσεως του Γενικού Δικαστηρίου, η Επιτροπή, με δικόγραφο της 1ης Ιουλίου 2011, κατέθεσε τις παρατηρήσεις της επί των παρατηρήσεων της προσφεύγουσας της 19ης Ιανουαρίου 2011.
36. Με τις παρατηρήσεις της της 1ης Ιουλίου 2011, η Επιτροπή ζήτησε την απόρριψη της προσφυγής, όπως την προσάρμοσε η προσφεύγουσα με τις από 19 Ιανουαρίου 2011 παρατηρήσεις της, καθώς και την καταδίκη της προσφεύγουσας στα δικαστικά έξοδα.
37. Με επιστολή της 28ης Οκτωβρίου 2011 η οποία πρωτοκολλήθηκε αυθημερόν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου, ο Γενικός Γραμματέας της Επιτροπής δήλωσε ότι είχε διαπιστώσει ότι ένα από τα έγγραφα που είχαν κοινοποιηθεί εμπιστευτικώς στο Γενικό Δικαστήριο με επιστολή της 8ης Ιουλίου 2011 σε εκτέλεση της διατάξεως της 9ης Ιουνίου 2011 και ειδικότερα το έγγραφο υπ’ αριθ. 47 του πίνακα I της επιστολής αυτής δεν αντιστοιχούσε στο έγγραφο το οποίο είχε εν μέρει γνωστοποιηθεί στην προσφεύγουσα με την απόφαση της 4ης Μαΐου 2010 και το οποίο έφερε τον αριθμό 47 στον κατάλογο που προσαρτήθηκε στην απόφαση αυτή.
38. Η Επιτροπή κοινοποίησε συνεπώς στο Γενικό Δικαστήριο, ως διορθωτικό της επιστολής της 8ης Ιουλίου 2011, το εμπιστευτικό έγγραφο το οποίο αντιστοιχούσε στο έγγραφο που έφερε τον αριθμό 47 στον κατάλογο που προσαρτήθηκε στην απόφαση της 4ης Μαΐου 2010.
39. Η Επιτροπή προσέθεσε ότι διαπίστωσε, επ’ ευκαιρία του ελέγχου του φακέλου της, ότι, όσον αφορά όχι μόνο τον έκτο γύρο (round) των διαπραγματεύσεων της ACAC –έκθεση σχετικά με τον οποίο ήταν το υπ’ αριθ. 47 έγγραφο του καταλόγου που προσαρτήθηκε στην απόφαση της 4ης Μαΐου 2010–, αλλά επίσης και όσον αφορά τον τέταρτο, πέμπτο και έκτο γύρο των διαπραγματεύσεων της ACAC, στα αρχεία της Επιτροπής υπήρχαν δύο –και όχι μία– εκθέσεις για κάθε γύρο των διαπραγματεύσεων.
40. Η Επιτροπή επισήμανε ότι αυτό οφειλόταν στο γεγονός ότι, κατά τη λήξη κάθε γύρου των διαπραγματεύσεων, οι υπηρεσίες της κατάρτιζαν μία πρώτη έκθεση για την ταχεία πληροφόρηση της διευθύνσεως της ΓΔ «Εμπόριο», ενώ στη συνέχεια καταρτιζόταν δεύτερη έκθεση η οποία απευθυνόταν στην «ομάδα εργασίας “Εμπόριο” του Συμβουλίου», πρώην «επιτροπή του άρθρου 133».
41. Η Επιτροπή, αφού διαπίστωσε ότι μόνο μία από τις δύο εκθέσεις για καθένα από τους ως άνω γύρους των διαπραγματεύσεων της ACAC είχε προσδιοριστεί και εξεταστεί με την απόφαση της 4ης Μαΐου 2010 (έγγραφα υπ’ αριθ. 45 έως 48 του καταλόγου που προσαρτήθηκε στην απόφαση αυτή), ανακοίνωσε ότι θα εξέδιδε πρόσθετη συμπληρωματική απόφαση, με την οποία θα εξέταζε την αίτηση προσβάσεως όσον αφορά τα εκ των υστέρων προσδιορισθέντα έγγραφα.
42. Η Επιτροπή δήλωσε ότι θα ενημέρωνε το Γενικό Δικαστήριο για το αποτέλεσμα της εξετάσεως αυτής και ότι θα διαβίβαζε, σύμφωνα με τη διάταξη της 9ης Ιουνίου 2011, το πλήρες κείμενο των ως άνω εγγράφων.
43. Κατόπιν ερωτήματος, που της τέθηκε από το Γενικό Δικαστήριο με έγγραφο της 21ης Δεκεμβρίου 2011 σχετικά με την έκδοση της πρόσθετης αυτής συμπληρωματικής αποφάσεως, η Επιτροπή δήλωσε, με έγγραφο της 9ης Ιανουαρίου 2012, ότι οι υπηρεσίες της προετοίμαζαν την απόφαση, προκειμένου αυτή να εκδοθεί εντός δύο εβδομάδων.
44. Στις 27 Ιανουαρίου 2012 ο Γενικός Γραμματέας της Επιτροπής εξέδωσε την πρόσθετη συμπληρωματική απόφαση (στο εξής: απόφαση της 27ης Ιανουαρίου 2012), την οποία διαβίβασε, την 1η Φεβρουαρίου 2012, στην προσφεύγουσα και, την επομένη, στο Γενικό Δικαστήριο.
45. Ως παράρτημα της αποφάσεως αυτής τίθενται οκτώ έγγραφα, ένα εκ των οποίων (το οποίο αντιστοιχεί στο έγγραφο υπ’ αριθ. 48 του καταλόγου που προσαρτήθηκε στην απόφαση της 4ης Μαΐου 2010) παρατίθεται ολόκληρο ενώ από τα επτά υπόλοιπα έχουν αποκρυβεί αποσπάσματα.
46. Τρία από τα επτά ως άνω έγγραφα αντιστοιχούν στα έγγραφα υπ’ αριθ. 45 έως 47 του καταλόγου που προσαρτήθηκε στην απόφαση της 4ης Μαΐου 2010. Τα τέσσερα υπόλοιπα έγγραφα ήταν διαφορετικές μορφές των εγγράφων υπ’ αριθ. 45 έως 48 του καταλόγου αυτού. Τα τέσσερα αυτά έγγραφα θα μνημονεύονται στο εξής ως τα έγγραφα υπ’ αριθ. 45a, 46a, 47a και 48a που προσαρτήθηκαν στην απόφαση της 27ης Ιανουαρίου 2012.
47. Ο Γενικός Γραμματέας επισήμανε ότι εξέτασε την αίτηση χορηγήσεως προσβάσεως όσον αφορά τα έγγραφα υπ’ αριθ. 45a, 46a, 47a και 48a που προσαρτήθηκαν στην απόφαση της 27ης Ιανουαρίου 2012, επί τη βάσει των περιστάσεων που ίσχυαν κατά τον χρόνο της αποφάσεως αυτής. Προσέθεσε ότι, για την αποφυγή αποκλίσεων, προέβη σε εκ νέου εξέταση των άλλων μορφών των εγγράφων αυτών που είχαν ήδη εξεταστεί με την απόφαση της 4ης Μαΐου 2010.
48. Ο Γενικός Γραμματέας επισήμανε ότι, ως προς τα ως άνω οκτώ έγγραφα, η απόφαση της 27ης Ιανουαρίου 2012 αντικαθιστά την απόφαση της 4ης Μαΐου 2010.
49. Ο Γενικός Γραμματέας αιτιολόγησε όλες τις αποκρύψεις αποσπασμάτων, πλην εκείνων που αφορούσαν τα ονόματα των αντιπροσώπων και μία παράγραφο υπό τον τίτλο «Details» του εγγράφου υπ’ αριθ. 47 του καταλόγου που προσαρτήθηκε στην απόφαση της 4ης Μαΐου 2010, επικαλούμενος την εξαίρεση από το δικαίωμα προσβάσεως που προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001 (μέρος 4.1 της αποφάσεως της 27ης Ιανουαρίου 2012). Αιτιολόγησε την απόκρυψη των ονομάτων των αντιπροσώπων επικαλούμενος την εξαίρεση από το δικαίωμα προσβάσεως που προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1049/2001 (μέρος 4.2 της αποφάσεως της 27ης Ιανουαρίου 2012), και την απόκρυψη της προαναφερθείσας παραγράφου με τον τίτλο «Details», επικαλούμενος την εξαίρεση από το δικαίωμα προσβάσεως που προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του ίδιου κανονισμού (μέρος 4.3 της αποφάσεως της 27ης Ιανουαρίου 2012).
50. Ο Γενικός Γραμματέας επέτρεψε:
– μερική πρόσβαση στα έγγραφα υπ’ αριθ. 45 έως 47 του καταλόγου που προσαρτήθηκε στην απόφαση της 4ης Μαΐου 2010, ευρύτερη εκείνης που είχε επιτρέψει αρχικώς με την απόφαση αυτή·
– πλήρη πρόσβαση στο έγγραφο υπ’ αριθ. 48 του καταλόγου που προσαρτήθηκε στην απόφαση της 4ης Μαΐου 2010·
– μερική πρόσβαση στα έγγραφα υπ’ αριθ. 45a, 46a, 47a και 48a που προσαρτήθηκαν στην απόφαση της 27ης Ιανουαρίου 2012.
51. Με έγγραφο της 28ης Φεβρουαρίου 2012, η προσφεύγουσα κατέθεσε, κατόπιν προσκλήσεως του Γενικού Δικαστηρίου, τις παρατηρήσεις της επί της αποφάσεως της 27ης Ιανουαρίου 2012.
52. Η προσφεύγουσα υποστήριξε ότι εξακολουθούσε να έχει έννομο συμφέρον για την ακύρωση της αποφάσεως της 4ης Μαΐου 2010. Εξέφρασε αμφιβολίες ως προς το κατά πόσον μπορεί να διασωθεί η νομιμότητα της αποφάσεως της 4ης Μαΐου 2010 με την εκ των υστέρων επίκληση εξαιρέσεων από το δικαίωμα προσβάσεως των οποίων δεν είχε γίνει επίκληση με την απόφαση αυτή, και δήλωσε ότι, ως εκ τούτου, δεν θα αναφερθεί στις λοιπές αυτές εξαιρέσεις. Κατά την προσφεύγουσα, η ευρύτερη μερική πρόσβαση που επιτράπηκε με την απόφαση της 27ης Ιανουαρίου 2012 καθιστούσε δυνατή τη διακρίβωση της ορθότητας του σκεπτικού της Επιτροπής όσον αφορά τις αποκρύψεις αποσπασμάτων που πραγματοποιήθηκαν με την απόφαση της 4ης Μαΐου 2010. Πράγματι, η φύση των πληροφοριών που γνωστοποιήθηκαν με την απόφαση της 27ης Ιανουαρίου 2012 γεννά σοβαρές αμφιβολίες για την εκ μέρους της Επιτροπής ερμηνεία των λόγων αποκρύψεως που επικαλείται με την απόφαση της 4ης Μαΐου 2010, οι οποίοι, κατά την προσφεύγουσα, έχουν εν προκειμένω ερμηνευθεί και εφαρμοστεί κατά τρόπο που υπερβαίνει κατά πολύ το εύλογο περιεχόμενό τους.
53. Η προσφεύγουσα προσέθεσε ότι διαπίστωσε ότι, εξαιτίας πληροφορικού σφάλματος κατά την προς αυτήν αυθημερόν διαβίβαση εκ μέρους της Επιτροπής με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της αποφάσεως της 4ης Μαΐου 2010, της κοινοποιήθηκε, στην πραγματικότητα, το πλήρες κείμενο των εγγράφων υπ’ αριθ. 45 έως 48 του καταλόγου που προσαρτήθηκε στην εν λόγω απόφαση. Η προσφεύγουσα, βάσει της ιδίας γνώσεώς της του πλήρους κειμένου των εγγράφων αυτών, εξέφρασε τη διαφωνία της για ορισμένες αποκρύψεις αποσπασμάτων σχετικά με προτάσεις διαπραγματευόμενου μέρους που ενδεχομένως υπερέβαιναν τα όρια του κοινοτικού κεκτημένου και οι οποίες, κατά την προσφεύγουσα, αντιβαίνουν προς τις απαιτήσεις διαφάνειας που έθεσε το Δικαστήριο με την απόφασή του της 1ης Ιουλίου 2008, C-39/05 P και C-52/05 P, Σουηδία και Turco κατά Συμβουλίου (Συλλογή 2008, σ. I-4723, σκέψη 59).
54. Με διάταξη της 15ης Μαρτίου 2012, ο πρόεδρος του δεύτερου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου διέταξε την Επιτροπή, δυνάμει των άρθρων 65, στοιχείο βʹ, 66, παράγραφος 1, και 67, παράγραφος 3, τρίτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας, να προσκομίσει τα τέσσερα έγγραφα που εξετάστηκαν για πρώτη φορά με την απόφαση της 27ης Ιανουαρίου 2012.
55. Η Επιτροπή συμμορφώθηκε προς τη διάταξη αυτή με έγγραφο το οποίο πρωτοκολλήθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 10 Απριλίου 2012.
56. Επιπλέον, με δικόγραφο της ίδιας ημέρας, η Επιτροπή κατέθεσε τις παρατηρήσεις της επί των από 28 Φεβρουαρίου 2012 παρατηρήσεων της προσφεύγουσας.
57. Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 13 Ιουλίου 2012, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ζήτησε να παρέμβει υπέρ των αιτημάτων της προσφεύγουσας, Η αίτησή αυτή, που κατατέθηκε μετά από την απόφαση για την έναρξη της προφορικής διαδικασίας, απορρίφθηκε με διάταξη του προέδρου του δεύτερου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου στις 28 Αυγούστου 2012.
Σκεπτικό
58. Προκαταρκτικώς, πρέπει να προσδιοριστεί το αντικείμενο της υπό κρίση προσφυγής λαμβανομένων υπόψη των αποφάσεων που εξέδωσε η Επιτροπή απαντώντας στην αίτηση προσβάσεως και των διαφόρων εγγράφων που εξετάστηκαν με τις αποφάσεις αυτές.
Α – Επί του αντικειμένου της προσφυγής
1. Επί του αντικειμένου της προσφυγής όσον αφορά ορισμένες από τις αρνήσεις προσβάσεως που περιέχει η απόφαση της 4ης Μαΐου 2010
59. Με την απόφαση της 4ης Μαΐου 2010, η Επιτροπή αποφάνθηκε επί της αιτήσεως προσβάσεως όσον αφορά τα έγγραφα υπ’ αριθ. 1 έως 49 του καταλόγου που προσαρτήθηκε στην απόφαση αυτή. Επέτρεψε την πρόσβαση στο έγγραφο υπ’ αριθ. 49. Αρνήθηκε την πρόσβαση στα έγγραφα υπ’ αριθ. 1 έως 44, και επέτρεψε μερική μόνο πρόσβαση στα έγγραφα υπ’ αριθ. 45 έως 48.
60. Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, παρά το αίτημα της προσφυγής περί ακυρώσεως της «αποφάσεως της 4ης Μαΐου 2010», με την προσφυγή δεν ζητείται συνολικά η ακύρωση της αποφάσεως καθόσον αυτή περιλαμβάνει αρνήσεις προσβάσεως.
61. Πράγματι, κατά την Επιτροπή, η προσφεύγουσα, με το δικόγραφο της προσφυγής της, δήλωσε ότι, όσον αφορά τα έγγραφα υπ’ αριθ. 30 έως 48 του καταλόγου που προσαρτήθηκε στην απόφαση της 4ης Μαΐου 2010, «δεν αμφισβητεί την απόφαση της Επιτροπής να μην επιτρέψει την πρόσβαση στα έγγραφα αυτά». Η προσφυγή στρέφεται, συνεπώς, κατά της αρνήσεως προσβάσεως στα υπόλοιπα έγγραφα του καταλόγου αυτού, πλην των υπ’ αριθ. 30 έως 48.
62. Η προσφεύγουσα αμφισβητεί την εκ μέρους της Επιτροπής ερμηνεία της προσφυγής της. Συνομολογεί, βεβαίως, ότι η Επιτροπή μπορεί να αρνηθεί την πρόσβαση στα στοιχεία που αφορούν τις επιδιώξεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τις πτυχές της στρατηγικής της στις διαπραγματεύσεις της ACAC.
63. Υποστηρίζει, εντούτοις, ότι αμφισβητεί την ορθότητα της εκτιμήσεως στη οποία προέβη η Επιτροπή σχετικά με τη δυνατότητα μερικής γνωστοποιήσεως των εγγράφων υπ’ αριθ. 45 έως 48 του καταλόγου που προσαρτήθηκε στην απόφαση της 4ης Μαΐου 2010.
64. Πρέπει να επισημανθεί ότι η προσφεύγουσα, στις αναπτύξεις του δικογράφου της προσφυγής της που αφορούν τον τρίτο λόγο ακυρώσεως, ο οποίος αντλείται από την παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, αφού αμφισβήτησε την άρνηση προσβάσεως στα έγγραφα υπ’ αριθ. 1 έως 29 του καταλόγου που προσαρτήθηκε στην απόφαση της 4ης Μαΐου 2010, δήλωσε ότι, όσον αφορά τα έγγραφα υπ’ αριθ. 30 έως 48 του καταλόγου αυτού, «δεν αμφισβητεί την απόφαση της Επιτροπής να μην επιτρέψει την πρόσβαση στα έγγραφα αυτά».
65. Εντούτοις, επιβάλλεται, επίσης, η διαπίστωση ότι, στη συνέχεια του δικογράφου της προσφυγής, η προσφεύγουσα υποστήριξε, στο πλαίσιο του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, ότι, όσον αφορά τα έγγραφα που έλαβε σε επεξεργασμένη μορφή –ήτοι ακριβώς τα έγγραφα υπ’ αριθ. 45 έως 48 του καταλόγου που προσαρτήθηκε στην απόφαση της 4ης Μαΐου 2010– η Επιτροπή είχε προβεί σε υπερβολική απόκρυψη αποσπασμάτων των εγγράφων αυτών. Η προσφεύγουσα προσέθεσε ότι, μολονότι είναι αδύνατος ο εκ μέρους της προσδιορισμός συγκεκριμένων αποσπασμάτων των επεξεργασμένων εγγράφων τα οποία θα έπρεπε να έχουν γνωστοποιηθεί, φαίνεται, βάσει ορισμένων αποκρύψεων αποσπασμάτων στις οποίες έχει προβεί η Επιτροπή, ότι το θεσμικό αυτό όργανο υιοθέτησε προσέγγιση υπερβολικά περιοριστική και συσταλτική.
66. Με το υπόμνημα απαντήσεως, η προσφεύγουσα εξακολούθησε να προβάλλει παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001 μόνο όσον αφορά τα έγγραφα υπ’ αριθ. 1 έως 29 του καταλόγου που προσαρτήθηκε στην απόφαση της 4ης Μαΐου 2010. Εντούτοις, στις σχετικές με τον τέταρτο λόγο ακυρώσεως αναπτύξεις, ενέμεινε στα επιχειρήματά της σχετικά με τα έγγραφα υπ’ αριθ. 45 έως 48 και υποστήριξε ότι είχε ήδη προβάλει τα επιχειρήματα αυτά με το δικόγραφο της προσφυγής της.
67. Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι η υπό κρίση προσφυγή δεν βάλλει κατά της εφαρμογής ως προς τα έγγραφα υπ’ αριθ. 30 έως 48 του καταλόγου που προσαρτήθηκε στην απόφαση της 4ης Μαΐου 2010, της εξαιρέσεως που προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, αλλά περιορίζεται να αμφισβητήσει, όσον αφορά τα έγγραφα υπ’ αριθ. 45 έως 48 του καταλόγου αυτού, την υπερβολικά περιορισμένη έκταση της μερικής προσβάσεως που επετράπη στα έγγραφα αυτά.
68. Εν κατακλείδι, η υπό κρίση προσφυγή δεν στρέφεται, συγκεκριμένα, κατά της αποφάσεως της 4ης Μαΐου 2010 καθόσον αυτή αφορά, αφενός, τα έγγραφα υπ’ αριθ. 1 έως 29 του καταλόγου που προσαρτήθηκε στην απόφαση αυτή και, αφετέρου, τα έγγραφα υπ’ αριθ. 45 έως 48 του καταλόγου αυτού, με τη διευκρίνιση, όσον αφορά τα δεύτερα αυτά έγγραφα, ότι η προσφεύγουσα προβάλλει μόνο ότι η μερική πρόσβαση που χορηγήθηκε ενδέχεται να ήταν υπερβολικά περιορισμένη.
2. Επί του αντικειμένου της προσφυγής κατόπιν της αποφάσεως της 9ης Δεκεμβρίου 2010 και υπό το πρίσμα των παρατηρήσεων της προσφεύγουσας της 19ης Ιανουαρίου 2011
69. Με την απόφαση της 9ης Δεκεμβρίου 2010, η Επιτροπή αποφάνθηκε επί της αιτήσεως προσβάσεως για τα έγγραφα που αφορούσε η αίτηση αυτή αλλά τα οποία δεν είχαν εξεταστεί με την απόφαση της 4ης Μαΐου 2010, δηλαδή τα έγγραφα υπ’ αριθ. 27a, 40a και 50 έως 52 του καταλόγου που προσαρτήθηκε στην απόφαση της 9ης Δεκεμβρίου 2010. Η Επιτροπή δεν επέτρεψε καθόλου την πρόσβαση στα έγγραφα υπ’ αριθ. 27a και 40a, και επέτρεψε μερική μόνο πρόσβαση στα έγγραφα υπ’ αριθ. 50 έως 52.
70. Πρώτον, πρέπει να επισημανθεί ότι η Επιτροπή, όπως η ίδια προβάλλει με το υπόμνημα ανταπαντήσεως, ανακάλεσε, με την απόφαση της 9ης Δεκεμβρίου 2010, την προηγούμενη, συναγόμενη από την έλλειψη ρητής αποφάσεώς της ως προς τα έγγραφα αυτά, σιωπηρή άρνηση προσβάσεως (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 19ης Ιανουαρίου 2010, T-355/04 και T-446/04, Co-Frutta κατά Επιτροπής, Συλλογή 2010, σ. II-1, σκέψη 45, και διάταξη του Γενικού Δικαστηρίου της 17ης Ιουνίου 2010, T-359/09, Jurašinović κατά Συμβουλίου, που δεν δημοσιεύθηκε στη Συλλογή, σκέψη 40).
71. Κατά συνέπεια, μετά την έκδοση της αποφάσεως της 9ης Δεκεμβρίου 2010, η υπό κρίση προσφυγή κατέστη άνευ αντικειμένου καθόσον με αυτή ζητείται η ακύρωση σιωπηρής αποφάσεως περί αρνήσεως προσβάσεως η οποία δεν υφίσταται πλέον στην έννομη τάξη της Ένωσης. Παρέλκει συνεπώς η έκδοση αποφάσεως ως προς το σημείο αυτό, με την επιφύλαξη όμως της σχετικής με τα δικαστικά έξοδα εκτιμήσεως.
72. Δεύτερον, πρέπει να επισημανθεί ότι, με τις από 19 Ιανουαρίου 2011 παρατηρήσεις της επί της αποφάσεως της 9ης Δεκεμβρίου 2010, που κατατέθηκαν εντός της προθεσμίας προσφυγής, η προσφεύγουσα αμφισβήτησε ορισμένες αρνήσεις προσβάσεως που εμπεριείχε η ως άνω απόφαση.
73. Κατά συνέπεια, όπως εξάλλου επισημάνθηκε στη διάταξη της 9ης Ιουνίου 2011 (βλ. σκέψη 33 ανωτέρω), με την υπό κρίση προσφυγή ζητείται πλέον επίσης και η μερική ακύρωση της αποφάσεως της 9ης Δεκεμβρίου 2010.
74. Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να διευκρινιστεί ότι με τις παρατηρήσεις της προσφεύγουσας της 19ης Ιανουαρίου 2011 δεν αμφισβητείται μία από τις αρνήσεις προσβάσεως που περιλαμβάνονται στην απόφαση της 9ης Δεκεμβρίου 2010.
75. Ειδικότερα, όσον αφορά το έγγραφο της 25ης Φεβρουαρίου 2009 με τον τίτλο «Note on informal meeting of 4 March 2009» (σημείωμα σχετικά με την άτυπη συνάντηση της 4ης Μαρτίου 2009) (έγγραφο υπ’ αριθ. 50 του καταλόγου που προσαρτήθηκε στην απόφαση της 9ης Δεκεμβρίου 2010), στο οποίο επιτράπηκε πλήρης πρόσβαση πλην μιας φράσεως με υποκειμενικές εκτιμήσεις οι οποίες υπήρχε ο κίνδυνος να παρεξηγηθούν από το διαπραγματευόμενο μέρος το οποίο αφορούσαν (σημείο 2.2.3 της αποφάσεως της 9ης Δεκεμβρίου 2010), η προσφεύγουσα δήλωσε, κατ’ ουσίαν, ότι δεν αμφισβητεί την απόκρυψη του αποσπάσματος αυτού.
76. Εξάλλου, όσον αφορά την ηλεκτρονική αλληλογραφία μεταξύ των διαπραγματευόμενων μερών, που αναφέρεται στο σημείο 2.3 της αποφάσεως της 9ης Δεκεμβρίου 2010 και αφορούσε την καθημερινή επικοινωνία μεταξύ των διαπραγματευόμενων μερών επί ζητημάτων καθαρά διοικητικής φύσεως, πρέπει να επισημανθεί, πράγμα που κατ’ ουσίαν δεν αμφισβητεί η προσφεύγουσα, ότι η αίτησή της προσβάσεως δεν αφορά τέτοιου είδους έγγραφα.
77. Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι, μετά την έκδοση της αποφάσεως της 9ης Δεκεμβρίου 2010 και υπό το πρίσμα των παρατηρήσεων της προσφεύγουσας της 19ης Ιανουαρίου 2011, η υπό κρίση προσφυγή ακυρώσεως στρέφεται κατά των εκ μέρους της Επιτροπής αρνήσεων προσβάσεως που εμπεριέχει η απόφαση αυτή στα έγγραφα υπ’ αριθ. 27a, 40a, 51 και 52 του καταλόγου που προσαρτήθηκε στην απόφαση αυτή.
3. Επί του αντικειμένου της προσφυγής κατόπιν της αποφάσεως της 27ης Ιανουαρίου 2012 και υπό το πρίσμα των παρατηρήσεων της προσφεύγουσας της 28ης Φεβρουαρίου 2012
78. Με την απόφαση της 27ης Ιανουαρίου 2012, η Επιτροπή εξέτασε την αίτηση προσβάσεως όσον αφορά τέσσερα νέα έγγραφα (τα έγγραφα υπ’ αριθ. 45a, 46a, 47a και 48a που προσαρτήθηκαν στην απόφαση της 27ης Ιανουαρίου 2012) και εξέτασε εκ νέου το ζήτημα της προσβάσεως στην άλλη μορφή των τεσσάρων αυτών εγγράφων που είχε ήδη εκτιμηθεί με την απόφαση της 4ης Μαΐου 2010 (έγγραφα υπ’ αριθ. 45 έως 48 του καταλόγου που προσαρτήθηκε στην απόφαση της 4ης Μαΐου 2010).
79. Η Επιτροπή επισήμανε ότι η απόφαση της 27ης Ιανουαρίου 2012 αντικαθιστούσε, ως προς αυτά τα οκτώ έγγραφα, την απόφαση της 4ης Μαΐου 2010. Με τις από 10 Απριλίου 2012 παρατηρήσεις της, υποστήριξε ότι, δεδομένου ότι η προσφεύγουσα δεν δήλωσε στο Γενικό Δικαστήριο ότι επιθυμούσε να συμπεριλάβει στο αίτημα ακυρώσεως την απόφαση της 27ης Ιανουαρίου 2012, με την υπό κρίση προσφυγή ζητείται μόνο η μερική ακύρωση της αποφάσεως της 4ης Μαΐου 2010 και της αποφάσεως της 9ης Δεκεμβρίου 2010.
80. Επί του πρώτου σημείου, πρέπει να διευκρινισθεί ότι η απόφαση της 27ης Ιανουαρίου 2012 καταργεί και αντικαθιστά την απόφαση της 4ης Μαΐου 2010 όχι ως προς οκτώ έγγραφα, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, αλλά μόνο ως προς τα τέσσερα έγγραφα (υπ’ αριθ. 45 έως 48) που είχαν ήδη εξεταστεί τον Μάιο του 2010. Ως προς τα τέσσερα υπόλοιπα έγγραφα (υπ’ αριθ. 45a έως 48a), τα οποία δεν είχαν αποτελέσει προηγουμένως αντικείμενο εξετάσεως, η απόφαση της 27ης Ιανουαρίου 2012 είναι η αρχική απόφαση.
81. Επί του δεύτερου σημείου, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, πράγματι, σε κανένα σημείο των από 28 Φεβρουαρίου 2012 παρατηρήσεών της, η προσφεύγουσα δεν προσαρμόζει, ούτε ζητεί την προσαρμογή των αιτημάτων της προσφυγής της όσον αφορά την απόφαση της 27ης Ιανουαρίου 2012. Όπως ορθώς επισημαίνει η Επιτροπή με τις από 10 Απριλίου 2012 παρατηρήσεις της, η προσφεύγουσα, με τις από 28 Φεβρουαρίου 2012 παρατηρήσεις της, επικεντρώνει –εσκεμμένα– όλες τις αιτιάσεις της στην απόφαση της 4ης Μαΐου 2010 και τις αποκρύψεις αποσπασμάτων που έγιναν με την απόφαση αυτή στα έγγραφα υπ’ αριθ. 45 έως 48.
82. Συνεπώς, η εκ μέρους της προσφεύγουσας αναφορά στην αιτιολογία της αποφάσεως της 27ης Ιανουαρίου 2012 δεν γίνεται προκειμένου να ζητηθεί η ακύρωση της αποφάσεως αυτής, αλλά προς ενδυνάμωση του αιτήματος ακυρώσεως της αποφάσεως της 4ης Μαΐου 2010. Εξάλλου, η προσφεύγουσα ολοκληρώνει τις από 28 Φεβρουαρίου 2012 παρατηρήσεις της υποστηρίζοντας ότι «οι αποδείξεις που παρέχει η απόφαση της 27ης Ιανουαρίου 2012 καταδεικνύουν σαφώς ότι με την απόφαση της 4ης Μαΐου 2010 έγινε εσφαλμένη εφαρμογή του άρθρου 4 του κανονισμού 1049/2001».
83. Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι με την υπό κρίση προσφυγή δεν ζητείται η ακύρωση της αποφάσεως της 27ης Ιανουαρίου 2012, αλλά μόνο η ακύρωση των αποφάσεων της 4ης Μαΐου και της 9ης Δεκεμβρίου 2010.
84. Πρέπει, παρεμπιπτόντως, να επισημανθεί ότι η απουσία αυτή αιτήματος ακυρώσεως της αποφάσεως της 27ης Ιανουαρίου 2012 ουδόλως προκύπτει από παράλειψη της προσφεύγουσας, αλλά μάλλον από τη θέλησή της να διαπιστωθούν οι παρανομίες που κατ’ αυτήν διαπράχθηκαν με την απόφαση της 4ης Μαΐου 2010, χωρίς τον κίνδυνο οι παρανομίες αυτές να «καλυφθούν» από τις μεταγενέστερες εκτιμήσεις στις οποίες προέβη η Επιτροπή με την απόφαση της 27ης Ιανουαρίου 2012. Για αυτόν τον λόγο η προσφεύγουσα αρνείται ρητώς να αναφερθεί στις αιτιολογίες –οι οποίες κατ’ αυτήν έχουν προστεθεί «ex post factum»– που επικαλείται η Επιτροπή με την απόφαση της 27ης Ιανουαρίου 2012.
4. Συμπέρασμα όσον αφορά το αντικείμενο της προσφυγής
85. Λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων και εκτιμήσεων που εκτέθηκαν στις σκέψεις 59 έως 84 ανωτέρω, επιβάλλεται το συμπέρασμα ότι με την υπό κρίση προσφυγή ζητείται η ακύρωση:
– της αποφάσεως της 4ης Μαΐου 2010, καθόσον δεν επιτρέπει την πρόσβαση στα έγγραφα υπ’ αριθ. 1 έως 29 και 45 έως 48 του καταλόγου που προσαρτήθηκε στην απόφαση αυτή·
– της αποφάσεως της 9ης Δεκεμβρίου 2010, καθόσον δεν επιτρέπει την πρόσβαση στα έγγραφα υπ’ αριθ. 27a, 40a, 51 και 52 του καταλόγου που προσαρτήθηκε στην απόφαση αυτή.
Β – Επί της ουσίας
86. Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα προβάλλει πέντε λόγους. Ο πρώτος λόγος αντλείται από παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 3, του κανονισμού 1049/2001. Ο δεύτερος λόγος αντλείται από παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 4, του ίδιου κανονισμού. Ο τρίτος λόγος αντλείται από παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001 και πολλαπλή πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως. Ο τέταρτος λόγος αντλείται από παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 6, του κανονισμού 1049/2001 και από παραβίαση της αρχή ς της αναλογικότητας. Ο πέμπτος λόγος αντλείται από παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως.
1. Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 3, του κανονισμού 1049/2001
87. Όσον αφορά τον λόγο αυτό, με τον οποίο η προσφεύγουσα προσάπτει στην Επιτροπή ότι δεν εξέτασε, με την απόφαση της 4ης Μαΐου 2010, ορισμένα έγγραφα των οποίων είχε γίνει όμως μνεία στην απάντηση της 21ης Ιανουαρίου 2010, διαπιστώθηκε ήδη, στη σκέψη 71 ανωτέρω, ότι, κατόπιν της αποφάσεως της 9ης Δεκεμβρίου 2010, η υπό κρίση προσφυγή έχει καταστεί άνευ αντικειμένου καθόσον με αυτή ζητείται η ακύρωση σιωπηρής αποφάσεως περί αρνήσεως προσβάσεως σε ορισμένα έγγραφα των οποίων γίνεται μνεία στην απόφαση της 21ης Ιανουαρίου 2010 και τα οποία, στη συνέχεια, η Επιτροπή δεν εξέτασε.
88. Κατά συνέπεια ο υπό κρίση λόγος, ο οποίος προβάλλεται προς στήριξη του αιτήματος αυτού ακυρώσεως, έχει καταστεί επίσης άνευ αντικειμένου και παρέλκει η εξέτασή του.
2. Επί του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 4, του κανονισμού 1049/2001
89. Με το δικόγραφο της προσφυγής της, η προσφεύγουσα προσάπτει στην Επιτροπή ότι εφάρμοσε το άρθρο 4, παράγραφος 4, του κανονισμού ως εάν να επρόκειτο για ουσιαστική εξαίρεση από το δικαίωμα προσβάσεως, ενώ πρόκειται απλώς για διαδικαστικό κανόνα. Κατά την προσφεύγουσα, η Επιτροπή, μη λαμβάνοντας υπόψη τη διαδικαστική φύση της διατάξεως αυτής, στην πράξη αναγνώρισε στους τρίτους δικαίωμα αρνησικυρίας σχετικά με τη δημοσιοποίηση των εγγράφων που προέρχονται από αυτούς.
90. Η Επιτροπή αντιτείνει ότι η απόφαση της 4ης Μαΐου 2010 στηρίζεται αποκλειστικά στο άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001.
91. Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, όπως επισημαίνει η Επιτροπή, σε κανένα σημείο της αποφάσεως της 4ης Μαΐου 2010 δεν γίνεται μνεία του άρθρου 4, παράγραφος 4, του κανονισμού 1049/2001 ως βάσεως της ως άνω αποφάσεως. Η απόφαση της 4ης Μαΐου 2010 στηρίζεται συνεπώς αποκλειστικά στο άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001.
92. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως, όπως διατυπώνεται στο δικόγραφο της προσφυγής, στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση και πρέπει να απορριφθεί.
93. Με το υπόμνημα απαντήσεως, η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί εξάλλου πλέον το γεγονός ότι η απόφαση της 4ης Μαΐου 2010 στηρίζεται αποκλειστικά στο άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001. Η προσφεύγουσα λαμβάνει υπόψη της τις εξηγήσεις που περιλαμβάνονται στο υπόμνημα απαντήσεως συνομολογώντας και η ίδια ρητώς ότι η απόφαση της 4ης Μαΐου 2010 στηρίζεται αποκλειστικά στη διάταξη αυτή. Δεν προβάλλει συνεπώς πλέον ότι η Επιτροπή έκανε χρήση του άρθρου 4, παράγραφος 4, του κανονισμού 1049/2001 ως ουσιαστικής εξαιρέσεως, για να θεμελιώσει την άρνηση προσβάσεως.
94. Ωστόσο, με το υπόμνημα απαντήσεως, η προσφεύγουσα προέβαλε αιτίαση στηριζόμενη στην παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 4, του κανονισμού 1049/2001, αυτή τη φορά ως διαδικαστικής διατάξεως.
95. Η προσφεύγουσα παρατηρεί επίσης ότι, στην περίπτωση εγγράφων τρίτου, η Επιτροπή οφείλει, βάσει της διατάξεως αυτής, να διαβουλευθεί με τον τρίτο προκειμένου να εκτιμήσει κατά πόσον μπορεί να εφαρμοστεί εξαίρεση από το δικαίωμα προσβάσεως, εκτός εάν είναι σαφές ότι το έγγραφο αυτό πρέπει ή δεν πρέπει να δημοσιοποιηθεί. Κατά την προσφεύγουσα, από το γράμμα του άρθρου 4, παράγραφος 4, του κανονισμού 1049/2001 προκύπτει ότι η Επιτροπή δεν έχει ευρεία διακριτική ευχέρεια ως προς το αν πρέπει ή όχι να διαβουλευθεί με τον τρίτο. Το Γενικό Δικαστήριο πρέπει, συνεπώς, να αποφανθεί επί του ζητήματος αυτού χωρίς να λάβει υπόψη την ευρεία διακριτική ευχέρεια που παρέχεται στην Επιτροπή όσον αφορά την εφαρμογή των εξαιρέσεων από το δικαίωμα προσβάσεως που προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1049/2001. Αν προκύψει ότι η Επιτροπή κακώς έκρινε ότι τα επίμαχα έγγραφα ήταν προδήλως επιβλαβούς φύσεως, θα έχει παραβεί την υποχρέωσή της να διαβουλευθεί με τον τρίτο, πράγμα που θα πρέπει να επιφέρει την ακύρωση της αποφάσεως της 4ης Μαΐου 2010. Η προσφεύγουσα παραπέμπει ως προς το σημείο αυτό στη συνέχεια του υπομνήματος απαντήσεως.
96. Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η αιτίαση αυτή είναι απαράδεκτη, άλλως, αβάσιμη.
97. Κατά τις διατάξεις των άρθρων 44, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, και 48, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, το εισαγωγικό της δίκης δικόγραφο πρέπει να περιέχει το αντικείμενο της διαφοράς και συνοπτική έκθεση των ισχυρισμών των οποίων γίνεται επίκληση, απαγορεύεται δε η προβολή νέων ισχυρισμών κατά τη διάρκεια της δίκης, εκτός αν στηρίζονται σε νομικά και πραγματικά στοιχεία που ανέκυψαν κατά τη διαδικασία. Εντούτοις, λόγος ακυρώσεως ο οποίος αποτελεί ανάπτυξη λόγου που έχει προβληθεί προηγουμένως, άμεσα ή έμμεσα, με το εισαγωγικό της δίκης δικόγραφο και εμφανίζει στενό δεσμό με αυτόν πρέπει να κρίνεται παραδεκτός. Ανάλογη λύση επιβάλλεται και για την περίπτωση αιτιάσεως που προβάλλεται προς στήριξη λόγου ακυρώσεως (βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 21ης Μαρτίου 2002, T-231/99, Joynson κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. II-2085, σκέψη 156 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
98. Πρέπει να επισημανθεί ότι η υπό κρίση αιτίαση, με την οποία η προσφεύγουσα προσάπτει στην Επιτροπή παράβαση της διαδικαστικής φύσεως υποχρεώσεώς της να διαβουλευθεί με τρίτους στην περίπτωση που δεν είναι σαφές αν το επίμαχο έγγραφο πρέπει ή δεν πρέπει να δημοσιοποιηθεί, δεν περιλαμβάνεται στην προσφυγή και αποτελεί, συνεπώς, νέα αιτίαση.
99. Επιπλέον, αυτή η νέα αιτίαση ουδόλως στηρίζεται σε πραγματικό ή νομικό στοιχείο που προέκυψε κατά τη διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου. Πράγματι, εφόσον ούτε στην απάντηση της 21ης Ιανουαρίου 2010 ούτε στην απόφαση της 4ης Μαΐου 2010 γίνεται μνεία της κατ’ εφαρμογή του άρθρου 4, παράγραφος 4, του κανονισμού 1049/2001 διαβουλεύσεως με τρίτους, η προσφεύγουσα είχε στη διάθεσή της τα στοιχεία που καθιστούσαν δυνατή, αν το επιθυμούσε, την επίκληση, από την κατάθεση της προσφυγής, της παραβάσεως της ως άνω διαδικαστικής φύσεως διατάξεως. Η περιεχόμενη στο υπόμνημα αντικρούσεως της Επιτροπής επισήμανση, στην οποία αναφέρεται η προσφεύγουσα, ότι «ο επιβλαβής χαρακτήρας τέτοιας δημοσιοποιήσεως ήταν κατά την άποψη της Επιτροπής αδιαμφισβήτητος», δεν περιέχει κανένα νέο πραγματικό ή νομικό στοιχείο.
100. Επιπλέον, αυτή η νέα αιτίαση δεν αποτελεί ανάπτυξη ούτε του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως, ο οποίος, όπως διατυπώνεται με το δικόγραφο της προσφυγής, αφορά εντελώς διαφορετικό ζήτημα (την εφαρμογή του άρθρου 4, παράγραφος 4, του κανονισμού 1049/2001 ως ουσιαστικής εξαιρέσεως από το δικαίωμα προσβάσεως), ούτε οποιουδήποτε άλλου λόγου ακυρώσεως προβαλλόμενου με το δικόγραφο της προσφυγής.
101. Συναφώς, πρέπει να επισημανθεί ότι η νέα αυτή αιτίαση, όχι μόνο δεν εμφανίζει στενό δεσμό με άλλο λόγο ακυρώσεως προβαλλόμενο με την προσφυγή, αλλά έρχεται σε αντίθεση με την άποψη που υποστηρίζεται στο δικόγραφο της προσφυγής (βλ. σκέψη 89 ανωτέρω), ότι η θέση των τρίτων θα επιβαλλόταν στην Επιτροπή, ως εάν επρόκειτο για αρνησικυρία. Πράγματι, η άποψη αυτή που στηρίζεται στο ότι η Επιτροπή γνώριζε τις προσδοκίες των τρίτων όσον αφορά την εμπιστευτικότητα των διαπραγματευτικών τους εγγράφων, ουδόλως προαναγγέλλει τη μεταγενέστερη αιτίαση με την οποία προσάπτεται στο θεσμικό αυτό όργανο ότι δεν διαβουλεύθηκε με αυτούς.
102. Επιπλέον, η προσφεύγουσα σε κανένα σημείο του υπομνήματός της απαντήσεως δεν αφήνει να εννοηθεί ότι η πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, που αποτελεί αντικείμενο του τρίτου λόγου, οφείλεται στη μη διαβούλευση με τους τρίτους. Αντιθέτως, με το υπόμνημα απαντήσεως η προσφεύγουσα περιορίζεται στην προβολή επιχειρήματος εντελώς διαδικαστικής φύσεως.
103. Από τις ανωτέρω εκτιμήσεις προκύπτει ότι η αιτίαση που αντλείται από την παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 4, του κανονισμού 1049/2001, ως διαδικαστικής φύσεως διατάξεως, αποτελεί νέα αιτίαση απαράδεκτη κατά το άρθρο 48, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας.
3. Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001 και πολλαπλή πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως
Επί του πρώτου σκέλους, που αντλείται από παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001
104. Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι οι λόγοι γενικού συμφέροντος που επικαλέστηκε η Επιτροπή για να αρνηθεί την πρόσβαση στηρίζονται σε εσφαλμένη ερμηνεία του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001. Η ύπαρξη συμφωνίας εμπιστευτικότητας μεταξύ των μερών που συμμετέχουν στις διαπραγματεύσεις της ACAC δεν μπορεί να δικαιολογήσει την εκ μέρους της Επιτροπής απόρριψη της αιτήσεώς της προσβάσεως. Η Επιτροπή δεν διέκρινε μεταξύ των θέσεων της Ένωσης κατά τις διαπραγματεύσεις της ACAC και των μη ευρωπαϊκών θέσεων, ενώ δεν υπήρχε κίνδυνος από τη γνωστοποίηση των θέσεων της Ένωσης. Τέλος, η δημοσιοποίηση των εγγράφων σχετικά με την ACAC δεν μπορεί παρά να ενισχύσει το δημόσιο συμφέρον όσον αφορά τις διεθνείς σχέσεις.
105. Η Επιτροπή αμφισβητεί την άποψη της προσφεύγουσας. Υποστηρίζει ότι ορθώς αρνήθηκε την πρόσβαση σε ορισμένα έγγραφα, δυνάμει του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001. Πράγματι, η μονομερής δημοσιοποίησή τους από την Ένωση, στο πλαίσιο διεθνών διαπραγματεύσεων οι οποίες στηρίζονται στην αμοιβαία εμπιστοσύνη μεταξύ των διαπραγματευόμενων μερών, θα έθιγε την προστασία του δημοσίου συμφέροντος όσον αφορά τις διεθνείς σχέσεις. Η συμφωνία εμπιστευτικότητας μεταξύ των μερών στην ACAC αποτελεί ένα από τα στοιχεία που συνεκτιμώνται κατά την εφαρμογή της ανωτέρω διατάξεως. Η Επιτροπή αμφισβητεί την κρισιμότητα της διακρίσεως στην οποία προέβη η προσφεύγουσα μεταξύ των θέσεων της Ένωσης και των θέσεων των άλλων διαπραγματευόμενων μερών και υπογραμμίζει ότι η διαπραγμάτευση της ACAC δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί.
106. Κατά το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, «[τα] θεσμικά όργανα αρνούνται την πρόσβαση σε ένα έγγραφο, η γνωστοποίηση του οποίου θα έθιγε την προστασία […] του δημοσίου συμφέροντος, όσον αφορά […] τις διεθνείς σχέσεις».
107. Πρέπει να υπομνησθεί ότι η πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα των θεσμικών οργάνων επέχει θέση νομικής αρχής και η δυνατότητα αρνήσεως της προσβάσεως αποτελεί εξαίρεση. Οι αρνητικές αποφάσεις είναι έγκυρες μόνο αν στηρίζονται σε μία από τις εξαιρέσεις που προβλέπει το άρθρο 4 του κανονισμού 1049/2001. Κατά πάγια νομολογία, οι εξαιρέσεις αυτές πρέπει να τυγχάνουν συσταλτικής ερμηνείας και εφαρμογής, προκειμένου να μην αναιρείται η εφαρμογή της γενικής αρχής που κατοχυρώνει ο ως άνω κανονισμός (απόφαση του Πρωτοδικείου της 26ης Απριλίου 2005, T-110/03, T-150/03 και T-405/03, Sison κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2005, σ. II-1429, σκέψη 45· βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση του Πρωτοδικείου της 7ης Φεβρουαρίου 2002, T-211/00, Kuijer κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2002, σ. II-485, σκέψη 55). Εξάλλου, η αρχή της αναλογικότητας επιβάλλει οι παρεκκλίσεις να μην υπερβαίνουν τα πρόσφορα και αναγκαία όρια για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού (απόφαση του Δικαστηρίου της 6ης Δεκεμβρίου 2001, C-353/99 P, Συμβούλιο κατά Hautala, Συλλογή 2001, σ. I-9565, σκέψη 28).
108. Όσον αφορά τις εξαιρέσεις από το δικαίωμα προσβάσεως που προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1049/2001, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι λόγω της ιδιαίτερης ευαισθησίας και σημασίας των συμφερόντων που προστατεύει η διάταξη αυτή, σε συνδυασμό με την υποχρέωση που το θεσμικό όργανο υπέχει από την εν λόγω διάταξη να αρνείται την πρόσβαση, όταν η γνωστοποίηση ενός εγγράφου στο κοινό μπορεί να θίξει τα συμφέροντα αυτά, η απόφαση που πρέπει να λάβει το θεσμικό όργανο είναι πολύπλοκη και απαιτεί λεπτούς χειρισμούς και ιδιαίτερη προσοχή. Επομένως, για την έκδοση τέτοιας αποφάσεως, απαιτείται διακριτική ευχέρεια (απόφαση του Δικαστηρίου της 1ης Φεβρουαρίου 2007, C-266/05 P, Sison κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2007, σ. I-1233, σκέψη 35).
109. Συνεπώς, ο ασκούμενος από το Γενικό Δικαστήριο έλεγχος νομιμότητας των αποφάσεων των θεσμικών οργάνων, με τις οποίες αρνούνται την πρόσβαση σε έγγραφα λόγω των σχετικών με το δημόσιο συμφέρον εξαιρέσεων που προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1049/2001, πρέπει να περιορίζεται στην εξέταση της τηρήσεως των κανόνων περί της διαδικασίας και της αιτιολογίας, της ακρίβειας των πραγματικών περιστατικών, καθώς και της απουσίας πρόδηλης πλάνης κατά την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και καταχρήσεως εξουσίας (βλ. απόφαση της 1ης Φεβρουαρίου 2007, Sison κατά Συμβουλίου, σκέψη 108 ανωτέρω, σκέψη 34, και απόφαση της 26ης Απριλίου 2005, Sison κατά Συμβουλίου, σκέψη 107 ανωτέρω, σκέψη 47 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
110. Τέλος, πρέπει να υπομνησθεί ότι από το γράμμα του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1049/2001 προκύπτει, όσον αφορά τις απαριθμούμενες στη διάταξη αυτή εξαιρέσεις από το δικαίωμα προσβάσεως, ότι η άρνηση του θεσμικού οργάνου είναι υποχρεωτική στην περίπτωση που η γνωστοποίηση ενός εγγράφου στο κοινό ενδέχεται να θίξει τα συμφέροντα που προστατεύει η εν λόγω διάταξη, χωρίς να απαιτείται σε τέτοια περίπτωση, αντιθέτως προς ό,τι προβλέπεται, μεταξύ άλλων, στην παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου, στάθμιση των απαιτήσεων που επιβάλλει η προστασία των εν λόγω συμφερόντων με τις απαιτήσεις που επιβάλλουν άλλα συμφέροντα (απόφαση της 1ης Φεβρουαρίου 2007, Sison κατά Συμβουλίου, σκέψη 108 ανωτέρω, σκέψεις 46 έως 48· αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 26ης Απριλίου 2005, Sison κατά Συμβουλίου, σκέψη 107 ανωτέρω, σκέψεις 51 έως 55· της 25ης Απριλίου 2007, T-264/04, WWF European Policy Programme κατά Συμβουλίου, Συ λλογή 2007, σ. II-911, σκέψη 44· αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 22ας Μαΐου 2012, T-300/10, Internationaler Hilfsfonds κατά Επιτροπής, σκέψη 124, και της 3ης Οκτωβρίου 2012, T-465/09, Jurašinović κατά Συμβουλίου, σκέψεις 47 έως 49).
111. Υπό το πρίσμα των προεκτεθέντων πρέπει να εκτιμηθεί αν, όπως υποστηρίζει η προσφεύγουσα, η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001.
112. Η προσφεύγουσα υποστηρίζει, πρώτον, ότι οι λόγοι γενικού συμφέροντος που επικαλείται η Επιτροπή για να αρνηθεί την πρόσβαση στηρίζονται σε εσφαλμένη ερμηνεία της διατάξεως αυτής. Η ύπαρξη συμφωνίας εμπιστευτικότητας μεταξύ των μερών που συμμετέχουν στις διαπραγματεύσεις της ACAC δεν μπορεί να δικαιολογήσει την απόφαση της Επιτροπής να αρνηθεί την πρόσβαση.
113. Με την απόφαση της 4ης Μαΐου 2010, η Επιτροπή υπενθύμισε ότι «μολονότι συμφώνησαν για τη δημοσιοποίηση του [ενοποιημένου κειμένου του προσχεδίου της ACAC], τα μέρη που συμμετέχουν στις διαπραγματεύσεις της ACAC επαναβεβαίωσαν τη σημασία της τηρήσεως της εμπιστευτικότητας όσον αφορά τις θέσεις του καθενός από αυτά κατά τις διαπραγματεύσεις». Η Επιτροπή τόνισε ότι «ήταν σημαντικό να επισημανθεί ότι, στο παρόν στάδιο των διαπραγματεύσεων της ACAC, έπρεπε ακόμη να πραγματοποιηθούν συμβιβασμοί μεταξύ των διαφόρων χωρών και να γίνουν διευθετήσεις σε εθνικό επίπεδο ως προς την τελική θέση που θα γίνει δεκτή» (σημείο 4.1, πρώτο εδάφιο, της αποφάσεως της 4ης Μαΐου 2010).
114. Η Επιτροπή προσέθεσε ότι, «γενικότερα, είναι αυτονόητο ότι για την επιτυχία των διεθνών διαπραγματεύσεων απαιτείται η συνεργασία των ενδιαφερομένων μερών, η οποία εξαρτάται, σε μεγάλο βαθμό, από την ύπαρξη κλίματος αμοιβαίας εμπιστοσύνης». Υποστήριξε ότι «αυτό ισχύει ιδιαιτέρως στο πλαίσιο των διεξαγόμενων εμπορικών διαπραγματεύσεων, που έχουν ευαίσθητο αντικείμενο και αφορούν ποικίλα πεδία, όπως η οικονομική πολιτική, τα εμπορικά συμφέροντα και οι εκτιμήσεις πολιτικής φύσεως» (σημείο 4.1, τέταρτο εδάφιο, της αποφάσεως της 4ης Μαΐου 2010).
115. Η Επιτροπή επισήμανε ότι, από την προσεκτική εξέταση των εγγράφων που αφορούσε η αίτηση προσβάσεως, προέκυψε σαφώς ότι, υπό τις εν προκειμένω περιστάσεις, η αποδοχή της αιτήσεως στο σύνολό της θα είχε αρνητικές επιπτώσεις στην ατμόσφαιρα αμοιβαίας εμπιστοσύνης μεταξύ των διαπραγματευόμενων μερών και θα περιόριζε έτσι τις πιθανότητες επιτυχούς ολοκληρώσεως των διαπραγματεύσεων, υπονομεύοντας τόσο τις προσπάθειες των διαπραγματευτών όσο και τις προοπτικές μελλοντικής συνεργασίας. Η Επιτροπή προσέθεσε ότι εάν συνομιλητές της Ένωσης στις διαπραγματεύσεις είχαν λόγους να πιστεύουν ότι οι θέσεις που εκφράζουν κατά τη διάρκεια εμπιστευτικής φύσεως διαπραγματεύσεων θα μπορούσαν να δημοσιοποιηθούν μονομερώς από την Ένωση, αυτό θα είχε αρνητικές επιπτώσεις στις μελλοντικές διαπραγματεύσεις (σημείο 4.1, πέμπτο εδάφιο, της αποφάσεως της 4ης Μαΐου 2010).
116. Η Επιτροπή προσέθεσε ότι, στο πλαίσιο αυτό, είχε σημασία η συνεκτίμηση του γεγονότος ότι, κατά τις διαπραγματεύσεις της ACAC, η ίδια ήταν υπέρ της γνωστοποιήσεως του ενοποιημένου κειμένου του προσχεδίου της ACAC το συντομότερο δυνατόν και ότι πληροφορούσε συνεχώς το κοινό σχετικά με τους σκοπούς και τη γενική κατεύθυνση των διαπραγματεύσεων. Η Επιτροπή επισήμανε ότι δημοσιοποιούσε, μετά από κάθε γύρο διαπραγματεύσεων, τις συνοπτικές εκθέσεις που εγκρίνονταν από όλα τα διαπραγματευόμενα μέρη καθώς και αναλυτική περιγραφή του σταδίου της προόδου των διαπραγματεύσεων. Επιπλέον, οργάνωσε τρεις δημόσιες εκδηλώσεις με αντικείμενο την ACAC, το 2008, το 2009 και το 2010, προκειμένου να ενημερώσει το κοινό για τους σκοπούς της ACAC και το στάδιο προόδου των διαπραγματεύσεων και να συγκεντρώσει τις κάθε είδους παρατηρήσεις των ενδιαφερομένων μερών (σημείο 4.1, έκτο εδάφιο, της αποφάσεως της 4ης Μαΐου 2010).
117. Η Επιτροπή επισήμανε ότι, «για τα έγγραφα που προέρχονται από τρίτους, έκρινε η ίδια αν συνέτρεχε περίπτωση εφαρμογής μιας από τις εξαιρέσεις που προβλέπει ο κανονισμός 1049/2001» και ότι «ένα από τα στοιχεία που έλαβε υπόψη της κατά την εκτίμηση αυτή ήταν το γεγονός ότι η αγνόηση του αιτήματος των τρίτων για τη μη γνωστοποίηση των εγγράφων τους θα υπονόμευε σοβαρά τη συνέχεια των διαπραγματεύσεων και θα έθιγε την προστασία των διεθνών σχέσεων της Ένωσης». Η Επιτροπή προσέθεσε ότι «αυτό ισχύει κατά μείζονα λόγο δεδομένου ότι ένα από τα ζητήματα που συζητήθηκαν κατά τις διαπραγματεύσεις ήταν το επίπεδο αποδεκτής διαφάνειας όσον αφορά το ίδιο το υπό διαπραγμάτευση κείμενο». Η Επιτροπή, «[λ]αμβάνοντας υπόψη, αφενός, την πρόσφατη συμφωνία των διαπραγματευομένων μερών να δημοσιοποιήσουν το [ενοποιημένο κείμενο του προσχεδίου της ACAC] και, αφετέρου, την εκ μέρους τους επιβεβαίωση της εμπιστευτικής φύσεως των θέσεών τους» εκτίμησε ότι «η εκ μέρους της γνωστοποίηση των εν λόγω θέσεων, που έχουν εκφραστεί στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων της ACAC, θα έθιγε την αξιοπιστία της Ένωσης κατά τις διαπραγματεύσεις και θα μείωνε την εμπιστοσύνη των άλλων μερών» (σημείο 4.2, δεύτερο εδάφιο, της αποφάσεως της 4ης Μαΐου 2010).
118. Κατ’ αρχάς, το σύνολο των ανωτέρω εκτιμήσεων δείχνει ότι μολονότι η Επιτροπή όντως αναφέρθηκε στη συμφωνία των διαπραγματευόμενων μερών για τήρηση εμπιστευτικότητας όσον αφορά τις διαπραγματευτικές τους θέσεις, εντούτοις ουδόλως επικαλέστηκε τη συμφωνία αυτή ως νομικώς δεσμευτική, η οποία, κατά νόμο, θα την υποχρέωνε να απορρίψει την αίτηση προσβάσεως. Αντιθέτως η Επιτροπή στήριξε νομικώς την άρνηση προσβάσεως μόνο στο άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001.
119. Στη συνέχεια, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί, πράγμα που η ίδια η προσφεύγουσα εξάλλου συνομολογεί με το υπόμνημα απαντήσεως, ότι η διαπραγμάτευση διεθνών συμφωνιών μπορεί να δικαιολογεί, προκειμένου να εξασφαλιστεί η αποτελεσματικότητα των διαπραγματεύσεων, ορισμένο επίπεδο εχεμύθειας το οποίο καθιστά δυνατή τη διασφάλιση της αμοιβαίας εμπιστοσύνης των διαπραγματευτών και της διεξαγωγής ελεύθερου και γόνιμου διαλόγου. Όπως επισημαίνει η Επιτροπή, η διαπραγμάτευση κάθε είδους προϋποθέτει ορισμένες εκτιμήσεις τακτικής εκ μέρους των διαπραγματευτών, και η απαραίτητη συνεργασία μεταξύ των μερών εξαρτάται, κατά μεγάλο βαθμό, από την ύπαρξη κλίματος αμοιβαίας εμπιστοσύνης.
120. Πρέπει να επισημανθεί, εξάλλου, ότι το Γενικό Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η πρωτοβουλία και η διεξαγωγή των διαπραγματεύσεων για τη σύναψη διεθνούς συμφωνίας εμπίπτουν κατ’ αρχήν στην αρμοδιότητα της εκτελεστικής αρχής και ότι η συμμετοχή του κοινού στη διαδικασία διαπραγματεύσεως και συνάψεως διεθνούς συμφωνίας είναι κατ’ ανάγκη περιορισμένη, λαμβανομένου υπόψη του θεμιτού συμφέροντος να μην αποκαλυφθούν τα στρατηγικά στοιχεία των διαπραγματεύσεων (απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 4ης Μαΐου 2012, T-529/09, in ’t Veld κατά Συμβουλίου, σκέψη 88· βλ., επίσης, σκέψεις 57 και 59, in fine, της αποφάσεως).
121. Από τις ανωτέρω εκτιμήσεις προκύπτει ότι, αυτοί καθ’ εαυτούς, οι λόγοι που προέβαλε η Επιτροπή με την απόφαση της 4ης Μαΐου 2010 για να θεμελιώσει την άρνηση προσβάσεως ούτε παραβαίνουν το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001 ούτε ερείδονται επί εσφαλμένης ερμηνείας του άρθρου αυτού.
122. Η προσφεύγουσα υποστηρίζει, δεύτερον, ότι, σε κάθε περίπτωση, η γνωστοποίηση στο κοινό των θέσεων που έλαβε η Ένωση δεν θα ενείχε κανένα κίνδυνο για τους τρίτους. Κατά την προσφεύγουσα, δεν θα πρέπει να υπάρχει κάποια δυσχέρεια για τη δημοσιοποίηση των εγγράφων και πληροφοριών που η Ένωση έχει ήδη κοινοποιήσει στους συνομιλητές της στις διαπραγματεύσεις.
123. Ανεξαρτήτως του ότι αυτή η άποψη δυσχερώς συμβιβάζεται με την παραδοχή σε άλλο σημείο (βλ. σκέψη 119 ανωτέρω) ότι ορισμένος βαθμός εμπιστευτικότητας είναι αναγκαίος, πρέπει να επισημανθεί ότι, αντιθέτως προς όσα διατείνεται η προσφεύγουσα, δεν αποκλείεται το ενδεχόμενο η γνωστοποίηση των θέσεων της Ένωσης σε διεθνείς διαπραγματεύσεις να θίξει την προστασία του δημόσιου συμφέροντος όσον αφορά τις διεθνείς σχέσεις.
124. Αφενός, δεν αποκλείεται με τη γνωστοποίηση αυτή των θέσεων της Ένωσης να καθίσταται δυνατό να γίνουν, εμμέσως, γνωστές οι θέσεις των υπολοίπων διαπραγματευόμενων μερών. Αυτό μπορεί να συμβαίνει, ιδίως, στην περίπτωση που η θέση της Ένωσης εκφράζεται με αναφορά στη θέση άλλου διαπραγματευόμενου μέρους, ή στην περίπτωση που η εξέταση της θέσεως της Ένωσης ή της εξελίξεώς της κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων καθιστά δυνατό να συναχθεί, κατά τρόπο λίγο έως πολύ ακριβή, η θέση ενός ή περισσοτέρων από τα άλλα διαπραγματευόμενα μέρη.
125. Αφετέρου, πρέπει να επισημανθεί ότι, στο πλαίσιο των διεθνών διαπραγματεύσεων, οι θέσεις που λαμβάνει η Ένωση είναι, σε κάθε περίπτωση, ενδεχόμενο να εξελίσσονται ανάλογα με την πορεία των διαπραγματεύσεων αυτών, τις παραχωρήσεις και τους συμβιβασμούς στους οποίους προβαίνουν στο πλαίσιο αυτό τα διάφορα μέρη που συμμετέχουν σε αυτές. Όπως επισημάνθηκε ήδη, η διατύπωση των διαπραγματευτικών θέσεων μπορεί να απαιτεί ορισμένες τακτικές εκτιμήσεις εκ μέρους των διαπραγματευτών, συμπεριλαμβανομένης και της ίδιας της Ένωσης. Στο πλαίσιο αυτό, δεν είναι δυνατόν να αποκλειστεί το ενδεχόμενο η εκ μέρους της Ένωσης γνωστοποίηση προς το κοινό των διαπραγματευτικών της θέσεων, ενώ οι διαπραγματευτικές θέσεις των υπολοίπων μερών παραμένουν μυστικές, να έχει, στην πράξη, δυσμενείς επιπτώσεις στη διαπραγματευτική ικανότητα της Ένωσης.
126. Όσον αφορά το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι, κατ’ ουσίαν, η Επιτροπή θα μπορούσε να γνωστοποιήσει τις διάφορες θέσεις που υποστηρίχθηκαν κατά τις διαπραγματεύσεις χωρίς να προσδιορίζει το διαπραγματευόμενο μέρος που τις υποστήριξε, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, στο πλαίσιο των διεθνών διαπραγματεύσεων, η εκ μέρους ενός διαπραγματευόμενου μέρους μονομερής γνωστοποίηση των διαπραγματευτικών θέσεων ενός ή περισσοτέρων άλλων μερών, ακόμα και αν αυτό γίνεται εκ πρώτης όψεως ανωνύμως, ενδέχεται να επιδεινώσει σοβαρά, τόσο ως προς το διαπραγματευόμενο μέρος του οποίου η θέση δημοσιοποιείται όσο και ως προς τα υπόλοιπα διαπραγματευόμενα μέρη που γίνονται μάρτυρες αυτής της γνωστοποιήσεως, το απαραίτητο για την αποτελεσματικότητα των διαπραγματεύσεων κλίμα αμοιβαίας εμπιστοσύνης. Όπως επισημαίνει η Επιτροπή, η εγκαθίδρυση και η διατήρηση κλίματος αμοιβαίας εμπιστοσύνης στο πλαίσιο των διεθνών σχέσεων αποτελεί πολύ λεπτό εγχείρημα.
127. Εξάλλου, εσφαλμένως η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, κατόπιν της γνωστοποιήσεως του ενοποιημένου κειμένου του προσχεδίου της ACAC, θα μπορούσε να γίνει δεκτό ότι οι διαπραγματεύσεις που προηγήθηκαν της γνωστοποιήσεως αυτής έχουν περατωθεί και, εξ αυτού του λόγου, πρέπει να γνωστοποιηθούν. Πράγματι, ανεξαρτήτως του αν η προστασία του δημοσίου συμφέροντος στο πλαίσιο των διεθνών σχέσεων μπορεί να δικαιολογεί την τήρηση της εμπιστευτικότητας των διαπραγματευτικών εγγράφων επί ορισμένο χρονικό διάστημα μετά το πέρας των διαπραγματεύσεων, πρέπει να επισημανθεί ότι το ενοποιημένο κείμενο του προσχεδίου της ACAC δεν είναι παρά προσχέδιο συμφωνίας και ότι, κατά τον χρόνο της γνωστοποιήσεώς του, συνεχίζονταν οι διαπραγματεύσεις.
128. Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι εσφαλμένως η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η γνωστοποίηση των θέσεων της Ένωσης και των άλλων μερών που συμμετέχουν στις διαπραγματεύσεις της ACAC δεν μπορεί να θίξει το συμφέρον που προστατεύει το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001.
129. Όσον αφορά, τρίτον, το επιχείρημα ότι η γνωστοποίηση των εγγράφων σχετικά με την ACAC δεν μπορεί παρά να ενισχύσει το δημόσιο συμφέρον όσον αφορά τις διεθνείς σχέσεις και να αποτρέψει τις αντιπαραθέσεις που προκαλούνται από την ανεπίσημη δημοσίευση ορισμένων προτάσεων, πρέπει να υπομνησθεί ότι, μολονότι ο κανονισμός 1049/2001 έχει σκοπό να προσδώσει όσο το δυνατόν πληρέστερη πρακτική ισχύ στο δικαίωμα προσβάσεως του κοινού στα έγγραφα της Ένωσης (αιτιολογική σκέψη 4 του κανονισμού), εντούτοις προβλέπει εξαιρέσεις από το δικαίωμα προσβάσεως με σκοπό την προστασία ορισμένων συμφερόντων δημοσίου ή ιδιωτικού χαρακτήρα και, εν προκειμένω, του δημοσίου συμφέροντος όσον αφορά τις διεθνείς σχέσεις.
130. Πάντως, ακριβώς από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι οι λόγοι που προβάλλει, εν προκειμένω, η Επιτροπή για να περιορίσει την πρόσβαση ουδόλως ενέχουν, αυτοί καθ’ εαυτούς και ανεξαρτήτως του ζητήματος της συγκεκριμένης εφαρμογής τους με τις αποφάσεις της 4ης Μαΐου και της 9ης Δεκεμβρίου 2010, εσφαλμένη ερμηνεία του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001.
131. Επιπροσθέτως και καθόσον με το επιχείρημα της προσφεύγουσας γίνεται, κατ’ ουσίαν, επίκληση της συνδρομής, εν προκειμένω, υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος για τη γνωστοποίηση, πρέπει να υπομνησθεί ότι οι εξαιρέσεις από το δικαίωμα προσβάσεως που προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1049/2001 αποτελούν υποχρεωτικές εξαιρέσεις οι οποίες δεν επιτρέπουν, σε αντίθεση με άλλες εξαιρέσεις από το δικαίωμα προσβάσεως, καμία αναφορά στη συνεκτίμηση τέτοιου συμφέροντος. Στο πλαίσιο προσφυγής ακυρώσεως αποφάσεως περί αρνήσεως προσβάσεως στηριζόμενης στο άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, κάθε επιχείρημα που αντλείται από την ύπαρξη υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος για τη γνωστοποίηση πρέπει να απορρίπτεται ως αλυσιτελές (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, τη νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 110 ανωτέρω).
132. Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.
Επί του δευτέρου σκέλους, που αντλείται από πολλαπλή πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως κατά την εφαρμογή του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001
133. Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πολλαπλή πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως κατά τη συγκεκριμένη εφαρμογή της εξαιρέσεως που προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, όσον αφορά τα επίμαχα έγγραφα του καταλόγου που προσαρτήθηκε στην απόφαση της 4ης Μαΐου 2010 καθώς και ορισμένα από τα έγγραφα τα οποία αποτελούν αντικείμενο της αποφάσεως της 9ης Δεκεμβρίου 2010.
134. Η Επιτροπή αμφισβητεί την άποψη της προσφεύγουσας και υποστηρίζει ότι η εξαίρεση από το δικαίωμα προσβάσεως της οποίας γίνεται επίκληση με τις αποφάσεις της 4ης Μαΐου 2010 και της 9ης Δεκεμβρίου 2010 είχε όντως εφαρμογή στα επίμαχα έγγραφα.
Επί του ενοποιημένου προσχεδίου της ACAC, των κεφαλαίων του και του προσχεδίου προτάσεως για την τεχνική συνεργασία (έγγραφα υπ’ αριθ. 1 έως 22 του καταλόγου που προσαρτήθηκε στην απόφαση της 4ης Μαΐου 2010)
135. Όσον αφορά τα έγγραφα υπ’ αριθ. 1 έως 21 του καταλόγου που προσαρτήθηκε στην απόφαση της 4ης Μαΐου 2010, η άποψη της προσφεύγουσας είναι ότι, εφόσον οι θέσεις και προτάσεις που περιελάμβαναν τα έγγραφα αυτά έχουν ενσωματωθεί στο ενοποιημένο κείμενο του προσχεδίου της ACAC, δεν μπορούν πλέον να επανεξεταστούν και η γνωστοποίησή τους δεν θα έπρεπε να δημιουργεί δυσχέρειες. Κατά τα λοιπά και σε κάθε περίπτωση, στο μέτρο που τα έγγραφα αυτά περιέχουν απόψεις της Επιτροπής, τις οποίες αυτή έχει ανακοινώσει στους συνομιλητές της στις διαπραγματεύσεις, δεν υφίσταται λόγος να μην επιτραπεί στην προσφεύγουσα πρόσβαση στις απόψεις αυτές. Όσον αφορά το έγγραφο υπ’ αριθ. 22 του καταλόγου που προσαρτήθηκε στην απόφαση της 4ης Μαΐου 2010, το οποίο δεν είχε ενσωματωθεί στο ενοποιημένο κείμενο του προσχεδίου της ACAC, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η γνωστοποίηση κειμένου που αφορά απλώς την τεχνική συνεργασία ήταν ελάχιστα πιθανό να υπονομεύσει τις διαπραγματεύσεις.
136. Τόσο από την απόφαση της 4ης Μαΐου 2010 (σημείο 5.1) όσο και από την εξέταση των εγγράφων που προσκόμισε η Επιτροπή σε εκτέλεση της διατάξεως της 9ης Ιουνίου 2011 προκύπτει ότι τα έγγραφα υπ’ αριθ. 1 έως 20 του καταλόγου που προσαρτήθηκε στην απόφαση της 4ης Μαΐου 2010 αφορούν διάφορα κεφάλαια του προσχεδίου της ACAC και περιέχουν, ιδίως με τη χρήση του εργαλείου παρακολουθήσεως των αλλαγών (track changes), τις θέσεις και προτάσεις που εκφράστηκαν από τα διάφορα διαπραγματευόμενα μέρη στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων. Το έγγραφο υπ’ αριθ. 21 είναι κατάλογος θεμάτων προς συζήτηση. Το έγγραφο υπ’ αριθ. 22 περιέχει τις προτάσεις ενός διαπραγματευόμενου μέρους όσον αφορά τον τομέα της τεχνικής συνεργασίας.
137. Πρέπει να υπομνησθεί ότι, όπως επισημαίνει η Επιτροπή με την απόφαση της 4ης Μαΐου 2010 (σημείο 5.1), κατά τον χρόνο εκδόσεως της αποφάσεως αυτής συνεχίζονταν οι διαπραγματεύσεις της ACAC και ότι το ενοποιημένο κείμενο του προσχεδίου της ACAC, το οποίο δημοσιοποιήθηκε, ήταν μόνο ένα προσχέδιο συμφωνίας.
138. Υπό τις συνθήκες αυτές, η Επιτροπή, χωρίς να υποπέσει σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, έκρινε στο σημείο 5.1 της αποφάσεως της 4ης Μαΐου 2010 ότι η γνωστοποίηση στην προσφεύγουσα των εγγράφων υπ’ αριθ. 1 έως 20 και 22 και, ως εκ τούτου, των διαπραγματευτικών θέσεων τόσο των διαπραγματευομένων μερών όσο και της Ένωσης θα έθιγε το κλίμα αμοιβαίας εμπιστοσύνης που είναι απαραίτητο για να εκφράσει κάθε διαπραγματευόμενο μέρος ελεύθερα τις θέσεις του και θα επηρέαζε τις διαπραγματευτικές δυνατότητες της Ένωσης.
139. Το ότι το έγγραφο υπ’ αριθ. 22 είναι πρόταση που αφορά την τεχνική συνεργασία ουδόλως αναιρεί το γεγονός ότι πρόκειται για έγγραφο διαπραγματεύσεως που προέρχεται από διαπραγματευόμενο μέρος και ότι, συνεπώς, η γνωστοποίησή του θα μπορούσε να θίξει το απαραίτητο για τις διαπραγματεύσεις κλίμα αμοιβαίας συνεργασίας.
140. Αντιθέτως, όσον αφορά το έγγραφο υπ’ αριθ. 21 του καταλόγου που προσαρτήθηκε στην απόφαση της 4ης Μαΐου 2010, πρέπει να επισημανθεί ότι δεν πρόκειται για έγγραφο το οποίο εκφράζει διαπραγματευτική θέση ενός ή περισσοτέρων μερών, αλλά απλώς περιέχει κατάλογο θεμάτων προς συζήτηση, χωρίς άμεσες συνέπειες. Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η απόρριψη της αιτήσεως προσβάσεως στο έγγραφο αυτό βαρύνεται με πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως δεδομένου ότι η Επιτροπή εσφαλμένως έκρινε ότι η γνωστοποίησή του θα έθιγε την προστασία του δημοσίου συμφέροντος όσον αφορά τις διεθνείς σχέσεις.
141. Κατά συνέπεια, μολονότι, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, η Επιτροπή δεν υπέπεσε, κατά την άσκηση της διακριτικής της ευχέρειας στο πεδίο των εξαιρέσεων από το δικαίωμα προσβάσεως που προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1049/2001, σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως αρνούμενη για τους λόγους που εκτίθενται στο σημείο 5.1 της αποφάσεως της 4ης Μαΐου 2010 την πρόσβαση στα έγγραφα υπ’ αριθ. 1 έως 20 και 22 του καταλόγου που προσαρτήθηκε στην απόφαση της 4ης Μαΐου 2010, πρέπει, εντούτοις, το υπό κρίση σκέλος του τρίτου λόγου ακυρώσεως να γίνει δεκτό κατά το μέτρο που αφορά το έγγραφο υπ’ αριθ. 21 του καταλόγου που προσαρτήθηκε στην απόφαση αυτή.
Επί των εγγράφων που αφορούν την ακολουθητέα κατεύθυνση σχετικά με τα αιτήματα συμμετοχής στις διαπραγματεύσεις (έγγραφα υπ’ αριθ. 23 και 24 του καταλόγου που προσαρτήθηκε στην απόφαση της 4ης Μαΐου 2010)
142. Η προσφεύγουσα αμφισβητεί την απόρριψη του αιτήματος προσβάσεως για τον λόγο ότι τα έγγραφα αυτά αφορούσαν, κυρίως, επιλογές προς εκτίμηση, εκ μέρους των διαπραγματευόμενων μερών, σχετικά με τη συμμετοχή νέων μερών στις διαπραγματεύσεις. Κατά συνέπεια, τα έγγραφα αυτά φαίνεται να είναι γενικής φύσεως εφόσον απλώς συνεκτιμούσαν τις διάφορες προσεγγίσεις και τα πιθανά αιτήματα συμμετοχής στις διαπραγματεύσεις εκ μέρους άλλων κρατών.
143. Τόσο από την απόφαση της 4ης Μαΐου 2010 (σημείο 5.2) όσο και από την εξέταση των εγγράφων που προσκόμισε η Επιτροπή σε εκτέλεση της διατάξεως της 9ης Ιουνίου 2011 προκύπτει ότι τα έγγραφα υπ’ αριθ. 23 και 24 του καταλόγου που προσαρτήθηκε στην απόφαση αυτή αφορούν το ζήτημα της θέσεως που έπρεπε να υιοθετηθεί όσον αφορά τα αιτήματα τρίτων για συμμετοχή στις διαπραγματεύσεις της ACAC ή για συμμετοχή στην ACAC μετά τη διαπραγμάτευση και σύναψη της συμφωνίας αυτής. Το έγγραφο υπ’ αριθ. 23 προέρχεται από διαπραγματευόμενο μέρος και εκθέτει επιλογές ως προς το σημείο αυτό, ενώ το έγγραφο υπ’ αριθ. 24, το οποίο στηρίζεται στο κείμενο του εγγράφου υπ’ αριθ. 23, είναι κοινό έγγραφο όλων των διαπραγματευόμενων μερών το οποίο περιέχει στοιχεία απαντήσεως όσον αφορά τα αιτήματα τρίτων για συμμετοχή στις διαπραγματεύσεις. Στην απόφαση της 4ης Μαΐου 2010 αναφέρεται ότι πρόκειται για έγγραφο προβληματισμού.
144. Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως κρίνοντας ότι η γνωστοποίηση των εγγράφων αυτών θα έθιγε την προστασία του δημοσίου συμφέροντος όσον αφορά τις διεθνείς σχέσεις.
145. Πράγματι, λαμβανομένων υπόψη του αντικειμένου και του περιεχομένου των εγγράφων αυτών και όπως επισημαίνει, κατ’ ουσίαν, η Επιτροπή με την απόφαση της 4ης Μαΐου 2010 (σημείο 5.2), η γνωστοποίηση αυτή θα μπορούσε να έχει επίδραση τόσο στην αξιοπιστία της Επιτροπής ως συνομιλητή στις διαπραγματεύσεις έναντι των άλλων διαπραγματευόμενων μερών όσο και στις σχέσεις όλων των διαπραγματευόμενων μερών –άρα και της Ένωσης– με τυχόν τρίτα κράτη που επιθυμούν να μετάσχουν στις διαπραγματεύσεις.
146. Κατά συνέπεια, το υπό κρίση σκέλος του τρίτου λόγου ακυρώσεως είναι απορριπτέο όσον αφορά τα εν λόγω έγγραφα υπ’ αριθ. 23 και 24.
Επί των εγγράφων που αφορούν τις θέσεις των υπόλοιπων διαπραγματευόμενων μερών επί ορισμένων ζητημάτων (έγγραφα υπ’ αριθ. 25 και 26 του καταλόγου που προσαρτήθηκε στην απόφαση της 4ης Μαΐου 2010)
147. Η προσφεύγουσα δηλώνει ότι αντιλαμβάνεται ότι στα έγγραφα αυτά αποτυπώνονται τόσο οι θέσεις των τρίτων (third parties) όσο και οι συναφείς απόψεις της Ένωσης, ως προς τη μελλοντική θεσμική δομή της ACAC και τις διατάξεις της ACAC σχετικά με το διαδίκτυο. Η προσφεύγουσα δεν κατανοεί πώς η γνωστοποίηση των εγγράφων αυτών, τα οποία η Επιτροπή έχει ήδη διανείμει στα υπόλοιπα διαπραγματευόμενα μέρη, μπορεί να περιορίσει το περιθώριο ελιγμών της.
148. Στο σημείο 5.3 της αποφάσεως της 4ης Μαΐου 2010, η Επιτροπή επισήμανε ότι στα έγγραφα υπ’ αριθ. 25 και 26 του καταλόγου που προσαρτήθηκε στην απόφαση αυτή αντανακλώνται ευθέως οι θέσεις των διαπραγματευόμενων μερών και η άποψη της Ένωσης επί των θέσεων αυτών ως προς τις διατάξεις της ACAC σχετικά με το διαδίκτυο και τη μελλοντική θεσμική δομή της ACAC, αντιστοίχως.
149. Από την εξέταση των εγγράφων που προσκόμισε η Επιτροπή σε εκτέλεση της διατάξεως της 9ης Ιουνίου 2011 προκύπτει ότι, μολονότι στο έγγραφο υπ’ αριθ. 26 αντανακλώνται όντως, όπως επισημαίνει η Επιτροπή με την απόφαση της 4ης Μαΐου 2010 (σημείο 5.3), η θέση διαπραγματευόμενου μέρους καθώς και οι απόψεις της Ένωσης ως προς τη θέση αυτή, αντιθέτως, δεν προκύπτει ότι τούτο συμβαίνει όσον αφορά το έγγραφο υπ’ αριθ. 25.
150. Πράγματι, το έγγραφο υπ’ αριθ. 25 έχει τη μορφή εγγράφου της Ένωσης με κατά κύριο λόγο γενικό και περιγραφικό περιεχόμενο, σχετικό με το δίκαιο της Ένωσης στον τομέα της πνευματικής ιδιοκτησίας σε σχέση με το διαδίκτυο. Σε αυτό δεν γίνεται μνεία της θέσεως οποιουδήποτε διαπραγματευόμενου μέρους και δεν εκφράζεται, παρά τα όσα υποστήριξε η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση καμία συγκεκριμένη θέση της Επιτροπής ως προς τη θέση τέτοιου μέρους.
151. Κατά συνέπεια, μολονότι η άρνηση προσβάσεως στο έγγραφο υπ’ αριθ. 26 ουδόλως ενέχει, αντιθέτως προς όσα διατείνεται η προσφεύγουσα, πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, λαμβανομένου υπόψη του περιεχομένου του εγγράφου αυτού και των εκτιμήσεων που ορθώς εκθέτει η Επιτροπή στο σημείο 5.3 της αποφάσεως της 4ης Μαΐου 2010, πρέπει, εντούτοις, το υπό κρίση σκέλος του τρίτου λόγου ακυρώσεως να γίνει δεκτό όσον αφορά το έγγραφο υπ’ αριθ. 25 του καταλόγου που προσαρτήθηκε στην απόφαση αυτή.
Επί των παρατηρήσεων της Ένωσης σχετικά με την καταστολή των ποινικών παραβάσεων (έγγραφα υπ’ αριθ. 27 έως 29 του καταλόγου που προσαρτήθηκε στην απόφαση της 4ης Μαΐου 2010)
152. Όσον αφορά τα έγγραφα υπ’ αριθ. 27 έως 29 του καταλόγου που προσαρτήθηκε στην απόφαση της 4ης Μαΐου 2010 και για τους ίδιους λόγους που εκτέθηκαν όσον αφορά τα έγγραφα υπ’ αριθ. 25 και 26 του καταλόγου αυτού, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής της εξαιρέσεως από το δικαίωμα προσβάσεως η οποία αφορά την προστασία των διεθνών σχέσεων.
153. Τόσο από την απόφαση της 4ης Μαΐου 2010 (σημείο 5.4) όσο και από την εξέταση των εγγράφων που προσκόμισε η Επιτροπή σε εκτέλεση της διατάξεως της 9ης Ιουνίου 2011 προκύπτει ότι τα έγγραφα υπ’ αριθ. 27 έως 29 του καταλόγου που προσαρτήθηκε στην απόφαση αυτή είναι διαπραγματευτικά έγγραφα της Ένωσης σχετικά με τις διατάξεις του προσχεδίου της ACAC που αφορούν την καταστολή των ποινικών παραβάσεων.
154. Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως κρίνοντας, στο σημείο 5.4 της αποφάσεως της 4ης Μαΐου 2010, ότι η γνωστοποίηση των εγγράφων αυτών θα επηρέαζε τη διαπραγματευτική θέση της Ένωσης και, ως εκ τούτου, θα έθιγε την προστασία του δημοσίου συμφέροντος όσον αφορά τις διεθνείς σχέσεις.
155. Κατά συνέπεια, το υπό κρίση σκέλος του τρίτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί καθόσον αφορά τα προαναφερθέντα έγγραφα υπ’ αριθ. 27 έως 29.
Επί των παρατηρήσεων των κρατών μελών και των εσωτερικών εγγράφων εργασίας και εκθέσεων (έγγραφα υπ’ αριθ. 30 έως 48 του καταλόγου που προσαρτήθηκε στην απόφαση της 4ης Μαΐου 2010)
156. Προκαταρκτικώς, πρέπει να υπομνησθεί (βλ. σκέψεις 64 έως 68 ανωτέρω) ότι με την υπό κρίση προσφυγή δεν αμφισβητείται η άρνηση προσβάσεως όσον αφορά τα έγγραφα υπ’ αριθ. 30 έως 44 του καταλόγου που προσαρτήθηκε στην απόφαση της 4ης Μαΐου 2010, αλλά προβάλλεται μόνο, όσον αφορά τα έγγραφα υπ’ αριθ. 45 έως 48 του καταλόγου αυτού, ότι η μερική πρόσβαση που επέτρεψε η Επιτροπή στα έγγραφα αυτά ενδέχεται να είναι υπερβολικά περιορισμένη και, άρα, κατ’ ουσίαν, να έχει παραβιαστεί η αρχή της αναλογικότητας.
157. Με τις από 28 Φεβρουαρίου 2012 παρατηρήσεις της, η προσφεύγουσα υποστηρίζει, βάσει συγκρίσεως των αποσπασμάτων των εγγράφων υπ’ αριθ. 45 έως 48 που είχαν αποκρυβεί με την απόφαση της 4ης Μαΐου 2010 και στη συνέχεια γνωστοποιήθηκαν με την απόφαση της 27ης Ιανουαρίου 2012, ότι οι αποκρύψεις αποσπασμάτων που διενεργήθηκαν τον Μάιο του 2010 δεν ήταν δικαιολογημένες, είτε επειδή αφορούσαν εντελώς περιγραφικά στοιχεία τα οποία δεν μπορούσαν να θίξουν τις σχέσεις με τους υπόλοιπους συνομιλητές στις διαπραγματεύσεις είτε επειδή αφορούσαν στοιχεία από τα οποία δεν ήταν δυνατόν να αποκαλυφθούν οι θέσεις των διαπραγματευόμενων μερών ή η διαπραγματευτική στρατηγική της Επιτροπής.
158. Τέλος, η προσφεύγουσα, στηριζόμενη στη γνώση της –λόγω πληροφορικού σφάλματος της Επιτροπής– του πλήρους κειμένου των εγγράφων υπ’ αριθ. 45 έως 48 του καταλόγου που προσαρτήθηκε στην απόφαση της 4ης Μαΐου 2010, μέμφεται την προσέγγιση της Επιτροπής. Έτσι, όσον αφορά το έγγραφο υπ’ αριθ. 47 του καταλόγου αυτού, η προσφεύγουσα βάλλει κατά της αποκρύψεως, στο κάτω μέρος της σελίδας 2 και στη σελίδα 3 του εγγράφου αυτού, ορισμένων πληροφοριών οι οποίες κατά την εκτίμηση της προσφεύγουσας είναι, αφενός, μη εμπιστευτικές και, αφετέρου, σημαντικές για το κοινό.
159. Η προσφεύγουσα καταλήγει ότι τα αποδεικτικά στοιχεία που προκύπτουν από την απόφαση της 27ης Ιανουαρίου 2012 καταδεικνύουν ότι η Επιτροπή, με την απόφαση της 4ης Μαΐου 2010, εφάρμοσε εσφαλμένα το άρθρο 4 του κανονισμού 1049/2001 και ότι ενήργησε με αυτόν τον τρόπο προκειμένου να συγκαλύψει τη μη τήρηση των δεσμεύσεών της σχετικά με τη διαφάνεια.
160. Η Επιτροπή, με τις από 10 Απριλίου 2012 παρατηρήσεις της, αμφισβητεί το βάσιμο των επιχειρημάτων της προσφεύγουσας.
161. Αφενός, επαναλαμβάνει τα επιχειρήματά της που εκτίθενται στο υπόμνημα αντικρούσεως και στο υπόμνημα ανταπαντήσεως σχετικά με το ότι η προσφυγή δεν στρέφεται κατά της αποφάσεως της 4ης Μαΐου 2010 καθόσον δεν επιτρέπει την πρόσβαση στα έγγραφα υπ’ αριθ. 45 έως 48 του καταλόγου που προσαρτήθηκε στην απόφαση αυτή.
162. Επιβάλλεται, όμως, η υπόμνηση ότι τα επιχειρήματα αυτά εξετάστηκαν ήδη και απορρίφθηκαν στις σκέψεις 59 έως 67 ανωτέρω.
163. Αφετέρου, η Επιτροπή, αφού υπενθυμίζει την ευρεία διακριτική ευχέρειά της στο πλαίσιο του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001 και τον, εξ αυτού του λόγου, περιορισμένο δικαστικό έλεγχο, υποστηρίζει ότι η προσφεύγουσα, με τη λεπτομερή εξέταση των αποκρύψεων αποσπασμάτων που έχουν γίνει στα έγγραφα υπ’ αριθ. 45 έως 48 με την απόφαση της 4ης Μαΐου 2010 τα οποία στη συνέχεια γνωστοποιήθηκαν το 2012, θίγει τα όρια του εν λόγω δικαστικού ελέγχου.
164. Επιβάλλεται, όμως, η διαπίστωση ότι η ύπαρξη, εν προκειμένω, διακριτικής ευχέρειας της Επιτροπής ουδόλως απαγορεύει στην προσφεύγουσα να προβεί σε σύγκριση των αποφάσεων της 4ης Μαΐου 2010 και της 27ης Ιανουαρίου 2012, για να εντοπίσει στοιχεία προς στήριξη της απόψεώς της ότι η Επιτροπή υπέπεσε, με την απόφαση της 4ης Μαΐου 2010, σε πολλαπλή πλάνη εκτιμήσεως κατά τη συγκεκριμένη εφαρμογή, όσον αφορά τα επίμαχα έγγραφα, της εξαιρέσεως από το δικαίωμα προσβάσεως που προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001. Το γεγονός αυτό δεν σημαίνει ότι θίγεται η διακριτική ευχέρεια της Επιτροπής ή ότι μεταβάλλεται η έκταση του δικαστικού ελέγχου του Γενικού Δικαστηρίου.
165. Τέλος, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η εξέταση στην οποία προέβη κατ’ αυτόν τον τρόπο η προσφεύγουσα όχι μόνο δεν καταδεικνύει ότι οι αποκρύψεις αποσπασμάτων που έγιναν με την απόφαση της 4ης Μαΐου 2010 ήταν προδήλως αδικαιολόγητες, αλλά μάλλον το αντίθετο.
166. Τόσο από την απόφαση της 4ης Μαΐου 2010 (σημείο 5.6) όσο και από την εξέταση των εγγράφων που προσκόμισε η Επιτροπή σε εκτέλεση της διατάξεως της 9ης Ιουνίου 2011 προκύπτει ότι τα έγγραφα υπ’ αριθ. 45 έως 48 του καταλόγου που προσαρτήθηκε στην απόφαση αυτή είναι τέσσερα εσωτερικά έγγραφα της Επιτροπής τα οποία συνοψίζουν τις διαπραγματεύσεις που διεξήχθησαν κατά τον τέταρτο, πέμπτο, έκτο και έβδομο γύρο (rounds) της ACAC.
167. Με την απόφαση της 4ης Μαΐου 2010, η Επιτροπή επισήμανε ότι τα αποκρυβέντα αποσπάσματα των εγγράφων υπ’ αριθ. 45 έως 48 του καταλόγου που προσαρτήθηκε στην απόφαση αυτή περιείχαν ορισμένα στοιχεία των επιδιώξεων της Ένωσης και απόψεων της διαπραγματευτικής της στρατηγικής στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων της ACAC. Η Επιτροπή επισήμανε ότι η γνωστοποίηση των στοιχείων αυτών στο κοινό θα την έθετε σε πολύ δυσχερή θέση στις τρέχουσες διαπραγματεύσεις της ACAC έναντι των άλλων διαπραγματευόμενων μερών, τα οποία θα ήταν πλήρως ενημερωμένα για τους σκοπούς και τις πολιτικές εκτιμήσεις της Ένωσης και τα οποία, ως εκ τούτου, θα μπορούσαν να εκτιμήσουν σε ποιο βαθμό η Ένωση είναι διατεθειμένη να κάνει συμβιβασμούς. Αυτό θα περιόριζε σημαντικά το περιθώριο ελιγμών της Επιτροπής και θα διακύβευε γενικώς τη διεξαγωγή των τρεχουσών διαπραγματεύσεων, πράγμα το οποίο θα έθιγε το συμφέρον της Ένωσης για αποτελεσματική διεξαγωγή των διαπραγματεύσεων αυτών.
168. Η Επιτροπή προσέθεσε ότι, γενικότερα, δεν ήταν δυνατή η περαιτέρω διευκρίνιση του συγκεκριμένου περιεχομένου των αποκρυβέντων στοιχείων, δεδομένου ότι αυτό θα μπορούσε να έχει ως αποτέλεσμα την αποκάλυψη του περιεχομένου αυτού και, εξ αυτού του λόγου, θα καθιστούσε την εφαρμοστέα εξαίρεση άνευ αντικειμένου.
169. Από την εξέταση των αποκρυβέντων αποσπασμάτων των εγγράφων υπ’ αριθ. 45 έως 48 προκύπτει ότι, κατά το μεγαλύτερο μέρος τους, περιέχουν, πράγματι, πληροφορίες για τις επιδιώξεις της Ένωσης, τις διαπραγματευτικές της θέσεις και ορισμένες απόψεις της διαπραγματευτικής της στρατηγικής, καθώς και πληροφορίες για τις θέσεις και τις πρωτοβουλίες των διαπραγματευόμενων μερών.
170. Αυτό ισχύει, ειδικότερα, όσον αφορά τις αποκρύψεις που συγκεκριμένα αμφισβητεί η προσφεύγουσα, για εκείνες που έχουν γίνει στη σελίδα 1, σημείο 4, πρώτη και τελευταία περίοδος, του εγγράφου υπ’ αριθ. 45. Πράγματι, τα αποκρυβέντα αυτά αποσπάσματα, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, περιέχουν πληροφορίες σχετικά με τις θέσεις των διαπραγματευόμενων μερών και την πορεία των διαπραγματεύσεων, πληροφορίες που η Επιτροπή θα μπορούσε, χωρίς να υποπέσει σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως να αποφασίσει τη μη γνωστοποίησή τους.
171. Αυτό ισχύει επίσης για την απόκρυψη, την οποία αμφισβητεί η προσφεύγουσα, που έγινε στη σελίδα 3 του εγγράφου υπ’ αριθ. 45, υπό την περίπτωση «Consultation of stakeholders/Transparency», τελευταία περίοδος. Το προβαλλόμενο από την προσφεύγουσα επιχείρημα ότι οι θέσεις της Ένωσης και των διαπραγματευόμενων μερών θα μπορούσαν, ως προς ορισμένα σημεία, να είναι συναινετικές, ουδόλως σημαίνει ότι η γνωστοποίηση των θέσεων αυτών, σε αυτό το στάδιο της διαπραγματεύσεως και ενώ δεν είχε υπογραφεί κάποιο κείμενο, δεν θα έθιγε το δημόσιο συμφέρον όσον αφορά τις διεθνείς σχέσεις.
172. Το αυτό ισχύει, εξάλλου, και για τις αμφισβητούμενες από την προσφεύγουσα αποκρύψεις που έχουν γίνει στο έγγραφο υπ’ αριθ. 46, στη σελίδα 1, υπό τον τίτλο «Summary», τέταρτο και πέμπτο εδάφιο, και στη σελίδα 3, πρώτο εδάφιο, και σημείο 5, στοιχείο αʹ. Τα αποκρυβέντα αυτά αποσπάσματα, τα οποία εκθέτουν τις θέσεις των μερών και της Ένωσης ως προς, αφενός, τη συμμετοχή νέων κρατών στην ACAC και, αφετέρου, τις μελλοντικές προοπτικές της συμφωνίας αυτής, αφορούν πληροφορίες ως προς τις οποίες η Επιτροπή μπορούσε, στο στάδιο αυτό της διαπραγματεύσεως και ασκώντας τη διακριτική της ευχέρεια, να κρίνει ότι η γνωστοποίησή τους θα έθιγε την προστασία του δημοσίου συμφέροντος όσον αφορά τις διεθνείς σχέσεις.
173. Η αμφισβητούμενη από την προσφεύγουσα απόκρυψη που έγινε στη σελίδα 1, υπό τον τίτλο «Summary», δεύτερο εδάφιο, του εγγράφου υπ’ αριθ. 46, αφορά, όπως και η απόκρυψη που έγινε στη σελίδα 1, σημείο 4, τελευταία περίοδος, του εγγράφου υπ’ αριθ. 45 (βλ. σκέψη 170 ανωτέρω), τις θέσεις των μερών κατά τις διαπραγματεύσεις.
174. Όσον αφορά τις πληροφορίες που αποκρύφθηκαν στις σελίδες 2 και 3 του εγγράφου υπ’ αριθ. 47 (υπό τα στοιχεία a έως c, κάτω από τη φράση «EU comments focused on», η προσφεύγουσα, στηριζόμενη στη γνώση του εγγράφου αυτού που απέκτησε υπό τις περιστάσεις που αναφέρθηκαν στη σκέψη 53 ανωτέρω, υποστηρίζει ότι δεν μπορούν να υπονομεύσουν τις διαπραγματεύσεις δεδομένου ότι απλώς εκθέτουν το περιεχόμενο μιας προτάσεως επί της οποίας αντάλλαξαν απόψεις όλα τα μέρη. Επιπροσθέτως, η γνωστοποίηση των πληροφοριών αυτών δεν θα μπορούσε να υπονομεύσει τη θέση της Ένωσης στις διαπραγματεύσεις, δεδομένου ότι η φύση των παρατηρήσεων της Ένωσης δεν θα είχε ενδιαφέρον για τα υπόλοιπα διαπραγματευόμενα μέρη, ενώ θα είχε, αντιθέτως, ιδιαίτερη σημασία για τους πολίτες της Ένωσης.
175. Επιβάλλεται, όμως, η διαπίστωση ότι, ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι η Επιτροπή θα μπορούσε βασίμως να αποκρύψει τις παρατηρήσεις της επί των θέσεων ενός μέρους, τα επίμαχα αποκρυβέντα αποσπάσματα δεν ήταν, στην πραγματικότητα, τόσο τέτοιου είδους παρατηρήσεις όσο περιγραφές της θέσεως διαπραγματευόμενου μέρους. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, οι αποκρύψεις αυτές ήταν πλήρως δικαιολογημένες από την προστασία του δημοσίου συμφέροντος όσον αφορά τις διεθνείς σχέσεις. Το επιχείρημα ότι η θέση αυτή είχε παρουσιαστεί από το συγκεκριμένο διαπραγματευόμενο μέρος σε όλα τα υπόλοιπα διαπραγματευόμενα μέρη ουδόλως μπορεί να αναιρέσει τη διαπίστωση αυτή.
176. Όσον αφορά το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι το περιεχόμενο των αποκρύψεων αυτών, ειδικότερα όσον αφορά τις προτάσεις διαπραγματευόμενου μέρους που βαίνουν πέραν του κοινοτικού κεκτημένου, θα είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τον Ευρωπαίο πολίτη, ο οποίος θα επιθυμούσε ενδεχομένως να λάβει γνώση των τρεχουσών συνομιλιών προκειμένου να τις επηρεάσει, πρέπει, όπως ήδη αναφέρθηκε στις σκέψεις 110 και 131 ανωτέρω, να υπομνησθεί ότι το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001 αποτελεί υποχρεωτική εξαίρεση στο πλαίσιο της οποίας, σε αντίθεση με άλλες εξαιρέσεις από το δικαίωμα προσβάσεως, δεν μπορεί να συνεκτιμηθεί ενδεχόμενο υπέρτερο δημόσιο συμφέρον για τη γνωστοποίηση.
177. Στο πλαίσιο αυτό, εσφαλμένως η προσφεύγουσα επικαλείται προς στήριξη της απόψεώς της την απόφαση Suède και Turco κατά Συμβουλίου, σκέψη 53 ανωτέρω, η οποία αφορούσε άρνηση προσβάσεως στηριζόμενη σε άλλη εξαίρεση στο πλαίσιο της οποίας μπορούσε να συνεκτιμηθεί τέτοιο υπέρτερο δημόσιο συμφέρον για τη γνωστοποίηση (άρθρο 4, παράγραφος 2, δεύτερη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001).
178. Επίσης, αλυσιτελώς η προσφεύγουσα αναφέρεται στην ίδια απόφαση προκειμένου να υποστηρίξει ότι με αυτήν ο δικαστής της Ένωσης έθεσε τεκμήριο υπέρ της γνωστοποιήσεως των νομοθετικών εγγράφων.
179. Πράγματι, καθόσον η προσφεύγουσα επιχειρεί, με την αναφορά αυτή, την εξομοίωση των διαπραγματευτικών εγγράφων της ACAC με νομοθετικά έγγραφα, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι τέτοια εξομοίωση, ακόμα και αν ευσταθεί, δεν μπορεί, όπως έχει ήδη κρίνει το Δικαστήριο (απόφαση της 1ης Φεβρουαρίου 2007, Sison κατά Συμβουλίου, σκέψη 108 ανωτέρω, σκέψη 41), ούτε να έχει επιρροή ως προς το αν η γνωστοποίηση των εν λόγω εγγράφων μπορεί να θίξει τα συμφέροντα που προστατεύει το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1049/2001 ούτε, συνεπώς, ως προς το αν η πρόσβαση που ζητήθηκε σε τέτοια έγγραφα έπρεπε να μην επιτραπεί.
180. Όπως επισήμανε το Δικαστήριο στην ως άνω απόφαση Sison κατά Συμβουλίου, μολονότι το άρθρο 12, παράγραφος 2, του κανονισμού 1049/2001 ορίζει ότι πρέπει να παρέχεται άμεση πρόσβαση στα έγγραφα που συντάχθηκαν ή παραλήφθηκαν στο πλαίσιο διαδικασιών για την έγκριση πράξεων που είναι δεσμευτικές στα ή για τα κράτη μέλη, προσθέτει πάντως ότι η πρόσβαση παρέχεται με την επιφύλαξη των άρθρων 4 και 9 του ίδιου κανονισμού (απόφαση της 1ης Φεβρουαρίου 2007, Sison κατά Συμβουλίου, σκέψη 108 ανωτέρω, σκέψη 41).
181. Επιπλέον και όλως παρεμπιπτόντως, πρέπει να υπομνησθεί ότι η διεξαγωγή διαπραγματεύσεων για τη σύναψη διεθνούς συμφωνίας εμπίπτουν, κατ’ αρχήν, στην αρμοδιότητα της εκτελεστικής αρχής (απόφαση in ’t Veld κατά Συμβουλίου, σκέψη 120 ανωτέρω, σκέψη 88) και ότι οι διαπραγματεύσεις αυτές ουδόλως προδικάζουν το αποτέλεσμα της δημόσιας συζητήσεως που ενδέχεται να αναπτυχθεί, μετά την υπογραφή της διεθνούς συμφωνίας, στο πλαίσιο της διαδικασίας επικυρώσεως.
182. Το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι η Επιτροπή κατά την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας που της παρέχεται στο πλαίσιο του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, δεν υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως κρίνοντας ότι τυχόν γνωστοποίηση των πληροφοριών που αναφέρθηκαν στη σκέψη 174 ανωτέρω θα έθιγε την προστασία του δημοσίου συμφέροντος στις διεθνείς σχέσεις.
183. Μολονότι προκύπτει ότι οι επικρίσεις που διατυπώνει η προσφεύγουσα κατά των αποκρύψεων αποσπασμάτων που έγιναν με την απόφαση της 4ης Μαΐου 2010 στα έγγραφα υπ’ αριθ. 45 έως 48 του καταλόγου που προσαρτήθηκε στην απόφαση αυτή είναι, κατά το μεγαλύτερο μέρος τους, αβάσιμες, εντούτοις ορθώς προβάλλει ότι ορισμένες από τις αποκρύψεις αποσπασμάτων οι οποίες έχουν γίνει από την Επιτροπή στα έγγραφα αυτά είναι προδήλως εσφαλμένες.
184. Αυτό ισχύει για τις αποκρύψεις που έχουν γίνει στο έγγραφο υπ’ αριθ. 45, στη σελίδα 2, υπό τον τίτλο «Participants», δεύτερο εδάφιο, τελευταία περίοδος· στο έγγραφο 47, στη σελίδα 1, υπό τον τίτλο «Participants», δεύτερο εδάφιο, τελευταία περίοδος· στο έγγραφο υπ’ αριθ. 47, στη σελίδα 2, υπό τον τίτλο «1. Digital Environment (including Internet)», δεύτερο εδάφιο, τελευταία περίοδος· στο έγγραφο υπ’ αριθ. 48, στη σελίδα 2, εδάφιο υπό το σημείο 4, τελευταία φράση.
185. Πράγματι, δεν προκύπτει ότι οι αποκρύψεις αυτές αποσπασμάτων αφορούν διαπραγματευτικές θέσεις της Επιτροπής ή άλλων διαπραγματευόμενων μερών ή άλλες πληροφορίες των οποίων η γνωστοποίηση θα μπορούσε να θίξει το δημόσιο συμφέρον όσον αφορά τις διεθνείς σχέσεις. Ειδικότερα και όπως επισημαίνει η προσφεύγουσα, η δήλωση της Επιτροπής, που έχει αποκρυβεί στη σελίδα 2 του εγγράφου υπ’ αριθ. 48 (εδάφιο υπό το σημείο 4, τελευταία φράση), ότι δεν θα αντιτασσόταν στη γνωστοποίηση των διαπραγματευτικών εγγράφων αν συναινούσαν προς τούτο τα διαπραγματευόμενα μέρη, ήταν πληροφορία της οποίας η γνωστοποίηση δεν μπορούσε να υπονομεύσει την αμοιβαία εμπιστοσύνη των διαπραγματευόμενων μερών.
186. Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων προκύπτει ότι το υπό κρίση σκέλος του τρίτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί καθόσον αφορά τα έγγραφα υπ’ αριθ. 45 έως 48 του καταλόγου που προσαρτήθηκε στην απόφαση της 4ης Μαΐου 2010, με την εξαίρεση των αποκρύψεων αποσπασμάτων των οποίων έγινε μνεία στη σκέψη 184 ανωτέρω.
Επί των εγγράφων υπ’ αριθ. 27a, 40a, 51 και 52 του καταλόγου που προσαρτήθηκε στην απόφαση της 9ης Δεκεμβρίου 2010
– Επί του εγγράφου της 21ης Σεπτεμβρίου 2009 με τίτλο «Working document “Friends of the Presidency” meeting» (έγγραφο εργασίας συνάντηση «Φίλων της Προεδρίας») (έγγραφο υπ’ αριθ. 27a του καταλόγου που προσαρτήθηκε στην απόφαση της 9ης Δεκεμβρίου 2010)
187. Τόσο από την απόφαση της 9ης Δεκεμβρίου 2010 (σημείο 2.1, τέταρτο εδάφιο) όσο και από την εξέταση των εγγράφων που προσκόμισε η Επιτροπή σε εκτέλεση της διατάξεως της 9ης Ιουνίου 2011 προκύπτει ότι το έγγραφο υπ’ αριθ. 27a του καταλόγου που προσαρτήθηκε στην απόφαση αυτή είναι έγγραφο εργασίας του Συμβουλίου, το οποίο περιέχει προσχέδιο κειμένου που αφορά τις ποινικές διατάξεις της ACAC, που είχε καταρτιστεί προκειμένου να αποτελέσει αντικείμενο συζητήσεως στο πλαίσιο της ομάδας «Φίλων της Προεδρίας» και το οποίο σκοπό είχε να καταστεί δυνατή η διαμόρφωση της θέσεως της Προεδρίας στις διαπραγματεύσεις επί του ζητήματος αυτού.
188. Υπό τις συνθήκες αυτές και δεδομένου ότι πρόκειται για έγγραφο που αφορά τις διαπραγματευτικές θέσεις της Ένωσης καθώς και, από ορισμένες απόψεις, τις θέσεις τρίτων μερών, η Επιτροπή, για τους λόγους που εκτίθενται στην απόφαση της 9ης Δεκεμβρίου 2010 (σημείο 2.1, τέταρτο έως πέμπτο εδάφιο), ορθώς δεν επέτρεψε την πρόσβαση στο έγγραφο αυτό, χωρίς να υποπέσει σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως.
189. Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από τα επιχειρήματα που προέβαλε η προσφεύγουσα με τις από 19 Ιανουαρίου 2011 παρατηρήσεις της επί της αποφάσεως της 9ης Δεκεμβρίου 2010 με τα οποία, κατ’ ουσίαν, επαναλαμβάνει τα επιχειρήματα που προέβαλε με το δικόγραφο της προσφυγής της και τα οποία το Γενικό Δικαστήριο ήδη απέρριψε στις σκέψεις 111 έως 127 ανωτέρω.
– Επί του εγγράφου της 26ης Οκτωβρίου 2009 με τίτλο «Draft Position of the Member States on the criminal provisions in chapter 2» (προσχέδιο θέσεως των κρατών μελών επί των ποινικών διατάξεων του κεφαλαίου 2) (έγγραφο υπ’ αριθ. 40a του καταλόγου που προσαρτήθηκε στην απόφαση της 9ης Δεκεμβρίου 2010)
190. Τόσο από την απόφαση της 9ης Δεκεμβρίου 2010 (σημείο 2.1, τέταρτο εδάφιο) όσο και από την εξέταση των εγγράφων που προσκόμισε η Επιτροπή σε εκτέλεση της διατάξεως της 9ης Ιουνίου 2011 προκύπτει ότι το έγγραφο υπ’ αριθ. 40a του καταλόγου που προσαρτήθηκε στην απόφαση αυτή είναι έγγραφο εργασίας, της 26ης Οκτωβρίου 2009, στο οποίο εκτίθεται η θέση των κρατών μελών της Ένωσης όσον αφορά τις ποινικές διατάξεις στο κεφάλαιο 2 της ACAC.
191. Πρέπει, επιπλέον, να επισημανθεί ότι το έγγραφο αυτό είναι πανομοιότυπο, με την εξαίρεση του τίτλου του και των κεφαλίδων και υποσελίδων του, με το έγγραφο υπ’ αριθ. 28 του καταλόγου που προσαρτήθηκε στην απόφαση της 4ης Μαΐου 2010, η άρνηση προσβάσεως στο οποίο διαπιστώθηκε ήδη (βλ. σκέψεις 152 έως 155 ανωτέρω), ότι επ’ ουδενί ενέχει πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως. Κατά συνέπεια και για τους ίδιους λόγους που εκτέθηκαν στις εν λόγω σκέψεις, ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί καθόσον αφορά το έγγραφο υπ’ αριθ. 40a.
– Επί του εγγράφου της 8ης Ιουνίου 2009 με τίτλο «Transmission note with agenda for meeting of 11 June 2009» (διαβιβαστικό σημείωμα με το πρόγραμμα της συναντήσεως της 11ης Ιουνίου 2009) (έγγραφο υπ’ αριθ. 51 του καταλόγου που προσαρτήθηκε στην απόφαση της 9ης Δεκεμβρίου 2010)
192. Με την απόφαση της 9ης Δεκεμβρίου 2010 (σημείο 2.2, στοιχείο 1), η Επιτροπή επέτρεψε την πρόσβαση στο έγγραφο αυτό, με την εξαίρεση μιας παραγράφου για την οποία επικαλέστηκε την εξαίρεση που αφορά την προστασία του δημοσίου συμφέροντος στις διεθνείς σχέσεις, επειδή, αφενός, η παράγραφος αυτή περιείχε πληροφορίες σχετικά με αίτημα τρίτου κράτους να συμμετάσχει στις διαπραγματεύσεις της ACAC και, αφετέρου, η γνωστοποίηση της πληροφορίας αυτής θα έβλαπτε τις σχέσεις της Ένωσης με το τρίτο αυτό κράτος καθώς και με τα υπόλοιπα διαπραγματευόμενα μέρη.
193. Τόσο από τα εκτιθέμενα από την Επιτροπή στην απόφαση της 9ης Δεκεμβρίου 2010 όσο και από την εξέταση του εγγράφου που προσκομίστηκε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου σε εκτέλεση της διατάξεως της 9ης Ιουνίου 2011 προκύπτει ότι το αποκρυβέν χωρίο του εγγράφου αυτού αφορά πράγματι την εξέταση αιτήσεως τρίτου κράτους για ενδεχόμενη συμμετοχή του στις διαπραγματεύσεις της ACAC. Υπό τις συνθήκες αυτές και αντιθέτως προς όσα διατείνεται η προσφεύγουσα, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως κρίνοντας ότι η γνωστοποίηση του αποκρυβέντος χωρίου του εγγράφου αυτού θα έθιγε την προστασία του δημοσίου συμφέροντος όσον αφορά τις διεθνείς σχέσεις.
– Επί του εγγράφου της 30ής Σεπτεμβρίου 2009 με τίτλο «Transmission of an information note for the committee (deputies)» [διαβίβαση πληροφοριακού σημειώματος για την επιτροπή (αντιπρόσωποι)] (έγγραφο υπ’ αριθ. 52 του καταλόγου που προσαρτήθηκε στην απόφαση της 9ης Δεκεμβρίου 2010)
194. Με την απόφαση της 9ης Δεκεμβρίου 2010 επιτράπηκε μερική πρόσβαση στο έγγραφο αυτό, το οποίο είναι πληροφοριακό σημείωμα που απευθύνεται στην επιτροπή του άρθρου 133 ΕΚ (νυν άρθρο 207 ΣΛΕΕ) και αφορά το κεφάλαιο του προσχεδίου της ACAC σχετικά με το διαδίκτυο.
195. Τόσο από τα εκτιθέμενα από την Επιτροπή στην απόφαση της 9ης Δεκεμβρίου 2010 όσο και από την εξέταση του εγγράφου που προσκομίστηκε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου σε εκτέλεση της διατάξεως της 9ης Ιουνίου 2011 προκύπτει ότι το μη γνωστοποιηθέν απόσπασμα του εγγράφου αυτού περιέχει πληροφορίες που παρέσχε στην Επιτροπή διαπραγματευόμενο μέρος σχετικά με τη διαπραγματευτικές θέσεις του.
196. Υπό τις συνθήκες αυτές και αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως αποφασίζοντας να μην επιτρέψει την πρόσβαση σε αυτό το απόσπασμα του εγγράφου.
197. Κατόπιν του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, το δεύτερο σκέλος του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί, πλην του μέρους του που αφορά την άρνηση προσβάσεως στα έγγραφα υπ’ αριθ. 21 και 25 του καταλόγου που προσαρτήθηκε στην απόφαση της 4ης Μαΐου 2010 και τις αποκρύψεις αποσπασμάτων των εγγράφων υπ’ αριθ. 45, 47 και 48 του καταλόγου αυτού, για τις οποίες έγινε λόγος στη σκέψη 184 ανωτέρω.
4. Επί του τετάρτου λόγου ακυρώσεως που αντλείται από παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 6, του κανονισμού 1049/2001 και από παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας
198. Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι έγινε εσφαλμένη εφαρμογή του άρθρου 4, παράγραφος 6, του κανονισμού αυτού και ότι παραβιάστηκε η αρχή της αναλογικότητας, καθόσον η Επιτροπή δεν εξέτασε το ενδεχόμενο να επιτρέψει μερική πρόσβαση στα έγγραφα και να περιορίσει την άρνηση προσβάσεως μόνο στα αποσπάσματα των εγγράφων για τα οποία αυτή δικαιολογείται και είναι απολύτως απαραίτητη.
199. Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η δυνατότητα να επιτραπεί μερική πρόσβαση εξετάστηκε με τον δέοντα και ορθό τρόπο.
200. Από το γράμμα του άρθρου 4, παράγραφος 6, του κανονισμού 1049/2001 προκύπτει ότι εάν μόνον μέρη του ζητουμένου εγγράφου καλύπτονται από οιαδήποτε εξαίρεση, τα υπόλοιπα μέρη του εγγράφου δίδονται στη δημοσιότητα. Εξάλλου, η αρχή της αναλογικότητας απαιτεί να μην υπερβαίνουν οι παρεκκλίσεις το πρόσφορο και αναγκαίο όριο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού (απόφαση Συμβούλιο κατά Hautala, σκέψη 107 ανωτέρω, σκέψη 28).
201. Εν προκειμένω, από τις αποφάσεις της 4ης Μαΐου και της 9ης Δεκεμβρίου 2010 προκύπτει ότι η Επιτροπή δεν αρκέστηκε στην απόρριψη της αιτήσεως προσβάσεως στο πλήρες κείμενο βάσει του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, αλλά εξέτασε και το ενδεχόμενο μερικής γνωστοποιήσεως κατ’ εφαρμογή του άρθρου 4, παράγραφος 6, του ίδιου κανονισμού.
202. Έτσι, με το σημείο 3 της αποφάσεως της 4ης Μαΐου 2010, η Επιτροπή ενημέρωσε την προσφεύγουσα ότι, κατόπιν προσεκτικής εξετάσεως της αιτήσεως προσβάσεως και των οικείων εγγράφων, προέκυψε ότι μπορούσε να επιτραπεί πλήρης πρόσβαση στο έγγραφο υπ’ αριθ. 49 του καταλόγου που προσαρτήθηκε στην απόφαση της 4ης Μαΐου 2010 και μερική πρόσβαση στα έγγραφα υπ’ αριθ. 45 έως 48 του καταλόγου αυτού για τα τμήματα των εγγράφων αυτών τα οποία δεν εμπίπτουν σε εξαίρεση από το δικαίωμα προσβάσεως. Η Επιτροπή επισήμανε ότι δεν ήταν δυνατόν να κοινοποιηθούν στην προσφεύγουσα το υπόλοιπο του κειμένου των εν λόγω εγγράφων υπ’ αριθ. 45 έως 48, καθώς και όλα τα άλλα έγγραφα τα οποία καταγράφονται στον κατάλογο που προσαρτήθηκε στην απόφαση της 4ης Μαΐου 2010.
203. Επιπλέον, με την απόφαση της 9ης Δεκεμβρίου 2010, η Επιτροπή επέτρεψε μερική πρόσβαση στα έγγραφα υπ’ αριθ. 50 έως 52 του καταλόγου που προσαρτήθηκε στην απόφαση αυτή.
204. Συνεπώς, εσφαλμένως η προσφεύγουσα διατείνεται ότι η Επιτροπή δεν εξέτασε το ενδεχόμενο να επιτρέψει μερική πρόσβαση.
205. Όσον αφορά, στη συνέχεια, την παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι θα έπρεπε να είχε επιτραπεί η μερική πρόσβαση στα έγγραφα υπ’ αριθ. 1 έως 21 του καταλόγου που προσαρτήθηκε στην απόφαση της 4ης Μαΐου 2010, εφόσον τουλάχιστον αποσπάσματα των εγγράφων αυτών είχαν επαναληφθεί στο ενοποιημένο κείμενο του προσχεδίου της ACAC με αποτέλεσμα να μην είναι αναγκαία η άρνηση προσβάσεως ως προς τα αποσπάσματα αυτά. Επιπροσθέτως, τα αποσπάσματα των εγγράφων αυτών που αφορούσαν τις θέσεις της Ένωσης ή ακόμη και εκείνα που ήταν μικρότερης σημασίας λόγω του τεχνικού τους χαρακτήρα έπρεπε να έχουν γνωστοποιηθεί .
206. Πρέπει, εντούτοις, να υπομνησθεί ότι, όπως επισημάνθηκε ήδη στη σκέψη 137 ανωτέρω, οι διαπραγματεύσεις της ACAC ήταν εν εξελίξει και ότι το ενοποιημένο κείμενο του προσχεδίου της ACAC δεν ήταν παρά προσχέδιο συμφωνίας. Υπό τις περιστάσεις αυτές και με την επιφύλαξη του ζητήματος του οποίου έγινε μνεία στη σκέψη 127 ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η αποδοχή του αιτήματος της προσφεύγουσας για πρόσβαση στις διαπραγματευτικές θέσεις, ακόμη και αν αυτές είναι τεχνικής φύσεως, των διαπραγματευόμενων μερών και της Ένωσης οι οποίες περιλαμβάνονται στα έγγραφα υπ’ αριθ. 1 έως 20 και 22 του καταλόγου που προσαρτήθηκε στην απόφαση της 4ης Μαΐου 2010 [δεδομένου ότι η άρνηση προσβάσεως στο έγγραφο υπ’ αριθ. 21 του καταλόγου αυτού έχει ήδη ακυρωθεί (βλ. σκέψη 141 ανωτέρω)] θα έθιγε το δημόσιο συμφέρον που προστατεύει το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001. Η Επιτροπή, συνεπώς, ουδόλως παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας μη επιτρέποντας στην προσφεύγουσα μερική πρόσβαση ως αποτέλεσμα της οποίας θα είχε λάβει γνώση των διαπραγματευτικών θέσεων των διαπραγματευόμενων μερών και της Ένωσης.
207. Το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι η Επιτροπή απέκρυψε υπερβολικά μεγάλο αριθμό αποσπασμάτων των εγγράφων υπ’ αριθ. 45 έως 48 του καταλόγου που προσαρτήθηκε στην απόφαση της 4ης Μαΐου 2010, στα οποία επέτρεψε μερική πρόσβαση, και ότι ακολούθησε εξαιρετικά περιοριστική αντίληψη όσον αφορά την πρόσβαση, παραβιάζοντας, ως εκ τούτου, την αρχή της αναλογικότητας, πρέπει να επισημανθεί ότι, κατ’ ουσίαν, έχει ήδη εξεταστεί στις σκέψεις 156 έως 186 ανωτέρω και έχει γίνει εν μέρει δεκτή.
208. Κατά συνέπεια, ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως, ο οποίος αντλείται από παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 6, του κανονισμού 1049/2001 και παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας, επειδή η Επιτροπή δεν εξέτασε το ενδεχόμενο να επιτρέψει μερική πρόσβαση ή, άλλως, επέτρεψε την πρόσβαση σε πολύ περιορισμένο βαθμό, πρέπει να απορριφθεί, υπό την επιφύλαξη, όμως, των εκτιμήσεων της προηγούμενης σκέψεως.
5. Επί του πέμπτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από έλλειψη αιτιολογίας
209. Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή παρέβη την υποχρέωση αιτιολογήσεως αρνούμενη σιωπηρώς την πρόσβαση σε ορισμένα έγγραφα, τα οποία μολονότι μνημονεύονταν στην αίτηση προσβάσεως, εντούτοις δεν εξετάστηκαν με την απόφαση της 4ης Μαΐου 2010.
210. Όσον αφορά τα έγγραφα υπ’ αριθ. 45 έως 48 του καταλόγου που προσαρτήθηκε στην απόφαση της 4ης Μαΐου 2010, η Επιτροπή, κατά την προσφεύγουσα, δεν εξέθεσε λόγους από τους οποίους να προκύπτει σε ποιο βαθμό θα έθιγε το δημόσιο συμφέρον η πλήρης πρόσβαση σε αυτά. Η λακωνική αιτιολογία ότι τα έγγραφα αυτά «περιέχουν στοιχεία των επιδιώξεων της Ένωσης και απόψεις της διαπραγματευτικής της στρατηγικής» φαίνεται να μην είναι κρίσιμη εν προκειμένω λαμβανομένου υπόψη του τμήματος των εγγράφων αυτών το οποίο η Επιτροπή δημοσιοποίησε.
211. Όσον αφορά τα έγγραφα υπ’ αριθ. 1 έως 29 του καταλόγου που προσαρτήθηκε στην απόφαση της 4ης Μαΐου 2010, η Επιτροπή, κατά την προσφεύγουσα, προτίμησε την επίκληση λόγων γενικής φύσεως προς αιτιολόγηση της αρνήσεως προσβάσεως και, κυρίως, εξέτασε όλα τα έγγραφα από κοινού και όχι το καθένα χωριστά.
212. Η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι, καθόσον ο λόγος αυτός ακυρώσεως αφορά τα έγγρ αφα που δεν εξετάστηκαν με την απόφαση της 4ης Μαΐου 2010, συνομολογεί ότι εσφαλμένα περιόρισε, με την απόφαση της 4ης Μαΐου 2010, το περιεχόμενο της αιτήσεως προσβάσεως.
213. Κατά τα λοιπά, η Επιτροπή αρνείται ότι παρέβη την υποχρέωση αιτιολογήσεως.
214. Πρέπει να υπομνησθεί ότι η επιβαλλόμενη από το άρθρο 296 ΣΛΕΕ αιτιολογία πρέπει να είναι προσαρμοσμένη στη φύση της οικείας πράξεως και να επιτρέπει να διαφανεί κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο η συλλογιστική του θεσμικού οργάνου που εξέδωσε την πράξη, ούτως ώστε οι ενδιαφερόμενοι να γνωρίζουν τους λόγους που δικαιολογούν τη λήψη του μέτρου και το αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο να ασκεί τον έλεγχό του. Εξάλλου, η υποχρέωση αιτιολογήσεως των αποφάσεων αποτελεί ουσιώδη τύπο που πρέπει να διακρίνεται από το ζήτημα του βασίμου της αιτιολογίας, η οποία αφορά την ουσιαστική νομιμότητα της επίδικης πράξεως. Πράγματι, η αιτιολογία μιας αποφάσεως συνίσταται στην επίσημη έκφραση των λόγων στους οποίους στηρίζεται η απόφαση αυτή. Αν η αιτιολογία εμπεριέχει σφάλματα, αυτά πλήττουν την ουσιαστική νομιμότητα της αποφάσεως και όχι την αιτιολογία της, η οποία μπορεί να είναι επαρκής ακόμα και αν προβάλλει εσφαλμένους λόγους (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 10ης Ιουλίου 2008, C-413/06 P, Bertelsmann και Sony Corporation of America κατά Impala, Συλλογή 2008, σ. I-4951, σκέψεις 166 και 181 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
215. Πρέπει, κατ’ αρχάς, να υπομνησθεί ότι, κατόπιν της εκδόσεως από την Επιτροπή της αποφάσεως της 9ης Δεκεμβρίου 2010, η υπό κρίση προσφυγή κατέστη άνευ αντικειμένου καθόσον με αυτή ζητείται η ακύρωση σιωπηρής αποφάσεως περί απορρίψεως αιτήματος προσβάσεως σε ορισμένα έγγραφα των οποίων γίνεται μνεία στην απάντηση της 21ης Ιανουαρίου 2010 αλλά τα οποία δεν εξετάστηκαν με την απόφαση της 4ης Μαΐου 2010. Κατά συνέπεια, ο υπό κρίση λόγος, καθόσον βάλλει κατά της ελλείψεως αιτιολογίας σιωπηρής αποφάσεως περί αρνήσεως προσβάσεως όσον αφορά τα έγγραφα τα οποία η Επιτροπή παρέλειψε να εξετάσει με την απόφαση αυτή έχει καταστεί και αυτός άνευ αντικειμένου και παρέλκει η εξέτασή του.
216. Στη συνέχεια και καθόσον με τον υπό κρίση λόγο προβάλλεται παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως της μερικής αρνήσεως προσβάσεως στα έγγραφα υπ’ αριθ. 45 έως 48 του καταλόγου που προσαρτήθηκε στην απόφαση της 4ης Μαΐου 2010, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η Επιτροπή, στο σημείο 5.6 της αποφάσεως αυτής αλλά επίσης και στο μέρος 4 της αποφάσεως αυτής, αιτιολόγησε επαρκώς τη μερική αυτή άρνηση προσβάσεως.
217. Έτσι, στο σημείο 5.6 της αποφάσεως της 4ης Μαΐου 2010, η Επιτροπή, αφού ανέφερε ότι τα έγγραφα υπ’ αριθ. 45 έως 48 του καταλόγου που προσαρτήθηκε στην απόφαση αυτή ήταν εκθέσεις σχετικές με διαφόρους γύρους διαπραγματεύσεων της ACAC και δήλωσε ότι επέτρεπε μερική πρόσβαση στις εκθέσεις αυτές (πρώτο εδάφιο του σημείου 5.6), επισήμανε ότι τα αποκρυβέντα αποσπάσματα των εγγράφων αυτών περιείχαν ορισμένα στοιχεία των επιδιώξεων της Ένωσης και απόψεις της διαπραγματευτικής της στρατηγικής στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων της ACAC. Η Επιτροπή επισήμανε ότι η γνωστοποίηση των στοιχείων αυτών θα την έθετε σε δυσχερή θέση στις τρέχουσες διαπραγματεύσεις της ACAC έναντι των άλλων μερών, τα οποία θα είχαν πλήρη ενημέρωση για τους σκοπούς και τις πολιτικές εκτιμήσεις της Ένωσης και τα οποία θα μπορούσαν, συνεπώς, να εκτιμήσουν σε ποιο βαθμό η Ένωση είναι διατεθειμένη να κάνει συμβιβασμούς. Η Επιτροπή επισήμανε ότι αυτό θα μείωνε ουσιωδώς το περιθώριο ελιγμών της και θα έθετε εν αμφιβόλω τη γενική διεξαγωγή των τρεχουσών διαπραγματεύσεων, πράγμα που θα έθιγε το συμφέρον της Ένωσης για αποτελεσματική διεξαγωγή των διαπραγματεύσεων αυτών (σημείο 5.6, δεύτερο εδάφιο, της αποφάσεως της 4ης Μαΐου 2010).
218. Η Επιτροπή προσέθεσε ότι, γενικώς, δεν είχε τη δυνατότητα να διευκρινίσει περισσότερο το συγκεκριμένο περιεχόμενο των στοιχείων αυτών, δεδομένου ότι αυτό θα μπορούσε να έχει ως αποτέλεσμα την αποκάλυψη του περιεχομένου τους και, εξ αυτού του λόγου, θα καθιστούσε την εφαρμοστέα εξαίρεση άνευ αντικειμένου (σημείο 5.6, τρίτο εδάφιο, της αποφάσεως της 4ης Μαΐου 2010).
219. Εξάλλου, όσον αφορά την απόκρυψη αποσπασμάτων όχι προς προστασία των διαπραγματευτικών θέσεων της ίδιας της Επιτροπής αλλά προς προστασία των θέσεων των υπολοίπων διαπραγματευόμενων μερών, ο λόγος αυτός προστασίας, μολονότι δεν αναφέρεται ρητώς στο σημείο 5.6 της αποφάσεως της 4ης Μαΐου 2010, προκύπτει εντούτοις σαφέστατα από το μέρος 4 της αποφάσεως της 4ης Μαΐου 2010, το οποίο αναφέρεται, μεταξύ άλλων, στα έγγραφα υπ’ αριθ. 45 έως 48 του καταλόγου που προσαρτήθηκε στην απόφαση της 4ης Μαΐου 2010.
220. Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, η Επιτροπή, μολονότι δεν είχε τη δυνατότητα να είναι σαφέστερη, για τους βάσιμους λόγους των οποίων έγινε υπόμνηση στη σκέψη 218 ανωτέρω, ως προς το συγκεκριμένο περιεχόμενο των αποσπασμάτων που απέκρυψε, δεν παρέβη την υποχρέωση αιτιολογήσεως που υπέχει σχετικά με τη μερική άρνηση προσβάσεως στα έγγραφα υπ’ αριθ. 45 έως 48 του καταλόγου που προσαρτήθηκε στην απόφαση της 4ης Μαΐου 2010.
221. Τέλος, το επιχείρημα που προβάλλεται με τον υπό κρίση λόγο ακυρώσεως ότι, όσον αφορά τα έγγραφα υπ’ αριθ. 1 έως 29 του καταλόγου που προσαρτήθηκε στην απόφαση της 4ης Μαΐου 2010, η Επιτροπή προτίμησε την επίκληση λόγων γενικής φύσεως προς δικαιολόγηση της αρνήσεως προσβάσεως και, κυρίως, εξέτασε όλα τα έγγραφα από κοινού και όχι το καθένα χωριστά, πρέπει να απορριφθεί.
222. Πράγματι, από την απόφαση της 4ης Μαΐου 2010 προκύπτει ότι η Επιτροπή, αφού εξέθεσε λεπτομερώς, στο μέρος 4 της αποφάσεως αυτής, του λόγους για τους οποίους η αιτηθείσα πρόσβαση στα διαπραγματευτικά έγγραφα της ACAC θα έθιγε την προστασία του δημοσίου συμφέροντος στις διεθνείς σχέσεις, εξέτασε, στο μέρος 5 της αποφάσεως αυτής, συγκεκριμένα και εξατομικευμένα την εφαρμογή της εξαιρέσεως στα έγγραφα που ανέφερε η αίτηση προσβάσεως και, ειδικότερα, στα έγγραφα υπ’ αριθ. 1 έως 29 του καταλόγου που προσαρτήθηκε στην απόφαση της 4ης Μαΐου 2010 (βλ., ως προς τα έγγραφα αυτά, τα σημεία 5.1 έως 5.4 της αποφάσεως αυτής). Με αυτόν τον τρόπο, η Επιτροπή παρέσχε επαρκή αιτιολογία, δίνοντας τη δυνατότητα στην προσφεύγουσα να γνωρίσει τις αιτιολογίες του ληφθέντος μέτρου και στο Γενικό Δικαστήριο να ασκήσει τον έλεγχό του.
223. Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω σκέψεων, ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.
Γ – Συμπεράσματα
224. Από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων προκύπτει ότι η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της, εκτός από το μέρος της που βάλλει κατά της αρνήσεως προσβάσεως στα έγγραφα υπ’ αριθ. 21 και 25 του καταλόγου που προσαρτήθηκε στην απόφαση της 4ης Μαΐου 2010 καθώς και κατά των αποκρύψεων αποσπασμάτων που μνημονεύθηκαν στη σκέψη 184 ανωτέρω, οι οποίες έγιναν στα έγγραφα υπ’ αριθ. 45, 47 και 48 του καταλόγου που προσαρτήθηκε στην ίδια ως άνω απόφαση.
Επί των δικαστικών εξόδων
225. Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Εξάλλου, κατά το άρθρο 87, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του ίδιου κανονισμού, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να κατανείμει τα έξοδα ή να αποφασίσει ότι κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά έξοδα του σε περίπτωση μερικής ήττας των διαδίκων ή εφόσον συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι.
226. Εν προκειμένω, μολονότι η προσφεύγουσα ηττάται κατ’ ουσίαν, εντούτοις, αφενός, η υπό κρίση προσφυγή είναι βάσιμη ως προς ορισμένα έγγραφα και ορισμένες αποκρύψεις αποσπασμάτων και, αφετέρου και κυρίως, ο αμελής χειρισμός της αιτήσεως προσβάσεως εκ μέρους της Επιτροπής και το γεγονός ότι το θεσμικό όργανο αυτό υποχρεώθηκε, λόγω δικών του ενεργειών, να συμπληρώσει δύο φορές την απάντησή του στην αίτηση αυτή, επιβάρυναν τη διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και, κατά συνέπεια, τα δικαστικά έξοδα της προσφεύγουσας.
227. Λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων αυτών, πρέπει η προσφεύγουσα να φέρει το ήμισυ των δικαστικών εξόδων της καθώς και το ήμισυ των δικαστικών εξόδων της Επιτροπής.
228. Η Επιτροπή πρέπει να φέρει το ήμισυ των δικαστικών εξόδων της καθώς και το ήμισυ των δικαστικών εξόδων της προσφεύγουσας.
Για τους λόγους αυτούς,
ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα)
αποφασίζει:
1) Ακυρώνει την απόφαση της Επιτροπής της 4ης Μαΐου 2010, με τα στοιχεία SG.E.3/HP/psi – Ares (2010) 234950, καθόσον αρνείται την πρόσβαση στα έγγραφα υπ’ αριθ. 21 και 25 του καταλόγου που προσαρτήθηκε στην απόφαση αυτή καθώς και στα ακόλουθα αποσπάσματα που έχουν αποκρυβεί από άλλα έγγραφα του καταλόγου αυτού:
– έγγραφο υπ’ αριθ. 45, σελίδα 2, υπό τον τίτλο «Participants», δεύτερο εδάφιο, τελευταία περίοδος·
– έγγραφο υπ’ αριθ. 47, σελίδα 1, υπό τον τίτλο «Participants», δεύτερο εδάφιο, τελευταία περίοδος·
– έγγραφο υπ’ αριθ. 47, σελίδα 2, υπό τον τίτλο «1. Digital Environment (including Internet)», δεύτερο εδάφιο, τελευταία περίοδος·
– έγγραφο υπ’ αριθ. 48, σελίδα 2, εδάφιο υπό το σημείο 4, τελευταία φράση.
2) Απορρίπτει κατά τα λοιπά την προσφυγή.
3) Η Sophie in ’t Veld φέρει το ήμισυ των δικαστικών εξόδων της καθώς και το ήμισυ των δικαστικών εξόδων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
4) Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φέρει το ήμισυ των δικαστικών εξόδων της καθώς και το ήμισυ των δικαστικών εξόδων της Sophie in ’t Veld.