Υπόθεση T-192/08

Transnational Company «Kazchrome» AO και

ENRC Marketing AG

κατά

Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης

«Ντάμπινγκ – Εισαγωγές σιδηροπυριτίου καταγωγής πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας, Κίνας, Αιγύπτου, Καζακστάν και Ρωσίας – Αιτιώδης σύνδεσμος – Κοινοτικό συμφέρον – Άρνηση συνεργασίας – Διαθέσιμα στοιχεία – Επιχείρηση που δραστηριοποιείται υπό καθεστώς οικονομίας της αγοράς – Δικαιώματα άμυνας – Υποχρέωση αιτιολογήσεως»

Περίληψη της αποφάσεως

1.      Κοινή εμπορική πολιτική – Άμυνα κατά των πρακτικών ντάμπινγκ – Ζημία – Διαπίστωση του αιτιώδους συνδέσμου – Κριτήρια

(Κανονισμοί του Συμβουλίου 384/96, άρθρo 3 §§ 6 και 7, και 2009/1225, άρθρo 3 §§ 6 και 7)

2.      Διεθνείς συμφωνίες – Συμφωνία περί ιδρύσεως του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου –GATT του 1994 – Άμεσο αποτέλεσμα – Δεν υφίσταται – Δεν επιτρέπεται η αμφισβήτηση της νομιμότητας κοινοτικής πράξεως με επίκληση των συμφωνιών του ΠΟΕ – Εξαιρέσεις – Κοινοτική πράξη που αποσκοπεί στην εφαρμογή τους ή στην οποία παραπέμπουν ρητώς και συγκεκριμένα οι συμφωνίες αυτές

(Άρθρο 230 EK· Γενική Συμφωνία Δασμών και Εμπορίου του 1994)

3.      Κοινή εμπορική πολιτική – Άμυνα κατά των πρακτικών ντάμπινγκ – Ζημία – Διακριτική ευχέρεια των οργάνων – Δικαστικός έλεγχος – Όρια

(Κανονισμοί του Συμβουλίου 384/96, άρθρο 3, και 1225/2009, άρθρο 3)

4.      Κοινή εμπορική πολιτική – Άμυνα κατά των πρακτικών ντάμπινγκ – Ζημία – Διαπίστωση του αιτιώδους συνδέσμου – Υποχρεώσεις των οργάνων

(Κανονισμοί του Συμβουλίου 384/96, άρθρo 3 § 7, και 1225/3, άρθρο 3 § 7)

5.      Δίκαιο της Ένωσης – Αρχές – Δικαιώματα άμυνας – Σεβασμός τους στο πλαίσιο των διοικητικών διαδικασιών – Αντιντάμπινγκ

6.      Κοινή εμπορική πολιτική – Άμυνα κατά των πρακτικών ντάμπινγκ – Ζημία – Διαπίστωση του αιτιώδους συνδέσμου – Υποχρεώσεις των οργάνων

(Κανονισμοί του Συμβουλίου 384/96, άρθρο 3 § 7, και 172/1225, άρθρο 3 § 7)

7.      Διαδικασία – Εισαγωγικό δικόγραφο – Τυπικά στοιχεία – Προσδιορισμός του αντικειμένου της διαφοράς – Συνοπτική έκθεση των προβαλλόμενων ισχυρισμών – Γενική παραπομπή σε άλλα έγγραφα, ακόμη και συνημμένα στο δικόγραφο της προσφυγής – Απαράδεκτο

(Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρα 21, εδ. 1, και 53, εδ. 1· Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, άρθρο 44 § 1, στοιχείο γ΄)

8.      Κοινή εμπορική πολιτική – Άμυνα κατά των πρακτικών ντάμπινγκ – Εκτίμηση του κοινοτικού συμφέροντος – Συνεκτίμηση πληροφοριακών στοιχείων σχετικών με χρονικό διάστημα μεταγενέστερο της έρευνας – Επιτρέπεται

(Κανονισμοί του Συμβουλίου 384/96, άρθρα 6 § 1 και 21 § 1, και 2009/1225, άρθρα 6 § 1 και 21 § 1)

9.      Κοινή εμπορική πολιτική – Άμυνα κατά των πρακτικών ντάμπινγκ – Εκτίμηση του κοινοτικού συμφέροντος – Διακριτική ευχέρεια των οργάνων – Στοιχεία που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη

(Κανονισμοί του Συμβουλίου 384/96, άρθρα 21 § 1, και 1225/21, άρθρο 21 § 1)

10.    Πράξεις των οργάνων – Αιτιολογία – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Περιεχόμενο – Κανονισμός περί επιβολής δασμών αντιντάμπινγκ

(Άρθρο 253 ΕΚ)

11.    Κοινή εμπορική πολιτική – Άμυνα κατά των πρακτικών ντάμπινγκ – Διεξαγωγή της έρευνας – Διαθέσιμα δεδομένα – Δυνατότητα χρήσεως σε περίπτωση ματαιώσεως του επιτόπιου ελέγχου

(Κανονισμοί του Συμβουλίου 384/96, άρθρο 18 §§ 1 και 3, και 2009/1225, άρθρο 18 §§ 1 και 3)

12.    Κοινή εμπορική πολιτική – Άμυνα κατά των πρακτικών ντάμπινγκ – Έκταση της υποχρεώσεως της Επιτροπής να ελέγξει τα στοιχεία που προσκομίζουν οι ενδιαφερόμενοι – Στοιχεία παρεχόμενα κατόπιν του χαρακτηρισμού ως επιχειρήσεως που δραστηριοποιείται υπό καθεστώς οικονομίας της αγοράς – Περιλαμβάνονται

(Κανονισμοί του Συμβουλίου 384/96, άρθρα 2 § 7, στοιχείο β΄, 6 § 8 και 16 § 1, και 1225/2009, άρθρα 2 § 7, στοιχείο β΄, 6 § 8 και 16 § 1)

13.    Κοινή εμπορική πολιτική – Άμυνα κατά των πρακτικών ντάμπινγκ – Εκτίμηση του κοινοτικού συμφέροντος – Προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας – Δεν θίγεται το κύρος κανονισμού με τον οποίο επιβάλλεται οριστικός δασμός – Προϋποθέσεις

(Κανονισμοί του Συμβουλίου 384/96, άρθρο 3 § 7, και 1225/3, άρθρο 3 § 7)

1.      Πρώτον, όσον αφορά το γράμμα της διατάξεως αυτής, από το άρθρο 3, παράγραφος 6, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ 384/96 προκύπτει ότι τα θεσμικά όργανα πρέπει να αποδείξουν ότι οι εισαγωγές που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ προκάλεσαν σημαντική ζημία στην κοινοτική βιομηχανία, λόγω του όγκου τους και των τιμών (ανάλυση περί καταλογισμού). Περαιτέρω, από το άρθρο 3, παράγραφος 7, του βασικού κανονισμού (νυν άρθρο 3, παράγραφος 7, του κανονισμού 1225/2009), τα θεσμικά όργανα υποχρεούνται, αφενός, να εξετάζουν όλες τις λοιπές γνωστές παραμέτρους που προξένησαν ζημία στην κοινοτική βιομηχανία κατά το ίδιο χρονικό διάστημα με τις εισαγωγές που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ, και, αφετέρου, να εξασφαλίζουν ότι η οφειλόμενη στις εν λόγω παραμέτρους ζημία δεν αποδίδεται στις εισαγωγές που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ (απαλλακτικής ανάλυση).

Σκοπός των διατάξεων αυτών είναι τα θεσμικά όργανα να διαχωρίζουν και να διακρίνουν τις επιπτώσεις των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ από τις επιπτώσεις των άλλων παραμέτρων.

Για τον λόγο αυτό, είναι σε ορισμένες περιπτώσεις απαραίτητη η συνολική εξέταση των παραμέτρων αυτών. Τούτο συμβαίνει, μεταξύ άλλων, σε περίπτωση που τα θεσμικά όργανα διαπιστώσουν, μετά από εξατομικευμένη ανάλυση, ότι κάθε μία από τις λοιπές παραμέτρους είχε επιπτώσεις στην κατάσταση της κοινοτικής βιομηχανίας, χωρίς, όμως, οι επιπτώσεις αυτές να μπορούν να χαρακτηριστούν ως σημαντικές.

Η ανάλυση περί αιτιώδους συνδέσμου δεν είναι απαραίτητο να αφορά την κοινοτική βιομηχανία συνολικά, με συνέπεια να μην είναι δυνατόν να ληφθεί υπόψη η ζημία που υπέστη ένας μεμονωμένος κοινοτικός παραγωγός εξ άλλης αιτίας, πέραν των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ. Συγκεκριμένα, τα θεσμικά όργανα υποχρεούνται, αφενός, να εξετάζουν όλες τις λοιπές γνωστές παραμέτρους που προξένησαν ζημία στην κοινοτική βιομηχανία κατά το ίδιο χρονικό διάστημα με τις εισαγωγές που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ, και, αφετέρου, να εξασφαλίζουν ότι η οφειλόμενη στις εν λόγω παραμέτρους ζημία δεν καταλογίζεται στις εισαγωγές που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ. Το άρθρο 3, παράγραφος 7, του βασικού κανονισμού δεν ορίζει ότι, κατά την εξέταση αυτή, δεν πρέπει να ληφθεί υπόψη η ζημία που προκαλείται από άλλες παραμέτρους στην κοινοτική βιομηχανία συνολικά. Συνεπώς, ενδέχεται, υπό σε ορισμένες προϋποθέσεις, η ζημία που μεμονωμένα υπέστη ένας κοινοτικός παραγωγός από άλλη αιτία, πέραν των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ, να πρέπει να συνεκτιμηθεί, εφόσον αποτελεί μέρος της ζημίας που υπέστη η κοινοτική βιομηχανία συνολικά. Ωστόσο, το ενδεχόμενο αυτό δεν συνεπάγεται ότι τα θεσμικά όργανα υποχρεούνται να εξετάζουν συστηματικά την περίπτωση εκάστου κοινοτικού παραγωγού χωριστά.

(βλ. σκέψεις 30-31, 37, 41-45, 88, 180, 194-195, 209)

2.      Οι συμφωνίες Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ), λόγω της φύσεως και της οικονομίας τους, δεν περιλαμβάνονται, καταρχήν, στους κανόνες βάσει των οποίων ο δικαστής της Ένωσης ελέγχει τη νομιμότητα των πράξεων των οργάνων της Ένωσης δυνάμει του άρθρου 230, πρώτο εδάφιο, ΕΚ. Ωστόσο, στην περίπτωση που η Κοινότητα θέλησε να εκπληρώσει μια ειδική υποχρέωση που είχε αναλάβει στο πλαίσιο του ΠΟΕ ή στην περίπτωση που η κοινοτική πράξη ρητώς παραπέμπει σε συγκεκριμένες διατάξεις των Συμφωνιών ΠΟΕ εναπόκειται στον δικαστή της Ένωσης να ελέγξει τη νομιμότητα της σχετικής πράξεως της Ένωσης με γνώμονα τους κανόνες του ΠΟΕ. Τέτοια είναι η περίπτωση του κανονισμού αντιντάμπινγκ 384/96, σκοπός του οποίου είναι να μεταφερθούν στο δίκαιο της Ένωσης, στο μέτρο του δυνατού, οι κανόνες της συμφωνίας αντιντάμπινγκ του 1994. Επιπλέον, μολονότι η ερμηνεία των διατάξεων της συμφωνίας αντιντάμπινγκ από το όργανο επιλύσεως διαφορών του ΠΟΕ δεν δεσμεύει το Γενικό Δικαστήριο κατά την εξέταση του κύρους ενός εφαρμοστικού κανονισμού, δεν υπάρχει διάταξη που να απαγορεύει στο Γενικό Δικαστήριο να λαμβάνει υπόψη του την ερμηνεία αυτή, όταν σκοπεύει να ερμηνεύσει διάταξη του βασικού κανονισμού.

(βλ. σκέψεις 32-33, 36)

3.      Το ζήτημα αν η κοινοτική βιομηχανία υπέστη ζημία και αν η ζημία αυτή οφείλεται στις εισαγωγές που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ, καθώς και το ζήτημα αν άλλες γνωστές παράμετροι συνέβαλαν στην επέλευση της ζημίας που υπέστη η κοινοτική βιομηχανία προϋποθέτουν την εκτίμηση πολύπλοκων οικονομικών ζητημάτων, για την οποία τα θεσμικά όργανα διαθέτουν ευρεία εξουσία εκτιμήσεως. Εντεύθεν προκύπτει ότι ο έλεγχος του δικαστή της Ένωσης επί των εκτιμήσεων των θεσμικών οργάνων πρέπει να περιορίζεται στην εξακρίβωση της τηρήσεως των διαδικαστικών κανόνων, του υποστατού των περιστατικών που ελήφθησαν υπόψη για να πραγματοποιηθεί η αμφισβητούμενη επιλογή, της απουσίας πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως των περιστατικών αυτών ή της μη υπάρξεως καταχρήσεως εξουσίας.

(βλ. σκέψεις 51, 90, 164)

4.      Δεν ευσταθεί η θέση ότι, εφόσον η ανάλυση σχετικά με τον αιτιώδη σύνδεσμό μεταξύ των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ και της ζημίας που υπέστη η κοινοτική βιομηχανία στηρίχθηκε στη θεωρητική ονομαστική παραγωγική δυνατότητα, και όχι στην πραγματική παραγωγική δυνατότητα, παραβιάζεται ο κανόνας περί μη καταλογισμού. Συγκεκριμένα, ενώ δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η μεταστροφή της χρήσεως των μέσων παραγωγής καθιστά επιτακτική την προσαρμογή των σχετικών με την παραγωγική δυνατότητα στοιχείων, εντούτοις τα στοιχεία αυτά δεν πρέπει να αντικατοπτρίζουν κάθε προσωρινή παύση της λειτουργίας των εγκαταστάσεων παραγωγής. Αντιθέτως, στις περιπτώσεις αυτές, τα θεσμικά όργανα πρέπει να εξασφαλίζουν την τήρηση των υποχρεώσεων που απορρέουν από το άρθρο 3, παράγραφος 7, του κανονισμού αντιντάμπινγκ 384/96 (νυν άρθρο 3, παράγραφος 7, του κανονισμού 1225/2009) και να προβαίνουν στη δέουσα ανάλυση περί μη καταλογισμού, στο πλαίσιο της οποίας πρέπει να διαχωρίζεται και να διακρίνεται η ζημία που ενδεχομένως οφείλεται στις προσωρινές παύσεις της παραγωγής από τη ζημία που οφείλεται στις εισαγωγές που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ.

(βλ. σκέψεις 105, 109)

5.      Οι απαιτήσεις που απορρέουν από τον σεβασμό των δικαιωμάτων άμυνας επιβάλλονται όχι μόνο στο πλαίσιο διαδικασιών που μπορούν να καταλήξουν σε επιβολή κυρώσεων, αλλά και στο πλαίσιο διαδικασιών έρευνας που προηγείται της εκδόσεως κανονισμών αντιντάμπινγκ, οι οποίοι μπορούν να επηρεάσουν τις οικείες επιχειρήσεις άμεσα και ατομικά και να έχουν δυσμενείς γι’ αυτές συνέπειες. Ειδικότερα, πρέπει να δίδεται στις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις η δυνατότητα, ήδη κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας, να γνωστοποιούν επωφελώς την άποψή τους σχετικά με το υποστατό και το λυσιτελές των αναφερομένων πραγματικών περιστατικών και καταστάσεων και με τα αποδεικτικά στοιχεία που χρησιμοποίησε η Επιτροπή προς στήριξη του ισχυρισμού της για την ύπαρξη πρακτικής ντάμπινγκ και της ζημίας που απορρέει από αυτήν.

Όσον αφορά τις αποκλίσεις και τα σφάλματα σχετικά με τα κύρια πραγματικά περιστατικά και τις εκτιμήσεις βάσει των οποίων κρίνεται σκόπιμη η επιβολή προσωρινών δασμών αντιντάμπινγκ, δεν πρέπει οι ενδιαφερόμενοι να συγχέουν την προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας με την ύπαρξη σφαλμάτων δυνάμενων να θίξουν τη νομιμότητα του κανονισμού με τον οποίον επιβάλλεται ο οριστικός δασμός αντιντάμπινγκ. Συγκεκριμένα, το γεγονός δεν αποδεικνύει ότι η Επιτροπή έχει προσβάλει τα δικαιώματα αυτά. Σε κάθε περίπτωση, ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας δεν υποχρεώνει τα θεσμικά όργανα να απαντούν σε κάθε επιχείρημα που προβάλλει ένας παραγωγός-εξαγωγέας κατά τη διαδικασία, αλλά μόνο να παρέχουν στους ενδιαφερομένους τη δυνατότητα να υπερασπίζονται λυσιτελώς τα συμφέροντά τους.

(βλ. σκέψεις 110, 319, 321, 326-327, 332)

6.      Τα θεσμικά όργανα παραβιάζουν το άρθρο 3, παράγραφος 7, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ 384/96 (νυν άρθρο 3, παράγραφος 7, του κανονισμού 1225/2009), εφόσον δεν διαχωρίζουν και δεν διακρίνουν τις επιπτώσεις των σημαντικών επενδύσεων στις οποίες προέβη η κοινοτική βιομηχανία κατά το χρονικό διάστημα το οποίο αφορούσε η έρευνα από τις επιπτώσεις των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ. Το ίδιο ισχύει και για την παράλειψη των θεσμικών οργάνων να αξιολογήσουν τις επιπτώσεις της μη αποδοτικότητας ορισμένων κοινοτικών παραγωγών στο σύνολο της κοινοτικής βιομηχανίας.

Ωστόσο, η παράβαση αυτή δικαιολογεί ακύρωση ενός εφαρμοστικού κανονισμού, όπως ο κανονισμός 172/2008, μόνον εφόσον θέτει υπό αμφισβήτηση τη νομιμότητά του, καθιστώντας ελαττωματική τη σχετική με τον αιτιώδη σύνδεσμο ανάλυση των θεσμικών οργάνων. Τούτο δεν συμβαίνει όταν οι εν λόγω επενδύσεις δεν έχουν συμβάλει σε σημαντικό βαθμό στη ζημία που υπέστη η κοινοτική βιομηχανία κατά το χρονικό διάστημα το οποίο αφορούσε η έρευνα.

(βλ. σκέψεις 116, 119-120, 180-182, 211)

7.      Κατά το άρθρο 21, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου, που εφαρμόζεται στο Γενικό Δικαστήριο δυνάμει του άρθρου 53, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού αυτού, και κατά το άρθρο 44, παράγραφος 1, στοιχεία γ΄ και δ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, το δικόγραφο της προσφυγής πρέπει να περιέχει το αντικείμενο της διαφοράς, τα αιτήματα του προσφεύγοντος και συνοπτική έκθεση των προβαλλομένων λόγων. Τα στοιχεία αυτά πρέπει να είναι αρκούντως σαφή και ακριβή ώστε να μπορούν ο μεν καθού διάδικος να προετοιμάσει την άμυνά του, το δε Γενικό Δικαστήριο να αποφανθεί επί της προσφυγής. Για να εξασφαλιστεί η ασφάλεια δικαίου και η ορθή απονομή της δικαιοσύνης είναι απαραίτητο, για να είναι παραδεκτή η προσφυγή, τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία επί των οποίων στηρίζεται να προκύπτουν τουλάχιστον συνοπτικά, αλλά κατά τρόπο συνεκτικό και κατανοητό, από το ίδιο το δικόγραφο. Η προσφυγή μπορεί μεν να στηριχθεί και να συμπληρωθεί, ως προς συγκεκριμένα σημεία, με παραπομπές σε αποσπάσματα εγγράφων που επισυνάπτονται στο δικόγραφο πλην όμως η γενική παραπομπή σε άλλα έγγραφα, ακόμη και αν αυτά επισυνάπτονται στο δικόγραφο της προσφυγής, δεν καλύπτει την έλλειψη ουσιωδών στοιχείων της νομικής επιχειρηματολογίας που πρέπει να περιλαμβάνονται στο δικόγραφο της προσφυγής.

(βλ. σκέψη 212)

8.      Το άρθρο 6, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ 384/96 (νυν άρθρο 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 1225/2009) δεν έχει εφαρμογή όσον αφορά τη διαπίστωση της συνδρομής κοινοτικού συμφέροντος, κατά την έννοια του άρθρου 21, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού (νυν άρθρο 21, παράγραφος 1, του κανονισμού 1225/2009), πράγμα που συνεπάγεται ότι τα στοιχεία που είναι μεταγενέστερα του χρονικού διαστήματος το οποίο αφορούσε η έρευνα δεν μπορούν κανονικά να ληφθούν υπόψη ενόψει της διαπιστώσεως αυτής. Συγκεκριμένα, ο καθορισμός μιας περιόδου έρευνας και η απαγόρευση λήψεως υπόψη στοιχείων μεταγενέστερων αυτής έχουν ως σκοπό να διασφαλίσουν ότι τα αποτελέσματα της έρευνας θα είναι αντιπροσωπευτικά και αξιόπιστα. Η περίοδος έρευνας που προβλέπει το άρθρο 6, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού αποβλέπει ιδίως στο να διασφαλίζει ότι τα στοιχεία επί των οποίων στηρίζεται ο προσδιορισμός του ντάμπινγκ και της ζημίας δεν επηρεάζονται από τη συμπεριφορά των ενδιαφερόμενων παραγωγών που έπεται της κινήσεως της διαδικασίας αντιντάμπινγκ και, επομένως, ο οριστικός δασμός αντιντάμπινγκ που επιβάλλεται μετά το πέρας της διαδικασίας μπορεί όντως να καλύψει τη ζημία που απορρέει από το ντάμπινγκ.

Εξάλλου, αφενός, το άρθρο 21 του βασικού κανονισμού δεν θέτει χρονικό περιορισμό όσον αφορά τα στοιχεία που πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τα θεσμικά όργανα προκειμένου να διαπιστώσουν την ύπαρξη κοινοτικού συμφέροντος. Αφετέρου, η εξέταση του κοινοτικού συμφέροντος απαιτεί αξιολόγηση των πιθανών συνεπειών τόσο της εφαρμογής όσο και της μη εφαρμογής των σχεδιαζόμενων μέτρων για το συμφέρον της κοινοτικής βιομηχανίας και για τα άλλα εμπλεκόμενα συμφέροντα. Η αξιολόγηση αυτή συνεπάγεται πρόβλεψη στηριζόμενη σε υποθέσεις σχετικά με μελλοντικές εξελίξεις, η οποία καθιστά αναγκαία την εκτίμηση περίπλοκων οικονομικών καταστάσεων. Η αξιολόγηση αυτή εμπίπτει στην ευρεία εξουσία εκτιμήσεως που διαθέτει η Επιτροπή και, συνεπώς, υπόκειται σε περιορισμένο δικαστικό έλεγχο, ήτοι στη εξακρίβωση της τηρήσεως των διαδικαστικών κανόνων, του υποστατού των περιστατικών που ελήφθησαν υπόψη για να πραγματοποιηθεί η αμφισβητούμενη επιλογή, της απουσίας πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως των περιστατικών αυτών ή της μη υπάρξεως καταχρήσεως εξουσίας.

(βλ. σκέψεις 221-224, 227)

9.      Η εκτίμηση του κοινοτικού συμφέροντος, κατά την έννοια του άρθρου 21, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ 384/96 (νυν άρθρο 21, παράγραφος 1, του κανονισμού 1225/2009), προϋποθέτει στάθμιση των συμφερόντων των εμπλεκομένων και του γενικού συμφέροντος. Ωστόσο, προγενέστερη απόφαση με την οποία διαπιστώνεται ότι τα επιβληθέντα κατά το παρελθόν μέτρα αντιντάμπινγκ δεν έχουν διορθωτικό αποτέλεσμα όσον αφορά τις εισαγωγές πανομοιότυπου προϊόντος προερχόμενου από τις ίδιες χώρες ως προς τις οποίες διεξάγεται η έρευνα μπορεί να ληφθεί υπόψη κατά την εφαρμογή του άρθρου 21, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού, εφόσον συμβάλλει στη διαπίστωση του αν το κοινοτικό συμφέρον επιτάσσει την επιβολή μέτρων αντιντάμπινγκ.

(βλ. σκέψεις 240-241)

10.    Από την επιβαλλόμενη από το άρθρο 253 ΕΚ αιτιολογία πρέπει να καταφαίνεται, κατά τρόπο σαφή και μη επιδεχόμενο παρερμηνεία, η συλλογιστική της κοινοτικής αρχής που εξέδωσε τη βαλλόμενη πράξη, έτσι ώστε να μπορούν οι ενδιαφερόμενοι να γνωρίζουν τους λόγους που δικαιολογούν το ληφθέν μέτρο και το Δικαστήριο να ασκεί τον έλεγχό του. Αντιθέτως, τα θεσμικά όργανα δεν υποχρεούνται να απαντούν, με την αιτιολογία του προσωρινού ή του οριστικού κανονισμού, σε όλα τα πραγματικά και νομικά ζητήματα τα οποία εγείρουν οι ενδιαφερόμενοι κατά τη διοικητική διαδικασία. Εφόσον η Επιτροπή έχει αναλύσει κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο τις συνέπειες των μέτρων αντιντάμπινγκ για τους ενδιαφερόμενους και το Συμβούλιο εξέτασε κατά τρόπο συντομότερο, αλλ’ εξίσου σαφή, τις επιπτώσεις που είχε η επιβολή δασμών αντιντάμπινγκ, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι τα θεσμικά όργανα έχουν παραβιάσει την υποχρέωση αιτιολογήσεως.

(βλ. σκέψεις 256-257)

11.    Στις έρευνες που διεξάγονται στο πλαίσιο διαδικασίας αντιντάμπινγκ, η ματαίωση επιτόπιου ελέγχου με υπαιτιότητα του ενδιαφερομένου πρέπει να εξεταστεί βάσει της παραγράφου 1 και όχι της παραγράφου 3 του άρθρου 18 του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ 384/96 (νυν παράγραφοι 3 και 1 του άρθρου 18 του κανονισμού 1225/2009). Συγκεκριμένα, αφενός, η ματαίωση του επιτόπιου ελέγχου, μολονότι δεν εμπίπτει στις τρεις τελευταίες περιπτώσεις του άρθρου 18, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού, πρέπει εντούτοις να χαρακτηριστεί, υπό την επιφύλαξη της συνδρομής ανωτέρας βίας, ως άρνηση προσβάσεως σε πληροφοριακά στοιχεία, τα οποία η Επιτροπή κρίνει απαραίτητα, κατά την έννοια της πρώτης περιπτώσεως που προβλέπει η διάταξη αυτή. Αφετέρου, δεν χωρεί επίκληση του άρθρου 18, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού με σκοπό την καταστρατήγηση της υποχρεώσεως αποδοχής της διενέργειας επιτόπιου ελέγχου, όταν ο έλεγχος αυτός κρίνεται απαραίτητος από τις υπηρεσίες της Επιτροπής. Βεβαίως, κατά τη διάταξη αυτή, αν τα πληροφοριακά στοιχεία δεν είναι άρτια από κάθε άποψη, η χρήση των διαθέσιμων στοιχείων αποκλείεται μόνον εφόσον ο ενδιαφερόμενος έχει επιδείξει κάθε δυνατή επιμέλεια Σε περίπτωση, όμως, μη αποδοχής της διενέργειας επιτόπιου ελέγχου, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι ο ενδιαφερόμενος όντως έχει επιδείξει κάθε δυνατή επιμέλεια.

Όσον αφορά τον σκοπό του άρθρου 18, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού, δεδομένου ότι ο βασικός κανονισμός δεν απονέμει στην Επιτροπή καμία εξουσία έρευνας που να της επιτρέπει να εξαναγκάζει τους παραγωγούς ή εξαγωγείς τους οποίους αφορά η καταγγελία να συμμετέχουν στην έρευνα ή να παρέχουν πληροφορίες, το Συμβούλιο και η Επιτροπή εξαρτώνται από την εκούσια συνεργασία των ενδιαφερομένων μερών όσον αφορά την παροχή των αναγκαίων στοιχείων εντός των τασσομένων προθεσμιών. Η μη αποδοχή της διενέργειας επιτόπιου ελέγχου αντιβαίνει στον σκοπό της ειλικρινούς συνεργασίας και της επιμέλειας, στην επίτευξη των οποίων κατατείνει το άρθρο 18, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού.

Τέλος, από την οικονομία του βασικού κανονισμού προκύπτει, αφενός, ότι απόκειται στα θεσμικά όργανα να αποφασίσουν αν, προς εξακρίβωση των προσκομισθέντων από ενδιαφερόμενο πληροφοριακών στοιχείων, κρίνουν απαραίτητη την επιβεβαίωση των στοιχείων αυτών με επιτόπιο έλεγχο στις εγκαταστάσεις του εν λόγω ενδιαφερομένου, και, αφετέρου, σε περίπτωση που ο ενδιαφερόμενος παρεμποδίζει την εξακρίβωση των στοιχείων, αν πρέπει να εφαρμοστεί το άρθρο 18 του βασικού κανονισμού και να χρησιμοποιηθούν τα διαθέσιμα στοιχεία.

(βλ. σκέψεις 270-276)

12.    Δεδομένου ότι το άρθρο 6, παράγραφος 8, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ 384/96 (νυν άρθρο 6, παράγραφος 8, του κανονισμού 1255/2009) δεν θέτει όρια στο περιεχόμενο της υποχρεώσεως εξακριβώσεως των στοιχείων που χρησιμοποιήθηκαν προς θεμελίωση των διαπιστώσεων των θεσμικών οργάνων, υποχρεώσεως η οποία ισχύει για τα στοιχεία που προσκομίζει ενδιαφερόμενος στο πλαίσιο αιτήματος περί αναγνωρίσεως της ιδιότητας της επιχειρήσεις που δραστηριοποιείται υπό καθεστώς οικονομίας της αγοράς. Επιπλέον, το άρθρο 16, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού (νυν άρθρο 16, παράγραφος 1, του κανονισμού 1225/2009) δεν θέτει κανένα περιορισμό όσον αφορά τη δυνατότητα διενέργειας επιτόπιων ελέγχων στις εγκαταστάσεις των ενδιαφερομένων, εφόσον τούτο κρίνεται σκόπιμο από την Επιτροπή. Επομένως, η δεύτερη αυτή διάταξη επιτρέπει στην Επιτροπή να διενεργεί επιτόπιο έλεγχο στις εγκαταστάσεις παραγωγού-εξαγωγέα, στο πλαίσιο της εξετάσεως του αιτήματός του να χαρακτηριστεί ως επιχείρηση που δραστηριοποιείται υπό καθεστώς οικονομίας της αγοράς, προκειμένου να ελέγξει, εφόσον το κρίνει απαραίτητο, τα προσκομισθέντα προς στήριξη του αιτήματος πληροφοριακά στοιχεία.

Επομένως, το ότι το άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο β΄, του βασικού κανονισμού 384/96 (νυν άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο β΄, του κανονισμού 1225/2009) δεν επιβάλλει τη διενέργεια επιτόπιου ελέγχου στις εγκαταστάσεις παραγωγού-εξαγωγέα που ζητεί να χαρακτηριστεί ως επιχείρηση που δραστηριοποιείται υπό καθεστώς οικονομίας της αγοράς δεν σημαίνει ότι δεν μπορεί να διενεργηθεί τέτοιος έλεγχος. Ομοίως, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι η διενέργεια επιτόπιου ελέγχου, στο πλαίσιο της εξετάσεως αιτήματος περί αναγνωρίσεως της ιδιότητας επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται υπό το καθεστώς αυτό, ισοδυναμεί με την επιβολή πρόσθετης προϋποθέσεως, πέραν των προβλεπομένων από το άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο β΄, του βασικού κανονισμού.

(βλ. σκέψεις 294-296)

13.    Στο πλαίσιο διαδικασίας αντιντάμπινγκ, τα θεσμικά όργανα δεν είναι υποχρεωμένα να ζητήσουν από τους κοινοτικούς παραγωγούς διευκρινίσεις σχετικά με την εξέλιξη της οικονομικής καταστάσεώς τους, διότι δεν είναι οι εν λόγω παραγωγοί αρμόδιοι να προβούν στην ανάλυση περί μη καταλογισμού, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 3, παράγραφος 7, του βασικού κανονισμού 384/96 (νυν άρθρο 3, παράγραφος 7, του κανονισμού 1225/2009). Αντιθέτως, την ανάλυση αυτή διενεργούν τα θεσμικά όργανα, Εξάλλου, ακόμη και αν υποτεθεί ότι η αρχή της τηρήσεως των δικαιωμάτων άμυνας επιβάλλει την πληροφόρηση των εξαγωγέων σχετικά με τα κύρια γεγονότα και εκτιμήσεις βάσει των οποίων εξετάζεται το ενδεχόμενο επιβολής προσωρινών δασμών, η προσβολή των δικαιωμάτων αυτών δεν μπορεί, αφεαυτής, να καταστήσει πλημμελή τον κανονισμό περί επιβολής των οριστικών δασμών, δεδομένου ότι ένας τέτοιος κανονισμός είναι διαφορετικός από τον κανονισμό περί επιβολής προσωρινών δασμών, εφόσον κατά τη διαδικασία εκδόσεως του κανονισμού αυτού διορθώθηκε η πλημμέλεια την οποία ενείχε η διαδικασία εκδόσεως του αντίστοιχου κανονισμού περί επιβολής προσωρινού δασμού.

(βλ. σκέψεις 314, 319)







ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 25ης Οκτωβρίου 2011 (*)

«Ντάμπινγκ – Εισαγωγές σιδηροπυριτίου καταγωγής πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας, Κίνας, Αιγύπτου, Καζακστάν και Ρωσίας – Αιτιώδης σύνδεσμος – Κοινοτικό συμφέρον – Άρνηση συνεργασίας – Διαθέσιμα στοιχεία – Επιχείρηση που δραστηριοποιείται υπό καθεστώς οικονομίας της αγοράς – Δικαιώματα άμυνας – Υποχρέωση αιτιολογήσεως»

Στην υπόθεση T‑192/08,

Transnational Company «Kazchrome» AO, με έδρα το Aqtöbe (Καζακστάν),

ENRC Marketing AG, με έδρα το Kloten (Ελβετία),

εκπροσωπούμενες, αρχικώς, από τους L. Ruessmann και A. Willems, στη συνέχεια, από τους Willems και S. de Knop, δικηγόρους,

προσφεύγουσες,

κατά

Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκπροσωπούμενου, αρχικώς, από τον J.-P. Hix, στη συνέχεια, από τους J.-P. Hix και B. Driessen, επικουρούμενους, αρχικώς, από τους G. Berrisch και G. Wolf, στη συνέχεια, από τον G. Berrisch, δικηγόρους,

καθού,

υποστηριζόμενoυ από

την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον H. van Vliet και την K. Talabér-Ritz,

και

την Euroalliages, με έδρα τις Βρυξέλλες (Βέλγιο), εκπροσωπούμενη από τους J. Bourgeois, Y. van Gerven και N. McNelis, δικηγόρους,

παρεμβαίνοντες,

με αντικείμενο αίτηση για μερική ακύρωση του κανονισμού (ΕΚ) 172/2008 του Συμβουλίου, της 25ης Φεβρουαρίου 2008, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ και την οριστική είσπραξη του προσωρινού δασμού που επιβλήθηκε στις εισαγωγές σιδηροπυριτίου καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, Αιγύπτου, Καζακστάν, Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας και Ρωσίας (ΕΕ L 55, σ. 6), ως προς τις προσφεύγουσες,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους I. Pelikánová, πρόεδρο, K. Jürimäe (εισηγήτρια) και S. Soldevila Fragoso, δικαστές,

γραμματέας: N. Rosner, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 18ης Μαΐου 2010,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Οι προσφεύγουσες, Transnational Company Kazchrome AO (στο εξής: Kazchrome) και ENRC Marketing AG, δραστηριοποιούνται στην παραγωγή και πώληση σιδηροπυριτίου, πρώτης ύλης που χρησιμοποιείται για την παραγωγή χάλυβα και σιδήρου. Η Kazchrome, που είναι εγκατεστημένη στο Καζακστάν, πωλεί το σύνολο της παραγωγής της στην ελβετική εταιρία ENRC Marketing. Η εν λόγω εταιρία πωλεί την παραγωγή της Kazchrome σε όλο τον κόσμο.

2        Κατόπιν καταγγελίας που υποβλήθηκε στις 16 Οκτωβρίου 2006 από την Euroalliages (επιτροπή συντονισμού των βιομηχανιών παραγωγής κραμάτων σιδήρου), η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κίνησε διαδικασία αντιντάμπινγκ όσον αφορά τις εισαγωγές σιδηροπυριτίου καταγωγής πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας, Κίνας, Αιγύπτου, Καζακστάν και Ρωσίας, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) 384/96 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1995, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (ΕΕ 1996, L 56, σ. 1), όπως έχει τροποποιηθεί (στο εξής: βασικός κανονισμός) [αντικαταστάθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) 1225/2009 του Συμβουλίου, της 30ής Νοεμβρίου 2009, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (ΕΕ L 343, σ. 51, διορθωτικό στην ΕΕ 2010, L 7, σ. 22)], και ειδικότερα σύμφωνα με το άρθρο 5 του βασικού κανονισμού (νυν άρθρο 5 του κανονισμού 1225/2009). Η σχετική ανακοίνωση δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 30ής Νοεμβρίου 2006 (ΕΕ C 291, σ. 34). Η έρευνα σχετικά με το ντάμπινγκ και τη ζημία που προκύπτει από αυτό κάλυψε το διάστημα από την 1η Οκτωβρίου 2005 έως τις 30 Σεπτεμβρίου 2006 (στο εξής: χρονικό διάστημα το οποίο αφορούσε η έρευνα). Η εξέταση των χρήσιμων για την εκτίμηση της ζημίας τάσεων κάλυψε το διάστημα από 1ης Ιανουαρίου 2003 έως το τέλος του χρονικού διαστήματος το οποίο αφορούσε η έρευνα (στο εξής: υπό εξέταση χρονικό διάστημα).

3        Στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής, οι προσφεύγουσες υπέβαλαν στις 15 Δεκεμβρίου 2006 στις υπηρεσίες της Επιτροπής, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχεία β΄ και γ΄, του βασικού κανονισμού (νυν άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχεία β΄ και γ΄, του κανονισμού 1225/2009), αίτημα να χαρακτηριστούν ως επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται υπό καθεστώς οικονομίας της αγοράς (στο εξής: ΚΟΑ)

4        Στις 12 Ιανουαρίου 2007 οι προσφεύγουσες υπέβαλαν τις απαντήσεις τους στο ερωτηματολόγιο αντιντάμπινγκ της Επιτροπής, καθώς και έγγραφο σχετικά με τη ζημία. Στις 25 Ιανουαρίου 2007, οι προσφεύγουσες υπέβαλαν στην Επιτροπή συμπληρωματικές παρατηρήσεις σχετικά με τη ζημία.

5        Με έγγραφο της 14ης Φεβρουαρίου 2007 οι προσφεύγουσες γνωστοποίησαν στην Επιτροπή ότι δεν θα μετάσχουν στην έρευνα, δηλώνοντας ότι θα παράσχουν διευκρινίσεις όσον αφορά τα στοιχεία που έχουν ήδη τεθεί υπόψη τους. Με τηλεομοιοτυπία της ίδιας ημερομηνίας, η Επιτροπή ενημέρωσε τις προσφεύγουσες ότι ματαιώνει τον επιτόπιο έλεγχο που θα επρόκειτο να διενεργηθεί από τις 22 Φεβρουαρίου έως τις 2 Μαρτίου 2007. Η Επιτροπή τόνισε ότι η εν λόγω ματαίωση συνεπάγεται ότι, ελλείψει ελέγχου, τα στοιχεία που έχουν υποβάλει οι προσφεύγουσες στις υπηρεσίες της δεν μπορούν να γίνουν δεκτά και ότι τα πορίσματα της έρευνας ενδέχεται να στηριχθούν στα διαθέσιμα στοιχεία, σύμφωνα με το άρθρο 18 του βασικού κανονισμού (νυν άρθρο 18 του κανονισμού 1225/2009). Με έγγραφο της 20ής Φεβρουαρίου 2007, οι προσφεύγουσες ενημέρωσαν την Επιτροπή ότι δεν δύνανται μεν να συνεργαστούν πλήρως, πλην όμως επιθυμούν, στο μέτρο του δυνατού, να συνδράμουν στην έρευνα.

6        Στις 5 Ιουλίου 2007 η Επιτροπή γνωστοποίησε στις προσφεύγουσες ότι, επειδή δεν είχε τη δυνατότητα να ελέγξει επιτόπου τα υποβληθέντα από αυτές στοιχεία, δεν μπορεί να τις χαρακτηρίσει επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται υπό ΚΟΑ. Στις 16 Ιουλίου 2007 οι προσφεύγουσες υπέβαλαν στην Επιτροπή τις παρατηρήσεις τους σχετικά, μεταξύ άλλων, με την εν λόγω απόφασή της.

7        Στις 29 Αυγούστου 2007 η Επιτροπή εξέδωσε τον κανονισμό (ΕΚ) 994/2007, της 28ης Αυγούστου 2007, για την επιβολή προσωρινού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές σιδηροπυριτίου καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, Αιγύπτου, Καζακστάν, Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας και Ρωσίας (ΕΕ L 223, σ. 1, στο εξής: προσωρινός κανονισμός). Με τον προσωρινό κανονισμό επιβλήθηκε προσωρινός δασμός αντιντάμπινγκ με συντελεστή 33,9 % στις εισαγωγές σιδηροπυριτίου από το Καζακστάν. Με την αιτιολογική σκέψη 25 του προσωρινού κανονισμού η Επιτροπή διευκρίνισε ότι το δεν εξέτασε το αίτημα για χαρακτηρισμό των προσφευγουσών ως επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται υπό ΚΟΑ, διότι αυτές δεν δέχθηκαν τη διενέργεια επιτόπιου ελέγχου.

8        Με έγγραφο της 30ής Αυγούστου 2007, η Επιτροπή γνωστοποίησε στις προσφεύγουσες τα ουσιώδη περιστατικά και τους λόγους βάσει των οποίων θέσπισε τα προσωρινά μέτρα (στο εξής: προσωρινό ενημερωτικό έγγραφο). Με έγγραφο της 15ης Σεπτεμβρίου 2007, η Επιτροπή κοινοποίησε στις προσφεύγουσες συμπλήρωμα στο προσωρινό ενημερωτικό έγγραφο, το οποίο αφορούσε ειδικά το ζήτημα της νομιμότητας της κινήσεως της διαδικασίας αντιντάμπινγκ (στο εξής: συμπληρωματικό προσωρινό ενημερωτικό έγγραφο). Στις 5 Οκτωβρίου 2007, οι προσφεύγουσες υπέβαλαν στην Επιτροπή τις παρατηρήσεις τους επί του προσωρινού ενημερωτικού εγγράφου.

9        Στις 18 Δεκεμβρίου 2007 η Επιτροπή απέστειλε στις προσφεύγουσες έγγραφο με τα ουσιώδη περιστατικά και το σκεπτικό βάσει των οποίων σκόπευε να προτείνει την επιβολή οριστικών μέτρων (στο εξής: τελικό ενημερωτικό έγγραφο). Οι προσφεύγουσες υπέβαλαν τις παρατηρήσεις τους επί του τελικού ενημερωτικού εγγράφου με έγγραφο που απέστειλαν στην Επιτροπή στις 3 Ιανουαρίου 2008.

10      Στις 25 Φεβρουαρίου 2008 το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης εξέδωσε τον κανονισμό (ΕΚ) 172/2008, της 25ης Φεβρουαρίου 2008, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ και την οριστική είσπραξη του προσωρινού δασμού που επιβλήθηκε στις εισαγωγές σιδηροπυριτίου καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, Αιγύπτου, Καζακστάν, Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας και Ρωσίας (ΕΕ L 55, σ. 6, στο εξής: προσβαλλόμενος κανονισμός). Κατά το άρθρο 1 του προσβαλλόμενου κανονισμού, ο συντελεστής του οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ επί της τιμής «ελεύθερο στα κοινοτικά σύνορα», προ του εκτελωνισμού, ορίστηκε σε 33,9 % για τα προϊόντα προελεύσεως Καζακστάν.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

11      Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου [νυν Γενικού Δικαστηρίου] στις 21 Μαΐου 2008 οι προσφεύγουσες άσκησαν την υπό κρίση προσφυγή.

12      Με χωριστά δικόγραφα που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου την 1η και την 3η Σεπτεμβρίου 2008 αντιστοίχως η Euroalliages και η Επιτροπή ζήτησαν να παρέμβουν στην υπό κρίση υπόθεση προς στήριξη των αιτημάτων του Συμβουλίου.

13      Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 28 Οκτωβρίου 2008 οι προσφεύγουσες ζήτησαν, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 116, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου ορισμένα εμπιστευτικά στοιχεία της δικογραφίας. Προς τούτο, οι προσφεύγουσες προσκόμισαν μη εμπιστευτικό κείμενο των εν λόγω υπομνημάτων και εγγράφων.

14      Με διάταξη της 2ας Δεκεμβρίου 2008 και της 16ης Φεβρουαρίου 2009 ο πρόεδρος του δεύτερου τμήματος του Πρωτοδικείου έκανε αντιστοίχως δεκτές τις αιτήσεις παρεμβάσεως της Επιτροπής και της Euroalliages.

15      Με έγγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 10 Μαρτίου 2009 η Euroalliages δήλωσε ότι δεν έχει αντιρρήσεις όσον αφορά το αίτημα των προσφευγουσών περί εμπιστευτικής μεταχειρίσεως.

16      Με έγγραφο που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 26 Ιουνίου 2009 η Επιτροπή γνωστοποίησε στο Πρωτοδικείο ότι παραιτείται από το δικαίωμα καταθέσεως υπομνήματος παρεμβάσεως, αλλά θα μετάσχει στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

17      Οι προσφεύγουσες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να κρίνει την προσφυγή παραδεκτή,

–        να ακυρώσει τον προσβαλλόμενο κανονισμό καθόσον τις αφορά,

–        να καταδικάσει το Συμβούλιο στα δικαστικά έξοδα.

18      Το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από την Επιτροπή, ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή,

–        να καταδικάσει τις προσφεύγουσες στα δικαστικά έξοδα.

19      Η Euroalliages ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή,

–        να καταδικάσει τις προσφεύγουσες στα δικαστικά έξοδα, περιλαμβανομένων των εξόδων της παρεμβάσεως.

 Σκεπτικό

20      Προς στήριξη του αιτήματος περί ακυρώσεως οι προσφεύγουσες προβάλλουν τέσσερις λόγους. Στο πλαίσιο του πρώτου αμφισβητούν την εκτίμηση περί αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ και της ζημίας. Στο πλαίσιο του δεύτερου λόγου ακυρώσεως αμφισβητούν τη σχετική με το κοινοτικό συμφέρον ανάλυση. Στο πλαίσιο του τρίτου λόγου ακυρώσεως αμφισβητούν την εκτίμηση των θεσμικών οργάνων σχετικά με τη συνεργασία τους κατά την έρευνα, την εφαρμογή του άρθρου 18 του βασικού κανονισμού και τη μεταχείριση του αιτήματός τους περί αναγνωρίσεως της ιδιότητας της επιχειρήσεως που δραστηριοποιείται υπό ΚΟΑ. Στο πλαίσιο του τέταρτου λόγου ακυρώσεως προβάλλουν προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας.

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με τον αιτιώδη σύνδεσμος μεταξύ των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ και της ζημίας

21      Οι αιτιάσεις που προβάλλουν οι προσφεύγουσες στο πλαίσιο του πρώτου λόγου ακυρώσεως χωρίζονται:

–        πρώτον, σε αιτιάσεις σχετικά με την ερμηνεία των αρχών του δικαίου που διέπουν την ανάλυση περί του αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ και της ζημίας που υπέστη η κοινοτική βιομηχανία, όπου οι προσφεύγουσες προβάλλουν, στο πλαίσιο του πρώτου σκέλους, νομική πλάνη κατά την ερμηνεία του άρθρου 3, παράγραφοι 6 και 7, του βασικού κανονισμού (νυν άρθρου 3, παράγραφοι 6 και 7, του κανονισμού 1225/2009),

–        δεύτερον, σε αιτιάσεις σχετικά με την εξατομικευμένη ανάλυση στην οποία προέβησαν τα θεσμικά όργανα με αντικείμενο ορισμένες άλλες, πέραν των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ, παραμέτρους οι οποίες ενδεχομένως προκάλεσαν τη ζημία που υπέστη η κοινοτική βιομηχανία ή συνέτειναν σε αυτή, όπου οι προσφεύγουσες προβάλλουν, στο πλαίσιο του δεύτερου, του τρίτου, του τέταρτου, του πέμπτου, του έκτου, του έβδομου και του όγδοου σκέλους, πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, καθώς και διάφορες παραβάσεις των θεσμικών οργάνων κατά την εξατομικευμένη ανάλυση ορισμένων παραμέτρων της ζημίας,

–        τρίτον, σε αιτιάσεις σχετικές με την παράλειψη συνολικής αναλύσεως διαφόρων παραμέτρων της ζημίας, πέραν των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ, όπου οι προσφεύγουσες προβάλλουν ειδικότερα, στο πλαίσιο όλων των προαναφερθέντων σκελών, πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως των θεσμικών οργάνων η οποία συνίσταται στην παράλειψή τους να προβούν σε συνολική ανάλυση των παραμέτρων αυτών.

22      Οι τρεις αυτές ομάδες αιτιάσεων θα εξεταστούν διαδοχικά.

1.     Επί της ερμηνείας των αρχών του δικαίου που έχουν εφαρμογή κατά την ανάλυση του αιτιώδους συνδέσμου (πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως)

 Επιχειρήματα των διαδίκων

23      Στο πλαίσιο του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως οι προσφεύγουσες προβάλλουν ότι η μέθοδος που χρησιμοποίησε το Συμβούλιο, κατά τη διαπίστωση του αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ και της ζημίας, εμπεριέχει δύο νομικά σφάλματα.

24      Πρώτον, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η προσέγγιση του Συμβουλίου αντικατοπτρίζει έναν τεχνητό διαχωρισμό της αναλύσεως περί καταλογισμού και της αναλύσεως περί μη καταλογισμού. Το άρθρο 3, παράγραφος 7, του βασικού κανονισμού επιβάλλει να λαμβάνονται υπόψη, στο πλαίσιο της αναλύσεως περί αιτιώδους συνδέσμου, και άλλες εξαρχής γνωστές παράμετροι, ώστε να μην υπάρξει σύγχυση μεταξύ των επιπτώσεων των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο της έρευνας και των επιπτώσεων των άλλων παραμέτρων. Τα θεσμικά όργανα δεν έπρεπε, συνεπώς, να καταλήξουν στη διαπίστωση ότι η ζημία οφείλεται στις εισαγωγές που αποτέλεσαν αντικείμενο της έρευνας, χωρίς προηγουμένως να εξετάσουν αν η ζημία αυτή οφείλεται σε άλλες παραμέτρους.

25      Δεύτερον, οι προσφεύγουσες προβάλλουν ότι από τις εκθέσεις του δευτεροβάθμιου οργάνου επιλύσεως διαφορών του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ) και από τη νομολογία του Δικαστηρίου και του Γενικού Δικαστηρίου προκύπτει ότι η εξέταση των επιπτώσεων των παραμέτρων πρέπει να γίνεται συνολικά.

26      Το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από τις παρεμβαίνουσες, απαντά, αφενός, ότι, για να διαπιστωθεί αν οι εισαγωγές που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ προκάλεσαν σημαντική ζημία, είναι απαραίτητο να εξεταστεί, καταρχάς, αν η ζημία οφείλεται στις εν λόγω εισαγωγές, λαμβανομένων ιδίως υπόψη του όγκου και της τιμής των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ και του ποσοστού συμπιέσεως των τιμών. Μόνον αφού διαπιστωθεί η ύπαρξη του αιτιώδους συνδέσμου είναι απαραίτητο να εξεταστεί αν και άλλες παράμετροι συνέτειναν στη ζημία σε τέτοιο βαθμό, ώστε να διασπαστεί ο αιτιώδης σύνδεσμος. Αφετέρου, το Συμβούλιο φρονεί ότι, από νομικής απόψεως, δεν είναι υποχρεωτική η συνολική εξέταση των άλλων παραμέτρων, ότι μια τέτοια εξέταση δεν συνηθίζεται στην πράξη και ότι η πραγματοποίηση τέτοιας εξετάσεως δεν έχει κατοχυρωθεί νομολογιακά ως αρχή του δικαίου.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

27      Το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως αφορά, κατ’ ουσίαν, τις προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 3, παράγραφοι 6 και 7, του βασικού κανονισμού. Κατά τη διάταξη αυτή, το Συμβούλιο και η Επιτροπή υποχρεούνται να εξετάσουν, στο πλαίσιο καθορισμού της ζημίας, αν η ζημία την οποία πρόκειται να λάβουν υπόψη οφείλεται πράγματι σε εισαγωγές που έχουν αποτελέσει αντικείμενο ντάμπινγκ, αποκλειομένης κάθε ζημίας οφειλόμενης σε άλλες παραμέτρους και ιδίως ζημίας οφειλόμενης σε ενέργειες των κοινοτικών παραγωγών και μόνον (απόφαση του Δικαστηρίου της 11ης Ιουνίου 1992, C‑358/89, Extramet Industrie κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1992, σ. I‑3813, σκέψη 16, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 14ης Μαρτίου 2007, T‑107/04, Aluminium Silicon Mill Products κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2007, σ. II‑669, σκέψη 72).

28      Πρώτον, πρέπει να εξεταστεί αν, όπως υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, η διάταξη αυτή υποχρεώνει τα θεσμικά όργανα να εξετάζουν αρχικώς τις συνέπειες των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ και των άλλων γνωστών παραμέτρων ως προς ζημία που υπέστη η κοινοτική βιομηχανία και, κατόπιν, να εξετάζουν αν υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ των εν λόγω εισαγωγών και του ντάμπινγκ ή, αν, όπως υποστηρίζει το Συμβούλιο, πρέπει πρώτα να εξετάζεται αν οι ζημία οφείλεται στις εισαγωγές και, κατόπιν, εφόσον διαπιστωθεί ο αιτιώδης σύνδεσμος, να εξετάζεται αν τυχόν άλλες παράμετροι έχουν συμβάλει στη ζημία σε τέτοιο βαθμό ώστε να διασπούν τον αιτιώδη σύνδεσμο.

29      Για να δοθεί απάντηση στο ερώτημα αυτό, απαιτείται γραμματική, τελεολογική και συστηματική ερμηνεία του άρθρου 3, παράγραφοι 6 και 7, του βασικού κανονισμού.

30      Πρώτον, όσον αφορά το γράμμα της διατάξεως αυτής, από το άρθρο 3, παράγραφος 6, του βασικού κανονισμού προκύπτει ότι τα θεσμικά όργανα πρέπει να αποδείξουν ότι οι εισαγωγές που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ προκάλεσαν σημαντική ζημία στην κοινοτική βιομηχανία, λόγω του όγκου τους και των τιμών. Πρόκειται για τη λεγόμενη ανάλυση περί καταλογισμού. Περαιτέρω, από το άρθρο 3, παράγραφος 7, του βασικού κανονισμού προκύπτει ότι τα θεσμικά όργανα υποχρεούνται, αφενός, να εξετάσουν όλες τις άλλες γνωστές παραμέτρους που προκαλούν ζημία στην κοινοτική βιομηχανία ταυτόχρονα με τις εισαγωγές που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ, και, αφετέρου, να μεριμνήσουν ώστε η οφειλόμενη σε άλλες παραμέτρους ζημία να μην αποδοθεί στις εν λόγω εισαγωγές. Πρόκειται για τη λεγόμενη ανάλυση περί μη καταλογισμού.

31      Δεύτερον, όπως επισήμαναν τόσο οι προσφεύγουσες όσο και το Συμβούλιο με τα δικόγραφά τους, σκοπός του άρθρου 3, παράγραφοι 6 και 7, του βασικού κανονισμού είναι τα θεσμικά όργανα να διαχωρίζουν και να διακρίνουν τις επιπτώσεις των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ από τις επιπτώσεις των άλλων παραμέτρων. Αν τα θεσμικά όργανα δεν διαχωρίσουν και δεν διακρίνουν τις επιπτώσεις των διαφόρων παραμέτρων που συνετέλεσαν στη ζημία, δεν μπορούν βασίμως να διαπιστώσουν ότι οι εισαγωγές που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ προκάλεσαν ζημία στην κοινοτική βιομηχανία.

32      Τρίτον, όσον αφορά το πλαίσιο της διατάξεως αυτής, δεδομένου ότι, κατά την αιτιολογική σκέψη 5 του βασικού κανονισμού (νυν αιτιολογική σκέψη 3 του κανονισμού 1225/2009), το άρθρο 3, παράγραφοι 6 και 7, του εν λόγω κανονισμού μεταφέρει στο δίκαιο της Ένωσης το άρθρο 3.5 της συμφωνίας για την εφαρμογή του άρθρου VI της Γενικής Συμφωνίας Δασμών και Εμπορίου του 1994 (ΓΣΔΕ) (ΕΕ L 336, σ. 103, στο εξής: συμφωνία αντιντάμπινγκ), η οποία περιλαμβάνεται στο παράρτημα 1 A της συμφωνίας για την ίδρυση του ΠΟΕ (ΕΕ 1994, L 336, σ. 3), είναι απαραίτητο να εξεταστεί η διάταξη αυτή, καθώς και η ερμηνεία της από το όργανο επιλύσεως διαφορών του ΠΟΕ.

33      Υπενθυμίζεται συναφώς ότι, κατά πάγια νομολογία, οι συμφωνίες ΠΟΕ, λόγω της φύσεως και της οικονομίας τους, δεν περιλαμβάνονται, καταρχήν, στους κανόνες βάσει των οποίων το Δικαστήριο ελέγχει τη νομιμότητα των πράξεων των κοινοτικών οργάνων δυνάμει του άρθρου 230, πρώτο εδάφιο, ΕΚ (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 23ης Νοεμβρίου 1999, C‑149/96, Πορτογαλία κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1999, σ. I‑8395, σκέψη 47, και της 9ης Ιανουαρίου 2003, C‑76/00 P, Petrotub και Republica κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2003, σ. I‑79, σκέψη 53). Αν, όμως, η Κοινότητα έχει θελήσει να εκπληρώσει συγκεκριμένη υποχρέωση που έχει αναλάβει στο πλαίσιο του ΠΟΕ ή σε περίπτωση που η κοινοτική πράξη ρητώς παραπέμπει σε συγκεκριμένες διατάξεις των συμφωνιών ΠΟΕ, απόκειται στο Δικαστήριο να ελέγξει τη νομιμότητα της σχετικής κοινοτικής πράξεως με γνώμονα τους κανόνες του ΠΟΕ (αποφάσεις του Δικαστηρίου Πορτογαλία κατά Συμβουλίου, προπαρατεθείσα, σκέψη 49, Petrotub και Republica κατά Συμβουλίου, προπαρατεθείσα, σκέψη 54, και της 27ης Σεπτεμβρίου 2007, Ikea Wholesale, C‑351/04, Συλλογή 2007, σ. I‑7723, σκέψη 30).

34      Πάντως, από την αιτιολογική σκέψη 5 του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ προκύπτει ότι σκοπός του κανονισμού αυτού είναι, μεταξύ άλλων, να μεταφερθούν στο κοινοτικό δίκαιο, στο μέτρο του δυνατού, οι κανόνες της συμφωνίας αντιντάμπινγκ του 1994, συμπεριλαμβανομένων, ειδικότερα, των κανόνων προσδιορισμού της ζημίας και του αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ και της ζημίας (βλ., συναφώς, απόφαση Petrotub και Republica κατά Συμβουλίου, σκέψη 33 ανωτέρω, σκέψη 55).

35      Κατά συνέπεια, οι διατάξεις του βασικού κανονισμού πρέπει να ερμηνεύονται, στο μέτρο του δυνατού, υπό το πρίσμα των αντίστοιχων διατάξεων της συμφωνίας αντιντάμπινγκ (βλ., συναφώς, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 14ης Ιουλίου 1998, C‑341/95, Bettati, Συλλογή 1998, σ. I‑4355, σκέψη 20, και Petrotub και Republica κατά Συμβουλίου, σκέψη 33 ανωτέρω, σκέψη 57).

36      Επιπλέον, μολονότι η ερμηνεία των διατάξεων της συμφωνίας αντιντάμπινγκ από το όργανο επιλύσεως διαφορών του ΠΟΕ δεν δεσμεύει το Γενικό Δικαστήριο κατά την εξέταση του κύρους του προσβαλλόμενου κανονισμού (βλ., συναφώς, απόφαση του Δικαστηρίου της 1ης Μαρτίου 2005, C‑377/02, Van Parys, Συλλογή 2005, σ. I‑1465, σκέψη 54), δεν υπάρχει διάταξη που να απαγορεύει στο Γενικό Δικαστήριο να λάβει υπόψη του την ερμηνεία αυτή, όταν σκοπεύει, όπως εν προκειμένω, να ερμηνεύσει διάταξη του βασικού κανονισμού (βλ., συναφώς, απόφαση του Πρωτοδικείου της 24ης Σεπτεμβρίου 2008, T‑45/06, Reliance Industries κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, Συλλογή 2008, σ. II‑2399, σκέψη 107).

37      Στο πλαίσιο αυτό, τονίζεται ότι το δευτεροβάθμιο όργανο επιλύσεως διαφορών του ΠΟΕ έκρινε, με την έκθεσή του επί της διαφοράς «Ηνωμένες Πολιτείες – Χάλυβας θερμής έλασης», της 23ης Αυγούστου 2001 (WT/DS184AB/R, σκέψη 226), ότι, κατά το γράμμα του άρθρου 3.5 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ περί μη καταλογισμού, οι αρμόδιες για την έρευνα αρχές πρέπει να προβαίνουν στη δέουσα αξιολόγηση της ζημίας που προκλήθηκε στην εθνική βιομηχανία από άλλες γνωστές παραμέτρους, καθώς και να διαχωρίζουν και να διακρίνουν τις επιπτώσεις των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ από τις επιπτώσεις των άλλων παραμέτρων.

38      Κατόπιν των προεκτεθέντων διαπιστώνεται ότι το άρθρο 3, παράγραφοι 6 και 7, του βασικού κανονισμού δεν επιβάλλει στα θεσμικά όργανα καμία υποχρέωση όσον αφορά τη μορφή ή τη σειρά διενέργειας των αναλύσεων περί καταλογισμού και περί μη καταλογισμού. Αντιθέτως, η διάταξη αυτή προβλέπει ότι οι εν λόγω αναλύσεις πρέπει να διενεργούνται κατά τρόπον ώστε να είναι δυνατός ο διαχωρισμός και η διάκριση των επιπτώσεων των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ από τις επιπτώσεις που οφείλονται σε άλλες παραμέτρους.

39      Υπό τις συνθήκες αυτές, διαπιστώνεται ότι η συγκεκριμένη διαφορά μεταξύ των διαδίκων αφορά τον τύπο και όχι την ουσία. Συγκεκριμένα, ο τρόπος με τον οποίον το Συμβούλιο περιγράφει στα δικόγραφά του τη μέθοδο που εφάρμοσαν τα θεσμικά όργανα για την ανάλυση περί καταλογισμού και περί μη καταλογισμού έχει μικρή σημασία, εφόσον το Συμβούλιο και η Επιτροπή μπόρεσαν, εφαρμόζοντας τη συγκεκριμένη μέθοδο, να βεβαιωθούν ότι η ζημία που οφείλεται σε άλλες παραμέτρους, πέραν των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ, δεν έχει καταλογιστεί στις εισαγωγές αυτές. Συγκεκριμένα, τα θεσμικά όργανα εξέτασαν αρχικώς, με τις αιτιολογικές σκέψεις 112 έως 114 του προσωρινού κανονισμού και τις αιτιολογικές σκέψεις 85 και 86 του προσβαλλόμενου κανονισμού, τις συνέπειες των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ. Εν συνεχεία, με τις αιτιολογικές σκέψεις 115 έως 136 του προσωρινού κανονισμού και τις αιτιολογικές σκέψεις 87 έως 101 του προσβαλλόμενου κανονισμού ανέλυσαν τις συνέπειες των άλλων παραμέτρων. Κατόπιν, με τις αιτιολογικές σκέψεις 137 έως 140 του προσωρινού κανονισμού και τις αιτιολογικές σκέψεις 102 έως 104 του προσβαλλόμενου κανονισμού συνέθεσαν κατά τρόπο συνοπτικό τις δύο αναλύσεις και κατέληξαν σε διαπιστώσεις όσον αφορά τον αιτιώδη σύνδεσμο. Παρά το γεγονός ότι οι πέραν των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ παράμετροι της ζημίας ελήφθησαν υπόψη μόνο κατά το δεύτερο στάδιο, εντούτοις τα θεσμικά όργανα διατύπωσαν τις οριστικές διαπιστώσεις τους περί καταλογισμού της ζημίας μόνο κατά το πέρας του δεύτερου σταδίου, οπότε κατέστη δυνατός ο διαχωρισμός και η διάκριση των επιπτώσεων των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ από τις επιπτώσεις άλλων παραμέτρων.

40      Κατά συνέπεια, εν προκειμένω, η περιλαμβανόμενη στις αιτιολογικές σκέψεις 111 έως 140 του προσωρινού κανονισμού και τις αιτιολογικές σκέψεις 83 έως 104 του προσβαλλόμενου κανονισμού ανάλυση περί αιτιώδους συνδέσμου δεν εμπεριέχει νομική πλάνη οφειλόμενη στην επιλογή των θεσμικών οργάνων να διενεργήσουν πρώτα την ανάλυση περί καταλογισμού και εν συνεχεία την ανάλυση περί μη καταλογισμού.

41      Δεύτερον, πρέπει να εξεταστεί αν οι λοιπές παράμετροι της ζημίας, πέραν των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ, πρέπει να εξεταστούν συνολικά, όπως υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, ή μεμονωμένα, όπως υποστηρίζει το Συμβούλιο. Όπως και προηγουμένως, το ζήτημα αυτό πρέπει να εξεταστεί βάσει γραμματικής, τελεολογικής και συστηματικής ερμηνείας του άρθρου 3, παράγραφοι 6 και 7, του βασικού κανονισμού.

42      Πρώτον, όσον αφορά το γράμμα του άρθρου 3, παράγραφοι 6 και 7, του βασικού κανονισμού, το οποίο παρατίθεται στη σκέψη 30 ανωτέρω, τονίζεται ότι η διάταξη αυτή δεν διευκρινίζει αν οι παράμετροι της ζημίας πέραν των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ πρέπει να αναλύονται συνολικά ή μεμονωμένα.

43      Δεύτερον, όπως προαναφέρθηκε στη σκέψη 31, σκοπός του άρθρου 3, παράγραφοι 6 και 7, του βασικού κανονισμού είναι ο διαχωρισμός και η διάκριση των επιπτώσεων των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ από τις επιπτώσεις που οφείλονται σε άλλες παραμέτρους, ούτως ώστε η οφειλόμενη σε άλλες παραμέτρους ζημία να μην καταλογιστεί στις εισαγωγές. Προς επίτευξη του σκοπού αυτού, είναι απαραίτητη σε ορισμένες περιπτώσεις η συνολική ανάλυση των λοιπών παραμέτρων. Τούτο είναι απαραίτητο ιδίως σε περίπτωση που τα θεσμικά όργανα διαπιστώσουν, μετά από εξατομικευμένη ανάλυση, ότι κάθε μία από τις λοιπές παραμέτρους είχε επιπτώσεις στην κατάσταση της κοινοτικής βιομηχανίας, χωρίς, όμως, οι επιπτώσεις αυτές να μπορούν να χαρακτηριστούν ως σημαντικές. Όπως επισήμαναν οι προσφεύγουσες με τα δικόγραφά τους, σε περίπτωση που προκληθεί στην κοινοτική βιομηχανία ζημία οφειλόμενη κατά 99 % σε δέκα παραμέτρους, πέραν των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ, χωρίς όμως κάποια από αυτές τις παραμέτρους να έχει επιφέρει μεμονωμένα σοβαρές επιπτώσεις στην κοινοτική βιομηχανία, τα θεσμικά όργανα θα θεωρήσουν ότι η ζημία οφείλεται στις εισαγωγές, δεδομένου ότι καμία από τις δέκα άλλες παραμέτρους, εξεταζόμενη μεμονωμένα, δεν έχει προκαλέσει τη ζημία. Μια τέτοια ανάλυση δεν θα μπορούσε να κριθεί σύμφωνη με τον σκοπό του άρθρου 3, παράγραφοι 6 και 7, του βασικού κανονισμού.

44      Τρίτον, η συστηματική ανάλυση της διατάξεως αυτής επιβεβαιώνει ότι, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, είναι απαραίτητη η συνολική εξέταση των λοιπών παραμέτρων. Όπως προαναφέρθηκε, το άρθρο 3, παράγραφοι 6 και 7, του βασικού κανονισμού αποσκοπεί στη μεταφορά του άρθρου 3.5 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ στο δίκαιο της Ένωσης. Ωστόσο, με την έκθεσή του επί της διαφοράς «Ευρωπαϊκές Κοινότητες – Εξαρτημάτων σωληνώσεων», της 18ης Αυγούστου 2003 (WT/DS219/AB/R, σημεία 190 και 192), το δευτεροβάθμιο όργανο επιλύσεως διαφορών του ΠΟΕ αποφάνθηκε ότι, μολονότι το άρθρο 3.5 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ δεν επιβάλλει πάντα τη συνολική εκτίμηση των επιπτώσεων των λοιπών άλλων παραμέτρων, υπάρχουν περιπτώσεις κατά τις οποίες, λόγω των ιδιαίτερων περιστάσεων που συντρέχουν, η παράλειψη συνολικής αναλύσεως των λοιπών παραμέτρων θα είχε ως συνέπεια να καταλογίσει εσφαλμένως η αρμόδια για την έρευνα αρχή τις συνέπειες των άλλων παραμέτρων στις εισαγωγές που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ. Κατά το δευτεροβάθμιο όργανο επιλύσεως διαφορών του ΠΟΕ, η αρμόδια για την έρευνα αρχή δεν είναι υποχρεωμένη να εξετάζει συνολικά τις επιπτώσεις των λοιπών παραμέτρων, υπό την προϋπόθεση ότι, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων της συγκεκριμένης υποθέσεως, τηρεί την υποχρέωσή της να μη καταλογίσει στις εισαγωγές που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ τη ζημία που οφείλεται σε άλλες παραμέτρους.

45      Πρέπει, συνεπώς, να γίνει δεκτό ότι, όπως υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, η συνολική ανάλυση των παραμέτρων που προκάλεσαν τη ζημία, πέραν των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ, είναι υπό ορισμένες προϋποθέσεις απαραίτητη. Τούτο συμβαίνει σε περίπτωση που τα θεσμικά όργανα διαπιστώσουν ότι πολλές από τις λοιπές παραμέτρους, πέραν των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ, έχουν μεν συντελέσει στην πρόκληση ζημίας, πλην όμως οι επιπτώσεις εκάστης εξ αυτών δεν μπορεί να θεωρηθούν σημαντικές.

46      Κρίνεται, συνεπώς, εσφαλμένη η ερμηνεία του άρθρου 3, παράγραφοι 6 και 7, του βασικού κανονισμού, την οποία προτείνει το Συμβούλιο αποκλειστικά και μόνον με τα δικόγραφά του και όχι με τον προσβαλλόμενο κανονισμό. Τούτο, όμως, δεν σημαίνει ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός εμπεριέχει πλάνη περί το δίκαιο ικανή να δικαιολογήσει την ακύρωσή του. Συγκεκριμένα, με τον προσβαλλόμενο κανονισμό το Συμβούλιο απλώς προέβη σε μεμονωμένη ανάλυση των διαφόρων παραμέτρων της ζημίας, χωρίς, ωστόσο, να αναφέρει ότι θεωρεί τη συνολική ανάλυση των εν λόγω παραμέτρων περιττή. Επομένως, ο προσβαλλόμενος κανονισμός εμπεριέχει πλάνη περί το δίκαιο μόνον αν διαπιστωθεί ότι, εν προκειμένω, η συνολική ανάλυση ήταν απαραίτητη.

47      Όπως όμως, προκύπτει από τη σκέψη 45 ανωτέρω, πριν διαπιστωθεί ότι η συνολική ανάλυση είναι εν προκειμένω απαραίτητη, είναι απαραίτητο να εξεταστούν οι αιτιάσεις των προσφευγουσών σχετικά με την εξατομικευμένη ανάλυση των γνωστών παραμέτρων που προκάλεσαν τη ζημία. Επομένως, μόνον αφού εξεταστεί, με τις σκέψεις 49 έως 215 κατωτέρω, αφενός, αν η εξατομικευμένη ανάλυση των λοιπών γνωστών παραμέτρων της ζημίας εμπεριέχει νομική πλάνη και, αφετέρου, αν υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις απαιτείται συνολική ανάλυση των λοιπών παραμέτρων της ζημίας, είναι δυνατόν να διαπιστωθεί ότι το Συμβούλιο, περιοριζόμενο σε εξατομικευμένη ανάλυση των παραμέτρων της ζημίας, υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο.

48      Αντιθέτως, το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με πλάνη περί το δίκαιο λόγω της μεθοδολογίας που επέλεξαν τα θεσμικά όργανα για την ανάλυση του αιτιώδους συνδέσμου, κρίνεται απορριπτέο.

2.     Επί της εξατομικευμένης αναλύσεως των λοιπών παραμέτρων της ζημίας πέραν των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ (δεύτερο, τρίτο, τέταρτο, πέμπτο, έκτο, έβδομο και όγδοο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως)

49      Πρέπει, καταρχάς, να υπομνηστούν οι νομολογιακές αρχές βάσει των οποίων πρέπει να εξεταστούν οι αιτιάσεις των προσφευγουσών σχετικά με την εξατομικευμένη ανάλυση των παραμέτρων της ζημίας πέραν των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ.

50      Κατά τη νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 27 ανωτέρω, το Συμβούλιο και η Επιτροπή υποχρεούνται να εξετάζουν αν η ζημία την οποία πρόκειται να λάβουν υπόψη οφείλεται πράγματι σε εισαγωγές που έχουν αποτελέσει αντικείμενο ντάμπινγκ, αποκλειομένης κάθε ζημίας οφειλόμενης σε άλλες παραμέτρους.

51      Επιπλέον, κατά πάγια νομολογία, το ζήτημα αν η κοινοτική βιομηχανία υπέστη ζημία και αν η ζημία αυτή οφείλεται στις εισαγωγές που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ ή επιδοτήσεως, καθώς και το ζήτημα αν οι προερχόμενες από άλλες χώρες εισαγωγές ή, γενικότερα, το αν άλλες γνωστές παράμετροι συνέβαλαν στην επέλευση της ζημίας που υπέστη η κοινοτική βιομηχανία προϋποθέτουν την εκτίμηση πολύπλοκων οικονομικών ζητημάτων, για την οποία τα θεσμικά όργανα διαθέτουν ευρεία εξουσία εκτιμήσεως. Κατά συνέπεια, κατά τον δικαστικό έλεγχο των εκτιμήσεων των θεσμικών οργάνων, ο δικαστής της Ένωσης πρέπει μόνο να εξακριβώσει αν τηρήθηκαν οι κανόνες διαδικασίας, αν όντως συνέβησαν τα περιστατικά επί των οποίων στηρίχθηκε η επίμαχη επιλογή και αν υπήρξε πρόδηλη πλάνη κατά την εκτίμηση των περιστατικών αυτών ή κατάχρηση εξουσίας (βλ., συναφώς, αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 14ης Μαρτίου 2007, T‑107/04, Aluminium Silicon Mill Products κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2007, σ. II‑669, σκέψη 71, και της 17ης Δεκεμβρίου 2008, T‑462/04, HEG και Graphite India κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2008, σ. II‑3685, σκέψη 120).

 Επί του δεύτερου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με την εξέλιξη της ζήτησης χάλυβα και των τιμών στην κοινοτική και στην παγκόσμια αγορά

 Επιχειρήματα των διαδίκων

52      Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η αιτιολογική σκέψη 85 του προσβαλλόμενου κανονισμού εμπεριέχει πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως και αντιβαίνει στο άρθρο 3, παράγραφοι 6 και 7, του βασικού κανονισμού, διότι η συμπίεση των κοινοτικών τιμών δεν έπρεπε να καταλογιστεί στις εισαγωγές που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ, αλλά στην εξέλιξη των τιμών στην παγκόσμια αγορά και στην εξέλιξη της ζήτησης χάλυβα.

53      Συγκεκριμένα, πρώτον, οι τιμές του σιδηροπυριτίου είχαν την ίδια εξέλιξη σε όλες τις μεγάλες παγκόσμιες αγορές, η δε εξέλιξη των τιμών στην Κοινότητα αντικατοπτρίζει τη δυναμική της παγκόσμιας αγοράς. Κατά τις προσφεύγουσες, εφόσον οι τιμές μειώθηκαν σε όλες τις αγορές, ιδίως από το 2005 έως το τέλος του χρονικού διαστήματος το οποίο αφορούσε η έρευνα, είναι προδήλως εσφαλμένη η θέση ότι, χωρίς τις εισαγωγές που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ, οι τιμές στην Κοινότητα θα αυξάνονταν, προκειμένου να καλυφθεί το αυξανόμενο κόστος της κοινοτικής βιομηχανίας, συνυπολογιζομένου ενός ευλόγου περιθωρίου κέρδους.

54      Δεύτερον, η μείωση των τιμών του σιδηροπυριτίου οφείλεται όχι στις εισαγωγές που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ, αλλά στην εξέλιξη της ζήτησης. Το Συμβούλιο παραδέχθηκε με τον προσβαλλόμενο κανονισμό ότι οι τιμές του σιδηροπυριτίου ακολουθούσαν τις διακυμάνσεις της ζήτησης. Παρά ταύτα, προέβη, ως μη όφειλε, σε ανάλυση της εξελίξεως των τιμών του σιδηροπυριτίου στην Κοινότητα σε σχέση με την παγκόσμια παραγωγή ακατέργαστου χάλυβα, παρά το γεγονός οι τιμές αυτές καθορίζονται από την εξέλιξη της παραγωγής στην Κοινότητα. Οι τιμές του σιδηροπυριτίου στην Κοινότητα εξελίσσονται αναλόγως προς τη ζήτηση χάλυβα, με συνέπεια οι εν λόγω τιμές να μειώνονται όταν η ζήτηση στην Κοινότητα παρουσιάζει στασιμότητα ή μείωση. Για τον λόγο αυτόν οι προσφεύγουσες φρονούν ότι, ακόμη και αν οι τιμές δεν είχαν συμπιεστεί λόγω των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ, η κοινοτική βιομηχανία θα υφίστατο απώλειες λόγω αυξήσεως του κόστους και ταυτόχρονης μειώσεως της ζήτησης.

55      Τρίτον, οι προσφεύγουσες επισημαίνουν ότι, κατά το χρονικό διάστημα το οποίο αφορούσε η έρευνα, η τιμή του σιδηροπυριτίου εντός της Κοινότητας ήταν υψηλότερη από την τιμή του σε άλλες αγορές. Πάντως, σε μια παγκόσμια αγορά όπου υπάρχει τάση εξισορροπήσεως των τιμών, δεν είναι δυνατόν να υποστηρίζεται ότι στην αγορά με τις πλέον υψηλές τιμές οι τιμές συμπιέστηκαν κατά τρόπο αθέμιτο.

56      Το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από τις παρεμβαίνουσες, αμφισβητεί τα επιχειρήματα των προσφευγουσών.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

57      Το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως αφορά, κατ’ ουσίαν, την εκτίμηση των θεσμικών οργάνων σχετικά με το αν η εξέλιξη των τιμών του σιδηροπυριτίου και της ζήτησης στη σιδηρουργία σε παγκόσμιο επίπεδο προκάλεσε τη ζημία που υπέστη η κοινοτική βιομηχανία ή συνέτεινε σε αυτή.

58      Συναφώς, τονίζεται, αφενός, ότι με την αιτιολογική σκέψη 85 του προσβαλλόμενου κανονισμού το Συμβούλιο εκτίμησε ότι, λόγω των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ, η κοινοτική βιομηχανία δεν είχε τη δυνατότητα να αυξήσει τις τιμές πωλήσεως στο απαιτούμενο επίπεδο, ώστε να καλύψει το σύνολο του κόστους της. Αφετέρου, με τις αιτιολογικές σκέψεις 87 έως 90 του προσβαλλόμενου κανονισμού το Συμβούλιο εξέθεσε τους λόγους για τους οποίους αποφάσισε να απορρίψει τη θέση ότι οι χαμηλές τιμές του σιδηροπυριτίου σχετίζονται με τη δυναμική της παγκόσμιας αγοράς, η εξέλιξη της οποίας εξαρτάται από τις διακυμάνσεις της ζήτησης στη σιδηρουργία και όχι από τις εισαγωγές που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ. Το Συμβούλιο προέβαλε, καταρχάς, ότι στις οικονομίες της ελεύθερης αγοράς οι τιμές καθορίζονται εν γένει από την προσφορά και τη ζήτηση, πλην όμως επηρεάζονται και από άλλες παραμέτρους, όπως είναι οι εισαγωγές που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ. Εν συνεχεία, το Συμβούλιο διευκρίνισε ότι, ενώ δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι τιμές επηρεάζονται κατά καιρούς από την παγκόσμια ζήτηση σιδηροπυριτίου, και ειδικότερα τη ζήτηση στη σιδηρουργία, εντούτοις, κατά το υπό εξέταση χρονικό διάστημα, παρατηρήθηκε κατά διαστήματα πτώση των τιμών του σιδηροπυριτίου παρά την αύξηση της ζήτησης. Εν συνεχεία, διαπιστώθηκε ότι, ακόμη και σε κοινοτικό επίπεδο, οι τιμές του σιδηροπυριτίου μειώθηκαν κατά διαστήματα, παρά την αύξηση της ζήτησης στη σιδηρουργία.

59      Οι προσφεύγουσες αμφισβητούν τη διαπίστωση αυτή, προβάλλοντας τρία επιχειρήματα. Πρώτον, δεδομένου ότι οι τιμές στην παγκόσμια αγορά μειώθηκαν, ιδίως από το 2005 έως το τέλος του χρονικού διαστήματος το οποίο αφορούσε η έρευνα, μολονότι δεν υπήρχαν εισαγωγές που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ, δεν ήταν δυνατόν να αυξηθούν οι τιμές στην κοινοτική αγορά. Δεύτερον, οι τιμές του σιδηροπυριτίου στην κοινοτική αγορά ακολούθησαν τις διακυμάνσεις της κοινοτικής παραγωγής χάλυβα και μειώθηκαν όταν η παραγωγή της κοινοτικής βιομηχανίας σιδήρου παρέμεινε στάσιμη ή μειώθηκε. Τρίτον, οι τιμές στην κοινοτική αγορά ήταν οι υψηλότερες παγκοσμίως, οπότε αποκλείεται να συμπιέστηκαν.

60      Ωστόσο, τα τρία αυτά επιχειρήματα δεν αρκούν προς στήριξη της αιτιάσεως ότι το Συμβούλιο υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως και παρέβη το άρθρο 3, παράγραφοι 6 και 7, του βασικού κανονισμού.

61      Συγκεκριμένα, πρώτον, όσον αφορά το επιχείρημα σχετικά με την εξέλιξη των τιμών στην παγκόσμια αγορά, οι προσφεύγουσες επικαλούνται, προς στήριξη του επιχειρήματος αυτού, πίνακα ο οποίος περιλαμβάνεται στο δικόγραφο της προσφυγής και, κατ’ αυτές, εμφαίνει ότι οι τιμές του σιδηροπυριτίου έχουν σε όλες τις σημαντικές αγορές παγκοσμίως την ίδια εξέλιξη με την τιμή στην κοινοτική αγορά και ότι η εξέλιξη της κοινοτικής τιμής απλώς αντικατοπτρίζει τη δυναμική της παγκόσμιας αγοράς. Ο πίνακας αυτός εμφαίνει όμοια εξέλιξη της κοινοτικής τιμής του σιδηροπυριτίου με την εξέλιξη των τιμών στις Ηνωμένες Πολιτείες και στην Ιαπωνία, όχι όμως και μείωση των τιμών στην παγκόσμια αγορά κατά το υπό εξέταση χρονικό διάστημα, δηλαδή από την 1η Ιανουαρίου 2003 έως 30 Σεπτεμβρίου 2006 ή, τουλάχιστον, από τον Ιανουάριο του 2005 έως το τέλος του χρονικού διαστήματος το οποίο αφορούσε η έρευνα, δηλαδή έως τις 30 Σεπτεμβρίου 2006. Αντιθέτως, από τον πίνακα αυτόν προκύπτει ότι οι τιμές αυξήθηκαν μεταξύ 2003 και 2004 και κατά το χρονικό διάστημα το οποίο αφορούσε η έρευνα. Οι τάσεις αυτές επιβεβαιώνονται από τα σχετικά με τη μέση τιμή στην Κοινότητα στοιχεία, τα οποία παρατίθενται στην αιτιολογική σκέψη 96 του προσωρινού κανονισμού και δεν αμφισβητήθηκαν από τις προσφεύγουσες. Επομένως, δεν ευσταθεί η θέση τους ότι, λόγω της γενικευμένης πτώσεως των τιμών του σιδηροπυριτίου, δεν είναι εύλογη η διαπίστωση ότι, ελλείψει των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ, οι κοινοτικές θα μπορούσαν να αυξηθούν σε επίπεδο τέτοιο ώστε η κοινοτική βιομηχανία να είναι σε θέση να καλύψει το κόστος της και να πραγματοποιήσει εύλογο κέρδος.

62      Δεύτερον, όσον αφορά το επιχείρημα σχετικά με τις διακυμάνσεις της ζήτησης στη σιδηρουργία και την ανάλυση των τιμών του σιδηροπυριτίου σε σχέση με την παγκόσμια παραγωγή ακατέργαστου χάλυβα, οι προσφεύγουσες αμφισβητούν το γράφημα το οποίο κατάρτισαν τα θεσμικά όργανα και συμπεριέλαβαν στο τελικό ενημερωτικό έγγραφο, και το οποίο απεικονίζει την εξέλιξη των τιμών του σιδηροπυριτίου στην Κοινότητα σε συνάρτηση με την εξέλιξη της παγκόσμιας παραγωγής ακατέργαστου χάλυβα, επικαλούνται, δε, προς στήριξη του επιχειρήματός τους, γράφημα συνημμένο στο δικόγραφο της προσφυγής, το οποίο αποτυπώνει την εξέλιξη της κοινοτικής τιμής του σιδηροπυριτίου σε σχέση με την εξέλιξη της κοινοτικής παραγωγής χάλυβα. Εντούτοις, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, το γράφημα αυτό δεν αποδεικνύει ότι η κοινοτική τιμή του σιδηροπυριτίου ακολουθούσε τις διακυμάνσεις της κοινοτικής παραγωγής χάλυβα και ότι μειώθηκε όταν η ζήτηση στην κοινοτική σιδηρουργία παρέμεινε στάσιμη ή μειώθηκε.

63      Συγκεκριμένα, πρώτον, όπως επισήμανε το Συμβούλιο, το γράφημα αυτό εμφαίνει ότι η κοινοτική τιμή δεν ακολουθούσε πάντα τις διακυμάνσεις της κοινοτικής παραγωγής χάλυβα. Επί παραδείγματι, από το γράφημα προκύπτει ότι το 2004, όταν αυξήθηκε η κοινοτική παραγωγή χάλυβα, η πτώση των τιμών συνεχίστηκε. Ομοίως, σύμφωνα με το γράφημα, η παραγωγή χάλυβα μειώθηκε το 2006, ενώ οι τιμές αυξήθηκαν. Τα παραδείγματα αυτά επιβεβαιώνουν ότι το προσκομισθέν από τις προσφεύγουσες γράφημα δεν αρκεί προ τεκμηρίωση της θέσεώς τους ότι η πτώση των τιμών οφείλεται σε πτώση της ζήτησης.

64      Δεύτερον, από το γράφημα δεν προκύπτει μείωση της ζήτησης καθ’ όλο το υπό εξέταση χρονικό διάστημα. Παρατηρείται, συγκεκριμένα, αύξηση της παραγωγής χάλυβα από το τρίτο τρίμηνο του 2003 έως το δεύτερο τρίμηνο του 2004, από το τέταρτο τρίμηνο του 2004 έως το δεύτερο τρίμηνο του 2005 και κατά τα τρία πρώτα τρίμηνα του χρονικού διαστήματος το οποίο αφορούσε η έρευνα, από την 1η Οκτωβρίου 2005 έως τις 30 Σεπτεμβρίου 2006. Το γράφημα εμφαίνει επίσης αυξήσεις στην τιμή του σιδηροπυριτίου στην Κοινότητα από το τρίτο τρίμηνο του 2003 έως το δεύτερο τρίμηνο του 2004 και καθ’ όλο το χρονικό διάστημα το οποίο αφορούσε η έρευνα. Βάσει της θετικής αυτής εξελίξεως των τιμών, δεν αρκεί να υποστηρίξει κανείς ότι οι κοινοτικές τιμές μειώνονταν όταν η ζήτηση της κοινοτικής σιδηρουργίας παρουσίαζε στασιμότητα ή μείωση, προς απόδειξη της αιτιάσεως ότι είναι προδήλως εσφαλμένη η εκτίμηση του Συμβουλίου ότι, λόγω των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ, η κοινοτική βιομηχανία δεν ήταν σε θέση να αυξήσει τις τιμές πωλήσεως προκειμένου να καλύψει το κόστος. Οι προσφεύγουσες έπρεπε να αποδείξουν, πράγμα που δεν έπραξαν, ότι η αύξηση της παραγωγής χάλυβα κατά τα προαναφερθέντα χρονικά διαστήματα δεν αυξήθηκε τόσο ώστε να οδηγήσει σε αύξηση των τιμών ικανή ώστε οι κοινοτικοί παραγωγοί σιδηροπυριτίου να είναι σε θέση να μετακυλίσουν την αύξηση του κόστους παραγωγής στους καταναλωτές,.

65      Τρίτον, σχετικά με το επιχείρημα ότι, λόγω του ύψους των τιμών στην Κοινότητα, δεν δικαιολογείται η διαπίστωση περί συμπιέσεως των τιμών αυτών, υπενθυμίζεται ότι ο όρος «συμπίεση των τιμών» αποτελεί νομική έννοια που απαντά στο άρθρο 3, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού (νυν άρθρο 3, παράγραφος 3, του κανονισμού 1225/2009). Σχηματικά, κατά την εκτίμηση του βαθμού συμπιέσεως των τιμών, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, τα θεσμικά όργανα προβαίνουν σε σύγκριση των κοινοτικών τιμών προς τις προσαρμοσμένες τιμές των εισαγωγών, από την οποία προκύπτει ως ποσοστό το περιθώριο συμπιέσεως των τιμών. Ομοίως, αν διαπιστωθεί ότι οι κοινοτικές τιμές συμπιέστηκαν ή δεν αυξήθηκαν αρκετά, τα θεσμικά όργανα προβαίνουν σε σύγκριση των τιμών εισαγωγής προς μια κοινοτική τιμή-στόχο, δηλαδή προς την τιμή που θα μπορούσε να επιτευχθεί αν δεν υπήρχαν οι εισαγωγές που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ, από τη σύγκριση δε αυτή προκύπτει, επίσης ως ποσοστό, το περιθώριο εξαλείψεως της ζημίας. Εν προκειμένω, από τις αιτιολογικές σκέψεις 87 έως 89 και 112 του προσωρινού κανονισμού προκύπτει ότι τα θεσμικά όργανα προσδιόρισαν το περιθώριο συμπιέσεως των τιμών, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 3, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού. Συγκεκριμένα, στην αιτιολογική σκέψη 89 του προσωρινού κανονισμού η Επιτροπή ανέφερε ότι υπολόγισε περιθώρια συμπιέσεως των τιμών κυμαινόμενα από 4 έως 11 % ανάλογα με τον παραγωγό-εξαγωγέα, εξαιρουμένων τριών παραγωγών-εξαγωγέων ως προς τους οποίους δεν διαπιστώθηκε τέτοιο περιθώριο. Οι προσφεύγουσες, πάντως, δεν προέβαλαν κανένα επιχείρημα προς αντίκρουση του υπολογισμού, από τα θεσμικά όργανα, των περιθωρίων συμπιέσεως των τιμών. Η απλή διαπίστωση ότι οι κοινοτικές τιμές ήταν οι υψηλότερες παγκοσμίως δεν αρκεί προς αμφισβήτηση του εν λόγω υπολογισμού.

66      Κατόπιν των προεκτεθέντων, κρίνεται ότι οι προσφεύγουσες δεν μπόρεσαν να αποδείξουν με τα επιχειρήματά τους ότι το Συμβούλιο υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη, διαπιστώνοντας ότι η αδυναμία της κοινοτικής βιομηχανίας να αυξήσει σε τέτοιο βαθμό τις τιμές της ώστε να καλύψει το σύνολο του κόστους δεν οφείλεται στη δυναμική της παγκόσμιας αγοράς και στις διακυμάνσεις της ζήτησης στη σιδηρουργία, αλλά στις εισαγωγές που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ.

67      Επομένως, το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

 Επί του τρίτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με τις επιπτώσεις της ζημίας που υπέστη εξ ιδίων η κοινοτική βιομηχανία

 Επί της πρώτης αιτιάσεως, σχετικά με τη μεταστροφή της παραγωγής ορισμένων κοινοτικών παραγωγών 

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

68      Οι προσφεύγουσες διατείνονται ότι το Συμβούλιο δεν έλαβε δεόντως υπόψη του τις επιπτώσεις που είχε, όσον αφορά τη ζημία που υπέστη η κοινοτική βιομηχανία, η εκούσια μεταστροφή της παραγωγής στην οποία προέβησαν οι Huta Laziska SA, OFZ a.s. και Vargön Alloys AB το 2004, έτος το οποίο χαρακτηρίστηκε με τον προσβαλλόμενο κανονισμό ως «ιδιαίτερα προσοδοφόρο».

69      Πρώτον, τα θεσμικά όργανα υπέπεσαν σε χονδροειδή πραγματική πλάνη, η οποία είχε σοβαρές συνέπειες στο πλαίσιο της σχετικής με τον αιτιώδη σύνδεσμο αναλύσεως, διότι, ενώ από την αιτιολογική σκέψη 135 του προσωρινού κανονισμού προκύπτει ότι το 2004 δύο κοινοτικοί παραγωγοί σιδηροπυριτίου στράφηκαν στην παραγωγή κραμάτων μαγγανίου, αντιθέτως, από την αιτιολογική σκέψη 93 του ίδιου κανονισμού προκύπτει ότι ελήφθη υπόψη μόνον η μείωση της παραγωγής σιδηροπυριτίου μετά το 2005. Πάντως, η απόφαση για μείωση της παραγωγής σιδηροπυριτίου υπό ευνοϊκές συνθήκες αγοράς είχε ως συνέπεια την αύξηση του ενιαίου κόστους παραγωγής σιδηροπυριτίου, τη μείωση της παραγωγής και των πωλήσεων, καθώς και μεγαλύτερη έλλειψη στην αγορά. Αφετέρου, η παράλειψη συνεκτιμήσεως των μεταστροφών στην παραγωγή κατά το 2004 είχε ως συνέπεια τον σχηματισμό παραπλανητικής εικόνας όσον αφορά την παραγωγική δυνατότητα και την αποδοτικότητα της κοινοτικής βιομηχανίας.

70      Δεύτερον, τα θεσμικά όργανα υπέπεσαν σε πρόδηλη πλάνη, καθώς εκτίμησαν ότι η μεταστροφή της παραγωγής αποτέλεσε αντίδραση στις εισαγωγές που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ. Συγκεκριμένα, αφενός, το 2004 ήταν εξαιρετικά ευνοϊκό έτος, διότι η αποδοτικότητα της κοινοτικής βιομηχανίας αυξήθηκε στο υψηλότερο επίπεδο εντός του υπό εξέταση χρονικού διαστήματος και η απόδοση της επένδυσης ανήλθε σχεδόν στο 20 %, και, αφετέρου, η Huta Laziska επέλεξε να στραφεί στην παραγωγή πυριτιομαγγανίου, προϊόντος του οποίου η παραγωγή απαιτεί χαμηλότερη ενεργειακή κατανάλωση και είναι περισσότερο αποδοτική. Επομένως, κατά τις προσφεύγουσες, η ζημία που υπέστη η κοινοτική βιομηχανία το 2005 και κατά το χρονικό διάστημα το οποίο αφορούσε η έρευνα εξηγείται από την εκούσια μεταστροφή της παραγωγής, συνέπεια της οποίας ήταν η αύξηση του κόστους παραγωγής, η οποία προκάλεσε περαιτέρω μείωση της παραγωγής.

71      Το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από τις παρεμβαίνουσες, αμφισβητεί τα επιχειρήματα των προσφευγουσών.

–       Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

72      Η υπό κρίση αιτίαση αφορά, κατ’ ουσίαν, τον τρόπο με τον οποίον τα θεσμικά όργανα ανέλυσαν τις επιπτώσεις που είχε για την κοινοτική βιομηχανία το γεγονός ότι το 2004 ορισμένοι κοινοτικοί παραγωγοί αποφάσισαν να χρησιμοποιήσουν τους κλιβάνους παραγωγής σιδηροπυριτίου για την παραγωγή πυριτιομαγγανίου.

73      Επισημαίνεται, συναφώς, ότι η Επιτροπή ανέλυσε τις επιπτώσεις της εν λόγω μεταστροφής της παραγωγής με τις αιτιολογικές σκέψεις 135 και 136 του προσωρινού κανονισμού. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή επισήμανε ότι, παρά το σχετικό κόστος, υπήρξε όντως μεταστροφή της παραγωγής το 2004, καθώς υπήρχε τότε έλλειψη σε κράματα μαγγανίου στην κοινοτική αγορά, ενώ η προσφορά σιδηροπυριτίου ήταν επαρκής. Η Επιτροπή κατέληξε ότι η απόφαση ορισμένων κοινοτικών παραγωγών να μειώσουν την παραγωγή δεν ήταν εκούσια, αλλ’ οφείλεται στις εισαγωγές που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ, λόγω των οποίων οι πωλήσεις σιδηροπυριτίου κατέστησαν μη επικερδείς για την κοινοτική βιομηχανία. Εξάλλου, προκειμένου να ληφθεί υπόψη η μεταβολή στη χρήση των κλιβάνων, η Επιτροπή προσάρμοσε, με την αιτιολογική σκέψη 93 του προσωρινού κανονισμού, τα σχετικά με την παραγωγική δυνατότητα δεδομένα του 2005 και εντεύθεν, τα οποία περιλαμβάνονται στον πίνακα με τα στοιχεία που αφορούν την παραγωγική δυνατότητα και τη χρήση της παραγωγικής δυνατότητας.

74      Οι προσφεύγουσες αμφισβητούν τόσο την αιτιολογική σκέψη 93 όσο και τις αιτιολογικές σκέψεις 135 και 136 του προσωρινού κανονισμού.

75      Πρώτον, όσον αφορά το επιχείρημα των προσφευγουσών περί πλάνης εκτιμήσεως στην αιτιολογική σκέψη 93 του προσωρινού κανονισμού, το Συμβούλιο διευκρίνισε, απαντώντας σε έγγραφη ερώτηση υποβληθείσα στο πλαίσιο μέτρου οργανώσεως της διαδικασίας, ότι η μεταστροφή της παραγωγής πραγματοποιήθηκε στις αρχές Δεκεμβρίου του 2004. Παραδέχθηκε, επίσης, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι η παραγωγική δυνατότητα την οποία αφορούσε η μεταστροφή δεν κατέστη δυνατό να χρησιμοποιηθεί για την παραγωγή σιδηροπυριτίου τον Δεκέμβριο του 2004. Διαπιστώνεται, επομένως, ότι τα σχετικά με την παραγωγική δυνατότητα στοιχεία έπρεπε να προσαρμοστούν όχι από το 2005, αλλά από το 2004 και εντεύθεν. Κατά συνέπεια, η αιτιολογική σκέψη 93 του προσωρινού κανονισμού εμπεριέχει ανακρίβεια ως προς τα πραγματικά περιστατικά.

76      Το Γενικό Δικαστήριο, πάντως, δεν δέχεται τη θέση των προσφευγουσών σχετικά με τις συνέπειες της ανακρίβειας αυτής. Συγκεκριμένα, αφενός, διαπιστώνεται ότι, όπως επισήμανε το Συμβούλιο κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, λαμβανομένου υπόψη του ότι η μείωση της παραγωγικής δυνατότητας επήλθε μόλις τον Δεκέμβριο του 2004, η συνολική προσαρμογή της εν λόγω δυνατότητας για το 2004 αντιστοιχεί σε ελάχιστο όγκο παραγωγής, ίσο προς το ένα δωδέκατο της προσαρμογής για το 2005. Αφετέρου, ακόμη και αν η προσαρμογή της παραγωγικής δυνατότητας είχε πραγματοποιηθεί και για το 2004, η οικονομική κατάσταση της κοινοτικής αγοράς του σιδηροπυριτίου για το 2004 θα ήταν η εξής: αύξηση της ζήτησης, αύξηση του όγκου των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ, μείωση της παραγωγής, μικρή μείωση της παραγωγικής δυνατότητας, μείωση των πωλήσεων και του μεριδίου αγοράς της κοινοτικής βιομηχανίας, αύξηση των τιμών πωλήσεως, του περιθωρίου κέρδους και της αποδόσεως των επενδύσεων. Με άλλα λόγια, εξαιρουμένων της παραγωγικής δυνατότητας, της παραγωγής, των πωλήσεων και των μεριδίων αγοράς, όλοι οι οικονομικοί δείκτες θα ήταν θετικοί. Βεβαίως, υπό τέτοιες περιστάσεις είναι εύλογη η εκτίμηση ότι η απόφαση ορισμένων κοινοτικών παραγωγών για μεταστροφή της παραγωγής τους είναι απόρροια επιλογών εμπορικού χαρακτήρα, με σκοπό την επίτευξη υψηλότερων αποδόσεων στην αγορά του πυριτιομαγγανίου και δεν οφείλεται στις εισαγωγές οι οποίες αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ στην αγορά του σιδηροπυριτίου και, ως εκ τούτου, έπληξαν την αποδοτικότητα της κοινοτικής βιομηχανίας. Εξίσου, όμως, εύλογη είναι και η εκτίμηση ότι η απόφαση ορισμένων κοινοτικών παραγωγών για μεταστροφή της παραγωγής τους οφείλεται όχι μόνο στις προοπτικές επιτεύξεως υψηλότερων αποδόσεων στην αγορά του πυριτιομαγγανίου, αλλά και στις εισαγωγές σε χαμηλή τιμή, οι οποίες είχαν ήδη αυξηθεί κατά πολύ, καθιστώντας λιγότερο ελκυστικές τις αποδόσεις στην αγορά του σιδηροπυριτίου σε σχέση με την αγορά του πυριτιομαγγανίου.

77      Επομένως, η σχετική με τον αιτιώδη σύνδεσμό ανάλυση δεν θίγεται λόγω του σφάλματος στην αιτιολογική σκέψη 93 του προσωρινού κανονισμού.

78      Δεύτερον, όσον αφορά το επιχείρημα των προσφευγουσών περί πρόδηλης πλάνης στην οποία υπέπεσαν τα θεσμικά όργανα, εκτιμώντας, με την αιτιολογική σκέψη 136 του προσωρινού κανονισμού, ότι η μεταστροφή της παραγωγής αποτέλεσε αντίδραση στις εισαγωγές που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ, διαπιστώθηκε, με τη σκέψη 76 ανωτέρω, ότι όσο εύλογη είναι η εκτίμηση ότι η μεταστροφή της παραγωγής ήταν αποτέλεσμα αποφάσεως εμπορικού χαρακτήρα, με σκοπό την επίτευξη υψηλότερης αποδοτικότητας στην αγορά του πυριτιομαγγανίου, και δεν οφείλεται στις εισαγωγές οι οποίες αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ στην αγορά του σιδηροπυριτίου και, ως εκ τούτου, έπληξαν την αποδοτικότητα της κοινοτικής βιομηχανίας, εξίσου εύλογη είναι και η εκτίμηση ότι η μεταστροφής της παραγωγής οφείλεται όχι μόνο στις προοπτικές επιτεύξεως υψηλότερων αποδόσεων στην αγορά του πυριτιομαγγανίου, αλλά και στις εισαγωγές σε χαμηλή τιμή στην αγορά του σιδηροπυριτίου.

79      Κατά συνέπεια, διαπιστώνεται ότι οι προσφεύγουσες δεν μπόρεσαν να αποδείξουν με τα επιχειρήματά τους ότι το Συμβούλιο υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως.

80      Κατόπιν των προεκτεθέντων, η υπό κρίση αιτίαση είναι απορριπτέα ως αβάσιμη.

 Επί της δεύτερης αιτιάσεως, σχετικά με τη διακοπή της παραγωγής ορισμένων κοινοτικών παραγωγών 

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

81      Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι το Συμβούλιο δεν έλαβε υπόψη του τις επιπτώσεις που είχε όσον αφορά τη ζημία που υπέστη η κοινοτική βιομηχανία η εκούσια διακοπής της παραγωγής στην οποία προέβησαν ορισμένοι κοινοτικοί παραγωγοί, δεχόμενο οι επιπτώσεις αυτές οφείλονται στις επίμαχες εισαγωγές.

82      Πρώτον, το Συμβούλιο υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, μη δεχόμενο να συνεκτιμήσει, στην αιτιολογική σκέψη 101 του προσβαλλόμενου κανονισμού, τις συνέπειες που είχε η διακοπή της παραγωγής της Huta Laziska, με το αιτιολογικό ότι η σχετική με τον αιτιώδη σύνδεσμο εκτίμηση πρέπει να αφορά την κοινοτική βιομηχανία συνολικά, παρά το γεγονός ότι η συγκεκριμένη παράμετρος επηρέασε τις επιδόσεις της κοινοτικής βιομηχανίας συνολικά. Συναφώς, οι προσφεύγουσες επισημαίνουν, πρώτον, ότι η Huta Laziska έπαυσε επανειλημμένως την παραγωγή της κατά το υπό εξέταση χρονικό διάστημα, λόγω δυσχερειών στις συναλλαγές της με τον προμηθευτή ηλεκτρικής ενέργειας, δεύτερον, ότι αναγκάστηκε να στραφεί στην παραγωγή προϊόντων όπως το πυριτιομαγγάνιο, των οποίων η παραγωγή απαιτεί χαμηλότερη κατανάλωση ενέργειας και είναι αποδοτικότερη, και, τρίτον, ότι, στο πλαίσιο του κανονισμού (ΕΚ) 1420/2007 του Συμβουλίου, της 4ης Δεκεμβρίου 2007, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές πυριτιομαγγανίου καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας και Καζακστάν και για τερματισμό της διαδικασίας για τις εισαγωγές πυριτιομαγγανίου καταγωγής Ουκρανίας (ΕΕ L 317, σ. 5), τα θεσμικά όργανα ανέλυσαν χωριστά την κατάσταση της Huta Laziska.

83      Δεύτερον, τα θεσμικά όργανα υπέπεσαν σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, διότι παρέλειψαν να λάβουν υπόψη τους τις συνέπειες που είχε η διακοπή της παραγωγής στην οποία προέβησαν, αφενός, η FerroAtlántica SL σε περιόδους υψηλής κατανάλωσης ενέργειας, κατά τις οποίες ο εν λόγω παραγωγός μεγιστοποίησε τα κέρδη του, και, αφετέρου, η Vargön Alloys, η οποία έπαυσε την παραγωγή σιδηροπυριτίου κατά το χρονικό διάστημα το οποίο αφορούσε η έρευνα. Όσον αφορά τη FerroAtlántica, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν με το υπόμνημα απαντήσεως ότι η άποψη του Συμβουλίου, ότι η παύση της παραγωγής σιδηροπυριτίου κατά τις ώρες υψηλής καταναλώσεως ηλεκτρικής ενέργειας αποτελούσε πάγια εμπορική πρακτική της εν λόγω εταιρίας, διατυπώθηκε για πρώτη φορά με το υπόμνημα αντικρούσεως. Επιπλέον, η άποψη αυτή αντιφάσκει προς την αιτιολογική σκέψη 81 του προσβαλλόμενου κανονισμού, με την οποία το Συμβούλιο υποστήριξε ότι δεν ήταν συνήθης η μείωση της παραγωγής λόγω διακοπών στην παροχή ηλεκτρικής ενέργειας.

84      Το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από τις παρεμβαίνουσες, αμφισβητεί τα επιχειρήματα των προσφευγουσών.

–       Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

85      Η υπό κρίση αιτίαση αφορά τον τρόπο με τον οποίον τα θεσμικά όργανα ανέλυσαν τις επιπτώσεις που είχε για την κοινοτική βιομηχανία, η διακοπή της παραγωγής τριών κοινοτικών παραγωγών, των Huta Laziska, FerroAtlántica και Vargön Alloys.

86      Κατ’ ουσίαν, οι προσφεύγουσες προσάπτουν στο Συμβούλιο, αφενός, ότι ανέλυσε εσφαλμένως, με την αιτιολογική σκέψη 101 του προσβαλλόμενου κανονισμού, τις συνέπειες της διακοπής της παραγωγής της Huta Laziska και, αφετέρου, ότι δεν έλαβε υπόψη του τη διακοπή της παραγωγής των FerroAtlántica και Vargön Alloys.

87      Πρώτον, όσον αφορά την πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως στην περίπτωση της Huta Laziska, υπενθυμίζεται ότι με την αιτιολογική σκέψη 101 του προσβαλλόμενου κανονισμού το Συμβούλιο διαπίστωσε ότι η αιτία της ζημίας πρέπει να εξεταστεί ως προς την κοινοτική βιομηχανία συνολικά και ότι, ακόμη και αν τα σχετικά με τον συγκεκριμένο παραγωγό στοιχεία δεν λαμβάνονταν υπόψη κατά την αξιολόγηση της ζημίας, οι τάσεις που παρατηρήθηκαν για τις λοιπές επιχειρήσεις του συγκεκριμένου κλάδου της κοινοτικής βιομηχανίας θα παρέμεναν προδήλως αρνητικές, εμφαίνοντας την ύπαρξη σημαντικής ζημίας.

88      Συναφώς, επισημαίνεται, καταρχάς, ότι, όπως υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, η ανάλυση περί αιτιώδους συνδέσμου δεν είναι απαραίτητο να αφορά την κοινοτική βιομηχανία συνολικά, με συνέπεια να μην είναι δυνατόν να ληφθεί υπόψη η ζημία που υπέστη ένας μεμονωμένος κοινοτικός παραγωγός εξ άλλης αιτίας, πέραν των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ. Συγκεκριμένα, όπως προαναφέρθηκε στη σκέψη 30, στο πλαίσιο της «απαλλακτικής» αναλύσεως που προβλέπεται στο άρθρο 3, παράγραφος 7, του βασικού κανονισμού, τα θεσμικά όργανα υποχρεούνται, αφενός, να εξετάζουν όλες τις λοιπές γνωστές παραμέτρους που προξένησαν ζημία στην κοινοτική βιομηχανία κατά το ίδιο χρονικό διάστημα με τις εισαγωγές που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ, και, αφετέρου, να εξασφαλίζουν ότι η οφειλόμενη στις εν λόγω παραμέτρους ζημία δεν καταλογίζεται στις εισαγωγές που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ. Το άρθρο 3, παράγραφος 7, του βασικού κανονισμού δεν ορίζει ότι, κατά την εξέταση αυτή, δεν πρέπει να ληφθεί υπόψη η ζημία που προκαλείται από άλλες παραμέτρους στην κοινοτική βιομηχανία συνολικά. Λαμβανομένου υπόψη του σκοπού της διατάξεως αυτής, ο οποίος, όπως προαναφέρθηκε στη σκέψη 31, συνίσταται στο να έχουν τα θεσμικά όργανα τη δυνατότητα να διαχωρίζουν και να διακρίνουν τις επιπτώσεις των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ από τις επιπτώσεις άλλων παραμέτρων, ενδέχεται, υπό σε ορισμένες προϋποθέσεις, η ζημία που μεμονωμένα υπέστη ένας κοινοτικός παραγωγός από άλλη αιτία, πέραν των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ, να πρέπει να συνεκτιμηθεί, εφόσον αποτελεί μέρος της ζημίας που υπέστη η κοινοτική βιομηχανία συνολικά.

89      Περαιτέρω, είναι αληθές ότι με την αιτιολογική σκέψη 101 του προσβαλλόμενου κανονισμού το Συμβούλιο διαπίστωσε, κατά τρόπο κάπως απόλυτο, ότι η ανάλυση περί των αιτίων της ζημίας πρέπει να αφορά την κοινοτική βιομηχανία συνολικά, αφήνοντας να εννοηθεί ότι μια παράμετρος της ζημίας που θίγει μεμονωμένα έναν κοινοτικό παραγωγό δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη. Ωστόσο, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, η ζημία που ενδεχομένως υπέστη η Huta Laziska λόγω της διακοπής της παραγωγής ελήφθη δεόντως υπόψη. Συγκεκριμένα, όπως προαναφέρθηκε στη σκέψη 87, το Συμβούλιο διευκρίνισε ότι, ακόμη και αν τα σχετικά με τον συγκεκριμένο παραγωγό στοιχεία δεν λαμβάνονταν υπόψη κατά την αξιολόγηση της ζημίας, οι τάσεις που παρατηρήθηκαν για την κοινοτική βιομηχανία θα εξακολουθούσαν να εμφαίνουν την ύπαρξη σημαντικής ζημίας. Οι προσφεύγουσες, όμως, δεν επιδιώκουν να αποδείξουν ότι η εκτίμηση αυτή είναι προδήλως εσφαλμένη. Αρκούνται στη διατύπωση της θέσεως ότι η διακοπή της παραγωγής οφείλεται στις δυσχέρειες που αντιμετώπισε η Huta Laziska όσον αφορά την προμήθεια ηλεκτρικής ενέργειας, πράγμα που το Συμβούλιο έλαβε υπόψη του με την αιτιολογική σκέψη 101 του προσβαλλόμενου κανονισμού.

90      Τέλος, σχετικά με τον κανονισμό 1420/2007, υπενθυμίζεται με τις σκέψεις 50 και 51 ανωτέρω ότι απόκειται στα θεσμικά όργανα να εξετάσουν, στο πλαίσιο της εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτουν, αν η κοινοτική βιομηχανία υπέστη ζημία και αν η ζημία αυτή οφείλεται στις εισαγωγές που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ ή αν συνέβαλαν σε αυτήν άλλες γνωστές παράμετροι. Η εξουσία εκτιμήσεως πρέπει να ασκείται κατά περίπτωση, λαμβανομένων υπόψη όλων των κρίσιμων πραγματικών περιστατικών (βλ., συναφώς, απόφαση του Δικαστηρίου της 14ης Μαρτίου 1990, C‑156/87, Gestetner Holdings κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, Συλλογή 1990, σ. I‑781, σκέψη 43). Εν πάση περιπτώσει, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, η μεταχείριση της Huta Laziska με τον προσβαλλόμενο κανονισμό δεν διαφέρει κατά πολύ από τη μεταχείρισή της με τον κανονισμό 1420/2007. Όπως συμβαίνει και με τον προσβαλλόμενο κανονισμό, ο κανονισμός 1420/2007 δεν περιέχει τμήμα που να αφορά ειδικά τη Huta Laziska. Επιπλέον, όπως και με τον προσβαλλόμενο κανονισμό, η περίπτωση της Huta Laziska εξετάζεται με τον κανονισμό 1420/2007 στο τμήμα που έχει ως αντικείμενο τις επιπτώσεις που είχε η εξέλιξη του κόστους παραγωγής ως προς τη ζημία. Μία μόνο διαφορά εντοπίζεται μεταξύ του κανονισμού 1420/2007 και του προσβαλλόμενου κανονισμού. Ενώ, με τον προσβαλλόμενο κανονισμό το Συμβούλιο δέχεται, αποκλειστικά και μόνον υποθετικά, προκειμένου να αποκλείσει όλα τα ενδεχόμενα όσον αφορά την αξιολόγηση της ζημίας που υπέστη η κοινοτική βιομηχανία συνολικά, ότι η ζημία που υπέστη η Huta Laziska ενδέχεται να οφείλεται στη διαμάχη της με τον προμηθευτή της ηλεκτρικής ενέργειας, με τον κανονισμό1420/2007 παραδέχθηκε ότι η αύξηση του κόστους της ηλεκτρικής ενέργειας είχε ενδεχομένως επιπτώσεις στις επιδόσεις της Huta Laziska, πλην όμως η εξέλιξη του κόστους παραγωγής, συνολικά εξεταζόμενη, δεν συνέτεινε στη ζημία που υπέστη η κοινοτική βιομηχανία.

91      Επομένως, οι προσφεύγουσες δεν μπόρεσαν να αποδείξουν με τα επιχειρήματά τους ότι η αιτιολογική σκέψη 101 του προσβαλλόμενου κανονισμού εμπεριέχει πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως.

92      Δεύτερον, σχετικά με την πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως στην οποία φέρονται να έχουν υποπέσει τα θεσμικά όργανα κατά την εξέταση της διακοπής της παραγωγής της FerroAtlántica και της Vargön Alloys, επισημαίνεται, πρώτον, όσον αφορά τη FerroAtlántica, ότι κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση οι προσφεύγουσες διευκρίνισαν ότι, κατ’ αυτές, η εν λόγω εταιρία υπέστη εξ ιδίων ζημία, λόγω της διακοπής της παραγωγής της, διότι η αύξηση της τιμής της ηλεκτρικής παρακίνησε τη FerroAtlántica να στραφεί στις πωλήσεις ηλεκτρικής ενέργειας αντί των πωλήσεων σιδηροπυριτίου. Διαπιστώνεται, όμως, ότι το μόνο έγγραφο που επικαλούνται οι προσφεύγουσες, προς στήριξη της αιτιάσεως περί πρόδηλης πλάνη εκτιμήσεως των θεσμικών οργάνων, είναι έγγραφο της FerroAtlántica προς τη Euroalliages με ημερομηνία 26 Φεβρουαρίου 2007. Με το έγγραφο αυτό η FerroAtlántica διευκρίνισε ότι, λόγω του συστήματός της τιμολογήσεως, έπαυε την παραγωγή σιδηροπυριτίου κατά τις ώρες αιχμής στην κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας και ότι μεταπωλούσε την ηλεκτρική ενέργεια που παρήγε κατά τις ώρες αυτές. Το έγγραφο αυτό ουδόλως αποδεικνύει ότι η FerroAtlántica διακόπτει την παραγωγή της όταν οι τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας αυξάνονται. Επομένως, οι προσφεύγουσες δεν προέβαλαν κανένα στοιχείο που να αποδεικνύει ότι η μείωση της παραγωγής της FerroAtlántica κατά τις ώρες αιχμής στην κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας συνέβαλε στη ζημία που υπέστη η κοινοτική βιομηχανία συνολικά και ότι το Συμβούλιο όφειλε να λάβει την εν λόγω μείωση της παραγωγής υπόψη.

93      Δεύτερον, όσον αφορά τη Vargön Alloys, οι προσφεύγουσες προβάλλουν απλώς ότι η εταιρία αυτή έπαυσε την παραγωγή στα μέσα του χρονικού διαστήματος το οποίο αφορούσε η έρευνα. Με έγγραφο συνημμένο στο δικόγραφο της προσφυγής διατυπώνουν την άποψη ότι η διακοπή αυτή οφείλεται στο ύψος των τιμών της ηλεκτρικής ενέργειας, χωρίς όμως να παραθέτουν στοιχεία προς στήριξη της απόψεως αυτής. Συνεπώς, δεν απέδειξαν ότι η εν λόγω εταιρία υπέστη ζημία εξ ιδίων και ότι η διακοπή της παραγωγής δεν οφείλεται στις εισαγωγές που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ. Επομένως, δεν ευσταθεί η αιτίαση ότι το Συμβούλιο υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, επειδή δεν εξέτασε ειδικά την περίπτωση της Vargön Alloys.

94      Κατόπιν των προεκτεθέντων, η υπό κρίση αιτίαση του τρίτου σκέλους του τρίτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως κρίνεται απορριπτέα ως αβάσιμη.

 Επί της τρίτης αιτιάσεως, σχετικά με τη χρήση της θεωρητικής ονομαστικής παραγωγικής δυνατότητας 

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

95      Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι το Συμβούλιο υπέπεσε σε πλάνη εκτιμήσεως, παρέβη το άρθρο 3, παράγραφος 7, του βασικού κανονισμού και προσέβαλε τα δικαιώματά τους άμυνας, καθώς, αντί να στηριχθεί στην πραγματική παραγωγή, έλαβε υπόψη του τη θεωρητική ονομαστική παραγωγική δυνατότητα.

96      Πρώτον, το Συμβούλιο υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, διότι, πρώτον, δεν έλαβε υπόψη του στοιχεία όπως η μεταστροφή της παραγωγής και οι διακοπές στην παροχή ηλεκτρικής ενέργειας, οι οποίες επηρέασαν σε μεγάλο βαθμό σημαντικές παραμέτρους της ζημίας, όπως είναι η παραγωγική δυνατότητα και η χρήση της παραγωγικής δυνατότητας.

97      Δεύτερον, οι προσφεύγουσες χαρακτηρίζουν εσφαλμένη τη θέση του Συμβουλίου ότι, ακόμη και αν είχε ληφθεί υπόψη η πραγματική παραγωγική δυνατότητα, δεν θα μεταβάλλονταν οι τάσεις της εξελίξεως της παραγωγικής δυνατότητας και της χρήσεως της παραγωγικής δυνατότητας, καθώς και οι σχετικές με τη ζημία διαπιστώσεις. Συγκεκριμένα, ακόμη και αν οι τάσεις που παρατηρήθηκαν όσον αφορά την παραγωγική δυνατότητα και τη χρήση της παραγωγικής δυνατότητας παρέμεναν αμετάβλητες, το γεγονός, π.χ., ότι η χρήση της παραγωγικής δυνατότητας ανήλθε από το 50 στο 95 % είναι σημαντικό, καθώς μια τέτοια αύξηση εμφαίνει ότι η κοινοτική βιομηχανία δεν δύναται να καλύψει τη ζήτηση.

98      Τρίτον, κατά τις προσφεύγουσες, η θέση του Συμβουλίου ότι η θεωρητική ονομαστική παραγωγική δυνατότητα μπορεί να ληφθεί υπόψη, διότι οι παύσεις ή οι μειώσεις παραγωγής δεν συνέβαιναν τακτικά, είναι απόρροια χονδροειδούς σφάλματος ως προς τα πραγματικά περιστατικά και πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως. Οι προσφεύγουσες επισημαίνουν, αφενός, ότι οι παύσεις ή οι μειώσεις της παραγωγής συνέβαιναν τακτικά και έπρεπε να ληφθούν υπόψη. Τούτο ισχύει όσον αφορά τις παύσεις της παραγωγής της FerroAtlántica κατά τις ώρες αιχμής στην κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας, οι οποίες αποτελούσαν μέλος της εμπορικής στρατηγικής της και, ως εκ τούτου, συνέβαιναν τακτικά. Ομοίως, οι κλίβανοι σιδηροπυριτίου δεν μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν κατά το διάστημα της ετήσιας συντηρήσεώς τους. Αφετέρου, οι προσφεύγουσες προβάλλουν ότι ο υπολογισμός της παραγωγικής δυνατότητας βάσει μόνον των γεγονότων που επαναλαμβάνονται τακτικά συνιστά πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως. Συγκεκριμένα, όταν μειωνόταν η παροχή ηλεκτρικής ενέργειας, μειωνόταν και η παραγωγική δυνατότητα της Huta Laziska, με συνέπεια η εν λόγω επιχείρηση να βρίσκεται σε αδυναμία παραγωγής σιδηροπυριτίου, ανεξαρτήτως των συνθηκών της αγοράς.

99      Δεύτερον, κατά τις προσφεύγουσες, το γεγονός ότι η σχετική με τον αιτιώδη σύνδεσμό ανάλυση στηρίχθηκε στη θεωρητική ονομαστική παραγωγική δυνατότητα, και όχι στην πραγματική παραγωγική δυνατότητα, συνιστά παράβαση του προβλεπόμενου στο άρθρο 3, παράγραφος 7, του βασικού κανονισμού κανόνα περί μη καταλογισμού, διότι έτσι αποκρύπτεται η πραγματική αιτία της μεταβολής των σχετικών με την παραγωγή αριθμητικών μεγεθών.

100    Τρίτον, οι προσφεύγουσες προβάλλουν ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός θίγει τα δικαιώματά τους άμυνας, διότι δεν τεκμηριώνεται η άποψη ότι, ακόμη και αν είχε ληφθεί υπόψη η πραγματική παραγωγική δυνατότητα, οι τάσεις που παρατηρήθηκαν θα παρέμεναν αμετάβλητες.

101    Το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από τις παρεμβαίνουσες, αμφισβητεί τα επιχειρήματα των προσφευγουσών.

–       Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

102    Στο πλαίσιο της υπό κρίση αιτιάσεως, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν, κατ’ ουσίαν, ότι, λόγω της χρήσεως της θεωρητικής ονομαστικής παραγωγικής δυνατότητας, αντί της πραγματικής παραγωγικής δυνατότητας, τα θεσμικά όργανα, πρώτον, υπέπεσαν σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως και σε πλάνη περί τα πράγματα, δεύτερον, παρέβησαν το άρθρο 3, παράγραφος 7, του βασικού κανονισμού και, τρίτον, προσέβαλαν τα δικαιώματα άμυνας των προσφευγουσών.

103    Πρώτον, σχετικά με την πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως και την πλάνη περί τα πράγματα στις οποίες φέρεται να έχουν υποπέσει τα θεσμικά όργανα, υπενθυμίζεται ότι η Επιτροπή εξήγησε, με τις αιτιολογικές σκέψεις 92 και 93 του προσωρινού κανονισμού, ότι προσδιόρισε την παραγωγική δυνατότητα βάσει της θεωρητικής ονομαστικής παραγωγικής δυνατότητας των μονάδων παραγωγής της κοινοτικής βιομηχανίας, την οποία όμως προσάρμοζε κατάλληλα, ώστε να συνεκτιμηθεί το γεγονός ότι δύο κοινοτικοί παραγωγοί είχαν στραφεί από την παραγωγή σιδηροπυριτίου στην παραγωγή άλλων σιδηροκραμάτων κατά το υπό εξέταση χρονικό διάστημα. Εξάλλου, με την αιτιολογική σκέψη 81 του προσβαλλόμενου κανονισμού το Συμβούλιο απάντησε στις επικρίσεις κατά της μεθόδου που εφαρμόστηκε με την αιτιολογική σκέψη 93 του προσωρινού κανονισμού και, ειδικότερα, στις προτάσεις ορισμένων ενδιαφερομένων, στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας, να χρησιμοποιηθεί αριθμητικό μέγεθος προσαρμοσμένο κατάλληλα, ώστε να ληφθούν υπόψη οι διαδοχικές παύσεις στην παραγωγή λόγω διακοπών στην παροχή ηλεκτρικής ενέργειας και λόγω συντήρησης. Η Επιτροπή παραπέμπει, συναφώς, στα πορίσματα της έρευνας, από την οποία, κατά την Επιτροπή, προκύπτει ότι οι παύσεις λειτουργίας των εγκαταστάσεων λόγω συντήρησης ή λόγω διακοπών στην παροχή ηλεκτρικής ενέργειας ήταν προσωρινές και δεν συνέβαιναν τακτικά κατά το υπό εξέταση χρονικό διάστημα. Η Επιτροπή εξήγησε επίσης ότι, ακόμη και αν προσάρμοζε τα σχετικά με την παραγωγική δυνατότητα αριθμητικά δεδομένα, δεν θα μεταβάλλονταν οι διαπιστώσεις της όσον αφορά την εξέλιξη της παραγωγικής δυνατότητας και της χρήσεως της παραγωγικής δυνατότητας, καθώς και οι διαπιστώσεις περί υπάρξεως σημαντικής ζημίας.

104    Οι προσφεύγουσες φρονούν ότι οι εκτιμήσεις αυτές είναι απόρροια πρόδηλης πλάνης, ιδίως επειδή δεν ελήφθησαν υπόψη οι παύσεις και η μεταστροφή της παραγωγής. Η άποψη, όμως, είναι αόριστη, διότι οι προσφεύγουσες δεν διευκρινίζουν σε ποιες παύσεις και μεταστροφές της παραγωγής αναφέρονται. Ωστόσο, ακόμη και αν υποτεθεί ότι αναφέρονται στα γεγονότα για τα οποία έγινε λόγος στο πλαίσιο των δύο αιτιάσεων που εξετάστηκαν προηγουμένως, δηλαδή στη μεταστροφή και στη διακοπή της παραγωγής της Huta Laziska και στη διακοπή της παραγωγής των FerroAtlántica και Vargön Alloys, διαπιστώνεται, πρώτον, ότι οι προσφεύγουσες δεν αμφισβητούν ότι η απόφαση της Huta Laziska, το 2004, να στραφεί από την παραγωγή σιδηροπυριτίου στην παραγωγή πυριτιομαγγανίου ελήφθη υπόψη στον σχετικό με την παραγωγική δυνατότητα και τη χρήση αυτής πίνακα, ο οποίος παρατίθεται στην αιτιολογική σκέψη 93 του προσωρινού κανονισμού, διά προσαρμογής των σχετικών αριθμητικών μεγεθών για το 2005 και για το χρονικό διάστημα το οποίο αφορούσε η έρευνα.

105    Περαιτέρω, όσον αφορά τις παύσεις της παραγωγής της Huta Laziska κατά το 2005 και το 2006, λόγω αντιδικίας με τον προμηθευτή της ηλεκτρικής ενέργειας, και της Vargön Alloys κατά το 2006, λόγω, όπως υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, της αυξήσεως του κόστους της ηλεκτρικής ενέργειας, η συλλογιστική των θεσμικών οργάνων είναι εύλογη και δεν περιέχει πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως. Συγκεκριμένα, από την αιτιολογική σκέψη 81 του προσβαλλόμενου κανονισμού προκύπτει ότι τα θεσμικά όργανα αποφάσισαν να μην προσαρμόσουν τα σχετικά με την παραγωγική δυνατότητα αριθμητικά στοιχεία, διότι οι εν λόγω παύσεις της παραγωγής ήταν προσωρινές. Η προσέγγιση των θεσμικών οργάνων είναι ορθή, διότι, αφενός, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει ότι οι παύσεις της παραγωγής ήταν όντως προσωρινές. Αφετέρου, αν γίνει δεκτό ότι τα σχετικά με την παραγωγική δυνατότητα αριθμητικά στοιχεία αποτυπώνουν τις προσωρινές παύσεις της λειτουργίας των εγκαταστάσεων για τις οποίες γίνεται λόγος εν προκειμένω, συντρέχει παραμόρφωση των στοιχείων αυτών, τα οποία παρέχουν ενδείξεις όσον αφορά την παραγωγική δυνατότητα της κοινοτικής βιομηχανίας και όχι τις διακυμάνσεις της παραγωγής, οι οποίες αποτυπώνονται στα σχετικά με την παραγωγή στοιχεία. Ωστόσο, για να γίνει δεκτό ότι τα θεσμικά όργανα δεν έχουν υποπέσει σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, οι εν λόγω προσωρινές παύσεις της παραγωγής πρέπει να έχουν ληφθεί υπόψη στο πλαίσιο της προβλεπόμενης από το άρθρο 3, παράγραφος 7, του βασικού κανονισμού αναλύσεως περί μη καταλογισμού.

106    Εν προκειμένω, πάντως, τα θεσμικά όργανα διαπίστωσαν, με την αιτιολογική σκέψη 81 του προσβαλλόμενου κανονισμού, ότι, ακόμη και αν είχε γίνει προσαρμογή των σχετικών με την παραγωγική δυνατότητα αριθμητικών μεγεθών, δεν θα μεταβαλλόταν η διαπίστωση ότι η κοινοτική βιομηχανία υπέστη σημαντική ζημία. Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η διαπίστωση αυτή είναι εσφαλμένη, χωρίς, όμως, να προσκομίζουν στοιχεία προς απόδειξη της θέσεώς τους αυτής. Διατείνονται, μόνον, ότι ακόμη και αν οι τάσεις που παρατηρήθηκαν όσον αφορά την παραγωγική δυνατότητα και τη χρήση της παραγωγικής δυνατότητας παρέμεναν αμετάβλητες, το γεγονός, π.χ., ότι η χρήση της παραγωγικής δυνατότητας ανήλθε από το 50 στο 95 % είναι σημαντικό, καθώς μια τέτοια αύξηση εμφαίνει ότι η κοινοτική βιομηχανία δεν δύναται να καλύψει τη ζήτηση. Εκτός του ότι η περίπτωση στην οποία αναφέρονται οι προσφεύγουσες είναι καθαρά θεωρητική, όταν, όπως συμβαίνει, εν προκειμένω, υπάρχουν οικονομικές ενδείξεις ότι η κοινοτική βιομηχανία έχει υποστεί ζημία, το γεγονός ότι η κοινοτική βιομηχανία δεν είναι σε θέση να καλύψει τη ζήτηση δεν αποτελεί ένδειξη σχετικά με την αιτία της ζημίας και, συνεπώς, δεν αποδεικνύει ότι η εν λόγω ζημία δεν οφείλεται στις εισαγωγές που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ.

107    Τέλος, όσον αφορά την παύση της παραγωγής της FerroAtlántica, διαπιστώθηκε, με τη σκέψη 92 ανωτέρω, ότι οι προσφεύγουσες δεν προέβαλαν κανένα στοιχείο που να αποδεικνύει ότι η ανά τακτά διαστήματα μείωση της παραγωγής συνέτεινε στη ζημία που υπέστη η κοινοτική βιομηχανία συνολικά. Όσον αφορά την επισήμανση των προσφευγουσών ότι, αν τα σχετικά με την παραγωγική δυνατότητα στοιχεία προσαρμόζονταν, προκειμένου να συνεκτιμηθούν τυχόν διακυμάνσεις στο ποσοστό της χρήσεως της παραγωγικής δυνατότητας της κοινοτικής βιομηχανίας λόγω παύσεων της παραγωγής προκαλούσαν, θα διαπιστωνόταν ότι η εν λόγω βιομηχανία δεν είχε τη δυνατότητα να καλύψει τη ζήτηση, επισημαίνεται ότι, όπως προαναφέρθηκε στη σκέψη 106 ανωτέρω, όταν υπάρχουν οικονομικές ενδείξεις ότι η κοινοτική βιομηχανία έχει υποστεί ζημία, το γεγονός αυτό δεν αποδεικνύει από μόνο του ότι η εν λόγω ζημία δεν οφείλεται στις εισαγωγές που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ.

108    Κατόπιν των προεκτεθέντων, οι προσφεύγουσες δεν μπόρεσαν να αποδείξουν με τα επιχειρήματά τους την ύπαρξη πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως όσον αφορά τη χρήση της θεωρητικής ονομαστικής παραγωγικής δυνατότητας.

109    Δεύτερον, σχετικά με την παράβαση του άρθρου 3, παράγραφος 7, του βασικού κανονισμού, δεν ευσταθεί η θέση των προσφευγουσών ότι, εφόσον η σχετική με τον αιτιώδη σύνδεσμό ανάλυση στηρίχθηκε στη θεωρητική ονομαστική παραγωγική δυνατότητα, και όχι στην πραγματική παραγωγική δυνατότητα, παραβιάζεται ο κανόνας περί μη καταλογισμού. Συγκεκριμένα, ενώ δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η μεταστροφή της χρήσεως των μέσων παραγωγής, όπως συνέβη εν προκειμένω, καθιστά επιτακτική την προσαρμογή των σχετικών με την παραγωγική δυνατότητα στοιχείων, εντούτοις με τη σκέψη 105 ανωτέρω επισημάνθηκε ότι τα στοιχεία αυτά δεν πρέπει να αντικατοπτρίζουν κάθε προσωρινή παύση της λειτουργίας των εγκαταστάσεων παραγωγής, δεδομένου ότι οι παύσεις της παραγωγής αποτυπώνονται στα σχετικά με την παραγωγή αριθμητικά στοιχεία. Αντιθέτως, σε τέτοιες περιπτώσεις, τα θεσμικά όργανα πρέπει να εξασφαλίζουν την τήρηση των υποχρεώσεων που απορρέουν από το άρθρο 3, παράγραφος 7, του βασικού κανονισμού και να προβαίνουν στη δέουσα ανάλυση περί μη καταλογισμού, στο πλαίσιο της οποίας πρέπει να διαχωρίζεται και να διακρίνεται η ζημία που ενδεχομένως οφείλεται στις προσωρινές παύσεις της παραγωγής από τη ζημία που οφείλεται στις εισαγωγές που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ.

110    Τρίτον, όσον αφορά την προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας, υπενθυμίζεται ότι, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, οι απαιτήσεις που απορρέουν από τον σεβασμό των δικαιωμάτων άμυνας επιβάλλονται όχι μόνο στο πλαίσιο διαδικασιών που μπορούν να καταλήξουν σε επιβολή κυρώσεων, αλλά και στο πλαίσιο διαδικασιών έρευνας που προηγείται της εκδόσεως κανονισμών αντιντάμπινγκ, οι οποίοι μπορούν να επηρεάσουν τις οικείες επιχειρήσεις άμεσα και ατομικά και να έχουν δυσμενείς γι’ αυτές συνέπειες (απόφαση του Δικαστηρίου της 27ης Ιουνίου 1991, C-49/88, Al-Jubail Fertilizer κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1991, σ. I-3187, σκέψη 15). Ειδικότερα, κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας οι ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις πρέπει να είναι σε θέση να γνωστοποιούν επωφελώς την άποψή τους σχετικά με το υποστατό και το λυσιτελές των προβαλλόμενων πραγματικών περιστατικών και καταστάσεων και με τα αποδεικτικά στοιχεία που χρησιμοποίησε η Επιτροπή προς στήριξη του ισχυρισμού της για την ύπαρξη πρακτικής ντάμπινγκ και της ζημίας που προκύπτει από αυτήν (απόφαση Al-Jubail Fertilizer κατά Συμβουλίου, προαναφερθείσα, σκέψη 17).

111    Συναφώς, όπως επισήμανε το Συμβούλιο, το σημείο 80 του τελικού ενημερωτικού εγγράφου είναι, κατ’ ουσίαν, πανομοιότυπο με την αιτιολογική σκέψη 81 του προσβαλλόμενου κανονισμού, κατά την οποία οι τάσεις θα παρέμεναν αμετάβλητες, ακόμη και μετά την προσαρμογή των σχετικών με την παραγωγική δυνατότητα αριθμητικών δεδομένων. Οι προσφεύγουσες, όμως, δεν ζήτησαν με τις παρατηρήσεις τους επί του τελικού ενημερωτικού εγγράφου να λάβουν γνώση των αριθμητικών στοιχείων στα οποία στηρίζεται η εκτίμηση αυτή. Επομένως, δεν ευσταθεί η θέση τους περί προσβολής των δικαιωμάτων άμυνας.

112    Κατόπιν των προεκτεθέντων, η υπό κρίση αιτίαση είναι απορριπτέα ως αβάσιμη.

 Επί της τέταρτης αιτιάσεως, σχετικά με τις επενδύσεις που πραγματοποίησε η κοινοτική βιομηχανία το 2005 και κατά το χρονικό διάστημα το οποίο αφορούσε η έρευνα

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

113    Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι το Συμβούλιο παρέβη τον κανόνα περί μη καταλογισμού, όπως αυτός διατυπώνεται στο άρθρο 3, παράγραφος 7, του βασικού κανονισμού, στον βαθμό που με τον προσβαλλόμενο κανονισμό δεν έλαβε υπόψη του τις επιπτώσεις των σημαντικών επενδύσεων που πραγματοποίησε η κοινοτική βιομηχανία το 2005 και κατά το χρονικό διάστημα το οποίο αφορούσε η έρευνα, επενδύσεων οι οποίες, κατά το χρονικό διάστημα το οποίο αφορούσε η έρευνα, αντιστοιχούσαν σε περισσότερο από το ένα τρίτο των συνολικών απωλειών της κοινοτικής βιομηχανίας. Συναφώς, οι προσφεύγουσες τονίζουν ότι τα θεσμικά όργανα ανέφεραν, στην αιτιολογική σκέψη 99 του προσωρινού κανονισμού, ότι η κοινοτική βιομηχανία επένδυσε σχεδόν 10 εκατομμύρια ευρώ το 2005 και σχεδόν 6 εκατομμύρια ευρώ κατά το χρονικό διάστημα το οποίο αφορούσε η έρευνα για τον εκσυγχρονισμό του εξοπλισμού παραγωγής. Κατά τις προσφεύγουσες, λαμβανομένων υπόψη, ειδικότερα, του μεγέθους των επενδύσεων αυτών σε σχέση με την αποδοτικότητα του συγκεκριμένου βιομηχανικού κλάδου, οι συνέπειες των επενδύσεων αυτών έπρεπε να εξεταστούν έστω και αν πρόκειται για επενδύσεις με μακρά περίοδο αποσβέσεως και ανεξαρτήτως της απαντήσεως στο ερώτημα αν η συμμόρφωση προς την περιβαλλοντική νομοθεσία συνιστά ζημία που η κοινοτική βιομηχανία υπέστη εξ ιδίων.

114    Πρώτον, το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από τις παρεμβαίνουσες, απαντά ότι οι προσφεύγουσες υπερβάλλουν ως προς το μέγεθος των επενδύσεων και ως προς τις συνέπειές τους για την αποδοτικότητα. Οι συνολικές επενδύσεις που πραγματοποιήθηκαν κατά το χρονικό διάστημα το οποίο αφορούσε η έρευνα δεν μπορούν να συγκριθούν προς τις ζημίες που καταγράφηκαν κατά το διάστημα αυτό. Κατά το Συμβούλιο, δεδομένου ότι πρόκειται για επενδύσεις σε εξοπλισμό παραγωγής, με μακρά περίοδο απόσβεσης, επιπτώσεις στην κερδοφορία είχε μικρό μόνο μέρος των επενδύσεων που πραγματοποιήθηκαν κατά το 2005 και κατά το χρονικό διάστημα το οποίο αφορούσε η έρευνα. Δεύτερον, δεδομένου ότι οι επενδύσεις αυτές πραγματοποιήθηκαν με σκοπό τη συμμόρφωση προς δεσμευτική περιβαλλοντική νομοθεσία, δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως «εξ ιδίων» προκληθείσα ζημία. Τρίτον, η επίδραση των εν λόγω επενδύσεων στις παραμέτρους της ζημίας ελήφθησαν υπόψη με τις αιτιολογικές σκέψεις 99, 100 και 109 του προσωρινού κανονισμού, καθώς και με την αιτιολογική σκέψη 82 του προσβαλλόμενου κανονισμού. Τέταρτον, οι προσφεύγουσες δεν προέβαλαν κανένα στοιχείο που να αποδεικνύει ότι τα θεσμικά όργανα υπέπεσαν σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, διαπιστώνοντας ότι οι εν λόγω επενδύσεις δεν συνιστούν «εξ ιδίων» προκληθείσα ζημία.

–       Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

115    Οι προσφεύγουσες προβάλλουν, κατ’ ουσίαν, ότι τα θεσμικά όργανα παρέβησαν το άρθρο 3, παράγραφος 7, του βασικού κανονισμού, επειδή δεν έλαβαν υπόψη τους τις σημαντικές συνέπειες των επενδύσεων που πραγματοποίησε η κοινοτική βιομηχανία το 2005 και κατά το χρονικό διάστημα το οποίο αφορούσε η έρευνα, επενδύσεων οι οποίες αντιστοιχούσαν, κατά το χρονικό διάστημα το οποίο αφορούσε η έρευνα, σε περισσότερο από το ένα τρίτο της συνολικής ζημίας ης κοινοτικής βιομηχανίας.

116    Συναφώς, όπως επισήμαναν οι προσφεύγουσες, από την αιτιολογική σκέψη 99 του προσωρινού κανονισμού προκύπτει ότι το 2005 και κατά το χρονικό διάστημα το οποίο αφορούσε η έρευνα πραγματοποιήθηκαν σημαντικές επενδύσεις. Ωστόσο, οι επενδύσεις αυτές δεν συμπεριλαμβάνονται στην ανάλυση περί μη καταλογισμού στην οποία προέβη η Επιτροπή με τον προσωρινό κανονισμό και το Συμβούλιο με τον προσβαλλόμενο κανονισμό. Συγκεκριμένα, αντιθέτως προς ό,τι προβάλλει το Συμβούλιο, οι κανονισμοί αυτοί δεν περιέχουν εκτιμήσεις όσον αφορά το αν οι εν λόγω επενδύσεις συνιστούν ή όχι «εξ ιδίων» προκληθείσα ζημία. Πλην όμως, δεδομένων των υψηλών ποσών που δαπανήθηκαν για τις επενδύσεις αυτές, ήτοι σχεδόν 10 εκατομμύρια ευρώ το 2005 και σχεδόν 6 εκατομμύρια ευρώ κατά το χρονικό διάστημα το οποίο αφορούσε η έρευνα, ενδέχεται οι επενδύσεις αυτές να έχουν συμβάλει στη ζημία που υπέστη η κοινοτική βιομηχανία. Επομένως, διαπιστώνεται ότι τα θεσμικά όργανα παρέβησαν το άρθρο 3, παράγραφος 7, του βασικού κανονισμού, καθώς παρέλειψαν να διαχωρίσουν και να διακρίνουν τις επιπτώσεις των εν λόγω επενδύσεων από τις επιπτώσεις των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ.

117    Η διαπίστωση αυτή δεν αναιρείται από τα επιχειρήματα του Συμβουλίου. Πρώτον, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει το θεσμικό όργανο, το γεγονός ότι οι επενδύσεις αυτές πραγματοποιήθηκαν προς συμμόρφωση με δεσμευτική περιβαλλοντική νομοθεσία δεν σημαίνει ότι τα θεσμικά όργανα δύνανται να μην εκπληρώσουν την υποχρέωση να προβούν σε ανάλυση περί μη καταλογισμού. Μικρή σημασία έχει το αν η ζημία θα χαρακτηριστεί ως «εξ ιδίων» προκληθείσα, δεδομένου ότι οι επενδύσεις αυτές ενδέχεται να έχουν επηρεάσει την κοινοτική βιομηχανία και ότι το άρθρο 3, παράγραφος 7, του βασικού κανονισμού απαγορεύει στα θεσμικά όργανα να καταλογίζουν στις εισαγωγές που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ ζημία μη οφειλόμενη σε αυτές.

118    Δεύτερον, είναι ορθή η επισήμανση του Συμβουλίου ότι οι συνολικές επενδύσεις που πραγματοποιήθηκαν κατά το χρονικό διάστημα το οποίο αφορούσε η έρευνα δεν μπορούν να συγκριθούν προς τις ζημίες που καταγράφηκαν κατά το ίδιο διάστημα. Γεγονός παραμένει, ωστόσο, ότι τα θεσμικά όργανα παρέλειψαν να προβούν στη δέουσα ανάλυση περί μη καταλογισμού ως προς τις επενδύσεις.

119    Μολονότι το Συμβούλιο παρέβη τον κανόνα περί μη καταλογισμού του άρθρου 3, παράγραφος 7, του βασικού κανονισμού, η παράβαση αυτή δικαιολογεί την ακύρωση του προσβαλλόμενου κανονισμού μόνον εφόσον θέτει υπό αμφισβήτηση τη νομιμότητά του, καθιστώντας ελαττωματική τη σχετική με τον αιτιώδη σύνδεσμο ανάλυση των θεσμικών οργάνων (βλ., συναφώς, απόφαση του Πρωτοδικείου της 28ης Οκτωβρίου 2004, T‑35/01, Shanghai Teraoka Electronic κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2004, σ. II‑3663, σκέψη 167). Οι προσφεύγουσες, όμως, δεν προέβαλαν κανένα σχετικό επιχείρημα.

120    Το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι η παράβαση αυτή δεν θίγει τη νομιμότητα του προσβαλλόμενου κανονισμού. Συγκεκριμένα, όπως επισημαίνει το Συμβούλιο, οι επίμαχες επενδύσεις σε εξοπλισμό παραγωγής έχουν μακρά περίοδο απόσβεσης, οπότε επιπτώσεις στην κερδοφορία είχε μικρό μόνο μέρος των επενδύσεων που πραγματοποιήθηκαν κατά το 2005 και κατά το χρονικό διάστημα το οποίο αφορούσε η έρευνα. Συναφώς, το Συμβούλιο, απαντώντας σε έγγραφο ερώτημα του Γενικού Δικαστηρίου στο πλαίσιο μέτρου οργανώσεως της διαδικασίας, εξήγησε, παραθέτοντας αριθμητικά στοιχεία και συγκεκριμένες επεξηγήσεις, ότι στις επενδύσεις που πραγματοποιήθηκαν το 2005 οφείλεται μόνον το 4,7 % της παρατηρηθείσας το 2005 απώλειας της αποδοτικότητας της κοινοτικής βιομηχανίας. Επομένως, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι οι εν λόγω επενδύσεις συνέβαλαν σημαντικά στη ζημία που υπέστη η κοινοτική βιομηχανία το 2005 και κατά το χρονικό διάστημα το οποίο αφορούσε η έρευνα.

121    Κατά συνέπεια, η διαπιστωθείσα παράβαση δεν θίγει τη νομιμότητα του προσβαλλόμενου κανονισμού και η υπό κρίση αιτίαση πρέπει να απορριφθεί, όπως και το τρίτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως συνολικά.

 Επί του τέταρτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με τις επιπτώσεις της αυξήσεως του κόστους των πρώτων υλών

 Επιχειρήματα των διαδίκων

122    Οι προσφεύγουσες διατείνονται ότι τα θεσμικά όργανα δεν έλαβαν δεόντως υπόψη τους τις επιπτώσεις της αυξήσεως του κόστους των πρώτων υλών στη ζημία που υπέστη η κοινοτική βιομηχανία, υποπίπτοντας έτσι σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως.

123    Πρώτον, το Συμβούλιο υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, διότι με την αιτιολογική σκέψη 99 του προσβαλλόμενου κανονισμού εκτίμησε ότι η αύξηση του κόστους παραγωγής στον κλάδο των κραμάτων παρατηρήθηκε σε παγκόσμια κλίμακα και, συνεπώς, είχε τις ίδιες επιπτώσεις στον συγκεκριμένο τομέα παγκοσμίως. Κατά τις προσφεύγουσες, ακόμη και αν το κόστος παραγωγής αυξάνεται σε παγκόσμιο επίπεδο, η αύξηση αυτή δεν έχει τις ίδιες επιπτώσεις παγκοσμίως.

124    Συγκεκριμένα, πρώτον, το Συμβούλιο δεν έλαβε υπόψη του ότι οι κοινοτικοί παραγωγοί επιβαρύνονταν με υψηλότερο κόστος παραγωγής σε σχέση με τους παραγωγούς στον υπόλοιπο κόσμο. Κατά τις προσφεύγουσες, ακόμη και όταν το κόστος παραγωγής αυξάνεται αναλόγως για όλους τους παραγωγούς, οι παραγωγοί που επιβαρύνονται με υψηλότερο κόστος υφίστανται μεγαλύτερη ζημία και μάλιστα ταχύτερα από τους υπολοίπους. Επομένως, κατά τις προσφεύγουσες, αντιθέτως προς ό,τι διαπίστωσε το Συμβούλιο με τον προσβαλλόμενο κανονισμό, ο παραγωγός τρίτης χώρας δεν θα αναγκαστεί οπωσδήποτε να αυξήσει τις τιμές εξίσου με τον κοινοτικό παραγωγό ο οποίος αντιμετωπίζει την ίδια αύξηση τιμών, διότι ο παραγωγός τρίτης χώρας διαθέτει εξαρχής καλύτερη αποδοτικότητα σε σχέση με δεδομένη τιμή.

125    Πάντως, πρώτον, τα θεσμικά όργανα διαθέτουν στοιχεία που αποδεικνύουν ότι το διαρθρωτικό κόστος παραγωγής σιδηροπυριτίου ήταν υψηλότερο για τους κοινοτικούς παραγωγούς απ’ ό,τι για τους παραγωγούς των χωρών τις οποίες αφορά η διαδικασία αντιντάμπινγκ. Οι προσφεύγουσες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο να διατάξει την προσκόμιση των στοιχείων αυτών. Περαιτέρω, οι προσφεύγουσες προσκόμισαν κατά τη διοικητική διαδικασία στοιχεία που κατ’ αυτές αποδεικνύουν ότι το 2005 και κατά το χρονικό διάστημα το οποίο αφορούσε η έρευνα οι τιμές του σιδηροπυριτίου στην Κοινότητα ήταν οι υψηλότερες παγκοσμίως και ότι το κόστος παραγωγής της κοινοτικής βιομηχανίας υπερέβαινε κατ’ αύξοντα ρυθμό τις τιμές αυτές. Τέλος, οι προσφεύγουσες επισημαίνουν ότι το 2005 και κατά το χρονικό διάστημα το οποίο αφορούσε η έρευνα, όταν το κόστος της κοινοτικής βιομηχανίας αυξήθηκε θεαματικά, οι τιμές μειώθηκαν σε όλες τις αγορές παγκοσμίως λόγω της μειώσεως της κατανάλωσης. Μολονότι η κοινοτική βιομηχανία είχε τις υψηλότερες τιμές παγκοσμίως, υπέστη ζημία το 2005 και κατά το χρονικό διάστημα το οποίο αφορούσε η έρευνα, λόγω της αυξήσεως του κόστους παραγωγής.

126     Δεύτερον, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι τα θεσμικά όργανα δεν έλαβαν υπόψη τους ότι, παρά τη σε μακροοικονομικό επίπεδο εξίσωση των τιμών πωλήσεως σε όλες τις αγορές, οι κοινοτικοί παραγωγοί ήταν, λόγω μικροοικονομικών διαφορών, περισσότερο εκτεθειμένοι στις αυξήσεις του κόστους των εισροών σε σχέση με τους παραγωγούς των χωρών τις οποίες αφορά η έρευνα αντιντάμπινγκ. Συγκεκριμένα, αφενός, οι περισσότεροι από τους παραγωγούς των χωρών αυτών προστατεύονται, λόγω της κάθετης διαρθρώσεώς τους, από την αστάθεια των τιμών, ενώ ουδείς κοινοτικός παραγωγός διαθέτει τέτοια κάθετη διάρθρωση. Αφετέρου, οι κοινοτικοί παραγωγοί δεν επιτυγχάνουν οικονομίες κλίμακος όπως οι παραγωγοί των χωρών τις οποίες αφορά η έρευνα αντιντάμπινγκ. Επί παραδείγματι, η κινεζική επιχείρηση παραγωγής σιδηροπυριτίου Erdos Xijin Kuangye Co., Ltd, διαθέτει παραγωγική δυνατότητα δύο φορές μεγαλύτερη από αυτή που διαθέτουν οι κοινοτικοί παραγωγοί συνολικά. Εν γένει, το κόστος παραγωγής ανά μονάδα προϊόντος είναι χαμηλότερο στις τρίτες χώρες.

127    Δεύτερον, τα θεσμικά όργανα υπέπεσαν σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, καθώς, προς αντίκρουση του επιχειρήματος ότι η ζημία οφείλεται στην αύξηση του κόστους παραγωγής, διατύπωσαν, με την αιτιολογική σκέψη 132 του προσωρινού κανονισμού, τη θέση ότι οι τιμές της ενέργειας αυξήθηκαν παγκοσμίως, ενίοτε και περισσότερο απ’ ό,τι στην Ευρώπη. Συγκεκριμένα, για την τήρηση της απαιτήσεως περί μη καταλογισμού, δεν αρκεί η σύγκριση των τιμών ηλεκτρικής ενέργειας παγκοσμίως ή στις χώρες τις οποίες αφορά η έρευνα αντιντάμπινγκ προς τις αντίστοιχες τιμές στην Ευρώπη. Κατά τις προσφεύγουσες, τα θεσμικά όργανα ήταν υποχρεωμένα να εντοπίσουν τις επιπτώσεις της αυξήσεως των τιμών ηλεκτρικής ενέργειας στην κοινοτική βιομηχανία, διακρίνοντάς τις από τις επιπτώσεις των εισαγωγών σιδηροπυριτίου. Ειδικότερα, πρώτον, τα θεσμικά όργανα δεν έλαβαν υπόψη τους τα στοιχεία της Eurostat ούτε τα στοιχεία που προέκυψαν από τις σχετικές με την κοινοτική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας έρευνες που διενήργησαν, από τα οποία προκύπτει σημαντική αύξηση του κόστους της ενέργειας στα κράτη μέλη όπου είναι εγκατεστημένοι οι κοινοτικοί παραγωγοί σιδηροπυριτίου. Δεύτερον, δεδομένων των σημαντικών διαφορών στις τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας εντός της Ένωσης, τα θεσμικά όργανα έπρεπε να συγκρίνουν τα πραγματικά αριθμητικά στοιχεία των κοινοτικών παραγωγών προς εκείνα των παραγωγών των χωρών τις οποίες αφορά η έρευνα αντιντάμπινγκ. Τρίτον, δεν έπρεπε να ληφθεί υπόψη το ύψος των τιμών της ηλεκτρικής ενέργειας παγκοσμίως, αλλά μόνον η αύξηση των τιμών ηλεκτρικής ενέργειας στις χώρες που παράγουν σιδηροπυρίτιο σε σχέση με την κοινοτική βιομηχανία. Τέταρτον, κατά τις προσφεύγουσες, οι τιμές της ενέργειας στις τρίτες χώρες παραμένουν, παρά την αύξησή τους, χαμηλότερες από τις αντίστοιχες στην κοινοτική βιομηχανία και αυτός είναι ο λόγος για τον οποίον οι παραγωγοί σιδηροπυριτίου στις τρίτες χώρες εξακολουθούν να πραγματοποιούν κέρδη, ενώ η κοινοτική βιομηχανία ζημίες.

128    Τρίτον, με την αιτιολογική σκέψη 92 του προσβαλλόμενου κανονισμού, το Συμβούλιο υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη κατά την ερμηνεία του κειμένου εργασίας των υπηρεσιών της Επιτροπής «Analysis of economic indicators of the EU metals industry : the impact of raw materials and energy supply on competitiveness» (Ανάλυση των οικονομικών δεικτών της ευρωπαϊκής μεταλλουργικής βιομηχανίας: επιπτώσεις της προμήθειας πρώτων υλών και ενέργειας στην ανταγωνιστικότητα, στο εξής: έγγραφο εργασίας της Επιτροπής), το οποίο επικαλείται προς απόρριψη του επιχειρήματος ότι η κοινοτική βιομηχανία μειονεκτούσε από απόψεως ανταγωνισμού λόγω της διαθρώσεως του κόστους. Πάντως, κατά τις προσφεύγουσες, από το έγγραφο αυτό προκύπτει με σαφήνεια ότι η κοινοτική μεταλλουργική βιομηχανία υφίστατο πίεση από τους ανταγωνιστές με διαφορετική διάρθρωση κόστους. Ειδικότερα, στο έγγραφο αναφέρεται ότι οι πωλήσεις, από κοινοτικούς παραγωγούς, σιδηροκραμάτων των οποίων η παραγωγή απαιτεί περισσότερη ενέργεια, δηλαδή πυριτιούχου μετάλλου και σιδηροπυριτίου, είναι ευάλωτες λόγω ελλείψεως ανταγωνιστικότητας ως προς το κόστος.

129    Το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από τις παρεμβαίνουσες, αμφισβητεί τα επιχειρήματα των προσφευγουσών.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

130    Το υπό κρίση σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως αφορά τον τρόπο με τον οποίον τα θεσμικά όργανα ανέλυσαν τη συμβολή της αυξήσεως του κόστους των πρώτων υλών στη ζημία που υπέστη η κοινοτική βιομηχανία. Κατ’ ουσίαν, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι υπήρξε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως σε τρεις περιπτώσεις. Συγκεκριμένα, είναι εσφαλμένες οι αιτιολογικές σκέψεις 92 και 99 του προσβαλλόμενου κανονισμού, καθώς και η αιτιολογική σκέψη 132 του προσωρινού κανονισμού.

131    Πρώτον, όσον αφορά την αιτιολογική σκέψη 99 του προσβαλλόμενου κανονισμού, υπενθυμίζεται ότι η εν λόγω αιτιολογική σκέψη έχει ως εξής:

«Όσον αφορά την αύξηση του κόστους, η κοινοτική βιομηχανία υποστήριξε ότι η αύξηση του κόστους που παρατηρήθηκε στον κλάδο παραγωγής σιδηροκραμάτων συνήθως συμβαίνει σε παγκόσμια κλίμακα και επηρεάζει εξίσου τον κλάδο παραγωγής παγκοσμίως. Από την ανάλυση της εξελίξεως των τιμών στα σημαντικότερα στοιχεία του κόστους κατά την υπό εξέταση περίοδο διαπιστώθηκε ότι σημειώθηκε αύξηση (ηλεκτρική ενέργεια, χαλαζίτης και πάστα ηλεκτροδίων). Ωστόσο, η έρευνα έδειξε ότι, παρά το γεγονός ότι οι αυξήσεις αυτές αντισταθμίστηκαν εν μέρει από τις αυξήσεις στην τιμή πώλησης, η εμφάνιση εισαγωγών σε χαμηλές τιμές που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ δεν επέτρεψαν στην κοινοτική βιομηχανία να αντισταθμίσει πλήρως τις συνέπειες από την αύξηση του κόστους με την αύξηση της τιμής πώλησης. Κατά συνέπεια, οι αιτιολογικές σκέψεις 131 έως 140 του κανονισμού για την επιβολή προσωρινού δασμού επιβεβαιώνονται.»

132    Οι προσφεύγουσες προβάλλουν ότι το Συμβούλιο υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, καθώς εκτίμησε ότι η αύξηση του κόστους παραγωγής στον κλάδο των κραμάτων παρατηρήθηκε σε παγκόσμια κλίμακα και, συνεπώς, είχε τις ίδιες επιπτώσεις στον συγκεκριμένο τομέα παγκοσμίως.

133    Συναφώς, επισημαίνεται ότι, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, το Συμβούλιο ουδόλως εκτίμησε, με την αιτιολογική σκέψη 99 του προσβαλλόμενου κανονισμού, ότι η αύξηση του κόστους παραγωγής στον κλάδο των κραμάτων παρατηρήθηκε σε παγκόσμια κλίμακα και, συνεπώς, είχε τις ίδιες επιπτώσεις στον συγκεκριμένο τομέα παγκοσμίως. Από το γράμμα της εν λόγω αιτιολογικής σκέψεως προκύπτει ότι το Συμβούλιο απλώς μεταφέρει την εκτίμηση που διατύπωσαν οι εκπρόσωποι της κοινοτικής βιομηχανίας.

134    Επιπλέον, το Συμβούλιο δεν στηρίχθηκε στην άποψη αυτή των εκπροσώπων της κοινοτικής βιομηχανίας για να δικαιολογήσει τη διαπίστωση, στην οποία κατέληξε με την αιτιολογική σκέψη 133 του προσωρινού κανονισμού, ότι η αύξηση του κόστους παραγωγής δεν διασπά τον αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ και της ζημίας. Συγκεκριμένα, με την αιτιολογική σκέψη 99 του προσβαλλόμενου κανονισμού, το Συμβούλιο έλαβε υπόψη του την αύξηση ορισμένων πτυχών του κόστους παραγωγής, αλλά κατέληξε ότι, λόγω των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ, η αύξηση αυτή αντισταθμίστηκε μόνον εν μέρει με αυξήσεις των τιμών. Με άλλα λόγια, το Συμβούλιο εκτίμησε ότι, υπάρχει μεν αύξηση του κόστους, πλην όμως η ζημία που υπέστη η κοινοτική βιομηχανία δεν οφείλεται στην αύξηση αυτή, αλλά στην αδυναμία πλήρους μετακυλίσεως της αυξήσεως αυτής στις τιμές πωλήσεως, λόγω των επίμαχων εισαγωγών.

135    Οι προσφεύγουσες, όμως, δεν προέβαλαν κανένα επιχείρημα προκειμένου να αποδείξουν ότι το Συμβούλιο υπέπεσε, λόγω της εκτιμήσεώς του αυτής, σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, καθώς επιχειρούν μόνο να αποδείξουν ότι η αύξηση του κόστους είχε παγκοσμίως τον ίδιο αντίκτυπο. Επομένως, το σχετικό με την αιτιολογική σκέψη 99 του προσβαλλόμενου κανονισμού επιχείρημα των προσφευγουσών κρίνεται απορριπτέο, χωρίς να είναι απαραίτητο να διαταχθεί η προσκόμιση εγγράφων.

136    Δεύτερον, όσον αφορά το σχετικό με την αιτιολογική σκέψη 132 του προσωρινού κανονισμού επιχείρημα, υπενθυμίζεται ότι με την αιτιολογική σκέψη αυτή η Επιτροπή διαπίστωσε, αφενός, ότι το κόστος της ηλεκτρικής ενέργειας συνιστά σημαντικό μέρος του κόστους παραγωγής του οικείου προϊόντος και, αφετέρου, ότι από την έρευνα προέκυψε ότι οι τιμές της ενέργειας αυξάνονται παγκοσμίως, περιλαμβανομένων των οικείων χωρών, ενίοτε και περισσότερο απ’ ό,τι στην Ένωση. Με την αιτιολογική σκέψη 133 του προσωρινού κανονισμού, η Επιτροπή εκτίμησε, στο πλαίσιο αυτό, ότι το ζήτημα της ενέργειας δεν διασπά τον αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ και της ζημίας που υπέστη η κοινοτική βιομηχανία.

137    Οι προσφεύγουσες αμφισβητούν τις αιτιολογικές σκέψεις αυτές, υποστηρίζοντας ότι η Επιτροπή έπρεπε να τηρήσει τον κανόνα περί μη καταλογισμού του άρθρου 3, παράγραφος 7, του βασικού κανονισμού και να μην αρκεστεί στη διατύπωση της γενικής και αστήρικτης θέσεως ότι οι τιμές της ενέργειας αυξήθηκαν παγκοσμίως, ενίοτε και περισσότερο απ’ όσο στην Ένωση. Οι δύο λόγοι που επικαλούνται οι προσφεύγουσες προς στήριξη της εκτιμήσεώς τους αυτής δεν είναι, ωστόσο, πειστικοί.

138    Συγκεκριμένα, αφενός, οι προσφεύγουσες προβάλλουν ότι η Επιτροπή έπρεπε να αναλύσει τα στοιχεία της Eurostat, καθώς και τα πορίσματα των σχετικών με την αγορά της ηλεκτρικής ενέργειας ερευνών που διενήργησε η ίδια, από τα οποία προκύπτει, κατ’ αυτές, ότι οι τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας αυξήθηκαν σημαντικά στα κράτη μέλη όπου είναι εγκατεστημένοι οι κοινοτικοί παραγωγοί. Οι προσφεύγουσες δεν προβάλλουν, όμως, κανένα στοιχείο προς στήριξη της θέσεώς τους αυτής.

139    Αφετέρου, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή έπρεπε να συγκρίνει τα αριθμητικά στοιχεία σχετικά με τους κοινοτικούς παραγωγούς και τους παραγωγούς-εξαγωγείς. Οι προσφεύγουσες δεν προσκόμισαν, πάντως, κανένα στοιχείο που να αποδεικνύει ότι από τη σύγκριση αυτή θα προέκυπτε ότι η ζημία που υπέστη η κοινοτική βιομηχανία οφείλεται στην αύξηση του κόστους της ενέργειας στην Κοινότητα. Είναι, συνεπώς, απορριπτέο το σχετικό με την αιτιολογική σκέψη 132 του προσωρινού κανονισμού επιχείρημα των προσφευγουσών.

140    Τρίτον, όσον αφορά το επιχείρημα σχετικά με την αιτιολογική σκέψη 92 του προσβαλλόμενου κανονισμού, τονίζεται ότι με την εν λόγω αιτιολογική σκέψη το Συμβούλιο εξέτασε το ζήτημα της ανταγωνιστικότητας της κοινοτικής βιομηχανίας και το έγγραφο εργασίας της Επιτροπής, από το οποίο προκύπτει, κατά τις προσφεύγουσες, η έλλειψη ανταγωνιστικότητας της κοινοτικής βιομηχανίας λόγω αυξημένου κόστους. Με την εν λόγω αιτιολογική σκέψη, το Συμβούλιο εκτίμησε ότι η Επιτροπή δεν διαπίστωσε, βάσει του εγγράφου αυτού, έλλειψη ανταγωνιστικότητας της ευρωπαϊκής βιομηχανίας σιδηροκραμάτων. Αντιθέτως, κατά το Συμβούλιο, στο συγκεκριμένο έγγραφο εργασίας αναφέρεται ότι οι παραγωγοί σιδηροκραμάτων αντιμετωπίζουν σημαντική αύξηση των εισαγωγών από τρίτες χώρες, όπως η Κίνα, η Ρωσία, η Ουκρανία, η Βραζιλία και το Καζακστάν, πράγμα που συνιστά δυνητική απειλή για τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα της ευρωπαϊκής βιομηχανίας σιδηροκραμάτων, εάν δεν εξασφαλιστούν σύντομα ισότιμοι όροι ανταγωνισμού με τους ανταγωνιστές από τις τρίτες χώρες.

141    Οι προσφεύγουσες φρονούν ότι το Συμβούλιο δεν κατανόησε το εν λόγω έγγραφο εργασίας. Ειδικότερα, φρονούν ότι με το έγγραφο αυτό η Επιτροπή επιβεβαίωσε ότι οι κοινοτικές πωλήσεις σιδηροπυριτίου είναι ευάλωτες λόγω ελλείψεως ανταγωνιστικότητας ως προς το κόστος.

142    Συναφώς, όπως επισημαίνουν οι προσφεύγουσες, από το έγγραφο εργασίας της Επιτροπής προκύπτει ότι η κοινοτική μεταλλουργική βιομηχανία υφίσταται πίεση από τους ανταγωνιστές με διαφορετική διάρθρωση κόστους, οι οποίοι έχουν πρόσβαση σε πρώτες ύλες και/ή ενέργεια με χαμηλότερο κόστος.

143    Το Γενικό Δικαστήριο, όμως, κρίνει εσφαλμένη την ερμηνεία που προτείνουν οι προσφεύγουσες ότι η μειονεκτική θέση των κοινοτικών παραγωγών σιδηροπυριτίου οφείλεται στη διάρθρωση του κόστους. Συγκεκριμένα, οι προσφεύγουσες παραπέμπουν σε απόσπασμα του εγγράφου εργασίας κατά το οποίο «οι κοινοτικοί παραγωγοί σιδηροκραμάτων, και ειδικότερα πυριτιούχου μετάλλου και σιδηροπυριτίου, αντιμετωπίζουν αύξηση των εισαγωγών από τρίτες χώρες όπως η Κίνα, η Ρωσία, η Ουκρανία, η Βραζιλία και το Καζακστάν, με συνέπεια να απειλείται μακροπρόθεσμα η βιωσιμότητα της ευρωπαϊκής βιομηχανίας σιδηροκραμάτων», με τη διευκρίνιση ότι «εάν δεν εξασφαλιστούν σύντομα ισότιμοι όροι ανταγωνισμού με τους ανταγωνιστές από τις τρίτες χώρες, απειλείται μακροπρόθεσμα η επιβίωση της κοινοτικής βιομηχανίας». Πάντως, ούτε από το γράμμα ούτε από το πλαίσιο των φράσεων αυτών προκύπτει ότι οι κοινοτικές πωλήσεις σιδηροπυριτίου είναι ευάλωτες λόγω ελλιπούς ανταγωνιστικότητας των κοινοτικών παραγωγών ως προς το κόστος. Αφενός, δεν είναι εύλογο να ερμηνευθεί η αναφορά σε εξασφάλιση ισότιμων όρων ανταγωνισμού με τους ανταγωνιστές από τις τρίτες χώρες υπό την έννοια ότι οι κοινοτικοί παραγωγοί είναι ευάλωτοι λόγω της διάρθρωσης του κόστους που τους βαρύνει. Είναι πολύ περισσότερο εύλογο να δεχθεί κανείς ότι η Επιτροπή αναφέρεται στις ασυνήθιστα χαμηλές τιμές με τις οποίες εμπορεύονται οι παραγωγοί-εξαγωγείς από τις τρίτες χώρες. Αφετέρου, στο τέλος της παραγράφου που περιέχει την εν λόγω αναφορά η Επιτροπή κάνει μνεία στα μέτρα αντιντάμπινγκ σχετικά με το σιδηρομολυβδαίνιο, πράγμα που εμφαίνει ότι η Επιτροπή, όταν έκανε λόγο για αποκατάσταση ισότιμων όρων ανταγωνισμού με τους ανταγωνιστές από τις τρίτες χώρες, αναφερόταν στο ενδεχόμενο επιβολής μέτρων αντιντάμπινγκ.

144    Πρέπει, συνεπώς, να γίνει δεκτό ότι οι προσφεύγουσες δεν απέδειξαν με τα επιχειρήματά τους ότι το Συμβούλιο ερμήνευσε εσφαλμένως, με την αιτιολογική σκέψη 92 του προσβαλλόμενου κανονισμού, το έγγραφο εργασίας της Επιτροπής και υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως όσον αφορά τη συμβολή της διαρθρώσεως του κόστους παραγωγής της κοινοτική βιομηχανία στη ζημία αυτή υπέστη.

145    Βάσει των προεκτεθέντων, το τέταρτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως κρίνεται απορριπτέο ως αβάσιμο.

 Επί του πέμπτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με τις συνέπειες της συρρίκνωσης της ζήτησης το 2005

 Επιχειρήματα των διαδίκων

146    Οι προσφεύγουσες διατείνονται ότι η αιτιολογική σκέψη 81 του προσωρινού κανονισμού εμπεριέχει πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, καθώς αναφέρεται ότι η κοινοτική κατανάλωση σιδηροπυριτίου παρέμεινε σχετικά σταθερή κατά το υπό εξέταση χρονικό διάστημα, με εξαίρεση τα έτη 2003 και 2004, όταν αυξήθηκε κατά 6 % λόγω της εξαιρετικά μεγάλης ζήτησης από τη χαλυβουργία. Το Συμβούλιο εκτίμησε έτσι εσφαλμένως τις επιπτώσεις της εξελίξεως της ζήτησης, θεωρώντας κακώς ότι η μείωση των τιμών οφείλεται στις επίμαχες εισαγωγές, κατά παράβαση του άρθρου 3, παράγραφος 7, του βασικού κανονισμού.

147    Συγκεκριμένα, κατά τις προσφεύγουσες, η κοινοτική κατανάλωση δεν παρέμεινε σταθερή κατά το υπό εξέταση χρονικό διάστημα. Οι προσφεύγουσες προβάλλουν ότι, μεταξύ 2004 και 2005, η κοινοτική κατανάλωση μειώθηκε κατά 4,4 %. Η συρρίκνωση αυτή της ζήτησης αποτυπώνει τη στασιμότητα και, εν συνεχεία, την κατάρρευσης της ζήτησης, οι οποίες είχαν σημαντικές επιπτώσεις στις τιμές στην Κοινότητα. Συναφώς, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι, σε μια αγορά που λειτουργεί με συνθήκες διαφάνειας και ανταγωνισμού, όπως είναι η αγορά του σιδηροπυριτίου, οι τιμές καθορίζονται, πρώτον, από τις διακυμάνσεις της προσφοράς και της ζήτησης παγκοσμίως, καθώς και, σε ορισμένο βαθμό, από το κόστος παραγωγής. Κατά τις περιόδους αυξημένης ζήτησης και/ή μειωμένης προσφοράς οι τιμές αυξάνονται, ενώ κατά τις περιόδους συρρίκνωσης της ζήτησης και/ή αυξήσεως της προσφοράς οι τιμές μειώνονται, όπως ρητώς δέχθηκε το Γενικό Δικαστήριο με την απόφαση Aluminium Silicon Mill Products κατά Συμβουλίου, σκέψη 27 ανωτέρω, σχετικά με άλλο σιδηρομετάλλευμα, το πυριτιούχο μέταλλο. Οι τιμές του σιδηροπυριτίου στην Κοινότητα μειώθηκαν ενώ το κόστος παραγωγής των κοινοτικών παραγωγών υπερέβη τις τιμές πωλήσεως, με συνέπεια η κοινοτική βιομηχανία να υποστεί σημαντική ζημία.

148    Το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από τις παρεμβαίνουσες, αμφισβητεί τα επιχειρήματα των προσφευγουσών.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

149    Με το υπό κρίση σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως, οι προσφεύγουσες αμφισβητούν, κατ’ ουσίαν, την εκ μέρους των θεσμικών οργάνων εκτίμηση των επιπτώσεων της εξελίξεως της ζήτησης κατά το υπό εξέταση χρονικό διάστημα. Φρονούν, ειδικότερα, ότι η αιτιολογική σκέψη 81 του προσωρινού κανονισμού εμπεριέχει πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως.

150    Υπενθυμίζεται ότι στην αιτιολογική σκέψη 81 του προσωρινού κανονισμού παρατίθεται πίνακας με τα σχετικά με την κοινοτική κατανάλωση στοιχεία για το υπό εξέταση χρονικό διάστημα, καθώς και το εξής σχόλιο της Επιτροπής: «[η] κοινοτική κατανάλωση [σιδηροπυριτίου] παρέμεινε σχετικά σταθερή κατά την υπό εξέταση περίοδο, με εξαίρεση τα έτη 2003 και 2004, όταν αυξήθηκε κατά 6 % λόγω της εξαιρετικά μεγάλης ζήτησης από τη χαλυβουργία». Επισημαίνεται επίσης ότι στην αιτιολογική σκέψη 124 του προσωρινού κανονισμού η Επιτροπή ανέφερε, στο πλαίσιο της αναλύσεως περί μη καταλογισμού, τα εξής:

[…] η εμφανής κατανάλωση [σιδηροπυριτίου] στην κοινοτική αγορά, με εξαίρεση το 2004, ήταν μάλλον σταθερή κατά την υπό εξέταση περίοδο. Συνεπώς, η σημαντική ζημία που υπέστη [η κοινοτική βιομηχανία] δεν μπορεί να αποδοθεί σε συρρίκνωση της ζήτησης στην κοινοτική αγορά.»

151    Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι οι διαπιστώσεις αυτές είναι εσφαλμένες, διότι η κοινοτική κατανάλωση δεν παρέμεινε σταθερή κατά το υπό εξέταση χρονικό διάστημα, αλλά μειώθηκε κατά 4,4 % μεταξύ 2004 και 2005.

152    Συναφώς, πρώτον, όπως επισήμανε το Συμβούλιο, οι προσφεύγουσες δεν αμφισβητούν την ακρίβεια των αριθμητικών στοιχείων που παρατίθενται στην αιτιολογική σκέψη 81 του προσωρινού κανονισμού. Όπως παρατηρεί το Συμβούλιο, οι διάδικοι διαφωνούν μόνον ως προς την ερμηνεία των στοιχείων αυτών.

153    Περαιτέρω, διαπιστώνεται ότι οι προσφεύγουσες παραμόρφωσαν τις εκτιμήσεις που διατύπωσε η Επιτροπή με την αιτιολογική σκέψη 81 του προσωρινού κανονισμού. Συγκεκριμένα, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, η Επιτροπή δεν αρκέστηκε στην παραδοχή ότι η κοινοτική κατανάλωση παρέμεινε σταθερή, αλλ’ επισήμανε ότι αυξήθηκε μεταξύ 2003 και 2004 λόγω της αυξήσεως της ζήτησης στη σιδηρουργία. Από την αιτιολογική σκέψη 124 του προσωρινού κανονισμού προκύπτει επιπλέον ότι η Επιτροπή έλαβε υπόψη της τη μεταβολή της κατανάλωσης το 2004 στο πλαίσιο της αναλύσεως περί μη καταλογισμού, πλην όμως εκτίμησε ότι, παρά τη μεταβολή αυτή, πρέπει να θεωρηθεί ότι η κατανάλωση παρέμεινε συνολικά σταθερή, πράγμα που σημαίνει ότι η ζημία που υπέστη η κοινοτική βιομηχανία δεν οφείλεται σε συρρίκνωση της κοινοτικής ζήτησης. Συνεπώς, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η Επιτροπή εκπλήρωσε την υποχρέωση που υπέχει από το άρθρο 3, παράγραφος 7, του βασικού κανονισμού, δηλαδή να διαχωρίσει και να διακρίνει τη ζημία που οφείλεται ειδικά στη συρρίκνωση της ζήτησης ή στις μεταβολές των χαρακτηριστικών της κατανάλωσης.

154    Τέλος, οι προσφεύγουσες δεν απέδειξαν με κανένα από τα επιχειρήματά τους ότι η διαπίστωση στην οποία κατέληξε η Επιτροπή με την αιτιολογική σκέψη 124 του προσωρινού κανονισμού είναι απόρροια πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως. Συγκεκριμένα, οι προσφεύγουσες απλώς προτείνουν τη δική τους ερμηνεία των αριθμητικών στοιχείων που παρατίθενται στην αιτιολογική σκέψη 81 του προσωρινού κανονισμού, χωρίς να εξηγούν γιατί η προτεινόμενη από τα θεσμικά όργανα ερμηνεία των στοιχείων αυτών συνιστά πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως. Συναφώς, είναι εύλογη η ερμηνεία των προσφευγουσών ότι η μείωση της κοινοτικής κατανάλωσης κατά 4,4 % μεταξύ 2004 και 2005 είχε επιπτώσεις στις τιμές στην Κοινότητα. Ωστόσο, εξίσου εύλογη είναι η προτεινόμενη από τα θεσμικά όργανα ερμηνεία των αριθμητικών στοιχείων που παρατίθενται στην αιτιολογική σκέψη 81 του προσωρινού κανονισμού, ότι δηλαδή τα στοιχεία αυτά εμφαίνουν σχετικά σταθερή ζήτηση καθ’ όλο το χρονικό διάστημα το οποίο αφορούσε η έρευνα, οπότε οι παρατηρηθείσες το 2004 και το 2005 διακυμάνσεις ερμηνεύονται ως ένδειξη του ότι η ζήτηση στη σιδηρουργία αυξήθηκε κατ’ εξαίρεση το 2004 και επανήλθε στα συνήθη επίπεδα το 2005. Με βάση την τελευταία αυτή ερμηνεία, είναι εύλογη η εκτίμηση ότι ζημία που υπέστη η κοινοτική βιομηχανία, όπως αυτή προκύπτει από τα στοιχεία σχετικά με το σύνολο του υπό εξέταση χρονικού διαστήματος, δεν οφείλεται στις διακυμάνσεις της κατανάλωσης μεταξύ 2004 και 2005. Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να γίνει δεκτό ότι οι προσφεύγουσες δεν απέδειξαν ότι τα θεσμικά όργανα υπέπεσαν σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως.

155    Επομένως, το πέμπτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως κρίνεται απορριπτέο ως αβάσιμο.

 Επί του έκτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με τις επιπτώσεις των εισαγωγών από άλλες τρίτες χώρες

 Επιχειρήματα των διαδίκων

156    Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι τα θεσμικά όργανα παρέβησαν τον κανόνα περί μη καταλογισμού, διότι δεν έλαβαν δεόντως υπόψη τους τις επιπτώσεις των εισαγωγών από άλλες τρίτες χώρες, πέραν αυτών τις οποίες αφορά η διαδικασία της έρευνας (στο εξής: άλλες τρίτες χώρες). Οι προσφεύγουσες προβάλλουν ότι με τον προσωρινό κανονισμό η Επιτροπή αρκέστηκε στην επιβεβαιωθείσα με τον προσβαλλόμενο κανονισμό διαπίστωση ότι οι επιπτώσεις των εισαγωγών από άλλες τρίτες χώρες δεν μπορούν να θεωρηθούν σημαντικές, λόγω του όγκου και των τιμών των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ, διαπίστωση η οποία δεν εξασφαλίζει επαρκώς την τήρηση της αρχής περί μη καταλογισμού.

157    Συγκεκριμένα, κατά τις προσφεύγουσες, τα θεσμικά όργανα, μολονότι με τις αιτιολογικές σκέψεις 116, 118 και 120 του προσωρινού κανονισμού εντόπισαν ορισμένες επιπτώσεις των εισαγωγών από άλλες τρίτες χώρες, εντούτοις δεν τις εξέτασαν μεμονωμένα, ώστε να προβούν σε ορθό προσδιορισμό των αιτίων της ζημίας. Πρώτον, με την αιτιολογική σκέψη 116 του προσωρινού κανονισμού, η Επιτροπή επισήμανε ότι οι τιμές των εισαγωγών από τις άλλες τρίτες χώρες ήταν κατά 2,3 έως 5,7 % χαμηλότερες από τις τιμές της κοινοτικής βιομηχανίας. Πάντως, ένα τέτοιο περιθώριο συμπιέσεως των τιμών ήταν αρκετό για να δικαιολογηθεί η επιβολή δασμών αντιντάμπινγκ με τον κανονισμό 1420/2007. Δεύτερον, με τις αιτιολογικές σκέψεις 118 και 120 του προσωρινού κανονισμού, όπου εξετάζονται ειδικότερα οι εισαγωγές από την Ισλανδία και τη Βενεζουέλα, η Επιτροπή επιβεβαίωσε ότι οι εν λόγω εισαγωγές είχαν επιπτώσεις στην κατάσταση της κοινοτικής βιομηχανίας. Πάντως, τα θεσμικά όργανα είναι υποχρεωμένα να λαμβάνουν υπόψη τους συνολικά τις επιπτώσεις των ζημιογόνων εισαγωγών από τρίτες χώρες, καθώς και όλες τις άλλες γνωστές παραμέτρους της ζημίας, και να μην καταλογίζουν τις επιπτώσεις αυτές στις επίμαχες εισαγωγές.

158    Με το υπόμνημα απαντήσεως, οι προσφεύγουσες προέβαλαν επιπλέον ότι το Συμβούλιο δεν έλαβε υπόψη του το γεγονός ότι η αύξηση του όγκου των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ ήταν ως επί το πλείστον απόρροια του «κενού» που προκλήθηκε στην κοινοτική αγορά λόγω της αποσύρσεως ορισμένων παραγωγών τρίτων χωρών κατά το εξεταζόμενο χρονικό διάστημα.

159    Το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από τις παρεμβαίνουσες, αμφισβητεί τα επιχειρήματα των προσφευγουσών.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

160    Με το υπό κρίση σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως, οι προσφεύγουσες αμφισβητούν, κατ’ ουσίαν, την εκτίμηση των θεσμικών οργάνων σχετικά με τις επιπτώσεις των εισαγωγών από άλλες τρίτες χώρες όσον αφορά τη ζημία που υπέστη η κοινοτική βιομηχανία. Φρονούν, ειδικότερα, ότι οι αιτιολογικές σκέψεις 116, 118 και 120 του προσωρινού κανονισμού εμπεριέχουν πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, διότι η Επιτροπή εντόπισε ορισμένες επιπτώσεις των εν λόγω εισαγωγών, χωρίς όμως να τις διαχωρίσει με ακρίβεια.

161    Υπενθυμίζεται ότι με την αιτιολογική σκέψη 116 του προσωρινού κανονισμού η Επιτροπή διαπίστωσε, σχετικά με το σύνολο των εισαγωγών από άλλες τρίτες χώρες, ότι κατά υπό εξέταση χρονικό διάστημα ο όγκος των εισαγωγών αυτών μειώθηκε κατά 45 % περίπου, το δε αντίστοιχο μερίδιο αγοράς μειώθηκε από το 54,8 στο 30 %, και ότι, κατά το ίδιο χρονικό διάστημα, οι τιμές των εισαγωγών αυτών αυξήθηκαν κατά 7 %, η δε μέση τιμή των εισαγωγών αυτών ήταν υψηλότερη από την τιμή των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ κατά το υπό εξέταση χρονικό διάστημα και από 2,3 έως 5,7 % χαμηλότερη από τις τιμές της κοινοτικής βιομηχανίας κατά το ίδιο διάστημα. Με τις αιτιολογικές σκέψεις 117 έως 120 του ίδιου κανονισμού η Επιτροπή ανέλυσε τις επιπτώσεις των εισαγωγών από τη Νορβηγία, την Ισλανδία, τη Βραζιλία και τη Βενεζουέλα. Εκτίμησε ότι οι εισαγωγές από τη Βραζιλία και τη Νορβηγία δεν συνέβαλαν στη ζημία που υπέστη η κοινοτική βιομηχανία. Αντιθέτως, διαπίστωσε ότι οι εισαγωγές από την Ισλανδία και τη Βενεζουέλα είχαν μεν επιπτώσεις στην κατάσταση της κοινοτικής βιομηχανίας, πλην όμως οι επιπτώσεις αυτές δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως σημαντικές δεδομένων του όγκου και των τιμών των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ. Με την αιτιολογική σκέψη 121 του προσωρινού κανονισμού η Επιτροπή, βάσει των στοιχείων που παρατίθενται στις αιτιολογικές σκέψεις 116 έως 120 του ίδιου κανονισμού, κατέληξε στη διαπίστωση ότι οι εισαγωγές από άλλες τρίτες χώρες δεν συνέβαλαν ουσιαστικά στη ζημία που υπέστη η κοινοτική βιομηχανία.

162    Οι προσφεύγουσες δεν απέδειξαν με τα επιχειρήματά τους ότι η συλλογιστική αυτή εμπεριέχει πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως.

163    Πρώτον, όσον αφορά το επιχείρημα των προσφευγουσών σχετικά με την αιτιολογική σκέψη 116 του προσωρινού κανονισμού, διαπιστώνεται ότι οι προσφεύγουσες προβάλλουν μόνον ότι ένα περιθώριο συμπιέσεως των τιμών μεταξύ 2,3 και 5,7 % ήταν αρκετό για να επιβληθούν με τον κανονισμό 1420/2007 δασμοί αντιντάμπινγκ, πράγμα που αποδεικνύει ότι δεν ευσταθεί το συμπέρασμα της Επιτροπής ότι οι εισαγωγές από άλλες τρίτες χώρες δεν συνέβαλαν στη ζημία.

164    Συναφώς, πρώτον, υπενθυμίζεται ότι, όπως διαπιστώθηκε με τη σκέψη 90 ανωτέρω, αφενός, απόκειται στα θεσμικά όργανα να εξετάσουν, στο πλαίσιο της εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτουν, αν η κοινοτική βιομηχανία υπέστη ζημία και αν η ζημία αυτή οφείλεται στις εισαγωγές που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ ή αν συνέβαλαν σε αυτήν άλλες γνωστές παράμετροι και, αφετέρου, ότι η εξουσία εκτιμήσεως πρέπει να ασκείται κατά περίπτωση, λαμβανομένων υπόψη όλων των κρίσιμων πραγματικών περιστατικών. Εν πάση περιπτώσει, επισημαίνεται ότι το περιθώριο συμπιέσεως των τιμών, βάσει του οποίου επιβλήθηκαν μέτρα αντιντάμπινγκ με τον κανονισμό 1420/2007, ήταν 4,5 %. Το Συμβούλιο δεν ανέφερε, στον κανονισμό αυτόν, τα ποσοστά που παραθέτουν οι προσφεύγουσες. Επιπλέον, ακόμη πιο σημαντικό είναι το γεγονός ότι, στον κανονισμό 1420/2007, το Συμβούλιο στήριξε τη διαπίστωσή του περί αναγκαιότητας της επιβολής των μέτρων αυτών σε πολλές άλλες εκτιμήσεις. Επομένως, κανένα συμπέρασμα δεν αντλείται από το γεγονός ότι με τον κανονισμό 1420/2007 το Συμβούλιο, αφενός, υπολόγισε περιθώριο συμπιέσεως των τιμών 4,5 % και, αφετέρου, επέβαλε μέτρα αντιντάμπινγκ.

165    Δεύτερον, όπως επισήμανε το Συμβούλιο, η Επιτροπή δεν αναφέρθηκε με την αιτιολογική σκέψη 116 του προσωρινού κανονισμού στο περιθώριο συμπιέσεως των τιμών λόγω των εισαγωγών από άλλες τρίτες χώρες, αλλ’ εκτίμησε ότι η τιμή των εν λόγω εισαγωγών ήταν χαμηλότερη από τις τιμές της κοινοτικής βιομηχανίας κατά το εξέταση χρονικό διάστημα. Όπως, όμως, διαπιστώθηκε με τη σκέψη 65 ανωτέρω, η συμπίεση των τιμών αποτελεί νομική έννοια που απαντά στο άρθρο 3, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού, κατά το οποίο τα θεσμικά όργανα προβαίνουν σε σύγκριση των κοινοτικών τιμών προς τις προσαρμοσμένες τιμές των εισαγωγών, από την οποία προκύπτει ως ποσοστό το περιθώριο συμπιέσεως των τιμών. Επομένως, δεν υπάρχει αναλογία μεταξύ περιθωρίου συμπιέσεως και απλής συγκρίσεως των τιμών.

166    Τρίτον, η διαπίστωση της Επιτροπής σχετικά με το ύψος των τιμών αποτελεί απλώς στοιχείο ενός ευρύτερου συλλογισμού ο οποίος αναπτύσσεται στην αιτιολογική σκέψη 116 του προσωρινού κανονισμού. Το ύψος των τιμών των εισαγωγών από άλλες τρίτες χώρες σε σχέση με το ύψος των κοινοτικών τιμών αποτελεί ενδεχομένως ένα στοιχείο που αποδεικνύει ότι οι εν λόγω εισαγωγές συνέβαλαν στη ζημία που υπέστη η κοινοτική βιομηχανία, πλην όμως δεν είναι δυνατόν να αγνοηθούν τα λοιπά στοιχεία του συλλογισμού βάσει του οποίου η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η συμβολή αυτή είναι αμελητέα. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι τα μερίδια αγοράς που αντιστοιχούν στις εν λόγω εισαγωγές μειώθηκαν κατά το υπό εξέταση χρονικό διάστημα και ότι κατά το ίδιο διάστημα οι τιμές τους αυξήθηκαν και εξακολούθησαν να είναι υψηλότερες από τις τιμές των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ. Επομένως, όπως επισήμανε το Συμβούλιο, αν υποτεθεί ότι η κατανάλωση δεν αυξήθηκε, δεν είναι δυνατόν οι εισαγωγές από άλλες τρίτες χώρες να αύξησαν συνολικά το μερίδιό τους αγοράς σε βάρος της κοινοτικής βιομηχανίας, σε αντίθεση με τις εισαγωγές που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ.

167    Κατά συνέπεια, οι προσφεύγουσες δεν μπόρεσαν να αποδείξουν με τα επιχειρήματά τους ότι η αιτιολογική σκέψη 116 του προσωρινού κανονισμού εμπεριέχει πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως.

168    Δεύτερον, όσον αφορά το επιχείρημα σχετικά με τις αιτιολογικές σκέψεις 118 και 120 του προσωρινού κανονισμού, τονίζεται ότι οι προσφεύγουσες δεν αμφισβητούν τη διαπίστωση της Επιτροπής ότι, ακόμη και αν οι εισαγωγές από την Ισλανδία και τη Βενεζουέλα είχαν επιπτώσεις στην κοινοτική βιομηχανία, οι επιπτώσεις αυτές δεν μπορούν να θεωρηθούν σημαντικές, δεδομένων του όγκου και των τιμών των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ. Οι προσφεύγουσες προβάλλουν απλώς ότι τα θεσμικά όργανα έπρεπε να εξετάζουν συνολικά τόσο τις επιπτώσεις των εισαγωγών από άλλες τρίτες χώρες, όσο και τις λοιπές γνωστές παραμέτρους της ζημίας.

169    Πρώτον, όσον αφορά των ανάλυση των συνολικών επιπτώσεων των εισαγωγών από άλλες τρίτες χώρες, τονίζεται ότι, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, η Επιτροπή όντως προέβη στην ανάλυση αυτή. Συγκεκριμένα, η ανάλυση αυτή είναι το πρώτο από τα τρία στάδια της εξετάσεως των επιπτώσεων των εισαγωγών από άλλες τρίτες χώρες. Συγκεκριμένα, αρχικώς, η Επιτροπή παρέθεσε, στην αιτιολογική σκέψη 116 του προσωρινού κανονισμού, την εξέλιξη των οικονομικών δεικτών σχετικά με το σύνολο των εισαγωγών από άλλες τρίτες χώρες. Όπως προαναφέρθηκε στη σκέψη 166 ανωτέρω, δεδομένης της εξελίξεως αυτής, δεν είναι δυνατόν οι εισαγωγές από άλλες τρίτες χώρες συνολικά να αύξησαν το μερίδιό τους αγοράς σε βάρος της κοινοτικής βιομηχανίας. Κατά το δεύτερο στάδιο, με τις αιτιολογικές σκέψεις 117 έως 120 του προσωρινού κανονισμού η Επιτροπή εξέτασε αν η ζημία οφείλεται μεμονωμένα στις επιπτώσεις των εισαγωγών από τη Νορβηγία, την Ισλανδία, τη Βραζιλία και τη Βενεζουέλα αντιστοίχως. Όπως διευκρινίστηκε με τη σκέψη 161 ανωτέρω, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι εισαγωγές από την Ισλανδία και τη Βενεζουέλα είχαν ενδεχομένως επιπτώσεις για την κοινοτική βιομηχανία, πλην όμως οι επιπτώσεις αυτές δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως σημαντικές, δεδομένων του όγκου και των τιμών των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ. Κατά το τρίτο στάδιο, η Επιτροπή, αντλώντας συμπεράσματα από τα δύο προηγούμενα στάδια του συλλογισμού της, ευλόγως κατέληξε, με την αιτιολογική σκέψη 121 του προσωρινού κανονισμού, στη διαπίστωση ότι οι εισαγωγές από άλλες τρίτες χώρες δεν συνέβαλαν στη ζημία.

170    Δεύτερον, όσον αφορά τη συνολική ανάλυση όλων των λοιπών γνωστών παραμέτρων της ζημίας, με τη σκέψη 47 ανωτέρω διευκρινίστηκε ότι, για να κριθεί αν η συνολική αυτή ανάλυση είναι απαραίτητη, πρέπει πρώτα να ολοκληρωθεί η εξέταση των αιτιάσεων που προβάλλουν οι προσφεύγουσες σχετικά με την εξατομικευμένη ανάλυση καθεμίας από τις λοιπές γνωστές παραμέτρους. Το ζήτημα αυτό θα εξεταστεί με τις σκέψεις 204 έως 215 κατωτέρω.

171    Επομένως, οι προσφεύγουσες δεν μπόρεσαν να αποδείξουν με τα επιχειρήματά τους ότι οι αιτιολογικές σκέψεις 118 και 120 του προσωρινού κανονισμού εμπεριέχουν πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως.

172    Τρίτον, όσον αφορά το επιχείρημα περί «κενού» στην αγορά, λόγω της αποσύρσεως ορισμένων παραγωγών άλλων τρίτων χωρών, το οποίο προβλήθηκε για πρώτη φορά με το υπόμνημα απαντήσεως, διαπιστώνεται ότι με το επιχείρημα αυτό δεν επιχειρείται να αποδειχθεί ότι τα θεσμικά όργανα εκτίμησαν εσφαλμένως την οφειλόμενη στις εισαγωγές από άλλες τρίτες χώρες ζημία, αλλ’ ότι εισαγωγές που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ δεν προκάλεσαν ζημία στην κοινοτική βιομηχανία, διότι υποκατέστησαν τις εισαγωγές από άλλες τρίτες χώρες. Συνεπώς, το επιχείρημα αυτό δεν σχετίζεται άμεσα με τον λόγο ακυρώσεως που προβλήθηκε αρχικώς με το δικόγραφο της προσφυγής ούτε αποτελεί ανάπτυξη του λόγου αυτού. Κατά συνέπεια, το επιχείρημα αυτό, δεδομένου ότι δεν στηρίζεται σε νομικά ή πραγματικά στοιχεία που αποκαλύφθηκαν κατά τη δίκη, αποτελεί νέο λόγο ακυρώσεως κατά την έννοια του άρθρου 48, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας (βλ., συναφώς, απόφαση του Πρωτοδικείου της 5ης Φεβρουαρίου 1997, T‑211/95, Petit-Laurent κατά Επιτροπής, Συλλογή 1997, σ. II‑57, σκέψεις 43 έως 45). Είναι, ως εκ τούτου, απορριπτέο ως απαράδεκτο.

173    Κατόπιν των προεκτεθέντων, το έκτος σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως κρίνεται απορριπτέο ως εν μέρει αβάσιμο και εν μέρει απαράδεκτο.

 στ) Επί του έβδομου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, περί ελλείψεως ανταγωνιστικότητας των κοινοτικών παραγωγών, η οποία υφίστατο πριν τις επιζήμιες πρακτικές ντάμπινγκ

 Επιχειρήματα των διαδίκων

174    Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι το Συμβούλιο υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως και παρέβη τον κανόνα περί μη καταλογισμού του άρθρου 3, παράγραφος 7, του βασικού κανονισμού, διότι με τις αιτιολογικές σκέψεις 93 και 94 του προσβαλλόμενου κανονισμού απέρριψε το επιχείρημα ότι οι περισσότεροι κοινοτικοί παραγωγοί είχαν παύσει να είναι κερδοφόροι πριν τις επιζήμιες πρακτικές ντάμπινγκ, με το αιτιολογικό ότι η κοινοτική βιομηχανία ήταν συνολικά κερδοφόρος το 2004. Συναφώς, οι προσφεύγουσες προβάλλουν ότι τρεις από τους έξι κοινοτικούς παραγωγούς ήταν ελλειμματικοί το 2003, ενώ το 2004 –που ήταν «έτος ιδιαίτερα προσοδοφόρο» για τη βιομηχανία των σιδηροκραμάτων– ήταν όλοι ελλειμματικοί, πλην της FerroAtlántica. Επομένως, η συνολική κερδοφορία 3 % της κοινοτικής βιομηχανίας κατά το 2004 πραγματοποίηθηκε εξ ολοκλήρου από τη FerroAtlántica. Επιπλέον, μολονότι το 2004 η συνολική επίδοση της κοινοτικής βιομηχανίας ήταν καλύτερη απ’ ό,τι το 2003 και η κοινοτική βιομηχανία αύξησε τις τιμές της κατά 10 %, η κατάσταση των πέντε από τους έξι παραγωγούς επιδεινώθηκε για λόγους μη σχετιζόμενους με τις εισαγωγές που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ. Τα θεσμικά όργανα έπρεπε να λάβουν υπόψη τους τουλάχιστον το γεγονός αυτό, το οποίο έχει σημασία όσον αφορά τις αιτίες της εξελίξεως της ζημίας που υπέστησαν οι κοινοτικοί παραγωγοί και εμφαίνει με σαφήνεια την έλλειψη ανταγωνιστικότητας της κοινοτικής βιομηχανίας, ιδίως λόγω της διάρθρωσης του κόστους της. Τούτο επιβεβαιώνεται από τις μεταστροφές και τις μειώσεις της παραγωγής στις οποίες προέβη η κοινοτική βιομηχανία μετά το 2004, παρά την αύξηση της κατανάλωσης και την αποδοτικότητα των πωλήσεων σιδηροπυριτίου.

175    Το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από τις παρεμβαίνουσες, τονίζει ότι οι προσφεύγουσες, ενώ διατείνονται ότι τα θεσμικά όργανα υπέπεσαν σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, λόγω της διαπιστώσεώς τους ότι η κοινοτική βιομηχανία ήταν κερδοφόρος το 2003 και το 2004, εντούτοις δεν αμφισβητούν τα αριθμητικά στοιχεία σχετικά με τα προ φόρων περιθώρια κέρδους που παρατίθενται στην αιτιολογική σκέψη 94 του προσβαλλόμενου κανονισμού. Επιπλέον, το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι εκ μέρους των προσφευγουσών επίκληση της καταστάσεως των διαφόρων κοινοτικών παραγωγών το 2003 και το 2004 δεν αποδεικνύει την ύπαρξη πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως. Πρώτον, για την εκτίμηση της ζημίας και του αιτιώδους συνδέσμου, απαιτείται εξέταση της καταστάσεως της κοινοτικής βιομηχανίας εν γένει, και όχι της καταστάσεως των κοινοτικών παραγωγών. Το γεγονός ότι τρεις κοινοτικοί παραγωγοί, οι οποίοι καλύπτουν από κοινού το 24 έως 28 % της συνολικής κοινοτικής παραγωγής, ήταν ελλειμματικοί το 2003 δεν σημαίνει ότι όλη η κοινοτική βιομηχανία έπασχε από έλλειψη ανταγωνιστικότητας. Τρίτον, το Συμβούλιο επισημαίνει ότι το 2004 χαρακτηρίζεται από συμπίεση του μεριδίου αγοράς της κοινοτικής βιομηχανίας, λόγω μειώσεως των πωλήσεων κατά 2 % σε σχέση με το 2003, λόγω αυξήσεως των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ, καθώς και του αντίστοιχου μεριδίου αγοράς, και λόγω μειώσεως των τιμών της κοινοτικής βιομηχανίας, πράγμα που σημαίνει ότι ορισμένοι κοινοτικοί παραγωγοί υφίσταντο ήδη από το 2004 τις επιπτώσεις των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ, έστω και αν η κοινοτική βιομηχανία συνολικά μπόρεσε να αυξήσει τα κέρδη της.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

176    Με το υπό κρίση σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως, οι προσφεύγουσες επικρίνουν την εκ μέρους του Συμβουλίου απόρριψη, με τις αιτιολογικές σκέψεις 93 και 94 του προσβαλλόμενου κανονισμού, του επιχειρήματος ότι η κοινοτική βιομηχανία είχε καταστεί μη κερδοφόρος πριν τις επιζήμιες πρακτικές ντάμπινγκ.

177    Υπενθυμίζεται ότι με την αιτιολογική σκέψη 94 του προσβαλλόμενου κανονισμού το Συμβούλιο, απαντώντας στο επιχείρημα αυτό, διευκρίνισε ότι, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 97 του προσωρινού κανονισμού, η κοινοτική βιομηχανία ήταν κερδοφόρος το 2003, με περιθώριο κέρδους προ φόρων 2,3 %, το οποίο ανήλθε στο 2,7 % το 2004, και ότι απώλειες παρατηρήθηκαν το 2005 και κατά το χρονικό διάστημα το οποίο αφορούσε η έρευνα.

178    Οι προσφεύγουσες, μολονότι δεν αμφισβητούν, όπως επισημαίνει το Συμβούλιο, τα αριθμητικά στοιχεία που παρατίθενται στην αιτιολογική σκέψη 97 του προσωρινού κανονισμού, από τα οποία προκύπτει ότι η κοινοτική βιομηχανία ήταν συνολικά κερδοφόρος το 2003 και το 2004, εντούτοις προσάπτουν στα θεσμικά όργανα ότι δεν έλαβαν εξατομικευμένα υπόψη τους την κατάσταση των τριών από τους έξι κοινοτικούς παραγωγούς για το 2003 και των πέντε από τους έξι κοινοτικούς παραγωγούς για το 2004.

179    Σημειωτέον, συναφώς, ότι οι προσφεύγουσες στηρίζουν τα επιχειρήματά τους σε αριθμητικά στοιχεία από τα οποία προκύπτει ότι πέντε από τους έξι κοινοτικούς παραγωγούς είχαν ήδη υποστεί απώλειες το 2004. Το Συμβούλιο δεν αμφισβητεί τα στοιχεία αυτά. Εξάλλου, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι τρεις από τους έξι κοινοτικούς παραγωγούς είχαν παύσει να είναι κερδοφόροι το 2003. Το Συμβούλιο επιβεβαιώνει με τα δικόγραφά του τη θέση αυτή των προσφευγουσών, παρά το γεγονός ότι αυτές δεν προβάλλουν συναφώς κανένα αποδεικτικό στοιχείο.

180    Στο πλαίσιο αυτό, υπενθυμίζεται ότι, όπως επισημάνθηκε με τη σκέψη 88 ανωτέρω και αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει το Συμβούλιο, η ανάλυση περί αιτιώδους συνδέσμου δεν είναι απαραίτητο να αφορά την κοινοτική βιομηχανία συνολικά, με συνέπεια να μην είναι δυνατόν να ληφθεί υπόψη η ζημία που υπέστη ένας μεμονωμένος κοινοτικός παραγωγός εξ άλλης αιτίας, πέραν των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ. Η ζημία που υπέστη ένας κοινοτικός παραγωγός μεμονωμένα από άλλη αιτία, πέραν των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ, πρέπει να συνεκτιμάται, εφόσον αποτελεί μέρος της ζημίας που υπέστη η κοινοτική βιομηχανία συνολικά.

181    Δεδομένου ότι τα προσκομισθέντα από τις προσφεύγουσες στοιχεία εμφαίνουν ότι ορισμένοι παραγωγοί είχαν καταστεί μη κερδοφόροι το 2003 και το 2004, τα θεσμικά όργανα ήταν υποχρεωμένα να εκτιμήσουν τις συνέπειες της καταστάσεως αυτής όσον αφορά τη ζημία που υπέστη η κοινοτική βιομηχανία συνολικά, πράγμα που δεν έπραξαν. Κατά συνέπεια τα θεσμικά όργανα δεν τήρησαν την υποχρέωσή τους να προβούν σε ανάλυση περί μη καταλογισμού, παραβιάζοντας έτσι το άρθρο 3, παράγραφος 7, του βασικού κανονισμού.

182    Όπως, όμως, επισημάνθηκε με τη σκέψη 119 ανωτέρω, η παράβαση αυτή δικαιολογεί την ακύρωση του προσβαλλόμενου κανονισμού μόνον εφόσον θέτει υπό αμφισβήτηση τη νομιμότητά του, καθιστώντας ελαττωματική τη σχετική με τον αιτιώδη σύνδεσμο ανάλυση των θεσμικών οργάνων. Συνεπώς, εν προκειμένω, οι προσφεύγουσες πρέπει, αφενός, να αποδείξουν ότι η κατάσταση των κοινοτικών παραγωγών το 2003 και το 2004 αποτελεί την αιτία της ζημίας που υπέστη η κοινοτική βιομηχανία συνολικά ή συνέβαλε στη ζημία αυτή. Πρέπει ακόμη να αποδείξουν ότι οι ζημίες που υπέστησαν πέντε από τους έξι κοινοτικούς παραγωγούς δεν οφείλονταν στις εισαγωγές που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ.

183    Προς τούτο, οι προσφεύγουσες προβάλλουν ότι η έλλειψη κερδοφορίας των πέντε από τους έξι κοινοτικών παραγωγών το 2004 οφείλεται σε έλλειψη ανταγωνιστικότητας, πράγμα που επιβεβαιώνεται από τις μεταστροφές και τις μειώσεις της παραγωγής, στις οποίες προέβη η κοινοτική βιομηχανία μετά το 2004, παρά την αύξηση της κατανάλωσης και την αποδοτικότητα των πωλήσεων σιδηροπυριτίου. Το Γενικό Δικαστήριο κρίνει, πάντως, ότι τα σχετικά με το 2004 στοιχεία επιδέχονται διαφορετική ερμηνεία. Συγκεκριμένα, το 2004 τρεις κοινοτικοί παραγωγοί, οι οποίοι καλύπτουν από κοινού το 24 έως 28 % της συνολικής κοινοτικής παραγωγής, ήταν ελλειμματικοί, το δε 2004 πέντε κοινοτικοί παραγωγοί είχαν καταστεί ζημιογόνοι. Όπως, όμως, επισήμανε το Συμβούλιο, παρά την αύξηση της κατανάλωσης, το 2004 χαρακτηρίζεται από συμπίεση του μεριδίου αγοράς της κοινοτικής βιομηχανίας, λόγω μειώσεως των πωλήσεων κατά 2 % σε σχέση με το 2003, λόγω αυξήσεως των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ, καθώς και του αντίστοιχου μεριδίου αγοράς, και λόγω μειώσεως των τιμών της κοινοτικής βιομηχανίας, πράγμα που σημαίνει ότι ορισμένοι κοινοτικοί παραγωγοί υφίσταντο ήδη από το 2004 τις επιπτώσεις των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ, έστω και αν η κοινοτική βιομηχανία συνολικά μπόρεσε να αυξήσει τα κέρδη της.

184    Δεδομένου ότι το έλλειμμα ορισμένων κοινοτικών παραγωγών το 2003 και το 2004 ενδέχεται να οφείλεται στις εισαγωγές που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ, η διαπιστωθείσα παράβαση δεν θέτει εν αμφιβόλω τη νομιμότητα του προσβαλλόμενου κανονισμού.

185    Κατόπιν των προεκτεθέντων, το έβδομο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως κρίνεται απορριπτέο.

 Επί του όγδοου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με τις ιδιαίτερες για κάθε παραγωγό περιστάσεις

 Επιχειρήματα των διαδίκων

186    Οι προσφεύγουσες προβάλλουν ότι τα θεσμικά όργανα υπέπεσαν σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως και παρέβησαν το άρθρο 3, παράγραφος 7, του βασικού κανονισμού, διότι δεν εξέτασαν τις παραμέτρους που προξένησαν ζημία σε μεμονωμένους κοινοτικούς παραγωγούς και, παράλληλα, είχαν επιπτώσεις στην κοινοτική βιομηχανία συνολικά, παρά τον μικρό αριθμό των εν λόγω παραγωγών και τις μεγάλες μεταξύ τους αντιθέσεις ως προς την οικονομική τους κατάσταση.

187    Συγκεκριμένα, πρώτον, οι προσφεύγουσες επισημαίνουν, όσον αφορά τη Huta Laziska, ότι το 2004 η εταιρία αυτή στράφηκε εν μέρει από την παραγωγή σιδηροπυριτίου στην παραγωγή πυριτιομαγγανίου, προκειμένου να αυξήσει την κερδοφορία της. Ακολούθησε πτώση της παραγωγής σιδηροπυριτίου της εταιρίας αυτής, καθώς και μείωση των πωλήσεων σιδηροπυριτίου προς ανεξάρτητους πελάτες. Λόγω της πτώσεως της παραγωγής και του αμετάβλητου πάγιου κόστους, το κόστος παραγωγής ανά τόνο αυξήθηκε το 2004 περίπου κατά 17 %, οι δε ζημίες της υπερτριπλασιάστηκαν, χωρίς τούτο να οφείλεται στις εισαγωγές. Παρά ταύτα, ο κύκλος εργασιών που πραγματοποίησε από ανεξάρτητους πελάτες αυξήθηκε. Το 2005 η Huta Laziska μείωσε αρχικώς την παραγωγή της και εν τέλει την έπαυσε κατά το χρονικό διάστημα το οποίο αφορούσε η έρευνα, κατόπιν αντιδικίας με τον προμηθευτή ηλεκτρικής ενέργειας. Μειώθηκαν έτσι οι πωλήσεις της και αυξήθηκε το κόστος παραγωγής ανά μονάδα προϊόντος, με συνέπεια να υπάρξει πτώση της κερδοφορίας και μείωση του μεριδίου αγοράς.

188    Δεύτερον, όσον αφορά την OFZ, οι προσφεύγουσες επισημαίνουν, καταρχάς, ότι το 2004 μετέθεσε ή απέλυσε το 47 % του προσωπικού της, πράγμα που σημαίνει ότι δεν ήταν σε θέση να καλύψει την αυξανόμενη ζήτηση. Επιπλέον, η OFZ στράφηκε εν μέρει από την παραγωγή σιδηροπυριτίου στην παραγωγή πυριτιομαγγανίου, προκειμένου να αυξήσει την κερδοφορία της. Οι πωλήσεις της προς ανεξάρτητους πελάτες μειώθηκαν, ως εκ τούτου, κατά 19 %. Επειδή, όμως, η αγορά αναπτυσσόταν, η OFZ μπόρεσε να περιορίσει την πτώση του κύκλου εργασιών στο 11 %, παρά την κατά 14 % αύξηση του κόστους παραγωγής, η οποία οφειλόταν εν μέρει στο γεγονός ότι το πάγιο κόστος αυξήθηκε, ενώ η παραγωγή μειώθηκε. Περαιτέρω, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι το 2005 η OFZ αναδιαρθρώθηκε, επιτυγχάνοντας μείωση του κόστους παραγωγής και αύξηση της αποδοτικότητάς της. Προς τούτο, ήταν απαραίτητη η προσωρινή μείωση των πωλήσεών της και του μεριδίου αγοράς.

189    Τρίτον, σχετικά με την TDR – Metalurgija d.d., οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι το 2004 η εταιρία αυτή αύξησε τον όγκο των πωλήσεών της προς ανεξάρτητους πελάτες σε ποσοστό μεγαλύτερο από την αύξηση της ζήτησης, αύξησε την παραγωγή της και επωφελήθηκε από τις υψηλές τιμές, αυξάνοντας τον κύκλο εργασιών από ανεξάρτητους πελάτες. Ωστόσο, λόγω της γενικής αυξήσεως του κόστους παραγωγής κατά 12 %, δεν μπόρεσε να καταστεί εκ νέου κερδοφόρος. Όταν η κατάσταση στην αγορά επιδεινώθηκε το 2005, η TDR δεν είχε τη δυνατότητα να ανακάμψει από τα αρνητικά αποτελέσματα που είχε πραγματοποιήσει το 2004, το οποίο ήταν ένα «έτος ιδιαίτερα προσοδοφόρο».

190    Τέταρτον, σχετικά με Vargön Alloys, οι προσφεύγουσες προβάλλουν ότι το 2004 αύξησε, αφενός, τον όγκο των πωλήσεων προς ανεξάρτητους πελάτες κατά ποσοστό υψηλότερο σε σχέση με τη ζήτηση, και, αφετέρου, την παραγωγή της και επωφελήθηκε από τις υψηλές τιμές, αυξάνοντας τον κύκλο εργασιών από ανεξάρτητους πελάτες. Αυξήθηκε, όμως, και το κόστος παραγωγής της κατά 15 %. Οι προσφεύγουσες επισημαίνουν ότι, κατά τα θεσμικά όργανα, η Vargön Alloys υπέστη επιπλέον απώλειες 45 %. Μολονότι τα θεσμικά όργανα δεν παρέθεσαν καμία επεξήγηση συναφώς, είναι πρόδηλο ότι η εξέλιξη αυτή οφείλεται σε προβλήματα που αντιμετώπιζε η εν λόγω εταιρία και όχι στις επίμαχες εισαγωγές. Μεταξύ 2004 και 2005 η Vargön Alloys μείωσε κατά το ήμισυ την παραγωγή σιδηροπυριτίου λόγω αυξήσεως των τιμών της ηλεκτρικής ενέργειας. Εξάλλου, κατά το χρονικό διάστημα το οποίο αφορούσε η έρευνα η εν λόγω εταιρία μετέστρεψε μέρος της παραγωγής σιδηροπυριτίου, προκειμένου να αυξήσει την κερδοφορία της, πράγμα που είχε ως συνέπεια τη μείωση των πωλήσεών της και του μεριδίου αγοράς.

191    Πέμπτον, σχετικά με τη FerroPem SAS και τη FerroAtlántica, οι προσφεύγουσες προβάλλουν ότι μεταξύ 2003 και 2004 η FerroPem μείωσε τις πωλήσεις σιδηροπυριτίου σε ανεξάρτητους πελάτες, αλλά αύξησε την παραγωγή της και διέθεσε τα αποθέματά της, πράγμα που αποδεικνύει ότι η FerroPem αύξησε την ιδιοκατανάλωση. Επομένως, κατά τις προσφεύγουσες, ο κύκλος εργασιών που πραγματοποίησε η FerroPem από ανεξάρτητους πελάτες μειώθηκε. Εξάλλου, δεδομένου ότι το κόστος παραγωγής αυξήθηκε συγχρόνως κατά 24 %, ήταν λογικά επόμενο να μειωθεί η κερδοφορία της FerroPem. Μετά την αύξηση των τιμών της ηλεκτρικής ενέργειας, η FerroAtlántica έπαυσε την παραγωγή της κατά τις ώρες της υψηλής κατανάλωσης, αποκομίζοντας περισσότερα κέρδη στον κλάδο της ηλεκτρικής ενέργειας. Περαιτέρω, η εξαγορά της FerroPem επιβάρυνε αμφότερες τις εταιρίας με δαπάνες αναδιαρθρώσεως. Παρά ταύτα, αμφότερες οι εταιρίες πραγματοποίησαν τα καλύτερα αποτελέσματα στην αγορά, αυξάνοντας τις πωλήσεις τους μεταξύ 2004 και 2005, παρά τη συνολική πτώση της κατανάλωσης στην Κοινότητα. Όσον αφορά το 2005 και το χρονικό διάστημα το οποίο αφορούσε η έρευνα, η θυγατρική της FerroAtlántica στη Βενεζουέλα αύξησε τις εξαγωγές της προς την Κοινότητα. Ο όμιλος FerroAtlántica συνολικά πραγματοποίησε πολύ καλά αποτελέσματα και δεν φαίνεται να έχει υποστεί ζημία. Σε κάθε περίπτωση, οι προσφεύγουσες φρονούν ότι η ζημία δεν οφείλεται στις εισαγωγές που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ.

192    Το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από τις παρεμβαίνουσες, αμφισβητεί τα επιχειρήματα των προσφευγουσών.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

193    Στο πλαίσιο του όγδοου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, οι προσφεύγουσες προσάπτουν στα θεσμικά όργανα ότι δεν έλαβαν υπόψη τους τις παραμέτρους που προξένησαν ζημία σε μεμονωμένους κοινοτικούς παραγωγούς και, παράλληλα, είχαν επιπτώσεις στην κοινοτική βιομηχανία συνολικά.

194    Με τη σκέψη 88 ανωτέρω διαπιστώθηκε ότι, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει το Συμβούλιο, η ανάλυση περί αιτιώδους συνδέσμου δεν είναι απαραίτητο να αφορά την κοινοτική βιομηχανία συνολικά, με συνέπεια να μην είναι δυνατόν να ληφθεί υπόψη η ζημία που υπέστη ένας μεμονωμένος κοινοτικός παραγωγός εξ άλλης αιτίας, πέραν των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ. Η ζημία που υπέστη ένας κοινοτικός παραγωγός μεμονωμένα από άλλη αιτία, πέραν των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ, πρέπει να συνεκτιμάται, εφόσον αποτελεί μέρος της ζημίας που υπέστη η κοινοτική βιομηχανία συνολικά.

195    Πρέπει, ωστόσο, να διευκρινιστεί ότι οι παράμετροι που έχουν μεμονωμένα προκαλέσει ζημία σε κοινοτικό παραγωγό πρέπει, βεβαίως, να λαμβάνονται υπόψη εφόσον έχουν συμβάλλει στη ζημία που υπέστη η κοινοτική βιομηχανία συνολικά, πλην όμως τούτο δεν συνεπάγεται, εν προκειμένω, ότι τα θεσμικά όργανα ήταν υποχρεωμένα να αναλύσουν συστηματικά την κατάσταση εκάστους κοινοτικού παραγωγού ατομικά.

196    Συναφώς, διαπιστώνεται ότι οι προσφεύγουσες δεν μπόρεσαν να αποδείξουν με τα επιχειρήματά τους ότι η κατάσταση των κοινοτικών παραγωγών αποτελεί την αιτία της ζημίας που υπέστη η κοινοτική βιομηχανία συνολικά ή ότι συνέβαλε στη ζημία αυτή.

197    Συγκεκριμένα, πρώτον, τα σχετικά με την κατάσταση της Huta Laziska, επιχειρήματα είναι πανομοιότυπα με τα προβληθέντα στο πλαίσιο του τρίτου σκέλους του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως. Τα επιχειρήματα αυτά, όμως, κρίθηκαν αβάσιμα. Κατά συνέπεια, τα επιχειρήματα αυτά πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα και στο πλαίσιο της εξετάσεως του υπό κρίση σκέλους.

198    Δεύτερον, όσον αφορά την κατάσταση της OFZ, οι προσφεύγουσες παραθέτουν στοιχεία, επιχειρώντας να αποδείξουν ότι η αναδιάρθρωση που υπέστη η εταιρία αυτή συνέτεινε στη ζημία που υπέστη η κοινοτική βιομηχανία. Όπως, όμως, διαπιστώθηκε κατά την εξέταση του τρίτου σκέλους του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως, τα θεσμικά όργανα έλαβαν υπόψη τους τη μεταστροφή της παραγωγής των κοινοτικών παραγωγών, της OFZ περιλαμβανομένης. Επιπλέον, μολονότι η κατάσταση που περιγράφουν οι προσφεύγουσες για το 2004 και 2005 μπορεί όντως να έχει συμβάλει στη ζημία, εξίσου εύλογη είναι η επισήμανση του Συμβουλίου ότι η κατάσταση αυτή οφείλεται στις εισαγωγές σε χαμηλή τιμή στην κοινοτική αγορά. Επομένως, οι προσφεύγουσες δεν απέδειξαν ότι η κατάσταση της OFZ συνέτεινε στη ζημία που υπέστη η κοινοτική βιομηχανία.

199    Τρίτον, όσον αφορά την κατάσταση της TDR, οι προσφεύγουσες παραθέτουν ορισμένα πραγματικά περιστατικά, επιχειρώντας να αποδείξουν ότι η ζημία που υπέστη η εταιρία αυτή οφείλεται σε αύξηση του κόστους παραγωγής. Δεδομένου ότι η θέση αυτή απορρίφθηκε κατά την εξέταση του τέταρτου σκέλους του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως, τα σχετικά με την κατάσταση της TDR επιχειρήματα που προβάλλοντα στο πλαίσιο του υπό κρίση σκέλους είναι επίσης απορριπτέα ως αβάσιμα.

200    Τέταρτον, όσον αφορά την κατάσταση της Vargön Alloys, οι προσφεύγουσες κάνουν λόγο για μεταστροφή της παραγωγής της εταιρίας αυτής, καθώς και για αύξηση του κόστους παραγωγής. Δεδομένου ότι τα επιχειρήματα σχετικά με τις επιπτώσεις των παραμέτρων αυτών ως προς τη ζημία που υπέστη η κοινοτική βιομηχανία έχουν απορριφθεί κατά την εξέταση του τρίτου και του τέταρτου σκέλους του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως, πρέπει να επίσης να απορριφθούν τα σχετικά με την κατάσταση της Vargön Alloys που προβάλλονται στο πλαίσιο του υπό κρίση σκέλους.

201    Πέμπτον, όσον αφορά την κατάσταση των FerroPem και FerroAtlántica, τονίζεται ότι οι προσφεύγουσες περιγράφουν μια συνολικά θετική κατάσταση των εταιριών αυτών και δεν αποδεικνύουν πώς η κατάσταση αυτή μπορεί να έχει συντείνει στη ζημία που υπέστη η κοινοτική βιομηχανία. Επομένως, τα επιχειρήματα σχετικά με την κατάσταση των δύο αυτών εταιριών δεν ευσταθούν.

202    Επομένως, το όγδοο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως, όσον αφορά τις ιδιαίτερες για κάθε παραγωγό περιστάσεις, κρίνεται απορριπτέο ως αβάσιμο.

203    Βάσει των προεκτεθέντων, κρίνονται απορριπτέα ως αβάσιμα το πρώτο, το δεύτερο, το τέταρτο και το πέμπτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως, οι τρεις πρώτες αιτιάσεις του τρίτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, καθώς και το όγδοο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως, καθόσον αφορούν την εξατομικευμένη ανάλυση των παραμέτρων της ζημίας. Επίσης, κρίνεται απορριπτέο ως εν μέρει αβάσιμο και εν μέρει απαράδεκτο το έκτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως. Τέλος, οι παραβάσεις που διαπιστώθηκαν κατά την εξέταση της τέταρτης αιτιάσεως του τρίτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, καθώς και στο πλαίσιο του έβδομου σκέλους του ίδιου λόγου ακυρώσεως δεν δικαιολογούν την ακύρωση του προσβαλλόμενου κανονισμού.

3.     Επί της παραλείψεως της συνολικής αναλύσεως των παραμέτρων της ζημίας (πρώτο και όγδοο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως)

 Επιχειρήματα των διαδίκων

204    Στο πλαίσιο του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, οι προσφεύγουσες προβάλλουν ότι το Συμβούλιο ακολούθησε μια προδήλως απρόσφορη μέθοδο, διότι ανέλυσε αν άλλες παράμετροι αποτελούν, μεμονωμένα, την αιτία της ζημίας που υπέστη η κοινοτική βιομηχανία, ενώ εν προκειμένω ήταν απαραίτητη μια ανάλυση των συνολικών επιπτώσεων των άλλων παραμέτρων. Συγκεκριμένα, πρώτον, πολλές άλλες παράμετροι είχαν επιπτώσεις στην κοινοτική βιομηχανία, η οποία, άλλωστε υπέστη μικρή μόνο ζημία. Δεύτερον, έκαστος κοινοτικός παραγωγός βρισκόταν σε διαφορετική κατάσταση. Τρίτον, πολλοί από τους μετέχοντες στη διαδικασία αντιντάμπινγκ τόνισαν κατά τη διαδικασία αυτή ότι η ζημία που υπέστη η κοινοτική βιομηχανία οφείλεται στις συνολικές επιπτώσεις άλλων παραμέτρων.

205    Στο πλαίσιο του όγδοου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι τα θεσμικά όργανα έπρεπε να αξιολογήσουν συνολικά τις επιπτώσεις των λοιπών γνωστών παραμέτρων, πέραν των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ. Συγκεκριμένα, κατά τις προσφεύγουσες, για να διασπαστεί ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο της έρευνας και της ζημίας, δεν αρκεί κάθε μία από τις παραμέτρους αυτές μεμονωμένα, αρκεί, όμως, το σύνολο των παραμέτρων αυτών. Εν προκειμένω, πάντως, αν η ανάλυση αυτή είχε πραγματοποιηθεί, θα προέκυπτε ότι η ζημία που υπέστη η κοινοτική βιομηχανία οφείλεται στην εξέλιξη του κόστους και της αγοράς και όχι στις εισαγωγές που αποτέλεσαν αντικείμενο της έρευνας.

206    Συγκεκριμένα, πρώτον, οι προσφεύγουσες προβάλλουν ότι δεν ευσταθεί από νομικής απόψεως το να αποδίδεται η εξέλιξη των τιμών το 2005 και κατά το χρονικό διάστημα το οποίο αφορούσε η έρευνα –δηλαδή η μείωση των τιμών κατά 15 % το 2005 και κατά 6 %, κατά το χρονικό διάστημα το οποίο αφορούσε η έρευνα σε σχέση με το 2004– στις εισαγωγές που αποτέλεσαν αντικείμενο της έρευνας, διότι η εξέλιξη αυτή αποτελεί μέρος της γενικής εξισορροπήσεως των τιμών στην αγορά σε σχέση με το 2004. Συγκεκριμένα, κατά τις προσφεύγουσες, η πτώση των τιμών είναι λογική συνέπεια της παγκόσμιας πτώσεως της ζήτησης το 2005. Επειδή, όμως, σε μια περίοδο συρρίκνωσης της ζήτησης είναι εύλογο να μειωθούν τα κέρδη των κοινοτικών παραγωγών, αυτή καθαυτή η μείωση των κερδών δεν αποτελεί επαρκή απόδειξη της ζημίας.

207    Δεύτερον, οι προσφεύγουσες τονίζουν η αύξηση του κόστους παραγωγής είναι στενά συνυφασμένη με τη μείωση των κερδών. Συγκεκριμένα, προβάλλουν ότι η μείωση των κερδών το 2005, συνεπεία της συρρίκνωσης της αγοράς, επιδεινώθηκε λόγω της αυξήσεως του κόστους, το οποίο ήδη επιβάρυνε σε σημαντικό βαθμό τα αποτελέσματα των κοινοτικών παραγωγών το 2004. Τούτο είχε ως συνέπεια η αύξηση του κόστους παραγωγής και η απώλεια της κερδοφορίας να λάβουν μορφή χιονοστιβάδας, η κατάσταση δε αυτή διατηρήθηκε λόγω της μείωσης της παραγωγής. Οι προσφεύγουσες επισημαίνουν ακόμη ότι το 2005 και κατά το χρονικό διάστημα το οποίο αφορούσε η έρευνα το κόστος παραγωγής της κοινοτικής βιομηχανίας υπερέβη τις τιμές πωλήσεως, όταν μάλιστα οι τιμές αυτές ήταν, το 2005, οι υψηλότερες παγκοσμίως. Επιπλέον, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η αύξηση του κόστους παραγωγής ήταν αποτέλεσμα καταρχάς του υψηλότερου κόστους των εισροών, εν συνεχεία της αδυναμίας πραγματοποιήσεως οικονομιών κλίμακος λόγω της μειώσεως ή της μεταστροφής της παραγωγής και, τέλος, άλλων παραμέτρων μη σχετιζόμενων με τις επίμαχες εισαγωγές.

208    Το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από τις παρεμβαίνουσες, αμφισβητεί τα επιχειρήματα των προσφευγουσών.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

209    Υπενθυμίζεται, πρώτον, ότι, όπως διαπιστώθηκε με τη σκέψη 43 ανωτέρω, σε ορισμένες περιπτώσεις είναι απαραίτητη η συνολική ανάλυση των λοιπών παραμέτρων, ιδίως όταν τα θεσμικά όργανα διαπιστώσουν, για πολλές παραμέτρους της ζημίας, πέραν των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ, ότι οι παράμετροι αυτές έχουν μεν συντείνει στη ζημία, πλην όμως οι επιπτώσεις τους δεν μπορούν μεμονωμένα να χαρακτηριστούν ως σημαντικές.

210    Εν προκειμένω, με τις αιτιολογικές σκέψεις 115 έως 136 του προσωρινού κανονισμού και τις αιτιολογικές σκέψεις 87 έως 101 του προσβαλλόμενου κανονισμού, τα θεσμικά όργανα ανέλυσαν μεμονωμένα δώδεκα παραμέτρους της ζημίας, πέραν των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ, δηλαδή τις εισαγωγές από τη Νορβηγία, την Ισλανδία, τη Βραζιλία και τη Βενεζουέλα αντιστοίχως, τον ανταγωνισμό από άλλο κοινοτικό παραγωγό, την εξέλιξη της ζήτησης, τις εξαγωγικές επιδόσεις της κοινοτικής βιομηχανίας, τις διακυμάνσεις των νομισματικών ισοτιμιών, το κόστος παραγωγής, τις μεταστροφές της παραγωγής, τον τρόπο καθορισμού των τιμών του σιδηροπυριτίου και την ανταγωνιστικότητα της κοινοτικής βιομηχανίας. Κατέληξαν ότι καμία από τις παραμέτρους αυτές δεν έχει μεμονωμένα συμβάλει στη ζημία που υπέστη η κοινοτική βιομηχανία, πλην των εισαγωγών από την Ισλανδία και τη Βενεζουέλα, των οποίων, όμως, η επίπτωση δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως σημαντική.

211    Πάντως, από την ανάλυση που προηγήθηκε, με τις σκέψεις 49 έως 203 ανωτέρω, διαπιστώθηκε ότι η εξατομικευμένη ανάλυση των παραμέτρων της ζημίας δεν εμπεριέχει πρόδηλη πλάνη, εξαιρουμένων, ωστόσο, δύο παραμέτρων, οι οποίες εξετάστηκαν στο πλαίσιο της τέταρτης αιτιάσεως του τρίτου σκέλους και του έβδομου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, και τις οποίες τα θεσμικά όργανα παρέλειψαν να εξετάσουν, χωρίς, όμως, οι προσφεύγουσες να αποδείξουν ότι οι παράμετροι αυτές συνέβαλαν, εν προκειμένω, στη ζημία που υπέστη η κοινοτική βιομηχανία. Επομένως, από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι τα θεσμικά όργανα δεν υπέπεσαν σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, παραλείποντας να προβούν σε συνολική ανάλυση των παραμέτρων της ζημίας πέραν των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ.

212    Η διαπίστωση αυτή δεν αναιρείται από τα επιχειρήματα που προβάλλουν οι προσφεύγουσες στο πλαίσιο του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως. Πρώτον, το επιχείρημα που αντλείται από τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν κατά τη διαδικασία της έρευνας άλλοι μετέχοντες στη διαδικασία αντιντάμπινγκ είναι απορριπτέο ως απαράδεκτο, διότι οι προσφεύγουσες ουσιαστικά δεν αναπτύσσουν κανένα επιχείρημα, παραπέμποντας απλώς στις συνημμένες στο δικόγραφο της προσφυγής παρατηρήσεις άλλων μετεχόντων στη διαδικασία αντιντάμπινγκ. Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 21, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου, που εφαρμόζεται στο Γενικό Δικαστήριο δυνάμει του άρθρου 53, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού αυτού, και κατά το άρθρο 44, παράγραφος 1, στοιχεία γ΄ και δ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, το δικόγραφο της προσφυγής πρέπει να περιέχει το αντικείμενο της διαφοράς, τα αιτήματα του προσφεύγοντος και συνοπτική έκθεση των προβαλλομένων ισχυρισμών. Τα στοιχεία αυτά πρέπει να είναι αρκούντως σαφή και ακριβή ώστε να μπορούν ο μεν καθού διάδικος να προετοιμάσει την άμυνά του, το δε Γενικό Δικαστήριο να αποφανθεί επί της προσφυγής. Προς κατοχύρωση της ασφάλειας δικαίου και της ορθής απονομής της δικαιοσύνης, για να είναι παραδεκτή η προσφυγή πρέπει όλα τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία στα οποία αυτή στηρίζεται να προκύπτουν, τουλάχιστον συνοπτικά, αλλά πάντως κατά τρόπο εύλογο και κατανοητό, από το ίδιο το κείμενο του δικογράφου της προσφυγής (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 6ης Μαΐου 1997, T‑195/95, Guérin automobiles κατά Επιτροπής, Συλλογή 1997, σ. II‑679, σκέψη 20, και της 3ης Φεβρουαρίου 2005, T-19/01, Chiquita Brands κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II-315, σκέψη 64). Μολονότι το κύριο μέρος του δικογράφου της προσφυγής μπορεί να θεμελιωθεί και να συμπληρωθεί, όσον αφορά συγκεκριμένα σημεία, από παραπομπές σε αποσπάσματα συνημμένων σ’ αυτό εγγράφων, η γενική παραπομπή σε άλλα έγγραφα, έστω και συνημμένα στο δικόγραφο της προσφυγής, δεν μπορεί να αντισταθμίσει την έλλειψη ουσιωδών στοιχείων νομικής επιχειρηματολογίας τα οποία πρέπει να περιλαμβάνονται στο δικόγραφο της προσφυγής. (διάταξη του Πρωτοδικείου της 21ης Μαΐου 1999, T‑154/98, Asia Motors κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. II‑1703, σκέψη 49).

213    Δεύτερον, όσον αφορά το επιχείρημα ότι έκαστος παραγωγός βρισκόταν σε διαφορετική κατάσταση, διαπιστώνεται ότι το επιχείρημα αυτό είναι ουσιαστικά πανομοιότυπο με τα επιχειρήματα που προβλήθηκαν στο πλαίσιο του όγδοου σκέλους, κατά το μέρος που αφορά τις ιδιαίτερες για κάθε παραγωγό περιστάσεις. Δεδομένου ότι το συγκεκριμένο σκέλος κρίθηκε απορριπτέο ως αβάσιμο, το επιχείρημα δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί προς στήριξη της θέσεως ότι εν προκειμένω ήταν απαραίτητη μια συνολική ανάλυση των παραμέτρων της ζημίας, πέραν των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ.

214    Ομοίως, η διαπίστωση αυτή δεν αναιρείται από τα επιχειρήματα που προέβαλαν οι προσφεύγουσες στο πλαίσιο του όγδοου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως. Συγκεκριμένα, τα επιχειρήματα αυτά είναι ουσιαστικά πανομοιότυπα με ορισμένα επιχειρήματα που προβλήθηκαν στο πλαίσιο του τρίτου, του τέταρτου και του πέμπτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως. Τα επιχειρήματα αυτά, έχοντας κριθεί αβάσιμα κατά την εξέταση των ως άνω σκελών, δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν προς στήριξη της θέσεως ότι εν προκειμένω ήταν απαραίτητη μια συνολική ανάλυση των παραμέτρων της ζημίας, πέραν των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ.

215    Επομένως, το πρώτο και το όγδοο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως κρίνονται αβάσιμα κατά το μέρος που αφορούν την παράλειψη συνολικής αναλύσεως των παραμέτρων της ζημίας. Επιπλέον, δεδομένης της κρίσεως αυτής, το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο και κατά το μέρος που αντλείται από πλάνη περί το δίκαιο σχετικά την υποχρέωση συνολικής αναλύσεως των διαφόρων παραμέτρων της ζημίας.

 Β – Επί του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με το κοινοτικό συμφέρον

1.     Επί του πρώτου σκέλους του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με την αύξηση των τιμών του σιδηροπυριτίου μετά το χρονικό διάστημα το οποίο αφορούσε η έρευνα

 Επιχειρήματα των διαδίκων

216    Πρώτον, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι το Συμβούλιο ερμήνευσε κατά τρόπο προδήλως εσφαλμένο το άρθρο 6, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού (νυν άρθρο 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 1225/2009). Συγκεκριμένα, με την αιτιολογική σκέψη 106 του προσβαλλόμενου κανονισμού το Συμβούλιο επικαλέστηκε εσφαλμένως τη διάταξη αυτή προς στήριξη της απόψεώς του ότι, για την εκτίμηση του κοινοτικού συμφέροντος, δεν ήταν υποχρεωμένο να λάβει υπόψη τις εξελίξεις μετά το χρονικό διάστημα το οποίο αφορούσε η έρευνα. Πάντως, το άρθρο 6, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού έχει εφαρμογή μόνο για την εκτίμηση του ντάμπινγκ και της ζημίας. Το άρθρο 21 του βασικού κανονισμού (νυν άρθρο 21 του κανονισμού 1225/2009), σχετικά με το κοινοτικό συμφέρον, δεν θέτει κανένα χρονικό περιορισμό. Συγκεκριμένα, το σχετικό με το συμφέρον της Κοινότητας κριτήριο αφορά και το μέλλον, οπότε η εφαρμογή του δεν μπορεί να περιοριστεί στα στοιχεία που σχετίζονται με το χρονικό διάστημα έως την έναρξη της έρευνας. Επιπλέον, είναι σύνηθες τα θεσμικά όργανα να λαμβάνουν υπόψη στοιχεία μεταγενέστερα του χρονικού διαστήματος το οποίο αφορά η έρευνα, όπως, π.χ, έπραξαν με τον κανονισμό 1420/2007. Επιπλέον, με την απόφαση της 14ης Νοεμβρίου 2006, T‑138/02, Nanjing Metalink κατά Συμβουλίου (Συλλογή 2006, σ. II‑4347, σκέψη 59), το Γενικό Δικαστήριο διευκρίνισε ότι η απαγόρευση να ληφθούν υπόψη στοιχεία μεταγενέστερα του χρονικού διαστήματος το οποίο αφορούσε η έρευνα αποβλέπει στο να διασφαλιστεί ότι τα στοιχεία βάσει των οποίων καθορίζεται το ντάμπινγκ και η ζημία δεν επηρεάζονται από τη συμπεριφορά των ενδιαφερόμενων παραγωγών μετά την έναρξη της διαδικασίας αντιντάμπινγκ. Εντούτοις, ο συλλογισμός αυτός δεν ισχύει όσον αφορά την εκτίμηση του κοινοτικού συμφέροντος, καθώς τούτο δεν μπορεί να επηρεαστεί από τις ενέργειες των προσώπων τα οποία αφορά η έρευνα.

217    Δεύτερον, οι προσφεύγουσες προβάλλουν ότι το Συμβούλιο υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη, καθώς με την αιτιολογική σκέψη 106 του προσβαλλόμενου κανονισμού εκτίμησε, παρά την αύξηση των τιμών του σιδηροπυριτίου, ότι, δεδομένης της αυξήσεως του κόστους παραγωγής κατά τους μήνες μετά το χρονικό διάστημα το οποίο αφορούσε η έρευνα, η κοινοτική βιομηχανία δεν έχει ανακάμψει σε βαθμό τέτοιο ώστε να μην είναι πλέον δικαιολογημένη η επιβολή δασμών αντιντάμπινγκ. Κατά τις προσφεύγουσες, μολονότι είναι ακριβές ότι το κύριο κόστος παραγωγής σιδηροπυριτίου εξακολούθησε να αυξάνεται μετά το χρονικό διάστημα το οποίο αφορούσε η έρευνα, η αύξηση του κόστους ήταν μικρότερη από την αύξηση των τιμών του σιδηροπυριτίου. Συγκεκριμένα, ενώ οι τιμές του σιδηροπυριτίου αυξήθηκαν κατά 50 % μεταξύ του χρονικού διαστήματος το οποίο αφορούσε η έρευνα και της εκδόσεως του προσβαλλόμενου κανονισμού, η τιμή της ηλεκτρικής ενέργειας, που αποτελεί το κύριο στοιχείο του κόστους παραγωγής, αυξήθηκε κατά περίπου 4 % κατά το δεύτερο τρίμηνο του 2007. Οι κοινοτικοί παραγωγοί μπόρεσαν έτσι να υπερβούν το όριο του 5 % του περιθωρίου κέρδους, το οποίο θεωρείται εύλογο σύμφωνα με τον προσβαλλόμενο κανονισμό. Εξάλλου, οι κοινοτικοί παραγωγοί άρχισαν εκ νέου να παράγουν σιδηροπυρίτιο.

218    Τρίτον, με το υπόμνημα απαντήσεως οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι το Συμβούλιο δεν αιτιολόγησε επαρκώς την απόρριψη των επιχειρημάτων και των αποδεικτικών στοιχείων που προσκόμισαν στο πλαίσιο της έρευνας αντιντάμπινγκ, προκειμένου να αποδείξουν ότι η αύξηση των τιμών του σιδηροπυριτίου μετά το χρονικό διάστημα το οποίο αφορούσε η έρευνα ήταν πολύ υψηλότερη σε σχέση με την αύξηση του κόστους.

219    Το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από τις παρεμβαίνουσες, αμφισβητεί τα επιχειρήματα των προσφευγουσών.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

220    Στο πλαίσιο της εξετάσεως του υπό κρίση σκέλους του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, πρέπει, καταρχάς, να εξεταστεί αν το Συμβούλιο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, εκτιμώντας με την αιτιολογική σκέψη 106 του προσβαλλόμενου κανονισμού ότι το άρθρο 6, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού έχει εφαρμογή όσον αφορά τη διαπίστωση του αν η Κοινότητα έχει συμφέρον να επιβάλει μέτρα αντιντάμπινγκ, πράγμα που συνεπάγεται ότι τα στοιχεία που είναι μεταγενέστερα του χρονικού διαστήματος το οποίο αφορούσε η έρευνα δεν μπορούν κανονικά να ληφθούν υπόψη ενόψει της διαπιστώσεως αυτής.

221    Η γραμματική και η τελεολογική ερμηνεία τόσο του άρθρου 6, παράγραφος 1, όσο του άρθρου 21, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού (νυν άρθρο 21, παράγραφος 1, του κανονισμού 1225/2009) οδηγούν στο συμπέρασμα ότι, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει το Συμβούλιο με την αιτιολογική σκέψη 106 του προσβαλλόμενου κανονισμού, το άρθρο 6, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού δεν έχει εφαρμογή όσον αφορά τη διαπίστωση της υπάρξεως συμφέροντος της Κοινότητας, κατά την έννοια του άρθρου 21, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού, πράγμα που σημαίνει ότι τα στοιχεία σχετικά με το διάστημα που έπεται του χρονικού διαστήματος το οποίο αφορούσε η έρευνα μπορούν να ληφθούν υπόψη ενόψει της διαπιστώσεως αυτής.

222    Συγκεκριμένα, υπενθυμίζεται ότι ο τίτλος του άρθρου 6 του βασικού κανονισμού είναι «Έρευνα». Κατά την παράγραφο 1 του άρθρου αυτού, η έρευνα αυτή «αφορά τόσο το ντάμπινγκ, όσο και τη ζημία και διεξάγεται και για τα δύο ταυτοχρόνως». Διευκρινίζεται, επίσης, ότι, «[προκειμένου] να εξαχθούν αντιπροσωπευτικά συμπεράσματα, επιλέγεται [χρονικό διάστημα έρευνας]» και ότι «τυχόν πληροφορίες που αναφέρονται σε χρονικό διάστημα μεταγενέστερο [του διαστήματος της έρευνας] δεν λαμβάνονται υπόψη». Δεδομένου ότι με το άρθρο 6, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού διευκρινίζεται ότι η έρευνα αφορά μόνον τον καθορισμό του ντάμπινγκ και της ζημίας, το τελευταίο εδάφιο της διατάξεως αυτής, κατά το οποίο δεν λαμβάνονται υπόψη οι εξελίξεις μετά το χρονικό διάστημα το οποίο αφορούσε η έρευνα, έχει εφαρμογή μόνο κατά τον καθορισμό του ντάμπινγκ και της ζημίας.

223    Η ερμηνεία αυτή επιβεβαιώνεται από την τελεολογική ερμηνεία του σκοπού του άρθρου 6, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού. Κατά τη νομολογία, σκοπός του καθορισμού του χρονικού εύρους της έρευνας και της απαγορεύσεως να ληφθούν υπόψη στοιχεία μεταγενέστερα αυτής είναι να διασφαλιστεί η αντιπροσωπευτικότητα και η αξιοπιστία των αποτελεσμάτων της έρευνας (απόφαση του Πρωτοδικείου της 20ής Ιουνίου 2001, T‑188/99, Euroalliages κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. II‑1757, σκέψη 74). Το χρονικό διάστημα το οποίο καλύπτει η προβλεπόμενη στο άρθρο 6, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού έρευνα αποβλέπει ιδίως στο να διασφαλιστεί ότι τα στοιχεία βάσει των οποίων καθορίζεται το ντάμπινγκ και η ζημία δεν επηρεάζονται από τη συμπεριφορά των ενδιαφερόμενων παραγωγών μετά την έναρξη της διαδικασίας αντιντάμπινγκ και, επομένως, ότι ο οριστικός δασμός αντιντάμπινγκ που επιβάλλεται μετά το πέρας της διαδικασίας μπορεί όντως να καλύψει τη ζημία που απορρέει από το ντάμπινγκ (απόφαση Nanjing Metalink κατά Συμβουλίου, σκέψη 216 ανωτέρω, σκέψη 59). Όπως, όμως, τόνισαν οι προσφεύγουσες, ενώ οι ενδιαφερόμενοι μπορούν, τροποποιώντας την εμπορική πολιτική τους, να επηρεάσουν τον καθορισμό του ντάμπινγκ και της ζημίας, τέτοια δυνατότητα δεν υπάρχει όσον αφορά τον καθορισμό της υπάρξεως κοινοτικού συμφέροντος για την επιβολή των μέτρων. Συνεπώς, ο σκοπός στον οποίον κατατείνει ο καθορισμός του χρονικού διαστήματος το οποίο καλύπτει η έρευνα και πέραν του οποίον δεν λαμβάνονται υπόψη τα στοιχεία δεν ασκεί επιρροή στο πλαίσιο του άρθρου 21 του βασικού κανονισμού.

224    Ομοίως, τονίζεται, αφενός, ότι το άρθρο 21 του βασικού κανονισμού δεν θέτει χρονικό περιορισμό όσον αφορά τα στοιχεία που πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τα θεσμικά όργανα προκειμένου να διαπιστώσουν την ύπαρξη κοινοτικού συμφέροντος. Αφετέρου, κατά τη νομολογία, η εξέταση του κοινοτικού συμφέροντος απαιτεί αξιολόγηση των πιθανών συνεπειών τόσο της εφαρμογής όσο και της μη εφαρμογής των σχεδιαζόμενων μέτρων για το συμφέρον της κοινοτικής βιομηχανίας και για τα άλλα εμπλεκόμενα συμφέροντα. Η αξιολόγηση αυτή συνεπάγεται πρόβλεψη στηριζόμενη σε υποθέσεις σχετικά με μελλοντικές εξελίξεις, η οποία καθιστά αναγκαία την εκτίμηση πολύπλοκων οικονομικών καταστάσεων (απόφαση του Πρωτοδικείου της 8ης Ιουλίου 2003, T‑132/01, Euroalliages κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή , σ. II‑2359, σκέψη 47). Δεδομένου ότι η προβλεπόμενη από το άρθρο 21 του βασικού κανονισμού ανάλυση αφορά το μέλλον, τα θεσμικά όργανα ενδέχεται να χρειαστεί να λάβουν υπόψη τους στοιχεία μη σχετικά με το χρονικό διάστημα το οποίο αφορούσε η έρευνα, αλλά μεταγενέστερα.

225    Διαπιστώνεται, επομένως, ότι, όπως επισήμαναν οι προσφεύγουσες, το Συμβούλιο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, λόγω της εφαρμογής, με την αιτιολογική σκέψη 106 του προσβαλλόμενου κανονισμού, του άρθρου 6, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού κατά τη σχετική με το κοινοτικό συμφέρον εξέταση.

226    Τα θεσμικά όργανα, μολονότι εκτίμησαν ότι το άρθρο 6, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού έχει εφαρμογή κατά τον καθορισμό του κοινοτικού συμφέροντος, εντούτοις ανέλυσαν με την αιτιολογική σκέψη 106 του προσβαλλόμενου κανονισμού τα διαθέσιμα στοιχεία που ήταν μεταγενέστερα του χρονικού διαστήματος το οποίο αφορούσε η έρευνα. Επομένως, η πλάνη περί το δίκαιο δεν είναι αυτή καθαυτή ικανή να θέσει εν αμφιβόλω τη νομιμότητα του προσβαλλόμενου κανονισμού.

227    Δεύτερον, πρέπει να διαπιστωθεί αν η εξέταση στοιχείων μεταγενέστερων του χρονικού διαστήματος το οποίο αφορούσε η έρευνα, εξέταση στην οποία προέβησαν τα θεσμικά όργανα με την αιτιολογική σκέψη 106 του προσβαλλόμενου κανονισμού, εμπεριέχει πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως. Υπενθυμίζεται, συναφώς, ότι, όταν απαιτείται η εκτίμηση πολύπλοκης οικονομικής καταστάσεως, η Επιτροπή έχει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως κατά την αξιολόγηση του κοινοτικού συμφέροντος. Επομένως, ο δικαστής της Ένωσης ελέγχει μόνον αν τηρήθηκαν οι διαδικαστικοί κανόνες, αν είναι ακριβή τα πραγματικά περιστατικά που ελήφθησαν υπόψη για να γίνει η αμφισβητούμενη επιλογή, αν υπάρχουν πρόδηλα σφάλματα κατά την εκτίμηση των περιστατικών αυτών και αν υφίσταται κατάχρηση εξουσίας (απόφαση Euroalliages κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 224 ανωτέρω, σκέψη 67).

228    Υπενθυμίζεται ότι, με την αιτιολογική σκέψη 106 του προσβαλλόμενου κανονισμού, το Συμβούλιο εκτίμησε ότι η κοινοτική βιομηχανία δεν ανέκαμψε σε τέτοιο βαθμό ώστε να μην είναι πλέον δικαιολογημένη η επιβολή μέτρων, διότι, ενώ η τιμή του σιδηροπυριτίου κινήθηκε ανοδικά κατά τους μήνες μετά το χρονικό διάστημα το οποίο αφορούσε η έρευνα, αυξήθηκαν επίσης οι τιμές των κύριων στοιχείων του κόστους παραγωγής του σιδηροπυριτίου.

229    Η θέση των προσφευγουσών ότι η αιτιολογική σκέψη 106 του προσβαλλόμενου κανονισμού εμπεριέχει πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, στηρίζεται σε δύο επιχειρήματα. Αφενός, οι τιμές αυξήθηκαν κατά 50 % μεταξύ του χρονικού διαστήματος το οποίο αφορούσε η έρευνα και της εκδόσεως του προσβαλλόμενου κανονισμού. Αφετέρου, το κόστος παραγωγής δεν αυξήθηκε όσο η τιμή του σιδηροπυριτίου.

230    Επισημαίνεται, πάντως, ότι τα έγγραφα που προσκόμισαν οι προσφεύγουσες προς στήριξη των επιχειρημάτων αυτών, τόσο κατά τη διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου όσο και στο πλαίσιο της διαδικασίας αντιντάμπινγκ, έχουν μια θεμελιώδη έλλειψη. Αποδεικνύουν ότι οι τιμές του σιδηροπυριτίου αυξήθηκαν μετά το πέρας του χρονικού διαστήματος το οποίο αφορούσε η έρευνα, πλην όμως δεν αποδεικνύουν ότι η συνολική αύξηση του κόστους ήταν κατά πολύ μικρότερη. Συναφώς, οι προσφεύγουσες προσκόμισαν μόνον ένα έγγραφο από το οποίο προκύπτει η αύξηση της τιμής της ηλεκτρικής ενέργειας κατά 4 %, αλλά το οποίο δεν περιέχει κανένα στοιχείο σχετικά με την εξέλιξη των τιμών των λοιπών εισροών.

231    Ωστόσο, κατά το άρθρο 21, παράγραφος 7, του βασικού κανονισμού (νυν άρθρο 21, παράγραφος 7, του κανονισμού 1225/2009), ένα πληροφοριακό στοιχείο λαμβάνεται υπόψη μόνον εφόσον θεμελιώνεται σε θετικά αποδεικτικά στοιχεία που τεκμηριώνουν την αξιοπιστία του. Δεδομένου ότι δεν υπήρχαν τέτοια αποδεικτικά στοιχεία, δεν ευσταθεί η αιτίαση ότι το Συμβούλιο υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως.

232    Δεδομένης της ανεπάρκειας των αποδεικτικών στοιχείων που προσκόμισαν οι προσφεύγουσες, η επιχειρηματολογία τους αποδυναμώνεται ακόμη περισσότερο, αν ληφθεί υπόψη ότι ο βασικός κανονισμός προβλέπει συγκεκριμένους μηχανισμούς όσον αφορά την εξέταση ορισμένων εξελίξεων μεταγενέστερων του χρονικού διαστήματος το οποίο αφορούσε η έρευνα (βλ., συναφώς, απόφαση του Δικαστηρίου της 7ης Μαΐου 1987, 258/84, Nippon Seiko κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1987, σ. 1899, σκέψη 53). Συγκεκριμένα, το άρθρο 11, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού (νυν άρθρο 11, παράγραφος 3, του κανονισμού 1225/2009) προβλέπει ενδιάμεση επανεξέταση σε τρεις περιπτώσεις: όταν η διατήρηση του μέτρου δεν είναι πλέον απαραίτητη για την εξουδετέρωση των ζημιογόνων συνεπειών του ντάμπινγκ, όταν δεν είναι πλέον πιθανόν να εξακολουθήσει να υφίσταται ή να επανεμφανιστεί η ζημία μετά την κατάργηση ή την τροποποίηση του μέτρου και όταν το υφιστάμενο μέτρο παύει να είναι επαρκές για την εξουδετέρωση των ζημιογόνων συνεπειών του ντάμπινγκ. Κατά το άρθρο 11, παράγραφος 8, του βασικού κανονισμού (νυν άρθρο 11, παράγραφος 8, του κανονισμού 1225/2009), οι δασμοί αντιντάμπινγκ επιστρέφονται αν αποδειχθεί ότι το περιθώριο ντάμπινγκ βάσει του οποίου καταβλήθηκαν έχει εξαλειφθεί ή μειωθεί σε επίπεδο κατώτερο του ύψους του ισχύοντος δασμού. Τέλος, το άρθρο 14, παράγραφος 4, του βασικού κανονισμού (νυν άρθρο 14, παράγραφος 4, του κανονισμού 1225/2009) επιτρέπει την αναστολή των μέτρων αντιντάμπινγκ, εφόσον οι συνθήκες της αγοράς έχουν προσωρινά μεταβληθεί κατά τρόπον ώστε να μην είναι πιθανό να επαναληφθεί η ζημία μετά την αναστολή.

233    Κατόπιν των προεκτεθέντων, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι η αιτιολογική σκέψη 106 του προσβαλλόμενου κανονισμού εμπεριέχει πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως.

234    Τρίτον, κρίνεται αβάσιμο το επιχείρημα των προσφευγουσών περί αναιτιολόγητης απορρίψεως των αποδεικτικών στοιχείων που αυτές προσκόμισαν. Συγκεκριμένα, με τη σκέψη 230 ανωτέρω διαπιστώθηκε ότι τα έγγραφα που οι προσφεύγουσες έθεσαν υπόψη των θεσμικών οργάνων αποδεικνύουν ότι οι τιμές του σιδηροπυριτίου αυξήθηκαν μετά το πέρας του χρονικού διαστήματος το οποίο αφορούσε η έρευνα, όχι όμως και ότι η συνολική αύξηση του κόστους ήταν κατά πολύ μικρότερη. Η αιτιολογία που παρατίθεται στην αιτιολογική σκέψη 106 του προσβαλλόμενου κανονισμού είναι συνεπώς επαρκής προς απόρριψη των εγγράφων αυτών.

235    Βάσει των προεκτεθέντων, το πρώτο σκέλος του δεύτερου λόγου ακυρώσεως είναι απορριπτέο στο σύνολό του. Συγκεκριμένα, η διαπιστωθείσα κατά την εξέταση του συγκεκριμένου σκέλους πλάνη περί το δίκαιο δεν δικαιολογεί την ακύρωση του προσβαλλόμενου κανονισμού.

2.     Επί του δεύτερου σκέλους του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με τα διδάγματα της πείρας, από τα οποία προκύπτει ότι τα μέτρα αντιντάμπινγκ δεν ενισχύουν την κοινοτική βιομηχανία

 Επιχειρήματα των διαδίκων

236    Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι το Συμβούλιο υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, διότι με τις αιτιολογικές σκέψεις 117 και 118 του προσβαλλόμενου κανονισμού αρνήθηκε να λάβει υπόψη του τα διδάγματα της πείρας, από τα οποία προκύπτει, αφενός, ότι τα μέτρα αντιντάμπινγκ στον κλάδο του σιδηροπυριτίου δεν επιφέρουν το επιθυμητό διορθωτικό αποτέλεσμα και, αφετέρου, ότι τα μέτρα επιβαρύνουν χωρίς λόγο την κοινοτική βιομηχανία. Κατά τις προσφεύγουσες, είναι μεν αληθές ότι η απόφαση περί επιβολής μέτρων αντιντάμπινγκ πρέπει να στηρίζεται σε στοιχεία συγκεντρωθέντα και αναλυθέντα στο πλαίσιο της αντίστοιχης έρευνας, πλην όμως οι επιπτώσεις προγενέστερων μέτρων αποτελεί σημαντικό στοιχείο, το οποίο ασκεί επιρροή και πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά την εφαρμογή του άρθρου 21 του βασικού κανονισμού. Πάντως, με την απόφαση 2001/230/ΕΚ, της 21ης Φεβρουαρίου 2001, για την περάτωση της διαδικασίας αντιντάμπινγκ σχετικά με τις εισαγωγές σιδηροπυριτίου καταγωγής Βραζιλίας, Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, Καζακστάν, Ρωσίας, Ουκρανίας και Βενεζουέλας (ΕΕ L 84, σ. 36), η Επιτροπή έπαυσε την εφαρμογή των μέτρων αντιντάμπινγκ που είχαν επιβληθεί στις εισαγωγές σιδηροπυριτίου από το 1987, με το αιτιολογικό ότι δεν επιτεύχθηκε το επιδιωκόμενο διορθωτικό αποτέλεσμα, παρά τη σημαντική επιβάρυνση των κοινοτικών χρηστών. Το Γενικό Δικαστήριο επιβεβαίωσε την απόφαση της Επιτροπής. Λαμβανομένου υπόψη του προηγουμένου αυτού, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι τα θεσμικά όργανα έπρεπε να εκτιμήσουν αν η διαφορετική ανάλυση στην οποία προέβησαν εν προκειμένω δικαιολογείται από της διαφορές που παρουσιάζει η υπό κρίση περίπτωση.

237    Το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από τις παρεμβαίνουσες, αμφισβητεί τα επιχειρήματα των προσφευγουσών.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

238    Στο πλαίσιο του υπό κρίση σκέλους του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, οι προσφεύγουσες προβάλλουν, κατ’ ουσίαν, ότι με τις αιτιολογικές σκέψεις 117 και 118 του προσβαλλόμενου κανονισμού τα θεσμικά όργανα έπρεπε να συνεκτιμήσουν την απόφαση 2001/230, με την οποία ήρθησαν τα μέτρα αντιντάμπινγκ που είχαν επιβληθεί στις εισαγωγές σιδηροπυριτίου, με το αιτιολογικό ότι δεν επιτεύχθηκε το επιδιωκόμενο διορθωτικό αποτέλεσμα. Η αιτίαση αυτή πρέπει να εξεταστεί υπό το πρίσμα της νομολογίας που παρατίθεται στη σκέψη 227 ανωτέρω.

239    Σημειωτέον ότι με τις αιτιολογικές σκέψεις 117 και 118 του προσβαλλόμενου κανονισμού το Συμβούλιο παρέλειψε να λάβει υπόψη του την απόφαση 2001/230, με το αιτιολογικό ότι, κατά τον βασικό κανονισμό, οι αποφάσεις λαμβάνονται βάσει στοιχείων που έχουν συγκεντρωθεί και αναλυθεί στο πλαίσιο της αντίστοιχης έρευνας και όχι στο πλαίσιο παλαιότερων ερευνών.

240    Υπενθυμίζεται, συναφώς, ότι, κατά το άρθρο 21, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού, για να διαπιστωθεί αν το συμφέρον της Κοινότητας επιτάσσει την επιβολή μέτρων, απαιτείται συνολική εκτίμηση όλων των συμφερόντων, συμπεριλαμβανομένων των συμφερόντων της κοινοτικής βιομηχανίας, των χρηστών και των καταναλωτών. Κατά τη νομολογία, η εκτίμηση του κοινοτικού συμφέροντος προϋποθέτει στάθμιση των συμφερόντων των εμπλεκομένων και του γενικού συμφέροντος (απόφαση Euroalliages κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 224 ανωτέρω, σκέψη 48).

241    Σημειωτέον ακόμη ότι, όπως προαναφέρθηκε στη σκέψη 227, η Επιτροπή διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως κατά την αξιολόγηση του κοινοτικού συμφέροντος. Η εξουσία αυτή εκτιμήσεως πρέπει να ασκείται κατά περίπτωση και λαμβανομένων υπόψη όλων των κρίσιμων πραγματικών περιστατικών (βλ., συναφώς, απόφαση Gestetner Holdings κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, σκέψη 227 ανωτέρω, σκέψη 43). Ωστόσο, προγενέστερη απόφαση με την οποία διαπιστώνεται ότι τα επιβληθέντα κατά το παρελθόν μέτρα αντιντάμπινγκ δεν έχουν διορθωτικό αποτέλεσμα όσον αφορά τις εισαγωγές πανομοιότυπου προϊόντος προερχόμενου από τις ίδιες χώρες ως προς τις οποίες διεξάγεται η έρευνα μπορεί να ληφθεί υπόψη κατά την εφαρμογή του άρθρου 21, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού, εφόσον συμβάλλει στη διαπίστωση του αν το κοινοτικό συμφέρον επιτάσσει την επιβολή μέτρων αντιντάμπινγκ. Σε μια τέτοια περίπτωση, απόκειται, πάντως, στον ενδιαφερόμενο που επικαλείται την εν λόγω απόφαση να εξηγήσει αν και κατά πόσον οι περιστάσεις υπό τις οποίες εκδόθηκε η συγκεκριμένη απόφαση είναι συγκρίσιμες προς τις περιστάσεις που αποτελούν αντικείμενο της τρέχουσας διαδικασίας αντιντάμπινγκ και για ποιον λόγο οι διαπιστώσεις στις οποίες καταλήγει η απόφαση αυτή μπορούν να ισχύσουν και για την τρέχουσα διαδικασία.

242    Εν προκειμένω, οι προσφεύγουσες δεν απέδειξαν αν και κατά πόσον οι περιστάσεις υπό τις οποίες εκδόθηκε η απόφαση 2001/230 είναι συγκρίσιμες και δικαιολογούν τη μεταφορά των διαπιστώσεών της στο πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως. Επιπλέον, όπως επισημαίνει το Συμβούλιο, οι περιστάσεις υπό τις οποίες εκδόθηκε η απόφαση 2001/230 διαφέρουν από τις εξεταζόμενες εν προκειμένω. Συγκεκριμένα, η απόφαση εκείνη εκδόθηκε κατόπιν επανεξετάσεως μέτρων των οποίων η εφαρμογή επρόκειτο να λήξει και μέτρων τα οποία είχαν τεθεί σε ισχύ σε βάρος διαφόρων χωρών επί πολλά έτη, πράγμα που σημαίνει ότι η κοινοτική βιομηχανία προστάτευε επί μακρόν την αγορά της. Δεν συμβαίνει τούτο στην υπό κρίση υπόθεση. Εξάλλου, με την απόφαση 2001/230 η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν είναι λυσιτελής η θέσπιση μέτρων αντιντάμπινγκ, διότι η κατάσταση της κοινοτικής βιομηχανίας δεν βελτιώθηκε, παρά τη μακροχρόνια προστασία της. Επομένως, οι επικρατούσες στην κοινοτική αγορά του σιδηροπυριτίου συνθήκες, όπως αυτές εξετάστηκαν με την απόφαση 2001/230, ήταν θεμελιωδώς διαφορετικές από τις συνθήκες που διαπιστώθηκαν στην υπό κρίση υπόθεση.

243    Επομένως, στον βαθμό που οι προσφεύγουσες δεν μπόρεσαν να αποδείξουν με τα επιχειρήματά τους ότι οι αιτιολογικές σκέψεις 117 και 118 του προσβαλλόμενου κανονισμού εμπεριέχουν πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, το δεύτερο σκέλος του δεύτερου λόγου ακυρώσεως κρίνεται απορριπτέο ως αβάσιμο.

3.     Επί του τρίτου σκέλους του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με την ανάλυση των επιπτώσεων των μέτρων αντιντάμπινγκ στους χρήστες

 Επιχειρήματα των διαδίκων

244    Πρώτον, οι προσφεύγουσες προβάλλουν ότι το Συμβούλιο υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, χαρακτηρίζοντας ως ασήμαντες τις επιπτώσεις των μέτρων αντιντάμπινγκ στους χρήστες. Πρώτον, το Συμβούλιο αρκέστηκε να παραθέσει στην αιτιολογική σκέψη 115 του προσβαλλόμενου κανονισμού, υπό μορφή ποσοστού, τις επιπτώσεις επί του κέρδους. Τούτο είναι παραπλανητικό, διότι, με μέσο συντελεστή 23,4 %, οι βιομηχανίες που χρησιμοποιούν τα επίμαχα προϊόντα υφίστανται άμεση επιπλέον επιβάρυνση περίπου 104 εκατομμύρια ευρώ ετησίως. Εξάλλου, τα μέτρα αντιντάμπινγκ συνεπάγονται επιπλέον έμμεσο κόστος για τους κοινοτικούς χρήστες, λόγω διακοπών στον εφοδιασμό και λόγω βραχυπρόθεσμης ή/και μεσοπρόθεσμης αυξήσεως της μέσης τιμής του σιδηροπυριτίου.

245    Δεύτερον, οι προσφεύγουσες επισημαίνουν ότι το Συμβούλιο δεν έλαβε υπόψη του ότι, κατά το υπό εξέταση χρονικό διάστημα, οι κοινοτικοί χρήστες εξαρτιόνταν όλο και περισσότερο, για την κάλυψη των αναγκών τους, από τις εισαγωγές, διότι οι κοινοτικοί παραγωγοί δεν ήταν σε θέση ούτε επιθυμούσαν να καλύψουν τις ανάγκες αυτές. Επιπλέον, οι δυσχέρειες στον εφοδιασμό εξακολούθησαν να επιδεινώνονται μετά το υπό εξέταση χρονικό διάστημα, διότι η Vargön Alloys αποφάσισε να παύσει την παραγωγή σιδηροπυριτίου, η OFZ αποφάσισε να επικεντρωθεί στην δεσμευμένη παραγωγή που προοριζόταν για την ArcelorMittal, η TDR αποφάσισε να στραφεί στην παραγωγή πυριτίου και η Huta Laziska έπρεπε να συνεχίσει την λειτουργία της έχοντας τεθεί υπό δικαστικό έλεγχο και υπό καθεστώς αβεβαιότητας ως προς την παροχή ηλεκτρικής ενέργειας.

246    Δεύτερον, οι προσφεύγουσες φρονούν ότι η αρχή της αναλογικότητας επιτάσσει να σταθμιστεί το αυξημένο κόστος που επωμίζονται οι χρήστες με το όφελος που αποκομίζει η κοινοτική βιομηχανία. Λαμβανομένων, όμως, υπόψη των προγενέστερων διαδικασιών αντιντάμπινγκ και της εξελίξεως των συνθηκών στην αγορά, η επιβολή δασμών δεν ήταν επιβεβλημένη βάσει του συμφέροντος της Κοινότητας.

247    Τρίτον, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν με το υπόμνημα απαντήσεως ότι το Συμβούλιο δεν αιτιολόγησε επαρκώς την απόφασή του να μη συνεκτιμήσει τις επιβαρύνσεις των κοινοτικών χρηστών λόγω των διακοπών στην παραγωγή.

248    Το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από τις παρεμβαίνουσες, αμφισβητεί τα επιχειρήματα των προσφευγουσών.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

249    Στο πλαίσιο του υπό κρίση σκέλους του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, οι προσφεύγουσες αμφισβητούν, κατ’ ουσίαν, ότι τα μέτρα αντιντάμπινγκ δεν επηρέασαν σημαντικά τους χρήστες. Όπως και τα δύο προηγούμενα σκέλη, το υπό κρίση σκέλος πρέπει να αναλυθεί υπό το πρίσμα της νομολογίας που παρατίθεται στη σκέψη 227 ανωτέρω.

250    Πρώτον, οι προσφεύγουσες φρονούν ότι η αιτιολογική σκέψη 115 του προσβαλλόμενου κανονισμού εμπεριέχει πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως. Συναφώς, διευκρινίζεται ότι με την εν λόγω αιτιολογική σκέψη το Συμβούλιο εκτίμησε ότι, εφόσον ο μέσος συντελεστής του οριστικού δασμού ανέρχεται σε 23,4 %, οι επιπτώσεις των μέτρων στο κλάδο της σιδηρουργίας και στον κλάδο των χυτηρίων δεν είναι σημαντικές, διότι η επιβάρυνση των οικονομικών αποτελεσμάτων δεν θα υπερβεί το 0,16 και το 0,33 % αντιστοίχως.

251    Πρώτον, οι προσφεύγουσες χαρακτηρίζουν την αιτιολογική σκέψη αυτή ως παραπλανητική, εκτιμώντας ότι οι χρήστες σιδηροπυριτίου θα επιβαρύνονταν αμέσως με περίπου 104 εκατομμύρια ευρώ ετησίως. Πλην όμως, οι προσφεύγουσες δεν υποστηρίζουν ότι είναι εσφαλμένα τα αριθμητικά στοιχεία που παραθέτει το Συμβούλιο με την εν λόγω αιτιολογική σκέψη, σχετικά με την επιβάρυνση των οικονομικών αποτελεσμάτων των χρηστών. Παραθέτουν απλώς ένα αριθμητικό στοιχείο σχετικά με τη συμπληρωματική επιβάρυνση των χρηστών, χωρίς, όμως, να εξηγούν γιατί το στοιχείο αυτό είναι περισσότερο αξιόπιστο ή διαφωτιστικό από τα αριθμητικά στοιχεία που παραθέτει το Συμβούλιο.

252    Δεύτερον, σχετικά με το έμμεσο κόστος με το οποίο επιβαρύνονται οι χρήστες, οι προσφεύγουσες δεν προβάλλουν κανένα στοιχείο που να αποδεικνύει ότι οι χρήστες σιδηροπυριτίου δεν εφοδιάζονταν απρόσκοπτα. Επιπλέον, όπως τόνισε το Συμβούλιο, η άποψη αυτή των προσφευγουσών συνιστά απλή εικασία, διότι η επιβολή μέτρων αντιντάμπινγκ δεν εμποδίζει τη διάθεση στην αγορά του σιδηροπυριτίου που εισάγεται από τις χώρες τις οποίες αφορά η διαδικασία της έρευνας, αλλά μόνο τη διάθεση του προϊόντος στην αγορά σε τιμές ντάμπινγκ.

253    Τρίτον, σχετικά με τη θέση των προσφευγουσών ότι οι κοινοτικοί παραγωγοί δεν ήταν σε θέση ούτε επιθυμούσαν να καλύψουν τις ανάγκες των χρηστών κατά το εξέταση χρονικό διάστημα, τονίζεται ότι, προς στήριξη της θέσεως αυτής, οι προσφεύγουσες επικαλούνται δύο έγγραφα που υπέβαλε στην Επιτροπή η European Confederation of Iron and Steel Industries (Eurofer, Ευρωπαϊκή συνομοσπονδία σιδήρου και χάλυβα) στο πλαίσιο της έρευνας. Δεδομένου ότι τα έγγραφα αυτά περιέχουν απλώς και μόνον εκτιμήσεις άλλου ενδιαφερομένου, δεν έχουν αποδεικτική αξία. Οι προσφεύγουσες επικαλούνται επίσης άρθρο δημοσιευμένο σε εξειδικευμένο έντυπο, όπου αναφέρεται ότι η Vargön Alloys αποφάσισε να στραφεί από την παραγωγή σιδηροπυριτίου στην παραγωγή σιδηροχρωμίου. Το έγγραφο αυτό δεν αρκεί για να αποδειχθεί ότι οι κοινοτικοί παραγωγοί συνολικά ούτε επιθυμούσαν ούτε ήταν σε θέση να προμηθεύουν με σιδηροπυρίτιο τους κοινοτικούς χρήστες.

254    Επομένως, οι προσφεύγουσες δεν μπόρεσαν να αποδείξουν με τα επιχειρήματά τους ότι το Συμβούλιο υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη, εκτιμώντας με την αιτιολογική σκέψη 115 του προσβαλλόμενου κανονισμού ότι τα μέτρα αντιντάμπινγκ δεν επηρέασαν σημαντικά τους χρήστες.

255    Δεύτερον, σχετικά με την αιτίαση που αντλείται από παράβαση της αρχής της αναλογικότητας, αρκεί η διαπίστωση ότι με την αιτίαση αυτή κατ’ ουσίαν προβάλλονται εκ νέου τα επιχειρήματα που προβλήθηκαν προς στήριξη του πρώτου και του δεύτερου σκέλους του δεύτερου λόγου ακυρώσεως. Δεδομένου ότι τα επιχειρήματα αυτά κρίθηκαν αβάσιμα, η συγκεκριμένη αιτίαση κρίνεται επίσης απορριπτέα ως αβάσιμη.

256    Τρίτον, σχετικά την αιτίαση περί παραβάσεως της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, υπενθυμίζεται ότι, κατά τη νομολογία, από την αιτιολογία που απαιτεί το άρθρο 253 EK πρέπει να προκύπτει κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο η συλλογιστική της αρχής της Ένωσης που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη, έτσι ώστε να είναι σε θέση οι μεν ενδιαφερόμενοι να γνωρίζουν τους λόγους που δικαιολογούν το ληφθέν μέτρο, προκειμένου να υπερασπίσουν τα δικαιώματά τους, ο δε δικαστής της Ένωσης να ασκήσει τον έλεγχό του (απόφαση του Πρωτοδικείου της 12ης Οκτωβρίου 1999, T‑48/96, Acme κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1999, σ. II‑3089, σκέψη 141). Αντιθέτως, τα θεσμικά όργανα δεν υποχρεούνται να απαντούν, με την αιτιολογία του προσωρινού ή του οριστικού κανονισμού, σε όλα τα πραγματικά και νομικά ζητήματα τα οποία εγείρουν οι ενδιαφερόμενοι κατά τη διοικητική διαδικασία (βλ., συναφώς, απόφαση του Πρωτοδικείου της 25ης Ιουνίου 1998, T-371/94 και T-394/94, British Airways κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. II-2405, σκέψη 94).

257    Στο πλαίσιο αυτό, επισημαίνεται ότι με τις αιτιολογικές σκέψεις 159 έως 166 του προσωρινού κανονισμού η Επιτροπή ανέλυσε κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο τις συνέπειες των μέτρων αντιντάμπινγκ για τους κοινοτικούς χρήστες σιδηροπυριτίου. Ομοίως, με τις αιτιολογικές σκέψεις 113 έως 116 του προσβαλλόμενου κανονισμού, το Συμβούλιο εξέτασε κατά τρόπο συντομότερο, αλλ’ εξίσου σαφή, τις επιπτώσεις που είχε η επιβολή δασμών αντιντάμπινγκ για τους εν λόγω χρήστες. Συνεπώς, δεδομένου ότι τα θεσμικά όργανα δεν υποχρεούνται να απαντούν σε όλα τα πραγματικά και νομικά ζητήματα τα οποία εγείρουν οι ενδιαφερόμενοι κατά τη διοικητική διαδικασία, δεν ευσταθεί η αιτίαση των προσφευγουσών περί παραβάσεως, εκ μέρους των θεσμικών οργάνων, της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως.

258    Επομένως, το τρίτο σκέλος του δεύτερου λόγου ακυρώσεως κρίνεται απορριπτέο ως αβάσιμο.

259    Βάσει των ανωτέρω σκέψεων, ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως κρίνεται απορριπτέος.

 Γ – Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με έλλειψη συνεργασίας, τη χρήση των διαθέσιμων στοιχείων και την αναγνώριση της ιδιότητας της επιχειρήσεως που δραστηριοποιείται υπό ΚΟΑ

1.     Επί του πρώτου σκέλους του τρίτου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με έλλειψη συνεργασίας

 Επιχειρήματα των διαδίκων

260    Οι προσφεύγουσες προβάλλουν ότι το Συμβούλιο υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως και παρέβη το άρθρο 18, παράγραφοι 1 και 3, του βασικού κανονισμού (νυν άρθρο 18, παράγραφοι 1 και 3, του κανονισμού 1225/2009), το άρθρο 6.8 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ, καθώς και τις παραγράφους 3 και 5 του παραρτήματος II της εν λόγω συμφωνίας, διότι εκτίμησε ότι οι προσφεύγουσες αρνήθηκαν να συνεργαστούν, με συνέπεια να απορρίψει το αίτημά τους να χαρακτηριστούν ως επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται υπό ΚΟΑ και να στηριχθεί στα διαθέσιμα στοιχεία για τον υπολογισμό των περιθωρίων ντάμπινγκ και της ζημίας.

261    Πρώτον, οι προσφεύγουσες προβάλλουν ότι συνεργάστηκαν στην έρευνα αντιντάμπινγκ. Η συνεργασία τους αποδεικνύεται από τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν στο πλαίσιο της διαδικασίας αντιντάμπινγκ. Τα έγγραφα που συμπεριέλαβαν στις παρατηρήσεις αυτές είναι περισσότερα απ’ ό,τι συνήθως απαιτείται στο πλαίσιο μιας τέτοιας διαδικασίας.

262    Δεύτερον, οι προσφεύγουσες προβάλλουν ότι, μολονότι, λόγω εξαιρετικών περιστάσεων, ανεξάρτητων από τη βούλησή τους, δεν μπόρεσαν να δεχθούν τη διενέργεια επιτόπιου ελέγχου, το γεγονός αυτό δεν συνιστά άρνηση συνεργασίας κατά την έννοια του βασικού κανονισμού, διότι, με εξαίρεση τον επιτόπιο έλεγχο, κατέβαλαν κάθε δυνατή προσπάθεια πλήρους συνεργασίας στην έρευνα. Οι προσφεύγουσες διευκρινίζουν, συναφώς, ότι σκόπευαν να δεχθούν τον επιτόπιο έλεγχο, πλην όμως κατέστη αναγκαία η ματαίωση του ελέγχου έξι μόλις ημέρες πριν την έναρξή του. Εξηγούν ότι δεν διέθεταν το απαιτούμενο για τον έλεγχο προσωπικό, καθώς οι συγκεκριμένοι εργαζόμενοι ήταν απασχολημένοι με την αξίας πολλών εκατομμυρίων ευρώ εισαγωγή στο χρηματιστήριο του Λονδίνου, καθώς και με την έρευνα αντιντάμπινγκ με αντικείμενο το πυριτιομαγγάνιο. Λόγω του υπερβολικού φόρτου εργασίας που θα απαιτούνταν για την εξασφάλιση πλήρους συνεργασίας σε μία μόνον έρευνα αντιντάμπινγκ και της ανάγκης απασχολήσεως μεγάλου αριθμού εργαζομένων για την προετοιμασία της εισαγωγής στο χρηματιστήριο, οι προσφεύγουσες αναγκάστηκαν να επιλέξουν μεταξύ της πλήρους συνεργασίας στην έρευνα αντιντάμπινγκ με αντικείμενο το πυριτιομαγγάνιο, η οποία βρισκόταν σε προχωρημένο στάδιο, και της συνεργασίας στην έρευνα με αντικείμενο το σιδηροπυρίτιο. Πάντως, η έρευνα με αντικείμενο το πυριτιομαγγάνιο απαιτούσε μικρότερη προσπάθεια, καθώς είχε ήδη πραγματοποιηθεί ο επιτόπιος έλεγχος, και είχε πολύ σημαντικότερο αντικείμενο από εμπορικής απόψεως, δεδομένου ότι οι προσφεύγουσες είχαν μειώσει την παραγωγή του σιδηροπυριτίου, όχι όμως και του πυριτιομαγγανίου. Για τους λόγους αυτούς, ενημέρωσαν την Επιτροπή ότι θα συνεχίσουν να συνεργάζονται στην έρευνα με αντικείμενο το σιδηροπυρίτιο, αλλά όχι με την ίδια ένταση όπως στο πλαίσιο της έρευνας με αντικείμενο το πυριτιομαγγάνιο.

263    Τρίτον, οι προσφεύγουσες προβάλλουν ότι ο επιτόπιος έλεγχος δεν ήταν απαραίτητος. Υποστηρίζουν, καταρχάς, ότι πολλές ειδικές ομάδες του ΠΟΕ έχουν παράσχει διευκρινίσεις σχετικά με την ερμηνεία του άρθρου 6.8 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ και των παραγράφων 3 και 5 του παραρτήματος II της ίδιας συμφωνίας, που εφαρμόζονται δυνάμει του άρθρου 18, παράγραφοι 1 και 3, του βασικού κανονισμού, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 5 του κανονισμού αυτού. Συγκεκριμένα, στο πλαίσιο της διαφοράς «Ηνωμένες Πολιτείες – Χαλύβδινα ελάσματα» (WT/DS206/R), η ειδική ομάδα έκρινε ότι τα πληροφοριακά στοιχεία πρέπει να είναι ελέγξιμα, πλην όμως οι αρμόδιες για την έρευνα αρχές δεν μπορούν να απορρίψουν πληροφοριακά στοιχεία που έχουν τεθεί υπόψη τους μόνο και μόνον επειδή τα στοιχεία αυτά δεν ελέγχθηκαν επιτόπου. Η εκτίμηση αυτή επιβεβαιώθηκε από την ειδική ομάδα επιλύσεως της διαφοράς «ΕΚ – Σολομός (Νορβηγία)» (WT/DS337/R), η οποία έκρινε περαιτέρω ότι, κατά τη συμφωνία αντιντάμπινγκ, οι επιτόπιοι έλεγχοι δεν αποτελούν το μόνο μέσο εξακριβώσεως των πληροφοριακών στοιχείων. Δεύτερον, κατά τις προσφεύγουσες, αν οι συνεργαζόμενοι με την Επιτροπή υποβάλουν πληροφοριακά στοιχεία μη δυνάμενα να εξακριβωθούν με επιτόπιο έλεγχο, η Επιτροπή δύναται να απορρίψει τα στοιχεί αυτά, εφόσον η αξιοπιστία τους τίθεται υπό αμφισβήτηση από άλλες πηγές. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίον οι προσφεύγουσες πρότειναν στην Επιτροπή να ελέγξει τα προσκομισθέντα στοιχεία βάσει άλλων διαθέσιμων πληροφοριακών στοιχείων. Συγκεκριμένα, οι προσφεύγουσες διευκρινίζουν ότι ήταν βέβαιες για την αξιοπιστία των στοιχείων που είχαν προσκομίσει και, συνεπώς, δεν είναι δικαιολογημένη η μη χρησιμοποίηση των στοιχείων αυτών από τα θεσμικά όργανα της Ένωσης προς εξαγωγή συμπερασμάτων.

264    Το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από τις παρεμβαίνουσες, αμφισβητεί τα επιχειρήματα των προσφευγουσών.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

265    Στο πλαίσιο του υπό κρίση σκέλους του τρίτου λόγου ακυρώσεως, πρέπει να διαπιστωθεί αν τα θεσμικά όργανα παρέβησαν τον βασικό κανονισμό και τη συμφωνία αντιντάμπινγκ, επειδή στήριξαν τα συμπεράσματά τους στα διαθέσιμα στοιχεία, κατόπιν της αποφάσεως των προσφευγουσών να μη δεχθούν τη διενέργεια επιτόπιου ελέγχου από τις υπηρεσίες της Επιτροπής, με δεδομένο ότι, κατά τα λοιπά, οι προσφεύγουσες συμμετείχαν ενεργά στη διαδικασία της έρευνας και προσκόμισαν στοιχεία δυνάμενα να εξακριβωθούν με άλλα μέσα, πέραν του επιτόπιου ελέγχου.

266    Η διαφωνία των διαδίκων έγκειται, κατ’ ουσίαν, στην ερμηνεία του άρθρου 18, παράγραφοι 1 και 3, του βασικού κανονισμού, με το οποίο μεταφέρεται στη νομοθεσία της Ένωσης το άρθρο 6.8 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ, καθώς και οι παράγραφοι 3 και 5 του παραρτήματος II της ίδιας συμφωνίας. Ειδικότερα, πρέπει να εξεταστεί αν, βάσει της διατάξεως αυτής, η μη αποδοχή της διενέργειας επιτόπιου ελέγχου δικαιολογεί τη χρήση των διαθέσιμων στοιχείων. Για να δοθεί απάντηση στο ζήτημα αυτό, απαιτείται, αφενός, γραμματική και τελεολογική και, αφετέρου, συστηματική ερμηνεία του άρθρου 18, παράγραφοι 1 και 3, του βασικού κανονισμού.

267    Πρώτον, επισημαίνεται ότι, κατά το γράμμα του άρθρου 18, παράγραφοι 1 και 3, του βασικού κανονισμού, τα θεσμικά όργανα νομιμοποιούνται να χρησιμοποιήσουν τα διαθέσιμα στοιχεία, εφόσον ένας ενδιαφερόμενος αρνείται τη διενέργεια επιτόπιου ελέγχου από τις υπηρεσίες της Επιτροπής.

268    Συγκεκριμένα, το άρθρο 18, παράγραφοι 1 και 3, του βασικού κανονισμού προβλέπει τη χρήση των στοιχείων που διαθέτουν τα θεσμικά όργανα, αντί των στοιχείων ενός ή περισσοτέρων από τους ενδιαφερόμενους. Η παράγραφος 1 του άρθρου 18 του βασικού κανονισμού ορίζει τις περιπτώσεις κατά τις οποίες μπορούν να χρησιμοποιηθούν τα διαθέσιμα στοιχεία, ενώ η παράγραφος 3 ορίζει τις περιπτώσεις κατά τις οποίες δεν είναι υποχρεωτική η χρήση των διαθέσιμων στοιχείων. Κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 18 του βασικού κανονισμού, τα διαθέσιμα στοιχεία μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε τέσσερις περιπτώσεις: όταν ένα ενδιαφερόμενο μέρος αρνείται την πρόσβαση σε απαραίτητα πληροφοριακά στοιχεία, δεν παρέχει τα στοιχεία αυτά εμπρόθεσμα, παρεμποδίζει σε σημαντικό βαθμό την έρευνα ή προσκομίζει ψευδή ή παραπλανητικά στοιχεία. Κατά την παράγραφο 3 του άρθρου αυτού, αν τα προσκομιζόμενα από ενδιαφερόμενο πληροφοριακά στοιχεία δεν είναι ενδεχομένως άρτια από κάθε άποψη, λαμβάνονται οπωσδήποτε υπόψη, υπό την προϋπόθεση ότι οι τυχόν ελλείψεις δεν είναι τέτοιες, ώστε να δυσχεραίνουν υπέρμετρα τη συναγωγή συμπεράσματος με ικανοποιητική ακρίβεια, ότι τα εν λόγω στοιχεία έχουν υποβληθεί με τον δέοντα τρόπο και εγκαίρως, ότι τα στοιχεία αυτά είναι εξακριβώσιμα και ότι ο ενδιαφερόμενος έχει επιδείξει κάθε δυνατή επιμέλεια.

269    Επομένως, οι παράγραφοι 1 και 3 του άρθρου 18 του βασικού κανονισμού αφορούν διαφορετικές περιπτώσεις. Συγκεκριμένα, ενώ στο άρθρο 18, παράγραφος 1, περιγράφονται εν γένει οι περιπτώσεις κατά τις οποίες δεν παρέχονται τα πληροφοριακά στοιχεία που είναι απαραίτητα προκειμένου τα θεσμικά όργανα να διενεργήσουν την έρευνα, αντιθέτως το άρθρο 18, παράγραφος 3, προβλέπει τις περιπτώσεις κατά τις οποίες τα απαραίτητα στοιχεία έχουν προσκομιστεί, αλλά δεν είναι από κάθε άποψη άρτια.

270    Το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι η ματαίωση επιτόπιου ελέγχου με υπαιτιότητα του ενδιαφερομένου πρέπει να εξεταστεί βάσει της παραγράφου 1 και όχι της παραγράφου 3 του άρθρου 18 του βασικού κανονισμού. Συγκεκριμένα, η ματαίωση εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 18, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού. Βεβαίως, δεν εμπίπτει σε κάποια από τις χαρακτηριστικές περιπτώσεις που προβλέπει η διάταξη αυτή, όπως παρατίθενται στη σκέψη 268 ανωτέρω. Συγκεκριμένα, είναι πρόδηλον ότι η ματαίωση εν προκειμένω δεν συνιστά παράλειψη του ενδιαφερομένου να παράσχει εμπροθέσμως πληροφοριακά στοιχεία ούτε παροχή ψευδών ή παραπλανητικών στοιχείων. Επίσης, εν προκειμένω, δεδομένων των περιστάσεων της ματαιώσεως του επιτόπιου ελέγχου, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι οι προσφεύγουσες παρεμπόδισαν σε σημαντικό βαθμό την έρευνα. Η ματαίωση του επιτόπιου ελέγχου, όπως συνέβη εν προκειμένω, μολονότι δεν εμπίπτει στις τρεις τελευταίες περιπτώσεις του άρθρου 18, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού, πρέπει εντούτοις να χαρακτηριστεί, υπό την επιφύλαξη της συνδρομής ανωτέρας βίας, ως άρνηση προσβάσεως σε πληροφοριακά στοιχεία, τα οποία η Επιτροπή κρίνει απαραίτητα, κατά την έννοια της πρώτης περιπτώσεως που προβλέπει η διάταξη αυτή. Εν προκειμένω, οι λόγοι που προέβαλαν οι προσφεύγουσες για να δικαιολογήσουν τη ματαίωση του επιτόπιου ελέγχου δεν συνιστούν ανωτέρα βία.

271    Αφετέρου, αντιθέτως προς ό,τι εννοούν οι προσφεύγουσες, δεν χωρεί επίκληση του άρθρου 18, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού με σκοπό την καταστρατήγηση της υποχρεώσεως αποδοχής της διενέργειας επιτόπιου ελέγχου, όταν ο έλεγχος αυτός κρίνεται απαραίτητος από τις υπηρεσίες της Επιτροπής. Βεβαίως, αντικείμενο του επιτόπιου ελέγχου είναι η εξακρίβωση των στοιχείων που προσκομίστηκαν από ενδιαφερόμενο στο πλαίσιο της διαδικασίας της έρευνας και ενδέχεται τα στοιχεία αυτά να είναι δυνατόν να εξακριβωθούν με άλλα μέσα, περάν του επιτόπιου ελέγχου στις εγκαταστάσεις του ενδιαφερομένου. Υπενθυμίζεται, πάντως, ότι, κατά το άρθρο 18, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού, αν τα πληροφοριακά στοιχεία δεν είναι άρτια από κάθε άποψη, η χρήση των διαθέσιμων στοιχείων αποκλείεται μόνον εφόσον ο ενδιαφερόμενος έχει επιδείξει κάθε δυνατή επιμέλεια. Σε περίπτωση, όμως, μη αποδοχής της διενέργειας επιτόπιου ελέγχου, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι ο ενδιαφερόμενος όντως έχει επιδείξει κάθε δυνατή επιμέλεια.

272    Δεύτερον, ο σκοπός του άρθρου 18, παράγραφοι 1 και 3, του βασικού κανονισμού επιβεβαιώνει ότι η μη αποδοχή της διενέργειας επιτόπιου ελέγχου δικαιολογεί τη χρήση των διαθέσιμων στοιχείων. Συγκεκριμένα, όσον αφορά τον σκοπό του άρθρου 18, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού, υπενθυμίζεται ότι, κατά τη νομολογία, δεδομένου ότι ο βασικός κανονισμός δεν απονέμει στην Επιτροπή καμία εξουσία έρευνας που να της επιτρέπει να εξαναγκάζει τους παραγωγούς ή εξαγωγείς τους οποίους αφορά η καταγγελία να συμμετέχουν στην έρευνα ή να παρέχουν πληροφορίες, το Συμβούλιο και η Επιτροπή εξαρτώνται από την εκούσια συνεργασία των ενδιαφερομένων μερών όσον αφορά την παροχή των αναγκαίων στοιχείων εντός των τασσομένων προθεσμιών. Στο πλαίσιο αυτό, οι απαντήσεις των ενδιαφερομένων στο προβλεπόμενο στο άρθρο 6, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού (άρθρο 6, παράγραφος 2, του κανονισμού 1225/2009) ερωτηματολόγιο, καθώς και ο μεταγενέστερος επιτόπιος έλεγχος τον οποίο μπορεί να διενεργεί η Επιτροπή, όπως προβλέπεται στο άρθρο 16 του ίδιου κανονισμού (νυν άρθρο 16 του κανονισμού 1225/2009), είναι ουσιώδεις για τη διεξαγωγή της διαδικασίας αντιντάμπινγκ. Ο κίνδυνος που υφίσταται, σε περίπτωση μη συνεργασίας των επιχειρήσεων τις οποίες αφορά η έρευνα, να λάβουν τα κοινοτικά όργανα υπόψη στοιχεία άλλα εκτός αυτών που περιλαμβάνονται στις απαντήσεις στο ερωτηματολόγιο είναι συμφυής στη διαδικασία αντιντάμπινγκ, ενώ σκοπός είναι να ενθαρρυνθεί η καλόπιστη και επιμελής συνεργασία των επιχειρήσεων αυτών (απόφαση του Πρωτοδικείου της 13ης Ιουλίου 2006, T‑413/03, Shandong Reipu Biochemicals κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2006, σ. II‑2243, σκέψη 65). Το άρθρο 18, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού αποσκοπεί στο να μην έχουν τα θεσμικά όργανα τη δυνατότητα να απορρίψουν καταχρηστικώς στοιχεία τα οποία, μολονότι δεν είναι άρτια, μπορούν εν τούτοις να χρησιμοποιηθούν και να εξακριβωθούν.

273    Η χρήση των διαθέσιμων στοιχείων, σε περίπτωση που ένας ενδιαφερόμενος δεν αποδέχεται τη διενέργεια επιτόπιου ελέγχου, είναι σύμφωνη με τους σκοπούς αυτούς. Συγκεκριμένα, η μη αποδοχή της διενέργειας επιτόπιου ελέγχου αντιβαίνει στον σκοπό της ειλικρινούς συνεργασίας και της επιμέλειας, στην επείτευξη των οποίων κατατείνει το άρθρο 18, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού. Επιπλέον, υπό τις περιστάσεις αυτές, δεν μπορεί να προσαφθεί στα θεσμικά όργανα ότι απέρριψαν στοιχεία καταχρηστικώς, οπότε τα στοιχεία που δεν κατέστη δυνατόν να εξακριβωθούν με επιτόπιο έλεγχο μπορούν να απορριφθούν, χωρίς να είναι απαραίτητο να εξακριβωθούν με άλλα μέσα.

274    Τρίτον, η δυνατότητα χρήσεως των διαθέσιμων στοιχείων σε περίπτωση που ενδιαφερόμενος δεν αποδεχθεί τη διενέργεια επιτόπιου ελέγχου επιβεβαιώνεται από τη συστηματική ερμηνεία του συστήματος του βασικού κανονισμού. Συναφώς, τονίζεται ότι, δυνάμει του άρθρου 6, παράγραφος 8, του βασικού κανονισμού (νυν άρθρο 6, παράγραφος 8, του κανονισμού 1225/2009), η Επιτροπή, στο πλαίσιο της έρευνας σχετικά με το ντάμπινγκ και τη ζημία, την οποία υποχρεούται να διενεργήσει, πρέπει να εξακριβώνει, στο μέτρο του δυνατού, τα προσκομιζόμενα από τους ενδιαφερομένους πληροφοριακά στοιχεία, στα οποία στηρίζονται οι διαπιστώσεις, εκτός αν συντρέχουν οι περιστάσεις του άρθρου 18 του εν λόγω κανονισμού. Εξάλλου, κατά το άρθρο 16, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού (νυν άρθρο 16, παράγραφος 1, του κανονισμού 1225/2009), η Επιτροπή, όποτε το κρίνει σκόπιμο, πραγματοποιεί επιτόπιους ελέγχους των λογιστικών βιβλίων που τηρούν οι εισαγωγείς, οι εξαγωγείς, οι έμποροι, οι αντιπρόσωποι, οι παραγωγοί και οι εμπορικές ενώσεις και οργανισμοί, προκειμένου να εξακριβώσει τα σχετικά με το ντάμπινγκ και τη ζημία στοιχεία.

275    Κατά συνέπεια, αφενός, απόκειται στα θεσμικά όργανα να αποφασίσουν αν, προς εξακρίβωση των προσκομισθέντων από ενδιαφερόμενο πληροφοριακών στοιχείων, κρίνουν απαραίτητη την επιβεβαίωση των στοιχείων αυτών με επιτόπιο έλεγχο στις εγκαταστάσεις του εν λόγω ενδιαφερομένου, και, αφετέρου, σε περίπτωση που ο ενδιαφερόμενος παρεμποδίζει την εξακρίβωση των στοιχείων, αν πρέπει να εφαρμοστεί το άρθρο 18 του βασικού κανονισμού και να χρησιμοποιηθούν τα διαθέσιμα στοιχεία.

276    Κατόπιν των προεκτεθέντων, διαπιστώνεται ότι το άρθρο 18, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού επιτρέπει στα θεσμικά όργανα να χρησιμοποιούν τα διαθέσιμα στοιχεία, όταν οι ενδιαφερόμενοι παρεμποδίζουν τον επιτόπιο έλεγχο, και ότι το άρθρο 18, παράγραφος 3, του κανονισμού αυτού δεν υποχρεώνει τα θεσμικά όργανα να εξακριβώνουν από άλλες διαθέσιμες πηγές τα προσκομισθέντα από ενδιαφερόμενο στοιχεία, τα οποία δεν κατέστη δυνατόν να ελεγχθούν επιτοπίως.

277    Η διαπίστωση αυτή δεν αναιρείται ούτε από την έκθεση της ειδικής ομάδας του ΠΟΕ, της 29ης Ιουλίου 2002, επί της διαφοράς «Ηνωμένες Πολιτείες – Χαλύβδινα ελάσματα» (WT/DS206/R), ούτε από την έκθεση της 15ης Ιανουαρίου 2008 επί της διαφοράς «ΕΚ – Σολομός (Νορβηγία)» (WT/DS337/R).

278    Συγκεκριμένα, σε καμία από τις δύο εκθέσεις αυτές δεν εξετάστηκε το ζήτημα της εκ μέρους των θεσμικών οργάνων μεταχειρίσεως της αρνήσεως ενός ενδιαφερομένου να αποδεχθεί τη διενέργεια επιτόπιου ελέγχου. Συγκεκριμένα, στο απόσπασμα της εκθέσεως επί της διαφοράς «Ηνωμένες Πολιτείες – Χαλύβδινα ελάσματα», το οποίο παραθέτουν οι προσφεύγουσες με τα δικόγραφά τους, η ειδική ομάδα απέρριψε τη θέση των Ηνωμένων Πολιτειών ότι ορισμένα πληροφοριακά στοιχεία απορρίφθηκαν στο πλαίσιο της διαδικασίας της έρευνας, διότι δεν πληρούσαν τα κριτήρια της παραγράφου 3 του παραρτήματος II της συμφωνίας αντιντάμπινγκ. Στο πλαίσιο αυτό, καθορίστηκε η σημασία του όρου εξακριβώσιμα πληροφοριακά στοιχεία. Ομοίως, το απόσπασμα της εκθέσεως της ειδικής ομάδας επί της διαφοράς «ΕΚ – Σολομός (Νορβηγία)», το οποίο επικαλούνται οι προσφεύγουσες με τα δικόγραφά τους, αφορούσε το αν τα υποβληθέντα μετά τον επιτόπιο έλεγχο πληροφοριακά στοιχεία μπορούν να θεωρηθούν εξακριβώσιμα.

279    Βάσει των προεκτεθέντων, διαπιστώνεται ότι, λόγω της αποφάσεως των προσφευγουσών να μη δεχθούν τη διενέργεια επιτόπιου ελέγχου από τις υπηρεσίες της Επιτροπής, το Συμβούλιο χρησιμοποίησε κατά νόμο και χωρίς να υποπέσει σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως τα διαθέσιμα στοιχεία.

280    Συνεπώς, το πρώτο σκέλος του τρίτου λόγου ακυρώσεως κρίνεται απορριπτέο ως αβάσιμο.

2.     Επί του δεύτερου σκέλους του τρίτου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με τη χρήση των διαθέσιμων στοιχείων χωρίς να ληφθούν υπόψη εξακριβώσιμα στοιχεία

 Επιχειρήματα των διαδίκων

281    Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι το Συμβούλιο παρέβη το άρθρο 18, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού (νυν άρθρο 18, παράγραφος 5, του κανονισμού 1225/2009), το άρθρο 6.8, καθώς και τις παραγράφους 3 και 5 του παραρτήματος II της συμφωνίας αντιντάμπινγκ, διότι παρέλειψε να εξετάσει τα λεπτομερή εξακριβώσιμα πληροφοριακά στοιχεία που του προσκομίστηκαν εμπρόθεσμα. Συγκεκριμένα, τα θεσμικά όργανα ήταν υποχρεωμένα να ελέγξουν τις διαπιστώσεις τους βάσει των πληροφοριακών στοιχείων που είχαν προσκομίσει οι προσφεύγουσες με την ιδιότητα του ενδιαφερομένου, αντιπαραβάλλοντάς τα με άλλα διαθέσιμα πληροφοριακά στοιχεία. Τούτο επιβεβαιώνεται από την έκθεση της ειδικής ομάδας του ΠΟΕ, της 20ής Δεκεμβρίου 2005, επί της διαφοράς «Μεξικό – Μέτρα αντιντάμπινγκ για το ρύζι» (WT/DS295/R).

282    Το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από τις παρεμβαίνουσες, αμφισβητεί τα επιχειρήματα των προσφευγουσών.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

283    Οι προσφεύγουσες διατείνονται, στο πλαίσιο του δεύτερου σκέλους του τρίτου λόγου ακυρώσεως, ότι τα θεσμικά όργανα έπρεπε να ελέγξουν τις διαπιστώσεις τους βάσει των πληροφοριακών στοιχείων που αυτές είχαν προσκομίσει.

284    Τονίζεται, συναφώς, ότι, κατά το άρθρο 18, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού, τα θεσμικά όργανα, όταν χρησιμοποιούν τα διαθέσιμα στοιχεία, είναι όντως υποχρεωμένα, στο μέτρο του δυνατού, να τα ελέγχουν βάσει στοιχείων από άλλες ανεξάρτητες πηγές ή βάσει πληροφοριακών στοιχείων που συνελέγησαν στο πλαίσιο της έρευνας από άλλους ενδιαφερόμενους.

285    Εν προκειμένω, πάντως, όπως επισήμανε το Συμβούλιο, οι προσφεύγουσες δεν διευκρινίζουν ποιες διαπιστώσεις θα ετίθεντο υπό αμφισβήτηση αν τα διαθέσιμα στοιχεία είχαν ελεγχθεί βάσει των προσκομισθέντων από αυτές πληροφοριακών στοιχείων. Επίσης, δεν διευκρινίζουν ποια πληροφοριακά στοιχεία θα καθιστούσαν δυνατή την αμφισβήτηση των εν λόγω διαπιστώσεων.

286    Επομένως, βάσει της νομολογίας που παρατίθεται στη σκέψη 212 ανωτέρω, το υπό κρίση σκέλος του τρίτου λόγου ακυρώσεως κρίνεται απαράδεκτο.

3.     Επί του τρίτου σκέλους του τρίτου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με την απόρριψη του αιτήματος περί αναγνωρίσεως της ιδιότητας της επιχειρήσεως που δραστηριοποιείται υπό ΚΟΑ

 Επιχειρήματα των διαδίκων

287    Πρώτον, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι τα θεσμικά όργανα υπέπεσαν σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως και παρέβησαν το άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο β΄, του βασικού κανονισμού, διότι έθεσαν πρόσθετη προϋπόθεση, μη προβλεπόμενη από τη διάταξη αυτή, και δεν έλαβαν υπόψη τους σημαντικά πληροφοριακά στοιχεία, μόνο και μόνον επειδή οι προσφεύγουσες, εξαιτίας γεγονότων ανεξάρτητων από τη βούλησή τους, δεν ήταν σε θέση να αποδεχθούν τη διενέργεια επιτόπιου ελέγχου.

288    Συγκεκριμένα, πρώτον, αντιθέτως προς ό,τι αφήνουν να εννοηθεί τα θεσμικά όργανα με τις αιτιολογικές σκέψεις 10 και 25 του προσωρινού κανονισμού, κατά το άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο β΄, του βασικού κανονισμού, η υποβολή αιτήματος περί αναγνωρίσεως της ιδιότητας της επιχειρήσεως που δραστηριοποιείται υπό ΚΟΑ δεν συνεπάγεται οπωσδήποτε τη διενέργεια επιτόπιου ελέγχου. Τούτο προκύπτει επίσης από την πρακτική των θεσμικών οργάνων, τα οποία, όταν δεν είναι εφικτός ο επιτόπιος έλεγχος ορισμένων πληροφοριακών στοιχείων, στηρίζονται στην ανάλυση των εγγράφων. Τούτο συνέβη στο πλαίσιο των ερευνών αντιντάμπινγκ που είχαν ως αποτέλεσμα την έκδοση του κανονισμού (ΕΚ) 1212/2005 του Συμβουλίου, της 25ης Ιουλίου 2005, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές ορισμένων προϊόντων χύτευσης καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας (ΕΕ L 199, σ. 1), καθώς και του κανονισμού (ΕΚ) 426/2005 της Επιτροπής, της 15ης Μαρτίου 2005, για την επιβολή προσωρινού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές ορισμένων υφασμάτων από νήματα από πολυεστέρα, καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας (ΕΕ L 69, σ. 6).

289    Δεύτερον, κατά τις προσφεύγουσες, τα θεσμικά όργανα διέθεταν ουσιώδη πληροφοριακά στοιχεία σχετικά με τη λειτουργία τους, διότι, στο πλαίσιο της έρευνας αντιντάμπινγκ με αντικείμενο το πυριτιομαγγάνιο, η Επιτροπή είχε επιβεβαιώσει ότι λειτουργούν υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς και μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται υπό ΚΟΑ.

290    Δεύτερον, οι προσφεύγουσες διατείνονται ότι τα θεσμικά όργανα παρέβησαν το άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ΄, του βασικού κανονισμού, διότι τις ενημέρωσαν σχετικά με την απόρριψη του αιτήματός τους να χαρακτηριστούν ως επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται υπό ΚΟΑ μόλις στις 5 Ιουλίου 2007, δηλαδή επτά μήνες μετά την έναρξη της έρευνας. Κατά τις προσφεύγουσες, το άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ΄, του βασικού κανονισμού επιβάλλει να δίδεται απάντηση στο αίτημα εντός τριών μηνών από την έναρξη της έρευνας, πράγμα που έχει επιβεβαιωθεί από το Γενικό Δικαστήριο. Οι προσφεύγουσες προβάλλουν ακόμη ότι, αν η Επιτροπή είχε ενεργήσει εντός της τρίμηνης προθεσμίας, θα μπορούσαν να δεχθούν τη διενέργεια του επιτόπιου ελέγχου, καθώς δεν θα συνέπιπτε με την προετοιμασία της εισαγωγής στο χρηματιστήριο.

291    Το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από τις παρεμβαίνουσες, αμφισβητεί τα επιχειρήματα των προσφευγουσών.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

292    Πρώτον, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι τα θεσμικά όργανα, απορρίπτοντας το αίτημά τους να χαρακτηριστούν ως επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται υπό ΚΟΑ, λόγω της μη διενέργειας επιτόπιου ελέγχου, υπέπεσαν σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως και παρέβησαν το άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο β΄, του βασικού κανονισμού, διότι, αφενός, η διενέργεια επιτόπιου ελέγχου δεν ήταν απαραίτητη βάσει της διατάξεως αυτής και, αφετέρου, τα θεσμικά όργανα διέθεταν ουσιώδη πληροφοριακά στοιχεία σχετικά με τη λειτουργία τους, τα οποία είχαν συλλέξει στο πλαίσιο της διαδικασίας αντιντάμπινγκ με αντικείμενο το πυριτιομαγγάνιο.

293    Πρώτον, όσον αφορά το επιχείρημα ότι, κατά το άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο β΄, του βασικού κανονισμού, η διενέργεια επιτόπιου ελέγχου δεν είναι υποχρεωτική, στη σκέψη 274 ανωτέρω έγινε λόγος για το άρθρο 6, παράγραφος 8, και στο άρθρο 16, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού.

294    Κατά το άρθρο 6, παράγραφος 8, του βασικού κανονισμού, η Επιτροπή πρέπει να εξακριβώνει, στο μέτρο του δυνατού, τα προσκομιζόμενα από τους ενδιαφερομένους πληροφοριακά στοιχεία, στα οποία στηρίζονται οι διαπιστώσεις της. Επομένως, το άρθρο 6, παράγραφος 8, του βασικού κανονισμού δεν θέτει όρια στο περιεχόμενο της υποχρεώσεως εξακριβώσεως των στοιχείων που χρησιμοποιήθηκαν προς θεμελίωση των διαπιστώσεων των θεσμικών οργάνων, υποχρεώσεως η οποία ισχύει για τα στοιχεία που προσκομίζει ενδιαφερόμενος στο πλαίσιο αιτήματος περί αναγνωρίσεως της ιδιότητας της επιχειρήσεις που δραστηριοποιείται υπό ΚΟΑ.

295    Επιπλέον, κατά το άρθρο 16, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού, η Επιτροπή δύναται, προς εκπλήρωση της υποχρεώσεως εξακριβώσεως, να πραγματοποιεί επιτόπιους ελέγχους, εφόσον το κρίνει σκόπιμο. Η διάταξη αυτή δεν θέτει κανένα περιορισμό όσον αφορά τη δυνατότητα διενέργειας τέτοιων ελέγχων βάσει των πληροφοριακών στοιχείων που επιδιώκει να εξακριβώσει η Επιτροπή. Κατά συνέπεια, το άρθρο 16, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού επιτρέπει στην Επιτροπή να διενεργεί επιτόπιο έλεγχο στις εγκαταστάσεις παραγωγού-εξαγωγέα, στο πλαίσιο της εξετάσεως του αιτήματός του να χαρακτηριστεί ως επιχείρηση που δραστηριοποιείται υπό ΚΟΑ, προκειμένου να ελέγξει, εφόσον το κρίνει απαραίτητο, τα προσκομισθέντα προς στήριξη του αιτήματος πληροφοριακά στοιχεία.

296    Επομένως, το ότι το άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο β΄, του βασικού κανονισμού δεν επιβάλλει τη διενέργεια επιτόπιου ελέγχου στις εγκαταστάσεις παραγωγού-εξαγωγέα που ζητεί να χαρακτηριστεί ως επιχείρηση που δραστηριοποιείται υπό ΚΟΑ δεν σημαίνει ότι δεν μπορεί να διενεργηθεί τέτοιος έλεγχος. Ομοίως, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι η διενέργεια επιτόπιου ελέγχου, στο πλαίσιο της εξετάσεως αιτήματος περί αναγνωρίσεως της ιδιότητας επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται υπό ΚΟΑ, ισοδυναμεί με την επιβολή πρόσθετης προϋποθέσεως, πέραν των προβλεπομένων από το άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο β΄, του βασικού κανονισμού.

297    Η διαπίστωση αυτή δεν αναιρείται αν ληφθούν υπόψη οι προγενέστερες υποθέσεις που επικαλούνται οι προσφεύγουσες, στο πλαίσιο των οποίων η Επιτροπή, κατά την εξέταση αιτημάτων περί αναγνωρίσεως της ιδιότητας της επιχειρήσεως επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται υπό ΚΟΑ, δεν διενήργησε επιτόπιο έλεγχο, αρκούμενη σε ανάλυση των εγγράφων.

298    Συγκεκριμένα, πρώτον, όπως επισημάνθηκε με τη σκέψη 295 ανωτέρω, απόκειται στα θεσμικά όργανα να εκτιμήσουν αν είναι σκόπιμη η διενέργεια επιτόπιου ελέγχου. Επομένως, αν η διενέργεια τέτοιου ελέγχου δεν κριθεί σκόπιμη στο πλαίσιο έρευνας αντιντάμπινγκ, τούτο δεν σημαίνει ότι δεν θα είναι απαραίτητη στο πλαίσιο άλλης έρευνας.

299    Περαιτέρω, οι προηγούμενες υποθέσεις που επικαλούνται οι προσφεύγουσες δεν είναι συγκρίσιμες προς την υπό κρίση υπόθεση. Τόσο με τον κανονισμό 1212/2005 όσο και με τον κανονισμό 426/2005, τα θεσμικά όργανα χρησιμοποίησαν την τεχνική της δειγματοληψίας, κατά την έννοια του άρθρου 17 του βασικού κανονισμού (νυν άρθρο 17 του κανονισμού 1225/2009), λόγω του μεγάλου αριθμού των παραγωγών-εξαγωγέων που είχαν υποβάλει αίτημα να χαρακτηριστούν ως επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται υπό ΚΟΑ. Στο πλαίσιο αυτό, τα θεσμικά όργανα διενήργησαν επιτόπιο έλεγχο μόνο στις εγκαταστάσεις των παραγωγών-εξαγωγέων που περιλήφθηκαν στο δείγμα. Για τους λοιπούς παραγωγούς-εξαγωγείς τα θεσμικά όργανα αρκέστηκαν σε ανάλυση των εγγράφων.

300    Δεύτερον, όσον αφορά το επιχείρημα ότι τα θεσμικά όργανα διέθεταν πληροφοριακά στοιχεία σχετικά με την κατάσταση των προσφευγουσών, τα οποία είχαν συλλέξει στο πλαίσιο της διαδικασίας αντιντάμπινγκ με αντικείμενο το πυριτιομαγγάνιο, υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο β΄, του βασικού κανονισμού, για την αναγνώριση της ιδιότητας της επιχειρήσεως που δραστηριοποιούνται υπό ΚΟΑ, πρέπει να αποδειχθεί, βάσει αιτιολογημένου αιτήματος, υποβληθέντος από παραγωγό υποκείμενο στην έρευνα, ότι ο παραγωγός αυτός λειτουργεί υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς όσον αφορά την κατασκευή και την πώληση του οικείου ομοειδούς προϊόντος. Κατά συνέπεια, οι διαπιστώσεις στις οποίες κατέληξαν τα θεσμικά όργανα στο πλαίσιο έρευνας με αντικείμενο συγκεκριμένο προϊόν δεν ισχύουν για άλλο προϊόν. Συναφώς, όπως επισήμανε το Συμβούλιο, αν από την έρευνα διαπιστωθεί ότι μια εταιρία πληροί τα κριτήρια αναγνωρίσεως της ιδιότητας της επιχειρήσεως που δραστηριοποιείται υπό ΚΟΑ ως προς συγκεκριμένο προϊόν, τούτο δεν σημαίνει ότι η εταιρία αυτή πληροί και τα κριτήρια όσον αφορά άλλο προϊόν, διότι μπορεί, π.χ., το οικείο κράτος να έχει στρατηγικό συμφέρον για το συγκεκριμένο προϊόν και να παρεμβαίνει στις αποφάσεις σχετικά με τις τιμές, το κόστος και τις εισροές.

301    Επομένως, τα στοιχεία που συλλέχθηκαν κατά την εξέταση των αιτημάτων περί αναγνωρίσεως της ιδιότητας της επιχειρήσεως επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται υπό ΚΟΑ, τα οποία υποβλήθηκαν στο πλαίσιο της έρευνας με αντικείμενο το πυριτιομαγγάνιο, δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την εξέταση των αντίστοιχων αιτημάτων που έχουν υποβληθεί στο πλαίσιο της έρευνας με αντικείμενο το σιδηροπυρίτιο.

302    Δεύτερον, σχετικά με την αιτίαση περί παραβάσεως του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ΄, του βασικού κανονισμού, η διάταξη αυτή προβλέπει, όπως επισημαίνουν οι προσφεύγουσες, ότι το αν ένας παραγωγός λειτουργεί υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς πρέπει να διαπιστώνεται εντός τριών μηνών από την έναρξη της έρευνας. Εν προκειμένω, η ανακοίνωση περί ενάρξεως της έρευνας δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα στις 30 Νοεμβρίου 2006. Επομένως, η προθεσμία των τριών μηνών έληξε στις 28 Φεβρουαρίου 2007. Πάντως, οι προσφεύγουσες έλαβαν απάντηση στο αίτημά τους να αναγνωριστούν ως επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται υπό ΚΟΑ στις 5 Ιουλίου 2007, ήτοι περισσότερο από έξι μήνες μετά την έναρξη της έρευνας. Επομένως, όπως τόνισαν οι προσφεύγουσες, δεν τηρήθηκε η προθεσμία του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ΄, του βασικού κανονισμού.

303    Η παρατυπία αυτή, όμως, θίγει τη νομιμότητα του προσβαλλόμενου κανονισμού, μόνον εφόσον οι προσφεύγουσες αποδείξουν ότι η απάντηση στο αίτημα περί αναγνωρίσεως της ιδιότητας της επιχειρήσεως που δραστηριοποιείται υπό ΚΟΑ θα ήταν διαφορετική αν είχε δοθεί εμπρόθεσμα. Πλην όμως η θέση των προσφευγουσών ότι, αν η Επιτροπή είχε τηρήσει την τρίμηνη προθεσμία, θα μπορούσαν να αποδεχθούν τη διενέργεια επιτόπιου ελέγχου δεν στηρίζεται σε κανένα αποδεικτικό στοιχείο. Συγκεκριμένα, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, οι προσφεύγουσες προέβαλαν ότι θα μπορούσαν να αποδεχθούν τη διενέργεια επιτόπιου ελέγχου –ο οποίος επρόκειτο να πραγματοποιηθεί από τις 21 Φεβρουαρίου έως τις 2 Μαρτίου 2007– αν ο έλεγχος αυτός διενεργούνταν τον Ιανουάριο του 2007, διότι η εισαγωγή στο χρηματιστήριο απαιτούσε επιπλέον εργασίες μόνο μετά το τέλος Φεβρουαρίου του 2007. Οι προσφεύγουσες δεν προσκόμισαν κανένα στοιχείο προς στήριξη της θέσεως αυτής. Αντιθέτως, με το έγγραφό τους της 14ης Φεβρουαρίου 2007 και με τα δικόγραφά τους ανέφεραν ότι τον Φεβρουάριο του 2007 οι προετοιμασίες για την εισαγωγή στο χρηματιστήριο είχαν ξεκινήσει προ πολλών μηνών.

304    Εξάλλου, δεδομένου ότι οι εργαζόμενοι των προσφευγουσών εργάζονταν για την εισαγωγή στο χρηματιστήριο και για την έρευνα με αντικείμενο το πυριτιομαγγάνιο επί σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα, οι προσφεύγουσες δεν θα ήταν κατά πάσα πιθανότητα σε θέση να δεχθούν τη διενέργεια επιτόπιου ελέγχου, ακόμη και αυτός διενεργούνταν νωρίτερα, λαμβανομένου υπόψη ότι το αίτημα περί αναγνωρίσεως της ιδιότητας της επιχειρήσεως που δραστηριοποιείται υπό ΚΟΑ υποβλήθηκε στις 15 Δεκεμβρίου 2006.

305    Υπό τις συνθήκες αυτές, κρίνεται ότι οι προσφεύγουσες δεν απέδειξαν ότι η διαπιστωθείσα, βάσει του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ΄, του βασικού κανονισμού παρατυπία δικαιολογεί την ακύρωση του προσβαλλόμενου κανονισμού.

306    Επομένως, είναι απορριπτέο το τρίτο σκέλος του τρίτου λόγου ακυρώσεως.

 Δ – Επί του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με τα δικαιώματα άμυνας των προσφευγουσών

1.     Επί του πρώτου σκέλους του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας των προσφευγουσών, λόγω της παραλείψεως των θεσμικών οργάνων να τους παράσχουν εγκαίρως συνεκτική περίληψη των σημαντικότερων στοιχείων του εμπιστευτικού φακέλου

 Επιχειρήματα των διαδίκων

307    Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι προσβλήθηκαν τα δικαιώματά τους άμυνας, διότι η δυνατότητά τους να αντικρούσουν τη θέση περί σημαντικής ζημίας οφειλόμενης στις επίμαχες εισαγωγές επηρεάστηκε σημαντικά λόγω της ποιότητας των μη εμπιστευτικών πληροφοριακών στοιχείων που τέθηκαν στη διάθεσή τους, καθώς και του χρόνου της γνωστοποιήσεως των στοιχείων αυτών.

308    Συγκεκριμένα, προβάλλουν, πρώτον, ότι δεν ήταν επαρκή τα μη εμπιστευτικά στοιχεία που γνωστοποίησαν υπό μορφή δεικτών οι κοινοτικοί παραγωγοί. Καταρχάς, τα στοιχεία αυτά δεν ήταν αρκούντως λεπτομερή, ώστε οι προσφεύγουσες να δύνανται να αντιληφθούν την ουσία των εμπιστευτικών πληροφοριακών στοιχείων. Οι προσφεύγουσες διευκρινίζουν, συναφώς, ότι τα υπό μορφή δεικτών μη εμπιστευτικά στοιχεία δεν συνοδεύονταν ως επί το πλείστον από επεξηγήσεις, με συνέπεια οι προσφεύγουσες να μην είναι σε θέση να ασκήσουν λυσιτελώς τα δικαιώματά τους άμυνας. Δεύτερον, κατά τις προσφεύγουσες, τα στοιχεία αυτά δεν περιείχαν πληροφορίες σχετικά με τους δείκτες της ζημίας. Συγκεκριμένα, έλειπαν, π.χ., τα στοιχεία σχετικά με τις εξαγωγές και με τις πωλήσεις προς τις συνδεδεμένες εταιρίες.

309    Δεύτερον, οι προσφεύγουσες φρονούν ότι οι περιλήψεις των στοιχείων υπό μορφή δεικτών έπρεπε να συμπεριληφθούν στον μη εμπιστευτικό φάκελο από τον Ιανουάριο του 2007, αλλά τελικά προστέθηκαν στον φάκελο αυτόν την ημερομηνία εκδόσεως του προσωρινού κανονισμού, δηλαδή στις 28 Αυγούστου 2007. Τούτο συνεπάγεται ότι προσφεύγουσες επί εννέα μήνες δεν είχαν τη δυνατότητα να εξετάσουν τα στοιχεία αυτά και έτσι υποχρεώθηκαν να αναθεωρήσουν σημαντικό μέρος των όσων είχαν ήδη προβάλει σε πολύ προχωρημένο στάδιο της διαδικασίας. Ειδικότερα, δεν είχαν τη δυνατότητα να επιλύσουν εκκρεμή ζητήματα και να εξεύρουν ορισμένα κρίσιμα πληροφοριακά στοιχεία εντός της προθεσμίας υποβολής παρατηρήσεων επί του προσωρινού ενημερωτικού εγγράφου.

310    Τρίτον, οι προσφεύγουσες προβάλλουν ότι οι περιλήψεις των προσαρμοσμένων στοιχείων που περιλήφθηκαν υπό μορφή δεικτών στον μη εμπιστευτικό φάκελο στις 28 Αυγούστου 2007 αντιφάσκουν προς τα προγενέστερα μη εμπιστευτικά στοιχεία, πράγμα που σημαίνει ότι τα προσκομισθέντα στοιχεία αποδείχθηκαν ανακριβή. Επιπλέον, οι προσφεύγουσες επισημαίνουν, με το υπόμνημα απαντήσεως, ότι τα στοιχεία αυτά εμπεριείχαν πολλά σφάλματα, ιδίως ως προς τις FerroAtlántica και FerroPem.

311    Το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από τις παρεμβαίνουσες, αμφισβητεί τα επιχειρήματα των προσφευγουσών.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

312    Υπό το πρίσμα του άρθρου 19, παράγραφοι 1 και 2, του βασικού κανονισμού (άρθρο 19, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 1225/2009), καθώς και της νομολογίας που παρατίθεται στη σκέψη 110 ανωτέρω θα εξεταστεί αν όντως προσβλήθηκαν τα δικαιώματα άμυνας των προσφευγουσών λόγω ανεπάρκειας των μη εμπιστευτικών περιλήψεων των στοιχείων που προσκόμισε έκαστος κοινοτικός παραγωγός σχετικά με την εξέλιξη της οικονομικής καταστάσεώς του και λόγω του χρονικού σημείου κατά το οποίο οι περιλήψεις αυτές προστέθηκαν στον μη εμπιστευτικό φάκελο.

313    Πρώτον, όσον αφορά το επιχείρημα περί ανεπάρκειας των εν λόγω μη εμπιστευτικών περιλήψεων, η οποία οφείλεται, καταρχάς, στην απουσία επεξηγήσεων, τονίζεται ότι οι εν λόγω περιλήψεις συνίστανται από πίνακες όπου καταγράφονται λεπτομερώς ανά κοινοτικό παραγωγό και ανά έτος, μεταξύ 2003 και του χρονικού διαστήματος το οποίο αφορούσε η έρευνα, η εξέλιξη 19 διαφορετικών παραμέτρων της ζημίας. Μολονότι τα στοιχεία παρατίθενται στους πίνακες υπό μορφή δεικτών, εντούτοις καθιστούν κατανοητή την εξέλιξη της καταστάσεως εκάστου παραγωγού. Δεν είναι απαραίτητη η παράθεση επεξηγήσεων για την κατανόηση των εξελίξεων αυτών, οι δε προσφεύγουσες είχαν τη δυνατότητα να προβάλουν λυσιτελώς την άποψή τους επί των εν λόγω εξελίξεων.

314    Εξάλλου, καίτοι οι προσφεύγουσες προβάλλουν με τα δικόγραφά τους ότι, ελλείψει επεξηγήσεων, ήταν αναγκασμένες να εικάζουν την πραγματική κατάσταση των κοινοτικών παραγωγών, με συνέπεια να μην δύνανται να ασκήσουν λυσιτελώς τα δικαιώματά τους άμυνας, εντούτοις από τις παρατηρήσεις τους επί του προσωρινού ενημερωτικού εγγράφου προκύπτει ότι στην πραγματικότητα διαμαρτύρονται για την έλλειψη επεξηγήσεων σχετικά με τις αιτίες των τάσεων που παρατηρήθηκαν για κάθε κοινοτικό παραγωγό. Πάντως, τα θεσμικά όργανα δεν ήταν υποχρεωμένα να ζητήσουν από τους κοινοτικούς παραγωγούς τέτοιες επεξηγήσεις, διότι δεν είναι οι εν λόγω παραγωγοί αρμόδιοι να προβούν στην ανάλυση περί μη καταλογισμού, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 3, παράγραφος 7, του βασικού κανονισμού (νυν άρθρο 3, παράγραφος 7, του κανονισμού 1225/2009). Αντιθέτως, την ανάλυση αυτή διενεργούν τα θεσμικά όργανα, προκειμένου να καταλήξουν στην προσωρινή και την οριστική απόφασή τους. Η επεξήγηση αυτή, δηλαδή, δεν πρέπει να αναζητείται στη μη εμπιστευτική περίληψη των προσκομισθέντων από τους κοινοτικούς παραγωγούς στοιχείων, αλλά στην ανάλυση των θεσμικών οργάνων.

315    Όπως, όμως, προκύπτει από τις σκέψεις 193 έως 203 ανωτέρω, τα θεσμικά όργανα ανέλυσαν τις αιτίες των τάσεων που παρατηρήθηκαν για κάθε κοινοτικό παραγωγό. Δεδομένου ότι η ανάλυση αυτή περιλαμβάνεται τόσο στον προσωρινό κανονισμό όσο και στο προσωρινό και στο τελικό ενημερωτικό έγγραφο, οι προσφεύγουσες είχαν τη δυνατότητα να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους, πράγμα που εξάλλου δεν παρέλειψαν να πράξουν. Συγκεκριμένα, π.χ., στο τμήμα των παρατηρήσεών τους επί του προσωρινού ενημερωτικού εγγράφου, όπου οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι είναι απαραίτητο να συμπεριληφθούν επεξηγήσεις στη μη εμπιστευτική μορφή των στοιχείων σχετικά με την οικονομική κατάσταση εκάστου κοινοτικού παραγωγού, οι προσφεύγουσες προέβαλαν ορισμένα επιχειρήματα σχετικά με τις αιτίες των τάσεων που παρατηρήθηκαν για κάθε κοινοτικό παραγωγό.

316    Επομένως, οι προσφεύγουσες άσκησαν τα δικαιώματά τους άμυνας και δεν συνιστά προσβολή των δικαιωμάτων αυτών, εκ μέρους των θεσμικών οργάνων, η μη προσθήκη επεξηγηματικών σημειώσεων επί των στοιχείων που προσκομίστηκαν υπό μορφή δεικτών από τους κοινοτικούς παραγωγούς και περιλαμβάνονται στον μη εμπιστευτικό φάκελο της διαδικασίας.

317    Δεύτερον, σχετικά με το επιχείρημα περί ελλείψεως στοιχείων σχετικά με ορισμένους δείκτες της ζημίας, επισημαίνεται ότι οι προσφεύγουσες αναφέρονται σε στοιχεία σχετικά με τις εξαγωγές, καθώς και τις πωλήσεις προς συνδεδεμένες εταιρίες. Πάντως, αφενός, σε αντίθεση προς τα υποστηριζόμενα από τις προσφεύγουσες, οι πίνακες όπου συνοψίζονται τα προσκομισθέντα από τους κοινοτικούς παραγωγούς στοιχεία περιλαμβάνουν στοιχεία σχετικά με τις εισαγωγές. Αφετέρου, όσον αφορά τα στοιχεία σχετικά με τις πωλήσεις προς συνδεδεμένες εταιρίες, το Συμβούλιο διευκρίνισε με τα δικόγραφά του ότι τα στοιχεία αυτά, μολονότι δεν περιλαμβάνονται στους πίνακες όπου συνοψίζονται οι σχετικοί με τους κοινοτικούς παραγωγούς δείκτες της ζημίας, εντούτοις περιλαμβάνονται σε άλλο τμήμα του μη εμπιστευτικού φακέλου, τον οποίον οι προσφεύγουσες μελέτησαν επανειλημμένως. Το Συμβούλιο, συμμορφούμενο προς αίτημα του Γενικού Δικαστηρίου στο πλαίσιο μέτρου οργανώσεως της διαδικασίας, προσκόμισε τα στοιχεία αυτά όπως περιλαμβάνονται στον φάκελο της διαδικασίας.

318    Κατόπιν των προεκτεθέντων, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο το επιχείρημα περί ελλείψεως στοιχείων σχετικών με ορισμένους δείκτες της ζημίας.

319    Δεύτερον, σχετικά με τον χρόνο γνωστοποιήσεως των μη εμπιστευτικών στοιχείων στις προσφεύγουσες, διαπιστώνεται ότι τα στοιχεία αυτά προστέθηκαν στον μη εμπιστευτικό φάκελο της διαδικασίας στις 28 Αυγούστου 2007 και ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός εκδόθηκε στις 25 Φεβρουαρίου 2008. Οι προσφεύγουσες δεν μπορούσαν, βεβαίως, να προβάλουν την άποψή τους επί των στοιχείων αυτών πριν την έκδοση του προσωρινού κανονισμού. Κατά τη νομολογία, πάντως, ακόμη και αν υποτεθεί ότι η αρχή της τηρήσεως των δικαιωμάτων άμυνας επιβάλλει την πληροφόρηση των εξαγωγέων σχετικά με τα κύρια γεγονότα και εκτιμήσεις βάσει των οποίων εξετάζεται το ενδεχόμενο επιβολής προσωρινών δασμών, η προσβολή των δικαιωμάτων αυτών δεν καθιστά, αφεαυτής, πλημμελή τον κανονισμό περί επιβολής των οριστικών δασμών, εφόσον κατά τη διαδικασία εκδόσεως του κανονισμού αυτού διορθώθηκε η πλημμέλεια την οποία ενείχε η διαδικασία εκδόσεως του αντίστοιχου κανονισμού περί επιβολής προσωρινού δασμού (απόφαση του Δικαστηρίου της 3ης Μαΐου 2001, C‑76/98 P και C‑77/98 P, Ajinomoto και NutraSweet κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. I‑3223, σκέψη 67).

320    Δεδομένου ότι οι προσφεύγουσες είχαν τη δυνατότητα επί πολλούς μήνες, πριν την έκδοση του προσβαλλόμενου κανονισμού, να προβάλουν την άποψή τους επί των στοιχείων αυτών, δεν συντρέχει προσβολή των δικαιωμάτων τους άμυνας λόγω της καθυστερημένης προσθήκης των στοιχείων αυτών στον φάκελο της διαδικασίας.

321    Τρίτον, σχετικά με τις αποκλίσεις και τα σφάλματα στα στοιχεία αυτά, οι προσφεύγουσες δεν πρέπει να συγχέουν την προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας με την ύπαρξη σφαλμάτων δυνάμενων να θίξουν τη νομιμότητα του προσβαλλόμενου κανονισμού. Συγκεκριμένα, το γεγονός ότι οι προσφεύγουσες θεωρούν ότι τα σχετικά με τους κοινοτικούς παραγωγούς στοιχεία εμπεριέχουν αποκλίσεις και σφάλματα δεν αποδεικνύει ότι η Επιτροπή προσέβαλε τα δικαιώματα άμυνας των προσφευγουσών.

322    Επομένως, το πρώτο σκέλος του τέταρτου λόγου ακυρώσεως κρίνεται απορριπτέο ως αβάσιμο.

2.     Επί του δεύτερου σκέλους του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας των προσφευγουσών, λόγω της παραλείψεως των θεσμικών οργάνων να ενεργήσουν σε σχέση με τα σφάλματα που περιλαμβάνονται στον μη εμπιστευτικό φάκελο

 Επιχειρήματα των διαδίκων

323    Οι προσφεύγουσες διατείνονται ότι, λόγω της παρουσίας σφαλμάτων στον μη εμπιστευτικό φάκελο, ως προς τα οποία τα θεσμικά όργανα παρέλειψαν να ενεργήσουν παρά τα σχετικά αιτήματα που τους υποβλήθηλαν, μειώθηκε σημαντικά η αποδεικτική αξία των περιλαμβανόμενων στον φάκελο αυτό πληροφοριακών στοιχείων, με συνέπεια να πληγεί σοβαρά η δυνατότητα των προσφευγουσών να ασκήσουν τους τα δικαιώματά τους άμυνας. Συγκεκριμένα, πρώτον, δεν προκύπτει ούτε από τον μη εμπιστευτικό φάκελο ούτε από το τελικό ενημερωτικό έγγραφο ο λόγος για τον οποίο η OFZ μείωσε τον αριθμό των εργαζομένων κατά το ήμισυ μεταξύ 2003 και 2004. Δεύτερον, δεν διευκρινίζονται ούτε στον μη εμπιστευτικό φάκελο ούτε στο τελικό ενημερωτικό έγγραφο οι τρόποι κατανομής του κόστους κατόπιν της αποκτήσεως της FerroPem από τη FerroAtlántica το 2005. Πάντως, το γεγονός αυτό επηρέασε σημαντικά την κερδοφορία των επιχειρήσεων αυτών. Τρίτον, δεν προσκομίστηκε κανένα επεξηγηματικό κείμενο επί των σχετικών με τις επενδύσεις στοιχείων. Τέταρτον, οι προσφεύγουσες θέτουν το ερώτημα πώς είναι δυνατόν η FerroAtlántica να αύξησε τις πωλήσεις της ενώ οι πωλήσεις της Huta Laziska μειώθηκαν κατά τα δύο τρίτα. Πέμπτον, οι προσφεύγουσες επισημαίνουν τις αποκλίσεις μεταξύ των αρχικώς προσκομισθέντων στοιχείων και των στοιχείων που προστέθηκαν εν συνεχεία στον φάκελο.

324    Το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από τις παρεμβαίνουσες, αμφισβητεί τα επιχειρήματα των προσφευγουσών.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

325    Το επιχείρημα που αναπτύσσεται στο πλαίσιο του υπό κρίση σκέλους του τέταρτου λόγου ακυρώσεως αποτελεί παραλλαγή εκείνου που προέβαλαν οι προσφεύγουσες στο πλαίσιο του πρώτου σκέλους του ίδιου λόγου, κατά το οποίο τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στον μη εμπιστευτικό φάκελο εμπεριέχουν σφάλματα. Οι προσφεύγουσες τονίζουν ότι τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στον μη εμπιστευτικό φάκελο εμπεριέχουν σφάλματα, τα οποία αυτές υπέδειξαν στα θεσμικά όργανα κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, χωρίς όμως τα εν λόγω όργανα να προβούν σε οποιαδήποτε ενέργεια

326    Συναφώς, όπως διευκρινίστηκε με τη σκέψη 321 ανωτέρω, οι προσφεύγουσες δεν πρέπει να συγχέουν την προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας με την ύπαρξη σφαλμάτων δυνάμενων να θίξουν τη νομιμότητα του προσβαλλόμενου κανονισμού. Εξάλλου, το γεγονός ότι οι προσφεύγουσες θεωρούν ότι τα σχετικά με τους κοινοτικούς παραγωγούς στοιχεία εμπεριέχουν αποκλίσεις και σφάλματα δεν αποδεικνύει ότι η Επιτροπή προσέβαλε τα δικαιώματα άμυνας των προσφευγουσών.

327    Σε κάθε περίπτωση, οι προσφεύγουσες, εφόσον διατείνονται ότι επέστησαν την προσοχή των θεσμικών οργάνων στα σφάλματα αυτά, παραδέχονται ότι προέβαλαν λυσιτελώς την άποψή τους επί των σφαλμάτων αυτών. Επομένως, δεν μπορούν να προβάλουν προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας. Υπενθυμίζεται, συναφώς, ότι, κατά τη νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 110 ανωτέρω, ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας δεν υποχρεώνει τα θεσμικά όργανα να απαντούν σε κάθε επιχείρημα που προβάλλει ένας παραγωγός-εξαγωγέας κατά τη διαδικασία, αλλά μόνο να παρέχουν στους ενδιαφερομένους τη δυνατότητα να υπερασπίζονται λυσιτελώς τα συμφέροντά τους.

328    Επομένως, το δεύτερο σκέλος του τέταρτου λόγου ακυρώσεως κρίνεται απορριπτέο ως αβάσιμο.

3.     Επί του τρίτου σκέλους του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας των προσφευγουσών, λόγω της παραλείψεως των θεσμικών οργάνων να ενεργήσουν κατόπιν των παρατηρήσεών τους

 Επιχειρήματα των διαδίκων

329    Οι προσφεύγουσες προβάλλουν ότι τα θεσμικά όργανα προσέβαλαν τα δικαιώματά τους άμυνας, διότι δεν έλαβαν υπόψη τους πολλά επιχειρήματα που οι προσφεύγουσες προέβαλαν κατά τη διαδικασία και παρέλειψαν να αιτιολογήσουν την απόρριψή τους. Συγκεκριμένα, κατά τις προσφεύγουσες, τα θεσμικά όργανα παρέλειψαν, π.χ., να απαντήσουν στα επιχειρήματα των προσφευγουσών ότι, πρώτον, δεν ήταν σε θέση να αποδεχθούν τη διενέργεια επιτόπιου ελέγχου και ότι κατέβαλαν κάθε δυνατή προσπάθεια συνεργασίας, δεύτερον, οι τιμές του σιδηροπυριτίου στην κοινοτική αγορά ήταν οι υψηλότερες παγκοσμίως, τρίτον, η μείωση η μείωση του προσωπικού προηγήθηκε της πτώσεως της παραγωγής της κοινοτικής βιομηχανίας, τέταρτον, η Huta Laziska δήλωσε ότι η παραγωγή της, κατά το χρονικό διάστημα το οποίο αφορούσε η έρευνα, είχε μειωθεί στο 29 % της παραγωγής του 2003, ενώ απασχολούσε τον ίδιο κατ’ ουσίαν αριθμό εργαζομένων σε σχέση με το προηγούμενο έτος, πέμπτον, οι τιμές του σιδηροπυριτίου έχουν την ίδια εξέλιξη σε όλες τις κύριες αγορές παγκοσμίως και, έκτον, λαμβανομένων υπόψη των προγενέστερων διαδικασιών αντιντάμπινγκ στον κλάδο του σιδηροπυριτίου, τα μέτρα αντιντάμπινγκ δεν θα αποφέρουν κατά πάσα πιθανότητα συγκεκριμένα οφέλη στην κοινοτική βιομηχανία.

330    Το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από τις παρεμβαίνουσες, αμφισβητεί τα επιχειρήματα των προσφευγουσών.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

331    Κατά τον τίτλο του υπό κρίση σκέλους του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, οι προσφεύγουσες προβάλλουν προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας. Διαπιστώνεται, ωστόσο, ότι ουσιαστικά προβάλλουν και παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως. Κατά τη νομολογία, πάντως, οι λόγοι που προβάλλει ο προσφεύγων διάδικος πρέπει να ερμηνεύονται σύμφωνα με την ουσία τους και όχι βάσει του χαρακτηρισμού τους (απόφαση του Δικαστηρίου της 15ης Δεκεμβρίου 1961, 19/60, 21/60, 2/61 και 3/61, Fives Lille Cail κ.λπ. κατά Ανωτάτης Αρχής, Συλλογή τόμος 1954-1964, σ. 631). Επομένως, εκτός της αιτιάσεως περί προσβολής των δικαιωμάτων άμυνας των προσφευγουσών, πρέπει να εξεταστεί και η αιτίαση περί παραβάσεως της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως.

332    Πρώτον, όσον αφορά την αιτίαση περί προσβολής των δικαιωμάτων άμυνας των προσφευγουσών, υπενθυμίζεται ότι, κατά τη νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 110 ανωτέρω, ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας δεν υποχρεώνει τα θεσμικά όργανα να απαντούν σε κάθε επιχείρημα που προβάλλει ένας παραγωγός-εξαγωγέας κατά τη διαδικασία, αλλά μόνο να παρέχουν στους ενδιαφερομένους τη δυνατότητα να υπερασπίζονται λυσιτελώς τα συμφέροντά τους. Επιπλέον, οι προσφεύγουσες, εφόσον διατείνονται ότι προέβαλαν ορισμένα επιχειρήματα κατά τη διαδικασία αντιντάμπινγκ, παραδέχονται ότι προέβαλαν λυσιτελώς την άποψή τους. Επομένως, κακώς παραπονούνται για προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας.

333    Δεύτερον, όσον αφορά την αιτίαση περί παραβάσεως της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, διαπιστώνεται ότι από τον προσβαλλόμενο κανονισμό και τον προσωρινό κανονισμό προκύπτει κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο η συλλογιστική βάσει της οποίας τα θεσμικά όργανα επέβαλαν αρχικώς τους προσωρινούς και εν συνεχεία τους οριστικούς δασμούς αντιντάμπινγκ. Ειδικότερα, τα θεσμικά όργανα προέβησαν σε ανάλυση περί μη καταλογισμού, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 3, παράγραφος 7, του βασικού κανονισμού. Δεδομένου ότι τα πορίσματα της αναλύσεως αυτής παρατίθενται στις αιτιολογικές σκέψεις 115 έως 136 του προσωρινού κανονισμού και στις αιτιολογικές σκέψεις 96 έως 101 του προσβαλλόμενου κανονισμού, τα θεσμικά όργανα δεν ήταν υποχρεωμένα, βάσει της νομολογίας που παρατίθεται στη σκέψη 256 ανωτέρω, να απαντήσουν επιπλέον στα επιχειρήματα των προσφευγουσών σχετικά με το ύψος και την εξέλιξη των τιμών του σιδηροπυριτίου στην Κοινότητα και στον υπόλοιπο κόσμο, τη σχέση μεταξύ της μειώσεως του προσωπικού στην κοινοτική βιομηχανία και της μειώσεως της παραγωγής της, την ιδιαιτερότητα της Huta Laziska, καθώς και τις προγενέστερες διαδικασίες αντιντάμπινγκ. Ομοίως, δεδομένου ότι με τις αιτιολογικές σκέψεις 10 και 25 του προσωρινού κανονισμού η Επιτροπή έκρινε ότι η μη αποδοχή, εκ μέρους των προσφευγουσών, της διενέργειας επιτόπιου ελέγχου δικαιολογεί, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 18, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού, την απόρριψη των προσκομισθέντων από τις προσφεύγουσες στοιχείων, τα θεσμικά όργανα δεν ήταν υποχρεωμένα να απαντήσουν στα λεπτομερή επιχειρήματα που προβάλλουν οι προσφεύγουσες σχετικά τη μη διενέργεια επιτόπιου ελέγχου.

334    Εν πάση περιπτώσει, τα θεσμικά όργανα απάντησαν σε όλα τα επιχειρήματα. Συγκεκριμένα, πρώτον, όσον αφορά τα επιχειρήματα των προσφευγουσών σχετικά με τον επιτόπιο έλεγχο, η Επιτροπή απάντησε εν μέρει στα επιχειρήματα αυτά με την αιτιολογική σκέψη 25 του προσωρινού κανονισμού. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή διευκρίνισε γιατί δεν μπορούσε να εφαρμόσει τις διαπιστώσεις της έρευνας με αντικείμενο το πυριτιομαγγάνιο στην έρευνα με αντικείμενο το σιδηροπυρίτιο. Δεύτερον, τα επιχειρήματα σχετικά με το ύψος και την εξέλιξη των τιμών του σιδηροπυριτίου στην Κοινότητα και στον υπόλοιπο κόσμο εξετάστηκαν με τις αιτιολογικές σκέψεις 87 έως 90 του προσβαλλόμενου κανονισμού. Τρίτον, τα θεσμικά όργανα ανέλυσαν την εξέλιξη της ζήτησης και της παραγωγής στην Κοινότητα με τις αιτιολογικές σκέψεις 91, 102 και 103 του προσωρινού κανονισμού. Τέταρτον, τα θεσμικά όργανα έλαβαν υπόψη τους τις ιδιαίτερες περιστάσεις που συντρέχουν στην περίπτωση της Huta Laziska, ιδίως με την αιτιολογική σκέψη 93 του προσωρινού κανονισμού, καθώς και με τις αιτιολογικές σκέψεις 100 και 101 του προσβαλλόμενου κανονισμού. Πέμπτον, το Συμβούλιο εξήγησε, με τις αιτιολογικές σκέψεις 117 και 118 του προσβαλλόμενου κανονισμού, για ποιον λόγο δεν ήταν δυνατόν να στηριχθεί σε προγενέστερες διαδικασίες αντιντάμπινγκ.

335    Κατά συνέπεια οι προσφεύγουσες δεν απέδειξαν παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως. Επομένως, το τρίτο σκέλος του τέταρτου λόγου ακυρώσεως κρίνεται απορριπτέο ως αβάσιμο, όπως και ο τέταρτος λόγος στο σύνολό του.

336    Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

337    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι οι προσφεύγουσες ηττήθηκαν, πρέπει να καταδικαστούν στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με τα αιτήματα του Συμβουλίου και της Euroalliages.

338    Εξάλλου, κατά το άρθρο 87, παράγραφος 4, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας, τα κράτη μέλη και τα θεσμικά όργανα που παρεμβαίνουν στη δίκη φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα. Η Επιτροπή φέρει, επομένως, τα δικαστικά της έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Οι Transnational Company «Kazchrome» AO και ENRC Marketing AG φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους, καθώς και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η Euroalliages.

3)      Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φέρει τα δικαστικά της έξοδα.

Pelikánová

Jürimäe

Soldevila Fragoso

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 25 Οκτωβρίου 2011.

(υπογραφές)

Περιεχόμενα


Ιστορικό της διαφοράς

Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

Σκεπτικό

Α – Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με τον αιτιώδη σύνδεσμος μεταξύ των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ και της ζημίας

1.  Επί της ερμηνείας των αρχών του δικαίου που έχουν εφαρμογή κατά την ανάλυση του αιτιώδους συνδέσμου (πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως)

α) Επιχειρήματα των διαδίκων

β) Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

2.  Επί της εξατομικευμένης αναλύσεως των λοιπών παραμέτρων της ζημίας πέραν των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ (δεύτερο, τρίτο, τέταρτο, πέμπτο, έκτο, έβδομο και όγδοο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως)

α) Επί του δεύτερου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με την εξέλιξη της ζήτησης χάλυβα και των τιμών στην κοινοτική και στην παγκόσμια αγορά

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

β) Επί του τρίτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με τις επιπτώσεις της ζημίας που υπέστη εξ ιδίων η κοινοτική βιομηχανία

Επί της πρώτης αιτιάσεως, σχετικά με τη μεταστροφή της παραγωγής ορισμένων κοινοτικών παραγωγών

–  Επιχειρήματα των διαδίκων

–  Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Επί της δεύτερης αιτιάσεως, σχετικά με τη διακοπή της παραγωγής ορισμένων κοινοτικών παραγωγών

–  Επιχειρήματα των διαδίκων

–  Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Επί της τρίτης αιτιάσεως, σχετικά με τη χρήση της θεωρητικής ονομαστικής παραγωγικής δυνατότητας

–  Επιχειρήματα των διαδίκων

–  Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Επί της τέταρτης αιτιάσεως, σχετικά με τις επενδύσεις που πραγματοποίησε η κοινοτική βιομηχανία το 2005 και κατά το χρονικό διάστημα το οποίο αφορούσε η έρευνα

–  Επιχειρήματα των διαδίκων

–  Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

γ) Επί του τέταρτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με τις επιπτώσεις της αυξήσεως του κόστους των πρώτων υλών

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

δ) Επί του πέμπτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με τις συνέπειες της συρρίκνωσης της ζήτησης το 2005

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

ε) Επί του έκτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με τις επιπτώσεις των εισαγωγών από άλλες τρίτες χώρες

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

στ) Επί του έβδομου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, περί ελλείψεως ανταγωνιστικότητας των κοινοτικών παραγωγών, η οποία υφίστατο πριν τις επιζήμιες πρακτικές ντάμπινγκ

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

ζ) Επί του όγδοου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με τις ιδιαίτερες για κάθε παραγωγό περιστάσεις

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

3.  Επί της παραλείψεως της συνολικής αναλύσεως των παραμέτρων της ζημίας (πρώτο και όγδοο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως)

α) Επιχειρήματα των διαδίκων

β) Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Β – Επί του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με το κοινοτικό συμφέρον

1.  Επί του πρώτου σκέλους του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με την αύξηση των τιμών του σιδηροπυριτίου μετά το χρονικό διάστημα το οποίο αφορούσε η έρευνα

α) Επιχειρήματα των διαδίκων

β) Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

2.  Επί του δεύτερου σκέλους του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με τα διδάγματα της πείρας, από τα οποία προκύπτει ότι τα μέτρα αντιντάμπινγκ δεν ενισχύουν την κοινοτική βιομηχανία

α) Επιχειρήματα των διαδίκων

β) Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

3.  Επί του τρίτου σκέλους του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με την ανάλυση των επιπτώσεων των μέτρων αντιντάμπινγκ στους χρήστες

α) Επιχειρήματα των διαδίκων

β) Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Γ – Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με έλλειψη συνεργασίας, τη χρήση των διαθέσιμων στοιχείων και την αναγνώριση της ιδιότητας της επιχειρήσεως που δραστηριοποιείται υπό ΚΟΑ

1.  Επί του πρώτου σκέλους του τρίτου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με έλλειψη συνεργασίας

α) Επιχειρήματα των διαδίκων

β) Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

2.  Επί του δεύτερου σκέλους του τρίτου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με τη χρήση των διαθέσιμων στοιχείων χωρίς να ληφθούν υπόψη εξακριβώσιμα στοιχεία

α) Επιχειρήματα των διαδίκων

β) Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

3.  Επί του τρίτου σκέλους του τρίτου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με την απόρριψη του αιτήματος περί αναγνωρίσεως της ιδιότητας της επιχειρήσεως που δραστηριοποιείται υπό ΚΟΑ

α) Επιχειρήματα των διαδίκων

β) Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Δ – Επί του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με τα δικαιώματα άμυνας των προσφευγουσών

1.  Επί του πρώτου σκέλους του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας των προσφευγουσών, λόγω της παραλείψεως των θεσμικών οργάνων να τους παράσχουν εγκαίρως συνεκτική περίληψη των σημαντικότερων στοιχείων του εμπιστευτικού φακέλου

α) Επιχειρήματα των διαδίκων

β) Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

2.  Επί του δεύτερου σκέλους του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας των προσφευγουσών, λόγω της παραλείψεως των θεσμικών οργάνων να ενεργήσουν σε σχέση με τα σφάλματα που περιλαμβάνονται στον μη εμπιστευτικό φάκελο

α) Επιχειρήματα των διαδίκων

β) Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

3.  Επί του τρίτου σκέλους του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας των προσφευγουσών, λόγω της παραλείψεως των θεσμικών οργάνων να ενεργήσουν κατόπιν των παρατηρήσεών τους

α) Επιχειρήματα των διαδίκων

β) Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Επί των δικαστικών εξόδων


* Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.